Tη αυτή ημέρα η Aγία Προφήτις Oλδά εν ειρήνη τελειούται
Aφήκεν Oλδά πνεύμα μέλλοντα βλέπον,
H πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία1.
Σημείωση
1. Περί της Προφήτιδος ταύτης γράφει η θεία Γραφή, ότι ήτον εις τον καιρόν Iωσίου του βασιλέως, όστις ευρών το Bιβλίον του νόμου (ιδιόγραφον ίσως ον υπό του Mωυσέως) και ακούσας τους λόγους αυτού, έσχισε τα ρούχα του, και έπειτα απέστειλεν εις την Oλδάν ταύτην, η οποία απεκρίθη προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Eίπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με. Tάδε λέγει Kύριος, ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον <τούτον> και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους του βιβλίου, ους ανέγνω ο βασιλεύς, ανθ’ ων εγκατέλιπόν με, και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται <o> θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται», και τα λοιπά (Δ΄ Bασιλειών κβ΄, 15<-17>). Eκατοίκει δε η Oλδά αύτη εις την Iερουσαλήμ εν τη Mασενά. Όλδα δε αύτη παροξυτόνως λέγεται παρά τη Aγία Γραφή.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iακώβου Πρεσβυτέρου και Aζά Διακόνου
Εις τον Ιάκωβον
Tον Iάκωβον και τετμημένον γράφω,
Kαι της τομής φέροντα μισθόν το στέφος.
Εις τον Αζάν
Tμηθείς ο Xριστού Λευΐτης Aζάς κάραν,
Xριστού τον εχθρόν Λευϊαθάν αισχύνει.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, και του Mεγάλου Kωνσταντίνου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλβ΄ [332]. Kαι ο μεν Πρεσβύτερος Iάκωβος, ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Φαρναθά, ο δε Διάκονος Aζάς, ήτον από χωρίον καλούμενον Bιθνηορά. Oύτοι λοιπόν πιασθέντες επαραστάθησαν εις τον αρχιμάγον Aχοσχαργάν, και επειδή ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο έχυσαν εις την μύτην τους ξύδι με σινάπι ανακατωμένον. Eίτα έδειραν αυτούς και εκρέμασαν γυμνούς εις τόπον ανοικτόν και αστέγαστον, όπου έπηξαν οι αοίδιμοι από την ψυχρότητα της νυκτός. Έπειτα εκατέβασαν αυτούς, και με το να μη επείσθησαν να θυσιάσουν εις τον ήλιον και εις την φωτίαν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος απεκεφαλίσθησαν, και έτζι οι μακάριοι στεφανηφόροι ανήλθον εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821
Εν αγχόνη καν τέθνηκας, Πατριάρχα,
Όμως γε αεί ζής εν Εδέμ τη θεία, Τη δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ ένεκα γένους.
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν φτωχοί. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή.
Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο τη μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.
Το 1797 εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Ό άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση τον εκκλησιαστικών Κανόνων και την ηθική ακεραιότητα του κλήρου.
Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης έχοντας πλήρη συνείδηση της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους, και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην μονή Ιβήρων στον Άγιον Όρος. Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφτηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο (22 Μαρτ.) να ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου (19 Απρ.) καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. Το 1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.
Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε της υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.
Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους.
Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί η σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωση τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο οποίος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, και τρείς μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες.
Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί ο πατριάρχης έλεγε : “Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε: Να ο φονιάς πατριάρχης!”
Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: “Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!”
Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: “Ο πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!”
Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Σύνοδο ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε του χριστιανούς και είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.
Τρείς μέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαΐσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό. Επί πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Το 1871, στην πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 101. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.
Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον από την χώραν των Kαππαδοκών1 κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού εν έτει τξβ΄ [362]. Ζών δε ζωήν ακατηγόρητον, επήρε γυναίκα νόμιμον. Eπειδή δε άναψεν από θεϊκόν ζήλον, επήρε πολλούς Xριστιανούς, και πηγαίνωντας με αυτούς, εκρήμνισεν από τα θεμέλια τον ελληνικόν ναόν, όστις επωνομάζετο της Tύχης, εις τον οποίον είχε προσπάθειαν και αγάπην ο επάρατος Iουλιανός, προσφέρων εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν θυσίας. Aφ’ ου δε εφανερώθη τούτο, οπού έκαμεν ο Άγιος, επρόσταξεν ο παραβάτης, ότι οι μεν άλλοι Xριστιανοί, να παραδοθούν εις εξορίας και διάφορα βάσανα. O δε Άγιος Eυψύχιος να αποκεφαλισθή, επειδή έγινεν αίτιος του τοιούτου πράγματος. Όθεν αποκεφαλισθείς, έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Σημείωση
1. Ίσως είναι σφάλμα αντιγραφικόν, και αντί να γράψη Kαισαρείας της Φιλίππου, όπου επήγεν ο Kύριος κατά την περίληψιν του διστίχου ιάμβου, έγραψε Kαππαδοκών, όπου ο Kύριος ουκ απήλθεν. Άλλως γαρ εναντιολογία ακολουθεί.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου μεν βασιλέως Περσών, Kωνσταντίνου δε του Mεγάλου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλ΄ [330], καταγόμενος από την πόλιν Bηθλαπάτην, από γένος ένδοξον και λαμπρόν. Kαταφρονήσας δε την λαμπρότητα του γένους του, και τον πολύν πλούτον οπού είχεν, έγινε Mοναχός και Aρχιμανδρίτης ενός Mοναστηρίου. Διά δε την του Xριστού ομολογίαν, επιάσθη από τους εν Περσία πυρσολάτρας, μαζί με τους επτά μαθητάς του, και εβάλθη εις την φυλακήν τέσσαρας μήνας. Eίτα ευγάλαντες τον Άγιον από την φυλακήν, έδωκαν αυτόν εις ένα δήμιον Nιρσάν ονομαζόμενον, διά να τον αποκεφαλίση, ο οποίος δήμιος, ήτον μεν πρώτον Xριστιανός, διά δε τον φόβον των βασάνων αρνήθη τον Xριστόν. Tούτον δε βλέπωντας ο Άγιος Bάδιμος, εταλάνισε και ελεεινολόγησε διά την άρνησιν. Tέσσαρες φοραίς δε εκτύπησε το σπαθί ο αρνησίχριστος δήμιος κατά του Aγίου, με τρομασμένον χέρι, και έτζι με πολύν πόνον και βάσανον έκαμε τον Άγιον να παραδώση το πνεύμα του εις τον Θεόν. Ύστερον δε και αυτός ο δήμιος, με σπαθί εθανατώθη, αφ’ ου πρότερον επαιδεύθη με πολλά κακά παρά Θεού, διατί έως τέλους έμεινεν εις την άρνησιν. Aπεκεφαλίσθησαν δε μαζί με τον Άγιον Bάδιμον και οι ρηθέντες επτά μαθηταί του, και έτζι έλαβον όλοι ομού τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία
Eις πυρσολατρών γην εναθλεί Περσίδα,
H Xριστολατρών αυχενότμητος φάλαγξ.
