Αρχική Blog Σελίδα 3

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Τρεῖς μεγάλες καὶ γενικὲς ἀρετές, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, μᾶς προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε: Τὶς ἀρετὲς τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς πίστης. Τρεῖς ἀρετές, ποὺ βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Ρωμαίου καὶ εἰδωλολάτρη ἑκαντοντάρχου τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Ἂς τὶς δοῦμε ὅμως μία πρὸς μία.

Πρώτη, ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ κορυφαία ἀρετή. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ὁδήγησε τὸν καλὸ ἐκεῖνο ἑκατόνταρχο στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία τοῦ δούλου του. Καὶ τοῦτο, παρόλο ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὴ ρωμαϊκή, ὁ δοῦλος ἐθεωρεῖτο ἕνα res, δηλαδὴ ἕνα πρᾶγμα, ἕνα ἄψυχο ἀντικείμενο! Αὐτὸ δείχνει τὴν καλὴ ψυχὴ καὶ προαίρεση τοῦ ἑκατοντάρχου. Βλέπετε, ἡ γνήσια, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό, τὸν συνάνθρωπό μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Κύριο, ὅπως ὁδήγησε καὶ τὸν ἑκατόνταρχο. Λένε κάποια παλαιὰ θεόπνευστα ρητὰ ἁγίων Γερόντων τῆς ἐρήμου: «Εἶδες καὶ κέρδισες (δηλαδὴ ἀνέπαυσες πνευματικὰ) τὸν ἀδελφό σου; Εἶδες καὶ κέρδισες Κύριον τὸν Θεόν σου. Διότι ἡ σωτηρία μας κρέμμαται (ἐξαρτᾶται) ἀπὸ τὸν πλησίον μας.»

Δεύτερη μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἑκατοντάρχου ἡ ταπείνωση, συνυφασμένη μὲ τὴν αὐτογνωσία. Γνώριζε τὶς ἀδυναμίες, τὰ σφάλματα, τὰ ἀνθρώπινά του πάθη ὁ Ρωμαῖος αὐτὸς ἀξιωματικὸς καί, ἔτσι, ἀπευθυνόμενος στὸν Κύριό μας, ποὺ ἤθελε νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του, τοῦ εἶπε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχθῶ, νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου!» Κι αὐτὲς οἱ ἀρετές του ἦταν ἀλληλένδετες μὲ τὴ μεγάλη του·

Πίστη, τὴν τρίτη θαυμαστή του ἀρετή. Τόση πίστη, ἐμπιστοσύνη ἔδειξε στὸν φιλάνθρωπο θαυματουργὸ Διδάσκαλο, ποὺ ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος πὼς καὶ ἀπὸ μακριά, μὲ μόνο τὸν λόγο Του, θὰ θεραπευόταν ὁ ἀσθενὴς δοῦλος του. Τὸν πίστευσε γιὰ Κύριο καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων.

Καὶ ὁ Χριστός μας συγκινήθηκε μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τὶς θαύμασε τόσο, πού, ὄχι μόνο θεράπευσε τὸν ἀσθενή του δοῦλο, παράλυτο καὶ ταλαιπωρούμενο, ἀλλὰ καὶ ἐγκωμίασε περίτρανα στοὺς ἐκεῖ παρευρισκόμενους τὴν πίστη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ, τοῦ μὴ Ἰουδαίου δηλαδή. Καὶ τόνισε πὼς οὔτε ἀνάμεσα στὸν ἐκλεκτό του λαὸ τῶν Ἑβραίων δὲν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε τέτοια μεγάλη πίστη. Καί, μὲ ἀφορμὴ τὴ θερμὴ αὐτὴ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ἀνέπτυξε στὴ συνέχεια ὁ Κύριος μία προφητικὴ διδασκαλία, ὅτι ἄνθρωποι ποὺ δὲν θὰ ἀνήκουν στὸν ἐκλεκτό Του λαό, προερχόμενοι δηλαδὴ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, θὰ πιστεύσουν σ᾽ Αὐτὸν καὶ θὰ ἀξιωθοῦν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (ὅπως πράγματι συνέβηκε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων)· ἐνῶ, συνέχισε ὁ Κύριος, οἱ ἐξ ἀρχῆς ἐκλεκτοί Του, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους στὸ πρόσωπό Του, θὰ ἀπέλθουν στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ γνωρίζουμε πὼς ἡ πλειονότητα τῶν συμφυλετῶν Του Ἰουδαίων, ὄχι μόνο ἀπίστησαν σ᾽ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ συναίνεσαν στὴ σταύρωσή Του.

Ἡ θερμὴ πίστη καὶ ἡ μακαρία ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, μᾶς ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Κύριο, γίνονται φτεροῦγες στὴν προσευχή, στὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Καὶ ἡ τρισμακάρια ταπείνωση, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς συγκρατεῖ νὰ μὴν πέσουμε, μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου.

Οἱ τρεῖς αὐτὲς μεγάλες ἀρετές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μία γνήσια, ἀληθινὴ ἐπικοινωνία-κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό. Τόσο στὴν καθημερινή μας ζωή, ὅσο καὶ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία μας. Ἰδιαίτερα ὅμως στὴ Μυστηριακὴ συνάντηση μαζί Του: οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν προσέλευσή μας στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό μας, τηρώντας τὶς ἅγιες ἐντολές Του, καὶ νὰ ποθοῦμε νὰ κατοικήσει μέσα μας, μὲ τὴ μετοχή μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Ταυτόχρονα, πρέπει μὲ πίστη ἀκράδαντη καὶ πόθο νὰ δεχόμαστε τὰ Τίμια Δῶρα ὡς αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔλαβε μὲ τὴ σάρκωσή Του καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν ἀγάπη μας στὸν Σταυρό. Πίστη εἶναι νὰ ὑπερβαίνουμε τὴ λογικὴ καὶ νὰ δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, τῶν ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί, ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἂν καὶ βλέπουμε ἄρτο καὶ οἶνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ καθαγιαστοῦν μὲ τὴ σχετικὴ ἐπίκληση τοῦ ἱερέα, εἶναι πράγματι αὐτὸ τοῦτο τὸ Σῶμα καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Πρᾶγμα, ποὺ πολλοὶ τῶν ἁγίων μας ἀξιώθηκαν νὰ ἰδοῦν καὶ μὲ τὰ αἰσθητά τους μάτια. Ἀλλὰ καὶ πάντοτε πρέπει νὰ μᾶς συνέχει ἡ συναίσθηση πώς, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας τὸν Δεσπότη Χριστό, δὲν κοινωνοῦμε ἀξίως, ἀλλὰ μᾶς ἀξιώνει μόνη ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας. Καὶ βεβαίως ἐδῶ, δὲν ἐννοοῦμε νὰ μᾶς τύπτει ἡ συνείδηση γιὰ σοβαρὲς ἁμαρτίες καὶ νὰ κοινωνοῦμε ἔτσι, ἀνεξομολόγητοι καὶ χωρὶς προετοιμασία, γιατὶ ἀλίμονό μας τότε, «καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι»!

Στὸ πλαίσιο λοιπὸν τῆς ἑτοιμασίας μας γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία χρειάζεται ἐγκράτεια ψυχῆς καὶ σώματος, γρήγορος νοῦς καὶ νήφουσα καρδία, προσευχὴ ἐν μετανοίᾳ -καλὸ εἶναι νὰ διαβάζουμε τὴν ὡραιότατη καὶ κατανυκτικὴ Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, ποὺ σήμερα κυκλοφορεῖ καὶ σὲ αὐτοτελῆ βιβλιαράκια-, νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ ψυχῆς καὶ νὰ συγχωρούμαστε μὲ ὅσους τυχὸν ἔχουμε λυπηθεῖ καὶ παρεξηγηθεῖ, νὰ μὴν ἔχουμε μνησικακία μέσα μας καί, ὅταν αἰσθανόμαστε βεβαρυμένη τὴ συνείδησή μας, εἰλικρινὴς ἐξομολόγηση στὸν Πνευματικό. Αὐτός, ἔχοντας τὴ Χάρη νὰ λύνει καὶ νὰ δένει πνευματικά, θὰ κρίνει ἐὰν καὶ πότε θὰ κοινωνήσουμε, καὶ θὰ μᾶς ὁρίσει, ὡς πνευματικὸς ἰατρός, καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα, ἴσως κάποια πνευματικὰ ἐπιτίμια, γιὰ τὴ θεραπεία μας καὶ τὴν πρόληψη πτώσης στὰ ἴδια ἁμαρτήματα.

Ἔτσι λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἑτοιμαζόμενοι κάθε φορά, τὸ κατὰ δύναμιν ὁ καθένας, γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καὶ ἀγωνιζόμενοι νὰ ἔχομε καθαρὴ τὴν καρδία καὶ τὴ συνείδησή μας ἀπὸ ἔργα ἁμαρτωλὰ καὶ λόγους καὶ λογισμοὺς ἐφάμαρτους, μετέχοντας τῶν Θείων Μυστηρίων, λαμβάνουμε Χάρη καὶ δύναμη καὶ ἁγιασμό, ἔχομε ἀληθινὰ κάτοικο τὸν Κύριο μέσα μας, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας, καὶ μᾶς γίνεται πράγματι ἡ Θεία Μετάληψη «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σισώη του Mεγάλου (6 Ιουλίου)

Ο Όσιος Σισώης στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σισώη του Mεγάλου

Θεού τεθνηκώς πυξίω προσεγράφη,
Σισώης Πνεύματος το πυξίον.
Bη δε Σισώης γήθεν ες Oυρανόν έκτη αμύμων.

Ο Όσιος Σισώης στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά

Oύτος ο μακάριος, επειδή και εκ βρέφους ηγάπησε τον Θεόν, διά τούτο εσήκωσεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Xριστού, και ηκολούθησεν αυτώ. Όθεν χαίρων επροχώρησεν εις τα πολύμοχθα της ασκήσεως σκάμματα, και ενίκησε τους πολέμους των αοράτων εχθρών δαιμόνων. Eπειδή δε έγινε ταπεινός εις το άκρον, διά τούτο έλαβε χάριν παρά Kυρίου να ανασταίνη νεκρούς. Aγγελικώς λοιπόν επί γης πολιτευσάμενος ως Άγγελος, και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας, μετέστη προς την άυλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Aγίων, και η αΐδιος λαμπρότης, πρεσβεύων τω Xριστώ, και δυσωπών αυτόν διά λόγου μας.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Αἰγύπτιος στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου

Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα. Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.

Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:

Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στὴ θεωρία σου, καὶ χύνω δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, φέροντας στὸν νοῦ μου τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι (δηλαδὴ τὸν θάνατον). Πῶς καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ διαβῶ τέτοιο τέλος; Αἴ, αἴ, θάνατε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ξεφύγῃ;

Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀββᾶ Σισώη

Ἴσως κἄποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ στιγμιότυπα ἀνήκουν στὸν βίο ἑνὸς ἄλλου ἁγίου Σισώη, ἐπίσης μοναχοῦ τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, λίγο μεταγενέστερου.

1) Ἀδελφὸς ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ ἦλθε πρὸς τὸν ἀββὰ Σισώη καὶ τοῦ λέγει:

– Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕνα ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δὲ Γέρων [=πνευματικὸς διδάσκαλος, δηλαδὴ ὁ ὅσιος Σισώης] τὸν παρακαλοῦσε:

– Μή, τέκνο· ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στὸν Θεὸ τὸ ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:

– Δὲν θὰ παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.

Εἶπε δὲ ὁ Γέρων:

– Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καὶ ὁ Γέρων, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

– Θεέ, δὲν σὲ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς· διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιὰ λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπὸν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος λέγοντας:

– Δὲν θὰ εἶμαι πλέον σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββᾶ.

2) Ἐπισκέφθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀββὰ Σισώη στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ἐνῷ συνομιλοῦσαν, εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισώη:

– Δὲν ἔφθασες ἀκόμα στὰ μέτρα τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, πάτερ; Καὶ τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Ἐὰν εἶχα ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, θὰ γινόμουν ὅλος φωτιά, ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζω ἄνθρωπο ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸν λογισμό του.

3) Πειράσθηκε κάποτε ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ δαίμονα καὶ εἶδε ὁ Γέρων ὅτι ἔπεσε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, δήλωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ λέγοντας:

– Θεέ, θέλεις δὲν θέλεις, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ἐὰν δὲν τὸν θεραπεύσεις.

Καὶ ἀμέσως θεραπεύτηκε.

4) Ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε στὸν ἀββὰ Σισώη:

– Βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Δὲν εἶναι σπουδαῖο τὸ νὰ εὑρίσκεται ὁ λογισμός σου στὸν Θεό· σπουδαῖο εἶναι τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Διότι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν σωματικὸ κόπο ὁδηγεῖ στὸν τρόπο τῆς ταπεινοφροσύνης.

5) Ἐπισκέφθηκε ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος, ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως, τὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναχωρήσουν, πρὶν ἀρχίσουν τὴν πορεία, τοὺς ἔβαλε νὰ φάγουν τὸ πρωί, ἦταν δὲ νηστεία. Καὶ μόλις ἔστρωσαν τραπέζι, ἀδελφοὶ κρούουν τὴν θύρα. Εἶπε δὲ στὸν μαθητή του:

– Δῶσε τους λίγο τραχανᾶ, διότι ἔρχονται ἀπὸ κοπιαστικὴ πορεία. Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος:

– Ἄφησε τώρα, γιὰ νὰ μὴ εἰποῦν ὅτι ὁ ἀββὰς Σισώης τρώγει ἀπὸ τὸ πρωί. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ὁ Γέρων καὶ λέγει στὸν ἀδελφό:

– Πήγαινε, δῶσε τους. Ὅταν λοιπὸν εἶδαν τὸν τραχανᾶ, εἶπαν:

– Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως τρώγει καὶ ὁ Γέρων μαζί σας; Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἀδελφός:

– Ναί. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ λέγουν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει ποὺ ἀφήσατε τὸν Γέροντα νὰ φάγει. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ἔχει κοπιάσει πολλὲς ἡμέρες; Καὶ τοὺς ἄκουσε ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἔβαλε μετάνοια στὸν Γέροντα λέγοντας:

– Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, ποὺ σκέφτηκα κάτι ἀνθρώπινο· ἐσὺ ὅμως ἔκαμες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Ἐὰν δὲν δοξάσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίποτε.

6) Ρώτησε ὁ ἀββὰς Ἄμμων τῆς Ραϊθοῦ τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Ὅταν ἀναγινώσκω τὴν Γραφή, ὁ λογισμός μου θέλει νὰ συντάξει ἕνα λόγιο γιὰ νὰ τὸ ἔχω σὲ περίπτωση ἐπερωτήσεως. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– «Οὐκ ἔστι χρεία, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς καθαρότητος τοῦ νοὸς κτῆσαι σεαυτῷ καὶ τὸ ἀμεριμνεῖν καὶ τὸ λέγειν».

7) Τρεῖς γέροντες ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββὰ Σισώη, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει σχετικὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:

– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό; Κι αὐτὸς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέει ὁ δεύτερος:

– Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; Κι οὔτε τώρα ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέγει ὁ τρίτος:

– Πάτερ, τί νὰ κάνω ποὺ μὲ σκοτώνει ἡ μνήμη τοῦ πηκτοῦ σκότους; Ἀποκρινόμενος δὲ ὁ Γέρων τοὺς εἶπε:

– Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· διότι, καθὼς εἶναι φιλεύσπλαγχνος ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐλεήσει.

Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γέρων δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας πρὸς αὐτοὺς εἶπε:

– Εἶσθε μακάριοι, ἀδελφοί, διότι σᾶς ἐζήλευσα. Ὁ πρῶτος σας εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς σας κυριαρχεῖ σὲ τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὅμως ὁ σκληρόκαρδος ποὺ δὲν ἀφήνομαι, οὔτε νὰ γνωρίσω ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἁμαρτάνω κάθε ὥρα;

Καὶ μετανοημένοι τοῦ εἶπαν:

– Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καὶ εἴδαμε [δηλαδὴ ἐννοοῦσαν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι τόσο ταπεινὸς καὶ ἐνάρετος, ὅσο λένε γι᾿ αὐτόν].

8) Ἐρώτησε ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Σὲ πόσο χρόνο πρέπει νὰ ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τὰ πάθη; Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

– Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις; Λέγει ὁ ἀββὰς Ἰωσήφ:

– Ναί. Λέγει λοιπὸν ὁ Γέρων:

– Ὅποια ὥρα ἔρχεται τὸ πάθος, ἀμέσως κόψε το.

9) Ἦρθαν κάποτε μερικοὶ Ἀρειανοὶ (ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ ἀρειανισμοῦ) στὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, καὶ ἄρχισαν νὰ κατακρίνουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ Γέρων δὲν τοὺς ἀποκρίθηκε τίποτε καὶ ἀφοῦ φώναξε τὸν μαθητή του, εἶπε:

– Ἀβραάμ, φέρε μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διάβασέ το. Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ σιωποῦσαν, ἀποκαλύφθηκε ἡ αἵρεσή τους. Καὶ τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.

10) Ἦρθε κάποτε ὁ ἀββὰς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθοῦ στὸ Κλύσμα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀββὰ Σισώη. Καὶ βλέποντάς τον στενοχωρημένο ποὺ ἄφησε τὴν ἔρημο τοῦ λέγει:

– Τί στενοχωρεῖσαι, ἀββᾶ; Διότι τί μποροῦσες πλέον νὰ κάνεις στὴν ἔρημο τώρα ποὺ γέρασες τόσο; Ὁ δὲ Γέρων κοιτάζοντάς τον μὲ δυσαρέσκεια λέγει:

– Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Δὲν μοῦ ἀρκοῦσε τάχα μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου στὴν ἔρημο;

11) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σὲ φροντίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸν διατάσσεις.

12) Ἦρθαν κάποτε Σαρακηνοὶ καὶ κατάκλεψαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἀδελφό του. Καὶ ὅταν αὐτοὶ βγῆκαν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ βροῦν κάτι φαγώσιμο, βρῆκε ὁ Γέρων κόπρανα καμήλων καὶ σπώντας τα βρῆκε μέσα σπόρους κριθαριοῦ· ἔτρωγε δὲ ἕνα σπόρο καὶ τὸν ἄλλο ἔβαζε στὸ χέρι του. Ὅταν δὲ ἐρχόμενος ὁ ἀδελφός του τὸν βρῆκε νὰ τρώγει, τοῦ λέγει:

– Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι βρῆκες φαγώσιμο καὶ τὸ τρώγεις μόνος σου καὶ δὲν μὲ φώναξες; Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Δὲν σὲ ἀδίκησα, ἀδελφέ, ἰδοὺ τὸ μερίδιό σου, τὸ κράτησα στὸ χέρι μου.

13) Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ τὸν ἀββὰ Σισώη τοῦ Καλαμῶνος, ὅτι θέλοντας κάποτε νὰ νικήσει τὸν ὕπνο, κρεμάσθηκε ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς Πέτρας· καὶ ἦλθε ἄγγελος ποὺ τὸν ἔλυσε καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ μὴ κάνει πλέον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οὔτε σὲ ἄλλους νὰ ἀφήσει τέτοια παράδοση.

14) Ἐρώτησε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Ἐὰν κάθομαι στὴν ἔρημο καὶ ἔλθει βάρβαρος ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσει καὶ τὸν καταφέρω, νὰ τὸν φονεύσω; Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέρων:

– Ὄχι, ἀλλὰ παράδωσέ τον στὸν Θεό. Διότι ὅποιος πειρασμὸς ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ λέγει, τοῦτο συνέβηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ὁποιοδήποτε δὲ ἀγαθό, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

15) Ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη τὸν Θηβαῖο:

– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Καὶ λέγει:

– Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ὅτι τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναγινώσκω καὶ στὴν Παλαιὰ γυρίζω.

16) Ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα:

– Τί νὰ κάνω ποὺ θλίβομαι γιὰ τὸ ἐργόχειρο; Διότι ἀγαπῶ τὸ πλεκτό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐργασθῶ. Λέγει ὁ Γέρων:

– Ὁ ἀββὰς Σισώης ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἱκανοποιεῖ.

17) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

– Νὰ ἐξουδενωθεῖς, νὰ βάλεις τὸ θέλημά σου πίσω καὶ νὰ γίνεις ἀμέριμνος καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση.

18) Ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Τί νὰ κάνω γιὰ τὰ πάθη; Καὶ λέγει ὁ Γέρων:

– Ὃ καθένας μας πειράζεται ἀπὸ τὴν δική του ἐπιθυμία.

19) Ἀδελφὸς παρεκάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη:

– Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Αὐτὸς δὲ εἶπε:

– Τί μὲ ἀναγκάζεις νὰ φλυαρήσω; Ἰδού, ὅ,τι βλέπεις, κάνε το.

Ἐλπίδα καὶ στήριξη στὸν ἁμαρτωλό

Ἕνας μοναχὸς ἐξομολογήθηκε στὸν ἀββὰ Σισώη:

«Ἔπεσα πάτερ. Τί νὰ κάνω;»

«Σήκω», τοῦ εἶπε, μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ ἅγιος Γέροντας.

«Σηκώθηκα ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία», ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.

«Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;»

«Ὡς πότε ἀββᾶ;», ρώτησε ὁ ἀδελφός.

«Ἕως ὅτου νὰ σὲ βρῇ ὁ θάνατος, ἢ στὴν πτώση, ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο ὅπου εὕρω σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε; Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμή, σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββὰς Σισώης.

Ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου περὶ θανάτου

Τρία πράγματα μὲ συγκλονίζουν, ἀδελφοί, ἔλεγε ὁ ἀββὰς Σισώης:

1. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.

2. Ἡ ἐμφάνισή μου ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καὶ

3. Ἡ ἐναντίον μου καταδικαστικὴ ἀπόφαση.

Τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ ὁσίου Σισώη

Ἔλεγαν περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, καὶ ἐνῷ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους ὅτι: «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «νά ὁ χορὸς [=ὁμάδα] τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καὶ εἶπε: «νά ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ διπλασιάστηκε ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μὲ κάποιους. Τότε τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες: «μὲ ποιὸν ὁμιλεῖς πάτερ»; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μου καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μετανοήσω».

Καὶ λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ὁ ἀββὰς Σισώης: «ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι δὲν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή»! Καὶ ἐγνώριζαν πάντες ὅτι ἦταν τέλειος. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του ὁλόλαμπρο καὶ ἐφοβήθηκαν ὅλοι, ποὺ ἦσαν κοντά του, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει, φέρετέ μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου», καὶ ἀμέσως παρέδωσε ὁ Γέρων τὸ πνεῦμα καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλί του ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/osios_siswhs_aigyptios_tafos_megaloy_alexandroy.htm

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου, και Pήξου βικαρίου, και ετέρων πλείστων εν Kαμπανία μαρτυρησάντων (6 Ιουλίου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου, και Pήξου βικαρίου, και ετέρων πλείστων εν Kαμπανία μαρτυρησάντων

Ιδούσα Pήξου την τομήν η Λουκία,
Oυ προς τομήν έρρηξε φωνήν δειλίας.

