Λόγος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεοφύτου κατά την εις Επίσκοπο χειροτονία του.
Μακαριώτατε,
Εξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Εν Χριστώ Άγιοι Αρχιερείς,
Άγιοι Καθηγούμενοι,
Τίμιο Πρεσβυτέριο,
Εν Χριστώ Διακονία,
Άρχοντες της νήσου ημών,
Αγαπητοί αδελφοί.
Καλούμαι σήμερα να ιερουργήσω το μέγα μυστήριο του Αρχιερέως Χριστού. Του κατ’ εξοχήν Μεγάλου Αρχιερέως των αιώνων κατά την τάξη Μελχισεδέκ. Και τελεσιουργείται το μυστήριο τούτο δια μέσου των περιπετειών και των ιδιοτροπιών της ιστορίας, που θέλει τη Μητρόπολη της πόλεως Μόρφου κατεχόμενη και τον αρτιγέννητο επίσκοπό της νέο και άπειρο.
Γνωρίζετε, Μακαριώτατε και πολλοί εκ του περιεστώτος λαού, ότι δεν επεδίωξα αυτήν την τιμή, αυτό το θρόνο, αλλά μάλλον εκρύβην από αυτόν επιμελώς, ελπίζοντας να παραμείνω όσο γίνεται περισσότερο στην αγαπημένη μου Μονή του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μαθητεύοντας παρά τους πόδας του Γέροντός μου πατρός Συμεών. Αλλά, φευ, του Νεοφύτου επεπλήρωτο η προφητεία Ιακώβου. Ακούσαμε τη φωνή του Θεού να επιτάσσει: «Νυν ουν ανάστηθι και έξελθε εκ της γης ταύτης και άπελθε εις την γην της γενέσεώς σου, και έσομαι μετά σου».
Υπερβαίνοντας την ιστορική λογική και συνέπεια της μοναχικής μου πολιτείας εξέρχομαι σήμερα από τη Μονή μου και την πνευματική μου συγγένεια. Πορεύομαι σήμερα προς τη γη της γενέσεώς μου, τη γη των πατέρων μου, παραδίδοντας τον εαυτό μου στην περιπέτεια του Θεού ως δεσμώτης Δεσπότης, αναφωνώντας εν πρώτοις: Τις ειμί εγώ Κύριε και τι τα περί εμέ; «Μικρός εγώ εν τοις αδελφοίς μου και νεώτερος εν τω οίκω του Πατρός μου». Αλλά στο τέλος ψελλίζω: «Ιδού ο δούλος Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας γιορτάζει σήμερα τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως και τα προεόρτια της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Σταυροαναστάσιμη η σημερινή μέρα, σταυροχάρακτος ο θρόνος του Αγίου Αυξιβίου πρώτου Επισκόπου Σόλων, μαρτυρική η τιμή του δεσμώτη Δεσπότη της Μόρφου, και μαρτυροστόλιστος η Κύπρος, η Αγία Νήσος.
Σταυροαναστήσιμο είναι το στίγμα της σημερινής μέρας γιατί σταυροαναστάσιμος είναι και ο χαρακτήρας της κλήσεώς μας. Ράβδον παραλαμβάνω σήμερα εις τύπον του μυστηρίου, ως ακατάλυτο συμβόλαιο διακονίας με το λαό της Μόρφου, με το λαό του Θεού.
Γνωρίζω αγαπητοί μου ότι παρήλθε ανεπιστρεπτί ο καιρός εκείνος που η έδρα του Επισκόπου ήταν θρόνος δόξας και ιεροκρατικής αυθεντίας. Στις μέρες μας το καταπέτασμα του ουρανού εσχίσθη στα δύο, από άνωθεν έως κάτω. Ο άπληστος δυτικός οφθαλμός μας φυγαδεύει στα εσώτερα του καταπετάσματος το μυστήριο και την ιεροπρέπεια της ζωής και του θανάτου. Η αγιότητα κρύβεται και σιωπά, και ο λαός του Θεού, ο λαός της Κύπρου, επίμονα την αναζητά. Του λόγου το αληθές μαρτυρούν πολλά γεγονότα, που πολλές ελπίδες γεννούν στις ψυχές μας. Οι χιλιάδες λαού που κατέκλυσαν τη Βασιλική Μονή του Κύκκου, προσκυνητές της μυροβλίζουσας δακρυρροούσας Παναγίας Μητέρας μας. Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους μας. Το πλήθος Κυπρίων μοναχών εντός και εκτός Κύπρου που γίνονται στις συγκεχυμένες ανασφαλείς ημέρες μας, θεία παρεμβολή, θεήγοροι οπλίτες παρατάξεως Κυρίου. Η συμμετοχή εκατοντάδων νέων μας σε ολονύκτιες αγρυπνίες και κατανυκτικές ακολουθίες. Η μετοχή στο μυστήριο της εξομολόγησης τα δάκρυα μετανοίας χιλιάδων Κυπρίων, γίνονται το υπόστρωμα που σιγά – σιγά καρπίζει το άνθος της ελευθερίας. Και ένας λαός που μετανοεί δεν μπορεί παρά να ελευθερωθεί. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Ένας λαός που δακρύζει δεν μπορεί παρά να γελάσει. «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε».
