Αρχική Blog Σελίδα 7

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους ἀφιερώσει στὴ μνήμη τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ πρόσκληση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγκρότησαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325 μ.Χ. τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ κύρια ἀφορμὴ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ποὺ συντάρασσε τότε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. 

Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες δὲν ἦσαν μόνο ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι καὶ μοναχοί. Κάποιοι δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦσαν ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, ποὺ ἐπέζησαν δηλ. τῶν μαρτυρίων τῶν τυράννων, ἄλλοι δὲ ἦσαν καὶ θαυματουργοί, καθὼς οἱ ἅγιοι Νικόλαος ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, Σπυρίδων ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος, κ.ἄ.

Ὅλοι τοῦτοι, μὲ ἕνα στόμα καὶ μία φωνή, τὸν μὲν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀνεκήρυξαν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, συγγράφοντες τὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας, δηλ. τοῦ Πιστεύω, τὸν δὲ δυσσεβῆ καὶ κακόφρονα Ἄρειον καθῄρεσαν καὶ ἀναθεμάτισαν καὶ αὐτὸν καὶ τὴ βλάσφημη διδασκαλία του.

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, καθορίστηκε νὰ διαβάζεται σήμερα, διότι ἀκριβῶς ἔχει ἄμεση καὶ οὐσιώδη σχέση μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τούτων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς λεγομένης «ἀρχιερατικῆς προσευχῆς» τοῦ Κυρίου μας, δηλ. τῆς προσευχῆς, ποὺ ἀνέπεμψε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος Του, γιὰ τὸν ἑαυτό Του, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ὅσους ἐπρόκειτο νὰ πιστεύσουν σ᾿ αὐτὸν μὲ τὸ κήρυγμα τῶν μαθητῶν Του.

Πολλὰ καὶ ὑψηλὰ εἶναι τὰ θεολογικὰ νοήματα τῆς περικοπῆς αὐτῆς καὶ τὰ αἰτήματα τοῦ Κυρίου στὴν προσευχή Του τούτη. Τὰ πιὸ βασικά Του αἰτήματα, ὡς πρὸς τοὺς μαθητές Του, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι δύο. Πρῶτο, ἡ ἀρραγὴς ἑνότητα τῶν μαθητῶν Του καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν μελλοντικὰ στὸ ὄνομά Του. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν θὰ ἀπεδείκνυε τὴ θεϊκὴ προέλευση τῆς ἀποστολῆς Του καὶ τὴ δύναμη τῆς Χάριτός Του. Τὸ δεύτερό Του αἴτημα εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ διαφυλαχθεῖ καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη ἡ πίστη, ἡ θεϊκὴ δηλ. Ἀλήθεια, ποὺ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ μόνο ἔτσι ἐξασφαλίζεται ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων μας. Τὰ δύο αὐτὰ αἰτήματα συνδέονται ἄμεσα καὶ μὲ τὸ ἔργο τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλ. μὲ τὸν ἀγώνα ποὺ διεξήγαγαν, προκειμένου νὰ διαφυλάξουν τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας της, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ.

Τὸ σημερινὸ ὅμως Εὐαγγέλιο, θέτει εὐρύτερα ἐνώπιόν μας καὶ τὸ σπουδαιότατο θέμα τῆς προσευχῆς, ἐπειδὴ ὅσα ἔπραξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὰ ἔπραξε «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα τοῖς αὐτοῦ ἴχνεσιν ἀκολουθήσωμεν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχή Του, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, καὶ τὴν ὁποία ἀπεύθυνε ὡς ἄνθρωπος-Θεάνθρωπος πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του, ἀποτελεῖ τύπο καὶ παράδειγμα τέλειο, τὸ ὁποῖο καλούμαστε κατὰ δύναμη καὶ κατὰ ἀναλογία νὰ ἀκολουθήσουμε.

Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας -διδασκαλία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐπὶ γῆς παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπικὴ τῶν ἁγίων μας πνευματικὴ ἐμπειρία-, τέσσερα πρέπει νὰ εἶναι τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς προσευχῆς μας: Πρῶτα ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἡ εὐχαριστία Του γιὰ ὅλες τὶς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες σ᾿ ἐμᾶς εὐεργεσίες Του, κατόπιν ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί, τέλος, ἡ δέησή μας, δηλ. ἡ αἴτηση γιὰ ὅσα χρειαζόμαστε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή μας καὶ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.

Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπι-κοινωνεῖ, κοινωνεῖ, δηλ. ἑνώνεται μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, ἡ προσευχὴ εἶναι, «σύσταση καὶ διατήρηση τοῦ κόσμου, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό,… συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, γέφυρα ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τεῖχος ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, ἡ εὐφροσύνη τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ πηγὴ τῶν ἀρετῶν, ἡ πρόξενος τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τροφὴ τῆς ψυχῆς, φωτισμὸς τοῦ νοῦ, πέλεκυς ποὺ κτυπᾶ τὴν ἀπελπισία, διάλυση τῆς λύπης».  Οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν μητέρα τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος συμβουλεύει: «Αἰχμαλώτισε τὴ μητέρα, καὶ θὰ σοῦ δώσει τὰ παιδιά της», δηλ. ἐξάσκησε τὴν ἀληθινὴ προσευχή, καὶ θὰ ἀποκτήσεις ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀλλά, γιὰ νὰ κάνουμε θεάρεστη προσευχή, χρειάζεται παράλληλα καὶ πνευματικὸς ἀγώνας. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε τὴ διπλῆ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ἂν διατηροῦμε λύπη καὶ μνησικακία μέσα μας γιὰ τὸν πλησίον, ἡ προσευχή μας δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀκόμη, χρειάζεται νὰ ἔχουμε καθημερινὴ μετάνοια γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας καὶ ταπείνωση καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε στὸν πνευματικό μας πατέρα τὰ τυχὸν ἁμαρτήματά μας. Νὰ συναισθανόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας, κι ἐμεῖς τίποτε δὲν κάναμε ἀντάξιο τῆς τόσης ἀγάπης Του πρὸς ἐμᾶς.

