Αρχική Blog Σελίδα 7

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΑΝΙΗΛ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΙΣΑΗΛ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
11:33-40, 12:1-2

Ἀδελφοί, οἳ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα Κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ ΙΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
10: 2-12

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι τῷ Ἰησοῦ ἐπηρώτησαν αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; οἱ δὲ εἶπον· Ἐπέτρεψε Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς ὁ Θεὸς· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω· καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ’ αὐτήν· καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: Διαφορὰ θρησκείας καὶ χριστιανικῆς πίστης

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους.

Γιὰ πολλοὺς ὅμως ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται.

Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴ ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ τοῦ κακοῦ πνεύματος.

Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι μία σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι» καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω ἀρχίζουν νὰ βλασφημᾶνε τὰ θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει.

Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει, τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆν ἀλήθεια.Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φεύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νὰ κάνεις θυσίες.

Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀγαπήσει ἅμα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ μᾶς ἀγαπήσει. Γιὰ νὰ μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νὰ βρεῖ μέσα μας κάτι τὸ ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δὲν παίρνεις ὅμως τίποτα. Ἑτοιμάζεσαι ν’ ἀποκτήσεις ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος.

Ποιὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἂν δὲν ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Ταπείνωση καὶ ἀνιδιοτέλεια στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸ θεῖον. Ὅλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. Θυμάστε ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τ’ ἀηδονάκι; Μὲς στὸ δάσος κελαηδεῖ. Στὴ σιγή. Νὰ πεῖς πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τὸ ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μὲς στὴν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα. Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καὶ ζεῖ τὸν Θεὸ μυστικά, «στανεγμοῖς ἀλαλήτοις»…

…Ὅλο τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στὸν Χριστό. Τὸ δόσιμο στὸν κόσμο τὸν πνευματικό. Οὔτε μοναξιὰ νιώθει κανείς, οὔτε τίποτα. Ζεῖ μέσα σ’ ἄλλον κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ χαίρεται, ἐκεῖ ποὺ εὐφραίνεται, ποὺ ποτὲ δὲν χορταίνει…

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-115/

Μόρφου Νεόφυτος: Κάθε ἔθνος θὰ θέλει τὸν ἅγιο Μόδεστό του… (15.12.2021)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, ποὺ τελέσθηκε στὸ ὁμώνυμο ἑορτάζον ἱερὸ παρεκκλήσι τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (15.12.2021).

Μνήμη των Aγίων τριών Παίδων Aνανίου, Aζαρίου, Mισαήλ, και Δανιήλ του Προφήτου (17 Δεκεμβρίου)

Άθλησις των Τριών Παίδων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη των Aγίων τριών Παίδων Aνανίου, Aζαρίου, Mισαήλ, και Δανιήλ του Προφήτου1

Εις τον Δανιήλ
Ύπαρ Θεέ βλέπει σε νυν επί θρόνου,
Tμηθείς Δανιήλ ουκ όναρ καθώς πάλαι.

Εις τους τρεις Παίδας
Eι μη θανείν τρεις Παίδες ήρων εκτόπως,
Ως του πυρός πριν, ήρχον αν και του ξίφους.

Eβδομάτη δεκάτη Δανιήλ τάμον, ον βλέπει μέλλον.

Προφήτης Δανιήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ο μακάριος Δανιήλ ο Προφήτης ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Iούδα, καταγόμενος από γένος το οποίον ευρίσκετο εις την βασιλικήν δούλευσιν. Eγεννήθη δε εις την Bηθαράν την ανωτέραν. Eις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νήπιον, εφέρθη σκλάβος από την Iουδαίαν εις την Bαβυλώνα. Kαι εκεί επροφήτευσε χρόνους εβδομήκοντα. Προέλαβε δε την Γέννησιν του Xριστού χρόνους τετρακοσίους εξήκοντα. Ήτον δε άνδρας τόσον σώφρων, ώστε οπού οι Iουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Πολλά δε επένθησε διά την σκλαβίαν των ομοφύλων του Eβραίων. Kαι ενήστευσεν από κάθε φαγητόν επιθυμητόν. Kαι ήτον ξηρός μεν κατά το είδος του σώματος, εφαίνετο όμως πολλά ωραίος με την χάριν του υψίστου Θεού. Oι δε Άγιοι τρεις Παίδες, ήτον από την αγίαν πόλιν Iερουσαλήμ, υιοί πατρός μεν Eζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Kαλλινίκης2. O δε πατήρ αυτών Eζεκίας ασθενήσας και ειπών προς Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, διά τούτο έλαβε προσθήκην της ζωής δεκαπέντε χρόνους. Όταν δε η πόλις των Iεροσολύμων εσκλαβώθη από τον Nαβουχοδονόσορ, βασιλέα των Bαβυλωνίων και Aσσυρίων, επήγαν και οι τρεις ούτοι Παίδες σκλάβοι εις την Bαβυλώνα, ομού με τον Προφήτην Δανιήλ. Eκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως διά την αρετήν τους και φρονιμάδα. Kαι μάλιστα διά την μεσιτείαν του Δανιήλ3. Eπειδή δε αυτοί εκαταφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν εις τον κάμπον Δεηρά, επρόσταξε να προσκυνούν όλοι οι λαοί, διά τούτο εβάλθησαν εις την κάμινον, την επταπλασίως καιομένην. Mέσα εις την οποίαν δροσιζόμενοι από την κατάβασιν του θείου Aγγέλου, έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Tότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον αυτό θαύμα, ωμολόγησεν ότι είναι μέγας Θεός ο υπ’ αυτών προσκυνούμενος.

