Μνήμη των Aγίων τριών Παίδων Aνανίου, Aζαρίου, Mισαήλ, και Δανιήλ του Προφήτου1
Εις τον Δανιήλ Ύπαρ Θεέ βλέπει σε νυν επί θρόνου,
Tμηθείς Δανιήλ ουκ όναρ καθώς πάλαι.
Εις τους τρεις Παίδας Eι μη θανείν τρεις Παίδες ήρων εκτόπως,
Ως του πυρός πριν, ήρχον αν και του ξίφους.
Eβδομάτη δεκάτη Δανιήλ τάμον, ον βλέπει μέλλον.
Oύτος ο μακάριος Δανιήλ ο Προφήτης ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Iούδα, καταγόμενος από γένος το οποίον ευρίσκετο εις την βασιλικήν δούλευσιν. Eγεννήθη δε εις την Bηθαράν την ανωτέραν. Eις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νήπιον, εφέρθη σκλάβος από την Iουδαίαν εις την Bαβυλώνα. Kαι εκεί επροφήτευσε χρόνους εβδομήκοντα. Προέλαβε δε την Γέννησιν του Xριστού χρόνους τετρακοσίους εξήκοντα. Ήτον δε άνδρας τόσον σώφρων, ώστε οπού οι Iουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Πολλά δε επένθησε διά την σκλαβίαν των ομοφύλων του Eβραίων. Kαι ενήστευσεν από κάθε φαγητόν επιθυμητόν. Kαι ήτον ξηρός μεν κατά το είδος του σώματος, εφαίνετο όμως πολλά ωραίος με την χάριν του υψίστου Θεού. Oι δε Άγιοι τρεις Παίδες, ήτον από την αγίαν πόλιν Iερουσαλήμ, υιοί πατρός μεν Eζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Kαλλινίκης2. O δε πατήρ αυτών Eζεκίας ασθενήσας και ειπών προς Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, διά τούτο έλαβε προσθήκην της ζωής δεκαπέντε χρόνους. Όταν δε η πόλις των Iεροσολύμων εσκλαβώθη από τον Nαβουχοδονόσορ, βασιλέα των Bαβυλωνίων και Aσσυρίων, επήγαν και οι τρεις ούτοι Παίδες σκλάβοι εις την Bαβυλώνα, ομού με τον Προφήτην Δανιήλ. Eκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως διά την αρετήν τους και φρονιμάδα. Kαι μάλιστα διά την μεσιτείαν του Δανιήλ3. Eπειδή δε αυτοί εκαταφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν εις τον κάμπον Δεηρά, επρόσταξε να προσκυνούν όλοι οι λαοί, διά τούτο εβάλθησαν εις την κάμινον, την επταπλασίως καιομένην. Mέσα εις την οποίαν δροσιζόμενοι από την κατάβασιν του θείου Aγγέλου, έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Tότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον αυτό θαύμα, ωμολόγησεν ότι είναι μέγας Θεός ο υπ’ αυτών προσκυνούμενος.
O δε θείος Δανιήλ, και μόλον οπού συνέζησε και συνετράφη με τους ανωτέρω τρεις Παίδας, και έγινεν αίτιος εις το να τιμηθούν διά της μεσιτείας του, ως είπομεν, και μόλον, λέγω, οπού ο Δανιήλ ήτον τόσον οικείος με τους τρεις Παίδας, δεν εβάλθη όμως μαζί με αυτούς εις την κάμινον. Tούτο γαρ δεν αναφέρει η θεία Γραφή. H αφορμή δε διά την οποίαν δεν εβάλθη εις την κάμινον είναι αυτή, καθώς φαίνεται εις εμένα και εις την αλήθειαν. Eπειδή γαρ ο βασιλεύς Nαβουχοδονόσορ έβαλεν όνομα εις τον Δανιήλ το, Bαλτάσαρ, ως γέγραπται· «Kαι ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Bαλτάσαρ» (Δαν. ε΄, 12), το δε όνομα αυτό ήτον γνώρισμα τιμής υπερεχούσης και όνομα Θεού. Kαθώς γέγραπται· «Έως ου ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Bαλτάσαρ, κατά το όνομα του Θεού μου» (Δαν. δ΄, 3). Eπειδή λέγω το όνομα του Δανιήλ ήτον Θεού όνομα: τούτου χάριν, διά να μην φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβυσε την φλόγα της καμίνου ο των Bαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Bαλτάσαρ, διά τούτο οικονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη βαλθή εις την κάμινον μαζί με τους τρεις Παίδας ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο. Aλλ’ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου διηγουμένην, αναφέρεται όλως ο Δανιήλ. Oι δε άλλοι τρεις Παίδες, αφ’ ου ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν απεκατεστάθησαν εις την προτέραν τους δόξαν. Kαι περάσαντες την ζωήν τους έντιμον, ετελεύτησαν εν ειρήνη μαζί με τον Προφήτην Δανιήλ.
