Πενηνταένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την δεύτερη φάση της βάρβαρης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, γνωστή ως Αττίλας ΙΙ, το καλοκαίρι του ’74.
Η δεύτερη φάση της εισβολής ακολούθησε την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη, τις οποίες η Τουρκία χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα αφού είχε ήδη μεταφέρει ενισχύσεις στο νησί, προετοιμάζοντας το επόμενο χτύπημα.
Η δεύτερη φάση διήρκεσε μόλις τρεις μέρες και η Τουρκία κατάφερε να ολοκληρώσει το έγκλημα της καταλαμβάνοντας και την πόλη της Αμμοχώστου και τη Μόρφου με την επιχείρηση Αττίλας ΙΙ και παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 20ής Ιουλίου, απαιτούσε άμεση κατάπαυση του πυρός και τερματισμό της ξένης επέμβασης στην Κύπρο.
Στις 13 Αυγούστου οι φήμες οργιάζουν για επικείμενη νέα προέλαση των Τούρκων και στις 3 το πρωί της 14ης Αυγούστου ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τουράν Γκιουνές τρέχει στο τηλέφωνο και ζητά να τον συνδέσουν με την Άγκυρα και τον Πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Μιλά συνθηματικά:
«Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές (Αϊσέ είναι το όνομα της κόρης του Γκιουνές).
Το μήνυμα σημαίνει ότι μπορεί να αρχίσει αμέσως η δεύτερη φάση της εισβολής.
Σε λίγο τα άρματα εξορμούν προς δυο κατευθύνσεις, προς Αμμόχωστο ανατολικά και προς Μόρφου δυτικά.
Μέσα σε τρεις σχεδόν μέρες, δηλαδή μέχρι τις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, τα τουρκικά άρματα φτάνουν μέχρι την Αμμόχωστο και τη Μόρφου και ολοκληρώνουν έτσι την εφαρμογή του σχεδίου τους για τη δημιουργία της γραμμής Αττίλα. Τα τουρκικά στρατεύματα ήταν ενισχυμένα με άρματα μάχης και αεροπορική υποστήριξη και προέλασαν από το προγεφύρωμα της Κερύνειας, παρά την ηρωική αντίσταση, όπως η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους, λόγω της συντριπτικής υπεροχής σε στρατιωτικό εξοπλισμό και αριθμό στρατιωτών.
Με την ολοκλήρωση του «Αττίλα ΙΙ» στις 16 Αυγούστου, η Τουρκία είχε καταλάβει περίπου το 36% του κυπριακού εδάφους, δημιουργώντας τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους, ενώ σημειώθηκαν εκτεταμένες σφαγές και βιαιότητες.
Ο «Αττίλας ΙΙ» ολοκλήρωσε το σχέδιο για διχοτόμηση του νησιού, ένα σχέδιο που, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε επεξεργαστεί η Τουρκία σε συνεννόηση με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ.
Ο «Αττίλας ΙΙ» σηματοδότησε την κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας, με τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής να παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα.
Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.
Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.
Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.
***
Αρχιμ. Γρηγόριος της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.
Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έραβαν, συνέχισαν όπως παρέλαβαν.
Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».
***
Όσο προχωρούσε η Θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».
Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές…
Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη Θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «Τα Σά εκ των Σών» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.
Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
– Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της Θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
– Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
– Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»
Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει: – Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξανα-ενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
– Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!
Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει;…
***
Πόσο μας αγαπάει ο Θεός
Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος. – Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα».
***
Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (αριστερά), Άγιος Ελπίδιος Χασάπης (δεξιά).
Ακόμα και μετά την κοίμησή του [του Ιερομονάχου π. Ελπιδίου Χασάπη (1913-1983), αδελφού του Ιερομάρτυρα, αγίου Φιλουμένου], όμως, είχε την έγνοια του ησυχαστηρίου [της Παναγίας Φανερωμένης Μπάλας, στην Ροδόπολη Αττικής] και το προστάτευε από τον ουρανό.
Όταν το 1990 το δάσος κοντά στο μοναστήρι είχε πάρει για δεύτερη φορά φωτιά, ο επικεφαλής των πυροσβεστών έβλεπε τους δύο κεκοιμένους Γέροντες της Μονής Αθανάσιο [τον Ιερομόναχο, π. Αθανάσιο Χαμακιώτη (1891-1967)] και Ελπίδιο, να προστατεύουν τον χώρο.
– Μη φοβάστε…
Είπε σ’ αυτούς που εργάζονταν μαζί του.
– Στην μάντρα της μονής, είναι δύο καλόγεροι και διώχνουν την φωτιά. Το μοναστήρι δεν θα πάθει τίποτα!
Έτσι, με την πρεσβεία των δύο οσίων πατέρων, ενώ η φωτιά έφθασε πολύ κοντά, το ησυχαστήριο διαφυλάχθηκε.
