Αρχική Blog Σελίδα 330

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων: Κατήχηση ιη΄

Η Ανάστασις. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Μονή της Χώρας - Κωνσταντινούπολη
Η Ανάστασις. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Μονή της Χώρας – Κωνσταντινούπολη

Ρίζα κάθε καλοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, γιατί ἡ προσδοκία τῆς ἀπολαβῆς δυναμώνει τήν ψυχή, γιά νά ἐργάζεται τό ἀγαθό. ῾Ο κάθε ἐργάτης εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνει κόπους καί μόχθους, ἄν προβλέπει ὅτι θά πάρει μισθό γιά τούς κόπους του. Οἱ ἐργάτες ὅμως πού κοπιάζουν χωρίς ἀμοιβή, πρίν ἀκόμα ἀποκάμουν σωματικά, λυγίζουν ψυχικά.

῾Ο στρατιώτης πού ἐλπίζει ὅτι θά ἀπολαύσει τιμές καί ἐπαίνους, εἶναι ἕτοιμος νά ριχτεῖ στίς μάχες. Κανένας ὅμως στρατευμένος κάτω ἀπό ἕνα βασιλιά —ὁ ὁποῖος δέν εἶναι σίγουρος γιά τή νίκη καί δέν μπορεῖ νά προβλέψει τό τέλος τοῦ πολέμου— δέν εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τή ζωή του, ἄν αὐτός ὁ βασιλιάς δέν ἐπιβραβεύει μέ πλούσιες ἀμοιβές τούς ἀγῶνες του. ῎Ετσι γίνεται καί μέ κάθε ψυχή. ῞Οταν αὐτή πιστεύει στήν ἀνάσταση, εἶναι φυσικό νά προσέχει τόν ἑαυτό της. ῎Αν ὅμως δέν πιστεύει στήν ἀνάσταση, παραδίνεται στή φθορά καί τήν καταστροφή. ῞Οποιος πιστεύει ὅτι τό σῶμα του θά ἀναστηθεῖ, φροντίζει νά τό διατηρεῖ καθάριο καί ἀμόλυντο καί σάν στολή τῆς ψυχῆς του, δέν τό μολύνει μέ πορνεῖες. ᾿Εκεῖνος ὅμως πού δέν πιστεύει στήν ἀνάσταση, παραδίνεται στίς πορνεῖες καί τό φθείρει μέ διάφορες καταχρήσεις, λές καί ἀνήκει σέ κάποιον ἄλλον.

Εἶναι λοιπόν πολύ σπουδαῖο παράγγελμα καί τρισμέγιστη διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μάλιστα, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο καί ἀσύγκριτα ἀναγκαῖο καί, μολονότι πολλοί ἔχουν ἀντιρρήσεις πάνω σ᾿ αὐτό, ἡ ἀλήθεια τό ἐπιβεβαιώνει. ᾿Αντιλέγουν σ᾿ αὐτό οἱ εἰδωλολάτρες ῞Ελληνες. Δέν τό πιστεύουν οἱ Σαμαρεῖτες. Τό περιγελοῦν οἱ αἱρετικοί. Πολλῶν εἰδῶν ἀντιρρήσεις ἀκούγονται, ἀλλά μιά καί μοναδική εἶναι ἡ ἀλήθεια.

Σαμαρεῖτες λοιπόν καί ῞Ελληνες εἰδωλολάτρες, μᾶς παρουσιάζουν κάποια ἐπιχειρήματα σάν αὐτά. Τό νεκρό ἄνθρωπο τόν ρίχνουν στό χῶμα καί ἐκεῖ σαπίζει καί τόν τρῶνε τά σκουλήκια, πού καί αὐτά μετά ψοφοῦν. Σέ τέτοια σαπίλα καί διάλυση καταλήγει τό σῶμα. Πῶς λοιπόν θ᾿ ἀναστηθεῖ; Ψάρια καταβρόχθισαν ὅσους ναυάγησαν στίς θάλασσες. Κι αὐτά τά ψάρια μετά τά ἔφαγαν ἄλλα μεγαλύτερα. ῞Οσοι πάλι πάλεψαν μέ θηρία τούς ἔφαγαν ἀρκοῦδες καί λιοντάρια, μέχρι καί τό μικρότερο κοκκαλάκι τους. Γύπες καί κοράκια ἔφαγαν τίς σάρκες τῶν ἄταφων νεκρῶν καί μετά αὐτά πέταξαν σέ διάφορες κατευθύνσεις καί ταξίδεψαν σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ποῦ λοιπόν θά βρεθοῦν ὅλα τά κομμάτια καί πῶς θά συγκροτηθεῖ πάλι τό σῶμα; ᾿Ενδέχεται ἀπό τά ὄρνια πού ἔφαγαν αὐτά τά σώματα, ἄλλο νά ψοφήσει στήν ᾿Ινδία, ἄλλο στήν Περσία καί ἄλλο στή Γοτθία. ῎Αλλα μπορεῖ νά τά κάψει ἡ φωτιά καί ὁ ἄνεμος καί ἡ βροχή νά σκορπίσει ἀκόμα καί τή στάχτη τοῦ σώματός τους. ᾿Από ποῦ καί πῶς θά συναρμολογηθοῦν τά στοιχεῖα καί θά ἀνασυγκροτηθοῦν αὐτά τά σώματα πού ἔφαγαν ἐκεῖνα τά ὄρνια;

Γιά σένα, πού σάν ἄνθρωπος εἶσαι τόσο μικρός καί ἀδύναμος, ἀπέχει πολύ ἡ χώρα τῶν Γότθων ἀπό τίς ᾿Ινδίες καί ἡ ῾Ισπανία ἀπό τήν Περσία. Γιά τόν Θεό ὅμως πού κρατάει στή χούφτα Του ὁλόκληρη τή γῆ, ὅλα εἶναι κοντινά. Δέν πρέπει λοιπόν νά ἀποδίδεις στόν Θεό ἀδυναμίες ὅμοιες μέ τίς δικές σου. Δῶσε καλύτερα τήν προσοχή σου στή δύναμη ᾿Εκείνου. ῎Επειτα, ὁ ἥλιος, πού εἶναι ἕνα ἐλάχιστο ἔργο τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἀκτῖνες του θερμαίνει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Καί ἀκόμα ὁ ἀέρας, πού κι αὐτόν τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός, περιβάλλει ὅ,τι βρίσκεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Καί ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός καί τοῦ ἥλιου καί τοῦ ἀέρα, ἄραγε στέκει μακριά ἀπό τόν κόσμο;  Φαντάσου πώς ἔχουν ἀναμιχθεῖ διάφοροι σπόροι —διότι ἀφοῦ φαίνεσαι ἀσθενικός στήν πίστη ἀναγκάζομαι νά σοῦ φέρω παραδείγματα πού ἀναφέρονται σέ μικροπράγματα— καί ὅτι αὐτοί οἱ διάφοροι σπόροι περιέχονται μέσα στή μία παλάμη σου. Εἶναι δύσκολο σέ σένα τόν ἄνθρωπο ἤ πολύ εὔκολο, νά ἐντοπίσεις καί νά ξεχωρίσεις κάθε σπόρο ἀπ᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στή χούφτα σου, σύμφωνα μέ τήν ἰδιαιτερότητά του καί τό εἶδος του, ὥστε νά τούς βάλεις μαζί ὅμοιους μέ ὅμοιους, νά τούς ταξινομήσεις κατά γένος καί εἶδος; ῎Επειτα, ἐσύ μπορεῖς νά διακρίνεις ὅ,τι βρίσκεται μέσα στή χούφτα σου, ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά διακρίνει καί νά ἀποκαταστήσει ὅσα βρίσκονται στήν δική Του παλάμη; Βάλε καλά στό νοῦ σου αὐτό πού σοῦ λέω, ἐάν βέβαια ἡ δυσκολία σου νά τό πιστέψεις δέν προέρχεται ἀπό λογική ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό κακή γνώμη γιά τόν Θεό καί ἀπό ἀνευλαβή προδιάθεση ἐναντίον Του.

Κάνε μου τή χάρη νά προσέξεις στό θέμα τῆς δικαιοσύνης καί μάλιστα σκέψου καλά τί συμβαίνει σέ σένα τόν ἴδιο σχετικά μ᾿ αὐτό τό ζήτημα. ῎Ας ὑποθέσουμε ὅτι ἔχεις ὑπηρέτες. Κι ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτούς εἶναι καλοί, ἄλλοι ὅμως κακοί. Εἶναι ἑπόμενο νά τιμᾶς τούς καλούς καί νά τιμωρεῖς τούς κακούς. Καί στήν περίπτωση πού εἶσαι δικαστής ἐπαινεῖς τούς ἀγαθούς καί τιμωρεῖς τούς παράνομους. ᾿Εσύ λοιπόν πού εἶσαι ἄνθρωπος θνητός κρατᾶς τή δικαιοσύνη καί ὁ Θεός, πού εἶναι αἰώνιος καί Μόνος Βασιλιάς ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, δέν θά κρίνει δίκαια καί δέν θά ἀνταποδώσει, κατά τά ἔργα τοῦ καθενός, μέ δικαιοσύνη; ῎Αν αὐτό ὅμως τό ἀρνηθεῖς, θά πέσεις σέ ἀσέβεια. Γι᾿ αὐτό, πρόσεξε πολύ σ᾿ αὐτά πού σοῦ λέω. Πολλοί φονιάδες πέθαναν ἀπό φυσικό θάνατο στό κρεβάτι τους, χωρίς νά τιμωρηθοῦν γιά τά ἐγκλήματά τους. Ποῦ λοιπόν βρίσκεται ἐδῶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Πολλές φορές μάλιστα, κάποιος πού φόνευσε πενήντα ἀνθρώπους, ἀποκεφαλίζεται μιά φορά. Ποῦ λοιπόν θά λάβει τήν τιμωρία, γιά τούς ἄλλους σαράντα ἐννέα φόνους; ῎Αν λοιπόν πεῖς δέν ὑπάρχει στήν ἄλλη ζωή κρίση καί ἀνταπόδοση, κατηγορεῖς γιά ἄδικο τόν Θεό.  Μή σοῦ κάνει ὅμως ἐντύπωση τό ὅτι ἡ κρίση ἀφήνεται γιά τήν ἄλλη ζωή. Καθένας πού ἀγωνίζεται, μετά τό τέλος τῶν ἀγώνων ἤ στεφανώνεται ἤ καταντροπιάζεται. Σέ καμιά περίπτωση ὁ ἀγωνοθέτης δέν στεφανώνει τούς ἀγωνιστές, ἐνόσω ἀκόμα διαρκοῦν οἱ ἀγῶνες. ᾿Αλλά περιμένει νά τερματίσουν τόν ἀγώνα ὅλοι οἱ ἀγωνιστές καί μετά τούς ξεχωρίζει καί δίνει στούς νικητές τά βραβεῖα καί τούς στεφάνους. ῎Ετσι καί ὁ Θεός. ᾿Ενῶ ἀκόμα διαρκεῖ ὁ ἀγώνας αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς, βοηθάει λίγο τούς δίκαιους, ἀλλά ὅ,τι τούς ἀξίζει σάν μισθός καί βραβεῖο γιά τούς ἀγῶνες τους, τούς τό ἀποδίδει μετά, στή μέλλουσα ζωή, τέλειο καί ὁλοκληρωμένο.

Αν λοιπόν, σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού ἐσύ λές, δέν ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, γιατί καταδικάζεις αὐτούς πού ἀνοίγουν καί κλέβουν τούς τάφους; ῎Αν τό σῶμα χάθηκε μιά γιά πάντα καί δέν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀνάστασης, γιατί τιμωρεῖται ὁ κλέφτης τῶν τάφων;6 Βλέπεις λοιπόν ὅτι παρόλο πού μέ τά χείλη ἀρνεῖσαι τήν ἀνάσταση, ἡ καρδιά σου ὅμως πιστεύει ἀκράδαντα σ᾿ αὐτήν;

Θά μπορούσαμε ἐξάλλου νά σκεφθοῦμε καί κάπως ἔτσι: ῞Οταν ἕνα δέντρο κόβεται —ἀκόμα καί σύγκορμα— βγάζει νέους βλαστούς, φύλλα καί ἄνθη. Καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ἀνακόπτεται μέ τό θάνατο δέν μπορεῖ νά ξαναζήσει; Κι ἀκόμα, τά σπαρτά ὅταν θερίζονται μένουν στ᾿ ἁλώνι. Καί ὁ ἄνθρωπος πού θερίστηκε ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, δέν θά μείνει στ᾿ ἁλώνι; Οἱ ἀμπελόβεργες καί ἄλλων ἀκόμα δέντρων τά κλαδιά, ὅταν κοποῦν ἐντελῶς ἀπό τόν κορμό τοῦ δέντρου καί μεταφυτευθοῦν παίρνουν ζωή, μεγαλώνουν καί κάνουν καρπούς. Καί ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο ὅλα αὐτά δημιουργήθηκαν, ἄν θαφτεῖ στή γῆ, δέν θά ἀναστηθεῖ; ᾿Από πλευρᾶς κόπου καί δουλειᾶς, τί εἶναι δυσχερέστερο; Νά φτιάξει κανείς ἕναν ἀνδριάντα ἐξαρχῆς ἤ νά ξαναχύσει καί νά ἀναπλάσει στό ἴδιο σχῆμα κάποιον πού ἔπεσε; ῾Ο Θεός πού μᾶς δημιούργησε ἀπό τό μηδέν, δέν μπορεῖ ἄραγε νά ἀναπλάσει αὐτούς πού κάποτε ὑπῆρξαν στή ζωή καί ἔπεσαν στή φθορά τοῦ θανάτου;  ᾿Επειδή ὅμως εἶσαι εἰδωλολάτρης, δέν πιστεύεις σ᾿ ὅ,τι εἶναι γραμμένο γιά τήν ἀνάσταση. Κύτταξε τά πράγματα καί μελετώντας τή φύση τους ἐννόησε τά λόγια μου, ἀπ᾿ ὅσα μέχρι σήμερα παρατηρεῖς. Σπέρνεται γιά παράδειγμα σιτάρι ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο σπορικό. Καί μετά τή σπορά σαπίζει, σάν νά πεθαίνει, καί δέν μπορεῖ πλέον νά χρησιμεύσει ὡς τροφή. ᾿Εκεῖνος ὅμως ὁ σάπιος σπόρος φυτρώνει καταπράσινος. Καί ἐνῶ ὅταν σπάρθηκε ἦταν μικρός, τώρα πού φύτρωσε εἶναι βλαστάρι ὁλόδροσο. Τό σιτάρι δημιουργήθηκε γιά μᾶς. Γιατί, γιά τή δική μας χρήση δημιούργησε ὁ Θεός καί τό σιτάρι καί κάθε παρόμοιο καρπό καί δέν τά ἔκανε μόνο καί μόνο γιά νά ὑπάρχουν χάρη τοῦ ἑαυτοῦ τους. ῎Αν λοιπόν, ὅσα δημιουργήθηκαν γιά μᾶς, μετά τό σάπισμά τους παίρνουν πάλι ζωή, ἐμεῖς, γιά τούς ὁποίους ἐκεῖνα δημιουργήθηκαν, ἄν πεθάνουμε, δέν θά ἀναστηθοῦμε;

῞Οπως βλέπεις, εἶναι χειμωνιάτικος ὁ καιρός. Τώρα τά δέντρα στέκονται σάν νεκρά. Ποῦ εἶναι τώρα τά φύλλα τῆς συκιᾶς; Ποῦ εἶναι τά ἀμπελοστάφυλλα; ᾿Αλλά αὐτά τό χειμώνα εἶναι νεκρά, τήν ἄνοιξη ἔχουν βλαστάρια κι ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ξαναζωοποιοῦνται, σάν νά σηκώνονται νεκροί ἀπό τούς τάφους. ᾿Επειδή λοιπόν ὁ Θεός γνωρίζει τήν ἀπιστία σου, κάθε χρόνο ἀναπαρασταίνει μ᾿ αὐτά τά ὁρατά πράγματα, τήν ἀνάσταση. ῞Ωστε βλέποντας ἐσύ αὐτά πού συμβαίνουν στά ἄψυχα πράγματα, νά πιστέψεις ὅτι τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἔμψυχα καί λογικά δημιουργήματά Του. Κι ἀκόμα, οἱ μύγες καί οἱ μέλισσες πέφτουν πολλές φορές στό νερό καί πνίγονται καί μετά ἀπό λίγο ξαναζωντανεύουν. ῾Υπάρχουν καί μερικά εἴδη μικρῶν ζώων, τρωκτικῶν, πού λέγονται Μυοξοί καί πέφτουν σέ χειμερία νάρκη ὅλο τό χειμώνα καί μόλις ἔρθει τό καλοκαίρι ξανακινοῦνται καί ξαναζοῦν —βλέπεις ἀναγκάζομαι νά σοῦ φέρνω παραδείγματα ἀνάλογα μέ τά δικά σου μέτρα, γιά νά σέ βοηθήσω νά σκεφθεῖς. ᾿Εκεῖνος πού δίνει τή ζωή στά ἄλογα καί σχεδόν νεκρά ζῶα, Αὐτός δέν ἔχει τή δύναμη νά χαρίσει τή ζωή, κάνοντας ὑπέρβαση στούς νόμους τῆς φύσεως, γιά χάρη μας, ἀφοῦ γιά μᾶς τά δημιούργησε ὅλα αὐτά;

Αλλά οἱ ῞Ελληνες καί οἱ ἑλληνίζοντες στή νοοτροπία, ζητοῦν νά τούς φέρουμε παραδείγματα μέ τά ὁποῖα ἡ ἀνάσταση νά γίνεται ἀναμφισβήτητα φανερή. Καί ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτά πού μέχρι τώρα ἀνέφερα, καί ἄν ἀκόμα φαίνεται ὅτι ἀναζωογονοῦνται, δέν ἔχουν ὅμως παντελῶς σαπίσει καί ζητοῦν νά δοῦν ἕνα ζωντανό πλάσμα πού σάπισε ἐντελῶς κι ἔπειτα ἀναστήθηκε. Γνώριζε ὁ Θεός τήν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων καί γι᾿ αὐτό ἔπλασε ἕνα πουλί πού ὀνομάζεται Φοίνικας. Αὐτό, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Κλήμης καί ὅπως καί ἄλλοι πολλοί ἱστορικοί μᾶς μαρτυροῦν, στό εἶδος του δέν ἔχει ἄτομα θηλυκοῦ καί ἀρσενικοῦ γένους καί κατά συνέπεια δέν μπορεῖ νά πολλαπλασιασθεῖ ὅπως ὅλα τά ἄλλα πτηνά. Βρίσκεται στή χώρα τῶν Αἰγυπτίων καί κάθε πεντακόσια χρόνια ἔρχεται νά φανερώσει τήν ἀνάσταση ἀπό τήν πλήρη φθορά. Καί μάλιστα αὐτό δέν τό κάνει στήν ἔρημο, ἀλλά ἔρχεται σέ χώρα ἐμφανή, μέσα στήν πόλη, ὥστε νά μή χάσουν οἱ ἄνθρωποι τή δυνατότητα νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο τῆς ἀνάστασής του, ἀλλά νά γίνει γι᾿ αὐτούς χειροπιαστό ἐκεῖνο πού ἀμφισβητοῦν.  Αὐτό λοιπόν τό πουλί φτιάχνει μονάχο του μιά φωλιά πού εἶναι καί ὁ τάφος του, χρησιμοποιώντας σάν δομικά ὑλικά, τό λιβάνι, τή σμύρνα κι ἄλλα ἀρώματα. Καί ὅταν συμπληρώσει τά χρόνια του, μπαίνει μέσα στόν τάφο καί πεθαίνει ἀληθινά καί σαπίζει. Στή συνέχεια, μέσα ἀπό τίς σαπισμένες σάρκες τοῦ νεκροῦ πουλιοῦ γεννιέται ἕνα σκουλήκι καί αὐτό μεγαλώνοντας ἐξελίσσεται σέ πουλί. Μή σοῦ φανεῖ αὐτό ἀπίστευτο, διότι, ὅπως βλέπεις, ἔτσι ἀπό σκουλήκια καί τά μικρά μελισσάκια ἔγιναν ἔντομα. Καί ἀπό τά αὐγά τῶν πουλιῶν, τά ὁποῖα δέν περιέχουν παρά μόνο ρευστή οὐσία, βλέπεις νά βγαίνουν τά φτερά, τά ὀστᾶ καί τά νεῦρα τῶν πουλιῶν. Μετά, ἀφοῦ βγάλει φτερά ὁ Φοίνικας πού ἀναφέραμε παραπάνω καί γίνει τέλειο πουλί, ὅπως τό προηγούμενο, πετάει ψηλά στόν αἰθέρα ὁλόιδιος μ᾿ ἐκεῖνον πού εἶχε πεθάνει, δείχνοντας ἔτσι στούς ἀνθρώπους, πολύ ξεκάθαρα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.  Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πουλί ὁ Φοίνικας. ᾿Αλλά εἶναι πουλί, χωρίς λογικό καί οὐδέποτε ὕμνησε τόν Θεό. Πετάει στούς αἰθέρες, ἀλλά δέν γνωρίζει τόν Μονογενή Υἱό τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζοντας λοιπόν τό παράδειγμα αὐτό, μπορεῖς νά ἰσχυρισθεῖς ὅτι ὁ Θεός ἔχει δωρήσει τήν ἀνάσταση σ᾿ ἕνα ἄλογο ζῶο πού δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά γνωρίζει τό δημιουργό του, καί δέν δίνει σέ μᾶς τήν ἀνάσταση, πού καί τόν Θεό δοξολογοῦμε καί τίς ἐντολές Του ἐφαρμόζουμε;

Αλλά ἐπειδή ὁ Φοίνικας εἶναι μακριά μας καί ἀκόμα εἶναι σπάνιο τοῦτο τό ἀποδεικτικό σημάδι τῆς ἀνάστασης καί μερικοί δέν πείστηκαν, πάρε, σέ παρακαλῶ καί μιά ἄλλη ἀπόδειξη ἀπ᾿ ὅσα συμβαίνουν καθημερινά. Ποῦ ἤμαστε πρίν ἀπό ἑκατό ἤ διακόσια χρόνια ὅλοι ἐμεῖς, ἐγώ πού σᾶς μιλάω κι ἐσεῖς πού μέ ἀκοῦτε; ῎Αραγε δέν γνωρίζουμε πῶς ἤρθαμε σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή; Δέν γνωρίζεις ὅτι γεννιόμαστε ἀπό ἀσθενικά, ἄμορφα καί ἁπλά πράγματα; Κι ἀπό αὐτό τό ἁπλό καί ἀσθενικό πράγμα παίρνει μορφή καί ζωή ὁ ἄνθρωπος. Καί τό ἀσθενικό ντύνεται σάρκα καί δυναμώνουνε τά νεῦρα του. Καί παίρνουν λαμπρότητα τά μάτια του, ἡ μύτη του ἀποκτάει τήν αἴσθηση τῆς ὄσφρησης, τ᾿ αὐτιά του τήν ἀκοή, ἡ γλώσσα του τή λαλιά καί ἡ καρδιά του παλμό. Τά χέρια του γίνονται ἱκανά γιά ἐργασία, τά πόδια του δυνατά γιά νά περπατοῦν καί κάθε μέλος τοῦ σώματος ἀναπτύσσεται, ὥστε νά ἐπιτελεῖ τή λειτουργικότητά του. Κι ἐκεῖνο τό πρίν ἀσθενικό πράγμα γίνεται τώρα ναυπηγός, οἰκοδόμος, ἀρχιτέκτονας καί πάσης εἰδικότητας ἐργάτης. Γίνεται στρατιώτης, ἄρχοντας, νομοθέτης καί βασιλιάς. ῾Ο Θεός πού μᾶς δημιούργησε ἀπό τόσο ἁπλά καί εὐτελή στοιχεῖα, δέν εἶναι ἄραγε ἱκανός καί νά μᾶς ἀναστήσει ἀπό τήν κατάσταση τῶν νεκρῶν; ᾿Εκεῖνος πού κάνει σῶμα ἀνθρώπινο αὐτό τό ἐξαρχῆς ἁπλό καί εὐτελές πράγμα, δέν μπορεῖ καί νά ἀναστήσει τό νεκρό σῶμα; ᾿Εκεῖνος πού ἀπό τήν ἀνυπαρξία ἔπλασε τήν ὕπαρξη, δέν μπορεῖ καί πεθαμένη νά τήν ἀναστήσει;

Πάρε, σέ παρακαλῶ, καί μιά ἄλλη ὁλοφάνερη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως πού παρατηρεῖται κάθε μήνα στ᾿ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Τό σῶμα δηλαδή τῆς σελήνης χάνεται ἐντελῶς, ὥστε νά μή φαίνεται καί τό ἐλάχιστο μέρος του. Καί πάλι ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἐμφανίζεται στό στερέωμα καί φτάνει νά ἐπανέλθει ἐντελῶς στήν προηγούμενη μορφή καί κατάστασή του. Γιά νά γίνει δέ τό πράγμα καλύτερα ἀντιληπτό, κατά χρονικά διαστήματα, χάνεται ἡ σελήνη καί τή βλέπουμε νά γίνεται σάν αἷμα. Κι ἔπειτα ξαπαπαίρνει τή φωτεινή μορφή της. Αὐτό τό δημιούργησε ὁ Θεός, ὥστε κι ἐσύ ὁ ἄνθρωπος πού ἔχεις αἷμα, νά μή δείξεις ἀπιστία γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ᾿Αλλά, βλέποντας αὐτό πού συμβαίνει στή σελήνη, νά πιστέψεις ὅτι αὐτό θά γίνει καί μέ σένα. Αὐτά τά ἐπιχειρήματα νά χρησιμοποιεῖς, ὅταν βρίσκεσαι ἀντιμέτωπος μέ τούς εἰδωλολάτρες. Σ᾿ ἐκείνους πού δέν παραδέχονται τίς Γραφές, νά ἀντιμάχεσαι μέ ὅπλα πού δέν εἶναι παρμένα ἀπ᾿ αὐτές, ἀλλά εἶναι φτιαγμένα ἀπό συλλογισμούς καί ἀποδείξεις. Γιατί βέβαια, αὐτοί δέν ξέρουν οὔτε ποιός εἶναι ὁ Μωυσῆς, οὔτε ποιός εἶναι ὁ ῾Ησαΐας, οὔτε ποιά εἶναι τά Εὐαγγέλια, οὔτε ποιός εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

῎Ας πᾶμε τώρα στούς Σαμαρεῖτες, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ δέχονται τό Νόμο, ὅμως δέν δέχονται καθόλου τούς Προφῆτες καί φυσικά δέν τούς λέει τίποτα αὐτό τό ἀνάγνωσμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, δέν παραδέχονται τούς Προφῆτες. Πῶς λοιπόν θά πείσουμε τούς Σαμαρεῖτες; ῎Ας ἔλθουμε σέ ὅσα γράφονται μέσα στό Νόμο. Λέει λοιπόν, ὁ Θεός στό Μωυσῆ• «᾿Εγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ ᾿Αβραάμ καί τοῦ ᾿Ισαάκ καί τοῦ ᾿Ιακώβ» (πρβλ. ῎Εξ. 3, 6). ῾Οπωσδήποτε εἶναι Θεός αὐτῶν πού ζοῦν καί ὑπάρχουν. Γιατί ἄν ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισαάκ καί ὁ ᾿Ιακώβ μέ τό θάνατό τους ἔγιναν ἀνύπαρκτοι, τότε ὁ Θεός εἶναι Θεός ἐκείνων πού δέν ὑπάρχουν. Πότε ἀκούστηκε ἕνας βασιλιάς νά πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι βασιλιάς καί εἶμαι ἀρχιστράτηγος ἑνός στρατεύματος ἀνύπαρκτου; Πότε ἀκούστηκε νά κάνει κανείς ἐπίδειξη ἀνύπαρκτου πλούτου; Πρέπει λοιπόν νά ὑπάρχει ἀκόμα ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισαάκ καί ὁ ᾿Ιακώβ, γιά νά εἶναι ὁ Θεός, Θεός ζώντων. Γιατί δέν εἶπε ‘ἤμουνα Θεός τους’, ἀλλά εἶπε «εἶμαι Θεός τους» (πρβλ. ῎Εξ. 3, 6). Καί ὅτι ὑπάρχει μέλλουσα Κρίση, τό ἀποδεικνύει αὐτό πού εἶπε ὁ ᾿Αβραάμ πρός τόν Κύριο• «᾿Εκεῖνος πού κρίνει ὅλη τή γῆ, δέν θά κάνει Κρίση;» (Γέν. 18, 25).

