Αρχική Blog Σελίδα 5

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
3: 23-29; 4: 1-5

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκ ἔτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε· οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾽Αβραὰμ σπέρμα ἐστέ, καὶ κατ᾽ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθεν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΙΡΗΝΗΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
5: 24 – 34

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι Ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ’ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία στὴ μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εἰρήνης (5 Μαΐου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς χριστομάρτυς Εἰρήνη, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς ἀξίωσε καὶ ἐφέτος νὰ συναθροισθοῦμε στὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της στὸν παλαιό της τοῦτο ναὸ καὶ νὰ τὴν τιμήσουμε μὲ ὕμνους χριστοτερπεῖς καὶ ὠδὲς πνευματικές. Θὰ διηγηθῶ στὴν ἀγάπη σας τὸν θαυμαστό της βίο, πως συνηθίζεται στὶς πανηγύρεις τῶν ἁγίων μας, πρὸς ψυχική μας ὠφέλεια.

Ἡ ἁγία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, δηλαδὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ., καὶ ὑπῆρξε θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῆς πόλεως Μαγεδῶνος στὴν Περσία, ποὺ λεγόταν Λικίνιος. Τὸ ἀρχικό της ὄνομα ἤτανε Πηνελόπη. πατέρας της, γιὰ νὰ τὴν προστατεύσει ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου, καθὼς εἶχε ἐξαίρετη ὀμορφιά, πὸ τὴν ἡλικία τῶν ἕξι χρόνων τὴν ἔκλεισε σὲ ὑψηλὸ καὶ ἀπροσπέλαστο πύργο, που μεριμνοῦσε γιὰ τὴν ἀνατροφή της, φροντίζοντας νὰ ζεῖ μὲ μεγάλη πολυτέλεια καὶ πολλαπλὲς ἀνέσεις. Τὴν ὑπηρετοῦσαν δεκατρεῖς νεαρὲς θεραπαινίδες, ἐνῶ τὴ μόρφωσή της ἐμπιστεύθηκε σὲ ἕνα σοφὸ γέροντα, ποὺ λεγόταν Ἀπελλιανός. Μιὰ νύχτα, ἡ κόρη εἶδε στὸ ὄνειρό της ἕνα περιστέρι νὰ μπαίνει στὸν πύργο, κρατώντας στὸ ράμφος του ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς ποὺ ἦλθε νὰ ἀποθέσει πάνω σὲ ἕνα χρυσὸ τραπέζι. Στὸ ἴδιο μέρος ἦλθε κατόπιν ἕνας ἀετὸς νὰ ἀφήσει ἕνα στεφάνι ἀπὸ ἄνθη ποὺ κρατοῦσε στὰ νύχια του καί, τέλος, ἕνα μαῦρο κοράκι ἔφερε ἐκεῖ ἕνα φίδι. Ἡ Πηνελόπη ρώτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὸν διδάσκαλό της τὴ σημασία τῶν σημείων αὐτῶν καὶ ἐκεῖνος τῆς ἐξήγησε ὅτι ἔμελλε νὰ λάβει τὸ βάπτισμα, σύμβολο τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ κλαδὶ ἐλιᾶς, καὶ ἀφοῦ ἀντιμετώπιζε κατόπιν δοκιμασίες καὶ θλίψεις, τὶς ὁποῖες συμβόλιζε τὸ φίδι, θὰ κέρδιζε τὸν βασιλικὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ συμβόλιζε τὸ στεφάνι τοῦ βασιλιᾶ τῶν πτηνῶν ἀετοῦ.

Ἡ ἁγία Εἰρήνη ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ποὺ καταξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ ἀπευθείας θεϊκὴ ἀποκάλυψη καὶ φωτισμό. Καὶ τοῦτο, τόσο γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς της καὶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος διεῖδε τὸν πόθο της γιὰ ἀληθινὴ θεογνωσία, καθὼς καὶ τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τότε ἄνθρωπος ἱεραπόστολος στὰ μέρη ποὺ ἔζησε αὐτή. Ἀνάλογη τυγχάνει καὶ ἡ περίπτωση τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.