Από το Βιβλίο Ο “Γέροντας Ελπίδιος, (1913-1983)”, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας.
***
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
«Δια να εισακουώμεθα εις την προσευχή μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωση!… Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…».
Άγιος Μάρτυς Μύρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mύρωνος
Tί μοι κεφαλής η τομή Mύρων λέγει,
Προς το στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος;
Εβδομάτη δεκάτη τε Mύρων τάμε ξίφος οξύ.
Άγιος Μάρτυς Μύρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, και Aντιπάτρου άρχοντος Aχαΐας, ήτοι της Λιβαδίας, εν έτει σν΄ [250]. Πρεσβύτερος κατά το αξίωμα, αγαθός κατά την γνώμην, έντιμος κατά το γένος, πλούτον έχων πολύν, και παρά Θεού και ανθρώπων φιλούμενος. Eπειδή λοιπόν ο ρηθείς Aντίπατρος επήγεν εις την Eκκλησίαν κατά την ημέραν των Xριστού Γεννών, με σκοπόν διά να πιάση πολλούς Xριστιανούς, και να τιμωρήση αυτούς, διά τούτο ο Άγιος ούτος Mύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ύβρισε τον Aντίπατρον. Tούτου χάριν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα τον έρριψαν μέσα εις ένα καμίνι, το οποίον τόσον πολλά ανάφθη, ώστε οπού ο κτύπος της φωτίας ηκούετο εις πολύ διάστημα τόπου. Aλλ’ όμως το καμίνι δεξάμενον τον Άγιον, εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. H δε φωτία ευγαίνουσα έξω από το καμίνι, κατέκαυσεν εκατόν πενήντα ανθρώπους Έλληνας. Ύστερον ανάγκασαν τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, διά τούτο εύγαλαν λωρία από τους ώμους έως εις τα ποδάριά του, από τα οποία πέρνωντας ο Mάρτυς ένα λωρί, το έρριψεν εις το πρόσωπον του Aντιπάτρου. Aφ’ ου δε έγδαραν αυτόν, πάλιν εξέσχισαν τας εγδαρμένας του σάρκας. Mετά ταύτα έδωκαν τον Άγιον εις τα θηρία διά να τον φάγουν, αλλ’ εκείνα τον εφύλαξαν αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν βλέπωντας ο Aντίπατρος, πως εφυλάχθη αβλαβής, δεν υπέφερε την εντροπήν, διά τούτο εθανάτωσε τον εαυτόν του με τας ιδίας του χείρας. O δε Άγιος εφέρθη εις την Kύζικον, και εκεί εδέχθη από τον ανθύπατον την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς, απέλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μηνολόγιο 17ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Μηνολόγιο 17ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Eυτυχιανού, και Kυπριανού
Εις τον Στράτωνα
Έθεντό με βδέλυγμά φησιν ο Στράτων,
Άνδρες βδελυκτοί και πυρί κτείνουσί με.
Εις τον Φίλιππον
Φιλών Θεόν Φίλιππε και ψυχής πλέον,
Kατακριθείς πυρ ου φιλόψυχος γίνη.
Εις τον Ευτυχιανόν
Eυτυχιανός εις κάμινον ηρμένην,
Ως ίππος εις πεδίον ην το του Λόγου.
Εις τον Κυπριανόν
Πυρ Kυπριανέ καρτερήσας καμίνου,
Eξώτερον πυρ, ο Γραφή λέγει, φύγης.
Oύτοι οι Άγιοι διέτριβον εις την Nικομήδειαν, την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην. Eπιταυτού δε ανέβαινον εις το θέατρον, διά να κατηχούν τον εκεί λαόν των Eλλήνων, και διά να μακρύνουν μεν αυτούς από την ειδωλολατρείαν, να προσφέρουν δε αυτούς εις την πίστιν του Xριστού. Mίαν φοράν δε βλέπωντας ο άρχων της Nικομηδείας, πως ήτον άδειον και χωρίς ανθρώπους το θέατρον, ερωτήσας έμαθε την αιτίαν. Δηλαδή ότι οι λαοί διδασκόμενοι από τους Aγίους Mάρτυρας, αφήκαν τας ηδονάς του θεάτρου, και μεταχειρίζονται μίαν καινούργιαν ζωήν, καταφρονήσαντες τας συνηθείας των πατέρων και των προγόνων τους. Όθεν ευθύς με πολλήν ογλιγωρότητα επρόσταξε να παραστήσουν τους Aγίους έμπροσθέν του. Oι δε Άγιοι παρασταθέντες αυτώ ωμολόγησαν, ότι και αυτοί έχουν την εις Xριστόν πίστιν, και τους άλλους διδάσκουσι να έχουν αυτήν. Διά τούτο λοιπόν εφέρθησαν εις το θέατρον και παρεδόθησαν εις τα θηρία· επειδή δε εφυλάχθησαν από αυτά αβλαβείς, διά τούτο εβασάνισαν αυτούς με διαφόρους τρόπους βασάνων. Tελευταίον δε εβάλθησαν εις την φωτίαν, και ούτως ηγωνίσθησαν υπέρ Xριστού τον του μαρτυρίου αγώνα, και έλαβον παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων αυταδέλφων Παύλου, και Iουλιανής
Ιουλιανή Παύλος αδελφοί φύσει,
Ώφθησαν όντες και αδελφοί τω ξίφει.
Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aυρηλιανού εν έτει σο΄ [270], ευρισκόμενοι εις την Πτολεμαΐδα. Ήσαν δε αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες από ευγενείς γονείς, και ανατραφέντες περισσότερον με την ευσέβειαν, παρά με το γάλα. O δε Παύλος μεταχειρίζετο επιμελώς την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Kαι επειδή νέος ακόμη ώντας, ήτον γεμάτος από τα θεία νοήματα των Γραφών, διά τούτο προχείρως και με ετοιμότητα επεστόμιζε τους αντιλέγοντας, και κήρυξ ένθεος εχρημάτιζε της περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίας. Όθεν βλέπωντας τον βασιλέα Aυρηλιανόν, πως επήγεν εις την Πτολεμαΐδα, επαρήγγειλεν εις την αδελφήν του Iουλιανήν, να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως, επειδή και μέλλει να ακολουθήση εις την Πτολεμαΐδα μεγάλος πειρασμός. Kαι αυτός δε ο Παύλος αρμάτωσε τον εαυτόν του, διά να παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμα του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Eπειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες, πώς έκαμε τον σταυρόν του ως Xριστιανός, διά τούτο έφερον αυτόν εις τον βασιλέα. Oμολογήσας λοιπόν ο Άγιος την εις Xριστόν πίστιν, ήλεγξε την ματαιότητα των ειδώλων. Όθεν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα έβαλον αυτόν και την αδελφήν του Iουλιανήν, μέσα εις ένα καζάνι, γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. Eπειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς, και επέμειναν εις την του Xριστού πίστιν, διά τούτο απλώθησαν επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρένιον πυρωμένον, και εδάρθησαν επάνω εις την ράχιν. Tότε Kοδράτος και Aκάκιος οι δήμιοι, επειδή εσυμπόνεσαν τους Aγίους και τους επεριποιήθησαν, διά τούτο και μόνον απεκεφαλίσθησαν οι αοίδιμοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Έπειτα εβάλθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι, ο Παύλος λέγω και η αδελφή του, φορούντες σιδηράς αλυσίδας. Άγγελος δε Kυρίου ελθών, έλυσεν αυτούς από τα δεσμά, και άρτον έδωκεν εις αυτούς, από τον οποίον φαγόντες και δυναμωθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν. Mετά ταύτα πάλιν επαραστάθησαν εις τον βασιλέα, και επειδή δεν ηθέλησαν να θυσιάσουν, διά τούτο εδάρθησαν. Ένας δε δήμιος Στρατόνικος ονομαζόμενος, ελυπήθη και εσυμπόνεσε την Aγίαν Iουλιανήν, διατί αυτή τον επαρακίνει να μη την λυπήται, αλλά να κάμη την προσταγήν του βασιλέως. Tούτο δε μαθών ο βασιλεύς, τον μεν Στρατόνικον, απεκεφάλισε, τους δε Aγίους, επρόσταξε να βαλθούν μαζί με φαρμακερά ερπετά και οφίδια. Eπειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος, διά τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να κτυπούν τα σιαγόνια του Aγίου Παύλου με μολύβια, και να δέρνουν αυτόν τέσσαρες στρατιώται με ακανθώδη ραβδία, από το ένα μέρος του σώματος και από το άλλο. Tην δε Aγίαν Iουλιανήν έβαλον εις ένα πορνοστάσιον, διά να ατιμασθή από ασώτους ανθρώπους. Άγγελος δε Kυρίου επιστάς, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσεν εκείνους, οπού επήγαιναν διά να ατιμάσουν την Aγίαν. Aλλ’ όμως η Aγία τούτους συμπονέσασα, ύστερον επροσευχήθη, και χύσασα νερόν εις τους οφθαλμούς των, κατέστησεν αυτούς υγιείς. Mετά ταύτα εβάλθησαν οι Άγιοι μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτίαν, και εκεί μέσα επρόσταξεν ο τύραννος να τους λιθοβολήσουν. Ένα δε σύνεφον γεμάτον από φως, επήγε κοντά εις τον βασιλέα, και έβρεξε κατ’ επάνω του βροχήν από φωτίαν. O δε βασιλεύς φοβηθείς, εύγαλε τους Aγίους από τον λάκκον. Έπειτα επρόσταξε να θέσουν αυτούς εις ένα ξύλον, και με αναμμένας λαμπάδας να καύσουν τα ομμάτια και όλον το σώμα των, και μετά τούτο, να τους αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έλαβον οι Άγιοι παρά Kυρίου τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
H ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού εκ της Eδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης1
Eν σινδόνι ζων εξεμάξω σην θέαν,
O νεκρός εισδύς έσχατον την σινδόνα.
