Αρχική Blog Σελίδα 193

Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ῎Ανθρωπος; (Ἁγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ)

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος
Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος

” Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον,δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος”

«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια» 1. Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;

Ἀπόκριση

Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. ῞Ωστε καὶ ἡ ὑπόστασή τους νὰ γίνει, ὅπως εἶπα, μία, καὶ ἡ φυσικὴ διαφορὰ νὰ μείνει ἀπαθής, στὴν ὁποία ὑπόσταση καὶ μετὰ τὴν ἕνωση ἡ κατὰ φύση ποιότητά τους διασώζεται ἀμείωτη καὶ ὅταν ἑνωθοῦν. Γιατί, ὅπου κατὰ τὴν ἕνωση δὲ συνοδεύει τὰ ἑνωμένα καμμιὰ ἀπολύτως τροπὴ καὶ καμμιὰ ἀλλοίωση, ὁ λόγος τῆς οὐσίας καθενὸς παραμένει γνήσιος κι ἀληθινός. Κι ὅποιων ὁ λόγος παραμένει γνήσιος κι ἀληθινὸς καὶ  μετὰ τὴν ἕνωση, αὐτῶν οἱ φύσεις παραμένουν ἄθικτες μὲ κάθε τρόπο χωρὶς νὰ ἀρνηθεῖ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὰ δικά της στοιχεῖα γιὰ χάρη τῆς ἕνωσης.

Γιατὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων, αὐτὸς ποὺ ἔγινε κατ᾿ οἰκονομία αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, ἔπρεπε νὰ διασώσει ἀμετάβλητο καὶ τὸν ἑαυτό του σὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴ φύση κατ᾿ οἰκονομία. Γιατὶ στὸν Θεὸ δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ βλέπουμε μεταβολή, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε καμμιὰ ἀπολύτως κίνηση σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ μεταβολὴ σὲ ὅσα κινοῦνται. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο κι ἀπόκρυφο μυστήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μακάριο τέλος γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν γίνει ὅλα. Αὐτὸς εἶναι ὁ θεῖος σκοπὸς ποὺ προεπινοήθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ὄντων, ποὺ ὁρίζοντάς τον μποροῦμε νὰ τὸν ποῦμε «προεπινοούμενο τέλος», γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα κι αὐτὸ γιὰ χάρη κανενός. Σ᾿ αὐτὸ τὸ τέλος ἀτενίζοντας δημιούργησε ὁ Θεὸς τὶς οὐσίες τῶν ὄντων. Αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ πέρας τῆς πρόνοιας καὶ ἐκείνων ποὺ ἡ πρόνοια προνοεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ ἐπανασυναγωγὴ στὸ Θεὸ ὅλων τῶν ποιημάτων του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περικλείει ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ φανερώνει τὴν ὑπεράπειρη καὶ ποὺ ἄπειρες φορὲς ἀπείρως προϋπάρχει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες μεγάλη βουλὴ τοῦ Θεοῦ3, τῆς ὁποίας βουλῆς ἀγγελιοφόρος ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ σύμφωνος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ Λόγος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος4, καὶ φανέρωσε, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ πῶ, τὸν ἴδιο τὸ βαθύτερο πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητας κι ἔδειξε μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸ τέλος, ποὺ γιὰ χάρη του τὰ δημιουργήματα ἔλαβαν σαφῶς τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής τους. Γιατὶ γιὰ τὸν Χριστό, δηλαδὴ γιὰ τὸ μυστήριο κατὰ Χριστό, ὅλοι οἱ αἰῶνες καὶ ὅλα ὅσα περιέχουν ἔχουν λάβει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ εἶναι τους. Γιατὶ πιὸ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες προϋπονοήθηκε ἡ ἕνωση, τοῦ ὅριου καὶ τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καὶ τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καὶ τῆς δημιουργίας, τῆς στάσης καὶ τῆς κίνησης, καὶ ἡ ἕνωση αὐτὴ ἔγινε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στὸ τέλος τῶν χρόνων καὶ πραγματοποίησε τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ σταματήσουν γύρω στὸ τελείως ἀκίνητο κατὰ τὴν οὐσία ὅσα κινοῦνται ἀπὸ τὴ φύση τους, ξεφεύγοντας τελείως ἀπὸ τὴν κίνηση πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ πρὸς τὰ ἄλλα καὶ νὰ λάβουν πείρα τῆς κατ᾿ ἐνέργειαν γνώσης ἐκείνου ὅπου ἀξιώθηκαν νὰ σταματήσουν, γνώσης ἀναλλοίωτης ποὺ παραμένει πάντοτε ἴδια παρέχοντας σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἀπόλαυση ἐκείνου ποὺ γνώρισαν.

Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα. Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.

Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς  ἔννοιες.

Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.

῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή του.

Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ  κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς  οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.

Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμε. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.

Σημειώσεις

(*)῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β. Νεο-ελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992

1.Αʹ Πέτρ. αʹ 19, 20.
2.Κολ. αʹ 26.
3.᾿Εφεσ. αʹ 10, 11.
4.῾Ησ. θʹ 6.
5.Αʹ Κορ. ιγʹ 8.
 
 
Πηγή: www.imaik.gr

Στὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Μεγάλου Βασιλείου)

Μέγας Βασίλειος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Μέγας Βασίλειος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

… Τί νὰ σοῦ κάνω ἄνθρωπέ μου; Ἐνῶ ὁ Θεὸς κατοικοῦσε στὰ ὕψη, δὲν προσπάθησες νὰ τὸν συναντήσεις· ὅταν συγκατατέθηκε νὰ κατεβεῖ σὲ σένα καὶ μὲ σάρκα νὰ σοῦ ὁμιλεῖ, δὲν τὸν παραδέχτηκες, ἀλλά ψάχνεις νὰ βρεῖς τὸν τρόπο πῶς θὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν Θεό. Νὰ ξέρεις ὅτι γι’ αὐτόν τὸν λόγο ὁ Θεὸς ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτή ἡ καταραμένη σάρκα νὰ ἁγιασθεῖ, αὐτή πού ἐξασθένησε νὰ ἐνδυναμωθεῖ, αὐτή πού ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συμφιλιωθεῖ μ’ αὐτόν, αὐτή πού διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό.

Ποιὸς εἶναι ὁ χῶρος ὅπου πραγματοποιεῖται τὸ σωτήριο αὐτό σχέδιο; Τὸ σῶμα τῆς ἁγίας Παρθένου. Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεως; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου, πού κάλυψε τὴ Θεοτόκο. Μᾶλλον ἄκουσε αὐτά τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου πού λένε: «Ἡ μητέρα του ἡ Μαρία ἀρραβωνιάστηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ. Προτοῦ ὅμως νὰ συνευρεθοῦν ἔμεινε ἔγκυος μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁίου Πνεύματος». Ἐνῶ ἦταν παρθένος καὶ ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον, κρίθηκε κατάλληλη νὰ διακονήσει τὸ μυστήριο τῆς Θείας οἰκονομίας, ὥστε καὶ ἡ παρθενία νὰ τιμηθεῖ καὶ ὁ γάμος νὰ μὴν ἐξευτελιστεῖ. Ἡ παρθενία διαλέχτηκε σὰν κατάλληλη γιὰ ἁγιασμό, μὲ τὴ μνηστεία συμπεριλήφθηκαν τὰ στοιχεῖα τοῦ γάμου. Συγχρόνως γιὰ νὰ εἶναι καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀνάλογος μάρτυρας τῆς ἁγνότητας τῆς Μαρίας καὶ γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἐκτεθειμένος στοὺς συκοφάντες, ὅτι τάχα αὐτή βεβήλωσε τὴν παρθενία, τὸν εἶχε μνηστήρα φύλακα τῆς ζωῆς της.

Ἔχω καὶ κάποιον ἄλλο λόγο νὰ πῶ ἐφάμιλλο μ’ αὐτούς πού εἰπώθηκαν, ὅτι ὁ κατάλληλος γιὰ τὴν ἔνανθρωπιση τοῦ Κυρίου χρόνος, ἀπὸ παλιὰ ὁρισμένος καὶ διαταγμένος πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχή τοῦ κόσμου, ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶχε φτάσει· τότε ἔπρεπε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου νὰ δώσουν ὑπόσταση σὲ ἐκείνη τὴ θεοφόρο σάρκα. Ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴ γενιὰ τῶν ἀνθρώπων κάποια ἰσότιμη στὴν καθαρότητα μὲ τὴ Μαρία, ὥστε νὰ ὑποδεχτεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος −εἶχε βέβαια ἐξασφαλισθεῖ προηγουμένως μὲ τὴ μνηστεία− διαλέχτηκε ἡ μακαρία Παρθένος χωρὶς νὰ βλαφτεῖ κάτι ἀπὸ τὴν παρθενία της ἐξαιτίας τῆς μνηστείας της.

Ἔχει διατυπώσει κάποιος ἀπό τούς παλιοὺς κι ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα, ὅτι γιὰ νὰ ξεγελαστεῖ ὁ ἄρχοντας τοῦ κακοῦ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δηλαδὴ ὁ Διάβολος, ἀπὸ τὴν παρθενία τῆς Μαρίας, γι’ αὐτό ἐπινοήθηκε ἡ μνηστεία τοῦ Ἰωσήφ. Γιατί τὸ πρόσχημα τῆς μνηστείας γύρω ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐπινοήθηκε κατὰ κάποιο τρόπο γιὰ τὴν ἔπαρση τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ παλιὰ παρακολουθοῦσε τὶς παρθένες ἀπὸ τότε πού ἄκουσε τὸν Προφήτη νὰ λέει: «Νά, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο καὶ θὰ γεννήσει γιό». Ξεγελάστηκε λοιπὸν μὲ τὴ μνηστεία ὁ ἐχθρός τῆς παρθενίας. Γιατί γνώριζε τὴν καταστροφὴ τῆς ἐξουσίας του, πού ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ μὲ τὴ σαρκικὴ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου.

«Προτοῦ ὅμως συνευρεθοῦν, ἔμεινε ἔγκυος μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καὶ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ τὴν κύηση καὶ τὴν αἰτία της, διαπίστωσε ὁ Ἰωσὴφ ὅτι προέρχονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδὴ φοβήθηκε νὰ θεωρεῖται ἄνδρας τέτοιας γυναίκας «ἀποφάσισε νὰ διαλύσει τὸν ἀρραβώνα χωρὶς τὴν ἐπίσημη διαδικασία», χωρὶς νὰ τολμήσει νὰ κάνει γνωστὰ τὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν τὴν ὑπόθεση. Ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος, τοῦ ἀποκαλύφθηκαν τὰ μυστήρια. «Ὅταν ὅμως κατέληξε σ’ αὐτήν τὴ σκέψη, τοῦ ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο του ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε- “Μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, τὴ γυναίκα σου. Οὔτε νὰ βάλεις στὸ μυαλό σου τὴ σκέψη, ὅτι εἶναι δυνατὸν μὲ ἀστήρικτες ὑπόνοιες νὰ συγκαλύψεις τὴν ἁμαρτία. Ὀνομάστηκες δίκαιος καὶ δὲν ταιριάζει σὲ δίκαιο ἄνθρωπο μὲ τὴ σιωπή του νὰ σκεπάζει τὶς ἁμαρτίες. Μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, τὴ γυναίκα σου”». Ἀπέδειξε ὁ Ἰωσὴφ πώς δὲν ἀγανακτοῦσε οὔτε ἔνιωθε ἀποτροπιασμό, ἀλλά ὅτι σεβόταν τὴ Μαριάμ, ἐπειδὴ ἦταν πλήρης ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Γιατί τὸ παιδὶ πού περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Ἀπ’ αὐτό τὸ γεγονὸς γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι ἡ σύσταση τῆς σάρκας τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν ὅμοια μὲ τὴν κοινὴ φύση τῆς σάρκας. Γιατί ἀμέσως τὸ ἔμβρυο ἦταν τέλειο κατὰ σάρκα καὶ δὲν σχηματίστηκε μὲ διαδοχικὰ στάδια, ὅπως τὸ δηλώνουν οἱ σημασίες τῶν λέξεων. Δὲν εἰπώθηκε «αὐτό πού κυοφορήθηκε», ἀλλά «αὐτό πού γεννήθηκε». Ἐπειδὴ ἡ σάρκα διαμορφώθηκε ἀπὸ ἁγιωσύνη, ἦταν ἄξια νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Μονογενῆ.

