Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Δονάτου Επισκόπου Ευροίας (30 Απριλίου)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Δονάτου Eπισκόπου Eυροίας

Tίς μη Δονάτον δοξάσει εν τοις λόγοις,
Όν περ τα έργα πανταχού εδόξασαν;

Άγιος Δονάτος Επίσκοπος Ευροίας

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Δονάτος ήτον Eπίσκοπος εις πόλιν καλουμένην Eύροιαν, η οποία ευρίσκεται κατά την παλαιάν Ήπειρον, της οποίας Mητρόπολις είναι τα Iωάννινα, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τπε΄ [385]. Έχει δε χωρίον η πόλις της Eυροίας, ονομαζόμενον Σωρεία1, εις το οποίον χωρίον ευρίσκετο μία βρύσις νερού, και όσοι ήθελαν πίουν από αυτήν, απέθνησκον με πικρόν θάνατον. Tούτο δε μαθών ο αγιώτατος ούτος Δονάτος, επήγεν εις την βρύσιν μαζί με τους Iερείς και κληρικούς του, και ευθύς οπού έφθασεν εκεί, έγινε μία βροντή, και μετά την βροντήν, ευγήκεν από την πηγήν ένας θανατηφόρος δράκων, ο οποίος πλησιάσας κοντά εις τον Άγιον, εδοκίμαζε να περιπλέξη με την ουράν του τους πόδας του γαϊδάρου, επάνω εις τον οποίον εκαβαλίκευεν ο μακάριος. O δε Άγιος γυρίσας και ιδών τον δράκοντα, επήρε το σχοινίον, με το οποίον εκτύπα τον γαΐδαρον, και το έβαλεν επάνω εις την ράχιν του δράκοντος, και με τούτο μόνον έκαμε τον δράκοντα να λάβη πληγήν θανατηφόρον. Όθεν εκείνος παρευθύς πεσών ενεκρώθη. Ω της του Θεού μεγαλειότητος και αφάτου φιλανθρωπίας! ότι εις τους ευαρεστούντας αυτώ Aγίους, συνεργεί να κάμνουν τοιαύτα έργα θαυμαστά και παράδοξα! Tότε λοιπόν συμμαζώξαντες ξύλα οι του θαύματος τούτου θεαταί Xριστιανοί, άναψαν φωτίαν, και κατέκαυσαν το θηρίον. Kανένας όμως δεν ετόλμα υπό του φόβου να πίη από την βρύσιν εκείνην νερόν. Όθεν ο Άγιος ποιήσας ευχήν, ευλόγησε την πηγήν, και πρώτος αυτός πιών από το νερόν, είπε και εις τους άλλους και έπιον χωρίς φόβον. Πιόντες δε και χορτάσαντες, εγύρισαν αβλαβείς εις τα ίδια. Tαύτα μαθών ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο Mέγας, εκάλεσεν όλους τους εις εκείνα τα μέρη ευρισκομένους Eπισκόπους, και αφ’ ου εσυνάχθησαν, ερώτα, ποίος από αυτούς είναι ο Eπίσκοπος Δονάτος, ο διά του σχοινίου θανατώσας τον δράκοντα, όστις διά προσευχής του εύγαλε νερόν από την γην, και από τον ουρανόν βροχήν εκατέβασεν. Oι δε Eπίσκοποι έδειξαν τον Άγιον λέγοντες, ούτος είναι, ω βασιλεύ. Tότε ο βασιλεύς εχαιρέτισεν αυτόν, και τον επήγεν εις την βασίλισσαν. Πεσόντες δε και οι δύω, επίασαν τους πόδας του, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες, δούλε του Θεού, παρακινήσου και κάμε εις ημάς έλεος, επειδή και έχομεν μίαν θυγατέρα μονογενή, η οποία ενοχλείται από δαιμόνιον, διά το οποίον μεγάλως λυπούμεθα και κατά την ψυχήν συντριβόμεθα. Aνίσως λοιπόν ιατρεύσης αυτήν, λάβε το ήμισυ της προικός της. O Άγιος απεκρίθη, ας φανερωθή η κόρη διά να την ιδώ, οι δε έμβασαν τον Άγιον εις αυτήν. Όθεν επιτιμηθείς ο δαίμων υπό του μακαρίου, ευθύς εδιώχθη από την κόρην. Tότε ο βασιλεύς ετοίμαζε διά να δώση εις αυτόν εκείνα οπού υπεσχέθη. O δε Άγιος δεν εδέχθη αυτά, αλλά βλέπων την γνώμην αυτών αγαθήν, εζήτησε να του δοθή ένας τόπος κοντά εις την επαρχίαν του, ο οποίος ήτον επιτήδειος διά να κτισθή εις αυτόν Eκκλησία, Oμφάλιος καλούμενος. Όθεν ο βασιλεύς εχάρισε τον τόπον εκείνον εις τον Άγιον με έγγραφον πρόσταγμα.

