Αρχική Blog Σελίδα 387

Θεαρχίω νεύματι. Δοξαστικό Εσπερινού Κοιμήσεως Θεοτόκου – Θρασύβουλος Στανίτσας (14-08-1957)

Δόξα… Καὶ νῦν…

Ἦχος α’
Θεαρχίῳ νεύματι, πάντοθεν οἱ θεοφόροι Ἀπόστολοι, ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι.

Ἦχος πλ. α’

Καταλαβόντες τὸ πανάχραντον, καὶ ζωαρχικόν σου σκῆνος, ἐξόχως ἠσπάζοντο.

Ἦχος β’

Αἱ δὲ ὑπέρτατοι τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις, σὺν τῷ οἰκείῳ Δεσπότῃ παραγενόμεναι.

Ἦχος πλ. β’

Τὸ θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα προπέμπουσι, τῷ δέει κρατούμεναι, ὑπερκοσμίως δὲ προῴχοντο, καὶ ἀοράτως ἐβόων, ταῖς ἀνωτέραις ταξιαρχίαις· ἰδοὺ ἡ παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.

Ἦχος γ’

Ἄρατε πύλας, καὶ ταύτην ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε, τὴν τοῦ ἀενάου φωτὸς Μητέρα.

Ἦχος βαρὺς

Διὰ ταύτης γὰρ ἡ παγγενὴς τῶν βροτῶν σωτηρία γέγονεν, ᾗ ἀτενίζειν οὐκ ἰσχύομεν, καὶ ταύτῃ ἄξιον γέρας ἀπονέμειν ἀδύνατον.

Ἦχος δ’

Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον, ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν.

Ἦχος πλ. δ’

Διὸ ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεὶ σὺν ζωηφόρῳ Βασιλεῖ, καὶ τόκῳ ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς, περιφρουρῆσαι καὶ σῶσαι, ἀπὸ πάσης προσβολῆς ἐναντίας τὴν νεολαίαν σου· τὴν γὰρ σὴν προστασίαν κεκτήμεθα.

Ἦχος α’

Εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀγλαοφανῶς μακαρίζοντες.

Άγιος Παΐσιος: Η νηστεία του Δεκαπενταυγούστου και το δώρο της Παναγίας

Άγιος Παΐσιος

Άγιος Παΐσιος: Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας∙ όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά.

Όταν ήµουν στην Μονή Φιλοθέου, µια φορά, αµέσως µετά την αγρυπνία της Παναγίας µε έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράµµα στην Μονή Ιβήρων.

Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της µονής και να περιµένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν µε το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο µοναστήρι µας – απόσταση µιάµιση ώρα µε τα πόδια.

Ήµουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα δύο∙ µέχρι της Μεταµορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ηµέρα της Μεταµορφώσεως έτρωγα, και µετά µέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε.

Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι.

Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράµµα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιµένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευµα, αλλά αργούσε να έρθη.

Άρχισα εν τω µεταξύ να ζαλίζωµαι. Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµο µου: «Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δη κανείς και αρχίση να µε ρωτάη τι έπαθα».

Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµός να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία να µου οικονοµήση κάτι.

Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµο και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πραγµατα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµι, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπι σταφύλι.

«Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα∙ µε έπιασαν τα κλάµατα, ούτε ήθελα να φάω πιά … Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζει και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πη αυτό!

Πηγή: https://ieramonopatia.gr/agioi-gerontes/agios-paisios/ti-ezise-o-agios-pa-sios-kata-ti-nisteia-tis-panagias/

Μόρφου Νεόφυτος: Οἱ εὐκαιρίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας ποὺ ἔρχονται (14.8.2020)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ  Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στὸ χωριὸ Κούρδαλι τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.8.2020).

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι ήχος α’ – Παναγιώτης Νεοχωρίτης

Κοινωνικόν ήχος α’
Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι, καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι. Ἀλληλούϊα.

Σύνθεση: Πέτρου Λαμπαδαρίου
Ερμηνεία: Παναγιώτης Νεοχωρίτης

Πανήγυρις Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου 2022)

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες.

  • Κυριακή, 14 Αυγούστου
    • 5:30 μ.μ: Πανηγυρικός Εσπερινός της εορτής στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου (παρά την Ορούντα).
  • Δευτέρα, 15 Αυγούστου
    • 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία της εορτής στην Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοκουρδαλιωτίσσης (Κούρδαλι).

Των ακολουθιών θα προεξάρχει ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εγκώμιο Α΄ στην πάνσεπτη Κοίμηση της Μητέρας του Θεού

«Μ’ εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια;

Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι’ Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».

Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι’ Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;

2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν’ αγνοήσουμε τ’ ανθρώπινά μας όρια και ν’ αγγίξουμε τραχιά τ’ αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ’ ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ’ όλα δώρο του νου μας – της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ’ αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό – έτρεχε πλάι άφθονο – και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ’ ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ’ Αυτήν λέγοντας:

3. Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι, Εσένα που δίνεις τ’ αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια; Και τούτο, γιατί Εκείνον, που πρώτα δεν χωρούσε, τον εχώρεσε στο δικό σου σώμα. Εκείνον, που δε δυνόταν να δει, τον βλέπει «εν κατόπτρω» χάρη σε Σένα, «με ξέσκεπη όψη».

Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρύχνουν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά καν να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αυτή, αλήθεια, διαλεγμένη ανάμεσ’ από αρχαίες γενιές από την προαιώνια βουλή και ευδοκία του Θεού και Πατέρα, που σε γέννησε έξω από το χρόνο, υπερφυσικά και δίχως ν’ αλλοιωθεί, σε κυοφόρησε «στα στερνά τα χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα από τη σάρκα της, φανέρωση του ελέους του Θεού και σωτηρία, δικαιοσύνη και απολύτρωση, Εσένα, ζωή από τη ζωή, φως από το φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό. Η γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ο τρόπος που γέννησε υπερφυσικός, υπέρλογος και σωστικός για τον κόσμο, η κοίμησή της ένδοξη κι αληθινά ιερή και πανεύφημη.

4. Την προώρισε ο Πατέρας, οι προφήτες φωτισμένοι από το Πνεύμα την προανάγγειλαν, η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, την καθάρισε και την άγιασε, και, ας το πούμε έτσι, την πότισε από πριν. Και τότε Συ, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», κατοίκησες εντός της απερίγραπτα, τραβώντας ξανά την καταποντισμένη μας φύση στο άπειρο ύψος τής ακατάληπτής Σου Θεότητας. Αυτή την ανθρώπινη φύση την προσέλαβες στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας, φόρεσες σάρκα έμψυχη που είχε λόγο και νου (νοερή και λογική), της έδωσες την υπόστασή Σου κι έγινες τέλειος άνθρωπος, δίχως να πάψης νά ‘σαι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, και ντύθηκες από άφατη ευσπλαχνία τη δική μας αδυναμία. Και γεννήθηκες απ’ Αυτήν ένας Χριστός, ένας Γιος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, τέλειος Θεός και συνάμα τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος, μια σύνθετη υπόσταση από δυο φύσεις τέλειες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και μέσα σε δυο τέλειες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη.

Όχι άσαρκος Θεός ούτε απλά άνθρωπος, μα ένας και μοναδικός Γιος του Θεού και Θεός με σάρκα, ο ίδιος Θεός και μαζί άνθρωπος, έξω από κάθε σύγχυση και διαίρεση, έχοντας τις φυσικές ιδιότητες των δυό ανόμοιων σε ουσία φύσεων που είναι ενωμένες υποστατικά, ασύγχυτα και αδιαίρετα, δηλαδή το χτιστό και το άχτιστο, το θνητό και το αθάνατο, το ορατό και το αόρατο, το κλεισμένο σε σύνορα και το άπειρο, θεϊκό και ανθρώπινο θέλημα, θεϊκή ενέργεια μα και ανθρώπινη, δυό αυτεξούσιες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, τα θεϊκά θαύματα και τ’ ανθρώπινα πάθη, αυτά δηλαδή που έχουν σχέση με τη φυσική μας αδυναμία και είναι έξω από την αμαρτία.

Κι’ αυτά γιατί τον Αδάμ, όπως ήταν πριν από την πτώση, ελεύθερος από αμαρτία, τον έκανες, Κύριε, με την άμετρη ευσπλαχνία σου σάρκα Σου — το σώμα, την ψυχή, το νου και τις φυσικές τους ιδιότητες—, για να χαρίσεις σ’ όλη μου την ύπαρξη τη σωτηρία, αφού, αλήθεια, «ό,τι δεν έχει προσληφθεί δε θεραπεύεται». Και έτσι έγινες «μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους», έλυσες την έχθρα και οδήγησες τους αποστάτες στον Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω το πλανεμένο πλάσμα. Ήταν σκοτεινό και το φώτισες, έκανες πάλι καινούργιο το συντρίμμι, άλλαξες σε άφθαρτο το φθαρτό. Λευτέρωσες την κτίση από το ψέμα των πολλών Θεών, έκανες «τέκνα του Θεού» τους ανθρώπους, ανάδειξες μέτοχους της θεϊκής Σου δόξας τους ατιμασμένους. “Υψωσες «πάνω από κάθε Αρχή και Εξουσία» τον καταδικασμένο στης γης τα τάρταρα, πήρες μέσα σου και κάθισες μαζί σου στο βασιλικό θρόνο τον τιμωρημένο να ξαναγίνη χώμα και να κατοικεί στον Άδη. Ποιος λοιπόν ήταν το εργαστήρι για τ’ αναρίθμητα τούτα αγαθά, που ξεπερνάνε το νου και τη δύναμή του; Δεν είναι η αειπάρθενη Μητέρα Σου;

5. Βλέπετε, πατέρες και αδελφοί αγαπημένοι του Θεού, της σημερινής μέρας τη χάρη; Θωρείτε το ύψος και τη μεγαλοσύνη Αυτής που εξυμνούμε; Τα μυστήριά Της τούτα δεν είναι φοβερά; Γεμάτα θαύμα δεν είναι; Μακάριοι όσοι βλέπουν με τον μοναδικά δυνατό και σωστό τρόπο. Μακάριοι όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Τι αστραπές φωτός καταυγάζουν την αποψινή νύχτα, ποιες αγγελικές φρουρές κάνουν ολόφωτη την Κοίμηση της Μητέρας, που στάθηκε η αρχή της ζωής! Ποιοί Απόστολοι με χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν το ξόδι του σώματος που δέχτηκε το Θεό! Πώς ο Λόγος του Θεού, που δέχτηκε από άφατη ευσπλαχνία να γίνει γιος της, υπηρετεί με τις δεσποτικές Του παλάμες την πανάγια και θεϊκότατη μητέρα και υποδέχεται την ιερή της ψυχή! Πόσο έξοχος νομοθέτης! Δεν βρίσκεται κάτω από τη δύναμη του νόμου, κρατάει όμως το νόμο που θέσπισε ο ίδιος. Αυτός πρόσταξε ν’ αποδίνουν τα παιδιά το χρέος στους γονιούς και είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Είναι αληθινό και αναμφίβολο βέβαια τούτο για καθένα που, καν λίγο, έχει κατηχηθεί στους λόγους της Γραφής. Γιατί αν, όπως λέει η Γραφή του Θεού, «οι ψυχές των δικαίων είναι στα χέρια του Θεού», Αυτή, περισσότερο απ’ όλους, δεν αποθέτει την ψυχή της στα χέρια του Γιου και Θεού της; Ο λόγος είναι αληθινός και πέρα από κάθε αντίλογο.

Αλλ’ εμπρός, ας εξετάσουμε όσο φτάνει η δύναμή μας, ποια είναι αυτή και από ποιά γενιά κρατάει και πώς χαρίστηκε στον κόσμο τούτο και του δόθηκε ωσάν το πιο εξαίσιο και ακριβό δώρο του Θεού, πώς έζησε πάνω στη γη και για ποια μυστήρια την έκρινε ο Θεός άξια. Οι Έλληνες, όταν εγκωμιάζανε με λόγους επιτάφιους τους νεκρούς, συνάζανε με περισσή φροντίδα ό,τι θαρρούσαν ταιριαστό, για νά ‘ναι τέλειο το εγκώμιο του νεκρού που παίνευαν και να ξυπνάνε στις καρδιές των ζωντανών πόθο ευγενικό και ορμή για την αρετή. Υφαίνανε στο λόγο τους τις πιο πολλές φορές μύθους κι αμέτρητα φανταστικά γεγονότα, μια κι εκείνοι που δέχονταν τον έπαινο δεν είχαν από μοναχοί τους έργα άξια γι’ αυτόν. Πώς λοιπόν εμείς καταποντίζοντας, καταπώς λένε, στους βυθούς της σιωπής τα αληθινότατα και σεβαστά, που αληθινά φέρανε σ’ όλους την ευλογία και τη σωτηρία, θα γλυτώσουμε το περιγέλιο και δε θα τιμωρηθούμε όμοια μ’ εκείνον, που παράχωσε το τάλαντο; Αρχίζω λοιπόν το λόγο φροντίζοντας να είναι σύντομος, για να μη κουράσω τ’ αυτιά, καθώς η υπερβολική τροφή τα σώματα.

6. Γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα. Ο Ιωακείμ ωσάν προβατοβοσκός έβοσκε και οδηγούσε τους λογισμούς του όπου ήθελε και τους εξουσίαζε πιο πολύ, παρ’ όσο ο τσοπάνος το κοπάδι, γιατί τον ποίμαινε ο Θεός σάν αρνί και δεν τού ‘λειπε κανένα αγαθό. Κι όταν λέω αγαθό, να μη νομίσει κανένας πως εννοώ των πολλών τις επιθυμίες, που κάνουν να λιμάζει πάντα ο νους των αχόρταγων, αυτά, που από φυσικού τους είναι πρόσκαιρα και δε μπορούν να καλυτερέψουν τον άνθρωπο που τα ‘χει, τα θέλγητρα τούτης της ζωής με την αβέβαια δύναμη, που απο μοναχά τους φυλλορροούν και μονοσπγμής λειώνουν, ακόμα κι άφθονα σαν τα ‘χεις. Μακριά τέτοια σκέψη! Δε θαυμάζω τέτοια πράγματα και δεν είναι της μερίδας αυτής οι θεοφοβούμενοι. Εννοώ τ’ αγαθά, οπού οι αληθινά γνωστικοί ποθούν και λαχταράνε, τα ακατάλυτα για πάντα, όσα ευφραίνουν το Θεό και δίνουν ώριμο καρπό σ’ εκείνους που τα έχουν, τις αρετές δηλαδή, που τον καρπό τους—την αιώνια ζωή—, θα τον δώσουν στην ώρα τους — στο μέλλοντα αιώνα — σ’ αυτούς που κόπιασαν φιλότιμα και μόχθησαν όσο δύνονταν. Ο μόχθος βέβαια πάει μπροστά από τις αρετές, ακολουθάει όμως η ατέλειωτη μακαριότητα. Ο Ιωακείμ σ’ αυτές συνήθιζε να βόσκει τους λογισμούς του, στο μέσα «χλοερό λιβάδι», ζώντας στη θεωρία του λόγου του Θεού, κι ευφραινόταν «με το νερό της ανάπαυσης» που είναι η θεία Χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την «σε δρόμους δικαιοσύνης».

Η Άννα πάλι που τ’ όνομα της σημαίνει «χάρη», ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα κι όχι απλά γυναίκα του. Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά, ήταν στείρα η Χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορεί στις ψυχές των ανθρώπων, αφού «όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν», δε βρισκόταν άνθρωπος «γνωστικός», άνθρωπος «να ζητάει το Θεό». Ύστερα ο αγαθός Θεός βλέποντας με συμπόνια άμετρη των χεριών Του το πλάσμα και θέλοντας να το σώσει, λύνει την ακαρπία της Χάρης, δηλαδή της Άννας, που ‘χε δοσμένη τη σκέψη σ’ Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθεί μήτε θα ξαναγεννηθεί. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθεί και θα γεννηθεί ο κορμός της άφραστης μακαριότητας.

7. Για τούτο η Θεοτόκος γεννιέται από υπόσχεση: Άγγελος δίνει το μήνυμα για τη σύλληψη Αυτής που θα γεννηθεί, αφού έπρεπε Εκείνη, που θα γινόταν μητέρα κατά σάρκα του μοναδικού και αληθινά τέλειου Θεού, να μη φανεί από κανένα κατώτερη ή δεύτερη και σε τούτο. Ύστερα την αφιερώνουν στον ιερό ναό του Θεού, όπου ζει δείχνοντας φλογερή αφοσίωση και διαγωγή καλύτερη και πιο καθαρή από τους άλλους, μακριά από κάθε σχέση με άντρες και γυναίκες δίχως αρετή. Καθώς όμως έφτανε στο άνθισμα της ηλικίας της και απαγόρευε ο νόμος να μένει μέσα στο ναό, οι ιερείς την παραδίνουν στο μνηστήρα, σα να λέμε το φύλακα της παρθενίας, τον Ιωσήφ, που ως τα γερατειά του κρατούσε παρ’ άλλος ανόθευτο το νόμο. Κοντά του ζούσε η νεαρή και πανάμωμη κόρη, δοσμένη στη λάτρα του σπιτιού, μη ξέροντας τι γίνεται στο κατώφλι του.

8. «Όταν όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», όπως λέει ο θεϊκός Απόστολος, ο Θεός έστειλε σ’ αυτήν, την αληθινή του κόρη, τον άγγελο Γαβριήλ που της είπε: «Χαίρε, Χαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Όμορφη η προσφώνηση του αγγέλου στην κόρη που είναι πάνω από τους αγγέλους, γιατί φέρνει χαρά παγκόσμια. «Εκείνη όμως ταράχτηκε με το λόγο τούτο», ασυνήθιστη να μιλάει με άντρες, αφού είχε οριστικά αποφασίσει να φυλάει την παρθενία της. «Αναλογιζόταν τι λογής να ‘ναι αυτός ο χαιρετισμός». Κι ο Αρχάγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί βρήκες χάρη» η άξια της χάρης. Βρήκες χάρη εσύ, που μόχθησες γεωργώντας το χωράφι της χάρης και θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρήκες άβυσσο χάρης εσύ, που κράτησες γερό το καράβι της διπλής παρθενίας: κράτησες παρθένα την ψυχή όσο και το σώμα, για τούτο κρατήθηκε κι αυτουνού η παρθενία.

«Και θα γεννήσεις», λέει, «γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού». Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. «Αυτός θα σώσει το λαό Του από τις ανομίες του». Τι αποκρίνεται σε τούτα ο αληθινός θησαυρός της σοφίας; Δεν ακολουθάει τυφλά το παράδειγμα της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, αλλ’ αντίθετα διορθώνει την αστοχιά εκείνης και προβάλλοντας για άμυνα τη φύση απαντάει σχεδόν έτσι στον αγγελικό λόγο: «Πώς θα γίνει τούτο, αφού άντρα δε γνωρίζω;» Αδύνατα πράγματα λες, του λέει, γιατί ο λόγος σου καταργεί τους απαράβατους φυσικούς νόμους που όρισε ο Πλάστης. Δε μ’ αρέσει να γίνω μια δεύτερη Εύα και να πατήσω του Θεού το θέλημα. Κι αν όσα λες δεν είναι ενάντια στη βούλησή Του, λύσε μου την απορία εξηγώντας πώς θα συλλάβω. Ο μαντατοφόρος της αλήθειας της απάντησε: «Πνεύμα άγιο θα κατεβεί πάνω σου και θα βρεθείς μέσα στη σκιά της δύναμης του Υψίστου, για τούτο και η άγια ύπαρξη που θα γεννηθεί θα ονομαστεί Γιός του Θεού». Αυτό που τώρα γίνεται δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους, γιατί ο δημιουργός και κυρίαρχος της φύσης έχει τη δύναμη να τους αλλάζει. Εκείνη, ακούγοντας με ιερή ευλάβεια το Όνομα που πάντα ποθούσε και τιμούσε, και σκιαγμένη μη φανεί ανυπάκουη, μίλησε με λόγια υποταγής γεμάτα φόβο και χαρά: «Λοιπόν να, υποτάσσομαι στον Κύριο, εγώ η δούλη Του. Ας γίνη με μένα καθώς λες».

9. «Ω απύθμενος πλούτος και σοφία και γνώση του Θεού», για να μιλήσω κι εγώ με το λόγο του Αποστόλου στην καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι βουλές Του κι ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι Του». Ω αγαθότητα του Θεού αστόμωτη, ω αβυθομέτρητη αγάπη! Εκείνος που καλεί «το ανύπαρχτο να γίνη υπαρχτό», που «γεμίζει τον ουρανό και τη γη», που ‘χει τον ουρανό θρόνο και «τη γη υποπόδιο», κάνει πλατύ κατάλυμα την κοιλιά της δούλης Του κι Εκεί ολοκληρώνει το πιο πρωτόφαντο απ’ όλα τα πρωτόφαντα μυστήρια: ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, γεννιέται υπερφυσικά όταν συμπληρώνεται ο χρόνος της κύησης, ανοίγει τη μήτρα δίχως να χαλάσει της παρθενίας την κλειδαριά και βαστιέται από αγκαλιά γήινη, Αυτός, «το απαύγασμα της δόξας, ο τύπος της υπόστασης του Πατέρα, που ο λόγος Του έχει τη δύναμη να κρατάει τα σύμπαντα».

Ω! θεϊκά, αλήθεια, θαύματα, μυστήρια που ξεπερνάνε τη φύση και το λογικό! Ω παρθενικό καύχημα, που είσαι πάνω από τ’ ανθρώπινα! Ποιο είναι, ιερή Μητέρα και Παρθένα, αυτό το μέγα μυστήριο που σε τυλίγει; «Ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου». Είσαι ευτυχισμένη ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων, η μόνη αξιομακάριστη. Να που σε μακαρίζουν όλες οι γενιές, καθώς είπες. Εσένα είδαν οι κόρες της Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας δηλαδή, και σένα καλοτυχίσανε οι βασίλισσες, μ’ άλλα λόγια οι ψυχές των δίκαιων, και θα σε υμνούνε στους αιώνες.

Γιατί εσύ είσαι ο βασιλικός θρόνος που κυκλώνουν οι θρόνοι, δηλαδή οι άγγελοι, βλέποντας να κάθεται Εκεί ο Κύριος και Δημιουργός τους. Συ στάθηκες νοητή Εδέμ. Ιερώτερη και θεϊκότερη από την παλιά — σε κείνη κατοικούσε Αδάμ «χωματένιος», σε σένα Κύριος «από τον ουρανό».

Η κιβωτός, κρατώντας το σπόρο για ένα δεύτερο κόσμο, εσένα προεικόνισε, γιατί συ γέννησες το Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κοίμισε τα κύματά της.

Εσένα προεικόνισε η βάτος, οι θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ήταν, η κιβωτός του νόμου εσένα προμηνούσε, το χρυσό σταμνί και το λυχνάρι και το τραπέζι και το «ραβδί του Ααρών που βλάστησε» ολοφάνερα ήταν δική σου προτύπωση. Από σένα, αλήθεια, η φωτιά της θεότητας, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», τ’ ολόγλυκο κι ουρανόσταλτο μάννα, το ανώνυμο όνομα «που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα», το ανέσπερο και απρόσιτο φως, «της ζωής το ψωμί» το ουράνιο, ο αγεώργητος καρπός, από σένα σωματικά αναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δεν ήταν το καμίνι με τη δροσερή και συνάμα φλογερή φωτιά, εικόνα της θεϊκής φωτιάς που σε κατοίκησε;

Και η σκηνή του Αβραάμ καταφάνερα εσένα προτυπώνει: στο Λόγο του Θεού που κατασκήνωσε στην κοιλιά σου η ανθρώπινη φύση πρόσφερε το ψωμί το ψημένο στη στάχτη, δηλαδή τον πρώτο και καλύτερο καρπό της, βγαλμένο από τα δικά σου αγνά αίματα, που, ας το πούμε έτσι, ψηνόταν από τη θεϊκή φλόγα κι έπαιρνε τη μορφή σωστού ψωμιού, βρίσκοντας την υπόστασή της στο θεϊκό πρόσωπο του Λόγου και γινόταν έτσι αληθινό σώμα ζωντανεμένο από ψυχή λογική και νοερή.

Λίγο και θα ξεχνούσα την κλίμακα του Ιακώβ. Τι τάχα; Δεν είναι για όλους φανερό πως στάθηκε δική σου προεικόνιση και τύπος; Όπως ο Ιακώβ είδε τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη, αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν και τον αληθινά Δυνατό κι Ανίκητο να παλεύει συμβολικά μαζί του, έτσι κι εσύ μεσίτεψες κι έγινες σκάλα για να κατεβή σ’ εμάς ο Θεός, που πήρε πάνω Του την ασθενική μας φύση, τη σύμπλεξε και την ένωσε με τη δική Του κι έκανε τον άνθρωπο νου ικανό να θεωρεί το Θεό. Εσύ συμπλησίασες τα χωρισμένα. Για τούτο κατεβαίνανε άγγελοι να τον υπηρετήσουν ως Θεό και Κύριο και άνθρωποι, που ζήσανε αγγελικά, αρπάζονται στον ουρανό.

Και τι να πω για τα κηρύγματα των προφητών; Δεν πρέπει να τ’ αποδώσουμε στο πρόσωπό σου, αν θέλουμε να δείξουμε το αληθινό τους νόημα; Γιατί ποιο είναι το ποκάρι του Δαβίδ, όπου του Θεού, που βασιλεύει πάνω σ’ όλα, ο Γιος, δίχως αρχή και βασιλιάς ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα Του, κατέβηκε σα δροσιά; Δεν είσαι ολοφάνερα εσύ ;

Και ποιά είναι η παρθένα, που ο Ησαΐας προείδε και προφήτεψε πως «θα συλλάβει» και θα γεννήσει γιο, που θα είναι «ο Θεός μαζί μας», δηλαδή θα μένει και Θεός μετά την ενανθρώπησή Του;

Ποιό ακόμη είναι το βουνό του Δανιήλ, απ’ όπου κόπηκε το αγκωνάρι, ο Χριστός, δίχως ανθρώπινη αξίνα;

Δεν είσαι συ που παρθενικά κυοφόρησες και πάλι έμεινες παρθένα;

Ας έλθει ο γεμάτος πνεύμα Θεού Ιεζεκιήλ, για να μας δείξει την κλειστή πύλη που διάβηκε ο Κύριος, δίχως αυτή ν’ ανοίξει, όπως προφητικά προείπε. Ας μας δείξει την εκπλήρωση των λόγων του. Σίγουρα θα δείξει εσένα, απ’ όπου πέρασε ο Θεός όλης της κτίσης και πήρε σάρκα, χωρίς ν’ ανοίξει της παρθενίας την πύλη—η σφραγίδα της αληθινά μένει αιώνια.

Εσένα λοιπόν κηρύχνουν οι προφήτες. Εσένα διακονούν οι άγγελοι, υπηρετούν οι απόστολοι, ο απόστολος που έμεινε παρθένος, ο θεολόγος, εσένα την αειπάρθενη και Θεοτόκο υπηρετεί. Σήμερα, καθώς αποδημούσες για το Γιο σου, σε τιμούσαν οι άγγελοι, οι ψυχές των δίκαιων, των πατριαρχών και των προφητών. Τιμητική φρουρά οι απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν με το θεϊκό πρόσταγμα από τα πέρατα της γης, ωσάν μέσα σε νεφέλη, στη θεϊκή και ιερή Ιερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα ύμνους ιερούς σε σένα, την πηγή του σώματος του Κυρίου, που είναι η αρχή της ζωής.

