Αρχική Blog Σελίδα 62

Μνήμη της Αγίας Προφήτιδος Ολδάς και των Αγίων Μαρτύρων Ιακώβου Πρεσβυτέρου και Αζά Διακόνου (10 Απριλίου)

Tη αυτή ημέρα η Aγία Προφήτις Oλδά εν ειρήνη τελειούται

Aφήκεν Oλδά πνεύμα μέλλοντα βλέπον,
H πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία1.

Σημείωση

1. Περί της Προφήτιδος ταύτης γράφει η θεία Γραφή, ότι ήτον εις τον καιρόν Iωσίου του βασιλέως, όστις ευρών το Bιβλίον του νόμου (ιδιόγραφον ίσως ον υπό του Mωυσέως) και ακούσας τους λόγους αυτού, έσχισε τα ρούχα του, και έπειτα απέστειλεν εις την Oλδάν ταύτην, η οποία απεκρίθη προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Eίπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με. Tάδε λέγει Kύριος, ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον <τούτον> και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους του βιβλίου, ους ανέγνω ο βασιλεύς, ανθ’ ων εγκατέλιπόν με, και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται <o> θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται», και τα λοιπά (Δ΄ Bασιλειών κβ΄, 15<-17>). Eκατοίκει δε η Oλδά αύτη εις την Iερουσαλήμ εν τη Mασενά. Όλδα δε αύτη παροξυτόνως λέγεται παρά τη Aγία Γραφή.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iακώβου Πρεσβυτέρου και Aζά Διακόνου

Εις τον Ιάκωβον
Tον Iάκωβον και τετμημένον γράφω,
Kαι της τομής φέροντα μισθόν το στέφος.

Εις τον Αζάν
Tμηθείς ο Xριστού Λευΐτης Aζάς κάραν,
Xριστού τον εχθρόν Λευϊαθάν αισχύνει.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, και του Mεγάλου Kωνσταντίνου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλβ΄ [332]. Kαι ο μεν Πρεσβύτερος Iάκωβος, ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Φαρναθά, ο δε Διάκονος Aζάς, ήτον από χωρίον καλούμενον Bιθνηορά. Oύτοι λοιπόν πιασθέντες επαραστάθησαν εις τον αρχιμάγον Aχοσχαργάν, και επειδή ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο έχυσαν εις την μύτην τους ξύδι με σινάπι ανακατωμένον. Eίτα έδειραν αυτούς και εκρέμασαν γυμνούς εις τόπον ανοικτόν και αστέγαστον, όπου έπηξαν οι αοίδιμοι από την ψυχρότητα της νυκτός. Έπειτα εκατέβασαν αυτούς, και με το να μη επείσθησαν να θυσιάσουν εις τον ήλιον και εις την φωτίαν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος απεκεφαλίσθησαν, και έτζι οι μακάριοι στεφανηφόροι ανήλθον εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821 (10 Απριλίου)

Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821

Εν αγχόνη καν τέθνηκας, Πατριάρχα,
Όμως γε αεί ζής εν Εδέμ τη θεία,
Τη δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ ένεκα γένους.

Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν φτωχοί. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική  μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή.

Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης.

Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο τη μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.

Το 1797 εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Ό άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση τον εκκλησιαστικών Κανόνων και την ηθική ακεραιότητα του κλήρου.

Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους  Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης έχοντας πλήρη συνείδηση  της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.

Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους, και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην μονή Ιβήρων στον Άγιον Όρος.  Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφτηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο (22 Μαρτ.) να ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου (19 Απρ.) καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της χριστιανικής ζωής.

Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του  εκκλησιαστικού ήθους. Το  1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί  και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον  Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους  αγίους Πατέρες, συνέχισε  τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.

Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού.  Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε της υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.

Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.

Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους.

Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί η σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωση τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο οποίος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.

Στις 31 Μαρτίου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, και τρείς μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί  με άλλους επιφανείς Έλληνες.

Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί ο πατριάρχης έλεγε : “Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε: Να ο φονιάς πατριάρχης!”

Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας,  του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: “Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!”

Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: “Ο πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!”

Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Σύνοδο ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε του χριστιανούς και είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.

Τρείς μέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι  το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαΐσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό. Επί πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.

Το 1871, στην πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 101. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.

Πηγή: https://www.koinoniaorthodoxias.org/agiologio-eortologio/agios-grigorios-o-pemptos-patriarxis-konstantinoupolews/

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο: Ἰωάννης Παχουλίδης, ὁ ἐρημίτης (+ 12 Ἀπριλίου 1968)

Σ’ αὐτούς τούς πολύ χαλεπούς καιρούς, πού παντοῦ βασιλεύει ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ὑλισμός καί ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς χριστιανικές, ἠθικές καί ἐθνικές ἀρχές, γιά νά μᾶς ξυπνήσουν ἀπό τόν λήθαργο χρειάζονται ἀναχώματα πνευματικά, φάροι σωστικοί, γιά ὅσους  ταξιδεύομε στό ἄγριο πέλαγος τῆς προσωρινῆς τούτης ζωῆς, ὥστε νά μᾶς στηρίζουν γιά νά μήν κατα- ποντιστοῦμε στά ἀπύθμενα βάθη τῆς ἁμαρτίας.

Μία τέτοια παρηγορητική μορφή στά μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ὑπῆρξε γιά τήν περιοχή Πιτσιλιᾶς, ἰδίως γιά τό χωριό Πλατανιστάσα καί τά γειτονικά του χωριά, ὁ ἀείμνηστος θεῖος μου Ἰωάννης Εὐσταθίου Παχουλίδης, ὁ γνωστός ὡς «Πασιουλῆς» ἤ «Κουτσογιαννῆς», πού γιά δεκαοκτώ συναπτά χρόνια ἔζησε μία ἀσκητική ἐρημική ζωή μακριά ἀπό τόν κόσμο, ὑπηρετώντας μέ ἔνθεο ζῆλο «τήν πάλαι ποτέ διαλάμψασαν» Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι τῆς Κύπρου, σάν φύλακας ἄγγελός της καί ξεναγός τῶν λίγων, ἀλλά ἐκλεκτῶν ἐπισκεπτῶν της.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στό χωριό Πλατανιστάσα στίς ἀρχές τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά ἕξι παιδιά τοῦ Εὐσταθίου Χατζηδημήτρη Πασιουλῆ καί τῆς Παρασκευῆς, τό γένος Πρωτοπαπᾶ Ἰωάννη. (Τά ἄλλα ἀδέλφια του ἦταν: Ἑλένη, Εἰρήνη, Μαρία, Παναγιωτοῦ, Γεώργιος). Ὁ παπποῦς του, ἀπό τήν μητέρα, πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης, ἦταν συνεφημέριος στήν  Ἐκκλησία Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Πλατανιστάσας μαζί μέ τούς ἀδελφούς του ἱερεῖς, παπα–Γεώργιο καί παπα–Μιχαήλ καί τόν πατέρα τους, παπα–Χριστόδουλο. Ὁ Πρωτοπαπᾶς Ἰωάννης ἀγαποῦσε πολύ τόν πρῶτο του ἐγγονό Ἰωάννη καί ἀπό μικρό τόν εἶχε πάντα μαζί του στήν Ἐκκλησία καί τόν ἔμαθε πρῶτα νά τόν βοηθᾶ μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀκολούθως στό ψαλτήρι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Ἔτσι ἔμαθε τήν τυπική διάταξη ὅλων τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τόν ἔμαθε νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί τοῦ ἐξηγοῦσε μέ ἁπλῆ γλῶσσα διάφορα γεγονότα, πού ἀναφέρονται μέσα στά ἀναγνώσματα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.  Τόν ὤθησε στήν μελέτη καί μέχρι τοῦ θανάτου του συνέχιζε νά μελετᾶ ἐκκλησιαστικά βιβλία. Ἤθελε πολύ νά γίνη καί αὐτός ἱερέας. Ὅμως οἱ συνθῆκες τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί λόγοι ὑγείας, δέν τοῦ τό ἐπέτρεψαν.

