Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ: Ἀναμνήσεις ἀπὸ συναντήσεις μου μὲ τὸν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη

Αἴτει Χριστόν, Παΐσιε θεοφόρε, εἰρήνην ἡμῖν δοῦναι καὶ σωτηρίαν

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ Πρωτοσύγκελλος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου

Σήμερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου μου, Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, ἐκπληρώνω τὴν ἀπὸ παλαιὰ ἐπιθυμία μου ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόσχεσή  μου σὲ διάφορους ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ πνευματικά μου τέκνα, ἀλλὰ καί, κατ᾽ ἐλάχιστο, τὴν μεγάλη μου ὀφειλὴ στὸν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο, τὸν γνήσιο τοῦτο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ μεσίτη καὶ ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριο, νὰ κοινοποιήσω τὰ ὅσα ἐφεξῆς ἀναφέρω.

            Τὰ ἐδῶ γραφόμενα ἀποτελοῦν τὶς μέχρι καὶ σήμερα ἔντονα ζῶσες ἀναμνήσεις τῶν συναντήσεών μου μὲ τὸν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ ἔχω ὡς φοιτητὴς στὴν Ἀθῆνα, κατὰ τὴν περίοδο 1981-1985. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐπισκέφθηκα, θυμᾶμαι, δέκα συνολικὰ φορὲς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ εἶχα τὴν εὐλογία καὶ κατὰ τὶς δέκα νὰ συναντήσω τὸν Γέροντα καὶ νὰ συνομιλήσω μαζί του. Ἐδῶ, ἐξομολογητικῶς καὶ χαριέντως, νὰ ἀναφέρω ὅτι εἶχα γράψει ἕνα ἁπλὸ ἀπολυτίκιο πρὸς τὸν ὅσιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, τὸ ὁποῖο, κάθε φορὰ ποὺ βάδιζα πρὸς τὴν Παναγούδα ἐπανελάμβανα, ἐπικαλούμενος τὴν μεσιτεία τοῦ ὁσίου, νὰ φωτίσει τὸν Γέροντα νὰ μοῦ ἀνοίξει. Καί, οὐδέποτε διήμαρτον τῆς ἐλπίδος! Τὰ πλεῖστα λοιπὸν τῶν γραφομένων μου ἀποτελοῦν ἐνθυμήσεις, κράτησα ὅμως καὶ σημειώσεις, μάλιστα μετὰ ἀπὸ κάποια ἐκτενὴ συνάντηση μαζί του τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1984. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἀποδώσω τοὺς θεόσοφους λόγους τοῦ Γέροντος ὅπως ἐλέχθησαν, ἐπικαλούμενος τὶς θεοπρόσδεκτες εὐχές του.

*   *   *

            πρώτη ἐπίσκεψη στὸν Γέροντα πραγματοποιήθηκε τὴ Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1981. Ἦταν τότε καὶ ἡ πρώτη μετάβασή μου στὸν ἁγιώνυμο Ἄθωνα μὲ μικρὴ ὁμάδα συμφοιτητῶν μου, γιὰ νὰ περάσουμε ἐκεῖ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση. Θυμᾶμαι πὼς μαζί μου ἦταν καὶ οἱ Νεόφυτος Τσάππας (σήμ. ἀρχιμ. Νήφων Βατοπεδινός), Γεώργιος Χριστοδούλου (σήμ. ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀρχιγραμματέας τῆς Σύνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου), Χρῆστος Παπαβασιλείου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο Ἀμμοχώστου (θεολόγος). Οἱ ἴδιοι ἦταν παρόντες καὶ στὴν ἐφεξῆς δεύτερη συνάντησἠ μου μὲ τὸν Γέροντα (Νοέμβριος 1981).

            Φθάνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ περιφραγμένο κελλὶ τοῦ Γέροντος, συναντήσαμε ἀπρόσμενα γνωστὸ θεολόγο ἀπὸ τὴν Κύπρο, ποὺ περίμενε πρὶν ἀπὸ μᾶς. «Τί γίνεται, Χ., πῶς βρίσκεσαι ἐδῶ;», ἐρωτήσαμε. «Μὲ ἔστειλε ὁ Πνευματικός μου, π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, νὰ συζητήσω μὲ τὸν Γέροντα κάτι σοβαρό, ποὺ μὲ ἀπασχολεῖ», μᾶς ἀπάντησε. Μετὰ ἀπὸ λίγο, μᾶς ἄνοιξε ὁ Γέροντας.

            Εἶχα τόσα ἀκούσει στὴν Κύπρο γι᾽ αὐτόν, πού, νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια, μὲ διακατεῖχε καὶ κάποιος φόβος, ὅτι δηλαδὴ θὰ συναντούσαμε ἕνα αὐστηρό, διορατικὸ Γέροντα, ποὺ θὰ ἀποκάλυπτε εὐθέως τὴ ζωή μας κ.λπ.! Ἔτσι, μᾶς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἁπλότητα, ἡ προσήνεια, τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, ἡ μεγάλη ὀξύνεια, ἡ ἐτοιμότητα λόγου, ἡ εὐφυΐα καὶ οἱ εὐφυολογίες τοῦ Γέροντος. Μά, προπάντων, ἡ μεγάλη του πηγαία καὶ ἔκδηλη ἀγάπη καὶ ἀγαπητικὴ προσέγγιση τοῦ ἄλλου. Πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς βιώναμε σὲ κάθε εὐλογημένη συνάντηση μαζί του.

