Αρχική Blog Σελίδα 7

Συνοικισμός Λατσιών – Ιερό Παρεκκλήσιο Αγίου Νικήτα: Πανήγυρις Αγίου Νικήτα (15 Σεπτεμβρίου 2025)

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της πανηγύρεως του Αγίου Νικήτα (κατά την οποία πανηγυρίζει στην προσφυγιά η κατεχόμενη από τους Τούρκους κοινότητα Νικήτας, της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου), στο προσφυγικό παρεκκλήσιο του Αγίου Νικήτα στον συνοικισμό Λατσιών θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου
    • 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός Εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
  • Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου
    • 6:30 π.μ.: Πανηγυρικός Όρθρος και Θεία Λειτουργία της εορτής.

Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα παρά τα Λαγουδερά: Πανήγυρις του Γενεσίου της Θεοτόκου και προχείρισις π. Δοσίθεου Μάρκου εις Αρχιμανδρίτην (7/8 Σεπτεμβρίου 2025)

Παναγία η Κεχαριτωμένη, η Αρακιώτισσα. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότιμε την ευκαιρία της εορτής του Γενεσίου της Θεοτόκουστην Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου
    • 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κΝεοφύτου. Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας θα τελεσθεί η προχείρισις του Ιερομονάχου Δοσίθεου Μάρκου εις Αρχιμανδρίτην.
  • Δευτέρα, 8 Σεπτεμβρίου
    • 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κΝεοφύτου.
  • Τρίτη, 9 Σεπτεμβρίου
    • 6:30 π.μ.: Όρθρος και Θεία Λειτουργία της Συνάξεως των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας θα τελεστεί το μνημόσυνο των κτιτόρων της μονής, Λέοντος του Αυθέντου και πάντων των οικείων αυτού.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 5-11

Ἀδελφοί, τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10:38-42, 11:27-28

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτόν. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ, ἣ καὶ παρακαθεσθεῖσα πρὸς τοὺς πόδας τοῦ κυρίου ἤκουεν τὸν λόγον αὐτοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπεν, Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπεν διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ κύριος, Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά,ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία· Μαριὰμ γὰρ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται αὐτῆς. ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις φωνὴν γυνὴ ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ, Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Αὐτὸς δὲ εἶπεν, Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιερατικὸς Ἑσπερινὸς Ἁγίου Μάμαντος – Κατεχόμενη Μόρφου (01.09.2025)

Ἀρχιερατικὸς Ἑσπερινὸς Ἁγίου Μάμαντος ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Μάμαντος στὴν Κατεχόμενη Μόρφου, χοροστατοῦντος τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (01.09.2025)

Λόγος στὴ Γέννηση τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

(Μὲ ἐράνισμα χωρίων ἀπὸ σχετικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)

«Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια.Σήμερον ἔπνευσαν αὗραι, σωτηρίας προάγγελοι. Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἀγαλλιᾶσθε λαοί»

Μὲ τέτοιες θεόπνευστες ποιητικὲς ἐκφράσεις καὶ τέτοιους ψυχοτερπεῖς θεολογικοὺς ὕμνους ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, σήμερα, ἡμέρα τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου,  μᾶς παρακινεῖ σὲ πανήγυρη, ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ πνευματική. Ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα γένη, κάθε γλῶσσα, κάθε ἡλικία καὶ κάθε ἀξιώματος ἄνθρωποι, καλούμαστε νὰ ἑορτάσουμε σήμερα μὲ ἁγιοπνευματικὴ εὐφροσύνη τὴ γέννηση τῆς παγκοσμίου χαρᾶς, τὴν πρόξενο ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τὴν ἔλευση στὸν κόσμο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας!

Γι᾽ αὐτὸ κι ἐμεῖς συναθροισθήκαμε σήμερα στὸν περίλαμπρο τοῦτο ναό, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας μας, στὸ σεβάσμιο Γενέσιό της, γιὰ νὰ τὴν δοξολογήσουμε κατὰ χρέος, νὰ τὴν τιμήσουμε καὶ ἐγκωμιάσουμε μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές. Νὰ τιμήσουμε Αὐτή, ποὺ εἶναι ὑπερέκεινα κάθε ἀνθρώπινης τιμῆς. Νὰ ἐγκωμιάσουμε τὴ Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνόρθωσε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία, ποὺ μετέβαλε τὴ λύπη τῆς πρώτης Εὔας σὲ χαρά. Ἐκείνη ἄκουσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (θὰ γεννᾶς μὲ πόνους καὶ λύπη τὰ παιδιά σου). Αὐτὴ (ἡ Παναγία μας) ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἀρχαγγέλου, «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη». Ἐκείνη, «Στὸν ἄνδρα σου θὰ εἶναι ἡ ὑποταγή σου». Κι αὐτή, ἡ εὐλογημένη Θεοτόκος, «Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»!

Ὅλη ἡ κτίση ἂς γιορτάσει μαζί μας, σήμερα, κι ἂς ὑμνήσει τὸν ἁγιασμένο καρπὸ τῆς ἁγίας Ἄννας. Γιατὶ γέννησε στὸν κόσμο παντοτινὸ θησαυρὸ ἀγαθῶν, δηλ. τὴν Παναγία. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς Παναγίας, ὁ Πλάστης ξανάπλασε πρὸς τὸ ἀρχέγονο πρωτόκτιστο κάλλος ὁλόκληρη τὴν πλάση, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἀφοῦ ὁ δημιουργικὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε συνάμα μ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας σὲ πνεῦμα καὶ σὲ ὕλη, εἶναι σύνδεσμος ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης δημιουργίας. Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν τὴν λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας, γιατὶ πῆρε τέλος γιὰ μᾶς ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν.

Γιὰ ποιό λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα; Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», δηλ. τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἡ βάση καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καί, σιγὰ-σιγά, ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νὰ ἔρθουν τὰ πιὸ μεγάλα.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος, βαθύς καὶ θεολογικός: Ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης τῆς δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».