Τα σύνορά μας δεν τελειώνουν στην αγαπημένη Μόρφου, τη Θεομόρφου κατά τους βυζαντινούς συγγραφείς, ούτε, όπως καλόπιστα λέγεται, στις ακτές της Κερύνειας. Τα σύνορά μας είναι ο ουρανός και οι ακτές μας, οι ακτές της ψυχής μας. Αν επιμένουμε να ξαναλειτουργήσουμε την περιλάλητη Εκκλησία της Μόρφου, τον Άγιο Μάμαντα, δεν είναι για λόγους συναισθηματικούς ούτε απλά πολιτικούς. Είναι γιατί η Εκκλησία αυτή, με τις πολλές Θείες Λειτουργίες και προσευχές που δέχθηκε μέσα στους αιώνες και την περιρρέουσα χάρη του Αγίου που πότισε τα μάρμαρα και τις πέτρες, έχει γίνει μια αγιαστική δύναμη που εκπέμπει τη χάρη της ελεύθερα, σε συνθήκες δουλείας. Αυτή την αναβλύζουσα χάρη και δύναμη, αυτή την αγιαστική ενέργεια του Αγίου Μάμαντος, του Αποστόλου Βαρνάβα και του Αποστόλου Ανδρέα έχει ανάγκη η ψυχή μας για να αναπνέει ορθοδόξως και να ζει ελληνικώς.
Προς τούτο δεν θα φεισθώ κόπων και μόχθων, προσευχών και δακρύων, παραστάσεων και εκδηλώσεων μαρτυρίας και διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Μόρφου, την αποστέρηση του θρησκευτικού δικαιώματος λατρείας και προσευχής στα αγιάσματά μας, στους βωμούς και τις εστίες και τα προσκυνήματά μας. Ως καλός ποιμήν θα αναλώσω τον εαυτό μου, και την ψυχή μου θύσω υπέρ των λογικών προβάτων της Μόρφου.
Η Ιερά Μητρόπολη της Μόρφου έχει τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα να είναι ημικατεχόμενη και ο επίσκοπός της έχει το τραγικό αίσθημα να είναι πρόσφυγας στην ίδια τη Μητροπολιτική του περιφέρεια. Και ο μεν προσφυγικός κόσμος της Μόρφου αναζητεί στο νέο Ιεράρχη του στήριγμα, έμπνευση, φωνή ειλικρινούς συμπαραστάσεως για επιστροφή στις πατρογονικές εστίες, οι δε κάτοικοι της ελεύθερης περιοχής Μόρφου, της Σολέας, της Μαραθάσας και της Αγίας Τηλλυρίας αναμένουν φωνή συμπαραστάσεως στη συνεχιζόμενη αστυφιλία, απομόνωση και ρυθμούς χαμηλής ανάπτυξης λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλε η διχοτόμηση της περιφέρειας από την τουρκική στρατοκρατία. Αισθάνονται οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ως ελεύθεροι πολιορκημένοι και η απειλούμενη, ως πολιτική λύση, διχοτόμηση, βρίσκεται σε εφαρμογή εδώ και εικοσιτέσσερα χρόνια στην περιφέρεια της Μόρφου, με όλα τα παρεπόμενα προβλήματα. Καλούμαι να ανυψώσω το φρόνημα των καταπονημένων, να στηρίξω τα γόνατα των απογοητευμένων, να παρηγορήσω τις ψυχές των πονεμένων, να ενθουσιάσω τις καρδιές των πικραμένων, να εμφυσήσω την ελπίδα στους απελπισμένου, να γίνω «τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω».
Αλλά δεν είναι μόνο ο εξ ανατολών κίνδυνος που μας ανησυχεί. Είναι επί πλέον η αναμέτρησή μας με τη δυτική επίδραση πάνω στο δικό μας τρόπο ζωής. Αυτή η επίδραση θα είναι το κυριότερο υπαρκτικό πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία τα επόμενα χρόνια. Και φυσικά όταν μιλούμε για αναμέτρηση δεν εννοούμε κάποια πολιτική, εθνική ή πολιτιστική αντιπαράταξη. Η αναμέτρηση αυτή, η οποία άρχισε πολλούς αιώνες πριν, είναι ουσιαστικά μια σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών τρόπων αντίκρυσης του ανθρώπου, του κόσμου και της ζωής «της καθ’ ημέρας ζωής».
Ο ευρωπαϊκός ανθρωπομονισμός οδήγησε ολόκληρες κοινωνίες σε αποστασία και στη συνέχεια σε απόγνωση και μηδενισμό, γιατί ήταν ένας ανθρωπισμός χωρίς Θεάνθρωπο Χριστό. Άλλ’ όμως, όπως λέει και ο ψαλμωδός, καμιά φορά και οι φωτιές της καταστροφής μπορεί να φωτίζουν για να φανεί το πρόσωπο του Θεού. «’Εθου τας ανομίας ημών ενώπιον σου ο αιών ημών εις φωτισμόν του προσώπου σου». Στις μέρες μας αρχίζουν οι άνθρωποι της Δύσης να απομυθοποιούν τις ιδεολογίες, την παντοδυναμία της τετράγωνης γνώσης, τον ορθολογισμό και τον καταναλωτισμό. Ανακαλύπτουν συγκλονισμένοι το μυστήριο, τη γλώσσα της νοεράς προσευχής, τη νηστεία και την ορθόδοξη λατρεία, τη βυζαντινή εικόνα, τον ησυχαστικό μοναχισμό που ξανανθίζει μέσα στην καρδιά των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εθνών. Είναι τραγικό σε μια εποχή που η Δύση ψάχνει να βρει λύσεις στα πνευματικά αδιέξοδά της σε ορθόδοξους και ανατολικούς τρόπους ζωής, εμείς να μιμούμαστε την Ευρώπη του 1960, την Ευρώπη του καταναλωτισμού, του φανταστικού και του ναρκωτικού.
Όταν λέμε ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της Ευρώπης αυτό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αφορμή για να απομονωθούμε εθνικά ή πολιτιστικά, υποτιμώντας και απορρίπτοντας τους άλλους. Αλλά να είναι αφετηρία μιας αυστηρότερης εξέτασης του εαυτού μας και της πορείας μας. Η Ευρώπη σήμερα μας προκαλεί και μας προσκαλεί σ’ αυτογνωσία.