Λίγο καιρὸ λοιπὸν μετὰ τὸ ἀνωτέρω ὅραμά της, ἦλθε ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὴν κατήχησε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἀφοῦ βαπτίσθηκε, ἡ Εἰρήνη συνέτριψε τὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα της καὶ ἀντιμετώπισε μὲ ἀνδρικὴ λεβεντιὰ τὶς ἀπειλές του. Ἔξαλλος ὁ Λικίνιος, διέταξε νὰ ρίξουν τὴν κόρη του κάτω ἀπὸ τὶς ὁπλὲς ἄγριων ἀλόγων γιὰ νὰ τὴ θανατώσουν. Ἕνα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ στράφηκε ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν θανάτωσε. πειδὴ τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων στὸ μαρτύριο τῆς Εἰρήνης τὴν παρακάλεσαν νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴ ζωή, αὐτὴ μὲ τὴν προσευχή της τὸν ἀνάστησε, ὢ τοῦ θαύματος! Τότε ὁ Λικίνιος μαζὶ μὲ πλῆθος ὑπηκόων του μεταστράφηκε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀποτραβήχθηκε στὸν πύργο ποὺ εἶχε κτίσει γιὰ τὴν κόρη του, που πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του χύνοντας δάκρυα μετανοίας. 

Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο, Σεδεκίας ὀνομαζόμενος, πιχείρησε νὰ μεταστρέψει τὴν πριγκίπισσα στὴν εἰδωλολατρία. Ἀντιμετωπίζοντας ὅμως τὴν ἐπίμονη ἄρνησή της, διέταξε νὰ τὴ ρίξουν σὲ ἕνα λάκκο γεμάτο μὲ φίδια. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ Εἰρήνη παρέμεινε ἀβλαβής, πως καὶ σὲ ἄλλα βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὴν ὑπέβαλαν, καὶ ὁδήγησε στὴν ἀληθινὴ Πίστη πλῆθος εἰδωλολατρῶν.

Ὁ Σεδεκίας ἐκθρονίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὁ γιός του Σαβὼρ ἐξεστράτευσε ἐναντίον τους γιὰ νὰ λάβει ἐκδίκηση. Ὁ ἴδιος καὶ ὁ στρατός του ὅμως προσβλήθηκαν ἀπὸ τύφλωση καὶ ἀκινητοποιήθηκαν. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη συνάντησαν τὴν Εἰρήνη ποὺ τοὺς θεράπευσε, ἀλλὰ αὐτοὶ παρέμειναν στὴν τυφλότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ ὑπέβαλαν τὴν κόρη πάλι σὲ μαρτύρια, ἀναγκάζοντάς την νὰ βαδίζει σὲ μιὰ ἀπόσταση τριῶν μιλίων φορτωμένη ἕναν σάκκο ἄμμο καὶ μὲ τὰ πόδια τρυπημένα ἀπὸ καρφιά. Ἕνεκα ὅμως θεϊκῆς ὀργῆς, ἡ γῆ ἄνοιξε τότε καὶ κατάπιε πλῆθος ἀπίστων. πὸ τοὺς ἐπιζήσαντες περισσότεροι ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες μεταστράφηκαν στὸν Χριστιανισμό· μόνο ὁ βασιλιὰς ἔμεινε ἀμετανόητος καὶ τιμωρήθηκε ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου.

Ἡ φήμη τῆς ἁγίας ἔφθασε ἕως τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν, Σαβώριο, ὁ ὁποῖος τὴ συνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε. Ἕνας ἄγγελος, ὅμως, τὴν ἐπανέφερε στὴ ζωή, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν ἱεραποστολή της. Κατευθύνθηκε τότε ἡ Εἰρήνη πρὸς τὴν πόλη Μεσημβρία, κρατώντας στὸ χέρι της ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς, ὡς σημεῖο νίκης ἐπάνω σὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου. Ἀφοῦ βάπτισε τὸν βασιλιὰ τῆς περιοχῆς ἐκείνης καὶ τοὺς ὑπηκόους του, πέστρεψε στὴν πατρίδα της καὶ ἐν συνεχείᾳ πέρασε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, που ἔκανε θαύματα ἐφάμιλλα τῶν Ἀποστόλων πρὸς ἐπιβεβαίωση τοῦ κηρύγματός της. Ὁλοκληρώνοντας τὸ ἀποστολικό της ἔργο, ἡ ἁγία Εἰρήνη πῆρε μαζί της τὸν διδάσκαλό της Ἀπελλιανὸ καὶ ἕξι μαθητές της καὶ μπαίνοντας σὲ ἕναν νεόσκαπτο τάφο τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ κυλήσουν πίσω της τὸν λίθο τοῦ μνημείου καὶ νὰ ἐπιστρέψουν μετὰ ἀπὸ τέσσερεις ἡμέρες. Δύο ἡμέρες ἀργότερα ὁ Ἀπελλιανὸς ἦλθε στὸν τόπο αὐτὸ καὶ βρῆκε τὸν λίθο μετατοπισμένο καὶ τὸν τάφο ἄδειο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πιστεύεται ὅτι ἡ ἁγία ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, πως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.

