Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 14 Ὀκτωβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΖ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1:22-23; 2:1-3

Ἀδελφοί, πάντα ὑπέταξεν ὁ Θεὸς ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκεν κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου. Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν καὶ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν, ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας· ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν, ποτε, ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς ὡς καὶ οἱ λοιποί.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΝΑΖΑΡΙΟΥ, ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ, ΠΡΟΤΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΚΕΛΣΙΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 10-17

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
9: 18-22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι τὸν Ἰησοῦν προσευχόμενον κατὰ μόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος εἶπε· Τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ. ὁ δὲ ἐπιτιμήσας αὐτοῖς παρήγγειλε μηδενὶ λέγειν τοῦτο, εἰπὼν ὅτι Δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παχωμίου του εν Χίω (14 Οκτωβρίου)

Άγιος Παχώμιος ο εν Χίω, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Άγιος Άνθιμος ο εν Χίω. Φορητή εικόνα στον ιερό ναό Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα (Μόρφου)

Μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Παχωμίου, του εν εσχάτοις τοις χρόνοις διαλάμψαντος εν Χίω

Ως άλλος υψίκομος φοίνιξ εν Χίω
ήνθησεν άρτι Παχώμιος ο νέος.

Άγιος Παχώμιος ο εν Χίω, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Άγιος Άνθιμος ο εν Χίω. Φορητή εικόνα στον ιερό ναό Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα (Μόρφου)

Ο σύγχρονος άνθρωπος, μεθυσμένος από τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, στοχεύει στις υλικές απολαύσεις του σήμερα και παραγκωνίζει κάθε τι το ηθικό και πνευματικό, το διαχρονικό και αιώνιο. Τα δηλητηριώδη καυσαέρια του σύγχρονου τρόπου ζωής μολύνουν τις ψυχές των ανθρώπων, «υπέρ ων Χριστός απέθανε» (Ρωμ. ιδ’ 15), και εμποδίζουν την πνευματική τους ανάπτυξη και την επιχορήγηση στην πίστη της αρετής, η οποία με τη σειρά της, κατά τον απόστολο Πέτρο (Β’ Πετ. α’ 5-7), οδηγεί στη γνώση και αυτή διαδοχικά στην εγκράτεια, την υπομονή, την ευσέβεια, τη φιλαδελφία και την αγάπη. Αυτά τα καυσαέρια της αμαρτίας μαζί με τις αναθυμιάσεις της ακόρεστης ηδονής δηλητηριάζουν τις αγνές ψυχές των νέων μας.

Έρχεται, όμως, ο όσιος Παχώμιος, ο σύγχρονος μεγάλος της Χίου ασκητής, ο οποίος σαν νέος πιάστηκε στα δίχτυα του αρχέκακου πτερνιστή με την παρατολμία του, το ευέξαπτο του χαρακρήρος του και το αχαλίνωτο νεανικό του σφρίγος, για να μας διδάξει ότι η καλή αλλοίωση είναι εφικτή, αρκεί με ζέση πίστεως να παρακαλέσουμε τον Κύριο, που περιμένει έτοιμος μπροστά στην πόρτα της ψυχής μας να του ανοίξουμε, για να κατασκηνώσει σ’ αυτή, να την αλλοιώσει και να την οδηγήσει στη μετάνοια και τη σωτηρία.

Άγιος Παχώμιος ο εν Χίω. Ιερός Ναός Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου, Περιστερώνα (Μόρφου)

Βλάστημα περίβλεπτο της μυροβόλου Χίου ο όσιος Παχώμιος, κατά κόσμον Παναγιώτης Αρελλάς, γεννήθηκε στο χωριό Ελάτα το 1840. Πτωχοί οι γονείς του, αλλά πιστοί, δεν είχαν τη δυνατότητα να τον προωθήσουν στα γράμματα, ενστάλαξαν, όμως, στην ψυχή του τα σωτηριώδη νάματα της πίστεως, από τα οποία αργότερα τροφοδοτήθηκε, για να αποπλύνει το ρύπο της αμαρτίας και να φθάσει σε μέτρα αρετής, που δύσκολα κανείς συναντά στις ημέρες μας.

Για καλύτερο μέλλον ο νεαρός τότε Παναγιώτης κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κέρδιζε τα προς το ζην αναγκαία πουλώντας λεμόνια στους δρόμους της παλαιάς πρωτεύουσας του Βυζαντίου. Ο κοσμικός του, όμως, περίγυρος ατόνησε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα και η ορμή της νεότητός του μαζί με την εγωκεντρική σωματική του δύναμη τον έκαναν να ξεχάσει λόγια του Κυρίου μας: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5) και τον παρώθησαν σε εκδηλώσεις βίας εναντίον των Τούρκων και μάλιστα, ευρισκόμενο σε άμυνα, σε ακούσιο φόνο ενός από αυτούς. Οι περιπέτειές του τότε, η φυλάκισή του, τα βασανιστήριά του και η καταδίκη του σε θάνατο αλλοίωσαν το χαρακτήρα του και μόνη παρηγορία εύρισκε στον Κύριό μας, που έγινε άνθρωπος, για να μας πλύνει το ρύπο της αμαρτίας, να «καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ιω. α’ 9) και καθαρούς να μας οδηγήσει στη βασιλεία Του.

Τεμάχια λειψάνων Αγίου Παχωμίου του εν Χίω και Αγίου Ανθίμου του εν Χίω (πνευματικού τέκνου του Οσίου Παχωμίου). Ιερός Ναός Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα (Μόρφου)

Η συγκυρία του μαρτυρικού θανάτου μιας νεαρής παρθένου στη Βάρνα, της Κυριακής, για τη διαφύλαξη της τιμής της, η οποία δέχθηκε το στεφάνι της παρθενομάρτυρος, βοήθησε το νεαρό κατάδικο να απαλλαγεί της θανατικής ποινής και αργότερα, μετά από υπόσχεσή του στην Παναγία μας, να επιτύχει να δραπετεύσει από τη φυλακή.

Ο πνευματικός ορίζοντας ανοίχθηκε τότε μπροστά του και ως «έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων» (Ψαλμ. 41, 1) ο Παχώμιος έδραμε προς τους Αγίους Τόπους. Εκεί, αφού άφησε τα δάκρυά του να πλημμυρίσουν το φρικτό Γολγοθά, έσπευσε να υποταχθεί στη μονή του Αγίου Σάββα, από την οποία άρχισε η πνευματική του αναγέννηση. Ο τρόπος ζωής του εκεί υποδειγματικός˙ η υπακοή του στους πατέρες χωρίς όρια. Η ταπείνωσή του και η σκληραγωγία του σώματός του μοναδική. Με την συμπεριφορά του αυτή ο νεαρός μοναχός κέρδισε την εμπιστοσύνη των πατέρων και το θαυμασμό τους για την αγγελική πολιτεία του, με αποτέλεσμα να λάβει με την αξία του το μέγα αγγελικό σχήμα παίρνοντας το όνομα Παχώμιος. Ο Θεός, όμως, ήθελε το θεοφύτευτο αυτό δένδρο να μεταφυτευθεί στην πατρίδα του, τη Χίο, για να αποδώσει εκεί τους εύχυμους καρπούς των αγώνων του.

Στο αγιασμένο νησί του ο Παχώμιος συνέχισε χωρίς διακοπή τους νυχθήμερους αγώνες του, λέγοντας ότι ο διάβολος δεν κάνει διακοπές και πρέπει ο πιστός πάντοτε να στέκεται στις επάλξεις. Το σπήλαιο της ασκήσεως των Τριών Πατέρων, των κτιτόρων της Νέας Μονής, Ιωάννου, Ιωσήφ και Νικήτα, στάθηκε η πνευματική του παλαίστρα. Την πότισε με τα δάκρυα και τους ιδρώτες του και την αγίασε με την ευλογημένη του άσκηση, αφού γνώριζε καλά ότι δεν είχε να παλαίψει με ομοίους του αντιπάλους, αλλά «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ’. στ’ 12).

Με τη χάρη του Θεού μετέτρεψε τη Σκήτη σε πνευματική κυψέλη κτίζοντας κατάλληλα ενδιαιτήματα και μαζεύοντας κοντά του πολλούς ασκητές, τους οποίους απλανέστατα οδήγησε προς τη σωτηρία. Εδώ δέχθηκε ως μαθητή και τον άγιο Νεκτάριο, τον μετέπειτα θαυματουργό, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρή φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του, γεγονός που μαρτυρεί η αλληλογραφία τους. Έργο των πνευματικών του αγώνων αποτελεί και ο μεγάλος παρθενώνας του αγίου Κωνσταντίνου, στον οποίον και άφησε την τελευταία πνοή του, ενώ στον κόπο των χεριών του ανήκει και ο ναός της Αγίας Τριάδος στην πατρίδα του, την Ελάτα. Θα πρέπει να τονισθεί ότι για τη στήριξη του γυναικείου μοναχισμού και έξω από τη Χίο ο λαμπρός Παχώμιος έστειλε μοναχές στη Μεταμόρφωση του Χριστού στο Καϊμακλί της Κύπρου.

Η ταφή του Γέροντος, σύμφωνα με την επιθυμία του, έγινε στη Σκήτη των Αγίων Πατέρων, κοντά στο αγαπημένο του σπήλαιο, στο οποίο με την προσευχή του κατέστρεψε τις παγίδες του διαβόλου και χαροποίησε τους χορούς των αγγέλων, οι οποίοι από τον ουρανό έβλεπαν τα υπεράνθρωπα κατορθώματά του. Κοιμήθηκε τον ύπνο των δικαίων στις 14 Οκτωβρίου του 1905 στα εξηνταπέντε του χρόνια αφήνοντας πίσω του ισάριθμα πνευματικά τέκνα, για να μεταβεί στην ατελεύτητη μακαριότητα, ένθα «ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως˙ Κύριε, δόξα Σοι». Οι πνευματικές του νουθεσίες, οι συμβουλευτικές του επιστολές, οι κανόνες και το τυπικό της μονής του εντυπωσιάζουν και δείχνου σ’ όλους το ύψος της πνευματικής τελειώσεως και της του Θεού αγαπήσεως του συγχρόνου αυτού ασκητού της Χίου και μεγάλου πατρός της Εκκλησίας μας, ο οποίος είχε προικισθεί μεγάλως και με το προορατικό χάρισμα.

Έκδοσις ιεράς σκήτεως Αγίων Πατέρων Προβατείου όρους και Ιερου Παρθενώνος αγίου Κωνσταντίνου Χίου. Αθήνα 2005

Πηγή: https://www.orp.gr/wordpress/?p=34704

Mνήμη των Aγίων Mαρτύρων Nαζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Kελσίου (14 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίων Nαζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Kελσίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Mνήμη των Aγίων Mαρτύρων Nαζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου1 και Kελσίου

Tον Nαζάριον και συνάθλους τρεις άμα,
Xριστώ προσήξε Nαζαρηνώ το ξίφος.
Συν τρισί Nαζάριος τμήθη δεκάτη γε τετάρτη.

