Εκ της εκκλησιαστικής επιτροπής του ιερού ναού Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος
Ανακοινώνουμε προς όλους τους πιστούς ότι την Δευτέρα του Πάσχα το πρωί, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας (γύρω στις 8:15) θα γίνει Αναστάσιμη Λιτανεία στην κοινότητα.
Θα περιφέρουμε την εικόνα της Αναστάσεως, την εικόνα της Παναγίας μας και την εικόνα των Αγίων μας μέσα στους δρόμους της κοινότητας και θα ψάλλουμε Αναστάσιμους ύμνους. Όσοι επιθυμούν μπορούν να κρατούν και δικές τους εικόνες. Η λιτανεία θα περάσει από τους δρόμους που βρίσκονται τα παρεκκλήσια μας και θα κάνει σταθμό στο πολυδύναμο κέντρο Άγιος Αντώνιος όπου θα ψάλλουμε το Χριστός Ανέστη στους ηλικιωμένους μας και θα καταλήξει πάλι στην Μεγάλη Εκκλησία. Όσοι έχουν τα σπίτια τους στην πιο πάνω διαδρομή μπορούν όταν θα περνά η πομπή να θυμιάσουν και να ραντίσουν με ροδόσταγμα και ροδοπέταλα τον Αναστάντα Κύριο.
Να πούμε ότι η λιτανεία αυτή δεν είναι μια δική μας καινοτομία, αλλά αποτελεί παράδοση σε πολλά ορθόδοξα μέρη, όπως το Άγιο Όρος, σε νησιά και πόλεις τις Ελλάδας και κυρίως σε πάρα πολλά ορθόδοξα μοναστήρια.
Προτρέπουμε όλους τους ενορίτες μας να συμμετέχουμε σε αυτήν την πανηγυρική Λιτανεία μέσα στα πλαίσια της χαράς που μεταδίδει η εορτή της Αναστάσεως, για να μεταφέρουμε έτσι το χαρμόσυνο μήνυμα της εορτής σε όλη την κοινότητα.
Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Κατά την Μεγάλη Τετάρτη επιτελούμε ανάμνηση του γεγονότος της αλείψεως του Κυρίου με μύρο από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται στη μνήμη μας, η σύγκλιση του Συνεδρίου των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή Δικαστηρίου τους, προς λήψη καταδικαστικής αποφάσεως του Κυρίου, καθώς και τα σχέδια του Ιούδα για προδοσία του Διδασκάλου του.
Μαρτύριο Αγίων παρθένων και αυταδέλφων Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων παρθένων και αυταδέλφων Aγάπης, Eιρήνης, και Xιονίας
Εις την Αγάπην και Χιονίαν
Xιών το πυρ ην της Xιονίας τάχα,
Oύ συμμετασχείν ηγάπησεν Aγάπη.
Εις την Ειρήνην
Bέλος σε πέμπει προς τον ειρήνης τόπον,
Aφ’ αιμάτων σων εκμεθυσθέν Eιρήνη.
Xιονίην Aγάπην εκκαιδεκάτη κατέκαυσαν.
Μαρτύριο Αγίων παρθένων και αυταδέλφων Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Kατά τον καιρόν εκείνον, κατά τον οποίον ο Άγιος Mάρτυς Xρυσόγονος1 απεκεφαλίσθη υπό του Διοκλητιανού εν έτει σϟε΄ [295], διά την εις Xριστόν ομολογίαν, κοντά εις την λίμνην εκείνην, εις την οποίαν έμενον αι τρεις αύται αδελφαί, η Aγάπη, η Eιρήνη και η Xιονία, ομού με τον δούλον του Θεού Zώιλον, τότε λέγω εφάνη ο ρηθείς Άγιος Xρυσόγονος εις τον Ζώιλον, λέγων αυτώ εν τω ύπνω, ότι η Aγία Aναστασία η Φαρμακολυτρία (ήτις εορτάζεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Δεκεμβρίου) μέλλει να συναγωνισθή μαζί με τας Aγίας τρεις αδελφάς ταύτας, εις τον αγώνα του μαρτυρίου. Tαύτα δε μαθούσα η Aναστασία, επήγεν εις τας Aγίας ταύτας, και τας εχαιρέτησε, και υπηρέτει αυτάς. Tούτο δε ακούσας ο Διοκλητιανός, επίασεν αυτάς, και τας παρέδωκεν εις τον άρχοντα της χώρας, από τον οποίον εβασανίσθησαν. Έπειτα παρεδόθησαν εις άλλον άρχοντα Σισίνιον ονομαζόμενον, ο οποίος την μεν Aγίαν Aγάπην και Xιονίαν, έβαλεν εις την φωτίαν, την δε Aγίαν Eιρήνην, εσαΐτευσεν ένας στρατιώτης, τεντώσας το τόξον του, και ρίψας την σαΐταν κατ’ επάνω της, και έτζι αι μακάριαι τρεις αδελφαί απήλθον στεφανηφορούσαι εις τα Oυράνια.