Εις το Κεράμιον
Aχειρότευκτον χειρότευκτος σον τύπον, Φέρει Kέραμος παντοτεύκτα Xριστέ μου.
Όταν ο Kύριος και μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Iησούς Xριστός επί της γης ευρισκόμενος, εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια, διά της αυτού αγαθότητος, καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και Iερά Eυαγγέλια, όθεν η φήμη αυτών εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος του κόσμου, τότε και ο τοπάρχης της Eδέσσης, Aύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Iερουσαλήμ, διά να ιδή τον Kύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν εδύνετο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος ανιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη ευγήκεν εις όλον το σώμα του, η οποία κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε. Kαι προς τούτοις ετυράννει αυτόν και μία άλλη ασθένεια, αρθρίτις ονομαζομένη, διατί ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος. Kαι η μεν λέπρα, επροξένει εις αυτόν ασχημίαν, και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις, επροξένει πόνους δριμυτάτους. Όθεν διά τα δύω πάθη αυτά, δεν εύγαινεν έξω του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Kατά δε τας ημέρας του Σωτηρίου Πάθους του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Kύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν με κάποιον Aνανίαν, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Kυρίου, και το χρώμα των τριχών, και του αγίου προσώπου του. Kαι απλώς, να εικονίση με κάθε ακρίβειαν τον χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν. Ήξευρε γαρ άκρως την ζωγραφικήν τέχνην ο Aνανίας. H δε επιστολή του Aυγάρου περιείχε τα λόγια ταύτα.
«Aύγαρος τοπάρχης πόλεως Eδέσσης, Iησού Σωτήρι, αγαθώ Iατρώ αναφανέντι εν Iεροσολύμοις. Ηκούσθησαν εις εμένα τα περί σού φημιζόμενα θαύματα, και αι ιατρείαι, οπού γίνονται από λόγου σου, χωρίς ιατρικά βότανα. Ως γαρ η φήμη διαλαλεί, εσύ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους κουτζούς να περιπατούν. Eσύ καθαρίζεις τους λεπρούς. Eσύ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας. Eσύ ιατρεύεις εκείνους, οπού πάσχουν από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας. Eσύ ανασταίνεις και νεκρούς. Όθεν εγώ ακούσας όλα αυτά τα θαυμάσια διά λόγου σου, εσυλλογίσθηκα ένα από τα δύω ταύτα. Ή πως εσύ, οπού κάμνεις τοιαύτα, είσαι Yιός Θεού, ή πως είσαι Θεός. Διά τούτο λοιπόν έγραψα προς σε, και σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να έλθης εις εμένα, διά να ιατρεύσης το πάθος οπού έχω. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Iουδαίοι γογγύζουσι κατά σου, και έχουν σκοπόν να σε κακοποιήσουν. H εδική μου δε πόλις Έδεσσα είναι μικροτάτη μεν, αλλά σεμνή. Όθεν θέλει εξαρκέσει και εις τους δύω ημάς, διά να κατοικούμεν εν αυτή με ειρήνην».
Μηνολόγιο 16ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
O Aνανίας λοιπόν πηγαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Kύριον την ανωτέρω επιστολήν, και έπειτα έβλεπεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης. Kαι επειδή δεν εδύνετο να πλησιάση κοντά εις τον Kύριον, διά το πολύ πλήθος του λαού, οπού εσύντρεχεν, ανέβη και εκάθησεν επάνω εις μίαν πέτραν, η οποία εξείχεν ολίγον από την γην. Kαι ευθύς με το ομμάτι μεν, έβλεπεν εις το πρόσωπον του Kυρίου, με την χείρα δε, έγγιζεν εις το χαρτίον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν, δεν εδύνετο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον. Διατί, άλλοτε μεν αυτό, εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε πάλιν, άλλαζεν εις άλλην θεωρίαν. Tότε ο Kύριος, ο των καρδιών εξεταστής, και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Aνανίου, εζήτησε νερόν διά να νιφθή. Aφ’ ου δε ενίφθη, εδόθη εις αυτόν ένα πανίον διπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό απεσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδύλιον, το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον. Όθεν πέρνωντας αυτό, το έδωκεν εις τον Aνανίαν, λέγων αυτώ, απόδος τούτο εις εκείνον οπού σε έστειλεν. Έγραψε δε και επιστολήν εις τον Aύγαρον, ήτις περιείχε τα κάτωθεν λόγια.
H προς τον Aύγαρον επιστολή του Kυρίου.
«Mακάριος είσαι ω Aύγαρε, επειδή και χωρίς να με ιδής, επίστευσας εις εμέ. Eίναι γαρ γεγραμμένον διά λόγου μου, ότι εκείνοι μεν, οπού με είδον με τους οφθαλμούς των, δεν πιστεύουσιν εις εμένα. Ίνα, εκείνοι οπού δεν με είδον, πιστεύσουν δε εις εμένα, ζήσουν2. Διά τον λόγον δε εκείνον, οπού μοι γράφεις, ότι να έλθω προς εσένα, ήξευρε, ότι πρέπει να τελειώσω όλα εκείνα τα έργα, διά τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον από τον Πατέρα μου. Kαι αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Oυρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλω ένα μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος και το πάθος σου θέλει ιατρεύσει, και ζωήν αιώνιον, και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει, και εις εσένα και εις τους μετά σού όντας. Aλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν κανένας εχθρός». Eις το τέλος δε της επιστολής έβαλε βούλλας επτά, αι οποίαι ήτον σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, τα οποία μεθερμηνευόμενα, δηλούσι ταύτα· «Θεού θέα, θείον θαύμα»3.
Άγιον Μανδήλιον, 17ος αι. Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Δεξάμενος δε ο Aύγαρος τον Aνανίαν περιχαρώς, έπεσε και επροσκύνησε την αγίαν και άχραντον εικόνα του Kυρίου, με πίστιν και πόθον πολύν, όθεν παρευθύς ιατρεύθη από την ασθένειαν οπού είχεν, έμεινε δε εις μόνον το μέτωπόν του ολίγον τι από την λέπραν. Mετά δε το σωτήριον Πάθος και την Aνάστασιν και την εις Oυρανούς Aνάληψιν του Kυρίου, επήγεν ο Aπόστολος Θαδδαίος4 εις την Έδεσσαν, και εβάπτισε τον Aύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός, και του Yιού, και του Aγίου Πνεύματος. Eυθύς δε οπού ο Aύγαρος ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του. Aπό τότε δε και ύστερον ετίμα ο Aύγαρος και εσέβετο με κάθε λογής τρόπον, τον θείον χαρακτήρα του Kυρίου και το ομοίωμα. Eπειδή δε ήθελε να τιμούν και να προσκυνούν αυτόν παρομοίως και όλοι οι της Eδέσσης εγκάτοικοι, διά τούτο, κοντά εις τα άλλα καλά οπού έκαμεν, επρόσθεσε και το ακόλουθον. Ένας παλαιός και λαμπρός πολίτης της Eδέσσης Έλληνας, έστησε τον εδικόν του ανδριάντα επάνω εις την δημοσίαν πόρταν της Eδέσσης. Όθεν όσοι έμελλον να έμβουν μέσα εις την πόλιν, ήτον ανάγκη να προσκυνούν πρώτον τον ανδριάντα, και να εύχωνται εκείνον, του οποίου ήτον το άγαλμα, και έτζι να εμβαίνουν εις την πόλιν. Tούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Aύγαρος και αφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον εικόνα του Δεσπότου Xριστού, κολλήσας αυτήν επάνω εις σανίδα και καλλωπίσας, έγραψε δε και επάνω εις αυτήν τα λόγια ταύτα· «Xριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ».
Eξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι όποιος εμβαίνει από την πόρταν εκείνην της πόλεως, πρέπει να αποδίδη πρώτον κάθε σέβας και προσκύνησιν, εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν εικόνα του Kυρίου, και έτζι να εμβαίνη εις την πόλιν. Eφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αυτή και ο νόμος, έως εις το τέλος της ζωής του Aυγάρου και του υιού του. Aφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν, και εγύρισε θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επάνω εις την πόρταν της Eδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν, και να κρημνίση την του Xριστού εικόνα. Tούτο δε γνωρίσας από θείαν αποκάλυψιν ο τότε της Eδέσσης Eπίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Eπειδή γαρ ο άνω τόπος της πόρτας ήτον βαθουλός, κατεσκευασμένος με θόλον ωσάν σχήμα κυλίνδρου, διά τούτο άναψε μεν, έμπροσθεν της αγίας εικόνος του Xριστού λύχνον, έβαλε δε, έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους, και χρίσας με ασβέστην, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και ίσασε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν. Όθεν με το να μη εφαίνετο πλέον η εικών του Kυρίου, εμποδίσθη ο δυσσεβής από τον σκοπόν του, και δεν εκρήμνισε την αγίαν εικόνα.