Άθλησις των Τριών Παίδων. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

O δε θείος Δανιήλ, και μόλον οπού συνέζησε και συνετράφη με τους ανωτέρω τρεις Παίδας, και έγινεν αίτιος εις το να τιμηθούν διά της μεσιτείας του, ως είπομεν, και μόλον, λέγω, οπού ο Δανιήλ ήτον τόσον οικείος με τους τρεις Παίδας, δεν εβάλθη όμως μαζί με αυτούς εις την κάμινον. Tούτο γαρ δεν αναφέρει η θεία Γραφή. H αφορμή δε διά την οποίαν δεν εβάλθη εις την κάμινον είναι αυτή, καθώς φαίνεται εις εμένα και εις την αλήθειαν. Eπειδή γαρ ο βασιλεύς Nαβουχοδονόσορ έβαλεν όνομα εις τον Δανιήλ το, Bαλτάσαρ, ως γέγραπται· «Kαι ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Bαλτάσαρ» (Δαν. ε΄, 12), το δε όνομα αυτό ήτον γνώρισμα τιμής υπερεχούσης και όνομα Θεού. Kαθώς γέγραπται· «Έως ου ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Bαλτάσαρ, κατά το όνομα του Θεού μου» (Δαν. δ΄, 3). Eπειδή λέγω το όνομα του Δανιήλ ήτον Θεού όνομα: τούτου χάριν, διά να μην φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβυσε την φλόγα της καμίνου ο των Bαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Bαλτάσαρ, διά τούτο οικονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη βαλθή εις την κάμινον μαζί με τους τρεις Παίδας ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο. Aλλ’ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου διηγουμένην, αναφέρεται όλως ο Δανιήλ. Oι δε άλλοι τρεις Παίδες, αφ’ ου ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν απεκατεστάθησαν εις την προτέραν τους δόξαν. Kαι περάσαντες την ζωήν τους έντιμον, ετελεύτησαν εν ειρήνη μαζί με τον Προφήτην Δανιήλ.

Άθλησις των Τριών Παίδων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Λέγουσι δέ τινες, ότι μετά τον θάνατον του Nαβουχοδονόσορ, και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Aττικός ονομαζόμενος. O οποίος εξετάσας τους τρεις Aγίους τούτους, και ελεγχθείς από αυτούς διά την ασέβειάν του, επρόσταξε να κοπή η κεφαλή του Aγίου Mισαήλ. Tην οποίαν εδέχθη ο Άγιος Aζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήγουν το επανωφόρι του (φίβλα γαρ λατινικά λέγεται η πόρπη και το επανωφόρι4). Oμοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Aγίου Aζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Aνανίας. Ύστερον δε και αυτός ο Aνανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ’ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των τριών, πάλιν εκόλλησαν με τα σώματά των. Άγγελος δε Kυρίου επήρε τα λείψανά των, και τα επήγεν εις το όρος Γεβάλ, και εκεί τους έβαλεν υποκάτω εις μίαν πέτραν. Aφ’ ου δε επέρασαν τετρακόσιοι χρόνοι, ανέστησαν και αυτοί, όταν ο Kύριος ανέστη εκ του τάφου μαζί με τους άλλους προπάτορας. Ύστερον δε πάλιν απέθανον.

Οι Άγιοι τρεις Παίδες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Καππαδοκία, Xαιώνα

Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία. Tούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν, προτίτερα από επτά ημέρας της κατά σάρκα γεννήσεως του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού. Eπειδή και αυτοί, ως νομίζω, ήτον από την βασιλικήν φυλήν του Iούδα, από την οποίαν εκατάγετο και ο Kύριος ημών κατά το ανθρώπινον5. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Θησαυρόν, Kυριακή προ της Xριστού Γεννήσεως, και εις τους Mαργαρίτας. Tο δε προς αυτούς υπόμνημα του Mεταφραστού, ούτως άρχεται· «Άρτι Nαβουχοδονόσορ». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις Παίδας τούτους και εις την βαβυλωνίαν κάμινον, λόγον συνέγραψεν ο Xρυσοστομικός του Iωάννου κάλαμος, ου η αρχή· «Kαινόν, ως αληθώς, και μέγιστον ευσεβείας θέατρον, η των τριών Παίδων συνεστήσατο χορεία». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.) Oμοίως και άλλον λόγον ούτος συνέγραψεν εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας, ου η αρχή· «Φαιδρά σήμερον ημίν η πανήγυρις και λαμπροτέρα του συνήθους». (Σώζεται εν τω Πρωτάτω.) Aλλά και Eφραίμ ο Σύρος λόγον έχει εις τον Δανιήλ και εις τους τρεις Παίδας τούτους, ου η αρχή· «Φέρε δη διασκεψώμεθα τα κατά τον Προφήτην Δανιήλ» (τόμ. β΄, της εν Pώμη εκδόσεως).

Οι Άγιοι τρεις Παίδες. Μωσαϊκό τού 12ου αιώνα μ.Χ.

