Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

Πολλὲς φορὲς ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου βαθὺ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὴν πρόνοια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ διαμόρφωσαν καὶ καθόρισαν τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία μου. Οἱ λίγες τούτες γραμμὲς ἐν εἴδει αὐτοβιογραφικοῦ σημειώματος ἀναφέρονται σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ γαλούχησαν καὶ μοῦ ἔδειξαν τὸν δρόμο τῆς σταυροαναστάσιμης Ἀληθείας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Γεννήθηκα στὸ χωριὸ Πάνω Ζώδια τῆς περιοχῆς Μόρφου τῆς Κύπρου στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1962. Τὰ πρῶτα δώδεκα «μεγάλα» μου χρόνια τὰ ἔζησα στὸ χωριό μου, ὡς ἐμπειρία παραδείσου, κοντὰ σὲ ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ συνετούς, διότι «ὁ τόπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ τόπος εἶναι ἔρημος», ὅπως λέει ἡ παλιὰ παροιμία.

Ἡ φυσικὴ καὶ ἁπλὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ, ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθισμένους κάμπους, τὰ μποστάνια, τὸ γήπεδο καί, προπαντός, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ποὺ βίωσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ Πάνω Ζώδιας καὶ στὰ παρεκκλήσια μας, κοντὰ σὲ ἀνθρώπους τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας, ὅπως ὁ παπᾶ Χρύσανθος καὶ ὁ εὐλαβέστατος καντηλανάφτης Χατζηγιώρκης, διαδραμάτησαν σημαίνοντα ρόλο γιὰ τὴ μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς μου.

Ἡ κληρονομικότητα κι ὁ χαρακτήρας μου καθορίστηκαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, Νικόλα καὶ Μηλιά. Μάλιστα, θυμᾶμαι τὸν πατέρα ποὺ ἔλεγε: «Εὔχομαι, τὰ παιδιά μου στὴν ὁμορφιά, στὴ φωνὴ καὶ στὸ μεράκι νὰ πάρουν ἀπὸ ἐμένα, στὸν νοῦ καὶ στὴν πίστη νὰ πάρουν ἀπὸ τὴ γενιὰ τῆς γυναίκας μου». Ἡ δὲ γιαγιά μου ἡ Μυροφόρα ἀπὸ τὴν Κάτω Ζώδια ὑπῆρξε ἡ χειραγωγὸς στὴ λαϊκὴ εὐσέβεια, αὐτὴ ποὺ καθόριζε τὴ σχέση μου μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία.

Ὅλος αὐτὸς ὁ ἐπίγειος παράδεισος τῆς Ζώδιας ἐπεκτάθηκε μέχρι τὴν κωμόπολη τῆς Μόρφου, ἀφοῦ ὅταν φοιτοῦσα στὴν Α´ τάξη τοῦ Γ´ Γυμνασίου Μόρφου, κάναμε καθημερινὰ τὴ διαδρομὴ Ζώδια-Μόρφου μὲ τὰ λεωφορεῖα τῆς γραμμῆς, ἀκούγοντας λαϊκὰ τραγούδια καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μάμα, τὴ Μητρόπολη Μόρφου, τὸν Σερράχη ποταμὸ καὶ τὸ γήπεδο τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ σχολεῖο  μας.

Τὰ καλοκαίρια μας χρωματίζονταν ἀπὸ τὴν κατασκήνωση τῶν Προσκόπων στὰ Πλατάνια καὶ κάποτε ἀπὸ τὰ θαλάσσια μπάνια στὸν Ξερὸ καὶ στοὺς ἀρχαίους Σόλους.

Αὐτὸς «ὁ κόσμος, ὁ μικρός, ὁ μέγας», ποὺ λέει καὶ ὁ ποιητής, πληγώθηκε τὸ 1970  μὲ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα μου Νικόλα καί, πολὺ περισσότερο, τὸ 1974 μὲ τὸ προδοτικὸ πραξικόπημα, τὴν τουρκικὴ εἰσβολή, τὴν προσφυγιὰ καὶ χαράχτηκε ἀνεξίτηλα ἀπὸ τὸν ξαφνικὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ μου Πέτρου. Στὰ 12 μου χρόνια ἔζησα τὸν θάνατο τριπλά. Τοῦ πατέρα μου, τοῦ χωριοῦ μου καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου.

Μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς βαθειὲς πληγὲς εἰσέρχομαι στὴν ἐφηβεία σὰν πρόσφυγας, τὴν ὁποία θὰ ζήσω σὲ διαμερίσματα τῆς Λευκωσίας καὶ στὸν Συνοικισμὸ τῶν Λατσιῶν. Αὐτὴ ἡ βίαιη ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἡ γκετοποίησή μας στοὺς συνοικισμοὺς μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ κοινὸ βίωμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία ὡς γεγονὸς ἦταν ἄρρητα συνδεδεμένη μὲ τὴν κοινότητα τῆς Ζώδιας.

Ζώντας πιὰ στὸ πολύβουο ἀστικοποιημένο περιβάλλον τῶν Λατσιῶν,  τὶς ἐφηβικές μου ἀνησυχίες τὶς πολιτικοποίησα στὸν χῶρο τῆς ἀριστερᾶς καὶ ἀργότερα στὸ Β´ Γυμνάσιο Ἀκροπόλεως οἱ συμμαθητές μου μὲ ἐκλέγουν πρόεδρο τοῦ σχολείου. Θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς καθηγητές μου καί, ἰδιαιτέρως, τοὺς φιλόλογους, οἱ ὁποῖοι μὲ βοήθησαν νὰ ἀγαπήσω τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἱστορία.

Παράλληλα,  στὸ προσφυγικό μας σπίτι τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τὸ καθόριζε ἡ μάνα μας, ἡ Μηλιά, μὲ αὐστηρότητα καὶ ἐλευθερία ταυτόχρονα. Πιστὴ γυναίκα τοῦ λαοῦ τῆς Κύπρου, χωρὶς ἴχνος εὐσεβισμοῦ, ἁπλῶς πίστευε καὶ ἐνεργοῦσε τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἂς ἦταν ἡ ἴδια τόσο πληγωμένη ἀπὸ τὸν θάνατο. Μάθαμε στὴν οἰκογένειά μας νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ χαιρόμαστε χωρὶς ἐνοχές, ἔχοντας ὁ καθένας ἔντονο τὸ αἴσθημα νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του.

Τὸ 1979, σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, βρέθηκα στὴν Ἀθήνα πρωτοετὴς φοιτητὴς στὴ Νομικὴ Σχολή, ἀφοῦ πήρα τιμητικὴ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς στρατιωτικῆς μου θητείας, ἐξαιτίας τοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ μου Πέτρου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ 1974. Τὴ νομικὴ ἐπιστήμη ποτὲ δὲν τὴν ἀγάπησα, ἀλλὰ αὐτὴ καθόρισε τὸν τρόπο ἔκφρασής μου. Μάλιστα, κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος σπουδῶν συγκρουόμουν μέσα μου καὶ ἀναρωτιόμουν ποιό θὰ ἦταν τὸ μέλλον μου σὰν δικηγόρος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔψαχνα νὰ βρῶ φίλους καὶ ὄχι συντροφιές. Ἤθελα φιλία, ἀφοῦ συντρόφους εἶχα πολλούς!

Ὅταν ἄρχισα νὰ συνδέομαι μὲ ἀληθινὴ φιλία μὲ κάποιους ἀνθρώπους, Κύπριους καὶ Ἑλλαδίτες, διαπίστωσα ὅτι οἱ περισσότεροι ἤθελαν νὰ ἔχουν καὶ Θεὸ μέσα στὴ ζωή τους. Μ᾽ αὐτοὺς συγκεντρωνόμασταν τακτικὰ καὶ στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Ἠλυσίων. Στὸ δεύτερο ἔτος τῆς Νομικῆς, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1980, γνωρίζω γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος μὲ συμβουλεύει νὰ μὴν παρατήσω τὴ Νομικὴ —διότι ἐγὼ ἤθελα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω—, καὶ μοῦ ἐξαγγέλλει προφητικὰ ὅτι τὸ πτυχίο θὰ τὸ χρειαστεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος! Πράγμα, ποὺ ἔγινε πολὺ ἀργότερα, ὅταν ἔγινα ἐπίσκοπος ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου τοῦ Α´.

Ἐδῶ, θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι στὴν πνευματική μου χειραγώγηση πολὺ μὲ βοήθησε ὁ φίλος μου μακαριστὸς Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κυρὸς Γεράσιμος [1], ὁ ὁποῖος μὲ ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ πολὺ σημαντικοὺς καὶ αὐθεντικοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴν Ἑλλάδα, ὅσο καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Γεράσιμος τότε ἦταν 29 ἐτῶν καὶ ἐγὼ 19 καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκροτεῖτο μιὰ ὁλάκερη παρέα ποικίλων ἀνθρώπων.

