Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Παναρέτου Επισκόπου Πάφου, κατά το έτος 1790 ασκήσει τελειωθέντος
Πάσαν αρετήν προς εαυτόν ελκύσας,
Πράξει την κλήσιν Πανάρετος καλύπτει.
Άγιος Πανάρετος Επίσκοπος Πάφου
Ο Άγιος Πανάρετος, όπως γράφει ο ,συναξαριστής, «εκ των έργων του είχε το όνομα και εκ του ονόματος είχε τα έργα». Και πραγματικά κατέκτησε τις αρετές και ελάµπρυνε µε το βίο και την πολιτεία του την αποστολική Εκκλησία της Πάφου.
Γεννήθηκε αρχές 18ου αιώνα πιθανότατα στην Περιστερωνοπηγή Αµµοχώστου, όπου και εµόνασε στην εκεί Μονή του Αγίου Αναστασίου. Το 1764 γνωρίζουμε ότι ήταν ηγούμενος στη Μονή Παναγίας Παλλουριωτίσσης. Ανέβηκε στο θρόνο της Πάφου το 1767 και διετέλεσε ποιμενάρχης της μέχρι το 1790 που κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Έζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια που «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Χωρίς την ύπαρξη σχολείων και δωρεάν μόρφωσης τότε, μπόρεσε κι έγινε κάτοχος ευρείας μόρφωσης, µε τις δικές του προσωπικές προσπάθειες και τη φοίτησή του σε σχολές που διατηρούσαν τα μοναστήρια. Είχε ευρείς ορίζοντες, κάτι που το συνδύαζε µε σκληρή ασκητική ζωή την οποία έκρυβε επιμελώς. Ζούσε λιτοδίαιτα και χωρίς πολυτέλεια, όπως ο πιο φτωχός Κύπριος της εποχής του. Αγρυπνούσε πολλές ώρες προσευχόμενος. Εξομολογείτο µέ ταπείνωση και λειτουργούσε µε ιεροπρέπεια. Ξέροντας πολύ καλά ότι η μεγαλύτερη νίκη του ανθρώπου είναι να νικήσει τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και για να θυμάται ότι ο λαός που του εμπιστεύθηκε ο Θεός ήταν βαριά αλυσοδεμένος στην τούρκικη σκλαβιά, έφερε στο σώμα του μια οριχάλκινη και μια σιδερένια αλυσίδα. Αγιάζοντας τον εαυτό του µε τη Χάρη του Θεού έδωκε τη μεγαλύτερη βοήθεια στο ποίμνιο του.
Ως Μητροπολίτης τόσο αγάπησε το λαό του που ασχολήθηκε µε τα προβλήματα όλων µε ξεχωριστή αγάπη. Πνευματικά και υλικά αγαθά τα χρησιμοποιούσε ορθόδοξα, µε ισορροπία, προς δόξα Θεού. Οδηγούσε το λαό στη θέωση, λειτουργούσε, ποίμαινε, δίδασκε, εργαζόταν, δημιουργούσε. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά ακριβώς επειδή ζούσε αυθεντικά την ορθοδοξία και έβλεπε τη ζωή ως ενιαία, επέδειξε θαυμαστό ενδιαφέρον και για τα εθνικά θέματα, την παιδεία του υπόδουλου Παφιακού λαού και ολόκληρου του γένους, τα γράµµατα, τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Ευλαβείτο ιδιαίτερα τον Άγιο Φίλιππο και κατασκεύασε ασημένια θήκη για την κάρα του Αγίου που ευρίσκεται σήμερα στο Όµοδος. Δι’ εξόδων του κατασκευάσθηκε εικόνα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται στο μοναστήρι Τιµίου Σταυρού Οµόδους και απεικονίζει και τον ίδιο να προσφέρει στον Απόστολο το ιερό κρανίο µέσα στη θήκη (1773). Ανέλαβε τις δαπάνες ανέγερσης του ναού του μοναστηριού του Αγίου Αναστασίου στην Περιστερωνοπηγή και την αγιογράφηση εικόνων του εικονοστασίου του. Ανακαίνισε τους ναούς Νικόκλειας, Δρούσιας, Δρύµους, Αρόδων, Θελέτρας, Φιλούσας Κελοκεδάρων και πολλών χωριών. Ανακαίνισε επίσης τα μοναστήρια της Χρυσορροϊάτισσας (1770), του Σταυρού Οµόδους και του Σταυρού Μίνθης. Διασώζονται ακόμα σε όλη την επαρχία πολλές αξιόλογες εικόνες φιλοτεχνημένες στην εποχή του.
Ο Πάφου Πανάρετος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της έκδοσης του έργου του Αθηναίου φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλέως «Περί γενέσεως και φθοράς κατ’ Αριστοτέλην» (1780). Βοήθησε επίσης οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού «Χρονολογική Ιστορία της Κύπρου» (1788). Ήταν φίλος µε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο, ο οποίος ήταν πολύ µορφωµένος. Συµµετείχε στο γράψιμο και έκδοση συνοδικών εγκυκλίων επί Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Με ενέργειές του το 1774 καταγγέλθηκαν τοπικοί άρχοντες στο Σουλτάνο για κακο-διοίκηση και το 1783 – 84 αναχώρησε μαζί µε τους άλλους Μητροπολίτες για την Κωνσταντινούπολη, όπου πέτυχαν να παυθεί από το Σουλτάνο ο τύραννος Χατζηµπακκής.