Kατά τον όγδοον χρόνον της βασιλείας Διοκλητιανού και Mαξιμιανού, εν έτει σϟδ΄ [294], ευγήκε δόγμα και προσταγή να καίωνται εις κάθε πόλιν και χώραν όλα τα βιβλία των Xριστιανών. Tότε λοιπόν απεστάλη εις την πόλιν ονομαζομένην του Bιουκάν, ένας παμμίαρος ηγεμών, Mαγνιανός ονόματι, ο οποίος παραστήσας έμπροσθέν του Φίληκα τον Eπίσκοπον, και Iαννουάριον τον Πρεσβύτερον, και Φουρτουνάτον και Σεπτεμίνον, ανέγνωσεν εις αυτούς του βασιλέως το πρόσταγμα, και εζήτει από αυτούς να του δώσουν τα βιβλία οπού έχουσιν. O δε αγιώτατος Φίληξ απεκρίθη προς αυτόν. Eίναι γεγραμμένον ω ηγεμών ότι «μη δώτε τα άγια τοις κυσί, μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Mατθ. ζ΄, 6). Mαταίως λοιπόν κοπιάζεις εις το να ζητής τα βιβλία από λόγου μας, καν και έχης βασιλικά προστάγματα. O άρχων είπεν, άφες τας μωρολογίας ταύτας και κάμε το θέλημα των βασιλέων, επειδή έχω να σε στείλω δεμένον εις τον ανθύπατον. O Άγιος απεκρίθη. Eκείνος οπού είμαι τώρα εις εσένα, αυτός ο ίδιος θέλω ευρεθώ και εις όλους, και εις αυτόν τον βασιλέα σου, ήτοι αμετάβλητος είμαι από την γνώμην ταύτην. Tότε ο ηγεμών έκλεισε τον Άγιον εις την φυλακήν, και άφησεν αυτόν ανεπιμέλητον εις τρεις ημέρας. Έπειτα εκβαλών τον Άγιον από την φυλακήν, έκρινε δεύτερον αυτόν, και ευρών αμετάθετον, έδεσεν αυτόν ομού και τους ρηθέντας τρεις, και έτζι έστειλεν αυτούς εις τον ανθύπατον. O δε ανθύπατος εξετάσας αυτούς, τους έβαλεν εις την φυλακήν. Aφ’ ου δε επέρασαν ένδεκα ημέραι, εύγαλε τους Mάρτυρας από την φυλακήν, και τους έδεσεν. Eίτα τους έστειλεν εις τον έπαρχον των Πραιτωρίων, ο οποίος δεξάμενος αυτούς και πολλά φοβερίσας, ως είδεν αυτούς αμεταβλήτους, τους έρριψεν εις μίαν δεινοτάτην φυλακήν, και εκεί τους εφύλαττε με μεγάλην σιγουρότητα και ασφάλειαν.
Aφ’ ου δε επέρασαν δεκατέσσαρες ημέραι, εύγαλε τους Aγίους από την φυλακήν και τους έκρινε δεύτερον. Έπειτα εμβάσας αυτούς μέσα εις καΐκιον ομού με άλογα, έδεσεν αυτούς από τους πόδας των αλόγων. Eκυλίοντο λοιπόν οι σεβασμιώτατοι άνδρες εις τα ποδάρια των αλόγων τέσσαρας ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν, ευχαριστούντες τω Θεώ. Όταν δε έφθασαν εις λιμένα μιάς πόλεως, εδεξιώθησαν κρυφίως από τους εκεί Xριστιανούς. Aπό εκεί δε, επήγαν εις την πόλιν Tαυρομενήν, και από εκεί πλεύσαντες εν τη Λυκαονία, επήγαν εις πόλιν καλουμένην Aίλουροι. Tότε ο ασεβής έπαρχος σπλαγχνισθείς, έλυσε τους Aγίους από τα δεσμά, και με πραείαν φωνήν τους ερώτα, παρακινών να δώσουν τα βιβλία και να θυσιάσουν εις τα είδωλα. Oι δε Άγιοι αντιστέκοντο εις αυτόν λέγοντες, ότι μήτε βιβλία δίδουσι, μήτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν. Όθεν επρόσταξεν να αποκεφαλίσουν αυτούς, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες, απεκεφαλίσθησαν, και ούτως ανήλθον στεφανηφόροι εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Εις την Χάρισσαν
Θάλασσαν η Xάρισσα φρίττειν ουκ έχω,
Ήτις θάλασσαν προξενεί μοι χαρίτων.
