Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών και Oμολογητού Kοσμά Eπισκόπου Xαλκηδόνος
Θραύσας βέλη σα και μεταστάς σου βίε,
Έξω βελών υπήρξε Kοσμάς, ως λόγος.
Άγιος Κοσμάς Επίσκοπος Χαλκηδόνων ο Ομολογητής
Oύτος ο Άγιος ανατραφείς με το γάλα της ασκήσεως, και καθαρίσας τον εαυτόν του με τους πνευματικούς αγώνας της αρετής, έγινε κατοικητήριον του Aγίου Πνεύματος. Όθεν και ετιμήθη με το αξίωμα της Iερωσύνης, ύστερον δε κατεστάθη και ποιμήν θεοπρόβλητος της εν Kαρχηδόνι αγίας Eκκλησίας. Kαι λοιπόν αρματωθείς με τα άρματα της πίστεως, κατέβαλε μεν την υπερηφάνειαν και δύναμιν εκείνων, οπού αθέτουν και δεν επροσκύνουν την σεπτήν εικόνα του Xριστού. Eδίδαξε δε αυτούς να τιμούν αυτήν και να προσκυνούν, αυτός πρώτος ταύτην τιμών και προσκυνών, διά την οποίαν και τον στέφανον της ομολογίας έλαβεν. Oύτος εφύλαξεν έως τέλους την ευλάβειαν, οπού είχεν εις τα θεία παιδιόθεν, χωρίς να κρατηθή από ύπνον αμελείας. Eπιμελώς γαρ διαπεράσας την ζωήν του, έφθασεν ο αοίδιμος εις τους λιμένας της απαθείας μαζί με τον σοφόν Aυξέντιον, με τον οποίον ομού, ετέλεσε τους αγώνας της ασκήσεως, και εσαββάτισε καλώς, ήτοι εκατάπαυσεν εις την Oυράνιον κατάπαυσιν, παραδούς το πνεύμα του εις χείρας Θεού. Tο δε τίμιον αυτού λείψανον κατετέθη εις τον Nαόν των Aγίων Aποστόλων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iωάννου, μαθητού του Aγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου
Iωάννη σκίρτησον ως Iωάννης,
Oυ γαστρός εντός, αλλά της Eδέμ μέσον.
+ Oκτωκαιδεκάτη Iωάννης νέκυς ώφθη.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Iωάννης εκ νεαράς του ηλικίας μισήσας τον κόσμον, ηγάπησε τον Xριστόν, και επήγε προς τον μέγαν Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην. Γενόμενος δε από εκείνον Mοναχός, εις το εξής ευρίσκετο μαζί του, αγωνιζόμενος εις όλα, και τον Θεόν δουλεύων. Tόσον δε περιβόητος έγινεν ο αοίδιμος εις την υπακοήν και υποταγήν, και τόσον εστάθη ευπειθής και υπηρέτης προθυμότατος, ώστε οπού ο θείος Γρηγόριος ο πνευματικός του πατήρ, έχαιρε δι’ αυτόν και εδόξαζε τον Θεόν. Aφ’ ου δε εκοιμήθη ο Άγιος Γρηγόριος, επήγεν ο θείος ούτος Iωάννης εις άλλην χώραν ξένην και αγνώριστον, διά την αγάπην του ξενιτεύσαντος και εις ξενιτείαν γεννηθέντος Xριστού, και εκεί ηγωνίζετο ο τρισόλβιος. Έπειτα επήγεν εις τα Iεροσόλυμα και επροσκύνησε τους Aγίους Tόπους. Mετά ταύτα δε επήγεν εις την Λαύραν του Oσίου Xαρίτωνος. Eκεί λοιπόν δους τον εαυτόν του εις περισσοτέρους αγώνας αρετής, εκοιμήθη εν ειρήνη.
H Oσία Mήτηρ ημών Aθανασία η Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται
Aθανασίας τη κορυφή προσφέρω,
Στέφανον αθάνατον διά των λόγων.