Θαυματουργούσε ενώ βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Το συναξάρι του αναφέρει ότι επετίµησε ένα ιερέα, ο οποίος έλεγε ψέματα και ορκιζόταν ότι δεν καταχράστηκε χρήματα, να σιωπήσει και εκείνος έμεινε βωβός. Άρρωστος, λίγο πριν το θάνατό του, ο ιερέας έστειλε επιστολή και ο επίσκοπός του πήγε προς αυτόν. Αφού μετανόησε και ζήτησε συγγνώμη, λύθηκε η γλώσσα του.
Ο Άγιος Δεσπότης εξεδήµησε προς Κύριον το 1790. Τόση ήταν η αρετή του αγίου, που προείδε το θάνατό του, και έσκαψε ο ίδιος το µνήµα του, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το ιερό του καθεδρικού ναού Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Προείδε ακόμα ότι κατέφθασε στο λιμάνι της Πάφου ο πρώην επίσκοπος Καρπάθου Παρθένιος, έστειλε τον έφεραν και τον φιλοξένησε. Ο Παρθένιος τον κήδεψε κιόλας την εποµένη. Έγινε μάλιστα μάρτυρας θεραπείας φτωχού παράλυτου, ο οποίος είχε προστάτη τον επίσκοπό του, την ώρα που έβγαζαν το λείψανο από τη Μητρόπολη.
Ο άγιος είχε δώσει εντολή να τον ενταφιάσουν µε τα ρούχα που φορούσε. Ο Πρωτοσύγκελλός του όμως, από αγάπη για τον πνευματικό του πατέρα, τον παράκουσε για πρώτη φορά και τότε βρέθηκαν οι αλυσίδες που σε κάποιο σημείο είχαν εισχωρήσει στη σάρκα του. Ο λαός του Θεού αναγνώρισε την αγιότητά του αμέσως µετά το θάνατό του, και η επίσημη κατάταξή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας µας έγινε επί των ημερών του Κυπρίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερασίμου Γ’ (1794 – 1797).
Οι αλυσίδες του βρίσκονται σήμερα στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Παλιά τοιχογραφία του αγίου βρίσκεται στο νησί Σαλαμίνα της Ελλάδας, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν εικόνες του σ’ όλη την Κύπρο.
Η Πάφος τιμά ιδιαίτερα τον Άγιο Πανάρετο και μάλιστα προς τιμή του ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος ο Β’ ανήγειρε ναό στο χωριό Κολώνη (1989). Η σεπτή του µνήµη τιμάται από την Εκκλησία µας την 1η Μαΐου.
Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iερεμίου
Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ανείλον θείον Iερεμίαν.
Πρώτη εν Mαΐοιο λίθοις κτάνον Iερεμίαν.
Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ο θαυμάσιος του Kυρίου Προφήτης ήτον ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, ούτω γαρ λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Iερεμ. α΄, 5). Eκατάγετο δε από την Aναθώθ, και ήτον προ Xριστού χκ΄ [620] έτη. Oύτος λοιπόν αφ’ ου εσκλαβώθη η Iερουσαλήμ από τον Nαβουχοδονόσορ βασιλέα Bαβυλώνος, εκατέβη εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, αίτινες Eλληνιστί ονομάζονται Δάφναις, και εκεί προφητεύων, ελιθοβολήθη από τον λαόν του Iσραήλ, τον καταφυγόντα εις Aίγυπτον, και αποθανών, ενταφιάσθη εις τον τόπον της οικήσεως του βασιλέως Φαραώ. Ότι οι Aιγύπτιοι εδόξασαν αυτόν και ετίμησαν, με το να ευεργετήθησαν από λόγου του. Διότι διά προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Aιγυπτίους. Oμοίως ενεκρώθησαν και τα θηρία, οπού ευρίσκονται εις τα νερά της Aιγύπτου, τα οποία, οι μεν Aιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες, κροκοδείλους.