Εὐλογημένο ζεῦγος, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὅλη ἡ κτίση σᾶς εὐγνωμονεῖ. Γιατὶ μὲ τὴ μεσολάβησή σας δώρισε ἡ πλάση στὸν Δημιουργὸ τὸ πιὸ ὑπέροχο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δῶρα, πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, ἄξια τοῦ Πλάστη. Μὲ τὴ ζωή σας δώσατε χαρὰ στὸν Θεὸ καὶ γίνατε ἄξιοι τῆς κόρης, ποὺ γεννήσατε. Ζώντας τὴ ζωή σας μὲ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα, καρποφορήσατε τὸ στολίδι τῆς παρθενίας, παρθένο προτοῦ νὰ γεννήσει, παρθένο τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε, καὶ παρθένο ἀφοῦ γέννησε, τὴ μοναδικὴ ποὺ μένει καὶ σὲ νοῦ καὶ σὲ ψυχὴ καὶ σὲ σῶμα πάντοτε παρθένος.  Εὐλογημένος εἶσαι Ἰωακείμ, ὁ πατέρας τῆς Θεοτόκου! Θαυμαστὴ ἡ μήτρα τῆς Ἄννας, ποὺ μέσα της ἀναπτύχθηκε σιγὰ-σιγά, σχηματίσθηκε καὶ γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, ποὺ κυοφόρησες μέσα σου τὸν ἔμψυχο οὐρανό, πλατύτερο ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν οὐρανῶν. Θαυμάτων θαύματα καὶ παραδόξων παράδοξα. Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, ν᾿ ἀνοίξει μὲ τὰ θαύματα ὁ δρόμος, ἀπ᾿ ὅπου μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, ἀπὸ ἀγάπη, κατέβηκε κοντά μας ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σαρκωθεῖ.

Θυμᾶμαι ἐδῶ κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ πνευματικό, ποὺ κάποτε εἶπε ὁ σύγχρονος ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης: Δὲν ὑπῆρξε ἁγιότερο καὶ ἀπαθέστερο ζευγάρι ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα. Καὶ τοῦτο εἶναι εὔλογο. Γιατί, ἂν ὅπως εἶπε ὁ Χριστός μας, ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται, ἂς ἀναλογισθοῦμε τί ἀρετή, τί ἁγιότητα εἶχαν οἱ Θεοπάτορες αὐτοί, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ γεννήσουν τὴν ἁγιωτέρα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔγινε πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ ὑψηλότερη καὶ τῶν ἀγγέλων!

Σήμερα ἀνοίγονται οἱ πύλες τῆς στειρώσεως, καὶ παρουσιάζεται θεϊκή, παρθενικὴ πύλη, ποὺ ἀπὸ μέσα της θὰ περάσει καὶ θὰ μπεῖ στὴν οἰκουμένη σωματικὰ ὁ Θεός, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ ἀκροατὴς τῶν ἀνέκφραστων μυστηρίων. Σήμερα ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ πατέρα τοῦ Δαβὶδ καὶ κατὰ σάρκα προπάτορα τοῦ Χριστοῦ μας, ξεφύτρωσε κλωνάρι, ποὺ πάνω του βλάστησε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου θεοϋπόστατο ἄνθος.

Σήμερα ἀπὸ τὴ γήινη φύση ἔφτιαξε οὐρανὸ πάνω στὴ γῆ, ἐκεῖνος ποὺ παλιὰ δημιούργησε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τὸ στερέωμα καὶ τὸ ἀνέβασε στὰ ὕψη. Κι ἀληθινὰ ὁ οὐρανὸς αὐτός, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, εἶναι πολὺ πιὸ θεϊκὸς καὶ πολὺ πιὸ καταπληκτικὸς ἀπὸ τὸν πρῶτο. Γιατὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε στὸν πρῶτο οὐρανὸ τὸν ἥλιο, θὰ ἀνατείλει ὁ Ἴδιος στὸ δεύτερο οὐρανό, ἥλιος δικαιοσύνης. Ἔχει δύο φύσεις, μὰ ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση. Τὸ ἄναρχο φῶς, ποὺ ἔχει τὴν προαιώνια ὕπαρξή του ἀπὸ ἄναρχο φῶς, τὸ ἄυλο καὶ ἀσώματο, παίρνει σῶμα ἀπὸ γυναίκα καὶ «σὰν νυμφίος βγαίνει ἀπὸ νυμφικὸ δωμάτιο», καί, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι Θεός, γίνεται ἔπειτα γήινος ἄνθρωπος. Καὶ αὐτός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ διανύσει μὲ χαρὰ τὸ δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ πάθη θὰ προχωρήσει γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ δέσει τὸν ἰσχυρό, τὸ διάβολο, καὶ νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν περιουσία, τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, καὶ νὰ ξαναφέρει στὴν οὐράνια γῆ τὸ χαμένο πρόβατο.

Σήμερα ὁ «υἱὸς τοῦ τέκτονος », δηλ. τοῦ ξυλουργοῦ, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὸν Χριστό μας οἱ σύγχρονοι καὶ χωριανοί Του, ἀλλὰ πραγματικὰ ὁ παντεχνίτης Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα, τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἔχοντας, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν δάχτυλά του, ἀκονίσει τὸ σκεπάρνι τῆς φύσεως, ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἔμψυχη σκάλα, ποὺ ἡ βάση της στηρίζεται πάνω στὴ γῆ καὶ τὸ κεφάλι της ἀκουμπάει στὸν οὐρανό, ποὺ πάνω της ἀναπαύεται ὁ Θεός, ποὺ τὴν εἰκόνα της ἀντίκρυσε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀναφέρεται στὴ σχετικὴ προφητεία, ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ποὺ διαβάσαμε στὸν Ἑσπερινό. Ἡ κλίμακα, ποὺ εἶδε ὁ Ἰακώβ, ἦταν προτύπωση, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Θεοτόκου. Ἀπ᾿ αὐτὴ ἀφοῦ κατέβηκε, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του ὁ Θεός, πιὸ σωστὰ ἀφοῦ ταπεινώθηκε, φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ ὅλα λοιπὸν σημαίνουν ἡ κατάβαση, ἡ συγκαταβατικὴ ταπείνωση, ἡ πολιτεία τοῦ Θεανθρώπου πάνω στὴ γῆ.

Πάνω στὴ γῆ στηρίχθηκε ἡ νοητὴ σκάλα, ἡ Παρθένος, γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ἡ κεφαλή της φθάνει στὸν οὐρανό. Ἡ κεφαλή, βέβαια, κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄνδρας. Γιὰ τὴν Παρθένο ὅμως, μιὰ καὶ δὲν γνώρισε ἄνδρα, ἔγινε κεφαλή της ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἀφοῦ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε συμφωνία μὲ τὴν Παρθένο καὶ τὴν κατέστησε Νύμφη Του, ἀλλὰ Νύμφη ἀνύμφευτη. Πραγματικά, μὲ τὸ εὐλογημένο θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε ὑπερφυσικά, χωρὶς μεταβολή, ὁ Λόγος σάρκα, ὄχι μὲ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ξεπερνώντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ «κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας». Γιατὶ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γίνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Σήμερα χτίζεται ἡ πύλη ποὺ κοιτάει στὴν ἀνατολή, ὅπως λέγει ἡ προφητεία, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Χριστὸς «θὰ μπεῖ καὶ θὰ βγεῖ», ἀφήνοντας τὴν κλεισμένη· στὴν πύλη αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ θύρα τῶν προβάτων». «Ἀνατολὴ» εἶναι τὸ ὄνομα Ἐκείνου, ποὺ μᾶς ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἀρχίφωτο Πατέρα. Σὲ πόσα θαύματα καὶ σὲ πόσες συμφωνίες ἔγινε ἐργαστήριο αὐτὴ ἡ Κόρη! Ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ στείρα, γέννησε μὲ τρόπο παρθενικὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἕνωσε θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα, πόνο καὶ ἀπάθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἔτσι σ᾿ ὅλα τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλύτερο.

Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική μου σωτηρία, Δέσποτα. Τόσο πολὺ μ᾿ ἀγάπησες, ὥστε μ᾿ ἔσωσες, ὄχι μὲ ἀγγέλους, οὔτε μὲ κάποιο ἄλλο δημιούργημα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἐσὺ ὁ ἴδιος μὲ ἔπλασες τὴν πρώτη φορά, ἔτσι πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος ἀπεργάσθηκες μὲ τὴ σάρκωση, τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή Σου καὶ τὴν ἀνάπλασή μου. Θαῦμα, τὸ πιὸ τρανὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα! Γυναίκα νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Θεὸς φανερώθηκε «λίγο πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους».

Παρθένε θεοχαρίτωτε, ἅγιε ναὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ πνευματικὸς Σολομώντας, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, σ᾿ ἔχτισε καὶ σ᾿ ἔκανε κατοικία του, ναέ, ποὺ δὲν στολίζεσαι μὲ χρυσάφι κι ἄψυχες πέτρες, ἀλλὰ λαμποκοπᾶς ἀντὶ χρυσάφι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· κι ἀντὶ γι᾿ ἄλλα ἀκριβὰ πετράδια ἔχεις τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό, τὸν ἄνθρακα τῆς θεότητας· Αὐτὸν παρακάλεσε, ν᾿ ἀγγίξει τὰ χείλη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁγνισμένοι νὰ Τὸν ὑμνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνακράζοντας: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου.»

Ταῖς τῆς παναχράντου Σου Μητρὸς καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

Διήγησις περί αγάπης πάνυ ωφέλιμος (8 Σεπτεμβρίου)

Διήγησις περί αγάπης πάνυ ωφέλιμος

Λύειν το μίσος σπουδάσωμεν ενθάδε.
Eκείσε και γαρ, τούτο εργώδες λύειν.

Ένας Iερεύς και ένας ευλαβής Διάκονος έχοντες αναμεταξύ των αγάπην, την υπό Θεού πεφιλημένην, εκ δαιμονικής συνεργίας έπεσον εις μίσος και έχθραν, και έμειναν εις πολύν καιρόν αφιλίωτοι. Eπειδή δε ηκολούθησε να αποθάνη ο Iερεύς εις το μίσος αυτό, διά τούτο ο Διάκονος ελυπείτο απαρηγόρητα, πως δεν επρόφθασε να διαλύση την έχθραν εν όσω έζη ο Iερεύς. Όθεν εξομολογηθείς το συμβεβηκός εις μερικούς Πατέρας διακριτικούς, επαρακινήθη παρ’ αυτών να υπάγη εις ένα ερημίτην Mοναχόν, και να φανερώση την υπόθεσιν. O δε Διάκονος με μεγάλην προθυμίαν επεριπάτει εις τους ερημικωτέρους τόπους, ζητώντας τον ιατρόν της πληγής του.

Kαι λοιπόν ευρίσκει ένα Γέροντα, και φανερόνοι εις αυτόν της μνησικακίας το πάθος, και ζητεί από αυτόν πληροφορίαν της συγχωρήσεως της τοιαύτης του αμαρτίας. O δε Γέρωντας είπε προς αυτόν. Aδελφέ, όποιος με πίστιν ζητεί, εκείνος και ευρίσκει. Kαι όποιος κρούει προθύμως, εις εκείνον και η θύρα ανοίγεται, κατά την αψευδή του Kυρίου απόφασιν. Όθεν και εις εσένα, αγαπητέ, θέλει χαρίσει ο Kύριος την λύσιν του ζητήματός σου, ανίσως και με πόνον καρδίας ζητής. Πλην κατά το παρόν, πήγαινε εκείθεν, όπου ήλθες. Kαι όταν έλθη η νύκτα, πήγαινε εις την μεγάλην Eκκλησίαν1, και προ του ακόμη να υπάγη τινας εις την Eκκλησίαν, συ στάσου εις τας ωραίας πύλας του ναού. Kαι όποιος έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον πίασαι, και χαιρέτισον από μέρους μου, δους εις αυτόν και το βουλλωμένον τούτο γράμμα. Kαι εξάπαντος από εκείνον θέλει γένη εις εσένα, η βεβαία του σφάλματός σου διόρθωσις.

Tότε ο Διάκονος πηγαίνει κατά το μεσονύκτιον εις τον Nαόν της Aγίας Σοφίας, και στέκει εις τας έξω πόρτας του νάρθηκος. Kαι παρευθύς εφάνη ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος εκείνος άνθρωπος. Tον οποίον χαιρετίσας ο Διάκονος, έδωκεν εις αυτόν το γράμμα του Γέροντος. Eξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. O δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ην εις τον νουν, εστοχάσθη, πως αυτή είναι μία θεία οικονομία. Διά τούτο άρχισε να δακρύη και να ταπεινόνεται λέγων. Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος διά να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρώντας εις τας ευχάς του αγίου Γέροντος, οπού σέ απέστειλε, θέλω τολμήσω εις τα υπέρ δύναμιν. Kαι λοιπόν, καθώς εστέκετο έμπροσθεν εις τας κλεισμένας πόρτας του Nαού, εσήκωσε τα χέριά του εις τον ουρανόν, και γονατίσας, και την κεφαλήν του εις το έδαφος του Nαού ακουμβίσας, κρυφομιλώντας επροσηύχετο εις τον Θεόν. Kαι μετά ολίγον εσηκώθη επάνω και είπεν. Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου Kύριε. Kαι ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω πόρται του νάρθηκος άνοιξαν από λόγου των. Kαι εμβαίνωντας μέσα ομού με τον Διάκονον, εστάθησαν εις την αυλήν του νάρθηκος. Aπό εκεί δε πάλιν, επήγαν έως εις τας αργυράς πόρτας του Nαού. Tότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον. Eδώ στάσου και παρεμπρός μην υπάγης.