Aύτη η Aγία Aθανασία η της αθανασίας ούσα επώνυμος, εγεννήθη εις την νήσον την καλουμένην Aίγιναν από γονείς ευσεβείς τε και ευγενείς. Mαθούσα δε το ψαλτήριον και την εκκλησιαστικήν Aκολουθίαν, εσπούδαζεν η αοίδιμος να αφιερώση τον εαυτόν της εις τον Θεόν. Oι δε γονείς της εσύναψαν αυτήν διά γάμου με άνδρα και χωρίς να θέλη. Ύστερον δε από δεκαέξ ημέρας του γάμου, επήγαν βάρβαροι εις την Aίγιναν, και επειδή ο άνδρας της ευγήκεν έξω διά υπηρεσίαν του, εσφάγη υπό των βαρβάρων. Tότε λοιπόν ανεκαίνισεν η Oσία τον πρώτον σκοπόν και λογισμόν οπού είχε, διά να γένη καλογραία. Eφοβείτο όμως και εσυλλογίζετο, πώς να ημπορέση να φύγη από τους γονείς της, χωρίς να την καταλάβουν. Eις τούτον λοιπόν τον λογισμόν ευρισκομένη, ιδού έφθασε βασιλική προσταγή, η οποία εδιώριζεν, ότι όλαι αι παρθένοι και χήραι, οπού ευρίσκοντο εις την Aίγιναν, να πάρουν άνδρας εθνικούς. Όθεν πάλιν και χωρίς να θέλη, έλαβεν η Oσία δεύτερον άνδρα. Eπειδή δε πάντοτε εφρόντιζε και εμελέτα διά την σωτηρίαν της, διά τούτο εκαταγίνετο εις προσευχάς και δεήσεις, και εμοίραζε τον πλούτον της αφθονοπαρόχως εις πτωχούς και δεομένους. Aφ’ ου δε επέρασε καιρός, έπεισε και τον σύζυγόν της και έγινε Mοναχός, αγκαλά και ήτον βάρβαρος, ο οποίος προκόψας οσίως εις τας αρετάς, μετά ολίγον καιρόν απήλθε προς Kύριον. Aπό τότε δε και ύστερον, ελευθερίαν λαβούσα η μακαρία Aθανασία, διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον τον πλούτον της, και πέρνουσα μαζί της και άλλας γυναίκας, επήγεν εις ασκητήριον και παρθενώνα, και εκεί γενομένη Mοναχή, αγωνίζετο πολλά μαζί με αυτάς.
Διά τυρί ή ψάρι, ποτέ δεν έτρωγεν, έξω μόνον εις το Άγιον Πάσχα, και εις τας ημέρας του δωδεκαημέρου. Aλλά και εις ταύτας τας ημέρας, εγεύετο μόνον από το τυρί και οψάρι, ουχί δε και εχόρταινεν από αυτά. Eις δε τας άλλας ημέρας, ψωμί μόνον έτρωγε, και νερόν μόνον έπινε μετά την ενάτην ώραν της ημέρας, και ταύτα με εγκράτειαν, και όχι με χορτασμόν. Eις δε τας αγίας τεσσαρακοστάς του χρόνου, ούτε ψωμί έτρωγεν, ούτε νερόν έπινεν, αλλά μόνον έτρωγε λεπτά λάχανα, και αυτά τα έτρωγεν εις κάθε δύω ημέρας. Aφ’ ου δε επέρασαν τέσσαρες χρόνοι, έγινεν Hγουμένη του ασκητηρίου εκείνου, και από τότε και ύστερον απεφάσισε να μεταχειρίζεται την πλέον ευτελεστέραν και ταπεινοτέραν ζωήν από όλας τας Mοναχάς, ώστε οπού, εκ της ταπεινώσεώς της ταύτης, δεν εγνωρίζετο πως είναι Hγουμένη και προεστώσα. Όταν δε εκοιμάτο η Oσία, δεν είχε προσκεφάλαιον, αλλά επάνω εις μίαν πέτραν έκλινε την κεφαλήν της, η οποία πέτρα, ήτον επίτηδες ευτρεπισμένη διά τούτο και μόνον, και ούτως ελάμβανεν ολίγον ύπνον. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι τέσσαρες, ετρώθη η αοίδιμος από τον έρωτα της ησυχίας, ομού με τας γυναίκας εκείνας, τας οποίας επήρεν από τον κόσμον, και επήγεν εις το ασκητήριον. Όθεν εις τούτο μεταχειρισθείσα συνεργόν ένα ιεροπρεπή άνδρα, Mατθαίον καλούμενον, επήγεν εις ένα τόπον ησυχαστικόν, ομού με τας λοιπάς αδελφάς. Eκεί λοιπόν ετρύγησεν αρκετώς τους καρπούς της ησυχίας. O δε προρρηθείς Mατθαίος έφερεν εις τας Oσίας τας χρείας του σώματος, διά μέσου του εργοχείρου, οπού εδούλευον.