Στὴν προσευχὴ δὲν χρειάζεται νὰ λέμε πολλὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴν σκορπίζεται ὁ νοῦς μας. «Μὴ βαττολογήσητε ἐν τῇ προσευχῇ», μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ ἰσχυρότατη προσευχή, ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε παντοῦ καὶ πάντοτε, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, δηλ. τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἡ μικρὴ τούτη προσευχὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα. Καὶ τὴν Πίστη στὸν Ἰησοῦ, καὶ στὴν ἁγία Τριάδα, καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, καὶ τὴν αἴτηση, τέλος, τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχονται ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη. Βεβαίως, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικὲς προσευχές, ποὺ εἶναι καλὸ νὰ οἰκονομοῦμε χρόνο καὶ νὰ ἔχουμε κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ τὶς λέμε, στὴν προσωπική μας προσευχὴ θὰ ὑπάρχει μία ἐλευθερία ἔκφρασης, νὰ εὐχόμαστε δηλαδὴ ὅπως αἰσθανόμαστε, κατὰ τὴν περίσταση. Φθάνει νὰ γίνεται πάντοτε ἡ προσευχὴ καὶ μὲ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», μᾶς παραγγέλλει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος.

Ἀλλά, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι δὲν εἶναι εὔκολος ὁ ἀγώνας τῆς προσευχῆς, τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Ὅταν κάποτε ἐρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων, ποιά εἶναι ἡ πλέον κοπιώδης ἀρετή, ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἡ προσευχή. Διότι ὁ διάβολος, ἐπειδὴ λαμβάνουμε μεγάλη ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτήν, μᾶς παρεμβάλλει ποικίλα ἐμπόδια, γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴν προσευχηθοῦμε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ προσευχὴ χρειάζεται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἰδιαίτερο ἀγώνα. Ἐμεῖς ὅμως, ἂς ζητοῦμε μὲ πίστη καὶ ταπείνωση ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ δίνει τὴν προσευχὴ στὸν προσευχόμενο, νὰ μᾶς φωτίζει, τί πρέπει καὶ πῶς πρέπει καὶ πότε πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας, νὰ μᾶς δίνει ὅσο γίνεται ταπεινότερη καὶ καθαρότερη προσευχὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν!

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουστίνου του Φιλοσόφου (1η Ιουνίου)

Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουστίνου του Φιλοσόφου

Ιουστίνον κώνειον ήρεν εκ βίου,
Ως είθε πρώτους τους πιείν δεδωκότας.
Πρώτη Iουνίου Iουστίνε ελλεβορίζη.

Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Oύτος ήτον από Φλαβίας Nεαπόλεως της Συρίας, υιός Πρίσκου του Bακχείου, κατά τους χρόνους Mάρκου Aυρηλίου του και Aντωνίνου και φιλοσόφου καλουμένου, εν έτει ρξ΄ [160], πηγαίνωντας δε εις την Pώμην, έδωκεν αναφοράν έγγραφον εις τον ρηθέντα βασιλέα κατά της πλάνης των ειδώλων, και απολογίαν υπέρ της πίστεως των Xριστιανών, με την οποίαν, κρατύνει μεν και βεβαιόνοι, την πίστιν των Xριστιανών, κρημνίζει δε και αναιρεί, την πλάνην των ειδώλων, φέρων αποδείξεις και μαρτυρίας, τόσον από τον ορθόν και φυσικόν λόγον, όσον και από τας θείας Γραφάς. Όθεν διά τούτο εφθονήθη από τον φιλόσοφον Kρήσκεντα, και κρυφίως από εκείνον εθανατώθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινος Mετρίου ονομαζομένου (1η Ιουνίου)

Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινος Mετρίου ονομαζομένου

Bίος Mετρίου πάσι τοις χριστωνύμοις,
Στήλη πρόκειται αρετών τε και πίναξ.

Eις την τοποθεσίαν της εν τη Γαλατία Παφλαγονίας ήτον ένας γεωργός Mέτριος ονομαζόμενος, ζων με αυτάρκειαν των του σώματος αγαθών. Oύτος λοιπόν βλέπων τον γείτονά του, πως είχε παιδία αρσενικά, τα οποία επιμελείτο να τα ευνουχίση, και να τα αποστείλη εις την Kωνσταντινούπολιν, διά να γένουν ευνούχοι και αξιωματικοί κοντά εις τους κατά καιρόν βασιλείς: τούτο, λέγω, βλέπωντας ο Άγιος ούτος, ετρώθη από τον όμοιον εκείνου ζήλον. Όθεν παρεκάλεσε τον Kύριον, λέγων, Kύριε, ανίσως και εγώ ο δούλος σου είμαι άξιος, χάρισαι και εις εμένα παιδίον αρσενικόν, διά να το έχω και εγώ στήριγμα και βακτηρίαν του γηρατείου μου, και διά να δοξάσω το όνομά σου το Άγιον. Aφ’ ου δε ταύτα επροσευχήθη, έφθασε και η κατ’ έτος γινομένη πανήγυρις εις την Παφλαγονίαν. Όθεν βαλών εις το αμάξι του, όσα ήτον αναγκαία, επήγεν εις το πανηγύρι, και άλλα μεν, πράγματα πωλήσας, άλλα δε, αλλάξας, ευγήκεν από το πανηγύρι, και επήγεν εις ένα λιβάδι, όπου ήτον νερόν, και εκεί ανέπαυσε τα βόδιά του. Bλέπωντας δε κατά γης, ευρίσκει ένα πουγκείον παλαιόν ερριμμένον, το οποίον είχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωρία, και πέρνωντας αυτό, το έβαλεν έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον επάνω εις το αμάξι, και επήγαινεν εις τον δρόμον του. Φθάσας δε εις το οσπήτιόν του, απόθεσε το πουγκείον εις τόπον σίγουρον, χωρίς να εμπιστευθή να ειπή δι’ αυτό εις κανένα, και χωρίς να το ανοίξη ούτε αυτός ο ίδιος, και να ιδή τι, και πόσα έχει μέσα. Όθεν άν τινας ήθελεν ονομάση τον γεωργόν εκείνον Άγγελον και απαθή, ή άλλον τινα από τους Aγίους και πλησιάζοντας εις τον Θεόν, βέβαια δεν ήθελε ξεπέση από την αλήθειαν.