Αλλά καί σ᾿ αὐτό πάλι ἔχουν ἀντιρρήσεις οἱ ἀνόητοι Σαμαρεῖτες καί λένε ὅτι ἐνδέχεται νά παραμένουν στήν ὕπαρξη οἱ ψυχές τοῦ ᾿Αβραάμ, τοῦ ᾿Ισαάκ καί τοῦ ᾿Ιακώβ. Τά σώματά τους ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναστηθοῦν.  Τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ τοῦ δίκαιου μπόρεσε κι ἔγινε δράκοντας (πρβλ. ῎Εξ. 4, 3) καί τά σώματα τῶν δίκαιων δέν μποροῦν νά ἀναστηθοῦν καί νά ζήσουν; ῎Εγινε ἐκεῖνο πού ἦταν «παρά φύσιν» καί δέν μπορεῖ νά ἀποκατασταθεῖ αὐτό πού εἶναι «κατά φύσιν»; Καί τό ραβδί τοῦ ᾿Ααρών, πού ἦταν κλαδί κομμένο καί ξερό, χωρίς σταγόνα νερό πέταξε βλαστάρια (πρβλ. ᾿Αριθμ. 17, 23). Καί αὐτό ἔγινε χωρίς νά τό δεῖ ὁ ἥλιος, βλάστησε ἀκριβῶς ὅπως βλασταίνουν τά διάφορα φυτά καί δέντρα στούς ἀγρούς. Καί ἐνῶ βρισκόταν κατάξερο, μέσα σέ μιά νύχτα ἀναπτύχθηκε καί καρποφόρησε τόσο, ὅσο τά συνήθη φυτά πού ποτίζονται συνέχεια στή διάρκεια πολλῶν ἐτῶν. Τό ραβδί τοῦ ᾿Ααρών, σάν νά ἦταν νεκρωμένο ἀναστήθηκε, καί δέν θά ἀναστηθεῖ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ααρών; ῾Ο Θεός πού θαυματούργησε, ἀνασταίνοντας τό ξύλο, γιά νά διατηρήσει τήν ἀρχιεροσύνη τοῦ ᾿Ααρών, δέν θά χαρίσει τήν ἀνάσταση στόν ἴδιο τόν ᾿Ααρών; ῾Η γυναίκα τοῦ Λώτ μεταβλήθηκε σέ ἁλάτι κι ἄλλαξε ἡ φύση της (πρβλ. Γέν. 19, 26). ῾Η σάρκα ἄλλαξε καί ἔγινε ἁλάτι καί δέν μπορεῖ ἡ σάρκα ν᾿ ἀναστηθεῖ καί νά ξαναγίνει σάρκα, νά πάρει τήν πρώτη φύση της; ῾Η γυναίκα τοῦ Λώτ, ἔγινε ἁλάτινη στήλη καί δέν μπορεῖ ν᾿ ἀναστηθεῖ ἡ γυναίκα τοῦ ᾿Αβραάμ; Μέ ποιά δύναμη μεταβλήθηκε τό χέρι τοῦ Μωυσῆ, πού γιά μιά ὥρα ἔγινε σάν χιόνι καί πάλι ἀποκαταστάθηκε στήν πρώτη του μορφή; (Πρβλ. ῎Εξ. 4, 6-7). ῾Οπωσδήποτε μέ τοῦ Θεοῦ τό πρόσταγμα. Τότε λοιπόν τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ εἶχε αὐτή τή δύναμη καί τώρα δέν τήν ἔχει;

Καί ρωτῶ ἐσᾶς τούς Σαμαρεῖτες, πού σκέπτεσθε σάν νά εἶσθε οἱ πιό ἀνόητοι ἀπό ὅλους τούς ἀνόητους ἀνθρώπους τῆς οἰκουμένης• Ποιός πρῶτος καί μέ ποιό τρόπο δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μηδέν; ᾿Ελᾶτε στή Γένεση, στό πρῶτο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, πού καί ἐσεῖς παραδεχόσαστε• «Καί ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, παίρνοντας χῶμα ἀπό τή γῆ» (Γέν. 2, 7). Τό χῶμα γίνεται σάρκα καί ἡ σάρκα δέν μπορεῖ νά ξαναγίνει σάρκα; Σᾶς ρωτῶ πάλι: ᾿Από ποῦ προῆλθαν οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα; ᾿Από ποῦ δημιουργήθηκαν ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί τ᾿ ἀστέρια; Πῶς γεννήθηκαν ἀπό τά νερά τά πουλιά καί τά ψάρια; Καί πῶς ὅλα τά ζῶα πλάστηκαν ἀπό τή γῆ; Τόσες μυριάδες πλάσματα ἦρθαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πού εἴμαστε πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, δέν θά ἀναστηθοῦμε; Πραγματικά, εἶναι γεμάτη ἀπιστία αὐτή ἡ σκέψη καί πολύ ἀξιοκατάκριτοι εἶναι ὅσοι δείχνουν ἀπιστία. ῾Ο ᾿Αβραάμ λέει πρός τόν Κύριο: «᾿Εσύ πού κρίνεις ὅλη τή γῆ» (Γέν. 18, 25) καί δέν Τόν πιστεύουν ὅσοι μελετοῦν τό Νόμο. Καί ἐνῶ εἶναι γραμμένο ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς» (πρβλ. Γέν. 3, 19), αὐτοί πού διαβάζουν τό Νόμο θεωροῦν τόν Θεό ἀνίσχυρο νά ἀναστήσει τούς νεκρούς.

Αὐτά λοιπόν τά ἐπιχειρήματα εἶναι γιά ὅσους δέν πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιά μᾶς ὅμως πού πιστεύουμε, εἶναι σκόπιμο νά γνωρίζουμε ὅσα ἀναφέρουν οἱ Προφῆτες. ᾿Επειδή ὅμως καί μερικοί πού μελετοῦν τούς Προφῆτες δέν πιστεύουν σ᾿ ὅσα ἐκεῖ βρίσκουν γραμμένα καί παίρνουν σάν ἐπιχείρημα καί μᾶς λένε ἐκεῖνο τό «δέν θά ἀναστηθοῦν οἱ ἀσεβεῖς στή μέλλουσα Κρίση» (Ψαλμ. 1, 5) καί τό «ἄν κατεβεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν ῞Αδη, δέν πρόκειται πιά νά ξανανεβεῖ» (᾿Ιώβ 7, 9) καί ἀκόμα τό «δέν θά Σέ ὑμνήσουν οἱ νεκροί, Κύριε» (Ψαλμ. 113, 25) —γιατί χρησιμοποιοῦν λανθασμένα, ὅσα εἶναι γραμμένα σωστά8— εἶναι καλό τώρα νά τούς ἀπαντήσουμε, μέ λίγα λόγια, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μας καί οἱ συνθῆκες τῆς σημερινῆς Κατήχησης.  ῞Οταν λέει ὁ Ψαλμωδός ὅτι οἱ ἀσεβεῖς δέν θά ἀναστηθοῦν γιά νά κριθοῦν, ἐννοεῖ, ὄχι πώς καθόλου δέν θά κριθοῦν, ἀλλά ὅτι θά κατακριθοῦν. Γιατί δέν χρειάζεται νά τούς πολυεξετάσει ὁ Θεός γιά τίς πράξεις τους. ᾿Αντίθετα, μόλις οἱ ἀσεβεῖς ἀναστηθοῦν, ταυτόχρονα καί θά καταδικαστοῦν. Αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός ὅτι «δέν θά Σέ ὑμνήσουν Κύριε, οἱ νεκροί», σημαίνει ὅτι μόνο σ᾿ αὐτή τή ζωή ὑπάρχει ἡ δυνατότητα γιά μετάνοια καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας, ὅσοι χαίρονται καί ἀπολαμβάνουν αὐτά τά ἀγαθά, μποροῦν νά ὑμνοῦν τόν Θεό. Γιατί δέν θά μποροῦν νά ὑμνοῦν τόν Θεό, μετά τό θάνατό τους, σάν εὐεργετημένοι, ὅσοι πέθαναν μέσα στίς ἁμαρτίες τους, ἀλλά αὐτοί θά θρηνοῦν καί θά ὀδύρονται. Γιατί ὁ αἶνος βγαίνει αὐθόρμητα ἀπό τίς ψυχές αὐτῶν πού ζοῦν μέ αἰσθήματα καί βιώματα εὐχαριστίας, ἐνῶ ὁ ὀδυρμός πηγάζει ἀπό τίς ψυχές ἐκείνων πού τιμωροῦνται. Τότε λοιπόν οἱ δίκαιοι θά ὑμνοῦν, ἐνῶ ὅσοι θά πεθάνουν ἀμετανόητοι γιά τίς ἁμαρτίες τους, δέν θά ἔχουν πλέον εὐκαιρίες γιά μετάνοια καί ἐξομολόγηση.

Οσο γι᾿αὐτό τό «ἄν κατεβεῖ ἕνας ἄνθρωπος στόν ῞Αδη, δέν θά ξανανεβεῖ» (᾿Ιώβ 7, 9), κοίταξε τά παρακάτω. Εἶναι γραμμένο στόν ἑπόμενο ἀκριβῶς στίχο πώς, «ὅποιος κατεβεῖ στόν ῞Αδη, δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀνεβεῖ καί νά γυρίσει στό σπίτι του». ᾿Αφοῦ θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου καί ὅλα τά σπίτια θά καταστραφοῦν, πῶς θά ξαναγυρίσει στό σπίτι του κανείς, ἀφοῦ ὅλη ἡ γῆ θά μεταβληθεῖ, θά δημιουργηθεῖ ἐκ νέου; ῎Επρεπε ὅσοι τά λένε αὐτά ν᾿ ἀκούσουν τόν ᾿Ιώβ πού λέει: «῾Υπάρχει ἐλπίδα γιά τό δέντρο. ῎Αν αὐτό κοπεῖ θά ξανανθίσει καί τά βλαστάρια του ποτέ δέν θά τοῦ λείψουν. Κι ἄν ἡ ρίζα του γεράσει μέσα στή γῆ ἤ ἄν μέσα σέ πετρῶδες κι ἄγονο ἔδαφος μαραθοῦν τά βλαστάρια του, πάλι καί μόνο μέ τήν ὑγρασία θά ξανανθίσει καί θά φέρει καρπό στό θερισμό, σάν νά ἦταν νεοφυτεμένο. Κι ὁ ἄνθρωπος ἅμα πεθάνει, θά χαθεῖ; ῎Αν πέσει καί ταφεῖ ὁ θνητός ἄνθρωπος, ἄραγε δέν θά ξαναζήσει;» (᾿Ιώβ 14, 7-10). ῎Οχι λοιπόν σάν παράκληση ἤ σάν ἐπιτίμηση, ἀλλά ἔτσι ἐρωτηματικά πρέπει νά διαβάζεται τό «δέν θά ξαναζήσει». ᾿Αφοῦ λοιπόν, λέει ὁ ᾿Ιώβ, τό δέντρο πέφτει καί πάλι ἀνασταίνεται, ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο τό δέντρο δημιουργήθηκε, δέν θ᾿ ἀναστηθεῖ;  Καί γιά νά μή νομίσεις ὅτι προσπαθῶ νά βρῶ νόημα, ὅπως τό θέλω, ἐκεῖ πού τό κείμενο δέν μοῦ τό δίνει10, διάβασε καί τή συνέχεια. Γιατί μετά, ἀφοῦ διατύπωσε ὑπό τύπον ἐρωτήσεως τό, «ὅταν πέσει ὁ ἄνθρωπος δέν θά ξαναναστηθεῖ», λέει• «Γιατί κι ἄν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅμως θά ζήσει» (᾿Ιώβ 14, 14). Καί ἀμέσως συνεχίζει• «Θά μείνω θαμμένος στή γῆ μέχρι νά ξανάρθω στή ζωή». Καί στόν ἴδιο στίχο πάλι λέει• «Αὐτός πού πρόκειται νά ἀναστήσει τό σῶμα μου, πού βρίσκεται στή γῆ καί ἐξαντλητικά γεύεται ὅλα αὐτά» (πρβλ. ᾿Ιώβ 19, 25-26).  Καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας, λέει• «Θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί καί θά σηκωθοῦν ὅσοι βρίσκονται μέσα στούς τάφους» (῾Ησ. 26, 19). Καί ὁ προφήτης ᾿Ιεζεκιήλ, τήν προφητεία τοῦ ὁποίου ἐδῶ μόλις τώρα διαβάσαμε, λέει ξεκάθαρα• «᾿Εγώ θά ἀνοίξω τά μνήματά σας καί θά σᾶς βγάλω ἀπό τούς τάφους σας». (᾿Ιεζ. 37, 12). Καί ὁ προφήτης Δανιήλ λεει• «Πολλοί, ἀπ᾿ ἐκείνους πού κοιμοῦνται στό χῶμα τῆς γῆς θά ἀναστηθοῦν, ἄλλοι γιά νά ζήσουν τήν αἰώνια ζωή καί ἄλλοι γιά νά καταδικαστοῦν σέ αἰώνια ντροπή καί ὄνειδος» (πρβλ. Δαν. 12, 2).

Πολλά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς μαρτυροῦν γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα ρητά σχετικά μ᾿ αὐτό τό θέμα. Σάν ὑπόμνηση καί μόνο σᾶς ἀναφέρω ἐπιγραμματικά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, πού ἦταν τέσσερις ἡμέρες νεκρός στό μνῆμα, καί λόγω τῆς ἐλλείψεως τοῦ χρόνου, σᾶς θυμίζω μόνο τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας, στή Ναΐν. Σάν ὑπενθύμιση μόνο ἀναφέρω καί τή θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου καί ἀκόμα ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὅτι δηλαδή σχίστηκαν οἱ πέτρες καί πολλά σώματα τῶν ἁγίων, πού εἶχαν κοιμηθεῖ ἀναστήθηκαν, ἀφοῦ ἀνοίχτηκαν μέ τό σεισμό τά μνήματά τους (πρβλ. Ματθ. 27, 51-52). Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅμως, ἄς μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε.  Δέν ἀνέφερα τόν προφήτη ᾿Ηλία καί τό γιό τῆς χήρας πού ὁ Προφήτης ἀνέστησε καί τόν προφήτη ᾿Ελισσαῖο, ὁ ὁποῖος δυό φορές ἀνέστησε νεκρό καί ὅταν ζοῦσε καί μετά τό θάνατό του. ῞Οταν ζοῦσε ἀνέστησε τό νεκρό μέ τή δύναμη τῆς ἅγιας ψυχῆς του. Γιά νά μήν τιμηθοῦν ὅμως μόνο οἱ ψυχές τῶν δίκαιων καί γιά νά γίνει πιστευτό ὅτι καί τά σώματα τῶν δίκαιων ἔχουν δύναμη, ὁ νεκρός πού ἔριξαν στόν τάφο τοῦ ᾿Ελισσαίου, ὅταν ἀκούμπησε τό νεκρό σῶμα τοῦ Προφήτη, ἀναστήθηκε (πρβλ. Δ´ Βασ. 13, 21). Τό νεκρό σῶμα τοῦ Προφήτη ἔκανε ἔργο ζωντανῆς ψυχῆς11. Καί τό πεθαμένο σῶμα, πού ἦταν θαμμένο στό χῶμα, χάρισε στό νεκρό τή ζωή. Κι ἐνῶ αὐτό χάρισε τή ζωή, ἔμεινε τό ἴδιο νεκρό. Γιατί; Γιά νά μή θεωρηθεῖ, μετά τήν ἀνάσταση, ὅτι ἡ ψυχή μόνο τοῦ ᾿Ελισσαίου ἔκανε αὐτό τό θαῦμα. ᾿Αλλά νά ἀποδειχτεῖ πώς καί ὅταν δέν εἶναι παρούσα ἡ ψυχή, ὑπάρχει μιά δύναμη μέσα στά σώματα τῶν ῾Αγίων, λόγω τῆς παραμονῆς, ἐπί τόσα χρόνια μέσα σ᾿ αὐτά, τῆς δίκαιης ψυχῆς, τήν ὁποία τό σῶμα ὑπηρετοῦσε. Καί ἄς μήν παραμένουμε στήν ἀπιστία ἤ στή δυσπιστία, διατηρούμενοι σέ πνευματικό νηπιασμό, σάν νά μήν ἔχει γίνει αὐτό τό θαῦμα. Γιατί, ἄν τά σάβανα καί τά σεντόνια πού ἀγγίζουν ἐξωτερικά τά σώματα, ὅταν τ᾿ ἀκουμποῦσαν οἱ ἄρρωστοι, γίνονταν καλά, τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ Προφήτη δέν θά μποροῦσε νά χαρίσει τήν ἀνάσταση στό νεκρό;

Θά μπορούσαμε πολλά νά ποῦμε πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα, ἐξηγώντας μέ λεπτομέρειες ὅλα τά παράδοξα πού ἔχουν συμβεῖ. ᾿Επειδή ὅμως ἔχετε ἤδη κουραστεῖ καί ἀπό τά προηγούμενα καί ἀπό τήν αὐστηρή νηστεία τῆς Παρασκευῆς καί ἀπό τήν ἀγρυπνία, σᾶς τά ἀνέφερα αὐτά μέ συντομία σάν νά ἔριχνα σπόρους ἐδῶ κι ἐκεῖ. ῞Ωστε ἐσεῖς σάν τήν εὔφορη καί γόνιμη γῆ νά δεχτεῖτε τό σπόρο, νά βλαστήσετε στάχυα καί νά φέρετε πολλούς καρπούς. ῎Ας θυμηθοῦμε ἀκόμα ὅτι καί οἱ ᾿Απόστολοι ἀναστήσανε νεκρούς. ῾Ο ἀπόστολος Πέτρος ἀνέστησε τήν Ταβιθά στήν ᾿Ιόππη. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἀνέστησε τόν Εὔτυχο στήν Τρωάδα καί ὅλοι οἱ ᾿Απόστολοι ἀνέστησαν νεκρούς, παρόλο πού τά θαύματά τους δέν εἶναι γραμμένα στήν ἁγία Γραφή καί δέν τά γνωρίζουμε.  Θυμηθεῖτε ἐπίσης ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή, πού ἔχει γράψει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σ᾿ ἐκείνους πού ρωτοῦσαν καί ἔλεγαν: «Πῶς θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Μέ ποιό σῶμα θά ξαναζήσουν;» (Α´ Κορ. 15, 35). Καί τό: «῎Αν οἱ νεκροί δέν θ᾿ ἀναστηθοῦν, οὔτε ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ» (Α´ Κορ. 15, 16). Θυμηθεῖτε ὅτι ὀνόμασε ἄφρονες ἐκείνους πού δέν πιστεύουν σ᾿ ὅλη τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού ἀναφέρεται στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ᾿Ακόμα θυμηθεῖτε ὅτι ὁ ἴδιος ἔγραψε πρός τούς Θεσσαλονικεῖς: «Δέν θέλουμε, ἀδελφοί, νά ἀγνοεῖτε, τή χριστιανική διδασκαλία σχετικά μέ τούς κεκοιμημένους, γιά νά μήν αἰσθανόσαστε λύπη, ὅπως ὅλοι οἱ ἄπιστοι καί οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α ´ Θεσ. 4, 13) κ.τ.λ. Κυρίως δέ αὐτό πού λέει: Καί ὅσοι πέθαναν πιστοί καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό θά πρωτοαναστηθοῦν. (Α´ Θεσ. 4, 16).

᾿Ιδιαίτερα ὅμως πρέπει νά κρατήσετε ἔντονα στήν ψυχή σας αὐτό τό ὁποῖο ἐπίμονα τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος δείχνοντας τό δικό του σῶμα, λέει: «Διότι πρέπει αὐτό τό φθαρτό σῶμα νά ἐνδυθεῖ τήν ἀφθαρσία καί τό θνητό αὐτό κορμί νά ἐνδυθεῖ τήν ἀθανασία» (Α´ Κορ. 15, 53). Αὐτό βέβαια τό σῶμα μας θά ἀναστηθεῖ, χωρίς ὅμως τήν ἀσθενικότητα πού ἔχει τώρα. ᾿Αλλά τό ἴδιο αὐτό θά ἀναστηθεῖ καί ἀφοῦ θά ἐνδυθεῖ τήν ἀφθαρσία, θά μεταμορφωθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί μέ τό σίδερο πού μπαίνει στή φωτιά καί γίνεται κι αὐτό φωτιά. ῎Η γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ καί θά γίνει ἄφθαρτο μέ τόν τρόπο πού γνωρίζει μονάχα ὁ Κύριος, πού ἀνασταίνει τό νεκρό σῶμα.  Αὐτό λοιπόν τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ. Δέν θά μείνει ὅμως ἔτσι πού εἶναι τώρα. ᾿Αλλά θά εἶναι πιά κατάλληλο γιά τήν αἰωνιότητα. Δέν θά ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό ὑλικές τροφές γιά νά ζήσει, οὔτε σκάλες γιά ν᾿ ἀνεβαίνει. Γιατί θά γίνει πνευματικό (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44), κάτι θαυμαστό, πού ὅμοιο τώρα δέν ἔχουμε, γιά νά τό παραβάλλουμε12. Τότε, λέει ἡ ἁγία Γραφή, οἱ δίκαιοι θά λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος (πρβλ. Ματθ. 13, 43) καί ὅπως ἡ σελήνη καί ὅπως ὁ λαμπρός οὐρανός. Κι ἐπειδή ὁ Θεός προγνώριζε τήν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων δημιούργησε ἐκεῖνα τά πολύ μικρά σκουληκάκια πού τό καλοκαίρι ἀκτινοβολοῦν μέ λάμψη, ἡ ὁποία βγαίνει ἀπό τό ἴδιο τους τό σῶμα. ῞Ωστε ἀπό αὐτά πού τώρα βλέπουμε μέ τά σωματικά μάτια, νά συμπεράνουμε καί αὐτό πού προσδοκᾶμε, δηλαδή ὅτι τά σώματά μας θά γίνουν φωτεινά. Γιατί ὁ Θεός, πού μᾶς χάρισε αὐτή τήν ἐπίγεια ἐμπειρία, μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει στή μέλλουσα ζωή καί τήν ὁλοκλήρωσή της. ᾿Εκεῖνος πού ἔκανε νά λάμπει τό σκουλήκι πολύ περισσότερο θά κάνει νά λάμψει ὁ δίκαιος ἄνθρωπος.

Θ᾿ ἀναστηθοῦμε λοιπόν καί θά ἔχουμε ὅλοι αἰώνια σώματα. ᾿Αλλά δέν θά εἶναι ἴδια ὅλων τά σώματα. ῎Αν κάποιος εἶναι δίκαιος, θά λάβει ἐπουράνιο σῶμα, γιά νά μπορεῖ ἐπάξια νά συναναστρέφεται μέ τούς ᾿Αγγέλους. Κι ἄν κάποιος εἶναι ἁμαρτωλός, θά λάβει σῶμα πού αἰώνια θά τιμωρεῖται γιά τίς ἁμαρτίες του, ὥστε, μολονότι θά καίγεται σ᾿ αἰώνια φωτιά, νά μή μπορέσει ποτέ ν᾿ ἀφανιστεῖ. Πολύ δίκαια ὁ Θεός παραχωρεῖ αὐτά καί γιά τίς δυό μερίδες, τῶν δίκαιων καί τῶν ἄδικων. Γιατί τίποτα δέν κάναμε, χωρίς νά συμμετέχει τό σῶμα μας. Βλασφημοῦμε μέ τό στόμα, προσευχόμαστε μέ τό στόμα, πορνεύουμε μέ τό σῶμα, ζοῦμε ἁγνή ζωή μέ τό σῶμα. ῾Αρπάζουμε μέ τά χέρια, δίνουμε ἐλεημοσύνες μέ τά χέρια καί ὅλα τά ὑπόλοιπα. ᾿Επειδή λοιπόν σέ ὅλα, ὅσα κάναμε, μᾶς ὑπηρέτησε τό σῶμα, παίρνει καί αὐτό μέρος στίς ἀπολαβές τῆς μέλλουσας ζωῆς.

