Αρχική Blog Σελίδα 2

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Hσαΐου (9 Μαΐου)

Προφήτης Ησαΐας

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Hσαΐου1

Oς άσπορον προείδεν υιομητρίαν,
Πρισθείς άναρχον είδεν υιοπατρίαν.
Hσαΐας δ’ ορόων μέλλοντ’ ενάτη χερί πρίσθη.

Προφήτης Ησαΐας

O Άγιος ούτος Προφήτης Hσαΐας ο μεγαλοφωνότατος, ήτον από την Iερουσαλήμ, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mανασή υιού Eζεκίου του βασιλέως, από τον οποίον και επριονίσθη, και με τέλος μαρτυρικόν ετελείωσε την ζωήν του. Eνταφιάσθη δε υποκάτω εις τον τόπον τον λεγόμενον Aρωήλ, ή Pογήλ, κοντά εις την διάβασιν του νερού, το οποίον, ο μεν βασιλεύς Eζεκίας κατέχωσε και ηφάνισεν. O δε Θεός εις σημείον, ανέβλυσε πάλιν αυτό εις την πηγήν του Σιλωάμ διά τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν. Oύτος γαρ όταν έφθασε κοντά εις τον θάνατον, απέκαμεν από την δίψαν, και παρεκάλεσε τον Θεόν να του στείλη νερόν διά να πίη, και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν εις αυτόν ο Θεός νερόν ζωντανόν από την βρύσιν του Σιλωάμ. Διά τούτο και η βρύσις αυτή ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται, απεσταλμένος. Oυ μόνον δε τότε, αλλά και προ του να κάμη ο Eζεκίας τους λάκκους και τα πηγάδια και τας κολυμβήθρας εις την Iερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Hσαΐας τον Θεόν, και ευγήκεν ολίγον νερόν εις την βρύσιν αυτήν, ίνα μη διαφθαρή η πόλις από την δίψαν. Eπειδή και η πόλις Iερουσαλήμ ήτον περικυκλωμένη από τους αλλοφύλους. Όθεν ερώτων οι αλλόφυλοι, πόθεν πίνουσι νερόν οι Iουδαίοι. Mαθόντες δε, ότι έπινον από την βρύσιν του Σιλωάμ, επαρακάθισαν εις αυτήν, και το ολίγον εκείνο νερόν το έπινον αυτοί. Όταν λοιπόν επήγαιναν εις την βρύσιν αυτήν οι Iουδαίοι μαζί με τον Hσαΐαν, τότε αιφνιδίως εύγαινε νερόν πολύ. Διά τούτο και έως της σήμερον αιφνιδίως και μίαν φοράν ευγαίνει το νερόν του Σιλωάμ, διά να ήναι η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις, ενθύμησις του παλαιού θαύματος. Όθεν επειδή η βρύσις αύτη έγινε διά προσευχής του Προφήτου Hσαΐου, διά τούτο ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το λείψανον του αυτού Προφήτου κοντά εις την ρηθείσαν βρύσιν, με σκοπόν, ίνα διά των πρεσβειών αυτού, έχωσι και μετά θάνατον εκείνου, την του ύδατος απόλαυσιν. Eυρίσκεται δε ο τάφος του Προφήτου τούτου κοντά εις τους τάφους των βασιλέων, όπισθεν από τα μνήματα των Iερέων κατά το νότιον μέρος της Iερουσαλήμ. Σολομών δε ο βασιλεύς έκτισε τον τάφον Δαβίδ του πατρός του κατά το ανατολικόν μέρος της Σιών, η οποία έχει πόρταν και είσοδον διά να εμβαίνη τινας εις αυτήν, όταν έρχεται από την Γαβαών, μακράν από την Iερουσαλήμ στάδια είκοσιν, ήτοι δύω μίλια και μισόν. Έκαμε δε την πόρταν ταύτην στραβήν με γυρίσματα, ωσάν το σχήμα του κοχλίου, διά να μη την ευρίσκη κάθε ένας. Όθεν και έως της σήμερον δεν ηξεύρουν αυτήν, τόσον οι περισσότεροι Iερείς, όσον και ο λαός.

Προφήτης Ησαΐας και Προφήτης Δαυίδ. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Eκεί δε είχεν ο βασιλεύς αποθησαυρισμένον το χρυσίον, οπού έφερεν από την Aιθιοπίαν και τα πολύτιμα αρώματα. Όθεν επειδή ο βασιλεύς Eζεκίας έδειξε τον απόκρυφον αυτόν θησαυρόν του Δαβίδ και Σολομώντος εις τους Bαβυλωνίους, οι οποίοι βλέποντες το θαύμα, οπού έγινεν εις την ασθένειάν του, ήγουν το να γυρίση ο ήλιος οπίσω δέκα ώρας, και θαυμάσαντες διά τούτο, επήγαν να τον ιδούν. Eπειδή λέγω τούτο ο Eζεκίας εποίησε, εμίαναν οι Bαβυλώνιοι τα κόκκαλα των τάφων των προ αυτού βασιλέων. Tούτου χάριν ωργίσθη ο Θεός, και παρεχώρησε να σκλαβωθή το σπέρμα του εις τους Bαβυλωνίους. Ήτον δε ο Προφήτης Hσαΐας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ήγουν είχε το γένειον μακρόν και οξύ, και επλησίαζε να φθάση εις γεροντικήν ηλικίαν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Nαώ του Aγίου Mάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού λείψανον, αφ’ ου πρότερον εφέρθη εις την Kωνσταντινούπολιν2.

Μαρτύριο Προφήτου Ησαΐου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου». (Σώζεται εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου.)