10. Ω, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάσσεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν’ αφήσει ό,τι είναι θνητό και να ντυθεί την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή της ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ’ ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ’ αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.

Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ’ όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο — αληθινά το ‘χει χαρίσει, το πιστεύουμε—, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή σου από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα σου, μ’ όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτεί άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.

Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζει σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνη το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ’ αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζει σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. Γιατί εσύ άνθισες «ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού» και ο καρπός σου «γλύκα στο λαρύγγι» των πιστών. Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου.

11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ’ ανέβασμά σου φρίξανε τ’ ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: «Ποιά είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθισμένη», «που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;». Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ «ωσάν άνθος του αγρού», «ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ’ αγκάθια»· «γι’ αυτό σ’ αγαπούν οι κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω απ’ τ’ άρωμά σου», «ο βασιλιάς σ’ έφερε στο θάλαμό Του». Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ’ εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ’ ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφίμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, «ως τον ουρανό», ούτε σ’ ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο «ως τον τρίτο ουρανό», παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά.  Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για αυτούς που πενθούνε, παρηγοριά, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.

12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός, που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι.

Για όλους του Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: «Μη καλοτυχίζεις άνθρωπο πριν πεθάνει». Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας.

Για όλα σου τ’ αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ’ από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. Έτσι δε σ’ έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψει ολάκερος.

Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιό σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ’ ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. «Θα χορτάσουμε με τ’ αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του». Κι άλλον: «Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του», «βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός». Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου, σ’ ακούμπησε στον τάφο και σ’ έστελνε μ’ αυτόν, σα να ‘ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «πάνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτή «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός». Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε «η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά». Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ’ ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.

13. Ω, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ’ ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ω, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι αντλούνε άφθονα αγαθά.

Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ’ ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρει, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψει, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπι σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατάλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγιά του μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατρειάς και κάθε αγαθού για εκείνους, που το πλησιάζουνε με πίστη.

14. Από σένα και μεις σήμερα κρατιόμαστε, ω Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ανύμφευτη, μ’ αγκιστρωμένες τις ψυχές στην ελπίδα που εσύ μας δίνεις, ωσάν στην πιο γερή και αρράγιστη άγκυρα, παραδίνοντας σε σένα το νου, την ψυχή, το σώμα, όλο μας τον εαυτό, δοξολογώντας σε «με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές» όσο δυνόμαστε, αφού, όσο αξίζεις είμαστε ανήμποροι. Γιατί αν, όπως μας δίδαξε ο λόγος ο ιερός, η τιμή στους σύνδουλούς μας φανερώνει την αγάπη στον Κύριο όλων μας, πώς να παραλείψουμε να τιμήσουμε σένα, που γέννησες τον Κύριο; Και πώς να μη ποθεί ολόκληρη η καρδιά μας την τιμή τούτη ; Πώς να μη την προτιμούμε κι απ’ αυτή ακόμη, την απαραίτητη ανάσα, αφού μας δίνει την ζωή; Έτσι θα δείξουμε καλύτερα την αγάπη μας στον Κύριό μας. Γιατί όμως μιλώ για τον Κύριο; Σ’ εκείνους, που ευλαβικά σε τιμούνε, φτάνει, αλήθεια, το ακριβότατο δώρο της μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά αναφαίρετη και βαθύτατη. Από ποιά αγαλλίαση τάχα, από ποιά αγαθά, δεν πλημμυράει όποιος το νου του κάνει μυστικό θάλαμο της πανάγιας μνήμης σου;

Αυτή είναι η ευχαριστήρια προσφορά μας, ο πιο διαλεχτός μας λόγος, ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει το φτωχό μας μυαλό, που κινήθηκε λησμονώντας την ανημπόρια του από τον πόθο για σένα. Δέξου όμως με καλοσύνη τον πόθο, αφού ξέρεις πως ξεπερνάει τη μπόρεσή μας. Και συ, Κυρά γεμάτη αγαθότητα, που γέννησες τον αγαθό μας Κύριο, μακάρι να ‘χεις πάνω μας τα μάτια σου, να μας πηγαίνεις όπου θες, να κόψεις την ορμή των ντροπιασμένων μας παθών οδηγώντας μας στο ατρικύμιστο λιμάνι, που ‘ναι του Θεού το θέλημα, να μας αξιώσεις ν’ αντικρύσουμε τη μελλοντική μακαριότητα, τη γλυκεία λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Θεού Λόγου, που σαρκώθηκε από σένα. Μαζί μ’ Αυτόν δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια στον Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και παντοτινά και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

————————————–

πηγή: Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος, εκδ. Αποστολική Διακονία

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/

Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: Εγκώμιον εις την κοίμησιν της αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου

Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, που να αντηχή δυνατώτερα από ανθρώπινη φωνή και να συγκλονίζη τα πέρατα, απαιτεί ένας λόγος προς τιμήν της ιεράς αυτής ημέρας, αγαπητοί μου, γι’ αυτό και κινδυνεύει ν’ αποτύχη τώρα, καθώς ακούγεται προερχόμενος από το ασθενές φωνητικό μου όργανο.

Η Κυρία όμως και Βασίλισσα του παντός, έτσι καθώς είναι αφιλόδοξη, θα δεχτή νομίζω κι αυτόν εδώ τον σύντομο και πενιχρό λόγο που της προσφέρουμε οι δούλοι της, όμοια με εκείνους τους διεξοδικούς και αστραφτερούς των σπουδαίων ομιλητών, με το να παρακινείται σε συμπάθεια από τις προσευχές αυτού που με προστάζει να ομιλήσω, επειδή ακριβώς και ένα μόνο πράγμα προσέχει η φιλάγαθη: την πρόθεσι.

Εμπρός λοιπόν, συνάξου ολόκληρη η οικουμένη, ιεράρχες και ιερείς, μοναχοί και κοσμικοί, βασιλείς και άρχοντες, άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, φυλές και γλώσσες, με όλο μαζί το έθνος και το πλήθος, και αφού αλλάξης τα φορέματα των αρετών σου, «ντυμένη» κι εσύ «στα κρόσσια τα χρυσά και στολισμένη»(Ψαλμ. μδ΄14), πρόβαλε με πρόσωπο φαιδρό και όλο χαρά γιόρτασε της Κυριοτόκου Μαρίας την εορτή, την επικήδεια συγχρόνως και διαβατήρια, διότι φεύγει από εδώ κάτω και πηγαίνει κοντά στα όρη τα αιώνια, το όρος όντως το Σιών, στο οποίο ευδόκησε ο Θεός να κατοική, όπως ψάλλει η λύρα του ψαλμωδού. Σήμερα λοιπόν ο επίγειος ουρανός περιβαλλόμενος την στολή της αφθαρσίας αποκτά νέα διαμονή, την καλύτερη και αιώνια. Σήμερα η νοητή και θεοφώτιστη σελήνη με το να συμβάλλη στον δίσκο του ηλίου της δικαιοσύνης εκλείπει μεν από την πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως όμως ανατέλλει και λάμπει με την τιμή της αθανασίας. Σήμερα η ολόχρυση και θεοκατασκεύαστη κιβωτός του αγιάσματος αναχωρεί από τα επίγεια σκηνώματα και μετακομίζεται στην άνω Ιερουσαλήμ, για να αναπαυθή αιώνια. Και ο θεοπάτωρ Δαυίδ μας τα τραγουδάει αυτά με την κιθάρα του και αναφωνεί: «Θα προσαχθούν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στον βασιλέα, ακολουθώντας πίσω από αυτήν θα προσαχθούν σε Σένα»(Ψαλμ. μδ΄15).

Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η Θεοτόκος, υψώνει για χάρι μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους φωστήρες που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα θεοκίνητα χείλη της εσίγησε ο έναρθρος λόγος, αείλαλο ανοίγει το πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ συνέστειλε τις σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες προς τον Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα, ενώ μας απέκρυψε τα ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί δια μέσου της σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στον λαό προς ασπασμό ευεργετικό και σχετική προσκύνησι, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι. Ενώ λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνος περιστερά, δεν παύει να φυλάττη τα κάτω. Ενώ εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ οδηγήθηκε στους ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσά μας τους δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον Κύριο.

Κάποτε, μέσω της προμήτορος Εύας ο θάνατος εισήλθε και κυρίευσε τον κόσμο, τώρα όμως συναντώντας την μακαρία θυγατέρα εκείνης αποκρούστηκε και κατανικήθηκε από το ίδιο εκείνο μέρος απ’ όπου του είχε δοθή η εξουσία. Ας χαρή λοιπόν το γυναικείο φύλο, που αντί ντροπής αποκομίζει δόξα. Ας χαρή και η Εύα, διότι δεν είναι πια κατηραμένη, αλλά έχει να επιδείξη απόγονό της ευλογημένο την Μαρία. Ας σκιρτήση η κτίσις ολόκληρη, καθώς αντλεί μυστικά τα νάματα της αφθαρσίας από την παρθενική πηγή και απαλλάσσεται έτσι από την θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια είναι η εορτή που έχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα είναι τα γεγονότα που υμνολογούμε. Αυτά μας χαρίζει η χριστοανθής ρίζα του Ιεσσαί, η ιερόβλαστη ράβδος του Ααρών, ο νοητός παράδεισος του ξύλου της ζωής, ο έμψυχος λειμώνας των παρθενικών αρωμάτων, η ανθισμένη θεογεώργητη άμπελος του ωρίμου και ζωογόνου βότρυος, ο υψηλός και επηρμένος χερουβικός θρόνος του Παμβασιλέως, ο οίκος ο γεμάτος από την δόξα Κυρίου, το άγιο καταπέτασμα του Χριστού, ο φωτεινότατος τόπος της ανατολής, αυτά μας χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα εν ειρήνη και δικαιοσύνη. Λέω κοιμήθηκε, όχι όμως και πέθανε. Πέρασε από την γη στον ουρανό, όμως δεν εγκατέλειψε την υπεράσπισι του ανθρωπίνου γένους.

Με ποια λόγια λοιπόν να παραστήσουμε το μυστήριό σου; Αδυνατούμε να το σκεφθούμε. Είμαστε ασθενείς για να το εκφράσουμε. Ιλλιγγιούμε να το περιγράψουμε. Διότι είναι παράξενο και υψηλό και ανώτερο για κάθε διάνοια. Δεν σχετίζεται και δεν ταιριάζει με κάτι άλλο, όπως συμβαίνει με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι ώστε να είμαστε σε θέσι να δώσουμε πρόχειρα τις αποδείξεις από τα γύρω μας πράγματα. Αντίθετα, από τα υπερβατικά και ανώτερά μας κατανοούμε με ευλάβεια όσα αναφέρονται σε σένα, και σε σένα μόνη παραδίδουμε τα υπέρ άνθρωπον. Διότι άλλαξες την φύσι κατά την άρρητη γέννησι. Πού αλλού άκουσε κανείς παρθένο να συλλαμβάνη ασπόρως! Ω θαύμα! Την μητέρα και λεχώνα την βλέπουμε άφθορη παρθένο, επειδή Θεός ήταν αυτό που γέννησε. Το ίδιο λοιπόν και στη ζωηφόρο κοίμησί σου: με το να είσαι διαφορετική από τους υπολοίπους, μόνη εσύ κατέχεις δικαιολογημένα την αφθαρσία και των δύο (ψυχής δηλ. και σώματος).

Ας μας αφηγηθή όμως η Σιών τα παράδοξα εκείνης της ημέρας. Είχε λοιπόν συμπληρωθή το όριο της ζωής. Είχε φθάσει η ώρα του θανάτου. Προγνώρισε σαν μητέρα Θεού η Παναγία τον καιρό της μεταστάσεως. (Και πόσα περισσότερα από τον καθένα που σαν απλός δούλος προφητεύει δεν θα έδινε κανείς, αδελφοί μου φιλόχριστοι, προς την μητέρα του Θεού και ανώτερη από όλους τους προφήτες;). Όταν λοιπόν τα αισθάνθηκε αυτά και τα κατάλαβε, τί μας λέει η παράδοσις πως προσευχόταν και παρακαλούσε;

“Έφθασε η ημέρα της εξόδου μου. έφθασε ο χρόνος της ενδημίας μου προς εσένα. Ας παρευρεθούν εδώ αυτοί που θα υπηρετήσουν στον ενταφιασμό μου, Δέσποτα, είθε να σταθούν στο προσκέφαλό μου οι λειτουργοί που θα τελέσουν την κηδεία μου. Και στα μεν χέρια σου να αφήσω το πνεύμα μου, στα δε χέρια των μαθητών σου, για να το ενταφιάσουν, το άψαυστο και θεοδόχο σώμα μου, από όπου ανέτειλες εσύ η αθανασία. Ας παρασταθούν κοντά μου να μου δώσουν χαρά αυτοί που βρίσκονται διεσπαρμένοι στα πέρατα της γης, οι κήρυκες και υπηρέτες του ευαγγελίου σου. Κι αν εσύ ευδόκησες να μετατεθή ζωντανός ακόμη ο δίκαιος Ενώχ στον ουρανό, γιατί έτσι έπρεπε, και ο Θεσβίτης Ηλίας εκ του εμφανούς να ανυψωθή με πύρινο άρμα προς άγνωστες χώρες, για να αναμένουν και οι δύο τον χρόνο της φρικτής και παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, και αν πάλι για μια ανάγκη του Δανιήλ εθαυματούργησες, ώστε μέσα σε μια στιγμή ο προφήτης Αββακούμ να μεταφερθή από την Ιερουσαλήμ στην Βαβυλώνα και πάλι να επιστρέψη, τότε τί σου είναι αδύνατο και μόνο αν το θελήσης;”

Αυτά μόλις είπε η πανύμνητος, να που κατέφθασε και η δωδεκάδα των αποστόλων, από διαφορετική κατεύθυνσι ο καθένας, σαν σύννεφα σπρωγμένα από τις πτέρυγες του Πνεύματος, που ήρθαν και στάθηκαν κοντά στη νεφέλη του φωτός. Τί λέγει λοιπόν εκείνη που έχει τα θεϊκά, τα πολλά, τα μεγάλα ονόματα, φέρνοντας, καθώς ήταν ξαπλωμένη, ένα γύρο το βλέμμα της και αντικρύζοντας αυτούς που ζητούσε;

“Ας αγαλλιάση η ψυχή μου για τον Κύριο και αυτό θα γίνη για μένα ευφροσύνη και αίνεσις και μεγαλείο εκ μέρους όλων των εθνών της γης. Διότι μου συγκέντρωσε τα θεμέλια της Εκκλησίας, μου συνάθροισε τους άρχοντες της οικουμένης, τους θαυμαστούς υπηρέτες της κηδείας μου. (Ω μεγαλοφυές θαύμα! Ω έργο μητρικής αφοσιώσεως προς τον υιό! Ω δώρο υιικής σχέσεως προς την μητέρα!). Σαν άλλος ουρανός μου φάνηκε το δωμάτιο, με το να περικλείη μέσα του τους φωστήρες του κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε η οροφή, που έφερε κοντά μου τους θείους μύστες και ιερουργούς. Δεν θα μελετήση πια η συμμορία των Ιουδαίων να πραγματοποιήση τον εναντίον μου παραλογισμό. Δεν θα οπλίση πια εναντίον μου το θρασύ του χέρι, για να με φονεύση, το συνέδριο των ιερέων. (Διότι κάποτε το είχαν σχεδιάσει και, μαζί με τον Υιό, θα φόνευαν οι αιμοχαρείς και την Μητέρα, αλλά απέτυχαν στον σκοπό τους, γιατί τους εμπόδισε άνωθεν η θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σε τόπους κατοικίας απαραβίαστους, όπου δεν μπορεί ο εχθρός να εισαγάγη τις παγίδες της κακίας. όπου θα μπορώ να αντικρύσω την τερπνότητα του Κυρίου και να επισκεφθώ τον Ναόν, εγώ ο παμφώτεινος ναός Του”.