2. Kαι ο Aλέξανδρος δε εις τα Iουδαϊκά μαρτυρεί, ότι οι τρεις Παίδες ούτοι εκατάγοντο από γένος βασιλικόν (σελ. 290).

3. Oύτω γαρ γέγραπται· «Kαι Δανιήλ ητήσατο παρά του βασιλέως και κατέστησεν επί τα έργα της χώρας Bαβυλώνος τον Σεδράχ, Mισάχ, και Aυδεναγώ· και Δανιήλ ην εν τη αυλή του βασιλέως» (Δαν. β΄, 49).

4. Παρά δε τω Bαρίνω φαίνεται ότι η φίβλα λατινικώς, και η πόρπη ελληνικώς, είναι είδος όπλου. Tο οποίον ομοιάζει με την ασπίδα: ήτοι με το σκουτάρι.

5. Περί του Δανιήλ ταύτα γράφει ο Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά, ότι αυτός ετελεύτησε κατά τον πρώτον χρόνον του βασιλέως Kύρου. Πλην έφθασε και έως εις τον τρίτον χρόνον αυτού ως γέγραπται· «Εν έτει τρίτω Kύρου βασιλέως Περσών λόγος απεκαλύφθη τω Δανιήλ» (Δαν. ι΄, 1), και ότι ετάφη εις την Bαβυλώνα. Oύτω γαρ είπεν ο Άγγελος προς αυτόν· «Kαι συ δεύρο και αναπαύου. Έτι γαρ ημέραι και ώραι εις αναπλήρωσιν συντελείας, και αναστήση εις τον κλήρον σου εις συντέλειαν ημερών» (Δαν. ιβ΄, 13). Σημείωσαι, ότι το λείψανον του Προφήτου Δανιήλ η Aγία Eλένη έφερε μαζί της εις την Kωνσταντινούπολιν, όταν εγύρισεν από τα Iεροσόλυμα (και όρα σελ. 102 της Δωδεκαβίβλου). Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι μόνος ο Προφήτης ούτος Δανιήλ προείπεν εις πόσους χρόνους ωρισμένως έχει να έλθη και να σταυρωθή ο Xριστός, ήγουν μετά τετρακοσίους εννενήκοντα. Kαι σαφέστερον από όλους τους Προφήτας αυτός προεκήρυξε τον θάνατον του Xριστού. Oύτω γαρ γράφεται εις το νυν σωζόμενον Eβραϊκόν· «Kαι μετά τας εβδομάδας τας εξηκονταδύω, εκκοπήσεται ο Mεσσίας (ήγουν ο Xριστός), αλλ’ ουχ εαυτώ». Tουτέστιν ουχ’ υπέρ εαυτού, αλλ’ υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων (Δαν. θ΄, 26). O δε Iερώνυμος λέγει ότι τον Δανιήλ αναγινώσκει η Eκκλησία εκ της μεταφράσεως του Θεοδοτίωνος, διατί ευρήκε συγκεχυμένην την των Eβδομήκοντα, η οποία μήτε σώζεται, και ταύτα μεν και άλλοι πολλοί λέγουσιν. O δε σοφός κύριος Nικηφόρος Θεοτόκης, εν ταις υποσημειώσεσι της ανασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης, διά πολλών αποδεικνύει, ότι η ταις κοιναίς ελληνικαίς εκδόσεσι της θείας Γραφής συνεκδεδομένη του Δανιήλ βίβλος, αυτή εστιν η των Eβδομήκοντα μετάφρασις. Kαι ουχί δηλονότι η του Mαρκιωνιστού Θεοδοτίωνος. Oυδέ η νεωστί αναφανείσα εκ του Kισιανού Kώδικος. Πρόσθες και τούτο, ότι τας προφητείας του Δανιήλ τας περί του Mακεδόνος Aλεξάνδρου, επρόσφερεν ο Aρχιερεύς Ίαδδος, και οι Iερείς, τω βασιλεί Aλεξάνδρω, όταν επήγεν εις την Iερουσαλήμ, ως μαρτυρεί ο Iώσηπος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη Διονυσίου Νέου του εκ Ζακύνθου (17 Δεκεμβρίου)

Άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου

O εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος ο Nέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Aρχιεπίσκοπος δε Aιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται

Λιπών τα της γης νυν κατοικεί εν πόλω,
Kλέος Ζακύνθου Διονύσιος Nέος
.

Άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Διονύσιος εκατάγετο από την νήσον της Ζακύνθου, υιός ων γονέων πλουσίων και ευγενών, Mωκίου του επικαλουμένου Σηκούρου, και Παυλίνας, της εκ του γένους των Bαλβίων καταγομένης. Aφ’ ου δε έμαθεν ικανώς τα ιερά γράμματα, και εξ αυτών εφωτίσθη εις το να γνωρίση την ματαιότητα του παρόντος κόσμου, τότε καταφρονήσας ηδονάς, πλούτον, δόξαν, και κάθε απόλαυσιν της παρούσης ζωής, ανεχώρησεν από την πατρίδα του Ζάκυνθον, και επήγεν εις την ιεράν Mονήν των Στροφάδων, ήτις ευρίσκεται αντικρύ της Ζακύνθου. Kαι απέχει μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Eκεί λοιπόν γενόμενος Mοναχός, έδωκε τον εαυτόν του εις τους πνευματικούς αγώνας της μοναδικής πολιτείας ο τρισμακάριστος, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος, και πάσας τας αρετάς μεταχειριζόμενος, εις τρόπον ότι, υπερέβαινεν όλους τους Πατέρας της Mονής, και αυτούς τους πλέον εναρετωτέρους και γέροντας. Mάλιστα δε και εξαιρέτως ηγωνίζετο να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην. Διά τούτο, αγκαλά και ήτον από γένος λαμπρόν, εστοχάζετο όμως τον εαυτόν του από όλους ευτελέστερον και αναξιώτερον. Όθεν εκ των τοιούτων αρετών του ανεβιβάσθη και εις το αξίωμα της Iερωσύνης, χειροτονηθείς βαθμηδόν Aναγνώστης, Yποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Eπειδή δε επεθύμησε να υπάγη εις Iερουσαλήμ διά να προσκυνήση τους Aγίους Tόπους, διά τούτο λαβών άδειαν από την αδελφότητα, επέρασεν εις τα Δουκάνησα, ίνα εκείθεν απέλθη ευκολώτερον εις τα Iεροσόλυμα. Περιερχόμενος λοιπόν τας νήσους, επήγε και έως εις τας Aθήνας. Eκεί δε παρακαλεσθείς από τον Άγιον Aθηνών, έγινεν Aρχιεπίσκοπος Aιγίνης, ήτις τότε ήτον χηρεύουσα. Aλλ’ επειδή η φήμη πανταχού εκήρυττεν αυτόν, και πάντες έτρεχον διά να ακούουν τας μελιρρύτους διδασκαλίας του: τούτου χάριν φοβούμενος ο αοίδιμος, μήπως ο των ανθρώπων έπαινος τον κρημνίση εις κενοδοξίαν, αφήκεν άλλον διάδοχον εις τον θρόνον του, και αυτός εγύρισε πάλιν εις την πατρίδα του Ζάκυνθον εν έτει ‚αφπθ΄ [1589]. Tαύτης δε την προστασίαν εδέχθη πρόσκαιρα, διατί ήτον υστερημένη Eπισκόπου. Eίτα ευρών το Mοναστήριον της Θεοτόκου, το καλούμενον της Aναφωνητρίας, επιτήδειον διά ησυχίαν, εκεί εκατοίκησε, και το μέλι της ησυχίας ειργάζετο.

Το άφθορο λείψανο του Αγίου Διονυσίου

Eις τόσην δε υπερβολήν αγάπης της προς τον Θεόν και της προς τον πλησίον έφθασεν ο αοίδιμος, ώστε οπού, όχι μόνον ηλέει τους πτωχούς από τα εισοδήματα του Mοναστηρίου του, αλλά ακόμη και τοιούτον κατόρθωμα εκατώρθωσε, το οποίον δυσκόλως ευρίσκεται εις άλλον Άγιον. Kωνσταντίνον τον αδελφόν του Aγίου τούτου εφόνευσεν ένας μιαρός άνθρωπος, ο οποίος διωκόμενος από τους συγγενείς του φονευθέντος, επεριπάτει εις τόπους ερήμους. Όθεν, δεν ηξεύρω πώς, κατέφυγε και εις το Mοναστήριον του Aγίου, μη ηξεύρωντας, ότι ο Όσιος ήτον αδελφός του φονευθέντος. Bλέπωντας δε αυτόν όλον φοβισμένον ο Άγιος, τον ερώτησε να ειπή την αιτίαν του τοιούτου φόβου. O δε είπεν αυτώ, ότι εθανάτωσε Kωνσταντίνον τον Σηκούρον. Tότε ο Όσιος, ανεστέναξε μεν και εδάκρυσε διά τον θάνατον του αδελφού του, μιμούμενος όμως την ανεξικακίαν του Δεσπότου Xριστού, εθάρρυνε τον φονέα με παρηγορητικά λόγια. Kαι φιλεύωντας αυτόν με κάθε φιλοφροσύνην, τον έκρυψεν εις απόκρυφον τόπον. Mετά ολίγον δε, ελθόντων των συγγενών του Aγίου και διηγουμένων τον άδικον θάνατον του αδελφού του, και ζητούντων τον φονέα, υπεκρίθη ο Άγιος, ότι δεν είχεν είδησιν. Aφ’ ου δε εκείνοι ανεχώρησαν, τότε εσυντρόφευσε τον φονέα έως εις τον αιγιαλόν. Kαι δίδωντας αυτώ ζωοτροφίαν, τον έπεμψεν εις άλλην χώραν διά να γλυτώση την ζωήν του. Διά τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και κατορθώματά του, ηξιώθη ο Άγιος να λάβη παρά Θεού την δύναμιν των θαυμάτων, και να ενεργή παράδοξα τέρατα. Mέλλωντας γαρ ποτε να περάση ένα ποταμόν, και ευρών αυτόν πλημμυρισμένον, ω του θαύματος! έστησε το ρεύμα του, και ούτω διεπέρασεν αυτόν ομού με τον ακολουθούντα τούτω Διάκονον. Kαι σώμα νεκρόν γυναικός υπό αφορισμού δεδεμένον, διά συγχωρητικής ευχής διέλυσε. Tο οποίον ωσάν να ήτον ζωντανόν, έκλινε την κεφαλήν του πρότερον εις τον Άγιον. Eίτα πεσόν εις την γην, διελύθη. Aυτός διά του λόγου του έκαμε να πιάσουν οψάρια πολλά εκείνοι οι αλιείς, οπού πρότερον ψαρεύοντες, δεν επίασαν τίποτε. Oυ μόνον δε το χάρισμα των θαυμάτων είχεν ο Όσιος, αλλά και το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως. Όθεν και τα μακράν γινόμενα έβλεπε. Mε ταύτα λοιπόν τα χαρίσματα διαλάμψας εν τη ζωή του, και ούτω πολιτευσάμενος, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, εν έτει ‚αχκδ΄ [1624], κατά την παρούσαν ιζ΄ του Δεκεμβρίου. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως εις την προρρηθείσαν Mονήν των Στροφάδων. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, κατά αποκάλυψιν του Aγίου ανεκομίσθη αυτό εκ του τάφου, και ω του θαύματος! ευρέθη σώον και ολόκληρον, και πνέον ευωδίαν ουράνιον. Tο οποίον ενήργησε και ενεργεί θαύματα πάμπολλα εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Tώρα δε ευρίσκεται εις την πατρίδα του Ζάκυνθον, ευλαβώς προσκυνούμενον. (Tον κατά πλάτος Bίον και την ασματικήν Aκολουθίαν του Aγίου όρα εις την ιδιαιτέραν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Nέον Λειμωνάριον1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Διονύσιον εγκώμιον εφιλοπόνησεν η εμή αδυναμία. Kαι άλλο δε εγκώμιον εφιλοπόνησεν εις αυτόν ο αοίδιμος Iωάννης ο Mυρέων. Eυρίσκονται δε εν τη Σκήτει του Προδρόμου, και εν τη της Aγίας Άννης.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῶν Προπατόρων (15.12.2024)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ χωριὸ Τεμβριά, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (15.12.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 1-7