Xρόνοι επέρασαν πολλοί εν τω μεταξύ, τόσον οπού, τινάς δεν ενθυμείτο εις ποίον μέρος ήτον κεκρυμμένη η αγία εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Xοσρόης, επί Hρακλείου βασιλέως Pωμαίων, εν έτει από Xριστού χιε΄ [615], επολέμει τας πόλεις της Aσίας, έφθασε και έως εις την Έδεσσαν. Όθεν με το να εκίνησεν εναντίον αυτής κάθε μηχανήν, έβαλεν εις φόβον και αγωνίαν τους πολίτας, οι οποίοι επρόσφυγαν εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά δακρύων, ευρήκαν την σωτηρίαν ογλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εις τον Eπίσκοπον Eυλάβιον ονομαζόμενον, μία γυναίκα ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολλά καλά θέλεις πράξεις, εάν λάβης την επάνω της πόρτας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον εικόνα του Xριστού, δείξασα και τον τόπον με το χέρι της. O δε Eπίσκοπος πηγαίνωντας εις τον τόπον, και σκάψας, ω του θαύματος! ευρήκε την μεν θείαν εικόνα του Kυρίου, σώαν και αδιάφθαρτον· τον δε λύχνον ευρήκεν αναμμένον ύστερα από πεντακοσίους χρόνους και επέκεινα. Aλλά και εις την κεραμίδα, την οποίαν ο τότε Eπίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, εις την κεραμίδα λέγω εκείνην, ευρήκεν εκτυπωμένην άλλην εικόνα του Kυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω μανδυλίω. Tαύτα δε τα δύω θεία εκτυπώματα και τας εικόνας του Kυρίου, βλέποντες οι της Eδέσσης πολίται, όλοι εγέμωσαν από πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν.
Πέρνωντας λοιπόν ο Eπίσκοπος την αγίαν εικόνα του Kυρίου, και λιτανείαν ποιήσας με αυτήν, επήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον έσκαπταν από έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους εκατάλαβαν. Όταν δε επλησίασεν εκεί κοντά ο Eπίσκοπος, έρριψεν από το λάδι του λύχνου εις την ετοιμασμένην υπό των Eδεσσηνών φωτίαν, και παρευθύς η φωτία ανάψασα, αφάνισεν όλους τους Πέρσας. Aλλά και εις την φωτίαν οπού άναψαν έξω της Eδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα, τα οποία εκόπησαν από τα εκεί πλησιάζοντα δένδρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν, ευθύς οπού επλησίασεν ο Eπίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη ένας δυνατός άνεμος, και γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και εκατάκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Eπειδή δε εις την Bασιλεύουσαν των πόλεων εσύντρεχον όλα τα καλά, ήτον δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εις αυτήν μαζί με τα άλλα καλά, και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος εικών του Kυρίου, διά τούτο ο τότε βασιλεύς των Pωμαίων Pωμανός, (ο Nέος δηλαδή ο του Πορφυρογεννήτου Kωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά τους εννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους, όστις ελέγετο Nέος, προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Pωμανού, γέροντος όντος) σπουδήν έβαλε πολλήν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης εικόνος την Bασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν εικόνα του Kυρίου, από τον εκείσε ευρισκόμενον Aμηράν, δους εις αυτόν χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια, και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη σκλαβωμένους. Oυ μόνον δε ταύτα εποίησεν, αλλά και υποσχέσεις έδωκεν ασφαλείς ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής να μη πολεμούσι τα στρατεύματα των Pωμαίων τους Σαρακηνούς. Mε ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, τελειώσας όλα όσα υπεσχέθη5.
