Πόλη της Μόρφου

ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΟΡΦΟΥ: ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΧΑΤΖΗΑΒΡΑΑΜ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ (ΜΟΡΦΟΥ):

  • ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ
  • ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
  • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ  ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
  • ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ
  • ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΜΟΡΦΟΥ):
  • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΠΡΟΕΔΡΟΣ)
  • ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΑΡΤΑΜΠΗ (ΤΑΜΙΑΣ)
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΕΝΟΡΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ (ΜΟΡΦΟΥ):
  • ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ
  • ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΜΠΤΑΝΗΣ
  • ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΡΗΣ

Η Μόρφου βρίσκεται περί τα 36 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας, στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Η Μόρφου είναι κτισμένη στη δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Σερράχη, σε μέσο υψόμετρο 65 μέτρων. Η διοικητική της έκταση ανέρχεται στα 5.636 εκτάρια περίπου. Η κωμόπολη, ως εμπορικό, βιομηχανικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της δυτικής κεντρικής πεδιάδας, έδωσε το όνομά της στην πεδιάδα αυτήν, η οποία είναι περισσότερο γνωστή σαν πεδιάδα Μόρφου. Η πεδιάδα αυτή ορίζεται στα βόρεια από τον Πενταδάκτυλο, στα νότια από το πυριγενές σύμπλεγμα του Τροόδους, στα δυτικά από τον κόλπο της Μόρφου και στα ανατολικά από τη διαχωριστική γραμμή των λεκανών απορροής των ποταμών Πηδιά και Σερράχη – Οβγού. Τόσο η Μόρφου όσο και η γύρω πεδινή έκταση είναι το δημιούργημα των δελταϊκών αποθέσεων των ποταμών Σερράχη και Οβγού που, κρίνοντας από τις τεράστιες ποσότητες ιζημάτων και τις μεγάλες κροκάλες που μετέφεραν, θα πρέπει να ήσαν πολύ πιο ορμητικοί και μεγαλύτεροι σε όγκο νερού απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Το 1962 κατασκευάστηκε φράγμα (χωρητικότητας 1.879.000μ3) στα ανατολικά της κωμόπολης, και το 1964 το φράγμα Οβγού (χωρητικότητας 845.00μ3) στα βορειοανατολικά της Μόρφου.

Εσπεριδοκαλλιέργεια

Στη διοικητική έκταση της Μόρφου βρισκόταν, πριν από την τουρκική εισβολή, η μεγαλύτερη αρδευόμενη έκταση της Κύπρου. Στα εύφορα εδάφη της κωμόπολης καλλιεργούντο κυρίως τα εσπεριδοειδή που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της και ταυτόχρονα σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος. Η εσπεριδοκαλλιέργεια άρχισε να αναπτύσσεται στη Μόρφου τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας με τη ανεύρεση και εκμετάλλευση του πλουσιότατου υπόγειου υδροφόρου στρώματος. Ο πρώτος τρόπος εκμετάλλευσης του νερού ήταν με την εκσκαφή μεγάλων λάκκων (των γνωστών αλακατόλακκων) πάνω στους οποίους οι γεωργοί εγκαθιστούσαν σιδερένια αλακάτια για την άντληση του νερού. Το νερό διοχετευόταν σε δεξαμενή που όταν γέμιζε ανοιγόταν για να ποτιστεί μια μικρή έκταση γης. Οι πρώτοι κήποι ήσαν μικροί (σπανίως πέραν των 3-5 σκαλών) και βρίσκονταν σε απόσταση 3-4 χιλιομέτρων από την κωμόπολη και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, γιατί εκεί η στάθμη του νερού ήταν ψηλή και έτσι μπορούσε να αντληθεί στην επιφάνεια πιο εύκολα και οικονομικά. Οι κήποι αυτοί ήσαν πολύ διαφορετικοί από τις μεταγενέστερες μεγάλες φυτείες των εσπεριδοειδών. Ενώ τα κυριότερα δέντρα ήσαν οι μανταρινιές, οι γιαφίτικες πορτοκαλιές, οι ξινολεμονιές και γλυκολεμονιές, δεν έλειπε σχεδόν κανένα είδος δέντρου. Υπήρχαν μαραπελιές, συκιές όλων των ποικιλιών, ροδιές, καϊσιές, χρυσομηλιές, μεσπιλιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινιές, συκαμινιές και άλλα. Η μεγάλη ποικιλία των καρποφόρων δέντρων δείχνει πόσο αυτάρκεις προσπαθούσαν να είναι οι οικογένειες των πρωτοπόρων εσπεριδοκαλλιεργητών, οι οποίοι όχι μόνο εξασφάλιζαν φρούτα κάθε εποχής για τις δικές τους ανάγκες αλλά και πωλούσαν το περίσσευμα στους χωριανούς τους και τους κατοίκους των περιχώρων, τα οποία ήσαν τότε κατάξηρα χωρίς καθόλου νερό για άρδευση. Μερικοί από τους κηπουρούς αυτούς καλλιεργούσαν, παράλληλα με τα δέντρα, και διάφορα είδη λαχανικών που τα μετέφεραν κάθε Παρασκευή στη δημοτική αγορά της Λεύκας για πώληση, ή στον Ξερό και τη Σκουριώτισσα για τους εργατοϋπαλλήλους της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας.

Οι πρωτοπόροι εσπεριδοκαλλιεργητές, που είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται το υπόγειο νερό με αλακάτια και γνώριζαν την αξία του, συνεργάστηκαν με άλλους προοδευτικούς γεωργούς για να φέρουν στην επιφάνεια και τρεχάτα νερά, σε διάφορες περιοχές της Μόρφου με το σύστημα των «λαουμιών», δηλαδή σειρά λάκκων που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγεια σήραγγα. Οι Μορφίτες αυτοί πέτυχαν να εξασφαλίσουν πέντε τέτοια τρεχάτα νερά, κάθε ένα από τα οποία πότιζε μια περιοχή. Αυτά ήσαν τα νερά του «Σαντεγή», των «Γναφκιών», των «Δραγομάνων», της «Ποδίνας» και της «Λεκάνης», και οι μέτοχοι του καθενός από αυτά εδικαιούντο να ποτίζουν ορισμένες ώρες κάθε 8 ή 15 μέρες. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και το τρεχάτο νερό του Δήμου Μόρφου που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για αρδευτικούς σκοπούς, ενώ αργότερα διασωληνώθηκε σαν πόσιμο νερό για την κοινότητα. Τα νερά αυτά συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη γεωργική και οικονομική ανάπτυξη της κωμόπολης σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη αρχίσει να γίνεται εντατική αξιοποίηση των υπόγειων νερών με μηχανική άντληση. Έτσι βοήθησαν όχι μόνο στην επέκταση των πρώτων μικρών κήπων αλλά και στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων εποχιακών προϊόντων, όπως πατάτες, φασόλια, κουκκιά, κολοκάσι, βαμβάκι, σησάμι και πολλά άλλα είδη λαχανικών και οσπρίων. Μαζί με τα είδη αυτά συνεχίστηκε και η παραδοσιακή καλλιέργεια των δημητριακών.

