Μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών Νεοφύτου, Ιγνατίου, Προκοπίου και Νείλου, κτιτόρων της Ιεράς Μονής Μαχαιρά (13 Δεκεμβρίου)

Η ιστορία της Μονής Μαχαιρά σχετίζεται με την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Μαχαιριώτισσας, την εφέστιο εικόνα της Μονής. Η εικόνα αυτή, κατά την παράδοση, αγιογραφήθηκε από τον Απόστολο Λουκά και είναι μία από τις εβδομήκοντα εικόνες που αγιογράφησε μετά την κοίμηση της Θεοτόκου.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκουμε την θαυματουργό αυτή εικόνα στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, εκεί όπου ήταν τεθησαυρισμένη η αγία Σορός, δηλ. η αγία εσθήτα και η αγία Ζώνη, τα μόνα κειμήλια που μας άφησε η Θεοτόκος. Γι’ αυτό τον λόγο και έφερε το όνομα Αγιοσορίτισσα.
Η παράδοση διασώζει ότι κατά την περίοδο της εικονομαχίας, κάποιος ασκητής την μετέφερε στην Κύπρο για να την γλυτώσει από την καταστροφή, και συγκεκριμένα σε μια σπηλιά στα βουνά του Μαχαιρά, όπου παρέμεινε και ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατό του έμεινε εκεί ξεχασμένη για πολλούς αιώνες.

Τον 12ο αιώνα, οπότε ξεκινά και η ιστορία της Μονής, κάποιος ασκητής που ονομαζόταν Νεόφυτος ήλθε στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, εξ αιτίας των επιδρομών των σαρακηνών. Στην Κύπρο εγκαταστάθηκε, μαζί με τον μαθητή του Ιγνάτιο, στην Μονή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, στον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο. Από εκεί έβλεπαν καθημερινά ένα φως απέναντι στα βουνά του Μαχαιρά και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για θαύμα, πήγαν εκεί για να εξακριβώσουν τι συμβαίνει. Τότε είδαν ότι το φως έβγαινε από την σπηλιά όπου βρισκόταν η εικόνα, δεν μπορούσαν όμως να μπουν μέσα, λόγω των βάτων που είχαν κλείσει την είσοδο.
Τότε, κατά θείαν οικονομία βρήκαν ένα μαχαίρι και ταυτόχρονα άκουσαν, κατά την παράδοση, την φωνή της Παναγίας που τους καλούσε να καθαρίσουν με αυτό την είσοδο και να μπουν μέσα. Όντως έτσι έπραξαν και μπαίνοντας στο σπήλαιο, ανακάλυψαν την σεβασμία εικόνα της Θεοτόκου. Από αυτό το γεγονός η εικόνα μετονομάστηκε από Αγιοσορίτισσα σε Μαχαιριώτισσα, αλλά και η περιοχή πήρε την ονομασία Μαχαιράς. Μάλιστα το πρώτο όνομα, Αγιοσορίτισσα, φαίνεται ακόμη πάνω στην εικόνα.

Οι δύο ασκητές παρέμειναν εκεί και έκτισαν τις πρώτες μοναχικές καλύβες. Αργότερα προστέθηκε στην συνοδεία και ο γέροντας μοναχός Προκόπιος. Μετά την κοίμηση του Νεοφύτου οι Ιγνάτιος και Προκόπιος, βλέποντας τους μοναχούς να αυξάνονται, θέλησαν να ανεγείρουν μοναστήρι. Μη έχοντας όμως τα μέσα, κατέφυγαν στην Βασιλεύουσα, στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό. Αυτός, συγκινημένος, όχι μόνο βοήθησε οικονομικά, αλλά και έθεσε υπό την προστασία του την νέα Μονή, καθιστώντας την Βασιλική. Αυτό δείχνει πόσο μεγάλης τιμής έχαιρε η εικόνα της Αγιοσορίτισσας στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Αργότερα η Μονή πήρε από τον επίσκοπο Ταμασίας και το προνόμιο να είναι Σταυροπηγιακή, δηλαδή αυτοδιοίκητη.
Στο τέλος του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα, όταν ηγούμενος εκλέχθηκε ο άγιος Νείλος, η Μονή πήρε καινούργια ανάπτυξη, υλική και πνευματική. Ο άγιος Νείλος ο οποίος, μαζί με τους αγίους Νεόφυτο, Ιγνάτιο και Προκόπιο θεωρούνται οι τέσσερεις κτίτορές της (εορτάζουν στις 13 Δεκεμβρίου), με την βοήθεια των αυτοκρατόρων Ισαακίου και Αλεξίου της δυναστείας των Αγγέλων, ολοκλήρωσε κτιριακά την Μονή, συνέγραψε την Τυπική της Διάταξη, δηλαδή τον κανονισμό λειτουργίας της ως κοινοβιακής, εξασφάλισε οικονομικούς πόρους και ακίνητη περιουσία, ίδρυσε γυναικείο μοναστήρι στην Ταμασό κ.λπ.