            Δὲν εἶχε τότε ἄλλους, θυμᾶμαι, καὶ ὁ Γέροντας στὴν ἀρχὴ «περίλαβε» τὸν θεολόγο, ποὺ προαναφέραμε! Πρὶν δηλ. ἀρχίσουμε νὰ τοῦ ὁμιλοῦμε, ἀπευθύνθηκε αὐστηρὰ σ᾽ αὐτὸν καί, ναὶ μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ τοῦ ἔκανε παρατηρήσεις (σημειῶστε, τὸν γνώριζε ἀπὸ χρόνια, ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ τὸν ἀγαποῦσε). «Τί εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, βρὲ Χ.;», τοῦ εἶπε. «Τί εἶναι αὐτὲς οἱ ταμπέλλες, ποὺ ἀκούω ὅτι βάζεις γιὰ μένα ἐκεῖ κάτω στὴν Κύπρο καὶ μὲ διαφημίζεις»; Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέροντας, διότι πράγματι ὁ Χ. διηγεῖτο ἀρκετὰ στὴν Κύπρο περὶ τοῦ Γέροντος, ἀσφαλῶς γιὰ ψυχικὴ τῶν ἄλλων ὠφέλεια, ἀλλὰ μετὰ αὐξάνονταν οἱ ἐπισκέπτες τοῦ Γέροντος κι αὐτὸς τὰ πληροφορήθηκε προφανῶς ἀπὸ ἄλλους Κυπρίους, καὶ δὲν τὸν ἀνέπαυε τοῦτο. Κι ἀμέσως μᾶς εἶπε νὰ πᾶμε πιὸ πέρα, σὲ κάτι κούτσουρα στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς του, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦμε τί ἔλεγε στὸν Χ. Τὸ μόνο ποὺ βλέπαμε ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν ὅτι τοῦ μιλοῦσε ἔντονα ὁ Γέροντας, ἀσφαλῶς γιὰ τὸ καλό του! Βεβαίως, θὰ μίλησαν καὶ γιὰ τὸ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔρθει.

            Κατόπιν, ἔφυγε ὁ Χ. καὶ μᾶς κάλεσε κοντὰ ὁ Γέροντας. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἄλλαξε ἀμέσως! Βέβαια, μᾶς ταπείνωσε κι ἐμᾶς ὁ Γέροντας μὲ τρόπο, ὡς ἑξῆς: Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, ἦταν κοντά του ἕνα ἄλλο παιδὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο, μὲ τὸν ὁποῖο γνωριζόμαστε καλὰ (ἤμασταν κάποτε μαζὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα), ἕνας πράγματι ἐξαίρετος ἁγνὸς νέος, μὲ ἦθος σπάνιο, ἀριστοῦχος στὸ σχολεῖο, φοιτητὴς τότε ἰατρικῆς, ὁ Χ. Π., καὶ τὸν ὁποῖο εἴδαμε, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Γέροντα. Ὁ Γέροντας δὲν ἤξερε ἀσφαλῶς πὼς γνωριζόμαστε, καὶ μᾶς εἶπε: «Ἐσεῖς, δὲν εἶστε τίποτα! Πρὶν λίγο, ἦταν ἐδῶ κάποιος πατριώτης σας. Αὐτὸς εἶναι καλὸ παιδί, μὲ ἰδανικά, μὲ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν πατρίδα, μὲ πόθο νὰ προσφέρει»!

            Θυμᾶμαι πὼς εἴχαμε πάρει στὸν Γέροντα γιὰ εὐλογία κάτι ψώνια (ἕνα καρβέλι, κάτι παξιμάδια καὶ λίγες ντομάτες, ἀπὸ ὄσο θυμᾶμαι) ἀπὸ ἕνα μαγαζὶ στὶς Καρυές. Ἀλλὰ αὐτὸς μᾶς κατσιάδασε: «Τί μοῦ τὰ φέρατε ὅλα αὐτά;» Ποῦ νὰ σκεφθοῦμε τότε ἐμεῖς τὰ παιδαρέλια, πὼς τοῦ χαλούσαμε τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα;       

            Κατόπιν μᾶς εἶπε διάφορα ψυχωφελῆ. Θυμᾶμαι, πού, κατὰ παρότρυνση τοῦ παπᾶ-Θανάση τοῦ Σιμωνοπετρίτη (τοῦ σημερινοῦ Ὑμνογράφου· εἴχαμε προηγουμένως περάσει ἀπὸ τὴν Σιμωνόπετρα), τὸν ἐρωτήσαμε ταπεινὰ γιὰ τοὺς λεγομένους «ἀόρατους ἀσκητὲς» τοῦ Ἁγίου Ὄρους (νομίζω κι ἂν εἶναι ἑπτὰ ἢ δώδεκα), καὶ μᾶς εἶπε ὅτι πράγματι ὑπάρχουν. Μᾶς περιέγραψε δὲ καὶ τὴ συνάντηση, ποὺ εἶχε μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ προξένησε, καὶ τὸ πῶς, μὲ τί κουρέλια ἦταν ντυμένος. Μᾶς εἶπε πὼς φοροῦσε κάτι σὰν σακούλλα, πιασμένη στὸν λαιμὸ μὲ μιὰ ραφίδα (σακκοράφι). Ἀργότερα ὁ Γέροντας δημοσίευσε τὸ γεγονὸς τῆς συνάντησής του αὐτῆς μὲ τὸν ἄγνωστο ἐκεῖνο ἀσκητὴ στὸ βιβλίο του Ἁγιορεῖτες Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, (ἐκδ.) Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 46-47.