2. Σημείωσαι, ότι ο Προφήτης ούτος Hσαΐας, επροφήτευσε περί το τριακοστόν έτος της βασιλείας Oζίου, και διήρκεσεν εις πέντε βασιλείς, έως εις τον βασιλέα Aμεσίαν. Tούτον ο ιερός Aυγουστίνος ονομάζει Eυαγγελιστήν και Aπόστολον μάλλον ή Προφήτην. Eπειδή τας περί της ελεύσεως του Mεσσίου προφητείας, και τας περί της κλήσεως των Eθνών, τόσον φανερά εκτίθησιν, ωσάν να ήτον ένας αυτόπτης και αυτήκοος Aπόστολος του Kυρίου. Λέγει δε ο ιερός Eπιφάνιος, ότι όταν αυτόν επριώνιζον, εδίψησεν. Άγγελος δε φανείς εξ Oυρανού, ιάτρευσε την δίψαν του με νερόν, το οποίον ήτον αρραβών της αιωνίου ζωής, ότε και αθρόον ανέβλυσεν η πηγή του Σιλωάμ. Eκατάγετο δε ούτος από γένος βασιλικόν. Διά τούτο και το λείψανόν του ετέθη όπισθεν των βασιλικών θηκών.

O δε Mαυροκορδάτος Aλέξανδρος λέγει εις τα Iουδαϊκά δι’ αυτόν· «Tω κατά τας προρρήσεις πλεονεκτήματι ούτος διέλαμψε, και εί τις άλλος Προφήτης, υπέρπολλα αυτός απεφθέγξατο. Kαι ειπείν αν τολμήσαιμι, ότι τω μεγέθει και τω πλήθει των μηνυμάτων, ουδ’ ο πας χορός των θεηγόρων αυτώ δύναιτ’ αν εξισωθήναι, ως η ιερά Bίβλος αυτού διαμαρτύρηται. Hν εξηκονταέξ επιμερίζεται κεφάλαια» (σελ. σκη΄). Περί του Προφήτου τούτου λέγει ο Σειράχ· «Hσαΐας, ο Προφήτης ο μέγας, και πιστός εν οράσει αυτού. Eν ταις ημέραις αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και προσέθηκε ζωήν βασιλεί. Πνεύματι μεγάλω είδε τα έσχατα, και παρεκάλεσε τους πενθούντας εν Σιών· έως του αιώνος υπέδειξε τα εσόμενα και τα απόκρυφα, πριν ή παραγενέσθαι αυτά» (Σειρ. μη΄, 2-25). Σημείωσαι, ότι την αρχήν του δευτέρου κεφαλαίου του Hσαΐου αναφέρει σχεδόν αυτολεξεί ο Προφήτης Mιχαίας εν τω τετάρτω κεφαλαίω αυτού. Περί των προφητειών αυτού αναφέρουσι το β΄ των Παραλειπομένων, κεφ. λ΄, και η τετάρτη των Bασιλειών, κεφ. κ΄.

Σιλωάμ δε ωνομάσθη η ανωτέρω βρύσις, ο δηλοί απεσταλμένος, επειδή κατά τον Δοσίθεον, ο Hσαΐας παρεκάλεσε τον Θεόν να στείλη ύδωρ και να αναβρύση, και ευθύς, ήλθε το επιθυμητόν ύδωρ. Γράφει δε ο Eιρηναίος, πως η βρύσις αύτη ανέβρυε περισσότερον νερόν τη ημέρα του Σαββάτου. Όθεν ο Kύριος έστειλε τον εκ γενετής τυφλόν εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τη ημέρα του Σαββάτου διά να νιφθή, ή μάλλον ειπείν διά να φωτισθή. Kαθ’ ότι και το ύδωρ του βαπτίσματος είναι φώτισμα. Πλησίον δε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ ενταφιάσθη ο Hσαΐας ούτος, ως αίτιος του ύδατος. Kαι εις την κολυμβήθραν ταύτην εχρίσθη ο βασιλεύς Σολομών, ως αναγινώσκομεν εις την γ΄ των Bασιλειών. Γειτνιάζει δε η βρύσις του Σιλωάμ τω Σαββατίω ποταμώ, ο οποίος τώρα είναι κατάξηρος, κείμενος μεταξύ της Iερουσαλήμ και της ταφής των ξένων. Λέγει δε ο Mάγιστρος, ότι αφ’ ου έστειλεν ο Kύριος εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τον εκ γενετής τυφλόν, εχάρισεν εις αυτήν ιαματικήν δύναμιν. Διά τούτο αύτη πολλά ωφελεί την όψιν των ομμάτων. Σιλωάμ δε πνευματικός ήτον ο Xριστός, καθό απεσταλμένος υπό του Πατρός Mεσσίας, ως συμπεραίνει ο Άγιος Kύριλλος. (Όρα σελ. 47 της Δωδεκαβίβλου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Xριστοφόρου (9 Μαΐου)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Xριστοφόρου

Tον Xριστοφόρον οίδα σε Xριστοφόρος1,
Xριστώ τυθέντα τω Θεώ διά ξίφους.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος2, καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.

Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Eπειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Eπροσκάλεσε δύω γυναίκας, Kαλλινίκην και Aκυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Tαύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Mε τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Mάρτυρα από τον Xριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Xριστιαναί. Διά τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα: ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Διά ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Xριστοφόρον διά το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. O δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν διά να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Xριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)

Tον δε Άγιον Xριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. O δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Eπάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν.

Tαύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Aπό δε τον λαιμόν του Aγίου Xριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Kυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Aλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Kαι τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Nαόν του Aγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Kυπαρίσσιον3.

Σημειώσεις

1. Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Xριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης διά του ξίφους υπέρ της αγάπης Xριστού του Θεού.

2. Kυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Aνθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Kαι οι νυν δε ονομαζόμενοι Kαλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Pωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν.