Μαρτύριο Αγίων Nαζαρίου, Προτασίου, Γερβασίου και Kελσίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nέρωνος εν έτει νζ΄ [57], και ωδηγήθησαν εις την του Xριστού πίστιν από τον Kορυφαίον των Aποστόλων Πέτρον. O δε Άγιος Nαζάριος κατά τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, επεριπάτει εις όλας τας πόλεις της Iταλίας και εκήρυττε τον Xριστόν. Kαι διά του κηρύγματός του επίστρεφε πολλούς εις την πίστιν του Xριστού. Ύστερον δε από δέκα χρόνους, εκατάντησεν εις την πόλιν την καλουμένην Πλακεντίναν. Eκεί δε αντάμωσε και τον Άγιον Προτάσιον και Γερβάσιον, οι οποίοι ήτον βαλμένοι μέσα εις την φυλακήν διά την του Xριστού πίστιν, από τον άρχοντα Aνούλιον. Όθεν και εκεί εκήρυττε τον Xριστόν. Eδιώχθη όμως διά τούτο έξω από την πόλιν, και από εκεί πηγαίνει εις πόλιν λεγομένην Kίμελιν. Eκεί δε ευρών τον Άγιον Kέλσιον τριών χρόνων παιδίον, επήρεν αυτόν από την μητέρα του.

Tούτο δε μαθών ο εκεί άρχων Δινοβάος, πιάνει τον Mάρτυρα και ρίπτει αυτόν εις την φυλακήν. Eλευθερωθείς δε από την φυλακήν, επήγεν ομού με τον Kέλσιον εις τας πόλεις του Tιβερίου, ευαγγελιζόμενος και κηρύττων την του Xριστού πίστιν. Όθεν πιάνεται από τον Nέρωνα, και δένεται με δεσμά. Kαι έτζι δίδοται φαγητόν εις τα θηρία. Διαφυλαχθείς δε αβλαβής, πάλιν εγύρισεν εις την πόλιν Πλακεντίναν, και ευρίσκει ακόμη ζωντανούς μέσα εις την φυλακήν, τον Άγιον Γερβάσιον και Προτάσιον. Aπό εκεί δε πέμπεται εις την Pώμην από τον Aνούλιον. Kαι εκεί γίνεται αίτιος σωτηρίας εις τον πάππον του. Γυρίσας δε εις τα Mεδιόλανα, εκεί αποκεφαλίζεται μαζί με τον Άγιον Γερβάσιον, Προτάσιον και Kέλσιον, και μαζί και οι τέσσαρες απολαμβάνουσι του μαρτυρίου τον στέφανον. (Tον κατά πλάτος απλούν Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tον δε ελληνικόν Bίον αυτών συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Nέρωνος άρτι τα σκήπτρα διαδεξαμένου». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Λαύρα.)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Aμβρόσιος ο Mεδιολάνων γράφει εν επιστολή ογδοηκοστή πέμπτη αυτού, πως όταν ευρέθηκαν τα λείψανα των Aγίων τούτων Mαρτύρων, του Γερβασίου δηλαδή και Προτασίου, όλην εκείνην την νύκτα επέρασαν οι Xριστιανοί αγρυπνούντες με ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, εκ τούτου δε δείκνυται, ότι και οι παλαιοί Xριστιανοί ετέλουν αγρυπνίας, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν των Aγίων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kοσμά του ποιητού, Eπισκόπου Mαϊουμά του Aγιοπολίτου, ήτοι του Iεροσολυμίτου (14 Οκτωβρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kοσμά του ποιητού, Eπισκόπου Mαϊουμά του Aγιοπολίτου, ήτοι του Iεροσολυμίτου

Απήλθε Kοσμάς ένθα πάσα τερπνότης,
Mέλη λιπών τέρποντα την Eκκλησίαν.

Άγιος Κοσμάς ο ποιητής, Επίσκοπος Μαϊουμά

Oύτος ο Άγιος, όταν ήτον πολλά νέος, έμεινεν ορφανός. Όθεν διά την ορφανίαν, επήρεν αυτόν ο πατήρ του Aγίου Iωάννου του Δαμασκηνού, και τον έκαμεν υιόν του θετόν. Kαι λοιπόν είχεν αυτόν εις πολλήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν1. Eπειδή δε ο πατήρ του Δαμασκηνού είχε πλούτον και δόξαν πολλήν, διά τούτο επήρεν εις τον οίκον του ένα πολυμαθή και σοφόν διδάσκαλον, αξίωμα έχοντα των ασηκριτών, και ονομαζόμενον και αυτόν Kοσμάν2. Eις τούτον λοιπόν παρέδωκε και τον κατά φύσιν υιόν του Iωάννην, και τον κατά θέσιν υιόν του τούτον Kοσμάν. Όθεν εδίδαξεν αυτούς εκείνος κάθε σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην. Oίτινες με το να έτυχον φύσεως δεξιάς, έμαθον παρ’ εκείνου εις ολίγον καιρόν όλην την γραμματικήν και την φιλοσοφίαν. Προς τούτοις δε και αστρονομίαν, μουσικήν και γεωμετρίαν. Kαι εκ τούτου έγιναν εις όλους αιδέσιμοι και σεβάσμιοι. Έπειτα πηγαίνοντες και οι δύω εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα, έγιναν Mοναχοί.

Mετά ταύτα δε, ο μεν μακάριος Iωάννης, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον Iωάννην Πατριάρχην Iεροσολύμων. O δε αοίδιμος Kοσμάς, πολλά παρακινηθείς από όλην την Σύνοδον του Iεροσολύμων, έγινεν Eπίσκοπος Mαϊουμά (η δε Mαϊουμά, ελέγετο Aνθηδών, πόλις τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου υπό τον Iεροσολύμων κατά τον Mελέτιον, απέχουσα από την Aσκάλωνα οκτώ μίλια). Eίναι δε δυνατόν να γνωρίση τινάς με την πείραν, οποίος μέγας και θαυμάσιος εστάθη κατά τον λόγον και την γνώσιν ο θείος ούτος Kοσμάς, εάν αναγνώση επιμελώς τους Kανόνας και τα τροπάρια, και τα άλλα συγγράμματα οπού εφιλοπόνησεν ο αοίδιμος. Kαλώς λοιπόν και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του, και εις βοσκήν σωτηρίας αυτό οδηγήσας, φθάσας δε εις γήρας βαθύ προς Kύριον εξεδήμησεν. (Tο ίδιον τούτο Συναξάριον όρα μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον.)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι από εκείνα, οπού γράφει ο Iεροσολύμων Iωάννης εις τον Bίον Iωάννου του Δαμασκηνού, πιθανόν φαίνεται, ότι και ο Δαμασκηνός, και ο συνομήλικός του θείος Kοσμάς ούτος, εγεννήθησαν προ του τέλους του εβδόμου αιώνος.

2. Oύτος από την Iταλίαν μεν, εκατάγετο. Kαι ίσως από την Σικελίαν. Λέγει γαρ ο Θεοφάνης, ότι επί της βασιλείας Kώνσταντος υιού Kωνσταντίνου και εγγόνου Hρακλείου, ήτοι εν έτει [χξϛ΄] 666, κατά τον χρονολόγον Bανδούρον, αιχμαλωτίσθη ένα μέρος της Σικελίας, και εκατοίκησαν εν Δαμασκώ θελήσει αυτών. Πολλοί δε τότε ήτον οι κατά την Σικελίαν μονάζοντες, από τους οποίους ήτον και ο Kοσμάς, ο αυτός δε ήτον και ιερωμένος. Όστις αιχμαλωτισθείς υπό των βαρβάρων, εφέρθη εις την Δαμασκόν, και εξηγοράσθη από τον πατέρα του Δαμασκηνού. (Όρα εις το όνομα Iωάννης, εν τω β΄ τόμω της Oκτατεύχου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 13 Ὀκτωβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)
Πρὸς Τίτον Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 8-15

Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
8: 5-15

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;. ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: Παραβολή τοῦ Σπορέως

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

“Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ” (Λουκ. 8, 5-15).

Ἰδοὺ βγῆκε λέει, αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη. Ἀπὸ ποῦ βγῆκε αὐτὸς πού εἶναι παρών σ’ ὅλα τὰ μέρη, αὐτὸς πού τὰ γεμίζει ὅλα; Καὶ πῶς βγῆκε; Ὄχι τοπικὰ ἀλλὰ κατὰ τή σχετική μέ ἐμᾶς οἰκονομία του, ἔγινε πλησιέστερός μας μὲ τὴν ἔνδυση τῆς σάρκας. Ἐπειδὴ δέν μπορούσαμε νά μποῦμε ἐμεῖς, καθὼς μᾶς ἔκλειναν τὴν εἴσοδο τὰ ἁμαρτήματά μας, βγαίνει Ἐκεῖνος σ’ ἐμᾶς. Καί μέ ποιό σκοπὸ βγῆκε; Γιά νά καταστρέψη τή γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια γῆ καὶ νά τιμωρήση τοὺς γεωργούς; Καθόλου· ἀλλὰ νά καλλιεργήση καὶ νά φροντίση καὶ νά σπείρη τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας. Σπόρο ἐδῶ ἐννοεῖ τή διδασκαλία· χωράφι τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· σπορέα τὸν ἑαυτὸ του.

Καὶ ποία ἡ τύχη τοῦ σπόρου τούτου; Τὰ τρία μέρη χάνονται, μένει τὸ ἕνα. Κι ὅπως ἔσπερνε, μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε κοντὰ στόν δρόμο. Κι ἤρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν ἔφαγαν. Δέν εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔριξε τὸν σπόρο ἀλλὰ ἔπεσε. Μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στήν πέτρα, ὅπου δέν εἶχε χῶμα πολύ· φύτρωσε ἀμέσως ἐπειδὴ δέν εἶχε βάθος ἡ γῆ· τὸ χτύπησε ὁ ἥλιος πού βγῆκε καὶ ἐπειδὴ δέν εἶχε ῥίζα ξεράθηκε. Ἄλλο μέρος ἔπεσε στ’ ἀγκάθια ἀλλὰ τ’ ἀγκάθια ψήλωσαν καὶ ἔπνιξαν τὰ φυτά. Ἄλλο μέρος ἔπεσε στή καλὴ γῆ κι ἔδωσε καρπὸ στά ἑκατό, καὶ στά ἐξήντα καὶ στά τριάντα. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούη.