Και τί είπαν τότε προς αυτήν οι μακάριοι απόστολοι με λόγια είτε δικά τους είτε διαλεγμένα από τα στόματα των προφητών;

“Χαίρε κλίμαξ που στηρίζεσαι στη γη και φθάνεις στον ουρανό, μέσω της οποίας έγινε η κάθοδος προς ημάς και η άνοδος προς τους ουρανούς του Κυρίου, κατά τον μεγάλο πατριάρχη Ιακώβ (βλ. Γεν. κη΄).

Χαίρε βάτε με την τόσο παράδοξη μορφή, από την οποία εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου σε μορφή πύρινης φλόγας και την οποία ενώ η φωτιά έκαιγε, δεν την κατέκαιε, κατά τον μεγάλο θεόπτη Μωυσή (βλ. Έξ. γ’ 2-3).

Χαίρε ο θεοδέγμων πόκος, από τον οποίο στράγγισε η ουράνια δρόσος, μία γεμάτη λεκάνη νερό, κατά τον θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς’ 38).

Χαίρε πόλις του βασιλέως του μεγάλου(βλ. Ψαλμ. μζ’ 3), την οποία θαυμάζουν και μεγαλύνουν οι βασιλείς (βλ. Ψαλμ. μζ’ 5-6) μαζί με τον ασματογράφο Δαυίδ.

Χαίρε η νοητή Βηθλεέμ, ο οίκος του Εφραθά, απ’ όπου εξήλθε ο βασιλεύς της δόξης, για να καταστή άρχοντας στον λαό του Ισραήλ, του οποίου «αι έξοδοι απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος» (Μιχ. ε’ 1), όπως λέγει ο Μιχαίας ο θειότατος.

Χαίρε το κατάσκιο παρθενικό όρος, από το οποίο εμφανίστηκε ο άγιος του Ισραήλ, κατά τον θεόφωνο Αββακούμ (βλ. Αββακ. γ’ 3).

Χαίρε λυχνία ολόχρυση και φωτοφόρε, από την οποία έλαμψε στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους»(Ψαλμ. ρς’ 10) το απρόσιτο φως της Θεότητος, κατά την ρήσι του θεσπέσιου Ζαχαρία(βλ. Ζαχ. δ’ 2).

Χαίρε το παγκόσμιο ιλαστήριο των ανθρώπων, διά του οποίου σε ανατολή και δύσι δοξάζεται στα έθνη το όνομα του Κυρίου και παντού προσφέρεται θυμίαμα στο όνομά Του, κατά τον αγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α’ 11).

Χαίρε νεφέλη ανάλαφρη, πάνω στην οποία κάθησε ο Κύριος, κατά τον ιεροφωνότατο Ησαΐα (βλ. Ησ. ιθ’ 1).

Χαίρε η ιερά βίβλος των προσταγμάτων του Κυρίου και ο νεοχάρακτος νόμος της Χάριτος, χάριν της οποίας μας έγιναν γνωστά όσα αρέσουν στον Θεό, κατά τον πολυθρήνητο Ιερεμία (πρβλ. Ιερ. κε’ 13).

Χαίρε η κλεισμένη πύλη, διά της οποίας ο Κύριος και Θεός του Ισραήλ εισήλθε και εξήλθε κατά τον μεγάλο θεόπτη Ιεζεκιήλ (βλ. Ιεζ. μδ’ 2 κ.εξ.).

Χαίρε το αλατόμητο από χέρι ανθρώπου και υψηλότατο όρος, από το οποίο απεκόπη ο ακρογωνιαίος λίθος, κατά τον θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β’ 34, 45)”.

Και ποιος νους να χωρέση ή ποιος λόγος να αφηγηθή όσα εκεί έψαλλαν, όσα είπαν, όσα εμακάρισαν οι θεολόγοι; Όταν λοιπόν ιερούργησαν ιερώς όσα ταίριαζε και επετέλεσαν τα άγια αγίως, να που έφθασε και ο Κύριος με την δόξα της δυνάμεώς του και όλη την στρατιά του ουρανού. Και αοράτως μεν λειτουργούσαν οι ασώματοι, σωματικώς δε γίνονταν υμνωδοί της θείας μεγαλειότητος οι απόστολοι. Σύμμεικτη ήταν, αδελφοί μου, η πανήγυρις και ο χορός ουράνιος μαζί και επίγειος — κι ας μη ξενίση ο λόγος μου καθώς σκιαγραφεί τα θεοπρεπή γεγονότα — αποτελούμενος από Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Αρχές, Εξουσίες, Δυνάμεις, τις Χερουβικές και Σεραφικές, αποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, άλλους να προτρέχουν, άλλους να προϋπαντούν, άλλους να ηγούνται, άλλους να προηγούνται, άλλους να ακολουθούν και άλλους να παρακολουθούν, και όλους να φωνάζουν χαρμόσυνα με ένα στόμα: «Άσατε τω Κυρίω» (Ιερ. κ’ 13). «αινέσατε τον Κύριον» (Ιερ. κ’ 13). «ευλογημένος Κύριος επί δίκαιον όρος το άγιον αυτού» (Ιερ. λη’ 23). και «ανυψωθήτω ο ουρανός εις το μετέωρον» (πρβλ. Ιερ. λη’ 35). Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ εις τον αιώνα τέτοιο εξόδιο, φιλόχριστοι αδελφοί; Ποιος γνώρισε την προπομπή μιας τέτοιας κηδείας; Ποιος κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σαν κι αυτή που αξιώθηκε η Μητέρα του Κυρίου μου; Και δεν είναι παράξενο. Γιατί ακριβώς και κανένας δεν φάνηκε ποτέ υπέρτερος από αυτήν, που είναι μεγαλύτερη από όλους τους ανθρώπους.

Φρίττει το πνεύμα μου, ω Παρθένε, καθώς βάζω στο μυαλό μου το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου. Μένει έκπληκτος ο νους μου, καθώς αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεώς σου. Δένεται η γλώσσα μου, καθώς πάει να διηγηθή το μυστήριο της παλινζωΐας σου. Διότι ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε επάξια «να κάνη γνωστούς όλους τους ύμνους σου» (Ψαλμ. ρε’ 2) ή «να εξιστορήση όλα τα θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ’ 1)»; Ποιος νους υψηγόρος θα ρητορεύση, ποια γλώσσα μεγαλόστομη θα ομιλήση, θα εξαγγείλη και θα παραστήση τα κατά σε, θα αποδώση τα λόγια σου ή θα σταθή αντάξια των δικών σου θαυμασίων, τελετών, πανηγύρεων, εορτών, διηγήσεων, εγκωμίων;  Γι’ αυτό και επί του παρόντος μυστηρίου η γλώσσα μας αποδεικνύεται αδύνατη, άτονη, αποτυχημένη, αποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι υπερέχεις, υπερβάλλεις, υπερτερείς ασυγκρίτως, σε ύψος και μέγεθος από τον ανώτατο ουρανό. σε λαμπρότητα αγνείας, από το ηλιακό φως. σε απόκτησι παρρησίας, από το αγγελικό αξίωμα κάθε άυλης και λογικής υπάρξεως των νοητών και νοερών δυνάμεων.

Αλλά τί επίσημη και λαμπρή — με αγαλλίασι το λέω — η πανήγυρίς σου! Πόσο σημειοφόρος και θαυματουργική η μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος και αφθαρτοδώρητος ο ενταφιασμός σου, μητέρα του φωτός! Τώρα όμως που πέρασες τα σύννεφα και ανέβηκες στον ουρανό και μπήκες στα άγια των αγίων «εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως»(Ψαλμ. μα’ 5), αξίωσε, Θεοτόκε, να ευλογήσης πλούσια τα πέρατα της οικουμένης. Με τις πρεσβείες σου κάνε εύκρατους τους καιρούς. χάριζε την βροχή στην ώρα της. κατεύθυνε σωστά τους ανέμους. κάνε την γη να καρποφορή. δώρισε την ειρήνη στην Εκκλησία. κράτυνε την Ορθοδοξία. φύλαγε την βασιλεία. απόκρουε τις επιθέσεις των βαρβάρων. σκέπαζε ολόκληρο το γένος των Χριστιανών. Τέλος δε συγχώρησε και την δική μου τόλμη. Διότι δικός σου είναι αυτός ο λόγος, Μητέρα του Θεού, και συ προφήτευσες μελωδικά εκείνο που θα γινόταν: «Διότι να που από τώρα, είπες, θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές» (Λουκ. α’ 48). Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθή ψευδής ο θείος σου λόγος, δέξου κι από μένα τον ανάξιο δούλο σου, αυτή την κατά δύναμιν προσφώνησι και «δος μου πάλι την αγαλλίασι που μου χαρίζει η σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν’ 14). Με την δύναμι των πρεσβειών σου στήριξέ με μαζί με τον συγγενή μου και πνευματικό πατέρα μου και με το ποίμνιο που μου έχουν εμπιστευθή. εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή και το κράτος μαζί με τον παντοκράτορα Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

——————————-

Αγιορετίκη Μαρτυρία, 1989

Πηγή ηλεκτρονικού κειμένου:www.impantokratoros.gr/

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας : Εις την πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Kανείς νομίζω δεν αγνοεί ότι σπουδαιότερος αγώνας ρητορικής εγκωμιαστικού λόγου δεν μπορεί να υπάρξη από αυτόν εδώ, εάν βέβαια ήθελε προσπαθήσει κανείς να τηρήση τα καθιερωμένα και πρέποντα.

Εγώ προσωπικά δυσκολεύομαι τόσο περισσότερο να επιδιώξω στην προκειμένη περίσταση τον πρέποντα λόγο, όσο νομίζω ότι όλοι μεν οι άνθρωποι οφείλουν ασφαλώς αυτό τον άθλο των εγκωμίων προς την Παρθένο, πλην όμως ούτε είναι καν δυνατόν να ελπίζουν ότι θα ανταποκριθούν με τα εγκώμιά τους στο μεγαλείο της πραγματικότητας.

Γι’ αυτό ακριβώς δεν είναι δυνατόν να μας κατηγορήσουν για τόλμη. Γιατί πού υπάρχει τόλμη; Το να καταπιάνεται βέβαια κανείς με υψηλά θέματα και να εγκαταλείπη την προσπάθεια εμπρός στο ενδεχόμενο μιας ήττας δεν θα ήταν λογικό. Πράγματι κανείς απολύτως δεν θα μπορούσε να κατηγορήση όσους υστέρησαν στον αγώνα τον οποίο κανείς δεν είναι δυνατόν να κερδίση. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή υποχώρηση ή ήττα ό,τι είναι έκτος ευθύνης και κατηγορίας; Αφού λοιπόν προσήρμοσα το λόγο με τις δυνάμεις μου, θα πλέξω το εγκώμιο της Παρθένου, προσθέτοντας ότι δεν το επιχειρώ αυτό για να κάμω γνωστές στους ακροατές τις χάριτες της Παρθένου που τυχόν αγνοούν, γιατί δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε ν’ αγνοή το κοινό αγαθό, αλλά για να κάμω, με την ανάμνηση της αιτίας της σωτηρίας μου, καλύτερη την ψυχή, σε όσους βέβαια είναι τούτο δυνατόν, αφού θυμηθώ και τη δική μου σωτηρία. Γιατί γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μου φαίνεται ότι όλοι ύμνησαν την Παναγία και δεν υπάρχει κανείς που να μην έκαμε αυτόν τον αγώνα, επιτυγχάνοντας βέβαια άλλος λιγώτερο και άλλος περισσότερο το σκοπό του. Γιατί είναι πολυύμνητη η Παρθένος όχι μόνο αφότου γεννήθηκε, αλλά και πριν ακόμη χαρισθή στους ανθρώπους.