Η τεχνολογική εξέλιξη που ακολούθησε, έκαμε δυνατή την ανεύρεση νερού με γεωτρύπανα σε μεγάλο βάθος και την άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού, αρχικά με πετρελαιοκίνητες και αργότερα με ηλεκτροκίνητες αντλίες μεγάλης δυναμικότητας, και έδωσε σημαντική ώθηση στην εσπεριδοκαλλιέργεια στη δεκαετία του 1940. Τα δημητριακά και οι άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπονται και οι παλαιοί κήποι των 3-5 σκαλών με τα αλακάτια και την ποικιλία των δέντρων τους, παραχώρησαν τη θέση τους σε νέους πολύ μεγαλύτερους σε έκταση κήπους που κάποτε έφθαναν τις μερικές εκατοντάδες σκάλες και οι οποίοι απετελούντο σχεδόν αποκλειστικά από εσπεριδοειδή.

Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών έφθασε σε τέτοια επιτήδευση που οδήγησε τον μέγιστο βαθμό της απόδοσης. Η επιτήδευση ξεκινούσε από την καλλιέργεια και έφθανε ως την εμπορία και είχε άριστα αποτελέσματα. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής εσπεριδοειδών στη Μόρφου και η μεγάλη ζήτηση που άρχισε να εκδηλώνεται από ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, δημιουργούσαν την ανάγκη ιδρύσεως υποκαταστημάτων και γραφείων εκ μέρους διαφόρων εξαγωγέων της Αμμοχώστου οι οποίοι εμπορεύονταν τα εσπεριδοειδή. Εξάλλου οι εσπεριδοκαλλιεργητές δημιούργησαν τον Συνεργατικό Οργανισμό Διαθέσεως Εσπεριδοειδών Μόρφου (ΣΟΔΕΜ). Σύμφωνα με την καταγραφή των εσπεριδοειδών του 1966, στην κωμόπολη εκαλλιεργούντο 2.147 εκτάρια γης με εσπεριδοειδή, δηλαδή το 34% της έκτασης των εσπεριδοειδών της επαρχίας Λευκωσίας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν 1.626 εκτάρια πορτοκαλιές (κυρίως των ποικιλιών βαλέντσια και γιαφίτικα), 317 εκτάρια κιτρομηλιές, 170 εκτάρια γκρέιπφρουτ, 19 εκτάρια ξινολεμονιές, 10 εκτάρια γλυκολεμονιές και 5 εκτάρια με άλλα εσπεριδοειδή.

Εκτός από τη γεωργία, οι κάτοικοι της Μόρφου ασχολούνταν, σε κάποιο βαθμό, και με τη κτηνοτροφία. Το 1973 εκτρέφονταν 1.146 πρόβατα, 252 κατσίκες, 163 αγελάδες, 73 βόδια και 16.223 πουλερικά.

Μια άλλη σημαντική οικονομική δραστηριότητα της κωμόπολης ήταν και η βιομηχανική. Το 1973 υπήρχαν στη Μόρφου 160 βιομηχανικές μονάδες με αρκετά είδη βιομηχανίας. Ο αριθμός των βιομηχανιών ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος της επαρχίας Λευκωσίας μετά την πρωτεύουσα, το Καϊμακλί και τον Άγιο Δομέτιο. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας ήσαν τα είδη διατροφής (ιδιαίτερα η συσκευασία φρούτων και λαχανικών), είδη ένδυσης, έπιπλα, προϊόντα μετάλλου, μεταφορικά μέσα (επισκευή και εξαρτήματα), μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, ξυλουργεία, δερμάτινα είδη, πλαστικά, μηχανήματα και ηλεκτρικά είδη.

Η Μόρφου εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο, αποτελεί δε συγκοινωνιακό κόμβο μεταξύ Λευκωσίας – Τηλλυρίας – Πάφου καθώς και μεταξύ της Λευκωσίας και της μεταλλευτικής περιοχής Ξερού – Μαυροβουνίου. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με το Καλό Χωριό Μόρφου (περί τα 7χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Συριανοχώρι (περί τα 6χμ.), στα ανατολικά με το χωριό Κυρά (περί τα 6χμ.), στα νοτιοδυτικά με το χωριό Πραστειόν Μόρφου (περί τα 5,5χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Αργάκι (περί τα 4,5χμ.), Κατωκοπιά (περί τα 6χμ.) και Κάτω Ζώδια (περί τα 4χμ.) και μέσω τους με την πόλη της Λευκωσίας.

Πληθυσμός

Τα εύφορα εδάφη της κωμόπολης, οι μεγάλες αρδευόμενες εκτάσεις με τις προσοδοφόρες καλλιέργειες των εσπεριδοειδών, η συσκευασία και εμπορία φρούτων και λαχανικών, που αναπτύχθηκε, βασισμένη στις καλλιέργειες της περιοχής, και η πολύ καλή οδική της σύνδεση, υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πληθυσμού των ετών, 1881, 1891μ 1901μ 1911, 1921, 1931 και 1946 η Μόρφου ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας. Το 1881 οι κάτοικοι της κωμόπολης ήσαν 2.267 που αυξήθηκαν στους 2.548 το 1921 και στους 2.762 το 1901, στους 3.228 το 1911, στους 4.250 το 1921 και στους 4.335 το 1931. Το 1946 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 5.460 (5.267 Ελληνοκύπριοι, 179 Τουρκοκύπριοι και 14 άλλων εθνικοτήτων) και στους 6.642 το 1960 (6.480 Ελληνοκύπριοι, 123 Τουρκοκύπριοι και 39 άλλων εθνικοτήτων). Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι λιγοστοί Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Μόρφου εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στο νησί ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι της Μόρφου ήσαν 7.466 και η κωμόπολη ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας και τα προάστια του Στροβόλου, του Αγίου Δομετίου και του Καϊμακλίου. Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, ο πληθυσμός της Μόρφου σκορπίστηκε σε διάφορες περιοχές του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, κυρίως όμως στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού και σε μικρότερο βαθμό στην επαρχία Πάφου.

Διοίκηση

Η Μόρφου λόγω της μεγάλης της ανάπτυξης απετέλεσε, πριν από την εισβολή, το διοικητικό, οικονομικό, εμπορικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής του λεκανοπεδίου Μόρφου. Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και πολυτελείς κατοικίες με ωραιότατους κήπους, καταστήματα, τράπεζες, κέντρα αναψυχής και κινηματογράφοι άρχισαν να ανεγείρονται παντού και ν’ αλλάζουν την όψη της παλιάς μικρής κωμόπολης μετατρέποντάς την σε ευρωπαϊκή κηπούπολη. Για την εξυπηρέτηση της γύρω περιοχής εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη αρκετές κρατικές υπηρεσίες, όπως επαρχιακό δικαστήριο, γραφείο επιθεώρησης γεωργικών προϊόντων, νοσοκομείο, ταχυδρομείο, αστυνομία, επαρχιακή διοίκηση, και επαρχιακά γραφεία των Τμημάτων Γεωργίας (με Κέντρο Γεωργικής Εκπαιδεύσεως), Αναπτύξεως Υδάτων, Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ευημερίας, Παιδείας και Εσωτερικών Προσόδων. Εξάλλου στη δεκαετία του 1930 ιδρύθηκε στη Μόρφου από την τότε αποικιακή κυβέρνηση η «Κεντρική Πειραματική Έπαυλη» σκοπός της οποίας ήταν η διεξαγωγή πειραμάτων και ερευνών για τη βελτίωση των διαφόρων ποικιλιών δέντρων και ζώων.