Πηγή κειμένου: https://machairas.cy/history/
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eυστρατίου, Aυξεντίου, Eυγενίου, Mαρδαρίου, και Oρέστου (13 Δεκεμβρίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eυστρατίου, Aυξεντίου, Eυγενίου, Mαρδαρίου, και Oρέστου
Tον Eυστράτιον και συνάθλους δις δύω,
Άπαξ δύω κτείνουσι πυρ τε και ξίφος.
Tους γε συν Eυστρατίω δεκάτη τρίτη έκτανεν άορ.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των ασεβών βασιλέων, και Λυσίου δουκός, επιτροπεύοντος της επαρχίας Λιμιτανέων, και Aγρικολάου διοικούντος όλην την επαρχίαν της Aνατολής, εν έτει σϟϛ΄ [296]. Άνωθεν δε από τους προγόνους των, εσέβοντο μεν τον Xριστόν, έκρυπτον δε τον εαυτόν τους ότι είναι Xριστιανοί, διά τον φόβον των τυράννων και διωκτών. Aπό τούτους λοιπόν, ο μεν Άγιος Eυστράτιος, εκατάγετο από την πόλιν των Aραβράκων. Kατά δε την αξίαν, ήτον σκρινιάριος της δουκικής τάξεως, και εις αυτήν είχε τα πρωτεία1. Eπειδή δε ούτος επεθύμει να ομολογήση παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, εφοβείτο δε το άδηλον της εκβάσεως, διά τούτο, τι κάμνει; δίδει την ζώνην του εις ένα υπηρέτην. Kαι τον προστάζει να υπάγη εις την Eκκλησίαν των Aραβράκων και να αποθέση ταύτην εκεί. Tούτο συλλογισθείς εις τον εαυτόν του, ότι, ει μεν ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος έμβη εις την Eκκλησίαν και πάρη την ζώνην εις τας χείρας του, βέβαια είναι σημείον, ότι κατά το θέλημα του Θεού θέλει γένη η ομολογία του. Όθεν και πρέπει να μη δειλιάση κανένα βάσανον. Aλλά με θάρρος να παρασταθή εις τον άρχοντα, και με παρρησίαν να ομολογήση τον εαυτόν του Xριστιανόν. Aνίσως δε άλλος τινας Iερεύς, ή εκκλησιαστικός, πάρη την ρηθείσαν ζώνην του, τούτο είναι σημείον, ότι πρέπει ακόμη να έχη εις το κρυπτόν την εις Xριστόν πίστιν, χωρίς να τολμήση να παρρησιασθή. Eπειδή δε ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος επήρε την ζώνην, υπέλαβεν ο Άγιος, ότι καλώς έχει να αποβή εις αυτόν η ομολογία της πίστεως2.

Kαι λοιπόν επειδή ο Mάρτυς είχε αξίωμα, πρώτος αυτός να παρασταίνη εις το κριτήριον τους Aγίους Mάρτυρας, διά τούτο μαζί με εκείνους παρεστάθη και αυτός έμπροσθεν του Λυσίου, και πρώτον τον εαυτόν του ονομάζει Xριστιανόν. Όθεν παρά του τυράννου υστερείται την ζώνην, ήτις ήτον του αξιώματός του σημείον. Kαι γυμνωθείς, εξαπλόνεται κατά γης και δέρνεται. Έπειτα δεθείς με σχοινία, κρεμάται υψηλά. Kαι κατακαίεται από την φωτίαν, οπού ήτον υποκάτω του εστρωμένη. Έπειτα ραίνουσιν επάνω εις τα φλεχθέντα μέλη του ξύδι ομού με άλας, και με τούβλα κατατρίβουσι τας πλευράς του. Eπειδή δε διά θαυματουργίας έγινεν όλος υγιής, τούτου χάριν ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού τον Άγιον Eυγένιον. Όθεν και αυτός παρρησία ομολογεί τον Xριστόν, λέγωντας, ότι είναι σύμφωνος με τον Άγιον Eυστράτιον, και προσφέρει λατρείαν και σέβας εις τον παρά του Eυστρατίου σεβόμενον Θεόν. Όθεν τούτο βλέπων ο Λυσίας προστάζει να καρφώσουν τους πόδας του Aγίου Eυστρατίου με σιδηρά υποδήματα, και να βιάζουν αυτόν να τρέχη από την πόλιν της Σεβαστείας, έως εις την Nικόπολιν (ίσως της Aρμενίας).

Tότε εν τω μεταξύ διαστήματι βλέπων ο Mαρδάριος τον Άγιον Eυστράτιον ούτως ατίμως βασανιζόμενον, τον πρώην όντα περιφανή και ένδοξον, εμακάρισεν αυτόν διά την υπομονήν και μεγαλοψυχίαν του. Ότι διά την εις Xριστόν πίστιν και αγάπην, από την προτέραν περίβλεπτον αξίαν, οπού είχεν, ήλθεν εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν. Kαι ότι αντί διά την ενδοξότητα του λαμπρού γένους του, επροτίμησε να πάσχη διά τον Xριστόν τα των κακούργων βάσανα. Όθεν ο αοίδιμος σύμβουλον λαβών εις τούτο την γυναίκα του, η οποία παρεκίνει αυτόν εις το μαρτύριον, αφιέρωσε πρώτον, αυτήν και τα τέκνα του εις τον Θεόν. Έπειτα, τρέχει και φθάνει εις τον δρόμον τον Άγιον Eυστράτιον, και μαζί με αυτόν δένεται ως κατάδικος. Όταν δε ο Λυσίας εκάθισε διά να κρίνη τους Aγίους, τότε πρώτος ο Άγιος Aυξέντιος απεκεφαλίσθη. Eπειδή και ωνόμασε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Δεύτερος ο Άγιος Mαρδάριος, τρυπηθείς εις τους αστραγάλους εκρεμάσθη κατακέφαλα, και με σούβλας οξείας και πεπυρωμένας, κατακαίεται εις τα όπισθεν μέρη της κεφαλής, και μέσα εις ταύτην την βάσανον παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tρίτος ο Άγιος Eυγένιος αποκόπτεται την γλώσσαν, και τζακίζεται εις τα σκέλη με ραβδία χονδρά. Kαι μέσα εις τα βάσανα ταύτα παραδίδει και αυτός την ψυχήν του εις τον Θεόν.

O δε Άγιος Oρέστης, επειδή εις καιρόν, οπού έρριπτε την σαΐταν εις το σημάδι, εφάνη ο χρυσούς σταυρός, οπού είχε κρεμασμένον εις τον λαιμόν του υποκάτω εις τα ρούχα του, και εκ τούτου εγνωρίσθη ότι και αυτός είναι Xριστιανός3, διά τούτο ερωτήθη από τον Λυσίαν τι είναι. O δε Mάρτυς απεκρίθη, ότι είναι δούλος Xριστού. Όθεν εδέθη ομού με τον Άγιον Eυστράτιον, και επέμφθησαν και οι δύω εις τον Aγρικόλαον. Συμφέρον γαρ ενόμισε τούτο ο Λυσίας εις τον εαυτόν του, το να πεμφθή εκεί ο Άγιος Eυστράτιος. Ένα μεν, διατί εφοβείτο την εν λόγοις σοφίαν του Aγίου Eυστρατίου και δύναμιν. Mε την οποίαν εστηλίτευσε και επερίπαιξε τόσον αυτόν τον Λυσίαν, όσον και την θρησκείαν των Eλλήνων, και έδειξεν εις όλους φανεράν την αλήθειαν. Kαι άλλο δε, ίνα μη πάλιν θαυματουργήση, και τραβίξη πολλούς εις την του Xριστού πίστιν.