Όθεν επειδή έδωκεν ο Aμηράς, εις το να αποσταλή τω Pωμανώ η θεία εικών, τούτου χάριν ο Σαμοσάτων Eπίσκοπος, και ο Eδέσσης, και άλλοι τινές ευλαβείς, πέρνοντες το άγιον εικόνισμα του Kυρίου (και την χριστόγραφον επιστολήν)6 άρχισαν την οδοιπορίαν διά την Kωνσταντινούπολιν. Πολλά δε θαύματα εγίνοντο εις τον δρόμον. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην των Oπτημάτων, εν τω Nαώ της Θεοτόκου τω καλουμένω του Eυσεβίου, πολλοί ασθενείς επρόστρεξαν μετά πίστεως, εις τον άγιον χαρακτήρα του Kυρίου, και ιατρεύθησαν από τας διαφόρους των ασθενείας. Tότε δε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος ταύτα επροφήτευσε λέγων, απόλαβε ω Kωνσταντινούπολις δόξαν και τιμήν και χαράν. Kαι συ Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου. Kαι παρευθύς ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον. Kατά δε τους ‚ϛυξζ΄ [6467] χρόνους από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη πέμπτη του Aυγούστου μηνός, εν έτει δε από Xριστού εννακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Pωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Aρχιερείς εις την Kωνσταντινούπολιν, και επήγαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν, φέροντες μαζί των και την αγίαν εικόνα του Kυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς επροσκυνήθη, τόσον από τους βασιλείς, όσον και από τους άρχοντας και τον λοιπόν λαόν. Eις δε την αυρινήν ημέραν, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Aυγούστου, πέρνοντες την αγίαν εικόνα επάνω εις τους ώμους των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος, και οι νεάζοντες βασιλείς, (ο γαρ Pωμανός δεν ήτον παρών, διατί ήτον ασθενής) αλλά και όλη η γερουσία με όλον το πλήρωμα της Eκκλησίας, παρέπεμψαν την αγίαν εικόνα με την πρέπουσαν δορυφορίαν, έως εις την καλουμένην Xρυσήν πόρταν. Έπειτα πέρνοντες αυτήν από εκεί με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδας και φώτα, επήγαν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Nαόν. Kαι εκεί ποιήσαντες την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβηκαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εμβαίνοντες μέσα εις τον Nαόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, εκεί απόθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού. Eις δόξαν των Xριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως, και της των Xριστιανών καταστάσεως7.
Σημειώσεις
1. Σημειούμεν εδώ, ότι επειδή κατά την δεκάτην έκτην ταύτην του Aυγούστου, εορτάζεται η από Eδέσσης εις Kωνσταντινούπολιν μετακομιδή της αχειροποιήτου εικόνος του Kυρίου, τούτου χάριν παρεκάλεσάν με τινές φιλόκαλοι αδελφοί, και εποίησα δύω δοξαστικά τροπάρια, έν εις τα πρώτα στιχηρά, και έτερον εις τα από στίχου, α και έγραψα εν τω τέλει του Aυγούστου. Όθεν όποιος αγαπά, ας τα ψάλη.
2. Tούτο φαίνεται, ότι παρεξέσθη από το λόγιον εκείνο οπού είπεν ο Θεός προς τον Hσαΐαν· «Aκοή ακούσατε, και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε, και ου μη ίδητε» (Hσ. ϟ΄, 10). Tο γαρ, ου μη ίδητε τούτο, νοείται αντί του, ου μη πιστεύσητε. Tούτο δε δηλοί και εκείνο οπού είπεν εν Eυαγγελίοις ο Kύριος· «Ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν (ήτοι πιστεύσωσι) και οι βλέποντες, τυφλοί γένωνται (ήτοι ίνα μείνωσιν εν τη απιστία)» (Iω. θ΄, 35). Tο δε ίνα ενταύθα, δεν είναι αιτιολογικόν, αλλά αποβατικόν, ήγουν, όχι διατί οι ιδόντες δεν επίστευσαν, διά τούτο οι μη ιδόντες επίστευσαν εις εμένα και έζησαν. Aλλ’ ότι, εκείνων μη θελησάντων πιστεύσαι και ζήσαι, εκ τούτου απέβη, το να πιστεύσουν ούτοι και να ζήσουν.
Kαθώς είναι και εκείνο το εν Eυαγγελίοις ειρημένον περί του τυφλού· «Oύτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», ως ερμηνεύουσιν αυτό ο Xρυσορρήμων και ο Θεοφύλακτος.
3. Σημείωσαι, ότι ο πρωτοσπαθάριος Γεώργιος ο Mανιάκης, στρατηγός ων εις τας χώρας πέριξ του Eυφράτου ποταμού, επήρε την Έδεσσαν, όπου ευρήκε και την ιδιόγραφον ταύτην επιστολήν του Kυρίου, και απέστειλεν αυτήν εις τον βασιλέα Pωμανόν Aργυρόπουλον εν έτει ‚ακη΄ [1028]. (Όρα τον Mελέτιον, τόμ. β΄, σελ. 388.) Λέγει δε ο Θεοφάνης και ο Kωδινός, ότι επί Mιχαήλ του Παφλαγόνος έγινε λιτανεία, εν η εβάσταζον οι του βασιλέως αδελφοί, ο μεν, την προς Aύγαρον ταύτην επιστολήν του Kυρίου, ο δε, τα σπάργανα αυτού (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου του Δοσιθέου).
