… Σου λέγω και τούτο τέκνον μου, ότι θα έρθει καιρός, οπόταν οι χριστιανοί θα προσθέτουν και θα αφαιρούν και θα μεταβάλουν τας βίβλους των Αγίων Ευαγγελίων και των Αγίων Αποστόλων και των Θεσπέσιων Προφητών και των Ιερών Πατέρων και θα μαλακώνουν τας Αγίας Γραφάς και θα γράφουν τροπάρια και άσματα και λόγους τεχνολογικούς.
Και ο νους των θα ξεχυθεί εις αυτούς, θα απομακρυνθούν δε από τα Θεϊκά πρότυπα.
Και δια τούτον τον λόγον οι Άγιοι Πατέρες είχαν προαναγγείλει ότι οι μονασταί της ερήμου πρέπει να γράφουν τους βίους των Πατέρων όχι επάνω εις μεμβράνας, αλλά επάνω εις χάρτινους διφθέρας, διότι η ερχόμενη γενεά θα τους μεταβάλλει σύμφωνα με την δική των αρέσκεια. Όθεν και το κακό που μέλλει να προέλθει θα είναι φρικτόν.
Κατόπιν λέγει ο μαθητής: Ώστε λοιπόν, Γέροντα, πρόκειται να αλλάξουν οι παραδόσεις και τα έθιμα των Χριστιανών; Μήπως δεν θα υπάρχουν πλέον ιερείς εις την Εκκλησίαν αφού θα βαδίσει προς αυτό το κατάντημα;
Τότε ο αββάς εσυνέχισεν: Εις τους καιρούς εκείνους πλέον, θα κρυώσει η αγάπη του Θεού από τις περισσότερες ψυχές και θα πέσει θλίψις μεγάλη εις τον κόσμον. Το ένα έθνος θα ρίχνεται εναντίον του άλλου. Οι λαοί θα μετακινούνται από τους τόπους των. Οι άρχοντες θα ανακατωθούν, οι ιερωμένοι θα το ρίξουν εις την αναρχίαν, οι δε μοναχοί θα ξεκλίνουν εις την αμέλειαν. Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες θα θεωρούν ανάξιον πράγμα να φροντίζουν για την σωτηρίαν τόσον της ιδικής των ψυχής, όσον και του ποιμνίου των και θα περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα.
Όλοι θα δείχνουν προθυμίαν και δραστηριότητα προ πάντων δια τα τραπέζια και διά τας ορέξεις των. Θα είναι οκνηροί εις τας προσευχάς και πρόχειροι εις τας κατακρίσεις. Τους βίους και τας διδαχάς και τα παραδείγματα των αγίων Πατέρων δεν θα ενδιαφέρονται μήτε να τα μιμηθούν, μήτε καν να τα ακούσουν, αλλά μάλλον θα κατηγορούν και θα λέγουν ότι, εάν εζούσαμε και μεις εις εκείνα τα χρόνια, έτσι θα συμπεριφερόμεθα.
Οι δε αρχιερείς θα υποχωρούν μπροστά στους ισχυρούς της γης. Και θα λύνουν τις διάφορες υποθέσεις, βγάζοντες από πολλές μεριές δώρα και απολαβές λογιών λογιών για λογαριασμό των.
Τον πτωχόν δεν θα τον υπερασπίζουν, θα θλίβουν τας χήρας γυναίκας και θα καταπονούν τα ορφανά. Αλλά και εις τον λαόν θα εισχωρήσει ασωτία. Οι περισσότεροι δεν θα πιστεύουν εις τον Θεόν, θα μισούνται αναμεταξύ των και θα αλληλοτρώγονται ωσάν τα θηρία, θα κλέπτουν ο ένας τον άλλον και θα μεθύουν και θα περπατούν ωσάν τυφλοί.
Τέλος ξαναρωτά ο μαθητής: Τι λοιπόν πρέπει να κάνει κάποιος σε κείνη την περίστασιν;
Και ο Γέρων Παμβώ απεκρίθη: Τέκνον μου, εις εκείνους πλέον τους καιρούς, όποιος αν ημπορέσει να σώσει την ψυχή του και να παρακινά και τους άλλους δια να σωθούν, αυτός θα ονομασθεί μέγας εις την βασιλείαν των Ουρανών.