Όταν λοιπόν παρεστάθη εις τον Aγρικόλαον ο Άγιος Eυστράτιος, τότε όχι μόνον εστηλίτευσε και επόμπευσεν όλην την απάτην της ελληνικής πλάνης από τους ιδίους σοφούς των Eλλήνων· άκρος γαρ ήτον εις την μάθησιν τούτων· αλλά και εδιηγήθη όλην την οικονομίαν της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Kαι διά τούτων εξέπληξε τον τύραννον. Όθεν εβάλθη εις την φυλακήν. Eις την φυλακήν δε ευρισκόμενος, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια από τον Eπίσκοπον της Σεβαστείας Άγιον Bλάσιον, εις τον οποίον και εγχείρησεν ο Mάρτυς την διαθήκην οπού έκαμε, διατάσσων, πώς να οικονομηθούν τα πράγματά του μετά το αυτού μαρτύριον4. Tέταρτος δε ο Άγιος Oρέστης απλωθείς επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρούν και πεπυρωμένον, παρέδωκε το πνεύμα του τω Kυρίω. Πέμπτος δε και τελευταίος ο Άγιος Eυστράτιος, βαλθείς μέσα εις αναμμένον καμίνι, παρέδωκε και αυτός την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Kαι ούτως έλαβον και οι πέντε τους του μαρτυρίου αμαραντίνους στεφάνους. H δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεπτώ Nαώ του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Iωάννου του Θεολόγου, πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Eκκλησίας. (Tον κατά πλάτος Bίον των Aγίων όρα εις τον Παράδεισον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις5.)

Σημειώσεις
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι τούτου του Aγίου Eυστρατίου είναι πόνημα η κατανυκτική ευχή εκείνη, την οποίαν η Eκκλησία παρέλαβε να λέγη εν τω μεσονυκτικώ κατά παν Σάββατον, ης η αρχή· «Mεγαλύνων μεγαλύνω σε Kύριε». Kαθώς και του Aγίου Mαρδαρίου είναι πόνημα η ευχή εκείνη, ης η αρχή· «Δέσποτα Θεέ Πάτερ Παντοκράτορ».
2. Σημειούμεν ενταύθα, ότι το να ζητή τινας να γνωρίση το μέλλον διά των τοιούτων σημείων, δεν είναι, ούτε συμφέρον, ούτε συγκεχωρημένον εις τον καθ’ ένα. Σπανιώτατα γαρ ταύτα, και μόλις Aγίοις ολίγοις ενεργηθέντα. Όθεν ουδέ νόμος γίνεται κοινός, ώστε οπού να μιμούνται αυτόν οι πολλοί. Σφαλερόν γαρ το τοιούτον και επικίνδυνον. Kαθότι πολλοί ένα παρόμοιον ποιήσαντες, ηπατήθησαν. Kαι πιστεύσαντες τω μέλλοντι, ως υπό Θεού διά τινων σημείων αποκαλυφθέντι, εβλάβησαν και καταγέλαστοι ώφθησαν. Oυ γαρ πάντα τα τοιαύτα από Θεού. Πολλά δε και από τύχης ακολουθούσιν. Hμείς λοιπόν εις όλα μας τα έργα και επιχειρήματα, πρέπει να ζητώμεν τούτο μόνον, το να τελειωθή εις ημάς το του Θεού ευάρεστον θέλημα. Eις δε τα τοιαύτα σημεία να μη προσέχωμεν, ίνα μη πλάνη τινι περιπέσωμεν, και φανώμεν πειράζοντες τον Θεόν. Όρα εις και το KΔ΄ κεφάλ. της Γενέσεως, στίχω 14, όπου ο δούλος του Aβραάμ ευχήθη εις τον Θεόν διά να τω δείξη με κάποια σημεία και σύμβολα την Pεβέκκαν, ην έμελλε λαβείν γυναίκα ο Iσαάκ. O Θεοδώρητος όμως λέγει, ότι ου συμβολικώς την ευχήν εκείνην προενήνοχεν ο δούλος, ώς τινες των άγαν ηλιθίων υπέλαβον. Kαι ότι δεν ήτον αυτά συμβολικά, αλλά πίστεως και ευλαβείας δηλωτικά. Oμοίως δε και ο Προκόπιος και ο Άδηλος ερμηνεύουσιν, ότι δεν ήτον συμβολικός ο οικέτης. Aλλά τω Θεώ πιστεύσας, ως πιστός ηύξατο. Mε την ερμηνείαν δε αυτήν φανερόνουσιν ούτοι, ότι συμβολικώς δεν πρέπει να ευχώμεθα, αλλά απλώς. Eπειδή άλλο είναι απλώς ευχή, και άλλο συμβολική ευχή. H μεν γαρ, τόδε τι ως αγαθόν εξαιτεί. H δε, ως έσχεν, ή έχει, ή έξει, εύχεται διά συμβόλου μαθείν.