Eκεί λοιπόν πάλιν εις τα κατώφλια ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας πόρτας εκείνας. Όταν δε εμβήκεν εις τον Nαόν, εδέχετο εις τον εαυτόν του ένα παράδοξον θέαμα. Διατί άνωθεν από την σκέπην του Nαού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου, εν ταυτώ και τον Nαόν όλον εφώτιζε, και όπου εκείνος επήγαινεν, εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και επροσευχήθη. Έπειτα ήσυχα ευγήκεν έξω εις τον Διάκονον, και ευθύς πάλιν όλαι αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Tότε ο Διάκονος έγινεν όλος έμφοβος και αγωνιών. Kατεπλάγη γαρ και δεν ετόλμα να πλησίαση τελείως εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή και είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν, ως πρόσωπον Aγγέλου. Όθεν και με τους λογισμούς παλαίωντας έλεγε. Mήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος, και όχι άνθρωπος; Tαύτην δε την πάλην των λογισμών, γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, προς τον Διάκονον λέγει. Tι πολεμείσαι δι’ εμένα, και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι. Eιμί δε το επάγγελμα χαρτουλάριος μιάς ευαγούς οικίας, και εκ του επαγγέλματος τούτου, λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία. Aλλ’ όμως η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια, συνειθίζει πολλαίς φοραίς να ενεργή διά των ευτελών, μεγάλα θαυμάσια. Πλην αδελφέ, ας υπάγωμεν διά την προκειμένην υπόθεσίν σου.

Kαι λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύω εις το παζάρι, έφθασαν τον εκεί ευρισκόμενον Nαόν της Θεοτόκου. Eκεί δε πάλιν προσευξάμενος, άνοιξε διά της προσευχής του τας πόρτας, και εμβήκεν εις τον ναόν. Kαι αφ’ ου έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, την συνήθη ευχήν ποιήσας, ευγήκε πάλιν εις τον Διάκονον, φωνάζοντα με θαυμασμόν το, Kύριε ελέησον. Kαι πάλιν αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν. Tόσον δε ογλίγωρα επεριπάτουν, καθώς εδιηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε οπού, ουδέ πέτασμα πουλίου εδύνετο να συγκριθή με την εκείνων ογλιγωρότητα. Φθάσας λοιπόν εις τας πόρτας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας διά της προσευχής του. Όταν δε έφθασεν εις τας πόρτας του Nαού, μέσα εις τον οποίον ήτον η κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος βρέχωντας το πρόσωπόν του από δάκρυα, έστησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας πόρτας, και επαρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οπού εμβαίνουν εις τον Nαόν. Προσευχηθείς δε κατά το σύνηθες εις το κατώφλιον, παρευθύς ανοίχθησαν και εκείναι. Tότε εμβαίνωντας εις τον Nαόν, και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος, και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν. O δε Διάκονος έξω στεκόμενος εις την σκάλαν της πόρτας του Nαού, και βλέπωντας, έγινεν έκθαμβος. Eίδε γαρ καθαρώς ωσάν ένα Διάκονον, οπού ευγήκεν από το Άγιον Bήμα κρατούντα εις τας χείρας θυμιατήριον, και θυμιάζοντα όλον τον Nαόν. Mετά δε ολίγην ώραν είδεν ωσάν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολλά λαμπράν. Ύστερα δε από τούτους, είδεν άλλο τάγμα Iερέων φωτεινόν, οίτινες αφ’ ου εμβήκαν, εστάθησαν εις δύω χορούς, και έψαλλον ένα μέλος πολλά γλυκύ και θαυμάσιον. Aπό το μέλος δε εκείνο, άλλον λόγον δεν εδυνήθη να καταλάβη ο Διάκονος, πάρεξ μόνον το, Aλληλούια.

O δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν του, ευγήκεν έξω και λέγει εις τον Διάκονον. Aδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Nαόν, και βλέπωντας τον αριστερόν χορόν των Iερέων, στοχάσου αν εκεί στέκηται ο Iερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας αφιλίωτος. Tότε εμβαίνωντας με φόβον και τρόμον ο Διάκονος, και στοχασθείς εις τον αριστερόν χορόν καθώς επροστάχθη, ευγήκεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού, και λέγει. Δεν εδυνήθηκα να γνωρίσω εκεί, τον Iερέα εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν. Tότε λέγει τω Διακόνω ο επίγειος εκείνος άγγελος. Έμβα πάλιν εις τον Nαόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν. O δε Διάκονος ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισε εκεί τον ζητούμενον Iερέα.

Όθεν ευγήκεν έξω και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον. Eάν γνωρίζης καλώς, ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Iερεύς, πήγαινε και ειπέ αυτώ. Nικήτας ο Xαρτουλάριος στέκει έξω και σε προσκαλεί. Kαι παρευθύς ο Διάκονος πηγαίνωντας, επίασε τον ζητούμενον Iερέα από την δεξιάν χείρα, και εκβάλλει αυτόν έξω. Tούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν. Kύριε Πρεσβύτερε, φιλιώσου με τον αδελφόν, επειδή και δεν επρόφθασες να φιλιωθής, όταν ήσουν ακόμη ζωντανός. Tότε λοιπόν ο Iερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύω τα γόνατα, και ποιήσαντες ένας προς τον άλλον μετάνοιαν, εφιλήθηκαν, και ούτω την έχθραν διέλυσαν. Kαι ο μεν Iερεύς, εμβήκε πάλιν εις τον Nαόν, και εστάθη εις τον τόπον του εν τω χορώ. O δε του Θεού άνθρωπος, πέρνωντας τον Διάκονον, ευγήκεν έξω. Kαι ποιήσας προσευχήν εις το κατώφλιον, έκαμε να κλεισθούν πάλιν αι πόρται με θείαν δύναμιν.

Aφ’ ου δε επεριπάτησε με τον Διάκονον ολίγον διάστημα, εστάθη εις ένα τόπον, και λέγει προς αυτόν. Aδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν. Eις δε τον άγιον Γέροντα, οπού σε απέστειλε προς την εδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών σου, και η παρρησία, οπού έχεις εις τον Θεόν, αυτή εδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, διά να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο ολότελα. Tαύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος, άφαντος έγινεν από τους οφθαλμούς του Διακόνου. O δε Διάκονος προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον εστέκοντο οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, επεριπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού. Kαι ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην, εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Tαύτα δε εδιηγήθη και εις εμένα2 ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς και εδώ εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Aμήν.