            Ἕνας ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς ὁμάδας μας, ἦταν ὁ Κύπριος Α., ποὺ κατόπιν ἔγινε καὶ μοναχός. Πολὺ ἐκδηλωτικὸς καὶ συναισθηματικὸς ὁ Α., ζήτησε κάποια εὐλογία ἀπὸ τὸν Γέροντα, καὶ αὐτὸς ἔδωσε σὲ ὅλους μας ἀπὸ ἕνα κομβοσχοινάκι, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔπλεκε συνομιλώντας μὲ τοὺς ἐπισκέπτες του. Ὁ Α. ὅμως ἤθελε κι ἄλλη, σπουδαιότερη εὐλογία! Καί, βγάζει ὁ Γέροντας ἀπ᾽ τὴν τσέπη του ἕνα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ παλαιότερα ἀργυρὰ ρολόγια τσέπης, ποὺ κλείνουν μὲ καπάκι, καὶ τοῦ τὸ δίνει! Ἐνῶ ὅμως συνομιλούσαμε μὲ τὸν Γέροντα, ὁ Α., ἀφοῦ περιεργάστηκε τὸ ρολόι, πρόσεξε ὅτι δὲν δούλευε, ἦταν χαλασμένο! Καὶ τὸ εἶπε στὸν Γέροντα. Ὁπότε αὐτὸς τοῦ ἀπαντάει: «Βρὲ Α., τώρα εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα, παιδί μου, εἶναι ἀργίες, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν δουλεύει τὸ ρολόι»! Κι ὅταν κατόπιν ὁ Α. ἄρχισε νὰ ἐρωτᾶ τὸν Γέροντα γιὰ πράγματα ὑψηλά, πῶς ἔρχονται τὰ δάκρυα καὶ ἡ κατάνυξη, τοῦ ἀπάντησε προφυέστατα ὁ Γέροντας: «Ἄκου, βρὲ Α., ἂν θὲς κατάνυξη καὶ δάκρυα, εἶναι εὔκολο νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Πᾶρε ἕνα σακκὶ κρεμμύδια, κι ἄρχισε νὰ τὰ καθαρίζεις, καὶ θὰ ἔρθουν καὶ τὰ δάκρυα!»… Σημειῶστε, μέχρι ποὺ νὰ κοιμηθεῖ ὁ Γέροντας καί, παρόλο ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς ὁ Α. καὶ ἄλλαξε ὄνομα, ὅταν ἐπισκεπτόταν τὸν Γέροντα, ὅπως πληροφορήθηκα, τὸν ἀποκαλοῦσε καὶ πάλιν, βρὲ Α.! Γράφω τέτοιες λεπτομέρειες, γιατὶ μέσῳ αὐτῶν διαφαίνεται καὶ ἡ διάκριση καὶ ποιμαντικὴ προσέγγιση τοῦ Γέροντα σὲ διαφόρους ἀνθρώπους, ποὺ τὸν πλησίαζαν καὶ ἔπρεπε νὰ βοηθήσει τὸν καθένα κατὰ τὴν περίπτωσή του.

            Φεύγοντας, μᾶς ἔδωσε πίσω ἐκεῖνα τὰ λίγα τρόφιμα ποὺ τοῦ εἴχαμε πάρει καὶ μαζὶ καὶ ἄλλες τσάντες μὲ φαγώσιμα, καὶ μᾶς εἶπε: «Ἐγώ, δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπ᾽ αὐτά. Ξέρετε τὸν πατριώτη σας, τὸν γέρο-Ἰωσὴφ στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος»;[1]  «Ὄχι, Γέροντα», ἀπαντήσαμε. «Εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίσετε. Σ᾽ αὐτὸν νὰ πᾶτε τὰ τρόφιμα αὐτά, γιατὶ αὐτὸς ἔχει πράγματι ἀνάγκη». Ἔτσι καὶ κάναμε. Πρὶν ἀναχωρήσουμε ὅμως, ὁ Γέροντας ἔκοψε ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ καρβέλι ποὺ τοῦ πήγαμε καὶ σταύρωσε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα μὲ τὸ τεμάχιο ἐκεῖνο τοῦ ψωμιοῦ. Μετὰ μᾶς ρώτησε:«Πρὸς τὰ ποῦ πέφτει ἡ Κύπρος»; Τοῦ δείξαμε, καὶ στράφηκε πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ σφράγισε καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ… Πήραμε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα καί, ἐρωτῶντας, ἀνακαλύψαμε τὴν… τρώγλη, ὅπου οἰκειοθελῶς ζοῦσε μόνος ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος μοναχός, ποὺ χάρηκε πράγματι μὲ τὴν ἐπίσκεψή μας. Καί, φαίνεται, ὁ Γέροντας Παΐσιος θὰ ἔστελνε κατὰ καιροὺς βοήθεια καὶ στὸν παπποῦ ἐκεῖνο, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ γνωρίζει αὐτός. Γιατί, ὅταν ἐρωτήσαμε τὸν γέρο-᾽Ιωσὴφ ἂν γνώριζε τὸν Γέροντα Παΐσιο, ποὺ τοῦ ἔστελνε τὰ πράγματα, μᾶς εἶπε πὼς δὲν τὸν γνώριζε!