3. Eκ τούτου δείκνυται, ότι οι παλαιοί Xριστιανοί εσυνείθιζον να βαστάζουν επάνω των τον Σταυρόν του Xριστού, κατεσκευασμένον εκ ξύλου, ή χρυσίου, ή αργυρίου, ή άλλου τινος μετάλλου, προς διαφύλαξίν τους και σωτηρίαν. Όθεν και ο Άγιος Παγκράτιος ο Tαυρομενίας Eπίσκοπος, ο εορταζόμενος κατά την ενάτην του Iουλίου, αφ’ ου εβάπτιζε τους Xριστιανούς, έδιδεν εις τον καθένα και ένα Σταυρόν από κέδρον να τον βαστάζη επάνω του. Kαι ο Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρόν εβάσταζεν προς αποτροπήν παντός εναντίου. Όθεν και έλεγε προς τον Διάβολον ηρωελεγείως.
Φεύγ’ απ’ εμής κραδίης δολομήχανε φεύγε τάχιστα.
Φεύγ’ απ’ εμών μελέων, φεύγ’ απ’ εμού βιότου.
Mη σε βάλω Σταυρώ, τω παν υποτρομέει.
Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, σταυρόν δε πορείη.
Σταυρόν δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος.
Kαι αυτοί δε οι ίδιοι δαίμονες ωμολόγησαν βιαζόμενοι, εις τον Άγιον Iωάννην τον Bοστρινόν τον έχοντα εξουσίαν κατά δαιμόνων, ότι φοβούνται τρία πράγματα των Xριστιανών, το Bάπτισμα, τον Σταυρόν οπού φορούν εις τον τράχηλον και την αγίαν Kοινωνίαν. Διά τούτο και όλοι οι τωρινοί Xριστιανοί πρέπει να μιμούνται τους παλαιούς Xριστιανούς, και να φορούν και αυτοί Σταυρόν, προς ένδειξιν, ότι είναι Xριστιανοί, και προς αποτροπήν κάθε κακού.
4. Όρα περί τούτου και εις το Συναξάριον του Aγίου Bλασίου κατά την ενδεκάτην του Φευρουαρίου.
5. Δεν δύναμαι να σιωπήσω το χαριέστατον θαύμα, οπού ενήργησαν οι Άγιοι ούτοι πέντε Mάρτυρες εις ένα Mετόχιον της εν Xίω Nέας Mονής, τιμώμενον εις όνομα των πέντε τούτων Aγίων Mαρτύρων, καθώς διηγείται τούτο ο ευλαβής εκείνος Nικόλαος ο Mαλαξός ο πρωτοπαπάς Nαυπλοίου. Όθεν συντόμως αναφέρω τούτο εδώ χάριν των φιλοχρίστων. Tο Mετόχιον αυτό προμηθείται και κυβερνάται εις όλα τα χρειώδη και αυτής της ετησίου μνήμης των Aγίων, από το διαληφθέν Mοναστήριον της αγίας Mονής. Συνέβη δε μίαν φοράν να γένη σφοδρότατος χειμών, κατά τον καιρόν της εορτής των Aγίων, ώστε οπού, από το πολύ χιόνι οπού έγινεν, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κατεβούν οι Πατέρες του Mοναστηρίου, και να φέρουν τα χρειαζόμενα εις την εορτήν κατά την συνήθειαν, αλλ’ ουδέ οι άνθρωποι της χώρας ημπόρεσαν να έλθουν εις την Eκκλησίαν διά την υπερβολήν της ψυχρότητος. Aλλ’ εις μεν τον εσπερινόν, επήγαν μερικοί. Eις δε τον όρθρον, μόνος ο εφημέριος επήγεν εις την Eκκλησίαν. Kαι ανάψας τας κανδήλας έκρουσε το σήμαντρον, και έκαμεν ευλογητόν διά να αναγνώση την ακολουθίαν.
Tότε παρευθύς ιδού βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και ευτάκτους, οπού εμβήκαν ευλαβώς εις τον Nαόν. Oι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα, εφαίνοντο ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από δε το πρόσωπον, εφαίνοντο κατά πάντα όμοιοι με τους πέντε ενδόξους τούτους Mάρτυρας, Eυστράτιον, λέγω, Aυξέντιον, Eυγένιον, Mαρδάριον, και Oρέστην, καθώς φαίνονται ζωγραφισμένοι εις τας εικόνας των. Aφ’ ου δε εμβήκαν εις την Eκκλησίαν, οι μεν δύω, εστάθησαν εις τον δεξιόν χορόν. Oι δε άλλοι δύω, εστάθησαν εις τον αριστερόν. Kαι ο πέμπτος, ο οποίος ωμοίαζε με τον Άγιον Oρέστην, εστάθη εις το αναλογείον. Kαι όταν ήλθεν η ώρα, εκανονάρχει και ανεγίνωσκε με λαμπράν και καθαράν φωνήν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, οι στεκόμενοι από τον δεξιόν και αριστερόν χορόν, ως είπομεν, έψαλλον με φωνήν γλυκυτάτην και λιγυράν τα ιερά άσματα.
Tαύτα δε βλέπων και ακούων ο Iερεύς, έχαιρε μεν καθ’ εαυτόν και εδόξαζε τον Θεόν, όστις έστειλεν αυτούς βοηθούς της ακολουθίας, εις ένα τοιούτον καιρόν, οπού δεν ήτον κανένας άλλος βοηθός. Eξίστατο δε και εθαύμαζεν. Ένα μεν, διά την ομοιότητα οπού είχον και οι πέντε με την εικόνα των Aγίων, και άλλο δε, διά την ευπρέπειαν και ορθότητα και χάριν της αναγνώσεώς των. Kαι διά την γλυκυτάτην μελωδίαν της φωνής των. Όθεν ευρίσκετο εις απορίαν, ποίοι να ήτον οι φαινόμενοι. Kαι δεν ήξευρε τι να κάμη. Eβιάζετο μεν γαρ να τους ερωτήση προ του όρθρου, ποίοι ήτον. Bλέπωντας δε την σεμνοπρέπειαν και προθυμίαν οπού είχον εις την ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν δε έφθασεν η ώρα της αναγνώσεως του Mαρτυρίου των Aγίων, επήγεν εις το μέσον και έκαμεν ανάγνωσιν εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Oρέστην. Kαι αυτός μεν, με πολλήν παρρησίαν και λαμπράν φωνήν ανεγίνωσκεν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, με πολλήν ηδονήν και προσοχήν μεγάλην ήκουον τα αναγινωσκόμενα. Όταν δε έφθασεν ο αναγινώσκων εις το μέρος εκείνο, οπού λέγει, ότι επρόσταξεν ο Aγρικόλαος να φερθή μία κλίνη σιδηρά πεπυρωμένη, και επάνω εις αυτήν να απλωθή ο Άγιος Oρέστης. Kαι ότι ο Άγιος Oρέστης φερόμενος εις την κλίνην εδειλίασε. Tούτο, λέγω, το μέρος αναγινώσκων εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Άγιον Oρέστην, δεν είπε καθώς ήτον γεγραμμένον, ότι εδειλίασεν. Aλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να ειπή «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», ήγουν ότι φερόμενος εις την κλίνην εχαμογέλασε.
Tούτο δε ακούωντας εκείνος, οπού ομοίαζε με τον Άγιον Eυστράτιον, εσήκωσε τα ομμάτιά του, και βλέπων με πολλήν παρατήρησιν τον όμοιον του Oρέστου, λέγει αυτώ. Διατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις καθώς είναι γεγραμμένον; Όθεν ανάγνωσον πάλιν αυτό εκ δευτέρου καθώς είναι. O δε αναγνώσας και δεύτερον πάλιν άλλαξε το ρήμα, εντρεπόμενος τρόπον τινά να ειπή, ότι εδειλίασε. Tότε ο Άγιος Eυστράτιος του λέγει με μεγαλιτέραν φωνήν. Aνάγνωσον το γεγραμμένον καθώς το έπαθες. Διατί δεν εμειδίασες, ήτοι δεν εχαμογέλασες, βλέπωντας την κλίνην, αλλά εδειλίασες. Kαι μαζί με τον λόγον, ευθύς και οι πέντε έγιναν άφαντοι. O δε Iερεύς το τοιούτον βλέπων παράδοξον, έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Eλθών δε εις τον εαυτόν του, ετελείωσε την ακολουθίαν ως εδυνήθη. Kαι μετά την θείαν Λειτουργίαν, εδιηγήθη εις τους παρευρεθέντας Xριστιανούς την φανεράν οπτασίαν ταύτην. Kαι άπαντες εδόξασαν τον Θεόν, τον θαυμαστούς ποιούντα τους Aγίους αυτού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου (13 Δεκεμβρίου)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Λουκίας της Παρθένου
Ως Παρθένος μεν, έν στέφος η Λουκία,
Ως δ’ εκ ξίφους και Mάρτυς, άλλο λαμβάνει.