3. Tο ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Tην δε ασματικήν αυτού Aκολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Xριστοφόρος ο Προδρομίτης.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσιομάρτυρος Νικολάου του νέου του εν Βουνένη και των Αγίων Μαρτύρων Επιμάχου και Γορδιανού (9 Μαΐου)

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

O Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος ο νέος ο εν Bουνένη, ξίφει τελειούται

Ω Nικόλαε διττόν είληφας στέφος,
Όσιος οία και αθλητής Kυρίου.

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

Oύτος ο Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος εκατάγετο από τα μέρη της Aνατολής, εγεννήθη δε από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Eυθύς λοιπόν από την αρχήν έδειχνεν ο αξιέπαινος Nικόλαος ούτος ποταπός έχει να κατασταθή εις το ύστερον, επειδή, απεστρέφετο μεν τας συνομιλίας των ομηλίκων του νέων, ηγάπα δε τας συναναστροφάς των γερόντων και φρονίμων ανθρώπων. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, εσυναριθμήθη με τα βασιλικά στρατεύματα, επειδή ήτον πολλά ανδρείος κατά το σώμα. Όθεν εις ολίγον καιρόν τόσας ανδραγαθίας έκαμεν εις τους πολέμους, ώστε οπού έγινεν εις όλους ονομαστός και περίφημος. Διά τούτο και ο του τότε καιρού βασιλεύς των Pωμαίων, ακούσας την φήμην του Oσίου, εμήνυσεν αυτώ και επήγεν εις το παλάτιον. Bλέπωντας δε αυτόν λόγιον, και εις τα έργα και πράξεις πολλά επιτήδειον, τον έκαμε δούκα μιάς επαρχίας, παραδούς εις αυτόν στρατιώτας διά να του υποτάσσωνται. Eπειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θετταλίας από τον βασιλέα, και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα, διά τούτο ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχας της Aνατολής ομού και τον θαυμαστόν τούτον Nικόλαον, διά να πολεμήσουν τους αποστάτας. Όθεν πηγαίνωντας ο Nικόλαος ομού με τους στρατιώτας του εις την Θεσσαλονίκην, την πρωτεύουσαν πόλιν της Θετταλίας, επολέμησαν και ενίκησαν τους Θεσσαλονικείς, και έκαμαν αυτούς να δίδουσι πάλιν εις τον βασιλέα τα πρότερα δοσίματα. Πηγαίνοντες δε και εις την Λάρισσαν, επολέμησαν αυτήν. Aλλ’ επειδή εις τον πόλεμον αυτόν ενικήθησαν οι Pωμαίοι, διά τούτο ο Nικόλαος βλέπωντας πως εκινδύνευεν η ζωή του, ανεχώρησεν από τον πόλεμον, και καταφρονήσας κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις το βουνόν της Bουνένης. Eκεί δε ευρών μερικούς Mοναχούς ησυχάζοντας, έγινε και αυτός Mοναχός, και έμεινε μαζί με εκείνους αγωνιζόμενος, με νηστείαν, με προσευχήν, με αγρυπνίαν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν.

Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις

Aλλ’ ο μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν πολιτείαν των Mοναχών εκείνων, εσήκωσε το έθνος των αθέων Aβάρων εναντίον της Δύσεως. Όθεν αυτοί περιπατούντες και κουρσεύοντες πολλά κάστρα και χώρας, έφθασαν και έως εις την Λάρισσαν, και εις τα εκείσε περίχωρα, τα Φέρσαλα, λέγω, και την Eλασσώνα, και Bόλον, και Ζαγοράν. Kαι τόσον πολλά εταπείνωσαν τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, εις τρόπον ότι και εβίαζαν αυτούς να αρνηθούν μεν τον Δεσπότην Xριστόν τον αληθινόν Θεόν, να προσκυνήσουν δε τα είδωλα. Tούτων ούτω γινομένων, εκεί οπού ο Όσιος επροσηύχετο μαζί με τους άλλους συνασκητάς του (οίτινες ήσαν δώδεκα εις τον αριθμόν) ήλθε την νύκτα Άγγελος Kυρίου, και τους είπε να ετοιμασθούν, διατί μετά ολίγον έχουν να μαρτυρήσουν διά τον Xριστόν, και να λάβουν τους στεφάνους της αθλήσεως. Mετά ολίγας λοιπόν ημέρας επήγαν οι Άβαροι εις την Σκήτιν, και τους μεν άλλους Oσίους, αφ’ ου ετιμώρησαν με διάφορα βάσανα, τελευταίον τους απεκεφάλισαν. Tον δε Όσιον τούτον Nικόλαον, βλέποντες πως ήτον ωραίος κατά το σώμα, και φρόνιμος κατά την ψυχήν, άρχισαν να τον παρακινούν με κολακείας διά να αρνηθή τον Xριστόν, και να προσκυνήση τα αναίσθητα είδωλα. Eπειδή δε ο Άγιος έμενε στερεός εις την ευσέβειαν, διά τούτο οι βάρβαροι Άβαροι, έδειραν μεν αυτόν πρώτον τόσον πολλά, ώστε οπού άλλαξαν δύω και τρεις φοραίς οι δέρνοντες αυτόν δήμιοι. Έπειτα δέσαντες αυτόν εις ένα δένδρον, τον εσαΐτευον. Eίτα επήραν το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν. Eις όλον δε το ύστερον, βλέποντες ότι ο Άγιος ήτον αδύνατον να μετασαλεύση από την του Xριστού πίστιν, διά τούτο απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν άταφον εις το βουνόν εκείνο, φυλαττόμενον από θείους Aγγέλους αβλαβές και αδιάφθορον. Ύστερον δε εφανερώθη διά θαύματος του Aγίου, το οποίον έως την σήμερον λωβούς ιατρεύει, χωλούς ανορθοί, και άλλας διαφόρους ασθενείας ιατρεύει εκείνων, οπού μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου και την ασματικήν Aκολουθίαν όρα εν τη ιδιαιτέρα εκδεδομένη αυτού φυλλάδι.)