Εκπαίδευση

Στην κωμόπολη λειτουργούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τέσσερεις σχολές μέσης εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων και το Γεωργικό Γυμνάσιο, και δυο δημοτικά σχολεία. Εξάλλου στη Μόρφου λειτουργούσε μέχρι το τέλος του 1957 το Διδασκαλικό Κολλέγιο, το οποίο στη συνέχεια μετακινήθηκε στην πόλη της Λευκωσίας. Σαν παράρτημα του Κολλεγίου λειτούργησε επίσης Γεωργική Σχολή, στην οποία όσοι απόφοιτοι ενδιαφέρονταν μπορούσαν να επιμορφωθούν σε γεωργικά θέματα για ένα χρόνο. Μετά το 1960 η Γεωργική Σχολή λειτούργησε σαν πλήρες εξατάξιο Γεωργικό Γυμνάσιο. Μετά την μετακίνηση του Διδασκαλικού Κολλεγίου στη Λευκωσία, το οίκημά του χρησιμοποιήθηκε από τη Σχολή Κωφαλάλων από το 1958 μέχρι το 1970, οπότε μετακινήθηκε στη Λευκωσία.

Πολιτισμική Ζωή

Η πολιτισμική ζωή στη Μόρφου ήταν πολύ ικανοποιητική. Τα δημοτικά σχολεία, οι σχολές μέσης εκπαίδευσης, οι συντεχνίες, οι τοπικοί εθνικοί και πνευματικοί σύλλογοι και οι τακτές επισκέψεις θεατρικών ομίλων δημιουργούσαν μια πολιτιστική κίνηση που είχε περιθώρια ανάπτυξης και εντατικοποίησης. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αρκετά πνευματικά, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα που ανθούσαν στη Μόρφου διαλύθηκαν ή περιόρισαν σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Η Πνευματική Εστία και ο Όμιλος Φίλων Μόρφου διαλύθηκαν ενώ ο αθλητικός μουσικοφιλολογικός σύλλογος «Διγενής Ακρίτας», που άλλοτε αποτελούσε πόλο έλξης της αθλητικής και πολιτιστικής ζωής της κωμόπολης, περιόρισε τις δραστηριότητές του στον αθλητικό τομέα (ποδόσφαιρο).Σε παρόμοια θέση βρίσκεται και το άλλο αθλητικό σωματείο της Μόρφου, η Αθλητική Ένωση (ΑΕΜ) που συνεχίζει να αγωνίζεται με έδρα τη Λεμεσό.

Το 1973 η Μόρφου απέκτησε για πρώτη φορά στη ιστορία της τη δική της μητρόπολη με πρώτο επίσκοπο τον Χρύσανθο. Το γεγονός αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αποφάσεως της Μείζονος Ιεράς Συνόδου, που συγκροτήθηκε τον Ιούνη του 1973, για την αναδιάρθρωση των μητροπολιτικών περιφερειών και την αύξηση του αριθμού τους από 3 σε 5. Μετά την τουρκική εισβολή, η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε στην Ευρύχου. Στο χωριό αυτό μεταφέρθηκε επίσης η επαρχιακή διοίκηση και η αστυνομική διεύθυνση της Μόρφου.
Ονομασία

Η ονομασία της Μόρφου σχετίζεται άμεσα προς το αρχαίο παρελθόν της, αφού θεωρείται ότι διασώζει ονομασία της θεάς Αφροδίτης, απ’ όπου και προέρχεται. Μια από τις ονομασίες με τις οποίες η Κυπρία θεά του έρωτα λατρευόταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ήταν Μορφώ, όπως μαρτυρούν αρχαίοι συγγραφείς (Ησύχιος, Παυσανίας, Λυκόφρων, Τζέτζης). Η ονομασία αυτή της θεάς Αφροδίτης προήλθε, κατά τον Τζέτζη, από το ρήμα μορφούμαι, δηλαδή παίρνω μορφήν. Συνεπώς από το θεά Μορφώ προήλθε το θεομόρφου (πόλις), απ’ όπου, τελικά, Μόρφου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χρονικόν του ο Λεόντιος Μαχαιράς (15ος αιώνας) γράφει Μόρφου αλλά και Θεομόρφου σε μια περίπτωση.

Με την ονομασία Μορφώ αναφέρεται στις αρχαίες πηγές ότι λατρευόταν η θεά Αφροδίτη κυρίως στη Λακωνία της Πελοποννήσου (Σπάρτη). Συνεπώς η διάσωση της ονομασίας αυτής ως τοπωνυμίου στην Κύπρο, πιθανώς συνδέει την περιοχή της Μόρφου με την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα δε με Λάκωνες αποίκους που ενδεχομένως είχαν κατοικήσει στο δυτικό τμήμα της μεγάλης κεντρικής πεδιάδας της Κύπρου σε εποχή που δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια.

Είναι βέβαια γνωστό ότι η δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου ήταν κατοικημένη από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια, τούτο δε αποδεικνύεται από τους πολλούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί ή εντοπιστεί. Ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ίδια τη Μόρφου, υπάρχει και εκεί σημαντικός αρχαιολογικός χώρος των Προϊστορικών χρόνων.

Αρχαιολογικός χώρος

Στα βορειοανατολικά περίχωρα της κωμόπολης και σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από την κεντρική της πλατεία, ανάμεσα στους πυκνόφυτους πορτοκαλεώνες της πεδινής κοιλάδας, που διασχίζεται από τον ποταμό Οβγό, ξεπροβάλλει μικρός τεχνητός λόφος, μέσου ύψους 10 μέτρων, πλάτους 12 μέτρων και μήκους 20 μέτρων, γνωστός με την ονομασία Τούμπα του Σκούρου. Ο λόφος αυτός και αρκετή έκταση γης που τον περιβάλλει, αποτελούν τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο σ’ ολόκληρο το άμεσο και ευρύτερο συνοριακό περιβάλλον της Μόρφου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής της Τούμπας του Σκούρου εντοπίστηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1971 και περατώθηκαν το 1973 από την αμερικανική αποστολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας της αρχαιολογίας Αιμιλίας Βερμιούλ. Οι αρχικές ανασκαφικές έρευνες περιορίστηκαν πάνω στην «Τούμπα του Σκούρου» και στη συνέχεια, το 1972 και 1973, επεκτάθηκαν και σε διάφορα σημεία γύρω από τον λόφο. Παράλληλα με το καθαυτό ανασκαφικό έργο έγινε και λεπτομερής μεθοδική επισκόπηση σ’ ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο, που αποσκοπούσε στη συγκέντρωση επιπρόσθετων επιφανειακών μαρτυριών.

Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά και ερευνητικά πορίσματα της αμερικανικής αποστολής, η Τούμπα του Σκούρου μαζί με τα νότια και δυτικά πεδινά σύνορά της αποτελούν τα υπολείμματα των δυτικών ορίων μιας από τις πιο σημαντικές αρχαίες κυπριακές πόλεις της Υστέρας εποχής του Χαλκού, της οποίας ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα φαίνεται να έχει καταστραφεί από μηχανικούς εκσκαφείς στη διάρκεια ισοπεδώσεων σε μεγάλη κλίμακα για τη φύτευση των σημερινών απέραντων πορτοκαλεώνων. Η προϊστορική αυτή πόλη υπολογίζεται ότι κτίστηκε γύρω στα τέλη της Μέσης εποχής του Χαλκού και τις αρχές της Υστέρας εποχής του Χαλκού και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Επιφανειακές κεραμικές και διάφορες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της ύπαρξής της μέχρι τα τέλη των Κύπρο – Αρχαϊκών χρόνων (475 π.Χ.).

Στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα από πλιθάρια και αργούς λίθους, που ταυτίζονται με εργαστηριακούς χώρους επεξεργασίας του χαλκού και του ειδικού χώματος – αργίλλου για την κατασκευή των πήλινων αγγείων. Τα θεμέλια των εργαστηριακών αυτών χώρων είναι κτισμένα με μικρές ακατέργαστες πέτρες και τα σωζόμενα τμήματα των τοίχων από πλιθάρια. Τα δάπεδά τους είναι καμωμένα από σκληρό και ανθεκτικό συμπαγές στρώμα κτυπητής γης και πηλού. Η μεγάλη ποικιλία των κεραμικών οστράκων και τα άλλα κινητά ευρήματα από τις βιοτεχνικές αυτές εγκαταστάσεις εντάσσονται στον 14ο και τον 15ο αιώνα π.Χ.

Κάτω από τα θεμέλια των εργαστηριακών χώρων και στους πρόποδες της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν έξι συνολικά λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που απέδωσαν πολυποίκιλα και πολυάριθμα πήλινα αγγεία και άλλα κτερίσματα. Τέσσερεις από τους τάφους αυτούς, που βρέθηκαν κάτω από τα θεμέλια των εργαστηρίων ανήκουν στο κατώτερο στρώμα της Τούμπας του Σκούρου και χρονολογούνται στον 16ο και τον 15ο αιώνα π.Χ. Ο πρώτος τάφος αποτελείται από τρεις νεκρικούς θαλάμους, μέσα στους οποίους βρέθηκαν 630 αντικείμενα, από τα οποία τα 552 είναι πήλινα αγγεία και τα υπόλοιπα χάλκινα οικιακά βιοτεχνικά είδη και κοσμήματα, σφραγιδοκύλινδροι σκαραβαίοι και άλλα μικροτεχνήματα. Ο δεύτερος τάφος, που αποτελείται από τέσσερεις νεκρικούς θαλάμους, απέδωσε παρόμοια κτερίσματα και δυο, μοναδικά στο είδος τους, αυγά στρουθοκαμήλου, από τα οποία το ένα είναι κοσμημένο με γραμμικά γεωμετρικά μοτίβα, που θυμίζουν τη διακόσμηση των αγγείων με το περίτεχνο λευκό επίχρισμα. Από τ’ άλλα ευρήματα του τάφου αυτού σημαντικά θεωρούνται δυο μικρά ελεφάντινα δισκοειδή αντικείμενα κι ένας μικρογραφικός θρόνος από άργιλλο. Από τα δείγματα αγγειοπλαστικής τα περισσότερα ανήκουν στα αγγεία με λευκό επίχρισμα και στα αγγεία με δακτυλιοειδή βάση. Οι τύποι των αγγείων αυτών πλεονάζουν και ανάμεσα στα αγγεία που προέρχονται από τον πρώτο τάφο. Ο τρίτος τάφος αποτελείται από ένα μόνο νεκρικό θάλαμο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν οι σκελετοί ενός άνδρα και μιας γυναίκας και ποικιλία πολλών παρόμοιων πήλινων, χάλκινων και διάφορων άλλων κτερισμάτων. Στον δρόμο του τάφου αυτού, μέσα σε πλάγια νεκρική θήκη, βρέθηκε ο σκελετός ενός νηπίου και μικροσκοπικά αγγεία, κυρίως των τύπων με δακτυλιοειδή βάση. Ο τέταρτος τάφος αποτελείται επίσης από ένα νεκρικό θάλαμο, αλλά μέσα σ’ αυτόν βρέθηκαν περισσότερες ταφές και μεγαλύτερη ποικιλία παρόμοιων κτερισμάτων. Ο δρόμος του τάφου αυτού φέρει πέντε πλάγιες νεκρικές θήκες, που απέδωσαν ισάριθμους σκελετούς νηπίων με διάφορα μικρά κεραμικά είδη και άλλα αντικείμενα.

Οι δυο άλλοι τάφοι βρέθηκαν στους πρόποδες του λόφου και ανήκουν στο μεταγενέστερο νεκροταφείο της πόλης που χρονολογείται στον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ. Από τα ευρήματα των τάφων αυτών ξεχωρίζουν δυο κυπρο – μηκαναϊκά φλασκία και μια πυξίδα της ίδιας τεχνοτροπίας καθώς και μια μικρή κυλινδρική σφραγίδα από τον πολύτιμο λίθο λάπις λαζούλι με παράσταση ‘Ερωτα που κρατεί γρύπα και λιοντάρι.

Στα νότια και τα δυτικά σύνορα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οικοδομημάτων της Κύπρου – μυκηναϊκής περιόδου, που εντάσσονται στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και συμπίπτουν με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων στην Κύπρο. Σ’ ένα από τα κτίρια αυτά, από το οποίο διατηρούνται μερικά τμήματα των τοίχων του κτισμένα από αργούς λίθους, βρέθηκαν μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι με ανάγλυφη γραμμική διακόσμηση, που φανερώνουν ότι ο χώρος αυτός χρησίμευε σαν αποθήκη. Η παρουσία των αρχιτεκτονικών αυτών οικιστικών καταλοίπων σε συνδυασμό με τα πλούσια κτερίσματα των τάφων και τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου μαρτυρούν ότι στην εύφορη αυτή κοιλάδα του ποταμού Οβγού βρισκόταν σε συνεχή ακμή από τις αρχές μέχρι τα τέλη της Υστέρας εποχής του Χαλκού μια από τις πλουσιότερες προϊστορικές κυπριακές πόλεις, που συναγωνιζόταν στην κοινωνικο – οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη τη γειτονική πόλη της ίδιας εποχής, που αποκαλύφθηκε στην Αγία Ειρήνη, κοντά στο ακρωτήρι του Κορμακίτη.

Το ιερό της Αφροδίτης

Ο συσχετισμός της ονομασίας Μόρφου προς την ονομασία Μορφώ της θεάς Αφροδίτης, ενισχύεται και από την αρχαιολογική έρευνα. Πράγματι, η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε λατρεία της θεάς Αφροδίτης κατά την Αρχαιότητα στην περιοχή της Μόρφου, όπου υφίστατο και ιερό αφιερωμένο σ’ αυτήν.

Σε αγρό όπου γίνονταν εργασίες ισοπέδωσης, προς τα βορειοανατολικά της Μόρφου και δίπλα στον δρόμο Μόρφου – Καλού Χωριού, όχι μακριά από τον αρχαιολογικό χώρο της Τούμπας του Σκούρου και τον άλλο αρχαιολογικό χώρο της Χρυσηλιού, βρέθηκαν το 1960 αρχαία ερείπια. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων διεξήγαγε τότε στην περιοχή ανασκαφικές εργασίες υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Κυριάκου Νικολάου. Η ανασκαφική έρευνα έφερε σε φως αρχαίο ιερό αφιερωμένο, σύμφωνα προς τα ανευρεθέντα στοιχεία, στην θεά Αφροδίτη (βλέπε Κ. Νικολάου, «Ιερόν Αφροδίτης Μόρφου», εις RDAC, 1963, σσ.14-27).