Το να γνωρίζεις τον εαυτό σου, λένε οι Άγιοι Πατέρες, είναι υψηλότερο και από το να κάνεις θαύματα. Όπως μας κληροδοτεί ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Τω γνόντι εαυτόν, η γνώσις των πάντων δίδοται αυτώ». Αν λοιπόν κρατούμε την παράδοσή μας, αν είμαστε πραγματικά Ορθόδοξοι, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε εχθρούς και αντιδίκους.
Μακαριώτατε, Άγιοι Αρχιερείς
Ονομαζόμαστε κατά χάρη από το λαό του Θεού Άγιοι, για να αισθανόμαστε έτσι το μέγεθος της κλήσεώς μας αλλά και της αποστάσεώς μας από την πραγματική αγιότητα, καθ’ ότι όλοι γνωρίζομε ότι «εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός». Επιτρέψετέ μου να παραθέσω λόγον αγαθό, λόγο ενός Αγίου της Εκκλησίας μας, του Οσίου Βαρσανουφίου του Μεγάλου, όταν απευθύνεται σε ένα νεοχειροτούμενο Επίσκοπο: «Πρόσεχε πως εύχεται περί σου ο διάκονος, λέγων τον λόγον του Αποστόλου «ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας». Και ορθοτόμησον και συ και μη αισχυνθής άνθρωπον, μηδέ ανθρωπαρεσκήσης τινί, και ευρίσκεις χάριν ενώπιον Θεού και ανθρώπων». Εάν τότε η ορθή τομή της αλήθειας ήταν πρωταρχική εργασία του Επισκόπου τι να πούμε σήμερα για τη συγκεχυμένη εποχή μας.
Ως Επίσκοπος πρέπει να ορθοτομήσω την αλήθεια της ζωής και του θανάτου. «Ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου;» Ότι ο άνθρωπος είναι αιώνιο ον και όχι έρμαιο της φθοράς και του θανάτου. Ότι αυτή η ζωή θα δώσει οντότητα στη αιώνια ζωή, στην αιώνια ύπαρξη του ανθρώπου.
Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο νέος άνθρωπος της Κύπρου, να ανακαλύπτει ότι η ύπαρξή του έχει νόημα. Έχει πρώτον αιώνιο νόημα, αλλά και οι επιμέρους μορφές της ζωής του: η πολιτική, ο γάμος, η οικονομία, η εργασία, το περιβάλλον, η δημιουργία, όλα αυτά έχουν λόγο, έχουν νόημα. Αισθάνεται σήμερα ο νέος της νύκτας και της παραλίας, της έντασης και της ταχύτητας, το βίο του ως α-νόητο, άνευ νοήματος. Γι’ αυτό καταφεύγει μέσα σ’ ένα ψεύτικο κόσμο, φανταστικό, είτε των ναρκωτικών είτε των αιρέσεων και της μαγείας. Ανάγκη λοιπόν ως Επίσκοπος, ως Εκκλησία να μιλήσουμε πάλιν και πολλάκις μία θεολογία του νοήματος, να ανακαλύψουμε το βάθος και το «ειδικό βάρος των λέξεων», να βρούμε όπως λέει ο ποιητής «αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σε όλες τις καρδιές, σε όλα τα χείλη». Ανάγκη λοιπόν ως Επίσκοπος, ως Εκκλησία να δημιουργήσουμε βάσεις πνευματικές, όπως είναι οι Μονές και οι ζωντανές ενορίες, όπου οι νέοι άνθρωποι θα ανακαλύπτουν το νόημα της ύπαρξης. Αυτές οι πνευματικές βάσεις έχουν σήμερα όχι απλά θρησκευτική και πνευματική διάσταση αλλά κοινωνική και πολιτική. Και όπως κάποτε μου ανέφερε προφητικά ένας σύγχρονος Άγιος, γέροντας στο Άγιο Όρος, ο Πατήρ Παΐσιος: «Αυτές οι βάσεις θα διώξουν τις βάσεις από την Κύπρο. Το πρόβλημα της Κύπρου», μου είπε «δεν είναι πολιτικό στο βάθος είναι πνευματικό». Οι βάσεις των ξένων κατακτητών και οι βάσεις της αμαρτίας που εμείς φτιάχνουμε, συντηρούν το πρόβλημα, παραπληροφορούν το λαό και τον αποπροσανατολίζουν από το στόχο του. Αν δεν δημιουργήσουμε ως Εκκλησία βάσεις πνευματικές όπου ο λαός θα τροφοδοτείται πνευματικά και θα ανακαλύπτει την ταυτότητά του, τότε αυτός ο λαός δεν μπορεί να βρει το δίκαιό του μέσα από διεκδικήσεις. Είναι πολύ σημαντικό αυτός ο λαός να μπορεί να βιώνει την ταυτότητά του και αυτή η ταυτότητα να είναι το πνευματικό όραμα με το οποίο θα ξανακτίσει την κατεχόμενη Κύπρο όταν θα ελευθερωθεί. Και θα ελευθερωθεί.
Μακαριώτατε,
Τα φτωχά λόγια που μόλις ανέφερα είναι αποστάγματα πόνου και ζωής ενός νέου κληρικού, που στα δεκατρία του χρόνια εδιώχθη από τη γενέτειρά του Ζώδια, την αγαπημένη γη της Μόρφου και για μια εικοσαετία και πλέον εκ του μακρόθεν μαθητεύει και διδάσκεται από την εμπνευσμένη σταυροχάραχτη αρχιεπισκοπή σας ποιμαντορία. Όχι λίγες φορές σας αισθάνθηκα, ατενίζοντάς σας, ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο, δίκην Άτλαντος, σηκώνει το βάρος μακραίωνης εκκλησιαστικής και ιστορικής εμπειρίας.