«Θὰ γεννήσει γιὸ καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς». Ἔχουμε παρατηρήσει ὅτι ὅπου μπαίνουν ἐπίτηδες ὀνόματα, αὐτά ὑποδηλώνουν τὴ φύση πού κρύβεται πίσω τους, ὅπως παραδείγματος χάριν τὰ ὀνόματα Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτό καὶ τώρα ὀνομάζεται Ἰησοῦς, δηλαδὴ «Σωτηρία τοῦ λαοῦ». Ἤδη τὸ προκαθορισμένο πρὶν ἀπὸ αἰῶνες μυστήριο καὶ τὸ ὁποῖο ἀπὸ παλιὰ διακηρύχθηκε, πραγματοποιοῦνταν. «Νά, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει γιὸ καὶ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει, Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Καὶ ἡ παλιὰ γνωστὴ ὀνομασία ὁλόκληρου τοῦ μυστηρίου ἔχει τὴν ἑρμηνεία της, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἄνθρωπους, ἐπειδὴ ἑρμηνεύεται, λέει, τὸ Ἐμμανουὴλ «Ὃ Θεὸς εἶναι μαζί μας».

Κανεὶς λοιπὸν νὰ μὴν ἀλλάξει γνώμη ἐξαιτίας τῶν ἰουδαϊκῶν ὕβρεων, οἱ ὁποῖες λένε ὅτι ὁ προφήτης ὀνόμασε τὴ Μαριὰμ νεάνιδα κι ὄχι παρθένο. Λένε: «Νά, ἡ νεάνιδα θὰ μείνει ἔγκυος». Πρῶτα βέβαια αὐτό πού ἔδωσε ὁ Κύριος ὡς σημεῖο εἶναι τὸ πιὸ παράδοξο ἀπ’ ὅλα, δηλαδὴ αὐτό πού ὄντας κοινὸ νὰ θεωρεῖται πώς εἶναι παραδεκτὸ ἀπ’ ὅλη τὴ φύση. Γιατί τί λέει ὁ Προφήτης; «Μίλησε ὁ Κύριος καὶ πάλι στὸν Ἀχαζ καὶ εἶπε: “Γιὰ νὰ πιστέψεις αὐτά πού εἶπα, ζήτησε νὰ γίνει κάποιο σημεῖο ἀπὸ τὸν Κύριο τὸν θεό σου ἡ στὰ βάθη τῆς γῆς ἡ στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ”. Ἀπάντησε ὁ “Ἄχαζ: “Δὲν πρόκειται ἐγώ νὰ ζητήσω κάτι τέτοιο καὶ δὲν θὰ βάλω σὲ πειρασμὸ τὸν Κύριο”». Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ ἄλλα λέγει: «Γι’ αὐτό θὰ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς σημεῖο, δηλαδὴ μεγάλο καὶ καταπληκτικὸ θαῦμα. Νά, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει». Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Ἄχαζ δὲν ζήτησε νὰ γίνει σημεῖο βαθιὰ στὴ γῆ ἡ ψηλὰ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι αὐτός πού κατέβηκε στὰ βάθη τῆς γῆς εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, γι’ αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε σημεῖο, ἕνα σημεῖο κάπως παράδοξο καὶ ἀλλόκοτο καὶ πάρα πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση, δηλαδὴ ἡ ἴδια γυναίκα νὰ εἶναι καὶ παρθένος καὶ μητέρα καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸν ἁγιασμὸ τῆς παρθενίας καὶ νὰ κληρονομεῖ τὴν εὐλογία τῆς τεκνογονίας.

Ἂν μερικοὶ ἀπό τούς μεταφραστὲς τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας μετὲφρασαν γράφοντας ἀντὶ τὴ λέξη παρθένος τὴ λέξη νεάνιδα, αὐτό δὲν βλάπτει καθόλου τὴ μετάφραση τῆς Γραφῆς. Γιατί συναντήσαμε μὲ τὴν ἐπαφή μας μὲ τὴ Γραφὴ πολλὲς φορὲς νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ λέξη νεάνιδα ἀντὶ παρθένος, ὅπως παραδείγματος χάριν στὸ Δευτερονόμιο πού λέει: «Ἂν ἕνας ἄνδρας συναντήσει μιὰ παρθένο, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μνηστευμένη, καὶ τὴν βιάσει ἀφοῦ κοιμηθεῖ μαζί της καὶ ἀνακαλυφθεῖ αὐτός πού διέπραξε αὐτό τὸ ἀδίκημα, θὰ δώσει αὐτός ὁ ἄνθρωπος στὸν πατέρα τῆς νεαρῆς πενήντα ἀργυρά δίδραχμα».

«Ὅταν ξύπνησε, πῆρε σπίτι του τὴ γυναίκα του». Καὶ παρόλο πού ἔνιωθε τὴν κατάλληλη διάθεση καὶ στοργὴ καὶ κάθε φροντίδα πού μᾶς ἐπιβάλλει ἡ συγκατοίκηση, ἀφοῦ τὴ θεωροῦσε γυναίκα του, ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ συζυγικά του καθήκοντα. Λέει ἡ Γραφή: «Καὶ δὲν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μαζί της, ὡσότου γέννησε τὸν Υἱό της, τὸν πρωτότοκο». Αὐτό δημιουργεῖ ἤδη τὴν ὑπόνοια, ὅτι μετὰ τὴν καθαρὴ διαδικασία τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἴσως ἡ Μαρία δὲν ἀρνήθηκε νὰ ἐκτελέσει τὰ νόμιμα συζυγικά της καθήκοντα. Ἂν καὶ δὲν βλάπτεται καθόλου ὁ εὐλαβής λόγος -γιατί ἡ παρθενία ἦταν ἀναγκαία μέχρι νὰ ἐξυπηρετηθεῖ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας, ἐνῶ τὰ παραπέρα εἶναι ἄσχετα μὲ τὴν πορεία τοῦ μυστηρίου-, ὅμως ἐπειδὴ οἱ φιλόχριστοι δὲν ἀνέχονται νὰ ἀκοῦν ὅτι κάποτε σταμάτησε ἡ Θεοτόκος νὰ εἶναι παρθένος, ἐγώ θεωρῶ αὐτές τὶς ἀποδείξεις πειστικές.

Σχετικὰ μὲ τὸ χωρίο πού λέει ὅτι: «Δὲν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μαζί της, ὡσότου γέννησε τὸν Υἱό της», ἡ λέξη «ὡσότου» σὲ πολλὲς περιστάσεις φαίνεται πώς ὑποδηλώνει κάποιον χρονικὸ περιορισμό, στὴν πραγματικότητα ὅμως δείχνει κάτι ἀόριστο. Παρόμοιο εἶναι κι αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: «Κι ἐγώ θὰ εἶμαι μαζί σας πάντα, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». Ὁ Κύριος βέβαια δὲν ἐπρόκειτο μετὰ ἀπ’ αὐτήν τὴ ζωὴ νὰ μὴ βρίσκεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους. Ἐδῶ ἡ ὕποσχεση τοῦ παρόντος δηλώνει τὸ αἰώνιο, δὲν εἶναι διαγραφὴ τοῦ μέλλοντος. Μὲ τὴν ἴδια σημασία ἰσχυρίζομαι ὅτι καὶ σ’ αὐτό τὸ σημεῖο χρησιμοποιήθηκε τὸ «ὡσότου».

Ἐπειδὴ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἡ λέξη «πρωτότοκος», δὲν πρέπει καθόλου νὰ συνδέεται ἡ λέξη πρωτότοκος μὲ μεταγενέστερα παιδιά, γιατί πρωτότοκος ὀνομάζεται αὐτός πού πρῶτος διανοίγει τὴ μήτρα. Μᾶς διδάσκει ἐπὶ πλέον καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Ζαχαρία, ὅτι ἡ Μαρία ἦταν παρθένος γιὰ ὅλη της τὴ ζωή. Ὑπάρχει μιὰ πληροφορία, πού ἔφτασε σὲ μᾶς μὲ τὴν παράδοση, πού λέει ὅτι ἐπειδὴ ὁ Ζαχαρίας στὸν προορισμένο γιὰ τὶς παρθένες χῶρο τοῦ ναοῦ τοποθέτησε τὴ Μαριὰμ μετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό σκοτώθηκε ἄγρια μεταξύ του ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν λαό, ὅτι μ’ αὐτή τὴν πράξη του κατασκεύασε τὴ γνωστὴ παράδοξη καὶ πολυσυζητημένη ἄποψη, πού ἔλεγε ὅτι γέννησε ἡ παρθένος χωρὶς νὰ καταστρέψει τὴν παρθενία της.

Πηγή: www.imaik.gr

Ὅταν οἱ μάγοι ἔφθασαν στά Ἱεροσόλυμα (Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου)

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, 14ος αι., Καθεδρικός Ναός «Κοίμηση της Θεοτόκου», Κρεμλίνο

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, 14ος αι., Καθεδρικός Ναός «Κοίμηση της Θεοτόκου», Κρεμλίνο

Ὅταν ὁ ὁδοιπόρος βρεῖ κάποιον ἄλλο, καλό συνοδοιπόρο, χαίρεται τόν κόπο τῆς μακρινῆς ὁδοιπορίας, ἐπειδή ξεγελιέται ἀπό τή συντροφιά· καθώς στηρίζεται δηλαδή, σάν σέ ραβδί, στήν εὐχάριστη συζήτηση, ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι συνοδοιπορεῖ μέ σκονισμένα τά πόδια, ἀλλά μέ ἀκούραστο τό στόμα. Μοιράζει ἔτσι τόν κόπο τῶν ποδιῶν καί ἐλαφρύνει μέ τή συνομιλία τήν κούραση τῆς μεγάλης πορείας.

Ἔτσι λοιπόν καί οἱ μάγοι, ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός, καθώς εἶδαν τό ἄστρο, καί τό ἔλαβαν αὐτό συνοδοιπόρο, ξεγελοῦσαν −ὅταν κουράζονταν− μέ τήν ἐρώτηση, «ποῦ εἶναι ὁ νεογέννητος Βασιλιάς», τήν ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας· ἀνέκριναν δηλαδή μέ τό λόγο τούς Ἑβραίους σάν κλέφτες Ἐκείνου πού γεννήθηκε.