2. Γιατί βέβαια και οι προφήτες και οι οραματισμοί και οι προφητείες τους τη μακαρία Παρθένο υμνούσαν. Κι αν υπήρχε κάτι πραγματικά σεβαστό, όπως η Σκηνή και η Κιβωτός και τα ιερά στρατόπεδα του Μωυσή κι όλα εκείνα για τα οποία υπερηφανεύονταν οι Εβραίοι, πέρα από την ονομασία τους το θαύμα της Παρθένου συμβόλιζαν. Γιατί όλα αυτά όχι μόνο ήσαν σεβαστά, αλλά και δημιουργήθηκαν από την αρχή ακριβώς για να την προεικονίσουν και να την προαναγγείλουν στους ανθρώπους. Αλλά τι λέγω; Αφού τα εγκώμια που ψάλθηκαν στους ανθρώπους, είτε σε έπαινο γενικά του ανθρωπίνου γένους είτε για ιδιαίτερα αγαθά, πρέπει να αποδοθούν όλα στην Παρθένο. Γιατί δεν υπάρχει κι ούτε είναι δυνατό να υπάρξη μικρό ή μεγάλο αγαθό άξιο να τιμήση το ανθρώπινο γένος, που να μην το έφερε στον κόσμο η καινή μητέρα και ο καινός τόκος της. Κι όχι μόνο όταν φανερώθηκε, αλλά από πολύ πιο πρίν, με μόνο το γεγονός ότι επρόκειτο να φανερωθή.

Γιατί, αν όλα τα κάνουμε για να αποκτήσουμε το Θεό, αν αυτή είναι η κατάληξη όλων των αγαθών, η οποία όμως δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή από τους ανθρώπους χωρίς τις δωρεές της Παρθένου, πώς δεν αναφέρονται τα πάντα σ’ αυτήν; Αυτή λοιπόν είναι η αιτία να επαινήται ο,τιδήποτε επαινετό υπάρχει στους ανθρώπους. Αλλα η αιτία πάλι όλων των αγαθών που έχουμε είναι η ένωση με το Θεό. Κι αυτή όμως η ένωση στην Παρθένο οφείλεται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η πολυύμνητη πρέπει να θεωρήται η αιτία όλης της ωραιότητας και της μεγαλοπρέπειας και κάθε άλλου πράγματος που είναι άξιο να υμνήται μέσα στο ανθρώπινο γένος. Και γι’ αυτό όλα τα εγκώμια προς αυτή πρέπει να αναφέρωνται μόνο. Αλλά και για το γεγονός ότι υπάρχουμε κι είμαστε άνθρωποι, τη μακαρία Παρθένο πρέπει να θεωρούμε αιτία. Ακόμη περισσότερο: όπως για χάρη του καρπού υπάρχει το δένδρο, έτσι για χάρη της Παρθένου δόθηκε και η αρμονία και η ίδια η ύπαρξη σ’ όλη την κτίση, και στον ουρανό και στη γη και στον ήλιο και σε καθετί που υπάρχει. Αν λοιπόν για τον καρπό επαινούμε το δένδρο, αν τον καρπό επιδοκιμάζη όποιος χαίρεται για το δένδρο, ποιος δεν γνωρίζει ότι όλη η ιερή μεγαλοπρέπεια της κτίσεως και η χάρη και η ωραιότης, «καθετί που είναι αγαθό και άξιο επαίνου», σύμφωνα με το ρητό του Παύλου, πρέπει ν’ αποδοθή αποκλειστικά και μόνο στην Παρθένο; Ώστε μπορούμε να πούμε πως η κρίση που διατύπωσε ο Θεός λέγοντας ότι τα δημιουργήματά Του είναι καλά και «καλά λίαν», αποτελούσε εγκώμιο της Παρθένου.

3. Από τόσο λοιπόν παλαιά εγκωμιαζόταν. Αλλ’ επί πλέον το ότι η Παρθένος είναι ο καρπός των δημιουργημάτων και ότι αυτή ακριβώς είναι η αναφορά και σχέση της μακαρίας προς το υλικό σύμπαν, γίνεται φανερό από τα παραπάνω. Εφόσον δηλαδή σε όλη τη φύση καρπός είναι ό,τι την επαναφέρει από την εξαφάνιση προς την οποία βαδίζει και την καθίστά και πάλι νέα με τη νέα ζωή της καρποφορίας, ποιος (στην περίπτωση της ανθρωπίνης φύσεως) ανέπλασε και αναγέννησε τους ανθρώπους; Από πού προήλθε η «καινή κτίση»; Ποιος άλλαξε ριζικά όλο το σύμπαν; Γιατί βέβαια είναι γεγονός ότι ο ουρανός δέχθηκε νέους αναγεννημένους πολίτες. Κι αυτούς τους μετέφερε από τη γη η Παρθένος! Η γη πάλι είχε σαν κάτοικό της τον καινό άνθρωπο, τον ίδιο τον Δεσπότη του ουρανού. Κι αυτό, γιατί δεν παρήγαγε πια τον παλιό καρπό της αμαρτίας, αγκάθια και τριβόλια, αλλά το νέο άνθος της δικαιοσύνης, την Παρθένο. Δεν έδιωξε έτσι η Παρθένος τα γηρατειά μόνο από την ανθρώπινη φύση, χαρίζοντας σ’ όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξαναζήσουν, αλλά χάρη σ’ αυτή θα γίνη καλύτερος, θα ελευθερωθή δηλαδή από τη φθορά, και ο ίδιος ό ουρανός, καθώς και η σελήνη και η γη και τ’ αστέρια. Γιατί βέβαια δεν ήταν δυνατό να αναστηθή η κτίση από τη φθορά, αν τα τέκνα του Θεού δεν εύρισκαν την ελευθερία τους. Και το λύτρο αυτής της ελευθερίας, τον πρωτότοκο των νεκρών, το έφερε ακριβώς στη γη η Παρθένος.

Θα απαλλάξη λοιπόν τη γη από τη φθορά και θα εκπληρώση το διακαή πόθο της αποδίδοντας την αφθαρσία, που «περίμενε αναστενάζοντας», όπως λέγει ο Παύλος. Έτσι είναι φανερό ότι αυτό που ο προφήτης λέγει προς το Θεό: «θα χορτάση η γη από τον καρπό των έργων σου», αναφέρεται σ’ αυτόν τον καρπό, στην Παρθένο. Και Αυτήν ακριβώς υπονοεί σαν πόθο της γης, γιατί, σύμφωνα με το ψαλμικό, κι η γη θα χορτάση, όταν φανερωθή η «δόξα του Σωτήρος». Αν πάλι η Γραφή αποκαλή γη και τους ανθρώπους, είναι φανερό ότι και αυτοί χάρις στην Παρθένο είδαν να πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες τους κι έφθασαν στην ημέρα εκείνη, που είχαν επιθυμήσει οι Προφήτες να φθάσουν. Γιατί βέβαια οι άνθρωποι, αφού χάσαμε με τη πτώση την ευτυχία, για την οποία πλασθήκαμε, την ποθούσαμε από τότε αδιάκοπα. Κανείς όμως ούτε από τους Αγγέλους ούτε από τους ανθρώπους δεν είχε τη δύναμη να μας την ξαναπροσφέρη. Και πέφταμε συνέχεια σε χειρότερα, ώστε να είναι έτσι αδύνατο να ξαναγυρίσουμε στην πρώτη κατάστασή μας. Κι όμως αυτή μόνο την ευτυχία ποθώντας στενάζαμε. Αυτήν ακριβώς την ευτυχία μας έδωσε τη δυνατότητα να την ξαναβρούμε μόνη η Παρθένος. Αυτή ξεπλήρωσε την επιθυμία μας ενώνοντας με τους ανθρώπους τον μόνον Επιθυμητό, Αυτόν που, όταν κανείς τον βρή, δεν μπορεί να ζήτηση τίποτε παραπέρα. Και τον ένωσε τόσο στενά, ώστε να μετάσχη όχι μόνο στον τρόπο και τον τόπο της ζωής μας, αλλά και στην ίδια μας τη φύση. Αλλ’ όμως δεν περιορίσθηκε να ευεργετήση μόνο τους ανθρώπους κι αυτόν εδώ τον κόσμο, σαν να είχε βάλει όριο στις δωρεές της τον ουρανό. Αντίθετα κι αυτόν τον ουρανό τον ξεπέρασε, κι αυτόν τον «εκάλυψε» με την αρετή της. Γιατί φάνηκε χρήσιμη και στους Αγγέλους, στις ίδιες τις «Αρχές» και «Εξουσίες». Έκαμε να άνατείλη και γι’ αυτούς το φως, τους έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν σοφώτεροι από πριν και καθαρώτεροι, να γνωρίσουν την αγαθότητα και τη σοφία του Θεού καλύτερα. Γιατί η «πολυποίκιλη σοφία του Θεού δια μέσου αυτής γνωρίσθηκε στις Αρχές και στις Εξουσίες και το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσεως του Θεού» διά μέσου αυτής, σαν να χρησιμοποιούσαν τα μάτια ή το φως το δικό της, το είδαν καθαρά όλοι. Έτσι η Παρθένος υπήρξε ο μοναδικός οδηγός κάθε ψυχής και κάθε νου προς την αλήθεια του Θεού.

4. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιούργησε η Παρθένος καινό ουρανό και γη καινή. Ή καλύτερα αποτελεί αυτή η ίδια την καινή γη και τον καινό ουρανό. Και είναι βέβαια γη, γιατί προήλθε από τη γη. Είναι όμως γη καινή, γιατί σε τίποτε δεν ταίριαζε με τους προγόνους της, ούτε κληρονόμησε την παλιά ζύμη, αλλά έγινε, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, αυτή η ίδια «νέο φύραμα» κι έκαμε την αρχή ενός γένους καινούργιου. Αλλά ποιος αγνοεί το γιατί η Παρθένος είναι ουρανός; Είναι όμως πάλι ουρανός καινός, γιατί βρίσκεται πέρα από κάθε είδους γηρατειά κι είναι ασύγκριτα ανώτερη από κάθε φθορά και γιατί ακόμη μόλις τον τελευταίο καιρό, σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες, χαρίσθηκε στους ανθρώπους, σύμφωνα με την επαγγελία του Θεού, που κήρυξε ο Ησαΐας: «ουρανόν καινόν και γην καινήν δώσω υμίν». Κι αν θέλης να προχωρήσουμε περισσότερο, η Παρθένος είναι μια γη και ένας ουρανός θαυμαστός και υπέροχος γιατί κι από τη γη υψώθηκε παραπάνω και τον ουρανό τον ξεπέρασε τόσο στην καθαρότητα, όσο και στη μεγαλωσύνη. Σε ό,τι αφορά βέβαια το μέγεθος, η Παρθένος είχε ένοικον Εκείνον, που ο ουρανός δεν μπορούσε να χωρέση. Αλλά ήταν και αφάνταστα καθαρώτερη από τον ουρανό, αφού εκείνα που δεν ήσαν δυνατό να τα δουν οι άνθρωποι, χωρίς αυτός να σχισθή ή να ανοιχθή, τίποτε δεν τους εμποδίζει να τα απολαύσουν δια μέσου της Παρθένου. Ακόμη περισσότερο, η Παρθένος γίνεται οδηγός σ’ όσους ανυψώνονται προς το Θεό, ενώ ο ουρανός αντιστέκεται. Κι ενώ εκείνος πρέπει να φύγη από τη μέση, αν δεν έμπαινε η Παρθένος ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους, δεν θα ήταν δυνατόν να λάβουν μέρος οι γήινοι στα υπερκόσμια.

Πραγματικά, κατά το γραφικό λόγο, ο ουρανός δεν μπόρεσε να υποφέρη τη θεία ακτίνα και σχίσθηκε, μόλις αυτή πέρασε. Γιατί, λέγει η Γραφή, όταν το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή περιστεριού πάνω στον ομότιμο Ιησού, ο μέγας Ιωάννης «είδε τους ουρανούς να σχίζωνται». Αντίθετα, η μακαρία, όταν την επισκέφθηκε το Πνεύμα, απήλαυσε ακόμη μεγαλύτερη μέσα της την ειρήνη του Θεού, για την οποία ο Παύλος είπε ότι «ξεπερνά κάθε ανθρώπινο νου». Κι έγινε θαυμαστός τόπος της υποστάσεως του ίδιου του Σωτήρα, που είναι πέρα από κάθε τοπικό όριο. Και Τον έφερε μέσα της με τόσο μεγάλη άνεση, ώστε να κυοφορήση και να γέννηση ανώδυνα. Επομένως, είναι φανερό πως εκείνο που ο προφήτης ονομάζει «ουρανόν ουρανού» και τονίζει ότι αρμόζει μόνο στο Θεό, λέγοντας το γνωστό «ο γαρ ουρανός του ουρανού τω Κυρίω», είναι η Παρθένος. Γιατί άλλωστε «ούτε ο ίδιος ο ουρανός, λέγει αλλού η Γραφή, είναι καθαρός ενώπιόν σου». Ενώ αυτή που βρίσκεται κοντά στο Θεό, δηλαδή η Παρθένος, δεν είναι απλώς καθαρή από κάθε κακία, αλλά και θετικά «καλή»; Κι όχι πάλι σ’ ένα μόνο σημείο, αλλά εξ ολοκλήρου καλή: «όλη γαρ ει καλή», λέγει. Και δεν πρόκειται εδώ για ανθρώπινη κρίση, αλλά ο ίδιος ο Θεός ανακηρύσσει «καλή» τη μακαρία. Κι αυτό όχι κατά τρόπο συνηθισμένο, αλλά με θαυμασμό και με έκπληξη: «Τι γαρ ει καλή, η πλησίον μου;» λέγει. Κι όλα αυτά, μολονότι μπροστά στο Θεό «κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι, κατά τη Γραφή, σιχαμερώτερη από οποιοδήποτε βδέλυγμα» κι αποκαλείται πονηρία. Όπως λοιπόν, γίνεται φανερό, η δικαιοσύνη της Παρθένου δεν βρισκόταν μέσα στα ανθρώπινα όρια. Η Παρθένος ξεπέρασε την υπόλοιπη ανθρώπινη φύση όχι απλώς λίγο ή πολύ, τόσο δηλαδή που να υπάρχη αντιστοιχία, αλλά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι εντελώς αδύνατο να μετρηθή η μεταξύ τους απόσταση.