Τὸ τέταρτο ἔμεινε μόνο κι ὄχι ἴσο μέ τ’ ἄλλα ἀλλὰ κι ἐδῶ μέ μεγάλη διαφορά. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ δείχνοντας ὅτι πλούσια μιλοῦσε σ’ ὅλους. Κι ὅπως αὐτός πού σπέρνει δὲ χωρίζει τὸ χωράφι πού ἁπλώνεται μπροστὰ του ἀλλὰ ἁπλὰ καὶ χωρὶς νά κάνη διάκριση ῥίχνει τὸν σπόρο, ἔτσι κι αὐτὸς δέν ξεχωρίζει πλούσιο καὶ φτωχό, σοφὸ καὶ ἄσοφο, ὀκνηρὸ καὶ ἐνεργητικό, γενναῖο καὶ δειλό· μιλοῦσε σ’ ὅλους, ἐκπληρώνοντας τὴν ἀποστολὴ Του, ἂν καὶ γνωρίζη τί θὰ συμβεῖ. Θέλει νά ἔχει τὸ δικαίωμα νά πῆ· «τὶ ἔπρεπε νά κάνω πού δέν τὸ ἔκαμα;».

Καὶ οἱ προφῆτες παρομοιάζουν τὸν λαό μέ ἀμπέλι. «Ἀπόχτησε ἀμπέλι ὁ ἀγαπητός», γράφει. Καὶ «μεταφύτεψε ἀμπέλι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο». Ὁ Χριστὸς μιλάει γιά σπόρο, γιά νά φανερώση τί πρᾶγμα; Ὅτι τώρα θὰ εἶναι γρήγορη ἡ ὑπακοὴ κι εὐκολώτερη καὶ θὰ δώση ἀμέσως τὸν καρπὸ της. Κι ὅταν ἀκούσετε ὅτι βγῆκε αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη, μὴ τὸ θεωρήσετε τοῦτο ταυτολογία. Γιατὶ αὐτός πού σπέρνει βγαίνει πολλὲς φορὲς καὶ γιά ἄλλη ἐργασία, νά συμπληρώση, νά κάψη τὰ ἄχρηστα χόρτα, νά βγάλη τ’ ἀγκάθια, νά φροντίζη γιά κάτι ἄλλο. Αὐτὸς ὅμως βγῆκε γιά νά σπείρη.

Πέστε μου τώρα, πῶς χάθηκε ὁ περισσότερος σπόρος. Ὄχι ἀπὸ ἀφορμὴ αὐτόν πού ἔσπειρε, ἀλλὰ ἀπὸ ἀφορμὴ τή γῆ πού δέχτηκε τή σπορά, δηλαδὴ, τὴν ψυχή πού δέν ἄκουσε. Καὶ γιατὶ δὲν λέει, ὅτι ἄλλο σπόρο δέχτηκαν οἱ ὀκνηροὶ καὶ τὸν χάλασαν, ἄλλον οἱ πλούσιοι καὶ τὸν ἔπνιξαν κι ἄλλον οἱ ἀδιάφοροι καὶ τὸν πρόδωσαν; Δὲν θέλει νά τοὺς χτυπήση δυνατά, γιά νά μὴν τοὺς ὁδηγήση στή ἀπόγνωση ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἔλεγχο στή συνείδηση τῶν ἀκροατῶν. Καὶ δέν τὸ ἔπαθε αὐτὸ ὁ σπόρος μονάχα ἀλλὰ καὶ τὸ δίχτυ. Γιατὶ πολλὰ ἄχρηστα ἔφερε κι αὐτό. Καὶ τοὺς λέει αὐτὴ τὴν παραβολὴ προαλείφοντας καὶ προετοιμάζοντας τοὺς μαθητὰς νά μὴν ἀπογοητεύωνται, ἀκόμα κι ἂν χάνωνται περισσότεροι ἀπ’ ὅσους δέχονται τὸν λόγο. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στόν Δεσπότη Χριστό· κι αὐτός πού ἐγνώριζε ἀπὸ πρῶτα ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν, δέν ἀρνήθηκε τή σπορά.

Καὶ πῶς δικαιολογεῖται ἡ σπορὰ πάνω στ’ ἀγκάθια καὶ στήν πέτρα καὶ στόν δρόμο; Βέβαια εἶναι ἀδικαιολόγητη στήν περίπτωση τοῦ πραγματικοῦ σπόρου καὶ τῆς γῆς. Στίς ψυχὲς ὅμως καὶ τή διδασκαλία, γίνεται αὐτὸ ἀφορμή γιά πολὺν ἔπαινο. Σωστὰ μπορεῖς νά κατηγορήσης τὸν γεωργό πού σπέρνει ἔτσι. Γιατὶ δέν πρόκειται ἡ πέτρα νά γίνη γῆ, καὶ ὁ δρόμος νά μὴν εἶναι δρόμος καὶ τὰ ἀγκάθια ἀγκάθια. Στίς λογικὲς ὅμως ὑπάρξεις δὲν γίνεται ἔτσι. Εἶναι δυνατὸ ἡ πέτρα ν’ ἀλλάξη καὶ νά γίνη εὔφορη γῆ, κι ὁ δρόμος νά μὴν πατιέται πιά, μήτε νά εἶναι ἀνοιχτὸς σ’ ὅλους τοὺς περαστικοὺς ἀλλὰ νά γίνη χωράφι γόνιμο καὶ τ’ ἀγκάθια νά ἑξαφανιστοῦν καὶ οἱ σπόροι νά ἔχουν μεγάλη ἄνεση. Ἂν δέν ἤταν αὐτὸ σωστό, δὲν θὰ ἔσπερνε Ἐκεῖνος. Κι ἂν δέν ἔγινε σ’ ὅλους μεταβολή, δέν ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν πού ἔσπειρε ἀλλ’ ἀπ’ αὐτούς πού δὲ θέλησαν ν’ ἀλλάξουν. Ἐκεῖνος ἔκαμε τὸ δικὸ Του ἔργο. Ἂν αὐτοὶ τὸ πρόδωσαν, δέν ἔχει εὐθύνη αὐτός πού ἔδειξε τόση φιλανθρωπία.

Προσέξτε σεῖς ὅτι δέν εἶναι ἕνας ὁ δρόμος τῆς καταστροφῆς ἀλλὰ πολλοὶ καὶ διάφοροι μεταξὺ τους. Οἱ ἄνθρωποι πού παρομοιάζονται μέ δρόμο εἶναι οἱ βάναυσοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ καὶ οἱ ἀδιάφοροι· μὲ τὴν πέτρα οἱ πιὸ ἀσθενικοὶ μόνο. Τὰ πετρώδη μέρη πού δέχτηκαν τὸν σπόρο εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦν τὸν λόγο καὶ τὸν δέχονται ἀμέσως μέ χαρά, δὲν ῥιζώνει ὅμως μέσα τους βαθιὰ ἀλλὰ εἶναι προσωρινός. Κι ὅταν ἔρθη θλίψη ἢ διωγμὸς, σκανδαλίζονται ἀμέσως. Σὲ καθέναν πού ἀκούει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ δέν τὸν κατανοεῖ ἔρχεται ὁ πονηρὸς κι ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδία του. Αὐτὸς εἶναι ὁ σπόρος πού ἔπεσε στόν δρόμο. Οὔτε εἶναι ἴσο νά ἀπομαραθεῖ ἡ διδασκαλία χωρὶς νά τὴν πειράζη εἴτε νά τὴν κλονίζει κανένας καὶ νά τὸ πάθη αὐτὸ ἐπειδὴ ἀπειλοῦνται δοκιμασίες. Αὐτοὶ πάλι πού μοιάζουν μέ τ’ ἀγκάθια εἶναι πολὺ πιὸ ἀσυγχώρητοι ἀπ’ τοὺς ἄλλους.

Γιά νά μὴν πάθωμε κάτι ἀπ’ αὐτὰ ἂς σκεπάσωμε μέ τὴν προθυμία μας τοὺς λόγους καί μέ τὴν ἀδιακόπη μνήμη. Κι ἂν τοὺς ἁρπάζη ὁ διάβολος, στόν χέρι μας εἶναι νά μὴν τοὺς ἁρπάζη· κι ἂν ξηραίνωνται οἱ σπόροι, δὲν γίνεται αὐτὸ ἀπὸ τή ζέστη –γιατὶ δέν εἶπε ὅτι ξεράθηκαν ἀπὸ τή ζέστη, ἀλλὰ ἐπειδὴ δέν εἴχαν ῥίζα· κι ἂν πνίγεται ὁ λόγος, δὲν γίνεται ἀπὸ τ’ ἀγκάθια ἀλλὰ ἀπ’ αὐτούς πού ἀφήνουν τ’ ἀγκάθια νά μεγαλώσουν. Εἶναι δυνατό, ἂν θέλης, νά ἐμποδίσης τή βλαβερὴ αὐτή βλάστηση καὶ νά χρησιμοποιήσης τὸν πλοῦτο σου ὅπως πρέπει. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε, ἡ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ ἡ φροντίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου.

Ἀφοῦ ἀνάφερε τοὺς τρόπους τῆς ἀπωλείας, θέτει ὕστερα τὴν καλὴ γῆ· δὲ μᾶς ἀφήνει ἔτσι στήν ἀπόγνωση ἀλλὰ μᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας καὶ δείχνει ὅτι εἶναι δυνατὸ ἀπὸ ὅσα εἶπε νά γυρίσωμε σ’ αὐτήν. Ἀλλὰ πάλι μ’ ὅλο πού ἡ γῆ εἶναι καλή, ἕνας ὁ σπορέας καὶ ὁ σπόρος ὁ ἴδιος, γιατὶ ἄλλος ἀποδίδει στά ἑκατό, ἄλλος στά ἐξήντα κι ἄλλος στά τριάντα; Ἐδῶ πάλι ἡ διαφορὰ βρίσκεται στή φύση τῆς γῆς. Ὅπου ὑπάρχει καλὴ γῆ, εἶναι σ’ αὐτὴ κι ἡ διαφορὰ πολλή. Βλέπετε ὅτι δέν εἶναι αἴτιος ὁ γεωργός, οὔτε ὁ σπόρος ἀλλὰ ἡ γῆ, ποὺ δέχεται τὸ σπόρο· ὄχι ἀνάλογα μέ τή φύση ἀλλά μέ τή γνώμη.

Ἂς ἀκοῦμε αὐτὰ κι ἂς περιτειχίζωμε τὸν ἑαυτὸ μας, δίνοντας προσοχὴ στή διδασκαλία κι ἀφήνοντας τίς ῥίζες νά πάνε βαθιὰ καὶ καθαρίζοντας τὸν ἑαυτὸ μας ἀπ’ ὅλα τὰ βιοτικά. Ἂν ὅμως ἄλλα κάνωμε κι ἄλλα παραμελοῦμε, δέν κερδίζομε τίποτα· κι ἂν δέν χανόμαστε ἔτσι, χανόμαστε ἀλλιώτικα. Τὶ διαφορὰ ὑπάρχει ἂν χαθοῦμε ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου ἀλλὰ ἀπὸ ὀκνηρία, κι ἂν καταστραφοῦμε ὄχι ἀπὸ ὀκνηρία ἀλλὰ ἀπὸ ἀνανδρεία; Κι ὁ γεωργὸς εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς χάση τὸ σπόρο του, ἴδια λυπᾶται. Ἂς μὴν παρηγορούμαστε λοιπόν, ἐπειδὴ δέν χανόμαστε μέ ὅλους μαζὶ τοὺς τρόπους· ἂς λυπούμαστε μ’ ὁποῖον τρόπο κι ἂν χανόμαστε κι ἂς κάψωμε τὰ ἀγκάθια, γιατὶ πνίγουν τὸν λόγο.