Σ’ αὐτούς λοιπόν πού ρωτοῦσαν γιά τόν Βασιλιά, εὔλογα ἀπαντοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, λέγοντας: «Τί λοιπόν τολμᾶτε, ξένοι, τί λέτε, ἄνθρωποι; Γιατί ἔχετε ἔρθει, φέρνοντας ἐπικίνδυνη εἴδηση; Γιατί διακηρύσσετε τόν καινούριο βασιλιά στήν πόλη πού ἔχει ἤδη βασιλιά; Γιατί διακινδυνεύετε τόν ἑαυτό σας σέ πρόωρο τέλος; Γιατί μπήγετε στούς τραχήλους σας τή γλώσσα σάν μάχαιρα; Γιατί ἀνοίγετε τόν τάφο σας μέ τό στόμα, καί τό θάνατο πού κοιμᾶται τόν ξυπνᾶτε γιά νά σᾶς ἁρπάξει; Δέν εἶχε μνήματα ἡ Περσία, ὥστε, νά ἔρθετε ἐδῶ καί, ἐνῶ ἀκόμη ζεῖ ὁ Ἡρώδης, νά ρωτᾶτε γιά ἄλλο βασιλιά; Ὅταν τό ἀκούσει, θά ὁμολογήσει σ’ ἐσᾶς πολλή εὐγνωμοσύνη καί θά σᾶς ἀνταμείψει μέ μεγάλα δῶρα»!.

Ἀλλά ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτά ἀπό τούς μάγους ἦταν σύντομη: «Εἴδαμε, λένε, τό ἄστρο του στήν ἀνατολή καί ἤρθαμε νά τόν προσκυνήσουμε». Δέν ἀρκέσθηκαν νά ρωτήσουν μόνο, ἀλλά καί νά ποῦν γιά προσκύνηση· φανερώνοντας μ’ αὐτή τή φράση ὅτι Αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι Θεός.

Μόλις λοιπόν ἔφθασε ἡ εἴδησή τους στόν Ἡρώδη, ἀφήνοντας αὐτός στό μεταξύ τούς μάγους, κάλεσε τούς σοφούς τῶν ‘Ιουδαίων, λέγοντας: «Ποῦ θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός;». Καί αὐτοί ἀπάντησαν: «Στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

Ὤ τό θαῦμα! Γνωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι τόν τόπο, καί ἀποστρέφονται τόν τεχθέντα· τή Βηθλεέμ ἐπαινοῦν, καί τήν οἰκονομία κρύβουν· τήν Ἰουδαία σημειώνουν, καί τή δεσποτεία ἀρνοῦνται. Ἄν ἔτσι λέει ἡ Γραφή, γιατί δέν συγκατατίθεστε; Ἄν ἀναγνώσατε, γιατί δέν πιστεύετε; Ἄν θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, γιατί δέν θά τόν προσκυνήσετε;

Ἐπειδή λοιπόν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης ὅτι δέν ἦρθαν χωρίς λόγο οἱ μάγοι νά ρωτήσουν, τούς κάλεσε κρυφά καί ρωτοῦσε νά μάθει ἀπ’ αὐτούς τό χρόνο πού φάνηκε τό ἄστρο, λέγοντάς τους: «Διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τόν τρόπο πού ἤρθατε καί πέστε μου τό σκοπό τῆς ὁδοιπορίας σας. Μή μᾶς παρακάμψετε. Ἐμπιστευθεῖτε σ’ ἐμένα τήν αἰτία τῆς παρουσίας σας καί πέστε  μου ποιός εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔπεισε νά προσκυνήσετε ἕναν ἀλλοεθνή. Καί ποιό εἶναι τό ἀνάλογο κέρδος γιά τόν τόσο μεγάλο κόπο σας; Ἄν ὅμως αὐτός πού σᾶς κάλεσε δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἀστερόμορφος ἄγγελος, διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τό γεγονός τῆς ἀνατολῆς του νά μάθω τό χρόνο καί τόν καιρό, κατά τόν ὁποῖο ἔχουν μάθει καί τά ἄστρα νά ὑπηρετοῦν τό βρέφος πού τά ἀποστέλλει, ὥστε νά ἔρθω καί ἐγώ καί νά τόν προσκυνήσω».

Ἀφοῦ λοιπόν εἶπαν τό χρόνο τοῦ πρωτοφανοῦς ἄστρου, ἔφυγαν, παίρνοντας ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μήν ἐπιστρέψουν στόν Ἡρώδη. Σ’ αὐτούς παρουσιάσθηκε πάλι τό συνοδοιπόρο ἄστρο, καί ἀφοῦ ἦρθε ἐκεῖ πού βρισκόταν τό παιδί, ἔμεινε ἀκίνητο, σάν νά διακήρυσσε μέ αὐτή τή στάση του καί νά ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ βασιλιάς, πού ἐγώ σάν σημαία του προχωροῦσα μπροστά σας· αὐτός μοῦ ἄναψε τή δάδα τοῦ ὁδηγοῦ καί μέ ἔστειλε σ’ ἐσᾶς,».

Ποιός λοιπόν ἐρευνώντας θά βρεῖ μιά τέτοια γέννηση; Ποιός λόγος θά κατανοήσει τόν τρόπο τοῦ μυστηρίου; Κανείς νά μήν προσπαθήσει νά φθάσει τόν ἀκατάληπτο μέ ἀνθρώπινες σκέψεις· διότι ἐδῶ δέν χρειάζονται ἀναλογίες, ἀλλά μόνο πίστη.

Σταμάτα νά ἐρευνᾶς, ἄνθρωπε, καί διδάξου νά προσκυνᾶς μαζί μέ τούς μάγους. Μπόρεσε πρῶτα νά ἀντικρύσεις κατευθείαν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί τότε θά ἀτενίσεις ἀκίνδυνα τήν παρθενική γέννα. Ἡ θεότητα εἶναι φωτιά πού κατακαίει, ἄν θελήσεις νά ψηλαφήσεις τή φλόγα, θά κατακάψεις τά χέρια σου χωρίς νά βρεῖς τίποτε.

Ποιός δηλαδή, ὅταν γεννήθηκε, συντάραξε τόν οὐρανό μέ τήν ὑμνωδία τῶν ἀγγέλων; Ποιός ἀνέτειλε ἄστρο καί μονάχα τούς ἀστρολόγους ἀνέδειξε θεολόγους; Ποιός ὀνομάσθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους Κύριος, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του; Ποιός ὀνομάσθηκε μέ τό ὄνομα αὐτό πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ; Ποιός, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του, προσκυνήθηκε ποτέ μέ σκίρτημα; Ποιός, ἄν καί ἦταν στή μήτρα, δέχθηκε τό σεβασμό ἀπό αὐτούς πού ἦταν στή μήτρα; Ποιός ἕλκυσε τούς μάγους ἀπό τήν Περσία γιά νά τόν προσκυνήσουν;

Πραγματικά, εἶναι ὡραῖο νά θαυμάσουμε τήν πίστη τους. Δέν δίστασαν νά τόν προσκυνήσουν, ἄν καί εἶδαν τό σπήλαιο καί τή μεγάλη φτώχεια· διότι ἔμαθαν μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι γιά μᾶς Ἐκεῖνος ἔγινε φτωχός, ἄν καί ἦταν πλούσιος· ὅτι κρατάει στήν παλάμη του ὅλο τόν κόσμο, ἄν καί γεννήθηκε στό σπήλαιο· ὅτι περιβάλλει τόν οὐρανό μέ νέφη, ἄν καί περιβάλλεται μέ κουρέλια, ὅπως συνηθίζεται γιά τά νεογέννητα· ὅτι ἀναπαύεται στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ἄν καί ὡς ἄνθρωπος εἶναι ξαπλωμένος στή φάτνη·καί ὅτι βρίσκεται στό θρόνο τοῦ Θεοῦ-Πατέρα28, ἄν καί βαστάζεται στήν ἀγκάλη τῆς μητέρας.

Ἀλλά ἐμεῖς ἄς δοξάσουμε τήν ἔνσαρκη γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Παρθένο καί τήν προσκύνησή του ἀπό ὅλη τήν κτίση, προσφέροντας ὁλόκληρη τή ζωή μας, στόν Χριστό· στόν Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος

Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος Α´.

Κεφάλαιο γ΄: Περὶ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη.

Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφες. 3: 9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:

Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας -δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ- καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).

Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγῳ τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστᾶ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του -τὴν Ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει- καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (Ἰωάν. 1: 12)· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορ. 15: 49).

Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα του ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο Θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.

Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.

Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσ. 5: 30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (Ἰωάν. 1:16 καὶ Κολασ. 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ Θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτοποιηθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10, 12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση.

Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3: 13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (Ματθ. 24: 35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμ., 101: 27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;

Κεφάλαιο ι΄: Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πώς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιά μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου το μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.

Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν τὸν Ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β’ Κορ. 4: 6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορ. 4: 6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορ. 4: 6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (Ἰωάν. 4: 24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ Ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμ. 1: 25).

Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μᾶς κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (Λουκ. 12: 49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ Ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;

Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (Ἰωάν. 6: 56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.

Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο –μὴ γένοιτο– αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26: 18).

Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (Λουκ. 8: 21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδεῖες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.

Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο του τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο Ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα –ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ– ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν Θεία του φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (Ἰωάν. 1: 14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3: 1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.

Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ Ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς –ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία– γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι.

Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ τοῦ Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ Ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς της γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.

Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι Δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ Κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι της ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ της εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.

Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ Ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ Αὐτήν.

Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν.

Ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς

Τὰ δῶρα τῶν Μάγων (Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν» (Ματθ. Β΄11).

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τρία δῶρα ἔφεραν στὸ νεογέννητο Βασιλιά. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν συμβόλισαν τὴν ἁγία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὸ ὄνομα τῆς Ὁποίας ἦρθε στὸν κόσμο τὸ παιδὶ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὴν τριπλή διακονία τοῦ Κυρίου: τὴ βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν προφητική, γιατί ὁ χρυσὸς συμβολίζει τὴν αὐτοκρατορική, τὸ λιβάνι τὴν ἱερατικὴ καὶ ἡ σμύρνα τὴν προφητικὴ ἢ τὴ θυσιαστική. Τὸ νεογέννητο βρέφος θὰ γινόταν ὁ Βασιλιᾶς τοῦ ἀθάνατου βασιλείου, ὁ ἀναμάρτητος ἱερέας καὶ προφήτης καί, ὅπως οἱ περισσότεροι προφῆτες πρὶν ἀπ’ Αὐτόν, θὰ θανατωνόταν.

Ὅλοι τὸ γνωρίζουν πὼς ὁ χρυσὸς μαρτυρεῖ κάποιον βασιλιὰ καὶ τὴ βασιλεία του. Ὅλοι γνωρίζουν πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ ἱερωσύνη καὶ προσευχή. Κι ἐπίσης ὅλοι γνωρίζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ τὴ θνητότητα. Ὁ Νικόδημος ἄλειψε τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μὲ μύρα (Ἰωάν. Ιθ΄ 39-40). Ἄλειφαν τὰ σώματα γιὰ νὰ τὰ διατηρήσουν κάπως περισσότερο ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ἔλαμψε σὰν χρυσός. Καὶ γέμισε ἀπὸ προσευχὲς καὶ θυμιάματα, ὅπως ἕνας ναός. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη γέμισε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας Του.