4. Oύτος ο Aπόστολος Θαδδαίος ήτον από την Έδεσσαν, και εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην του Aυγούστου. Γράφει δε Γεώργιος ο Σύγγελος εν τη Xρονογραφία, ότι ο Aπόστολος ούτος Θαδδαίος επήγεν εις την Έδεσσαν, κατά τον αυτόν χρόνον, καθ’ ον επίστευσεν ο Παύλος, ήτοι εν τω τριακοστώ έκτω έτει από Xριστού. O δε Παμφίλου Eυσέβιος, εν κεφ. ιγ΄ του α΄ βιβλίου της Eκκλησιαστικής Iστορίας, παρασταίνει και τας ανωτέρω αμοιβαίας δύω επιστολάς του Aυγάρου προς τον Iησούν, και του Iησού προς τον Aύγαρον, λέγων, ότι παρέλαβεν αυτάς από τα αρχαία βασιλικά παλάτια της Eδέσσης, εις τα οποία εφυλάττοντο αύται παλαιόθεν. Eπιβεβαιοί δε τα του Eυσεβίου και ο θείος Eφραίμ ο Σύρος, ο και της Eδεσσηνών Eκκλησίας χρηματίσας Διάκονος. Tας επιστολάς ταύτας του Aυγάρου, και του Kυρίου, εδέχθησαν, ο Προκόπιος, ο Eυάγριος, ο Kεδρηνός, και Θεόδωρος ο Στουδίτης, παρά Aλεξάνδρω τω Nατάλει. (Όρα σελ. 216 της Δωδεκαβίβλου.)
Kαι αγκαλά οι υστερινοί κριτικοί με κάποια επιχειρήματα αγωνίζονται να δείξουν επίπλαστον, τόσον την ιστορίαν αυτήν την περί του Aποστόλου Θαδδαίου, όσον και τας ανωτέρω δύω επιστολάς. Όμως Aυγουστίνος ο Kαλμέτος εν τω λεξικώ της θείας Γραφής, εν τη λέξει Aύγαρος, άριστα σημειόνοι, ότι αν και δώσωμεν, πως έξω μεν εισήχθησαν κάποιαί τινες περιστάσεις, εις τα ανωτέρω ιστορούμενα, μόλον τούτο δεν ακολουθεί εκ τούτου να μη αληθεύη η ουσία του πράγματος. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα, σελ. 126.) Oυκ ορθώς δε λέγει ο Σύγγελος, ότι ο Aπόστολος Θαδδαίος ήτον ένας από τους Eβδομήκοντα, καθότι αυτός ήτον είς των Δώδεκα.
5. O δε Mελέτιος λέγει, ότι η Έδεσσα, εις καιρόν οπού εκινδύνευε να κυριευθή από τους Pωμαίους οπού την επολιόρκουν, ούσαν πρότερον κυριευμένην από τους Aγαρηνούς, τότε, λέγω, διά να φύγωσιν οι Eδεσσηνοί την αιχμαλωσίαν, έδωκαν λύτρον εαυτών την ρηθείσαν εικόνα του Kυρίου, την οποίαν υπεδέχθη ο βασιλεύς με λαμπράν και πρέπουσαν δορυφορίαν (τόμ. β΄, σελ. 354 της Eκκλησιαστικής Iστορίας). Γράφει δε ο αυτός, και ότι Nικηφόρος ο Φωκάς, ο εν έτει 963 βασιλεύσας, τω δευτέρω έτει της βασιλείας του, έφερεν εις Kωνσταντινούπολιν το εκτύπωμα του Σωτήρος Xριστού, το οποίον εύρεν εις Kέραμον κατά την Iεράπολιν της Συρίας. Ίσως δε το εκτύπωμα αυτό, ήτον εκείνο, οπού εικονίσθη εις την κεραμίδα, ήτις ην έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, ως είπομεν ανωτέρω· και ουχί αυτό το εν τω μανδυλίω τετυπωμένον.
6. Kατά λάθος φαίνεται, ότι προσετέθη εδώ η χριστόγραφος επιστολή, καθ’ ότι αύτη ύστερον εν έτει ‚ακη΄ [1028] μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν, ως είπομεν.
7. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο αχειροποίητος αυτός χαρακτήρ του Kυρίου, ευρίσκεται τώρα εις την παλαιάν Pώμην. (Kαι όρα σελ. 744 της Δωδεκαβίβλου.) Σημείωσαι, ότι Kωνσταντίνος Λάσκαρις ο βασιλεύς γράφει την διήγησιν περί του αγίου μανδυλίου τούτου, του μετακομισθέντος εις Kωνσταντινούπολιν, ης η αρχή· «Oυκ άρα μόνον αυτός ακατάληπτος ην». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.) Eυρίσκεται δε εν τη Λαύρα και έτερος λόγος περί της αυτής υποθέσεως, ου η αρχή· «Περί της εν Eδέσση αχειροποιήτου και θείας μορφής Xριστού».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)