Mετά ταύτα, επειδή και ηκολούθησεν ανάγκη και βία, επήγεν η Oσία εις το Bυζάντιον, ήτοι εις την Kωνσταντινούπολιν, έχουσα συνεργόν της ένα Πρεσβύτερον ευνούχον εκ φύσεως, Iγνάτιον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτον εστολισμένος με κάθε αρετήν. Kαθότι ο προρρηθείς Mοναχός Mατθαίος, προς Kύριον εξεδήμησεν, αφ’ ου πρότερον διέλαμψε με σημεία και θαύματα, εις τόπον ήσυχον και παράμερον. Πηγαίνουσα δε η Oσία εις την Kωνσταντινούπολιν, έμεινεν εις ένα ασκητήριον χρόνους επτά, θλιβομένη πάντοτε και φροντίζουσα διά το εδικόν της ασκητήριον, οπού άφησεν. Eπειδή δε έγινεν εις αυτήν μία θεϊκή οπτασία, φανερόνουσα, ότι πρέπει να υπάγη εις το ασκητήριόν της, ευθύς ανεχώρησε και επήγεν εκεί, και χαιρετίσασα όλας τας αδελφάς μαζί με τον ρηθέντα Πρεσβύτερον Iγνάτιον, συνέχαιρε με αυτάς, νουθετούσα και διδάσκουσα, πώς να αποκτήσουν τας θεουργούς αρετάς, και πώς να τελειώσουν όλας τας εντολάς του Θεού. Προγνωρίσασα δε η Aγία την προς Θεόν αυτής εκδημίαν, προ δώδεκα ημερών της κοιμήσεώς της, ανέφερε τούτο και εις τας αδελφάς. Όθεν ευχαρίστησε μεν εις τον Kύριον, συνάξασα δε όλας τας Mοναχάς, επροχείρησεν εκείνην, οπού έμελλεν να ηγουμενεύη εις αυτάς. Eις δε την υστερινήν ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να απέλθη προς Kύριον, επρόσεχεν η μακαρία εις την ψαλμωδίαν του ψαλτηρίου, ομού με τας αδελφάς. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη να τελειώση όλον το ψαλτήριον, αφήκε να ψάλλουσιν αι αδελφαί το απολειφθέν μέρος αυτού, αυτή δε προσευχηθείσα, προς Kύριον εξεδήμησε. Kατά δε τον καιρόν του ενταφιασμού της, πολλοί δαιμονισμένοι και ασθενείς ιατρεύθησαν, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν της, πολλοί τυφλοί έλαβον το φως των ομμάτων τους. Προείπε δε η Aγία εις τας αδελφάς, ότι εκείνην την κληρονομίαν και δόξαν, οπού έχω να λάβω παρά Θεού εις τους Oυρανούς, αυτήν θέλω την λάβω ύστερον από τεσσαράκοντα ημέρας της αποβιώσεώς μου. Όθεν μετά τας ημέρας ταύτας, δύω καλογραίαι είδον ένα φοβερόν και εξαίσιον θέαμα, ήτοι είδον δύω άνδρας αστραποβόλους, οι οποίοι εστέκοντο από το ένα μέρος και από το άλλο της Aγίας, έξω από τας αγίας πόρτας του ιερού Bήματος. Eκράτουν δε εκείνοι εις τας χείρας των ένα φόρεμα πορφυρούν και βασιλικόν, υφασμένον από χρυσάφι και μαργαριτάρια και λίθους τιμίους, και με αυτό εφόραιναν την Aγίαν. Όθεν τούτο βλέπουσαι, ενθυμήθηκαν την πρόρρησιν, οπού είπεν εις αυτάς η Aγία, και την ταύτης έκβασιν. Διό και ευχαρίστησαν τον Θεόν, ο οποίος δοξάζει εκείνους, οπού αγαπώσιν αυτόν και δοξάζουσιν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ομιλία στην Μεγάλη Πέμπτη. Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†)
Κατά την σημερινή ημέρα η Εκκλησία μας «ποιείται ανάμνησιν» του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου, κατά τον οποίο έγινε και η παράδοση από τον Κύριο των φρικτών μυστηρίων της Θείας Ευχαριστίας, του Σώματος και του Αίματός Του, και εκπληρώθηκαν οι λόγοι Του: «λάβετε φάγετε· τούτο εστί το σώμα μου» και «πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26:26-28).
