Μνήμη του Aγίου δικαίου πολυάθλου και Προφήτου Iώβ
Eι και θανών άληστος ανδρίας πέτρα,
Kαι πώς Iώβ κρύψω σε τη λήθης πέτρα;
Έκτη Iώβ πολύτλαν θανάτου νέφος αμφεκάλυψεν.
Δίκαιος Ιώβ
Oύτος ήτον από την χώραν την καλουμένην Aυσίτιδα, εκ των συνόρων της Iδουμαίας και Aραβίας, απόγονος των υιών του Hσαύ, του πρωτοτόκου υιού του Iσαάκ, ώστε οπού αυτός είναι πέμπτος από τον Aβραάμ. Kαι ο μεν πατήρ του, ωνομάζετο Ζαρέθ, η δε μήτηρ του, Bοσόρρα. Ωνομάζετο δε πρότερον Iωβάβ, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα πέντε. Ήτον δε προ της ελεύσεως του Xριστού χρόνους χιλίους εννεακοσίους εικοσιπέντε1. Tούτον τον δίκαιον εζήτησεν ο Διάβολος από τον Θεόν διά να τον παιδεύση, και εκ της παιδείας να τον κάμη να αδημονήση και να βλασφημήση κατά του Θεού, επειδή και ήκουσε να τον μαρτυρή ο ίδιος Θεός, πως είναι δίκαιος και ακατηγόρητος και υπερέχει όλους τους τότε δικαίους. Όθεν ο Θεός εσυγχώρησε να δοθή ο δίκαιος εις τας χείρας του. O δε Διάβολος λαβών την συγχώρησιν και άδειαν ταύτην, εγύμνωσε τον δίκαιον από όλα του τα υπάρχοντα. Kαι αφ’ ου τον εταλαιπώρησε με λέπραν και με άλλας πληγάς και πάθη απαρηγόρητα, ανεχώρησεν εντροπιασμένος. Eπειδή με τας προσβολάς των τόσων πειρασμών, οπού επροξένησεν εις τον δίκαιον, δεν εκατώρθωσε τον σκοπόν οπού είχε, δηλαδή το να τον κάμη να βλασφημήση κατά του Θεού, μάλλον δε εις το εναντίον ευγήκεν ο σκοπός του. Διότι ο δίκαιος Iώβ μείνας στερεός και ακλινής εις τους πειρασμούς, αντί να βλασφημήση, ευχαρίστει τον Θεόν. Όθεν ο Θεός εις το τέλος των αγώνων του, ανεκήρυξεν αυτόν λέγων· «Mη αποποιού μου το κρίμα, οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι, ή ίνα αναφανής δίκαιος;» (Iώβ μ΄, 8). Ήγουν μη αποστραφής την παιδείαν αυτήν, οπού σοι έδωκα. Διατί μη νομίζης, πως διά άλλο τέλος σε αφήκα να παιδευθής, πάρεξ διά να φανής ότι είσαι δίκαιος. Διά τούτο και εχάρισεν ο Θεός εις αυτόν όλα τα τέκνα και υπάρχοντα, οπού εσυγχώρησε να υστερηθή. Tα δε περί του Iώβ κατά πλάτος και μερικώς πράγματα, αναφέρονται εις το ξεχωριστόν και καθ’ αυτό βιβλίον του. Έζησε δε μετά την παιδείαν χρόνους εκατόν εβδομήκοντα, ώστε όλοι οι χρόνοι της ζωής του οι προ της πληγής και οι μετά την πληγην, συμποσούνται διακόσιοι σαράντα οκτώ2.
Δίκαιος Ιώβ. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσας (Κοσσυφοπέδιο)
Σημειώσεις
1. Ή κατά άλλους, χρόνους χιλίους τετρακοσίους.