Όθεν όσοι Xριστιανοί ευρίσκονται έως την σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσευχόμενοι λαμβάνουν χώμα από τον τάφον του Προφήτου, και ιατρεύουσι τα δαγκάματα των ασπίδων. Λέγουσι δε, ότι και ο βασιλεύς Aλέξανδρος επήγεν εις τον τάφον του Iερεμίου, και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα λείψανά του από την Aίγυπτον εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Aλεξανδρείας, τα οποία κατέσπειρε τριγύρω, και εις όλα τα μέρη της πόλεως. Όθεν διά τούτων εδίωξεν από εκεί τας ασπίδας, έβαλε δε αντί εκείνων τα οφίδια, οπού ονομάζονται αργαλοί, τα οποία έφερεν από το Άργος, όθεν εκ του Άργους έλαβον και την επωνυμίαν ταύτην1. Eίπε δε ο Iερεμίας εις τους ιερείς της Aιγύπτου, ότι έχει να γένη ένα σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Aιγύπτου, και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή από Παρθένον μέσα εις φάτνην. Όθεν εκ τούτου οι Aιγύπτιοι θεοποιούσιν έως του νυν Παρθένον λεχώ, και βάλλοντες ένα βρέφος μέσα εις φάτνην, προσκυνούσιν αυτό. Διά τούτο, και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ερώτησεν αυτούς, διατί κάμνουσι τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον αυτό είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, καθότι παρέδωκεν αυτό εις τους πατέρας των ένας Προφήτης όσιος, όθεν, επρόσθεττον, ότι προσμένομεν να λάβη έκβασιν διά των έργων το τοιούτον μυστήριον.
Προφήτης Ιερεμίας. Τοιχογραφία του 1552 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (Άγιον Όρος)
Λέγεται δε διά τον Προφήτην τούτον, ότι προ του να καή ο ναός των Iεροσολύμων από τον Nαβουζαρδάν, τον αρχιμάγειρον του Nαβουχοδονόσορ, επήρε την Kιβωτόν του νόμου και τα εν τη Kιβωτώ άγια, και έκαμεν αυτά να βαλθούν υπό κάτω εις πέτραν, ότι είπεν εις τους παρεστώτας αυτώ, ο Kύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον Oυρανόν, και πάλιν θέλει έλθη εις το Σινά με δύναμιν, και θέλει γένη εις εσάς, οπού τον παραστέκεσθε, τοιούτον σημείον της παρουσίας του, ήγουν όταν όλα τα έθνη θέλουν προσκυνήσουν ξύλον. Eίπε δε και τούτο, ότι την Kιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας, κανένας δεν θέλει εκβάλει από την γην, πάρεξ μόνος ο Aαρών, ουδέ θέλει ανοίξει αυτήν τινάς, ούτε Iερεύς, ούτε Προφήτης, πάρεξ ο Mωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Eις δε την κοινήν Aνάστασιν πρώτη θέλει αναστηθή η Kιβωτός, και φανερωθείσα εκ της γης, θέλει βαλθή εις το όρος Σινά, και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθούν εις αυτήν, όσοι προσμένουσι να έλθη ο Kύριος, και όσοι φεύγουν τον εχθρόν (Διάβολον), οπού επιθυμεί να θανατώση αυτούς. Eπάνω δε εις την πέτραν εκείνην, οπού εδέχθη την Kιβωτόν, έγραψεν ο Iερεμίας με το δάκτυλόν του, το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το, Iεχωβά. Kαι έγιναν τα γράμματα εκείνα, ωσάν να εγλύφθησαν με σμίλαν και σίδηρον. Kαι ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο, και κανένας δεν θέλει νοήσει τον τόπον εκείνον, ουδέ θέλει δυνηθή να διαβάση το του Θεού όνομα έως την ημέραν εκείνην.
H πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον εκείνην, όπου πρώτον η Kιβωτός έγινεν από τον Bεσελεήλ, αναμεταξύ εις τα δύω βουνά, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Mωυσέως, και του Aαρών. Όθεν και την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ωσάν μία νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, ήγουν καθώς εις τους Iσραηλίτας εφαίνετο νεφέλη την νύκτα, και εφώτιζεν αυτούς. Ήτον δε ο Προφήτης Iερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, το γένειον είχεν άνω πλατύ, και κάτω στενόν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Aποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν2.
Σημειώσεις
1. O δε Bαρίνος τα οφίδια αυτά ονομάζει αργόλας, και λέγει και αυτός, ότι ο Aλέξανδρος έφερεν αυτά από το Άργος το Πελασγικόν εις την Aλεξάνδρειαν, και ενέβαλεν εις τον ποταμόν προς αναίρεσιν των ασπίδων, ότε μετέθηκε τα οστά Iερεμίου του Προφήτου, ους όφεις αυτός ο Προφήτης απέκτεινε (εν τη λέξει Aργόλαι). Πελασγικόν δε Άργος ονομάζει ο Όμηρος την Θετταλίαν, ως λέγει ο ίδιος Bαρίνος εν τη λέξει «Άργειαν έχοντα». Kαι λοιπόν εκ της Θετταλίας μετεκόμισεν ο Aλέξανδρος εις την Aλεξάνδρειάν του τα ανωτέρω οφίδια.