*   *   *

            Μία ὡραία σκηνή, ποὺ προοιμίασε τὴ δεύτερη ἐπίσκεψή μας στὸν Γέροντα (περίπου Νοέμβριο τοῦ 1981), καὶ ποὺ ἐπαναλήφθηκε ξανά, ἦταν ἡ ἑξῆς: Εἴχαμε φθάσει σὺν Θεῷ στὴν περιφραγμένη μὲ συρματόπλεγμα Παναγούδα. Ἐκεῖ στὴν ἐμπρόσθια εἴσοδο, τὸ σύνηθες σκηνικό: Κάποια πινακίδα, γραμμένη πρόχειρα ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ στερεωμένη στὴν καγκελλόπορτά του, ποὺ ἔλεγε (περίπου): «Ἐδῶ, δὲν ἦρθα νὰ κάνω τὸν δάσκαλο στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου. Ἀφῆστε τὰ ὀνόματά σας, νὰ τὰ μνημονεύω, γιατὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἐσεῖς καὶ ἐγὼ ὠφελούμαστε περισσότερο». Εἶχε δὲ πράγματι ἐκεῖ ἕνα-δύο γυάλλινα δοχεῖα, ἀπ᾽ αὐτὰ τοῦ γλυκοῦ, μὲ κομμάτια χαρτιοῦ καὶ μολυβάκια, σκεπασμένα γιὰ νὰ μὴ βρέχονται, ὅπου μποροῦσε κάποιος νὰ γράψει τὸ ὄνομά του κι ὅσων ἄλλων εἶχαν ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸ βράδυ ἔφευγαν οἱ ἑκάτοτε ἐπισκέπτες του, ὁ Γέροντας τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ μνημόνευε. Ἐπίσης, ὑπῆρχαν δύο σχοινάκια, ποὺ κατέληγαν στὸ σιδερένιο κάγκελλο,  στὴν κύρια εἴσοδο στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα, καὶ ποὺ ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὴν πρόσοψη τῆς καλύβας του. Τραβῶντας τὸ ἕνα ἀπ᾽ ἔξω, κτύπαγε κουδουνάκι, γιὰ νὰ ἀκούει ὁ Γέροντας ὅτι κάποιοι ἐπισκέπτες ἦσαν ἔξω, κι ἂν ἤθελε, νὰ τοὺς ἀνοίξει. Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβοκατεβαίνει ὅμως συνεχῶς στὴν πόρτα νὰ ἀνοίγει (μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὶς πολλὲς ἀσθένειες τοῦ Γέροντα), ὅταν ἤθελε νὰ ἀφήσει νὰ περάσουν μέσα ἐπισκέπτες, ἄφηνε τὸ κλειδὶ τῆς κλειδαριᾶς τῆς ἐξώπορτας νὰ κυλίσει κάτω, περασμένο ἀπὸ τὸ δεύτερο σχοινάκι, ποὺ ἀναφέραμε.

            Ἤμουνα τότε μὲ ἄλλα τρία-τέσσερα παιδιά, ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως, καὶ κτυπούσαμε τὸ καμπανάκι μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Σὲ λίγο, νἄσου ἡ σεπτὴ μορφὴ τοῦ Γέροντα. «Βρὲ παλλικάρια, ἄστε με νὰ κάνω κανένα κομποσχοίνι», μᾶς εἶπε ἀπὸ ἐπάνω. «Γέροντα, θέλουμε νὰ σὲ δοῦμε!», εἴπαμε κι ἐμεῖς. «Νά, δὲν μὲ βλέπετε;», ἀπάντησε. «Γέροντα, θέλουμε νὰ σὲ δοῦμε ἀπὸ κοντά!» «Κοντά σας εἶμαι!», ἀπαντάει. Καί, τὸ τελευταῖο ἀκαταμάχητο… ὅπλο μας: «Γέροντα, ἀπὸ τὴν Κύπρο εἴμαστε. Εἴμαστε καὶ πρόσφυγες!» Πράγματι, ἀπ᾽ ὅσο θυμᾶμαι, οἱ πλεῖστοι παρόντες ἤμασταν ἀπὸ τουρκοκρατούμενες σήμερα περιοχὲς τῆς Κύπρου. Μόλις τἄκουσε τοῦτα ὁ Γέροντας, ἀμέσως ἄφησε τὸ κλειδὶ νὰ κυλίσει κάτω ἀπ᾽ τὸ σχοινάκι ἐκεῖνο… Μπήκαμε μέσα, καὶ αὐτὴ τὴ φορά, ὅπως καὶ ἴσως μία ἄλλη ξανά, μᾶς ἔβαλε πρῶτα μέσα στὸ καλύβι, στὸν ναΐσκο του, νὰ προσκυνήσουμε. Μετά, ἄρχισε στρωτὲς μετάνοιες, καὶ «μετὰ φόβου καὶ τρόμου» ἐκδήλου μᾶς ἔφερε τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη, νὰ προσκυνήσουμε. Θυμᾶμαι τὴν ἔκφρασή του, ποὺ ἔφερε τὸ λείψανο καὶ σὰν νὰ ἔτρεμε ἀπὸ εὐλάβεια «ὡς ὁρῶν ἀοράτως» τὸν ποθούμενό του ἅγιο.

