Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης διηγείται θαύματα του οσίου Δαβίδ

Πόσες φορές τον άγιο Δαυΐδ τον έχομε δει ζωντανό! Θα πήτε, «πώς τον βλέπετε, πάτερ;». Σαν ένας μοναχός, χτυπά το σήμαντρο μόνος του, χτυπά την καμπάνα και μπαίνουμε και ‘ρχόμαστε στην Εκκλησία και βλέπουμε έναν γέροντα, έναν καλόγερο. Τον βλέπομε να μπαίνη στο Ιερό και γίνεται άφαντος. Πόσες φορές μίλησα μαζί του!

Συχνά βλέπω τον άγιο Δαυΐδ οφθαλμοφανώς σαν καλόγερο μέσα στην Εκκλησία. Παρακαλώ τον Άγιο: «Όπως με φροντίζεις εδώ στο επίγειο Μοναστήρι σου, Άγιέ μου, να με φροντίζης και στο ουράνιο».
Εδώ στο Μοναστήρι όλοι έρχονται για τον Άγιο, σπάνια έρχεται κανείς για τον τόπο! (Ενώ πολύς κόσμος πήγαινε να δη τον ίδιο, τον Γέροντα). Πολλές φορές το βράδυ είμαι άρρωστος, αλλά το πρωί σηκώνομαι για την θεία Λειτουργία.
Σκέφτομαι ότι ίσως να είναι η τελευταία και παρακαλώ τον Άγιο: «Άγιέ μου Δαυΐδ, εσύ να λειτουργήσης» και γίνομαι καλά και λειτουργώ.

Λέω το πρωί του Αγίου: «Άγιέ μου Δαυΐδ, έχω τώρα τα πόδια, την δισκοπάθεια, την καρδιά μου, αν με βοηθήσης θα λειτουργήσω, αν δεν με βοηθήσης, βγες μόνος και λειτούργα».
Μου λένε: «Πρόσεχε στην Λειτουργία, μην σε κόψη κανένας κρύος ιδρώτας και πέσης, ουαί και αλλοίμονό σου!». Εγώ όμως έκανα τον σταυρό μου και λέω, «περιμένουν αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι (βοήθεια)».
Όταν μπήκα στην Λειτουργία, δεν ξέρω, δεν αισθανόμουνα κόπο, τίποτε, με βοηθά η Χάρις του Θεού. Η προσευχή στηρίζει τον άνθρωπο. Παιδιά μου, δεν λειτουργάω εγώ, άλλος λειτουργάει.

Κάποτε –έλεγε ο Γέροντας Ιάκωβος– ήρθε εδώ στο Μοναστήρι ένας νέος (ο οποίος) ήθελε να καλογερέψη, να αφιερωθή και να υπηρετήση την Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όμως ήταν σπανός, δεν είχε καθόλου γένεια.
Πώς θα γινόταν καλόγερος; Αυτό τον στενοχωρούσε, αλλά προσευχήθηκε στον Άγιο και του έδωσε μία γενειάδα και δεν προλάβαινε να ξυριστή. Είναι πολύ θαυματουργός ο άγιος Δαυΐδ• ό,τι ανάγκες έχω και του ζητάω, (όλα) μου τα δίνει απλόχερα.
(Ο νέος αυτός ήταν ο ίδιος ο Γέροντας, κατά την μαρτυρία του π. Παύλου Τσουκνίδα).

Πριν πέντε ημέρες, πέρασε ένας από την Λάρισα, αυτός είχε στο στομάχι την σοβαρή ασθένεια. Ζήτησε εμένα, αλλά εγώ δεν πηγαίνω, αποφεύγω λιγάκι, να μην έχω τις φιλοδοξίες και αυτά και με βλέπη ο κόσμος, είπα στον π. Κύριλλο, τον σταύρωσε με την αγία Κάρα, μέχρι να πάη στην Λάρισα ο άνθρωπος έγινε τελείως καλά. Έρχεται και την άλλη μέρα πάλι και λέει ότι «με βοήθησες πάτερ, με την Χάρη του Αγίου, και ήρθα να σου πω το θαύμα του Αγίου. Εθεραπεύθην και έγινα τελείως καλά και ήρθα να τον ευχαριστήσω»

Είναι πολύ θαυματουργός ο Άγιος. Δεν περνάει ώρα, δεν θα περάση η ημέρα, χωρίς να το δείξη το θαύμα του ο Άγιος.