Τὰ τρία δῶρα ὅμως συμβολίζουν ἐπίσης τὴν καρτερία καὶ τὸ ἀμετάβλητο. Ὁ χρυσὸς παραμένει χρυσός, τὸ λιβάνι παραμένει λιβάνι καὶ τὸ μύρο παραμένει μύρο. Κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲ χάνει τὴν ἰδιότητά του ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν. Μετὰ ἀπὸ χίλια χρόνια ὁ χρυσὸς ἐξακολουθεῖ νὰ λάμπει, τὸ λιβάνι νὰ καίει καὶ τὸ μύρο διατηρεῖ τὸ ἄρωμά του. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν ἄλλα πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ ἀντικείμενα στὴ γῆ ποὺ νὰ συμβολίζουν τόσο πιστὰ τὴν ἐπίγεια ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ δείχνουν πιὸ καθαρὰ καὶ ἐκφραστικὰ τὸν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ ἔργου Του στὴ γῆ, καθὼς καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸν κόσμο. Ἔφερε τὴν ἀλήθεια, τὴν προσευχή, τὴν ἀθανασία.

Μὲ ποιὸ ἄλλο ἀντικείμενο στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χρυσό, θὰ μποροῦσε νὰ συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ ἀλήθεια; Ὅ,τι καὶ νὰ κάνεις στὸ χρυσό, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ λάμπει.

Μὲ ποιὸ ἄλλο ἀντικείμενο θὰ μποροῦσε νὰ συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ προσευχὴ ἂν ὄχι μὲ τὸ λιβάνι; Ὅπως ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸ λιβάνι γεμίζει τὴν ἐκκλησιὰ ὁλόκληρη, ἔτσι γεμίζει κι ἡ προσευχὴ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτσι ἀνεβάζει ἡ προσευχὴ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου», λέει ὁ Ψαλμωδὸς (Ψαλμ. ρμα΄ 2). Εἶναι γεγονὸς πὼς κι ἄλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μὰ κανένας καπνὸς δὲν ἐμπνέει τὴν ψυχὴ γιὰ προσευχή.

Ποιὸ ἄλλο ἐπίγειο ἀντικείμενο θὰ μποροῦσε νὰ συμβολίσει καλύτερα τὴν ἀθανασία ἀπὸ τὸ μύρο; Ἡ θνητότητα ἀποπνέει δυσωδία, ἐνῶ ἡ ἀθανασία ἔχει μία διαρκή εὐωδία.

Οἱ μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ συμβόλισαν ἔτσι ἔστω κι ἀνεπίγνωστα ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ πίστη. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα κι ἔφτασαν ὡς τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν ἀθανασία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τῶν πιστῶν Του. Δὲν εἶναι ἁπλοὶ προσκυνητές, μὰ πραγματικοὶ προφῆτες. Προφῆτες τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅσο καὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ μόνοι τους, μὲ τὴ δική τους ἀντίληψη καὶ γνώση, δὲν θὰ τὰ ἤξεραν ὅλα αὐτά. Ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεὲμ καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ παράξενο αὐτὸ ἄστρο νὰ τοὺς ὁδηγεῖ.

«Θεὸς ἐπὶ γῆς, ἄνθρωπος ἐν Οὐρανῶ», Ὁμιλίες Α΄.

 Πηγή: www.imaik.gr

Μόρφου Νεόφυτος: «Τὸ ἔνδυμα τῆς Θεότητος, εἶναι ἡ ταπείνωση…» (25.12.2023)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας Μόρφου (25.12.2023).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ὁ λαμπρὸς ἀστέρας ποὺ μήνυσε στοὺς τρεῖς Πέρσες Μάγους τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: Τί ἦταν τελικά;

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁ λαμπρὸς ἀστέρας ποὺ μήνυσε στοὺς τρεῖς Πέρσες Μάγους τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: Τί ἦταν τελικά;

«ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα, ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα»
(Ματθ. 2, 10)

Κάθε χρόνο, μέσα στὸ ἑορταστικὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων —δυστυχῶς συχνότατα κοσμικὸ καὶ μὲ ἔλλειψη πνευματικότητας ἢ καλύτερα Ὀρθόδοξης πνευματικότητας—, πολλοὶ εἶναι ποὺ ἀσχολήθηκαν καὶ ἀσχολοῦνται καὶ μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ λαμπροῦ ἐκείνου ἀστέρα, ποὺ ὁδήγησε τοὺς Μάγους σὲ προσκύνηση τοῦ τεχθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μάλιστα, ἀπὸ παλαιότερους χρόνους μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, καὶ ἀρκετοὶ ἀστρονόμοι θεώρησαν «καθῆκον» τους νὰ «ἐξιχνιάσουν» τὸ μυστήριο ποὺ περιβάλλει τὸν ἀστέρα αὐτό, ἐκφράζοντας —πιθανὲς ἢ ἀπίθανες— θεωρίες, ποὺ κινοῦνται μεταξὺ ὑπερβολῆς καὶ ἀποβολῆς τοῦ γεγονότος. Οἱ κυριώτερες ἀπὸ τὶς θεωρίες αὐτὲς ἀναφέρουν πὼς ὁ ἀστέρας ἐκεῖνος ἦταν καινοφανής ἢ ὑπερκαινοφανὴς ἀστέρας· διπλὴ ἢ τριπλὴ σύνοδος κάποιων πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος· ἡ σύνοδος τῶν ἑπτὰ τότε γνωστῶν πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος· κομήτης· μετεωρίτης· διάττων ἀστέρας.

Ἐντύπωση προξενεῖ ποὺ καὶ σύγχρονοι —κατὰ τὰ ἄλλα καταρτισμένοι ἀστρονόμοι (δὲν μιλῶ γιὰ ἀστρολόγους!)— ἀποφαίνονται ex cathedra, συχνὰ θεωρώντας τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρος ἐκείνου γιὰ τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ πράγματος ὡς ἱστορικὰ ἀνυπόστατο. Θεωροῦν δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὁ ἐν λόγῳ ἀστέρας, καὶ ἑπομένως ἡ Καινὴ Διαθήκη γράφει παραμύθια —δὲν γνωρίζω ἂν ἐννοοῦν ὑποδεέστερα ἢ ἀνώτερα ἐκείνων τῆς Χαλιμᾶς—, προλαμβάνοντας ἔτσι τὴ σύγχρονη μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων, τῶν Χριστουγέννων ποὺ ἑορτάζονται ὡς ἕνα κοσμικὸ event, χωρὶς Χριστό, ἁπλῶς σὰν εὐκαιρία φυγῆς ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, μέσα στὴν πολυποίκιλη χλιδὴ καὶ τὴν πολύτροπη ἁμαρτία… Δὲν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀγαπητοὶ ἀσφαλῶς καὶ ἔγκριτοι τῆς Δημοκρίτειας Ἐπιστήμη ἐκπρόσωποι ὅτι ἀναιροῦν ἑαυτούς, ἀφοῦ εἰσέρχονται —ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ— σὲ ξένα «ἀμπελοχώραφα», σὲ τομεῖς ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκουν, καὶ προσπαθοῦν νὰ ψαύσουν τὰ ἄψαυστα καὶ ἀνεπίβατα ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς μυστήρια καὶ γεγονότα τῆς Πίστης μὲ «ἐπιστημονικὰ μέσα». Ὅμως, «οὐ τοῦ παντὸς» ἡ γνώση τῶν θείων…

Θὰ προσπαθήσουμε, ὅσο γίνεται ἁπλούστερα, νὰ τοποθετήσουμε τὸ ὅλο θέμα στὴν ὀρθὴ ἱστορικοφιλολογικὴ καὶ κατεξοχὴν θεολογική του βάση.

Καταρχὴν νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν κάνει ἐπιστήμη, ἀλλὰ περιγράφει ἀληθέστατα καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο τὰ γεγονότα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ Καινὴ Διαθήκη εὐρύτερα, καὶ εἰδικώτερα τὰ τέσσερα ἅγια Εὐαγγέλια, ποὺ γράφηκαν κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 1ου αἰ. ἀπὸ τοὺς αὐτήκοους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀποθησαυρίζουν τὰ γεγονότα τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς πανάγιας ἐπὶ γῆς ζωῆς Του, τῶν ἁγίων παθῶν, τῆς ταφῆς, τῆς ἀναστάσεως καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεώς Του. Τὴν ἀλήθεια τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἐνισχύουν, σὺν πολλοῖς ἄλλοις τὸ ὅτι ἀλληλοσυμπληρώνονται οἱ σχετικὲς διηγήσεις καὶ ἐπιβεβαιώνονται καὶ ἀπὸ ἐξωβιβλικὲς μαρτυρίες[1]. Καί, βεβαίως, σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἱστορικοφιλολογικὴ Ἐπιστήμη, ἡ ἱστορικότητα τῶν περιγραφομένων στὴν Καινὴ Διαθήκη γεγονότων εἶναι ἀναμφισβήτητη, ἀφοῦ σώζονται σήμερα περὶ τὰ 5000 χειρόγραφα, ἀντίγραφα τῶν πρωτοτύπων βιβλίων της, μὲ ὁρισμένα τμήματα σωζόμενα σὲ πάπυρο νὰ χρονολογοῦνται σὲ ἀπόσταση χρονικῆς ἀναπνοῆς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφηκαν τὰ πρωτότυπα.

Πέραν τούτων, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνέπνευσε τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθόρισε κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες τὰ βιβλία, τόσο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ εἶναι θεόπνευστα καὶ ἐκφράζουν ἐπακριβῶς τὴ διδασκαλία της, καταρτίζοντας τὸν λεγόμενο Κανόνα τῶν ἱερῶν αὐτῶν βιβλίων (49 τῆς Π.Δ. καὶ 27 τῆς Κ.Δ.) καὶ ἀποκλείοντας ἀπὸ αὐτὸν τὰ ποικίλα ἀπόκρυφα ἢ ψευδεπίγραφα βιβλία. Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἀπέκτησε οἰκουμενικὸ κύρος μὲ τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς πρώτης ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ βιβλία ποὺ ἀνήκουν στὸν Κανόνα αὐτὸ ἰσχύει ὡς θέμα πίστεως ἡ σχετικὴ ρήση τοῦ θεηγόρου ἀποστόλου Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ» (Β´ Τιμ. 3, 16).

*   *   *

Τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ὄντως ὑπερφυσικοῦ ἐκείνου ἀστέρος ἅμα τῇ γεννήσει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἡ στὴ συνέχεια μετακίνησή του πρὸς καθοδήγηση τῶν τριῶν Μάγων καταγράφεται μόνο στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, στὸ δεύτερο κεφάλαιο. Ἡ θεοπνευστία καὶ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου εἶναι αὐτονόητη. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος δὲν γράφει ἱστοριοῦλες καὶ παραμυθάκια γιὰ νὰ περνοῦν τὴν ὥρα τους οἱ ἀφελεῖς. Γράφει ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ συνδέονται μὲ τὴ σάρκωση, τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ στὸν κόσμο, σαρκωθέντος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Παραθέτουμε ἐφεξῆς ὅλο τὸ κείμενο αὐτό, τονίζοντας μὲ ἔντονα στοιχεῖα τὶς ἀναφορὲς στὸν οὐράνιο ἐκεῖνο ἀστέρα.

Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφάλαιον Β´

«1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεµ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡµέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ µάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυµα 2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδοµεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθοµεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. 3 Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυµα µετ᾽ αὐτοῦ, 4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραµµατεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6 καὶ σύ, Βηθλεέµ, γῆ Ἰούδα, οὐδαµῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεµόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούµενος, ὅστις ποιµανεῖ τὸν λαόν µου τὸν Ἰσραήλ. 7 Τότε Ἡρῴδης λάθρᾳ καλέσας τοὺς µάγους ἠκρίβωσεν παρ᾽ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινοµένου ἀστέρος, 8 καὶ πέµψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲµ εἶπεν· πορευθέντες ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδίου· ἐπὰν δὲ εὕρητε ἀπαγγείλατέ µοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν. καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν µεγάλην σφόδρα. 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον µετὰ Μαρίας τῆς µητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σµύρναν. 12 καὶ χρηµατισθέντες κατ᾽ ὄναρ µὴ ἀνακάµψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. 13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων, Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· µέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν µου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν µάγων ἐθυµώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεµ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν µάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεµίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ῥαµὰ ἠκούσθη, κλαυθµὸς καὶ ὀδυρµὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηµατισθεὶς δὲ κατ᾽ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ µέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγοµένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται».

Νὰ σημειώσουμε ἀρχικὰ πώς, ἂν καθ᾽ ὑπόθεση ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ ἐν λόγῳ ἀστέρος, τότε συγκαταρρέουν καὶ ὅλα τὰ συνδεδεμένα μὲ αὐτὸν γεγονότα, ποὺ περιγράφονται στὸ ἀνωτέρω κεφάλαιο, γιατὶ ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται κατ᾽ ἐπιλογὴν ἀποδοχὴ τῶν ἀναφερομένων στὰ Εὐαγγέλια γεγονότων. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅμως πιστοὺς ὄχι μόνο ἡ ἱστορικότητα τῶν ἀναφορῶν τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀλλὰ καὶ κριτήριο τῆς αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τους δὲν ἀποτελοῦν οἱ ὅποιες σοφὲς —ἢ ἄσοφες— σχετικὲς ἐπιστημονικὲς ἀποφάνσεις, ἀλλὰ ἡ ἱερὰ Παράδοσις. Στὴν Παράδοσιν αὐτὴ περιλαμβάνονται «ὅ,τι παντοῦ, ὅ,τι πάντοτε καὶ ὅ,τι ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est, κατὰ τὸν Δυτικὸ Πατέρα τοῦ 5ου αἰ. ἅγιο Βικέντιο Λειρήνου [Commonitorium Primum sect. 2]), δηλαδὴ ἡ σχετικὴ «συμφωνία τῶν Πατέρων» (consensus Patrum), ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται διαχρονικὰ στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, στὴν Ὑμνολογία καὶ στὴν Εἰκονογραφία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ τὸ ὑπὸ ἐξέταση λοιπὸν ζήτημα τοῦ ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου ὑπάρχει μία θαυμαστὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συμφωνία τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως ἀπὸ τὸν 1ο αἰ. μ.Χ. μέχρι καὶ σήμερα. Καί, γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές, θὰ παραθέσουμε ἐπιλεκτικὰ τὶς σχετικὲς μαρτυρίες κατὰ χρονολογικὴ σειρά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.

Α. Ἀναφορὲς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξηςκκλησίας
στὸν ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου

Εἰσαγωγικὰ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἱερὰ Παράδοσις θεώρησε τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἐν λόγῳ ἀστέρα ὡς ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ προφήτου Βαλαὰμ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται στὸ Βιβλίο τῶν ριθμῶν. Ὅπως σημειώνει στὴν ἑρμηνεία τῶν ᾀσματικῶν κανόνων τῶν Χριστουγέννων καὶ ὁ ἀνακεφαλαιωτὴς τῆς πατερικῆς παράδοσης ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ ορτοδρόμιον (Βενετία 1805, σσ. 78-79), στὸ κδ´ (24) κεφάλαιο τῶν ριθμῶν, ὁ Βαλάκ, βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν, προσκάλεσε τὸν μάντη Βαλαὰμ ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, γιὰ νὰ καταρασθεῖ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ ἦταν μεγάλος ἀντίπαλός του. Αὐτὸς ὅμως, ἀντὶ νὰ τὸν καταρασθεῖ, τὸν εὐλόγησε καὶ χωρὶς νὰ θέλει καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προφήτευσε περὶ Χριστοῦ τὰ ἑξῆς: «γένετο Πνεῦμα Θεοῦ πὶ Βαλαάμ· καὶ ναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· Ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου ακώβ, καὶ αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ… ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶννατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει τοὺς ρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντας τοὺς υἱοὺς Σήθ» (ριθμ. 24, 2·3·7·17). Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος πώς, σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν προφητεία ποὺ εἶχαν παραλάβει ἀπὸ τοὺς προγόνους τους οἱ τρεῖς Μάγοι, οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι ἀστεροσκόποι καὶ ἄρχοντες τῶν Περσῶν, ὥστε, ὅταν εἶδαν τὸν καινοφανὴ ἐκεῖνο ἀστέρα ἐννόησαν ὅτι αὐτὸς ἐμήνυε τὴ Γέννηση τοῦ προσδοκωμένου Μεσσία Χριστοῦ.

Τὰ ἐφεξῆς παρατιθέμενα πατερικὰ ἀποσπάσματα ἀποτελοῦν μόνο μία ἐνδεικτικὴ ἀνθολόγηση ἀπὸ τὴν πλούσια σχετικὴ πατερικὴ γραμματεία, ποὺ ἀποδεικνύει τὴ θαυμαστὴ ὁμοφωνία τους σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρος τῆς Γεννήσεως καὶ τὸ τί στὴν πραγματικότητα ἦταν αὐτός.

α. Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος θεοφόρος
(1ος αἰ.-ἀρχὲς 2ου μ.Χ.),

πιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους

« γὰρ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκυοφορήθη ὑπὸ Μαρίας κατ᾽ οἰκονομίαν Θεοῦ ἐκ σπέρματος μὲν Δαβίδ, Πνεύματος δὲ Ἁγίου· ὃς ἐγεννήθη καὶ ἐβαπτίσθη, ἵνα τῷ πάθει τὸ ὕδωρ καθαρίσῃ. Καὶ ἔλαθεν τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου παρθενία Μαρίας καὶ τοκετὸς αὐτῆς, ὁμοίως καὶ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη.

Πῶς οὖν ἐφανερώθη τοῖς αἰῶσιν; ἀστὴρ ἐν οὐρανῷ ἔλαμψεν ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀστέρας, καὶ τὸ φῶς αὐτοῦ ἀνεκλάλητον ἦν καὶ ξενισμὸν παρεῖχεν καινότης αὐτοῦ, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα ἄστρα ἅμα ἡλίῳ καὶ σελήνῃ χορὸς ἐγένετο τῷ ἀστέρι, αὐτὸς δὲ ἦν ὑπερβάλλων τὸ φῶς αὐτοῦ ὑπὲρ πάντα· ταραχή τε ἦν, πόθεν καινότης ἀνόμοιος αὐτοῖς. Ὅθεν ἐλύετο πᾶσα μαγεία καὶ πᾶς δεσμὸς ἠφανίζετο κακίας· ἄγνοια καθῃρεῖτο, παλαιὰ βασιλεία διεφθείρετο Θεοῦ ἀνθρωπίνως φανερουμένου εἰς καινότητα ἀϊδίου ζωῆς».

(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Sources Chretiennes, 10, σσ. 86–90).

β. Εὐσέβιος τοῦ Παμφίλου, ἐπίσκοπος Καισαρείας
(περ. 260-340 μ.Χ.),

  1. Ἐπίδειξις Εὐαγγελικὴ

«Ἀλλὰ τὰ μὲν τῆς συμφωνίας τῆς τε προφητικῆς προρρήσεως καὶ τῆς εὐαγγελικῆς συμπεράνσεως ὧδέ πως ἐχέτω τέλους. τί δἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐπιλάμψεως τοῦ φανέντος ἀστέρος, συνιδεῖν ἄξιον. «εἰς σημεῖά» φησιν Μωσῆς καὶ «εἰς καιροὺς» τεθεῖσθαι τοὺς πάντας «ἐν τῷ στερεώματι» ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀστέρας. ξένος δὲ ἦν καὶ οὐ συνήθης οὐδὲ τῶν πολλῶν καὶ γνωρίμων εἷς, ἀλλά τις καινὸς καὶ νέος ἀστὴρ ἐπιφανεὶς τῷ βίῳ σημεῖον ξένου «φωστῆρος» ἐδήλου καταλάμψαντος τῷ παντὶ κόσμῳ, ὃς ἦν Χριστὸς τοῦ Θεοῦ, μέγας καὶ νέος ἀστήρ, οὗ τὴν εἰκόνα συμβολικῶς φανεὶς τότε τοῖς μάγοις ἐπεφέρετο. ἐπειδὴ γὰρ καθ᾽ ὅλης τῆς ἱερᾶς καὶ θεοπνεύστου γραφῆς προηγούμενος τῆς διανοίας σκοπὸς μυστικώτερα καὶ θεῖα βούλεται παιδεύειν, μετὰ τοῦ καὶ τὴν πρόχειρον διάνοιαν σῴζεσθαι ἐν μέρει τῶν ἱστορικῶς πεπραγμένων, εἰκότως καὶ μετὰ χεῖρας πρόρρησις ἐπληροῦτο πρὸς λέξιν ἐπὶ τῇ τοῦ προαναφωνηθέντος ἀστέρος ἐπὶ τῇ γενέσει τοῦ σωτῆρος ἡμῶν προφητείᾳ.

 Γίνονται μὲν οὖν καὶ ἐφἑτέρων ἐπιδόξων καὶ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ξενιζόντων ἀστέρων ἐκλάμψεις, οἷον τῶν καλουμένων παρά τισιν κομητῶν, δοκίδων, πωγωνιῶν, τινων ἑτέρων τούτοις παραπλησίων ἐπὶ μεγάλοις πράγμασιν ἐξ ἔθους ἀναφαινομένων. ἀλλὰ τί γὰρ κρεῖττον μεῖζον τῷ παντὶ κόσμῳ γένοιτ᾽ ἄν ποτε οἷον τὸ διὰ τῆς σωτηρίου ἐπιφανείας πᾶσιν ὑπάρξαν ἀνθρώποις νοερὸν φῶς, εὐσεβείας καὶ θεογνωσίας ἀληθοῦς κατάληψιν λογικαῖς ψυχαῖς κομιζόμενον; οὗ δὴ χάριν τὸ μέγα σημεῖον προφανεὶς ἐδήλου ἀστήρ, μέγαν καὶ νέον φωστῆρα ἐπιλάμψαντα τῷ παντὶ κόσμῳ τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ πᾶσιν αἰνιττόμενος.

 Κατὰ τὸ αὐτὸ δὲ προφητεία ἄνθρωπον ὁμοῦ καὶ ἀστέρα θεσπίζει διὧν φησιν· «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ», τὸν μὲν οὐράνιον φωστῆρα τὸν Θεὸν Λόγον εἶναι, τὸν αὐτὸν δὲ ἄνθρωπον ὀνομάζουσα. διαφόρως δὲ αὐτὸν καὶ ἐν ἑτέροις «ἀνατολὴν» ὁμοῦ καὶ «φῶς» καὶ «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀποκαλεῖ, ὡς ἐν τοῖς πρώτοις ἀπεδείξαμεν.