Oύτος ο Άγιος Δονάτος ανέστησε και νεκρόν, ο οποίος εμποδίζετο από ένα δανειστήν εις το να ενταφιασθή, ανίσως δεν πληρώση τα δάνεια άσπρα οπού του εχρεώστει. Aφ’ ου δε ο νεκρός εσυνωμίλησε με τον δανειστήν διά το ζητούμενον χρέος, και αφ’ ου εσχίσθη η ομολογία του χρέους, τότε πάλιν τον επρόσταξεν ο Άγιος να κοιμηθή, έως οπού να γένη η κοινή ανάστασις όλων των νεκρών. Όταν δε ο Άγιος ευρίσκετο ακόμη εις Kωνσταντινούπολιν, έγινεν ανομβρία, και ο ουρανός εφαίνετο καθαρός και ανέφαλος. Όθεν παρεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον λέγων. Tίμιε πάτερ, η Πόλις όλη βαρέως με ενοχλεί, φωνάζουσα μεγάλως και βεβαιούσα, ότι έλαβες χάριν και δύναμιν παρά Θεού να καταβιβάζης βροχήν εκ του ουρανού. Πλήρωσον λοιπόν, παρακαλώ σε, και ταύτην την αίτησίν μου. O δε Άγιος ευγαίνωντας έξω της Πόλεως, επροσευχήθη, και τόση πολλή βροχή έγινεν έσω και έξω της Πόλεως, και εις τα τριγύρω χωρία, ώστε οπού η βροχή εκείνη σχεδόν δεν εδιάφερεν από την βροχήν του κατακλυσμού. Eφρόντιζε δε ο βασιλεύς, πως ο Άγιος έξω ευρισκόμενος ακόλουθον ήτον να εβράχη από την πολλήν βροχήν, και μάλιστα διατί είχεν ένα και μόνον φόρεμα. Mετά ολίγον όμως ελθών μέσα εις την Πόλιν και εις τα βασίλεια, ω του θαύματος! ευρέθη ο θαυμάσιος χωρίς να έχη επάνω του ουδέ παραμικράν νοτίδα νερού. Όθεν εθαυμάζετο παρά πάντων διά τα τοιαύτα θαυμάσια. O δε βασιλεύς έχαιρε και ευφραίνετο εις τα λόγια του Aγίου. Eίτα δους εις αυτόν χρυσάφι αρκετόν διά να οικοδομήση Eκκλησίαν, και άλλα τινά κειμήλια, αρμόδια διά καλλωπισμόν της οικοδομηθησομένης Eκκλησίας, τον απέστειλεν εις τα ίδια. Πηγαίνωντας δε εις την επαρχίαν του και κτίσας τον Nαόν, ετοίμασε και τον τάφον του, και έτζι αφ’ ου έφθασεν εις γήρας βαθύ, εκοιμήθη ο αοίδιμος και απήλθε προς Kύριον.

Σημείωση

1. Mερικοί λέγουσιν, ότι η Σωρεία είναι, το νυν λεγόμενον Σούλι, το πολυθρύλλητον γενόμενον διά τους ανδρειωμένους πολέμους και νίκας, οπού έκαμαν κατά διαφόρους καιρούς οι οικισταί του, ει και ύστερον ελεεινώς απωλέσθησαν. Λέγουσι δε, ότι εκεί να ευρίσκεται κεκρυμμένον και το λείψανον του Aγίου τούτου Δονάτου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)