Ας λυπηθοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, τά σώματά μας κι ἄς μήν τά κακομεταχειριστοῦμε, σάν νά ἦταν ξένα. Νά μήν ποῦμε αὐτό πού λένε οἱ αἱρετικοί ὅτι εἶναι ξένο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας, τό σῶμα μας, ἀλλά ἄς τό σπλαχνιστοῦμε ὡς κάτι δικό μας. Γιατί πρέπει νά δώσουμε λόγο στόν Κύριο, γιά ὅλα ὅσα πράξαμε μέ τό σῶμα (πρβλ. Β´ Κορ. 5, 10). Μήν πεῖς ποτέ «κανείς δέν μέ βλέπει» (πρβλ. Σοφ. Σειρ. 23, 18. ῾Ησ. 29, 15), μή νομίσεις ὅτι δέν ὑπάρχει μάρτυρας τῶν πράξεών σου. Μπορεῖ πολλές φορές, πράγματι, νά μή σέ βλέπει ἄνθρωπος. ῞Ομως ὁ Πλάστης, ὁ ἀόρατος καί αἰώνιος μάρτυρας, παραμένει πάντα στόν οὐρανό ἀξιόπιστος (Ψαλμ. 88, 38) καί βλέπει ὅλα ὅσα συμβαίνουν. ᾿Αλλά μένουν καί τά ἀποτυπώματα τῆς ἁμαρτίας στό σῶμα13. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς μιά βαθιά πληγή στό σῶμα, κι ἄν ἀκόμα θεραπεύτηκε, ἀφήνει οὐλή, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία πληγώνει τήν ψυχή καί τό σῶμα καί ἀφήνει σ᾿ ὅλο τό σῶμα πλέον σημάδια καί οὐλές, οἱ ὁποῖες ἀφαιροῦνται μόνο ἀπό τά σώματα ἐκείνων, πού δέχτηκαν τό ἅγιο Βάπτισμα. ῞Ολα τά περασμένα τραύματα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, τά θεραπεύει ὁ Θεός μέ τό Βάπτισμα. ῎Ας προσέξουμε ὅμως ὅλοι μας νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας, ἀπό ἐκεῖνα πού μπορεῖ νά συμβοῦν στό μέλλον, ὥστε νά διατηρήσουμε καθαρό τό χιτώνα τοῦ σώματος καί νά μή χάσουμε τήν οὐράνια σωτηρία, ἐξαιτίας μιᾶς πορνείας ἤ ἡδυπάθειας ἤ κάποιας ἄλλης ἁμαρτωλῆς πράξης. ᾿Αλλά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας εἴθε μέ τή Χάρη Του νά σᾶς ἀξιώσει ὅλους σας ὁ Θεός.

Αὐτά εἶχα νά πῶ σάν ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Λόγος στό Ἅγιο Πάσχα

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου

Εἶναι κατάλληλη στιγμή σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ.«Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστός συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες καί ἐξαφάνισε τόν ἴδιο τό θάνατο.

Καί γιατί λέγω τόν ἴδιο τό θάνατο; Ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέ λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος. Γιατί πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τή φροντίδα του γιά τόν ἄνθρωπο μέ τή σταύρωσή Του, ἦταν φοβερό καί τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σάν μιά κάποια μεγάλη τιμωρία.«Τήν ἡμέρα πού θά φάγεις, θά πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γέν. 2, 17). Καί ὁ μακάριος Ἰώβ μ᾿ αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνόμασε, λέγοντας. «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στόν ἄνθρωπο» (Ἰώβ 3, 23). Καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ἔλεγε.«Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καί ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τόν πατριάρχη Ἰακώβ πού λέγει.«Θά κατεβάσετε τά γηρατειά μου μέ λύπη στόν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τόν προφήτη. «Ἄνοιξε πολύ τό στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14).

Καί ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη πού λέγει. «Θά μέ σώσει ἀπό τόν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καί σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά βρεῖς νά ὀνομάζεται θάνατος καί ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας. Γιατί ἀντί γιά θάνατος λέγεται στό ἑξῆς κοίμηση καί ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή.

Καί ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο τό Χριστό πού λέγει.«Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νά ξυπνήσουμε καί νά σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον πού κοιμᾶται, ἔτσι καί στόν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τό νά ἀναστήσει νεκρό. Καί ἐπειδή ἦταν καινούρια καί παράξενα τά λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τά κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τους τά εἶπε πιό καθαρά. Καί ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, λέγει. «Δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια γιά ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ πάλι. «Συνεπῶς καί ἐκεῖνοι πού κοιμήθηκαν μέ τήν πίστη στό Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καί πάλι. «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού ἀπομείναμε στή ζωή, δέ θά προφθάσουμε ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει.«Γιατί ἄν πιστεύουμε καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά φέρει μαζί του ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).

Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπό τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καί ὕπνος; καί ὅτι ἐκεῖνος πού πρίν εἶχε φοβερό ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετά τήν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μέ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά, μέ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μέ αὐτήν περιγελοῦμε τό θάνατο. Μέ τήν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παρούσα ζωή, μέ αὐτήν ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε. Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τό τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καί διέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του τό δρόμο γιά τή σωτηρία μας. Ἄς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἄς χορεύουμε, ἄς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἄν καί ὁ Κύριός μας νίκησε καί ἔστησε τό τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά. Γιατί ὅλα τά ἔκαμε γιά τήν δική μας σωτηρία, καί μέ ἐκεῖνα τά μέσα πού μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μέ τά ἴδια τόν νίκησε ὁ Χριστός.

Τά ἴδια τά ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτά τόν νίκησε. Καί ἄκουσε μέ ποιό τρόπο. Ἡ παρθένος καί τό ξύλο καί ὁ θάνατος ἦταν τά σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καί πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δέ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τό δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στόν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τά σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καί ξύλο καί θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτά ἔγιναν πάλι τά σύνεργα τῆς νίκης μας. Στή θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στή θέση τοῦ ξύλου γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, εἶναι τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτά πού μας νίκησε, μέ τά ἴδια νικήθηκε; Κοντά στό δένδρο νίκησε τόν Ἀδάμ ὁ διάβολος.

Κοντά στό σταυρό νίκησε τό διάβολο ὁ Χριστός. Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στόν ἅδη, τό ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδή τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπό τόν ἅδη καί αὐτούς πού πέθαναν. Καί ἐκεῖνο ἔκρυβε τόν νικημένο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό, αὐτό ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τόν νικητή γυμνό, καρφωμένο στά ψηλά. Καί ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καί αὐτούς πού ἔζησαν ὕστερα ἀπό αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικά καί αὐτούς πού ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν. «Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;». Ἀπό θνητοί ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπό νεκροί ἀναστηθήκαμε, ἀπό νικημένοι γίναμε νικητές.

Αὐτά εἶναι τά κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτά ἀποτελοῦν τήν πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδή χαίρονται γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἄν γίνεται χαρά στόν οὐρανό καί τή γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολύ περισσότερο θά γίνεται γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τό ξανάφερε στήν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτή προσφορά μας νίκησε τόσο πολύ τό θάνατο, δέ φοβοῦμαι πιά, δέν τρέμω πιά τόν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στήν ἀδυναμία μου, ἀλλά προσέχω στήν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου πού πρόκειται νά γίνει σύμμαχός μου. Γιατί ἐκεῖνος πού νίκησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τή δύναμη, τί δέ θά κάμνει στό ἑξῆς γιά τό γένος πού εἶναι ὅμοιό του, τή μορφή τοῦ ὁποίου ἀπό τή μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νά πάρει, καί μ᾿ αὐτήν νά παλέψει μέ τό διάβολο; Σήμερα παντοῦ στήν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατί χαίρονται μαζί μας γιά τά δικά μας ἀγαθά. Γιατί ἄν καί εἶναι δική μας ἡ χάρη πού ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καί δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτό δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας. Καί γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι δικός τους καί δικός μας, δέν ντρέπεται νά ἑορτάσει μαζί μας. Καί γιατί εἶπα, δέν ντρέπεται; Αὐτός μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο πού λέγει. «Ἐπιθύμησα πολύ νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νά φάγει τό Πάσχα, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ καί νά ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τί σοῦ λείπει πιά γιά νά χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἄς μήν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατί σήμερα εἶναι ἑορτή πνευματική.

Ἄς μήν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του, γιατί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τίποτε στήν ἑορτή αὐτή ἀπό τά χρήματά του. Στίς ἑορτές βέβαια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τίς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καί τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καί τῆς πολυτέλειας στά τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θά εἶναι ὁ φτωχός στενοχωρημένος καί θλιμμένος, καί ὁ πλούσιος χαρούμενος καί εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατί ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρά ροῦχα καί προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχός ὅμως ἐμποδίζεται ἀπό τή φτώχεια του νά δείξει τήν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δέ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλά λείπει κάθε τέτοια διάκριση καί ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καί γιά τόν πλούσιο καί γιά τό φτωχό, καί γιά τό δοῦλο καί γιά τόν ἐλεύθερο. Καί ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπό τό φτωχό. Καί ἄν εἶσαι φτωχός, δέν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπό τόν πλούσιο, οὔτε θά ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατί ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ξεχωρίζει τά πρόσωπα. Καί γιατί λέγω, ὅτι τό ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστά στόν πλούσιο καί στό φτωχό; Καί σ᾿ αὐτόν πού ἔχει τό βασιλικό στέμμα καί φορᾶ τή βασιλική πορφύρα, πού ἔχει ἀναλάβει τήν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καί στό φτωχό πού κάθεται γιά ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τό ἴδιο τραπέζι.

Τέτοια λοιπόν εἶναι τά πνευματικά δῶρα. Δέ διαιροῦν τήν κοινωνία ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τίς σκέψεις τοῦ καθενός. Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια τιμή ὁρμοῦν καί ὁ βασιλιάς καί ὁ φτωχός γιά ν᾿ ἀπολαύσουν καί νά κοινωνήσουν τά θεῖα αὐτά μυστήρια. Καί γιατί λέγω, μέ τήν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχός ἔρχεται μέ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατί τό βασιλιά, πού εἶναι κυκλωμένος ἀπό φροντίδες καί περιστοιχισμένος ἀπό πολλά ζητήματα, σάν νά εἶναι μέσα σέ πέλαγος, ἔτσι ἀπό παντοῦ τόν κτυποῦν τά κύματα συνεχῶς καί τόν καταστρέφουν τά πολλά ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχός ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί φροντίζοντας μόνο γιά τήν ἀπαραίτητη τροφή του, καί κάμνοντας μιά ἀμέριμνη καί ἥσυχη ζωή, σάν νά κάθεται σέ λιμάνι καί γαλήνη, πλησιάζει μέ πολλή εὐλάβεια τό τραπέζι.

Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς κοσμικές ἑορτές. Γιατί ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχός εἶναι στενοχωρημένος καί ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιά τό τραπέζι καί τήν πολυτέλεια, ἀλλά καί γιά τά πολυτελή ροῦχα καί τή φανταστική ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν πού παθαίνουν στό τραπέζι, αὐτό παθαίνουν καί στά ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τόν πλούσιο ὁ φτωχός νά φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τόν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καί αὐτή ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατί ἕνα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιά ὅλους. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό» (Γαλ. 3, 27).

Ἄς μήν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτήν τήν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλά ἄς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων πού μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μήν παραδοθοῦμε στή μέθη καί στήν πολυφαγία, ἀλλ᾿, ἀφοῦ κατανοήσουμε τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καί ὅτι τίμησε τό ἴδιο καί τούς πλούσιους καί τούς φτωχούς καί τούς δούλους καί τούς ἐλεύθερους, καί ἔστειλε σ᾿ ὅλους τήν ἴδια χάρη, ἄς ἀμείψουμε τόν εὐεργέτη γιά τήν ἀγάπη του πού δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἀμοιβή ἱκανοποιητική εἶναι συμπεριφορά πού ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν καί ψυχή νηφάλια καί ἄγρυπνη. Αὐτή ἡ ἑορτή καί πανήγυρη δέ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλά διάθεση μόνο καί καθαρή σκέψη. Τίποτε τό ὑλικό δέν μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τά πνευματικά, τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν πατέρων, τίς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τήν κοινωνία τῶν θείων καί ἀπόρρητων μυστηρίων, τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια, καί δῶρα πνευματικά καί ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου πού τά δωρίζει.

Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε καί ἀνέστησε μαζί του τήν οἰκουμένη. Καί αὐτός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί πέθανε, δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός καί πέθανε. Καινούριο καί παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καί πέθανε, αὐτός δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Γιά ποιό λόγο καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά μπορέσει ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε καί πέθανε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου μέ τή βοήθεια ἐκείνου πού δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καί σ᾿ ἐκείνους πού ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σέ κάποιον καί δέν μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, καί γι᾿ αὐτό φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος πού δέν ὀφείλει, ἀλλά πού μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τά δώσει ἐλευθερώνει τόν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καί στόν Ἀδάμ καί στό Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδάμ τό θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τό θάνατό του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;

Ἄς μή γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρός αὐτόν τόν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδή πέρασε ἡ νηστεία νά γίνουμε πιό ἀδιάφοροι. Ἀλλά τώρα ἄς φροντίζουμε τήν ψυχή μας περισσότερο ἀπό προηγουμένως, γιά νά μή γίνει πιό ἀδύνατη, ἐπειδή παχαίνει τό σῶμα μας, γιά νά μή παραμελοῦμε τήν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τή δούλη. Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφειλος, πές μου, νά σκάνουμε ἀπό τήν πολυφαγία καί νά ξεπερνᾶμε τό μέτρο; Αὐτό καί τό σῶμα καταστρέφει καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλά ἄς μᾶς ἱκανοποιοῦν τά λίγα καί τά ἀπαραίτητα, γιά νά ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο πού πρέπει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, γιά νά μή σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα πού συγκεντρώσαμε ἀπό τή νηστεία. Μήπως λοιπόν σᾶς ἐμποδίζω νά ἀπολαμβάνετε τά φαγητά καί νά διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλά συμβουλεύω νά γίνονται τά ἀπαραίτητα, καί νά σταματήσουμε τήν πολλή διασκέδαση καί νά μή καταστρέφουμε τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τό μέτρο. Γιατί ἐκεῖνος πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνάγκης δέ θά ἀπολαύσει καμιά εὐχαρίστηση, καί τό γνωρίζουν αὐτό πολύ καλά ἐκεῖνοι πού τό δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπό αὐτό πολλές ἀρρώστιες στόν ἑαυτό τους καί ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλά τό ὅτι θά ὑπακούσετε στίς παραινέσεις μου, δέν ἀμφιβάλλω, γιατί γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.

Καί γι᾿ αὐτό ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τίς παραινέσεις γιά τό ζήτημα αὐτό, θέλω νά μεταφέρω τό λόγο πρός αὐτούς πού ἀξιώθηκαν τή λαμπρή αὐτή νύχτα νά πάρουν τή χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τά καλά αὐτά φυτά τῆς Ἐκκλησίας, τά πνευματικά ἄνθη, τούς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στό σταυρό, ἀλλά ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καί αὐτοί, προχθές τούς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλά τώρα ἀναστήθηκαν μαζί μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνος μέ τό σῶμα του πέθανε καί ἀναστήθηκε, αὐτοί ἦταν μέ τίς ἁμαρτίες τους νεκροί, καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπόν τήν ἐποχή αὐτή τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καί μενεξέδες καί ἄλλα λουλούδια. Τά νερά ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιό ὄμορφο ἀπό τό τῆς γῆς.

Καί μήν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἄν βγῆκαν ἀπό τά νερά λιβάδια μέ λουλούδια. Γιατί οὔτε ἡ γῆ ἀπό τήν ἀρχή ἔβγαλε τά εἴδη τῶν φυτῶν γιατί τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλά γιατί ὑπάκουσε στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καί τά νερά ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μέ ζωή, ἐπειδή ἄκουσαν.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καί ἡ προσταγή πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανά ζῶα. Ἔτσι καί τώρα ἡ ἴδια προσταγή ἔκαμε τά πάντα. Τότε εἶπε. «Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά», τώρα ὅμως δέ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλά πνευματικά χαρίσματα. Τότε τά νερά ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικά καί πνευματικά πού τά ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατί λέγει. «Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτός ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατί αὐτοί πού ψαρεύουν βγάζουν ἀπό τά νερά τά ψάρια, καί ὅσα ψαρέψουν τά νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τούς ρίχνουμε μέσα στά νερά καί παίρνουν ζωή ἐκεῖνοι πού ψαρεύονται.

Ὑπῆρχε κάποτε καί στούς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μέ νερό. Ἀλλά μάθε ποιά δύναμη εἶχε, γιά νά γνωρίσεις καλά τή φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καί νά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τό δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καί τάραζε τό νερό, καί ἐκεῖνος πού θά ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπό τό κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, καί ἀφοῦ ἁγίασε τά νερά θεράπευσε ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖ ἐκεῖνος πού κατέβαινε ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο δέ θεραπευόταν πιά, γιατί στούς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στούς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους πού σύρονταν στό ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπό τό δεύτερο ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος. Καί ἄν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καί ἄν ἀκόμη ὅλη τήν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτά τά πνευματικά νερά, δέν ξοδεύεται ἡ χάρη, δέν τελειώνει ἡ δωρεά, δέ μολύνονται τά νερά, δέν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.

Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτά ἐσεῖς πού σήμερα καί αὐτή τή νύχτα γίνατε πολίτες στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, καί φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στίς πολλές δωρεές, γιά ν᾿ ἀποσπάσετε πιό ἄφθονη τή χάρη. Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτά πού μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νά ζεῖς ἀδιάφορα στό ἑξῆς, ἀλλά ὅρισε στόν ἑαυτό σου νόμους καί κανόνες, ὥστε νά κάνεις τά πάντα στήν ἐντέλεια καί νά φυλάγεσαι πολύ καί ἀπό ἐκεῖνα πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατί ὅλη ἡ παρούσα ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί πρέπει ἐκεῖνοι πού μπαίνουν μιά γιά πάντα στό στάδιο αὐτό τῆς ἀρετῆς νά εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατί καθένας πού ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατής σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δέ βλέπεις στούς γυμνικούς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολύ γιά τόν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι πού δέχονται νά παλέψουν μέ ἀνθρώπους, καί μέ πόση ἐγκράτεια κάνουν τήν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καί ἐδῶ πρέπει νά γίνεται. Ἐπειδή ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτειά μας ἄς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καί τά ὅπλα μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.

Ἄς ἔχουν λοιπόν καί τά μάτια περιορισμούς καί κανόνες, ὥστε νά μήν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα πού συναντοῦν. Καί ἡ γλώσσα ἄς ἔχει φράχτη, ὥστε νά μή τρέχει πρίν ἀπό τό νοῦ. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί τά δόντια καί τά χείλη δημιουργήθηκαν γιά τήν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιά νά μή βγεῖ ποτέ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλά τά δικά της, τότε μέ κάθε σεμνότητα νά προχωρήσει καί νά προφέρει τέτοια λόγια, γιά νά ὠφελεῖ ἐκείνους πού ἀκούουν καί νά λέγει ἐκεῖνα πού συντελοῦν στήν οἰκοδομή τῶν ἀκροατῶν. Καί πρέπει νά ἀποφεύγει ἐντελῶς τά ἄπρεπα γέλια, νά ἔχει ἤρεμο καί ἥσυχο βάδισμα νά ἔχει σεμνό ντύσιμο, καί γενικά πρέπει νά ρυθμίζει τά πάντα ἐκεῖνος πού διάλεξε τό στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἡ καλή διαγωγή τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης πού ἐπικρατεῖ στήν ψυχή μας.

Ἑάν φέρουμε ἀπό τήν ἀρχή τούς ἑαυτούς μας σέ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στό ἑξῆς μέ εὐκολία τό δρόμο μας, θά κατορθώσουμε ὅλη τήν ἀρετή, καί δέ θά χρειασθοῦμε πολύ κόπο καί θά προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τό Θεό. Ἔτσι λοιπόν θά μπορέσουμε καί τά κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νά περάσουμε μέ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, νά ἐπιτύχουμε τά αἰώνια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: Στή φωτοφόρο καί ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Τοιχογραφία 11ου αι. μ.Χ. Ιερός Ναός Παναγίας των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Τοιχογραφία 11ου αι. μ.Χ. Ιερός Ναός Παναγίας των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη

«Εὐλογητός ὁ Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ἄς ἐπαινέσουμε σήμερα τόν Μονογενή Θεό τόν δημιουργό τῶν οὐρανίων, αὐτόν πού ἔσκυψε πάνω στίς μυστικές λαγόνες τῆς γῆς καί μέ τίς φωτοφόρες ἀκτίνες του φώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἄς ὑμνήσουμε σήμερα τήν ταφή τοῦ Μονογενοῦς, τήν ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τή χαρά τοῦ κόσμου, τή ζωή τῶν λαῶν (Ἰω. 16, 20. Λουκ. 2, 10).

Ἄς ὑμνήσουμε σήμερα αὐτόν πού φόρεσε τήν ἁμαρτία (Β´ Κορ 5, 21). Ἄς εὐφημήσουμε σήμερα τόν Θεό Λόγο, πού ντρόπιασε τή σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. 1, 20), ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγγελία τῶν προφητῶν, συγκέντρωσε τήν ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, διάδωσε τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιατί νά, ἐμεῖς πού κάποτε ἤμαστε ξένοι ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε τό Θεό καί ἐκπληρώθηκε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ: «θά θυμηθοῦν καί θά στραφοῦν στόν Κύριο ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς καί θά πέσουν νά τόν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλές τῶν λαῶν» (Ψαλμ. 21, 28).

Τί θά θυμηθοῦν; Τήν παλαιά πτώση, τή νέα ἀνάσταση, τήν ἀρχαία παράβαση καί τήν κατοπινή διόρθωση, τό θάνατο τῆς Εὔας, τή γέννηση τῆς Παρθένου, τήν ἀποκατάσταση τῶν λαῶν, τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τήν προαναγγελία τῶν προφητῶν, τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, τήν ἀναγέννηση ἀπό τήν κολυμβήθρα (Ἰω. 5, 1-30), τήν ἐπανεγκατάσταση στόν Παράδεισο, τήν ἐπιστροφή τῶν οὐρανῶν, τόν δημιουργό πού ἀναστήθηκε, ἐκεῖνον πού ἀπέθεσε ὅσα δέν τοῦ ταίριαζαν, ἐκεῖνον πού μέ τή θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σάν μέταλλο τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία. Καί ποιά ἀπέθεσε πού δέν τοῦ ταίριαζαν; Ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ Ἠσαΐας:«τόν εἴδαμε», λέει, «καί δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε κάλλος, ἀλλά τό πρόσωπό του ἦταν ἀτιμασμένο καί στεροῦσε ὡς πρός τήν ὡραιότητα ἀπό ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Ἠσ. 53, 2-3).

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν μέ τούς ἀλιτήριους Ἰουδαίους καί τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καί τά γεννήματα τοῦ σκότους κρατοῦσαν τόν ἀχώρητο γιά νά τόν θανατώσουν. Δέν ἔλεγε ἀδικαιολόγητα ὁ Ἰωάννης γι᾿ αὐτούς, «γεννήματα ἐχιδνῶν. Ποιός σᾶς συμβούλεψε νά ξεφύγετε τήν μελλοντική ὀργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἐπάνω τους.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀντιμετώπιζαν τό βλαστό τῆς ἐπιείκειας μέ ραπίσματα καί ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μέ ὅρκους ἀπό αὐτόν πού εἶναι δικαστής τῶν ὅρκων (Μαρκ. 14, 65).

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν δίκαζαν τό δικαστή καί ἔκριναν τόν κριτή τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καί ὁ Κύριος σώπαινε, τό φῶς ἡσύχαζε καί τό σκοτάδι γαυριοῦσε, τό πλάσμα ἔδειχνε θρασύτητα καί ὁ Δημιουργός ἔδειχνε ὑπομονή.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μέ τά κέρατα καί ὁ μόσχος στεκόταν, ὅταν τό λιοντάρι βρυχιόταν καί οἱ ταῦροι κοίταζαν ἀγέρωχοι, ὅπως ἔχει γραφτεῖ: «μέ περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια καί μέ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι• ἄνοιξαν τό στόμα τους καταπάνω μου σάν λιοντάρι ἁρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τά σκυλιά καί ὁ ἀφέντης ἔδειχνε ἀνοχή, ὅταν οἱ λύκοι εἶχαν βγεῖ γιά ν᾿ ἁρπάξουν καί τό πρόβατο ἦταν παρόν ἐκεῖ. Ὅταν ὁ ληστής δεχόταν πρόσκληση στή ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή τοῦ κόσμου συρόταν στό θάνατο, ὅταν ἔβγαζαν τίς ἄτακτες καί θεοκτόνες ἐκεῖνες φωνές «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Τό αἷμα του ἐπάνω σ᾿ ἐμᾶς καί τά παιδιά μας» (Ἰω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καί τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστές τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροί τῆς πίστης τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τά γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ καταλαλητές, ἐκεῖνοι πού εἶχαν βουτηγμένο τό νοῦ τους στό σκοτάδι, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), τό συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθοβολιστές, οἱ μισόκαλοι. Καί δικαιολογημένα φώναζαν, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Γιατί τούς καταπλάκωνε ἡ παρουσία τῆς θεότητας μέ σάρκα καί τούς δυσαρεστοῦσε ὁ ἔλεγχος γιά τόν τρόπο ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια πάγια τῶν ἁμαρτωλῶν νά μισοῦν τή συναναστροφή τῶν δικαίων.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τόν φραγγέλωσαν καί βασάνιζαν τό Ἅγιο σῶμα ἐκείνου πού ὑπέφερε θεληματικά τά πάθη, γιά νά θεραπεύσει τίς παλιές πληγές τῶν ἁμαρτημάτων μας.ὅταν σήκωσε στούς ὤμους του τό ξύλο τοῦ σταυροῦ τό τρόπαιο κατά τοῦ διαβόλου• ὅταν ἔβαζαν στεφάνι ἀπό ἀγκάθια σ᾿ ἐκεῖνον πού στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτόν• ὅταν φόρεσαν τήν πορφύρα σ᾿ αὐτόν πού χαρίζει ἀφθαρσία σέ ὅσους ἀναγεννιοῦνται μέ νερό καί Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰω. 3, 5. Ματθ. 27, 48)• ὅταν κάρφωσαν στό ξύλο αὐτόν πού εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τόν Κύριο τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἔδεσαν στό καλάμι σπόγγο γεμάτο μέ ξίδι καί τόν πότιζαν δίνοντας χολή, αὐτόν πού τούς ἔριξε τό μάννα σά βροχή (Ἐξ. 16, 13-15)• ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καί σκιζόταν τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ κατάπληκτα ἀπό τό θράσος τῶν ἀλιτηρίων• ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καί φοροῦσε τό σκότος σάν πένθιμο σάκκο πενθώντας τήν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τίς συμφορές τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ ζωή ἦταν κρεμασμένη ἀνάμεσα στούς ληστές καί ὁ ἕνας τόν χλεύαζε καί τόν κατηγοροῦσε, ἐνῶ ὁ ἄλλος μέ τή μετάνοιά του λήστευε τόν Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τό σῶμα παραδινόταν γιά τήν ταφή.

Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες φύλαγαν καί ἡ γῆ ἔκρυβε αὐτόν πού στήριξε τή γῆ πάνω στά νερά (Γεν. 1, 9)• ὅταν οἱ ἀπόστολοι κρύβονταν μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τόν ὄγκο τῶν πειρασμῶν.

Ἀλλά πρόσεχε, ἀγαπητέ, τά θαύματα τοῦ Θεοῦ καί τά κατορθώματα τῆς χαρᾶς μετά τό πάθος. Ὁ περιφρονημένος μεταβαλλόταν σέ ἔνδοξο καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζί μέ τό σῶμα. Τότε εἶχε ὠδίνες ἡ γῆ καί κυοφόρησε ἡ ἡμέρα καί ὁ θάνατος ἀπέβαλε τή ζωή τῶν ὅλων. Δέν ἦταν δυνατό νά κρατήσει ὁ θάνατος Ἐκεῖνον πού κρατεῖ τά πάντα μέ τό λόγο του.

Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν τριήμερη ἀνάσταση πού ἔγινε πρόξενος αἰώνιας ζωῆς. Γιατί, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία δέ δοκίμασε παρθενικές ὠδίνες κόρης ἀνύμφευτης, ἀλλά μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος γέννησε τόν Δημιουργό τῶν αἰώνων, τόν Θεό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ γῆ ἀπό τίς λαγόνες της, ἀποφεύγοντας τίς ὠδίνες τοῦ θανάτου (Πράξ. 2, 24), ἄφησε ἐλεύθερο, ὅταν διατάχτηκε τόν Κύριο τῶν Ἰουδαίων• γιατί δέν μποροῦσε νά κατέχει ἕνα σῶμα πού εἶχε γίνει φορέας ἀθανασίας. Φέροντας λοιπόν στό νοῦ ὁ προφήτης Δαβίδ τήν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τήν κατάργηση τοῦ θανάτου, τήν ἐλευθερία ὅσων ἦταν κάποτε δοῦλοι, φωνάζει καί λέει:«ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, φόρεσε τό μεγαλεῖο του» (Ψαλμ. 92, 1).

Ποιό μεγαλεῖο ντύθηκε; Τήν ἀφθαρσία, τήν ἀθανασία, τή σύναξη τῶν ἀποστόλων, τό στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν προδίδει πιά ὁ Ἰούδας, δέν ἀπειλεῖ ὁ Καϊάφας, δέν ἁρματώνεται ὁ Ἡρώδης γιά τό φόνο τῶν παιδιῶν, δέν δικάζει ὁ Πιλάτος, οὔτε φυλακίζουν οἱ Ἰσραηλίτες. Τό φθαρτό ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος πού τόν θεωροῦσαν ἁπλό ἄνθρωπο μόνο, ἀποδείχτηκε Θεός ἀληθινός. Γι᾿ αὐτό φωνάζομε κι ἐμεῖς:«ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί τῆς δύναμης; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). «Ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλεῖο, ντύθηκε καί ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη ἐννοεῖ τήν οἰκονομία τῆς ἔνσαρκης παρουσίας του, γιατί δέν εἶναι τίποτα δυνατότερο ἀπό αὐτήν.μέ τό σῶμα του ὁ ἀσώματος νίκησε τούς δαίμονες, μέ τό σταυρό ὑποδούλωσε τίς ἀντίπαλες δυνάμεις.

Ἐπειδή δηλαδή στήν ἀρχή ἡ ἁμαρτία συγκλόνιζε τή γῆ, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὅπως προεῖπε, τή στερέωσε μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μήν βαδίζει στόν γκρεμό τῆς ἀπώλειας οὔτε νά τήν δέρνουν οἱ ἄνεμοι τῆς πλάνης. Καί μάρτυρα τοῦ λόγου μας ἄς φέρουμε τόν μακάριο Παῦλο πού λέει τά ἑξῆς.«πρέπει τοῦτο τό φθαρτό νά ντυθεῖ ἀφθαρσία καί τό θνητό αὐτό νά ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. 15, 53). Γι᾿ αὐτό κι ὁ ψαλμωδός λέει:«ἕτοιμος εἶναι ὁ θρόνος σου ἀπό τότε, ἐσύ ὑπάρχεις ἀπό τόν αἰώνα» (Ψαλμ. 92, 2) καί «ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία αἰώνια, πού δέ θά καταλυθεῖ» (Δαν. 7, 14). Καί πάλι.«ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων» (Ψαλμ. 144, 13). Καί πάλι:«ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ἄς ἀναγαλλιάσει ἡ γῆ, ἄς εὐφρανθοῦν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ᾿ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: Στὴν Μεγάλη Παρασκευὴ

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.

Ὁλοκληρώθηκε λοιπόν ὁ ἀγώνας μας τῆς νηστείας καί τελείωσε στό Σταυρό. Καί ποῦ ἔπρεπε νά καταλήξει τό τέλος τῆς νίκης, ἄν ὄχι στό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Σταυρός εἶναι τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε βέβαια μιά φορά, ἀλλά τρέπει πάντοτε σέ φυγή τούς δαίμονες. Πράγματι, ποῦ εἶναι τά εἴδωλα καί οἱ μάταιοι φόνοι τῶν ζώων; Ποῦ εἶναι οἱ ναοί καί ἡ φωτιά τῆς δυσσέβειας;

Σβήστηκαν ὅλα ἀπό ἕνα Ἅγιο Αἷμα καί γκρεμίστηκαν, καί μένει ὁ Σταυρός πολυδύναμη δύναμη, ἀόρατο βέλος, ἄυλο φάρμακο, παυσίπονο πλῆγμα, δόξα γεμάτη ὄνειδος. Ὥστε, καί ἄν μύρια ἄλλα διηγηθῶ γιά τό Χριστό, καί ἄν καταπλήξω τόν ἀκροατή μου διηγούμενος μύρια θαύματα, δέν καυχιέμαι τόσο γιά ἐκεῖνα, ὅσο γιά τό Σταυρό. Ἐννοῶ τό ἑξῆς μ᾽ αὐτό πού λέω: Ὁ Ἰησοῦς προῆλθε ἀπό Παρθένο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα νά παρακαμφθεῖ ὁ γάμος καί ἡ φύση νά καινοτομήσει. Ἀλλά, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δέ θά σωζόταν μέ τά ἔργα της ἡ πρώτη παρθένος τοῦ Παραδείσου. Τώρα ὅμως μέ τό γεγονός τῆς σταύρωσης ἡ γυναίκα σώζεται πρώτη, θεραπεύοντας τό παλαιό κακό μέ νέα χαρίσματα. Ἀναστήθηκε ὁ νεκρός στή Γαλιλαία, ἀλλά πέθανε πάλι. Ἐγώ ὅμως, πού ἀναστήθηκα μέσω τοῦ Σταυροῦ, δέν εἶναι δυνατό πιά νά πέσω σέ θάνατο. Διέπλευσε ὁ Ἰησοῦς τή θάλασσα, ὁ Θεός μέσα σέ πλοῖο, καί τό ξύλο πρόσφερε μιά ἐφήμερη ὠφέλεια. Ἐγώ ὅμως ἀπόκτησα ξύλο αἰώνιο, εὐεργετικό, πού, χρησιμοποιώντας το ἀντί γιά πηδάλιο, ἀντιμετωπίζω τά πνευματικά κύματα τῆς πονηρίας.

Δόθηκε φαγητό σέ πέντε καί πάλι σέ ἑπτά χιλιάδες ἀνθρώπους μ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ποῦ εἶναι λοιπόν τά ἀπομεινάρια τοῦ φαγητοῦ; Πῶς ἐγώ πού δέν ἤμουν παρών θά λάβω ὅ,τι καί οἱ παρόντες; Γέμισαν δώδεκα κοφίνια ἀπό τά περισσεύματα. Ἡ Χάρη εἶναι σύμμετρη. Σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί τρεφόμαστε συνεχῶς καί ἐνῶ χορταίνουμε ζητοῦμε ξανά καί ἐνῶ ξαναπαίρνουμε πάλι ποθοῦμε καί εἶναι περισσότερο ὅσο ἀπομένει. Γιατί ἡ Χάρη δέν ἐλαττώνεται. Ἄς ἐπαινεῖται ἡ μέρα πού γέννησε τό φῶς, πού χάρη σ᾽ αὐτήν οἱ ἄλλες μέρες προσκλήθηκαν νά εὐφρανθοῦν. Ἄκουσε πῶς: Σήμερα πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, τήν ἕκτη ἡμέρα. Σήμερα περιβλήθηκε θεία μορφή. Σήμερα ἔγινε ὁ ἄνθρωπος κυβερνήτης καί ἔπιασε καλά τά πηδάλια τῆς οἰκουμένης ὡς ἡγεμόνας ὅλων τῶν ζώντων. Σήμερα ἔλαβε ἐντολές τίς ὁποῖες εἶχε τή δυνατότητα νά τίς κάνει ἤ ὄχι. Σήμερα ξέπεσε ἀπό τόν Παράδεισο καί σήμερα ξαναμπῆκε. Ὤ μέρα πολύτροπη, γεμάτη λύπη καί δίχως καθόλου λύπη, πού τό πρωί ἔφερες λύπη καί τό βράδυ εὐφροσύνη- ἤ μᾶλλον πού δέν πλήγωσες τόσο, ὅσο θεράπευσες.

Μέ λύπη ὁμολογῶ πρός ἐσᾶς φέρνοντας στό νοῦ μου τά παλαιά παθήματα, ἀκούοντας ὅτι ὁ Ἀδάμ ξέπεσε ἀπό τήν πατρική ἑστία. Ξέπεσε αὐτός πού ἦταν πολίτης τοῦ Παραδείσου, πού τρεφόταν χωρίς νά καλλιεργεῖ, πού ἀπολάμβανε χωρίς βροχή καί πού δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό ἱδρώτα οὔτε ἀπό ξινάρι, οὔτε ἀπό κόπους καί μόχθους γιά νά ζήσει. Χαιρόταν τά θαλερά δέντρα πού συνέχεια ἀνθοῦσαν καί καρποφοροῦσαν, πού σέ κάθε ἐπιθυμία του ἀκολουθοῦσαν ὅσα τοῦ χρειάζονταν καί πού δέν ἤξερε, ἐξαιτίας τῆς ὡραιότητας ἐκείνων πού ἔβλεπε, σέ ποιό νά πρωτοαπλώσει τό χέρι του. Συχνά μοῦ ἦρθαν δάκρυα γιά τήν τόση μακαριότητα, βλέποντάς τον νά τήν ἔχει χάσει. Ἀφοῦ ὅμως ἐντρύφησα στά Εὐαγγέλια καί ἔφτασα σ᾽ αὐτήν τήν ἡμέρα(γιατί ἕκτη ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί τούτη), ἀπαλλάχτηκα ἀπό τή λύπη καί ἄλλαξα γνώμη, καί φορῶ τώρα τά λευκά ροῦχα τοῦ λόγου καί λέγω στόν ἑαυτό μου καί σ᾽ ἐσᾶς: «δραπέτευσε ὁ πόνος, ἡ λύπη, ὁ στεναγμός» (Ἡσ. 51, 11). «Τά παλιά πέρασαν, νά ὅλα ἔγιναν καινούργια» (Β’ Κορ. 5, 17). Ὅπως δηλαδή οἱ βοηθοί τῶν γιατρῶν θεραπεύουν τά δαγκάματα τῶν φιδιῶν βγάζοντας ἀπό αὐτά τά ἴδια καί παρασκευάζοντας τά ἀντίδοτα, πολεμώντας τό πάθος μέ τίς ἀφορμές τοῦ πάθους, ἔτσι καί ὁ Σωτήρας χρησιμοποίησε γιά τή θεραπευτική Του ἐνέργεια ὅλες μαζί τίς ἀφορμές τῶν παθῶν, κάνοντας τό πικρό γλυκύ, μεταβάλλοντας τή χολή σέ φάρμακο, στρέφοντας κατά τοῦ θανάτου τό ἴδιο του τό κεντρί, μετατρέποντας τή δοκιμή τοῦ δέντρου σέ σωτηρία, παίρνοντας τήν ἡμέρα πού ἔφερε τή λύπη στόν κόσμο καί παρέχοντας ὡς ἀντίδοτο τήν ἡμέρα πού ἔφερε σ᾽ αὐτόν τή χαρά.

Μήν πιστέψεις ἐμένα, ἀλλά πίστεψε τά μάτια σου. Κοίταξε τή συνάθροισή μας αὐτή καί παῦσε νά ἀντιλέγεις. Εἶναι ἡμέρα τῆς Σταύρωσης καί χαιρόμαστε ὅλοι, νηστεύομε ἀπό τά κακά καί καθαριζόμαστε ἀπό ὅλα, τά μέσα καί τά ἔξω. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἑορτῆς καί ὁ τρόπος τῆς εὐφροσύνης. Σᾶς ἀναφέρω κάποια μικρά θαύματα τῆς δύναμης τοῦ Σταυροῦ. Κοίταξε ὁλόγυρα τήν οἰκουμένη: πόσα χωριά ὑπάρχουν, πόσες πόλεις, πόσοι τόποι, πόσα ἔθνη, νησιά, ποτάμια, παραλίες, πόσα γένη καί πόσες φυλές καί βαρβαρικές γλῶσσες. Ὅλοι αὐτοί σήμερα γιά χάρη τοῦ Σταυροῦ νηστεύουν καί σταυρώνουν τά πάθη τους μέ τή δύναμη Ἐκείνου. Πολλοί περνοῦν ὅλη τή νύχτα χωρίς νά χάσουν τή δύναμη γιά νηστεία. Καί τώρα συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ν᾽ ἀκούσομε γιά τό Σταυρό καί γεμίζομε τήν ἐκκλησία καί σπρώχνομε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἱδρωκοποῦμε καί ταλαιπωρούμαστε. Μπροστά στούς δικαστές παίρνομε τήν ἄδεια νά καθίσομε, ἐνῶ μπροστά στόν Ἰησοῦ στεκόμαστε ὄρθιοι μ᾽ εὐχαρίστηση, γιατί καί ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ὄρθιος γιά χάρη μας, γιά νά σταματήσει τούς λόγους τῆς κακίας. Τί ἔγινε λοιπόν σήμερα. Ἄς μή μᾶς διαφύγουν ἔτσι ἁπλά τά θαύματα τῆς ἡμέρας.

Ἔφεγγε λοιπόν ἡ μέρα καί ἦταν πολύ πρωί, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν μέ δεμένα τά χέρια στό Πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Ποιά χέρια; Ἐκεῖνα πού θεράπευσαν τυφλούς καί γιάτρεψαν κουτσούς. Καί σφίγγονταν μέ δεσμά τά δάχτυλα πού δημιούργησαν βλέφαρα, καί κρατοῦνταν ὁ θεραπευτής τῶν ἀνθρώπων γιά νά μήν ἐκπληρώση τό ἔργο τῆς τέχνης πού ἤξερε. Αὐτά εἶναι πού ἀνταποδίδονται στόν Κύριο. Δέχτηκε δεσμά Αὐτός πού δεσμεύει τά νερά στά σύννεφα(Ἰώβ24, 8), Αὐτός πού ἐλευθερώνει μέ γενναιότητα τούς δεμένους στίς φυλακές(Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού χαρίζει στούς αἰχμαλώτους τήν ἐλευθερία(Ἠσ. 61, 1). Δέχτηκε τά δεσμά Αὐτός πού ἔλυσε τόν Λάζαρο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου(Ἰω. 11, 1). Ὁδηγήθηκε στό πραιτώριο Αὐτός πού ἔχει σάν δορυφόρους Του ἀμέτρητους Ἀγγέλους. Στάθηκε μπροστά στόν Πιλάτο Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό. Ἀνεχόταν ὁ Δημιουργός νά Τόν σέρνουν τά δημιουργήματά Του, ὁ Πλάστης τά πλάσματά Του, ὁ Τεχνίτης τά ἔργα τῶν χεριῶν Του.

Καί τί γίνεται ἔπειτα; «Αὐτοί», λέει, «δέν μπῆκαν στό πραιτώριο γιά νά μή μολυνθοῦν, ἀλλά νά μπορέσουν νά φᾶνε τό φαγητό τοῦ Πάσχα» (Ἰω. 28, 28). Ὤ πέλαγος παρανομίας! Ἐκτελοῦν ἕναν ἄδικο φόνο καί δέ θέλουν νά μποῦν στό πραιτώριο, προσέχοντας νά μή μολυνθοῦν αὐτοί πού ἦταν ἤδη μολυσμένοι. Ἐλευθερώνουν τό πρόβατο μέ τό Πρόβατο. Περίμενε λοιπόν τήν κρίση ὁ Κριτής ὅλης τῆς οἰκουμένης. Περίμενε τούς μάρτυρες τῶν ψυχῶν, Πλάστης καί κρινόμενος. Ἦταν ἄνθρωποι πού κάθονταν καί δίκαζαν, ἐνῶ ὁ Θεός στεκόταν καί σώπαινε. Στεκόταν στήν πόρτα τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ρώτησε ὀ Πιλάτος τάχα ὡς πιό φιλάνθρωπος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τί λέγω; Θά δείξουν τήν ἀλήθεια τά ὅσα ἔγιναν: «γιά ποιό πράγμα κατηγορεῖτε τοῦτον τόν ἄνθρωπο;» (Ἰω. 18, 29). Ποιός μπορεῖ νά κατακρίνει τό Θεό; Ἀναγκάζομαι νά λέγω ὅ,τι εἶπε ὁ Πιλάτος. Ὁ Ἰησοῦς σωπαίνει, ὄχι γιατί λείπουν τά λόγια στό Λόγο, ἀλλά γιά νά μή διαλύσει μέ τήν ἀπόκρισή Του τό στεφάνι τοῦ Σταυροῦ. Κατηγορεῖται γιά κτήματα ὁ ἀκτήμων; Γιά ξένα σπίτια, Αὐτός πού δέν ἔχει τόπο ὅπου νά γείρει τό κεφάλι Του; Γιά πράγματα, Αὐτός πού καί τούς μαθητές Του εἶχε γυμνούς ὥς τή μέση; Αὐτός πού δέν εἶχε ὑποζύγιο, ἀλλά χρησιμοποίησε ξένο πουλάρι, γιά νά εὐλογήσει τά παιδιά σας; Πέστε μιά πρόφαση, πλάσατε αὐτήν, σκοτῶστε, ἀλλά δίκαια.

«Τοῦ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοιˑἄν αὐτός δέν ἦταν κακοποιός, δέ θά σοῦ τόν παραδίδαμε» (Ἰω. 18, 30). Μεγάλη ἀπόδειξη αὐτή γιά τά πράγματα, διατύπωση ἀόριστη. Πές μας τήν κακία Του καί μήν παραπλανᾶς τόν ἀκροατή. «Τούς λέει ὁ Πιλάτοςˑ Πάρτε τον ἐσεῖς καί δικάστε τον σύμφωνα μέ τό νόμο σας» (Ἰω. 18, 31). Ἔξυπνος δικαστής. Βάζει τό βάρος στό κεφάλι τῶν Ἰουδαίων: «Πάρτε ἐσεῖς αὐτόν πού ἔπραξε τό κακό». «Τοῦ λένε οἱ Ἰουδαῖοιˑ Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἐπιτρέπεται νά σκοτώσομε κανένα» (Ἰω. 18, 32). Πῶς τότε σκοτώσατε τόν Ἠσαΐα, πῶς τόν Ζαχαρία, πῶς καθένα ἀπό τούς προφῆτες; Ἀλλά δέν σᾶς ἐπιτρέπεται νά σκοτώσετε, ὄχι γιατί δέ θέλετε, ἀλλά γιατί δέν μπορεῖτε. Γιατί οἱ Ρωμαῖοι τούς ἔχουν ἤδη ἀφαιρέσει τό δικαίωμα αὐτό. Καταργεῖται λοιπόν πλέον ὁ νόμος καί ἔμεινε στό χαρτί πιά νοητά καί τόν κατάργησε ὁ δεμένος Ἰησοῦς. Ὁ Πιλάτος τότε λέειˑ «ἐγώ δέ βρίσκω τίποτε νά τόν κατηγορήσω» (Ἰω. 18, 38). Ὄχι μόνο ἐσύ, Πιλάτε, ἀλλά οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν. Οὔτε οἱ τυφλοί οὔτε οἱ νεκροί οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ὅλοι οἱ δίκαιοι, οἱ προφῆτες καί οἱ μάρτυρες. Γιατί λέει κάποιος προφήτης δικός τους: «Αὐτός δέν ἔκαμε καμιά ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε στό στόμα του δόλος» (Ἠσ. 53, 9. Α’ Πέτρ. 2, 22). Βοηθοῦν ὅλοι τόν Πιλάτο, διατυπώνοντας δίκαιη γνώμη. Μόνοι ἀγωνίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, δικάζουν μέ κραυγές καί φιλονεικοῦν νά σκιάσουν τήν ἀλήθεια μέ θορύβους καί ἐπιβεβαιώνουν τή κρίση τοῦ Ἠσαΐα: «περίμενα νά κάνει σταφύλια, καί ἔκανε ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2)ˑ καί δέν ἔδειξε δικαιοσύνη, ἀλλά τήν πιό κούφια κραυγή. Τό ἀμπέλι τῶν Ἰουδαίων καρποφορεῖ κραυγή.

Ἐνῶ διαδραματίζονταν αὐτά καί ὁ Πιλάτος οὔτε νά μιλήσει μποροῦσε οὔτε ν᾽ ἀκούσει ἀπό τήν ἀνάμεικτη ταραχή καί προετοιμαζόταν στάση, στέλνει κάποιον σ᾽ αὐτόν ἡ γυναίκα του (ἦταν καλή βοηθός πού συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της πού ἔτρεχε) καί τοῦ λέει: «Μήν ἀναλάβεις τήν εὐθύνη γι᾽ Αὐτόν τόν δίκαιο» (Ματθ. 27, 19). Ἄν μπορεῖς, σῶσέ Τον. Ἄν δέν μπορεῖς, σῶσε τόν ἑαυτόν σου. Σά νά τοῦ ἔλεγε τά λόγια τοῦ Δαβίδ: «μήν καταστρέψεις τή ψυχή μου μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀσεβῶν καί τή ζωή μου μαζί μέ τή ζωή αἱμοβόρων ἀνδρῶν» (Ψαλμ. 25, 9). «Μήν ἀναλάβεις εὐθύνη γιά Ἐκεῖνον τόν δίκαιο, γιατί ἐξαιτίας Του ἔπαθα πολλά στόν ὕπνο μου» (Ματθ. 27, 19). Σάν ἕνας ἄλλος Ἰωσήφ, βλέποντας τήν ἀλήθεια μέ τά ὄνειρα, δίνει μαρτυρία ἀντίθετη μέ τήν κραυγή τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἔπρεπε νά νικηθοῦν ἀπό γυναῖκες. Τούς νίκησε ἡ πόρνη Ραάβ. Τούς νίκησε ἡ αἱμορροούσα. Τούς νίκησε ἡ Χαναναία. Καί τώρα πάλι στεφάνι νίκης ἐναντίον τους παίρνει γυναίκα. «Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ἐμεῖς ἔχομε νόμο καί σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει» (Ἰω. 19, 7). Ποιόν νόμο; Μέ ποιές λέξεις τό βεβαιώνει; Μέ τίς λέξεις τάχα πού διαβάσαμε σήμερα; «Ὁδηγήθηκε στή σφαγή σάν τό πρόβατο, σάν ἄκακο ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ αὐτόν πού τό κουρεύει, δέν ἀνοίγει τό στόμα του» (Ἠσ. 53, 7). «Ἀπό τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ μου ὁδηγήθηκε στό θάνατο» (Ἠσ. 53, 8). Αὐτές τίς φράσεις βρίσκω χρήσιμες γιά ἐκείνους. Σέ κανένα ἄλλο ὅμως σημεῖο δέν βρίσκω ὅτι σταυρώνεται δίκαια ὁ Ἰησοῦς.

Μπῆκε ὁ Πιλάτος στό πραιτώριο, ὑποχωρώντας στό θυμό τῶν Ἰουδαίων, ἀγωνιζόμενος νά σβήσει φλόγα ἄσβεστη. Μπῆκε καί βγῆκε καί ἄναψε περισσότερο τή φωτιά. Βγῆκε ἔχοντας στεφανώσει τόν Ἰησοῦ καί ἐνῶ Τοῦ εἶχε φορέσει πορφύρα, γεγονός πού θαύμασαν καί δέν ἤθελαν οἱ Ἰουδαῖοι. Νά δείχνει δηλαδή στεφανωμένο ἤδη καί μέ βασιλική στολή Αὐτόν πού πολεμοῦσαν. Γιατί ὅ,τι ἔγινε ἦταν γιά περιφρόνησή Του καί ὑπαινιγμός γιά τήν βασιλική φύση. Μόλις Τόν εἶδαν, Αὐτόν πού πολλές φορές Τόν εἶχαν ἀτενίσει καί ποτέ δέν Τόν εἶχαν δεῖ, Αὐτόν πού πάντοτε καθώς Τόν ἔβλεπαν φούντωνε τό πάθος τους καί φλέγονταν ἀπό τήν ἴδια τους τή φωτιά («θά θελήσουν νά κατακαοῦν ἀπό τή φωτιά», Ἠσ. 9, 5), ὕψωσαν τή σοδομιτική κραυγή. Τήν ὕψωσαν καί ὑψώθηκαν: «Ἄρον, ἄρον, σταύρωσον Αὐτόν. Τό βασιλιά σας θέλετε νά σταυρώσω; Δέν ἔχομε βασιλιά», λένε, «παρά μόνο τόν Καίσαρα» (Ἰω. 19, 15). Ἀρνοῦνται χωρίς νά διώκονται• ἀθεΐα μετά ἀπό ὅσα εἶχαν ὑποφέρει στήν Αἴγυπτο. «Αὐτοί εἶναι, Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, πού σέ ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου» (Ἐξ. 32, 18). Δέν ἔχετε βασιλιά παρά τόν Καίσαρα; Ποιός λοιπόν σᾶς ὁδήγησε στήν ἔρημο ἤ Ποιός σᾶς ἔθρεψε; Σέ Ποιόν φωνάζει ὁ Μωυσῆς λέγοντας, «ὁ Κύριος πού βασιλεύει ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα» (Ἐξ. 15, 18) καί ἀκόμη περισσότερο; Ἀφοῦ λοιπόν ἀρνηθήκατε τό βασιλιά σας, μείνετε στό ἑξῆς χωρίς βασιλέα, σέρνοντας τό ζυγό τῆς αἰώνιας δουλείας. Αὐτά ἔγιναν ὥς αὐτή τήν ὥρα. Ἄς δοῦμε καί τό μέρος τῆς ἡμέρας πού ἀπομένει. Γιατί ὁλόκληρη εἶναι ἁγία.