Το ιερόν αποτελούσε μικρό σύμπλεγμα οικοδομών από δυο δωμάτια, αυλή, τρεις δεξαμενές καθαρμού και αγωγό νερού. Ως βασικό υλικό οικοδομής είχαν χρησιμοποιηθεί ποτάμιοι λίθοι από την κοίτη του παρακείμενου ποταμού Οβγού, του οποίου η κοιλάδα είναι τόσο πλούσια σε αρχαία κατάλοιπα. Στο ένα τουλάχιστον από τα δωμάτια, υπήρχαν τοιχογραφίες εσωτερικά, που σώθηκαν μόνο ίχνη τους, σε πολλά τεμάχια. Οι τοιχογραφίες φαίνεται ότι αποτελούσαν φυτική και γραμμική διακόσμηση με χρησιμοποίηση έντονων και ζωηρών χρωμάτων. Το πάτωμα ήταν μαρμάρινο. Η αυλή του ιερού ήταν λιθόστρωτη.

Μεταξύ των διαφόρων ευρημάτων, σημαντικότερο ήταν μικρό περίοπτο άγαλμα από λευκό μάρμαρο της θεάς Αφροδίτης από το οποίο όμως ελλείπουν η κεφαλή και άλλα μέλη του σώματος. Το ύψος του είναι περίπου 40 εκατοστόμετρα. Η θεά παριστάνεται γυμνή, πλην του κάτω οπισθίου μέρους το οποίο καλύπτεται με ιμάτιο. Όλες οι γραμμές του αγαλματίου είναι καμπύλες, η δε επιφάνεια πολύ απαλή και διαφανής. Το αγαλμάτιο της Αφροδίτης της Μόρφου ήταν, πιθανώς, λατρευτικό. Αν και ελλείπουν και τα δυο χέρια, είναι φανερό από το θραύσμα ότι το μεν δεξιό χέρι ανυψωνόταν προς την κεφαλή, το δε αριστερό κατευθυνόταν προς τα κάτω. Με το δεξιό χέρι θα κρατούσε το ένα άκρο της ταινίας της κόμης και με το αριστερό θα κρατούσε το ιμάτιο, το οποίο φαίνεται να ήταν περιτυλιγμένο γύρω από τις κνήμες. Βρέθηκαν επίσης ανάγλυφο επί λευκού μαρμάρου που παριστάνει τον Ηρακλή αναπαυόμενο πάνω σε λεοντή, θυμιατήριο, μεταλλικά αντικείμενα, όστρακα, μια βάση αγάλματος κ.α.

Τα ανασκαφικά δεδομένα κατατάσσουν το ιερό αυτό στον ίδιο τύπο με άλλα αγροτικά ιερά που βρέθηκαν στην Κύπρο, ένα των οποίων ήταν, μάλιστα, αφιερωμένο στην Αφροδίτη Ορείαν (τοποθεσία «Χολλάδες» περιοχή Σόλων, όχι πολύ μακριά από τη Μόρφου).

Με βάση κυρίως τα ευρήματα της Αφροδίτης και του Ηρακλέους, ο ανασκαφέας χρονολογεί το ιερόν αυτό στα Ελληνιστικά χρόνια. Εξάλλου σε κοντινή περιοχή, στην τοποθεσία «Αμπέλια» της Μόρφου, είχε εντοπιστεί εκτεταμένη νεκρόπολη των Γεωμετρικών μέχρι και Ελληνιστικών χρόνων.

Συνεπώς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στην περιοχή υφίστατο κατά την Αρχαιότητα κάποια πόλη ή κώμη. Σύμφωνα δε προς συλλογισμό του Αθ. Σακελλαρίου, είναι πιθανό αυτή η πόλη ή κώμη να ονομαζόταν Μορφώ (από το όνομα της Αφροδίτης), απ’ όπου βέβαια και η μεταγενέστερη ονομασία Μόρφου. Η περιοχή, ευρισκόμενη από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, δεν είναι, δυστυχώς, δυνατό να διερευνηθεί επί του παρόντος περισσότερο.

Βυζαντινά χρόνια

Η τιμή του αγίου Μάμα στη Μόρφου, όπου υφίστατο και φημισμένο ομώνυμο μοναστήρι, συνδέεται άμεσα με το βυζαντινό παρελθόν της περιοχής. Ο άγιος Μάμας, που δεν ήταν Κύπριος τοπικός άγιος, τιμάται ιδιαίτερα στη Μόρφου. Κατά τα Βυζαντινά χρόνια ο άγιος Μάμας ήταν ο προστάτης ακριτικού πολεμικού σώματος, των Απελατών Μαρδαϊτών, που είχαν μάλιστα αποτυπωμένη τη μορφή του στο τρομερό όπλο τους, το απελατίκι. Πιστεύεται ότι γύρω στον 7ο-8ο μ.Χ. αιώνα (μετά την έναρξη των ιδιαίτερα καταστροφικών αραβικών επιδρομών), σώμα Μαρδαϊτών πολεμιστών είχε μεταφερθεί στην Κύπρο κι είχε εγκατασταθεί στην περιοχή Μόρφου. Οι Μαρδαΐτες αυτοί εισήγαγαν στην Κύπρο και την ιδιαίτερη λατρεία του προστάτη αγίου τους, του αγίου Μάμα. Αργότερα δημιουργήθηκε και η τοπική θρησκευτική παράδοση για τη θαυματουργό άφιξη στην περιοχή της Μόρφου από τα μικρασιατικά παράλια της σαρκοφάγου με τα οστά του αγίου. Η λατρεία του καθιερώθηκε εκεί, όπου κτίστηκε εκκλησία, ιδρύθηκε αργότερα μοναστήρι και υφίσταται ως σήμερα ο ναός του (βλέπε λεπτομερέστερα στα λήμματα Μάμα Αγίου εκκλησίες, Μάμα Αγίου μοναστήρι, Μάμας άγιος και Μαρδαΐτες). Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αφηγείται στο Χρονικόν του (παρ. 33) την παράδοση για τον άγιο Μάμα και την άφιξη των οστών του στην Κύπρο, καθώς και για τον ναό που υφίστατο στη Μόρφου που βρύει μύρος και πολομά μεγάλα θαύματα εις ούλον τον κόσμον.

Ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει (παρ. 32) και δυο Αλαμάνους αγίους, από τους πολλούς που είχαν έλθει στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, ότι είχαν ασκητεύσει στην περιοχή της Μόρφου:…και εις του Μόρφου ο άγιος Θεοδόσιος και ο άγιος Πολέμιος… Οι δυο αυτοί Αλαμάνοι θα πρέπει να ασκήτευσαν στην περιοχή κατά το Βυζαντινά χρόνια, σε ακαθόριστο όμως χρόνο.

Στην περιοχή της Μόρφου τιμήθηκαν, πιθανώς, από τα Βυζαντινά χρόνια και άλλοι άγιοι, εάν λάβουμε υπόψη την ετυμολογία σωζόμενων τοπωνυμίων όπως το Μνασίν ή Πνασίν (=μικρός ναός του αγίου Μνάσωνος) και το Σαντενί (=st. Denis κατά τη φραγκοκρατία, δηλαδή άγιος Διονύσιος).

Δεν μπορεί να αποδειχθεί εάν υφίστατο από τότε ο συγκεκριμένος οικισμός της Μόρφου κοντά στον οποίο ίδρυσαν το στρατόπεδό τους οι Μαρδαϊτες, ή εάν ο οικισμός σχηματίστηκε αργότερα. Θα πρέπει όμως να θεωρηθεί βέβαιο ότι στην εύφορη αυτή πεδιάδα της Κύπρου υφίσταντο κάποιοι οικισμοί, που θα πρέπει μάλιστα να ενισχύθηκαν και από άλλους κατοίκους μετά την άφιξη των Μαρδαϊτών πολεμιστών που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλειά τους. Γιατί η περιοχή είναι πεδινή και εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα χωρίς σοβαρές εδαφικές ανωμαλίες, συνεπώς δεν πρόσφερε ικανοποιητική φυσική προστασία και αυξημένη δυνατότητα άμυνας εναντίον επιδρομέων που έφθαναν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή. Αυτό αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο η Μόρφου αναπτύχθηκε όχι επί της ακτής αλλά κάπως προς τα ενδότερα του νησιού.