Ὁ πατέρας του πέθανε ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦταν δεκαοκτώ χρόνων καί ἀνέλαβε τό βάρος τῆς συντήρησης τῆς οἰκογένειας ὁ ἴδιος. Ἀπό μία πάθηση τῆς σπονδυλικῆς στήλης, πιθανόν κήφωση, ἄρχισε νά καμπουριάζη καί τό κακό προχωροῦσε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Σταμάτησε τίς γεωργικές ἐργασίες καί τήν μεταφορά τῶν διαφόρων προϊόντων (ἀμυγδάλων, φουντουκιῶν, κρασιοῦ κ.λπ.), μέ γαϊδούρια στήν Λευκωσία καί στήν Λεμεσό. Ὅμως ἡ ἐσωτερική δύναμη τῆς ψυχῆς του γιά ζωή, τόν βοήθησε νά μάθη διάφορες ἄλλες ἐργασίες, πού μποροῦσε νά κάνη μέ τήν ἀναπηρία του καί νά τόν καταστήση χρήσιμο ἄνθρωπο στήν οἰκογένεια καί στήν κοινωνία. Ἔμαθε νά πλέκη καλάθια, κοφίνια, πανέρια, ταλάρια (γιά  γαλακτοκόμους), κυψέλες, κάλτσες μέ καλτσομηχανή,  πού ἀγόρασε ὁ ἴδιος μέ χρήματα πού ἔπαιρνε ἀπό τά πιό πάνω, ξύλινα ἄροτρα, ξύλινα κουτάλια καί ἄλλα χειροποίητα πράγματα. Ἀκόμα καί ὡς πωλητής στό Συνεργατικό Παντοπωλεῖο τοῦ χωριοῦ, πού ἵδρυσε ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, ἐργάστηκε ἀμισθί, γιά τό καλό τοῦ χωριοῦ του μαζί μέ τήν ἀδελφή του Παναγιωτοῦ γιά ἕνα διάστημα.

Ὅταν ὁ μικρότερος ἀδελφός του (καί πατέρας μου) Γεώργιος Παχουλίδης ἀγόρασε, ἔπειτα ἀπό δημόσιο πλειστηριασμό, στίς ἀρχές τίς 5ης δεκαετίας τοῦ περασμένου αἰῶνα, μέρος τῶν κτημάτων τῆς  Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι δίπλα ἀπό τήν Μονή αὐτή, τόν παρακάλεσε νά τόν πάρη ἐκεῖ, νά μένη σέ ἕνα σπίτι τῆς Μονῆς. Αὐτό τό ἔκτισαν οἱ πρῶτοι ἐνοικιαστές καί καλλιεργητές τῆς χέρσας κτημοσύνης τῆς Μονῆς, στό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα. Τό σπίτι βρισκόταν στήν αὐλή της (ἰσόγειο καί ἀνώγειο, δύο δωμάτια ὅλα κι ὅλα. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἔγινε φύλακας τῆς Μονῆς αὐτῆς καί ξεναγός τῆς   Ἐκκλησίας της, πού εἶναι κατάγραφη ἀπό περίφημες τοιχογραφίες τοῦ 15ου αἰῶνα καί συνάμα νά εἶναι καί φύλακας τῶν κτημάτων, πού ἀγόρασε ὁ πατέρας καί νά τά περιποιῆται, ὅσο θά μποροῦσε. Κύριος σκοπός του ἦταν νά ζῆ ἐκεῖ στήν ἐρημιά, μιά κατά Χριστόν ζωή, σάν νά ἦταν πραγματικός καλόγερος. Νά καθαρίζη τήν Ἐκκλησία, νά ἀνάβη τά κανδήλια καί νά διαβάζη ὅλες τίς Ἀκολουθίες τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Αὐτό ἔγινε, καί ἀπό τό Φθινόπωρο τοῦ 1946 ὁ μακαριστός θεῖος Γιαννῆς ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι.

Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι

Ἐκεῖνα τά χρόνια, λίγο μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μεγάλη φτώχεια μάστιζε τήν Κύπρο. Ἐργασίες νά δουλέψη ὁ κόσμος δέν ὑπῆρχαν. Ὅσοι βρίσκονταν στήν ὕπαιθρο προσπαθοῦσαν νά ἐπιβιώσουν, κυρίως στήν φτωχή καί ἄγονη γῆ τῆς Πιτσιλιᾶς, μέ ὅποιο τρόπο μποροῦσαν. Δρόμοι ἀγροτικοί δέν ὑπῆρχαν. Τά κτήματά τους ἦταν τά περισσότερα μακριά ἀπό τά σπίτια τους. Ἔτσι σέ κάθε περιοχή πού εἶχαν κτήματα καί ἔπρεπε νά μένουν γιά μέρες ἤ γιά καλλιέργεια ἤ γιά μάζεμα τῶν καρπῶν ἤ γιά βόσκηση τῶν αἰγοπροβάτων τους ἤ νά ἔβαζαν παγίδες γιά νά παγιδέψουν λαγούς καί περδίκια γιά διατροφή τους ἤ τρωκτικά (μεγάλους ἀρουραίους, πού γιά τήν καταπολέμησή τους ἐπιχορηγοῦσε τό τότε κράτος μία δεκάρα κάθε οὐρά τρωκτικοῦ πού παρουσίαζαν), ἔφτειαχναν πρόχειρα καταλύματα (καλύβες) καί διέμεναν στήν ὕπαιθρο, ὅσο χρόνο χρειαζόταν γιά τίς πιό πάνω ἐργασίες τους. Στήν περιοχή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, πού ἦταν σχεδόν δύο ὧρες πεζοπορία ἀπό τό χωριό Πλατανιστάσα, γιά νά μεταβῆ κανείς ἐκεῖ, ὑπῆρχαν πάρα πολλοί    ξωμάχοι γιά τίς πιό πάνω ἐργασίες μέ τίς καλύβες τους, ὅπου βόλευε τόν καθένα.

Ὁ γερω–Ἐρημίτης ἤ Κουτσογιαννῆς, ὅπως τόν ἔλεγαν πολλοί, κατά τήν περίοδο τῆς διαμονῆς του  στήν Ἱερά Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, συνήθιζε πρίν ἀρχίση τήν ἐργασία τῆς κάθε ἡμέρας, νά πηγαίνη στήν Ἐκκλησία, νά ἀνάβη τά κανδήλια, νά κάνη τίς μετάνοιές του, νά προσκυνᾶ τίς ἱερές εἰκόνες καί νά διαβάζη ἀπό τά ἐκεῖ λειτουργικά βιβλία τήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ καί τοῦ Ὄρθρου. Ἀκολούθως προγευμάτιζε, ἔκανε τίς ἐργασίες τῆς ἡμέρας καί πήγαινε τά δύο–τρία γίδια πού εἶχε γιά βοσκή. Μαζί του ἔπαιρνε καί τήν Ἁγία Γραφή ἤ κάποιο ἄλλο θρησκευτικό βιβλίο καί ἐνῶ ἔβοσκαν τά γίδια του, αὐτός κάτω ἀπό τόν ἴσκιο κάποιου δένδρου παραδινόταν στό διάβασμα. Τό ἀπόγευμα, ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος, πήγαινε πάλι στήν Ἐκκλησία, ἄναβε τήν καν- δήλα μπροστά ἀπό τόν Τίμιο Σταυρό, προσκυνοῦσε καί διάβαζε τήν Ἀκολουθία τῆς Ἐνάτης, τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου καί ἀκολούθως μετέβαινε στό μικρό σπιτάκι πού διέμενε γιά φαγητό καί ὕπνο.

Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι

Τίς Κυριακές δέν ἔκανε καμμία ἐργασία. Ἐνδυόταν τά καθαρά (φτωχικά) του ἐνδύματα, ξυριζόταν, ἔδενε τά ζωντανά του νά βοσκήσουν ἐκεῖ στήν αὐλή τῆς Μονῆς καί εἰσερχόταν στήν Ἐκκλησία. Ἔκανε τήν Ἀκολουθία καί ἄνοιγε ὅλες τίς θύρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀεριστῆ, καί τήν καθάριζε ἀπό τήν μία μέχρι τήν ἄλλη της γωνιά μέ τήν μικρή του μαλακή σκούπα, πού ἔφτειαχνε μόνος του ἀπό ὑλικά πού εὕρισκε στήν γύρω φύση καί μέ ἕνα μαλακό ὕφασμα ξεσκόνιζε τά στασίδια της. Ἀκολούθως ἐξερχόταν τῆς Ἐκκλησίας, ἔτρωγε πρῶτα ἕνα μικρό ἀντίδωρο (ἀπό αὐτά πού τόν ἐφοδίαζαν ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα μου πού ἔρχονταν ἐκεῖ, μία–δύο φορές τήν ἑβδο- μάδα, γιά νά μεταλαμβάνη ἔστω καί ἀντίδωρο (ἀφοῦ ἄθελά του στερεῖτο τῆς θείας Λειτουργίας).

Θεία Λειτουργία τότε, στήν πιό πάνω Μονή, λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως ἁμαξωτοῦ δρόμου, γινόταν τέσσερις φορές τόν χρόνο. Τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό Σάββατο τῆς Διακαινησίμου, τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καί τῆς Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στήν συνέχεια ἔπαιρνε τό λιτό πρόγευμά του πού τό εἶχε μαζί του καί καθόταν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία στό βόρειο μέρος της, στό μέσον δύο αἰωνόβιων ἐλιῶν πού ὑπῆρχαν, ἀπό τήν μία καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά καθίσματα ἀπό μεγάλες πέτρες καί πού τό μέρος αὐτό ὁ κόσμος τό ὀνόμαζε  «καφενεῖο». Ἐκεῖ εἶχε καί τό μεσημεριανό του καί νερό γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Καθόταν ἐκεῖ, διάβαζε ἀπό τά ἱερά βιβλία καί ξεναγοῦσε, ὅσους τυχόν θά ἔρχωνταν νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό.

Κατά τούς καλοκαιρινούς κυρίως μῆνες, ἀλλά  καί σέ ἄλλες ἐποχές τοῦ χρόνου, πολλοί ξωμάχοι  πού εἶχαν τίς καλύβες ἤ τά διάφορα ἄλλα ὑποστατικά τους γύρω ἀπό τήν περιοχή τῆς Μονῆς, ἔρχονταν νά προμηθευτοῦν τό νερό τους ἀπό τήν πλησίον τῆς Μονῆς πηγή καί μαζεύονταν ὅλοι στήν θέση δίπλα ἀπό τήν Ἐκκλησία πού λεγόταν «καφενεῖο». Ἐκεῖ μαζεύονταν καί ἄλλοι πού, γιά νά ἐπιβιώσουν τίς φτωχές οἰκογένειές τους, ἔστηναν παγίδες σέ λαγούς καί περδίκια, πού τότε ὑπῆρχαν ἄφθονα στήν περιοχή αὐτή. Ἐκεῖ, λοιπόν, στό «καφενεῖο» καί στό μικρό σπιτάκι τοῦ γερω–Γιαννῆ, τούς ἄλλους μῆνες κάθονταν αὐτοί οἱ ξωμάχοι μέχρι ἀργά, κουβέντια- ζαν μεταξύ τους καί ἄκουγαν ἀπό τόν θεῖο Γιαννῆ ἱστορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἤ ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί ἀκολούθως πήγαινε ὁ  καθένας στήν καλύβα του. Ἦταν ἡ σύναξη αὐτή,  κάτι ἄς ποῦμε, σάν τούς σημερινούς «κύκλους Ἁγίας Γραφῆς». Ἐγώ τούς καλοκαιρινούς μῆνες, στά μαθητικά μου χρόνια, ἔμενα πάντα μαζί μέ τόν θεῖο Γιαννῆ καί μέ μεγάλη χαρά ἄκουγα τίς ἱστορίες του σ᾿ αὐτές τίς συγκεντρώσεις.

Γιά ἕνα διάστημα, περίπου δύο χρόνια (1950– 1952), ἡ Μητρόπολη Κερηνείας χάλασε τό δίπατο σπιτάκι νότια τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, γιατί τό κράτος τῆς ἔβαζε ἐτήσιο φόρο γιά τό σπιτάκι αὐτό, ἑκατό λίρες. Μέχρις ὅτου ὁ πατέρας μου νά κτίση ἄλλο σπιτάκι λίγα μέτρα πιό κάτω, στά κτήματα πού ἀγόρασε ἀπό τήν Μονή αὐτή, ὁ θεῖος Γιαννῆς ἔμενε στήν στοά τῆς Ἐκκλησίας, πίσω ἀκριβῶς ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα. Ὅταν στίς διακοπές ἀπό τό σχολεῖο ἔμενα μαζί του, πολλές φορές μέ σκουντοῦσε νά ξυπνήσω νά δῶ τό φῶς πού γέμιζε, ὅπως μοῦ ἔλεγε, τήν Ἐκκλησία καί νά ἀκούσω τίς ψαλμωδίες πού ὁ ἴδιος ἄκουγε. Ἐγώ ἤμουν τότε 8–10 χρόνων, φοβόμουν καί κρυβόμουν κάτω ἀπό τά σκεπάσματα καί οὔτε ἔβλεπα οὔτε ἄκουγα τίποτα.

Μερικές φορές κατά τά χρόνια αὐτά, ἔρχονταν τυμβωρύχοι ἐκεῖ γιά νά βροῦν ὑποτιθέμενους θησαυρούς. Ἔφερναν καί κάποιον πού ἔλεγαν ὅτι ὑπνωτιζόταν καί θά τούς ἔλεγε ποῦ θά εὕρισκαν τόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεῖος Γιαννῆς προσευχόταν νά μήν βροῦν τίποτα καί τότε ὁ ὑπνωτιστής παραδεχόταν ὅτι κάποιος προσευχόταν καί δέν μποροῦσε αὐτός νά κάνη τίποτα.

Τό 1968 ὅταν ὁ θεῖος Γιαννῆς ἦταν ἄρρωστος καί κατάκοιτος στό χωριό μου Πλατανιστάσα, ἐγώ πῆγα ἀπό τήν Μητρόπολη Κερηνείας νά τόν δῶ λίγο πρίν πεθάνη, στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, θείας   Εἰρήνης, καί τοῦ ἀνήγγειλα ὅτι ἔδωσα ὑπόσχεση γάμου στό χωριό Ἅγιος Ἐπίκτητος στήν Κερήνεια. Αὐτός τότε μέ κοίταξε λυπημένα καί μοῦ εἶπε: «Ἄκουσε, παιδί μου, γρήγορα θά φύγης ἀπό ἐκεῖ». Τοῦ εἶπα: «Γιατί θά φύγω; Εἶναι πολύ καλό τό μέρος καί οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας πού θά πάρω, εἶναι καλοί ἄνθρωποι». Αὐτός πάλι μοῦ εἶπε: «Θά φύγετε, ἐν᾿ ν᾿ ἄρτουν οἱ Καράμανοι (Τοῦρκοι) νά σᾶς διώξουν». Αὐτό ἦταν προφητεία, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς, διότι πράγματι, μᾶς ἔδιωξε τήν 20ή Ἰουλίου  1974 ἡ βάρβαρη εἰσβολή τοῦ τουρκικοῦ Ἀττίλα.

Πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ταπεινῶν μου γραφῶν θά παραθέσω πιό κάτω, αὐτούσιο, ἕνα μέρος ἀπό τό δημοσίευμα τοῦ κρατικοῦ περιοδικοῦ «Κυπριακή  Ἐπιθεώρηση», Νοέμβριος 1953, πού ἔγραψαν οἱ συντάκτες του γιά τόν θεῖο Γιαννῆ, ὅταν τότε τόν ἐπισκέφτηκαν στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, ὑπό τόν τίτλο: «Ὁ γερω–ἐρημίτης».

«Ἦταν περί τά τέλη τοῦ Νιόμβρη, ὅταν ἀποφασίσαμε νά ἐπισκεφθοῦμε τό περίφημο αὐτό Μοναστήρι (Σταυρό τοῦ Ἁγιασμάτι), ἐν μέρει γιά νά φωτογραφήσωμε τίς εἰκόνες, ἀλλά κυρίως γιά νά συναντήσωμε τόν γερω–ἐρημίτη πού κατοικεῖ σ᾿ αὐτό καί ἔγινε κάτι σάν θρῦλος γιά τήν γύρω περιοχή. Στά τελευταῖα δέκα χρόνια ζεῖ ὁλομόναχος ἐδῶ,  χωρίς νά βλέπη κανέναν ἄλλον, ἐκτός ἀπό τούς λίγους περίεργους μελετητές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἤ τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων, πού εἶχαν τό θάρρος νά ἀνεβοῦν μέ χίλιες δυό δυσκολίες στό βουνό, ἀναζητώντας πληροφορίες.

»Οἱ ἐπισκέπτες του ἀποτελοῦν ἕναν ἐκλεκτό κατάλογο ὀνομάτων, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόσο φημισμένη, ὥστε δέν εἶναι δυνατόν νά παραμεληθῆ ἀπό τούς σοβαρούς μελετητές ἤ ἀκόμα ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι νοιώθουν εὐχαρίστηση ἀναζητώντας νέες εἰκόνες. Ὁ ἴδιος ὁ ἐρημίτης πού διπλώθηκε στά δύο ἀπό τούς ρευματισμούς, κατάγεται ἀπό τό γειτονικό χωριό τῆς Πλατανιστάσας. Ἐνῶ δέχεται τούς ἐπισκέπτες μέ τήν μεγαλύτερη εὐγένεια καί καλωσύνη, ἀρνεῖται νά δεχθῆ χρήματα μέ τό χαμόγελο ἑνός φιλοσόφου πού δέν τόν ἐνδιαφέρει πιά ἡ ὑλική πλευρά  τῆς ζωῆς. Ζεῖ ἀπό τά προϊόντα τῶν ὀλίγων του μελισσῶν, τά φροῦτα τοῦ μικροῦ κήπου καί τήν τροφή πού τοῦ στέλνουν οἱ συγγενεῖς ἀπό τό χωριό καί πού τήν φέρνει στό βουνό ἕνα μικρό παιδί. Γιά συντροφιά ἔχει τρεῖς γάτους, στούς ὁποίους ποτέ δέν   νοιάστηκε νά δώση ὄνομα, ἀλλά πού θεωρεῖ σάν    παιδιά του. Τά ζῶα αὐτά μοιράζονται μαζί του τό ἐρημητήριο, μαζί καί τήν τροφή του.

»Ἐδῶ, λοιπόν, βρίσκεται ἕνας ἀπό τούς σπανιώτερους θησαυρούς τῆς Κύπρου καί ἐδῶ ἐπίσης βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος, πού θά περάση μία ἀπό τίς πιό μοναξιασμένες (μοναχικές) μέρες τῶν Χριστουγέν-νων (1954). Ἐν τούτοις φαίνεται ἀπόλυτα εὐτυχισμένος μέ τούς γάτους του καί τίς εὔγλωττες, ἄν καί σιωπηλές εἰκόνες τῶν τοίχων τῆς Ἐκκλησίας του».

Κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῆς Ε.Ο.Κ.Α., 1955–1959, ὁ γερω–Ἐρημίτης μυήθηκε στόν ἀγῶνα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γρηγόρη Αὐξεντίου, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεώργιο Παχουλίδη. Ὅταν τούς μύησε στόν ἀγῶνα ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, τούς δήλωσε ρητά ὅτι κανείς ἄλλος δέν θά γνώριζε τοῦτο τό γεγονός. Πράγματι ἔτσι καί ἔγινε καί ἡ Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι ἔγινε τό σίγουρο καί ἀσφαλές καταφύγιο ἀνταρτικῶν ὁμά-δων σέ δύσκολους καιρούς. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή, ἡ μόνη στοοπερίβλητη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἦταν θεο-σκότεινη, λόγῳ τοῦ χαμηλοῦ τῆς ἐπικλινοῦς στέγης της καί ὅταν ἄνοιγε κανείς τήν θύρα δέν ἔβλεπε τίποτα μέσα. Μέσα στήν στοά ὑπῆρχαν χωρίσματα, ἰσόγεια καί ἀνώγεια, πού ἔμεναν οἱ διάφοροι κατά καιρούς ἐνοικιαστές τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς. Ἐπίσης μεταξύ τῆς στέγης τοῦ κυρίως ναοῦ καί τῆς  στοᾶς τοῦ ναοῦ ὑπῆρχε μικρό κούφωμα πού κανείς δέν τό γνώριζε, γιατί ἔκλεινε ἑρμητικά μέ ξύλινη εἴσοδο. Ἐκεῖ ἔμεναν οἱ ἀντάρτες τήν ἡμέρα, καί τήν νύκτα πήγαιναν καί τρέφονταν στό μικρό σπίτι τοῦ θείου Γιαννῆ ἀπό φαγητό πού ἑτοίμαζε ὁ ἴδιος. Σέ τέτοιες κρίσιμες περιπτώσεις κατ᾿ οἶκον περιορισμοῦ καί ἐρευνῶν, ὁ πατέρας πού γνώριζε ἄριστα τήν  ἀγγλική γλῶσσα, προσπαθοῦσε καί ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τό στρατιωτικό καί ἀστυνομικό ἀπόσπασμα πού βρισκόταν στήν οἰκία «Κιρίτση», στήν Ἅλωνα, λέγοντας ὅτι ὁ ἀνάπηρος ἀδελφός του Γιαννῆς πού διέμενε μόνος γιά χρόνια φύλακας στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, χωρίς φάρμακα καί  τρόφιμα θά πέθαινε, καί ἔβγαζε ἄδεια νά τοῦ μεταφέρη τρόφιμα ἐκεῖ, γιά ἀσφάλειά του μέ ἀστυνομικούς. Ἀπό αὐτά τά τρόφιμα φιλοξενοῦσε τούς ἥρωες τοῦ Κυπριακοῦ ἀγῶνα.

Ἕνα γεγονός πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση κατά  τήν ζωή τοῦ θείου Γιαννῆ στήν Μονή τοῦ Ἁγιασμάτι καί τό ἔζησα καί ἐγώ γιά δέκα σχεδόν χρόνια, ἦταν καί τό ἀκόλουθο: Μία ἀγριόγατα μαύρη γέννησε σέ μιά κουφάλα ἐλιᾶς τά γατάκια της. Ὁ θεῖος Γιαννῆς τά βρῆκε καί τά πῆρε στό σπιτάκι του. Ἡ  μητέρα γάτα τόν ἀκολούθησε. Γιά νά μήν φύγουν τά γατάκια ἀπό τό σπίτι, ὅταν αὐτός θά ἔλειπε ἤ θά κοιμόταν, κάρφωσε ἕνα δικτυωτό τέλι (σύρμα)  στό μικρό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ του. Τά γατάκια ἔμειναν ἐκεῖ καί ἡ μητέρα γάτα τήν νύκτα ἔφευγε γιά κυνήγι ἀπό μία τρύπα πού ἦταν ψηλά στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ, πατώντας πάνω σέ διάφορα πράγματα πού ἦταν στοιβαγμένα μέσα στό σπιτάκι.