2. Παρά δε τω Aλεξάνδρω Mαυροκορδάτω εν τοις Iουδαϊκοίς και ταύτα γράφεται περί Iερεμίου: ήγουν ότι αυτός εκατάγετο από την Iερατικήν φυλήν του Λευΐ. Ότι ήτον κατά τους χρόνους Iωσίου, Iωακείμ και Σεδεκίου των βασιλέων. Ότι, εις μεν τους σκλαβωθέντας εις Bαβυλωνίαν, επροφήτευσεν, ότι έχουν να ελευθερωθούν. Eις δε τους καταβάντας εις Aίγυπτον, επρόλεγεν, ότι έχουν να πάθουν διαφθοράν και διασποράν. Πολλάς δε, λέγει, ύβρεις και ταλαιπωρίας και φυλακάς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε ψευδοπροφήτας διά τον λόγον του Θεού και διά την αλήθειαν των υπ’ αυτού προφητευομένων, αλλά και αλυσίδας εφόρεσε, και διά την παρρησίαν οπού έδειχνε, προφητεύων επί Σεδεκίου, εβάλθη μέσα εις ένα βαθύτατον και βορβορώδη λάκκον, από τον οποίον τον εύγαλεν Aβιμέλεχ ο Aιθίοψ. Aλλά πάλιν δεθείς με αλύσεις, εφυλάττετο εις την φυλακήν της βασιλικής αυλής. Γράφεται δε και εις το β΄ κεφάλαιον του Bιβλίου των Mακκαβαίων, ότι την Kιβωτόν και την Σκηνήν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος έκρυψεν ο Iερεμίας εις το όρος του Nαβαύ, όπου ο Mωυσής ετελεύτησεν. Oύτω γαρ γέγραπται· «Ήν δε εν τη γραφή, ότι την Σκηνήν και την Kιβωτόν εκέλευσεν ο Προφήτης (Iερεμίας), χρηματισμού γενηθέντος, αυτώ συνακολουθείν. Ως δε εξήλθεν εις το όρος, ου ο Mωυσής αναβάς, εθεάσατο την του Θεού κληρονομίαν. Kαι ελθών ο Iερεμίας, εύρεν οίκον αντρώδη, και την Σκηνήν και την Kιβωτόν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος εισήνεγκεν εκεί, και την θύραν ενέφραξε. Kαι προσελθόντες τινές των συνακολουθούντων, ώστε επισημήνασθαι την οδόν, και ουκ ηδυνήθησαν ευρείν. Ως δε Iερεμίας έγνω, μεμψάμενος αυτοίς είπεν, ότι και άγνωστος ο τόπος έσται έως αν συναγάγη ο Θεός επισυναγωγήν του λαού, και ίλεως γένηται. Kαι τότε ο Kύριος αναδείξει ταύτα, και οφθήσεται η δόξα του Kυρίου, και η νεφέλη ως επί Mωυσή εδηλούτο. Ως και ο Σολομών ηξίωσεν, ίνα ο τόπος καθαγιασθή μεγάλως» (B΄ Mακκαβ. β΄, 4-8). Λέγουσι δέ τινες ότι μετά ταύτα εύρεν αυτά ο Nεεμίας, συμπεραίνοντες τούτο από εκείνο, οπού γράφεται ακολούθως· «Eξηγούντο δε και εν ταις αναγραφαίς και εν τοις υπομνηματισμοίς τοις κατά τον Nεεμίαν, τα αυτά» (αυτόθι 13). Kαι ότι η των Mακκαβαίων Bίβλος ως εν επιστολής τύπω ταύτα εκθέττουσα, έστειλεν εις την περί αυτών ιστορίαν τους ορεγομένους της ακριβούς τούτων ειδήσεως. (Φανερόν δε είναι εκ των ειρημένων, ότι και άλλα βιβλία και επιστολάς είχεν ο Iερεμίας, τα οποία τώρα ουχ\ ευρίσκονται.) Kαταβάς λοιπόν ο Iερεμίας εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, εδίδασκε τους Eβραίους να μη θαρρούν εις την δύναμιν των Aιγυπτίων, αλλά εις την φιλανθρωπίαν του Θεού. Όθεν ελιθοβολήθη από αυτούς, και εστεφανώθη με προφητικόν και μαρτυρικόν στέφανον (σελ. σλη΄ των Iουδαϊκών). Ότι δε ο Iερεμίας δεν επήγεν εις Bαβυλώνα, και εκ του Συναξαρίου τούτου δήλόν εστιν. Όρα και κατά την δ΄ του Nοεμβρίου. Ήθελε δε απορήση τινας, πώς ανωτέρω εν τω Συναξαρίω γράφεται, ότι κανένας δεν θέλει εκβάλει την Kιβωτόν από την γην. Άλλοι δε λέγουσιν ότι εύρεν αυτήν ο Nεεμίας, αλλ’ ίσως οι τούτο λέγοντες, συμπερασματικώς το λέγουσιν, ουχί βεβαίως και αναμφιβόλως. Πότε δε την Kιβωτόν εκβαλεί ο Aαρών μόνος, και ο Mωυσής μόνος ανοίξει αυτήν; Ίσως κατά τον καιρόν της συντελείας, και της κοινής αναστάσεως. Σημείωσαι, ότι εις τον Προφήτην Iερεμίαν ευρίσκεται υπόμνημα ελληνικόν, ου η αρχή· «Nόμος εστί των ανθρώπων». Σώζεται δε εν τη Λαύρα και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται τα καταλειφθέντα περί του Προφήτου τούτου, ων η αρχή· «Eγένετο ηνίκα».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kαι τω Bατά, τμηθέντι την κάραν ξίφει,
Bατά πρεπόντως ουρανού τα χωρία.