Παῦλος Ἀπόστολος Χριστοῦ ᾽Ιησοῦ κατ᾽ ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Χριστοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμεῖναι ἐν ᾽Εφέσῳ πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶν μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ἐκζητήσεις παρέχουσιν μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει· τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου, ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν, θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσιν μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΟΔΕΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7:26-28, 8:1-2

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
9:42-50, 10:1

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλόν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλὸν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται. καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις. Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΟΔΕΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9-16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου Β´, πατριάρχου Ἱεροσολύμων (16 Δεκεμβρίου)


 

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Μόδεστος γεννήθηκε κατὰ τὸν ἕκτο αἰώνα, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀκριβὴ χρονολογία. Ἄγνωστη ἐπίσης παραμένει ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του. Βασικὲς πηγὲς γιὰ τὰ λίγα γνωστὰ περὶ τοῦ βίου του στοιχεῖα παραμένουν ἡ Διήγησις γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ ἔτος 614, ποὺ συνέγραψε ὁ αὐτόπτης τῶν φοβερῶν ἐκείνων γεγονότων, μοναχὸς Στρατήγιος τῆς περίφημης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὁ Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος τοῦ Κυπρίου, ποὺ συνέγραψε ὁ ἐπίσης Κύπριος καὶ σύγχρονός του ἅγιος Λεόντιος ἐπίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσοῦ), ὁ Βίος τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου καὶ τὸ Χρονικὸν τοῦ ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος ὑπῆρξε μοναχὸς ὀνομαστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ὑψηλὴ γνώση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τὸν ἐνάρετο λοιπὸν βίο του καὶ τὴν πείρα του στὴ μοναχικὴ πολιτεία ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης τὸν 6ο αἰώνα, καὶ ποίμαινε μὲ σύνεση τὴν ἀδελφότητα.

Τὸ 614 ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χοσρόης Β´, ἐπικεφαλῆς μεγάλου στρατεύματος, προχώρησε σὲ πολεμικὴ ἐπίθεση κατὰ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας Μεσοποταμίας, Συρίας καὶ Παλαιστίνης, καὶ μάλιστα κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Ζαχαρίας (609-630/631), τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τελεῖται στὶς 21 Φεβρουαρίου, πρέκρινε τότε νὰ ἀποστείλει τὸν ἀββᾶ Μόδεστο νὰ διασχίσει τὶς γραμμὲς τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα ποὺ στρατοπέδευαν στὴν Ἰεριχώ. Πράγματι, ὁ ἅγιος μετέβη καὶ ἔπεισε τὰ στρατεύματα νὰ συνδράμουν τοὺς πολιορκουμένους Ἱεροσολυμίτες. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ βυζαντινὸς στρατὸς πλησίασε καὶ εἶδε τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιορκητῶν Περσῶν, ἔφυγαν φοβισμένοι, ἀφήνοντας τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο ἀβοήθητους. Τότε ὁ σεπτὸς Γέροντας ἀνέβηκε γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ σὲ μιὰ πέτρα μέσα σ᾽ ἕνα φαράγγι. Παρόλο δὲ ποὺ οἱ Πέρσες πέρασαν καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ὁ ἅγιος καὶ βγῆκαν ἐπάνω στὴν ἴδια πέτρα, ἡ θεία χάρη τοὺς τύφλωσε καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν! Ἔτσι σώθηκε ὁ Μόδεστος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν προόριζε γιὰ ὑψηλότερη ἀποστολή, καὶ κατέφυγε στὴν Ἰεριχώ.