Παραπονιόμουν στον όσιο Δαυΐδ για τις ελιές που έκοψε εκείνος ο ασεβής και έλεγα: «Άγιέ μου Δαυΐδ, εγώ τα άφησα όλα και τώρα ήρθα να κοιτάξω τις δικές σου τις δουλειές σε τόσα κτήματα;». Από το τέμπλο, παιδιά μου, ακούστηκε ένας κρότος μέρα μεσημέρι, δηλαδή φεύγει από το τέμπλο, με συγχωρείτε, η αγία του εικόνα και στέκεται ένας καλόγερος στην βόρεια πύλη του ιερού, εκεί που είναι ο ταξιάρχης Μιχαήλ, και λέει: «Πάτερ μου, μη στενοχωριέσαι, διότι η μεγαλύτερη αρρώστια για τον άνθρωπο είναι η στενοχώρια». Και έγινε αμέσως άφαντος μετά από αυτό και πήγε στην θέση του (στο τέμπλο). Σας το διδάσκω, παιδιά μου, να το ξέρετε• η μεγαλύτερη αρρώστια για τον άνθρωπο είναι η στενοχώρια.

Όταν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή βγαίνη η αγία Κάρα του, πάντα βρέχει στο χωριό, έστω κι αν όλη την ημέρα ο ήλιος καίη.
Ο Άγιος, κατά την πίστη θαυματουργεί. Κατά το «η πίστις σου σέσωκέ σε», ενεργεί το θαύμα. Γι αυτό, συνέχεια ο κόσμος κάνει ευχαριστήριες Λειτουργίες.

Μου λέει ο Δημήτρης: «Πάτερ μου, στο κτήμα μας δεν υπάρχει νερό και θέλουμε να ανοίξουμε πηγάδι».
– Ε, και τι θες, Δημήτρη, από εμένα;
– Πάτερ, μου λέει, κάνε μια προσευχή στον Άγιο και πες μας (αν) θα βρούμε νερό στο κτήμα αυτό το μεγάλο. Είμαστε επτά αδέλφια και θα ξεραθούνε οι ελιές μας.
– Δημήτρη μου, λέω, έχε πίστη Θεού, μην στεναχωριέστε. Νερό θα βρήτε ποτάμι.
– Πάτερ, πώς θα το βρούμε;
– Να, πάρτε την εικονίτσα του οσίου Δαυΐδ που σας έχω δώσει, σε όποιο σημείο θέλετε μέσα στο κτήμα σας εκεί που είναι κατάλληλο για να ανοίξετε το πηγάδι βάλτε εκεί την εικονίτσα του οσίου Δαυΐδ, ράντισε και με λίγο αγιασμό, κάντε το σημείο του Σταυρού, να πης το «Πάτερ ημών» και το τροπάριο του οσίου Δαυΐδ και να χτυπήσετε. Μόλις χτυπήσετε, τέκνο μου, με συγχωρείτε, το νερό βρίσκεται στην επιφάνεια της γης. Το κάνανε και βρήκαν ποτάμι νερό.
– Τώρα πάτερ μου, μου λέει, τόσο (πολύ) νερό (που βρήκαμε) δίνουμε και σε άλλους ανθρώπους εδώ στην Κόρινθο και ποτίζουνε τα περιβόλια τους και τα χωράφια τους.
Όταν έχουμε πίστη και ζητήσουμε κάτι από τον Θεό θα μας το δώση. Ό,τι ζητούσα παιδιόθεν, ο Θεός μου το χάριζε.