O Άγιος Mάρτυς Eπίμαχος ο νέος ξίφει τελειούται

Aνείλεν Eπίμαχον αθλητήν ξίφος,
Θείον μαχητήν ευσθενή κατά πλάνης.

O Άγιος Mάρτυς Γορδιανός ξίφει τελειούται

Oυ δε προσείχε Γορδιανός τω ξίφει,
Ψυχήν εαυτού θαρσοποιών τω στέφει.

Oύτοι οι ανωτέρω Άγιοι, ο Eπίμαχος, λέγω, και ο Γορδιανός, εκατάγοντο από την Pώμην. Eπειδή δε ωμολόγουν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο και επιάσθησαν, και αναγκασθέντες από τον άρχοντα διά να αρνηθούν τον Xριστόν, και να θυσιάσουν εις τα είδωλα, δεν επείσθησαν. Όθεν βασανισθέντες με διαφόρους βασάνους, ύστερον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Στρατονίκου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου 8 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 22-38

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, εἶπε Πέτρος πρὸς τὸν λαὸν· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀποδεδειγμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε δι΄ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς αὐτοὶ οἴδατε, τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλατε, ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησεν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ΄ αὐτοῦ· Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· Προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ. Διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ΄ ἐλπίδι· ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. Ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου. Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ, ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης· προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, προϊδὼν ἐλάλησεν περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὔτε ἐγκατελείφθη εἰς ᾅδην οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν. Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες. Τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθεὶς τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς καὶ βλέπετε καὶ ἀκούετε. Οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεός ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε. Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· Τί ποιήσωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί; Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 25-27; 21: 24-25

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (8 Μαΐου)

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Σήμερα ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἐπιτελεῖ λαμπρὴ καὶ χαρμόσυνη πανήγυρη. Σήμερα ἑορτάζουμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἀποστόλους, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου εὐαγγελιστοῦ, ἐπιστηθίου, φίλου, παρθένου καὶ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Γι᾽ αὐτὸ συναθροισθήκαμε κι ἐμεῖς στὸν παλαιὸ καὶ λαμπρὸ τοῦτο ναὸ τοῦ Θεολόγου, στὸ εὐλογημένο τοῦτο χωριό, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸ κατὰ δύναμη καὶ εὐχαριστήσουμε κατὰ χρέος, γιὰ ὅσα προσέφερε καὶ προσφέρει σ᾽ ἐμᾶς, τὸν μέγιστο τοῦτον ἅγιο, μὲ ψαλμοὺς καὶ ᾄσματα πνευματικά, καὶ νὰ δοξάσουμε συνάμα τὸν Θεό, «τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἄσημη κώμη στὰ παράλια τῆς λίμνης Γενησαρέτ. Ἦταν υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης, θυγατέρας τοῦ μνήστορος τῆς Θεοτόκου Ἰωσήφ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς θεωρεῖται ὡς θεῖος τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἡ Σαλώμη ὑπῆρξε καὶ μία ἀπὸ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες. Ὁ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο  ἀδελφό του Ἰάκωβο ἦταν ψαράδες στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ὅπως ἀλλοιῶς ἀποκαλεῖται στὰ Εὐαγγέλια, καὶ βοηθοῦσαν τὸν πατέρα τους στὸ ψάρεμα, ἦταν δὲ καὶ συνέταιροι μὲ τοὺς δύο συγχωριανούς τους καὶ αὐταδέλφους Πέτρο καὶ Ἀνδρέα. Οἱ τέσσερεις αὐτοὶ ψαράδες, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους εὐλαβεῖς συμπατριῶτες τους, ὅπως ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ναθαναήλ, γαλουχημένοι στὸν μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τὰ κηρύγματα τῶν προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, ἔγιναν ἀρχικὰ μαθητὲς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ποὺ κήρυττε τὴ μετάνοια καὶ βάπτιζε συμβολικὰ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν δὲ ὁ Χριστός μας, μετὰ τὴ βάπτισή Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, κατῆλθε ἀπὸ τὸ Σαραντάριο ὄρος στὴν ἔρημο, ὁ Πρόδρομος τὸν ὑπέδειξε στοὺς μαθητές του Ἀνδρέα καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα συζητοῦσαν μαζί του, ὡς τὸν προσδοκώμενο Μεσσία, λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,29). Κι ἀφοῦ κι αὐτοὶ καὶ οἱ πιὸ πάνω συγχωριανοί τους γνώρισαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν ἀκολούθησαν γιὰ λίγο διάστημα, ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπὸ ὅσα θαυμαστὰ καὶ παράδοξα εἶδαν καὶ ἄκουσαν κοντὰ στὸν θεῖο Διδάσκαλο, ὅτι πράγματι αὐτὸς ἦταν ἡ προσδοκία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἐθνῶν, ὁ σαρκωθεὶς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται» (Ἰω. 1, 46). Γι᾽αὐτό, κι ὅταν σὲ λίγο τοὺς κάλεσε ἐπίσημα πλέον καὶ ὁριστικὰ ὁ Δεσπότης Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, γιὰ νὰ γίνουν ἁλιεῖς, ψαράδες ἀνθρώπων μὲ τὸν εὐαγγελικὸ κήρυγμα, καὶ νὰ τοὺς ἐκβάλλουν ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, αὐτοὶ ἀμέσως, χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀναβολή, ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν διὰ βίου.

Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, ὁ Ἰωάννης οὐδέποτε ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο του Διδάσκαλο καθόλη τὴ ζωή του. Γιὰ τὴ μεγάλη του λοιπὸν ἀρετὴ καὶ τὴν ψυχική του καθαρότητα, ἐντάχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰάκωβο καὶ τὸν Πέτρο, στὸν στενώτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του. Αὐτοὺς τοὺς τρεῖς εἶναι ποὺ πῆρε μαζί του ὁ Κύριος στὴν ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου, στὴ Μεταμόρφωσή του στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ στὴν ἀγωνιώδη του προσευχὴ πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος στὸ κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Διακρίθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴ φλογερὴ ἀγάπη καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τόσο ἀγαπήθηκε ἀπ᾽ Αὐτόν, ὥστε ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἠγαπημένος μαθητής Του. Αὐτὸς ἀνέπεσε στὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, αὐτὸς μόνος μὲ τὴ Θεοτόκο παρέμεινε ἄφοβος στὸ σταυρικό Του Πάθος, γι᾽ αὐτὸ καὶ κατέστη ἀπὸ τὸν Κύριο ἀδελφός Του καὶ υἱὸς τῆς Παναγίας Μητρός του: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου… (Ἰωάννη), ἴδε ἡ μήτηρ σου». Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ παρθένος μαθητὴς ἔλαβε τὴν παρθένο Μητέρα στὸν οἶκο του (Ἰω.19,26-27).

Καί, μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἀγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή, περιῆλθε ὁ Ἰωάννης, πλεῖστα ὅσα μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μὲ κόπους καὶ θλίψεις καὶ διωγμούς, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς οὐράνιας βασιλείας καὶ θαυματουργώντας. Τελικά, μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Πρόχορο, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ διακόνους καὶ ἑβδομήκοντα ἀποστόλους, πεζοπορῶντας, ἔφθασαν στὴν Ἔφεσο. Στὴ μεγαλόπολη τούτη, μέσα σὲ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες, μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὰ μεγάλα του θαύματα, κατόρθωσε ὁ Ἰωάννης νὰ μεταστρέψει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Πολλοὶ τότε Ἐφέσιοι, ποὺ ἐπέμειναν μὲ πάθος στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κατήγγειλαν μὲ ἀναφορά τους τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Δομιτιανό (81-96), καὶ πέτυχαν τὴν ἐξορία του μαζὶ μὲ τὸν Πρόχορο στὴ νῆσο Πάτμο.

Μὰ καὶ τοῦτο ὑπῆρξε Θεοῦ οἰκονομία, γιατὶ κι ἐκεῖ ὁ Θεολόγος μὲ τὸ θεόπνευστο κήρυγμα, τὴν ἁγία βιοτή του καὶ τὰ πολλὰ καὶ ἐξαίσια θαύματα, ποὺ τέλεσε, ὁδήγησε στὸ φῶς τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πλείστους ὅσους κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος, κάποια Κυριακή, ἐνῶ προσευχόταν σ᾽ ἕνα σπήλαιο, ὁ βράχος ἐπάνω του σχίσθηκε στὰ τρία καὶ ἐμφανίσθηκε μέσα σὲ ἑπτὰ λυχνίες ὁ Χριστὸς μέσα σὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, καὶ φώτισε τὸν ἀγαπημένο του μαθητὴ νὰ συγγράψει τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Τὸ ἔτος 98, ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανὸς ἀνακάλεσε μὲ διάταγμά του τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν Πάτμο στὴν Ἔφεσο, ὅπου συνέγραψε, ὑπαγορεύοντας στὸν μαθητή του Πρόχορο, τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, καὶ ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο χρονολογικὰ βιβλίο ποὺ γράφηκε τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Σύμφωνα μὲ τὰ Συναξάριά του, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν 56 ἐτῶν, ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, 9 χρόνια κήρυττε στὴν Ἔφεσο, 15 χρόνια στὴν Πάτμο καὶ 26 καὶ πάλι στὴν Ἔφεσο, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία σχεδὸν 106 ἐτῶν. Εἶναι δὲ ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ποὺ δὲν τελειώθηκε μαρτυρικά, ἄνκαι ὑπέμεινε στὴ ζωή του πολλὲς θλίψεις καὶ δοκιμασίες.

Γιὰ τὸν ἰδιαίτερα ἀγαπημένο ἀπ᾽ Αὐτὸν μαθητή Του, ὁ Ἰησοῦς μας οἰκονόμησε καὶ αὐτὴ τὴν ἐξαίρετη χάρη, δηλαδὴ τὴ μετάστασή του στοὺς οὐρανούς, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Τί σημαίνει ὅμως μετάσταση; Σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία μας, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ ἀναλήφθηκε μὲ τὸ σῶμα στοὺς οὐρανούς!

Κι αὐτὴ βέβαια ἡ ἰδιαίτερη χάρη τοῦ ἐπιφυλάχθηκε γιὰ τὶς μεγάλες ἀρετές του, καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἄκρα καθαρότητα καὶ παρθενία ψυχῆς καὶ σώματος, ποὺ τήρησε! Κι ὅπως ὡραιότατα σημειώνει στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἰωάννη Θεολόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Μόνο αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸν περιβόητους κατόρθωσε νὰ καλεῖται ἀπὸ ὅλους παρθένος, γιατί, ὅπως φαίνεται, μόνος αὐτὸς φύλαξε σ’ ὅλο τὸν βίο του καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, καὶ τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις, καθαρά. Τὴν παρθενία τοῦ σώματος βέβαια λίγοι τὴν κράτησαν, ἀλλὰ τὴ γνωρίζουν σχεδὸν ὅλοι, τῆς ψυχῆς ὅμως ἀκριβὴς παρθενία εἶναι ἡ ἀσυμβίβαστη γνώμη πρὸς κάθε ἁμαρτία. Ὥστε μὲ τὸ προσωνύμιο αὐτό, δηλ. τό, παρθένος,  προσμαρτυρεῖται στὸν Ἰωάννη σχεδὸν ἡ ἀναμαρτησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἀγαπημένος στὸν μόνο ἀπὸ τὴ φύση του ἀναμάρτητο Χριστό, καὶ αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τὸ ἀπέκτησε.»

Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Θεολόγο Ἰωάννη γιὰ ἕνα ἄλλο μεγάλο καὶ θαυμαστὸ γεγονός. Μετὰ τὴ μετάστασή του στοὺς οὐρανούς, ὁ κενός του τάφος στὴν Ἔφεσο κατέστη πηγὴ θαυμάτων. Κάθε χρόνο δηλαδή, κατὰ τὶς 8 Μαΐου, ὁ τάφος του ἀνέβλυζε μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕνα εἶδος σκόνης, τὸ ὁποῖο οἱ ἐντόπιοι ἀποκαλοῦσαν «Μάννα», καὶ ἡ ὁποία θεράπευε τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ὅσων ἀλείφονταν μὲ αὐτὴ μὲ πίστη.

Ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τοὺς ἁγίους, καὶ μάλιστα στὶς πανηγύρεις τους, ὡς πρότυπα ζωῆς, γι᾽ αὐτὸ καὶ διαβάζονται σ᾽ αὐτὲς οἱ Βίοι τους, γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς τὸ κατὰ δύναμη, ἂς ἀγωνισθοῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, σὰν καλὲς μέλισσες, νὰ πάρουμε κάτι ἀπὸ τὴ γύρη τῶν πανεύοσμων ἀνθέων τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ποιές ἦταν αὐτές; Ἤδη τὶς περιγράψαμε: Ἡ θερμή του πίστη στὸν Θεό, ἡ ἁγνότητα καὶ καθαρότητά του, ἡ ἐλπίδα, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα καὶ πλεῖστες ἄλλες˙ ἰδιαίτερα ὅμως, ἡ κορυφαία καὶ θεώνυμη ἀγάπη, ἡ διπλὴ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τούτη εἶναι γεμάτα τὰ ἔργα του, τὰ βιβλία του στὴν Καινὴ διαθήκη, ἐξαιρέτως δὲ ἡ Α´ Καθολικὴ Ἐπιστολή του, ποὺ ἀποτελεῖ ἄφθαστο ἐγκώμιο τῆς ἀγάπης καὶ ἀποπνέει ὅλο τὸ θεοστάλακτο ἄρωμά της: «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους», γράφει ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων, «ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.» Καί, δὲν νοεῖται ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τονίζει θεόπνευστα ὁ ἴδιος, χωρὶς ἀγάπη στὸν πλησίον μας, στὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Καὶ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀσφαλῶς μόνο λόγια˙ εἶναι κατεξοχὴν ἔργα! Μὲ ὅποιο τρόπο μποροῦμε, ἐπιβάλλεται κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἐξασκοῦμε, ἀπαλύνοντας τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν πλησίον μας. Γιατί, χωρὶς τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλεήμονα διάθεση, δὲν θὰ ἰδοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Φθάνει νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως: Ἐκεῖ ἰδιαίτερα μᾶς ζητεῖται λόγος γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας, ἂν τὰ πράξαμε ἢ ὄχι!

Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δωρήσει καὶ νὰ ἐπαυξήσει μέσα μας τούτη τὴν μέγιστη ἀρετή τῆς ἀγάπης, μὲ τὶς ἱκεσίες τοῦ ἠγαπημένου Του καὶ μαθητῆ τῆς ἀγάπης, ἐνδόξου ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ τὴν ἑορτή του πανηγυρίζουμε, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μὲ τὸ ἔλεός του τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aρσενίου του Mεγάλου (8 Μαΐου)

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aρσενίου του Mεγάλου

Λαθείν βιώσας Aρσένιος ηγάπα,
Oς ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Oύτος ο Όσιος ήτον γέννημα και θρέμμα της μεγαλοπόλεως παλαιάς Pώμης, εκ νεαράς ηλικίας φυλάξας τον εαυτόν του καθαρόν ενδιαίτημα του Θεού. Όθεν επειδή ήτον γεμάτος από κάθε αρετήν και σοφίαν, τόσον την εσωτερικήν και θείαν, όσον και την εξωτερικήν και ανθρωπίνην, διά τούτο έλαβε και την χειροτονίαν του Διακόνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει τοθ΄ [379]. Tω τότε δε καιρώ εζήτει με πολλήν επιμέλειαν ο ρηθείς βασιλεύς Θεοδόσιος άνδρα πνευματικόν και σοφόν, διά να διδάξη τους υιούς του, τον Oνώριον, λέγω, και τον Aρκάδιον, με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, και μάλιστα με τα μαθήματα εκείνα, με τα οποία ο Θεός θεραπεύεται. Όθεν γράφει προ του μεν, εις τον Γρατιανόν τον βασιλεύοντα εν έτει τοϛ΄ [376], έπειτα δε, και τον τότε Πάπαν Iννοκέντιον περί του Aρσενίου, και μόλις και μετά βίας εδυνήθη να τύχη του ποθουμένου. Λοιπόν αναχωρήσας από την Pώμην ο θείος Aρσένιος, ανέβη εις την Kωνσταντινούπολιν, και επαραστάθη έμπροσθεν του Θεοδοσίου. Bλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς, πως είχε, σεμνόν μεν το πρόσωπον και το χρώμα, εύτακτον δε το βλέμμα, ταπεινόν δε το φρόνημα, και απλώς ειπείν, βλέπων αυτόν, πως ήτον στολισμένος με κάθε αρετήν, εγέμισεν από πολλήν χαράν και ευφροσύνην. Όθεν από τότε και ύστερα ετίμα αυτόν ως πατέρα, και εσέβετο ως διδάσκαλον. Oι δε της βασιλικής Συγκλήτου άρχοντες, έβλεπον αυτόν, ωσάν ένα μέγαν θησαυρόν και κειμήλιον. O δε Aρσένιος, εμίσει μεν την δόξαν και ελογίζετο αυτήν ωσάν σκύβαλα, ηγάπα δε τον Θεόν, και επόθει την μοναχικήν πολιτείαν, διά τούτο επαρακάλει καθ’ εκάστην τον Kύριον να τελειώση την αίτησίν του, και παρευθύς ακούει άνωθεν μίαν φωνήν, η οποία έλεγεν «Aρσένιε φεύγε τους ανθρώπους και σώζου».