Κατά τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, η Μόρφου θα πρέπει να ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένος οικισμός και, βέβαια, αρκετά σημαντικό γεωργοκτηνοτροφικό αγροτικό κέντρο. Τούτο εξυπακούεται και από το γεγονός ότι από την αρχή κιόλας της φραγκοκρατίας, η Μόρφου υπήρξε γνωστό και μεγάλο φέουδο.

Φραγκοκρατία

Η Μόρφου βρίσκεται σημειωμένη σε παλαιούς χάρτες ως Morfo, Miorfo και Morso. Αναφέρεται δε επανειλημμένα από τους μεσαιωνικούς χρονογράφους. Πολύ κοντά της όμως (περί τα 2,5 χμ. στα δυτικά) βρισκόταν και άλλο φέουδου, το Τενούριν, που σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες ως Tenari, σε κάποια δε βενετική απογραφή αναφέρεται ως casal Zenuri. ο οικισμός αυτός, που σωζόταν και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, έφερε το επώνυμο της γνωστής και μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των ντε Νόρες (de Nores), της οποίας ασφαλώς θα πρέπει ν’ αποτελούσε ιδιοκτησία. Η ίδια οικογένεια ήταν ιδιοκτήτρια και άλλων χωριών της περιοχής (Βασίλεια, Κορμακίτης, Μύρτου, Καρπάσια).

Ως φέουδο, η Μόρφου είχε παραχωρηθεί από την αρχή της περιόδου της φραγκοκρατίας (τέλη του 12ου αιώνα) στον ευγενή Λωράν ντε Πλεσσί (Laurent de Plessie ή και du Plessie), ο οποίος πρόσθεσε τότε στο οικογενειακό του όνομα και τον τίτλο ντε Μόρφου (de Morpho). Ο τίτλος διατηρήθηκε καθόλη την περίοδο της φραγκοκρατίας, άνκαι πέρασε στους κόμηδες της Έδεσσας υστερότερα (οικογένεια Γκρινιέρ – Grinier) οπότε απαντούμε τον τίτλο: ντε Μόρφου, κόμης ντε Ρουχάς. Κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας ο τίτλος πέρασε στην οικογένεια των Συγκλητικών, για να χαθεί πλέον μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου το 1570-71.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς, εκτός από ότι μνημονεύει τη Μόρφου στο Χρονικόν του ως τόπο λατρείας των αγίων Μάμα, Θεοδοσίου και Πολεμίου, κάνει και άλλες αναφορές σ’ αυτήν: την αναφέρει, μαζί με την κοντινή Πεντάγυια, ως χώρους απ’ όπου ο κοντοσταύλης Ιάκωβος (αργότερα βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Α΄) είχε εφοδιαστεί με ποσότητες τροφίμων και άλλων αγαθών που μετέφερε στην Κερύνεια απ’ όπου επιτυχημένα αντιστάθηκε κατά των Γενουατών που είχαν εισβάλει στην Κύπρο το 1373-74. Την αναφέρει επίσης ως ένα από τα κύρια κέντρα των Κυπρίων χωρικών και δουλοπαροίκων που επαναστάτησαν κατά της φράγκικης κυριαρχίας το 1426 υπό τον ρήγα Αλέξη…Έβαλαν οι χωργιάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλο καπετάνον εις την Λεμεσόν, αλλά εις την Ορεινήν και εις την Περιστερόνα άλλον, και εις του Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την ‘πόταξίν του…

Όταν η πολύμηνη αυτή επανάσταση των Κυπρίων χωρικών κατεστάλη, η Μόρφου ήταν ένας από τους πυρήνες της που υπέστησαν κυρώσεις. Οι πληροφορίες που δίνει ο Μαχαιράς είναι πενιχρές. Αναφέρει ωστόσο ότι επήγαν [οι βασιλικές δυνάμεις] και ηύραν τους καπετάνους του Μόρφου και της Λεύκας και έτερους και τους μεν εφουρκίσαν [=απαγχόνισαν), τους δέ εκόψαν τές μούττες τους… και εποίκασιν κρίσες [=έκαμαν δίκες], ως και εις του Μόρφου…

Ο Γεώργιος Βουστρώνιος πάλι, στο δικό του Χρονικόν, αναφέρει τη Μόρφου σε μια μόνο περίπτωση, το 1470. Τότε είχε ενσκήψει στο νησί μεγάλη επιδημία πανώλης που είχε κυριολεκτικά αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Η Μόρφου ήταν χώρος όπου η επιδημία δεν κτύπησε, συνεπώς χώρος καταφυγίου για ευγενείς, αναφέρεται δε ειδικά ο Πέτρος Ντάβιλα ότι είχε πάει εκεί.

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας μιας από τις κύριες και σημαντικές καλλιέργειες στην πεδιάδα της Μόρφου ήταν εκείνη του ζαχαροκάλαμου για παραγωγή ζάχαρης. Μάλιστα οι μεγαλύτερες από τις φυτείες της περιοχής Μόρφου – Συριανοχωρίου ανήκαν στη βασιλική οικογένεια της Κύπρου.

Τουρκοκρατία και εξής

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Μόρφου απετέλεσε πρωτεύουσα ομώνυμου κατηλλικιού (διαμερίσματος) που ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Κερύνεια (βλέπε λήμμα κατηλλίκι στον τόμο Στ΄, σσ. 347-348). Σύμφωνα δε προς υπάρχοντα στοιχεία, κατά την τελευταία δεκαετία της περιόδου της τουρκοκρατίας στο κατηλλίκι της Μόρφου ανήκαν διοικητικά 45 συνολικά χωριά (27 ελληνικά, 4 τουρκικά και 14 μεικτά) με σύνολο πληθυσμού περίπου 8.800 (8.000 Έλληνες και 800 Τούρκοι). Η Μόρφου κατόρθωσε, παρά τις πολλαπλές δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες, να γνωρίσει κάποια ανάπτυξη ασχολούμενη με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Μεταξύ των καλλιεργουμένων ειδών ήσαν το βαμβάκι και το λινάρι, ενώ εκτρέφονταν και μεγάλοι αριθμοί μεταξοσκωλήκων για παραγωγή μεταξιού. Όμως κοντά στην καταπίεση και την αφόρητη φορολογία, συχνές ήσαν και οι θεομηνίες και άλλες καταστροφές που έπλητταν την περιοχή, όπως η ανομβρία, οι επιδρομές των ακριδών κλπ.

Γνωστός για την αγριότητά του ήταν ένας πασάς που έδρευε στη Μόρφου τον 18ο αιώνα, ο Σαλίχ πασάς, που σκοτώθηκε στον μεγάλο σεισμό του 1758 μαζί με το χαρέμι του που το αποτελούσαν 6 γυναίκες μεταξύ των οποίων και μια νεαρή και ορφανή Ελληνίδα. Στα ερείπια του «κανακιού» του πασά αυτού κτίστηκε αργότερα νέο «κονάκι» που σωζόταν μέχρι το 1958.

Ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ (Alexander Drummond) που επεσκέφθη την Κύπρο το 1750, αναφέρει και τη Μόρφου ως πολύ ευχάριστο μέρος, περί την μιάμιση λεύγα από τη θάλασσα, που η εκκλησία της [=του Αγίου Μάμα] είναι από τα ωραιότερα κτίρια που έχω δει σ’ ολόκληρο το νησί. Στη συνέχεια ο Ντράμμοντ περιγράφει την εκκλησία και διηγείται την ιστορία του αγίου Μάμα (βλέπε Excerpta Cypria, pp. 297-298).

Τη Μόρφου χαρακτηρίζει ως κωμόπολη ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788), πράγμα που σημαίνει ότι επί των ημερών του ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένη ώστε να διακρίνεται από τα χωριά.

Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, που επεσκέφθη τα περισσότερα από τα μοναστήρια της Κύπρου σε δυο επισκέψεις του στο νησί, το 1727 και το 1734-6, σημειώνει ότι στη Μόρφου είχε την έδρα του ο επίσκοπος Κυρηνείας, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο οποίος όμως έφυγε προς το παρόν διά να εύρει ησυχίαν, ένεκα των τουρκικών καταδιώξεων. Ο Μπάρσκυ περιγράφει επίσης το μοναστήρι του Αγίου Μάμα.

Στο μοναστήρι αυτό έδρευε ασφαλώς για κάποια περίοδο ο επίσκοπος Κυρηνείας, που ως έδρα του είχε χρησιμοποιηθεί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος στην κοντινή Μύρτου.

Ο Αθανάσιος Σακελλάριος (Τα Κυπριακά, τόμος Α΄, 1890, σσ. 137-138) ομιλεί επίσης για την κωμόπολιν Μόρφου, ούσαν την έδραν του διαμερίσματος Μόρφου και έχουσαν δημοτικά ελληνικά σχολεία αρρένων και θηλέων, ελληνικόν Σχολαρχείον και 2.360 κατοίκους ασχολουμένους με την γεωργίαν…

Ο ίδιος συγγραφές αναφέρει το μοναστήρι του Αγίου Μάμα και συνδέει την ονομασία της κωμόπολης με την ονομασία Μορφώ της Αφροδίτης. Θεωρεί δε πιθανόν ότι κατά την Αρχαιότητα υφίστατο εκεί πόλις ή κώμη Μορφώ καλουμένη. Γράφει επίσης ότι, εφόσον η λατρεία της Αφροδίτης με την ονομασία Μορφώ απαντάτο κατά την Αρχαιότητα κυρίως στη Λακωνία της Πελοποννήσου, είναι πιθανόν η Μόρφου να ανήκε στο αρχαίο βασίλειο της Λαπήθου που εθεωρείτο ως ιδρυθέν από Λάκωνες.

Από την αρχή της περιόδου της αγγλοκρατίας η Μόρφου κηρύχθηκε σε αγροτικό δήμο και πρώτος δήμαρχός της διορίστηκε Τούρκος, ο Σμυρνιός Αζίζ.

Στη Μόρφου οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν κυρίως επειδή ήταν έδρα διαμερίσματος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και συνεπώς απασχολούνταν κυρίως σε διοικητικές υπηρεσίες. Αποτελούσαν όμως πάντοτε μικρή μειοψηφία.

Κατά την περίοδο της αγγλικής κατοχής και αργότερα, μέχρι σήμερα, δήμαρχοι Μόρφου διετέλεσαν:

01. Αζίζ Σμυρνιός, – 1893
02. Ιωάννης Κυριακίδης, 1896 – 1904
03. Κωστής Γεωργιάδης, 1904 – 1926
04. Κωστής Γεωργιάδης, 1926 – 1927
05. Κωστής Γεωργιάδης, 1927 – 1938
06. Ερατοσθένης Ιερείδης, 1938 – 1943
07. Πολύκαρπος Νικολόπουλος, 1943 – 1953
08. Πολύκλειτος Ιακωβίδης, 1953
09. Πολύκαρπος Νικολόπουλος, 1953 – 1950
10. Πολύκλειτος Ιακωβίδης, 1970 – 1976
11. Αντης Παντελίδης, 1976 – 1988
12. Εκ περιτροπής ανά εξάμηνο: Ανδρέας Χαραλάμπους, Χριστάκης Χριστοφίδης, Ανδρέας Σιηττής, Ανδρέας Φρυδάς (1988-1991)
13. Άντης Παντελίδης, 1991 – 1996
14. Αντιγόνη Παπαδοπούλου, 1996 – 2001
15. Χαράλαμπος Πίττας, 2001 – 2016
16. Βίκτωρ Χατζηαβραάμ, 2017 –

Η Μόρφου, έχοντας τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης, μπόρεσε να τις εκμεταλλευθεί καλύτερα μετά το τέλος της τουρκοκρατίας και την έναρξη της αγγλοκρατίας. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας, ιδίως δε από τις αρχές του 20ου αιώνα και ύστερα, η Μόρφου άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία και ν’ αποκτά, μεταξύ άλλων, διάφορες σημαντικές υπηρεσίες οι οποίες συνέβαλαν ακόμη περισσότερο στην πρόοδό της: ο κυπριακός σιδηρόδρομος ένωσε τη Μόρφου με τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο (συνολικά 71 μίλια) από τον Δεκέμβρη του 1907. Λίγο αργότερα λειτούργησε δικαστήριο. Η Μόρφου ήταν, επίσης, το πρώτο κυπριακό χωριό που απέκτησε ηλεκτρισμό (πριν από το 1927). Το 1937 ιδρύθηκε το Διδασκαλικό Κολλέγιο.

Τους ξένους επισκέπτες των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας εξυπηρετούσαν διάφορα χάνια όπως τα χάνια του Κολαντή, της Ζαχαριούς, του Χατζητταππή, του Χατζηχάμπουλλου, του Κάττου, του Κατσινιέρη και της Χαμπούς. Επισκέπτες ήσαν, συνήθως, αγωγιάτες και πραματευτάδες και έμποροι από όλη την Κύπρο.

Η Μόρφου είναι διαχωρισμένη σε τρεις ενορίες:

1. Αγίου Μάμα
2. Αγίου Γεωργίου
3. Αγίας Παρασκευής

Εκπαίδευση

Σ’ ό,τι αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, και σύμφωνα προς πληροφορίες του Ιερώνυμου Περιστιάνη, πριν από το 1852, όταν ιδρύθηκε η κοινοτική δημοτική σχολή από τον μητροπολίτη Κυρηνείας Μελέτιο, λειτουργούσε στη Μόρφου ιδιωτικό σχολείο με διευθυντή τον ντόπιο Λεόντιο, πατέρα της λογίας και ποιήτριας Σαπφούς Λεοντιάδος. ‘Αλλοι που δίδαξαν ιδιωτικώς τα «κοινά γράμματα» στην κωμόπολη ήσαν ο παπάς Ματτάος (Ματθαίος), ο Δερβίς Χασσάν, ο εξισλαμισθείς με τη βία ‘Ελληνας πρωτοπαπάς Νικόλαος, ο οικονόμος Καρσεράς κι ο Μοσκοβίτης.

Το σχολείο που ιδρύθηκε το 1852 ήταν αλληλοδιδακτικό και σ’ αυτό δίδαξαν διάφοροι δάσκαλοι ώς το 1878. Απ’ αυτούς ο Μακάριος Σκλαβούδης (1854-56) από την Λευκωσία δίδασκε κι εκκλησιαστική μουσική.