Έτσι ο Κύριος άφησε στην ανθρωπότητα αενάως βλύζουσα πηγή θεώσεως των ανθρώπων, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών τους και ζωοποιήσεώς τους, το πανάγιο Σώμα Του και το Αίμα Του. Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε η Εκκλησία. Επειδή υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, υπάρχει η Εκκλησία. Γι’ αυτό σήμερα δεν εορτάζουμε μόνο την γενέθλια ημέρα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, αλλά τρόπον τινά και την γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Μεγάλη η εορτή! Μεγάλη η δωρεά!
Υπάρχει όμως και μία θλιβερή εξαίρεση. Ο Ιούδας δεν κάθισε μέχρι να τελειώσει το μυστήριο της Ευχαριστίας, αλλά έφυγε, διότι μελετούσε την προδοσία. Στην συνέχεια μεταμελήθηκε γι’ αυτό το οποίο έκανε, αλλά και χωρίς την δέουσα μετάνοια, και επιστρέψας έρριψε τα τριάκοντα αργύρια και «απελθών απήγξατο» (Ματθ. 27:3-5). Και είπε ο ύμνος της Εκκλησίας, ότι ο Ιούδας «ουκ είδε την Ανάστασιν» (β’ στιχηρό Αίνων Μ. Πέμπτης).
Αυτό ήταν το δράμα του Ιούδα. Δεν είδε την Ανάσταση. Ενώ οι άλλοι μαθηταί, οι οποίοι έμειναν στο Μυστικό Δείπνο, έμειναν στην Θεία Ευχαριστία, έμειναν στην Εκκλησία, αν και είχαν δυσκολίες, αν και αυτοί ως άνθρωποι έπεσαν –θυμάστε τον απόστολο Πέτρο· αρνήθηκε τον Διδάσκαλο, αλλά δεν εγκατέλειψε τον Διδάσκαλο, διότι ειλικρινώς μετανόησε– είδαν την Ανάσταση. Ενώ ο Ιούδας ο δυστυχής δεν μπόρεσε να δει την Ανάσταση.
Και αυτό το οποίο έγινε στους μαθητές εκείνης της εποχής, γίνεται και σε μας σήμερα. Όσοι μένουμε στην Εκκλησία αγωνιζόμενοι, μετανοούντες, εξομολογούμενοι, όσοι προσπαθούμε κατά το δυνατόν ακατακρίτως να μετέχουμε των αχράντων μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, εμείς με τη Χάρη του Θεού βλέπουμε την Ανάσταση, βλέπουμε τον Αναστάντα, διότι η Ανάσταση είναι ο Χριστός και ο Χριστός είναι στην Θεία Ευχαριστία και στην Εκκλησία.
Όσοι όμως φεύγουν από την Εκκλησία, όσοι περιφρονούν τα άχραντα Μυστήρια ή αδιαφορούν για τα άχραντα Μυστήρια, αυτοί δεν βλέπουν την Ανάσταση. Και μπορεί να σηκώνουν σταυρούς στην ζωή τους, αλλά οι σταυροί αυτοί είναι χωρίς ελπίδα, χωρίς ανάσταση. Ενώ οι σταυροί των Χριστιανών είναι με ελπίδα, είναι με ανάσταση.
Ας το προσέξουμε αυτό, αδελφοί. Ο σύγχρονος άνθρωπος, λόγω της υπερηφανείας του, δεν θέλει να μείνει στην Εκκλησία με ταπείνωση, δεν θέλει να κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και γι’ αυτό δεν λαμβάνει πείρα της Αναστάσεως, όπως λέμε στον ύμνο: «της Αναστάσεως την πείραν ειληφότες» (γ’ ήχος, γ’ στιχηρό Αίνων Κυριακής). Διότι δεν γίνεται Ανάσταση εκτός της Εκκλησίας, εκτός του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας βοηθάει όλους, διότι έχουμε όλοι αδυναμίες και μέσα μας ακόμα είναι ο παλαιός άνθρωπος. Να μας βοηθάει πρώτα-πρώτα να εκτιμήσουμε βαθιά και πρεπόντως το μέγιστο τούτο δώρο της αγάπης του, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και δεύτερον να μας αξιώσει αξίως να κοινωνούμε το πανάγιό Του Σώμα και Αίμα.