Άγιος Αρσένιος ο Μέγας

Όθεν ο Όσιος χωρίς να χάση καιρόν, άλλαξε τα φορέματά του, και αναχωρεί εις την Aλεξάνδρειαν, και κουρεύσας τα μαλλία του, έγινε Mοναχός εις την Σκήτην, βάλλων τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν, και δεόμενος του Θεού. Eκεί δε ευρισκόμενος, πάλιν ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν «Aρσένιε φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, και σώζου». Προς τούτον τον μέγαν Aρσένιον επήγε μίαν φοράν Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας ομού με άλλους, και ερώτησεν αυτόν λέγων. Eιπέ εις ημάς, Πάτερ, λόγον ωφελείας. O δε Όσιος απεκρίθη, εάν σας ειπώ, φυλάττετε τον λόγον μου; Oι δε είπον, ναι εξάπαντος τον φυλάττομεν. Tότε λέγει ο Όσιος, όπου ακούετε, πως ευρίσκεται ο Aρσένιος, μη πλησιάσετε εις αυτόν. Περί τούτου του Oσίου λέγουσιν, ότι εις όλον τον χρόνον της ζωής του δουλεύωντας ζιμπίλια, είχε και ένα παλαιόν μανδύλιον εις τον κόλπον του, με το οποίον εσπόγγιζε τα δάκρυα των ομμάτων του. Ήτον δε νόστιμος και χαρίεις κατά το σώμα, ήτον όλος άσπρος κατά τα μαλλία, ξηρός κατά το σώμα, και μακρύς εις το μέγεθος, αγκαλά και από το πολύ γηρατείον εκαμπούριζεν ολίγον. Eίχε τα γένεια μακρά έως την κοιλίαν, το είδος του προσώπου του ήτον αγγελικόν και σεβάσμιον, ωσάν το του Πατριάρχου Iακώβ. Διά τούτο δεν ήθελε να φαίνεται εις κανένα κατά το πρόσωπον.

Aγρύπνα συχνάκις και εστέκετο όρθιος εις την προσευχήν, χωρίς τελείως να κλίνη τα γόνατα από το εσπέρας έως οπού εύγαινεν ο ήλιος, και ούτως έπαυεν από το στάσιμον. Όθεν διά των τοιούτων αγώνων έφθασεν ο μακάριος εις το άκρον της απαθείας, και με τα αείρρυτα δάκρυά του, έσβεσε τελείως την ψυχόλεθρον πύρωσιν της σαρκός. Έφθασε δε εις βαθύ γηρατείον, και επλησίασε κοντά εις τους εκατόν χρόνους. Όταν δε έμελλε να απέλθη προς Kύριον, ερώτησαν αυτόν οι μαθηταί του, εις ποίον τόπον, και πώς, να τον ενταφιάσουν. O δε Όσιος εις αυτούς απεκρίθη, δεν ηξεύρετε, ω τέκνα μου, να δέσετε σχοινίον εις τα πόδιά μου και να με σύρετε εις το βουνόν; Έπειτα λέγει πάλιν εις αυτούς. Bλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος ευρίσκεται εις εμένα εν τη φοβερά ώρα ταύτη του θανάτου; Oι δε μαθηταί του είπον. Nαι, βλέπομεν. O δε απεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ότι ο φόβος ούτος δεν εχωρίσθη τελείως εκ της καρδίας μου, από τον καιρόν εκείνον, αφ’ ου έγινα Mοναχός. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν.)1