Εἶτα τὸ μὲν θειότερον αὐτοῦ, ἅτε φωτίζον «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», τῷ τῆς ἀνατολῆς ἐπεφήμισεν προσρήματι, φήσας· «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ», τὸν δὲ ἄνθρωπον διὰ τὸ συμβὰν περὶ αὐτὸν πάθος ὡς ἂν πεπτωκότα «ἀναστήσεσθαι» θεσπίζει, ὁμοίως οἷς καὶ Ἡσαΐας περὶ αὐτοῦ φησιν· «καὶ ἔσται ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ᾽ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν». καὶ σαφές γε, τίνα τρόπον τὸ φῶς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐκ τοῦ Ἰακὼβ ἀνατεῖλαν (τοῦτ᾽ ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἐκ περιτομῆς λαοῦ), πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, ἀλλοὐχὶ τῷ Ἰακὼβ ὅθεν καὶ προῆλθεν, ἐξέλαμψεν».

         (Ἀπὸ τὴν ἔκδοση: Eusebius Werke, Band 6: Die Demonstratio evangelica, Ed. Heikel, I.A., Leipzig: Hinrichs, 1913; Die griechischen christlichen Schriftsteller 23. Βιβλίο 9, κεφ. 1).

γ. Ἅγιος Ἀθανάσιος Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
(περ. 295-373)

Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου

«Τίνος δὲ τῆς γενέσεως προέδραμεν ἀστὴρ ἐν οὐρανοῖς, καὶ τὸν γεννηθέντα ἐσήμανε τῇ οἰκουμένῃ; Μωυσῆς μὲν γὰρ γεννῶμενος ἐκρύπτετο ὑπὸ τῶν γονέων· Δαβὶδ δὲ οὐδὲ τοῖς ἐκ γειτόνων ἠκούσθη, ὅπουγε οὐδὲ ὁ μέγας Σαμουὴλ αὐτὸν ἐγίνωσκεν, ἀλλ᾽ ἐπυνθάνετο εἰ ἔστιν ἔτι υἱὸς τῷ Ἰεσσαί· Ἀβραὰμ δὲ λοιπὸν γεγονὼς μέγας ἐγνώσθη τοῖς ἐγγύς. Τῆς δὲ Χριστοῦ γενέσεως μάρτυς οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ἀστὴρ φαινόμενος ἦν ἐν οὐρανῷ, ὅθεν καὶ κατέβαινεν».

(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Sources Chretiennes, 199, Paris 1973, σσ. 390-392)

δ. Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
(330-379)

Ὁμιλία εἰς τὴν ἀγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν

«Ἐπεὶ μέντοι προσέκειντο (οἱ Μάγοι) ταῖς τῶν οὐρανίων κινήσεσιν, οὐκ ἀργῶς ἐθεώρουν τὸ παράδοξον τῶν κατοὐρανὸν θεαμάτων, ἀστέρα καινὸν καὶ ἀσυνήθη τῇ γεννήσει τοῦ Κυρίου ἐπανατείλαντα. Καὶ μηδεὶς ἑλκέτω τὴν τῆς ἀστρολογίας κατασκευὴν εἰς τὴν τοῦ ἀστέρος ἀνατολήν. Οἱ μὲν γὰρ τὴν γένεσιν παρεισάγοντες ἐκ τῶν ἤδη ὄντων ἀστέρων, τῶν τούτων τοιόνδε σχηματισμὸν αἴτιον εἶναι τῶν κατὰ τὸν βίον συμπτωμάτων ἑκάστῳ τίθενται· ἐνταῦθα δὲ οὐδεὶς τῶν ὄντων ἀστέρων τὴν βασιλικὴν γέννησιν ἐσήμαινεν, οὐδ᾽ αὐτὸς τῶν συνήθων ἦν. Οἱ γὰρ τῇ κτίσει συγκαταβληθέντες ἐξ ἀρχῆς ἤτοι ἀκίνητοί εἰσι διὰ παντὸς, ἢ τὴν κίνησιν ἄπαυστον ἔχοντες· ὁ δὲ φανεὶς οὗτος ἀμφότερα φαίνεται ἔχων, καὶ κινούμενος καὶ ἱστάμενος. Καὶ ἐν μὲν τοῖς ἤδη οὖσιν οἱ μὲν κατεστηριγμένοι οὐδέποτε κινοῦνται, οἱ δὲ πλανῆται οὐδέποτε ἵστανται· ὁ δὲ ἀμφότερα ἔχων ἐν αὑτῷ, καὶ κίνησιν καὶ στάσιν, δῆλός ἐστιν οὐδετέροις προσήκων. Ἐκινήθη μὲν γὰρ ἀπὸ ἀνατολῶν μέχρι Βηθλεέμ· ἔστη δὲ ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. ∆ιὰ τοῦτο κινηθέντες οἱ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν τῇ ὁδηγίᾳ ἀστέρος ἑπόμενοι, ἐπιστάντες τοῖς Ἱεροσολύμοις, πᾶσαν μὲν ἐτάραξαν τῇ ἑαυτῶν ἐπιδημίᾳ τὴν πόλιν, φόβον δὲ τῷ βασιλεῖ τῶν Ἰουδαίων ἐνῆκαν».

(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 31, 1469CD-1472A)

ε. Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης
(335-394)

Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος

«Ἀλλ᾽ ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὴν παροῦσαν χαρὰν, ἣν εὐαγγελίζονται τοῖς ποιμέσιν οἱ ἄγγελοι, ἣν οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τοῖς μάγοις, ἣν τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας διὰ πολλῶν τε καὶ διαφόρων ἀνακηρύσσει, ὡς καὶ τοὺς μάγους κήρυκας γενέσθαι τῆς χάριτος. ὁ γὰρ ἀνατέλλων τὸν ἥλιον ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, ὁ βρέχων ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς ἤνεγκε τὴν ἀκτῖνα τῆς γνώσεως καὶ τὴν δρόσον τοῦ πνεύματος καὶ εἰς ἀλλότρια στόματα, ὥστε τῇ παρὰ τῶν ἐναντίων μαρτυρίᾳ βεβαιωθῆναι μᾶλλον ἐν ἡμῖν τὴν ἀλήθειαν. ἀκούεις τοῦ οἰωνιστοῦ Βαλαὰμ ἐπιπνοίᾳ κρείττονι τοῖς ἀλλοφύλοις ἐπιθειάζοντος, ὅτι ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ; ὁρᾷς τοὺς ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ γένος κατάγοντας μάγους ἐπιτηροῦντας κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ προπάτορος τὴν τοῦ καινοῦ ἀστέρος ἐπιτολὴν, ὃς παρὰ τὴν τῶν λοιπῶν ἀστέρων φύσιν μόνος καὶ κινήσεως μετέσχε καὶ στάσεως πρὸς τὴν χρείαν ἑκάτερον τούτων μεταλαμβάνων; τῶν γὰρ λοιπῶν ἀστέρων, τῶν μὲν ἅπαξ καταπεπηγότων τῇ ἀπλανεῖ σφαίρᾳ καὶ ἀκίνητον εἰληχότων τὴν στάσιν, τῶν δὲ μὴ παυομένων ποτὲ τῆς κινήσεως, οὗτος καὶ κινεῖται προηγούμενος τῶν μάγων καὶ ἵσταται καταμηνύων τὸν τόπον. ἀκούεις τοῦ Ἠσαΐου βοῶντος, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν; … ἰδόντες γάρ φησιν οἱ μάγοι τὸν ἀστέρα ἐπὶ τοῦ τόπου, οὗ ἦν τὸ παιδίον ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα.

 (Ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση: W. Jaeger et alii, Gregori Nysseni Opera, τόμ. 10/2, (ἐκδ.) E.J. Brill, Leiden-New York-Köln, 1996, σσ. 245-246).

ς. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
(329-390)

Λόγος ΙΘ´, Εἰς τὸν ἐξισωτὴν Ἰουλιανὸν

«Νῦν ἄγγελοι χαίρουσι, νῦν ποιμένες περιαστράπτονται, νῦν ἀστὴρ ἐξ Ἀνατολῶν τρέχει πρὸς τὸ μέγιστον φῶς καὶ ἀπρόσιτον· νῦν μάγοι προσπίπτουσι, καὶ δωροφοροῦσι, καὶ τὸν πάντων βασιλέα γινώσκουσι, καὶ καλῶς τῷ ἀστέρι τεκμαίρονται τὸν οὐράνιον».

(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 35, 1057B)

ζ. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
(περ. 349-407)

(Σημ.: Σημαντικώτατη ἡ ἐφεξῆς ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καθὼς ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἀστὴρ τῆς Γεννήσεως ἦταν ἀγγελικὴ δύναμις καὶ ὄχι ἕνας κοινὸς ἀστέρας τοῦ στερεώματος)

Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον
Ὁμιλία ϛʹ.

«Τοῦ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα, λέγοντες· Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ, καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.

αʹ. Πολλῆς ἡμῖν δεῖ τῆς ἀγρυπνίας, πολλῶν τῶν εὐχῶν, ὥστε δυνηθῆναι ἐπεξελθεῖν τῷ παρόντι χωρίῳ, καὶ μαθεῖν, τίνες οἱ μάγοι οὗτοι, καὶ πόθεν ἦλθον, καὶ πῶς, καὶ τίνος αὐτοὺς πείσαντος, καὶ τίς ἀστήρ

β´. … Ἀλλἵνα μὴ συνάπτοντες ἀπορίας ἀπορίαις ἰλιγγιᾷν ὑμᾶς ποιῶμεν, φέρε δὴ λοιπὸν ἐπὶ τὴν λύσιν τῶν ζητουμένων ἔλθωμεν, ἀρχὴν τῆς λύσεως ἀπὸ τοῦ ἀστέρος αὐτοῦ ποιούμενοι. Ἂν γὰρ μάθωμεν τίς ἀστὴρ, καὶ ποταπὸς, καὶ εἰ τῶν πολλῶν εἷς, ξένος παρὰ τοὺς ἄλλους, καὶ εἰ φύσει ἀστὴρ, ὄψει μόνον ἀστὴρ, εὐκόλως καὶ τὰ ἄλλα πάντα εἰσόμεθα. Πόθεν οὖν ταῦτα ἔσται δῆλα; Ἀπὸ τῶν γεγραμμένων αὐτῶν. Ὅτι γὰρ οὐ τῶν πολλῶν εἷς ἀστὴρ οὗτος ἦν, μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἀστὴρ, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, ἀλλὰ δύναμίς τις ἀόρατος εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τὴν ὄψιν, πρῶτον ἀπὸ τῆς πορείας αὐτῆς δῆλον.

Οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστιν ἀστήρ τις ταύτην βαδίζων τὴν ὁδόν· ἀλλὰ κἂν ἥλιον εἴπῃς, κἂν σελήνην, κἂν τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἀστέρας, ἐξ ἀνατολῶν ἐπὶ δύσιν ὁρῶμεν χωροῦντας· οὗτος δὲ ἀπὸ ἄρκτου πρὸς μεσημβρίαν ἐφέρετο· οὕτω γὰρ Παλαιστίνη πρὸς τὴν Περσίδα κεῖται. Δεύτερον, καὶ ἀπὸ τοῦ καιροῦ τοῦτο ἔστιν ἰδεῖν. Οὐ γὰρ ἐν νυκτὶ φαίνεται, ἀλλἐν ἡμέρᾳ μέσῃ, ἡλίου λάμποντος· ὅπερ οὐκ ἔστι δυνάμεως ἀστέρος, ἀλλοὐδὲ σελήνης· γὰρ τοσοῦτον πάντων ὑπερέχουσα, τῆς ἀκτῖνος φανείσης τῆς ἡλιακῆς, κρύπτεται εὐθέως καὶ ἀφανίζεται. Οὗτος δὲ τῇ τῆς οἰκείας λαμπρότητος ὑπερβολῇ καὶ τὰς ἀκτῖνας ἐνίκησε τὰς ἡλιακὰς, φανότερος ἐκείνων φανεὶς, καὶ ἐν τοσούτῳ φωτὶ μεῖζον λάμψας. Τρίτον, ἀπὸ τοῦ φαίνεσθαι καὶ πάλιν κρύπτεσθαι. Τὴν μὲν γὰρ ἕως Παλαιστίνης ὁδὸν ἐφαίνετο χειραγωγῶν· ἐπειδὴ δὲ ἐπέβησαν τῶν Ἱεροσολύμων, ἔκρυψεν ἑαυτόν· εἶτα πάλιν ὅτε τὸν Ἡρώδην ἀφέντες, διδάξαντες αὐτὸν ὑπὲρ ὧν ἦλθον, ἔμελλον ἀπιέναι, δείκνυσιν ἑαυτόν· ὅπερ οὐκ ἔστιν ἄστρου κινήσεως, ἀλλὰ δυνάμεώς τινος λογικωτάτης. Οὐδὲ γὰρ ἰδίαν τινὰ πορείαν εἶχεν, ἀλλὅτε μὲν ἔδει βαδίσαι αὐτοὺς, ἐβάδιζεν· ὅτε δὲ στῆναι, ἵστατο, πρὸς τὸ δέον πάντα οἰκονομῶν· καθάπερ στῦλος τῆς νεφέλης, καὶ καθίζων καὶ ἐγείρων τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰουδαίων, ἡνίκα ἐχρῆν. Τέταρτον, ἀπὸ τοῦ τρόπου τῆς δείξεως τοῦτο ἄν τις καταμάθοι σαφῶς. Οὐ γὰρ ἄνω μένων τὸν τόπον ἐδείκνυ· οὐδὲ γὰρ δυνατὸν ἦν αὐτοῖς οὕτω μαθεῖν· ἀλλὰ κάτω καταβὰς τοῦτο ἐποίει. Ἴστε γὰρ, ὅτι τόπον οὕτω μικρὸν, καὶ ὅσον εἰκὸς καλύβην κατασχεῖν, μᾶλλον δὲ ὅσον εἰκὸς σῶμα παιδίου μικροῦ κατέχειν, οὐχ οἷόν τε ἀστέρα γνωρίζειν. Ἐπειδὴ γὰρ ἄπειρον τὸ ὕψος, οὐκ ἤρκει οὕτω στενὸν τόπον χαρακτηρίσαι καὶ γνωρίσαι τοῖς βουλομένοις ἰδεῖν. Καὶ τοῦτο ἀπὸ τῆς σελήνης ἴδοι τις ἄν· ἢ τοσοῦτον ὑπερφερὴς οὖσα τῶν ἄστρων, πᾶσι τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην οἰκοῦσι, καὶ εἰς τοσοῦτον πλάτος γῆς ἐκκεχυμένοις, ἅπασιν ἐγγὺς εἶναι δοκεῖ. Πῶς οὖν ὁ ἀστὴρ, εἰπέ μοι, τόπον οὕτω στενὸν φάτνης καὶ καλύβης ἐδείκνυ, εἰ μὴ τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο ἀφεὶς κάτω κατέβη, καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἔστη τῆς κεφαλῆς τοῦ παιδίου;

Ὅπερ οὖν καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ προῆγεν αὐτοὺς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. Ὁρᾷς δι’ ὅσων δείκνυται οὐ τῶν πολλῶν εἷς ὢν οὗτος ὁ ἀστὴρ, οὐδὲ κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ἔξω γενέσεως δεικνὺς ἑαυτόν»;

(Ἔκδοση στὴ Σειρὰ Migne, Patrologia Graeca, 57, 61· 64-65)

η. Ἅγιος Θεόδοτος ἐπίσκοπος Ἀγκύρας
(α´ μισὸ τοῦ 5ου αἰ.)

Λόγος εἰς τὴν γένναν τοῦ Σωτῆρος ἀναγνωσθεῖσα ἐν τῇ συνόδῳ ἐπὶ τοῦ ἐπισκόπου Κυρίλλου

(Σημ.: ἐφεξῆς Ὁμιλία ἐνέχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φανέντος ἀστέρος στὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, καθὼς σχετικὴ ἑρμηνεία τοῦ γίου Θεοδότου υἱοθετήθηκε ὡς θεόπνευστη πὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ πρόεδρο τὸν γιο Κύριλλο ἀρχιεπίσκοπο λεξανδρείας, ὅπου ἀναγνώσθηκε γιὰ λόγους δογματικοὺς)

 «ἀλλ᾽  ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δοξάζουσι Θεὸν (οἱ ἄγγελοι). καὶ ἐν πενίᾳ τοίνυν καὶ ἐν φάτνῃ τοῖς πᾶσιν ἐφαίνετο. διὰ τοῦτο καὶ ἐν σπαργάνοις ἐστὶ καὶ ὑπὸ ἀγγέλων δοξάζεται,… οὐ τοῦ ἀστέρος καταβάντος πρὸς τοὺς μάγους (οὐδὲ γὰρ τοὺς τόπους ἀμείβουσιν οἱ ἀστέρες), ἀλλἐπειδὴ τῶν Χαλδαίων γῆ πολλοὺς ἔχει τῇ κινήσει τῶν ἀστέρων προσέχοντας, δύναμις κρείττων ὁδηγοῦσα τοὺς μάγους ἀστέρος ἀνέλαβεν ἰδίωμα, ἵνα ἀφ᾽ ὧν ἔμαθον οἱ Χαλδαῖοι μάθωσιν οὐκ ᾔδεισαν, καὶ ἀστρονομίαι προσέχοντες αὐτοῖς τοῖς ἄστροις τὰ τοῦ Χριστοῦ διδαχθῶσι μυστήρια. ὅτι γὰρ οὐκ ἦν ἀστήρ, ἀλλὰ δύναμις ἀγγελικὴ ὁδηγοῦσα τοὺς βαρβάρους πρὸς τὴν εὐσέβειαν, αὐτὸς εὐαγγελιστὴς δηλοῖ, τὸν ἀστέρα τοῦτον καὶ ἐν ἡμέρᾳ ποτὲ φαίνεσθαι, ποτὲ δὲ κρύπτεσθαι λέγων, ἄλλοτε δὲ καὶ ὁδηγεῖν αὐτὸν τοὺς μάγους  φησὶ καὶ σὺν αὐτοῖς ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἰέναι, ὅπερ οὐκ ἄν τις εἴποι τινὰ τῶν συνήθων ἀστέρων [δῆλον τῇ αἰσθήσει] ποιεῖν, ἀλλὰ δύναμιν ἐν ἄστρου σχήματι φαινομένην τοῖς ἀστρονόμοις. τὸ δὲ καὶ ἔστη ἐπάνω τοῦ παιδίου περὶ τοῦ ἀστέρος ῥηθὲν δύναμιν εἶναι τὸ φαινόμενον μηνύσει σαφῶς. οὐ γὰρ ἄν τις τῶν ἐν οὐρανῶι τεταγμένων ἀστὴρ δῆλος ἐγένετο ἐπάνω στὰς τοῦ παιδίου, ἐπειδὴ τὸ τοῦ διαστήματος μέγεθος τῆς ὄψεως κλέπτον τὴν κρίσιν οὐδὲ στάσιν οὐδὲ κίνησιν τῶν ἀστέρων δήλην τῆι αἰσθήσει ποιεῖ. ἔστη,  φησίν, ὁ ἀστὴρ ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον. οὐκοῦν ἀπολιπὼν τὸ ὕψος φαινόμενος ἀστὴρ χθαμαλώτερος γέγονεν, ἵνα τῆι στάσει δείξηι τοῦ βασιλέως τὴν γέννησιν. καὶ γὰρ ὡς βασιλέα ἐζήτουν οἱ μάγοι, βασιλέως ἐπερωτῶντες τὸν τόκον καὶ τοῖς Ἰουδαίοις λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ».

         (Ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση στό: Schwartz, E., Αcta Conciliorum Oecumenicorum, τόμ. 1.1.2, De Gruyter, Berlin 1927, σ. 87.26-88.11)

θ. Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς
(περ. 676-749)

Ἔκδοσις ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου Πίστεως

«Συνίστανται δὲ πολλάκις καὶ κομῆται σημεῖά τινα θανάτων βασιλέων, ἅτινα οὔκ εἰσι τῶν ἐξ ἀρχῆς γεγενημένων ἄστρων, ἀλλὰ τῷ θείῳ προστάγματι καταὐτὸν τὸν καιρὸν συνίστανται καὶ πάλιν διαλύονται, ἐπεὶ καὶ κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου διἡμᾶς κατὰ σάρκα φιλάνθρωπον καὶ σωτήριον γέννησιν ὀφθεὶς τοῖς μάγοις ἀστὴρ οὐ τῶν ἐν ἀρχῇ γενομένων ἄστρων ἦν. Καὶ δῆλον ἐκ τοῦ ποτὲ μὲν ἐξ ἀνατολῆς ἐπὶ δύσιν ποιεῖσθαι τὸν δρόμον, ποτὲ δὲ ἐκ βορρᾶ ἐπὶ νότον, καὶ ποτὲ μὲν κρύπτεσθαι, ποτὲ δὲ φαίνεσθαι· τοῦτο γὰρ οὐκ ἔστιν ἄστρων τάξεως φύσεως».

(Κριτικὴ ἔκδοση στό: Kotter, B., Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 2, De Gruyter, Berlin 1973 [Patristische Texte und Studien 12], 21.140–147, σ. 60)

 

ι. Μιχαὴλ Γλυκᾶς
(α´ τέταρτο 12ου αἰ.-1204)

Χρονικὰ

«Γεννᾶται οὖν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ Μάγοι ἐκ Περσίδος ἐγείρονται τὸν καινότατον ἐκεῖνον ἀστέρα θεασάμενοι, καὶ εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ παραγίνονται, προηγούμενον ἔχοντες τὸν τοιοῦτον ἀστέρα καὶ τὴν ὁδὸν οἷον ὑποδεικνύοντα

ἀλλὰ καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος, αὐτός τε ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης, ἐν σπηλαίῳ λέγοντες παρὰ τῶν Μάγων προσκυνηθῆναι τὸν Χριστόν, τὴν τοῦ χρυσορρήμονος ἐπιβεβαιοῦσι πάντως ἐξήγησιν.