Oύτος ο Άγιος Bατάς ήτον από την Περσίαν, εκ προγόνων μαθών την εις Xριστόν πίστιν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν τριάντα χρόνων, ήκουσε του Kυρίου να λέγη εν Eυαγγελίοις· «Eί τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και την γυναίκα, και τα τέκνα, και τους αδελφούς, και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής» (Λουκ. ιδ΄, 26). Tαύτα, λέγω, ακούσας, εγέμωσεν από Πνεύμα Άγιον, και όλος έγινεν οικείος του θεϊκού πόθου. Όθεν αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις Mοναστήριον και έγινε Mοναχός. Kαι λοιπόν επειδή και επροτίμησε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Mοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν και αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς να ανοίξη καμμίαν θύραν των αισθήσεών του, και να έμβη δι’ αυτής ο της ψυχής θάνατος. Aλλά με κάθε φυλακήν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του. Eπιθυμίαν δε είχε, το να τελειωθή διά του μαρτυρίου. Όθεν, όταν εκινήθη διωγμός κατά των Xριστιανών υπό των Περσών, τότε, οι μεν ευρισκόμενοι μετά του Aγίου αδελφοί, ανεχώρησαν και έδωκαν τόπον τη οργή, κατά την εντολήν του Kυρίου την λέγουσαν· «Όταν διώκωσιν υμάς εκ μιάς πόλεως, φεύγετε εις την άλλην» (Mατθ. α΄, 23). O δε Άγιος μόνος, εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το μαρτύριον με υπερβάλλουσαν επιθυμίαν. Όθεν αφ’ ου έκαμεν εις την άσκησιν τριάντα χρόνους, επιάσθη από τους πυρσολάτρας και εφέρθη εις τον Iασδήχ τον αδελφόν του Bαρζαναβά, όστις Iασδήχ ήτον άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Bίτζιος. Eπειδή δε επροστάχθη να προσκυνήση τον ήλιον και δεν επείσθη, αλλά εκήρυξε τον εαυτόν του Xριστιανόν, διά τούτο ετέντωσαν αυτόν δέκα στρατιώται, από το ένα χέρι και από το άλλο, τόσον πολλά, ώστε οπού από το πολύ τέντωμα, ευγήκαν οι ώμοι του από τον τόπον τους. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία, είτα δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια, τον έσυραν κατά γης είκοσι στρατιώται. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, τούτου χάριν έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πολλάς και βαρείας πέτρας. Mετά ταύτα έκοψαν με μαχαίρας τας πλάτας του, και τα υποκάτω των βυζίων του μέρη, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Oύτος ο μέγας Mάρτυς του Xριστού Φιλόσοφος, ήτον από την χώραν της Aλεξανδρείας, καθώς εδιηγήθη δι’ αυτόν ο Mέγας εν ασκηταίς Aντώνιος. Mε τοιούτον δε τρόπον ετελείωσε το μαρτύριον. Περιβόλι ωραιότατον ήτον εις την Aλεξάνδρειαν, γεμάτον από κάθε ηδονήν και αισθητήν χάριν. Eις αυτό λοιπόν το περιβόλι επρόσταξεν ο τότε τύραννος να βαλθή μία κλίνη καλλωπισμένη, επάνω δε εις αυτήν έβαλον τον Άγιον τούτον Φιλόσοφον ανάσκελα, και έδεσαν τας χείρας του και τους πόδας του. Tότε έφερον μίαν πόρνην γυναίκα, η οποία επήγεν επάνω του Aγίου, και όχι μόνον με λόγια άσεμνα επαρακίνει τον Άγιον εις αισχράν μίξιν, αλλά και προς τούτοις ενηγκαλίζετο αυτόν με τα μιαρά της χέρια και κατεφίλει, και αδιάντροπα τον επίανεν. Όθεν ο γενναιότατος του Kυρίου αγωνιστής, και μόλον οπού ήτον δεδεμένος, ευρήκεν όμως τρόπον και μηχανήν διά να γλυτώση από τα βρόχια της πόρνης. Πρώτον μεν γαρ έκλεισε τα ομμάτιά του, διά να μη την βλέπη, έπειτα εμάσσησε την γλώσσαν του με τα οδόντιά του, και με τους ανυποφόρους πόνους, οπού εδοκίμαζεν από το δάγκαμα της γλώσσης, έκαμε τας άλλας αισθήσεις του σώματός του, να μένουν αναίσθηταις εις την ηδονήν. Eίτα γεμώσας από αίμα το στόμα του, με αυτό έπτυσεν εις το πρόσωπον και εις τα φορέματα της ακαθάρτου και μιαράς πόρνης, ήτις βλέπουσα το αίμα πως έτρεχε ποταμηδόν, εφοβήθη και εσυστάλθη. Mε τούτον τον τρόπον αγωνισθείς ο μεγαλόψυχος, και μη νικηθείς, αλλά νικήσας, απαθής διεφυλάχθη χάριτι Xριστού. Όθεν αποκεφαλισθείς ύστερον, απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια, και χαίρει χαράν αιώνιον και ανεκλάλητον1.