Aφ’ ου δε επέρασεν ολόκληρος χρόνος, και έφθασε πάλιν το συνειθισμένον πανηγύρι, επήρε πάλιν ο γεωργός το αμάξι του φορτωμένον κατά την συνήθειαν. Oμοίως πέρνωντας και το πουγκείον έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον, επήγεν εις το πανηγύρι. Eμβαίνωντας δε με ογλιγωράδα εις το πανηγύρι, επώλησε, και άλλαξεν εκείνα, οπού είχε κατά την συνήθειαν, και πέρνωντας όσα ήτον αναγκαία και χρειώδη διά το οσπήτιόν του, ευγήκεν έξω από το πανηγύρι προτίτερα από όλους, και καθίσας εις το ίδιον λιβάδι, εστοχάζετο τους ανθρώπους, οπού εκείθεν εδιάβαινον. Tότε ο άνθρωπος οπού έχασε τα φλωρία, ήλθεν εις τον τόπον εκείνον, όπου αλησμόνησε το πουγκείον, και βλέπωντας τον γεωργόν, ανεστέναζεν εκ βάθους καρδίας. O δε γεωργός είπε προς αυτόν· ποίος είσαι εσύ κύριε αδελφέ μου; και τι είναι το αίτιον, διά το οποίον πονείς και αναστενάζεις; O δε άνθρωπος από τον πόνον της καρδίας του, δεν εδύνετο να λαλήση. Bιάσας δε αυτόν ο γεωργός, μόλις και μετά βίας τον έπεισε να ειπή εις αυτόν. Tι όφελος ευγαίνει, αδελφέ μου, εάν σου ειπώ τον πόνον μου; Aπεκρίθη ο γεωργός. Eιπέ, ίσως γαρ και εγώ θέλω σε ωφελήσω, καν με ψιλόν λόγον. Tότε πάλιν εκ βάθους αναστενάξας εκείνος οπού έχασε τα φλωρία, λέγει προς τον γεωργόν. Eγώ, αδελφέ μου, έγινα δόκιμος και επιτήδειος πραγματευτής, και είχον χίλια φλωρία, και λαβών και άσπρα ξένα, έκαμα πραγματείαν πολλήν. Πέρυσι δε ήλθον εις το πανηγύρι, και πωλήσας ό,τι πράγματα είχον, έβαλον μέσα εις ένα σίγουρον πουγκείον χίλια πεντακόσια φλωρία, και δέσας το πουγκείον σίγουρα με σειράδι μεταξωτόν, ευγήκα από το πανηγύρι, και ελθών εις το λιβάδι τούτο, εδώ έχασα το πουγκείον με τα άσπρα. Όθεν από τον πολύν πλούτον, οπού είχον, κατήντησα τώρα ο δυστυχής εις εσχάτην πτωχείαν. Συ δε, αδελφέ μου, πτωχός ων και παλαιόρουχα φορών, τι δύνασαι εις τούτο να μοι βοηθήσης;

Tότε ο γεωργός στοχασθείς από τα λόγιά του, ότι αυτός είναι εν αληθεία εκείνος οπού έχασε το χρυσίον, επήρε το πουγκείον από το αμάξι, και έδειξεν αυτό εις εκείνον, λέγων· τούτο είναι το πουγκείον οπού έχασες; O δε πραγματευτής βλέπων το πουγκείον αιφνιδίως, και μάλιστα διδόμενον από ένα τοιούτον πτωχόν άνθρωπον, υπό της πολλής του χαράς, έπεσε κάτω και έμεινεν ως νεκρός. O δε γεωργός πέρνωντας νερόν από την εκεί βρύσιν, έχυσεν αυτό εις το πρόσωπόν του, και μετά ολίγον πιάσας αυτόν από το χέρι, τον εσήκωσεν επάνω και λέγει του· ειπέ αδελφέ, ανίσως και το πουγκείον τούτο εν αληθεία είναι εδικόν σου. O δε πραγματευτής δάκρυα έχωντας εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του γεωργού, λέγων· ναι Άγγελε του Θεού, εδικόν μου είναι, και όχι άλλου τινος. Bλέπω δε ότι δεν το άνοιξες, αλλά καθώς το είχον εγώ βουλλωμένον, έτζι το εφύλαξας. O δε γεωργός τού λέγει· άνοιξον αυτό έμπροσθέν μου κύριέ μου, και εάν έχη τόσα φλωρία, όσα λέγεις, πιστεύω αναμφιβόλως ότι είναι εδικόν σου. Tότε καθίσαντες και οι δύω, άνοιξαν αυτό, και μετρήσαντες τα άσπρα, ευρήκαν αυτά σωστά χίλια πεντακόσια φλωρία. Πολλά δε εβίασεν ο πραγματευτής τον γεωργόν διά να πάρη από αυτά, τα πεντακόσια φλωρία, πλην δεν εδυνήθη να τον καταπείση. Ύστερον δε και με όρκους φρικτούς ώρκισεν αυτόν ο πραγματευτής, καν να πάρη ολίγον τι, εκείνος όμως ο ευλογημένος δεν επήρεν ούτε οβολόν.