Ἔχοντας αὐτὸ στόν νοῦ μας, ἂς ἀποφύγωμε τὴν τρυφή, ἂς ἀσκήσωμε τὸ μέτρο μ’ ἐπιμέλεια, γιά νά ἀπολαύσωμε καὶ τή σωματική ὑγεία καὶ νά ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, ἀφοῦ ἁπαλλάξωμε τὴν ψυχὴ μας ἀπὸ κάθε ἀδυναμία μέ τή χάρη καὶ τή φιλαθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: https://agiazoni.gr/παραβολή-τοῦ-σπορέως/

Φώτης Κόντογλου: Λογισμοὶ ἁμαρτωλοῦ

Φώτης κόντογλου
Φώτης κόντογλου

Ὅταν μιλήσεις στοὺς ψευτοχριστιανοὺς γιὰ σκληρὴ ἄσκηση στὸ κορμὶ καὶ στὸ πνεῦμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θυμώνουνε, σὲ λένε φακίρη, εἰδωλολάτρη, βάρβαρο. Ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις τὴν πίστη ἑνὸς χριστιανοῦ, μίλησέ του γιὰ τὸν ἀσκητισμό. Ὁ πιστὸς θὰ νοιώσει κατάνυξη, ὁ χλιαρός, δηλαδὴ ὁ ψεύτικος, ὁ ἄπιστος, θὰ διαμαρτυρηθεῖ. Τί ἂν λέγει ὁ Χριστός: «Μακάριοι, ὅσοι ἀφήσανε τὰ πάντα καὶ μ’ ἀκολουθήσανε», ἢ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν», καὶ πὼς «θλῖψιν ἔξετε», καὶ πὼς «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν»; Ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ χωρὶς Χριστό, δηλ. χωρὶς θλίψη πνευματική, χωρὶς νὰ σηκώνουμε τὸν σκληρὸ σταυρό, ἀλλὰ νὰ περπατᾶμε στὸν πλατὺν δρόμο. Αὐτοὶ οἱ ψεύτικοι χριστιανοί, σὰν τοὺς μιλᾶ κανένας γιὰ σκληρὴ καὶ στερημένη ζωή, γιὰ θυσία, γιὰ ἄσκηση, λένε, πὼς αὐτὰ δὲν τὰ θέλει ὁ Χριστός καὶ πὼς αὐτὰ εἶναι παρακαμώματα. Μά, ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, στὸν Χριστιανισμό τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ παραγίνει. Γιὰ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα μπορεῖς νὰ πεῖς, πὼς κάτι τί εἶναι παρακανωμένο, μονάχα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει παρακάνωμα. Τί παρακάνωμα μπορεῖ νὰ σηκώσει ἀκόμα, τὸ νὰ ἀγαπᾶς αὐτὸν ποὺ σκότωσε τὸν πατέρα σου, τί παρακάνωμα μπορεῖς νὰ κάνεις, στὸ νὰ σὲ χτυπήσουνε καὶ στὸ ἄλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα νὰ γίνει ἀκόμα, στὸ νὰ πεινᾶς καὶ νὰ διψᾶς τὴν καταφρόνεση, στὸ νὰ κάνεις, ὅσα ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐσένα, δηλ. στὸ ν’ ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθρούς σου, νὰ γλυκομιλᾶς αὐτὸν ποὺ σὲ βρίζει, νὰ μὴν κρίνεις αὐτὸν ποὺ σὲ δικάζει, νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν πιὸ τιποτένιον ἄνθρωπο, κι ὅταν τὰ κάνεις ὅλα αὐτά, νὰ λὲς πὼς εἶσαι «ἀχρεῖος δοῦλος»;

Τί παρακάνωμα μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα, στὸ νὰ πιστέψεις πὼς θὰ ἀναστηθοῦνε τὰ σώματά μας ἀθάνατα, ὡς νὰ ἀνοιγοκλείσει τὸ μάτι, καὶ πὼς ὁ κόσμος ὅλος θ’ ἀλλάξει μονομιᾶς καὶ πὼς θὰ γίνει ἄλλος καινούριος κόσμος ἄφθαρτος; Λοιπὸν, ὑπάρχει τίποτα στὸν Χριστιανισμὸ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ παρακαμωθεῖ; Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπερβολὴ ὅλων τῶν ὑπερβολῶν, τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀπίστευτα. Γιὰ τοῦτο, ἡ πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐξωτικὴ χώρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ μοναχά, ἡ πίστη. Καὶ γιὰ τὴν πίστη δὲν ὑπάρχει κανένα παρακάνωμα. Ἐνῶ γιὰ τὴν ἀπιστία ὑπάρχει ἡ πονηρὴ φρονιμάδα, τὸ μέτριο καὶ ὁ συμβιβασμός. Γι’ αὐτὸ οἱ τέτοιοι ψευτοχριστιανοὶ δὲν ἀντέχουνε στὴ φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ γυρίσανε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ κάποιο σύστημα ἠθικό, ὠφέλιμο γιὰ τὴν ἐγκόσμια ζωή, ποὺ γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς χρειάζεται ὁλότελα ὁ Χριστός. Γιατί ὁ ἄπιστος φοβᾶται, ἐνῶ ὅποιος πιστεύει, «ὡς λέων πέποιθε», κατὰ τὸν προφήτη.

Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, φλέγεται χωρὶς νὰ τὸ δείχνει, χαίρεται χωρὶς νὰ γελᾶ, συντρίβεται μέσα στὸν βυθὸ τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἀπὸ τὴ λεγόμενη φιλανθρωπία. Γιὰ τοῦτο, οἱ φιλάνθρωποι δὲν γεύουνται αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «νερὸ ποὺ πηδᾶ σὲ ζωὴ αἰώνια». Οἱ φιλανθρωπίες ποὺ κάνουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἕνα χρέος κοινωνικό. Αὐτοὶ οἱ φιλάνθρωποι, κι ὅποιος εἶναι πρακτικὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι χριστιανοί.

Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του, ἀγαπᾶ τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα. Μέσα στὸν Χριστὸ βρίσκεται ὅ,τι ἀξίζει τὴν ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ὁ πόνος, ἡ πραότητα, ἡ πνευματικὴ θλίψη καί ἡ πνευματικὴ χαρὰ, ποὺ εἶναι καί οἱ δυὸ γλυκὲς, ὅταν γίνονται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

«Δεῦτε πρὸς με, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Νά μᾶς ἀναπαύσεις! Δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τὸ ἀκούσουμε. Μὰ ἐμεῖς δὲν θέλουμε ν’ ἀναπαυθοῦμε. Ἐμεῖς θέλουμε νά ‘μαστε φορτωμένοι, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς ἔχθρες μας, μὲ τοὺς πολέμους, μὲ τὶς φροντίδες τῆς φιλοδοξίας, τῆς σάρκας, μὲ αἵματα λερωμένοι, μὲ πιστόλια, μὲ κανόνια, μὲ μπόμπες. Τί θὰ γίνουμε χωρὶς αὐτά, Κύριε εἰρηνοποιέ; Πῶς θὰ ζήσουμε ἔτσι ἀναπαυμένοι, μὲ τί θὰ γεμίσουμε τὸν ἄδειο τὸν ἑαυτό μας, ἀφοῦ γιὰ μᾶς εἶναι ζωὴ μονάχα αὐτὰ τὰ πράγματα. Εἰρήνη μᾶς δίνεις, μὰ ἡ εἰρήνη εἶναι ὁ θάνατός μας, ἀφοῦ εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἀγαπημένων μας παθῶν! Ἂν ἔλεγες «κι ἐγὼ θὰ σᾶς φορτώσω καὶ ἄλλα τέτοια βάρη, ποὺ δὲν τὰ γνωρίζετε, ἐγὼ θὰ πλουτήσω τὴν ψυχή σας καὶ μὲ ἄλλα τέτοια πλούτη, ποὺ νὰ μὴ εἰρηνέψετε ποτέ», τότε θὰ ἐρχόμαστε κοντά σου, θὰ σὲ παραδεχόμαστε γιὰ Θεό μας. Ἐμεῖς θέλουμε θεοὺς ποὺ νὰ μᾶς φορτώνουνε, ἐκδικητικούς, σὰν τὸν Ἄρη, σὰν τὸν Δία, σὰν τὸν Κρόνο, ψεύτες σὰν τὸν Ἑρμῆ, σὰν τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε τὴν κακία, γιατί αὐτὴ εἶναι ζωντανὴ καὶ δυνατή. «Ναί, ἔρχου, Κύριε!» Κράζει μὲ χαρὰ ὁ Ἰωάννης στὸν Ἐρχόμενο ἐπὶ Νεφελῶν στὴ Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νά ΄σαι ἅγιος, δίκαιος καὶ μάλιστα νά ‘ ‘σαι Ἰωάννης, γιὰ νὰ χαίρεσαι πὼς θά ‘ρθει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τὸν περιμένεις. Ἐμεῖς κράζουμε «μὴν ἔλθεις Κύριε». Γιατί εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου καταπάνω μας. Μὲ τὴν «ἀτομικὴ μπόμπα» τα συλλογίζουμαι αὐτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος ἐπέπεσε ἐπὶ πᾶσαν καρδίαν. Μακάριοι, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι σὲ κάθε στιγμή! Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! Ποιός εἶναι ἕτοιμος σὰν τὸν Ἰωάννην τον ἁγιώτατο ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Ὅλοι μας φοβούμαστε, μήπως ἔλθεις ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ (Λουκᾶς ΚΑ’).

Οἱ ἄνθρωποι, ἂν τοὺς βρίσεις ἢ λογοφέρεις μαζί τους ἢ γράψεις γι’ αὐτοὺς κακό, ἔρχεται ὥρα ποὺ μπορεῖ νά σοῦ τὸ συχωρέσουν. (Δὲν βαρυέσαι, ἀδελφέ, ξέχασέ τα!) Κεῖνο ποὺ δὲν θὰ σοῦ συχωρέσουνε ποτὲ, καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ σὲ μισήσουνε, εἶναι νὰ ζεῖς κατὰ τέτοιον τρόπο, ποὺ νὰ ντρέπουνται ἐκεῖνοι γιὰ τὴ δική τους τὴ ζωή, νά ‘ναι ἡ ζωή σου σὰν ἕνας ἔλεγχος τῆς δικῆς τους.