5. Γι’ αυτό και συγκάλυψε κάθε ανθρώπινη κακία κι απέδειξε τους ανθρώπους άξιους να ενωθούν και να ζήσουν μαζί με το Θεό και τη γη αξία να γίνη διαμονή του Σωτήρα. «Όλοι ξέφυγαν από το σκοπό τους και ταυτόχρονα αχρηστεύθηκαν». Κανείς δεν ήταν σε θέση να βοηθήση το γένος που κινδύνευε ούτε να αναχαίτιση την αμαρτία, που είχε ξεχυθή σαν ποτάμι. Γιατί και οι ιερείς και οι κριτές και όλοι οι προφήτες κι όσοι γενικώτερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους ήσαν θεοσεβείς —από τους οποίους ήταν βέβαια δυνατόν να ελπίζη κανείς πως θα έλθη κάποια καλυτέρευση στο γένος—κανείς από όλους αυτούς δεν μπορούσε να βοηθήση στο παραμικρό την ανθρωπότητα. Αφού ούτε τους ίδιους τους εαυτούς τους δεν μπόρεσαν να αναδείξουν καθαρούς από κατηγορίες και τιμωρίες, αλλ’ όταν έφευγαν από εδώ, τους υποδεχόταν όλους ο Άδης. Κι ήταν έτσι αδύνατο να ξανάρθη σε μας η προηγούμενη ζωή μας, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούσαν οι ίδιοι να επαρκέσουν στους εαυτούς τους, οι δε αγαθοί Άγγελοι, μολονότι ζητούσαν από το Θεό την καλυτέρευσή μας και προσπαθούσαν ν’ αγωνισθούν μαζί μας, νικιόνταν μπρος στο μέγεθος των ανθρωπίνων κακών, κι ενώ, από το άλλο μέρος, εκείνος του οποίου η πληγή ήταν απαραίτητη, ήταν εξ αιτίας της αμαρτίας στους ανθρώπους μισητός. «Έσκυψε, πράγματι, και κοίταξε πάνω στη γη και δεν βρήκε κανέναν που να σκέπτεται στα σοβαρά και να ζητή το Θεό». Αλλά συνέβηκε με την ανθρωπότητα ό,τι συμβαίνει με ένα σώμα, που έχει καταστραφή ολόκληρο από την αρρώστια και δεν του απομένει κανένα σημείο, από το οποίο εκείνος που θέλει να το θεραπεύση να ανακαλέση την υγεία. Γιατί ήθελε βέβαια ο Θεός τη σωτηρία μας, σαν φιλάνθρωπος που είναι, αλλά δεν εύρισκε τους ανθρώπους εκείνους από τους οποίους θα μπορούσε ν’ άρχίση την προσφορά των δωρεών του κατά τρόπο δίκαιο. Γιατί αποτελεί νόμο της θείας δικαιοσύνης το να προσφέρη μερικές φορές τίς ευεργεσίες εκείνες που κάνουν την ανθρώπινη φύση καλύτερη και χωρίς οι άνθρωποι να το θέλουν. Αλλ’ αποτελεί εξ ίσου νόμο οι ευεργεσίες, που επανορθώνουν τη θέληση και την διάθεση του ανθρώπου και φέρνουν μέσα μας το Θεό και μας δίνουν τον αρραβώνα της ουράνιας ειρήνης, να είναι βέβαια μεγάλες και να ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη ελπίδα, να μη χορηγούνται όμως σε όλους, αλλά μόνο σε όσους συμβαίνει να έχουν προηγουμένως συνεισφέρει από την πλευρά τους ό,τι συντελεί στην προσέλκυση και διατήρησή τους. Γι’ αυτό, πριν κατέβη ο Σωτήρας στη γη και πριν υπάρξουν τα μυστήρια της θείας του οικονομίας, τα οποία επανέφεραν μεμιάς τη θέλησή μας, που είχε ξεπέσει από τη θεία αγάπη, χρειαζόταν μια ανθρώπινη δικαιοσύνη ικανή όχι μόνο να αντισταθμίση την τόσο μεγάλη ανθρώπινη κακία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Αυτή έπρεπε να συντελέση αποφασιστικά στο να ξεπλυθή η ανθρώπινη φύση από το μίασμα, να εξαλειφθή η αισχύνη που της προκαλούσε η αμαρτία, να καταργηθή η ύβρις του εχθρού Διαβόλου και, αφού συμφιλιωθή, να προσφέρη ο Θεός το χέρι του στους ανθρώπους.

6. Και να που πρόσφερε η Παρθένος για χάρη όλου του κόσμου αυτή την υπέροχη δικαιοσύνη κι έγινε σ’ εμάς η κάθαρση κι ο ιλασμός κι εξάγνισε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι όπως η φλόγα ή η φωτοχυσία μεταδίδεται σ’ όποιο σώμα συναντήση, έτσι και η Παρθένος μετέδωκε σ’ όλους το λαμπρό φως της. Υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην Παρθένο και τον ήλιο: το φυσικό φως παρουσιάζεται σαν η ωραιότης των ορατών πραγμάτων, χωρίς να ανήκη στη φύση όλων, γιατί το έδωσε ο Θεός μόνο στο δίσκο του ηλίου, παρόμοια ακριβώς και η ωραιότης των ανθρώπων και όλο το σεμνό μεγαλείο της φύσεως και όλη η χάρη, όπως ανθούσε πριν να χάση ο άνθρωπος το Θεό και την οποία θα είχε, αν είχε τηρήσει το νόμο του Θεού και την δικαιοσύνη που είχε και κείνη που έπρεπε να έχη, αλλά δεν είχε, όλα αυτά βρέθηκαν συγκεντρωμένα μόνο στην Παρθένο και εδικαίωσαν όλους τους ανθρώπους, πράγμα που ο Παύλος είπε για το Σωτήρα. Υπήρξε έτσι η Παρθένος θησαυρός ή περιουσία ή πηγή ή δεν ξέρω πώς αλλοιώς να το πω της αγιότητος όλων των ανθρώπων.

Γι’ αυτό από τους ανθρώπους όλων των εποχών αυτή μόνη κατοίκησε στο θυσιαστήριο. Και προσφέρθηκε σαν μια προπαρασκευαστική και καθαρτήρια θυσία πριν από το μεγάλο θύμα για το καλό όλου του γένους. Έτσι «πρόδρομος του ανθρωπίνου γένους εισήλθεν εις τα Άγια των Αγίων ο Ιησούς». Σαν πρόδρομος δε του Σωτήρα εισήλθε στα ενδότερα του καταπετάσματος η μακαρία Παρθένος και προσέφερε τον εαυτό της στον Πατέρα. Και ο Ιησούς βέβαια συμφιλίωσε απόλυτα τους ανθρώπους με τον Πατέρα πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό. Ενώ η μακαρία, με το να προσφερθή στο Θεό, τόσο μπόρεσε να συμβάλη στην καταλλαγή, όσο χρειαζόταν για να φέρη τον κυβερνήτη ανάμεσα στους ανθρώπους, να κάνη αδελφό τους τον πρεσβευτή, αυτόν που επρόκειτο να έλθη για χάρη τους μπροστά στο Θεό και να διεκδίκηση τη σωτηρία γι’ αυτούς που ήσαν πλέον δικοί του, που είχαν την ίδια με αυτόν φύση. Γιατί όφειλε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς του, «ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν». Και αυτός βέβαια, όντας μέσα στη μια του υπόστάση και τα δύο: και αυτό που είμαστε εμείς και Θεός, έγινε το κοινό όριο καθεμιάς από τις δύο φύσεις. Είναι γι’ αυτό και ένωση του Θεού με τους ανθρώπους και καταλλαγή και ειρήνη και έρως και ο,τιδήποτε άλλο οδηγεί προς αυτά. Ενώ η μακαρία με το να είναι από το ένα μέρος άνθρωπος, εφ’ όσον καταγόταν από τους ανθρώπους, και να ταιριάζη από το άλλο σε ό,τι αφορά την υπέροχη αρετή της μόνο με τον Θεό, αυτό και τους ανθρώπους μεγαλύνει και τον Θεό κινεί σε έρωτα προς το ανθρώπινο γένος, ελκύοντάς Τον με το κάλλος της. Και ο Σωτήρας βέβαια εξόφλησε όλα εκείνα τα οποία εμείς χρωστούσαμε. Γιατί δεν ένοιωθε ο ίδιος να είχε κάμει κάτι για το οποίο να είναι υπεύθυνος, αφού «αμαρτίαν ουκ εποίησεν», αλλά πήρε πάνω Του τις δικές μας αμαρτίες και βασανίσθηκε για χάρη μας. Έτσι η πληγή ενός, που δεν είχε αδικήσει σε τίποτα, με το να πάρη τη θέση της ποινής που άξιζε σ’ όλους τους ανθρώπους που έσφαλαν τα μέγιστα, ήταν αρκετή να διαλύση τις κατηγορίες εναντίον όλων. Η δε Παρθένος με το να παρουσίαση μόνη αυτή ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους την ψυχή της αξία του Θεού μπόρεσε να υπερασπισθή και τους άλλους.

Γι’ αυτό, ενώ πολλοί και πολλές φορές δέχθηκαν από τον ουρανό μηνύματα, μόνο σ’ αυτή ο Θεός είπε το «χαίρε». Γιατί δεν υπήρξε πριν από αυτή κανείς που, απαλλαγμένος από κατηγορίες, να μπορή να είναι απαλλαγμένος και από τη σχετική ποινή. Όλους πράγματι τους έκρινε ο Θεός άξιους να πονούν και να βασανίζωνται. Αυτή ακριβώς ήταν η τιμωρία των ανθρώπων για το ότι καταπάτησαν το νόμο της αληθινής χαράς και ειρήνης. Με το να θεωρήση λοιπόν τη μακαρία Παρθένο αξία να χαίρεται και με το γεγονός ότι την αποκάλεσε «ευλογημένη» και «κεχαριτωμένη», φανέρωσε ότι δεν είχε να της καταλογίση τίποτε από όλα εκείνα για τα οποία η ανθρώπινη φύση ήταν υπεύθυνη.

7. Γιατί έπρεπε το καινούργιο θύμα, που προσφέρθηκε για μας, οι οποίοι είχαμε ανάγκη από πολλούς εξαγνισμούς, να είναι άμωμο και άγιο. Εάν βέβαια το θυσιαστήριο, το οποίο ήταν σχεδίασμα και εικόνα των χαρίτων της Παρθένου, έπρεπε να είναι το πιο άγιο από όλα τα άγια πράγματα, τι γνώμη θα έπρεπε να διατυπώσουμε για την ίδια την αλήθεια; Γιατί το θυσιαστήριο δεν υστερούσε από την Παρθένο μόνο όσο υπολείπεται από την αλήθεια η σκιά και το αποτύπωμα της αλήθειας, αλλά υπάρχει ανάμεσα τους πολύ μεγαλύτερη, άπειρη απόσταση. Γιατί το θυσιαστήριο το επισκιάζουν, όπως είπε ο Παύλος, τα Χερουβίμ. Ενώ την πολυύμνητη δεν την επισκιάζουν απλώς τα Χερουβίμ ή κάτι σπουδαιότερο από αυτά, αλλά ο ίδιος εκείνος, τον όποιο υπηρετούν τα Χερουβίμ, η δύναμις του Υψίστου, όπως ανήγγειλε ο θειότατος Γαβριήλ. Εξ άλλου η θυσία είναι αγιώτερη από το ιερό, γιατί αυτή ακριβώς το κάνει ιερό. Το χρίσμα του αίματος είναι εκείνο που το αγιάζει. Αλλά η μακαρία Παρθένος τόσο πολύ είναι αγιώτερη από οποιαδήποτε άλλη θυσία, ώστε να μην μπορή κανείς ούτε να περιγράψη τη διαφορά. Γιατί το αίμα της καινούργιας αυτής θυσίας δεν το δέχθηκε απλώς το θυσιαστήριο ούτε το κατέφαγε η φωτιά, αλλά το πήρε πάνω του ο ίδιος ο Θεός και το φόρεσε σαν «ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης», ξαναχαρίζοντάς το στους ανθρώπους σαν όπλο εναντίον κάθε κάκου και κάθε πόνου. Και δεν ντράπηκε γι’ αυτή την περιβολή, αλλά την ονομάζει αντίθετα δόξα και βασιλεία του. Και σωστά, γιατί όταν φορώντας αυτό το «ιμάτιο» πήρε μέρος στη ζωή των ανθρώπων λέγει η Γραφή ότι «(έφθασε στη γη η βασιλεία των ουρανών». Γι’ αυτή τη βασιλική ενδυμασία ρωτούσαν οι Άγγελοι το Σωτήρα: «γιατί είναι κόκκινη η στολή σου;» Κι αυτή τη βασιλεία «ο Κύριος εβασίλευσε», σύμφωνα μ’ αυτό που λέει η Γραφή. Αυτή τη δύναμη κι αυτή τη δόξα φόρεσε. Μ’ αυτήν ακριβώς την περιβολή και μ’ αυτή τη ζώνη νίκησε το Διάβολο, άρπαξε από τα χέρια του κι ελευθέρωσε τους δεμένους, αλυσοδένοντας τον ίδιο. Κι έγινε σ’ εμάς τους σωσμένους η σάρκα του Σωτήρα «δύναμις Θεού», όπως γράφει ο Παύλος.