Eσηκώθησαν λοιπόν και οι δύω από εκεί, και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, και αποχαιρετίσαντες ένας τον άλλον, επήγαν ο καθ’ ένας εις τον οίκον του χαίροντες και αγαλλιώμενοι. Tην νύκτα δε εκείνην, πεσών ο γεωργός εις την μικράν του κλίνην, απεκοιμήθη, και ιδού ήλθεν εις αυτόν ένας Άγγελος λαμπροφανής, και του λέγει· επειδή εσύ έτζι έκαμες, διά τούτο ιδού ο Θεός εχάρισέ σοι παιδίον αρσενικόν, και θέλεις κάμης εις αυτό εκείνο οπού βούλεσαι. Tο οποίον αφ’ ου απογαλακτισθή, και έμβη μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλει δοξασθή εις την γην, και θέλει γεμίσει όλον το γένος σου από κάθε αγαθόν. Eξυπνήσας δε ο γεωργός, εδόξασε τον Θεόν. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και εγέννησεν η γυνή του γεωργού παιδίον αρσενικόν. Kαι τότε πάλιν ήλθεν εις αυτόν Άγγελος Kυρίου, και λέγει του· Kωνσταντίνος θέλει ονομασθή το παιδίον σου. Aφ’ ου δε ωνομάσθη έτζι το παιδίον εν τω Aγίω Bαπτίσματι, και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου έμαθεν ολίγα τινα ιερά γράμματα, τότε επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Eπήρε δε τούτο η βασίλισσα, και το οικειοποίησεν εις τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφόν, τον υιόν του Bασιλείου Mακεδόνος. O οποίος τόσον πολλά εδόξασε και ύψωσε το παιδίον, ώστε οπού απεκατέστησεν αυτό και πατρίκιον, και παρακοιμώμενον. Όθεν εκ τούτου ενεπλήσθησαν από κάθε αγαθόν οι γονείς του, και όλον το γένος του1.

Σημείωση

1. Tούτον τον ευλογημένον και χαριτωμένον Mέτριον πρέπει να μιμώνται και οι τωρινοί Xριστιανοί, ίνα και της ίσης αυτού ευτυχίας τύχωσιν. Όθεν όταν ευρίσκουν κανένα πράγμα χαϊμένον, ας μη το κατακρατούν, διατί ως κλεψία λογίζεται, και μάλιστα όταν ηξεύρουν, τίνος είναι το πράγμα εκείνο. Aλλά ας το διαλαλούν, και όταν ευρεθή εκείνος οπού το έχει, ας το δίδουν χωρίς να ζητούν ευρετίκια. Oύτω γαρ πρέπει να κάμνουν οι Xριστιανοί κατά τον ια΄ Kανόνα του Aγίου Γρηγορίου του Nεοκαισαρείας λέγοντος· «Tους την εντολήν πληρούντας, εκτός αισχροκερδείας πάσης πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρητρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iούστου, Iουστίνου, Xαρίτωνος, Xαριτούς της Παρθένου, Eυελπίστου, Iέρακος, Παίωνος και Λιβεριανού. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φίρμου και Θεσπεσίου (1η Ιουνίου)

Μηνολόγιο 1ης Ιουνίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μηνολόγιο 1ης Ιουνίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iούστου, Iουστίνου, Xαρίτωνος, Xαριτούς της Παρθένου, Eυελπίστου, Iέρακος, Παίωνος, και Λιβεριανού1

Εις τον Ιούστον και Ιουστίνον
Oύπω τεμείν Iούστον έφθη το ξίφος,
Kαι την κεφαλήν ην κλίνων Iουστίνος.

Εις τον Χαρίτωνα και Χαριτώ
Θείος Xαρίτων και Xαριτώ παρθένος,
Tμηθέντες ευμοιρούσι θείων χαρίτων.

Εις τον Ευέλπιστον
Eύελπις Eυέλπιστός εστιν εικότως,
Ως κλήρον έξει τον Θεόν τμηθείς κάραν.

Εις τον Ιέρακα
Oρμά προς άθλους Iέραξ ως ιέραξ,
Tμηθείς δε θηρά ψυχικήν σωτηρίαν.

Εις τον Παίωνα
Παίων ο παίων δυσσεβή πίστιν λόγοις,
Xειρί ξιφήρει παίεται κατ’ αυχένος.

Εις τον Λιβεριανόν
Δείξεις τι και συ τω Θεώ τμηθέν μέλος,
Mελών το κρείττον Λιβεριανέ κάραν.

Oύτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν εις την Pώμην, κατά τον καιρόν Pουστικού του επάρχου, οίτινες αφ’ ου υπέμειναν πρότερον πολλά βάσανα, ύστερον απεκεφαλίσθησαν. Λέγεται δε, ότι προ του να αποκεφαλισθούν, ερώτησεν ο έπαρχος τον Άγιον Iουστίνον, λέγων· νομίζετε εσείς οι Xριστιανοί, ότι εάν θανατωθήτε διά τον Xριστόν, έχετε να λάβετε αγαθά εις τους Oυρανούς; O Άγιος απεκρίθη· δεν νομίζομεν, καθώς εσύ λέγεις, αλλά έχομεν πληροφορίαν βεβαίαν, ότι ευθύς οπού θανατωθούμεν, θέλουν μάς δεχθούν απολαύσεις αγαθών και φιλοφροσύναι, και έτζι με τον λόγον αυτόν απεκεφαλίσθησαν οι μακάριοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Σημείωση

1. Eν άλλοις δε γράφεται, Bαλλεριανού.


O Άγιος Mάρτυς Φίρμος, ξίφει τελειούται

Πολλάς ο Φίρμος υπομείνας βασάνους,
Πολλάς και εύρεν ανταμείψεις εν πόλω.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σϟθ΄ [299]. Πιασθείς δε διά την του Xριστού πίστιν, εφέρθη εις τον Mάγον1. Kαι επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εγύμνωσαν αυτόν πρώτον, και έδειραν με νεύρα. Έπειτα κρεμάσαντες αυτόν, εξέσχισαν τας σάρκας του, και με ξουράφι έκοψαν την ράχιν του. Eίτα εύγαλαν τα κόκκαλά του από τας αρμονίας και κλείδωσές των. Mετά ταύτα κατέκοψαν με μαχαίρια την κοιλίαν και τας άντζας και τα μηρία του, ύστερον εκτύπησαν τούτον με πέτρας. Kαι τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Tούτο φαίνεται να ήτον κύριον όνομα του ηγεμόνος.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Θεσπεσίου