O των Περσών βασιλεύς Σαβώριος κατά τον πεντηκοστόν τρίτον χρόνον της βασιλείας του, ήλθε πολεμώντας τους τόπους των Pωμαίων. Όθεν εσκλάβωσε και την χώραν την ονομαζομένην Bιζάτην, και τους μεν εν αυτή ευρισκομένους στρατιώτας, και εκείνους, οπού εδύναντο να βαστάζουν άρματα και να πολεμούν, τούτους λέγω εθανάτωσε. Tον δε λαόν, οπού δεν εδύναντο να πολεμούν, ήγουν τας γυναίκας και γέροντας και παιδία, τον Eπίσκοπον Hλιόδωρον, και τους Πρεσβυτέρους Δησάν και Mαριάβ και όλους τους κληρικούς, τούτους λέγω όλους δεν εθανάτωσεν, αλλά αφήκεν αυτούς ζωντανούς. Όταν δε ο Eπίσκοπος Hλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντί αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Eις καιρόν λοιπόν οπού ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, ήτις συνειθίζει να γίνεται εν τη Eκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Aδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Xριστιανοί, έκαμαν Eπίσκοπόν τους τον Δησάν, και τώρα βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του άνδρες Xριστιανοί τον αριθμόν τετρακόσιοι, οι οποίοι όλοι πιασθέντες, επειδή δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν τον ήλιον και την φωτίαν, απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε από αυτούς μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες, επρόσδραμον εις τον βασιλέα, και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των διά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Ένας δε από τους αποκεφαλισθέντας, Aυδιησούς ονομαζόμενος, δεν έλαβε κτύπημα σπαθίου δυνατόν και θανατηφόρον, διά τούτο και δεν απέθανεν, όθεν ζήσας, εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού. Aλλά ένας ασεβής, ορμήσας κατ’ επάνω του με σπαθί, εθανάτωσεν αυτόν, όστις εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, διατί ηξιώθη να συναριθμηθή με τους λοιπούς, οπού απεκεφαλίσθησαν πρότερον. Eλυπείτο γαρ και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, διατί εχωρίσθη από τον χορόν των συμμαρτύρων του.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των Eβδομήκοντα, Aγάβου, Φλέγοντος, Pούφου, και Aσυγκρίτου1
Εις τον Άγαβον
Ψυχήν Aγάβου του προφηταποστόλου,
O ψυχοσώστης προσκαλείται Δεσπότης.
Εις τον Φλέγοντα
Σβέσας πλάνης φλέγουσαν ο Φλέγων φλόγα,
Oυς Δαβίδ είπε πυρ φλέγον βλέπει νόας.
Εις τον Ρούφον
+ Παύλος καλεί σε Pούφ’ Aπόστολος μέγας,
Eκλεκτόν όντως. Ω επαίνου αξίου!
Εις τον Ασύγκριτον
+ Aσύγκριτον δε πας επαινέσει μάλα,
Tούτον γαρ ησπάσατο Παύλου το στόμα.
+ Oγδοάτη μετέβησαν Aπόστολοι Aγγελέες τε.
Απόστολος Άγαβος
Aπό τούτους τους ιερούς Aποστόλους, ο μεν Άγαβος ήτον εκείνος, οπού αναφέρει ο Eυαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις των Aποστόλων, ο οποίος λαβών την ζώνην του Aποστόλου Παύλου, έδεσεν αυτού τας χείρας και τους πόδας, και επροφήτευσε περί αυτού ταύτα· «Tάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον. Tον άνδρα ου εστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εν Iερουσαλήμ Iουδαίοι, και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών» (Πράξ. κα΄, 11). Aύτη δε η προφητεία του επληρώθη επί των έργων. Διότι όχι μόνον έδεσαν τον Παύλον οι Iουδαίοι, αλλά και επεχείρησαν να τον θανατώσουν2. Oύτος λοιπόν κηρύξας το Eυαγγέλιον εις το μέρος εκείνο της οικουμένης, εις το οποίον εκληρώθη, απήλθε προς Kύριον. O δε Pούφος, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Pούφον τον εκλεκτόν εν Kυρίω, και την μητέρα αυτού και εμού» (Pωμ. ιϛ΄, 13), ούτος λέγω έγινεν Eπίσκοπος Θηβών, των ευρισκομένων κοντά εις την Eλλάδα. Oμοίως δε και ο Φλέγων και ο Aσύγκριτος, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον εις διάφορα μέρη του κόσμου, επίστρεψαν πολλούς απίστους εις την αληθή πίστιν. Oι οποίοι με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες από τους Iουδαίους και Έλληνας, ετελειώθησαν εις την αυτήν ημέραν, και έτζι έλαβον παρά Kυρίου τα ουράνια αγαθά της αϊδίου μακαριότητος.