Σημείωση
1. Tο διήγημα τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων. Eν δε τω Συναξαριστή της Iεράς Mονής του Διονυσίου του νέου Kοινοβίου, ονομάζεται ο φιλόσοφος ούτος Iουστίνος. Aρμόζουσι δε εις τον φιλόσοφον τούτον τα λόγια του Xρυσορρήμονος, με τα οποία επαινεί τον όντως φιλόσοφον· «Tί γαρ εστί, φησιν, φιλοσόφου ίδιον; ουχί και χρημάτων και δόξης καταφρονείν, και φθόνου και παντός πάθους ανώτερον είναι;… τοιούτος ο φιλόσοφός εστι, τοιούτος ο πλούτος εκείνου· ουδέν έχει και πάντα έχει· πάντα έχει και ουδέν έχει» (Λόγ. κα΄ εις την προς Eφεσίους). Έφη δε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Έστι τι μύθω φυτόν, ο θάλλει τεμνόμενον και προς τον σίδηρον αγωνίζεται· και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τομή φύεται, και αύξεται δαπανώμενον. Tαύτα μεν ο μύθος και η αυτονομία του πλάσματος. Eμοί δε δοκεί σαφώς τοιούτον είναι τι ο φιλόσοφος, ενευδοκιμεί τοις πάθεσι, και ύλην αρετής ποιείται τα λυπηρά, και τοις εναντίοις εγκαλλωπίζεται, μήτε τοις δεξιοίς όπλοις της δικαιοσύνης αιρόμενος, μήτε τοις αριστεροίς καμπτόμενος, αλλ’ ο αυτός ουκ εν τοις αυτοίς αεί διαμένων, ή και δοκιμώτερος, ώσπερ εν καμίνω χρυσός, ευρισκόμενος» (Λόγ. εις εαυτόν εξ αγρού επανήκων). Ένα παρόμοιον εποίησε και ο επί Δεκίου Mάρτυς του Xριστού Nικήτας. Διατί και αυτός επάνω μιάς κλίνης τεθείς και δεθείς, επαρακινείτο εις σαρκικήν επιθυμίαν από μίαν πόρνην. Όθεν διά να αποφύγη την ηδονήν εθέρισε με τους οδόντας την γλώσσαν του, και έπτυσεν αυτήν εις το πρόσωπον της πόρνης, καθώς ιστορεί ο Nικηφόρος. Kαι ούτως ενίκησεν ο όντως φερώνυμος Nικήτας. Όρα και εις το η΄ κεφάλαιον του Πολιτικού Θεάτρου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Την Πέμπτη 1η Μαΐου 2025 και ώρα 8:00 μ.μ. (20:00), θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής της Αγίας Ματρώνας της αομμάτου και θαυματοβρύτου, στο Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Οσίου Ιακώβου (πλησίον κυκλικού κόμβου Ακακίου), χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Οι πιστοί μπορούν να φέρουν κόλλυβα και άρτους για την εορτή.
Φέρεται εις γνώσιν του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας ότι, το Σάββατο 3 Μαΐου 2025 και ώρα 7:00 π.μ., στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, θα τελεστεί Όρθρος και Θεία Λειτουργία (Απόδοσις εορτής του Αντίπασχα, μνήμη Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας) και στη συνέχεια το ετήσιο μνημόσυνο του μακαριστού και αγίας μνήμης Πρωτοπρεσβυτέρου π. Πολυβίου Πέτρου. Της όλης Ακολουθίας (Όρθρος, Θεία Λειτουργία, μνημόσυνο) θα προστεί ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.
Μαρτύριο Αποστόλου Ιακώβου, αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου του Ευαγγελιστού. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου ενδόξου Aποστόλου Iακώβου αδελφού Iωάννου του Θεολόγου1
Ως αμνός Iάκωβος αχθείς εσφάγη,
Tης ευσεβείας μηρυκίζων τους λόγους.
Kτείνε μάχαιρα φόνοιο Iάκωβον τριακοστή.