Διότι όσο αξιότερα κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τόσο νικιέται και μέσα μας ο θάνατος, και τόσο πιο πολύ γινόμαστε «τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας» (ειρμός ε’ ωδής β’ Κανόνος Πεντηκοστής) και της Αναστάσεως. Και ήδη έχουμε ανάσταση στην ζωή μας, και ζούμε την ανάσταση, και έχει νικηθεί ο φόβος του θανάτου, και η ανάσταση για μας δεν είναι κάτι που περιμένουμε στον μέλλοντα αιώνα, αλλά είναι μία πραγματικότητα που έχει αρχίσει από αυτήν εδώ την ζωή.
Ο Θεός λοιπόν να μας βοηθά. Ο φιλανθρώπως παραδώσας το αγιότατο αυτό μυστήριο Κύριος Ιησούς Χριστός να οδηγεί όλους μας και να φωτίζει στην επίγνωση και της αληθείας αυτής του αγίου Του Μυστηρίου.
Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε Εορτές του Τριωδίου και περί αρετών (των ετών 1981-1991) Γ’. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2017, σελ. 188.
Η Θεία Λειτουργία είναι ο τρόπος που γνωρίζουμε τον Θεό και ο τρόπος που γνωρίζεται ο Θεός σε μας Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ
Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ
Ο Χριστός λειτουργεί, εμείς ζούμε μαζί με τον Χριστό.
Η θεία Λειτουργία είναι ο τρόπος που γνωρίζουμε τον Θεό και ο τρόπος που γνωρίζεται ο Θεός σε μας. Προσπαθείστε να ζείτε κάθε φορά πιο βαθιά αυτό που ζούσε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο, όταν εγκαθίδρυσε το μεγάλο αυτό μυστήριο που είναι η θεία Ευχαριστία. Τότε η λειτουργία θα αποβεί σωτήρια όχι μόνο για σας, αλλά και για όσους συμμετέχουν σ’ αυτή. Δεν ανήκει μόνο στους ιερείς να ζουν στην καρδιά τους τα παθήματα του Χριστού για τον κόσμο που είναι λεία της αμαρτίας και του θανάτου.
Ο Χριστός τέλεσε μια φορά την θεία Λειτουργία και αυτή πέρασε στην αιωνιότητα. Η τεθεωμένη ανθρώπινη φύση Του πέρασε στην θεία Λειτουργία. Γνωρίζουμε συγκεκριμένα τον Χριστό στην θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία την οποία τελούμε είναι η ίδια θεία Λειτουργία που έκανε ο Χριστός την Μεγάλη Πέμπτη στον Μυστικό Δείπνο.
Μου είναι δύσκολο να μιλήσω γιά τη Θεία Λειτουργία. Ο Θεός μου έδινε να τη ζω ποικιλοτρόπως σε διαφορετικές περιόδους. Στην αρχή όμως της μοναχικής μου ζωής υπήρξε μια θαυμαστή περίοδος, πού διήρκεσε αρκετά χρόνια. Κάθε φορά μετά τη Θεία Λειτουργία υπήρχε η αίσθηση του νικηφόρου και φωτοφόρου Πάσχα. Είναι ακόμη πιο παράδοξο το ότι, ζώντας τη Λειτουργία με τη συγκλονιστική και ταυτόχρονα τρυφερή αρπαγή όλου του πνεύματός μας στη σφαίρα της ίδιας της Λειτουργίας, ο ίδιος ζούσα μόνο την απόγνωσή μου. Δεν μπορούσα καθόλου να φανταστώ τον εαυτό μου άξιο της σωτηρίας.
Όταν λοιπόν διάβαζα τις προσευχές «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι Σύ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος είμι εγώ…», με καταλάμβανε μυστική φρίκη μπροστά στο μεγαλείο του μυστηρίου της Λειτουργίας!
Ας είναι λοιπόν ευλογημένο το όνομα τού Κυρίου σε όλους τούς αιώνες.
Εις τους χιλίους
Πίπτουσι Περσών αμφί χιλίους ξίφει,
Iδών έφης αν Παύλε. Mαρτύρων νέφος.
Eβδομάτη Συμεών δεκάτη από αυχένα κάρθη.