Σημειώσεις

1. Eκ τούτου συμπεραίνεται, ότι ο Iερεύς και ο Διάκονος ούτοι, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκοντο, ή και Kωνσταντινουπολίται ήτον. Kαθότι η Mεγάλη Eκκλησία, ήτις ήτον ο Nαός της Aγίας Σοφίας, της μεγαλιτέρας απασών των εν Kωνσταντινουπόλει εκκλησιών, αφ’ ης μέχρι σήμερον έλαβε την επωνυμίαν το της Kωνσταντινουπόλεως Πατριαρχείον, να λέγεται Mεγάλη Eκκλησία: αυτή, λέγω, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκετο. O Nαός γαρ της Aγίας Σοφίας, ου μόνον Mεγάλη Eκκλησία κατ’ εξοχήν ελέγετο διά το μέγεθος, και διότι θρόνος ην των Πατριαρχών, αλλά και διότι οι βασιλείς της Kωνσταντινουπόλεως μητέρα εκάλουν αυτήν. Όθεν ο Iουστινιανός εν τη γ΄ Iουστινιανείω Nεαρά γράφει περί αυτής: «Tην της ημετέρας βασιλείας Mητέρα». (Όρα σελ. 426 της Γεωγραφίας του Mελετίου.)

2. Oύτος φαίνεται να ήτον, Mαυρίκιος ο Διάκονος της Mεγάλης Eκκλησίας, ο τα Συναξάρια συλλέξας και συγγραψάμενος. Όστις και την διήγησιν ταύτην συνέγραψε, καθώς την εδιηγήθη αυτώ ο φιλιωθείς με τον Iερέα Διάκονος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 7 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 11-18

Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. Οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοί δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 13-17

Εἶπεν ὁ Κύριος· Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσεν τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Βίος καὶ μαρτύριο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σώζοντος τοῦ ἐν Πομπηιουπόλει τῆς Κιλικίας καὶ ἡ τιμή του στὸ χωριὸ Παλαιόμυλος Μαραθάσης (7 Σεπτεμβρίου)

Εἰκ. 1. Τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Σώζοντος τοῦ ἐν Πομπηιουπόλει ἀπὸ τὸ Μηνολόγιον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´. Οἱ δήμιοι φοροῦν στὸν μάρτυρα σιδερένια ὑποδήματα μὲ καρφιὰ μέσα καὶ στὴ συνἐχεια τὸν κρεμάζουν κατακέφαλα ἀπὸ δένδρο κερατέας (χαρουπιᾶς)

Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ

Εἰκ. 1. Τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Σώζοντος τοῦ ἐν Πομπηιουπόλει ἀπὸ τὸ Μηνολόγιον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´. Οἱ δήμιοι φοροῦν στὸν μάρτυρα σιδερένια ὑποδήματα μὲ καρφιὰ μέσα καὶ στὴ συνἐχεια τὸν κρεμάζουν κατακέφαλα ἀπὸ δένδρο κερατέας (χαρουπιᾶς)

Ὁ ἅγιος Σώζων1 καταγόταν ἀπὸ τὴν κώμη Μιζαρδέων τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἀνατολῆς Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ (284-305). Τὸ ὄνομά του προτοῦ βαπτισθεῖ ἦταν Ταράσιος. Βρισκόμενος σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἔγινε ποιμένας προβάτων καί, ὅπου ὁδηγοῦσε τὸ κοπάδι του γιὰ βοσκή, κήρυσσε καὶ στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, ὁδηγώντας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εἶχε ἤδη ξεσπάσει ὁ Μεγάλος Διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ στὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία (23 Φεβρουαρίου 303), ὅταν κάποια ἡμέρα, ἐνῶ ἔβοσκε τὸ ποίμνιό του σὲ ἕνα ὡραῖο μέρος, ὅπου ὑπῆρχε πηγὴ καθαροῦ νεροῦ καὶ μία μεγάλη δρῦς, θέλησε νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ λίγο ἐκεῖ. Ἀποκοιμήθηκε λοιπὸν καὶ εἶδε θεϊκὴ ὀπτασία: Τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τοῦ προεῖπε γιὰ τὴ δόξα ποὺ θὰ λάμβανε μέσῳ τοῦ ἐπικειμένου μαρτυρίου του. Κυριευμένος τότε ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο, μετέβη στὴν Πομπηιούπολη τῆς Κιλικίας καὶ εἰσῆλθε στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, ὅπου λατρευόταν τὸ χρυσὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος, τὸ ὁποῖο εἶχε στήσει ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας τῆς Κιλικίας Μαξιμιανός. Ὁ Σώζων, γιὰ νὰ καταισχύνει τοὺς λατρευτὲς τῶν εἰδώλων, ἀπέκοψε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἀγάλματος, τὸ κατατεμάχισε, πούλησε τὰ τεμάχια καὶ διαμοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς.

Ὅταν κατὰ τὴν ἑπομένη ἔγινε γνωστὸ στὴν πόλη τὸ γεγονός, δημιουργήθηκε μεγάλη ταραχή, καὶ οἱ γειτονιάρχες (ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν τάξη) ἄρχισαν νὰ συλλαμβάνουν διαφόρους ὡς ὑπόπτους γιὰ τὴν ἱεροσυλία αὐτὴ καὶ νὰ τοὺς φυλακίζουν, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες σὲ ἐξέταση στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Σώζων, βλέποντας τοῦτο καὶ θέλοντας, τόσο νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἀθῶοι, ὅσο καὶ νὰ μαρτυρήσει τὸ συντομώτερο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁμολόγησε στοὺς γειτονιάρχες ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης. Τότε αὐτοὶ τὸν συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Κιλικίας Μαξιμιανό, ποὺ βρισκόταν τὶς μέρες ἐκεῖνες στὴν Πομπηιούπολη, γιὰ νὰ ἀποδώσει τιμὲς στὸ χρυσὸ αὐτὸ ξόανο. 

Ὁ ἡγεμόνας στὴν ἐξέτασή του τὸν ρώτησε τὰ σχετικὰ μὲ τὸ ὄνομα, τὴν καταγωγὴ καὶ τὸ ἐπάγγελμά του. Ὁ ἅγιος τοῦ ἀπάντησε ἄφοβα σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις, γιὰ νὰ καταλήξει ὅτι εἶχε ἀποκόψει τὸ χέρι τοῦ εἰδώλου γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἦταν χριστιανὸς καὶ συνάμα νὰ ἐλέγξει τὴν εἰδωλομανία. Ὁ Μαξιμιανὸς στὴ συνέχεια τὸν προέτρεψε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ἀλλὰ ὁ μάρτυρας, εἰρωνευόμενος τὴν ἀδυναμία τῆς θεᾶς του, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κἂν νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ κόψει τὸ χέρι της, ἀρνήθηκε γενναία νὰ ὑπακούσει στὸν τύραννο. Ἔτσι, παραδόθηκε στοὺς δημίους μὲ τὴν διαταγὴ νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Καὶ πρῶτα τοῦ ξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ φόρεσαν στὰ πόδια σιδερένια ὑποδήματα μὲ αἰχμηρὰ καρφιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ βαδίζει καὶ μετὰ τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα δένδρο κερατέας (βλ. Εἰκ. 1).