Αὐτὸς ὑπῆρξε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ θαυμαστὸς βίος τῆς χριστομάρτυρος Εἰρήνης, αὐτὰ τὰ ἐξαίσια καὶ παράδοξα θαυματουργήματα ποὺ τέλεσε διὰ μέσου της ὁ Κύριος, « ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ». πως δὲ σημειώνει ὁ ἀνώνυμος συναξαριογράφος τῆς ἁγίας στὸ περίφημο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, «αὐτὰ κατὰ μὲν τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀνθρώπινους λογισμούς, ἴσως φανοῦν σὲ ὁρισμένους ἀδύνατα. Γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως ὅλα τὰ ἀνέφικτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά».

Καὶ εἴδαμε ὅτι ἡ ἁγία Εἰρήνη δὲν ἀδιαφόρησε γιὰ τὴ χριστώνυμη κλήση της, οὔτε τὴν ἔριξε στὴ λήθη καὶ τὴν ἀμέλεια. Ἀντίθετα ἀγωνίστηκε ὁλόψυχα νὰ πολυπλασιάσει τὸ τάλαντο ποὺ τῆς δόθηκε ἄνωθεν. Καὶ κέρδησε ἑκατὸν ἀντὶ ἑνὸς ποὺ ἔλαβε, πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρίαν χιλιάδων ψυχῶν. Ἐφαρμόστηκε καὶ στὴ μάρτυρα αὐτὴ «τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων» ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὅτι, ἀρκεῖ ἕνας χριστιανὸςἀλλὰ νὰ εἶναι πραγματικὸς χριστιανὸςγιὰ νὰ μεταστρέψει καὶ ὁδηγήσει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρους δήμους εἰδωλολατρῶν καὶ ἀπίστων.

Νὰ θυμήσουμε ἐδῶ πὼς ἡ ἁγία Εἰρήνη, τόσο γιὰ τὸ ὄνομά της, ὅσο καὶ τὸ εἰρηνοποιητικό της ἔργο, καθιερώθηκε ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ὡς ἡ προστάτιδα ἁγία τοῦ σώματος τῆς Ἀστυνομίας. Καὶ εὐχόμαστε ἰδιαίτερα στὰ μέλη τῆς Ἀστυνομικῆς Δυνάμεως τῆς περιφέρειας Μόρφου, ποὺ τελοῦν ἐτήσια τὴ μνήμη τῆς ἁγίας μας στὸ ὁμώνυμό της τοῦτο χωριό, κάθε εὐλογία καὶ ἐνίσχυση στὸ εὐθηνοφόρο καὶ σημαῖνον ἔργο τους, γιὰ νὰ διασφαλίζουν τὴν εἰρηνικὴ διαβίωση τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς μας.

Καὶ καλούμαστε ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων, οἱ χλιαροὶ καὶ νερόβραστοι, κάτι νὰ μιμηθοῦμε ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ βιοτὴ καὶ τὶς ἔνθεες ἀρετὲς τῆς εἰρηνωνύμου μάρτυρος καὶ ἑστιάτορος τῆς σημερινῆς ὁμηγύρεως μαζὶ καὶ πανηγύρεως. Θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ἰδιαίτερα τὶς καίριες καὶ κύριες ἀρετές της, αὐτὲς τῆς θερμῆς πίστης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἐνεργοῦς διπλῆς της ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ γέννησαν στὴν εὐλογημένη της ψυχὴ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ στερρὴ καὶ ἀνυπόστολη ὁμολογία Χριστοῦ ἐνώπιον βασιλέων καὶ τυράννων, καταξιώνοντάς την πολλαπλῶν στεφάνων στὴν οὐράνια βασιλεία. 

Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ὁμολογία Χριστοῦ, σὲ ἔργα καὶ λόγους καὶ λογισμούς, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος στοὺς χρόνους τούτους τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπομάκρυνσης δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂς κρατήσουμε ἀδελφοί μου γερὰ τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸν μόνο μας ἀληθινὸ καὶ ἀναφαίρετο θησαυρό. Τὴν Πίστη τῶν Ἁγίων μας, τῶν Πατέρων καὶ προγόνων μας. Μόνο ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ, στὸν Ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Βίος του Αγίου νέου ιερομάρτυρος Εφραίμ της Νέας Μάκρης (5 Μαΐου)

Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης
Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης

Ο άγιος Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός Εφραίμ γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1384. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία μαζί με τα άλλα έξι αδέλφια του, την δε φροντίδα τους, μετά τον Θεό, ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του.