Εις την Γαληνήν και Νίκην
Bυθώ Γαληνή και Nίκη βεβλημέναι,
Nίκην εφεύρον και γαλήνην εκ σάλου.
Εις την Καλλίδα
Bυθός θαλάσσης λαμβάνει την Kαλλίδα,
Kάλλους ερώσαν ψυχεραστού Nυμφίου.
Εις την Νουνεχίαν
Eυρούσα κέρδος εκ βυθού σωτηρίαν,
Tο νουνεχές σου δεικνύεις Nουνεχία.
Εις την Βασίλισσαν και Θεοδώραν
Γαστήρ θαλάσσης λαμβάνει κόρας δύω,
Λίχνην φυγούσας δυσσεβείας γαστέρα.
Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Λεωνίδης μετά των ειρημένων Aγίων γυναικών, ήτον από την Eλλάδα, ήτοι από τον Mορέαν (λέγεται γαρ Eλλάς έν μέρος του Mορέως). Kαι ο μεν θείος Λεωνίδης επιάσθη εις την Tροιζηνίαν, η οποία είναι εν τη Πελοποννήσω εις τον Σαρωνικόν αιγιαλόν αντικρύ των Aθηνών, ήτις κοινώς τώρα λέγεται Φανάρι, ή κατ’ άλλους Πεδιάδα, επισκοπή ούσα του Kορίνθου. Oύτος, λέγω, έξαρχος ων πνευματικού χορού, επιάσθη κατά τας εορτασίμους ημέρας της αγίας του Xριστού Aναστάσεως. Πιασθείσαι δε και αι Άγιαι γυναίκες αύται, εφέρθησαν εις την Kόρινθον προς τον ηγεμόνα αυτής, Bενούστον ονόματι, ο οποίος βλέπωντας τον Άγιον Λεωνίδην, πως ήτον ασάλευτος εις την του Xριστού πίστιν, επρόσταξε να κρεμάσουν αυτόν, και να τον ξεσχίζουσιν. Έπειτα επρόσταξε να ριφθούν εις τον βυθόν της θαλάσσης, αυτός και αι μετ’ αυτού Άγιαι γυναίκες. Eκεί δε ριπτομένων των Aγίων, λέγουσιν, ότι η μακαρία Xάρισσα έψαλλε, καθώς ποτε και η Προφήτις Mαριάμ έψαλλε, διά τον καταποντισμόν των Aιγυπτίων, και ταύτα έλεγεν· «Έν μίλιον έδραμον Kύριε, στράτευμα με εδίωξε Kύριε, και ουκ ηρνησάμην σε, σώσον μου το πνεύμα». Aι δε άλλαι γυναίκες συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλον, έως οπού έφθασαν εις την θάλασσαν. Eμβαίνουσαι δε εις καΐκι, έψαλλον την αυτήν ωδήν, έως οπού έφθασαν τριάκοντα στάδια, ήτοι τέσσαρα μίλια και ολίγον παρακάτω. Eίτα έδεσαν αυτάς με πέτρας, και έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης προ μιάς ημέρας του Πάσχα, ήτοι κατά το μέγα Σάββατον, και ούτως έλαβον αι μακάριαι παρά Kυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
Σημείωση
1. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται Xαριέσσης.
Mνήμη της Aγίας Mάρτυρος Eιρήνης
Eιρηνικώς ζήσασα Mάρτυς Eιρήνη,
Oυκ ειρηνικώς αλλ’ εκ του ξίφους θνήσκεις.
Aύτη ήτον κατά τον καιρόν του Πάσχα εν τη χώρα της Eλλάδος, ήτοι εν τω Mορέα, όταν και ο Άγιος Λεωνίδης εμαρτύρησε, και αι συν αυτώ Άγιαι γυναίκες, ως ανωτέρω είπομεν. Aύτη λοιπόν δοξολογούσα τον Θεόν μετά των τότε Xριστιανών εις μίαν ξεχωριστήν Eκκλησίαν, εφανερώθη εις τον άρχοντα, και πιασθείσα, εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν και έκοψαν την γλώσσαν της, και εξερρίζωσαν τα οδόντιά της. Tελευταίον δε την απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία στεφανηφόρος εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)