Κάποτε, ήμασταν μ’ έναν αδελφό εδώ στην Μονή και τον λέγανε π. Ακάκιο, αυτός έφυγε απ’ το Μοναστήρι και πήγε στην Αλόννησο. Λοιπόν, ένα βραδάκι κατά τις 8 Νοεμβρίου πριν λίγα χρόνια, κάναμε μια παράκληση στον άγιο Νεκτάριο.
Όπως ήμασταν και οι δυό πατέρες στο μέσον της εκκλησίας, στο εικονοστάσι εκεί είχαμε την εικονίτσα του αγίου Νεκταρίου και ψάλλαμε την παράκληση του Αγίου. Λέω, «δεν πηγαίνω καλύτερα πίσω απ’ την Ωραία Πύλη να διαβάσω το Ευαγγέλιον εις Ιεράρχην από την Ωραία Πύλη; και ‘δω το ίδιο είναι, αλλά ας πάω στην Ωραία Πύλη να πω απ’ το Ιερό το άγιον Ευαγγέλιον».
Μόλις μπήκα μέσα από την Βόρεια πύλη, βλέπω έναν Γέροντα σαν τον π. Σεραφείμ, μ’ ένα μπαστούνι, με το κουκούλι όπως φοράμε εμείς οι μοναχοί, τον βλέπω στο δεξιό μέρος της αγίας Τραπέζης. (Απόρησα και ρώτησα τον π. Ακάκιο): «Πατέρα Ακάκιε, εμείς δύο πατέρες είμαστε και ψάλλουμε την παράκληση του αγίου Νεκταρίου, ο τρίτος παπάς από πού ήρθε;».
(Και ρωτώ και τον ίδιο): «Πάτερ, δεν μου λες από πού μπήκες; από πού ήρθες;». Νύχτα (ήταν), δέκα η ώρα. Σα να εμειδίασε, χαμογέλασε, άστραψε το πρόσωπό του σαν ήλιος, στο Ιερό δεν είχαμε ούτε φώτα, ούτε τίποτα, μόνον ένα καντηλάκι.
«Άκουσε πάτερ, του λέω, εάν δεν φύγης έξω απ’ το Ιερό, εγώ δεν πάω στην Ωραία Πύλη να (την) ανοίξω, ούτε στην αγία Τράπεζα να πάρω το Ευαγγέλιο και να πω το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη».
Μετά, του λέω, «Άντε, πάτερ, σε παρακαλώ, τώρα βγείτε έξω απ’ το Ιερό. Πάτερ, δεν μπορώ να πάω να προσκυνήσω στην αγία Τράπεζα, βγείτε έξω απ’ το Ιερό για να πω το Ευαγγέλιο, ήρθε η ώρα τώρα». Χαμογέλασε και βλέπω ότι φεύγει από το Ιερό, απ’ την νότια πόρτα.
(Είπα): «Τώρα που έφυγε θα πάω να πω το Ευαγγέλιο». Άνοιξα την Ωραία Πύλη, πήρα το Ευαγγέλιο και κοίταξα, με συγχωρείτε, όχι πονηρά αλλά μήπως γυρίση πίσω. Έλεγα το Ευαγγέλιο και με το μάτι μου έβλεπα μήπως έρθη ο Άγιος. Πήγε μπροστά στην εικόνα του και έγινε άφαντος. Είχε φύγει απ’ το τέμπλο –βλέπετε (είναι) ζωντανή εικόνα θαυματουργικιά– και πήγε μέσα στο Ιερό και μετά ετακτοποιούνταν μέσα στην θέση του τέμπλου, όπως είναι ο Άγιος στη θέση του. Είπα το Ευαγγέλιο, τελείωσε η Παράκληση, και ρώτησα:
– Πάτερ Ακάκιε, άκουσες κανένα κτύπο, είδες κανέναν Ιερέα, δεν άκουσες τι σου έλεγα;
– Όχι πάτερ, δεν άκουσα (τίποτα, μόνο) άκουσα έναν κτύπο αλλά πού να ξέρω; καμμιά πόρτα θα χτύπησε απ’ τον αέρα.
– Παπάς ήταν μέσα στην αγία Τράπεζα.
– Όχι δεν είδα, τίποτα.

Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες». Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.

Όταν νύχτωνε και οι πατέρες ησύχαζαν στα κελιά τους, ο Γέροντας Ιάκωβος άνοιγε το πίσω πορτάκι της Μονής και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε για το ασκητήριο-σπηλιά του Οσίου Δαβίδ. Από το πυκνό σκοτάδι όμως δεν έβλεπε καθόλου να προχωρήσει ανάμεσα στους γκρεμούς, τα βράχια και την πυκνή βλάστηση, οπότε παρακαλούσε τον Όσιο να τον βοηθήσει:
Εσύ, Άγιε μου, προστάτη μου βοήθησέ με να φτάσω στο ασκητήριό σου.
Και τότε, ω του θαύματος, ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το μονοπάτι μπροστά του!!!
Έτσι έβλεπε και έφτανε στη σπηλιά του Αγίου, όπου πολλές φορές τον περίμενε ο ίδιος ο Άγιος Δαβίδ!

Γράφει ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, πνευματικό τέκνο του Γέροντος: Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Κάποτε η πατρίδα του Όσιου Δαβίδ οι Λιβανάτες υπέφερε από ανομβρία. Ο π.Ιάκωβος που είχε πάει να την επισκεφτεί για να φέρει στους κατοίκους την κάρα του οσίου, ακούγοντας τους ανθρώπους να μιλούν για τη συμφορά, έκατσε στην άκρη της βάρκας και είπε στον όσιο:
-Γέρο ήρθαν οι χωριανοί σου για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα που θα πάμε να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε μη με ντροπιάσεις. Θα ρεζιλευτείς κι εσύ κι εγώ! Βγήκανε στη στεριά κι άρχισε αμέσως να μπουμπουνίζει.
Τριάντα χρόνια μετά έλεγε:
Εγώ, τέκνον μου, τα λέω στο αυτί του αγίου κι αυτός ανοίγει γραμμή με το Χριστό μας!

Πηγή: iconandlight.wordpress.com