Σε ηλικία 14 ετών ο πανάγαθος Θεός οδήγησε τα βήματα του αγίου Εφραίμ στην ακμάζουσα τότε Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου του όρους των Αμώμων (Καθαρών) της Αττικής, όπου με προθυμία σήκωσε στους ώμους του τον χρηστό σταυρό του Κυρίου με επισφράγιση της αφοσιώσεώς του το φρικτό και πανένδοξο μαρτυρικό του τέλος.

Θεϊκός πόθος και αγάπη Θεού φλόγιζε τη νεανική του καρδιά και γι’ αυτό έθεσε θεληματικά τον εαυτό του στην μακαρία υπακοή του Χριστού και έγινε, με τη μοναχική και ισάγγελη ζωή του, μιμητής των μεγάλων ασκητών και οσίων πατέρων της ερήμου, μιμούμενος επί 27 περίπου χρόνια την αγία τους πολιτεία.

Ο άγιος Εφραίμ ακολούθησε με ένθεο ζήλο τον Χριστό και διέπρεψε με τη λαμπρότητα της πολιτείας και τους πόνους της αθλήσεώς του στο όρος των Αμώμων Αττικής (περιοχή Νέας Μάκρης). Με τη θεία βοήθεια και τους ασκητικούς του κόπους καθάρισε την ψυχή και το σώμα του από τα ψυχοφθόρα πάθη και αξιώθηκε να γίνει κατοικητήριο του παναγίου Πνεύματος. Αξιώθηκε ακόμη να λάβει το μέγα χάρισμα της Ιερωσύνης και να υπηρετεί το άγιο Θυσιαστήριο ως άγγελος Θεού, με φόβο Θεού και πολλή κατάνυξη.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του 1425, επιστρέφοντας από ένα ασκητήριό του στη Μονή, την είδε τελείως κατεστραμμένη και χωρίς πατέρες, διότι είχαν σφαγιασθεί από βάρβαρους τούρκους. Τότε συνελήφθη και άρχισαν τα μαρτύριά του, τα οποία και τελείωσαν στις 5 Μαΐου 1426, ημέρα Τρίτη και ώρα 9 το πρωί. Ο άγιος Ιερομάρτυρας Εφραίμ ετελειώθη μαρτυρικώς σε ηλικία 42 ετών.

Προσευχόμενος ο γενναίος του Χριστού αθλητής, ο άγιος Εφραίμ, και μέσα σε φρικτά βασανιστήρια ευρισκόμενος –τον κρέμασαν αντεστραμμένα σε δένδρο, που σώζεται ακόμη, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, και τέλος διεπέρασαν το καταπληγωμένο και μαρτυρικό του σώμα με αναμμένο ξύλο– παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Δεσπότη Χριστό, από τον οποίο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου και τη χάρη των θαυμάτων.

Μετά από 500 και περισσότερα χρόνια, ευδόκησε ο φιλάνθρωπος Θεός και φανερώθηκαν, μετά από πολλές εμφανίσεις του ίδιου του αγίου Εφραίμ και πολλά άλλα θαυμαστά γεγονότα, όλα όσα σήμερα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, τα οποία και βεβαιώθηκαν με την εύρεση των μαρτυρικών και χαριτοβρύτων λειψάνων του στις 3 Ιανουαρίου 1950.

Τα άγιά του λείψανα όχι μόνο αποπνέουν θεϊκή και ουράνια ευωδία, αλλά και πηγάζουν ιάματα σε όσους τα ασπάζονται με πίστη και ζητούν την ταχύτατη βοήθειά του. Επειδή ο άγιος Εφραίμ, με την καθαρή πολιτεία του και το μαρτύριο, που υπέμεινε για την αγάπη του Χριστού, δόξασε το όνομα του Τριαδικού Θεού, αντιδοξάσθηκε πλούσια από τον Παντοκράτορα Κύριο και ενεργεί στους επικαλουμένους τη μεσιτεία Του, με τη χάρη του Χριστού που άφθονη έλαβε, παράδοξα και υπερφυή θαύματα ψυχής και σώματος.

Ο Ιερομάρτυρας και θαυματουργός άγιος Εφραίμ εορτάζεται δύο φορές το χρόνο: στις 3 Ιανουαρίου η εύρεση των τιμίων λειψάνων του και στις 5 Μαΐου το μαρτυρικό του τέλος.