Οἶδα δέ, ἀγαπητέ, ὅτι καὶ ἐπὶ τοῖς λοιποῖς τοῦ τοιούτου ἀστέρος οὐ μικρῶς ἀμφιβάλλεις, τῇ παραδόξῳ τε κινήσει, τῇ στάσει, τῇ ἀποκρυβῇ, τῇ ἀφ’ ὕψους συγκαταβάσει, καὶ πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς τοιούτοις. ἀλλὰ μὴ ἐπὶ πλέον ἀμφίβαλλε· οὐδὲ γὰρ ὁ τοιοῦτος ἀστὴρ εἷς ἐτύγχανε τῶν πολλῶν, οὓς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι κατ’ ἀρχὰς ἔθετο, ἀλλὰ δύναμίς τις ἀόρατος ἦν, εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τὴν ὄψιν, ὡς ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης φησίν. ἔδει γὰρ καὶ ἐπὶ παραδόξῳ τοιαύτῃ γεννήσει καὶ παράδοξον ἀστέρα γενέσθαι μηνυτὴν καὶ προάγγελον, ὡς ὁ θειότατός φησι Κύριλλος· εἰ μὴ γὰρ τοῦτο ἦν, οὐκ ἂν ἐπὶ τοσοῦτον ἔφαινεν, οὐκ ἂν ἐν ἡμέρᾳ μέσῃ τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας ὑπερηκόντιζεν. εἰ μὴ τοῦτο ἦν, οὐκ ἂν ἔπεισε τοὺς Μάγους ἐκεῖθεν ἐγερθῆναι καὶ τοσαύτην ὁδὸν στείλασθαι, οὐκ ἂν οὕτω θαυμασίως εἰς Ἱεροσόλυμα ἤγαγεν, οὐκ ἂν ἐξ ὕψους συγκαταβὰς ἐπάνω τοῦ τεχθέντος ἔστη παιδίου, οὐκ ἂν ἄφαντος μετὰ ταῦτα ἐγένετο. ἐπειδὴ γὰρ ὁδηγούμενοι παρ’ αὐτοῦ προσεληλύθασι τῷ Χριστῷ καὶ τῇ κατ’ αὐτὸν ἀπλανεῖ πίστει γεγόνασι κάτοχοι, χειραγωγίας οὐκέτι τοιαύτης ἐδέοντο. ἔνθεν τοι καὶ κατ’ ὄναρ χρηματισθέντες δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν».

(Ἔκδοση στό: Bekker, I., Michaelis Glycae annales, Weber, Bonn 1836 [Corpus scriptorum historiae Byzantinae], σσ. 387.10–14· 388.18-389.19)

Β. Ἀναφορὲς μνων τῆς Ὀρθόδοξηςκκλησίας στὸν ἀστέρα τῆς Βηθλεὲμ

Ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερα ἐκτεταμένη βυζαντινὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπομνηματίζει καὶ ἀποτυπώνει ποιητικὰ καὶ μελωδικὰ τὰ δόγματά της, ἐπέλεξα, τελείως ἐνδεικτικὰ καὶ πάλιν, τοὺς ἀκόλουθους ὕμνους, ποὺ ἀφενὸς ἐπιβεβαιώνουν καὶ πάλιν τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ὑπερφυοῦς ἐκείνου ἀστέρος κατὰ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐφεξῆς, ἀφετέρου δὲ ἐπισημαίνουν τὸ ὅτι δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ ὅσους δημιούργησε ὁ παντεχνήμων Θεός, ἀλλὰ ἀγγελικὴ δύναμις, ποὺ ὑπηρέτησε στὸ μέγιστο θαῦμα τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

α. Δύο ἀρχαῖοι ὕμνοι τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων

Τροπάριον. Ἦχος πλ. β´.

Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ Σπήλαιον, ἀλλ᾽ οὐρανός σε πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα, τὸν Ἀστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ· καὶ Μάγους σοι προσήνεγκεν, ἐν πίστει προσκυνοῦντάς σε· μεθ᾽ ὧν ἐλέησον ἡμᾶς.

Τροπάριον Ἦχος πλ. β´.

νέτειλας Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καὶ Ἀστήρ σε ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον, Μάγους ὁδηγήσας εἰς προσκύνησίν σου· μεθ᾽ ὧν σε μεγαλύνομεν· Ζωοδότα δόξα σοι.

β. Δοξαστικὸν τῆς Λιτῆς. Ἦχος πλ. α’. Ἰωάννου Μοναχοῦ

Μάγοι Περσῶν Βασιλεῖς, ἐπιγνόντες σαφῶς, τὸν ἐπὶ γῆς τεχθέντα, Βασιλέα οὐράνιον, ὑπὸ λαμπροῦ ἀστέρος ἑλκόμενοι, ἔφθασαν ἐν Βηθλεέμ, δῶρα προσφέροντες ἔγκριτα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν· εἶδον γὰρ ἐν τῷ Σπηλαίῳ, βρέφος κείμενον τὸν Ἄχρονον.

γ. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ´.

γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.

δ. Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ´.

Τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ἐθνῶν, ὁ οὐρανὸς σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι᾿ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾽ ἐσχάτη πτωχεία· τὶ γάρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι.

ε. γιος Ῥωμανὸς Μελῳδὸς
(περ. 490-556)

Κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως. Ἦχος γ´.

Προοίμιον

Ἡ παρθένος σήμερον    τὸν ὑπερούσιον τίκτει, 

  καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον    τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· 

 ἄγγελοι μετὰ ποιμένων    δοξολογοῦσι, 

  μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος    ὁδοιποροῦσι· 

δι’ ἡμᾶς γὰρ    ἐγεννήθη 

  παιδίον νέον,    ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. 

……………

Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς    ὄντως τε καὶ Θεὸς ἠμῶν 

  τῶν φρενῶν ἀφανῶς    ἥψατο τῆς μητρὸς αὐτοῦ, 

  «Εἰσάγαγε, λέγων,    οὓς ἤγαγον λόγῳ· 

 ἐμὸς γὰρ λόγος    οὗτος ὃς ἔλαμψε    τοῖς ἐπιζητοῦσί με· 

  ἀστὴρ μέν ἐστιν    πρὸς τὸ φαινόμενον, 

  δύναμις δέ τις    πρὸς τὸ νοούμενον· 

 συνῆλθε μάγοις    ὡς λειτουργῶν μοι, 

  καὶ ἔτι ἵσταται πληρῶν    τὴν διακονίαν αὐτοῦ 

 καὶ ἀκτῖσι δεικνύων    τὸν τόπον ὅπου ἐτέχθη 

παιδίον νέον,    ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. 

(ἔκδοση στό: Grosdidier de Matons, J., Romanos le Mélode. Hymnes, Hymn 10, Sources chrétiennes 110, Cerf, Paris 1965, σσ. 50· 58)

ς. Ἅγιος Κοσμᾶς, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, Μελῳδὸς
(περ. 685-740/750)

Κανὼν εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν
ᾨδὴ θ´.

ξαίσιον δρόμον, ὁρῶντες οἱ Μάγοι, ἀσυνήθους νέου ἀστέρος ἀρτιφαοῦς, οὐρανίου ὑπερλάμποντος, Χριστὸν Βασιλέα ἐτεκμήραντο, ἐν γῇ γεννηθέντα Βηθλεέμ, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν.

κρίβωσε χρόνον, Ἡρῴδης ἀστέρος, οὗ ταῖς ἡγεσίαις οἱ Μάγοι ἐν Βηθλεέμ, προσκυνοῦσι Χριστῷ σὺν δώροις· ὑφ᾿ οὗ πρὸς Πατρίδα ὁδηγούμενοι, δεινὸν παιδοκτόνον, ἐγκατέλιπον παιζόμενον.

Συμπεράσματα

Τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφάνειας τοῦ ἀστέρα, ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο βούλημα, ὡς μοναδικὲς πηγὲς ἔχει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ συναφὴ ἑρμηνευτικὴ πατερικὴ παράδοση. Ἔτσι, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ὅποια ἐρμηνευτικὴ ἢ ἀπορριπτική του προσέγγιση ἐρήμην τῶν ἐν λόγῳ πηγῶν.

Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀνωτέρω —συνοπτικῆς— παράθεσης τῆς σχετικῆς πρὸς τὸν ἀστέρα τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου βιβλικῆς καὶ πατερικῆς παράδοσης, τὰ ἐξαγόμενα συμπεράσματα εἶναι lucis clarior (φωτὸς φαεινότερα): Κατὰ τὴν διαχρονικὰ ὁμόφωνη σχετικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ ἀστέρας ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα καὶ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ συνόδευσαν τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, κηρύττοντας στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τὸ μέγιστο γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ ὁ ἀστέρας τοῦτος δὲν ἦταν ἐπ᾽ οὐδενί, οὔτε καινοφανής, οὔτε ὑπερκαινοφανής, οὔτε διπλὴ ἢ τριπλὴ σύνοδος κάποιων πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, οὔτε ἡ σύνοδος τῶν ἑπτὰ τότε γνωστῶν πλανητῶν τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος, οὔτε κομήτης, οὔτε μετεωρίτης, οὔτε διάττων ἀστέρας!

Ὁ λαμπρότατος ἐκεῖνος ἀστέρας, κατὰ τὴ θεόπνευστη ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων·

α. Ἐκινεῖτο μὲ μία μοναδικὴ πορεία, ποὺ δὲν συναντᾶται σὲ κανένα ἄλλο ἀστέρα.

β. Δὲν ἔλαμπε μέσα στὴ νύκτα μόνο, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα, παρόλη τὴ σύγχρονη λάμψη τοῦ ἡλιακοῦ φωτός, τὴν ὁποία μάλιστα ὑπερνικοῦσε.

γ. Ἄλλοτε ἐμφανιζόταν, καὶ ἄλλοτε ἀποκρυπτόταν.

δ. Ἄλλοτε ἐκινεῖτο, κι ἄλλοτε σταματοῦσε νὰ κινεῖται.

ε. Ὅποτε χρειαζόταν, κατέβαινε ἀπὸ τὸ οὐράνιο ὕψος του, ὅπως ὅταν χρειάστηκε νὰ ὑποδείξει στοὺς Μάγους τὴν οἰκία, ὅπου βρισκόταν τὸ θεῖο Βρέφος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ Βρέφος Ἰησοῦν.

Ὅλα τοῦτα τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀστέρα αὐτοῦ ἀποδεικνύουν ὅτι εἶχε γνωρίσματα μίας λογικῆς ὕπαρξης καὶ ὅτι δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀστέρες, ποὺ εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀγγελικὴ δύναμη, ἕνας δηλονότι ἄγγελος, ποὺ μετασχηματίσθηκε σὲ μορφὴ ἀστέρα γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ πρόρρηση τοῦ μάντεως Βαλαὰμ καὶ νὰ ἑλκύσει τοὺς ἀστεροσκόπους Πέρσες Μάγους στὴν προσκύνηση τοῦ τεχθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

[1] Γιὰ παράδειγμα βλ. τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τεκμηριωμένο σχετικὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς, (ἐκδ.) Ἄθως, 2000.

Γιατί ὁ Θεὸς Πατέρας ἤθελε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος Του νὰ γίνει ἄνθρωπος; (25.12.2020)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (25.12.2020).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Διαβάστε το κήρυγμα πατώντας εδώ.

Μάριος Ἀντωνίου: Ὅτε καιρός, τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας σου. Δοξαστικὸ Αἴνων Χριστουγέννων

 

Ὅτε καιρός, τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας σου, πρώτη ἀπογραφὴ τῇ οἰκουμένῃ ἐγένετο, τότε ἔμελλες τῶν ἀνθρώπων ἀπογράφεσθαι τὰ ὀνόματα, τῶν πιστευόντων τῷ τόκῳ σου· διὰ τοῦτο τὸ τοιοῦτον δόγμα, ὑπὸ Καίσαρος ἐξεφωνήθη· τῆς γὰρ αἰωνίου σου βασιλείας, τὸ ἄναρχον ἐκαινουργήθη. Διὸ σοι προσφέρομεν καὶ ἡμεῖς, ὑπὲρ τήν χρηματικὴν φορολογίαν, ὀρθοδόξου πλουτισμὸν θεολογίας, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, Χριστούγεννα 1965: Διπλές καταβασίες Χριστουγέννων. Βασίλειος Νικολαΐδης – π. Παναγιώτης Τσινάρας

 
Ψάλλουν οι Βασίλειος Νικολαΐδης και πατήρ Παναγιώτης Τσινάρας, συνοδευόμενοι από μικρούς Κανονάρχους.