Ω πόσο πρωτοφανή και υπέροχα είναι αυτά τα μυστήρια Ι Πόσο θαυμαστή αυτή η δικαιοσύνη! Ω μεγαλείο ψυχής, που με τέτοια αγνότητα στόλισε το σώμα της! Ω σώμα που ξεπερνώντας τη φύση του τόσο πολύ υψώθηκε μαζί με την ψυχή! Ω φως λαμπρό που καταύγασε εκείνο το νου! «Τι να πω και τι να διαλαλήσω»; ρωτάει έκπληκτος ο προφήτης. Το Θεό, που κανένας ποτέ δεν περιέλαβε τόπος, που η κτίση όλη, κι αν ακόμα γίνη μύριες φορές μεγαλύτερη, δεν τον χωρεί, Αυτόν τον περιέβαλε με το αίμα της η Παρθένος. Κι όχι απλώς τον περιέβαλε, αλλά του ύφανε με το αίμα της τέτοιο χιτώνα, που από κάθε άποψη να ταιριάζη στο βασιλιά. Αν και βέβαια δεν ενώθηκε ο Θεός με την ανθρώπινη σάρκα απλώς όσο το σώμα ενώνεται με το ένδυμα ούτε η ανθρώπινη φύση έλαβε μέρος στη θεία ακτίνα όσο η στολή στη βασιλική ευτυχία. Αλλά τόσο μόνο επιτρέπεται να ονομάσουμε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Σωτήρα περιβολή και ενδυμασία, όσο χρειάζεται για να εκφρασθή ότι δεν έχει γίνει σύγχυση ανάμεσα στις δύο φύσεις, αλλά ότι η κάθε μια μένει ακέραιη και διατηρεί όλα τα ιδιώματά της. Ενώ σ’ ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, τόσο πολύ ξεπερνά η πραγματικότης αυτή την εικόνα, όσο η τελεία ένωση την πλήρη διαίρεση. Γιατί αυτή η ένωση ούτε μπορεί να γίνη παράδειγμα σε τίποτε άλλο ούτε από κανένα άλλο παράδειγμα μπορεί να εκφρασθή. Αλλά είναι μια ένωση μοναδική, πρωτοφανής και ανεπανάληπτη. Γιατί το αίμα της μακαρίας έγινε αίμα Θεού —πώς να το εκφράσω;— και, συμμετέχοντας τόσο στενά σε καθετί που Αυτός είχε, αναδείχθηκε ομότιμο και ομόθρονο και ομόθεο με τη θεία φύση. Σε τέτοιο ύψος αγιότητος έφθασε η Παρθένος, τόσο η αρετή της ξεπερνά κάθε ανθρώπινο νου!

8. Άνθρωπος ήταν. Από τους ανθρώπους εβλάστησε. Κι ήταν μέτοχος σε κάθε κοινό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους. Δεν κληρονόμησε όμως την ίδια νοοτροπία ούτε παρασύρθηκε από την τόσο μεγάλη κακία που επικρατεί σ’ αυτή τη ζωή. Αλλά νίκησε την αμαρτία κι αντιστάθηκε στη φθορά της φύσεώς μας κι έδωσε τέλος στην κακία. Έγινε έτσι αυτή η ίδια αγία απαρχή και βάδισε πρώτη και υπήρξε οδηγός των ανθρώπων στο δρόμο προς το Θεό. Γιατί διατήρησε τη θέλησή της τόσο καθαρή, σαν να ήταν μόνη της σ’ αυτή τη ζωή, σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος άνθρωπος ούτε κανένα άλλο πλάσμα να είχε ποτέ δημιουργηθή, σαν να βρισκόταν μόνη μπροστά στο μόνο Θεό. Δεν συγκέντρωσε την προσοχή της σε κανένα από τα κτίσματα ούτε προσηλώθηκε σε τίποτε απολύτως από ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθε ανάμεσα στους ανθρώπους τους αποχωρίσθηκε κατά το καλύτερο μέρος. Κι έτσι, έχοντας ξεπεράσει όλη την κτίση, τη γη, τον ουρανό, τον ήλιο, τα αστέρια, τον ίδιο το χορό των Αγγέλων, που περιβάλλει το Θεό, δεν σταμάτησε παρά αφού ενώθηκε με τον καθαρό Θεό, η καθαρή. Κι αναδείχθηκε ιερώτερη από τις θυσίες, τιμιώτερη από τα θυσιαστήρια για το Θεό, τόσο πιο άγια από τους δικαίους και τους προφήτες και τους ιερείς, όσο αγιώτερος από αυτούς που αγιάζονται είναι εκείνος που τους αγιάζει. Γιατί βέβαια κανείς δεν ήταν άγιος πριν γεννηθή η μακαρία. Αυτή πρώτη και μοναδική, απαλλαγμένη εντελώς από την αμαρτία, παρουσιάσθηκε να είναι πραγματικά αγία, και αγία αγίων κι ό,τι ακόμη περισσότερο θα μπορούσε κανείς να πη. Κι άνοιξε και στους άλλους την πόρτα της αγιωσύνης με το να έχη προετοιμασθή κατάλληλα για την υποδοχή του Σωτήρα, από όπου ήλθε η αγιότης και στους προφήτες και στους ιερείς και σε οποιονδήποτε άλλον αξιώθηκε να συμμετάσχη στα θεία μυστήρια.

Γιατί ο καρπός της Παρθένου είναι εκείνος που πρώτος και μόνος έφερε την αγιότητα στον κόσμο. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που είπε ο μακάριος Παύλος: «πρόδρομος για χάρη μας εισήλθε ο Ιησούς εις τα άγια». Γιατί, αν συμβαίνη να λέγεται ότι και πριν να έρθη ο Σωτήρας πολλοί άνθρωποι αξιώθηκαν να έχουν αυτή την επωνυμία, αυτό οφείλεται στο ότι έλαβαν μέρος στα μυστήρια της θείας οικονομίας, συμμετέχοντας στις προτυπώσεις τους. Γι’ αυτό το λόγο λέγει ο Παύλος ότι και πριν ακόμη «ονειδισθή» ο Χριστός, ο Μωυσής προτίμησε «από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον ονειδισμό του Χριστού». Για τον ίδιο λόγο και πριν ακόμη να έλθη στη γη ο άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς», πριν να δοθή στους ανθρώπους το Πνεύμα το Άγιον —αφού «ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή»—ήταν δυνατόν στους Εβραίους το βάπτισμα και η πνευματική μετάδοση ψωμιού και νερού. Και ακόμη, για να μπορέσουν να είναι καλά παρασκευασμένοι για την αληθινή αγιότητα κι έτοιμοι να υποδεχθούν, την ακτίνα εκείνη από την οποία ανέτειλε η σωτηρία. Με αυτά συμφωνεί ακριβώς εκείνο που είπε ο ίδιος ο Σωτήρας: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Έτσι καταλαβαίνουμε πως οι παλιοί εκείνοι άγιοι, μια και ο Σωτήρας δεν είχε ακόμη φανερωθή, δέχθηκαν τον αγιασμό δια μέσου σκιών και συμβόλων. Είναι αυτό που λέγει ο Παύλρς, ότι δηλαδή «όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, καίτοι έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απήλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς…για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»!

9. Και γιατί αναφέρω τους προφήτες, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε από τα δεσμά του Άδη να ελευθερωθούν, πριν να λάβουν τις δωρεές της Παρθένου, αφού και από τους ίδιους τους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ, είναι αγιώτερη η μακαρία; Αν πάλι προσφέρεται σαν βραβείο της αγιότητος κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους ο Θεός, τον κερδίζει όμως περισσότερο εκείνος που έχει καλύτερα προπαρασκευασθή, πώς δεν είναι αναγκαίο να κρίνουμε την αγιότητα από τα βραβεία και να χρησιμοποιούμε σαν βέβαιο μέτρο της το πόσο ο καθένας βρίσκεται κοντά στο Θεό; Αλλά η Αγία Γραφή λέγει ότι τα Χερουβίμ στέκονται γύρω από το Θεό και δέχονται τις θείες ακτίνες Του, χωρίς ούτε να τολμούν να Τον ατενίσουν. Ενώ η Παρθένος, κατά ένα πρωτοφανή κι απερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της αυτόν που δεν μπόρεσε να χωρέση κανένας τόπος. Και δεν δέχθηκε μέσα της απλώς κάποια θεία λαμπρότητα και δόξα, αλλά την ίδια την υπόσταση του Θεού. Όσο λοιπόν φανερώτερα ενώθηκε ο Θεός με την Παρθένο, παρά με τα Χερουβίμ —κι η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μη μπορή ούτε να περιγραφή—τόσο αγιώτερη κι ιερώτερη είναι η Παρθένος.

Όλες πράγματι τις υπάρξεις, δια μέσου των οποίων φανερώνεται ιδιαίτερα η σοφία του Θεού, η Παρθένος τις ξεπερνά στην καθαρότητα και την αγιότητα, όπως ακριβώς από όλα τα σώματα είναι φυσικό να είναι καθαρώτερα εκείνα που βρίσκονται πιο κοντά στο φως. Γιατί, αφού ο Θεός βρίσκεται κατά τον ίδιο τρόπο παντού, η διαφορετική φανέρωσή Του πρέπει να συμπεράνουμε ότι οφείλεται στα κτίσματα. Κι αν αυτό είναι σωστό, ποιος τότε δεν αναγνωρίζει ότι η Παρθένος είναι από όλους τους ανθρώπους και από όλους τους Αγγέλους πιο ιερή; Γιατί βέβαια δια μέσου των Αγγέλων δόθηκαν στους ανθρώπους οι εντολές του Θεού, ο παλαιός νόμος, ο «δι’ Αγγέλων λαληθείς λόγος», όπως είπε ο Παύλος, και τα άλλα σημεία που φανέρωναν τη δικαιοσύνη και τη δύναμη του Θεού. Ενώ η Παρθένος δεν ανήγγειλε το Θεό ως αυτό μόνο το σημείο, αλλά αποκάλυψε στους ανθρώπους την ίδια την ενυπόστατη Σοφία του Θεού. Κι όχι απλώς με σημεία και εικόνες, αλλά με τρόπο άμεσο, φανέρωσε δηλαδή τον ίδιο το Θεό, το Σωτήρα, κι αυτό όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στις αγγελικές Αρχές και Εξουσίες, γιατί «έπρεπε να γίνη γνωστή, λέγει ο Παύλος, και στις Αρχές και στις Εξουσίες η πολυποίκιλη σοφία του Θεού». Και δεν είπε: «για να γίνη περισσότερο γνωστή», σαν να είχε και προηγουμένως ως ένα σημείο γίνει γνωστή, αλλά απλώς: «για να γίνη γνωστή». Γιατί θέλει έτσι, νομίζω, να υποδηλώση ότι η πριν από την Παρθένο γνώση του Θεού ήταν τόσο αμυδρή, ώστε να μην μπορή να γίνη καμμιά σύγκριση με τη δεύτερη, αυτή που μας έφερε η Παρθένος. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι όχι μόνο στους ανθρώπους, τους δικαίους και τους αδίκους, τους πονηρούς καί τους αγαθούς, αλλά και σ’ αυτές τις υπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τον Ήλιο της δικαιοσύνης.

Ή Παρθένος είναι επομένως τόσο ανώτερη από όλα τα κτίσματα, όσο αυτά που πραγματοποίησε για τη σωτηρία μας ο Σωτήρας είναι αδύνατο να συγκριθούν με ο,τιδήποτε άλλο. Καί πράγματι, εάν τόσο πολύ καλύτερους από τους ίδιους τους εαυτούς τους έκαμε τους Αγγέλους, ώστε να υποστηρίζη ο Απόστολος ότι είναι αδύνατη η οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στη δεύτερη και στην πρώτη τους ευτυχία, ας εξετάσουμε πόσο μεγάλη είναι αυτή η υπεροχή. Γιατί, αν «το μικρότερο ευλογήται από το μεγαλύτερο», όπως λέγει η Γραφή, ποια σύγκριση μπορεί να υπάρξη ανάμεσα στο να ευεργετή κανείς και στο να ευεργετήται; Γι’ αυτό το λόγο ο προφήτης έβλεπε την Παρθένο να είναι ο θρόνος του Θεού και μάλιστα ένας θρόνος «υψηλός και επηρμένος», ενώ τα Χερουβίμ τα έβλεπε γύρω από το θρόνο. Κι όχι απλώς γύρω από το θρόνο, αλλά και να στέκωνται με συστολή και με φόβο, χωρίς να τολμούν ούτε να τον αντικρύσουν. Η παράδοση λέγει, επί πλέον, ότι οι Άγγελοι αγρυπνούν πάντοτε κι ότι δεν υπάρχει τέρμα στις προς το Θεό υμνωδίες τους. Αλλά τόσο πιο πολύ πρέπει να θεωρήσουμε ότι ισχύει και αυτό για την Παρθένο —και δεν εννοώ μόνο μετά την εκδημία της από τη γη, αλλά κι όταν ακόμη ήταν σ’ αυτήν εδώ τη ζωή— όσο περισσότερο αισθάνθηκε αυτή τη θεία ακτίνα. Γιατί και στις Δυνάμεις, που κυκλώνουν το Θεό, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ξυπνά το ζήλο και τις κάνει να αγρυπνούν το ότι έχουν γευθή τις θείες ευεργεσίες. Ώστε εκείνο που στους άλλους αγίους συμβαίνει αφού αποχωρισθούν το σώμα, το να είναι δηλαδή αμετακίνητοι στο αγαθό και στην αρετή, στην Παρθένο συνέβη και πριν ακόμη αποθέση το σώμα Της.