Τόν πῆραν στεφανωμένο. Μέ τί; Μέ ἀγκάθια, τά δῶρα τῶν Ἰουδαίων. «Περίμενε νά κάνει τό ἀμπέλι σταφύλια, ἔκανε ὅμως ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2). Δέχτηκε ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, χτυπήματα, μαστιγώθηκε ἐκεῖνος πού δέν εἶχε λόγο νά ντρέπεται γιά τίποτα. Στάσου μαζί μέ τόν Ἠσαΐα καί βλέπε τό Θεό μέ τά μάτια του. Τί λέει λοιπόν ἐκεῖνος; «Κύριε, ποιός νά πιστέψει σέ ὅ,τι ἀκοῦν τά ἀφτιά μας; Τόν εἴδαμε καί δέν εἶχε μορφή οὔτε κάλλοςˑ τό πρόσωπό Του ἦταν κακοποιημένο καί δέν ἦταν νά τό βλέπει ἄνθρωπος» (Ἠσ. 53, 1-3). Δέν εἶχε ὡραιότητα οὔτε ὀμορφιά, ὁ Τεχνίτης ὅλης τῆς ὡραιότητας. Γιατί θρηνοῦσε τήν κακότητα τῶν Ἰουδαίων. «Ἦταν ἄνθρωπος πληγωμένος πού ἤξερε νά ὑποφέρει» (Ἠσ. 53, 3). Ἄνθρωπος, ὄχι Θεός. Ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός Αὐτός πού χτυποῦσαν. Ποιός ἦταν λοιπόν Αὐτός πού ἀνέφερε τόσους πόνους, τόσες λύπες, πού Τόν χτυποῦσαν ὅλοι; Μήν τυχόν καί ὑποφέρει δίκαια ὅσα ὑποφέρει; «Αὐτός σηκώνει τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποφέρει γιά μᾶς» (Ἠσ. 53, 4). «Ἐγώ δέ βρίσκω καμμιά κατηγορία κατά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ» (Ἰω. 18, 38). Ἀλλά μήν ντρέπεσαι καθόλου γιά τά περιφρονημένα ἀγαθά. Γιατί, ἄν καί ἔπαθε τόσα, ἔμεινε ἀπαθής. Δέχτηκε χτυπήματα καί ἐμπτυσμούς, ὑπέφερε τά αἴσχιστα, παραμένει ὅμως μέ τήν τιμή καί τήν δόξα Του ὡς ἕνας ἀπό ὅσους δέχονται χτυπήματα. Ὅπως λέει σ᾽ αὐτούς κάπου ὁ Ἠσαΐας: «ἐμεῖς νομίσαμε πώς Τόν εἶχε κάνει ὁ Θεός νά πονέσει, Τόν εἶχε πληγώσει καί ταλαιπωρήσειˑ ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶχε πληγωθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ταλαιπωρήθηκε γιά τίς ἀνομίες μας» (Ἠσ. 53, 4-5). Καί Αὐτός λοιπόν καί ἐμεῖς κειτόμαστε πληγωμένοι. «Μέ τά τραύματά Του θεραπευτήκαμε ἐμεῖς» (Ἠσ. 53, 5). Ἕνας νεκρός γιατρός νεκρῶν, ἕνας τραυματίας ἀντιφάρμακο γιά πολυπονεμένους ἀνθρώπους. Ἀλλά ὥς πότε σοῦ δώσαμε ἄδεια, ἄνθρωπε, νά μᾶς περιπαίζεις; Πές μας μέ περισσότερη σαφήνεια ὅ,τι ζητοῦμε. «ὁδηγήθηκε σάν πρόβατο στή σφαγή καί σάν ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ ἐκεῖνον πού τό κουρεύει» (Ἠσ. 53, 7). Ἀγαθό πρόβατο πού παραδόθηκε στά χέρια κακῶν μαγείρων. Ἄν τό σφάζετε, Ἰουδαῖοι, μήν τό κουρεύετε. Καί ἄν τό κουρεύετε, λυπηθεῖτε τό ὠφέλιμο πρόβατο πού καρποφορεῖ.

«Ἔβαλαν μαζί του καί ἄλλους δυό κακούργους» (Λουκᾶ 13, 4). Ἔχει φτάσει ὁ λόγος μου στήν ἑνδέκατη ὥρα τῆς ἡμέρας, γιά νά μήν ἐξαντλήσει κανένας τήν ὑπομονή του. Καί θά ἤθελα βέβαια νά παρατρέξω τήν ἱστορία, ἐπειδή σᾶς τήν ἔχω διηγηθεῖ πολλές φορές. Βλέπω ὅμως τό ληστή νά μέ βιάζει συνεχῶς. Καί δέν εἶναι παράξενοˑ ἀφοῦ παραβίασε τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, μεταβάλλοντας τήν τέχνη του σέ σωτηρία. Στεκόταν στό Σταυρό ὁ Ἀμνός καί δύο λύκοι, ἀλλά ἐνῶ ὁ ἕνας ἔμεινε σταθερός στή γνώμη του, ὁ ἄλλος ἄλλαξε καί εἶπε: «μνήσθητί μου, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». Ὤ, δύναμη τοῦ Ἰησοῦ! Ὁ ληστής γίνεται τώρα προφήτης, πού κηρύττει ἀπό τό σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». (Λουκᾶ 23, 42). Τί βλέπεις, ληστή, στό βασιλιά; Ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, καρφιά καί Σταυρό καί τά περιπαίγματα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν στρατιωτῶν τή λόγχη πού τώρα ξεγυμνώνεται. Δέ βλέπω, λέει, τά φαινόμενα. Βλέπω τούς Ἀγγέλους νά στέκουν ὁλόγυρα, τόν ἥλιο νά φεύγει, τό καταπέτασμα νά σχίζεται, τή γῆ νά τρέμει, τούς νεκρούς νά ἑτοιμάζονται νά βγοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πού δέχεται ὅλους – καί τούς προφῆτες πού ἦρθαν τήν ἑνδέκατη ὥρα ὡς ἐργάτες, δίνοντας τό ἴδιο δηνάριο, τοῦ λέει: σέ βεβαιώνω» (λάβε καί σύ τή βεβαίωση, ὤ ληστή, σύ πού σήμερα εἶσαι ληστής καί σήμερα πάλι υἱός), «ὅτι σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο» (Λουκᾶ 23, 43). Ἐγώ σέ ἔβγαλα, ἐγώ θά σέ ξαναβάλω μέσα, ἐγώ πού ἔκλεισα τίς θύρες τοῦ Παραδείσου καί τίς ἀσφάλισα μέ τήν πύρινη ρομφαία. Ἄν δέν βάλω μέσα ἐγώ κάποιον, μένουν οἱ πόρτες κλεισμένες. Ἔλα, ληστή: Λήστεψες τό διάβολο. Πῆρες στεφάνι νίκης ἐναντίον του. Εἶδες ἕνα ἄνθρωπο καί τόν προσκύνησες ὡς Θεό. Πέταξες τά παλιά σου ὅπλα καί πῆρες τά ὅπλα τῆς πίστης.

Ἐνῶ γίνονταν αὐτά καί ὅλα ἁγιάζονταν, ὁ ἥλιος ἀπό τόν αἰθέρα, τό ξύλο ἀπό τά φυτά, ἡ χολή ἀπό τά ζῶα, ὁ ἀδιαίρετος χιτώνας ἀπό τά ὑφάσματα, ἡ πορφυρή στολή ἀπό τή θάλασσα, ἡ λόγχη καί τά καρφιά ἀπό τά μέταλλα καί τό σίδηρο καί ἡ δίδυμη πηγή αἵματος καί νεροῦ πού ἀνάβλυσε, ὁ Σωτήρας ἔκανε τό δικό Του. «Πατέρα μου, συγχώρεσε τήν ἁμαρτία τους» (Λουκᾶ 23, 32). Γιά ποιούς λέει τό «συγχώρεσε»; Γιά τούς Ἕλληνες, τούς Ἰουδαίους, τούς ξένους, τούς βάρβαρους, γιά ὅλους γενικά. Μιά φορά τό εἶπε, καί ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Μήπως εἶπε μόνο γιά τούς ἐχθρούς Του τό «συγχώρεσε»; Τό λέει γιά κάθε λαό καί τό λέει συνεχῶς καί ὅποιος θέλει τό παίρνει.

Μαζεύτηκαν ὅλοι στό πραιτώριο καί ἔλεγαν στόν Πιλάτο: «Γνωρίζομε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας εἶπε ὅσο ζοῦσε ἀκόμα, μετά τρεῖς μέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Τό ξέρεις καλά, τό θυμᾶσαι καλά ὅτι θ᾽ ἀναστηθεῖ; Ἀσφάλισε τόν Τάφο. Γιά χάρη μου τόν ἀσφαλίζεις. Φύλαξε τό νεκρό μήπως φύγει. «Ἔχετε», τούς λέει, «φρουρά, πηγαίνετε καί ἀσφαλίστε τον ὅπως θέλετε» (Ματθ. 27, 63). Κλεῖστε τόν Τάφο ὅπως ξέρετε. Πάρτε τά μέτρα πού ξέρετε. Φρουρῆστέ Τον ὅπως ξέρετε. Ἄν δέν Τόν φρουρήσετε σεῖς, θά βρίσκουν πρόφαση σ᾽ ἐμένα. Τώρα ὅμως τόν παραδίδω σ᾽ ἐσᾶς τούς ἴδιους πού ὅταν ζοῦσε ἐσεῖς Τόν συλλάβατε καί ὅταν θανατώθηκε ξέφυγε ὅλη τή φύλαξή σας.

Ἄς μείνομε λοιπόν ξύπνιοι καί ἄγρυπνοι, γιά νά δοῦμε τόν βαθύ ὕπνο τῶν Ἰουδαίων καί νά συνεορτάσομε μαζί μέ τίς ἐπουράνιες Στρατιές στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Μεγάλη Παρασκευή

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ο Χριστός στο Γολγοθά! Ο Σωτήρας μας στο σταυρό! Ο Δίκαιος πάσχει! Εκείνος που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, θανατώνεται από ανθρώπους! Όποιος έχει συνείδηση, ας ντραπεί! Όποιος έχει καρδιά, ας θρηνήσει! Όποιος έχει νου, ας κατανοήσει!

Με τι μπορούμε να συγκρίνουμε το γεγονός αυτό, που είναι μυστήριο σαν το άπειρο, σκληρό σαν τη γη και φοβερό σαν την κόλαση; Από τα εκατομμύρια δρώμενα που έχουμε καθημερινά στον κόσμο, απ’ αυτά που μπορούν να δουν τα μάτια μας και ν’ ακούσουν τ’ αυτιά μας, με ποιο γεγονός θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε αυτή την ανομολόγητη πράξη κακίας του Γολγοθά; Μ’ ένα αρνί που βρίσκεται αντιμέτωπο με αγέλη λύκων; Ή με το αθώο παιδί που βρίσκεται στο στόμα κάποιου τεράστιου φιδιού; Μήπως με τη μητέρα που περιτριγυρίζεται από παράφρονες γιους και θυγατέρες; Ή με την πτώση κάποιου επιδέξιου τεχνίτη σε μηχανή που ο ίδιος είχε συναρμολογήσει και κομματιάζεται στα γρανάζια της; Μήπως με τον Άβελ, που τον σκότωσε ο αδερφός του; Μα τότε ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σκότωσε τον λιγότερο αμαρτωλό. Εδώ όμως έχουμε κακούς ανθρώπους που πέφτουν πάνω στον αθώο. Μήπως με τον Ιωσήφ, που τ’ αδέρφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο; Μα αυτή ήταν μια αμαρτία εναντίον αδελφού, όχι εναντίον του ευεργέτη. Εδώ όμως έχουμε αμαρτία εναντίον του Ευεργέτη! Με το δίκαιο Ιώβ μήπως, που ο σατανάς έφθειρε τη σάρκα του και μύριζε απαίσια, αφού είχε γίνει τροφή σκουληκιών; Εκεί πάλι έχουμε το σατανά να ξεσηκώνεται ενάντια στο πλάσμα του Θεού, ενώ εδώ έχουμε το πλάσμα να ξεσηκώνεται εναντίον του Δημιουργού. Με τον εξαίσιο Δαβίδ, που του εναντιώθηκε κι επαναστάτησε ο γιος του Άβεσαλώμ; Μα αυτή ήταν μια μικρή τιμωρία για τη μεγάλη αμαρτία του Δαβίδ. Εδώ όμως έχουμε τον Αθώο, Τον Δίκαιο, να υποφέρει τόσο φοβερά!

Ο καλός Σαμαρείτης που έσωσε την ανθρωπότητα από τις πληγές που της είχαν προξενήσει οι ληστές, έπεσε ο ίδιος στα χέρια τους. Γύρω από τον Κύριο υπήρχαν επτά είδη κακούργων. Το πρώτο είδος αντιπροσωπεύει ο Σατανάς, το δεύτερο οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραηλινού λαού, το τρίτο ο Ιούδας, το τέταρτο ο Πιλάτος, το πέμπτο ο Βαραββάς, το έκτο ο αμετανόητος ληστής που συσταυρώθηκε μαζί Του και το έβδομο ο ληστής που μετάνιωσε. Ας σταματήσουμε για λίγο κι ας ατενίσουμε τη συντροφιά αυτή των κακούργων. Ανάμεσά τους στέκεται ο Υιός του Θεού, σταυρωμένος, πληγωμένος κι αιμόφυρτος.

Το πρώτο είδος είναι ο σατανάς. Είναι εκείνος που θέλει να κάνει το μεγαλύτερο κακό στο ανθρώπινο γένος. Είναι ο πατήρ του ψεύδους, ο κακούργος των κακούργων. Οι πειρασμοί που χρησιμοποιεί για να πειράξει τους ανθρώπους και να τους κάνει κακό είναι δυο ειδών: τους πειράζει με τις ανέσεις και με τα βάσανα. Στην αρχή πείραξε τον Κύριο στο Όρος των Πειρασμών με την υπόσχεση ανέσεων, με δύναμη και πλούτο· τώρα, στο τέλος, τον πειράζει με τα βάσανα, με το πάθος. Όταν κατατροπώθηκε στον πρώτο πειρασμό, άφησε τον Κύριο, έφυγε μακριά Του. Δεν τον εγκατέλειψε τελείως όμως, αλλά προς καιρόν. Όπως αναφέρει το ευαγγέλιο, «ὁ διάβολος ἀπέστη απ᾿ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ» (Λουκ.δ΄ 13).

Ο καιρός αυτός πέρασε και τώρα ξαναπαρουσιάζεται. Αυτή τη φορά δε χρειάζεται να εμφανιστεί φανερά, ανοιχτά. Τώρα δουλεύει με ανθρώπους. Χρησιμοποιεί τους υιούς του σκότους που, τυφλωμένοι από την εκτυφλωτική λάμψη του Χριστού, παραδίδονται στα χέρια του Σατανά. Κι αυτός τους χρησιμοποιεί σαν όπλο εναντίον του Κυρίου Χριστού. Είναι κοντά τους όμως, είναι δίπλα σε κάθε γλώσσα που βλασφημεί το Χριστό, σε κάθε στόμα που φτύνει το πάντιμο πρόσωπό Του, σε κάθε χέρι που τον μαστιγώνει και του βάζει το αγκάθινο στεφάνι, σε κάθε καρδιά που φλέγεται από φθόνο και μίσος εναντίον Του.

Το δεύτερο είδος είναι μια ομάδα κακούργων, είναι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και πνευματικοί άρχοντες. Είναι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι σαδδουκαίοι κι οι ιερείς, με το βασιλιά Ηρώδη επικεφαλής. Ο φθόνος κι ο φόβος τους έσπρωξε να εγκληματήσουν στον Κύριο. Τους κατέτρωγε ο φθόνος γιατί ο Κύριος ήταν ισχυρότερος, σοφότερος, και καλλίτερος απ’ αυτούς. Είχαν φόβο για τη θέση τους, για την εξουσία, για τη δόξα και τον πλούτο, σε περίπτωση που οι άνθρωποι θα τάσσονταν με το Χριστό. Γι’ αυτό και κραύγαζαν, «θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν» (Ιωάν. ιβ΄ 19). Ήταν από το φόβο, την αδυναμία και το φθόνο τους.

Ποιο ήταν το χειρότερο από τα κακουργήματά τους ενάντια στον Κύριο; Το ότι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν χωρίς νόμιμη δίκη και καταδίκη. Αναφέρεται στο ευαγγέλιο: «Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου Καϊάφα, καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν» (Ματθ. κστ΄ 3-4). Δε συζητούν μεταξύ τους τι κατηγορίες να του προσάψουν και πώς θα τον σύρουν στο δικαστήριο, αλλ᾿ ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τον συλλάβουν με δόλιο τρόπο και να τον θανατώσουν. Όταν ο νομοταγής Νικόδημος τους συμβουλεύει πως στον Κύριο πρέπει πρώτα να δοθεί ακρόαση στο δικαστήριο, για να του γνωρίσουν σε τι τον κατηγορούν, απορρίπτουν την εισήγησή του με δυσαρέσκεια και ειρωνικά χαμόγελα. (βλ. Ιωάν. ζ΄ 50-52).

Τρίτος κακούργος ήταν ο Ιούδας, ο φαινομενικός απόστολος αλλά στην ουσία επαίσχυντος προδότης. Ο Σατανάς συμμετείχε στην άδικη αιματοχυσία του Χριστού από μίσος για το Θεό και τον άνθρωπο. Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραήλ συμμετείχαν από φθόνο και φόβο. Ο Ιούδας συνδέεται με τη συντροφιά του Σατανά και των πρεσβυτέρων του λαού από απληστία. Το έγκλημά του συνίσταται στο ότι πρόδωσε το Διδάσκαλο και Ευεργέτη Του για τριάντα αργύρια. Αργότερα αναγνώρισε ο ίδιος το λάθος του στους ίδιους πρεσβυτέρους, που τον είχαν δωροδοκήσει για την πράξη της προδοσίας: «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον … καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησεν, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ΄ 4-5). Ο οικτρός θάνατός του μαρτυρεί το τραγικό σφάλμα του. Όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων γι’ αυτόν, «καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ» (Πράξ. α΄ 18). Κι αφού κρεμάστηκε έπεσε κάτω, άνοιξε η κοιλιά του και τα σπλάχνα του χύθηκαν έξω.

Τέταρτος κακούργος ήταν ο Πιλάτος, εκπρόσωπος του Καίσαρα στην Ιερουσαλήμ, που κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τον άθεο ειδωλολατρικό κόσμο στην καταδίκη του Υιού του Θεού. Ο Πιλάτος περιφρονεί τους Ιουδαίους κι οι Ιουδαίοι περιφρονούν τον ίδιο. Στην αρχή δεν έχει καμιά διάθεση ν’ αναμιχτεί στην καταδίκη του Χριστού: «Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν» (Ιωάν. ιη’ 31), είπε στους κατήγορους του Χριστού. Αργότερα παίρνει θέση υπέρ του Χριστού και, μετά από μια μορφή δίκης λέει στους Ιουδαίους: «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω κατ᾿ αὐτοῦ» (Ιωάν. ιη΄38) Τελικά, υποχωρώντας σε απειλές όπως, «ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος» (ιθ΄ 12), ο Πιλάτος «ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν» (Λουκ. κγ΄ 24) και δίνει διαταγή να μαστιγωθεί και να σταυρωθεί ο Χριστός.

Το έγκλημα του Πιλάτου συνίσταται στο ότι μπορούσε να προστατέψει τον Δίκαιο και δεν το έκανε. Ο ίδιος είπε στον Κύριο: «Οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε;» (Ιωάν. ιθ΄ 10). Με τη δήλωσή του αυτή ο Πιλάτος παίρνει αιώνια πάνω του την ευθύνη για το θάνατο του Χριστού. Τι είναι εκείνο που σπρώχνει τον Πιλάτο να κάνει το έγκλημα αυτό και τι είναι αυτό που τον κατατάσσει κι αυτόν στη χορεία των άλλων κακούργων; Είναι η μικρόνοια κι ο φόβος του. Η μικρόνοια για την προστασία του δίκαιου, καθώς κι ο φόβος για τη θέση του και για την εύνοια του Καίσαρα.

Πέμπτος κακούργος είναι ο Βαραββάς. Εκείνη την εποχή ήταν στη φυλακή «διὰ στάσιν τινά… καὶ φόνον» (Λουκ. κγ΄ 19). Είχε κατηγορηθεί για ανατρεπτικές ενέργειες και για φόνο και ήταν υπόδικος στον Ιουδαϊκό και τον Ρωμαϊκό νόμο, με προβλεπόμενη ποινή το θάνατο. Προσωπικά δεν είχε αμαρτήσει με κανένα τρόπο ενάντια στο Χριστό. Εκείνοι που αμαρτάνουν είναι οι Ιουδαίοι, αυτοί που τον βάζουν πάνω από το Χριστό, που τον προτιμούν αντί γι’ Αυτόν. Ο Πιλάτος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το Βαραββά σαν μέσο για να σώσει το Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Οι Ιουδαίοι όμως χρησιμοποιούν το Χριστό για να σώσουν το Βαραββά. Ο Πιλάτος έθεσε στους Ιουδαίους το δίλημμα να διαλέξουν το Χριστό ή το Βαραββά, στην ουσία δηλαδή, το Θεό ή έναν εγκληματία; Αλλά «ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει». Έτσι οι κακούργοι διάλεξαν τον κακούργο.

Ο έκτος κακούργος, όπως κι ο έβδομος, είναι εκείνοι που συσταυρώθηκαν με το Χριστό, ο ένας στ’ αριστερά κι ο άλλος στα δεξιά Του στο Γολγοθά. Ο προφήτης Ησαΐας το είχε προφητέψει αυτό: «Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη» (Ης. νγ΄ 12). Ο ένας απ’ αυτούς, αν και βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, βλασφημεί, ο άλλος όμως προσεύχεται.

Εδώ έχουμε δύο ανθρώπους με την ίδια τύχη: κι οι δυο τους είναι καρφωμένοι στο σταυρό, κι οι δυο τους πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο και δεν περιμένουν τίποτα πια απ’ αυτόν. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Εδώ είναι η απάντηση σ’ όλους αυτούς που λένε: Βάλε τους ανθρώπους στις ίδιες υλικές συνθήκες, δώσε σ’ όλους την ίδια τιμή και τα ίδια υπάρχοντα, κι όλοι τους θα έχουν το ίδιο πνεύμα. Ο ένας εγκληματίας, που σε λίγο δε θα ανασαίνει, εμπαίζει τον Υιό του Θεού: «Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτόν καὶ ἡμᾶς» (Λουκ. κγ΄ 39). Ο άλλος όμως ικετεύει τον Κύριο: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ΄ 42). Ο πόνος της σταύρωσης σκοτώνει τον ένα σωματικά και ψυχικά. Του άλλου όμως σκοτώνει μόνο το σώμα, η ψυχή του σώζεται. Ο σταυρός του Χριστού στον έναν είναι σκάνδαλο, στον άλλον σωτηρία.

Αυτά είναι τα επτά είδη των κακούργων γύρω από το Χριστό. Κύριε, βοήθησέ μας να παρατηρήσουμε τη δική μας ζωή προτού καταδικάσουμε τους κακούργους αυτούς που κάρφωσαν το Θεό της αγάπης στο σταυρό. Ας διερωτηθούμε: μήπως ανήκουμε κι εμείς στην ομάδα αυτή; Ας ήμασταν τουλάχιστο σαν τον έβδομο απ’ αυτούς, εκείνον που μετάνιωσε πάνω στο σταυρό και μέσα στους φοβερούς πόνους του αναζήτησε και βρήκε τη σωτηρία από τις αμαρτίες του.

***

Όταν ο άνθρωπος έχει μίσος για το Θεό και τον συνάνθρωπό του, είναι ο καλλίτερος φίλος του Σατανά, το πιο οξύ εργαλείο του.

Όταν ο άνθρωπος έχει φθόνο για τους θεάρεστους ανθρώπους και υπηρέτες του Χριστού, είναι εγκληματίας και Χριστοκτόνος, σαν τον Άννα και τον Καϊάφα και σαν τους άλλους πρεσβυτέρους και άρχοντες των Ιουδαίων.

Όταν ο άνθρωπος είναι άπληστος, δε βρίσκεται μακριά από την προδοσία του Θεού. Ο πιο στενός φίλος του ανθρώπου αυτού στη συντροφιά των κακούργων, είναι ο Ιούδας.

Όταν ο άνθρωπος είναι μικρόνους κι έχει αδύναμη θέληση για να υπερασπιστεί τους δίκαιους, όταν φοβάται πολύ για τη θέση και τις ανέσεις του, σε σημείο που θα συμφωνήσει να θανατώσει τους δίκαιους, αυτός είναι κακούργος σαν τον Πιλάτο.

Όταν ο άνθρωπος επαναστατεί και χύνει ανθρώπινο αίμα, ενώ άλλος υποφέρει εξαιτίας του, είτε από κακοδικία είτε από την κακία των ανθρώπων, είναι κι αυτός κακούργος, όπως ο Βαραββάς.

Όταν ο άνθρωπος βλασφημεί το Θεό σ’ όλη του τη ζωή, είτε με λόγια είτε με πράξεις, κι η βλασφημία παραμένει στο στόμα του ως την τελευταία του αναπνοή, αυτός είναι πραγματικά πνευματικός αδελφός του βλάσφημου κακούργου που συσταυρώθηκε με το Χριστό.