Ἔτσι, σιγὰ σιγὰ μπαίνουν στὴ ζωή μας, οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἡ θεολογία, τὰ παραδοσιακὰ καὶ λαϊκὰ τραγούδια τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη πλέον ξεπερνᾶ τὴν πολιτικὴ καὶ τὴ φιλτράρει. Ἀρχίζω νὰ συμμετέχω στὰ Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέσα μου δημιουργεῖται σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ ἀγάπη γιὰ τὶς ἀγρυπνίες.

Τὸ 1981, ἐποχὴ ποὺ τὸ ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου παίρνει τὴν ἐξουσία, γνωρίζω γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Λεπροκομεῖο στὴν Ἁγία Βαρβάρα στὸ Αἰγάλεω, τὸ  κατοπινὸ Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, ἀνθρώπους τοῦ πόνου, τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως, προερχομένους ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπως τὸν Χαράλαμπο, τὸν Ἀριστείδη, τὴν Ἀργυρώ, τὴ Ντίνα, τὸν Κώστα τὸν ψάλτη, τὴν Εὐτυχία, τὸν Μιχάλη τὸν τυφλό, τὸν Μανωλιό, τὴ Φωφὼ καὶ τὴν ἁγιοτάτη τυφλὴ καὶ παράλυτη Βαγγελιὼ ἀπὸ τὴν Ἤπειρο κ.ἄ. Ἐξαιρέτως  ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κρυφὸ ἅγιο, κατὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο, τὸν πατέρα Εὐμένιο Σαριδάκη, ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὸν ἐκεῖ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὁ ὁποῖος γίνεται ὁ ἐξομολόγος μου. Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν φίλο μου τὸν Δημήτριο Δεμερτζῆ, δύο φορὲς τὴ βδομάδα πηγαίνουμε γιὰ Ἀκολουθίες.

Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1982 πάω γιὰ πρώτη φόρα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γνωρίζω τὸν ὅσιο Παΐσιο, ἐνῶ τὸ Πάσχα τοῦ 1982 πηγαίνω στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν Εὔβοια καὶ γνωρίζω τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάλυψε τὸ μέγα τραῦμα τῆς ὀρφάνειας μου, τὸν ὅσιο Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα γίνεται ὁ πνευματικός μου πατέρας, καθότι μπορεῖ νὰ ἔχουμε πολλοὺς δασκάλους ἀλλὰ «οὐ πολλοὺς πατέρας».

Ἔκτοτε, ὅλες τὶς Μεγάλες Ἑβδομάδες καὶ τὰ Χριστούγεννα τὰ περνᾶμε στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, κοντὰ στὸν ὅσιο Ἰάκωβο καὶ τὴν ὀλίγάριθμη συνοδεία του μέχρι τὸ 1987, ὁπόταν ἐπιστρέφω στὴν Κύπρο γιὰ νὰ γίνω μοναχός, διότι ἡ μοναχική μου κλίση ποὺ ἦταν κρυμμένη ἀναδύθηκε πολὺ γρήγορα μέσα ἀπὸ τὴ συναναστροφή μου μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.

Στὶς 16 Ἰανουαρίου 1987 εἰσέρχομαι στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κοντοῦ στὴ Λάρνακα, ποὺ καθόριζε μὲ τὴν ἀσκητική του παρουσία ὁ πατὴρ Συμεών, ὁ ὁποῖος μὲ συνέδεσε μὲ τὸν Γέροντα τῶν Γερόντων ἀββᾶ Ἀθανάσιο Σταυροβουνιώτη, καθηγούμενο τῆς ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ἐν τῷ κόσμῳ γέρο Παναῆ τῆς Λύσης καὶ τὴν κατ’ οἶκον ἐκκλησία καὶ συνοδεία του. Στὶς 27 Δεκεμβρίου 1987 χειροτονήθηκα διάκονος ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσόστομο καὶ μὲ προτροπὴ δική του φοίτησα καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Στὶς 17 Δεκεμβρίου 1993 χειροτονήθηκα πρεσβύτερος καὶ ἀκολούθως προχειρίσθηκα σὲ Ἀρχιμανδρίτη.

Τὸ 1994, μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἀπόφαση τοῦ Γέροντός μας πατρὸς Συμεών, ἐμένα καὶ τοῦ σημερινοῦ Μητροπολίτη Κιτίου Νεκταρίου ἀρχίσαμε τὴν ἀνασύσταση καὶ ἀνοικοδόμηση τῆς παλαίφατης μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου στοὺς Τρούλλους τῆς Λάρνακας, καὶ τὸ Πάσχα τοῦ 1996 μὲ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη εἰσήλθαμε στὴ ἀναστημένη  μονή.