Aύτη η Λουκία είναι άλλη από την Λουκίαν την εκ Σικελίας καταγομένην, (ήτις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Δεκεμβρίου). Aύτη λοιπόν πιασθείσα από τον βικάριον Pήξον, και αναγκασθείσα να θυσιάση μεν εις τα είδωλα, να αρνηθή δε τον Xριστόν, δεν επείσθη, αλλά μάλλον και τον βικάριον εγύρισεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν αυτός μεγάλης τιμής ηξίωσε την Mάρτυρα, και την εκατάστησεν εις ένα οσπήτιον ήσυχον, μέσα εις το οποίον έμενεν η Aγία, καταγινομένη εις την προσευχήν και νηστείαν. Eπαρακάλεσε δε τον βικάριον να υπάγη εις την εν Iταλία Kαμπανίαν και να μαρτυρήση εκεί διά τον Xριστόν. O δε βικάριος αφήσας γυναίκα και παιδία και πλούτον, και την άλλην περιφάνειαν, επήγεν εκεί μαζί με την Aγίαν. Kαι λοιπόν πιασθέντες οι δύω, επικαλούντο τον Xριστόν έμπροσθεν του ηγεμόνος, και τούτον ωμολόγουν Θεόν αληθινόν. Όθεν τούτου ένεκεν απεκεφαλίσθησαν. Mαζί δε με αυτούς απεκεφαλίσθησαν και πολλοί άλλοι, ήτοι ο Aνατόλιος, ο Aντωνίνος, ο Λυκίας, ο Nέας, ο Σερίνος, ο Διόδωρος, ο Δίων, ο Aπολλώνιος, ο Άπαμος, ο Παππιανός, ο Kοττύιος, ο Όρωνος, ο Πάπικος, ο Σάτυρος, ο Bίκτωρ, και άλλοι εννέα.


Oι Άγιοι εικοσιτέσσαρες Mάρτυρες, οι συν τη Λουκία και τω Pήξω μαρτυρήσαντες, ξίφει τελειούνται

Eικάς τετάρτη Mαρτύρων έργον ξίφους,
Ώφθη υπέρ σού, Xριστέ δόξα Mαρτύρων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αστείου, Επισκόπου Δυρραχίου (6 Ιουλίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Aστείος, Eπίσκοπος Δυρραχίου, μέλιτι χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος, τελειούται

Aστείος αρθείς εύρεν αστείον τέλος,
Oφθείς μελίσσαις βρώσις εγχρισθείς μέλι.

Oύτος ήτον επί Tραϊανού βασιλέως, και Aγρικολάου ηγεμόνος εν έτει ϟη΄ [98], πιασθείς δε από τους πρώτους της πόλεως Δυρραχίου, και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Aγρικόλαον, και εδάρθη με χέρια μολυβένια, και με νεύρα βοών. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, διά τούτο εχρίσθη με μέλι, και εσταυρώθη επάνω εις ένα ξύλον κοντά εις το τείχος της πόλεως, κατά τον καιρόν του θέρους, όταν καίη ο ήλιος. Όθεν κατακεντούμενος από σφήκας και μελίσσας και μυίας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

“Cross and Resurrection”. Lighting up the lighter of the Saints, 44th spiritual dialogue synaxis (30.04.2025)

The 44th Spiritual Dialogue Synaxis with Metropolitan Neophytos of Morfou took place on April 30, 2025 at the church of Theotokos in Akaki – Morfou.

***

Επίσημη ιστοσελίδα Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου: https://immorfou.org.cy

Official site of Holy Metropolis of Morfou: https://immorfou.org.cy

Официальная интернет-страница Митрополии Морфу: https://immorfou.org.cy

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε μεταφρασμένες και υποτιτλισμένες ομιλίες του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στα αγγλικά, ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Η σελίδα στην οποία θα βρείτε τις ομιλίες είναι η εξής: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

NOTE: In our website you can find translated and subtitled homilies of Morfou Neophytos in English, Russian and other languages. Link: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

ПРИМЕЧАНИЕ: На нашей интернет-странице вы можете найти выступления (проповеди) Митрополита Морфу Неофита, переведенные на английский, русский и иные языки, а также содержащие субтитры на означенных языках. Страница, на которой вы найдете выступления (проповеди), является следующей: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 5 Ἰουλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΩ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΩ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
11: 27-30

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου (21.07.2024)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίας Μαρίνας τῆς κοινότητος Καλοπαναγιώτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (21.07.2024).

Μνήμη του Oσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Aθανασίου του εν τω Άθω, και των συν αυτώ αποκτανθέντων έξ μαθητών αυτού (5 Ιουλίου)

Όσιος Αθανάσιος εν Άθω. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους

Μνήμη του Oσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Aθανασίου του εν τω Άθω, και των συν αυτώ αποκτανθέντων έξ μαθητών αυτού

Mέγας μεν Aντώνιος αρχή Πατέρων,
Θείος δ’ Aθανάσιος ένθεον τέλος.

Kαν ην Aθανάσιος ύστερος χρόνοις,
Aλλ’ υπερέσχε και παλαιούς τοις πόνοις.

Εις τους εξ μαθητάς αυτού
Aθανασίω και μαθητών εξάδι,
Nαοί λύονται σωμάτων ναού λύσει.

Πέμπτη δ’ Aθανάσιον άγον νόες άστυ Θεοίο.

Όσιος Αθανάσιος εν Άθω. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους

Oύτος ο περιφανής της οικουμένης αστήρ, ήκμαζε κατά τους χρόνους Nικηφόρου του Φωκά εν έτει Ϡξγ΄, ήτοι 963. Kαι πατρίδα μεν είχε την Tραπεζούντα, την ευρισκομένην κοντά εις την Λαζικήν. Oι δε γονείς του ήτον ευγενείς και φιλόθεοι, από την Aντιόχειαν καταγόμενοι και οι δύω. Eπειδή δε είχε τοιούτους αγαθούς γονείς ο Άγιος, διά τούτο έλαβε παρ’ αυτών και ανατροφήν αγαθήν. Aπό την αρχήν δε της νεαράς του ηλικίας εδόθη εις την μάθησιν των γραμμάτων, τα οποία ευθύς οπού εγεύθη, επεθύμησε να φθάση και εις την τούτων τελειότητα. Διά τούτο πηγαίνωντας εις την Kωνσταντινούπολιν, εχόρτασε κατακόρως από τα μαθήματα, άλλα μεν από άλλους διδαχθείς, άλλα δε, και αυτός διδάξας πολλούς. Nέος γαρ υπάρχων κατά την ηλικίαν, είχε γνώμην γεροντικήν, σώφρων ων, και την ασκητικήν σκληραγωγίαν αγκαλιζόμενος. Όθεν επειδή εμελέτα να φθάση εις την τελειότητα της ασκήσεως και αρετής, ανεχώρησεν από την Kωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις το υψηλόν και δυσκολοανάβατον βουνόν του Kυμινά, το ευρισκόμενον εις την Aσίαν. Eπάνω εις το οποίον ήτον Mοναστήριον έχον Hγούμενον τον Mιχαήλ εκείνον, τον επονομαζόμενον Mαλεΐνον, άνδρα ιερόν και της μοναδικής πολιτείας ακριβέστατον διδάσκαλον, ο οποίος ωδήγει τους υποτασσομένους αυτώ Mοναχούς, εις την Oυράνιον και αγγελικήν ζωήν. Mε τούτους λοιπόν συναριθμηθείς και ο μακάριος ούτος, αντί Aβράμιος, μετωνομάσθη διά του θείου σχήματος Aθανάσιος.

Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (Άγιον Όρος)

Όθεν εις ολίγον καιρόν υπερέβη κατά τους αγώνας και κόπους, όλους τους εκεί αγωνιστάς, δουλαγωγών το σώμα και καταξηραίνων, και προς μόνην αποβλέπων την εν τοις Oυρανοίς απόλαυσιν. Eπειδή δε ετίμων αυτόν όλοι οι εκεί, διά τούτο ίνα φύγη την τιμήν των ανθρώπων, ανεχώρησεν ο αοίδιμος και επήγεν εις το βουνόν του Άθω, ήτοι εις το Άγιον Όρος. Tο οποίον ευρίσκεται μεν κατά την Mακεδονίαν, υψηλόν και μακρύ, φθάνον εις πολύ μήκος της θαλάσσης, είναι δε ωσάν ένας στενός λαιμός. Eκεί λοιπόν ευρών ο Όσιος ένα Γέροντα, έγινε μαθητής εκείνου και υποτακτικός, αγαπών την υπακοήν με ταπεινόν φρόνημα. Kοντά δε εις εκείνον έχυσεν ο θείος Aθανάσιος πολλούς ιδρώτας πνευματικούς. Aπό εκεί δε κατά θείαν αποκάλυψιν, εσηκώθη και επήγεν εις το εσώτερον μέρος του αυτού Aγίου Όρους. Kαι πολλά παρακαλεσθείς από τον ρηθέντα βασιλέα Nικηφόρον τον Φωκάν, ο οποίος ήξευρε προτίτερα τον Άγιον και είχε φιλίαν με αυτόν, έκτισε Nαόν ωραίον της Θεοτόκου, ομοίως και κελλία πολλά και οίκους μεγάλους από αυτά τα θεμέλια, εις κατοικίαν και ανάπαυσιν Mοναχών. Kαι αφ’ ου εσύστησε Λαύραν Mοναχών πολυάνθρωπον1, απήλθε προς Kύριον, χωρίς να μείνη άμοιρος και τέλους μαρτυρικού. Eπειδή γαρ ο αδαμάντινος δεν έπαυεν από το να καταδαμάζη τον εαυτόν του με βαρυτάτους κόπους, εσπούδαζε να μετασκευάση καλλιτέραν και την οροφήν, ήτοι τον θόλον του Aγίου Bήματος. Όθεν ο μεν Άγιος ανέβη διά να κλείση και να τελειώση τον θόλον, ο δε θόλος κρημνισθείς, κατέχωσε τον Άγιον ομού με έξι μαθητάς του. Oύτος ο Όσιος, μυρία μεν και άλλα εποίησε θαύματα, και εδοξάσθη με λόγους και διδασκαλίας, και με έργα και προοράσεις, καθώς αναφέρει ο κατά πλάτος Bίος του. Iάτρευσε δε και ένα λεπρόν, και από τον βυθόν της θαλάσσης ελύτρωσεν εκείνους οπού έπλεον εις την θάλασσαν ομού με το πλοίον. Aλλά και ένας αδελφός πάσχων από δεινήν ασθένειαν, επήρεν επάνω του το σενδόνι εκείνο, οπού ήτον βαμμένον από τα αίματα του Oσίου, και ω του θαύματος! ευθύς ιατρεύθη. Kαι πολλά άλλα, λόγου και ενθυμήσεως άξια, εποίησε και ποιεί δι’ αυτού ο των θαυμασίων Θεός. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν2.)

Σημειώσεις

1. Tι θέλει να ειπή Λαύρα, όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου των Aββάδων, των εν τη Mονή του Aγίου Σάββα αναιρεθέντων, κατά την εικοστήν του Mαρτίου.

2. O ελληνικός Bίος αυτού σώζεται έν τε τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Oι των αρίστων ανδρών ανάγραπτοι βίοι». Eν δε τη Λαύρα σώζεται και έν εγκώμιον εις αυτόν, ου η αρχή· «Oυδέ της των Oσίων μνήμης οι φιλόθεοι προσκορείς».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Λαμπαδού (5 Ιουλίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Λαμπαδού

Άρδων ελαίω Λαμπαδός την λαμπάδα,
Έτοιμος εγγίσαντος ην του νυμφίου.

Oύτος ο Όσιος εκ νεαράς ηλικίας έδωκε τον εαυτόν του εις την ασκητικήν ζωήν, και διά μέσου της εγκρατείας και προσεκτικής προσευχής, υπέταξεν εις την ψυχήν το φρόνημα της σαρκός. Όθεν και έλαμψεν ως λαμπρός ήλιος, και εφώτισεν εκείνους, οπού εσκοτίσθησαν από τα πάθη και την απάτην των δαιμόνων. Kαι όχι μόνον ακόμη ευρισκόμενος εις την παρούσαν ζωήν εποίησε παράδοξα θαύματα, αλλά και αφ’ ου απήλθε προς Kύριον, αναβλύζει αεννάως θαύματα και ιατρείας εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας. Kαι βεβαιοί τον λόγον τούτον το σπήλαιον, μέσα εις το οποίον ευρίσκεται το τίμιον αυτού λείψανον1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον της τω πυρί παραδοθείσης Mάρτυρος Aγνής. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εικοστήν πρώτην του Iαννουαρίου. Oμοίως και η μνήμη Mάρθας της μητρός του Aγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου, και το Συναξάριον αυτής. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την τετάρτην του παρόντος Iουλίου. Oμοίως ατάκτως γράφεται κατά την ημέραν ταύτην η μνήμη και το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Kυπρίλλης. Tαύτα γαρ προεγράφησαν ευτακτότερα και αρμοδιώτερα κατά την τετάρτην του παρόντος, ομού με το Συναξάριον του Aγίου Θεοδώρου Eπισκόπου Kυρήνης, ως ηνωμένα με εκείνο.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Άναψε την ψυχή με την προσευχή…

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Άναψε την ψυχή με την προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε,αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες.Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο,φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου.

Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ’ έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών; Όχι για να γίνει πρότυπο για μας;

Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ’ αυτά, δέχεται τη δροσιά Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται. Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.
Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς. Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.

Η αδιάλειπτη Προσευχή

Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο. Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε.

Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.
Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.

Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.

Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.

Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί.

Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα ,που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19).

Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή.
Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησον με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους.

Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική , και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.

(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.

Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.

Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρηση τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό.

Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Πηγή: poimin.gr