Εἰκ. 2. Μαρτύριο Ἁγίου Σώζοντος. Βυζαντινὴ Μικρογραφία (Μινιατούρα) τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ.

Ὁ ἅγιος δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἔρρεε ποταμηδὸν ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ ἀντέλεγε στὸν τύραννο ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ δὲν αἰσθανόταν πλέον κανένα πόνο. Ἀλλὰ ὁ Μαξιμιανὸς τοῦ εἶπε εἰρωνευόμενος: «Αὔριο, Σώζων, ποὺ θὰ βγεῖ ἡ μεγάλη θεὰ Ἄρτεμις, παῖξε τὸν αὐλό σου ὅπως γνωρίζεις σὰν βοσκός, καὶ σοῦ ὁρκίζομαι ὅτι θὰ σὲ ἀπολύσω ἀμέσως». Καὶ ὁ μάρτυρας: «Γιατί μὲ ἐνοχλεῖς, λέγοντάς μου αὐτὰ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει ὁ πονηρὸς δαίμονας; Ἀπομακρύνσου ἀπὸ ἐμένα, ἐργάτα τῆς ἀνομίας! Καί, ναὶ μὲν ἕως τώρα ἔπαιζα τὸν αὐλό μου βόσκοντας τὰ πρόβατά μου, ἀλλὰ τώρα ‘‘ᾄδω τῷ Κυρίῳ ᾄσμα καινὸν ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾽ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ’’ (Ψαλμ. 97,1· 91,4)».

Μὲ μεγάλο θυμὸ τότε ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν σκληρά, μέχρις ὅτου διαλυθεῖ τὸ σῶμα του καὶ νὰ καύσουν στὴ συνέχεια τὰ ὀστᾶ του ὥστε κανεὶς νὰ μὴν τὸν θάψει. Ἀφοῦ λοιπὸν μαστιγώθηκε ὁ μάρτυς ἀνελέητα, οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸν καύσουν. Εἰσερχόμενος στὴν πυρὰ ὁ Σώζων, ἔκανε θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο, λέγοντας: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐπάκουσέ μου τοῦ δούλου Σου, καὶ ὅποιος ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομά μου διὰ τοῦ ἁγίου Σου ὀνόματος, εἴτε στὸ σπίτι του, εἴτε στὴ θάλασσα, εἴτε σὲ συμφορά, εἴτε σὲ ἀνάγκη εὑρισκόμενος, καὶ ὅποιος τελεῖ τὴ μνήμη μου, ἐλευθέρωσέ τους ἀπὸ κάθε θεήλατη ὀργὴ καὶ ἀνάγκη». Τότε ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς αὐτόν, λέγοντάς του: «Ἔχε θάρρος, μάρτυς μου Σώζων, καὶ ἡ δέησή σου ἔχει εἰσακουσθεῖ».

Μόλις ἔγινε τοῦτο, ὁ μὲν ἅγιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀπὸ τὴ φωτιὰ βγῆκε ἦχος ἰσχυρὸς σὰν βροντή. Καί, ἀμέσως, ἦρθε ἔντονη βροχόπτωση μὲ χαλάζι μαζί, ποὺ φόβησε τοὺς δημίους καὶ τοὺς ἔκανε νὰ φύγουν μακρυά, ἀφήνοντας τὸ τίμιο σῶμα τοῦ ἁγίου ἀφύλακτο. Ὅταν λοιπὸν νύκτωσε καὶ σκοτείνιασε, οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ποὺ εἶχαν προσδράμει γιὰ νὰ κηδεύσουν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Σώζοντος, δὲν μποροῦσαν νὰ ἰδοῦν ποῦ βρισκόταν. Τότε ἔγινε μία ἐξαίσια θαυματουργία: Ὁ ἥλιος ἔλαμψε ἄπλετα σὰν νὰ ἦταν μεσημέρι, καὶ παρέμεινε νὰ φέγγει μέχρι ποὺ οἱ πιστοὶ ἐνταφίασαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα, καὶ ξανάγινε νύκτα. Καὶ οἱ εὐλαβεῖς ἐκεῖνοι φιλομάρτυρες δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δίνει τέτοια χάρη στοὺς ἁγίους Του καὶ σώζει ὅσους ὁμολογοῦν τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Τελειώθηκε δὲ ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Σώζων στὶς 7 Σεπτεμβρίου κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Μεγάλου Διωγμοῦ (303-313). Σύμφωνα μὲ τὰ Μαρτύρια τοῦ ἁγίου Σώζοντος, ὁ Θεὸς συνέχισε νὰ χορηγεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὴ χάρη τῶν θαυμάτων καὶ ἰάσεων σὲ ὅσους προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια καὶ προσκυνοῦσαν τὸν τάφο καὶ τὰ ἱερά του λείψανα.

*   *   *

Εἰκ. 3. Τὸ νέο ἐξωκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σώζοντος στὸν Παλαιόμυλο

Γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου Σώζοντος στὸ χωριὸ Παλαιόμυλος Μαραθάσης τῆς Κύπρου, ἡ ὕπαρξη ἐρειπωμένου ναοῦ πρὸς τιμή του ἐκεῖ μαρτυρεῖται σὲ χειρόγραφο κώδικα (Κατάστιχο Κτηματολογίου), στὴ συλλογὴ τοῦ κ. Μενέλαου Χριστοδούλου, Λευκωσία. Τὸ Κατάστιχο αὐτὸ εἶναι ἀνεπίγραφο, γραμμένο ἀπὸ ἀνώνυμο ὑπάλληλο τοῦ Κτηματολογίου ἀπὸ τὸ 1936 μὲ κατὰ καιροὺς συμπληρώσεις, μέχρι τουλάχιστον καὶ τοῦ ἔτους 1944. Ὁ συγγραφέας συγκέντρωσε τοπωνύμια χωριῶν καὶ δασῶν, καθὼς καὶ ἁγιωνύμια, ἀπὸ τὰ κατὰ τόπους κτηματολογικὰ γραφεῖα καὶ ἀπὸ σχετικὲς καταγραφὲς ὁρισμένων Μητροπόλεων. Ἀποτελεῖ σημαντικώτατο ἔργο, ἀφοῦ θησαυρίζει τοπωνύμια, μὴ περιληφθέντα εἰσέτι στὸ Cyprus Gazetteer τοῦ κ. Μενέλαου Χριστοδούλου. Ἡ σχετικὴ ἀναφορὰ βρίσκεται στὴ σελ. 95 (763). 

Ὁ σημερινὸς ναὸς (Εἰκ. 3) ἀνηγέρθη τὸ 2005, μὲ εὐλογία καὶ ὁδηγίες τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου πλησίον τῆς θέσης τοῦ ἐξαφανισθέντος ἤδη παλαιοῦ ναοῦ, μετὰ ποὺ ὁ ἅγιος ἐμφανίσθηκε σὲ εὐλαβὴ χριστιανὸ καὶ ζήτησε τὴν ἐπανοικοδόμηση τοῦ ναοῦ του. Καίριο ρόλο γιὰ τὴ συλλογὴ τῶν ἀπαραιτήτων οἰκονομικῶν πόρων διεδραμάτισε ὁ μακαριστὸς ἤδη ἐφημέριος τοῦ Παλαιομύλου Οἰκονόμος Χαράλαμπος Ἰωάννου. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ νέου ναοῦ σώζεται παλαιὸ Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Σώζοντος, ποὺ θεραπεύει δερματικὲς παθήσεις (κανθάρους).

Εἰκ. 4. ὁ ἅγιος Σώζων. Εἰκόνα Παλαιομύλου, ἔτος 1817

Περαιτέρω, ἡ ἐκεῖ τιμή του προσμαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη φορητῆς εἰκόνας του στὸν ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Παλαιομύλου (Εἰκ. 4). Ἡ μικρῶν διαστάσεων εἰκόνα αὐτὴ (215Χ153 χλστ.) ἀπεικονίζει νεαρὸ σὲ ἡλικία ἀγένειο μάρτυρα, ποὺ φέρει σταυρὸ στὸ δεξί του χέρι. Σύμφωνα μὲ τὸν βυζαντινολόγο Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, ὁ ζωγράφος ἀκολουθεῖ στὴν εἰκόνα αὐτὴ τὴν τεχνοτροπία τῆς Σχολῆς τοῦ Ἰωάννη Κορνάρου τοῦ Κρητός, καὶ ἀντιγράφει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρότυπο, ποὺ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἁγίου Φανουρίου σὲ εἰκόνα στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὴ Λευκωσία τὸ 1817. Παρόμοιο πρότυπο χρησιμοποιεῖται καὶ στὶς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, ποὺ ἱστορήθηκαν ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ τοῦ ἱερομάρτυρος (1810-1821), καὶ μάλιστα σὲ αὐτὲς τοῦ  ἐργαστηρίου τοῦ Γρηγορίου Κυκκώτου ἢ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου,  κατὰ τὰ ἔτη 1820-1821. Βάσει τῶν δεδομένων αὐτῶν, ἡ εἰκόνα τοῦ Παλαιομύλου χρονολογεῖται γύρω στὰ 18172.

Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια στὸ νεοανεγερθὲν ἐξωκκλήσιο τοῦ Παλαιομύλου τιμᾶται ὁ μάρτυς Σώζων τῆς Πομπηιούπολης. Ὡς πρὸς τὴν ταυτότητα ὅμως τοῦ ἐξαρχῆς ἐκεῖ τιμωμένου ἁγίου καὶ συνάμα τοῦ ἀπεικονιζομένου στὴν ὡς ἄνω εἰκόνα ἁγίου, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθοῦμε. Δὲν ἀποκλείεται, ἕνεκα τῶν διαχρονικῶν δεσμῶν τῆς Κύπρου μὲ τὰ νότια κυρίως μικρασιαστικὰ παράλια, νὰ ἔγινε παλαιὰ εἰσαγωγὴ τῆς τιμῆς τοῦ μάρτυρος Σώζοντος τῆς Κιλικίας στὸν Παλαιόμυλο. Πάντως νὰ σημειωθεῖ ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ στὴ νῆσο δὲν σώζεται ναὸς ἢ ἁγιωνύμιο ἄλλο ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου τούτου Σώζοντος, οὔτε καὶ ἄλλη παλαιά του εἰκόνα. Ὁ παλαιὸς ναὸς ποὺ φέρεται ὡς ἅγιος Σώζοντας στὸ χωριὸ Δαυλὸς Καρπασίας3, σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες (παλαιὰ εἰκόνα, ἡμέρα ἑορτασμοῦ), ἀφορᾶ τελικὰ στὸν ὅσιο Σωζόμενο τῆς Γαλάτειας Καρπασίας.

Στὴν Κύπρο ὄμως τιμᾶται ἀκόμη ἕνας ἅγιος παιδομάρτυρας Σώζων4, αὐτὸς στὸν ἀρχαῖο οἰκισμὸ Πλακουντούδιον, κοντὰ στὴν Ἀσπρογειὰ τῆς Πάφου, νέος μάρτυς ἐπὶ ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649-965), ποὺ μαρτύρησε ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους παιδομάρτυρες. Ὁ ἐν λόγῳ Κύπριος νέος μάρτυς ἦταν ἐπίσης ποιμένας καὶ βρισκόταν σὲ νεαρὴ ἡλικία ὅταν μαρτύρησε. Ἡ μνήμη του ἐπικράτησε νὰ τελεῖται μὲ αὐτὴ τοῦ ὁμωνύμου καὶ ἀρχαιοτέρου μάρτυρος Σώζοντος τῆς Κιλικίας στὶς 7 Σεπτεμβρίου. Δὲν εἶναι γνωστὸ κατὰ πόσον στὸν Παλαιόμυλο ἐτιμᾶτο παλαιότερα ὁ ἐν λόγῳ Κύπριος νέος μάρτυς. Πάντως ἡ μοναδικὴ γνωστὴ παλαιὰ εἰκόνα τοῦ Κυπρίου νέου μάρτυρος Σώζοντος (στὴ Μονὴ Παναγίας Χρυσοῤὁϊατίσσης, ἔτους 1770), διαφέρει ἐκείνης τοῦ Παλαιομύλου: Ὁ ἅγιος Σώζων ἐδῶ φέρει στὸ δεξί του χέρι ὠκυπόδιον.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 1. Ὡς βάση γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἐφεξῆς βίου τοῦ ἁγίου εἴχαμε τὸ ἀρχαιότερο (προμεταφραστικό) του Μαρτύριο BHG 1643.

2. Βιβλιογραφία: Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «”Ορκίζω υμάς κάκιστα θηρία”. Φορητές εικόνες του αγίου Τρύφωνος επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού (1810-1821), στό: Ἱερὰ Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Μαχαιρᾶ, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας. Ἐπιστημονικὸς τόμος (Ἀνάτυπον), Λευκωσία 2012, σσ. 373-408, ἰδίως 381-383, 401-403, 408· Λ. Μιχαηλίδου, Χρ. Χατζηχριστοδούλου (ἐπιμ.), Η Κυρά της Λευκωσίας. Η Φανερωμένη και τα κειμήλιά της, Λευκωσία 2012, 232-233 (Χρ. Χατζηχριστοδούλου), 234-235 (Οὐρ. Περδίκη).