Στὶς 22 Αὐγούστου 1998  ἐξελέγηκα ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ Μητροπολίτης Μόρφου καὶ στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1998 χειροτονήθηκα σὲ Ἐπίσκοπο, ἐνῶ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας ἐνθρονίστηκα στὴν Εὐρύχου, προσωρινὴ ἕδρα τῆς προσφυγικῆς μας Μητροπόλεως.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερωσύνης μου, τὸ σημαντικώτερο γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὸν ὁρίζοντά μου ἦταν τὸ προσκύνημά μου στὴν κατεχόμενη – φυλακισμένη Κύπρο τὸν Μάιο τοῦ 2003, κατόπιν προτροπῆς τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου. Ἐκεῖ, συναντηθήκαμε μὲ τὴν τραγικὴ πραγματικότητα τῆς σταυρωμένης ἁγίας γῆς μας.

Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 2004, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου ἁγίου τῆς Μητροπόλεώς μας Μάμαντος, ἐν μέσῳ κρίσεων καὶ κατακρίσεων, τελέσαμε τὴν πρώτη μετὰ ἀπὸ 30 χρόνια Θεία Λειτουργία στὸν κατεχόμενο μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου, καὶ ἔτσι ἀνανεώθηκε ἡ χριστιανικὴ ἱστορία τῆς Μόρφου καὶ ταυτόχρονα ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ βεβαιότητα τῆς ἐπιστροφῆς σὲ μιὰ ἐλεύθερη Κύπρο, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.

Ἐνθρονιζόμενος Μητροπολίτης στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν προαναφερθεῖσα συναναστροφή μου μὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ἐν Ἑλλάδι καὶ Κύπρῳ, στὰ ἐλεύθερα χωριὰ τὴς ἡμικατεχόμενης Μητροπόλεώς μας, ἀλλὰ καὶ στοὺς προσφυγικοὺς συνοικισμοὺς τῆς λαβωμένης Κύπρου συναντῶ, μετ’ ἐκπλήξεως καὶ χαρᾶς, πάσης ἡλικίας καὶ βιοτῆς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν ἐν μετανοίᾳ καὶ γνωρίζουν καρδιακὰ τὸν Χριστό. Συναντῶ νέους, ποὺ θέλουν καὶ ποθοῦν νὰ διδαχθοῦν τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἁγιότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ διαπιστώνω ὅτι δὲν ἔχω τίποτα δικό μου νὰ τοὺς δώσω, παρὰ μόνο τοὺς βίους, τὴν ἐμπειρία καὶ θεοφάνεια, καὶ τοὺς λόγους τῶν θεόμορφων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ ποὺ γνωρίσαμε. 

Ἐν κατακλεῖδι, ἐπιθυμῶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ διαβῶ τὴ ζωή μου ἐν μετανοίᾳ εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Τριαδικὸ Θεὸ «ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων». 

Γονυπετὴς μετανοῶ διὰ «πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον» καὶ ἐξαιρέτως ἐνωτίζομαι τὸν λόγον τοῦ κατὰ πνεύματος ἀδελφοῦ μου ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅπου εὑρίσκεται, τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κυροῦ Γερασίμου: «Ἐμεῖς, τί κάνουμε ἀδελφέ μου»;

† Ὁ Μόρφου Νεόφυτος


1. Ὁ μακαριστὸς Γεράσιμος ὑπηρέτησε ὡς Πρωτοσύγκελος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας ἀπὸ τὸ ἔτος 1998 ἕως καὶ τὸ 2015. Τὴν 27η Μαΐου ἐξελέγη ἀπὸ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Μητροπολίτης Κεφαλληνίας καὶ τὴν 1η Μαΐου 2015, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Τὴν 22α Μαΐου 2015 τὸ «ἔσκασε» γιὰ τὸν οὐρανό, προσφέροντας τὴν ἀρχιερωσύνη του ἀμόλυντη καὶ καθαρὴ στὸν Μέγα Ἀρχιερέα καὶ Κύριό μας, Ἰησοῦ Χριστό. Γιὰ πολλοὺς ἡ κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη Κεφαλληνίας κυροῦ Γερασίμου ἦταν ξάφνιασμα, ἀλλὰ ὄχι γιὰ ἐμᾶς! Ὁ μακαριστὸς Γεράσιμος σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἦταν παράδοξος καὶ μᾶς ξάφνιαζε μὲ τὴν ἀγάπη του, τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν ἀσκητικότητά του. Ἦταν ὄντως γνήσιος Κεφαλλονίτης.