10. Και αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο. Γιατί βέβαια το σώμα της Παρθένου, το οποίο θα έπρεπε κανονικά να παραμερισθή, είχε ξεπεράσει την ονομασία του. Και ήταν σώμα όχι ψυχικό, ούτε τίποτε άλλο, αλλά, όπως λέγει ο Παύλος, «σώμα πνευματικό», αφού το Πνεύμα είχε σκηνώσει μέσα του καί είχε μεταθέσει όλους τους νόμους της φύσεως. Αλλά, ανεξάρτητα από αυτά, το σώμα το οποίο, όταν υπήρχε σ’ εκείνους (τους αγίους), δεν τους επέτρεπε να στραφούν και να προσκολληθούν στο Θεό, βοηθούσε υπερβολικά τη μακαρία Παρθένο. Γιατί σ’ εκείνους, και όταν ακόμη είχαν πληρωθή από κάθε επιθυμία να βρίσκωνται κοντά στο ακρότατο επιθυμητό και όταν είχαν όλη τη νοερή δύναμη για τη θεωρία του αληθινά Όντος, δεν ήταν δυνατό να προχωρήσουν προς κάτι άλλο, πολύ λιγώτερο δε να στρέψουν εξ ολοκλήρου το νου τους, όπως στρέφουμε το βλέμμα, επειδή όλα τα ορατά πράγματα έμπαιναν μεταξύ τους. Ποιος όμως δεν γνωρίζει ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα στην Παρθένο πέρα από κάθε λογική κατανόηση και ότι αυτή μόνη δέχθηκε μέσα της το Θεό με τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφή;

Γίνεται επομένως φανερό ότι και πριν πέραση στην άλλη ζωή, είχε μέσα της αμετακίνητο το υπέροχο εκείνο αγαθό και τη θαυμαστή αρετή της. Είχε από τώρα τα μέλλοντα αγαθά κι εβασίλευσε από την παρούσα ζωή με τη βασιλεία που προορίζεται για τους δικαίους. Κι έζησε μέσα στο ρεύμα αυτής εδώ της ζωής τη μόνιμη, αυτή που είναι κρυμμένη «εν τω Χριστώ» και που γι’ Αυτή φανερώθηκε από τώρα. Γιατί έπρεπε βέβαια να υπάρξουν όλα τα πράγματα με έναν καινούργιο τρόπο για την μακαρία, μπρος στην οποία υποχώρησαν και της φύσεως οι νόμοι. Αυτό ακριβώς ήθελε και η ίδια να δείξη ανυμνώντας τις θείες ευεργεσίες πού αξιώθηκε να λάβη και είπε: «εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός».

11. Τι πρωτοφανή τα κατορθώματα! Τί υπέροχοι οι αγώνες! Και όμως μετά τα βραβεία και τα στεφάνια που έλαβε, μετά δηλαδή τον Ήλιο της δικαιοσύνης που δέχθηκε μέσα της και με τον οποίον ενώθηκε, δοκίμασε για χάρη μας θλίψεις και οδύνες, «αντί της χαράς που βρισκόταν μπροστά της». Και συμμετείχε με τον Υιό της στην αισχύνη και στις ύβρεις και σε όλα όσα αποκάλυπταν τη φτώχεια, στην οποία ήρθε για χάρη μας. Και ανεχόταν το επάγγελμα του φαινομενικού πατέρα του (του Ιωσήφ), και μακροθυμούσε, παίρνοντας το μέρος του Υιοϋ της για τη δική μου σωτηρία. Κι όταν Εκείνος έκανε τα θαύματά του κι επανόρθωνε τη φύση, ήταν πάντα κοντά του. Κι όταν εκείνοι τους οποίους ευεργετούσε τον φθονούσαν και τον μισούσαν, η Παρθένος πονούσε μαζί του κι εδεχόταν τα βέλη του μίσους των. Αφού, κινούμενη από την υπερβολική φιλανθρωπία της, πρώτη αυτή παρότρυνε τον Υιό της προς αυτές τις ευεργεσίες, κι αυτό πριν ακόμη να έλθη η ώρα του —«ούπω ήκει η ώρα μου», είπε ο ίδιος—πράγμα που φανερώνει καθαρά πόση παρρησία έδωκε στη μητέρα του, ώστε να μπορή να αλλάξη ακόμη και τα χρονικά όρια, που αυτός είχε καθορίσει.

Όταν πάλι χρειάσθηκε να υποφέρη για μας ο Σωτήρας και να πεθάνη, πόσο μεγάλες ήσαν οι οδύνες, με τις οποίες του συμπαραστάθηκε η Παρθένος! Τι βέλη την διαπέρασαν! Γιατί κι αν ο Υιός της ήταν μόνο άνθρωπος και τίποτε άλλο, τίποτε οδυνηρότερο δεν θα μπορούσε να πρόσθεση κανείς σε μια μητέρα. Αλλά τώρα είναι ο μόνος Υιός της, που τον έφερε στον κόσμο μόνη της, κατά τρόπο παράδοξο, που δεν λύπησε ποτέ ούτε την ίδια ούτε κανέναν από τους ανθρώπους, που τους ευεργέτησε, αντίθετα, όλους τόσο, ώστε να ξεπεράση όλες τις προσδοκίες τους. Τί λοιπόν συναισθήματα είναι φυσικό να είχε η Παρθένος, όταν έβλεπε τον Υιό της σε τόσο φοβερές οδύνες, αυτόν που ήταν ο ευεργέτης της ανθρώπινης φύσεως, «τον πράον, τον ταπεινόν τη καρδία», αυτόν που δεν υπήρξε ποτέ «ερίζων ουδέ κραυγάζων», τον οποίον κανείς ποτέ δεν μπορούσε να κατηγορήση για το παραμικρό, όταν τον έβλεπε να σέρνεται από εκείνα τα άγρια θηρία, να γυμνώνεται, να δέρνεται, να κρίνεται άξιος της χειρότερης καταδίκης, να πεθαίνη τον έξευτελιστικώτερο θάνατο μαζί με τους αμαρτωλότερους ανθρώπους, έξω από κάθε έννοια δικαιοσύνης και νόμου, όπως συμβαίνει σε τυραννικά καθεστώτα; Προσωπικά πιστεύω ότι τέτοια οδύνη ποτέ σε κανέναν άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξη. Γιατί, αν είναι ανάγκη να κλαίμε γι’ αυτούς που αδικούνται, τίποτε δεν είναι τόσο άδικο, όσο ο θάνατος με τον οποίο πέθανε ο Σωτήρας. Μολονότι κανένας βέβαια δεν αδικήθηκε εξ ολοκλήρου ξεπληρώνοντας την ποινή, με την οποία καταδικάσθηκε, έστω κι αν ο ίδιος δεν ένοιωθε ενοχή για τίποτε από αυτά, για τα οποία καταδικάστηκε, γιατί ασφαλώς έπραξε εκείνα για τα οποία θα μπορούσε δίκαια να κατηγορηθή. Ενώ για το Σωτήρα, λέγει ο προφήτης ότι «αμαρτίαν ουκ εποίησεν». Αν πάλι δεν επιτρέπεται να μη βασανιζώμαστε για τις συμφορές, που τυχαίνουν στους δικούς μας, είναι φανερό ότι κανείς ποτέ δεν είχε τόσο στενό δεσμό με άλλον άνθρωπο, όσο η Παρθένος με το Σωτήρα. Γι’ αυτό την ώρα των Παθών κατέλαβε την Παρθένο θλίψη υπερβολική και απερίγραπτη, τέτοια που παραπλήσια ποτέ δεν ένοιωσε άνθρωπος. Γιατί αυτή είδε τη Σταύρωση σαν μητέρα, αλλά και σαν άνθρωπος με σωστή κρίση, σαν κάποιος που μπορεί να διακρίνη καθαρά την αδικία.

12. Έπρεπε βέβαια να λάβη μέρος σε καθετί που έκανε ο Υιός της για τη σωτηρία μας. Όπως του μετέδωκε το αίμα και τη σάρκα της κι έλαβε αμοιβαία μέρος στις δικές του χάριτες, κατά τον ίδιον τρόπο έλαβε μέρος και σε όλους τους πόνους και την οδύνη του. Κι αυτός βέβαια καρφωμένος στο σταυρό δέχθηκε στην πλευρά την λόγχη, ενώ διαπέρασε την καρδιά της Παρθένου ρομφαία, όπως ανήγγειλε ο αγιώτατος Συμεών. Με τον ίδιο τρόπο καί όλα τα άλλα μαρτύρια τα προξενούσαν οι «κύνες» εκείνοι από κοινού στον Υιό και στη μητέρα. Το ίδιο κι όταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τον κατηγορούσαν σαν αλαζόνα κι όταν τον ονόμαζαν πλάνο κι αγωνίζονταν ν’ αποδείξουν την πλάνη του.

Έτσι, χάρις σ’ αυτές τις ομοιότητες αυτή ήταν η πρώτη που έγινε «σύμμορφος» με το θάνατο του Σωτήρα και γι’ αυτό έλαβε πριν από όλους μέρος και στην ανάστασή Του. Γιατί, όταν ο Υιός της διέλυσε την τυραννία του Άδη κι αναστήθηκε, τον είδε βέβαια και τον άκουσε και τον προέπεμψε, όσο ήταν δυνατόν, καθώς έφευγε για τον ουρανό και πήρε, μετά την Ανάληψη, τη θέση του ανάμεσα στους Αποστόλους και τους άλλους συντρόφους του, αυξάνοντας έτσι τις ευεργεσίες με τις όποιες Εκείνος ευεργέτησε την ανθρώπινη φύση, «αναπληρώνοντας», δηλαδή, πιο άξια από όλους «τα υστερήματα του Χριστού». Γιατί σε ποιόν άλλο μπορούσε όλα αυτά να ταιριάζουν παρά στη μητέρα;

Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε κι αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να πέραση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους.

13. Ποιος λόγος είναι αρκετός για να υμνήση, ω μακαρία, την αρετή σου, τις χάριτες που σου δώρισε ο Σωτήρας, αυτές που Συ δώρισες στην κοινωνία των ανθρώπων; Κανείς, έστω κι αν «λαλή τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων», όπως θάλεγε ο Παύλος. Προσωπικά μου φαίνεται ότι το να καταλαβαίνη κανείς και να διακηρύσση σωστά και όπως πρέπει τα μεγαλεία Σου αποτελεί τμήμα της αιώνιας μακαριότητας, που απόκειται στους δικαίους. Γιατί κι αυτά «οφθαλμός δεν τα είδε και αυτί ανθρώπινο δεν τα άκουσε» κι «ο κόσμος ολόκληρος δεν μπορεί να τα χωρέση», σύμφωνα με τον περιώνυμο Ιωάννη. Τα δικά Σου μεγαλεία ανήκουν μόνο στο χώρο εκείνο όπου ο ουρανός είναι καινός και η γη καινή, το χώρο που φωτίζεται από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, ο οποίος Ήλιος ούτε προηγείται ούτε έπεται από το σκοτάδι, εκεί όπου υμνητής των μεγαλείων Σου είναι ο ίδιος ο Σωτήρας και Άγγελοι αυτοί που χειροκροτούν. Σ’ αυτόν μόνο πράγματι το χώρο μπορεί να Σου προσφερθή η υμνωδία που Σου αξίζει. Οι άνθρωποι είναι αδύνατον να ολοκληρώσουμε την ύμνησή Σου. Τόσο μόνο μπορούμε να Σε υμνήσουμε, όσο χρειάζεται για να αγιάσουμε τη γλώσσα και την ψυχή μας. Γιατί και μόνο ένας λόγος και μια ανάμνηση, που αναφέρεται σε κάποιο από τα δικά Σου μεγαλεία, ανυψώνει την ψυχή και κάνει καλύτερο το νου και μας μετατρέπει όλους από σαρκικούς σε πνευματικούς και από βέβηλους σε αγίους.

Αλλ’, ω Παρθένε, Συ που είσαι κάθε αγαθό, καθετί που ξέρουμε σ’ αυτή τη ζωή κι ό,τι θα μάθουμε, όταν αφήσουμε τον κόσμο! Ω Συ, που αρχίζοντας από τον εαυτό σου οδήγησες και τους άλλους προς τη μακαριότητα και την αγιωσύνη ! Ω σωτηρία των ανθρώπων και φως του κόσμου και οδός που οδηγεί στον Σωτήρα και θύρα και ζωή, Συ που είσαι αξία να ονομάζεσαι με όλα εκείνα τα ονόματα με τα όποια προσφωνήθηκε για τη σωτηρία που μας χάρισε ο Σωτήρας. Γιατί αυτός είναι ο αίτιος καί Συ η «συναίτιος» του δικού μου αγιασμού και όλων εκείνων τα οποία από το Σωτήρα δια μέσου Σου και των δικών Σου απήλαυσα μόνο’ Αίμα δικό Σου είναι το αίμα που καθαρίζει τις αμαρτίες του κόσμου. Δικό Σου μέλος είναι το σώμα μέσα στο οποίο αγιάστηκα, μέσα στο οποίο βρίσκεται η Καινή Διαθήκη και κάθε ελπίδα σωτηρίας. Δικό Σου σπλάχνο είναι η βασιλεία του Θεού.

Ω Σύ Παρθένε, που είσαι ανώτερη από κάθε έπαινο κι από κάθε όνομα, που θα μπορούσε να σε χαρακτηρίση, δέξου αυτόν τον ύμνο μας και μην παραβλέψης την προθυμία. Και δώσε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ψάλλουμε κάπως καλύτερα τα μεγαλεία Σου και τώρα, σ’ αυτή τη ζωή, και μετά από αυτήν, στην αιωνία. Αμήν.

—————-

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/

Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Γερόντισσας καθηγουμένης τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Νικολάου Ἰουστίνης Μοναχῆς (9 Αυγούστου 2022)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΡΦΟΥ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΟΡΟΥΝΤΗΣ

Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Γερόντισσας καθηγουμένης τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Νικολάου Ἰουστίνης Μοναχῆς

Φέρεται εἰς γνῶσιν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τὸ βράδυ τῆς Τρίτης, 9 Αὐγούστου 2022 καὶ ὥρα 10:00 μ.μ. θὰ τελεσθεῖ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, ἡσυχαστικὴ Ἀγρυπνία καὶ Θεία Λειτουργία ἀπὸ ἕνα ἱερέα καὶ ἕνα διάκονο. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας θὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ κοιμητήριο τῆς Μονῆς, ὅπου θὰ τελεσθεῖ παρὰ τον τάφο τῆς μακαριστῆς καθηγουμένης τῆς Μονῆς μας, Γερόντισσας Ἰουστίνης Μοναχῆς, τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο αὐτῆς.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης, 21.07.2022.