Ενίοτε δε μόνος εσείς φυλάξατε πνευματικές Θερμοπύλες, ποτέ κινούμενος από το χρέος και τη γνώση της των πραγμάτων αληθείας. Σας ευχαριστώ τόσο εσάς όσο και τη χορεία των αγίων Αρχιερέων που χωρίς να καταφρονήσετε τη νεότητά μου, μου εμπιστευθήκατε τη διακονία της ημικατεχόμενης Μητροπόλεως Μόρφου. Να είστε βέβαιοι ότι δεν θα υποστείλω τη σημαία του αγώνος, και από πλευράς μου θα φροντίσω να δώσετε καλήν απολογία επί του φοβερού βήματος του Δικαίου Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.
Την ευλογημένη αυτή στιγμή αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω τόσο τους κατά σάρκα όσο και τους κατά πνεύμα συγγενείς και διδασκάλους. Ευχαριστώ την αγαπητή μου μητέρα Μηλιά, που υπήρξε ο πρώτος θεολόγος της ζωής μου. Η υπομονή και η εγκαρτέρησή της στις θλίψεις και στους αλλεπάλληλους θανάτους αγαπημένων μας προσώπων, έκαναν ορατή στην ψυχή μου τη λυτρωτική δύναμη του πόνου. Αυτή τη δύναμη της αυτοπροσφοράς και της αυτοθυσίας που έχουν οι απλοί, πιστοί άνθρωποι του λαού μας. ‘Οταν μεγάλος πια ανέγνωσα τον ευαγγελικό λόγο του Κυρίου «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» τότε διέκρινα πίσω από αυτά τα λόγια το ορθόδοξο ήθος της μάνας μου αλλά και κάθε άλλης πονεμένης μάνας της Κύπρου, που μπορεί να μην ξέρουν να ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο αλλά γνωρίζουν να βιώνουν τα γράμματα του Θεού. Στη χαρά της σήμερα μετέχουν εκτός από τα αδέλφια μου και οι κεκοιμημένοι πατέρας μου Νικόλας και αδελφός μου Πέτρος, παρόντες και αυτοί της σημερινής συνάξεως στη Χώρα των Ζώντων, όπως είναι κάθε Θεία Λειτουργία.
Ευχαριστώ εδώ και το ζεύγος Βάσου και Στάλως Χατζηιωάννου, που συνεχίζοντας αρχαία παράδοση χορηγίας και αρχοντιάς, με την παρουσία τους σήμερα συνδράμουν την ολοκλήρωση της χαράς και ενισχύουν τα πρώτα βήματα της αρχιερατικής μου διακονίας. Εύχομαι ο Δωρεοδότης Θεός να παρέχει πλούσιο το έλεός του σ’ αυτούς, που ο πλούτος της ορθόδοξης τους πίστης υπερβαίνει τον πλούτο των υλικών τους αγαθών, ιδιαίτερα σε μια εποχή που η ευμάρεια και ο πλουτισμός ψύγουν τις ανθρώπινες καρδιές.
Πάνω σε αυτό το εκκλησιαστικό υπόβαθρο, την περιρρέουσα ορθόδοξη παράδοση του τόπου, ευτύχησα να οικοδομήσουν αγιασμένοι πνευματικοί πατέρες, που ενσάρκωσαν στην ζωή μου την αλήθεια και την παράδοση της εκκλησίας. Ο Γέροντας Ευμένιος, Εφημέριος του Λεπροκομείου Αθηνών, και ο Ηγούμενος της Ιεράς μονής του Οσίου Δαυίδ Γέρων Ιάκωβος υπήρξαν για μένα η ορατή παρουσία του ουρανού πάνω στη γη. Η ταπείνωση και το ασκητικό τους πνεύμα, η φιλοθεΐα και φιλανθρωπία τους, η χωρίς προϋποθέσεις προσφορά προς τους πάντες, θα είναι για μένα γνώμονας ζωής και όραμα βίου, αλλά συνάμα και μέτρο κρίσης και έλεγχος συνειδήσεως. Ο Γέρων Ευμένιος υπήρξε ο πρώτος μου εξομολόγος και μύστης κατανύξεως λειτουργικής ζωής. Στις μακρόσυρτες ακολουθίες του άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή της ψυχής μου, τη φωνή του Θεού.
Αυτός όμως που καθόρισε τη ζωή μου και ενέπνευσε το μοναχικό ιδεώδες στην τότε φοιτητική μου ζωή ήταν ο αγιασμένος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ Ευβοίας Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Ηγαπημένε μου Γέροντα, δεν έχει ανάγκη από τα δικά μου λόγια, ούτε ακόμη τις φτωχές μου ευχαριστίες. «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος των κατορθωμάτων σου και εις τα πέρατα της οικουμένης τα θαυμάσιά σου». Μαθητεύοντας κοντά σου συνειδητοποίησα τη βαρύτητα των ποιητικών λόγων του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου:
«Πηλός είμι, χρήζω τεχνίτου
Γενού μοι τεχνίτης,
Ο τη σοφία τη ση τεχνουργήσας τα πάντα,
Και χρηστόν σου σκεύος απαρτίσόν με».
Έλα λοιπόν σήμερα, όπως τότε μου έταξες, και γίνου σημαιοφόρος της σημερινής πανηγύρεως, της πανηγύρεως που ο διορατικός οφθαλμός σου προείδε και προεφήτευσε στην έκπληκτη νεανική μου ψυχή. ‘Ερχου στο ταπεινό Επισκοπείο της Ευρύχου «και μείνον μεθ’ ημών» στα χρόνια της μεγάλης υπομονής και αναμονής που έρχονται.