Ευλογημένος είναι εκείνος που, μ’ όλο που υποφέρει για τις αμαρτίες του, δε βλασφημεί κανέναν άνθρωπο, δεν ενοχοποιεί κανέναν, αλλά σκέφτεται μόνο τις αμαρτίες του και ικετεύει το Θεό για άφεση αμαρτιών και σωτηρία. Ευλογημένος είναι ο έβδομος κακούργος που κατάλαβε πως του αξίζανε οι πόνοι του στο σταυρό για τις αμαρτίες του· πού κατάλαβε πως ο Σωτήρας μας ήταν αθώος και πως δεν του άξιζαν οι πόνοι που υπόφερε για τις αμαρτίες των άλλων· γι’ αυτό και μετάνιωσε, ζήτησε το έλεος του Θεού και αξιώθηκε να μπει πρώτος στον παράδεισο της αιώνιας ζωής, μαζί με το Σωτήρα μας.

Από τον κακούργο αυτόν μαθαίνουμε τα έξης: τη λυτρωτική μετάνοια, έστω και την έσχατη στιγμή του θανάτου· τη λυτρωτική φύση της προσευχής στο Θεό και την ταχύτητα με την οποία απαντά η αγάπη του Θεού.

Ο ευλογημένος αυτός κακούργος άφησε σε όλους μας ένα θαυμάσιο παράδειγμα, όποια αμαρτία κι αν έχουμε κάνει, με οποιοδήποτε τρόπο κι αν απομακρυνθήκαμε από το Θεό και συναριθμηθήκαμε με τους αμαρτωλούς. Κάθε αμαρτία είναι έγκλημα ενάντια στο Θεό. Κι αυτός που κάνει έστω και μια αμαρτία συναριθμείται με τους αμαρτωλούς, δηλαδή με τους υπηρέτες του σατανά. Ας μη γογγύσει κανείς λοιπόν, ας μη μεμψιμοιρήσει πως τα πάθη κι οι πόνοι του συντελούν στην απώλεια κι όχι στη σωτηρία του. Μακάρι το σκότος των παθών του να φωτιστεί με τη θύμηση των αμαρτιών, με τη μετάνοια και την προσευχή. Και τότε οι πειρασμοί και τα πάθη του δε θα συντελέσουν στην απώλεια, αλλά στη σωτηρία του.

Και τώρα, αφού εξετάσαμε όλους τους κακούργους που βρίσκονταν κοντά στο Χριστό, τον Κύριο, ας σταματήσουμε για λίγο μπροστά στον ίδιο τον Κύριο. Ας δούμε πώς φαίνεται Αυτός ανάμεσα στους κακούργους. Κυρίως όμως ας κοιτάξουμε προσεχτικά για λίγο τον κήπο της Γεθσημανή, εκεί όπου οι αποκαμωμένοι μαθητές Του κοιμούνταν, ενώ ο Κύριος είχε γονατίσει και προσευχόταν με αγωνία.

***

«Πάτερ, εἰ βούλει, παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω… ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. κβ΄ 42,44).

Η θεότητα του Χριστού είναι αχώριστη από την ανθρωπότητα, μ’ όλο που κατά καιρούς δείχνει να υπερισχύει πότε η μια και πότε η άλλη φύση. Όταν τον βλέπουμε μικρό παιδί στο σπήλαιο, τον θεωρούμε άνθρωπο. Όταν τον παρατηρούμε να φεύγει στην Αίγυπτο ή να εργάζεται στη Ναζαρέτ, τον θεωρούμε και πάλι άνθρωπο. Όταν τον βλέπουμε να πεινάει και να διψάει, στα μάτια μας είναι και πάλι άνθρωπος. Όταν όμως τον ατενίζουμε ν’ ανασταίνει τους νεκρούς, να πολλαπλασιάζει τους άρτους, να θεραπεύει τους δαιμονισμένους και τους λεπρούς, να ηρεμεί την καταιγίδα, να σταματά τον άνεμο και να περπατάει πάνω στα νερά σαν σε στέρεο έδαφος, τότε δε βλέπουμε άνθρωπο, αλλά Θεό. Στον κήπο της Γεθσημανή τον βλέπουμε ως Θεό και ως άνθρωπο. Ως Θεό, γιατί αν και τρεις από τους σπουδαιότερους ανθρώπους στον κόσμο, οι τρεις πρώτοι απόστολοί Του, δεν άντεξαν και κοιμήθηκαν από την κούραση, Εκείνος αντέχει, παραμένει άγρυπνος και προσεύχεται γονατιστός. Τον βλέπουμε σαν Θεό, γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε ή θα τολμούσε να μιλάει στο Θεό όπως μιλάει κανείς στον πατέρα του, εκτός από το Μονογενή Του Υιό, που σαν Υιός γνώριζε ότι ήταν ένα με το Θεό και Πατέρα Του, ενωμένος μαζί Του; Τον βλέπουμε σαν Θεό, γιατί ποιος άλλος από τους θνητούς θα τολμούσε να πει ότι, μ’ ένα Του λόγο θα μπορούσε να καλέσει κοντά Του δώδεκα λεγεώνες αγγέλων (βλ. Ματθ. κστ΄ 53); Τον βλέπουμε σαν άνθρωπο επειδή γονατίζει στο έδαφος, ιδρώνει από την αγωνία, αγωνίζεται εσωτερικά, φοβάται τα πάθη και το θάνατο και προσεύχεται για ν’ αποφύγει το πικρό ποτήρι των βασάνων.

Ποιος μπορεί να περιγράφει και να εκτιμήσει το πάθος του Χριστού την τρομερή εκείνη νύχτα πριν από τη σταύρωση, την ώρα που υπόφερε ψυχικά και σωματικά; Αν στο σταυρό ο σωματικός πόνος ήταν μεγαλύτερος, εδώ το μεγαλύτερο πόνο τον είχε η ψυχή Του. Ο ευαγγελιστής γράφει πως είχε αγωνία. Αυτή είναι εσωτερική αγωνία, της ψυχής. Είναι η ανθρώπινη ψυχή Του που ζητά παρηγοριά από τον Πατέρα Του. Είναι ένας μυστικός διάλογος του Ανθρώπου με τον αόρατο Πατέρα Του, στον όποιο διάλογο κρέμεται η ανθρωπότητα ολόκληρη, ολόκληρος ο δημιουργημένος κόσμος, από την αρχή ως το τέλος του. Από τη μια μεριά έχουμε τα φοβερά πάθη του Ανθρώπου που χύνει τον ιδρώτα σαν θρόμβους από αίμα μέσα στην κρύα νύχτα. Κι από την άλλη έχουμε το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Τα δύο αυτά συγκρούονταν μεταξύ τους κι έπρεπε να συμφωνήσουν. Ο Άνθρωπος έλεγε: εἰ βούλει, παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ· ο Θεάνθρωπος, ο υπάκουος Υιός, πρόσθετε: πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Κι ο Θεός αποφάσισε πως το ποτήριο έπρεπε να το πιει ο Υιός Του.

Όταν ο Άνθρωπος δέχτηκε την απόφαση του Θεού, η ψυχή Του ειρήνεψε. Αυτή ήταν μια ειρήνη άγνωστη στη γη. Δεν μπορούσε να την διακόψει ούτε η προδοσία ούτε οι εμπτυσμοί, οι εμπαιγμοί, οι κολαφισμοί, το αγκάθινο στεφάνι, τα ψεύδη, οι συκοφαντίες, η αχαριστία κι οι πόνοι Του στο σταυρό. Ο Κύριος Ιησούς κατάφερε τη μεγαλύτερη νίκη Του ενάντια στο Σατανά στον κήπο της Γεθσημανή. Και το κατόρθωσε αυτό με την υπακοή στο Θεό Πατέρα Του. Με την παρακοή του στο Θεό ο Αδάμ νικήθηκε από το Σατανά. Με την υπακοή Του στο Θεό ο Χριστός κατατρόπωσε το Σατανά και χάρισε τη σωτηρία στον Αδάμ και στους απογόνους του. Στον κήπο της Εδέμ ο Σατανάς νίκησε τον άνθρωπο. Στον κήπο της Γεθσημανή ο Άνθρωπος νίκησε το Σατανά. Αυτή είναι η σύγκρουση που αναφέρει το ευαγγέλιο. Ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να γίνει άνθρωπος-νικητής, όχι ο Θεός, ώστε όλοι οι άνθρωποι να έχουν μπροστά τους το παράδειγμα αυτό της σύγκρουσης και της νίκης – παράδειγμα ανθρώπινο, που θα μπορούσαν να το μιμηθούν. Έτσι ο Θεός άφησε τον Άνθρωπο Ιησού ν’ αγωνιστεί και να συγκρουστεί με το Σατανά κι όλες του τις δυνάμεις. Από εκεί προκύπτει η μεγάλη αγωνία του Χριστού και η κραυγή παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ. Από εκεί ο ιδρώτας ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος που κυλούσαν στο πρόσωπό Του. Αν όμως το σώμα του ανθρώπου είναι αδύναμο, το πνεύμα είναι δυνατό. Και το πνεύμα εξέρχεται νικηφόρο, πρώτα γιατί κυριαρχεί στο σώμα κι έπειτα στο Σατανά.

Ίσως ο Σατανάς να μην μπόρεσε να δεχτεί πως νικήθηκε κατά κράτος στον κήπο της Γεθσημανή, γι’ αυτό και συνέχισε να χαίρεται με τούς εμπαιγμούς πού δέχτηκε ο Χριστός, με τη σταύρωση και το θάνατο. Όταν ο Χριστός όμως μέσα από το θάνατο και τον τάφο Του κατέβηκε σαν κεραυνός στον Άδη, στο βασίλειο του Σατανά, αυτός συνειδητοποίησε πως η φαινομενική νίκη του στο Γολγοθά ήταν απλά το μεσουράνημα της ήττας του στον κήπο της Γεθσημανή.

Με τον ίδιο τρόπο που ο Κύριος Ιησούς σαν άνθρωπος πεινούσε και διψούσε, αγωνιούσε, έτρωγε και κοιμόταν, περπατούσε, μιλούσε, έκλαιγε και χαιρόταν, έτσι και έπαθε ως άνθρωπος. Κανένας μας λοιπόν ας μην πει πως «του ήταν εύκολο να υποφέρει, αφού ήταν Θεός· εγώ πώς ν’ αντέξω αυτά τα πάθη;» Αυτά τα λόγια είναι άδεια, κενά, προέρχονται από άγνοια και χαυνότητα του νου. Τα πάθη δεν ήταν εύκολα για το Χριστό, γιατί δεν υπόφερε ως Θεός, άλλ’ ως άνθρωπος. Πρέπει να πούμε ακόμα πως τα πάθη ήταν σκληρότερα γι’ Αυτόν που ήταν αθώος, παρά για μας που είμαστε ένοχοι κι αμαρτωλοί. Ας μην ξεχνάμε ποτέ πως όταν εμείς υποφέρουμε, είναι για τις αμαρτίες μας. Ο Κύριος Ιησούς δεν υπόφερε επειδή έφταιγε, για τις δικές Του αμαρτίες, αλλά για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Όταν μια αμαρτία ήταν αρκετή να προκαλέσει θάνατο στον Αδάμ, όταν μια αμαρτία ήταν αρκετή να σημαδέψει για πάντα το μέτωπο του Κάιν, όταν για δυο ή τρεις αμαρτίες ο Δαβίδ υπόφερε τόσο πολύ, όταν για πολλές αμαρτίες καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ και αιχμαλωτίστηκε ο Ισραήλ, τότε μπορείς να φανταστείς πόσο έπρεπε να υποφέρει Εκείνος πού ήταν φορτωμένος με βουνά ολόκληρα από τις αμαρτίες όλου του κόσμου που είχε φορτωθεί στους ώμους Του!

Αυτές ήταν φοβερές αμαρτίες. Αμαρτίες που έκαναν τη γη ν’ ανοίξει και να καταπιεί ανθρώπους και κτήνη. Αμαρτίες που προκάλεσαν τον αφανισμό ολόκληρων πόλεων και λαών. Αμαρτίες που έγιναν αιτίες για τον κατακλυσμό, για λιμούς, ξηρασίες, λοιμούς κι επιδρομές από ακρίδες και κάμπιες. Αμαρτίες που έγιναν αιτίες να γίνουν πόλεμοι ανάμεσα σε έθνη, με μεγάλες απώλειες και καταστροφές. Αμαρτίες που άνοιξαν τις πύλες της ανθρώπινης ψυχής για να μπουν οι πονηροί δαίμονες. Αμαρτίες που σκότισαν τον ήλιο, τάραξαν τη θάλασσα και στέγνωσαν ποτάμια. Τι νόημα έχει να τ’ απαριθμήσουμε όλα; Μπορεί να μετρήσει κανείς την άμμο της θάλασσας ή τα χόρτα των κάμπων; Όλες αυτές οι αμαρτίες, που καθεμιά τους είναι τόσο θανατηφόρα όσο το δηλητήριο του πιο φαρμακερού φιδιού (τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος), τις φορτώθηκε στους ώμους Του ο αθώος Άνθρωπος Ιησούς. Τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἔλαβε. Είναι περίεργο λοιπόν που ο ιδρώτας Του έτρεχε ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος; Είναι περίεργο που ως άνθρωπος ζητούσε παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον; Ο απόστολος Παύλος λέει: «Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται… ἀλλά… ἔτι ἀμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. ε΄ 7-8).

Φαντάσου να σε τοποθετούσαν σε ικρίωμα για χάρη κάποιου δίκαιου ανθρώπου, αναλογίσου πόσο δύσκολο θα ήταν. Και φαντάσου μετά να σε τοποθετούσαν πάλι σε ικρίωμα για χάρη κάποιου κακούργου, που είχε εγκληματήσει σε βάρος σου. Σκέψου να σε καταδίκαζαν σε θάνατο για να σωθεί αυτός. Και μόνο με τη σκέψη αυτή θα ιδρώσεις… Μόνο τότε θα πάρεις κάποια ιδέα για τον ιδρώτα του Χριστού που έτρεχε ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος. Και τότε, τρομοκρατημένος και φτάνοντας στα όρια της απόγνωσης, θα έκραζες δυνατά: Ἴδε ὁ Ἀνθρωπος, πού είναι Θεός!

***

«Ἴδε ὁ Ἀνθρωπος!», κραύγασε ο Πιλάτος στον Ιουδαϊκό όχλο όταν τους παρουσίασε το Χριστό που φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Γιατί το είπε αυτό ο Πιλάτος; Ήταν από θαυμασμό για την επιβλητικότητα, τη γαλήνη και τη σιωπή του Χριστού, ή με σκοπό να προκαλέσει τη συμπάθεια των Ιουδαίων; Ίσως και το ένα και το άλλο. Ας κραυγάσουμε κι εμείς με θαυμασμό: «Ἴδε ὁ Ἀνθρωπος!» Αυτός είναι ο πραγματικός, ο αληθινός και ένδοξος Άνθρωπος, ο άνθρωπος όπως τον είχε στο νου Του ο Θεός όταν έπλασε τον Αδάμ. Αυτός είναι ο Άνθρωπος, πράος, ταπεινός και υπάκουος στο θέλημα του Θεού, όπως ήταν ο Αδάμ στον Παράδεισο προτού αμαρτήσει και εκβληθεί απ’ αυτόν. Αυτός είναι ο Άνθρωπος που δεν έχει φθόνο και κακία, που έχει αδιατάραχτη γαλήνη μέσα στην καταιγίδα του μίσους και της κακίας που προκαλούν άνθρωποι και δαίμονες! Τη μάχη Του την έδωσε στον κήπο της Γεθσημανή. Τη στιγμή πού αναφώνησε για τρίτη φορά πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω, η ψυχή Του ειρήνεψε. Η ειρήνη αυτή τον κάλυψε ολόκληρον με μια επιβλητικότητα που προκάλεσε τους Ιουδαίους κι έκανε τον Πιλάτο να τον θαυμάσει. Παρέδωσε το σώμα Του στο θέλημα του Πατέρα Του, όπως λίγο αργότερα θα παρέδινε το πνεύμα Του στα χέρια Του. Υπόταξε ολοκληρωτικά το ανθρώπινο θέλημά Του στο θεϊκό θέλημα του ουράνιου Πατέρα Του. Χωρίς να ευχηθεί το κακό για κανέναν άνθρωπο, ο Αθώος Αμνός γονάτισε από το βάρος του σταυρού στο δρόμο για το Γολγοθά. Δεν ήταν τόσο το βάρος του σταυρού, όσο οι αμαρτίες του κόσμου ολόκληρου που βάραιναν. Οι αμαρτίες που θα καρφώνονταν μαζί με το σώμα Του στο ξύλο του σταυρού.

Τι εννοούμε όταν λέμε πως ο Χριστός δεν ευχόταν κακό για κανέναν άνθρωπο τη φοβερή αυτή στιγμή; Με αυτό είπαμε το μισό μόνο. Ο Χριστός όχι μόνο δεν ήθελε το κακό, αλλά ευχόταν το καλό σε όλους τους ανθρώπους, σε όλη τη φύση. Ακόμα και τώρα όμως δεν είπαμε όλη την αλήθεια. Όχι μόνο ευχήθηκε το καλό, αλλά εργάστηκε για το καλό όλων ως την τελευταία Του αναπνοή. Και πάνω στο σταυρό ακόμα εργαζόταν για το καλό όλων, ακόμα και για τους σταυρωτές Του. Ότι μπορούσε να κάνει γι’ αυτούς, ακόμα και μέσα στους πόνους που υπόφερε πάνω στο σταυρό, το έκανε: Συχώρεσε την αμαρτία τους.

«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄34). Αυτά δεν είναι απλά καλά λόγια, αλλά σωστό έργο, το μέγιστο καλό έργο που μπορούν να ζητήσουν από το Θεό οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Πάνω στο σταυρό, ενώ ο θάνατος καραδοκούσε κι όλοι είχαν καμφθεί από τον πόνο, ο Κύριος πλημμύριζε από το ενδιαφέρον Του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Συγχωρεί την άγνοιά τους. Προσεύχεται για τους κακούργους που τον κάρφωσαν στο σταυρό και τον κέντησαν με τη λόγχη.

Την ώρα της σταύρωσης ο Χριστός τήρησε τις μεγάλες εντολές που είχε δώσει στους ανθρώπους: εντολές για αδιάλειπτη προσευχή, για αγάπη και συγχωρητικότητα. Ποιος έπεσε ποτέ στα χέρια κακούργων και προσευχήθηκε γι’ αυτούς, για τη σωτηρία τους, ποιος συχώρεσε τις κακουργίες τους; Ακόμα κι οι καλλίτεροι άνθρωποι, όταν πέσουν στα χέρια κακούργων προσεύχονται στο Θεό για τη δική τους σωτηρία, σκέφτονται το δικό τους καλό, ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους και τον δικαιολογούν. Πριν από την έλευση του Χριστού, ακόμα κι ο πιο δίκαιος άνθρωπος δε θα σήκωνε τα χέρια του να προσευχηθεί για εκείνους που τον έβλαψαν. Όλοι τους θα ζητούσαν από το Θεό και τους ανθρώπους να τον βοηθήσουν να εκδικηθεί εκείνους που του έκαναν κακό. Να όμως που ο Κύριος συγχωρεί τους εχθρούς, νοιάζεται γι’ αυτούς. Τους συγχωρεί και προσεύχεται γι’ αυτούς.

Εμείς πόσα μικροπράγματα δε θυμόμαστε και τα παίρνουμε για κακά! Για πόσα μικροπράγματα δεν ζητάμε οργισμένοι εκδίκηση! Και το κάνουμε εμείς αυτό, που κάθε μέρα παροργίζουμε το Θεό, παραβαίνουμε τις εντολές Του με τις ακάθαρτες σκέψεις μας, με ακάθαρτες επιθυμίες και εφάμαρτες πράξεις. Κανένας μας δεν μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος, αν δεν αγαπά το συνάνθρωπό του. Από μόνη της η αγάπη για το συνάνθρωπό μας μπορεί να μας κάνει ανθρώπους πραγματικούς, αληθινούς. Άδικα κοιτάζουμε τον Κύριο στο σταυρό, μάταια ακούμε την τελευταία Του προσευχή για τους αμαρτωλούς, αν δεν έχουμε αγάπη για τούς συνανθρώπους μας κι ανήκουμε στην ομάδα των κακούργων που τον καταδίκασαν άδικα σε θάνατο. Γι’ αυτό ας μην περιοριστούμε μόνο στο να θαυμάζουμε την αγάπη του Κυρίου για το ανθρώπινο γένος. Ο θαυμασμός μας αυτός πρέπει να μας γεμίσει ντροπή, αν σκεφτούμε πόσο αφορά κι εμάς η προσευχή Του από το σταυρό.

«Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος», λέει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Αν δεν μπορούμε ακόμα να μετρήσουμε το μεγαλείο της Αγάπης που έχει ο Κύριος Ιησούς για μας, ας προσπαθήσουμε να μετρήσουμε το μέγεθος του πάθους Του για μας. Τα πάθη Του ήταν τόσο μεγάλα και τόσο φοβερά, ώστε ακόμα κι η γη τα ένιωσε και σείστηκε· ο ήλιος τα ένιωσε και σκοτίστηκε· τα όρη και κομματιάστηκαν· το καταπέτασμα του ναού και σχίστηκε στα δύο· τα μνήματα και άνοιξαν· οι νεκροί και βγήκαν από τους τάφους τους· ο κεντυρίων που βρισκόταν κάτω από το σταυρό κι ομολόγησε τον Υιό του Θεού· ο ληστής στο σταυρό και μετάνιωσε.

Είθε οι καρδιές μας να μη γίνουν πιο τυφλές από τη γη, πιο σκληρές από τα όρη, πιο αναίσθητες από τούς τάφους και πιο νεκρές από τους νεκρούς. Είθε να μετανιώσουμε όπως ο ληστής στο σταυρό, να προσκυνήσουμε τον Υιό του Θεού πως ο κεντυρίων του Πιλάτου κάτω από το σταυρό. Έτσι θα μπορέσουμε, μαζί με πολλούς αγίους αδελφούς και αδελφές μας, να λυτρωθούμε από το θάνατο με τα πάθη του Χριστού, να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας με το τίμιο αίμα Του, ν’ αξιωθούμε να μάς αγκαλιάσουν τα άχραντα χέρια Του πού απλώθηκαν στο σταυρό και να μπούμε στην αιώνια βασιλεία Του.

Όποιος τ’ αμελεί αυτά, σ’ αυτή τη ζωή θα παραμείνει με την απαίσια συντροφιά του Αντίχριστου και στη μέλλουσα ζωή θα ’χει τη θέση του δίπλα στον αμετανόητο ληστή, μακριά πολύ από τη θέα του προσώπου του Θεού. Αν κι ό Θεός έζησε κάποτε στη γη ανάμεσα σε αμαρτωλούς, στον ουρανό δε θα είναι ποτέ μαζί τους.

Ας σκύψουμε λοιπόν κι ας προσκυνήσουμε τα πάθη του Χριστού, Εκείνον που σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας. Ας τον ομολογήσουμε κι ας δοξάσουμε το άγιο όνομά Του. Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, στον αληθινό Άνθρωπο και τον αληθινό Θεό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010

Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως – Κριμαίας: Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή

Άγιος Λουκάς Κριμαίας

«Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ. 23, 44).

Άγιος Λουκάς Κριμαίας

Ο ήλιος από τον τρόμο για το τι έκαναν οι δολοφόνοι, σκοτώνοντας στη γη τον Υιό του Θεού, έκρυψε τις ακτίνες του, για να μην δει κανείς το πιο φρικτό από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ πάνω στη γη. Από φόβο και τρόμο εσιώπησαν τα καταραμένα χείλη αυτών που δολοφόνησαν τον Σωτήρα του κόσμου, που λίγο πριν Τον ενέπαιζαν, λέγοντας: «Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ» (Μθ. 27, 42).

Ήρθε η στιγμή, που το πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξέρετε γιατί οι άλλοι που εκτελέστηκαν πάνω στο σταυρό κρέμονταν σ’ αυτόν ολόκληρες ήμερες μέχρι να πεθάνουν ενώ ο Κύριός μας πέθανε πολύ πιο γρήγορα, σε έξι ώρες μόνο; Ξέρετε ότι ο πάρα πολύ δυνατός πόνος, ο οποίος διαρκεί πολύ καιρό μπορεί και μόνο αυτός να γίνει αιτία του θανάτου; Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το μαρτύριο και τα βάσανά Του ήταν φρικτά επειδή Τον συνέθλιβε τόσο αφάνταστα μεγάλο φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για τις όποιες εκούσια θυσιάστηκε και τις εξαγόρασε με το άχραντό Του Αίμα.

Η δύναμη που Του έμεινε έφτασε μόνο για να πει τα τελευταία Του λόγια: «Διψῶ» (Ιω. 19, 28). «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» (Λκ. 23, 46). Σείστηκε η γη και το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. Και έφευγε, χτυπώντας τα στήθη, ο άπιστος λαός που δεν δέχθηκε τον Μεσσία του. Τι σκέφτονταν οι ανόητοι αυτοί φανατικοί, οι οποίοι λίγο πριν φώναζαν στον Πιλάτο: «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λκ. 23, 21). «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Μθ. 27, 25). Έχουν καταλάβει άραγε ότι ο ίδιος ο σατανάς με το στόμα τους φώναζε τα φοβερά αυτά λόγια;

Οι ίδιοι άνθρωποι λίγο πριν υποδέχονταν πανηγυρικά τον Κύριο Ιησού Χριστό, στρώνοντας στην οδό τα ιμάτιά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά φοινικιάς και κραυγάζοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιω. 12, 13). Είναι πολύ φοβερό αυτό το πράγμα, δείχνει πόσο βαθειά στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να εισέλθει το πονηρό πνεύμα.

Ας αφήσουμε όμως τον ανόητο φανατισμό των εχθρών του Χριστού, οι οποίοι θεωρούσαν βαρειά αμαρτία και κατάργηση του Μωσαϊκού νόμου την θεραπεία κατά την ήμερα των Σαββάτων των παραλύτων, των ασθενών, των κατεχομένων από βαρείες αρρώστιες, των δαιμονιζομένων και των εκ γενετής τυφλών. Ας σκεφτούμε ότι και άλλου είδους φανατισμός υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ας θυμηθούμε πόσοι κατά φαντασίαν αιρετικοί πέθαναν στις φλόγες της ιεράς εξέτασης στην Ισπανία. Ας θυμηθούμε την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κατά την οποία σφάχτηκαν πολλοί Γάλλοι προτεστάντες εξ αιτίας της ετεροδοξίας τους. Ας θυμηθούμε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν κατά τον πόλεμο, όταν οι χριστιανοί 30 ολόκληρα χρόνια πολεμούσαν εναντίων των άλλων χριστιανών.