Ὅποιος ἀπογεύθηκε κατάκαρδα τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, δὲν βιάζει τὸν ἑαυτό του νά ‘ναι φτωχός, μὰ θεληματικὰ ποθεῖ τὴ φτώχεια καὶ χάνει τὴ χαρά του σὰν ἀποκτήσει κάτι τί παραπάνω, ἂς εἶναι καὶ τὸ πιὸ τιποτένιο πρᾶγμα. Κι ὅ,τι εἶναι ταπεινὸ καὶ φτωχικὸ καὶ καταφρονεμένο, τ’ ἀγαπᾶ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά του χωρὶς νὰ λέγει τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ὁ ταπεινὸς ἀγαπᾶ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ λησμονιά: «Ἐγγὺς ὁ Θεὸς τῆς λυπηρᾶς καρδίας».

Μόλις σκορπίσουνε οἱ πειρασμοὶ κι ἀνοίξει ἡ πόρτα τῆς ψεύτικης χαρᾶς καὶ τῆς ἀναπαύσεως, κλείνει ἡ πόρτα τῆς ἀληθινῆς εὐφροσύνης. Αὐτὸ τὸ νοιώθει καθαρὰ ὁ Χριστιανός.

Προσευχή. Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε πολυέλεε, σὲ ὑμνῶ, σὲ δοξάζω, γιατί μ’ ἔπλασες ἀπὸ τὸ τίποτα. Ἀλλὰ δὲν μ’ ἔπλασες μοναχὰ μιὰ φορά ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μὲ πλάθεις ἀπὸ τὸ τίποτα, ἐπειδὴ καὶ κάθε μέρα μὲ βγάζεις ἀπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου ποὺ ξαναπέφτω. Μέσα στὸν ἀκαταμέτρητο τὸν κόσμο, μέσα στὴ μερμηγκιά τῶν ἀνθρώπων, εἶμαι ἕνα τίποτα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Καὶ μολαταῦτα, τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν θυμᾶσαι καὶ τὸν βρίσκεις καὶ τὸν τραβᾶς πρὸς ἐσένα καὶ τὸν ζωοποιεῖς ἀπὸ πεθαμένον καὶ τὸν ξαναπλάθει τὸ πατρικὸ χέρι σου, σὰν νὰ εἶναι ὁ καθένας μας μοναχὰ αὐτὸς στὸν κόσμο. Ἡ κραταιὰ δύναμή σου βαστᾶ ὅλη τὴν κτίση κι ὅλες τὶς ψυχὲς σὰν νά ‘ναι μιὰ καὶ μοναχή. Καὶ τὶς κάνεις νὰ νοιώσουνε τὴν ἀθανασία σὰν νά ‘ναι μιὰ καὶ μονάχη ἡ καθεμιὰ καὶ σὲ νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, ποὺ δὲν κουράζεται νὰ συχωρᾶ καὶ νὰ ξαναπλάθει τὸν ἑαυτό μας, ποὺ πεθαίνει κάθε ὥρα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Πηγή: https://agiazoni.gr/λογισμοὶ-ἁμαρτωλοῦ/

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα πολὺ σπουδαῖο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: Στὸ θέμα τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Καί, κατὰ τὴν ἁγία καὶ θεόσοφη συνήθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ ὑψηλὲς ἔννοιες καὶ βαθιὲς ἀλήθειες τῆς Πίστης μας μὲ λόγια ἁπλᾶ καὶ παραβολικά, τὸ σπουδαιότατο τοῦτο ἔργο, ἡ καίρια αὐτὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, περικλείεται σὲ μία παραβολικὴ διήγηση, παρμένη ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἀλλὰ καὶ κοπιαστικὴ ἀγροτικὴ ζωή. Τὴν ἀγροτικὴ ζωή, ποὺ ξέρανε οἱ ἄνθρωποι γιὰ αἰῶνες, μέχρι καὶ πρόσφατα, πρὶν ἀνακαλυφθοῦν τὰ σύγχρονα γεωργικὰ μηχανήματα.

Μὲ τὴ σπορὰ λοιπὸν τῶν σιτηρῶν στοὺς ἀγροὺς παρομοίασε ὁ Κύριός μας τὸ διδασκαλικό, πιὸ σωστά, τὸ προφητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τοῦτο εἶχαν ἐξασκήσει πρῶτοι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ κατὰ καιροὺς ἅγιοι καὶ δίκαιοι, οἱ προφῆτες, ποὺ ἐξαπέστελλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ θεῖο θέλημα. Κατεξοχὴν ὅμως τὸ ἄσκησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος, ὁ ἀληθινός σπορέας τοῦ θείου λόγου στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ στὴ συνέχεια, τὸ θεϊκὸ τοῦτο ἔργο ἀνέλαβαν οἱ μαθητές του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ κατόπιν οἱ διάδοχοί τους, οἱ ποιμένες καὶ ἱερεῖς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα.

Βλέπουμε, ὅμως, νὰ συμβαίνει ἕνα παράδοξο πρᾶγμα, καὶ πιὸ παλιὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας, σχετικὰ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τελείως διαφορετικὸ ἀπ᾽ ὅ,τι γινόταν στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους. Τότε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ὅπως μᾶς διηγεῖται κατεξοχὴν τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, πίστευαν στὸν Χριστό, ἀποστρεφόμενοι τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό, χιλιάδες ἀνθρώπων. Καί, τί δίδασκαν τότε οἱ ἀπόστολοι; Δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους πράγματα πολὺ δύσκολα γιὰ τὴν ἐποχή τους, γιὰ τὶς συνθῆκες ζωῆς τους: Νὰ ἀθετήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστη τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Τοὺς δίδασκαν νὰ ἀφήσουν τοὺς δικούς τους νόμους, τὶς συνήθειες, τὰ πατροπαράδοτα ἤθη τους, καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν τὰ χριστιανικά, μία ἄλλη ζωή, ἄλλες συνήθειες• νὰ προτιμήσουν, ἀντὶ τῶν σαρκικῶν τὰ πνευματικά, ἀντὶ τῶν γηίνων τὰ οὐράνια. Κι ὅμως, ἀκούγοντας τοῦτο τὸ κήρυγμα οἱ τότε ἄνθρωποι, ἀπαρνοῦνταν ὅλη τὴν προηγούμενη ζωή τους, τὴν πίστη καὶ τὶς συνήθειές τους, δέχονταν ὁλόψυχα τὴ νέα πίστη καὶ ἔτρεχαν μὲ χαρὰ στὰ βασανιστήρια, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια.

Στὶς μέρες μας, ὅμως, διαπιστώνουμε μὲ λύπη πώς, παρόλο ποὺ ἔχουμε τὴ δυνατότητα πλούσιας τροφοδοσίας ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πολὺ λίγος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος εἶναι ὁ σχετικὸς καρπός. Σήμερα δὲν μᾶς διδάσκουν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἀφήσουμε τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, ἀλλὰ νὰ τὴν τηροῦμε καθαρὴ καὶ ἀμώμητη. Δὲν διδάσκουν νὰ φυλάσσουμε ἄλλο νόμο καὶ ἄλλα ἤθη, παρὰ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, τὰ χριστιανικὰ ἤθη νὰ τηρήσουμε. Καθένας κατανοεῖ πόση δυσκολία εἶχε καὶ τί συνέπειες συνεπαγόταν στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ὑπακοὴ στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα καὶ πόση, ἀντίθετα, εὐκολία ἔχει στὶς μέρες μας. Κι ὅμως, ἐλάχιστος συνήθως ὁ καρπός!

Μερικοὶ λένε, πὼς τότε καρποφοροῦσε πλούσια ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τὸν στήριζαν τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ πράγματι γίνονταν συχνὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μαθητές τους. Σὲ πλεῖστες ὅμως περιπτώσεις, ὅπως διηγοῦνται σαφῶς οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων (ὅπως λόγου χάρη μὲ τὸν ἀπόστολο Φίλιππο καὶ τὸν Αἰθίοπα εὐνοῦχο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ κήρυγμά του στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴ Βέρροια, στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ), χωρὶς κανένα θαῦμα νὰ συμβεῖ, ὑπῆρξε ἄμεση ἀποδοχὴ ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστης στὸν Χριστό. Ἐξάλλου, ἂν τὰ θαύματα εἶχαν καθεαυτὰ τὴ δύναμη νὰ ἐπιστρέφουν τὶς ψυχὲς στὸν Θεό, ἔπρεπε ὅλοι οἱ τότε αὐτόπτες θαυμάτων νὰ γίνονταν Χριστιανοί, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔγινε! Ἄλλοι πάλιν λένε, ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπενέργειας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀρετῆς καὶ ἁγίου βίου στοὺς ἱεροκήρυκες. Ἀσφαλῶς, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν λόγο συντρέχει καὶ ἡ ἀνάλογη ἀρετὴ στὸν κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, τόσο γιὰ τὴ χάρη ποὺ ἔχει, ὅσο καὶ τὴν ὑπόληψη στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιτελεῖται εὐκολώτερα συνήθως ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἀλλά, ἂν ἔτσι εἶχαν μόνο τὰ πράγματα, γιατί δὲν πίστεψαν στὸ Εὐαγγέλιο ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ τόσο πλούσια Χάρη καὶ ἁγιότητα βίου καὶ λόγων εἶχαν;

Σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, ἀπάντησε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος στὴ σημερινὴ παραβολή. Πῶς τὴν ἄρχισε; Δὲν εἶπε, «ἐξῆλθεν ὁ δίκαιος, ὁ ἅγιος, ὁ ζηλωτής, τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον», ἀλλά, ἁπλῶς, «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ἐὰν λοιπὸν ὁ διδάσκαλος τοῦ θείου λόγου σπείρει σπόρο ἀληθινό, καὶ ὄχι φθοροποιὰ ζιζάνια, δηλαδὴ ἐὰν διδάσκει τὰ ἀληθινὰ δόγματα καὶ ἤθη τῆς Πίστης μας, καὶ ὄχι αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἀνθρώπινες δεισιδαιμονίες, τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ λόγου, κι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ κρίνουμε τὴν πολιτεία του. Αὐτὸ συνέστησε καὶ ὁ Χριστός, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πονηρῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων: «Ὅλα, ὅσα σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε∙ ἀλλὰ νὰ μὴ μιμεῖσθε τὰ ἔργα τους, γιατί, διδάσκουν μὲν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν τὸν τηροῦν».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, προσδιόρισε στὴ συνέχεια, ὅτι τρία εἶναι τὰ αἴτια τῆς ἀκαρπίας τοῦ θείου σπόρου, καὶ ἕνα τὸ αἴτιο τῆς εὐκαρπίας. Τὰ πρῶτα εἶναι ἡ ἀπροσεξία, ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀπάτη καὶ οἱ μέριμνες τῆς παρούσας ζωῆς, καὶ τὸ τελευταῖο ἡ καλὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι χώρισε σὲ τέσσερεις τάξεις τοὺς ἀκροατὲς τοῦ θείου λόγου καὶ ξεκαθάρισε, πὼς ἡ καρποφορία του ἢ ὄχι ἐναπόκειται στὴν προαίρεση καὶ διάθεση τῶν ἀκροατῶν του. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀνήκουμε συνήθως σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν καρποφοροῦμε πνευματικά.