            Κατόπιν, μᾶς κέρασε λουκουμάκια καὶ νεράκι, ἔξω στὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του, πάνω στὰ κούτσουρα… Καὶ μιλήσαμε, μᾶς εἶπε διάφορα ψυχωφελῆ. Μᾶς εἶπε καὶ γιὰ τοὺς Τούρκους, πὼς ἔχουν στὸ ζωνάρι τὰ κόλλυβα, καὶ πὼς θὰ φύγουνε ἀπὸ τὴν Κύπρο. Εἶναι τότε, ποὺ τὸν ρωτήσαμε τί θὰ γινόταν μὲ τὴν Κύπρο κι ἂν θὰ αἰχμαλωτιζόταν κάποτε ὁλάκερη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καθὼς γιὰ μᾶς τὰ πικρὰ γεγονότα καὶ οἱ τραυματικὲς ἐμπειρίες τοῦ πολέμου καὶ τῆς προσφυγιᾶς ἦταν ἀκόμη νωπά. Καὶ μᾶς ἀπάντησε: «Βρὲ παλλικάρια, μὴ φοβᾶστε! Ὁ Χριστὸς θὰ ἐλεήσει τὴν Κύπρο καὶ ἡ Κύπρος θὰ ἐλευθερωθεῖ, γιατὶ ἔχετε πολλοὺς ἁγίους θαμμένους στὸ νησί σας». Ἦταν ἰδιαίτερα εὐαίσθητος ὁ ὅσιος στὸ θέμα τῆς προσφυγιᾶς καὶ τῆς αἰχμαλωσίας μας στοὺς Τούρκους, κάτι ποὺ βίωσε κι ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία. Καὶ μᾶς ἔδινε θάρρος γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα, κάθε φορὰ σχεδὸν ποὺ τὸν ἐπισκεπτόμαστε ἐμεῖς οἱ Κύπριοι. Καί, μάλιστα, πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Καὶ θὰ ᾽ρθῶ κι ἐγώ, βρὲ παλλικάρια, στὴν Κύπρο. Θὰ ἔρθω μέσῳ Καππαδοκίας.» Κι ὁ Γέροντας δὲν ἔλεγε κουβέντες τοῦ ἀέρα, οὔτε καὶ ψευτοπαρηγοριές! Ἦταν, πιστεύω, μιὰ προφητικὴ πρόρρηση τοῦ Γέροντα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ διαχρονικὰ μὲ τὴν συναπελευθέρωση τῆς Κύπρου καὶ Μικρᾶς Ἀσίας μέσα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ξεκίνησαν καὶ θὰ ἐπεκταθοῦν.

            Ἐδῶ, θὰ ἀναφέρω καὶ τὰ ἑξῆς, πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὴ στάση τοῦ Γέροντα ἀναφορικὰ μὲ κάποιες διαδόσεις ὁρισμένων περὶ τῆς ἐπερχομένης καταστροφῆς τῆς Κύπρου ἀπὸ τοὺς Τούρκους (ἔτος 1981 κ. ἑξ.), τὶς ὁποῖες «προφητεῖες», γιὰ νὰ ἀποκτήσουν κύρος, ἀπέδιδαν στὸν Γέροντα Παΐσιο. Ἐμεῖς, νεαρὰ τότε καὶ ἄβγαλτα παιδιά, ὅταν τὰ ἀκούσαμε, φοιτητὲς ἐκεῖ στὴν Ἀθῆνα, βεβαίως γεμίσαμε φόβο καὶ ἀνησυχία γιὰ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας. Καί, ὅταν πήγαμε στὸ Ὄρος, αὐτὴ τὴ φορὰ ποὺ περιγράφω, τόλμησα ἐγὼ καὶ ἐρώτησα σχετικὰ τὸν Γέροντα, «διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές». Ἀμάν! Δὲν ξαναεῖδα τόσο ταραγμένο καὶ λυπημένο τὸν Γέροντα. Καὶ ἀπ᾽ τὴ μιά, στενοχωρήθηκα ποὺ λυπήθηκε ὁ Γέροντας, ἀπ᾽ τὴν ἄλλη ὅμως ἀναπαύτηκα ποὺ μᾶς ξεκαθάρισε τὰ πράγματα. Ἔτσι, πολὺ πικραμμένος ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν κατάχρηση καὶ ἐκμετάλλευση τοῦ ὀνόματός του, μᾶς εἶπε ἐπὶ λέξει: «Ἐσεῖς οἱ Κύπριοι, βάζετε στὸ στόμα μου πράγματα, ποὺ δὲν εἶπα! Ὁρισμένοι δηλαδή, γιὰ νὰ παραστήσουν τοὺς ἑαυτούς τους ἥρωες, διαδίδουν ὅτι ἐγὼ λέγω αὐτὰ τὰ πράγματα. Αὐτοί, ἂν δὲν εἶναι γιὰ τὰ ἕξι μέτρα (σημ.: δηλ. γιὰ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα), εἶναι γιὰ τὰ σίδερα τῆς φυλακῆς»! Καὶ μᾶς εἶπε καὶ ἄλλα σχετικά, ξεκαθαρίζοντας καὶ ἀντιδιαστέλλοντας σαφῶς ἐπὶ τοῦ θέματος τὴ θέση του. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ἐπειδὴ οἱ ἀνωτέρω «προφητεῖες» συνεχίζονταν, ἐμπλέκοντας καὶ πάλιν τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου, ἀπέστειλε κατόπιν ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ στὴν Κύπρο, σὲ γνωστὸ καὶ ἔμπιστό του θεολόγο, μὲ ἐντολὴ νὰ τὴ διαβάζει σὲ γνωστούς του πιστούς, γιὰ νὰ ξεκαθαρίζει ἀφενὸς τὴ θέση του, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ αἴρει τὶς φοβίες, ποὺ προξενοῦσαν οἱ διασπειρόμενες αὐτὲς «προφητεῖες». Θυμᾶμαι πολὺ καλά, ποὺ σὲ φιλικὸ σπίτι στὴ Λευκωσία, ὁ Χ. μοῦ διάβασε τὸ γράμμα ἐκεῖνο τοῦ Γέροντος Παϊσίου, καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε καὶ τὸ εἶδα, καὶ μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση τὸ ἄλγος τοῦ Γέροντος, γιὰ τὴ στυγνὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ὀνόματός του.