Αλλά ας κοιτάξουμε γύρω μας. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί όχι ετερόδοξοι αλλά άνθρωποι, οι οποίοι καθόλου δεν πιστεύουν στον Χριστό. Πολλοί είναι και αυτοί για τους οποίους είπε ο απόστολος Παύλος: «ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;» (Εβρ. 10, 28-29).

Δεν μπορούμε σε τίποτα να βοηθήσουμε αυτούς τους κακότυχους ανθρώπους. Είμαστε μόνο ένα μικρό ποίμνιο του Χριστού και ποτέ δεν ξεχνάμε τα φοβερά λόγια του Σωτήρος μας: «Πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λκ. 18, 8). Στεκόμαστε όλοι μας τώρα ενώπιον του Επιταφίου. Κατά την φοβερή αυτή στιγμή αποκαθηλώνεται η Θυσία, η οποία τελέστηκε για τις αμαρτίες τις δικές μας αλλά και όλου του κόσμου. Βλέπουμε στον Επιτάφιο το νεκρό Του σώμα γεμάτο ανοιχτές πληγές. Το τρομερό αυτό θέαμα ας γίνει αιτία να ανάψει στις καρδιές μας η αγάπη προς τον Υιό του Θεού, ο Οποίος υπέφερε τόσα βάσανα από τους ανθρώπους τους οποίους ήλθε να σώσει, αλλά εκείνοι δεν Τον δέχθηκαν.

Ελάτε όλα τα πιστά τέκνα του Χριστού να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο, να τον φιλήσουμε με τα χείλη μας, να τον αγγίξουμε με τις καρδιές μας και να τον βρέξουμε με τα δάκρυά μας. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος: Μεγάλη Παρασκευή

Αφού ο Κύριός μας παραδόθηκε από το φίλο και μαθητή Του, που τον πούλησε για τριάντα αργύρια, πρώτα-πρώτα οδηγείται στον Άννα, τον αρχιερέα. Αυτός με τη σειρά του Τον στέλνει στον Καϊάφα. Εκεί Τον φτύνουν στο πρόσωπο και Τον χτυπούν στο μάγουλο. Την ώρα μάλιστα που Τον εμπαίζουν και Τον περιγελούν, ακούει να Του λένε·

«Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος σε χτύπησε»; Εκεί ήλθαν και ψευδομάρτυρες που Τον κατηγορούσαν ότι είπε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω». Επιπλέον ισχυρίζονταν ότι ονόμασε τον εαυτό Του Υιό του Θεού. Τότε κι ο αρχιερέας μη μπορώντας τάχα ν’ αντέξει τη βλασφημία, έσχισε το χιτώνα του.

Όταν ξημέρωσε, οδηγείται στον Πιλάτο, στο Πραιτώριο, όμως οι Ιουδαίοι -λέει το Ευαγγέλιο- δε μπήκαν μέσα, για να μη μολυνθούν, γιατί ήθελαν να φάνε το Πάσχα καθαροί…!

Βγαίνει, λοιπόν, έξω ο Πιλάτος και τους ρωτάει «Τι τον κατηγορείτε;». Κι επειδή δεν Του βρήκε τίποτα επαρκές για κατηγορία, Τον στέλνει πίσω στον Καϊάφα. Εκείνος όμως πάλι Τον γύρισε στον Πιλάτο, γιατί ο Καϊάφας ήταν αυτός ο οποίος παρακινούσε τους Ιουδαίους να Τον σκοτώσουν. Ο Πιλάτος τότε τους λέει: «Πάρτε τον εσείς, κρίνετέ τον σύμφωνα με το νόμο σας, και σταυρώστε τον». Αυτοί όμως του απαντούν « Εμάς δε μας επιτρέπεται να σκοτώσουμε κανέναν», προκαλώντας έτσι τον Πιλάτο να Τον σταυρώσει. Ρωτάει, λοιπόν, το Χριστό ο Πιλάτος, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Εκείνος το παραδέχεται, αλλά διευκρινίζει ότι είναι αιώνιος Βασιλιάς. «Δεν είναι σ’ αυτόν τον κόσμο η Βασιλεία μου», του λέει. Ο Πιλάτος, επειδή θέλει να Τον ελευθερώσει, αρχικά λέει στους Ιουδαίους ότι δε βρίσκει καμιά πειστική κατηγορία εναντίον Του. Έπειτα τους προβάλλει το έθιμο της εορτής, δηλαδή το να απελευθερώνει κάθε χρόνο έναν από τους φυλακισμένους. Όμως σ’ αυτούς ο Βαραββάς είναι πιο αρεστός από το Χριστό. Έτσι ο Πιλάτος, κάνοντας το χατίρι των Ιουδαίων, πρώτα-πρώτα μαστιγώνει τον Ιησού. Ύστερα τους Τον ξαναπαρουσιάζει δεμένο και κυκλωμένο από στρατιώτες, ντυμένο με μια κόκκινη χλαμύδα, να φοράει αγκάθινο στεφάνι, να κρατάει ένα καλάμι στο δεξί Του χέρι και να εμπαίζεται από τους στρατιώτες που Του έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων!». Έτσι, αφού έκανε όλες αυτές τις παρανομίες για να τους ευχαριστήσει, πάλι τους λέει ο Πιλάτος: «Δεν του βρίσκω καμία κατηγορία για να τον καταδικάσω ως ένοχο θανάτου». Αυτοί όμως επέμεναν: «Εμείς θα τον τιμωρήσουμε, γιατί ονομάζει τον εαυτό του υιό του Θεού». Καθώς λέγονταν όλα αυτά, ο Ιησούς σώπαινε. Κι οι όχλοι κραύγαζαν προς τον Πιλάτο: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Ήθελαν να Τον καταδικάσουν σε ατιμωτικό θάνατο, για να εξαλείψουν μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε καλή ανάμνηση γι’ Αυτόν. Τότε ο Πιλάτος, για να τους κάνει να ντραπούν (και να σκεφθούν πιο συνετά), τους λέει: «Το Βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αυτοί όμως απαντούν ότι δεν έχουν άλλο βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα. Κι επειδή δεν κατάφεραν τίποτα κατηγορώντας Τον μόνο ως βλάσφημο, γι’ αυτό ακριβώς αναφέρουν τον Καίσαρα, για να ικανοποιήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μανία τους (για την καταδίκη του Χριστού). Γιατί είχαν ένα νόμο που έλεγε ότι, όποιος θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά, αντιστέκεται στον Καίσαρα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, η γυναίκα του Πιλάτου του στέλνει αγγελιοφόρο ζητώντας του να αθωώσει τον Ιησού, γιατί τη νύχτα κατατρόμαξε και βασανίστηκε για χάρη Του από φοβερά όνειρα. Του λέει λοιπόν: «Μην αναμιχθείς στην υπόθεση αυτού του δικαίου ανθρώπου. Ήδη όλη τη νύχτα, ταλαιπωρήθηκα πολύ για χάρη Του». Έτσι εκείνος, αφού ένιψε τα χέρια του, θεώρησε ότι τάχα απαλλάχτηκε από την ευθύνη για εκείνο το αθώο αίμα που θα χυνόταν. Οι Ιουδαίοι πάλι από κάτω φώναζαν: «Το αίμα του ας πέσει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Εάν τον αφήσεις ελεύθερο δεν θα είσαι φίλος του Καίσαρα». Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος Τον έδεσε, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι δεν έφταιγε, και Τον παρέδωσε στη σταυρική καταδίκη, αφού πρώτα ελευθέρωσε το Βαραββά. Όταν τα είδε αυτά ο Ιούδας, πήγε και πέταξε τα αργύρια στο Ναό (μπροστά στους αρχιερείς) κι αφού έφυγε από κει, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Όμως δεν πέθανε αμέσως, αλλά πρήστηκε τόσο πολύ, ώστε έσπασε στη μέση και χύθηκαν έξω τα εντόσθιά του. Έτσι τιμωρήθηκε ο προδότης μ’ αυτόν τον τόσο εξευτελιστικό και φρικιαστικό τρόπο.

Οι στρατιώτες, αφού πρώτα ενέπαιξαν τον Ιησού χτυπώντας Τον με το καλάμι στο κεφάλι, Του φόρτωσαν το Σταυρό. Σύντομα όμως αγγάρευσαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο να τον σηκώσει στον υπόλοιπο δρόμο. Έφτασαν στον τόπο του Κρανίου περίπου την τρίτη ώρα της ημέρας, (δηλαδή κατά τις εννέα το πρωί), κι εκεί Τον σταύρωσαν. Δίπλα Του, αριστερά και δεξιά, κρέμασαν και άλλους δύο ληστές, για να θεωρηθεί απ’ όσους θα Τον έβλεπαν κι Εκείνος σαν κακούργος. Και μάλιστα, για να Τον εξευτελίσουν μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ιμάτιά Του. Τον άρραφο χιτώνα Του όμως τον έριξαν σε κλήρο (για να μην τον σχίσουν). Όλα αυτά τα έκαναν με τόση υπερβολή, σα να ήταν μεθυσμένοι. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και πάνω στο Σταυρό Τον χλεύαζαν λέγοντας: « Εμπρός, λοιπόν, εσύ που θα γκρέμιζες το Ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου». Κι ακόμα: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του όμως δε μπορεί να τον σώσει». Και πάλι: « Αν είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα απ’ το σταυρό και θα τον πιστέψουμε». Βέβαια, αν έλεγαν αλήθεια, έπρεπε αμέσως χωρίς δισταγμό να πιστέψουν σ’ αυτόν, γιατί αποδείχθηκε ότι ήταν Βασιλιάς όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και όλου του κόσμου. Αλλιώς, τι ήθελε ο ήλιος κι έκρυψε τις ακτίνες του για τρεις ολόκληρες ώρες, και μάλιστα στη μέση της ημέρας; Ασφαλώς για να γίνει το Πάθος ολοφάνερο σε όλους. Και η γη γιατί σείστηκε; Οι πέτρες γιατί άνοιξαν, αν όχι για να ελέγξουν τη σκληρότητα των Ιουδαίων; Κι ακόμα δεν αναστήθηκαν πολλά σώματα νεκρών, για να επιβεβαιώσουν την κοινή Ανάσταση και για να φανερώσουν τη δύναμη του Πάσχοντος; Και τέλος, το καταπέτασμα του Ναού που σχίσθηκε στα δυο, δεν έδειχνε κατά κάποιο τρόπο το θυμό του Ναού για Εκείνον που έπασχε και δοξαζόταν μέσα σ’ αυτόν; Εξάλλου, ο Ναός δεν ξεσκέπαζε μ’ αυτόν τον τρόπο κι αυτά που ως τότε ήταν κρυμμένα για τους ανθρώπους;

Την τρίτη ώρα, λοιπόν, σταυρώθηκε ο Χριστός, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Κι από την έκτη ώρα ως την ενάτη (δηλαδή από τις δώδεκα το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα), έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη. Τότε κι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, βλέποντας όλα αυτά τα παράδοξα και ιδίως το ότι εσκοτίσθει ο ήλιος, ομολόγησε μεγαλόφωνα: «Αληθινά, αυτός ήταν Υιός του Θεού!».

Εν τω μεταξύ ο ένας από τους ληστές έβριζε τον Ιησού. Ο άλλος όμως τον εμπόδιζε κι έντονα τον μάλωνε κι ομολογούσε πως είναι Υιός του Θεού. Τότε κι ο Σωτήρας μας ανταμείβοντάς τον για την πίστη του, του υπόσχεται ότι θα μείνει για πάντα μαζί Του στον Παράδεισο.

Τελικά αφού εκτοξεύθηκε κατά του Χριστού κάθε είδος ύβρεως, ο Πιλάτος έγραψε κι επιγραφή από πάνω Του, η οποία έλεγε: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Βέβαια, οι Εβραίοι τον πίεζαν να μη γράψει έτσι, αλλά να γράψει ότι Εκείνος είπε πως είναι βασιλιάς τους. Μα ο Πιλάτος τους αποκρίθηκε: «Ο,τι έγραψα, έγραψα».

Έπειτα, όταν ο Σωτήρας μας είπε: «Διψώ», ανακάτεψαν ύσσωπο (ένα πολύ πικρό χορτάρι) με ξύδι και Του το πρόσφεραν. Τότε Εκείνος είπε: «Τετέλεσται», δηλαδή όλα πια τελείωσαν, κι αφού έγειρε το κεφάλι παρέδωσε το Πνεύμα. Ύστερα όλοι Τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Η μητέρα Του όμως καθόταν δίπλα στο Σταυρό μαζί με την αδελφή της τη Μαρία, την κόρη του Κλωπά. (Αυτή τη Μαρία ο Ιωακείμ τη γέννησε για χάρη του Κλωπά που είχε πεθάνει άτεκνος). Επιπλέον δίπλα στο Σταυρό καθόταν κι ο Ιωάννης, ο αγαπημένος Του μαθητής.

Οι αγνώμονες Ιουδαίοι, λοιπόν, μην ανεχόμενοι να βλέπουν τα σώματα κρεμασμένα στο Σταυρό (επειδή ήταν σπουδαία η ημέρα του Πάσχα και η Παρασκευή), ζήτησαν από τον Πιλάτο να συντρίψουν τα σκέλη των καταδίκων, για να επισπευσθεί ο θάνατός τους. Και πράγματι, έσπασαν τα κόκαλα των δύο ληστών, γιατί ήταν ακόμα ζωντανοί. Όταν όμως έφτασαν στον Ιησού, βλέποντάς Τον ήδη νεκρό, δίστασαν να το κάνουν. Ένας όμως από τους Ρωμαίους στρατιώτες, για να κάνει το απάνθρωπο χατίρι των αχαρίστων Ιουδαίων, σήκωσε το δόρυ του και λόγχισε το Χριστό στη δεξιά πλευρά Του. Κι αμέσως χύθηκε αίμα και νερό. Το ένα ήταν για την ανθρώπινη φύση του Ιησού, ενώ το άλλο για τη θεϊκή. Κι επιπλέον, το αίμα συμβόλιζε τη Μετάληψη των θείων αγιασμάτων, ενώ το νερό το Βάπτισμα. Κι εκείνη η δίκρουνη πηγή αποτέλεσε πραγματικά τη βάση των Μυστηρίων της πίστεώς μας. Αυτά τα είδε κι ο Ιωάννης και τα επιβεβαιώνει κι είναι αληθινή η μαρτυρία του, γιατί ήταν παρών σε όλα και τα καταγράφει. Εξάλλου, αν ήθελε να γράψει ψέματα, δε θα συνέγραφε κι εκείνα που φαίνονται ότι προξενούν ντροπή στο Διδάσκαλό του (όπως π.χ. η ειρωνική επιγραφή κι ο λογχισμός). Ο Ιωάννης, λένε, ότι καθώς ήταν τότε παρών, συγκέντρωσε το θείο και υπεράγιο Αίμα που έρρεε από τη ζωήρρυτη πλευρά, μέσα σε κάποιο δοχείο που βρήκε εκεί κοντά.

Όλα αυτά συνέβησαν μ’ αυτόν τον υπερφυσικό τρόπο. Κι όταν έφτασε πια το δειλινό, βγαίνει ο Ιωσήφ απ’ την Αριμαθαία, ένας μαθητής που κρυβόταν εξ αρχής, όπως κι οι υπόλοιποι. Αυτός πηγαίνει με τόλμη στον Πιλάτο, που ήταν γνωστός του, και ζητάει το σώμα του Ιησού. Εκείνος του επιτρέπει να το πάρει. Κι ο Ιωσήφ το κατέβασε απ’ το Σταυρό με όλη του την ευλάβεια. Όταν σε λίγο έπεσε η νύχτα, ήλθε κι ο Νικόδημος, φέρνοντας κάποιο μείγμα φτιαγμένο από σμύρνα και αλόη, κατάλληλο για τη περίσταση. Αυτοί οι δυο Τον τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι να ενταφιάζουν, και Τον τοποθέτησαν εκεί κοντά, στο μνημείο που είχε σκαλίσει από πέτρα για τον εαυτό του ο Ιωσήφ και στο οποίο κανείς άλλος δεν είχε ταφεί πρωτύτερα. Τον έβαλαν μάλιστα στο κενό μνήμα μη τυχόν, όταν αναστηθεί ο Ιησούς, οι εχθροί Του ειπούν, ότι άλλος αναστήθηκε.

Ο Ευαγγελιστής, μάλιστα, επίτηδες αναφέρει το μείγμα της αλόης και της σμύρνας, που είναι δύο πολύ κολλητικές ουσίες, για να μη νομίσουν οι Ιουδαίοι ότι ο Ιησούς κλάπηκε, όταν δουν το σουδάριο και το σεντόνι εγκαταλειμμένα στον τάφο. Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Και να το ήθελαν οι μαθητές Του, δε θα μπορούσαν να το κάνουν, γιατί δεν είχαν τόση άνεση χρόνου και τόση τόλμη, ώστε να καθίσουν να τα ξεκολλήσουν απ’ το σώμα Του και να τ’ αφήσουν εκεί μέσα. Όλα αυτά, τα οποία έγιναν με τόσο παράδοξο τρόπο την ημέρα της Παρασκευής θέσπισαν οι θεοφόροι Πατέρες μας να τα φέρνουμε κι εμείς σήμερα στη μνήμη μας με συντριβή καρδιάς και με κατάνυξη.

Πρέπει να ξέρουμε όμως ότι ο Κύριός μας σταυρώθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή την Παρασκευή, επειδή στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, ο άνθρωπος πλάστηκε την έκτη ημέρα. Αλλά και την έκτη ώρα της ημέρας καρφώθηκε ο Κύριος στο Σταυρό, επειδή όπως λένε, κι ο Αδάμ την ίδια ώρα άπλωσε τα χέρια του κι έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και πέθανε. Έπρεπε, δηλαδή, ο άνθρωπος, να αναπλαστεί και πάλι, την ίδια ακριβώς ώρα μ’ εκείνη που συντρίφτηκε απ’ το διάβολο και νικήθηκε.

Ο Ιησούς σταυρώθηκε σε κήπο, γιατί κι ο Αδάμ στον κήπο του Παραδείσου αμάρτησε. Η πικρή γεύση που αισθάνθηκε ο Κύριός μας όταν ήπιε το ξύδι με τον ύσσωπο, θεράπευσε τη ζημιά που προκάλεσε ο Αδάμ με τη γεύση του απαγορευμένου γλυκού καρπού στον Παράδεισο. Το ράπισμα που δέχτηκε ο Κύριος, φανέρωνε τη δική μας απελευθέρωση. Το φτύσιμο κι η ατιμωτική πορεία Του έδειχνε την προς εμάς τιμή. Το αγκάθινο στεφάνι φανέρωνε την απομάκρυνση της κατάρας από πάνω μας. Η πορφυρή χλαμύδα συμβόλιζε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την ανθρώπινη φύση που φόρεσαν εκείνη την ημέρα ο Αδάμ και η Εύα, αλλά και τη βασιλική στολή που μας χάρισε ύστερα ο Ιησούς. Τα καρφιά συμβόλιζαν την προηγούμενη ολοκληρωτική ακινητοποίησή μας από την αμαρτία. Ο Σταυρός θύμιζε το ξύλο (δηλαδή το δέντρο) στον Παράδεισο. Η λογχευμένη πλευρά του Ιησού εικόνιζε την πλευρά του Αδάμ, απ’ όπου δημιουργήθηκε η Εύα, απ’ την οποία προήλθε η παράβαση. Η λόγχη μας θυμίζει την πύρινη ρομφαία με την οποία φυλασσόταν ο Παράδεισος (και με την οποία ο άγγελος έδιωξε τους Πρωτοπλάστους από εκεί). Το νερό που έτρεξε από την πλευρά Του, ήταν εικόνα του Βαπτίσματος. Το αίμα και το καλάμι σήμαιναν ότι ο Χριστός σαν βασιλιάς μας χάρισε την αρχαία πατρίδα, σαν με έγγραφο γραμμένο με κόκκινα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι το κρανίο του Αδάμ βρισκόταν εκεί όπου σταυρώθηκε ο Χριστός, η κεφαλή όλων μας. Βαπτίστηκε, λοιπόν, κι ο Αδάμ με το αίμα του Χριστού που χύθηκε εκεί. Λέγεται μάλιστα ο Γολγοθάς Κρανίου τόπος, γιατί ακριβώς εκεί, τον καιρό του κατακλυσμού η γη έβγαλε έξω το κρανίο του Αδάμ κι ήταν θέαμα φοβερό να το βλέπει κανείς. Γι’ αυτό το λόγο ο σοφός βασιλιάς Σολομών, από σεβασμό στον προπάτορά μας Αδάμ έβαλε το στρατό του και κάλυψε με πολλές πέτρες την περιοχή. Έτσι ο τόπος αυτός από τότε ονομάστηκε Λιθόστρωτο. Λένε μάλιστα κάποιοι έγκριτοι άγιοι Πατέρες πως η παράδοση αναφέρει ότι και ο ίδιος ο Αδάμ τάφηκε εκεί από κάποιον άγγελο. Εκεί, λοιπόν, όπου ήταν το πτώμα του Αδάμ, εκεί παρουσιάστηκε κι ο ουράνιος αετός, ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλιάς, ο νέος Αδάμ, για να θεραπεύσει με το ξύλο του Σταυρού τον παλαιό Αδάμ που είχε ξεπέσει και αμαρτήσει με το πρώτο εκείνο ξύλο, το δέντρο της παρακοής.

Τη υπερφυή και περί ημάς παναπείρω σου εύσπλαχνία, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Ομιλία εις την προδοσία του Ιούδα

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Ας δούμε πως παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πως εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.

Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.

Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβήνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι  βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; η ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.

Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει η να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε,  δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.

Είδες την πόρνη πως σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πως ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κοιτάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δυο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;

Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μας τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μας τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πως εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.

Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πως βγήκεν από στόμα το λάλημα, πως κίνησε τη γλώσσα, πως δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πως δεν παραλύσανε τα χείλη, πως ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κοιτάζοντας πως να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις;  Ω ξέφρενη καρδιά η μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.

Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πως δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους;  Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πως έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία η με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!

Μεταφρ. Βασ. Μουστάκη
Κιβωτός,  έτος Α΄ Μάρτιος 1952, αριθμ. φυλλ. 3
 
Πηγή ηλ. κειμένου: www.impantokratoros.gr

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς επισκόπου Αχρίδος: Ο προδότης Ιούδας

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

(Στον σιδερά Ραντοσάββα Ι., για τον προδότη Ιούδα)

Ρωτάς: «Θα συγχωρηθή άραγε στον Ιούδα η αμαρτία της προδοσίας του Διδασκάλου και Κυρίου του Ιησού Χριστού;».

Δε γνωρίζω για ποιο λόγο σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Για μας δεν αποτελεί τη μεγαλύτερη μέριμνα αυτό, το να μην προδώσουμε εμείς το Χριστό με τις ανομίες μας; Και ακόμα πιο σημαντικό· πως να σώσουμε τις ψυχές μας; Γιατί δες, το ρολόι της ζωής μας μετράει γοργά τις μέρες και τις ώρες υπενθυμίζοντάς μας την επικείμενη έξοδο από τούτο τον κόσμο. Όλοι εμείς θα βρεθούμε ενώπιον του αιωνίου Κριτού, ο Οποίος θα εκφέρει την δίκαιη Κρίση Του για όλα εκείνα που πράξαμε στη ζωή μας, ενώπιον όλων των ουρανίων ανθρώπων.

Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν σε δίκη, σκέφτεται ο καθένας τα δικά του αμαρτήματα και τις αδικίες και το πως θα δικαιολογήσει τον εαυτό του ενώπιον του δικαστού. Κανείς δεν έχει το χρόνο και την επιθυμία να σκεφτεί για τις αμαρτίες των άλλων, μήτε και να μπει στα μυστικά του νου του δικαστή που θα κρίνει.

Ποιος γνωρίζει το πως θα κρίνει ο αιώνιος Κριτής εμένα και εσένα; Σίγουρο είναι μονάχα ένα, ότι θα μας κρίνει κατά το δίκαιο και όχι άδικα, ενώ εμείς θα θέλαμε περισσότερο να μας κρίνει όχι κατά το δίκαιο αλλά με έλεος. Μάταια όμως. Εκείνος υποσχέθηκε να κρίνει κατά δικαιοσύνην. Γι’ αυτό μας καταλαμβάνει φόβος και τρόμος. Γι’ αυτό και εγώ, δεν επιθυμώ ούτε για σένα, ούτε για μένα και για κανένα στον κόσμο, να βρεθεί σε κείνη την πλευρά που θα βρίσκεται ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Επειδή ο Ιούδας, είναι προδότης. Είναι προδότης και του Θεού και των ανθρώπων και του ίδιου του εαυτού του. Πρόδωσε το Χριστό, τους Αποστόλους, τον εαυτό του τον ίδιο ως άνθρωπο. Πρόδωσε το Χριστό και τους Αποστόλους στους Ιουδαίους και τον εαυτό του στο διάβολο. Γιατί είναι γραμμένο: τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς (Ίω. 13, 27). Είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς όλο το βάθος του κακού που κατέλαβε τον Ιούδα. Ήταν άπιστος και αχόρταγος, κλέφτης και φιλάργυρος, φίλαυτος και προδότης -τέλος, απελπισμένος και αυτόχειρας.

Ο Υιός του Θεού πολλές φορές τον προειδοποίησε να αφήσει τον κακό του δρόμο αλλά εκείνος έμεινε αμετανόητος. Ο Υιός του Θεού, έδειχνε απέναντί του, την ίδια φροντίδα και αγάπη καθώς και στους υπόλοιπους μαθητές αλλά εκείνος στην αγάπη απαντούσε με μίσος.

Ο Υιός του Θεού, γονάτισε και του έπλυνε τα πόδια, λίγο πριν την προδοσία και από το χέρι Του, του πρόσφερε τεμάχιο άρτου βουτηγμένο στο άλας. Με ψωμί και αλάτι, εμείς υποδεχόμαστε τους υψηλούς καλεσμένους. Ο πράος και ταπεινός Κύριος θέλησε να ανυψώσει την αξιοπρέπεια του Ιούδα, γι’ αυτό του προσέφερε άρτο και άλας. Τον χαιρέτησε με άρτο και άλας ακριβώς πριν την προδοσία.