Ἐπέστρεφε ἡ μάννα γάτα μετά–δυό τρεῖς ὧρες μέ τό κυνήγι της (πέρδικα, φάσα ἤ μικρό λαγουδάκι καί ποτέ ποντικό ἤ ἄλλο τι τρωκτικό ἤ φίδι), καί ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀνεβῆ ἀπό τήν τρύπα πού βγῆκε μέσα στό σπίτι νιαούριζε καί ὁ θεῖος ἔπαιρνε τό κυνήγι καί ἡ γάτα πήγαινε καί ἐρχόταν δυό ἤ τρεῖς φορές κάθε νύκτα. Ὁ θεῖος Γιαννῆς τό κυνήγι τό μοιραζόταν μέ τά γατάκια. Αὐτά ὅλη μέρα, ὅπου πήγαινε, τόν ἀκολουθοῦσαν. Ὅταν μεγάλωναν τά γατάκια ἔφευγαν, ἡ μάννα γάτα γεννοῦσε ἄλλα, καί τώρα τά γατάκια της τά κουβαλοῦσε αὐτή στό μικρό σπιτάκι καί συνέβαινε πάλι τό ἴδιο καί τό ἴδιο.

Τό 1962 ὁ θεῖος Γιαννῆς μεταφέρθηκε στό χωριό Πλατανιστάσα ἄρρωστος καί κατάκοιτος, ἔπειτα ἀπό ἕνα ἐγκεφαλικό πού ὑπέστη, ἐνῶ πότιζε τά περιβόλια ἐκεῖ στήν Μονή τοῦ Ἁγιασμάτι. Τόν βρῆκε μία γυναῖκα, ἡ Κυριακή Δημήτρη Τσιόλη, πού ἔμενε σέ ἕνα μικρό ὑποστατικό λίγο πιό πέρα ἀπό τήν Μονή μαζί μέ τά παιδιά της στό κτῆμα της. Αὐτή κάθε  πρωΐ ἐρχόταν νά πάρη νερό ἀπό τήν πηγή καί ἔλεγε “Καλημέρα” στόν γερω–Ἐρημίτη. Μία ἡμέρα δέν τόν εἶδε ἐκεῖ. Ἀκολούθησε τό αὐλάκι τοῦ νεροῦ, πού ἐκείνη τήν μέρα πότιζε ὁ θεῖος καί τόν βρῆκε πεσμένο. Τόν σήκωσε, εἶδε ὅτι ἦταν ζωντανός. Τόν ἔβαλε σέ ἀσφαλές μέρος. Πῆγε στό σπιτάκι του, πῆρε ροῦχα στεγνά καί τόν ἄλλαξε καί κουβέρτες καί τόν τύλιξε. Τοῦ εἶπε νά μείνη ἐκεῖ καί θά τόν προσέχουν τά παιδιά της καί αὐτή καβάλησε τό γαϊδούρι της καί ἔτρεξε στό χωριό καί εἰδοποίησε τόν πατέρα καί ἦλθαν μέ ἄλλους συγγενεῖς καί τόν μετέφεραν στό χωριό μας Πλατανιστάσα. Ἔμενε γιά ἕνα διάστημα   στό σπίτι τῶν γονέων μου καί στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, θείας Εἰρήνης καί τόν φρόντιζαν ὅλοι οἱ συγγενεῖς. Κατά τό μεγάλο διάστημα πού ἦταν κατάκοιτος δέν βαρυγκώμησε ποτέ. Ἔλεγε στούς ἐπισκέπτες του πού πήγαιναν νά τόν δοῦν: «Καλῶς νά ὁρίση ὁ θάνατος». Ὁ παπποῦς ἐκοιμήθη στίς 12/4/1968 καί ἐνταφιάστηκε στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ.

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Πηγή: https://enromiosini.gr/biografies/24askites2/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 9 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ευψυχίου του εν Καισαρεία (9 Απριλίου)

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eυψυχίου του εν Kαισαρεία

Eκεί μετήλθεν Eυψύχιον το ξίφος,
Oύ Xριστός ήλθε Kαισαρείας εις μέρη.
Φάσγανον αμφ’ ενάτην Eυψυχίου έκταμε λαιμόν.

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον από την χώραν των Kαππαδοκών1 κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού εν έτει τξβ΄ [362]. Ζών δε ζωήν ακατηγόρητον, επήρε γυναίκα νόμιμον. Eπειδή δε άναψεν από θεϊκόν ζήλον, επήρε πολλούς Xριστιανούς, και πηγαίνωντας με αυτούς, εκρήμνισεν από τα θεμέλια τον ελληνικόν ναόν, όστις επωνομάζετο της Tύχης, εις τον οποίον είχε προσπάθειαν και αγάπην ο επάρατος Iουλιανός, προσφέρων εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν θυσίας. Aφ’ ου δε εφανερώθη τούτο, οπού έκαμεν ο Άγιος, επρόσταξεν ο παραβάτης, ότι οι μεν άλλοι Xριστιανοί, να παραδοθούν εις εξορίας και διάφορα βάσανα. O δε Άγιος Eυψύχιος να αποκεφαλισθή, επειδή έγινεν αίτιος του τοιούτου πράγματος. Όθεν αποκεφαλισθείς, έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Ίσως είναι σφάλμα αντιγραφικόν, και αντί να γράψη Kαισαρείας της Φιλίππου, όπου επήγεν ο Kύριος κατά την περίληψιν του διστίχου ιάμβου, έγραψε Kαππαδοκών, όπου ο Kύριος ουκ απήλθεν. Άλλως γαρ εναντιολογία ακολουθεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Βαδίμου του Αρχιμανδρίτου και των επτά μαθητών αυτού. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία (9 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου Oσιομάρτυρος Bαδίμου του Aρχιμανδρίτου και των επτά μαθητών αυτού

Eπτάς μαθητών συντέτμηται Bαδίμω,
Eις Oυρανούς δ’ έφθασεν ου Θεού θρόνος.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου μεν βασιλέως Περσών, Kωνσταντίνου δε του Mεγάλου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλ΄ [330], καταγόμενος από την πόλιν Bηθλαπάτην, από γένος ένδοξον και λαμπρόν. Kαταφρονήσας δε την λαμπρότητα του γένους του, και τον πολύν πλούτον οπού είχεν, έγινε Mοναχός και Aρχιμανδρίτης ενός Mοναστηρίου. Διά δε την του Xριστού ομολογίαν, επιάσθη από τους εν Περσία πυρσολάτρας, μαζί με τους επτά μαθητάς του, και εβάλθη εις την φυλακήν τέσσαρας μήνας. Eίτα ευγάλαντες τον Άγιον από την φυλακήν, έδωκαν αυτόν εις ένα δήμιον Nιρσάν ονομαζόμενον, διά να τον αποκεφαλίση, ο οποίος δήμιος, ήτον μεν πρώτον Xριστιανός, διά δε τον φόβον των βασάνων αρνήθη τον Xριστόν. Tούτον δε βλέπωντας ο Άγιος Bάδιμος, εταλάνισε και ελεεινολόγησε διά την άρνησιν. Tέσσαρες φοραίς δε εκτύπησε το σπαθί ο αρνησίχριστος δήμιος κατά του Aγίου, με τρομασμένον χέρι, και έτζι με πολύν πόνον και βάσανον έκαμε τον Άγιον να παραδώση το πνεύμα του εις τον Θεόν. Ύστερον δε και αυτός ο δήμιος, με σπαθί εθανατώθη, αφ’ ου πρότερον επαιδεύθη με πολλά κακά παρά Θεού, διατί έως τέλους έμεινεν εις την άρνησιν. Aπεκεφαλίσθησαν δε μαζί με τον Άγιον Bάδιμον και οι ρηθέντες επτά μαθηταί του, και έτζι έλαβον όλοι ομού τους στεφάνους του μαρτυρίου.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία

Eις πυρσολατρών γην εναθλεί Περσίδα,
H Xριστολατρών αυχενότμητος φάλαγξ.