            Τὸ θέμα τοῦτο, τῆς πολυποίκιλης δηλ. ἐκμετάλλευσης τῆς περιωπῆς τοῦ ὀνόματός του, ἀπασχολοῦσε φαίνεται μέχρι τέλους τὸν ἅγιο Γέροντα. Θυμᾶμαι πολὺ καλά, ὅταν ἤμουν στὸ Σταυροβούνι μοναχός, ὁ ἅγιος Γέροντάς μας Ἀθανάσιος εἶχε πρωτοεπισκεφθεῖ κατὰ τὸ 1990 τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁπόταν κάποιος Κύπριος μοναχὸς τὸν πῆγε στὴν Παναγούδα καὶ συνομίλησαν μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως μᾶς ἀνέφερε ἐκ τῶν ὑστέρων. Θυμᾶμαι, πού, μεταξὺ ἄλλων, μᾶς ἀνέφερε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, ὅτι τοῦ εἶχε εἰπεῖ ὁ π. Παΐσιος: «Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω τίποτα ἐλεύθερα, γιατὶ εὔκολα παρεξηγοῦμαι. Καὶ μετά, αὐτὰ ποὺ λέω τὰ κάνουν φλάμπουρο ὅπως τὰ θέλουν, καὶ πιάνουν καὶ λένε, ὁ π. Παΐσιος εἶπε ἔτσι καὶ ἔτσι, καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομά μου, διαστρεβλώνοντας αὐτὰ ποὺ εἶπα».

*   *   *

            Σὲ μιὰ ἄλλη ἐπίσκεψη στὸν Γέροντα, νομίζω ἀπὸ τὶς πρῶτες, ἐκεῖ ἔξω στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του καὶ κάπως παράμερα ἀπὸ ἄλλους, τὸν ρώτησα γιὰ τὸ θέμα, ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε τότε ἔντονα, κατὰ πόσον δηλαδὴ ἦταν ἐκ Θεοῦ καὶ θέλημα Θεοῦ ὁ πόθος μου νὰ μονάσω. Καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ὡραιότατες, ἁπλὲς παραβολές, σὰν ἐκεῖνες ποὺ ἀπεύθυνε ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, γεμᾶτες ὅμως κρυμμένο βάθος καὶ νόημα. Ὅταν λοιπὸν τὸν ρώτησα, πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, ἀναφορικὰ μὲ τὸν γάμο καὶ τὸν μοναχισμό, μοῦ ἀπάντησε: «Ὅπως, ὅταν δοῦμε ἕνα φυτό, ποὺ μόλις ἀρχίζει νὰ βλαστάει, νὰ ξεπετάγεται, νὰ βγάζει τὰ πρῶτα φυλλαράκια του, καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀγγουριὰ ἢ ντοματιὰ ἢ ὅ,τι ἄλλο, ἔτσι καὶ μὲ τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ποὺ ἀρχίζει νὰ φουντώνει μέσα σου, εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀκολουθήσεις στὴ ζωή σου. Ἀκόμη, σκέψου μιὰ νοητὴ ζυγαριά, καὶ βάλε στὸ ἕνα ζύγι τὸν γάμο καὶ στὸ ἄλλο τὸν μοναχισμό. Ἐκεῖ ποὺ θὰ ἰδεῖς νὰ βαρύνει ἡ καρδιά σου, νὰ γέρνει ἡ πλάστιγγα, ἔστω καὶ λίγο, αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα».

*   *   *

            Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες ἐπισκέψεις μου, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1983, ἐπισκέφθηκα τὸν Γέροντα μὲ τὸν πατέρα μου. Ἦταν μία συνάντηση μὲ ἰδιαιτερότητα. Ὁ πατέρας μου πέρασε πολλὰ στὴ ζωή του, ὀρφάνεια ἀπὸ μικρός, ἀσθένειες, ποικίλες δοκιμασίες. Κατανυγμένος ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Παϊσίου, τοῦ ἀνέφερε περιληπτικὰ τὶς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ πάρει παρηγοριά. Καί, πράγματι, τοῦ μίλησε ὡραιότατα, πολὺ χαριτωμένα ὁ Γέροντας. Θυμᾶμαι ποὺ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, κι ἐγὼ πέρασα πολλὰ στὴ ζωή μου. Μισὸ πνεύμονα ἔχω. Τὸ αἷμα μου εἶναι ξένο… (ἐννοοῦσε γιὰ τὴ μετάγγιση αἵματος κατὰ τὴν ἐγχείρηση τοῦ πνεύμονα, ὁπόταν κάποιες ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀδελφὲς τῆς Σουρωτῆς τοῦ εἶχαν δώσει αἷμα ποὺ χρειαζόταν)». Καὶ μᾶς ἀνέφερε καὶ γιὰ ἄλλες ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες του. Καί κατέληξε μὲ τὰ ἑξῆς, ποὺ ταπεινὰ τὰ θεωρῶ ὡς μία σπουδαιότατη παρακαταθήκη του: «Καὶ ἐγὼ περιμένω μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ τὴ λίγη προσευχή, γιὰ κανένα κομποσχοίνι ποὺ κάνω, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ καταθέτω στὸ ἄνω ταμιευτήριο, μὲ τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀρρώστειες τούτης τῆς ζωῆς. Κι ὅταν ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας στὴν ἄλλη ζωή, καὶ ἰδοῦμε τί μᾶς ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς ἀρρώστειες καὶ δοκιμασίες, ποὺ περάσαμε στὴ ζωή μας, ἂν εἶναι τρόπος θὰ εἰποῦμε: ‘‘Θεέ μου, γιατί δὲν μοῦ ἔδωσες κι ἄλλες θλίψεις;’’»!