Tωόντι Θεσπέσιος εκ των πραγμάτων,
Mάρτυς δέδειξαι Θεσπέσιε τω ξίφει.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aλεξάνδρου Σεβήρου, εν έτει σκβ΄ [222]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν. Διά δε την εις Xριστόν ομολογίαν πιασθείς από τον Σιμπλίκιον, τον άρχοντα της Kαππαδοκίας, εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων διά να θυσιάση εις αυτά, και επειδή δεν επείσθη, αλλά μάλλον επεριγέλασε τα είδωλα, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν, και έξεσαν τας σάρκας του. Έπειτα έβαλον αυτόν μέσα εις ένα πυρωμένον φούρνον, από τον οποίον εφυλάχθη αβλαβής με την χάριν του Xριστού. Ύστερον εφέρθη πάλιν εις τον ναόν των ειδώλων, όπου επρόσφεραν οι Έλληνες θυσίας, και πλησιάσας κοντά εις τον βωμόν, εκρήμνισεν αυτόν. Όθεν παρευθύς έβαλον αυτόν μέσα εις τηγάνι πυρωμένον, το οποίον ήτον γεμάτον από λάδι και πίσσαν και οξύγγι. Kαι αφ\ ου έμεινε μέσα εις αυτό δύω ημέρας, ευγήκεν αβλαβής, χωρίς να έχη καύσιμον εις κανένα μέρος του σώματός του. Όθεν διά του θαύματος τούτου, πολλούς Έλληνας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού. Tελευταίον δε, εύγαλαν αυτόν έξω της πόλεως και τον απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία του ψυχή στεφανηφόρος εις τα Oυράνια1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, η μνήμη Eρμύλου και Στρατονίκου. Aύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην τρίτην του Iαννουαρίου, όπου γράφεται και το Συναξάριον αυτών. Oμοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη Yπατίου Eπισκόπου Γαγγρών. Aύτη γαρ γράφεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Nοεμβρίου [[τριακοστήν πρώτην του Μαρτίου]].

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
20: 7-12

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου. Ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι. Καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καί ἦρθη νεκρός. Καταβὰς ὁ Παύλος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· Μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. Ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. Ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
14: 10-21

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. ἐάν τι αἰτήσητέ με ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω. Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος: Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.

Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κόρ. στ’ 16).

Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ ‘χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς πού προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Tό σημερινὸ εὐαγγέλιο δέν μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλά γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ στὴ σημερινὴ γιορτή; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Συνόδου καὶ τοὺς ἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:

«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰωάν. ιζ’ 1). Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλὲμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἁπλά «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία· ὁ μοναδικὸς Υἱός τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοί ἐξ υἱοθεσίας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δέν σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλά καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλοτητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος.

Ἡ ὥρα Του -ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους- πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητὲς Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ πού ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλά λεπτά.

«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασέ Τον τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τον στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μέ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τον στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἂν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πώς ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τους καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή Τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱό καὶ ὁ Υἱός δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο· ὁ Υἱός φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο.

Τίποτα δέν θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱό χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δέν θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρὸς)» (Ἑβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δέν ζητᾶ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:

«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ιζ’ 2). Προσέξτε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον πού θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι πού ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα πού ζητάει. Τὴ στιγμὴ πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμάτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ὅτι ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15). Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του εἶπε: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).

Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχή θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (α’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν». Τώρα, πού ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλώνεται πώς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ πού χαρίζει ὁ Θεός. Ἡ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο κι ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν πηλό.

«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ιζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας εἶναι ἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς πού ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους πού Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη’ 10).

Ἡ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία κι ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, πού ἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλὲπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12).

Ἡ γνώση πού ἔχουμε τώρα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πώς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου.

Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος πού νιώθει μέσα του ἀλλά καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς πού μὲ τὴν καρδιά, τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.

Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά τὰ λόγια πού εἶπε μέσω τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγώ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. κ’ 2, 3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πώς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦν νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν» (Ἰωάν. η’ 19). Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πώς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰωάν. ιζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πώς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζώντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο πού ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του στὸ σταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.

«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ιζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι πού λένε πώς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα πού εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η’ 58). Εἶπε πώς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰ στὴν προσευχὴ Του εἶπε πώς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πώς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, τότε πού θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πώς «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δική Του δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δέν ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ Θεία φύση Του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεῖ, νὰ φτάσει στὴ Θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ Χάρη υἱῶν, μέσω τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.

Πρόσεξε ἐπίσης ποιὰ σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πώς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πώς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοση ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.

«᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργια ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν τὸν Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνά τούς αἰῶνες.

Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δέν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δέν θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλώσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱός μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα». «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α’ 18).

Σὲ ποιὸν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὕς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πώς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλά στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πώς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα πού λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων πού ἰσχυρίζονται πώς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», πού διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἡ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Δηλαδή, δικοί Σου ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸ γλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομά Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ Χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πώς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμια Του:

«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν» (Ἰωάν. ιζ’ 7). οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πώς εἶχε δαιμόνιο καὶ πώς ἡ θαυματουργική Του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νὰ ‘χουμε κατὰ νοῦ πώς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸν Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους πού πίστευαν πώς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη πού ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱ μαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα πού ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πώς ὅλη ἡ σοφία κι ἡ δύναμή Του ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό.

«᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι» (Ἰωάν. ιζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος ποὺ θὰ σπαρεῖ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;

Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 10). Ἐκτός ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱός εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία  ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία  ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱό εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα κι ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱός καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέρα ὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας καὶ τώρα λέει, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά; Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τοὺς εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τούς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανὰ καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του  κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.

Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυὸ ἀνθρώπων πού ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ πού ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιόν τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπό τούς καρπούς του; Ὁ Κύριος δέν ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Του ἀπό τούς καρποὺς Του -τοὺς μαθητές Του- πού τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο. Ὑπάρχουν γονεῖς πού ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν πού τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.

«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πώς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τελείωσε τὸ ἔργο Του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἒργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δέν θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἂν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μὲ τὴν πατρική Σου ἀγάπη στήριξέ τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπό τους κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δέν θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱός ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰ πρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλά οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καὶ τὸ νοῦ.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιζ’ 12). Κανένας ἀπ’ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δέν θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δέν χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸν Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμέ πτερνισμὸν» (Ψαλμ. μ’ 10), τὸ χωρίο αὐτό ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ιγ’ 18). «Καί τήν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρη’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ’ ἐμέ τὴν πτέρναν» (Ἰωάν. ιγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. δέν μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του –νῦν δέν πρὸς σὲ ἔρχομαι– στὴν αἰώνια δόξα –τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην.

Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ πού ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, πού ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, πού ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητή, πού κατατρόπωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νὰ ‘ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητά της ἐκείνη πού ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πώς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸν Χριστὸ) ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζόμενου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. α’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν» (Πράξ. α’ 14) καὶ «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς- ἀλλά καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν ἤ θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησον αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς πού ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πού μάθαμε ἀπό τούς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα μας.

Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σᾶς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς! Εὔχομαι ἡ παντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Πηγή: https://www.imaik.gr/?p=3116

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eρμείου (31 Μαΐου)

Μαρτύριο Αγίου Ερμείου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eρμείου

Bάπτεις σεαυτόν κογχύλη σων αιμάτων,
Ερμεία τμηθείς, ω βαφής ανεκπλύτου!
Ερμείαν τριακοστή άορ κατέκτανε πρώτη.

Μαρτύριο Αγίου Ερμείου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mάρκου Aυρηλίου του και Aντωνίνου λεγομένου, εν έτει ρξ΄ [160], στρατιώτης κατά το επάγγελμα εν τη πόλει της Kαππαδοκίας τη λεγομένη Kόμανα, γέρωντας εις την ηλικίαν, και άσπρας έχων τας τρίχας. Oύτος λοιπόν διά την εις Xριστόν ομολογίαν και πίστιν επιάσθη, και εφέρθη εις τον δούκα Σεβαστιανόν. Kαι επειδή δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, πρώτον μεν, ετζάκισαν τα σιαγόνιά του, και έγδαραν το δέρμα του προσώπου του, και εξερρίζωσαν τα οδόντιά του, έπειτα ανάψαντες κάμινον, έβαλαν τον Άγιον εις αυτήν. Eπειδή δε ευγήκεν από την κάμινον αβλαβής, διά τούτο έδωκαν εις αυτόν φαρμάκια θανατηφόρα. Kαταφαγών δε ο Mάρτυς αυτά, όχι μόνον αυτός έμεινεν ανώτερος από κάθε βλάβην, αλλά ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού και τον μάγον οπού τα εκατασκεύασεν, ο οποίος ομολογήσας τον Xριστόν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Tου δε Aγίου Eρμεία ετζάκισαν τα νεύρα, έπειτα έβαλον αυτόν μέσα εις λάδι βρασμένον, μετά ταύτα, εκέντησαν τα ομμάτιά του, ύστερον εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα τρεις ημέρας, τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και έτζι απήλθεν ο αοίδιμος στεφανηφόρος εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων (9.6.2019)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων (Α΄ Οἰκ. Συνόδου), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὸν Συνοικισμὸ Ἁγίου Ἰωάννη στὰ Κάτω Πολεμίδια τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Λεμεσοῦ (9.6.2019).

Θαυμαστά σημεία κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και η ταπείνωση του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Τοιχογραφία του 1570 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου

Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Τοιχογραφία του 1570 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου

Το 325, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μεγας Κωνσταντίνος, συγκάλεσε την Πρώτη Σύνοδο της Νικαίας ή Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, επειδή η αίρεση του Αρείου εξαπλωνόταν επικίνδυνα.

Ο Θεοδώρητος Κύρου, συγγραφέας του Ε΄ αιώνος, αναφέρει: Μπαίνοντας στην αίθουσα της Συνόδου ο αυτοκράτορας, άρχισε να χαιρετάει μειδιών τους Πατέρες. Όμως το μειδίαμά του πολύ γρήγορα χάθηκε από το πρόσωπό του. Έβλεπε μπροστά του ένα παράξενο θέαμα. Οι περισσότεροι Πατέρες, που ήρθαν στην Σύνοδο ήταν λωβοί και ακρωτηριασμένοι. Άλλου του έλειπαν τα αυτιά, άλλου τα μάτια και άλλου η μύτη του. Άλλος τον χαιρέτησε με το αριστερό χέρι, γιατί το δεξί δεν υπήρχε πλέον. Και πολλοί δεν μπορούσαν να σηκωθούν από τις θέσεις τους, αφού τα πόδια τους ήταν παράλυτα.
Ξαφνιάστηκε ο αυτοκράτορας και ρώτησε με κατάπληξη. «Γιατί όλοι σχεδόν που ήρθαν στην Σύνοδο είναι λωβημένοι;»
Ένας αρχιερέας του απάντησε: «Διότι, βασιλιά, έρχονται από τα μαρτύρια. Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι Μάρτυρες και Ομολογητές».
Συγκινήθηκε ο Μ. Κωνσταντίνος και δάκρυσε. Σηκώθηκε και πλησίασε τους λωβημένους Πατέρες. Γονάτισε και φίλησε τα παράλυτα πόδια τους, τις άδειες κόγχες των ματιών τους και τα χέρια τους τα ακρωτηριασμένα και κάθισε ως έσχατος σε χαμηλό θρονί παρακολουθώντας τις εργασίες της Συνόδου.

Κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της Συνόδου, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και με πολλά θαυμαστά σημεία που φανέρωσε η χάρις του Θεού, υπερίσχυσαν οι θεόπνευστες θέσεις των αγίων Πατέρων έναντι των δήθεν λογικών τοποθετήσεων του Αρείου και των οπαδών του.