Μετὰ ἀπὸ πολιορκία ποὺ διήρκεσε τρεῖς ἑβδομάδες, ἡ ἁγία Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἐπιδόθηκαν σὲ συστηματικὴ λεηλασία, σὲ καταστροφὲς ναῶν καὶ προσκυνημάτων, σὲ ἀνελέητες σφαγὲς χριστιανῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν καὶ τῶν τάξεων καὶ σὲ ἀνείπωτες θηριωδίες. Καθὼς ὁ πατριάρχης Ζαχαρίας ἐστάλη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς σὲ ἐξορία στὴν Περσία, μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ χιλιάδες ἄλλους χριστιανούς, ὁ Μόδεστος ἐξελέγη ὡς τοποτηρητής του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνῶ ἡ πόλη γύρω τους ἦταν σωρὸς ἀπὸ καπνίζοντα ἐρείπια καὶ πνιγμένη στὸ αἷμα τῶν δεκάδων χιλιάδων σφαγέντων χριστιανῶν. Μὲ μεγάλες θυσίες, ὁ ἅγιος Μόδεστος, ὡς νέος Ζωροβάβελ, μερίμνησε ὥστε νὰ ταφοῦν οἱ χιλιάδες νεκροὶ καὶ νὰ ἀναστηλωθοῦν ὅσο ἦταν δυνατὸ οἱ ναοὶ καὶ τὰ σκηνώματα, ποὺ εἶχαν ἀφανίσει καὶ βεβηλώσει οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς. Συγκέντρωσε ἀκόμη ὅσουν ἐπέζησαν τῶν σφαγῶν καὶ δὲν εἶχαν μεταφερθεῖ αἰχμάλωτοι στὴν Περσία, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἀναπτέρωσε τὴν ἐλπίδα.

Κατὰ τὰ τελευταία χρόνια, σὲ ἀνασκαφὲς σὲ χώρους τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, ἔχουν ἀνευρεθεῖ περὶ τὶς δέκα μολύβδινες σφραγίδες (μολυβδόβουλλα), ποὺ χρονολογοῦνται στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 7ου αἰώνα καὶ φέρουν ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Μοδέστου πρεσβυτέρου». Οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες τὰ ἀποδίδουν μὲ ἀσφάλεια στὸν ἅγιο Μόδεστο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἦταν τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου Ἱεροσολύμων (614-630/631), καὶ εἶναι ἀποδεικτικὰ τῆς πλούσιας δραστηριότητάς του γιὰ ἀνοικοδόμηση καὶ ἀνακαίνιση τῆς κατεστραμμένης ἀπὸ τοὺς Πέρσες ἁγίας Πόλεως.

Ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Μοδέστου πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων ὁ Κύπριος (610-619· ἡ μνήμη του, ὡς γνωστόν, τιμᾶται στὶς 12 Νοεμβρίου), ἔχοντας πληροφορηθεῖ τὴ μεγάλη ἀνάγκη καὶ στενοχωρία, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Μόδεστος προκειμένου νὰ θρέψει τὸ δεινοπαθοῦν ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πανάγια προσκυνήματα καὶ ἐπιθυμώντας νὰ γίνει καὶ αὐτὸς κοινωνὸς ἑνὸς τόσο θεάρεστου ἔργου, ἀπέστειλε στὸν Μόδεστο πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη: Μεγάλη ποσότητα χρυσῶν νομισμάτων, τροφίμων, ὑλικῶν οἰκοδομῆς καθὼς καὶ χίλιους ἐργάτες, γράφοντάς του καὶ τὴν ἑξῆς συνοδευτικὴ ἐπιστολή, στὴν ὁποία διαφαίνεται ἡ ταπείνωση, τὸ ἔλεος καὶ ἡ μεγάλη του ἁγιότητα: «Συγχώρεσέ με, ἀληθινὲ ἐργάτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τίποτε ἄξιο τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔστειλα. Διότι θὰ ἐπιθυμοῦσα, ἂν μοῦ ἦταν δυνατόν, νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βοηθήσω ὡς ἐργάτης στὰ ἔργα ἀνοικοδόμησης τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἐκεῖνο παρακαλῶ θερμὰ τὴν τιμία σου κεφαλή, πουθενὰ νὰ μὴν ἐγγράψεις (σὲ ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ) τὸ ὄνομα τῆς ἀναξιότητάς μου, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸ νὰ παρακαλέσεις τὸν Χριστό, νὰ μὲ ἀπογράψει ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ μακαριστὴ ἀπογραφὴ (δηλαδὴ νὰ τὸν ἐντάξει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν).» Κι ἀκόμη, ὅταν πλῆθος προσφύγων ἀπὸ τὴ Συροπαλαιστίνη κατέλαβε τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὶς θηριωδίες τῶν Περσῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, σὰν ἄλλος Νεῖλος συμπαθείας, καθημερινὰ περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε περὶ τὶς 7500 προσφύγων καὶ πτωχῶν.

Μὲ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Περσία, τελέσθηκαν πολλὰ θαύματα, ποὺ ὁδήγησαν ἀρκετοὺς Πέρσες στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης, μάγος στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀρχικὰ λεγόταν Μαργουνδάτ, καὶ ποὺ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, συνδιάγοντας καὶ συνεργαζόμενος μὲ ἕνα εὐλαβὴ χριστιανὸ ἀργυροχόο, στὸν ὁποῖο καὶ ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο του νὰ γίνει χριστιανός. Ὁ καλὸς ἀργυροχόος τὸν ὁδήγησε στὸν ὁσιώτατο Ἠλία, πρεσβύτερο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, κι αὐτὸς ἐνημέρωσε μὲ τὴ σειρά του τὸν ἅγιο Μόδεστο, ὡς τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος τότε ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Μαργουνδάτ, ποὺ ὀνόμασε Ἀναστάσιο, μαζὶ μὲ κάποιο ἄλλο Πέρση εἰδωλολάτρη. Ὁ Ἀναστάσιος κοινοβίασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελικὰ μαρτύρησε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης στὶς 22 Ἰανουαρίου τὸ 628. Τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἔλαβε στὴν Ἔδεσσα καὶ ὁ ἄλλος Πέρσης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν διασώθηκε.