Στ’ αρχεία της Αρχιεπισκοπής υπάρχει αναφορά 7 προκρίτων Μορφιτών στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α’, ημερομηνίας 3.2.1980, ότι ο μητροπολίτης Μελέτιος καθυστερούσε τον μισθό του δασκάλου Μιχαήλ Ιωαννίδη, από 1.250 γρόσια κατά εξαμηνία, κι ότι αν το ποσό δεν καταβληθεί το σχολείο θα κλείσει. Σ’ απάντηση στον αρχιεπίσκοπο, ο μητροπολίτης Μελέτιος αρνείται ότι καθυστέρησε ποτέ τον διδασκαλικό μισθό, κι ότι μάλλον οι Μορφίτες «κάμνουσι μεγάλες ελλείψεις εις την απόδοσιν των θρονικών δικαιωμάτων».

Σ’ άλλη αναφορά στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, ημερομηνίας 18.11.1869, οι Μορφίτες κατηγορούν και τον μητροπολίτη Κυρηνείας Χρύσανθο, ότι καθυστέρησε τον μισθό του δασκάλου. Κατά τον Περιστιάνη η πέτρα του σκανδάλου και στις δυο περιπτώσεις ήταν τα θρονικά κτήματα.

Ο Λοΐζος Φιλίππου δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: Το πρώτο ελληνικό σχολείο της Μόρφου ιδρύθηκε το 1848 και στεγάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Μάμα. Πρώτος δάσκαλος ήταν ο Μιχαήλ Ιωαννίδης από την Ευρύχου, που είχε σπουδάσει στην Αθήνα κι είχε αναλάβει το σχολείο της Μόρφου ύστερα από πρόσκληση του μητροπολίτη Μελετίου. Κατά το τέλος της τουρκικής κατοχής (1878) το σχολείο αυτό είχε περίπου 180 μαθητές.

Το πρώτο άνετο σχολικό κτίριο κτίστηκε το 1904, και στέγασε το αρρεναγωγείο της Μόρφου μέχρι το 1926 οπότε κτίστηκε νέο αρρεναγωγείο, το δε προηγούμενο μετετράπη σε παρθεναγωγείο. Στο νέο κτίριο στεγάστηκε και η Ελληνική Σχολή Μόρφου (τριτάξιο γυμνάσιο αρχικά) που είχε ιδρυθεί το 1918. Το 1951 κτίστηκε σύγχρονο κτίριο που στέγασε το γυμνάσιο της κωμόπολης, και το οποίο εξυπηρετούσε παιδιά ολόκληρης της περιοχής και των γύρω χωριών. Αργότερα κτίστηκε και δεύτερο γυμνάσιο δίπλα στο πρώτο.

Το 1932 είχε ιδρυθεί στη Μόρφου και η ιδιωτική Αγγλική Σχολή του Κώστα Σιλβέστρου, όπου διδάσκονταν ξένες γλώσσες, εμπορικά και άλλα μαθήματα. Η Σχολή αυτή λειτούργησε μέχρι το 1960, οπότε την ανέλαβε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση που τη μετέτρεψε σε Εμπορική και Επαγγελματική Σχολή η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1974. Παράλληλα λειτούργησαν στη Μόρφου, όπως έχει προαναφερθεί, το Διδασκαλικόν Κολλέγιον και η Γεωργική Σχολή ως παράρτημά του. Μετά το 1960 η Γεωργική Σχολή συνέχισε ως εξατάξιο Γεωργικό Γυμνάσιο.

Η Μόρφου είχε αποκτήσει από νωρίς, δικούς της γιατρούς, εγκατεστημένους εκεί και προερχόμενους από την Ελλάδα. Πρώτος απ’ αυτούς, από το 1893, αναφέρεται ένας Δεσάρτος. Το 1898 εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη δεύτερος γιατρός, ο Πιθανόπουλος, και λίγο αργότερα τρίτος, ο Γαζούλης.

Από τη Μόρφου καταγόταν ο γνωστός λογοτέχνης και πολιτικός Λουκής Ακρίτας.

Από το 1969 (χρόνο κατά τον οποίο η Μόρφου ξεπέρασε την Αμμόχωστο στην παραγωγή εσπεριδοειδών) άρχισε να οργανώνεται στην κωμόπολη το ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού που συνέχισε μέχρι το 1974 (από το 1978 οργανώνουν παρόμοιο Φεστιβάλ στη Mόρφου οι Τούρκοι).

Η τουρκική εισβολή του 1974 διέκοψε βίαια την ανάπτυξη και πάρα πέρα πρόοδο της Μόρφου και προσφυγοποίησε όλους τους κατοίκους της.

Μια ερμηνεία για την ονομασία της Μόρφου, ήταν ότι αυτή προήλθε από τον χαρακτηρισμό όμορφη. Έτσι, οι Τούρκοι απλώς «μετάφρασαν» την ονομασία της κωμόπολης σε Guzelyurt.

Κόλπος της Μόρφου

Είναι ο κόλπος που εκτείνεται από την Πέτρα του Λιμνίτη μέχρι τα δυτικά του χωριού Κορμακίτης και περιβρέχει τμήματα των επαρχιών Λευκωσίας και Κερύνειας. Ο κόλπος, που αποτελεί προέκταση της πεδιάδας Μόρφου, οφείλει την ονομασία του στην κωμόπολη της Μόρφου που βρίσκεται σ’ απόσταση 7 περίπου χιλιομέτρων από τις ακτές του.

Η διαμόρφωση του κόλπου της Μόρφου, όπως και εκείνου της Αμμοχώστου, αποτελεί ένα ενδιαφέρον γεωμορφολογικό φαινόμενο. Κατά τον E. De Vaumas οι κόλποι αυτοί, όπως και ολόκληρη η κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, είναι στενά συνυφασμένοι με το κεντρικό σύγκλινο, που εκτείνεται από τα δυτικά του κόλπου Μόρφου μέσω Μεσαορίας μέχρι και ανατολικά του κόλπου της Αμμοχώστου. Κατά την Πλειόκαινη περίοδο ολόκληρη η Μεσαορία, από τον κόλπο της Μόρφου μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου, καλυπτόταν από θάλασσα. Περί το τέλος της γεωλογικής αυτής περιόδου διάφορες ορογενετικές κινήσεις ανύψωσαν την πεδιάδα, αν και τα δυο άκρα της εξακολουθούσαν να βρίσκονται πολύ πιο μέσα στη στεριά απ’ ό,τι είναι σήμερα. Η τελική διαμόρφωση των κόλπων οφείλεται στις ποτάμιες προσχώσεις μάλλον παρά σε ορογενετικές κινήσεις. Ο κόλπος Μόρφου αποκλείστηκε με φραγμό από χαλίκια που πιθανόν να προήλθαν από ποταμό προερχόμενο από την Τηλλυρία, που κυλούσε από τα νότια στα βόρεια κατά μήκος της ακτής. Τα κατάλοιπα που φραγμού βρίσκονται μεταξύ Καζιβερών και Συριανοχωρίου. Η λίμνη που δημιουργήθηκε μεταξύ στεριάς και θάλασσας καλύφθηκε αργότερα με αποθέσεις ποταμών που πηγάζουν από την οροσειρά του Τροόδους ή ακόμη κι από θίνες που μετέφεραν δυτικοί άνεμοι.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας
1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας