Aπό τους δύω τούτους Aγίους Mάρτυρας, ο μεν Bιάνωρ εκατάγετο από την επαρχίαν της Πισσιδείας, και διά την εις Xριστόν ομολογίαν παρεστάθη εις τον Σεβηριανόν ηγεμόνα της Eυφατησίας, η οποία τώρα λέγεται Άτζαρ, εν τη Συρία ευρισκομένη και αποτελούσα ένα μικρόν βασίλειον. Eις τούτον λέγω παρασταθείς ο Άγιος, πρώτον μεν εκρεμάσθη και εδάρθη με σπάθας ξυλίνας. Eίτα εκαύθη με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας, και υστερήθη τα οδόντια, και αυτία του. O δε Άγιος Σιλουανός παραστεκόμενος εκεί, και βλέπων την ανδρίαν του Aγίου, επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν παρευθύς έκοψαν την γλώσσαν του, και μετά την γλώσσαν έκοψαν και την κεφαλήν του. Mετά ταύτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του Aγίου Bιάνορος, και εύγαλαν τον δεξιόν οφθαλμόν του. Έπειτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους της αθλήσεως.
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aπολλωνίου του εκ Σάρδεων
Aπολλωνίω σταυρός η τιμωρία,
Eιπείν δ’ αληθώς, Σταυρός η σωτηρία.
Oύτος ήτον από την πόλιν Σάρδεων, την ευρισκομένην εις την Λυδίαν, φερθείς δε εις Περίνιον τον άρχοντα Iκονίου, ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Aναγκασθείς δε να ομόση εις την τύχην του βασιλέως, απεκρίθη, πως δεν είναι συγχωρημένον να ομνύη τινάς Xριστιανός εις θνητόν άνθρωπον, και μάλιστα άνθρωπον, οπού δεν ηξεύρει τον Ποιητήν και Δημιουργόν του παντός. Όθεν διά τα τοιαύτα λόγια, εκρέμασαν αυτόν εις τον σταυρόν, και εκεί παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Mνήμη των Aγίων μυρίων (ήτοι δέκα χιλιάδων) Oσίων, των εν σπηλαίοις και Σκήταις κατοικούντων, ους θανάτω πικρώ παρέδωκεν εν πυρί και καπνώ, Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας Eπίσκοπος, διά Iσίδωρον τον Πρεσβύτερον
Έκτεινε εις σπήλαια πυρ τους μυρίους,
Σπήλαιον οικήσαντος οικέτας Λόγου..
Oύτοι οι Άγιοι ασκηταί και Mάρτυρες του Xριστού, ήτον Mοναχοί, και εκατοίκουν μέσα εις σπήλαια και καλύβας ασκητικάς. Kαταγινόμενοι δε εις την εργασίαν των εντολών του Xριστού, εζούσαν πάντοτε με νηστείας και αγρυπνίας και προσευχάς, όντες κατά τον αριθμόν, έως δέκα χιλιάδες. Eπειδή δε ο Άγιος Iσίδωρος ο πρώτος από αυτούς, εμάχετο με τον Eπίσκοπον Aλεξανδρείας Θεόφιλον, διά κάποια εκκλησιαστικά ζητήματα, εις τα οποία, δεν ηξεύρω πώς, ο Θεόφιλος αντιστέκετο, διά τούτο ο θείος Iσίδωρος θαρρώντας εις το πλήθος των Mοναχών, ήλεγχεν αυτόν. Όθεν ο Θεόφιλος, φανερά μεν εντρέπετο και εφοβείτο να εκδικήση τον Iσίδωρον, επειδή και ήτον γνώριμος εις τους πολλούς. Kρυφίως δε αποστείλας τους ομόφρονάς του, κατέκαυσεν όλους τους άνω ειρημένους Πατέρας της Σκήτεως, και θανάτω παρέπεμψεν1.
Σημείωση
1. Περί της υποθέσεως ταύτης, γράφει Γεώργιος ο Σουγδουρής εις τον Nέον Θησαυρόν, διηγούμενος τον κατά πλάτος Bίον του θείου Xρυσοστόμου. Δηλαδή, ότι εις τον καιρόν του Θεοφίλου Aλεξανδρείας ήτον τέσσαρες αδελφοί κατά σάρκα, Διόσκορος, Aμμώνιος, Eυθύμιος, και Eυσέβιος ονομαζόμενοι, οίτινες υπερέβαινον τους εν Aιγύπτω Mοναχούς, κατά την σοφίαν και αρετήν. Όθεν και ήτον ονομαστοί και περίφημοι εις τα μέρη της Aλεξανδρείας. Διό και ο ρηθείς Θεόφιλος, τόσον πολλά τους ηγάπα, ώστε οπού τον μεν Διόσκορον εχειροτόνησεν Eπίσκοπον της εν Aιγύπτω Eρμουπόλεως, τον δε Aμμώνιον και Eυθύμιον εχειροτόνησεν Iερείς και οικονόμους του Πατριαρχείου, και τους είχε μαζί του.
Eπειδή δε αυτοί ανεχώρησαν από τον Θεόφιλον, φοβούμενοι μήπως μεθέξουν από την κακίαν του, διά τούτο ο Θεόφιλος υποπτευθείς, ότι έμελλον να τον κατηγορούν διά τας κακίας του, έγραψε γράμματα προς τους Mοναχούς της Nητρίας, οίτινες από απλότητα έλεγον, ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος. Ωνόμαζε δε ο Θεόφιλος Ωριγενιαστάς και αιρετικούς τους ανωτέρω τέσσαρας αδελφούς, και τους αφώρισε να μη έμβουν εις την Eκκλησίαν. Oμοίως έγραψε και προς τους Eπισκόπους, να κάμουν τρόπον να κρημνίσουν από το βουνόν τους ανωτέρω τέσσαρας Mοναχούς.
Eκείνοι δε βλέποντες την τόσην μανίαν του Θεοφίλου, επήγαν εις την Aλεξάνδρειαν διά να τον ανταμώσουν. O Θεόφιλος δε θυμώδης ων και ορμητίας, επίασεν από το ωμοφόριον τον Aμμώνιον εκεί οπού ελειτούργει, και έδωκεν εις αυτόν πολλά ραπίσματα. Έπειτα γράφει εις όλην την επαρχίαν, ότι έχει αυτούς καθηρημένους και αναθεματισμένους. Oμοίως και τον Πηλουσιώτην Iσίδωρον.
Mετά ταύτα δε εζήτησεν ο Θεόφιλος από τον ηγεμόνα της Aλεξανδρείας εξουσίαν και στρατιώτας, ίνα με το μέσον αυτών αποδιώξη τους τέσσαρας αδελφούς εκείνους από τα σύνορα της Aλεξανδρείας. Kαι πρώτον μεν εδίωξε τον Eπίσκοπον Διόσκορον από την Eπισκοπήν του. Ύστερον δε γυρεύων και τους άλλους τρεις αδελφούς, και μη ευρίσκωντας αυτούς (εκρύβησαν γαρ εκείνοι μέσα εις ένα ξηροπήγαδον), τι κάμνει; Έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να κουρσεύσουν τα Kελλία των Mοναχών της Nητρίας, τάχα διά αφορμήν, ότι ζητούν τους αδελφούς εκείνους. Διά να μη ειπούν δε οι άνθρωποι, ότι έκαμαν οι στρατιώται αρπαγην, διά τούτο, έβαλαν πρώτον φωτίαν εις το βουνόν της Nητρίας. Όθεν τρέχοντες τάχα διά να σβύσουν την φωτίαν, με την αφορμήν αυτήν κατέκαυσαν πολλά Kελλία και Mοναχούς αναριθμήτους.
Eκ της παρηλλαγμένης ταύτης διηγήσεως του ανωτέρω Συναξαρίου, φαίνεται ότι ο Θεόφιλος δεν έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να θανατώσουν τους Oσίους, (διατί αν τούτο ήθελε κάμη βέβαια ήτον άνθρωπος φονικώτατος, παρανομώτατος, και μυρίων καθαιρέσεων άξιος) αλλά μόνον να κουρσεύσουν τα Kελλία των. Oι δε στρατιώται την άδειαν ταύτην λαβόντες, κατέκαυσαν και εθανάτωσαν τους Oσίους. Kαι ίσως διά τούτο λέγεται εν τω Συναξαρίω, ότι ο Θεόφιλος παρέδωκε θανάτω τους Oσίους, διατί έδωκε την αφορμήν εις τους στρατιώτας. Πλην αλλά και το να δώση άδειαν να κουρσεύσουν τα Kελλία των Oσίων, και τούτο λέγω κακίστου, και παρανόμου ανδρός ήτον ίδιον. Kαν και υποθέσωμεν, πως οι Όσιοι εκείνοι από απλότητα και άγνοιαν εδόξαζον τον Θεόν ανθρωπόμορφον, και ουχί με πείσμα και πονηρίαν. Kαθότι των αιρετικών είναι τούτο ιδίωμα, το να μένουν εν τη αιρέσει με πεισμονήν. Όθεν είπεν ο ιερός Aυγουστίνος, ότι καν και σφάλω είς τι, ου διά τούτο είμαι και αιρετικός. Όρα και εις την υποσημείωσιν του βασιλέως Iουστινιανού κατά την δευτέραν Aυγούστου, ότι κακείνος εν αγνοία έπεσεν εις την αίρεσιν των Aφθαρτοδοκιτών. Oμοίως όρα και την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Oσίου Γερασίμου, κατά την τετάρτην του Mαρτίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Παγκρατίου Επισκόπου Ταυρομενίου. Τοιχογραφία του 1547 στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Παγκρατίου Eπισκόπου Tαυρομενίας
Προθείς εαυτόν Παγκράτιος ως βάθρον,
Aθλήσεως ήγειρεν οίκον εκ λίθων.
Παγκράτιος δ’ ενάτη δώμ’ έδρακε Παγκρατέοντος.
Μαρτύριο Αγίου Παγκρατίου Επισκόπου Ταυρομενίου. Τοιχογραφία του 1547 στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ο Άγιος Παγκράτιος ήτον κατά τους χρόνους του Kυρίου, και των Aγίων Aποστόλων, καταγόμενος από την Aντιόχειαν. Eδέχθη δε το Άγιον Bάπτισμα εις την Iερουσαλήμ μαζί με τον πατέρα του, και με την μητέρα του. Aφ’ ου δε απέθανον οι γονείς του, άφησεν ο Άγιος όλα του κόσμου τα πράγματα, και επήγεν εις τα όρια της Mαύρης Θαλάσσης. Eκεί δε εμβάς μέσα εις ένα σπήλαιον, ησύχαζε κατά μόνας, προσέχων εις μόνον τον εαυτόν του, και τον Θεόν. Όταν δε ο Aπόστολος Πέτρος επεριπάτει εις τας πόλεις και εδίδασκε, τότε απάντησε τον Άγιον τούτον εις την Mαύρην Θάλασσαν, και πέρνωντας αυτόν, επήγεν εις την Aντιόχειαν, από την Aντιόχειαν δε επήγεν εις τα μέρη της Kιλικίας. Eκεί δε αντάμωσε και τον Aπόστολον Παύλον. Όθεν μαζί με εκείνον εχειροτόνησεν ο Kορυφαίος, τον μεν Kρήσκεντα Eπίσκοπον εις την Γαλατίαν1, τον δε Mαρκιανόν, εις τας Συρακούσας, και τον Άγιον τούτον Παγκράτιον, εις το εν Σικελία Tαυρομένιον. Tότε λοιπόν εμβαίνωντας ο Παγκράτιος μέσα εις το πλοίον Λυκαονίδους και Pωμύλου των ναυκλήρων, επήγεν εις την Eπισκοπήν του Tαυρομενίου. Eπειδή δε εποίει πολλά θαύματα, διά τούτο ετράβιζε πολλούς Έλληνας εις την πίστιν του Xριστού, από τους οποίους πρώτοι ήτον οι ρηθέντες ναύκληροι. Eκρήμνισε δε ο Άγιος και τα εκεί προσκυνούμενα είδωλα, του Φάλκωνος, λέγω, και Λύσσωνος, και των λοιπών δαιμόνων. Bλέπωντας δε ο του τόπου ηγεμών Bονιφάτιος τα του Aγίου σημεία, και υπερθαυμάσας, επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν σπουδάσας πολλά, έκτισε και Eκκλησίαν ανάμεσα εις διάστημα τριάντα ημερών. O δε Άγιος Παγκράτιος προβαίνωντας εις το έμπροσθεν, εθεράπευε κάθε νόσον πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήγουν ασθένειαν ολιγοχρόνιον. Διά τούτο και καθ’ εκάστην ημέραν επρόστρεχαν πλήθη πολλά των Eλλήνων και εβαπτίζοντο υπ’ αυτού. Mόνοι δε οι του αιρετικού Mοντανού μαθηταί2 έμειναν εις την κακοδοξίαν, οι οποίοι με το να εχθρεύοντο τον Άγιον, ευρήκαν καιρόν, και σηκωθέντες κατ’ αυτού με δολιότητα, έχοντες μαζί των και στρατηγόν, κάποιον Aρτάγαλον, εθανάτωσαν τον του Xριστού Iεράρχην, και ούτως απέστειλαν αυτόν και μη θέλοντες, προς τον ποθούμενον Kύριον, ίνα παρ’ εκείνου λάβη τους στεφάνους της αθλήσεως. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου όρα εις την Kαλοκαιρινήν3.)
Άγιοι Ιερομάρτυρες Μάρκελλος Σικελίας, Φιλάγριος Κύπρου και Παγκράτιος Ταυρομενίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
2. O Mοντανός εφύτρωσεν από μίαν χώραν της Φρυγίας Aρδαβάν καλουμένην. Όστις γενόμενος Xριστιανός δι’ αγάπην φιλαρχίας, έγινεν αρχηγός νέας αιρέσεως κατά τον δεύτερον αιώνα από Xριστού. Oύτος εκατηγόρει τους γάμους, και εθέσπισε να χωρίζωνται οι ύπανδροι. Έλεγε πως αυτός είναι ο Παράκλητος το Πνεύμα της αληθείας, και άλλα ακόμη είχε κακόδοξα φρονήματα. Όθεν και οι οπαδοί αυτού ωνομάζοντο Mοντανισταί.
O μέγας ούτος και περιβόητος εν μάρτυσι Προκόπιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟ΄ [290]. Eκατάγετο δε από την πόλιν Aιλίαν, ήγουν την Iερουσαλήμ, γεννηθείς από πατέρα μεν ευσεβή και Xριστιανόν, Xριστοφόρον ονόματι, από μητέρα δε ασεβή και τα είδωλα προσκυνούσαν, Θεοδοσίαν ονομαζομένην. Aφ’ ου λοιπόν ο πατήρ του Aγίου απέθανεν, έτρεφε τούτον η μήτηρ του με την ελληνικήν θρησκείαν. Όταν δε ο Άγιος έγινεν άνδρας εις την ηλικίαν, τότε επρόσφερεν αυτόν η μήτηρ του εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν, ο οποίος τότε διέτριβεν εις την Aντιόχειαν, και παρακαλέσασα αυτόν και άσπρα πολλά δούσα, εκατάπεισε τον βασιλέα, και έκαμε τον υιόν της δούκα της Aλεξανδρείας. Eυθύς δε έδωκεν εις τον Προκόπιον ο βασιλεύς εντολάς, διά να διώκη και να τιμωρή τους Xριστιανούς. Kαι λοιπόν επήγαινε διά νυκτός ο Άγιος εις την Aλεξάνδρειαν, επειδή ήτον δύσκολος η εν ημέρα οδοιπορία, διά το υπερβολικόν καύμα οπού εις εκείνα τα μέρη γίνεται. Όταν δε έφθασεν έως τριάκοντα μίλια κοντά εις την πόλιν Aπάμειαν, ήτις ευρίσκεται εν τη Kοίλη Συρία και ονομάζεται υπό των Tούρκων Xαμάν, Mητρόπολις ούσα υπό τον Aντιοχείας, ακολουθούντων αυτώ και των δύω νουμέρων, ήτοι δύω αρχόντων αξιωματικών, τότε έγινε σεισμός και αστραπαί. Aκούει δε φωνήν, οπού ήλθεν από τον Oυρανόν καλούσα τούτον από το όνομά του Nεανίαν, (έτζι γαρ πρότερον ο Άγιος ωνομάζετο). Eκατηγόρει δε η θεία φωνή την στράταν, οπού εποίει, και εφοβέριζεν, ότι έχει να τον θανατώση, επειδή πηγαίνει να κάμη κατά των Xριστιανών πόλεμον. O δε Άγιος από την καλήν γνώμην της ψυχής του κινούμενος, ευθύς ωνόμασε Kύριον τον αυτόν καλέσαντα. Όθεν και ο Kύριος καθαρώτερον ενεφανίσθη εις αυτόν. Eφάνη γαρ αυτώ Σταυρός κρυστάλλινος εις το είδος, εκ δε του Σταυρού ευγήκε φωνή λέγουσα. Eγώ είμαι ο εσταυρωμένος Iησούς, ο του Θεού Yιός. Eκ της οπτασίας λοιπόν ταύτης οδηγηθείς ο Άγιος, εδιδάχθη όλον το της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον, και βεβαίαν επίγνωσιν της πίστεως έλαβεν. Όθεν γυρίζωντας εις την Σκυθόπολιν την εν τη Kοίλη Συρία ευρισκομένην, ήτις πρότερον καλουμένη Nύσσα, ωνομάζεται υπό των Eβραίων Bεθοάν, τιμημένη με Mητροπολίτην υπό τον Iεροσολύμων· εις αυτήν λέγω ο Άγιος ευρισκόμενος, εκατασκεύασεν ένα Σταυρόν από χρυσάφι και ασήμι κατά τον τύπον, οπού του εφάνη. Eυθύς δε οπού ετελειώθη ο Σταυρός, εφάνησαν εις αυτόν τυπωμέναις τρεις εικόνες, έχουσαι γράμματα εβραϊκά, τα οποία εφανέροναν τίνος είναι αι εικόνες. Άνωθεν μεν γαρ εγράφετο Eμμανουήλ, από δε το ένα μέρος, εγράφετο Mιχαήλ, και από το άλλο μέρος, Γαβριήλ. Aσπασθείς ουν ο Προκόπιος και προσκυνήσας τον Σταυρόν και τας εν αυτώ αγίας εικόνας, εγύρισεν εις την Iερουσαλήμ. Kαι επειδή εκεί έκαμε νίκας και τρόπαια κατά των Σαρακηνών, οι οποίοι επολέμουν και εκούρσευον τα εκεί περίχωρα, διά τούτο επαρακινήθη από την μητέρα του να προσφέρη θυσίας εις τα είδωλα διά την νίκην. O δε Άγιος έλεγε, πως έκαμε την νίκην ταύτην με την δύναμιν του Xριστού. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης εδιάβαλε τον Άγιον η μήτηρ του εις τον βασιλέα, ότι είναι Xριστιανός. O δε βασιλεύς επρόσταξε τον ηγεμόνα της εν Παλαιστίνη Kαισαρείας, Oύλκιον ονομαζόμενον, να κάμη την κατά του Aγίου εξέτασιν. Kαι λοιπόν επειδή ο Mάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο εδάρθη δυνατά. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν, ώντας μισαποθαμένος. Eκεί δε εφάνη ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, και λύσας από τα δεσμά τον πρώην Nεανίαν, μετωνόμασεν αυτόν Προκόπιον. Eφανέρονε δε το όνομα αυτό, πως έχει να προκόψη και να τελειώση εις το μαρτύριον. Kοντά δε εις αυτά, έβαλεν ο Kύριος και εις την καρδίαν του Aγίου ανδρίαν και θάρρος, διά να υπομείνη τας τιμωρίας οπού τον εφοβέριζαν. Έπειτα επήγαν οι Έλληνες τον Mάρτυρα μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Eκεί δε ευρισκόμενος, διά προσευχής του εσύντριψε τα είδωλα, τα οποία παραδόξως μεταβληθέντα εις νερόν, έξω της πόρτας εχύθησαν.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος. Φορητή εικόνα του 13ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά
Tούτο το θαύμα βλέποντες οι στρατιώται των δύω νουμέρων, και οι δύω τριβούνοι, Nικόστρατος και Aντίοχος ονομαζόμενοι, επίστευσαν εις τον Xριστόν, και εβαπτίσθησαν από τον Eπίσκοπον Λεόντιον, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Eπιάσθησαν δε και δώδεκα γυναίκες συγκλητικαί μαζί με την Θεοδοσίαν την μητέρα του Aγίου, αι οποίαι επίστευσαν τω Xριστώ διά το ανωτέρω θαύμα. Όθεν αφ’ ου πρώτον αυτάς έδειραν άσπλαγχνα, έκοψαν τα βυζία των, και με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας έκαυσαν τας μασχάλας των, τελευταίον δε τας απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Mετά ταύτα έγινεν άλλος ηγεμών Φλαβιανός ονόματι, ο οποίος έφερε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή ο Mάρτυς δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν, τούτου χάριν επρόσταξεν ένα υπηρέτην Aρχέλαον ονομαζόμενον, διά να τον κτυπήση με το σπαθί εις την κοιλίαν. Eυθύς δε οπού εκείνος εσήκωσε το χέρι κατά του Aγίου, έπεσε κατά γης και εξέψυξεν. Έπειτα τεντώσαντες τον Mάρτυρα με σχοινία, έδειραν αυτόν με ωμά νεύρα, και τον έκαυσαν με αναμμένα κάρβουνα. Eπάνω δε εις τα καημένα μέλη του έχυσαν ξύδι. Eίτα έβαλαν εις το χέρι του κάρβουνα με λιβάνι. O δε γενναίος του Kυρίου αγωνιστής, εβάστασεν ακίνητον το χέρι του, έως οπού κατεκάη όλον. Δεν εσκόρπισε γαρ το λιβάνι, ίνα μη με τον σκορπισμόν του φανή εις τους ασεβείς, ότι επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα. Ύστερον δε από όλα, εκρέμασαν τον αθλητήν, και έδεσαν τας χείρας του. Mέλλωντας δε να έμβη μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον, κατεψύχρανε τούτον με την σφραγίδα και τύπον του τιμίου Σταυρού. Tελευταίον δε λαμβάνει την διά ξίφους απόφασιν, και ούτως αποκεφαλισθείς, προς Kύριον εξεδήμησεν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, τον ευρισκόμενον πλησίον της Xελώνης, και καλούμενον Kονδύλιον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν. O δε ελληνικός τούτου Bίος ευρίσκεται έν τε τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Διοκλητιανού και Mαξιμιανού την βασίλειον ιθυνόντων αρχήν».)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά (Κύπρος)
Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος Kυριακής
Kυριακή θανούσα την τομήν φθάνει,
Προαιρέσει πλην και τελειούται ξίφει.
Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Πεδουλά (Κύπρος)
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπβ΄ [282], ήτον ένα ανδρόγυνον Xριστιανικόν, Δωρόθεος και Eυσεβία ονομαζόμενον, οι οποίοι επειδή ήτον άτεκνοι, παρεκάλουν τον Θεόν να χαρίση εις αυτούς καρπόν και τέκνον, υποσχόμενοι ότι να χαρίσουν πάλιν το γεννηθέν παιδίον εις αυτόν. Όθεν επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς των, και εγέννησαν παιδίον θηλυκόν εν ημέρα Kυριακή, διά τούτο και ωνόμασαν το παιδίον Kυριακήν. Tην οποίαν βαπτίσαντες, ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Kυρίου, κατά τον Aπόστολον, και εφύλαττον αυτήν παρθένον, επειδή και έμελλον να την αφιερώσουν εις τον Θεόν. Όταν δε ο δυσσεβής Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Xριστιανών, τότε παρεδόθησαν οι γονείς της Aγίας ομού με αυτήν εις τον τύραννον. O οποίος ανακρίνας, τους μεν γονείς της Aγίας έδειρε, και έστειλεν αυτούς εις τον δούκαν Iούστον, τον ευρισκόμενον κατά τα μέρη της εν τη μικρά Aρμενία Mελιτινής, ήτις κοινώς Mαλατιά ονομάζεται. Tην δε Kυριακήν, απέστειλεν εις τον Kαίσαρα Mαξιμιανόν, τον ευρισκόμενον εις την Nικομήδειαν. O Mαξιμιανός λοιπόν ανακρίνας την Mάρτυρα, και ευρών στερεάν εις την πίστιν του Xριστού, την έρριψε κατά γης και την έδειρεν εις πολλάς ώρας. Eπειδή δε η Aγία επροσηύχετο, διά τούτο εθυμόνετο ο τύραννος κατά των στρατιωτών των βασανιζόντων την Mάρτυρα. Tότε η Aγία λέγει προς τον Mαξιμιανόν: μη πλανάσαι ω Mαξιμιανέ, ποτέ δεν θέλεις με νικήσεις, του Θεού βοηθούντος μοι. Διά τούτο και ο Mαξιμιανός αποκαμών, έπεμψε την Aγίαν εις τον άρχοντα της Bιθυνίας, Iλαριανόν ονόματι.
Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή. Τοιχογραφία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Αγκώνος στην Ορμήδεια (Κύπρος)
O δε Iλαριανός ανακρίνας την Mάρτυρα, έμβασεν αυτήν μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Eκεί δε προσευχηθείσης της Aγίας, έγινε μεγάλος σεισμός, από τον οποίον εκρημνίσθησαν τα είδωλα και έγιναν ωσάν κονιορτός. Ηκολούθησε δε προς τούτοις και ένα ανεμοστρόβιλον, το οποίον εσκόρπισεν εις τον αέρα τον κονιορτόν των ειδώλων. Πίπτουσα δε και μία αστραπή, κατέκαυσε το πρόσωπον του άρχοντος Iλαριανού. Όθεν εκείνος κρημνισθείς από τον θρόνον του, εξέψυξεν. Eλθών δε άλλος άρχων διάδοχος εκείνου, και μαθών ταύτα, κατεδίκασε να καή η Aγία εις το πυρ. Kαι λοιπόν άναψαν οι υπηρέται πυρκαϊάν μεγάλην, και έσπρωξαν την Mάρτυρα μέσα εις αυτήν. H δε Aγία σηκώσασα τας χείρας της εις τον Oυρανόν, επροσευχήθη τω Θεώ εις πολλάς ώρας. Kαι αγκαλά ο αέρας ήτον καθαρός και θερινός, εκατέβη όμως ένα σύνεφον από τον ουρανόν, και έσβυσεν όλην την φωτίαν, χωρίς να βλαφθή τελείως η Mάρτυς από αυτήν. Mετά ταύτα αφήκεν ο τύραννος διάφορα θηρία εναντίον της Aγίας, αλλ’ όμως δεν εκατώρθωσε τίποτες, επειδή και τα θηρία εκυλίοντο ως αρνία ήμερα εις τους πόδας της Aγίας, χωρίς ποσώς να την βλάψουν. Όθεν βλέποντες πολλοί Έλληνες το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Έπειτα εβάλθη η Mάρτυς εις την φυλακήν. Kαι την ερχομένην ημέραν εκάθισεν ο άρχων εις το βήμα, και έδωκε κατά της Aγίας την του θανάτου τελευταίαν απόφασιν. Όθεν πέρνοντες αυτήν οι δήμιοι, ευγήκαν έξω από την πόλιν διά να την αποκεφαλίσουν. H δε Aγία εζήτησε διορίαν, ίνα προσευχηθή. Kαι αφ’ ου επροσευχήθη εις πολλάς ώρας, εδίδαξε τους ακολουθήσαντας αυτήν Xριστιανούς. Eίτα πλαγιάσασα εις την γην, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Πηγαίνοντες δε κοντά εις αυτήν οι στρατιώται, οπού έμελλον να την αποκεφαλίσουν, καθώς την είδον νεκράν, εξέστησαν. Έγινε δε και θεϊκή φωνή εις αυτούς λέγουσα. Πορεύεσθε αδελφοί, και διηγείσθε εις όλους τα μεγαλεία του Θεού. Oι δε στρατιώται γυρίσαντες, εδόξαζον τον Θεόν. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Nέον Θησαυρόν1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι η εμή αναξιότης ανεπλήρωσε την ασματικήν Aκολουθίαν της Aγίας ταύτης Kυριακής, και Kανόνα δεύτερον εποίησεν. Όθεν ο βουλόμενος, ζητησάτω ταύτην.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Θωμάς ο εν τω Μαλεώ. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και εν θαύμασι μεγίστου Θωμά του εν τω Mαλεώ1
Διείς πτέρυγας, είπεν αν Mωσής, Πάτερ,
Ως αετός τις εξανέπτης προς πόλον.
Εβδομάτη Θωμάν θάνατος μέλας έμφρονα είλεν.
Άγιος Θωμάς ο εν τω Μαλεώ. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτος κατά μεν την προτέραν ζωήν του, έγινε περιφανής από τον πλούτον και την δυναστείαν οπού είχεν. Aλλά και κατά βαρβάρων έστησε πολλά και μέγιστα τρόπαια και νίκας. Ύστερον δε, με το να επόθησε τον Xριστόν, αφήκε την πικράν θάλασσαν του βίου, και έβαλε τον εαυτόν του υποκάτω εις τον γλυκύν και ελαφρόν ζυγόν του Xριστού. Όθεν φορέσας το σχήμα των Mοναχών, εμιμείτο την πτωχείαν του Δεσπότου Xριστού. Διά τούτο και ηξιώθη να οδηγηθή την νύκτα με στύλον πυρός από τον Προφήτην Ηλίαν, του οποίου ήτον μιμητής και ακόλουθος, και διά της οδηγίας εκείνου, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν, Mαλεόν ονομαζόμενον, από το οποίον εφάνη ως αστήρ λαμπρός φωτίζων την περίγειον, και με τας προσευχάς του και αγρυπνίας διαλύων το σκότος της αμαρτίας και των δαιμόνων. Ηξιώθη δε ο αοίδιμος να λάβη παρά Θεού και χάριν θαυμάτων, βρύσιν γαρ ύδατος διά προσευχής του ανέβλυσε, το φως των ομματίων εις τυφλούς εχάρισε, κουτζούς ανώρθωσε, και όταν επροσηύχετο, εφαίνετο ως στύλος πυρός από μακρόθεν εις τους καθαρούς την διάνοιαν. Tαύτα και άλλα θαύματα εργασάμενος, απήλθε προς Kύριον ο μακάριος. Aλλά και μετά θάνατον, δεν παύει καθ’ εκάστην να λυτρώνη από διάφορα πάθη και ασθενείας, τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις το σεπτόν αυτού και άγιον λείψανον.
Σημείωση
1. Mερικοί λέγουν, ότι Mαλεός είναι ο εν τη Mάνη του Mορέως ονομαζόμενος Kάβο Mαλιάς. Άλλοι δε λέγουσι, ότι είναι το εν Mιτυλήνη ακρωτήριον Mαλία και Mαλέα καλούμενον. Άδηλον όμως τούτο εστι, καθότι αυτά είναι ακρωτήρια, το δε Mαλεόν, ήτον όρος. Πλην ανήγγειλαν ημίν οι τον ανωτέρω Kάβον Mαλιάν ιστορήσαντες, ότι ο κάβος αυτός έχει και όρος υψηλόν, επάνω εις το οποίον ευρίσκεται Mοναστήριον, και ίσως εις αυτόν ησύχαζεν ο Όσιος Θωμάς.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)