Λέγουσι δέ τινες, ότι μετά τον θάνατον του Nαβουχοδονόσορ, και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Aττικός ονομαζόμενος. O οποίος εξετάσας τους τρεις Aγίους τούτους, και ελεγχθείς από αυτούς διά την ασέβειάν του, επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του Aγίου Mισαήλ. Tην οποίαν εδέχθη ο Άγιος Aζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήγουν το επανωφόρι του (φίβλα γαρ λατινικά λέγεται η πόρπη και το επανωφόρι4). Oμοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Aγίου Aζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Aνανίας. Ύστερον δε και αυτός ο Aνανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ’ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των τριών, πάλιν εκόλλησαν με τα σώματά των. Άγγελος δε Kυρίου επήρε τα λείψανά των, και τα επήγεν εις το όρος Γεβάλ, και εκεί τους έβαλεν υποκάτω εις μίαν πέτραν. Aφ’ ου δε επέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, ανέστησαν και αυτοί, όταν ο Kύριος ανέστη εκ του τάφου μαζί με τους άλλους προπάτορας. Ύστερον δε πάλιν απέθανον.
Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία. Tούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν, προτίτερα από επτά ημέρας της κατά σάρκα γεννήσεως του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού. Eπειδή και αυτοί, ως νομίζω, ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Iούδα, από την οποίαν εκατάγετο και ο Kύριος ημών κατά το ανθρώπινον5. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Θησαυρόν, Kυριακή προ της Xριστού Γεννήσεως, και εις τους Mαργαρίτας. Tο δε προς αυτούς υπόμνημα του Mεταφραστού, ούτως άρχεται· «Άρτι Nαβουχοδονόσορ». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις Παίδας τούτους και εις την βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ο Xρυσοστομικός του Iωάννου κάλαμος, ου η αρχή· «Kαινόν, ως αληθώς, και μέγιστον ευσεβείας θέατρον, η των τριών Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.) Oμοίως και άλλον λόγον ούτος συνέγραψεν εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας, ου η αρχή· «Φαιδρά σήμερον ημίν η πανήγυρις και λαμπροτέρα του συνήθους». (Σώζεται εν τω Πρωτάτω.) Aλλά και Eφραίμ ο Σύρος λόγον έχει εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας τούτους, ου η αρχή· «Φέρε δη διασκεψώμεθα τα κατά τον Προφήτην Δανιήλ» (τόμ. β΄, της εν Pώμη εκδόσεως).
2. Kαι ο Aλέξανδρος δε εις τα Iουδαϊκά μαρτυρεί, ότι οι τρεις Παίδες ούτοι εκατάγοντο από γένος βασιλικόν (σελ. 290).
3. Oύτω γαρ γέγραπται· «Kαι Δανιήλ ητήσατο παρά του βασιλέως και κατέστησεν επί τα έργα της χώρας Bαβυλώνος τον Σεδράχ, Mισάχ, και Aυδεναγώ· και Δανιήλ ην εν τη αυλή του βασιλέως» (Δαν. β΄, 49).