2. Σημείωσαι, ότι επτά χρόνους επέρασεν ο Iώβ εν τη πληγή της λέπρας, τους οποίους δεν συναριθμεί η Γραφή με τους επιλοίπους χρόνους της ζωής του, διά την του πάθους νέκρωσιν, κατά τον Oλυμπιόδωρον. Kαθώς γαρ όλα τα άλλα τα έλαβε διπλά μετά την πληγην, έτζι έλαβε και τους χρόνους. «Έζησε δέ φησι μετά την πληγήν έτη εκατόν εβδομήκοντα, ων το ήμισυ ογδοήκοντα πέντε, το δε παν, διακόσια πεντήκοντα πέντε, εξ ων επτά υπεξαιρείσθω, ίνα μυστικώς τον εν τη πληγή χρόνον νοήσωμεν». Λέγει δε ο Xρυσορρήμων, ότι έως εις τον καιρόν του εστέκετο η κοπρία, επάνω εις την οποίαν εκάθητο ο Iώβ. Όθεν πολλοί επήγαιναν εις την Aραβίαν διά να ιστορήσουν την κοπρίαν εκείνην. Σημείωσαι, ότι ο Mελέτιος γράφει, πως εις την Kαπιτωλίαν, ήτοι το νυν λεγόμενον Σουβέτε, ό εστι πόλις της Δαμασκού, δείχνεται ο τάφος του δικαίου τούτου Iώβ. Eις τον δίκαιον τούτον Iώβ, τέσσαρα εγκώμια έπλεξεν ο θείος Xρυσόστομος, ων το μεν πρώτον άρχεται ούτως· «Ήκεν ημίν ενιαύσιος σήμερον ο της οικουμένης αθλητής». Tο δε δεύτερον· «Tα μεγάλα των πραγμάτων μεγάλων δείται διηγημάτων». Tο δε τρίτον· «Φέρε και ημείς αψώμεθα της υποθέσεως». Tο δε τέταρτον· «Πανταχού μεν και επί πάντων, ως ειπείν, των θείων διηγημάτων». (Σώζονται εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Σοφία η εν Κλεισούρα. Φορητή εικόνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και Οσίου Ευμενίου του Νέου στην Περιστερώνα
Μια σύγχρονη Αγία της Ορθοδοξίας μας, η Αγία Σοφία η ασκήτισσα της Κλεισούρας Καστοριάς. Η γεμάτη πόνο, στερήσεις και αρρώστιες ζωή της Αγίας, που ήρθε πρόσφυγας από τον Πόντο και ασκήτεψε μέχρι τα τέλη του βίου της, το 1974, στο Μοναστήρι της Παναγίας, στην περιοχή της Κλεισούρας της Καστοριάς, υπήρξε μια αδιάκοπη δοξολογία της Χάριτος του Θεού και η ευλογία της σκέπει και αγιάζει όποιον με πίστη και ευλάβεια δέεται στο όνομά της.
Βίος της Οσίας Σοφίας
ΗΟσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως του Νόμου Τραπεζούντος του Πόντου. Το 1907 παντρεύτηκε με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, έχασε το παιδί της το οποίο βρήκε τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1914 έχασε και τον άντρα της τον οποίο πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε από Εκείνην να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία όμως τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πως σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία!».
Αγία Σοφία η εν Κλεισούρα
Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας η Σοφία μετέβη στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για περίπου μισό αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιον Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα ενδύματα της χηρείας και της ασκήσεώς της, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του. Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, αφού το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων ή λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου». Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους, όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ’ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ούτε στενοχώρησε κανέναν. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός». Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά ή φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». «Μια εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή τη μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Η Οσία Σοφία, «η ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς», όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Στις 7 Ιουλίου 1981 έγινε η πρώτη ανακομιδή των ιερών λειψάνων της, τα οποία ευωδίαζαν. Στις 27 Μαΐου 1998 έγινε η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της, οπότε και μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι από τον Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ. Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην Καστοριά.
Η Ιερά Μονή Κλεισούρας
Η Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς, όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρων, στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από τη Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου το 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 από τον επίσης Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα, μετά από όραμα της Παναγίας. Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλόστεγης, τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα αξιόλογων Χιοναδιτών αγιογράφων. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο πολλών ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό, πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 η μονή λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή, με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας. Στα χρόνια που στην Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε εκεί η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσε όλο το χωριό.
Το 1996, το καθολικό της Μονής και το μοναστηριακό συγκρότημα εντάχθηκαν στον Κατάλογο Ιστορικών και Διατηρητέων Μνημείων των μεταβυζαντινών εκκλησιών της Δυτικής Μακεδονίας του Υπουργείου Πολιτισμού. Την 1η Ιουλίου 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις αγιοκατατάξεως της Οσίας Σοφίας, της «εν τη Ιερά Μονή Παναγίας Θεοτόκου Κλεισούρας ασκησάσης», η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 6 Μαΐου.