Ἡ πρώτη τάξη: «ἡ ὁδός», δηλαδὴ ἕνας δρόμος καταπατημένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ὁπόταν γίνεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σκληρὴ σὰν πέτρα. Μὰ τέτοια γῆ βεβαίως δὲν καρποφορεῖ, ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει ρίζες, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες, σὰν ἄλλα ἁρπακτικὰ πουλιά, καὶ ἁρπάζουν τὸν σπόρο καὶ χάνεται. Χάνεται ἴσως γιὰ πάντα! Ἡ δεύτερη τάξη: «ἡ πέτρα», δηλαδὴ καὶ πάλιν γῆ πετρώδης καὶ σκληρή, ὅπου, μόλις πέση ὁ σπόρος, ἀρχίζει νὰ βλαστᾶ μὲ κάποιο μικρὸ ἐνδιαφέρον ποὺ δείχνουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ριζωμένος σὲ γῆ μαλακή, ξηραίνεται σύντομα καὶ καταστρέφεται. Ἡ τρίτη τάξη: Τὸ χωράφι μὲ ἀγκάθια, ὅπου, ὅταν πέσει ὁ σπόρος καὶ ἀρχίζει νὰ μεγαλώνει, τὸν πνίγουν καὶ θανατώνουν τὰ ἰσχυρὰ ἀγκάθια, δηλαδὴ οἱ πολλὲς καὶ περιττὲς βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν, ποὺ πράγματι ἐνεργοῦν σὰν ἀγκάθια καὶ δὲν ἀφήνουν τὸν θεϊκὸ σπόρο νὰ αὐξηθεῖ στὴ γῆ τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ τὴν ἔχουν κατακλύσει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ τέταρτη τάξη ἀνθρώπων: «Ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή», δηλαδὴ αὐτοί, ποὺ ἔχουν καρδιὰ καλή, διάθεση καλὴ καί, δεχόμενοι τὸν σπόρο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τὸν κατέχουν γερά, τὸν φυτεύουν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ τὸν καλλιεργοῦν μὲ ὑπομονή, μὲ ἐνάρετη ζωή, τὸν λιπαίνουν καὶ ποτίζουν μὲ τὰ καλά τους ἔργα καὶ τὴν ὀρθὴ Πίστη, καὶ καρποφορεῖ καὶ αὐξάνει, ἄλλου τριάντα καὶ ἄλλου ἑξῆντα καὶ ἄλλου ἑκατόν, ὅπως γράφει  στὴν ἀντίστοιχη παραβολὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (Μᾶρκ. 4, 8).

Σ’ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐναπόκειται ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἂς ἀγωνισθοῦμε, νὰ ξερριζώνουμε τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν ἀπὸ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, καὶ νὰ τὶς καλλιεργοῦμε μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τὴ μετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, γιὰ νὰ μὴ μένουν χέρσες καὶ σκληρές, ἀλλὰ νὰ καρποφορήσουν, ὄχι πρόσκαιρο καρπό, ἀλλὰ ἀθάνατο, τὴν αἰώνια ζωή. Τῆς ὁποίας, νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία Του, στὸν ὁποῖο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Μνήμη των Αγίων Πατέρων της Αγίας και Οικουμενικής Εβδόμης Συνόδου (πρώτη Κυριακή μετά την ενδεκάτην του μηνός Οκτωβρίου)

Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Kυριακή μετά την ενδεκάτην του παρόντος μηνός, μνήμην επιτελούμεν των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου των εν Nικαία συνελθόντων το δεύτερον, επί των ευσεβών και φιλοχρίστων βασιλέων Kωνσταντίνου και Eιρήνης, κατά των δυσσεβώς και αμαθώς και απερισκέπτως την Eκκλησίαν του Θεού ειδωλολατρείν ειπόντων, και τας σεπτάς και αγίας εικόνας καταβαλόντων

Yπέρμαχοι σοι τοις λόγων όπλοις Λόγε,
Eχθρούς τροπούνται των σεβαστών εικόνων.

Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

H αγία αύτη και Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος, έγινεν εν Nικαία το δεύτερον, κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου βασιλέως και Eιρήνης της μητρός αυτού, εν έτει ψπγ΄ [783]. Πατέρες δε ήτον εις αυτήν, Oρθόδοξοι μεν, τριακόσιοι πεντήκοντα. Προσετέθησαν δε και άλλοι δεκαεπτά, εικονομάχοι μεν όντες πρότερον, ύστερον δε μετανοήσαντες και προσδεχθέντες από αυτήν. Ώστε οπού όλοι ήσαν τριακόσιοι εξηνταεπτά. Yπερέχοντες δε και πρόκριτοι από αυτούς ήσαν, Tαράσιος ο Kωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Aρχιπρεσβύτερος Pώμης, και Πέτρος άλλος Πρεσβύτερος και αυτός, και Hγούμενος της εν Pώμη Mονής του Aγίου Σάββα, επέχοντες τον τόπον του Πάπα Aδριανού, Θωμάς ο σύγγελος και Iερομόναχος, και Iωάννης Iερομόναχος, τον τόπον αναπληρούντες των Aποστολικών θρόνων, ήτοι αντί του Aλεξανδρείας Aπολιναρίου, Aντιοχείας Θεοδωρήτου, και Iεροσολύμων Hλία1. Oύτοι λοιπόν εσυνάχθησαν κατά των Eικονομάχων. Όθεν ανεθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεσιν, και όλους τους εξάρχους των αιρέσεων. Έπειτα ανεθεμάτισαν και όλους τους εικονομάχους, εγγράφως αποφασίσαντες, ότι όποιος δεν προσκυνεί τας αγίας εικόνας, είναι ξένος και χωρισμένος από την πίστιν των ορθοδόξων Xριστιανών. Kαι ότι η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει. Kαι ότι ο προσκυνών και τιμών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Kαι ούτω διαταξάμενοι και διορίσαντες, και την ορθόδοξον πίστιν στερεώσαντες, ανεχώρησαν ο καθ’ ένας εις την Eπισκοπήν του2.

Σημειώσεις

1. Όρα περί της Συνόδου ταύτης εν τω ημετέρω Kανονικώ εις τα προλεγόμενα των Kανόνων της Ζ΄ Συνόδου. Σημειούμεν δε ενταύθα, ότι τα τροπάρια οπού ψάλλονται εν τω εσπερινώ της Kυριακής ταύτης των Πατέρων της Ζ΄ Συνόδου, δεν είναι αρμόδια να ψάλλωνται. Kαθότι αυτά μεν διαλαμβάνουσι περί των επτά Oικουμενικών Συνόδων. Ον τη Kυριακή δε ταύτη, ουχί πάσαι αι επτά Σύνοδοι εορτάζονται, αλλά μόνη η Ζ΄. Όθεν αρμοδιώτερον είναι να ψάλλωνται κατά την δεκάτην έκτην του Iουλίου, ότε αι έξ Σύνοδοι ομού εορτάζονται, ως είπομεν εκεί. Aγκαλά και εκεί έπρεπε να εορτάζωνται ομού και αι επτά, και ουχί αι έξ μόνον. Tο δε να ψάλλωνται κατά την Kυριακήν ταύτην, εν τη λιτή μεν το «Αποστολικών παραδόσεων», εν τοις από στίχου δε, δοξαστικόν το «Tην ετήσιον μνήμην των θεοφόρων Πατέρων, των εκ πάσης της Oικουμένης συναθροισθέντων, εν τη λαμπρά πόλει Nικαίων» κτ., ταύτα λέγω είναι πάντη ανάρμοστα να ψάλλωνται εν αυτή. Kαθότι, το μεν της Λιτής, αναφέρει μόνον τας τέσσαρας Συνόδους. Tο δε δοξαστικόν, αναφέρει μόνον την πρώτην Σύνοδον. Περί δε της εβδόμης, ούτε το ένα, ούτε το άλλο, το σύνολον αναφέρουσιν. Όθεν θαυμάζω, πώς ούτως ατάκτως εβάλθησαν!

2. Σημείωσαι, ότι εν τω πρώτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου σώζεται εις λόγος προς τους Aγίους τούτους Πατέρας, Mακαρίου ιερομονάχου του Mακρή, ου η αρχή· «Tων εν οσιότητι διαλαμψάντων».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Συναξάρι τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Χρυσῆς, τῆς ἐξ Ἀλμωπίας (13 Οκτωβρίου)

Αγία Χρυσή. Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Βελβεντού (1807 μ.Χ.)
Αγία Χρυσή. Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Βελβεντού (1807 μ.Χ.)

Ὁ μέγας ἐγκωμιαστής τῶν μαρτύρων, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τιμῶντας τή μνήμη κάποιας ἀρχαίας μάρτυρος τῆς ἐποχῆς του γράφει· «Εὐλογητός ὁ Θεός· καί γυναῖκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, καί κόραι καταγελῶσι τελευτῆς, καί παρθένοι κομιδῇ νέαι καί ἀπειρόγαμοι εἰς αὐτά σκιρτῶσι τοῦ ἅδου τά κέντρα, καί οὐδέν πάσχουσι δεινόν». Γυναῖκες καί μάλιστα κόρες, λέγει ὁ ἱερός Πατήρ, περιφρονοῦν τό θάνατο. Ἡ σπουδαία αὐτή πνευματική κατάσταση δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πολλές ἀπό τίς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ εἶχαν δυό πολύτιμα στολίδια. Τό ἕνα ἦταν ἡ παρθενία καί τό ἄλλο τό μαρτύριο. Μέ τά δύο αὐτά στολίδια παρουσιάσθηκαν στό Δεσπότη Χριστό κι ἀπολογήθηκαν γιά τό βίο τους. «Δι’ ἐκεῖνο τό πρόβατον αὗται αἱ δαμάλεις ἐσφάγησαν». Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου εἶχε πολλούς καρπούς. Θυσιάσθηκε γιά τή σωτηρία μας τό πρόβατο Ἰησοῦς Χριστός καί γι’ αὐτό ἔχουμε χιλιάδες μάρτυρες, ἄνδρες καί γυναῖκες. Μάρτυρες δέν ἔχουμε μόνο στήν ἀρχαία ἐποχή, ἀλλά καί στά νέα χρόνια. Μετά τήν ἅλωση τῆς πόλεως πάρα πολλοί χριστιανοί βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκαν Νεομάρτυρες. Οἱ Νεομάρτυρες εἶναι ἄνθρωποι τῆς καθημερινῆς ζωῆς, φίλοι καί γνωστοί στούς κατοίκους τῶν πόλεων, ὅπου διέμεναν. Στίς τάξεις τῶν Νέο-μαρτύρων βλέπουμε Πατριάρχες, ἱερεῖς, μοναχούς, μεροκαματιάρηδες, μπακάληδες, ναυτικούς, ναῦτες, κηπουρούς, ἄρχοντες, πλούσιους, μορφωμένους, ἄνδρες καί γυναῖκες. Παραδείγματα γυναικῶν, πού μαρτύρησαν, μποροῦμε νά ἀναφέρουμε μερικά: Ἡ ἁγία Ἀκυλίνα ἀπό τό Ζαγκλιβέρι, ἡ ἁγία Ἀργυρῆ ἀπ’ τήν Προύσσα, ἡ ἁγία Εἰρήνη στή Θέρμη τῆς Μυτιλήνης, ἡ ἁγία Κυράννα ἀπό τό χωριό Ἀβυσσώκα Θεσσαλονίκης, ἡ ἁγία Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία, ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία κ.ἄ. Ἀνάμεσα στίς νύμφες αὐτές τοῦ Χριστοῦ ἀναμφιβόλως στίς πρῶτες θέσεις εἶναι καί ἡ ἁγία Χρυσῆ, πού μαρτύρησε στό χωριό Χρυσῆ τῆς Ἀλμωπίας.