Είθε με τις πρεσβείες του αγίου Εφραίμ να μας ελεήσει και σώσει δωρεάν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, και να ευδοκήσει ο Θεός να αξιωθούμε να προσκυνήσουμε και τα μυρίπνοά του λείψανα και να ζήσουμε πλούσια τα θεία και ανερμήνευτα δώρα της αληθινής Ορθοδόξου Πίστεώς μας, και να ομολογήσουμε με θέρμη ότι «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού», και «τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς» (Ψαλμ. 15:3). Αμήν.

Από το βιβλίο: Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 510

Μόρφου Νεόφυτος: Θεοτόκος, ἡ πρώτη μυροφόρα τῆς Ἀναστάσεως (Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 30.4.2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Θεοτόκου τῆς «Ἀπολυτρώσεως τῶν Ἐξηρτημένων» τῆς κοινότητος Κανναβιῶν-Ἁγίας Εἰρήνης τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (30.4.2017).

Ἡ μουσικὴ στοὺς τίτλους ἔναρξης καὶ τέλους εἶναι ἀπὸ τὴ σύνθεση «Uşşak Şarkı» τῶν Σωκράτη Σινούπουλου και Derya Turkan, ποὺ περιέχεται στὸ ἄλμπουμ «Γράμμα ἀπὸ τὴν Πολὴ» τῆς Golden Horn Productions (2003).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 4 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 1-7

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ Δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις· ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτὰ πλήρεις πνεύματος καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους, καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ πνεύματος ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανεν, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἰερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
15:43 – 16:8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ ὁλόσωμος ταφὴ καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀποτελοῦν δύο βασικὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας, γιατὶ μὲ τὸ ἄχραντο πάθος, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συντελέστηκε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πατήθηκε ὁ θάνατος καὶ μᾶς δωρήθηκε ἡ Χάρη νὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τὰ σχετικὰ γεγονότα μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἔγερση τοῦ Κυρίου μᾶς περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία, συγχρόνως, μᾶς ἐξιστορεῖ καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, καθὼς καὶ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν• γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα.

Γιὰ ποιά ὅμως ἀρετὴ ἀξιώθηκαν, ὁ μὲν Ἰωσὴφ ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρμαθαὶμ καὶ ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς  Νικόδημος νὰ ὑπηρετήσουν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, οἱ δὲ Μυροφόρες γυναῖκες πρῶτες νὰ ἰδοῦν τὸν ἀναστάντα Χριστὸν καὶ νὰ γίνουν, πρῶτες αὐτές, κήρυκες τούτου τοῦ γεγονότος; Βέβαιως ὅλα τὰ ἅγια αὐτὰ πρόσωπα εἶχαν πολλὲς ἀρετές. Κυρίως ὅμως διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς τόλμης καὶ τῆς ἀνδρείας, τῆς ψυχικῆς δηλαδὴ ἀνδρείας, ποὺ καὶ μεγαλοψυχία ὀνομάζεται, γιὰ τὴν ὁποία ἐξαιρέτως ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπὸ τὸν ἐθελουσίως παθόντα καὶ ταφέντα καὶ ἀναστάντα Κύριον. Καί, πῶς τὸ γνωρίζουμε αὐτό; Ἂν μελετήσουμε τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, τοῦτο καθίσταται ὁλοφάνερο!

Τὴν ὥρα τῆς θυσίας τοῦ Δεσπότου ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ ὅλοι τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει• ἐνῶ ὁ Ἰούδας Τὸν πρόδωσε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια• ἐνῶ ὁ Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο ἐμπρὸς σὲ ταπεινοὺς ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες τοῦ Καϊάφα• ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητές, πλὴν τοῦ Θεολόγου Ἰωάννη, «πάντες ἀφέντες αὐτὸν» ἔφυγαν• ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὄχλοι, ποὺ μὲ τόσα θαύματα καὶ διδασκαλίες τοὺς εἶχε εὐεργετήσει, ἑνωμένοι τότε μὲ τοὺς ἐχθρούς Του, κραύγαζαν στὸν Πιλᾶτο, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»• ἐνῶ λοιπὸν ὅλα τοῦτα συνέβαιναν, μέσα στὴ γενικὴ ἐκείνη ἐγκατάλειψη, μόνοι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ τὶς εὐλογημένες Μυροφόρες παρέμειναν πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο! Μάλιστα οἱ Μυροφόρες, οὔτε λεπτὸ δὲν ἀποχωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, ἀλλὰ παρέμειναν πλησίον στὸν Σταυρό, ζῶντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ μέγιστο ἐκεῖνο Πάθος καὶ μυστήριο τοῦ ἀναμάρτητου Θεανθρώπου νὰ πάσχει τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο καὶ νὰ παραδίδει ἑκουσίως τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μά, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ. Κι ὅταν ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον» καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότου νὰ τὸ ἐνταφιάσει καί, λαμβάνοντας τὴν ἄδεια τοῦ ἐξουσιαστῆ, πῆγε μὲ τὸν Νικόδημο νὰ ἀποκαθηλώσουν καὶ θάψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ, ἔτρεξαν καὶ οἱ Μυροφόρες καὶ τοὺς βοήθησαν καὶ τοὺς συνόδευσαν μέχρι τὸ θεοδόχο μνημεῖο, καὶ παρέμειναν ἐκεῖ, ἕως ὅτου ὁ ἥλιος ἔριξε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὶς τελευταῖες του ἀκτῖνες…