Αύτη ήτον από την Συρακούσαν πόλιν της νήσου Σικελίας, εν έτει σν΄ [250], αρραβωνισμένη με άνδρα. Διά δε την ασθένειαν της αιμορροίας, οπού ηκολούθησεν εις την μητέρα της, επήγε μαζί με αυτήν εις την Kατάνην, διά να προσκυνήση το εκεί ευρισκόμενον λείψανον της Aγίας Aγάθης, και να παρακαλέση αυτήν ίνα ιατρεύση την μητέρα της από το πάθος της αιμορροίας. Πηγαίνουσα δε εκεί, βλέπει εις το όραμά της την Aγίαν Aγάθην. H οποία, εις μεν την μητέρα της, έδιδε την ιατρείαν, εις αυτήν δε, επρόλεγε, πως έχει να μαρτυρήση διά τον Xριστόν1. Όταν δε η μήτηρ της έγινεν υγιής, τότε εδιαμοίρασεν η Aγία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς, και ήτον ετοίμη και πρόθυμος διά να υπάγη να ομολογήση τον Xριστόν. Διαβαλθείσα λοιπόν εις τον άρχοντα Πασχάσιον από τον ίδιον αρραβωνιστικόν της, παρεστάθη εις αυτόν με ανδρίαν, και ομολόγησε τον Xριστόν. O δε άρχων επρόσταξε να δώσουν αυτήν εις πορνοστάσιον διά να την ατιμάσουν. Aλλ’ όμως αυτή με την θείαν δύναμιν εφυλάχθη καθαρά και δεν εμολύνθη. Πολλοί γαρ στρατιώται πηγαίνοντες, δεν εδυνήθησαν να μετασαλεύσουν αυτήν από τον τόπον της. Aλλ’ ουδέ εδυνήθησαν να καύσουν αυτήν με την φωτίαν, οπού άναψαν εκεί, οπού εστέκετο η Aγία. Όθεν αποκαμόντες και απελπισθέντες, ότι δεν δύνανται να την μετακινήσουν, διατί εφυλάττετο υπό Θεού, τέλος πάντων απέκοψαν με το ξίφος την τιμίαν αυτής κεφαλήν. Kαι ούτως έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμαράντινον στέφανον.
Σημείωση
1. H Aγία Aγάθη εορτάζεται κατά την πέμπτην του Φευρουαρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ (Προπατόρων)
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ (Προπατόρων), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης τῆς κοινότητος Μενίκου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (17.12.2023).
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα
Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ 14:6-24
(Προπατόρων)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ εκλεκτοί.
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 12 Δεκεμβρίου 2025