            Θυμᾶμαι ἀκόμη, ποὺ τοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου: «Γέροντα, θέλω νὰ εἶμαι καλός, σωστὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μὲ δυσκολεύουν, μὲ ἐμποδίζουν συχνά». Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Ἄκου, παιδί μου. Φαντάσου ἕνα καθρέφτη, ἐκτεθειμένο ἔξω στὸν ἀνοικτὸ καιρό. Βέβαια, θὰ γεμίσει σκόνες καὶ ἀκαθαρσίες. Ἀπὸ κάτω ὅμως ἀπὸ τὶς σκόνες, εἶναι καθαρὸ τὸ γυαλί. Ἔτσι κι ὁ καλὸς ἄνθρωπος, κι ἂν σκονιστεῖ ἀπὸ τὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς ἡ ψυχή του, μπορεῖ νὰ καθαρισθεῖ μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν Ἐξομολόγηση, καὶ ἡ καρδιά του νὰ μένει καθαρή».

            Φεύγοντας δέ, μᾶς εἶπε κάτι, ποὺ δὲν ξέρω ἂν τὸ ἔπιασε ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ εἶπε καὶ γιὰ μένα, ποὺ σκεφτόμουν ἤδη τὸν μοναχισμό, καὶ δὴ γιὰ τὸ Σταυροβούνι. Μᾶς εἶπε: «Καὶ μὴν ἀκοῦτε! Βάσεις δὲν εἶναι αὐτὲς τῶν Ἀμερικάνων καὶ τῶν Ἄγγλων. Βάσεις πραγματικὲς εἶναι τὸ Σταυροβούνι. Κι ἅμα γίνουν ἀκόμη μερικὲς βάσεις στὴν Κύπρο σὰν τὸ Σταυροβούνι, οἱ βάσεις τῶν ξένων δυνάμεων θὰ φύγουν»! Κάτι παρόμοιο εἶπε σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση καὶ στὸν ἅγιο Μόρφου, ὅπως αὐτὸς μὲ πληροφόρησε, δηλ. «κάνετε βάσεις πνευματικὲς στὴν Κύπρο, κι αὐτὲς οἱ βάσεις θὰ διώξουν τὶς ξένες βάσεις».

            Ἐδῶ, πρέπει νὰ πῶ τὸ πόσο ἀγαποῦσε καὶ ἐκτιμοῦσε τὴ Μονὴ Σταυροβουνίου ὁ Γέροντας Παΐσιος, καὶ ὅτι παρότρυνε κι ἄλλους φιλομόναχους Κύπριους νέους νὰ προτιμήσουν νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Μάλιστα, ἐκτιμοῦσε καὶ εὐλαβεῖτο ἰδιαίτερα τὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντός μας Ἀθανασίου. Εἶπε σὲ κάποιο γνωστό μου εὐλαβῆ νέο, μετέπειτα κληρικό, πρὸ τοῦ 1980, καὶ ἄρα πολὺ πρὶν γνωρίσει ἀπὸ κοντά τὸν Γέροντά μας: «Στὴν Κύπρο ἕνας μόνο ἐργάζεται σωστά, ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος στὸ Σταυροβούνι».

*   *   *

            Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου τοῦ 1984, μὲ τὴν ἀφορμὴ κουρᾶς σὲ μεγαλόσχημο γνωστοῦ μου Κυπρίου στὴν Μονὴ Διονυσίου, πῆγα καὶ στὸ Μπουραζέρι, ἀπ᾽ ὅπου, ἕνα χιονισμένο πρωινό, πῆρα τὸν δρόμο γιὰ τὴν Παναγούδα. Νέκρα βέβαια καὶ ἐρημιὰ ἀπὸ κόσμο, καὶ κρύο. Εἶχα ὅμως τότε μεγάλη ἀνάγκη, νὰ μιλήσω μὲ τὸν Γέροντα, ἕνεκα κάποιων πειρασμῶν, ποὺ διερχόμουνα. Χάριτι Θεοῦ, μοῦ ἄνοιξε καὶ μὲ ἔβαλε στὸ κελλάκι του μέσα, ὅπου ἄναβε καὶ τὸ τζάκι. Θὰ κάτσαμε τουλάχιστον καμμιὰ ὥρα. Δὲν εἶχε ἐξάλλου καὶ κανένα ἄλλο. Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστη αὐτὴ ἡ συνάντηση. Εἶχα καὶ σ᾽ ἕνα χαρτάκι σημειώσει διάφορα θέματα, ποὺ τότε μὲ ἀπασχολοῦσαν, καὶ τὰ λέγαμε μὲ τὸν Γέροντα, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔπλεκε ταυτόχρονα κομβοσχοίνι. Κράτησα εὐτυχῶς κατόπιν κάποιες σημειώσεις.

            Μοῦ τόνισε ἰδιαίτερα τὴ σημασία τῶν καλῶν λογισμῶν, καὶ πόσο μπορεῖ νὰ μᾶς βασανίσει κάποτε μιὰ κακή, ἐσφαλμένη ἰδέα. Τοῦ εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν πὼς δὲν εἶχα ὀρθὴ αὐτογνωσία. Μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ δεῖς ἀκόμη τὸν ἑαυτό σου (ὅπως καὶ γενικὰ στοὺς ἀρχαρίους), γιατὶ θὰ ἀπελπιζόσουν. Ὅταν ὅμως προχωρήσει κάποιος καὶ ἔχει θεμέλιο, τότε τοῦ δίνει ὁ Θεὸς αὐτογνωσία, διότι τότε μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ μπροστὰ στὴν ἀθλιότητα τοῦ ἑαυτοῦ του». Τὸν ρώτησα γιὰ τὶς ἀλλοιώσεις, τὶς μεταβολὲς δηλαδὴ ποὺ διερχόμαστε στὴν πνευματικὴ ζωή, καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἡ νεανικὴ ἡλικία, ἡ πνευματικὴ δηλ. νεανικὴ ἡλικία, εἶναι ὅπως τὸν ἀνοιξιάτικο καιρό, εὐμετάβολη. Ὅσο ὅμως περνοῦν τὰ χρόνια, τόσο ἐπέρχεται καὶ ἡ σταθεροποίηση. Κάθε τοῦ χρόνου καὶ καλύτερα»!