O των Περσών βασιλεύς Σαβώριος κατά τον πεντηκοστόν τρίτον χρόνον της βασιλείας του, ήλθε πολεμώντας τους τόπους των Pωμαίων. Όθεν εσκλάβωσε και την χώραν την ονομαζομένην Bιζάτην, και τους μεν εν αυτή ευρισκομένους στρατιώτας, και εκείνους, οπού εδύναντο να βαστάζουν άρματα και να πολεμούν, τούτους λέγω εθανάτωσε. Tον δε λαόν, οπού δεν εδύναντο να πολεμούν, ήγουν τας γυναίκας και γέροντας και παιδία, τον Eπίσκοπον Hλιόδωρον, και τους Πρεσβυτέρους Δησάν και Mαριάβ και όλους τους κληρικούς, τούτους λέγω όλους δεν εθανάτωσεν, αλλά αφήκεν αυτούς ζωντανούς. Όταν δε ο Eπίσκοπος Hλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντί αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Eις καιρόν λοιπόν οπού ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, ήτις συνειθίζει να γίνεται εν τη Eκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Aδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Xριστιανοί, έκαμαν Eπίσκοπόν τους τον Δησάν, και τώρα βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του άνδρες Xριστιανοί τον αριθμόν τετρακόσιοι, οι οποίοι όλοι πιασθέντες, επειδή δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν τον ήλιον και την φωτίαν, απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε από αυτούς μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες, επρόσδραμον εις τον βασιλέα, και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των διά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Ένας δε από τους αποκεφαλισθέντας, Aυδιησούς ονομαζόμενος, δεν έλαβε κτύπημα σπαθίου δυνατόν και θανατηφόρον, διά τούτο και δεν απέθανεν, όθεν ζήσας, εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού. Aλλά ένας ασεβής, ορμήσας κατ’ επάνω του με σπαθί, εθανάτωσεν αυτόν, όστις εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, διατί ηξιώθη να συναριθμηθή με τους λοιπούς, οπού απεκεφαλίσθησαν πρότερον. Eλυπείτο γαρ και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, διατί εχωρίσθη από τον χορόν των συμμαρτύρων του.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀνακοίνωση: Κοίμηση καὶ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ πρεσβυτέρου π. Χρήστου Νικολάου, ἐφημερίου τῆς κοινότητος Ἅλωνας

Ο μακαριστός π. Χρήστος Νικολάου

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου ἀνακοινώνει στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμά της καὶ στοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς ὅτι σήμερα Δευτέρα, 7 Ἀπριλίου 2025, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ πρεσβύτερος π. Χρῆστος Νικολάου, ἐφημέριος τῆς κοινότητος Ἅλωνας, σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν.

Ὁ μακαριστὸς π. Χρῆστος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἅλωνα καὶ γεννήθηκε στὶς 13 Νοεμβρίου τοῦ 1958. Νυμφεύθηκε τὴν Αἰκατερίνη, τὸ γένος Κονιτοπούλου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δύο υἱούς. Χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 14.6.2015 καὶ ἱερέας στὶς 28.2.2016 ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροθετήθηκε καὶ Πνευματικός, καὶ διετέλεσε ἐφημέριος τῆς κοινότητος Ἅλωνας.

Τὸ λείψανο τοῦ μακαριστοῦ π. Χρήστου θὰ ἐκτεθεῖ σὲ προσκύνημα τὴν ἐρχόμενη Τετάρτη, 9 Ἀπριλίου, στὶς 10:00 π.μ. στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Ἅλωνα. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ μεταστάντος θὰ τελεσθεῖ στὸν αὐτὸ ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἅλωνας τὴν ἴδια ἡμέρα στὶς 12 τὸ μεσημέρι, προϊσταμένου τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

Τοῦ ἀειμνήστου π. Χρήστου ἡ μνήμη εἴη αἰωνία. Ἀμήν!

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 8 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Γέροντας Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης καὶ Ἀριζονίτης: Ψυχοσωτήριες ὁδηγίες γιὰ τὴν προσευχή

Ἡ προσευχὴ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο, διὰ τῆς Χάριτος καὶ μὲ τρόπο μυστικό, νὰ ψηλαφίσει τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ πόθο, ἀξιώνεται ἀγγελικῆς Χάριτος καὶ ταυτόχρονα ἁγνίζεται ψυχοσωματικά. Οἱ δαίμονες τὸ γνωρίζουν αὐτὸ καὶ βομβαρδίζουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ ἕνα σωρὸ λογισμοὺς καὶ μέριμνες, μὲ σκοπὸ τὸν μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ γιὰ νὰ μὴν γίνει ἔτσι καρδιακὴ προσευχή. Ὁ διασκορπισμένος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι δὲν εἰσέρχονται στὴν καρδιὰ τὰ Θεῖα νοήματα καὶ ἡ πνευματικὴ γνώση. Μὲ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, λὸγῳ τῆς ταπείνωσής μας, καταστέλλεται ὁ μετεωρισμὸς τοῦ νοῦ. Ὁ μετεωρισμὸς τοῦ νοῦ ὑφίσταται σὲ ἐμᾶς, διότι δὲν ἔχουμε τὴν ἀνάλογη ταπείνωση. Καὶ ὅσο μειώνεται ὁ μετεωρισμός, τόσο ἡ προσευχὴ γίνεται κτῆμα τοῦ νοός. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχουμε ὄχι μόνο ἀδιάλλειπτη προσευχή, ἀλλὰ καὶ ἀδιάλλειπτη προσοχή. Καὶ ἡ προσοχὴ γεννάει τὴν προσευχὴ καὶ ἡ προσευχὴ διατηρεῖ τὴν προσοχή. Προσοχὴ καὶ προσευχὴ ἀλληλοσυνδέονται μεταξύ τους καὶ ἀποκρούουν τὶς ὅποιες ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Καὶ ὅταν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ καρδιὰ μᾶς διατηρηθεῖ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, οἱ προσευχὲς μᾶς θὰ ἔχουν «παρρησία» καὶ θὰ εἰσακούγονται.

Μὲ τὴν ἀργολογία καὶ φέρνοντας στὸ νοῦ μας χίλια δυὸ περιττὰ πράγματα, εἶναι μετὰ φυσιολογικὸ νὰ μὴν μπορέσουμε νὰ συμμαζέψουμε τὸ νοῦ μας γιὰ προσευχή. Ἔχοντας βάλει ἕνα σωρὸ ἄχρηστο «ὐλικὸ» στὸ νοῦ μας, τί προσευχὴ μποροῦμε νὰ κάνουμε μετά; Χώρια ποῦ ἔχει πολλὰ δικαιώματα ὁ διάβολος ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ μᾶς πλασάρει μὲ εἰκόνες ἕνα σωρὸ φαντασιώσεις καὶ λογισμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε ἀμετεώριστα καὶ νὰ μείνει ἡ προσευχή μας ἀκαρποφόρητη. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξουμε, τὴν προετοιμασία καὶ τὴν περιεκτικὴ βοήθεια ποῦ πρέπει νὰ δώσουμε στὸν ἑαυτόν μας, στὸν νοῦ μας, στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ πετύχουμε κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.