Ο Ιούδας, πήρε με το χέρι του το ψωμί και το αλάτι από το χέρι του Υιού του Θεού, τα πήρε με το χέρι μα τα απέρριψε στην καρδιά του με περιφρόνηση. Ο θνητός άνθρωπος, απέρριψε την αγάπη του Αθανάτου! Γι’ αυτό ο Θεός τον απέρριψε πλήρως, και μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς (Ίω. 13, 27). Από εκείνη τη στιγμή ο Ιούδας, πρώην μαθητής του Ιησού Χριστού και πρώην άνθρωπος, διεγράφη από τον κατάλογο των ανθρώπων και καταγράφηκε στις τάξεις των πνευμάτων της κολάσεως.

Εσύ τώρα, πειράζεις το Θεό και ρωτάς αν ο Θεός θελήσει να συγχωρήσει τα πνεύματα της κολάσεως και να τα σώσει. Δοκιμάζεις την ευσπλαχνία του Θεού καθώς έκαναν και οι Εβραίοι δοκιμάζοντας τη δύναμη του Θεού στο Γολγοθά, λέγοντας: ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του Σταυρού (Μτ. 27, 40). Για το πείραγμά τους αυτό οι Εβραίοι, έλαβαν άξια πληρωμή σε τούτο τον κόσμο. Φυλάξου λοιπόν και εσύ για να μη λάβης την αμοιβή των ομοφρονούντων με τον Ιούδα.

Δεν είναι αλήθεια ότι ο Ιούδας ήταν προορισμένος από Θεού, να γίνει προδότης όπως νομίζεις εσύ. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί ο Υιός του Θεού κόπιασε τόσο για να τον αποτρέψει από την κακή του πράξη;

Για ποιο λόγο, πριν απ’ όλα, τον προσέλαβε ως μαθητή Του και τον κράτησε δίπλα Του για τρία χρόνια; Γιατί να ταπεινωθεί μπροστά του και να του πλύνει τα πόδια; Γιατί με τα ίδια τα Άγια χέρια Του να του δώσει το ψωμί και το αλάτι; Διαβάζοντας μέσα στην ψυχή του Ιούδα τις κακές προθέσεις του, ο Κύριος έκανε όλα αυτά για να τον σώσει από την αιώνια απώλεια.

Και αν έχει πάλι ειπωθεί ότι οι σκανδαλοποιοί θα πρέπει να έρθουν, είναι επίσης ειρημένο και τούτο σαν αυστηρή προειδοποίηση: ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται (Μτ. 18, 7).

Σκανδαλοποιός είναι ο ίδιος ο σατανάς και σαν τέτοιος, πρέπει να επιτελέσει το έργο του. Γι’ αυτό, ανάγκη γαρ εστίν ελθείν τα σκάνδαλα (Μτ. 18, 7), δι’ εκείνου και από εκείνον. Αλίμονο όμως στον άνθρωπο που θα παραδοθεί στο σατανά και θα γίνει όργανό του. Αλίμονο σε εκείνον που αντίθετα στην αγάπη του Θεού, θα δείξει την αγάπη του στον αντίπαλο του Θεού.

Να προσεύχεσαι στο Θεό, να σε φυλάγει από τον Σκανδαλοποιό που σκανδάλισε τον Ιούδα και τους Ιουδαίους και να μη γίνης ποτέ υπηρέτης και όργανο του σκανδαλισμού του.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς επισκόπου Αχρίδος, Εμπνευσμένα Κείμενα Ορθοδόξου Πνευματικότητος, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη» 1956

Αγίου Ιγνατίου Brianchaninov: Το ποτήριο του Χριστού

Άγιος Ιγνάτιος Μπριατσιανίνωφ
Άγιος Ιγνάτιος Μπριατσιανίνωφ

Δυο αγαπημένοι μαθητές ζήτησαν από τον Κύριο θρόνους δόξης

– Αυτός τους έδωσε το Ποτήριό Του (Μτ. κ΄, 23).

Το Ποτήριο του Χριστού είναι οι οδύνες.

Σε όσους το πίνουν εδώ στη γη, το Ποτήριο του Χριστού υπόσχεται μετοχή στη Βασιλεία της χάρης του Χριστού· προετοιμάζει γι’ αυτούς τις καθέδρες της επουράνιας αιώνιας δόξης.

Στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στο Ποτήριο του Χριστού , δεν μπορεί κανείς ούτε να παραπονεθεί γι’ αυτό, ούτε να το απορρίψει· γιατί Αυτός που μας έδωσε εντολή να το γευτούμε, πρώτος ο Ίδιος το ήπιε.

Ώ, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού ! Σκότωσες τους προγόνους μας στον Παράδεισο, τους εξαπάτησες με την πλάνη της σαρκικής απόλαυσης και την πλάνη της λογικής.

Ο Χριστός, ο Λυτρωτής των πεπτωκότωτων, έφερε το Ποτήριο της σωτηρίας σ’ αυτόν τον κόσμο, στους πεπτωκότες και εξόριστους από τον Παράδεισο. Η πίκρα αυτού του Ποτηρίου καθαρίζει την καρδιά από την απαγορευμένη, καταστροφική και αμαρτωλή απόλαυση · μέσω της ταπείνωσης που ρέει απ’ αυτό με αφθονία, νεκρώνεται η έπαρση από τη γνώση σε σαρκικό επίπεδο. Γι’ αυτόν που πίνει από το Ποτήριο με πίστη και υπομονή, η αιώνιος ζωή, που έχασε δοκιμάζοντας τον απαγορευμένο καρπό, επανακτάται.

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»(Ψ. 115, 4)

Ο χριστιανός αποδέχεται το Ποτήριο όταν υπομένει τις επίγειες δοκιμασίες με πνεύμα ταπείνωσης, όπως διδάσκεται από το Ευαγγέλιο.

Ο απόστολος Πέτρος έβγαλε το μαχαίρι του για να υπερασπιστεί τον Θεάνθρωπο, που ήταν περικυκλωμένος από τον όχλο· αλλά ο πράος Ιησούς είπε στον Πέτρο: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. ιη΄ 11)

Έτσι κι εσύ, όταν σε περικυκλώνουν συμφορές, θα πρέπει να παρακαλείς και να ενισχύεις την ψυχή σου λέγοντας : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

Οι Φαρισαίοι σκέπτονται μοχθηρά, ο ‘Ιούδας προδίδει, ο Πιλάτος διατάσσει την παράνομη θανάτωση, οι στρατιώτες της εξουσίας εκτελούν την εντολή του. Μέσω των άνομων πράξεών τους όλοι αυτοί ετοίμασαν τη δική τους αληθινή καταδίκη. Μην ετοιμάζεις για τον εαυτό σου την ίδια καταδίκη, όντας μνησίκακος, ζητώντας και σχεδιάζοντας εκδίκηση, αγανακτώντας με τους εχθρούς του.

Ο επουράνιος Πατήρ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης: βλέπει την οδύνη σου και αν το έβρισκε απαραίτητο και συμφέρον να αποσύρει το Ποτήριο από σένα, σίγουρα θα το έκανε.

Ο Κύριος – όπως οι Γραφές και η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρούν –συχνά επέτρεψε θλίψεις στους αγαπημένους Του και συχνά απέτρεψε θλίψεις από αυτούς, σύμφωνα με τους ακατάληπτους δρόμους της Θείας Προνοίας.

Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το Ποτήριο, απόστρεψε το βλέμμα σου από τους ανθρώπους που σου το δίνουν· σήκωσε τα μάτια σου στον Ουρανό και πες : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι». Δεν μπορώ να αρνηθώ το Ποτήριο, την υπόσχεση του επουρανίου και αιωνίου αγαθού. Ο απόστολος του Χριστού μου διδάσκει την υπομονή όταν λέει : «… δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πρ. ιδ΄ 22). Πως μπορεί κανείς να αρνηθεί το Ποτήριο που είναι ο τρόπος να κερδίσεις την Βασιλεία και να αυξηθείς μέσα σ’ αυτήν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι – τη δωρεά του Θεού.

Το Ποτήριο του Χριστού είναι το δώρο του Θεού. Ο μέγας Παύλος γράφει προς τους Φιλιππησίους, «ότι ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλ. α’, 29).

Λαμβάνεις το Ποτήριο το οποίο φαινομενικά προέρχεται από ανθρώπινα χέρια. Τι σε νοιάζει εσένα αν αυτός που σου το δίνει ενεργεί δίκαια η άδικα ; Ως ακόλουθος του Ιησού, η έγνοια σου είναι να φέρεσαι ενάρετα· να λάβεις το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς το Θεό και με ζωντανή πίστη και γενναία να το πιείς ως τον πάτο.

Λαμβάνοντας το Ποτήριο από ανθρώπινα χέρια, θυμήσου ότι είναι Ποτήριο από Αυτόν, ο οποίος δεν είναι μόνο αθώος αλλά και πανάγιος. Σκεπτόμενος αυτό, θυμήσου και εσύ και οι άλλοι πάσχοντες αμαρτωλοί, τα λόγια που ο μακάριος και φωτισμένος ληστής στα δεξιά του εσταυρωμένου Θεανθρώπου είπε «άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν … μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιελεία σου» (Λκ. κγ΄, 41 – 42)

Και τότε στρεφόμενος προς τους ανθρώπους θα τους πεις : Μακάρι εσείς που είστε τα μέσα της δικαιοσύνης και του ελέους του Θεού. Μακάριοι εσείς από του νυν και έως του αιώνος! (Αν δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και να δεχθούν τους λόγους σας, μη ρίχνετε τους πολύτιμους μαργαρίτες σας της ταπείνωσης κάτω από τα πόδια εκείνων που δεν μπορούν να τους εκτιμήσουν, αλλά πείτε αυτούς τους λόγους νοερά, στην καρδιά σας).

Μ’ αυτό και μόνο θα εκπληρώσεις την εντολή του Ευαγγελίου που λέει : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς» (Μτ. ε΄, 44).

Για εκείνους που σ’ έχουν προσβάλει και σ’ έχουν εξοργίσει, προσευχήσου στον Κύριο ό,τι έχουν κάνει για σένα να ανταμειφθεί με μια προσωρινή ευλογία και με αιώνια ανταμοιβή σωτηρίας, και όταν αυτοί θα στέκονται ενώπιον του Χριστού για να κριθούν, να μετρηθεί γι’ αυτούς ως πράξη αρετής. Παρόλο που η καρδιά σου δεν θέλει να ενεργεί έτσι, βίασέ την. Γιατί μόνο όσοι ασκούν βία στην ίδια τους την καρδιά, για να εκπληρώνουν τις εντολές του Ευαγγελίου, μπορούν να κληρονομήσουν τον Ουρανό.

Αν δεν θέλεις να ενεργείς μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε δεν θέλεις να είσαι ακόλουθος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κοίταξε βαθιά μέσα σου και ερεύνησε : μήπως έχεις βρει άλλον δάσκαλο, τον δάσκαλο του μίσους –τον διάβολο –και έχεις πέσει υπό την εξουσία του ;

Είναι μεγάλο αμάρτημα κανείς να προσβάλλει η να καταπιέζει τον πλησίον του· είναι πολύ πιο μεγάλο αμάρτημα το να σκοτώσει. Όμως όποιος μισεί αυτόν που τον καταπιέζει, που τον συκοφαντεί, που τον προδίδει, που τον σκοτώνει, και όποιος σκέφτεται αρρωστημένα γι’ αυτούς και παίρνει εκδίκηση απ’ αυτούς, διαπράττει αμάρτημα πολύ κοντινό με το δικό τους. Μάταια παριστάνει στον εαυτό του και στους άλλους τον ενάρετο. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί», κηρύττει ο Αγ. Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. (Α΄ Ιω. γ΄ 15)

Η ζωντανή πίστη στον Χριστό διδάσκει καθέναν να παίρνει το Ποτήριο του Χριστού, και το Ποτήριο του Χριστού εμπνέει δίνει ανδρεία και παράκληση στην καρδιά.

Τί μαρτύριο – τι μαρτύριο κόλασης –να παραπονιέται η να γογγύζει κανείς μπροστά στο προ αιώνων ητοιμασμένο Ποτήριο εξ ουρανού !

Ο γογγυσμός, η αδημονία, η λιποψυχία και ειδικά η απόγνωση είναι αμαρτίες ενώπιον του Θεού -είναι τα παιδιά της αμαρτωλής απιστίας, εκτρώματα.

Είναι αμαρτωλό το να παραπονιόμαστε για τον πλησίον μας, όταν αυτός είναι το μέσο του μαρτυρίου μας· και είναι ακόμα πιο αμαρτωλό όταν φωνάζουμε για το Ποτήριο, το οποίο έρχεται για μας απευθείας από τον ουρανό, από το δεξί χέρι του Θεού.

Όποιος πίνει το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ευλογώντας τον πλησίον του, λαμβάνει θεία ανάπαυση, την χάρη της ειρήνης του Χριστού. Είναι σαν από τώρα να απολαμβάνει τον πνευματικό Παράδεισο του Θεού.

Οι προσωρινές θλίψεις είναι από μόνες τους ασήμαντες: τους προσδίδουμε αξία με την πρσκόλλησή μας στη γη και σε όλα τα διεφθαρμένα πράγματα και με την ψυχρότητά μας προς τον Χριστό και την αιωνιότητα.

Είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις την πικρή και αποκρουστική γεύση των φαρμάκων· να υπομείνεις τον οδυνηρό ακρωτηριασμό και καυτηριασμό των άκρων σου· να υπομείνεις την πείνα, την παρατεταμένη απομόνωση στο δωμάτιό σου· είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις όλα αυτά προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του σώματός σου, το οποίο αφού γιατρευτεί, σίγουρα πάλι θα αρρωστήσει και σίγουρα θα πεθάνει και θα αποσυντεθεί. Υπόμεινε τότε και την πίκρα του Ποτηρίου του Χριστού το οποίο θα φέρει ίαση και αιώνια μακαριότητα στην αθάνατη ψυχή σου.

Αν το Ποτήριο σου φαίνεται αφόρητο, αδυσώπητο, τότε αποκαλύπτει ότι παρόλο που φέρεις το Όνομα του Χριστού, δεν ανήκεις στον Χριστό.

Για τους αληθινούς ακολούθους του Χριστού, το Ποτήριο του Χριστού είναι Ποτήριο χαράς. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι, αφού τους έδειραν στη σύναξη των πρεσβυτέρων των Ιουδαίων, «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος Αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πρ. ε΄, 40-41).

Ο δίκαιος Ιώβ άκουσε πικρά μαντάτα. Η μια είδηση μετά την άλλη διαπερνούσαν την ασάλευτη καρδιά του· η τελευταία από αυτές ήταν η πιο οδυνηρή -όλοι οι υιοί και οι θυγατέρες είχαν πεθάνει με σκληρό και βίαιο θάνατο. Μέσα στη μεγάλη οδύνη του, ο δίκαιος Ιώβ διέρρηξε τα ιμάτιά του, έριξε στάχτη στο κεφάλι του και με ακλόνητη πίστη έπεσε κάτω και προσκύνησε τον Κύριο και είπε : «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλαταο· ως τω Κυρίω αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α΄, 21-22)

Εμπιστεύσου την καρδιά σου με απλότητα σε Αυτόν από τον οποίο είναι μετρημένες και οι τρίχες της κεφαλής σου· Εκείνος γνωρίζει τη δόση από το λυτρωτικό Ποτήριο που πρέπει να λάβεις.

Να συλλογίζεσαι συχνά τον Ιησού, να στέκεται μπροστά σε αυτούς που Τον θανάτωσαν – «ως αμνός άφωνος ενώπιον του κείραντος αυτόν». Παραδόθηκε προς θάνατο, να σφαγιαστεί ως πρόβατο ανυπεράσπιστο. Μείνε με το βλέμμα καρφωμένο σε Αυτόν και ο πόνος σου θα μεταμορφωθεί σε ουράνια πνευματική γλυκύτητα. Οι πληγές της καρδιάς σου θα γιατρευτούν από τις πληγές του Ιησού.

«’Εάτε έως τούτου», είπε ο Κύριος σε αυτούς που θέλησαν να Τον υπερασπιστούν στον Κήπο της Γεσθημανή, και ίασε το κομμένο αυτί του δούλου του αρχιερέα. (Λκ. κβ΄, 51)

«Δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων ;», είπε ο Κύριος σε εκείνον που προσπάθησε να πάρει το Ποτήριο απ’ Αυτόν (Μτ. κστ΄23)

Σε καιρούς θλίψεων μην ψάχνεις τη βοήθεια από τους ανθρώπους· μη χάνεις πολύτιμο χρόνο· μην ξοδεύεις τη δύναμη της ψυχής σου αναζητώντας αυτήν την ανίσχυρη βοήθεια. Να αναμένεις τη βοήθεια από το Θεό : μετά από δική Του εντολή και όταν Εκείνος θέλει, θα έρθουν οι άνθρωποι προς βοήθειά σου.

Ο Κύριος παρέμεινε σιωπηλός ενώπιον του Πιλάτου και του Ηρώδου, δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Μιμήσου αυτήν την αγία και σοφή σιωπή Του όταν βλέπεις τους εχθρούς σου να σε κατηγορούν προσπαθώντας να κρύψουν τις μοχθηρές προθέσεις τους κάτω από το πρόσχημα της ορθοφροσύνης.

Είτε το Ποτήριο έρχεται σταδιακά σαν σύννεφα που βαθμιαία πυκνώνουν, είτε ξαφνικά σαν λυσσώδης ανεμοστρόβιλος, πες στο Θεό «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».

Είσαι μαθητής, ακόλουθος και διάκονος του Ιησού. Και ο Ιησούς είπε: «εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω, ιβ΄26). Όμως ο Ιησούς πέρασε τη ζωή Του πάνω στη γη μέσα σε οδύνες· καταδιωκόταν από τη γέννησή Του μέχρι τον τάφο· από τα σπάργανα ο φθόνος ετοίμαζε γι’ Αυτόν ένα βίαιο θάνατο. Ούτε και κατέπαυσε ο φθόνος επιτυγχάνοντας το σκοπό αυτό, αλλά προσπάθησε να ξεριζώσει οποιαδήποτε ανάμνησή Του πάνω στη γη.

Ακολουθώντας Τον, όλοι οι εκλεκτοί του Κυρίου περνούν από το δρόμο των προσωρινών θλίψεων που οδηγεί στη μακάρια αιωνιότητα. Όσο οι σαρκικές απολαύσεις κυριαρχούν πάνω μας, είναι αδύνατο να υπερισχύσει μέσα μας η πνευματική κατάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος αδιάκοπα προσφέρει το Ποτήριό Του σε όσους αγαπά, για να τους κρατήσει νεκρούς για τον κόσμο και να τους καταστήσει ικανούς να ζήσουν η ζωή του Πνεύματος.

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είπε :Αυτός στον οποίο στέλνονται αδιάκοπα θλίψεις, είναι κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού». Ωστόσο, μην εκθέτετε τον εαυτό σας παράτολμα σε βάθη θλίψεων, γιατί αυτό είναι υπερήφανη αυτοπεποίθηση. Προσευχηθείτε στο Θεό, να αποτρέψει τις θλίψεις και τις δοκιμασίες· αλλά όταν αυτές έρθουν από μόνες τους, μην τις φοβηθείτε, μη νομίζετε ότι ήρθαν τυχαία, συμπτωματικά. Όχι, επετράπηκαν από την ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού. Γεμάτοι πίστη, με καρτερικότητα και μεγαλοψυχία που πηγάζουν απ’ αυτήν, κολυμπείστε άφοβα εν μέσω της σκοτεινής και άγριας καταιγίδας προς το ειρηνικό λιμάνι της αιωνιότητας : το αόρατο χέρι του Ιησού θα σας οδηγεί.

Με ταπείνωση και απόλυτη προσήλωση μάθετε την προσευχή την οποία προσέφερε ο Κύριος προς τον Πατέρα Του στον Κήπο της Γεσθημανή, στις δύσκολες ώρες του πόνου πριν από το Πάθος Του και το θάνατο στο Σταυρό. Μ’ αυτή την προσευχή αντιμετωπίστε και υπερνικήστε κάθε θλίψη. «Πάτερ μου,» προσευχήθηκε ο Λυτρωτής μας, «ει δύνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο·πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ως συ» (Μτ. κστ΄, 39)

Προσευχηθείτε στο Θεό να αποτρέψει τις δυστυχίες και ταυτόχρονα αποποιηθείτε του θελήματός σας, σαν να είναι αμαρτωλό θέλημα, τυφλό. Εμπιστευθείτε τον εαυτό σας, την ψυχή και το σώμα σας, τις περιστάσεις της ημέρας και του μέλλοντος, εμπιστευθείτε τα πλησιέστερα στην καρδιά σας, στο πανάγιο και πάνσοφο θέλημα του Θεού.

«Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειραμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» (Μτ. κστ΄ 41). Όταν περικυκλώνεστε από θλίψεις να προσεύχεστε περισσότερο, ώστε να ελκύσετε την ιδιαίτερη χάρη του Θεού προς εσάς. Μόνο με τη βοήθεια αυτής της χάρης μπορούμε να ξεπεράσουμε τις εγκόσμιες δυστυχίες.

Όταν λάβετε από τον Ουρανό το δώρο της υπομονής, να είστε προσεκτικοί με τον εαυτό σας και να επαγρυπνείτε, ώστε να κρατήσετε και να διατηρήσετε μέσα σας τη χάρη του Θεού, διαφορετικά η αμαρτία θα εισβάλει χωρίς να το καταλάβετε στην ψυχή η στο σώμα σας και θα διώξει αυτή τη χάρη.

Αλλά εάν από απροσεξία και αμέλεια αφήσετε την αμαρτία να εισβάλει μέσα σας, και ειδικά εκείνο το πάθος προς το οποίο η ασθενής σάρκα σας είναι ιδιαίτερα επιρρεπής και το οποίο σπιλώνει το σώμα και την ψυχή, τότε η χάρις θα φύγει αφήνοντάς σας απογυμνωμένους και μόνους. Τότε θλίψη, σταλμένη για τη σωτηρία και την τελειώσή σας, θα πέσει βαριά πάνω σας, θα σας συντρίψει με λύπη, κατάθλιψη, απόγνωση, ως κάποιον που κρατά το δώρο του Θεού χωρίς την πρέπουσα ευσέβεια προς το δώρο. Βιαστείτε να επαναφέρετε την αγνότητα στην καρδιά σας με αληθινή και ακλόνητη μετάνοια και μέσω της αγνότητας, το δώρο της υπομονής· αφού αυτό το δώρο του Αγίου Πνεύματος επαναπαύεται μόνο στους αγνούς.

Οι άγιοι μάρτυρες έψαλλαν ύμνο χαράς εν μέσω φλογισμένων καμίνων, όταν περπατούσαν πάνω σε καρφιά, σε κοφτερά μαχαίρια, όταν κάθονταν σε καζάνια βραστού νερού η λαδιού. Έτσι και η δική σας καρδιά θα ευφρανθεί όταν με την προσευχή ελκύσετε τη δωρεά της χάριτος και τη διαφυλάξετε με διαρκή προσοχή του εαυτού σας. Τότε η καρδιά σας θα ψάλλει ύμνους εν μέσω συμφορών και τρομερών θλίψεων, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεόν.

Ο νους εξαγνισμένος από το Ποτήριο του Χριστού, προικίζεται με πνευματική όραση· αρχίζει να βλέπει την Πρόνοια του Θεού που αγκαλιάζει τα πάντα, και είναι αόρατη με τα σαρκικά μάτια· βλέπει τον νόμο της αμαρτίας σε κάθε τι θνητό· βλέπει την απεραντοσύνη της αιωνιότητας οικεία· βλέπει το Θεό στα θαυμαστά έργα Του, στη δημιουργία Του και την επαναδημιουργία του σύμπαντος. Τότε η επίγεια ζωή αρχίζει να φαίνεται σαν ένα σύντομο ταξίδι, του οποίου τα γεγονότα είναι όνειρα, του οποίου οι ευλογίες δεν είναι παρά σύντομες οπτικές απάτες, βραχείες λόγω των επικίνδυνων παρανοήσεων του νου και της καρδιάς.

Τί καρπούς φέρουν οι προσωρινές θλίψεις για την αιωνιότητα; Όταν αποκαλύφθηκε ο Παράδεισος στον Απόστολο Ιωάννη, με ένα αμέτρητο πλήθος φορέων του φωτός, ντυμένων στα άσπρα, εξυμνώντας τη σωτηρία και τη μακαριότητά τους ενώπιον του θρόνου του Θεού, ένας από τους κατοικούντες στη Βασιλεία τον ρώτησε: «ούτοι οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς τίνες εισί και πόθεν ήλθον;» «και είρηκα αυτώ»λέει ο Άγιος και θείος Ιωάννης «Κύριε μου, συ οίδας». Τότε ο πρεσβύτερος απάντησε στον Άγιο Ιωάννη ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Δια τούτο εισίν ενώπιον του θρόνου του Θεού και λατρεύουσιν αυτώ ημέρας και νυκτός εν τω ναώ αυτού. Και ο καθημένος επί του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς. Ου πεινάσουσιν έτι ουδί παν καύμα, ότι το αρνίον το άνα μέσον του θρόνου ποιμαίνει αυτούς, και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών»(Αποκ. ζ΄13-17)

Η απομάκρυνση από το Θεό είναι αιώνιο μαρτύριο στην κόλαση, αιώνια επαφή με τον διάβολο και διαβολικούς ανθρώπους· με φλόγες, πικρό ψύχος, το σκοτάδι της Γέεννας· αυτό είναι η πραγματική οδύνη. Αυτό είναι μαρτύριο τεράστιο, φρικτό και αβάσταχτο. Η απόλυτη παράδοση στην ηδύτητα των επίγειων απολαύσεων οδηγεί σε μεγάλο αιώνιο μαρτύριο.

Το Ποτήριο του Χριστού σώζει από αυτό το μαρτύριο όποιον πιεί απ’ αυτό με ευχαριστία και δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό, ο Οποίος μέσω του πικρού Ποτηρίου των προσωρινών θλίψεων εκχωρεί στον άνθρωπο το άμετρο και αιώνιο έλεός Του.

Πηγή ηλ. κειμένου: www.imaik.gr