Ο Κύριος αποδοκιμάζει την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη νηστεία και κάθε καλό έργο που γίνεται υποκριτικά ενώπιον των ανθρώπων για την επιδίωξη δόξας. Ο ουράνιος Πατέρας μας, «ο εν τω κρυπτώ…» και «βλέπων εν τω κρυπτώ», δεν ευαρεστείται με παρόμοιες πράξεις (Ματθ. Ϛ’ 1-18). Και δεν είναι μόνον ο λόγος του Θεού που εντέλλεται να αποκρύπτουμε την εσωτερική μας ζωή από τα ξένα βλέμματα, αλλά και το υγιές πνευματικό ένστικτο, σαν κάποια «κατηγορική προσταγή», απαγορεύει να παραβιάζουμε το μυστικό της ψυχής που παρίσταται ενώπιον του Θεού. Η προσευχή της μετανοίας ενώπιον του Υψίστου αποτελεί τον πιο ενδόμυχο χώρο του πνεύματός μας. Από την κατάσταση αυτή γεννιέται η επιθυμία να παραμένουμε κρυμμένοι σε κάποιο μέρος, κάτω από τη γη, έτσι ώστε κανείς να μη μας βλέπει ή να μας ακούει, αλλά όλα να διαμείβονται μόνο μεταξύ του Θεού και της ψυχής. Με τον τρόπο αυτό ζούσα τις πρώτες δεκαετίες της μετανοίας μου ενώπιον του Κυρίου. Από την πικρή μου πείρα πολλές φορές διδάχθηκα ότι είναι απαραίτητο να αποφεύγουμε και αυτήν ακόμη τη στροφή στον εαυτό μας, διότι αλλιώς γινόμαστε θύματα του πνεύματος της κενοδοξίας ή της αυταρέσκειας. Οι κινήσεις αυτές της καρδιάς μας επισύρουν την εγκατάλειψη από τον Θεό.
Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ
Πηγή: Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, ΟΨΩΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ
Το μεγάλο πνευματικό ανάστημα της οσίας, χαρισματικής και ασκήτριας γερόντισσας Γαλακτίας της Κρήτης μέσα από αναμνήσεις του Πανοσιολογιωτάτου Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ.
Άγιος Ιερεμίας Α΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος
Στην Αγιοκατάταξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Α’, προέβη η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τη διάρκεια των τακτικών εργασιών της την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2022.
Ο Ιερεμίας καταγόταν από την Ήπειρο και είχε διατελέσει Μητροπολίτης Σόφιας επιδεικνύοντας σημαντικές διοικητικές ικανότητες. Εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης σύμφωνα με τον βιογράφο του Μιχαήλ Στρουμπάκη, το 1522. Το 1526, εν τη απουσία του από την Κωνσταντινούπολη αντικαταστάθηκε αντικανονικά από τον Ιωαννίκιο Α’ αλλά μετά από δύο Συνόδους (Ιεροσόλυμα-Κωνσταντινούπολη) αποκαταστάθηκε στο θρόνο του.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα των επισκοπών του, για την ενίσχυση του κοινοβιακού θεσμού, για τις σχέσεις με άλλες εκκλησίες και για κανονικά θέματα.
Επί των ημερών του θεμελιώθηκε η Μονή Σταυρονικήτα στο Άγιον Όρος. Σημαντικό επίτευγμα κατά τη θητεία του ήταν το ότι κατόρθωσε να διατηρήσει τις ορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης από το να κατεδαφιστούν ή να μετατραπούν σε τζαμιά, μετά από θέμα που ανακινήθηκε το 1537, 84 χρόνια μετά την Άλωση.
Ο Ιερεμίας κατόρθωσε να το αποφύγει ευρίσκοντας ζώντες υπέργηρους Τούρκους συμμετέχοντες στις εχθροπραξίες της εποχής οι οποίοι μαρτύρησαν ενώπιον ειδικού πολιτκού σώματος ότι στην πραγματικότητα η Πόλη παρεδόθη και δεν αλώθηκε, με αποτέλεσμα να παραμείνει το δικαίωμα διατήρησης των ορθοδόξων ναών.
Παρέμεινε Πατριάρχης ως το 1546 όπου ασθένησε και απεβίωσε έχοντας εγκαταλείψει το θρόνο του διαβιώντας ως απλός μοναχός.
«Έχω τον άγιο μπροστά. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού· είναι μία θαυμασία προσευχή· είναι μία μεταρσίωσις του νοός· είναι μία μυστική θεωρία· είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάση για να την αισθανθή».
Άγιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος
Την απόφαση να εγγράψει στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, έλαβε την Τρίτη 10 Ιανουαρίου η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης (5 Σεπτεμβρίου 1905 – 7 Δεκεμβρίου 1991) και κατά κόσμον Αναστάσιος – Αθανάσιος ήταν σύγχρονος υμνογράφος.
Γεννήθηκε στην Δρόβιανη της επαρχίας Δέλβινου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του.
Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του χωριού.
Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί κοντά του.
Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στον πατέρα και την θεία του.
Στην συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. Στην νέα του διαμονή συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο.
Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Μετά το γυμνάσιο συνέχισε τις σπουδές του σε κάποια ανώτερη σχολή ελληνικής παιδείας.
Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά.
Θυμάται ο ίδιος: « Η ενορία μας ήταν ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου ήτο η παλαιά Ριζάρειος Σχολή, στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί κατ’ επανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, τον οποίο είδα».
Στην Αθήνα καλλιέργησε την σκέψη να γίνει μοναχός και σκέφθηκε να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις. Και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση του. Έτσι έρχεται στο Άγιο Όρος στις 15 Αυγούστου 1923.
Στο Άγιο Όρος εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην σκήτη της Αγίας Άννης. Συγκεκριμένα στην Μικρά Αγία Άννα, στο κελλί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον μικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.
Εδώ, σ’ αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη τοποθεσία της Μικράς Αγίας Άννης, βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του.
Μπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και στη μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στη μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του αγίου.
Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στη νέα του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής.
Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και τη μελέτη, οι δύο μοναχοί της καλύβης, γέροντας και υποτακτικός, εργάζονταν για την επιβίωσή τους ως άνθρωποι.
Ο Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή προσφόρων για τη θεία Λειτουργία. Κοντά σ’ αυτόν και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την οποία και ασκούσε φίλεργα.
Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα. Μας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Τους αρχαίους συγγραφείς, όλα τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα. Είχα μερικά βιβλία απ’ έξω, που τα έδωσα σε ορισμένα πτωχά παιδιά που μ’ επισκέφθηκαν από την Συκιά απέναντι».
Μετά την παρέλευση λίγων ετών ο γέροντας Μελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο.
Κάτω από την καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο ασκητής Γέροντας Αβιμέλεχ (1965). Το 1946 υποτάχθηκε σ’ αυτόν ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος.
Με τον π. Διονύσιο συνδέθηκε ο π. Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε μία συνοδεία.
Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτήτορας του ναού των αγίων Πατέρων Διονυσίου του ρήτορος και Μητροφάνους.
Συγκεκριμένα, το 1956 στο σπήλαιο όπου ασκήτευσαν οι δύο όσιοι κτίζει μικρό ναΐδριο και το 1960 το συμπληρώνει με την λιτή.
Ο Γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για τη διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς του. Είναι άξιο λόγου ότι η ασκητική και αναχωρητική του βιοτή σε τίποτα δεν έπληξε την κοινωνικότητά του.
Οι προσερχόμενοι σ’ αυτόν λαϊκοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και γοητευμένοι, καθώς ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος.
Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες• επιδίωκε πάντοτε τη σιωπή, την οποία και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».
Εκτός από τους λαϊκούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές κληρικοί ή και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα.
Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της σκήτης Αγίας Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με την σύνταξη και δημοσίευση καταλόγου των χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της σκήτης.
Με την ιδιότητα αυτή βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση αντιγράφων των χειρογράφων. Ο ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες και άρθρα.
Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι προσιτό, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες κυκλοφορούν ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα.
Αλλά και την ίδια την υμνογραφία την θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους: «Έχω τον άγιο μπροστά. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού• είναι μία θαυμασία προσευχή• είναι μία μεταρσίωσις του νοός• είναι μία μυστική θεωρία• είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάσει για να την αισθανθεί».
Απεβίωσε στις 7 Δεκεμβρίου 1991. Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες.
Τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στις 28 Δεκεμβρίου 1968 ετίμησε με αργυρό μετάλλιο η Ακαδημία Αθηνών.
«Έχω τον άγιο μπροστά. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού· είναι μία θαυμασία προσευχή· είναι μία μεταρσίωσις του νοός· είναι μία μυστική θεωρία· είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάση για να την αισθανθή».