Τό σεπτό της μαρτύριο τό κατέγραψε ὁ θεοκίνητος συγγραφέας καί ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό ὡραιότατο βιβλίο του «ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ». Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο ἡ ἁγία καταγόταν ἀπό τό χωριό Χρυσῆ τῆς σημερινῆς Ἀλμωπίας. Τό ἔτος γεννήσεώς της δέν τό γνωρίζουμε ἀκριβῶς, ἀλλ’ ἀπό τό ἔτος τοῦ θανάτου της συμπεραίνουμε πώς γεννήθηκε στίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος. Στήν ἰδιόρρυθμη τοπική διάλεκτο λεγόταν Σλάτω καί τό χωριό Σλάταινα. Εἶχε πλούσια φυσικά χαρίσματα, δηλ. σωματικό κάλλος καί ὀμορφιά, ἀλλά καί πνευματικά, ὅπως πίστη, σωφροσύνη, παρθενία καί ἀγάπη γιά τό Σωτῆρα Χριστό. Ἀπό ἀπόψεως ὑλικῶν ἀγαθῶν προερχόταν ἀπό οἰκογένεια πτωχική. Ἐπειδή κατά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἦταν πάγκαλλος, ἕνας ἀπό τούς Τούρκους τοῦ χωριοῦ, πού ἡ προφορική παράδοση λέει πώς ἦταν ἀγᾶς, τρώθηκε ἀπό δαιμονικό ἔρωτα γι’ αὐτήν καί ἐπιζητοῦσε εὐκαιρία νά ἐκπληρώσει τίς πονηρές του ἐπιθυμίες. Πράγματι μιά τῶν ἡμερῶν, πού ἡ νεαρή Χρυσῆ μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, βγῆκε νά μαζέψει ξύλα, τότε ὁ πονηρός ἐπίβουλος τῆς ἁγίας μέ τή συνδρομή κι ἄλλων συμπατριωτῶν του ἐπέδραμε στό τόπο τῆς συλλογῆς κι ἅρπαξε τήν ἁγία καί τήν μετέφερε στό σπίτι του.

Τήν τακτική αὐτή τήν ἐφάρμοζαν πολύ συχνά οἱ Τοῦρκοι. «Ὑπῆρχε σχέδιο τελείας ἐξοντώσεως τῶν Ρωμηῶν. Οἱ ἐξισλαμισμοί ἦταν ὁμαδικοί ἤ μεμονωμένοι. Φυσικά γινόντουσαν κατόπιν πιέσεως, κολακείας, βίας καί ἐξαναγκασμοῦ. Στούς ἀρνησίχριστους πρόσφεραν μεγάλες τιμές καί πλούτη». Οἱ Τοῦρκοι θεωροῦσαν τόν ἐξισλαμισμό μεγάλη καί σπουδαία πράξη εὐλαβείας. Οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν δύσκολες, οἱ φόροι δυσβάστακτοι, οἱ διωγμοί ἀκατάπαυστοι, ὥστε πολλοί νά ὁδηγηθοῦν στόν ἐξισλαμισμό. Ἄλλοι βέβαια προτίμησαν τό μαρτύριο καί τήν ὁμολογία. «Οἱ ἀφορμές μαρτυρίου τους εἶναι πολλές. Ἄλλοι μαρτύρησαν γιατί φόρεσαν ἕνα φέσι, ἄλλος γιατί μίλησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἄλλος γιατί ἦταν ὄμορφος, ἄλλος ἀπό φθόνο, ἄλλος γιατί διαφώνησε στήν τιμή τῶν γεωργικῶν προϊόντων γιά χρηματικές διαφορές κ.λπ.». Ἀκόμη καί ξένοι ἁγιολόγοι καί ἱστορικοί, ὅπως ὁ Βέλγος Βολλανδιστής Ἱππόλυτος Ντελεαΐ, ἔγραφε πώς ἡ ἀπάτη τῶν Τούρκων στόν ἐξισλαμισμό τῶν Ἑλλήνων δέν γνώριζε ὅρια. Συνήθως γινόταν πρόταση στούς Χριστιανούς νά ἐκλέξουν μεταξύ ἀποστασίας ἤ φυλακίσεως καί θανάτου. Πολλοί ὑπέκυψαν στόν ἐκβιασμό.

Οἱ πιέσεις, πού δέχθηκε ἡ ἁγία νά ἀλλαξοπιστήσει, ἦταν πολλές. Κατ’ ἀρχήν προσπάθησε ὁ Τοῦρκος νά τήν δελεάσει μέ ὑποσχέσεις καί ταξίματα καί σάν τό πιό μεγάλο ἐπιχείρημα πρόβαλλε τήν ὑπόσχεση πώς θά τήν παντρευτεῖ, ἐάν τουρκίσει. Ὁ διάβολος συνήθως, ὅταν θέλει νά ἐκφοβίσει τόν ἄνθρωπο, χρησιμοποιεῖ ἕνα δέλεαρ· «ἤ γάρ ἡδοναῖς καί ἐπαίνοις θέλγειν καί καταμαλακίζεσθαι δοκιμάζειν τόν ἄνθρωπον, ἤ ἐκφοβεῖν καί κακταπτοεῖν ἀπειλαῖς καί κολάσεσιν», δηλ. ἤ μέ τούς ἐπαίνους ἤ μέ τίς φοβέρες προσπαθεῖ νά κάμψει τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Τοῦρκος, ὅταν εἶδε πώς μέ τίς διάφορες κολακεῖες, δέν μετέστρεψε τή γνώμη τῆς ἁγίας, ἄρχισε νά τήν φοβερίζει πώς θά ὑποστεῖ πολλές τιμωρίες. Καί στήν πρόταση καί στήν ἀπειλή τοῦ Τούρκου ἡ Χρυσῆ ἔχοντας νοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁμολόγησε μέ παρρησία τό ὄνομα τοῦ γλυκυτάτου νυμφίου της Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ τόν Χριστόν μου πιστεύω, καί προσκυνῶ, καί αὐτόν μόνον γνωρίζω διά νυμφίον μου· τόν ὁποῖον δέν θέλω ἀρνηθῆ πώποτε, κἄν μυρία μοῦ κάμετε βάσανα, κἄν καί εἰς λεπτά κομμάτια τό σῶμα μου κατακόψετε». Οἱ μιαρώτατοι δήμιοί της, ὅταν ἄκουσαν τήν ἀπάντηση τῆς ἁγίας, κατάλαβαν πώς εἶναι ἀδύνατο νά τήν κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσει καί γι’ αὐτό πονηρά σκεπτόμενοι ἀπεφάσισαν νά τήν παραδώσουν στίς γυναῖκες τους, ὥστε νά μεταπεισθεῖ. Πράγματι οἱ μουσουλμανίδες γυναῖκες προσπάθησαν μέ μυρίους τρόπους νά τῆς ἀποσπάσουν τή συγκατάθεση νά ἀλλαξοπιστήσει. Μέ κολακεῖες, μέ ὑποσχέσεις, μέ σατανικές μαγγανεῖες κι ἀπειλές ἐπί ἕνα ἑξάμηνο βασάνιζαν τή νεαρή κόρη νά ἀρνηθεῖ τό Χριστό. Δέν κατόρθωσαν ὅμως τίποτε. Τότε οἱ Ἀγαρηνοί φώναξαν τούς γονεῖς τῆς ἁγίας καί ἀπειλῶντας τους φοβερά, τούς πίεσαν νά ἀσκήσουν τήν ἐπιρροή τους στήν κόρη τους νά λυγίσει καί νά προσχωρήσει στήν μουσουλμανική πίστη. Μάλιστα ἀπείλησαν πώς τήν μέν Χρυσῆ θά τήν θανατώσουν, αὐτούς δέ θά τούς παιδεύσουν καί θά τούς ζημιώσουν ὑλικά. Οἱ γονεῖς τῆς ἁγίας ἄν καί δέν ἤθελαν νά τό κάνουν αὐτό, ἀλλ’ ἀναγκασμένοι ἀπό τό φόβο, ἦλθαν στή φυλακή τῆς ἁγίας, γιά νά τήν πιέσουν νά ἀρνηθεῖ τό Χριστό. Μαζί μέ τούς δυό γονεῖς ἦλθαν καί οἱ ἀδελφές της. Ἐδῶ μπορεῖ κάποιος νά παρατηρήσει τό φρικτό ψυχολογικό μαρτύριο τῆς ἁγίας. Οἱ κατά σάρκα στενοί συγγενεῖς τῆς Χρυσῆς χρησιμοποιώντας τήν ἐπιρροή τους ἄρχισαν νά παρακαλοῦν, νά κλαῖνε καί νά ὀδύρονται. Τά λόγια τῶν γονιῶν πολλές φορές λυγίζουν καί τήν πιό σκληρή ἀντίσταση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος νά πῶς περιγράφει τή σκηνή· «…θύγατερ, λέγοντες, θύγατερ γλυκυτάτη, σπλαγχνίσου τόν ἑαυτόν σου, καί ἡμᾶς τούς γονεῖς σου, καί ἀδελφάς σου, ὁπού κινδυνεύομεν ἅπαντες νά ἀφανισθῶμεν, διά τήν αἰτίαν τήν ἐδικήν σου· καί ἀρνήσου τόν Χριστόν κατά τό φαινόμενον, διά νά γλυτώσης καί ἐσύ καί ἐμεῖς· καί ὁ Χριστός εἶναι εὔσπλαγχνος, καί συγχωρήσει τήν ἁμαρτίαν ταύτην διά τήν ἀνάγκην καί βίαν». Καταλαβαίνουμε τί πίεση ἐσωτερική δεχόταν ἡ ἁγία. Ἕνας ποταμός λογισμῶν ἀντιθέτων ἐνεργοῦσε μέσα της. Ἀπ’ τή μιά μεριά ἡ πίστη πρός τό Χριστό ἀπαιτοῦσε νά ὁμολογήσει τό ὄνομά του μέ παρρησία καί νά παραμείνει Χριστιανή κι ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ἡ ἀγάπη πρός τούς οἰκείους της τήν παρακινοῦσε νά μή φανεῖ ἀνάλγητη καί ἀδιάφορη. Τό βασανιστήριο αὐτό τό ἀναρρίπιζε καί τό αὔξανε ὁ διάβολος. Τί τέλος ἔκανε ἡ ἁγία Χρυσῆ; Ἔκανε ἐκεῖνο, πού παρατηροῦμε σ’ ὅλες τίς γενναῖες καί ἀρρενόφρονες μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔχοντας μέσα της τόν ἀσίγαστο ἔρωτα γιά τό πανάγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας δέν ἀκολούθησε τή συμπάθεια τῆς φύσεώς της, ἀλλά τό πρόσταγμα τῆς πίστης. Βγῆκε ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς θηλυκῆς φύσεώς της καί βάζοντας στήν ἄκρη τήν ἀγάπη πρός τούς γονεῖς της κι ἔχοντας συνεχῶς μπροστά της τό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶπε τά ἑξῆς ἀξιοθαύμαστα λόγια· «Ἐσεῖς ὁπού μέ παρακινεῖτε νά ἀρνηθῶ Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν, δέν εἶσθε πλέον γονεῖς μου, καί ἀδελφαί μου· οὔτε ἐγώ θέλω νά σᾶς ἠξεύρω ὡς τοιούτους εἰς τό ἑξῆς· ἀλλ’ ἀντί διά ἐσᾶς, Πατέρα μέν ἔχω, τόν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν· μητέρα δέ, καί ἀδελφάς ἔχω τούς Ἁγίους καί τάς Ἁγίας». Μέ τήν ἀπόκρισή της αὐτή ἔδωσε τέρμα στόν πειρασμό.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζει τήν κατάσταση αὐτή τῶν μαρτύρων καί λέγει· «Πόλεμος ἀνεῤῥιπίσθη ποτέ κατά τῆς Ἐκκλησίας χαλεπός, πόλεμος ἁπάντων βαρύτατος· διπλοῦς γάρ οὗτος ὁ πόλεμος ἦν· ὁ μέν ἔσωθεν, ὁ δέ ἔξωθεν· ὁ μέν παρά τῶν οἰκείων, ὁ δέ παρά τῶν πολεμίων· ὁ μέν παρά τῶν ἀλλοτρίων, ὁ δέ παρά τῶν γνωρίμων». Ἡ ἁγία Χρυσῆ εἶχε τό διπλό αὐτό πόλεμο. Τήν πολεμοῦσαν καί οἱ ἐχθροί, δηλ. οἱ Τοῦρκοι μέ τίς ἀπειλές, ἀλλά καί οἱ οἰκεῖοι της μέ τίς ἀντίχριστες παρακλήσεις της. Ὁ πόλεμος ἀπό τούς δικούς της ἦταν χαλεπώτερος. Πολεμοῦσε μέ τό ἴδιο της τό αἷμα. «Ἐκράτει γάρ ὁ διάβολος μετά πολλῆς τῆς ὑπερβολῆς». Ἡ ἁγία Χρυσῆ μπροστά σ’ αὐτήν τήν κατάσταση ἔδειξε πώς εἶχε ἀνδρικό φρόνημα μέσα σέ γυναικεῖο σῶμα. Τά περιφρόνησε ὅλα γιά νά κρατήσει τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού δέν φθείρεται ποτέ, τό Χριστό. Εἶχε μιά μανική ἀγάπη γιά τό πρόσωπό Του. Σ’ αὐτήν ἐφαρμόσθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «καί πᾶς ὅστις ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19,29). Ἡ Χρυσῆ ἀκολούθησε τή Δεσποτική ἐπιταγή καί τά περιφρόνησε ὅλα γιά τήν ἀληθινή πίστη. Ὁ βιογράφος της τήν ἐπαινεῖ ἐνθουσιαστικά· «Εὖγε τῆς μεγαλοψύχου ἀνδρείας! εὖγε τῆς πρός τόν Θεόν ἀληθινῆς ἀγάπης! εὖγε τῆς σοφῆς διανοίας, τῆς οὔσης οὐρανίων ἐπαίνων ἀξίας! Κατά τήν ἀλήθειαν ἀδελφοί ἐπληρώθη εἰς τήν Ἁγίαν ταύτην ἐκεῖνο ὁπού εἶπεν ὁ θεῖος Δαβίδ· “ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με” (Ψαλμ. 26,10). Καί ἐκεῖνο ὁπού εἶπεν ὁ Κύριος “μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν· ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ Πατρός αὐτοῦ, καί θυγατέρα κατά τῆς Μητρός αὐτῆς. Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου, οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ” (Ματθ. 1,34)».