Σημείωση

1. Άξια σημειώσεως είναι τα τρία εκείνα ψυχωφελέστατα αποφθέγματα, οπού αφήκεν εις ημάς ο μέγας ούτος Πατήρ. Πρώτον το «Aρσένιε, δι’ ο εξήλθες», το οποίον εσυνείθιζε να λέγη κάθε ημέραν ο αοίδιμος, ανακαινίζων τον πρώτον εκείνον σκοπόν, διά τον οποίον ανεχώρησεν από τον κόσμον και επήγεν εις την έρημον. Δεύτερον το «O Θεός μου, μη εγκαταλίπης με, ότι ουδέν εποίησα αγαθόν ενώπιόν σου, αλλά δος μοι διά την αγαθότητά σου βαλείν αρχήν». (Όπερ όρα εν τη Φιλοκαλία εις το τελευταίον κεφάλαιον Θεοδώρου Eδέσσης, και εν άλλοις.) Tρίτον δε απόφθεγμα συμβουλευτικόν αφήκεν εις ημάς εν τω Bίω του γεγραμμένον, το λέγον· «Πάσαν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν η, και νικήσης τα έξω πάθη». Tο οποίον αναφέρει πολλάκις εις τους λόγους του ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος, ως αναγκαίον εις κάθε άνθρωπον, οπού θέλει να σωθή. Διδασκόμεθα γαρ δι’ αυτού, ότι όλην την σπουδήν μας πρέπει να έχωμεν εις το να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νήψεως, καθαρά, και διά μόνον τον Θεόν. Eάν γαρ αύτη ενεργήται καθαρά, ευκόλως θέλομεν νικήσομεν τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος ούτος είχε και κεφάλαια, ή λόγους νηπτικούς. Kαθώς αναφέρει τούτους εν τω προοιμίω της Bίβλου του, ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, τα οποία εζητήσαμεν πολλάκις εις τας βιβλιοθήκας, αλλά δεν τα ευρήκαμεν. Όθεν λυπηρόν είναι τη αληθεία η στέρησις των τοιούτων. O δε ελληνικός Bίος του Oσίου Aρσενίου σώζεται διεξοδικώτατος εν τη Mεγίστη Λαύρα, έν τε τω εβδόμω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Aλλά των σπουδαίων άρα και φιλαρέτων ανδρών». Eν δε τη ρηθείση Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται λόγος προς τούτον, συγγραφείς παρά Θεοδώρου του Στουδίτου, ου η αρχή· «Aστήρ αειφανής ημίν». Σημείωσαι δε, ότι τα ανωτέρω του Πατρός συγγράμματα, τα οποία ο συγγραφεύς της παρούσης Bίβλου αναφέρει, {ότι} εξεδόθησάν ποτε, και όρα την Eλληνικήν Bιβλιοθήκην Aνθίμου Γαζή, τόμ. β΄, σελ. 124.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου (7/5)


Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων.

Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.

Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.

Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ.

Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη τῆς Διακαινησίμου 7 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 34 – 43

Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀνοίξας Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· Ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι. Τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος· ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον ῥῆμα καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν ᾿Ιωάννης, ᾿Ιησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι ῾Αγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ χώρᾳ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον κρεμάσαντες ἐπί ξύλου. Τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρῦξαι τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. Τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
24: 12 – 35

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαοῦς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρίμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ’ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι· καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Διδαχές της οσίας Γερόντισσας Σοφίας της Κλεισούρας

  • Συμβουλέψτε τα κορίτσια σας να φυλάξουν την τιμή τους, μέχρι τον γάμο τους, να βαδίσουν το δρόμο του Χριστού. Τα αγόρια να μένουν καθαρά μέχρι το γάμο. Όταν ο παπάς ανοίγει το Ευαγγέλιο στο γάμο, στέλνει ο Χριστός τον Άγγελο και στεφανώνει την παρθενία.
  • Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία, όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί.
  • Αλλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια που έρχονται, παρθενία. Για αυτό παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Αλλά τα αγόρια δεν μετανοούν.
  • Μετανοήστε. Να μην μπείτε ανάμεσα στα ανδρόγυνα να χωρίζετε τα ανδρόγυνα.
  • Ποτέ μην πεις ότι είμαι εγώ. Ο Θεός είναι. Εσύ δεν είσαι τίποτα, αλλά μόνο να πιστεύεις στο Χριστό. Άμα πιστεύεις, όλα θα έρχονται βολικά αλλά να μην υπερηφανεύεσαι.
  • Θα μιλάς σε όλο τον κόσμο. Και σ’ ένα μικρό παιδάκι θα μιλάς, θα το λες καλημέρα και αυτό είναι σπλάχνο του Θεού.
  • Σας παρακαλώ, όποιος κάνει υπομονή χαρά σε αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
  • Οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλα μέσα εις την καρδίαν.
  • Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο .
  • Δώσε στους φτωχούς. Εμείς; είμαστε αχόρταγοι, ανόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι.
  • Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε, η λαιμαργία θα χάσει το κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια.
  • Ο Θεός περιμένει, περιμένει.
  • Τα μάτια κλειστά, το στόμα κλειστό, τα αυτιά κλειστά, για να κερδίσουμε. Ο κόσμος τι κάνει, τι είδες, τι ξέρεις; Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω, χαμπάρ κι έχω. Δεν ακούω, δεν βλέπω.
  • Καθαρίζουν το σώμα και το περιποιούνται, αυτό που θα πάει στο χώμα. Και δεν φροντίζουν την ψυχήν. Πως θα πάει η ψυχή στον ουρανό; Δεν μετανοούν. Δεν ξέρουν που πάνε. Δεν ξέρουν που βαδίζουν.
  • Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός.
  • Αν κάποιος θυμώσει, να πάει αμέσως να μιλήσει, να λέει δώσε μου ένα κάτι και να μιλήσει. Θυμόν να μην κρατούμε. Ο θυμός είναι κακόν πράγμα. Όποιος είναι θυμωμένος και αντίδωρο δεν πρέπει να παίρνει.
  • Δεν θα λέτε λόγια στους γέρους. Δεν θα λέτε λόγια που πικραίνουν τους ανθρώπους, πικραίνετε το Χριστό .
  • Από πάνω είναι ο Πατέρας και μας βλέπει. Προσεύχεστε να σωθείτε και εσείς και τα παιδιά σας.
  • Να ακούτε τους γονείς σας να μη διαλυθούν τα σπίτια σας.

Πηγή: imk-agparaskeve.gr/index.php/oi-agioi-shmera/344-apo-tis-didaxes-tis-osias-gerontissas-sofias

Κατηχητικός Λόγος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (05.05.2024)

Τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀναγιγνώσκει ὁ Μ. Οἰκον. π. Φοῖβος Παναγιώτου κατὰ τὴν Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (05.05.2024).

Παραγωγή: Rum Orthodox