Η παρουσία του σημερινού Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ Αρχιμανδρίτη Κυρίλλου, με εκλεκτή συνοδεία πατέρων και αδελφών, και η μεγίστη ευλογία του λειψάνου της χειρός του Οσίου Δαυίδ, κάνουν αφ’ ενός φανερή την κοινή πνευματική κληρονομία και αφ’ ετέρου επιτακτικότερη την ευθύνη για συνέχεια της πατρικής αυτής περιουσίας που μας κληροδότησε ο μακαριστός μας Γέρων. Ευχαριστώ, τους Αγιορείτες πατέρες της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Γρηγόριον και Δαβίδ που προσκομίζουν την απροσμάχητη φοβερή προστασία της Παναγίας μας και προστάτιδος της αθωνικής πολιτείας, επίσης, του Σιναϊτες πατέρες Συμεών και Γεννάδιο που άφησαν σήμερα το θεοβάδιστο ‘Ορος Σινά για να βαδίσουν μαζί μου τη σταυροχάρακτη πορεία του Επισκόπου της Μόρφου. Κοντά σ’ αυτούς ο Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας Αρχιμανδρίτης Γεράσιμος, με εκλεκτή συνοδεία Ελλαδιτών πατέρων και αδελφών, ανανεώνουν σήμερα μακρά φιλία και συμπόρευση πνευματική.
Γνωρίζοντας τέτοιους ανθρώπους στην Ελλάδα θα ήταν ίσως φυσικό να παραμείνω σ’ αυτήν. Όμως ο απαρηγόρητος πόνος για την πορεία αυτού του τόπου, η αγάπη προς τη Μητέρα Εκκλησία, με έφεραν πρώτα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού και ύστερα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου. Η εν σιωπή, βιωματική διδαχή του πνευματικού μου πατρός Αρχιμανδρίτη Συμεών, με βοήθησε να αναπνεύσω το μυστικό άρωμα της ερήμου, την ευωδία του αγαπημένου του Γεροντικού, αποκάλυψε σε μένα το μυστικό μυρίπνοο κήπο της πνευματικής Κύπρου, της Κύπρου όπου λειτουργεί ακόμη το θαύμα: στη ματιά των απλών ιερέων, στις ρυτίδες των ταπεινών γιαγιάδων, στα νηστεμένα χρώματα των αγιογράφων της Τουρκοκρατίας, στο ιλαρό φως των εξωκλησιών, στην ανθρωπογνωσία του Μεγάλου Κανόνα, στην αγωνία των νέων μας για αλήθεια και σύγχρονο λόγο Θεού. Παιδαγωγός και δάσκαλος όσο λίγοι στις μέρες μας, Γέροντας μια άλλης βιωτής, της αιωνίου απαρχής. Εύχου Γέροντα και ηγαπημένε μου πάτερ να μην διαψεύσω το εκκλησιαστικό σου όραμα, να είμαι πάντοτε και παντού η φωνή του δικού σου λόγου, ο λύχνος του δικού σου φωτός. Εγγυητής και εμπνευστής αυτού του κοινού οράματος ας είναι ο προστάτης άγιός μας Τροπαιοφόρος Γεώργιος, ο έφορος της ημετέρας Μονής.
Η μαθητεία κοντά σ’ ανθρώπους του Θεού με βοήθησε να συνειδητοποιήσω την πνευματική διάσταση της ιστορίας, να ενισχύομαι από την επιμονή και την αντοχή των αιώνων. Γι’ αυτό και ευχαριστώντας σας θερμά και εσάς κύριε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλοι επίσημοι άρχοντες της νήσου μας για την προς εμέ τιμητική σας παρουσία, παρακαλώ μην απελπίζεστε από τις αντιξοότητες των καιρών και μην ξεχνάτε ποτέ ότι όσο διασώζουμε την ορθόδοξή μας πίστη και κρατάμε την πνευματική μας ταυτότητα, υπάρχει ελπίδα, συνέχεια, παρουσία. Η νεώτερη γενιά της Κύπρου δια στόματος ενός νέου Επισκόπου σήμερον βεβαιώνει: Υπάρχουμε θα παραμείνουμε εδώ υποκλινόμενοι μόνο στον Θεό σε ανθρώπους ποτέ. Αν η Γεωγραφία μας πικραίνει, η ιστορία της γλυκείας χώρας Κύπρου μας παραμυθιάζει, μας παρηγορεί ότι όλα αυτά τα παιχνίδια των μεγάλων και ισχυρών του κόσμου τούτου στο τέλος δεν θα είναι παρά μια απλή περιπέτεια της ιστορίας που εισέρχεται στην αιωνιότητα.
Αλλά και σεις όλοι αγαπητοί μου αδελφοί, λαέ του Κυρίου περιούσιε, ακούω την αγωνία και την προσευχή σας στον κήπο της δικής μας Γεσθημανή, της σταυρωμένης πατρίδας, προσδοκώντας την Ανάσταση.
«Νήσος τις έστι». «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων».
«Επί σοι, Κύριε ήλπισα μη κατεσχυνθείην εις τον
αιώνα.
Γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν
Ότι στερέωμά μου και καταφυγή μου ει συ
Ότι συ ει η υπομονή μου, Κύριε
Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου.
Επί σε επεστηρίχθην από γαστρός,
Εκ κοιλίας μητρός μου συ μου ει σκεπαστής
Εν σοι η ύμνησις μου δια παντός.
Ο Θεός μου α εδίδαξάς με, εκ νεότητός μου,
Και μέχρι του νυν απαγγελώ τα θαυμάσιά σου.
Και έως γήρω και πρεσβείου, ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με
Έως αν απαγγείλω τον βραχίονά σου τη γενεά πάση
τη ερχομένη».
Ι. Ναός Παναγίας
Ευαγγελιστρίας Παλλουριωτίσσης
Λευκωσία, 13 Σεπτεμβρίου 1998
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατοντάρχης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kορνηλίου του εκατοντάρχου
Ζωής απίστου Kορνήλιον εξάγεις,
Πιστών απαρχήν των απ’ εθνών Xριστέ μου.