Μά, τὴ μεγάλη τους ἀγάπη στὸν Κύριο, τὴ θερμή τους πίστη καὶ ἀκλόνητη ψυχική τους ἀνδρεία ἔδειξαν κατεξοχὴν τὴ νύκτα ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων». Τότε, ἐνῶ γνώριζαν πὼς τὸ μνῆμα εἶναι ἐσφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καὶ βαρὺς φράζει τὴν εἴσοδό του, ὅτι πάνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τὸν τάφο καὶ ἔχουν ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν ὅποιο θὰ πλησίαζε ἐκεῖ, παρόλα λέγω αὐτά, «λίαν πρωί», «ὄρθρου βαθέως», πρὶν ἀκόμη νὰ χαράξει τὸ φῶς κι ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ξεκινοῦν γιὰ τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου, φέροντας μαζί τους καὶ τὰ δικά τους ἀρώματα καὶ μύρα, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ ἀτίμητο Μύρο, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κανένας φόβος, καμμιὰ δυσκολία δὲν στάθηκε δυνατὸν νὰ τὶς ἐμποδίσει. Γι᾽ αὐτὸ καί, κατὰ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀξιώνονται πρῶτες αὐτὲς νὰ ἰδοῦν ἀναστάντα τὸν Χριστό μας καὶ παίρνουν ἐντολὴ νὰ μεταδώσουν τὸ κοσμοχαρμόσυνο τοῦτο μήνυμα καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές Του.

Ἀδελφοί μου, ἡ καλύτερη τιμὴ τῶν ἁγίων εἶναι ἡ μίμησή τους. Καὶ εἶναι γι᾽ αὐτό, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει κάθε μέρα μπροστά μας τὶς ἅγιες μορφές, τὴν ἁγία ζωή τους, μὲ τὰ συναξάρια καὶ τοὺς ὕμνους τους, γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ στὴν κατὰ δύναμη πορεία στὰ θεοφιλὴ ἴχνη τους. Κι ἐμεῖς σήμερα καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε τὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα, ποὺ ἀναφέραμε, τοὺς ἐνταφιαστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς σεπτὲς Μυροφόρες. Οἱ ἡρωϊκές τους πράξεις, ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς παραδίδουν ἕνα ὑψηλὸ παράδειγμα θάρρους καὶ πνευματικῆς ἀνδρείας.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἀπιστία καὶ τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα ξαπλώνουν συνεχῶς τὰ πλοκάμια τους στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, χρειάζεται θάρρος καὶ λεβεντιὰ νὰ παραμένει κάποιος πιστός. Ἀλλά, θάρρος καὶ τόλμη χρειάζονται ἀκόμη, γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε, νὰ δίνουμε μαρτυρία Χριστοῦ στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ τὴ ζωή, τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας, σήμερα, ποὺ «ἡ ἁμαρτία ἔγινε τῆς μόδας», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε! Ὅταν Τὸν βλασφημοῦν, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπερασπιζόμαστε! Ὅταν οἱ ἄλλοι Τὸν ἐγκαταλείπουν, γιατὶ δὲν τοὺς «βολεύει» στὸν τρόπο ζωῆς τους, ἐμεῖς νὰ παραμένουμε σταθεροὶ κοντά Του, «ἔργῳ καὶ λόγῳ». Νὰ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα, μὲ τὸ γνήσιο χριστιανικό μας παράδειγμα, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι θεωρία καὶ λόγια, ἀλλὰ πράξη καὶ συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς. Γιατί, δυστυχῶς, ἡ δειλία, ὁ φόβος, ἡ σκοπιμότητα, οἱ ἔνοχοι συμβιβασμοί, τὸ ἠθικὸ ξεπούλημα, τείνουν νὰ γίνουν τὰ μόνιμα πλαίσια ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς στὴ σημερινὴ κοινωνία. Ὅμως, ὅπως διαπρύσια ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος διακηρύτττει, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα, δηλ. χάρη δύναμης καὶ ἀγάπης καὶ νὰ ζοῦμε μὲ σωφροσύνη (Β´ Τιμ.1,7).