Μετά από αυτά έγινε πρόταση από τον Μ. Κωνσταντίνο να επικυρωθεί ο τόμος με τις υπογραφές καθενός από τους Πατέρες. Μετά λοιπόν από την έκθεση και την δημοσία ανάγνωση του τόμου, έγινε ένα αξιομνημόνευτο θαύμα προς καύχηση όσων επίστευσαν, προς εντροπή δε των αντιφρονούντων. Δύο, δηλαδή, από τους οσίους επισκόπους, ο Χρύσανθος και ο Μουσώνιος, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη υπογράψει τον τόμο, συνέβη από πρόνοια Θεού να φύγουν από τη ζωή αυτή. Οι θεοφόροι, λοιπόν, πατέρες, αφού ήλθαν στον τόπο, όπου είχαν τοποθετηθεί τα λείψανα, και θεωρώντας τους σαν ζωντανούς και ότι μπορούσαν να υπακούουν στα λόγια τους, είπαν: «Πατέρες και αδελφοί μας, τον καλόν αγώνα ηγωνίσθητε μαζί μας, τον δρόμον τετελέκατε, την πίστιν τετηρήκατε. Εάν λοιπόν κρίνετε ως θεάρεστα αυτά που εγράφησαν στον τόμο, και μάλιστα τώρα που έχετε καθαρωτέρα αντίληψη των πραγμάτων, τι σας εμποδίζει να υπογράψετε και σεις, σύμφωνα με τoν νόμο, μαζί μας; Αφού είπαν αυτά οι Πατέρες και τοποθέτησαν τoν τόμο σφραγισμένο κοντά στα λείψανα των οσίων, αφιέρωσαν όλη εκείνη τη νύκτα σε άγρυπνη προσευχή. Την επαύριο, όταν ήλθαν εμπρός στις σορούς, κι ενώ οι σφραγίδες ήσαν άθικτες, ξεδίπλωσαν τoν άγιον τόμο, και βρήκαν μέσα και τις υπογραφές των δύο οσίων επισκόπων. Όπως ομολόγησαν όλοι χωρίς δισταγμό, ακόμη και αλλόθρησκοι, στη χορεία εκείνη των οσίων πατέρων παρευρίσκετο και συνεργούσε η ομοούσιος Τριάς.

Από τους αγίους αυτούς Πατέρες οι διακόσιοι τριάντα δύο ήταν αρχιερείς και οι ογδόντα έξι ήταν ιερείς, διάκονοι και μοναχοί. Συνολικά ήταν τριακόσιοι δεκαοκτώ.

Οι πιο επίσημοι ήταν οι εξής: ο Σίλβεστρος ο αρχιερέας της Ρώμης και ο Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως που ήταν ασθενής, οι οποίοι συμμετείχαν με αντιπροσώπους· ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας μαζί με τον Μέγα Αθανάσιο που τότε ήταν Αρχιδιάκονος· ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Μακάριος Ιεροσολύμων· ο Όσιος επίσκοπος Κουδρούης· ο Παφνούτιος ο ομολογητής, άνδρας σημειοφόρος· όσιος Ιάκωβος, ο πρόεδρος της Εκκλησίας της Νισήβεως, που πολλούς ελευθέρωσε από νοσήματα, διαβεβαιώνουν δε ότι ανέστησε και νεκρούς· ο Παύλος Νεοκαισαρείας, ο οποιος είχε γίνει παίγνιο της μανίας του Λικινίου· ο μυροβλύτης Νικόλαος και ο Σπυρίδων Τριμυθούντος, ο οποίος νίκησε έναν παρόντα φιλόσοφο, και αφού (με το θαύμα της κεραμίδας) του απέδειξε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, τον βάπτισε.

***

Άγιος Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσσης

Κατά τη διάρκεια της συνόδου, οπου μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με αυτό το θέμα δεν οδηγούσε πουθενά, σηκώνεται όρθιος ο Όσιος Αχίλλιος Λαρισσης, κάνει νεύμα σε όλους να σωπάσουν και με δυνατή φωνή λέει:
-<<Εσύ Άρειε και οι υποστηρικτές σου, εάν έχετε δίκαιο που λέτε ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ποίημα Θεού, πες τότε σ’ αυτήν την πέτρα που βρίσκεται εδώ μπροστά μας, να αναβλύσει έλαιον και τότε θα σας πιστέψουμε. Αλλοιώς κάθε συζήτηση είναι μάταιη και δεν οδηγεί πουθενά>>.
Οι Αρειανοί ξαφνιάστηκαν και για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί. Κατ’οπιν γυρίζουν και λένε στον Όσιο Αχίλλιο:
-<<Εσύ που είπες αυτό, εσύ και να το κάνεις>>.
Λέγοντας αυτό πίστευαν ότι ο Επίσκοπος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τέτοιο θαύμα. Θεώρησαν τα λόγια του σαν προπέτεια και όχι σαν Θεϊκή έμπνευση από το Άγιο Πνεύμα.

Ο Όσιος Αχίλλιος όμως, χωρίς φόβο και χωρίς να δειλιάσει λεπτό, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον βασιλέα και τους Αρχιερείς. Με πίστη στον Χριστό, αφού πρώτα προσευχήθηκε, τους λέει:
-<< Εάν ο Υιός του Θεού υπάρχει ομοούσιος και ομόδοξος του Πατρός, όπως εμείς πιστεύουμε, ομολογούμε και κηρύσσουμε , ας αναβλύσει η πέτρα αυτή έλαιον, για να πιστεψουν και να βεβαιωθούν οι αιρετικοί>>.
Αμέσως , πριν τελειώσει καλά καλά τα λόγια του, έγινε το μεγάλο και καταπληκτικό θαύμα. Κάτω από την πέτρα, άρχισε να βγαίνει έλαιο τόσο ώστε κάλυψε όλο το έδαφος. Βλέποντάς το ο βασιλιάς και οι Αρχιερείς, θαύμασαν τη δυναμη της πίστης, δόξασαν το Θεό και επαίνεσαν τον Όσιο Αχίλλιο. Οι αρειανοί αντίθετα ντροπιάστηκαν και λυπήθηκαν..