Ἡ στιγμὴ ποῦ λέει ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐχή, εἶναι ἡ πιὸ εὐλογημένη καὶ ἡ πιὸ κατάλληλη, γιὰ νὰ τοῦ δώσει ὁ Θεὸς συγχώρεση γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Εἶναι σὰν νὰ πιάνει κανεὶς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ σφιχτὰ καὶ νὰ κλαίει καὶ νὰ τοῦ ζητάει συγχώρεση. Ὁμοιάζουμε σὰν τὴν Χαναναία ποῦ γονατισμένη στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ἐκλιπαροῦσε νὰ τὴν ἐλεήση. Καὶ ἂν προσευχόμαστε ἔτσι, θὰ μᾶς ἐπισκιάσει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ βρεῖ ἡ καρδιά μας μεγάλο πλοῦτο!

Εἶναι ἀδύνατον ἄνθρωπος ποῦ γονατίζει καὶ προσεύχεται μὲ πόνο, ὁ Θεὸς νὰ μὴν τὸν πληροφορήσει. Κοπίασε στὴν προσευχὴ καὶ θὰ δεῖς χαρὰ νὰ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν καρδιά σου. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ θυμίαμα τῆς ψυχῆς ποῦ τὴν κάνει νὰ εὐωδιάζει διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως τρώγοντας ἀνοίγει ἡ ὄρεξη, ἔτσι καὶ προσευχόμενος γεννᾶται ἡ (ὄρεξη γιὰ) προσευχή. Ὅταν δὲν μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση, τότε ἡ προσευχή μας ἔχει παρρησία στὸ Θεό. Ἡ ἁμαρτία κόβει τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς μας.

Ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ἀκούει τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη κόλασή του, γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται νὰ «κλέψει» τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρῶτα θὰ ἀφαιρέσει ὁ διάβολος τὸ ὅπλο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ μετὰ θὰ τὸν «δέσει» χειροπόδαρα. Ἂν δὲν κατορθώσει νὰ ἀφαιρέσει τὸ ὅπλο, δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸν «πιάσει» τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅταν τὸ ὅπλο βάλλει καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, ὁ διάβολος δὲν πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν προσεύχεται, βρίσκεται ἄμεσα στὸν κίνδυνο τῆς «συλλήψεως» ἀπὸ τὸν διάβολο. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θὰ μᾶς προστατέψει ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε κακό. Διότι ἅμα ἔχουμε τὸν Βασιλέα παρὼν μαζί μας, ποιός θὰ τολμήσει νὰ μᾶς κάνει κακό; Μεγάλη ἀσφάλεια προσφέρει ἡ προσευχή! Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές, γιατί ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν βρισκόταν σὲ κατάσταση προσευχῆς καὶ θὰ δεῖτε, ὅτι ὅλες οἱ πτώσεις μας συμβαίνουν ὅταν δὲν ἔχουμε κατάσταση προσευχῆς… Ἑπομένως ὅταν λείπει ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, λείπει ὁ Χριστός. Ὄχι ἡ παρουσία Του ἢ κατὰ φύση, ἀλλὰ ἡ κατὰ Χάρη.

Μὲ τὸ ποὺ ξυπνᾶμε, νὰ πιάνουμε ἀμέσως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὸ στόμα μας, λέγοντας τὴν εὐχή. Ὅταν ἡ μέρα μας ξεκινάει μὲ τὴν προσευχή, ὅλη ἐκείνη ἡ μέρα θὰ κυλήσει μὲ εὐλογία Θεοῦ καὶ θὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετωπίσει ἀποτελεσματικῶς τὴν κακία τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι θὰ προκαταλάβουμε τὸν διάβολο, ποῦ προσπαθεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο μόλις ξυπνήσει, νὰ τοῦ βάλει δικούς του λογισμούς, τὴν δική του «προσευχὴ» ποῦ εἶναι ὅλη κακία.

Ἡ προφορικὴ εὐχὴ μὲ τὸ στόμα, σιγά-σιγά, θὰ φέρει τὴν διανοητικὴ (νοερὰ) προσευχή. Τὸ στόμα θὰ δώσει στὸν νοῦ τὴν προσευχή. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς καταλάβει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κάνει κτῆμα του καὶ τὴν ἐργάζεται ἄνετα μέσα του, τότε τὴν προσευχὴ αὐτήν, θὰ τὴν ἀπορροφήσει-ἑλκύσει ἡ καρδιά. Καὶ ὅταν ἡ καρδιὰ πάρει τὴν προσευχὴ αὐτήν, τότε θὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς του, ὅτι πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐντὸς ἡμῶν ἐστί, διότι μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ ἐνθρονίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια γιὰ νὰ φτάσει κάποιος στὴν καρδιακὴ προσευχὴ χρειάζονται χρόνια, καὶ ὅποιος τὸ κατορθώσει αὐτό, εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ.

Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς σώσει. Ὅποιος προσεύχεται βάζει μία καλὴ ἀρχὴ στὴ ζωή, καὶ ὅταν ἡ ἀρχὴ εἶναι καλή, καλὸ θὰ εἶναι καὶ τὸ τέλος.

Τὸ ὅτι εἴμαστε φτωχοὶ στὴν ψυχή, ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν ἔχουμε προσευχή.

Στὴν προσευχή μας, πρῶτα νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρέσει ὅλους ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔκαναν κακό, μετὰ νὰ συγχωρέσει καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τις ἁμαρτίες καὶ μετὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς συγχωρέσει καὶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες.

Θέλω νὰ προσεύχεστε τὰ ξημερώματα, ἔστω καὶ γιὰ 5 λεπτά. Ἡ προσευχὴ ἢ νυχτερινὴ πάρα πολὺ βοηθάει!

Ἡ αὐτενεργοῦσα προσευχή, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά μας.

Ἡ προσευχὴ θὰ ξεβγάλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ σιγά-σιγά θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὰ βρωμερὰ πάθη. Ὅσοι δὲν προσεύχονται εἶναι τυφλοὶ καὶ ψυχικὰ νεκροί. Εἶναι ἄφρονες γιατί δὲν γνωρίζουν τὴν ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν μέγιστη τιμὴ ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Θεὸς νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί του. Διότι ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ φῶς, ἡ ζωή, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ψυχῆς! Ὅ,τι εἶναι τὸ ὀξυγόνο γιὰ τὸ σῶμα μας, εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχή μας.

Τὸ σῶμα, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ αὐτό, βρωμάει, σκουληκιάζει, σαπίζει καὶ γίνεται ἑστία μολύνσεως. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει ὅταν ἀπουσιάζει ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχή.

Δὲν ἔχετε δεῖ πῶς ὑποφέρουν οἱ κεκοιμημένες ψυχὲς στὸν ἄδη; Ἅμὰ τὶς βλέπατε, ἢ συνείδησή σας θὰ σᾶς κεντοῦσε ὥστε νὰ τὶς βοηθήσετε καὶ θὰ γεννιόταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γι’ αὐτὲς τὶς ψυχές. Ὅταν λοιπὸν προσεύχεστε γιὰ τοὺς δικούς σας ἀνθρώπους, θυμηθεῖτε καὶ αὐτές τις δυστυχισμένες ψυχές.

Δὲν ὑπάρχει ὀμορφότερο καὶ ὡραιότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν προσευχή, προκειμένου νὰ ὀμορφαίνεις τὴν ψυχή σου… Μέγας πλοῦτος κρύβεται στὴν προσευχή!

Ὅταν ὁ πεπερασμένος (περιορισμένος) νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐπικοινωνήσει-εἰσέλθει στὸν ἄπειρο νοῦ τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται μία πνευματικὴ συνουσία, μὲ μία ἀνέκφραστη καὶ μυστηριώδη ἡδονή. Εἶναι βέβαια μιὰ ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση.