Κι ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32) (=Ὅποιος ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀνήκει σ᾽ ἐμένα, θὰ τὸν ἀναγνωρίσω κι ἐγὼ γιὰ δικόν μου μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου). Αὐτῆς τῆς καλῆς ὁμολογίας ἀξίωσέ μας, εὔσπλαγχνε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ τῆς αἰωνίου Σου βασιλείας, διὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν!

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Θεοτόκου τῆς «Ἀπολυτρώσεως τῶν Ἐξηρτημένων» τῆς κοινότητος Ἁγίας Εἰρήνης Κανναβιῶν-Καννάβια, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (19.05.2024).

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας της από Ταρσού, Ιλαρίου Οσίου και Νικηφόρου Οσίου Ηγουμένου της του Μιδικίου (4 Μαΐου)

Μαρτύριο Αγίας Πελαγίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Πελαγίας της από Tαρσού

Bοός το χαλκούργημα πυρ φανέν φλέγον,
Bληθείσαν ένδον την Πελαγίαν φλέγει.
Aμφί τετάρτη Πελαγίη καύθη βοΐ χαλκώ.

Μαρτύριο Αγίας Πελαγίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλέως εν έτει σπη΄ [288], καταγομένη μεν, από την Tαρσόν της Kιλικίας, κατοικούσα δε, εις την Pώμην. Eπειδή δε ο Pώμης Eπίσκοπος Λίνος1 εβάπτιζε πολλούς Έλληνας, διά τούτο η Aγία αύτη βλέπει εις το όνειρόν της τον χαρακτήρα του ρηθέντος Eπισκόπου, όστις επαρακάλει αυτήν διά να την βαπτίση. Eξυπνήσασα δε, εκατάλαβε το όραμα, όθεν ζητήσασα από την μητέρα της άδειαν, τάχα πως έχει να υπάγη εις την ανατροφόν και παραμάναν της, επήγεν εις τον Eπίσκοπον και εβαπτίσθη. Eίτα έδωκεν εις αυτόν την πολύτιμον αυτής φορεσίαν, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Aυτή δε πηγαίνουσα εις την ανατροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, οπού εφόρεσεν εκ του Aγίου Bαπτίσματος, δεν εδέχθη από αυτήν. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της με την αυτήν ταπεινήν φορεσίαν, επροξένησεν εις αυτήν ανυπόφορον λύπην. Eπειδή δε η μήτηρ της επαρακίνει μεν αυτήν να αλλάξη τα φορέματα εκείνα, και να αρνηθή τον Xριστόν, δεν εδυνήθη δε να την καταπείση, διά τούτο εφανέρωσε την υπόθεσιν εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις είχε την αρραβωνισθή. Eκείνος δε λυπηθείς υπερβολικώς, διατί η Πελαγία αθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, εφόνευσε μόνος τον εαυτόν του. Όθεν τούτο μαθών ο πατήρ του Διοκλητιανός, και οργισθείς, επίασε την Πελαγίαν, και έβαλεν αυτήν μέσα εις ένα χάλκινον βόδι πεπυρακτωμένον, και ούτως η μακαρία έλαβε τον του μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.

Σημείωση

1. O Λίνος ούτος εορτάζεται κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου, και εχρημάτισε πρώτος της Pώμης Eπίσκοπος, και όρα εκεί.


Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίου1 του Θαυματουργού

Έγνων τον Iλάριον ιλαρόν φύσει,
Oς θαυματουργεί καν τάφω τεθειμένος.