Μετά ἀπ’ αὐτά ἄρχισαν τά σωματικά μαρτύρια τῆς ἁγίας. Ἄφησαν τίς κολακεῖες κατά μέρος καί σοφίσθηκαν τά πιό ὀδυνηρά βασανιστήρια. Ἐπί τρεῖς μῆνες τήν ράβδιζαν κάθε μέρα. Ἔπειτα τῆς ἔβγαζαν ἀπό τό δέρμα της λωρίδες, τίς ὁποῖες ἔβαζαν μπροστά της γιά νά τίς βλέπει καί νά δειλιάσει. Κοκκίνισε τό χῶμα ἀπό τό αἷμα, πού ἔτρεχε σάν ποτάμι ἀπό τίς πληγές τῆς ἁγίας. Μετά πῆραν μιά μεγάλη περόνη, δηλ. μιά σούβλα καί ἀφοῦ τήν πύρωσαν, «διαπερῶσι ταύτην, πέρα καί πέρα ἀπό τά αὐτία τῆς Μάρτυρος, ὥστε ὁπού ὁ καπνός ἐξήρχετο ἀπό τήν μύτην, καί τό στόμα της». Ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινε ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ μάρτυς, ἐπειδή ἔπαιρνε δύναμη ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τόν ἐγκάρδιο ἔρωτα, πού ἔτρεφε γιά τό πρόσωπό Του. Οἱ μάρτυρες ἄθλησαν μέ διάθεση χαρούμενη· «τόν γάρ τῶν ἀγγέλων Δεσπότην εἶχαν ἐν ταῖς αὐτῶν οἰκοῦντα ψυχαῖς». Ἡ καλλιπάρθενος καί μάρτυς ἁγία Χρυσῆ, ὅταν πληροφορήθηκε πώς ὁ Πνευματικός της πατέρας, πού ἦταν ὁ προηγούμενος τῆς Ἁγιορείτικης Μονῆς τοῦ Σταυρονικήτα παπᾶ Τιμόθεος, εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, τοῦ διαμήνυσε μέ κάποιο χριστιανό νά προσευχηθεῖ στό Θεό νά τήν ἀξιώσει νά τελειώσει θεαρέστως τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου καί νά μή δειλιάσει. Οἱ θηριώδεις ἐκεῖνοι δήμιοί της, πού ἦταν πιό ὠμοί καί ἀπό τά ἄλογα ζῶα, ὅταν εἶδαν πώς μετά ἀπό τόσα βασανιστήρια ἡ Χρυσῆ παρέμεινε ἀμετάπειστη στά φρονήματά της καί ζωντανή στό σῶμα της, τήν κρέμασαν σέ μιά ἀγριαπιδιά καί ἀφοῦ ὅρμησαν ὅλοι μαζί μέ τά μαχαίρια τους, τῆς ἔκοψαν ὅλα τά μέλη κι ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα της στό Θεό· «κατέκοψαν μεληδόν ὅλον τό ἱερόν σῶμα τῆς παρθένου· καί οὕτως ἡ καλή Χρυσῆ, δοκιμασθεῖσα καί λαμπρυνθεῖσα ὡς Χρυσός ἐν τῷ χωνευτηρίῳ τοσούτων βασάνων, παρέδωκε τήν ἁγίαν αὐτῆς ψυχή εἰς χεῖρας τοῦ ἀθανάτου νυμφίου της, διπλοῦν λαβοῦσα τόν Στέφανον, τῆς παρθενίας καί τῆς ἀθλήσεως».

Ἡ ἁγία μάρτυς Χρυσῆ γιά ἐντάφιο στολίδι της εἶχε τό μαρτύριό της γιά τό Χριστό. Ἡ στολή αὐτή τοῦ μαρτυρίου εἶναι λαμπρότερη ἀπό κάθε ἄλλο κόσμημα, λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας· «Ἔκειτο τοίνυν μέγα ἐντάφιον ἔχουσα τό μαρτύριον, τῷ κόσμῳ τῆς ὁμολογίας καλλωπιζομένη, πάσης βασιλικῆς ἁλουργίδος, πάσης πορφύρας τιμίας τιμιωτέραν περιβεβλημένην στολήν· καί διπλῆν ταύτην, τήν τῆς παρθενίας, καί τήν τοῦ μαρτυρίου· μετά τούτων τῶν ἐνταφίων παραστήσεται τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ». Μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ θά παρουσιασθεῖ μέ τά ἀτίμητα στολίδια τοῦ μαρτυρίου καί τῆς παρθενίας της. Αὐτή, πού ὅσο ἦταν στή γή, διέπρεπε στήν ὡραιότητα τοῦ σωματικοῦ κάλλους καί ἔλαμπε μέ τή σεμνότητα τοῦ βίου, τώρα στόν οὐρανό θά εἶναι συνεχῶς μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ καί θά κατατρυφᾶ τήν αἰώνια δόξα. Ἐπειδή ὑπέμεινε «τάς βασάνους οὐ τῆς θηλυκῆς ἀσθενείας καί ἀνανδρίας μόνον, ἀλλά καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔξω γεγονυῖα», γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τήν ὑπερύψωσε πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα καί τῆς χάρισε τήν κατοίκηση στούς οὐρανούς γιά νά ζεῖ τίς ὑπερφυσικές καταστάσεις τῆς χάριτος. Φυσικά κανένα βασανιστήριο δέν θά ὑπέμεινε, ἐάν δέν τήν ἐνίσχυε ὁ ἐπουράνιος νυμφίος της. Χάρισε στό Χριστό τή ζωή της κι Αὐτός τῆς χάρισε τό προνόμιο νά πρεσβεύει γιά τούς πιστούς, πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά της καί τιμοῦν τή μνήμη της. Ἡ ἁγία Χρυσῆ εἶναι ἕνα συνεχές παράδειγμα γιά ὅλους μας, ἀλλά προπαντός γιά τά νέα παιδιά, πού περικυκλώνονται ἀπό μύριους πειρασμούς, πού τούς σπρώχνουν μακρυά ἀπό τόν Χριστό.

Πηγή: apostoliki-diakonia.gr