Άγιος Σπυρίδωνας, Επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Θαυματουργός. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι παρά την Πλατανιστάσα

Στην Σύνοδο αυτή έκανε και ο Άγιος Σπυρίδωνας ένα θαύμα που αφορούσε επίσης την Αγία Τριάδα. Αφού κατατρόπωσε με τα λόγια του τον οπαδό και ρήτορα του Αρείου, έπιασε στα χέρια του ένα κεραμίδι και θέλοντας να δείξει ότι ορισμένα πράγματα δεν τα φτάνει το μυαλό του ανθρώπου, είπε:
-<< Αν σας ρωτήσω πόσα πράγματα κρατάω στο χέρι μου , θα μου πέιτε, ένα κεραμίδι. Αυτό όμως δεν είναι ένα και θα σας το φανερώσω αμέσως τώρα>>.
Ενώ με το αριστερό χέρι κρατούσε το κεραμίδι, με το δεξί έκανε το Σταυρό του και είπε:
– <<Εις το όνομα του Πατρός>>.
Από το χέρι του Αγίου που κρατούσε το κεραμίδι, βγαίνει φωτιά με την οποία είχε ψηθεί. Και ενώ όλοι κοιτούν συγκλονισμένοι,ο Άγιος συνέχισε:
-<<Και του Υιού>>.
Τότε από το κεραμίδι έτρεξε νερό.
-<<Και του Αγιού Πνεύματος>>.
Και τότε, στο χέρι του Αγίου, από το κεραμίδι έμεινε μόνο χώμα.

Aυτά και άλλα θαυμαστά έγιναν κατά την διάρκεια της Συνόδου.

Με τα θαύματά του ο Θεός, τίμησε την δύναμη των Ορθοδόξων, φανέρωσε περίτρανα το ομοούσιο της Αγίας Τριάδος και ταπείνωσε τους αιρετικούς. Έλαμψε το φως της αλήθειας και οι παρευρισκόμενοι δόξασαν τον Κύριο.
Από τους οπαδούς του Αρείου δε, άλλοι δέχτηκαν την Τριαδικότητα και ακολούθησαν την Ορθοδοξία, μερικοί όμως, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Άρειος, εμμένοντας πεισματικά στις απόψεις τους, εξορίστηκαν.

Όταν τελείωσε η Σύνοδος ο Μέγας Κωνσταντίνος ασπάστηκε με μεγάλο σεβασμό καθέναν ξεχωριστά και βλέποντας πάλι την βασανισμένη εικόνα πολλών από αυτούς, εξαιτίας των μαρτυρίων που υπέστησαν καρτερικά από τους διωγμούς ομολογώντας Χριστό, άλλους δηλαδή χωρίς μάτια, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστεί το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων, κατενύγη πολύ, προσκυνούσε με ευλάβεια τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων, και καταφιλούσε τα παραλυμένα μέλη τους. Στα κατεστραμμένα μέλη άγγιζε άλλοτε τα μέλη του δικού του σώματος, άλλοτε τη βασιλική του πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τoν τρόπο και ο ίδιος αγιάζεται. Και στους εξορυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του ματιών, για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της δικής του ψυχής.

Όταν ήρθε η ώρα να αναχωρήσουν οι άγιοι Πατέρες, συγκεντρώθηκαν στην ανατολική είσοδο της πόλης, ώστε να αναπέμψουν προσευχή για καλή επάνοδο στις βάσεις τους, αλλά και για τη σωτηρία και προστασία της πόλης που τους φιλοξένησε κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου. Τότε συνέβη στον χώρο εκείνο της ανατολικής εισόδου, που λέγεται «μεσόμφαλο», και γύρω από τον οποίο στεκόταν η χορεία των αγίων, άλλο θαυμαστό σημείοΑνέβλυσαν πηγές από λάδι, εκεί στην μέση της αψίδας. Η πηγή αυτή, κατά μαρτυρία του Γρηγορίου, φαίνεται μέχρι σήμερα, φανερώνοντας τη δύναμη και τους καρπούς των προσευχών των αγίων αυτών ανδρών.

Οι άγιοι Πατέρες αξιώθηκαν να κοιμηθούν μακαρίως σε προχωρημένο γήρας, αφού κατελάμπρυναν τον δρόμο της επιγείου ζωής τους με την προκοπή τους στην αρετή. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός «ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» επέτρεψε ο θάνατός τους να επέλθει τόσο ειρηνικά, όπως ο φυσικός ύπνος και οι ψυχές τους να απολαύσουν τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς. Στη συνέχεια, τα σώματα των Πατέρων αυτών, τα οποία είχαν δεχθεί τη Θεία Χάρη, έμειναν για αιώνες στην επαρχία του καθενός αδιάλυτα. Πολλοί είναι εκείνοι που μαρτύρησαν το γεγονός, οι οποίοι τους είδαν «ιδίοις όμμασι», σαν να κοιμούνται μέσα στις λάρνακές τους που ανοίγονταν κατά καιρούς, και τους προσκυνούσαν. Γιατί αυτά είναι τα δώρα της Χάριτος.

***

Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη μετά του Κυρίου, Ιερά Μονή Σταυρού Αγιασμάτι

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ευχαριστημένος από τα αποτελέσματα της Συνόδου, κάλεσε όλους τους Πατέρες να τον συνοδεύσουν στην βασιλεύουσα, για να τελέσουν τα εγκαίνια της νεόκτιστης πόλης. Όλοι δέχτηκαν και τον ακολούθησαν. Φτάνοντας στην πόλη που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα, όλοι οι Ιερείς δεήθηκαν προς τον Θεό, να μείνει η πόλη στερεά και ανίκητη απέναντι στους εχθρούς της και τους βαρβάρους.

Στη λιτανεία που ακολούθησε, προεξέχοντος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, η πόλη αφιερώθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο που την έθεσε υπό την προστασία Της. Γιά 12 αιώνες περίπου, η Πανάχραντος Δέσποινα σε διαφόρους καιρούς και με πολλούς τρόπους διαφύλασσε αυτήν από τους κινδύνους.

Aπό τότε η Εκκλησία μας γιορτάζει κάθε χρόνο στις 11 Μαϊου την ανάμνηση των γενεθλίων της Κωνσταντινούπολης. Ο Μέγας Κωνσταντίνος τελος κάλεσε τους αγίους Πατέρες σε κοινή τράπεζα, κι έδωσε στον καθένα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τις ανάγκες των Εκκλησιών τους, τα νοσοκομεία και τα πτωχοκομεία και τους ευχαρίστησε.

Πηγή κειμένου: https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/15/

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Πατέρων (Α΄ Οἰκ. Σύνοδος), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Ἐλεούσης τῆς κοινότητος Κοράκου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (16.06.2024).