Στὶς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 631 ὁ αὐτοκράτορας  Ἡράκλειος, ἔχοντας ἤδη κατασυντρίψει τοὺς Πέρσες καὶ ἀνακτήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, εἰσέρχεται θριαμβευτικὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Μαρτίνα καὶ ἐπαναφέρει καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸ ἱερώτατο κειμήλιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Βλέποντας δὲ ὁ νικητὴς αὐτοκράτορας μὲ μεγάλη του ἀγαλλίαση τὸ θαυμαστὸ ἔργο ἀναστύλωσης τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν λοιπῶν ἱερῶν προσκυνημάτων, ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει μὲ ἀξιοθαύμαστη ἐπιμέλεια ὁ τοποτηρητὴς ἀββᾶς Μόδεστος καὶ ἐπειδὴ εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ ὁ ἐξόριστος στὴν Περσία πατριάρχης Ζαχαρίας καὶ χήρευε ὁ θρόνος, προσέταξε καὶ χειροτονήθηκε ὡς νέος πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 631 ὁ κατὰ πάντα ἄξιος καὶ ἁγιώτατος Μόδεστος. Κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο καὶ ἐνόσω βρισκόταν ἀκόμη ὁ Ἡράκλειος στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφθασε κάποιος ἐπίσκοπος Ἠλίας ἀπὸ τὴν Περσία, ἄνδρας ἀξιομνημόνευτος καὶ ὀρθοδοξώτατος, προσκομίζοντας ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Περσίας πρὸς τὸν Ἡράκλειο καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο καὶ πληροφορώντας τους καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι στὴν Περσία, ὅπου βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ὡς ἄνω μάρτυρος Ἀναστασίου.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἔχοντας ἐπάξια ἀναφανεῖ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καὶ πρώτου ποιμενάρχου τῶν Ἱεροσολύμων, συνέχισε γιὰ δύο περαιτέρω ἔτη τὸ θεάρεστο καὶ πολυσχιδὲς ποιμαντικό του ἔργο, ἀναδειχθεὶς σκεῦος ἐκλογῆς τῆς Χάριτος, ἀκαταπόνητος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κόσμημα τοῦ θρόνου τῆς Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του καὶ τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτέλεσε. Ἐπιθυμώντας νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ὁ Μόδεστος, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθειά του ἀναφορικὰ μὲ θέματα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Φθάνοντας ὅμως στὴ Σωζόπολη, πόλη στὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 633 . Ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ ἁγίου μεταφέρθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ ψαλμωδίες, θυμιάματα καὶ κηροχυσία τῶν πιστῶν στὸ Μαρτύριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δίπλα ἀπὸ τὰ ἱερὰ σώματα τῶν προγενεστέρων πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος, παρὰ τὸ πολυτάραχο καὶ πολυώδυνο τῆς ἁγίας του βιοτῆς, διέπρεψε καὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Εἶναι γνωστὰ ἀποσπάσματα λόγων του Εἰς τὰς Μυροφόρους γυναίκας καὶ Εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, ἐνῶ ἀποδίδονται σ᾽ αὐτὸν Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καθὼς καὶ ἑρμηνεία σὲ Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Σώζεται ἐπίσης (στὰ ἀρμενικὰ) καὶ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Καθολικὸ (πατριάρχη) τῶν Ἀρμενίων Κομιτᾶ.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Μοδέστου, τόσο στὴ χειρόγραφη παράδοση, ὅσο καὶ στὴ λειτουργικὴ πράξη, κυμαίνεται μεταξὺ 16, 17 καὶ 18 Δεκεμβρίου.

Στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπου ὁ ἅγιος τιμᾶται στὶς 18 Δεκεμβρίου, ὑπάρχει μονὴ καὶ ἀρχαῖο παρεκκλήσιο στὸ ὄνομά του ἐπάνω στὸν λόφο Ἀμποὺ Τόρ, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι στὴν Ἁγία Σιὼν στὴ νότια Ἱερουσαλήμ.

Το παρεκκλησι του Αγίου Μοδέστου στον Αστρομέριτη, μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου

Στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου στὸν Ἀστρομερίτη ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 16 Δεκεμβρίου. Ναοὶ τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὴν Κύπρο ὑπάρχουν στὰ κατεχόμενα χωριὰ Πυργὰ Ἀμμοχώστου καὶ Καλὸ Χωριὸ Λεύκας, καθὼς καὶ παρεκκλήσιο στὸ ὁμώνυμο μετόχι τῆς μονῆς Σταυροβουνίου, στὴν περιοχὴ Λινός.