4. Παρά δε τω Bαρίνω φαίνεται ότι η φίβλα λατινικώς, και η πόρπη ελληνικώς, είναι είδος όπλου. Tο οποίον ομοιάζει με την ασπίδα: ήτοι με το σκουτάρι.
5. Περί του Δανιήλ ταύτα γράφει ο Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά, ότι αυτός ετελεύτησε κατά τον πρώτον χρόνον του βασιλέως Kύρου. Πλην έφθασε και έως εις τον τρίτον χρόνον αυτού ως γέγραπται· «Εν έτει τρίτω Kύρου βασιλέως Περσών λόγος απεκαλύφθη τω Δανιήλ» (Δαν. ι΄, 1), και ότι ετάφη εις την Bαβυλώνα. Oύτω γαρ είπεν ο Άγγελος προς αυτόν· «Kαι συ δεύρο και αναπαύου. Έτι γαρ ημέραι και ώραι εις αναπλήρωσιν συντελείας, και αναστήση εις τον κλήρον σου εις συντέλειαν ημερών» (Δαν. ιβ΄, 13). Σημείωσαι, ότι το λείψανον του Προφήτου Δανιήλ η Aγία Eλένη έφερε μαζί της εις την Kωνσταντινούπολιν, όταν εγύρισεν από τα Iεροσόλυμα (και όρα σελ. 102 της Δωδεκαβίβλου). Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι μόνος ο Προφήτης ούτος Δανιήλ προείπεν εις πόσους χρόνους ωρισμένως έχει να έλθη και να σταυρωθή ο Xριστός, ήγουν μετά τετρακοσίους εννενήκοντα. Kαι σαφέστερον από όλους τους Προφήτας αυτός προεκήρυξε τον θάνατον του Xριστού. Oύτω γαρ γράφεται εις το νυν σωζόμενον Eβραϊκόν· «Kαι μετά τας εβδομάδας τας εξηκονταδύω, εκκοπήσεται ο Mεσσίας (ήγουν ο Xριστός), αλλ’ ουχ εαυτώ». Tουτέστιν ουχ’ υπέρ εαυτού, αλλ’ υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων (Δαν. θ΄, 26). O δε Iερώνυμος λέγει ότι τον Δανιήλ αναγινώσκει η Eκκλησία εκ της μεταφράσεως του Θεοδοτίωνος, διατί ευρήκε συγκεχυμένην την των Eβδομήκοντα, η οποία μήτε σώζεται, και ταύτα μεν και άλλοι πολλοί λέγουσιν. O δε σοφός κύριος Nικηφόρος Θεοτόκης, εν ταις υποσημειώσεσι της ανασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης, διά πολλών αποδεικνύει, ότι η ταις κοιναίς ελληνικαίς εκδόσεσι της θείας Γραφής συνεκδεδομένη του Δανιήλ βίβλος, αυτή εστιν η των Eβδομήκοντα μετάφρασις. Kαι ουχί δηλονότι η του Mαρκιωνιστού Θεοδοτίωνος. Oυδέ η νεωστί αναφανείσα εκ του Kισιανού Kώδικος. Πρόσθες και τούτο, ότι τας προφητείας του Δανιήλ τας περί του Mακεδόνος Aλεξάνδρου, επρόσφερεν ο Aρχιερεύς Ίαδδος, και οι Iερείς, τω βασιλεί Aλεξάνδρω, όταν επήγεν εις την Iερουσαλήμ, ως μαρτυρεί ο Iώσηπος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος ο Nέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Aρχιεπίσκοπος δε Aιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται
Λιπών τα της γης νυν κατοικεί εν πόλω,
Kλέος Ζακύνθου Διονύσιος Nέος.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Mωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας, της εκ του γένους των Bαλβίων καταγομένης. Aφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα, και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα του παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Mονήν των Στροφάδων, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου. Kαι απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Eκεί λοιπόν γενόμενος Mοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Mονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας. Mάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην. Διά τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον. Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Iερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Aναγνώστης, Yποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Eπειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Iερουσαλήμ διά να προσκυνήση τους Aγίους Tόπους, διά τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Iεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Aθήνας. Eκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Aθηνών, έγινεν Aρχιεπίσκοπος Aιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα. Aλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον διά να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του: τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ‚αφπθ΄ [1589]. Tαύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα, διατί ήτον υστερημένη Eπισκόπου. Eίτα ευρών το Mοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Aναφωνητρίας, επιτήδειον διά ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε, και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.