Oύτος ο Άγιος εκ νεαράς του ηλικίας, τον Σταυρόν του Kυρίου σηκώσας εις τους ώμους του, ηκολούθησε τω σταυρωθέντι, και επειδή υπέταξε τα πάθη της σαρκός εις το πνεύμα και την ψυχήν, διά τούτο επλούτησε παρά Θεού την χάριν των ιαμάτων. Όθεν ιάτρευε πολλά και διάφορα πάθη και ασθενείας, και εδίωκε δαίμονας από τους ανθρώπους. Mετά ταύτα έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα καλυβάκι στενώτατον, και εζούσεν έξω από κάθε ταραχήν και θόρυβον. Όθεν λαμπρυνθείς με την απάθειαν, εδέχθη το θείον της Iερωσύνης αξίωμα. Oύτος ο Άγιος πληγήν χαλάζης κατέπαυσε, τα ζώα οπού έβλαπτον τα σπέρματα και γεννήματα, εδίωξε, την γην ξηράν ούσαν από ανομβρίαν, με βροχήν επότισε, ρεύματα ποταμού, ως ο Eλισσαίος και Ηλίας, διέσχισε και απέρασε, ξηρόν χέρι ενός Xριστιανού, ιάτρευσεν, και κουτζών και παραλύτων τους πόδας και τα μέλη, ανώρθωσε και εστερέωσε, και άλλα δε πολλά ποιήσας θαύματα, ανεπαύθη εν Kυρίω.

Σημείωση

1. Eν δε τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, Iλαρίωνος γράφεται ουκ ορθώς.


O Όσιος Πατήρ ημών Nικηφόρος, ο Hγούμενος Mονής του Mηδικίου, εν ειρήνη τελειούται

Tης αρετής το θείον ήρατο στέφος,
O θείος αρθείς εκ βίου Nικηφόρος.

Oύτος ο Όσιος Nικηφόρος ήτον κατά τους καιρούς των εικονομάχων. Eπειδή δε εκ βρέφους ηγάπησε τον Xριστόν, διά τούτο βλέπων την ρηθείσαν αίρεσιν των εικονομάχων αυξανομένην, αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω και έγινε Mοναχός. Όθεν ανεχώρησεν εις τα βουνά και ησύχαζε, καταγινόμενος εις νηστείας και αγρυπνίας, και προσευχόμενος τω Θεώ, διά την ειρηνικήν κατάστασιν όλης της οικουμένης. Aφ’ ου δε εγαληνίασεν ολίγον η αίρεσις της εικονομαχίας, με πολλάς παρακαλέσεις των Mοναχών έγινεν Hγούμενος του Mοναστηρίου του Mηδικίου, το οποίον ευρίσκεται κοντά εις τα Mουντανία. Eπειδή δε πάλιν η αίρεσις αύτη ανεκαινίσθη και αύξησε, διά μέσου του δυσσεβούς Λέοντος του Aρμενίου εν έτει ωιδ΄ [814], διά τούτο εξωρίσθη και ούτος ο Άγιος από το Mοναστήριόν του, ως προσκυνητής των αγίων εικόνων, και ως ακολουθών εις τας παραδόσεις και διατάξεις των Aγίων Aποστόλων, και των θείων Πατέρων. Kαι αφ’ ου κατεδικάσθη με πικράς εξορίας, απεκλείσθη μέσα εις μίαν σκοτεινοτάτην φυλακήν. Eκεί λοιπόν καταβαλών την ψυχόλεθρον αίρεσιν ως στερρός αγωνιστής, απήλθε προς τον Xριστόν, τον οποίον επόθησεν ο αοίδιμος1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ η μνήμη και το Συναξάριον, τόσον του Nικήτα Πρεσβυτέρου Hγουμένου Mονής του Mηδικίου, όσον και Iωάννου Πρεσβυτέρου του Παλαιολαυρίτου, παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Mηναίοις. Tου μεν γαρ Nικήτα η μνήμη και το Συναξάριον, εγράφη κατά την τρίτην του Aπριλλίου. Tου δε Iωάννου, εγράφη κατά την εικοστήν του αυτού Aπριλλίου και η μνήμη και το Συναξάριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ: «Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων»: ΜΕ΄ (45η) Πνευματικὴ σύναξη διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτo, μὲ θέμα «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας» (Ἀκάκι, 30 Μαΐου 2025)

Φέρεται εἰς γνῶσιν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, τὴν Παρασκευή, 30 Μαΐου 2025 καὶ ὥρα 7:00 μ.μ., στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης στὴν κοινότητα Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ΜΕ΄ (45η) πνευματικὴ σύναξη διαλόγου «Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων» μὲ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, μὲ θέμα «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας».

Στὶς πνευματικὲς αὐτὲς συνάξεις ὁ Πανιερώτατος ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις τῶν πιστῶν ποὺ τοῦ ὑποβάλλονται εἴτε γραπτῶς εἴτε προφορικῶς, ἐπώνυμα ἢ ἀνώνυμα. Ἐρωτήματα μποροῦν νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνση:

anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: Στήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας.

Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας.“παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.

᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”.ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο.ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες.

Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.

῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.

“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.

῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους.

῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“.ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ.“ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”.διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.