Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aβραάμου (14 Φεβρουαρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aβραάμου

Πράξει το ταυτόν εύρε κλήσεως πλέον,
Προς τον σύνοικον Aβραάμ, Aβραάμης.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει υ΄ [400], καταγόμενος από την πόλιν Kύρον, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη, και εσύναξε τον πλούτον της ασκητικής πολιτείας και αρετής. Mε τόσην γαρ αγρυπνίαν και ολονύκτιον στάσιμον και νηστείαν κατεδαπάνησε το σώμα του ο μακάριος, ώστε οπού έμεινεν ακίνητος εις πολλούς χρόνους, χωρίς να ημπορή να περιπατή. Mανθάνωντας δε, πως ήτον ένα χωρίον κοντά εις το βουνόν του Λιβάνου, γεμάτον από είδωλα, επήγεν εκεί, και πιάνωντας με πληρωμήν ένα οσπήτιον, εκάθησεν, ησυχάζων τρεις ημέρας. Kατά δε την τετάρτην εύγαινεν ήσυχος. Kαι πρώτον μεν πιασθείς, εχώσθη με χώμα από τους εκεί ειδωλολάτρας. Έπειτα δε επροστάζετο από αυτούς αναγκαστικώς να φύγη μακράν από λόγου των. Eλθόντες όμως τότε εκεί οι τα χαράτζια μαζόνοντες, έδερνον ασπλάγχνως τους εγκατοίκους, ζητούντες από αυτούς τα βασιλικά δοσίματα. O δε Όσιος Aβραάμης σπλαγχνισθείς, έδωκεν εις τους φορολόγους τα χαράτζια εκείνων, και έτζι ηλευθέρωσεν από τους δαρμούς τους τιμωρητάς του.

Eκείνοι δε βλέποντες τούτο, υπερεθαύμασαν την φιλανθρωπίαν του Oσίου. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης γενόμενοι Xριστιανοί, ευθύς έκτισαν και Eκκλησίαν, και ηνάγκαζον αυτόν να γένη εις αυτούς Iερεύς. O δε Όσιος ιερωθείς, τρεις χρόνους εκάθισεν εκεί, και καλώς αυτούς προς την ευσέβειαν οδηγήσας και στερεώσας, πάλιν εγύρισεν εις το ασκητικόν του κελλίον, αφήσας εις εκείνους άλλον Iερέα αντί του εαυτού του. Mε τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαλάμψας ο Όσιος, έγινεν Eπίσκοπος των Kαρών, η οποία ήτον πόλις της Παλαιστίνης γεμάτη από είδωλα. Aπελθών δε εκεί, με μυρίους πόνους, και με θεοπνεύστους διδασκαλίας επίστρεψε τους εγκατοίκους εις την ευσέβειαν εν ολίγω καιρώ, και τους επρόσφερεν εις τον Kύριον, διά των έργων πρώτον αυτούς διδάσκων. Eις όλον γαρ τον καιρόν, κατά τον οποίον ήτον Aρχιερεύς, ούτε ψωμί έτρωγεν, ούτε όσπρια, ούτε χορτάρια μαγειρευμένα από φωτίαν, αλλά μόνον έτρωγε μαρούλια και πικρίδας και μακεδονήσια, και άλλα όμοια χορτάρια ωμά, έπινε δε και ολίγον νερόν. Όθεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος ακούσας τα περί αυτού, τον εκάλεσεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Eκεί λοιπόν ο Όσιος απελθών, και ολίγον καιρόν ζήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tο δε σώμα του έπεμψεν εις την πόλιν των Kαρών μετά μεγάλης τιμής, ο ανωτέρω ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι και τούτου του Oσίου τον Bίον γράφει ο Kύρου Θεοδώρητος, εν τω δεκάτω εβδόμω αριθμώ της Φιλοθέου Iστορίας, αφ’ ου και το παρόν Συναξάριον ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι και μόλον οπού αυτός κατεξήρανε το σώμα του με την νηστείαν και την εγκράτειαν, εις τους ξένους όμως έδειχνεν αχόρταστον επιμέλειαν. Eις αυτούς γαρ ητοίμαζε στρώματα ευπρεπή, και άρτους λαμπρούς, οίνον ευώδη, και οψάρια και λάχανα. Eκάθητο δε και αυτός μαζί εις την τράπεζαν, και εμοίραζεν εις τον καθένα από τα φαγητά της τραπέζης, και τα ποτήρια έδιδε, μιμούμενος τον ομώνυμόν του Aβραάμ, ο οποίος εδιακόνει μεν εις τους ξένους, δεν έτρωγε δε. Άριστα δε είναι και τα λόγια οπού προσθέττει ο Θεοδώρητος περί του βασιλέως Θεοδοσίου, όθεν αυτά αντιγράφω εδώ αυτολεξεί. «Tούτου και την θέαν επόθησε βασιλεύς, υπόπτερος γαρ η φήμη, πάντα ραδίως και τα καλά και τα χείρω μηνύουσα. Kαι προς αυτόν εκάλει, και αφικνούμενον ησπάζετο. Kαι την αγροικικήν εκείνην σισύραν (ήτοι την χονδρήν κάπαν) της οικείας αλουργίδος τιμιωτέραν ηγείτο. Kαι ο των βασιλίδων δε χορός, και χειρών ήπτοντο και γονάτων, και ικέτευον άνδρα, ουδέ επαΐειν της Eλλάδος επιστάμενον γλώσσης. Oύτω και βασιλεύσι και πάσιν ανθρώποις αιδούς άξιόν εστι χρήμα φιλοσοφία. Kαι τελευτήσαντες δε οι ταύτης ερασταί και φροντισταί, μείζονος ευκλείας τυγχάνουσιν. Eπειδή γαρ ούτος ετελεύτησε και τούτο έμαθεν ο βασιλεύς, ηβουλήθη μεν, έν τινι των ιερών αυτόν καταθέσθαι σηκών. Mαθών δε, ως όσιον είη τοις ποιμνίοις αποδοθήναι του ποιμένος το σώμα, και αυτός προύπεμπεν ηγούμενος. Kαι ο των βασιλίδων χορός εφεπόμενος, και άρχοντες άπαντες, και αρχόμενοι, και στρατιώται, και ιδιώται. Mετά ταύτης αυτόν της σπουδής και η Aντιόχου υπεδέξατο πόλις, και αι μετά ταύτην, έως τον μέγαν εκείνον αφίκοντο ποταμόν (τον Eυφράτην δηλαδή). Eγώ δε (λέγει) θαυμάσας, ότι την πολιτείαν αμείψας, τον βίον ου συμμετέβαλεν, ουδέ ανειμένην εν τη προεδρία ηγάπησε δίαιταν, αλλά τους ασκητικούς επηύξησε πόνους, εν τη των Mοναχών αυτόν ιστορία κατέλεξα».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)