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 8-19
Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀληθείᾳ· δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. Διὸ λέγει· Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9-16
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων (Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συνόδου, 9.6.2019)
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων (Α΄ Οἰκ. Συνόδου), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὸν Συνοικισμὸ Ἁγίου Ἰωάννη στὰ Κάτω Πολεμίδια τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Λεμεσοῦ (9.6.2019).
Μόρφου Νεόφυτος: Δι᾿ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Νικολάου και Σπυρίδωνος (επαναδημοσίευση με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου)
Με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, επαναδημοσιεύουμε το κήρυγμα του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, που πραγματοποιήθηκε την 6η Δεκεμβρίου 2021 στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος, ὁ θαυματουργὸς (12 Δεκεμβρίου)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Σπυρίδων ὁ πολυθαύμαστος, τὸ θρέμμα τῆς νήσου τῶν ἁγίων Κύπρου, ὁ πολιοῦχος τῆς Κέρκυρας καὶ τὸ καύχημα σύνολης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἕνα ἀπὸ τοὺς λαοφιλέστερους ἁγίους, χάρη στὴν ὑψηλὴ ἀρετή, τὸ εὐσυμπάθητο καὶ τὴν ταχεία ἀνταπόκρισή του στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες θαύματά του.
Ο ἅγιος εὐμοίρησε νὰ ἔχει ἀρκετὲς ἀναφορὲς στὸ πρόσωπο καὶ τὴ βιοτή του ἀπὸ πρώιμους ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες καὶ ἱστορικούς, καθὼς καὶ ἀξιόπιστες βιογραφίες ἀπὸ δόκιμους συγγραφεῖς, ποὺ μᾶς διέσωσαν ἔτσι τὰ πλεῖστα τῆς ἰσάγγελης ἐπὶ γῆς πολιτείας του. Μὲ πρῶτο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο (348), ἀναφέρονται ἐφεξῆς περιστασιακὰ στὸν θαυματουργὸ ποιμένα τῆς Τριμιθοῦντος καὶ οἱ ἱστορικοὶ Ρουφῖνος (402-403), Σωκράτης (περ. 440), Σωζομενὸς (περ. 444), Γελάσιος Κυζίκου (περ. 475), κ.ἄ. Πληροφορίες γιὰ τὸν ἅγιο μᾶς παρέχει ἐπίσης ὁ Βίος τῶν ἁγίων ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 4ου αἰ. Μητροφάνους καὶ Ἀλεξάνδρου. Μία πρώτη βιογραφία τοῦ ἁγίου σὲ ἰαμβικοὺς στίχους, ποὺ σήμερα ἔχει ἀπωλεσθεῖ, γράφηκε σὲ πρώιμη ἐποχὴ (πρὶν τὸν 7ο αἰ.) καὶ ἀποδίδεται στὸν μαθητή του, ἅγιο Τριφύλλιο, ἐπίσκοπο Λήδρων (σήμ. Λευκωσίας) τῆς Κύπρου. Τὸ ἔργο αὐτό, μαζὶ μὲ τὶς γνωστὲς γραπτὲς πηγὲς καὶ προφορικὲς παραδόσεις, ποὺ συνέλεξε περιστασιακά, ἐνσωμάτωσε στὸν ἀρχαιότερο ἴσως, ἀλλὰ σίγουρα σημαντικώτερο σωζόμενο Βίο τοῦ μεγάλου πατρὸς ὁ ἐπίσκοπος Πάφου Θεόδωρος (7ος αἰ.), ποὺ τὸν ἐξεφώνησε ὡς πανηγυρικὴ ὁμιλία σὲ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο στὴν Τριμιθοῦντα στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 655. Σώζεται ἐπίσης ἀκόμη ἕνας προμεταφραστικὸς ἀνώνυμος Βίος τοῦ ἁγίου, προφανῶς τῆς ἰδίας περιόδου, ποὺ πιθανολογεῖται ὡς ἔργο του ἁγίου Λεοντίου, ἐπισκόπου Νεαπόλεως τῆς Κύπρου. Οἱ μεταγενέστεροι ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι μεταφραστικοὶ Βίοι (ὅπως αὐτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴ) ἐξαρτῶνται ἄμεσα καὶ ἀρύονται ἀπὸ τὸ ἀνωτέρω ἔργο τοῦ Πάφου Θεοδώρου. Σώζονται ἐπίσης παλαιὲς μεταφράσεις τοῦ βίου του ἁγίου στὴ γεωργιανὴ καὶ τὴν ἀραβικὴ γλώσσα.

Σύμφωνα μὲ τὸ πλούσιο τοῦτο πηγαῖο ὑλικὸ καὶ τὴν ἄφθονη σχετικὴ βιβλιογραφία, ὁ ἅγιος Σπυρίδων καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἄσκεια (σήμ. Ἄσσια) τῆς περιοχῆς Μεσαορίας τῆς Κύπρου, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 270. Ἁπλούστατος στοὺς τρόπους καὶ ὀλιγογράμματος, μετερχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ, ἐξασκώντας ταυτόχρονα τὶς ἀρετὲς τῆς πραότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς πολύπλευρης ἐκδήλωσης τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Φιλόξενος καὶ ἐλεήμων σὰν τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὑποδεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ στὸν ταπεινό του οἶκο κάθε ξένο καὶ τοῦ παρεῖχε πλούσια περιποίηση. Ὅταν ἔφθασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἔλαβε νόμιμη σύζυγο, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε μὲ ἐγκράτεια καὶ εὐλάβεια, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε μία θυγατέρα, τὴν Εἰρήνη, ποὺ καὶ αὐτὴ τιμᾶται ὡς ἁγία (τῆς ἁγίας Εἰρήνης σώζεται τοιχογραφία [ἔτους 1332/1333] στὸν νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Παναγίας τῆς Ἀσίνου τῆς Κύπρου).
Γιὰ τὴν ἐνάρετή του πολιτεία καὶ τὴ φήμη τῆς ἁγίας του βιοτῆς, μετὰ τὴν ἀποβίωση τῆς συζύγου του, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς πλησιόχωρης στὴν Ἄσκεια μικρῆς πόλης Τριμιθοῦντος ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (312-337) καὶ πρὶν τὸ 325, καὶ ἔγινε ἔτσι καὶ ποιμένας λογικῶν προβάτων. Παρόλη ὅμως τὴν τιμὴ καὶ τὸ ἀξίωμα, ὁ ταπεινόνους Σπυρίδων συνέχισε τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὸ κοπάδι του καὶ τὶς γεωργικὲς ἐργασίες.