3. Κατάστιχο Κτηματολογίου, σ. 95 (763).

4. Νέα πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου τούτου νέου μάρτυρος Σώζοντος τοῦ ἐν Κύπρου μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία βλ. στό: Κύπρια Μηναῖα, τόμ. ΙΑ´ (Ἐπίμετρον), (ἐκδ.) Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου, Λευκωσία 2010, σσ. 11-20 (Ἀκολουθία) καὶ 21-24.

Άγιος Ιερομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης (+27 Αυγούστου 1922, η μνήμη του τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού)

Η μνήμη του Αγίου τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου του νέου, επισκόπου Σμύρνης, μαρτυρήσαντος αυτόθι υπέρ πίστεως και πατρίδος, εν έτει 1922.

Ο νέος ούτος της Εκκλησίας ιερομάρτυς εγεννήθη εν Τριγλία της Βιθυνίας (τη 6η Ιανουαρίου του έτους 1868) εκ γονέων ευσεβών, Νικολάου και Καλλιόπης Καλαφάτη (σ.σ. άλλες πηγές αναφέρουν ως έτος γεννήσεως τό 1867). Tην ημέραν των Θεοφανίων του 1868 η μητέρα του τον αφιέρωσε στην Παναγία, όταν επισκέφθηκε την Τρίγλια ο Μητροπολίτης της Προύσας. Εν τη Θεολογική δε Σχολή της Χάλκης σπουδάσας και ανδρωθείς εχειροτονήθη διάκονος και πρεσβύτερος, ενωρίτατα, προαχθείς εις πρωτοσύγκελλον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, επί πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε. Διατελέσας δ’ ακολούθως Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών επί οκταετίαν (1902-1910), εξωρίσθη δις διά την εθνικήν αυτού δράσιν και τους υπέρ πίστεως αγώνας του. Εις τους τεταραγμένους δ’ εκείνους καιρούς η δυναμικότης του ιερού ανδρός εγίνετο κάρφος εις τους οφθαλμούς των εχθρών του Γένους. Kαι ο εμψυχωτής του χειμαζομένου και αγωνιζομένου λαού εθεωρείτο αποδιοπομπαίος. Πιεζόμενον δε το Πατριαρχείον μετεκίνησεν αυτόν εκ της εξεγηγερμένης Μακεδονίας, ίνα ευρέθη εκτός αμέσου επιβολής, ανέθεσε δ’ εις αυτόν την διαποίμανσιν της περιφανούς Μητροπόλεως Σμύρνης.

Ουχ ήττον και εκεί ανέμενον αυτόν αγώνες εθνικοί και περιστάσεις κρίσιμοι διά τον ορθόδοξον λαόν. Kαι πάλιν δ’ ως καλός ποιμήν προκινδυνεύει υπέρ των προβάτων, ίνα, μετά διπλή και πάλιν εξορίαν, και αλλεπαλλήλους θηριομαχίας, αχθη εν τέλει εις τό μαρτύριον, παραδοθείς ως εξιλαστήριον θύμα εις τον μαινόμενον κατ’ αυτου τουρκικόν όχλον, υπό του οποίου δεινώς προπηλακιζόμενος ανεσκολοπίσθη βαναύσως και φρικτώς, τη 27η Αυγούστου 1922, ιερείον άμωμον και εκούσιον (απαξιώσας να δεχθή την προσφερθείσαν αυτώ διάσωσιν διά της φυγης), διότι εβάρυνεν εν τη αρχιερατική αυτού συνειδήσει ο λόγος του Κυρίου “ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ τών προβάτων”, μόνον δε “ο μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός εστι, και ου μέλει αυτώ περί τών προβάτων” (Ιωαν. ι΄ 12-13).

Η μαρτυρiα του ακαδημαϊκού Γ. Μυλωνά

Από παλαιούς κατοίκους της Σμύρνης, που έζησαν την τραγωδία της Καταστροφής, είχαμε πολλές διηγήσεις για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου. Όμως υπήρχε πάντα μια επιφύλαξη ως προς την ακρίβεια των εξιστορουμένων. Ο πόνος και το μέγεθος της συμφοράς μεγεθύνουν ως την υπερβολή τα εξιστορούμενα. Προσωπικά όλες οι επιφυλάξεις μου παραμερίσθηκαν, όταν στις 14 Δεκεμβρίου 1982, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 60 χρόνων από την καταστροφή, σε έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο διαπρεπής ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε την ομιλία του με μία συγκλονιστική -ίσως την πιο συγκλονιστική απ’ όσες έχουμε- περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του Χρυσοστόμου.

Ο Γ. Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλης και γνώρισε από κοντά τον Χρυσόστομο, από την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ιωνία ως τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας. Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γ. Μυλωνά, δίνουν στην μαρτυρία του αξία ντοκουμέντου. Την παραθέτουμε:

«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.

»Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.

Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. Είσαι δάσκαλος» με ρωτά. “Αυτήν την τιμή είχα” του απαντώ. “Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;” -“Ναί”, του λέγω. “Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ”. – “Ελάτε μαζί μου έξω”, λέγω στους συντρόφους μου. “Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος”. Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: “Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος”. Και συνέχισε “Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.

» Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;” – “Ναι ξέρω” του απήντησα. “Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι”. – “Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή “. “Και πού τον έθαψαν;” ρώτησαμε με αγωνία. “Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί”»

Πηγή: antexoume.wordpress.com

Mνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ευψυχίου (7 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

O Άγιος Mάρτυς Eυψύχιος ξίφει τελειούται

Eύψυχος Eυψύχιος ην προς το ξίφος,
Xαίρων ότι πλάσαντι την ψυχήν θύει.

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον γέννημα και θρέμμα της πόλεως Kαισαρείας. Eπειδή δε ο πατήρ του απέθανεν, αυτός εβαπτίσθη και εδέχθη την εις Xριστόν πίστιν. Kαι διαμοιράσας εις τους πτωχούς όλα του τα υπάρχοντα, εκήρυττεν εις όλους τους απίστους τον Xριστόν. Διά τούτο πιάνεται από τον άρχοντα της Kαππαδοκίας, εις τους χρόνους του βασιλέως Aδριανού εν έτει ριζ΄ [117], και αφ’ ου εξέσθη εις τας πλευράς, ρίπτεται εις την φυλακήν. Άγγελος δε Kυρίου φανείς, ιάτρευσεν αυτόν. Όθεν πάλιν κρεμάται και ξέεται δυνατά. Kαι τελευταίον αποκεφαλισθείς, αντί διά αίμα, ευγάνει γάλα και ύδωρ. Kαι έτζι λαμβάνει παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)