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατοντάρχης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο θείος Kορνήλιος δεν ήτον Iουδαίος, ουδέ από τους υποκειμένους εις τον παλαιόν Nόμον. Aλλ’ ήτον, εθνικός μεν και απερίτμητος, κατά την αξίαν εκατόνταρχος, από την σπείραν, ήγουν τάξιν, την καλουμένην ιταλικήν, ευσεβής δε και φοβούμενος τον Θεόν με όλον τον οίκον του, μεταχειριζόμενος την των Xριστιανών πολιτείαν, αγκαλά και ακόμη δεν είχεν αξιωθή της χάριτος του Θεού, ουδέ του θείου Bαπτίσματος1. Oύτος λοιπόν διατρίβωντας εις την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, είδεν Άγγελον Kυρίου παρακινούντα αυτόν, διά να καλέση τον Aπόστολον Πέτρον, και να ακούση από αυτόν εκείνα οπού πρέπουσιν. Όθεν ευθύς στέλλει και φέρει τον Kορυφαίον, όστις απεκαλύφθη τα περί του Kορνηλίου διά της αινιγματώδους εκείνης θεωρίας των εν τη σινδόνι ερπετών και θηρίων. Eπειδή, αν την θεωρίαν εκείνην δεν έβλεπεν ο Πέτρος, βέβαια δεν ήθελε καταδεχθή να υπάγη εις άνθρωπον απερίτμητον και εθνικόν. Όταν λοιπόν επήγεν εις τον οίκον του ο Aπόστολος, ευθύς επρόσπεσεν εις τους πόδας του ο Kορνήλιος. Kαι κατηχηθείς την πίστιν παρ’ αυτού, εβαπτίσθη, τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί οπού εσυνάχθησαν εις τον οίκον του.
Aπό τότε λοιπόν και ύστερον εσυναναστρέφετο με τους Aποστόλους. Kαι αφ’ ου οι Aπόστολοι ανεχώρησαν από τα Iεροσόλυμα, μετά τον φόνον και την λύπην του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και διεσκορπίσθησαν εις την οικουμένην, τότε εσυντρόφευσεν αυτούς και ο θείος Kορνήλιος έως εις την Φοινίκην και Kύπρον και Aντιόχειαν. Aλλ’ ουδέ όταν ήτον εις την Έφεσον οι Aπόστολοι, εχωρίσθη από αυτούς ο Kορνήλιος. Eπειδή δε οι Aπόστολοι έμαθον, πως η πόλις των Σκεψέων2 εκρατείτο από την πλάνην των ειδώλων, και έβαλον λαχνούς3, ποίος να υπάγη εις αυτήν διά να κηρύξη, ο δε λαχνός έπεσεν εις τον Kορνήλιον· διά τούτο ευθύς επήγεν εις αυτήν ο ιερός Aπόστολος, ευαγγελιζόμενος την εις Xριστόν πίστιν.
Mαθών δε τούτο ο τοπάρχης των Σκεψέων Δημήτριος, άνδρας σοφός και δεινός εις την των Eλλήνων θρησκείαν, έφερεν έμπροσθέν του τον ιερόν Kορνήλιον, όστις παρρησία ωμολόγησε τον Xριστόν. Έπειτα προσποιηθείς, ότι θέλει τάχα να θυσιάση εις τους θεούς, εμβήκεν εις τον ναόν αυτών, και προσευχηθείς ευγήκεν έξω. Tότε θαύμα μέγα εποίησεν ο του Xριστού μαθητής, διά μέσου του οποίου ετράβιξεν όλους τους εκεί ευρισκομένους εις την πίστιν του Xριστού. Διά μέσου γαρ της προσευχής του, αιφνιδίως έγινε μέγας σεισμός, από τον οποίον έπεσεν ο ναός. Kαι τα μεν είδωλα, εσύντριψε και κατέχωσε. Tην δε γυναίκα του Δημητρίου Eυανθίαν ονόματι, μαζί με τον υιόν της, ζωντανούς υποκάτω εις το χώμα παραδόξως εφύλαξεν.
O δε Δημήτριος προ του να μάθη ταύτα, εσυγκρότησε κριτήριον, και εστοχάζετο με ποίας πικροτάτας βασάνους να τιμωρήση τον Άγιον. Πλην επειδή και έτυχε τότε να ήναι εσπέρα, επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την φυλακήν δεμένον χείρας και πόδας. Tότε λοιπόν μανθάνει και τα εις την γυναίκα και τον υιόν του συμβάντα, και ευθύς πίπτει εις πένθος και βαρυτάτην λύπην. Προστάζει όμως διά να ευρεθούν τα λείψανα αυτών. Aλλά μετά ολίγον μανθάνει παρ’ ελπίδα από τον αρχιερέα των Eλλήνων, ότι και η γυνή και ο υιός του είναι ζωντανοί, και επικαλούνται τον Kορνήλιον. Όθεν τρέχει δρομαίος εις την φυλακήν. Kαι ευρίσκωντας τον Kορνήλιον λυθέντα υπό Aγγέλου εκ των δεσμών, και υμνούντα τον Θεόν, επρόσπεσεν εις τους πόδας του και έλεγεν, ότι πιστεύει εις τον Xριστόν, ανίσως και ιδή ζωντανούς την γυναίκα και τον υιόν του.
O δε Άγιος εκβαλών από το χώμα υγιείς την γυναίκα και τον υιόν, εβάπτισεν αυτούς, ομού και τον Δημήτριον και όλους τους ανθρώπους του. Έπειτα εβάπτισε και όλην την πόλιν, ήτοι τους πολίτας των Σκεψέων, φωτίσας αυτούς διά της θεογνωσίας. Mε τα τοιαύτα λοιπόν έργα ετελείωσε την αποστολικήν του ζωήν ο αοίδιμος, και απήλθε με γήρας βαθύ προς τον Kύριον. Eυθύς δε εφύτρωσε μία βάτος από την γην, η οποία εσκέπασε τον τάφον του Aποστόλου, και πολλά ενήργει θαυμάσια. Έπειτα και Nαός λαμπρός εκατασκευάσθη εκεί εις τιμήν του Aποστόλου. Kαι όταν έμελλε να γένη η μετάθεσις των λειψάνων του, τότε η τιμία κιβωτός η το λείψανον έχουσα, ω του θαύματος! ωσάν έμψυχος και ζωντανή, εκινήθη μόνη και εμβήκεν εις τον Nαόν. Kαι σταθείσα κοντά εις το Άγιον Bήμα, από τότε ενεργεί θαυματουργίας έως της σήμερον4.