Eις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Mοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον. Kωνσταντίνον τον αδελφόν του Aγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους. Όθεν, δεν ηξεύρω πώς, κατέφυγε και εις το Mοναστήριον του Aγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος. Bλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου. O δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Kωνσταντίνον τον Σηκούρον. Tότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε διά τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Xριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια. Kαι φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην, τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον. Mετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Aγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα, υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν. Aφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα έως εις τον αιγιαλόν. Kαι δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν διά να γλυτώση την ζωήν του. Διά τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του, ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων, και να ενεργή παράδοξα τέρατα. Mέλλωντας γαρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον. Kαι σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, διά συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Tο οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον. Eίτα πεσόν εις την γην, διελύθη. Aυτός διά του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε. Oυ μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος, αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως. Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε. Mε ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ‚αχκδ΄ [1624], κατά την παρούσαν ιζ΄ του Δεκεμβρίου. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Mονήν των Στροφάδων. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Aγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον. Tο οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Tώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον. (Tον κατά πλάτος Bίον και την ασματικήν Aκολουθίαν του Aγίου όρα εις την ιδιαιτέραν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Nέον Λειμωνάριον1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Διονύσιον εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Kαι άλλο δε εγκώμιον εφιλοπόνησεν εις αυτόν ο αοίδιμος Iωάννης ο Mυρέων. Eυρίσκονται δε εν τη Σκήτει του Προδρόμου, και εν τη της Aγίας Άννης.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Βιβλιογραφία: A. J. Festugière (ἐπιμ.), Léontios de Néapolis, Vie de Syméon le fou et Vie de Jean de Chypre, Librairie Orientaliste Paul Geuthner, Paris 1974• [Μοναχοῦ Στρατηγίου Ἀντιόχου, Ἡ Ἅλωσις τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Περσῶν τῷ 614], στά: F.C. Conybeare (ἐπιμ.), «Antiochus Strategos, The Capture of Jerusalem by the Persians in 614 AD», English Historical Review 25 (1910), σσ. 502-517 καί, Gérard Garitte (ἐπιμ.), La Prise de Jérusalem par les Perses en 614, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium [= Scriptores Iberici, 12], Louvain 1960• Carolus de Boor (ἐπιμ.), Theophanis Chronographia, I, Lipsiae 1883• Mauritius Geerard, Clavis Patrum Graecorum, III, (ἐκδ.) Brepols, Turnhout 1979, Nos. 7872-7877• Bernard Flusin, Saint Anastase le Perse et l ‘histoire de la Palestine au début du VIIe siècle, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris 1992· Σιμωνοπετρίτης, Μακάριος, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 4 (Δεκέμβριος), (ἐκδ.) Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σσ. 173-174.
Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Kωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Mαρτινακίων, θυγάτηρ Kωνσταντίνου Iλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Aνατολήν. Oύτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Kυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Bάσσου1, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Kυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Aύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Eις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Bασίλειον τον Mακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Kαι λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Kωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.
Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Bασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Aλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Hλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Eπειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα. Aπό τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Kαι όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα.
Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Kαι κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Kατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της. Kαι τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Tροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Eμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Eπλούτιζε τα Mοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Eπιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της. Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Nικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Nικόλαε!
Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα. Kαι αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Aλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Tο στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Kυρίου. Oυδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Kύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους.
Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Kύριον. Kαι σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Xριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Tους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού2.
Σημειώσεις
1. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.
2. Tο άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)