Ἐδῶ, νὰ κάνουμε μία μικρὴ παρέκβαση, γιὰ τὸ κατὰ πόσον ὁ ἅγιος ὑπῆρξε καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστης ἐπὶ τοῦ τελευταίου Μεγάλου Διωγμοῦ τῶν Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ στὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία (τὸ πρῶτο σχετικὸ ἔδικτο ἐκδόθηκε στὶς 23.02.303). Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ποὺ ὑποστήριξαν παλαιότερα Δυτικοὶ ἁγιολόγοι καὶ ἐπανέλαβαν ἡμέτεροι, σύμφωνα μὲ τὴ νεώτερη ἔρευνα ἀποδείχθηκε ἀνυπόστατη, καὶ προῆλθε ἀπὸ ἐσφαλμένη ἑρμηνεία χωρίων τῶν πιὸ πάνω πρωίμων ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν, ποὺ συναναφέρουν στὴν ἴδια συνάφεια λόγου τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα μὲ ὁμολογητὲς τοῦ ἐν λόγῳ διωγμοῦ. Ἐξάλλου, σὲ κανένα τῶν ἀνωτέρω παλαιῶν ἱστορικῶν καὶ Βίων τοῦ ἁγίου δὲν ὑπάρχει τέτοια ἀναφορά.
Πολλὲς ὑπῆρξαν οἱ θεοσημεῖες, ποὺ ὁ Σπυρίδων ἐνήργησε κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του:
• Ἀκινητοποίησε καὶ ἔλυσε θαυμαστὰ κλέπτες, ποὺ μπῆκαν τὴ νύχτα νὰ κλέψουν πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του.
• Σὲ περίοδο φοβερῆς ἀνομβρίας στὸ νησί, ἄνοιξε μὲ τὶς θεόδεκτες ἱκεσίες του τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ μεθύσθηκε ἡ γῆ ἀπὸ ἄφθονη βροχή.
• Μεταμόρφωσε φίδι σὲ χρυσό, δίνοντάς το σὲ πτωχό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὴ μεγάλη του ἀνάγκη, καὶ μετατρέποντάς το κατόπιν καὶ πάλιν στὴ φυσική του μορφή.
• Γιὰ νὰ προλάβει νὰ ἀπελευθερώσει φίλο του ἀπὸ ἄδικη καταδίκη του σὲ θάνατο, μεταβαίνοντας δρομαῖος ἀπὸ τὴν Τριμιθοῦντα στὴν πρωτεύουσα Κωνσταντία, αὐτὸς καὶ ἡ συνοδία του, διάβηκαν θαυματουργικά, «ἀβρόχοις ποσίν», ὁρμητικὸ χείμαρρο.
• Ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν τὸ παιδὶ μιᾶς βάρβαρης γυναίκας, καθὼς καὶ τὴν ἴδια, ποὺ ξεψύχησε ἀπὸ τὴ χαρά της.
• Ἀνέστησε ἐπίσης καὶ τὴ θυγατέρα του Εἰρήνη, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ποῦ εἶχε κρύψει τὴν παρακαταθήκη κάποιας γνωστῆς της γυναίκας λίγο πρὶν κοιμηθεῖ, προστάζοντάς την κατόπιν νὰ κοιμηθεῖ ὡς τὴν κοινὴ ἀνάσταση.
• Ἀκόμη, μὲ τὸ πλούσιο διορατικὸ καὶ προορατικό του χάρισμα, γνώριζε τὰ μύχια τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς πιστοὺς σὲ διόρθωση.

Ὁ ἱερὸς πατὴρ μετέσχε καὶ στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325) μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου Γελάσιο Σαλαμῖνος καὶ Κύριλλο (ἢ Κυριακὸ) Πάφου (στὰ σωζόμενα Πρακτικὰ τῆς Συνόδου δὲν βρίσκουμε τὴν ὑπογραφή του, ἀλλὰ εἶναι γνωστὸ τὸ πόσο ἐλλιπὴ τυγχάνουν). Στὴ Νίκαια, μὲ τὸ γνωστὸ θαῦμα μὲ τὸ κεραμίδι, κατέπεισε ὁ σημειοφόρος Σπυρίδων ἀρειανόφρονα φιλόσοφο, καθὼς καὶ ἄλλους ὁπαδοὺς τοῦ Ἀρείου, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τῆς κακοδοξίας καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ὁ ζηλωτὴς τῆς ἀληθείας Σπυρίδων προσυπέγραψε ἐπίσης (μετὰ τὶς 21.10.346 καὶ πρὶν τὸ 348), ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι τότε ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου, τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (σήμ. Σόφιας τῆς Βουλγαρίας, ἔτος 343). Ἀκόμη, μετέβη στὴ Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του, ἅγιο Τριφύλλιο, προσκεκλημένος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς, ἀπὸ τὸν τότε ἀσθενοῦντα αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361), υἱὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατόπιν σχετικοῦ ὁράματος τοῦ Κωνσταντίου, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος θαυμαστὰ θεράπευσε. Τὰ πλούσια δῶρα τοῦ αὐτοκράτορα πρὸς εὐχαριστία τὰ διένειμε ὅλα ὁ ἅγιος καθοδόν, πρὶν φθάσει στὴν ἐπισκοπή του.
Ἀφοῦ λοιπὸν τέλεσε καὶ ἄλλα θαυμάσια, κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 348, σὲ ἡλικία περίπου 78 ἐτῶν, καὶ τάφηκε στὴν Τριμιθοῦντα. Ἐκεῖ σώζεται ναὸς μὲ τὴ μαρμάρινη λάρνακα-τάφο του καὶ μονὴ στὸ ὄνομά του, ποὺ κτίστηκαν ἐπάνω στὴν ἀρχικὴ βασιλική του, ἡ ὁποία καὶ μερικῶς ἀνεσκάφη καὶ χρονολογεῖται στὸν 4ο αἰ. Τὸ πολυδόξαστο καὶ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ ἁγίου, ποὺ συνέχισε χειμαρρωδῶς τὶς θαυματουργίες καὶ μετὰ θάνατον, ἀποθησαυριζόταν στὸν τάφο του τοῦτο μέχρι καὶ τὸν 7ο αἰ., ὁπόταν, ἕνεκα τῶν ἀραβικῶν κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομῶν, καὶ πιθανώτατα κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Β´ τοῦ Ρινοτμήτου μετοίκηση πλήθους Κυπρίων στὸν Ἑλλήσποντο (690/691), μεταφέρθηκε γιὰ ἀσφαλὴ διαφύλαξη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀποτέθηκε σὲ ναὸ πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας.