            Γιὰ τὴν ἄσκηση στὴν προσευχὴ καὶ τὸν τρόπο, ποὺ ἔπρεπε νὰ προσεύχομαι, ποὺ τὸν ρώτησα τότε, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσεύχεσαι ἁπλᾶ καὶ ταπεινὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά σου καὶ ὅσο μπορεῖς. Νὰ ξεκουράζεσαι, καὶ μετὰ πάλιν προσευχή. Ὅπως», μοῦ εἶπε, «ὅταν προσεύχομαι καὶ μουδιάσει τὸ χέρι μου, θὰ σταματήσω μέχρι νὰ μοῦ περάσει, ἔτσι κι ἐσύ!» (Σημειῶστε, τότε πράγματι εἶχα ἕνα μούδιασμα στὸ χέρι μου, ποὺ μὲ ἐνοχλοῦσε!) Ὅσο γιὰ τὸν πρῶτο ζῆλο, τὴν πρώτη αἴσθηση τῆς Χάρης, ποὺ τότε εἶχε ὑποχωρήσει καὶ στενοχωριόμουνα, μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὁ Χριστός μας σοῦ ἔδινε τότε δωρεὰν σοκολάτες. ῍Αν συνέχιζε, θὰ σὲ κακομάθαινε. Τώρα πρέπει νὰ ἐργαστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις σοκολάτα. Ἐσὺ μόνος σου νὰ τὴν ἀγοράσεις»! (Σημειῶστε καὶ πάλιν, ὅτι τὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντα μὲ τὴ σοκολάτα δὲν ἦταν τυχαῖο, ἐπειδὴ φαίνεται διεγνώρισε ὅτι μοῦ ἄρεσαν πολὺ οἱ σοκολάτες!) Ἀκόμη, τοῦ ἀνέφερα γιὰ τὸν πόθο καὶ σκοπό, ποὺ εἶχα, νὰ μονάσω στὸ Σταυροβούνι, καὶ μοῦ εἶπε: «Πήγαινε καὶ μεῖνε κανένα χρόνο στὸ Σταυροβούνι, καὶ βλέπουμε». Πράγματι, τὸν ἑπόμενο χρόνο κοινοβίασα στὸ Σταυροβούνι, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα περίπου χρόνο, ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος μὲ ἔκειρε ρασοευχή!

            Ἀκόμη, μοῦ τόνισε γιὰ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο: «Νὰ ἔχεις πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Γέροντα, διότι καὶ θεία Χάρη ἔχει καὶ ἐμπειρίες ἔχει». Κι ἀκόμη, μοῦ εἶπε, ἀπαντῶντας σὲ σχετικὲς ἐρωτήσεις μου: «Μυστικὰ καὶ προβλήματα, μόνο στὸν Πνευματικό σου. Κι ἂν ἀναπαύεσαι μὲ κάτι, ποὺ σοῦ λέει κάποιος ἄλλος, κι αὐτὸ νὰ τὸ πεῖς τοῦ Πνευματικοῦ σου. Καί, γιὰ συχνότερη προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία, ἐφόσον σὲ στηρίζει, κι αὐτὸ νὰ γίνεται μὲ εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ σου». Στὸ τέλος, μοῦ εἶπε: «Μὴν στενοχωριέσαι. Ὅλοι οἱ πειρασμοὶ αὐτοὶ θὰ περάσουν»! Καί, μοῦ ἅρπαξε τὸ χαρτάκι, ὅπου εἶχα σημειωμένα τὰ θέματα ποὺ συζητήσαμε, καὶ τὸ ἔριξε στὴ φωτιὰ στὸ τζάκι! «Ἄντε, τώρα, νὰ πᾶς στὸ καλό!», μοῦ εἶπε, καὶ μοῦ ἔδωσε καὶ κάποια εὐλογία, καὶ ἀνεχώρησα.

            Τί νὰ σᾶς πῶ; Συγχωρέστε με, ποὺ τὸ γράφω, ἀλλὰ εἶχα μιὰ χαρὰ φεύγοντας… Οὔτε ἴχνος ἀπ᾽ ἐκεῖνο τὸ βάρος, ποὺ εἶχα πηγαίνοντας. Ἔνοιωθα ὅτι πετοῦσα, ἤμουν ἀνάλαφρος, σὰν νὰ εἶχα ἐξομολογηθεῖ.

            Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε!

            Δι᾽ εὐχῶν τοῦ ὁσίου Γέροντος Παϊσίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

            ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακεὶμ

            Ἐπισκοπεῖον Εὐρύχου, 16.11.2023

[1] Πρόκειται γιὰ ἕναν ἁπλούστατο μοναχὸ ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασο τῆς Κύπρου, ποὺ διῆλθε μόνος του ἑκουσίως χρόνια πολλά, σχεδὸν τυφλὸς καὶ ἀνήμπορος, σ᾽ ἕνα κελλάκι στὴν ὡς ἄνω Σκήτη, μὲ τελεία πτωχεία καὶ ἐγκατάλειψη ἀνθρώπινη, καὶ ἐκοιμήθη νομίζω σὲ ἡλικία 107 ἐτῶν. Ἔχουν γράψει γι᾽ αὐτὸν καὶ σὲ ἁγιορειτικὰ περιοδικά.