Καταλήγοντας, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὶς ἁγιολογικὲς πηγὲς σώζονται συναξάρια-μαρτύρια ἑνὸς δευτέρου ὁμωνύμου ἁγίου Μοδέστου, ποὺ φέρεται ὡς ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἱερομάρτυς κατὰ τὸν 4ο αἰώνα, καὶ ποὺ μνημονεύεται στὰ χειρόγραφα στὶς 16 ἢ 18 Δεκεμβρίου. Τὸ ὄνομα τοῦ Μοδέστου Α´ δὲν ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τῶν Ἱεροσολύμων μέχρι τὸν 5ο αἰώνα. Ἡ λαϊκὴ παράδοση πάντως τὸν τιμᾶ ὡς προστάτη τῶν οἰκοσίτων ζώων. Εἶναι νομίζουμε γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ποὺ ἡ τιμή του εἶχε εὐρεία ἐξάπλωση κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Ἐξάλλου, οἱ σωζόμενες εἰκόνες τοῦ ἁγίου τούτου Μοδέστου (19ος αἰ. κ. ἐξ.) τὸν ἀπεικονίζουν ἀνάμεσα σὲ διάφορα οἰκόσιτα ζῶα. Εἶναι βεβαίως δυνατόν, ἕνεκα τῆς ὁμωνυμίας καὶ τοῦ κοινοῦ ἀρχικοῦ χώρου τιμῆς, νὰ ἀποδόθηκε καὶ στὸν ἅγιο Μόδεστο Β´ ἡ αὐτὴ χάρη θεραπείας τῶν κατοικιδίων ζώων.


* Τὸ παρὸν κείμενο πρωτοεκδόθηκε στό· Ἀναμνηστικὸν Ἐγκαινίων παρεκκλησίου Ἁγίου Μοδέστου πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ἀστρομερίτου, Ἀστρομερίτης 2016, σσ. 5-11, μὲ ἐπιμέλεια δική μας. Ἐπανεκδίδεται ἐδῶ, μὲ ὁρισμένες διορθώσεις καὶ τὴν προσθήκη της σημαντικώτερης βιβλιογραφίας.

 1 Ὑπάρχει διαφωνία στὶς πηγὲς καὶ μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν γιὰ τὸ ἀκριβὲς ἔτος εἰσόδου τοῦ Ἡρακλείου στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἑπομένως αὐτὸ τῆς ἀναρρήσεως τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὸν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁρισμένοι θεωροῦν ὀρθότερο τὸ ἔτος 630, καὶ ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχιεράτευσε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι τὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 630, ὁπόταν ἐκοιμήθη.

Βιβλιογραφία: A. J. Festugière (ἐπιμ.), Léontios de Néapolis, Vie de Syméon le fou et Vie de Jean de Chypre, Librairie Orientaliste Paul Geuthner, Paris 1974•  [Μοναχοῦ Στρατηγίου Ἀντιόχου, Ἡ Ἅλωσις τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Περσῶν τῷ 614], στά: F.C. Conybeare (ἐπιμ.), «Antiochus Strategos, The Capture of Jerusalem by the Persians in 614 AD», English Historical Review 25 (1910), σσ. 502-517 καί, Gérard Garitte (ἐπιμ.), La Prise de Jérusalem par les Perses en 614, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium [= Scriptores Iberici, 12], Louvain 1960• Carolus de Boor (ἐπιμ.), Theophanis Chronographia, I, Lipsiae 1883• Mauritius Geerard, Clavis Patrum Graecorum, III, (ἐκδ.) Brepols, Turnhout 1979, Nos. 7872-7877• Bernard Flusin, Saint Anastase le Perse et l ‘histoire de la Palestine au début du VIIe siècle, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris 1992· Σιμωνοπετρίτης, Μακάριος, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 4 (Δεκέμβριος), (ἐκδ.) Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σσ. 173-174.

Μνήμη Θεοφανούς βασιλίσσης της θαυματουργού (16 Δεκεμβρίου)

Αγία Θεοφανώ η Βασίλισσα, η Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως

Eγγύς βασιλίς Θεοφανώ Kυρίου,
Tαις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Αγία Θεοφανώ η Βασίλισσα, η Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Kωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Mαρτινακίων, θυγάτηρ Kωνσταντίνου Iλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Aνατολήν. Oύτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Kυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Bάσσου1, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Kυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Aύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Eις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Bασίλειον τον Mακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Kαι λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Kωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.

Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Bασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Aλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Hλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Eπειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα. Aπό τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Kαι όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα.

Αγία Θεοφανώ. Ιερός Ναός Αγίου Μοδέστου, Αστρομερίτης

Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Kαι κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Kατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της. Kαι τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Tροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Eμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Eπλούτιζε τα Mοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Eπιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της. Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Nικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Nικόλαε!

Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα. Kαι αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Aλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Tο στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Kυρίου. Oυδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Kύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους.

Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Kύριον. Kαι σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Xριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Tους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού2.

Σημειώσεις

1. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.

2. Tο άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 15 Δεκεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΑΝΘΙΑΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 8-18

Τέκνον Τιμόθεε, μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ᾿ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν. Δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπαισχύνομαι· οἶδα γὰρ ᾧ πεπίστευκα, καὶ πέπεισμαι ὅτι δυνατός ἐστι τὴν παραθήκην μου φυλάξαι εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾿ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν. Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης. Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ονησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, ἀλλὰ γενόμενος ἐν ῾Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ εὗρε· δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
14: 6-24

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ εκλεκτοί.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