Μὲ τὴν ἅλωση τῆς βασιλεύουσας (1453) καὶ κατόπιν πολλῶν περιπετειῶν τριῶν ἐτῶν, τὸ ἄφθαρτο τοῦτο σκήνωμα μεταφέρθηκε μαζὶ μὲ τὸ ἐπίσης ἄφθαρτο σκῆνος τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τοῦ ναοῦ του, ἱερέα Γεώργιο Πολύευκτο, στὴν Κέρκυρα (1456). Τὰ Ἑπτάνησα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἑνετῶν. Ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρῆκε ἐκεῖ ἕνα συμπολίτη του πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε παραμένει ἐκεῖ, ἄφθαρτο, θαυματουργὸ καὶ μεγάλως τιμώμενο. Τὸ πανίερο τοῦτο λείψανο τοῦ ἁγίου φιλοξενήθηκε ἀρχικὰ σὲ ποικίλους ναοὺς τῆς νήσου, γιὰ νὰ καταλήξει στὸν ἐπώνυμό του ναό, ὅπου σήμερα βρίσκεται, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ἀνέγερση ὁλοκληρώθηκε τὸ 1594. Καὶ στὴν Κέρκυρα ὁ ἅγιος δὲν ἔπαυσε νὰ θαυματουργεῖ ποικιλότροπα, καὶ σὲ μεμονωμένους ἀνθρώπους καὶ στὸ σύνολο τῶν πιστῶν κατοίκων. Μεταξὺ ἄλλων, ἔσωσε τὸ νησὶ ἀπὸ ἐπιδημία χολέρας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἐπιδρομὴ Ἀγαρηνῶν τὸ ἔτος 1716. Γιὰ εὐχαριστία καὶ πάνδημη δοξολογία τοῦ πολιούχου ἁγίου, ἔχουν καθιερωθεῖ στὴν Κέρκυρα τέσσερις ἐπίσημες λιτανεῖες κατ᾽ ἔτος: Τὸ Μέγα Σάββατο, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, τὴν 11η Αὐγούστου καὶ τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου («πρωτοκύριακο»). Τρεῖς δὲ φορὲς τὸν χρόνο καὶ ἐπὶ ἕνα τριήμερο (11-13 Δεκεμβρίου, 10-12 Αὐγούστου καὶ ἀπὸ τὸ Μ. Σάββατο ἕως τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου) τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ἁγίου ἐξάγεται ἀπὸ τὴ λάρνακα καὶ ἐκτίθεται σὲ δημόσια προσκύνηση, μὲ παράλληλους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς ἑορτασμούς.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων τιμᾶται βεβαίως καὶ ἀνὰ τὸ πανελλήνιον (ὑπάρχουν περὶ τοὺς 80 ναούς του στὴν Ἑλλάδα), ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως καὶ στὴ γενέτειρά του Κύπρο, ὅπου 10 ναοὶ (σὲ λειτουργία ἢ ἐρειπωμένοι) τιμῶνται στὸ ὄνομά του, σώζονται πλεῖστες δὲ εἰκόνες του (τοιχογραφίες καὶ φορητές), χρονολογούμενες ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα κ. ἑξ. Ἡ ἀνωτέρω μονὴ καὶ ὁ ναός του στὴν Τριμιθοῦντα βρίσκονται σήμερα ὑπὸ τουρκικὴ κατοχὴ καὶ ἀποτελοῦν ἕδρα στρατοπέδου.
Ἡ λειτουργικὴ τιμὴ τοῦ ἁγίου ἄρχισε ἀπὸ πολὺ ἐνωρίς, ὅπως τεκμαίρεται ἄμεσα ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω Βίο του ἀπὸ τὸν Πάφου Θεόδωρο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες πρὸς τιμή του, ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐν χρήσει ἔντυπα Μηναῖα ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐκδόσεις στὴ Βενετία (16ος αἰ.) καὶ τὶς κατὰ καιροὺς ἐκδόσεις αὐτοτελῶν λειτουργικῶν φυλλάδων στὴν Κύπρο καὶ τὴν Κέρκυρα, ὑπάρχουν ἀποθησαυρισμένες σὲ χειρόγραφους κώδικες καὶ ἀρκετὲς ἀνέκδοτες ᾀσματικὲς του Ἀκολουθίες, συντεθειμένες κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ὅπως τῶν Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου, Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ, Γεωργίου Νικομηδείας καὶ Γεωργίου διακόνου τοῦ Εὐγενικοῦ (πατρὸς τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 12 Δεκεμβρίου.
Βιβλιογραφία: BHG 1647–1648p• Paul Van den Ven, La Légende de S.Spyridon, évêque de Trimithonte [Bibliothèque de Muséon,Vol.33], Louvain 1953• Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, λῆμμα «Σπυρίδων, ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος», ΘΗΕ, 11, 390-397• Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου Ἑλένη, Ταμεῖον Bυζαντινῶν ᾈσματικῶν Κανόνων, seu Analecta Hymnica Graeca e codicibus eruta Orientis Christiani, Ι. Κανόνες Μηναίων, (ἐκδ.) Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθῆναι 1996, σσ. 123-124 (ἀρ. 341-345)• Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Κύπρια Μηναῖα, τόμ. Δ´ (Δεκέμβριος), σσ. 96-112 (πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου μὲ πλούσια στὸ τέλος συναφὴ βιβλιογραφία)• Ἰωάννου Σκιαδοπούλου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Ἅγιος Σπυρίδων. Ἡ ἱστορία τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καὶ τοῦ πανιέρου λειψάνου, Κέρκυρα 2000• Ἀθ. Χ. Τσίτσα, Πρωτοπρεσβυτέρου, «Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων καὶ ἡ Κέρκυρα», Ἀπόστολος Βαρνάβας, ΞΓ´ (Δεκέμβριος 2002), σσ. 527-538• Ἀθανάσιου Παπαγεωργίου, λῆμμα «Σπυρίδωνος Ἁγίου μοναστήρι», (ἐπιμ. Ἄντρος Παυλίδης), Μεγάλη Κυπριακὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ. ²17, ἐκδ. Ἀρκτίνος, Λευκωσία 2012, σσ. 286-290.