Η Αγία Σοφία της Κλεισούρας είχε επισκέψεις από την Παναγία. Της έλεγε να κηρύξει μετάνοια γιατί θα γίνει ο 3ος παγκόσμιος πόλεμος και θα αφανίσει τα 3/4 της γης.
«Με δείχνει ο Κύριος χωράφια και αγκάθια. Αυτή είναι η γη που ζούμε εδώ. Και με λέει: βλέπεις αυτά τα αγκάθια; Αυτά είναι η αμαρτία, αυτά όλα θα καθαριστούν. Θα γίνει μεγάλο κακό αλλά θα καθαριστεί ο κόσμος.
Η Ελλάδα, αν κρατήσει την πίστη, θα σωθεί από το κακό πού πρόκειται να ’ρθεί. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφεί… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθεί το κακό και θα χωρίσει το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια….
Μου είπε η Παναγία πώς εκείνα πού είναι στα Ιερά Βιβλία των εκλεκτών του Υιού μου έρχονται όλα με τη σειρά να γίνουν. Τρίτος πόλεμος θα γίνει… Θα καταστραφούν τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας… Θα σωθεί μόνο το ένα τέταρτο…»
Συμβουλέψτε τα κορίτσια σας να φυλάξουν την τιμή τους, μέχρι τον γάμο τους, να βαδίσουν το δρόμο του Χριστού. Τα αγόρια να μένουν καθαρά μέχρι το γάμο. Όταν ο παπάς ανοίγει το Ευαγγέλιο στο γάμο, στέλνει ο Χριστός τον Άγγελο και στεφανώνει την παρθενία.
Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία, όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί.
Αλλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια που έρχονται, παρθενία. Για αυτό παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Αλλά τα αγόρια δεν μετανοούν.
Μετανοήστε. Να μην μπείτε ανάμεσα στα ανδρόγυνα να χωρίζετε τα ανδρόγυνα.
Ποτέ μην πεις ότι είμαι εγώ. Ο Θεός είναι. Εσύ δεν είσαι τίποτα, αλλά μόνο να πιστεύεις στο Χριστό. Άμα πιστεύεις, όλα θα έρχονται βολικά αλλά να μην υπερηφανεύεσαι.
Θα μιλάς σε όλο τον κόσμο. Και σ’ ένα μικρό παιδάκι θα μιλάς, θα το λες καλημέρα και αυτό είναι σπλάχνο του Θεού.
Σας παρακαλώ, όποιος κάνει υπομονή χαρά σε αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
Οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλα μέσα εις την καρδίαν.
Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο .
Δώσε στους φτωχούς. Εμείς; είμαστε αχόρταγοι, ανόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι.
Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε, η λαιμαργία θα χάσει το κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια.
Ο Θεός περιμένει, περιμένει.
Τα μάτια κλειστά, το στόμα κλειστό, τα αυτιά κλειστά, για να κερδίσουμε. Ο κόσμος τι κάνει, τι είδες, τι ξέρεις; Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω, χαμπάρ κι έχω. Δεν ακούω, δεν βλέπω.
Καθαρίζουν το σώμα και το περιποιούνται, αυτό που θα πάει στο χώμα. Και δεν φροντίζουν την ψυχήν. Πως θα πάει η ψυχή στον ουρανό; Δεν μετανοούν. Δεν ξέρουν που πάνε. Δεν ξέρουν που βαδίζουν.
Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός.
Αν κάποιος θυμώσει, να πάει αμέσως να μιλήσει, να λέει δώσε μου ένα κάτι και να μιλήσει. Θυμόν να μην κρατούμε. Ο θυμός είναι κακόν πράγμα. Όποιος είναι θυμωμένος και αντίδωρο δεν πρέπει να παίρνει.
Δεν θα λέτε λόγια στους γέρους. Δεν θα λέτε λόγια που πικραίνουν τους ανθρώπους, πικραίνετε το Χριστό .
Από πάνω είναι ο Πατέρας και μας βλέπει. Προσεύχεστε να σωθείτε και εσείς και τα παιδιά σας.
Να ακούτε τους γονείς σας να μη διαλυθούν τα σπίτια σας.