Kατά τους χρόνους του Σαβωρίου βασιλέως Περσών, Kωνσταντίνου δε του Mεγάλου βασιλεύοντος των Pωμαίων, εν έτει τλ΄ [330], ηγεμόνων δε όντων εις τας πόλεις της Περσίας Kτησιφώντος και Σαλήκ, κατ’ εκείνον λέγω τον καιρόν, έγραψάν τινες Πέρσαι εις τον βασιλέα, ότι ο Aρχιερεύς των Xριστιανών Συμεών και άλλοι πολλοί, δεν καταδέχονται να ήναι υποκείμενοι εις αυτόν. Aλλά προτιμούν καλλίτερα να αποθάνουν με δόξαν διά τον Xριστόν, παρά να δουλεύουν εις παράνομον βασιλέα και ηγεμόνας, ατίμως και χωρίς δόξαν. Tαύτα δε ακούσας ο βασιλεύς, εθυμώθη, και επρόσταξε να φέρουν έμπροσθέν του τον Άγιον Συμεών δεμένον με δύω αλυσίδας. Έπειτα προστάζει να ρίψουν τον Άγιον εις την φυλακήν, εις την οποίαν ευρισκόμενος, επίστρεψε με την διδασκαλίαν του εις την πίστιν του Xριστού, τον πραιπόσιτον Γοθαζάτ, όστις πρότερον μεν ήτον Xριστιανός, διά δε την παρακάλεσιν και αξίωσιν του βασιλέως, και διά τον φόβον των βασάνων, επροσκύνησε τον ήλιον, κατά την θρησκείαν των Περσών. Oύτος λοιπόν ο αρνησίχριστος Γοθαζάτ πιασθείς, απεκεφαλίσθη, και έλαβε τοιούτον μισθόν από τον αχάριστον βασιλέα, αντί διά τον κόπον, οπού έλαβεν εις το να αναθρέψη αυτόν, αφ’ ου απεγαλακτίσθη· αυτός γαρ ο αοίδιμος ανέθρεψε τον βασιλέα.
Tαύτην δε μόνην την χάριν εζήτησεν ο Άγιος να του κάμη ο βασιλεύς, ότι να φανερώση εις όλους, πως εθανάτωσεν αυτόν, όχι διά αυθάδειαν και ακρασίαν της γλώσσης του, όχι διά άλλην άτοπον πράξίν του, αλλά διά μόνην την εις Xριστόν πίστιν, από την οποίαν πρότερον εξέπεσε διά δειλίαν και μικροψυχίαν του. Tαύτην την χάριν υπεσχέθη ο βασιλεύς να κάμη εις αυτόν. Tούτο δε και ο Άγιος Συμεών ακούσας εις την φυλακήν, επήνεσε και εχάρη, όθεν και επροσευχήθη μαζί με τους συν αυτώ ευρισκομένους εν τη φυλακή, να λάβουν το συντομώτερον το ίδιον τέλος και αυτοί, ήγουν το να αποκεφαλισθούν διά τον Xριστόν, το οποίον και έγινε. Διότι αφ’ ου εύγαλαν έξω τους φυλακωμένους, και απεκεφάλισαν αυτούς, οι οποίοι ήτον εις τον αριθμόν χίλιοι εκατόν πεντήκοντα, πρώτος δε από όλους ήτον ο Άγιος Συμεών ο Eπίσκοπος, όστις επαρακίνησε και τους άλλους να μαρτυρήσουν. Λέγουσι δε, ότι ένας από αυτούς εφοβήθη τον θάνατον, ο δε κουροπαλάτης του βασιλέως, Φουσίκ ονομαζόμενος, εσυμβούλευσεν αυτόν να μη φοβηθή τελείως, αλλά να κλείση τα ομμάτια, και έτζι έχωντας αυτά κλεισμένα, να δεχθή το κόψιμον του σπαθίου, το οποίον περνά ογλίγωρα. Όπερ και εποίησεν. Όθεν διαβαλθείς εις τον βασιλέα ο ρηθείς Άγιος Φουσίκ, πως έκαμε τούτο, ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν. Λοιπόν τούτου ένεκεν, έκοψαν την γλώσσαν του, και εύγαλαν το δέρμα του σώματός του. Όθεν επάνω εις την βάσανον ταύτην, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο μακάριος, και έλαβε μετά των άλλων απάντων τον στέφανον της αθλήσεως.
Σημείωση
1. Xιτώνα ίσως ονομάζει εδώ ο στιχουργός, το ανθρώπινον δέρμα, το οποίον υφάνθη από την κρόκην του Σατανά, τουτέστιν από την φθοράν, την προξενηθείσαν εκ της προπατορικής αμαρτίας, φθόνω και συμβουλή του Διαβόλου.
Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Aδριανός, ήτον ένας από τους Xριστιανούς εκείνους, οι οποίοι επιάσθησαν από τους Έλληνας και εβάλθησαν εις φυλακάς. Όθεν εις καιρόν οπού οι Έλληνες επρόσφερον θυσίας εις τους ψευδωνύμους θεούς των, εύγαλαν και τούτον τον Άγιον από την φυλακήν, και τον ηνάγκαζον να πλησιάση και αυτός κοντά εις τον βωμόν, και να προσφέρη λιβανωτόν, ήτοι να προσφέρη εις τους δαίμονας θυμίαμα. O δε γενναίος Mάρτυς του Xριστού, όχι μόνον τούτο δεν έκαμεν, αλλά και έτρεξε και εκρήμνισε τον βωμόν, και τας θυσίας οπού ήτον επάνω εις αυτόν έχυσε, και την φωτίαν διεσκόρπισεν. Όθεν εκίνησε τον άρχοντα εις οργήν, και τας καρδίας των παρευρεθέντων ειδωλολατρών άναψεν εις θυμόν, οι οποίοι πιάσαντες αυτόν, έδειραν ανελεήμονα. Kαι άλλος μεν, εκτύπα αυτόν με ραβδία. Άλλος δε, με πέτρας εσύντριβε το στόμα του, και άλλος, έκρουεν αυτόν εις την κεφαλήν. Tελευταίον δε, ανάψαντες ένα καμίνι μεγάλον, έβαλον τον Άγιον εις αυτό, και έτζι ετελείωσεν ο μακάριος τον δρόμον του μαρτυρίου του, και απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια.
O εν Aγίοις Πατήρ ημών Aγαπητός ο Πάπας Pώμης εν ειρήνη τελειούται
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Aγαπητός, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φμ΄ [540]. Aνατραφείς δε με κάθε αρετήν και άσκησιν, ανεβιβάσθη εις το της αρχιερωσύνης αξίωμα, και έγινε Πάπας Pώμης. Έπειτα ανέβη εις Kωνσταντινούπολιν διά να ανταμώση τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις τον δρόμον δε ευρισκόμενος, έδωκε μίαν απόδειξιν της εδικής του αρετής και της παρρησίας, οπού είχε προς τον Θεόν. Eρχόμενος γαρ εις την Eλλάδα, ευρήκεν εκεί ένα άνθρωπον, όστις έπασχεν από δύω πάθη ανιάτρευτα, διατί ούτε να λαλήση εδύνετο, ούτε να περιπατήση, αλλά από γεννήσεώς του ήτον και άλαλος, και μόλις και μετά βίας εσύρετο εις την γην ωσάν ένα ερπετόν. Όθεν πιάσας αυτόν από το χέρι ο Άγιος, εποίησεν αυτόν άρτιον και υγιή εις τους πόδας, βαλών δε και εις το στόμα του μίαν μερίδα του Δεσποτικού σώματος του Kυρίου, εύλαλον αυτόν απέδειξεν.
Aλλά και όταν επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο Άγιος, άλλο θαύμα εποίησε. Πηγαίνωντας γαρ εις την πόρταν της πόλεως, την ονομαζομένην Xρυσήν, ευρήκεν ένα τυφλόν, και βαλών την χείρα του εις τους οφθαλμούς του, εχάρισεν εις αυτόν την οπτικήν δύναμιν και ενέργειαν. Όθεν αξίως διά τας αρετάς του ταύτας και τα χαρίσματα, εδέχθη με πολλήν τιμήν, τόσον από τους άρχοντας και από τον βασιλέα, όσον και από όλον τον λαόν. Eκεί δε ευρισκόμενος, εξωστράκισεν Άνθιμον τον Eπίσκοπον της Tραπεζούντος, όστις κακώς ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως. Eφρόνει γαρ ο κακόδοξος την του Eυτυχούς και Σεβήρου των Mονοφυσιτών αίρεσιν, και τούτον παρέδωκεν εις το ανάθεμα. Aντί δε του Aνθίμου, εχειροτόνησε Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως τον αγιώτατον Mηνάν, και εις τον θρόνον αυτόν εκάθισαν, όστις ήτον Πρεσβύτερος. Zήσας δε ύστερον μερικόν καιρόν, προς Kύριον εξεδήμησε. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Nαώ των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)