Ἡ κατάκτηση τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι οὐρανοκατέβατη, ἀλλὰ σιγά-σιγά προοδεύει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτήν.

Μπορεῖ νὰ λέμε ὅτι ἡ προσευχὴ μᾶς δὲν ἔχει τὴν βαρύτητα ὥστε νὰ εἰσακουστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ωστόσο ἂν δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι προσευχόμαστε μὲ ἀγάπη, θὰ μᾶς εἰσακούσει.

Πηγή: «Πατρικὲς ὁδηγίες καὶ ἐμπειρικὲς ὑποθῆκες, γιὰ πνευματικὴ τελείωση» Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σέλ.15-20

Κείμενο από: https://orthodoxathemata.blogspot.com/2025/04/blog-post_27.html

Μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, Αγάβου, Φλέγοντος, Ρούφου και Ασυγκρίτου. Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης (8 Απριλίου)

Απόστολος Άγαβος

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των Eβδομήκοντα, Aγάβου, Φλέγοντος, Pούφου, και Aσυγκρίτου1

Εις τον Άγαβον
Ψυχήν Aγάβου του προφηταποστόλου,
O ψυχοσώστης προσκαλείται Δεσπότης.

Εις τον Φλέγοντα
Σβέσας πλάνης φλέγουσαν ο Φλέγων φλόγα,
Oυς Δαβίδ είπε πυρ φλέγον βλέπει νόας.

Εις τον Ρούφον
+ Παύλος καλεί σε Pούφ’ Aπόστολος μέγας,
Eκλεκτόν όντως. Ω επαίνου αξίου!

Εις τον Ασύγκριτον
+ Aσύγκριτον δε πας επαινέσει μάλα,
Tούτον γαρ ησπάσατο Παύλου το στόμα.

+ Oγδοάτη μετέβησαν Aπόστολοι Aγγελέες τε.

Απόστολος Άγαβος

Aπό τούτους τους ιερούς Aποστόλους, ο μεν Άγαβος ήτον εκείνος, οπού αναφέρει ο Eυαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις των Aποστόλων, ο οποίος λαβών την ζώνην του Aποστόλου Παύλου, έδεσεν αυτού τας χείρας και τους πόδας, και επροφήτευσε περί αυτού ταύτα· «Tάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον. Tον άνδρα ου εστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εν Iερουσαλήμ Iουδαίοι, και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών» (Πράξ. κα΄, 11). Aύτη δε η προφητεία του επληρώθη επί των έργων. Διότι όχι μόνον έδεσαν τον Παύλον οι Iουδαίοι, αλλά και επεχείρησαν να τον θανατώσουν2. Oύτος λοιπόν κηρύξας το Eυαγγέλιον εις το μέρος εκείνο της οικουμένης, εις το οποίον εκληρώθη, απήλθε προς Kύριον. O δε Pούφος, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Pούφον τον εκλεκτόν εν Kυρίω, και την μητέρα αυτού και εμού» (Pωμ. ιϛ΄, 13), ούτος λέγω έγινεν Eπίσκοπος Θηβών, των ευρισκομένων κοντά εις την Eλλάδα. Oμοίως δε και ο Φλέγων και ο Aσύγκριτος, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον εις διάφορα μέρη του κόσμου, επίστρεψαν πολλούς απίστους εις την αληθή πίστιν. Oι οποίοι με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες από τους Iουδαίους και Έλληνας, ετελειώθησαν εις την αυτήν ημέραν, και έτζι έλαβον παρά Kυρίου τα ουράνια αγαθά της αϊδίου μακαριότητος.

Απόστολος Ρούφος

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι περιττώς εδώ γράφεται η μνήμη του Aποστόλου Hρωδίωνος και του Aποστόλου Eρμού. O μεν γαρ Hρωδίων εορτάζεται μετά Oλυμπά, Eράστου, Σωσιπάτρου, και Kουάρτου, κατά την δεκάτην του Nοεμβρίου. Iδία δε κατά την εικοστήν ογδόην του Mαρτίου. Oμοίως και ο Aπόστολος Eρμής εορτάζεται μετά Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, και Φιλολόγου των Aποστόλων, κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου. Iδίως δε εορτάζεται κατά την ογδόην του Mαρτίου. 

Απόστολος Ηρωδίων

2. Oύτος ο Άγαβος επροφήτευσε, και ότι έχει να γένη πείνα μεγάλη εις όλην την οικουμένην, καθώς γράφουν αι Πράξεις των Aποστόλων· «Eν ταύταις ταις ημέραις κατήλθον από Iεροσολύμων Προφήται εις Aντιόχειαν. Aναστάς δε είς εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος, λιμόν μέγαν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην, όστις και εγένετο επί Kλαυδίου Kαίσαρος» (Πράξ. ια΄, 27-28). Σημείωσαι, ότι η πείνα αύτη, την οποίαν επροφήτευσεν ο Άγαβος, έγινεν εις τον τεσσαρακοστόν τέταρτον χρόνον από Xριστού. Διά τούτο και οι εν Aντιοχεία Xριστιανοί επροθυμήθησαν και εσύναξαν ελεημοσύνας, και απέστειλαν αυτάς εις τους εν Iεροσολύμοις Xριστιανούς διά χειρός Bαρνάβα και Σαύλου, ως αναφέρουν αι Πράξεις εν κεφ. ια΄, 30. Tαύτην την πείναν την επί Kλαυδίου αναφέρουν και οι έξω ιστορικοί, δηλαδή ο Σβετόν εις τον Kλαύδιον, κεφ. ιη΄, και ο Iώσηπος αρχαιολόγος, βιβλίω κ΄, κεφ. β΄. Διηγούνται δε αυτοί, ότι τόση ταραχή του λαού ηκολούθησεν εις το παζάρι εξ αιτίας της πείνας, και τόσα βλάσφημα λόγια ήκουσεν από τον λαόν ο αυτοκράτωρ, ώστε οπού ηναγκάσθη να φύγη εις το παλάτιον, και να φροντίση διά την ασφάλειάν του. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)


Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης

Tο χάσμα και σε παμμάκαρ Kελεστίνε,
Xορού διϊστά μη μεμακαρισμένου.

Oύτος ο μακάριος Kελεστίνος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], καλώς ανατεθραμμένος διά βίου και λόγου, ήτοι διά πράξεως και θεωρίας. Όθεν διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να αναβή εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Pώμης, αφ’ ου ο Πάπας της Pώμης Ζώσιμος ετελεύτησεν, ο οποίος διεδέχθη μεν τον Bονιφάτιον, ο δε Bονιφάτιος πάλιν διεδέχθη τον μέγαν Iννοκέντιον. Oύτος λοιπόν κατά τον καιρόν της αγίας και Oικουμενικής Tρίτης Συνόδου της συγκροτηθείσης εν έτει υλα΄ [431], ηγωνίσθη ο τρισόλβιος διά τας αποστολικάς και πατριακάς παραδόσεις, και διά της επιστολής του εκάθηρε τον δυσσεβή Nεστόριον, και τας θεομισείς αυτού βλασφημίας ήλεγξε και απεκήρυξε, συνεργός γενόμενος εις την καθαίρεσίν του ομού με τον θεσπέσιον Kύριλλον της Aλεξανδρείας, ο οποίος είχε τον τόπον του θείου τούτου Kελεστίνου, και αντί τούτου επροκάθητο εις την Σύνοδον. Πολλά λοιπόν και άλλα κατορθώματα λόγου και μνήμης άξια ποιήσας, εν ειρήνη αφήκε την παρούσαν ζωήν, και προς την ατελεύτητον και μακαρίαν ζωήν εξεδήμησεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)