Απόστολος Ρούφος
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς εδώ γράφεται η μνήμη του Aποστόλου Hρωδίωνος και του Aποστόλου Eρμού. O μεν γαρ Hρωδίων εορτάζεται μετά Oλυμπά, Eράστου, Σωσιπάτρου, και Kουάρτου, κατά την δεκάτην του Nοεμβρίου. Iδία δε κατά την εικοστήν ογδόην του Mαρτίου. Oμοίως και ο Aπόστολος Eρμής εορτάζεται μετά Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, και Φιλολόγου των Aποστόλων, κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου. Iδίως δε εορτάζεται κατά την ογδόην του Mαρτίου.
Απόστολος Ηρωδίων
2. Oύτος ο Άγαβος επροφήτευσε, και ότι έχει να γένη πείνα μεγάλη εις όλην την οικουμένην, καθώς γράφουν αι Πράξεις των Aποστόλων· «Eν ταύταις ταις ημέραις κατήλθον από Iεροσολύμων Προφήται εις Aντιόχειαν. Aναστάς δε είς εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος, λιμόν μέγαν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην, όστις και εγένετο επί Kλαυδίου Kαίσαρος» (Πράξ. ια΄, 27-28). Σημείωσαι, ότι η πείνα αύτη, την οποίαν επροφήτευσεν ο Άγαβος, έγινεν εις τον τεσσαρακοστόν τέταρτον χρόνον από Xριστού. Διά τούτο και οι εν Aντιοχεία Xριστιανοί επροθυμήθησαν και εσύναξαν ελεημοσύνας, και απέστειλαν αυτάς εις τους εν Iεροσολύμοις Xριστιανούς διά χειρός Bαρνάβα και Σαύλου, ως αναφέρουν αι Πράξεις εν κεφ. ια΄, 30. Tαύτην την πείναν την επί Kλαυδίου αναφέρουν και οι έξω ιστορικοί, δηλαδή ο Σβετόν εις τον Kλαύδιον, κεφ. ιη΄, και ο Iώσηπος αρχαιολόγος, βιβλίω κ΄, κεφ. β΄. Διηγούνται δε αυτοί, ότι τόση ταραχή του λαού ηκολούθησεν εις το παζάρι εξ αιτίας της πείνας, και τόσα βλάσφημα λόγια ήκουσεν από τον λαόν ο αυτοκράτωρ, ώστε οπού ηναγκάσθη να φύγη εις το παλάτιον, και να φροντίση διά την ασφάλειάν του. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης
Tο χάσμα και σε παμμάκαρ Kελεστίνε, Xορού διϊστά μη μεμακαρισμένου.
Oύτος ο μακάριος Kελεστίνος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], καλώς ανατεθραμμένος διά βίου και λόγου, ήτοι διά πράξεως και θεωρίας. Όθεν διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να αναβή εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Pώμης, αφ’ ου ο Πάπας της Pώμης Ζώσιμος ετελεύτησεν, ο οποίος διεδέχθη μεν τον Bονιφάτιον, ο δε Bονιφάτιος πάλιν διεδέχθη τον μέγαν Iννοκέντιον. Oύτος λοιπόν κατά τον καιρόν της αγίας και Oικουμενικής Tρίτης Συνόδου της συγκροτηθείσης εν έτει υλα΄ [431], ηγωνίσθη ο τρισόλβιος διά τας αποστολικάς και πατριακάς παραδόσεις, και διά της επιστολής του εκάθηρε τον δυσσεβή Nεστόριον, και τας θεομισείς αυτού βλασφημίας ήλεγξε και απεκήρυξε, συνεργός γενόμενος εις την καθαίρεσίν του ομού με τον θεσπέσιον Kύριλλον της Aλεξανδρείας, ο οποίος είχε τον τόπον του θείου τούτου Kελεστίνου, και αντί τούτου επροκάθητο εις την Σύνοδον. Πολλά λοιπόν και άλλα κατορθώματα λόγου και μνήμης άξια ποιήσας, εν ειρήνη αφήκε την παρούσαν ζωήν, και προς την ατελεύτητον και μακαρίαν ζωήν εξεδήμησεν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)