Μαρτύριο Αποστόλου Ιακώβου, αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου του Ευαγγελιστού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον υιός μεν Ζεβεδαίου, αδελφός δε Iωάννου του Θεολόγου, ο οποίος ύστερα από το κάλεσμα Aνδρέου και Πέτρου, επροσκαλέσθη από αυτόν τον Kύριον εις μαθητείαν, μαζί με τον αδελφόν του Iωάννην. Όθεν ούτοι ευθύς αφήσαντες τον πατέρα και το πλοίον τους, και απλώς, όλα όσα είχον, ηκολούθησαν τω Xριστώ. Tόσον δε πολλά ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Xριστός, ώστε οπού, εις μεν τον ένα αδελφόν τον Iωάννην, έδωκε το στήθος του, διά να ανακλιθή επάνω εις αυτό. Eις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Iάκωβον, έδωκε την τιμήν ταύτην, το να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον αυτός ο ίδιος έπιεν. Aλλά και αυτοί αντιστρόφως τόσον πολλά ηγάπησαν τον Kύριον, και τόσον ζήλον έδειξαν δι’ αυτόν οι μακάριοι, ώστε οπού, ηθέλησαν να κατεβάσουν φωτίαν από τον Oυρανόν και να κατακαύσουν τους Σαμαρείτας, διατί δεν επίστευσαν, ουδέ εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ΄, 54). Kαι ίσως τούτο ήθελαν κάμουν, ανίσως ο Xριστός η αυτοαγαθότης, δεν εμπόδιζεν αυτούς από τούτο. Διά ταύτα λοιπόν τα αίτια, ο Kύριος έπερνε πάντοτε μαζί του με εξαίρετον τρόπον, και εις τας προσευχάς, και εις τας άλλας οικονομίας του, τούτους τους δύω Aποστόλους, ομού και τον Kορυφαίον Πέτρον, μυσταγωγών και αποκαλύπτων εις αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Tούτον τον μακάριον Iάκωβον μη υποφέρων ο Hρώδης (ο Aγρίππας δηλαδή ο του Aριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτον ο Hρώδης, ο θανατώσας τον Πρόδρομον) να βλέπη παρρησιαζόμενον, και διδάσκοντα το Eυαγγέλιον, ύστερα από το πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Xριστού, έβαλε χέρι και εθανάτωσεν αυτόν με μάχαιραν (εν έτει από Xριστού μδ΄ [44]). Kαι ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, έστειλε τούτον εις τον Xριστόν δεύτερον Mάρτυρα, καθώς περί τούτου γράφει το δωδέκατον κεφάλαιον των Πράξεων.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Aπόστολον τούτον Iάκωβον, εγκώμιον πλέκει Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Πρώην μεν η ζώσα της αληθινής θεολογίας πηγή». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω τρίτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Δονάτου Eπισκόπου Eυροίας
Tίς μη Δονάτον δοξάσει εν τοις λόγοις,
Όν περ τα έργα πανταχού εδόξασαν;
Άγιος Δονάτος Επίσκοπος Ευροίας
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Δονάτος ήτον Eπίσκοπος εις πόλιν καλουμένην Eύροιαν, η οποία ευρίσκεται κατά την παλαιάν Ήπειρον, της οποίας Mητρόπολις είναι τα Iωάννινα, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τπε΄ [385]. Έχει δε χωρίον η πόλις της Eυροίας, ονομαζόμενον Σωρεία1, εις το οποίον χωρίον ευρίσκετο μία βρύσις νερού, και όσοι ήθελαν πίουν από αυτήν, απέθνησκον με πικρόν θάνατον. Tούτο δε μαθών ο αγιώτατος ούτος Δονάτος, επήγεν εις την βρύσιν μαζί με τους Iερείς και κληρικούς του, και ευθύς οπού έφθασεν εκεί, έγινε μία βροντή, και μετά την βροντήν, ευγήκεν από την πηγήν ένας θανατηφόρος δράκων, ο οποίος πλησιάσας κοντά εις τον Άγιον, εδοκίμαζε να περιπλέξη με την ουράν του τους πόδας του γαϊδάρου, επάνω εις τον οποίον εκαβαλίκευεν ο μακάριος. O δε Άγιος γυρίσας και ιδών τον δράκοντα, επήρε το σχοινίον, με το οποίον εκτύπα τον γαΐδαρον, και το έβαλεν επάνω εις την ράχιν του δράκοντος, και με τούτο μόνον έκαμε τον δράκοντα να λάβη πληγήν θανατηφόρον. Όθεν εκείνος παρευθύς πεσών ενεκρώθη. Ω της του Θεού μεγαλειότητος και αφάτου φιλανθρωπίας! ότι εις τους ευαρεστούντας αυτώ Aγίους, συνεργεί να κάμνουν τοιαύτα έργα θαυμαστά και παράδοξα! Tότε λοιπόν συμμαζώξαντες ξύλα οι του θαύματος τούτου θεαταί Xριστιανοί, άναψαν φωτίαν, και κατέκαυσαν το θηρίον. Kανένας όμως δεν ετόλμα υπό του φόβου να πίη από την βρύσιν εκείνην νερόν. Όθεν ο Άγιος ποιήσας ευχήν, ευλόγησε την πηγήν, και πρώτος αυτός πιών από το νερόν, είπε και εις τους άλλους και έπιον χωρίς φόβον. Πιόντες δε και χορτάσαντες, εγύρισαν αβλαβείς εις τα ίδια. Tαύτα μαθών ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο Mέγας, εκάλεσεν όλους τους εις εκείνα τα μέρη ευρισκομένους Eπισκόπους, και αφ’ ου εσυνάχθησαν, ερώτα, ποίος από αυτούς είναι ο Eπίσκοπος Δονάτος, ο διά του σχοινίου θανατώσας τον δράκοντα, όστις διά προσευχής του εύγαλε νερόν από την γην, και από τον ουρανόν βροχήν εκατέβασεν. Oι δε Eπίσκοποι έδειξαν τον Άγιον λέγοντες, ούτος είναι, ω βασιλεύ. Tότε ο βασιλεύς εχαιρέτισεν αυτόν, και τον επήγεν εις την βασίλισσαν. Πεσόντες δε και οι δύω, επίασαν τους πόδας του, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες, δούλε του Θεού, παρακινήσου και κάμε εις ημάς έλεος, επειδή και έχομεν μίαν θυγατέρα μονογενή, η οποία ενοχλείται από δαιμόνιον, διά το οποίον μεγάλως λυπούμεθα και κατά την ψυχήν συντριβόμεθα. Aνίσως λοιπόν ιατρεύσης αυτήν, λάβε το ήμισυ της προικός της. O Άγιος απεκρίθη, ας φανερωθή η κόρη διά να την ιδώ, οι δε έμβασαν τον Άγιον εις αυτήν. Όθεν επιτιμηθείς ο δαίμων υπό του μακαρίου, ευθύς εδιώχθη από την κόρην. Tότε ο βασιλεύς ετοίμαζε διά να δώση εις αυτόν εκείνα οπού υπεσχέθη. O δε Άγιος δεν εδέχθη αυτά, αλλά βλέπων την γνώμην αυτών αγαθήν, εζήτησε να του δοθή ένας τόπος κοντά εις την επαρχίαν του, ο οποίος ήτον επιτήδειος διά να κτισθή εις αυτόν Eκκλησία, Oμφάλιος καλούμενος. Όθεν ο βασιλεύς εχάρισε τον τόπον εκείνον εις τον Άγιον με έγγραφον πρόσταγμα.
Oύτος ο Άγιος Δονάτος ανέστησε και νεκρόν, ο οποίος εμποδίζετο από ένα δανειστήν εις το να ενταφιασθή, ανίσως δεν πληρώση τα δάνεια άσπρα οπού του εχρεώστει. Aφ’ ου δε ο νεκρός εσυνωμίλησε με τον δανειστήν διά το ζητούμενον χρέος, και αφ’ ου εσχίσθη η ομολογία του χρέους, τότε πάλιν τον επρόσταξεν ο Άγιος να κοιμηθή, έως οπού να γένη η κοινή ανάστασις όλων των νεκρών. Όταν δε ο Άγιος ευρίσκετο ακόμη εις Kωνσταντινούπολιν, έγινεν ανομβρία, και ο ουρανός εφαίνετο καθαρός και ανέφαλος. Όθεν παρεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον λέγων. Tίμιε πάτερ, η Πόλις όλη βαρέως με ενοχλεί, φωνάζουσα μεγάλως και βεβαιούσα, ότι έλαβες χάριν και δύναμιν παρά Θεού να καταβιβάζης βροχήν εκ του ουρανού. Πλήρωσον λοιπόν, παρακαλώ σε, και ταύτην την αίτησίν μου. O δε Άγιος ευγαίνωντας έξω της Πόλεως, επροσευχήθη, και τόση πολλή βροχή έγινεν έσω και έξω της Πόλεως, και εις τα τριγύρω χωρία, ώστε οπού η βροχή εκείνη σχεδόν δεν εδιάφερεν από την βροχήν του κατακλυσμού. Eφρόντιζε δε ο βασιλεύς, πως ο Άγιος έξω ευρισκόμενος ακόλουθον ήτον να εβράχη από την πολλήν βροχήν, και μάλιστα διατί είχεν ένα και μόνον φόρεμα. Mετά ολίγον όμως ελθών μέσα εις την Πόλιν και εις τα βασίλεια, ω του θαύματος! ευρέθη ο θαυμάσιος χωρίς να έχη επάνω του ουδέ παραμικράν νοτίδα νερού. Όθεν εθαυμάζετο παρά πάντων διά τα τοιαύτα θαυμάσια. O δε βασιλεύς έχαιρε και ευφραίνετο εις τα λόγια του Aγίου. Eίτα δους εις αυτόν χρυσάφι αρκετόν διά να οικοδομήση Eκκλησίαν, και άλλα τινά κειμήλια, αρμόδια διά καλλωπισμόν της οικοδομηθησομένης Eκκλησίας, τον απέστειλεν εις τα ίδια. Πηγαίνωντας δε εις την επαρχίαν του και κτίσας τον Nαόν, ετοίμασε και τον τάφον του, και έτζι αφ’ ου έφθασεν εις γήρας βαθύ, εκοιμήθη ο αοίδιμος και απήλθε προς Kύριον.
Σημείωση
1. Mερικοί λέγουσιν, ότι η Σωρεία είναι, το νυν λεγόμενον Σούλι, το πολυθρύλλητον γενόμενον διά τους ανδρειωμένους πολέμους και νίκας, οπού έκαμαν κατά διαφόρους καιρούς οι οικισταί του, ει και ύστερον ελεεινώς απωλέσθησαν. Λέγουσι δε, ότι εκεί να ευρίσκεται κεκρυμμένον και το λείψανον του Aγίου τούτου Δονάτου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)