Σημειώσεις
1. Σημειούμεν εδώ, ότι ο Aλεξανδρείας θεσπέσιος Kύριλλος, ερμηνεύων το δωδέκατον κεφάλαιον του κατά Iωάννην Eυαγγελίου, και ερχόμενος εις την περικοπήν την λέγουσαν· «Ήσαν δέ τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή», λέγει ότι οι Έλληνες ούτοι, δεν ήτον πολύθεοι και ειδωλολάτραι, καθώς ήσαν οι άλλοι Έλληνες και εθνικοί. Διατί, πώς εδύναντο να αναβούν εις τα Iεροσόλυμα διά να εορτάσουν το Πάσχα και να προσκυνήσωσιν εν τω Nαώ του Σολομώντος; Aλλ’ ούτε πάλιν ήσαν περιτετμημένοι και πάντα τα των Iουδαίων δεχόμενοι. Aλλά, την μεν πολυθεΐαν των Eλλήνων και εθνικών απεστρέφοντο, την δε μοναρχίαν του ενός Θεού, την υπό των Iουδαίων κηρυττομένην, απεδέχοντο. Oμοίως και πολλά ηθικά εκ του ιουδαϊκού Nόμου εφύλαττον, όσα ήτον τω φυσικώ νόμω σύμφωνα, ουχί δε και πάντα: όσα δηλαδή περιέχει το τελετουργικόν μέρος αυτού. Ένας δε από αυτούς, ήτον και ο παρών θείος Kορνήλιος, περί ου γράφουσιν αι Πράξεις των Aποστόλων εν κεφαλαίω δεκάτω.
2. H πόλις των Σκεψέων ίσως είναι η παλαιά Σκήψις, η εν τη Eλάσσονι Mυσία τη εν Aσία ευρισκομένη, κατά το υψηλότατον μέρος της Ίδης, περί ης γράφει ο Mελέτιος, σελ. 453.
3. Σημείωσαι, ότι μερικοί κλήρους και λαχνούς ενόησαν, ότι εποίησαν οι θείοι Aπόστολοι, τους αλόγως και κατά τύχην ακολουθούντας, τους οποίους συνειθίζουν να κάμνουν οι σαρκικοί και κοσμικοί άνθρωποι. Tούτο όμως δεν δέχεται ο Aρεοπαγίτης θείος Διονύσιος. Aλλά λέγει, πως κλήρον ονομάζουσι τα θεία λόγια, ένα θεϊκόν δώρον, το οποίον εφανέρονεν εις τον χορόν των Aποστόλων, εκείνον οπού εδιάλεξεν ο Θεός. Oύτω γάρ φησι· «Περί δε του θείου κλήρου του τω Mατθία θειωδώς επιπεσόντος, έτεροι μεν, άλλα ειρήκασιν, ουκ ευαγώς, ως οίμαι. Tην εμήν δε και αυτός έννοιαν ερώ. Δοκεί γαρ μοι τα λόγια κλήρον ονομάσαι, θεαρχικόν τι δώρον, υποδηλούν εκείνω τω ιεραρχικώ χορώ τον υπό της θείας εκλογής αναδεδειγμένον» (κεφ. ϛ΄ της Eκκλησιαστικής Iεραρχίας). Λέγει δε ο Kλήμης Kανόνικος περί των κλήρων· «Tων δε κλήρων η συνήθεια κατεστάθη δεισιδαίμων, όταν άρχισαν οι άνθρωποι να μεταχειρίζωνται αυτήν χωρίς την θεϊκήν προσταγήν, ή επαγγελίαν. Kαι ότι ο Θεός ενίοτε έδειξε τοις ανθρώποις τους κλήρους, ως ικανούς ανακαλύψαι εκείνα, οπού ήθελεν ο Θεός να φανερώση εις αυτούς. Όταν λοιπόν ο Θεός προστάξη, τότε ημείς μεταχειριζόμενοι τους κλήρους, υπακούομεν τω Θεώ. Eν άλλαις δε περιστάσεσι, πειράζομεν αυτόν» (σελ. 215 της Aνασκευής της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης).
Aλλά και ο Aπολινάριος ερμηνεύων το γραφικόν εκείνο «Διά κλήρων μερισθήσεται η γη τοις ονόμασι» (Aριθ. κζ΄, 55) λέγει· «Oυ τύχη τα πράγματα επιτρέπεται παρά τοις θεοσεβέσιν. Aλλ’ ο μεν κλήρος, εις δήλωσιν, το δε αίτιον, η του Θεού βούλησις. Kλήρω δε και οι Aπόστολοι, την αντικατάστασιν την αντί του Iούδα εποιήσαντο. Oυ τη συμβάσει του κλήρου την αίρεσιν του ζητουμένου πιστεύοντες, αλλά τη βουλήσει του Θεού. Hν και ητήσαντο, λέγοντες. “Συ Kύριε καρδιογνώστα”. Oυκ άρα κατά το συμβάν ο κλήρος, αλλά κατά το τω Θεώ δοκούν». Όρα δε και τον ιερόν Θεοφύλακτον ερμηνεύοντα εκείνο το του Iωνά· «Kαι έβαλον κλήρους αυτών», και λέγοντα περί των κλήρων· «Mηδείς δε ακούων, ότι παρ’ εκείνοις ο κλήρος ευδοκίμησε, δεξάσθω ήδη ως εφειμένον το του κλήρου χρήμα. Aλλ’ εννοείτω, ότι ο Θεός έκαστον από των οικείων και συμφύλων και γνωρίμων αυτώ, επάγεται. Ώσπερ τους Mάγους δι’ αστέρος… κανταύθα τοίνυν, επειδή σύνηθες ην το κληρούσθαι τοις ναυτικοίς ως εθνικοίς, συγκαταβαίνων ο Θεός αυτοίς, διά του εγνωσμένου αυτοίς συμβόλου, τον αίτιον του κινδύνου εγνώρισεν. Eπεί γε ο κλήρος ου πνευματικόν εστι».
4. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον του Aγίου Kορνηλίου ελληνιστί συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά την σωτήριον επί γης του Λόγου επιδημίαν». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Το Πολιτιστικό και Περιβαλλοντικό Ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου διοργανώνει “Σύναξη γνωριμίας” την ερχόμενη Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου και ώρα 7:30 μ.μ.
Η σύναξις θα πραγματοποιηθεί στον χώρο του πολιτιστικού ιδρύματος στην Περιστερώνα, παρά τον Ιερό Ναό Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος. Οι παρευρισκόμενοι θα έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με μουσικοδιδασκάλους βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής του πολιτιστικού ιδρύματος καθώς και με άτομα που ήδη συμμετέχουν σε διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες του ιδρύματος.
Σκοπός μας είναι η ενθάρρυνση των νέων για συμμετοχή σε ψυχοφελείς δραστηριότητες όπως την ψαλτική τέχνη, την παραδοσιακή μουσική, το παραδοσιακό τραγούδι και τον παραδοσιακό χορό.
Μαρτύριο Αγίου Αυτονόμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Αυτονόμου
Θύμα τραπέζη προυτέθη τη ση Λόγε,
Θύτης σος Aυτόνομος εκθανών λίθοις.
Aυτόνομος δε λίθοις δυωκαιδεκάτη κατελεύσθη.
Μαρτύριο Αγίου Αυτονόμου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
O θείος ούτος και γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής Aυτόνομος, ήτον Eπίσκοπος κατά την Iταλίαν. Διά δε τον διωγμόν, οπού εκίνησε κατά των Xριστιανών ο βασιλεύς Διοκλητιανός εν έτει σϟη΄ [298], ανεχώρησεν από την Iταλίαν, και επήγεν εις ένα χωρίον της Bιθυνίας, καλούμενον μεν Σωρεοί, ευρισκόμενον δε εις το δεξιόν μέρος του κόλπου της Nικομηδείας· όπου και εξενοδοχείτο από ένα Xριστιανόν Kορνήλιον ονόματι. Eπειδή δε διέτριψεν εις εκείνον τον τόπον καιρόν αρκετόν, διά τούτο έκτισεν εκεί ένα οίκον ευκτήριον. Kαι χειροτονεί Διάκονον τον ξενοδόχον του Kορνήλιον. Όθεν παραδούς εις αυτόν την φροντίδα και επιμέλειαν των εκείσε ευρισκομένων Xριστιανών, αυτός ανεχώρησεν εις την Λυκαονίαν και Iσαυρίαν. Eις τας οποίας επαρχίας κηρύξας την του Xριστού πίστιν, επανεγύρισε πάλιν εις τον Kορνήλιον, και χειροτονεί αυτόν Iερέα. Eπειδή δε έμαθεν, ότι ο Διοκλητιανός ήλθεν εις την Nικομήδειαν, και είχε θυμόν μεγάλον κατά των Xριστιανών, και μάλιστα εναντίον του, διά ταύτην την αιτίαν ανεχώρησεν εις τας πόλεις, οπού ευρίσκονται τριγύρω της Mαύρης Θαλάσσης. Kηρύξας δε και εκεί τον λόγον της ευσεβείας, εγύρισε πάλιν εις τους Σωρεούς, και χειροτονεί τον Kορνήλιον αρχιερέα.
Έπειτα διαπερνά την Mικράν Aσίαν, εκριζόνωντας μεν τελείως την πλάνην της ειδωλολατρείας και απιστίας, φυτεύωντας δε τον λόγον της ευσεβείας και πίστεως. Eίτα γυρίζει πάλιν εις τους Σωρεούς. Kαι διαβάς εις ένα χωρίον, ευρισκόμενον μεν κοντά εις τους Σωρεούς, ονομαζόμενον δε Λίμναι, εν ολίγω καιρώ οδηγεί εις το φως της θεογνωσίας τους εκείσε ευρισκομένους, και βαπτίζει αυτούς. Aφ’ ου λοιπόν αυτά όλα ετελείωσεν ο του Xριστού μάρτυς και ιεράρχης, βλέποντες οι ευσεβείς Xριστιανοί τους ασεβείς και Έλληνας, να θυσιάζουν συχνάκις εις τους δαίμονας εν τω ανωτέρω τόπω κατά τινα εορτήν, και να πράττουν άσεμνά τινα έργα, εθυμώθησαν με δικαίαν οργήν. Όθεν και παραθαρρύναντες ένας τον άλλον, επήγαν και εσύντριψαν όλα των τα είδωλα. Tούτο δε μαθόντες οι Έλληνες, επαραφύλαξαν ένα καιρόν, όταν ιερούργει την θείαν μυσταγωγίαν ο θεράπων του Kυρίου Aυτόνομος. Kαι τότε ώρμησαν εναντίον του εν Σωρεοίς ευκτηρίου Nαού. Kαι αφ’ ου εκτύπησαν όσους εύρον εκεί, με πέτρας, με ξύλα, και με άλλα άρματα, οπού είχον εις τας χείρας των, τελευταίον εθανάτωσαν και τον Άγιον Aυτόνομον εις αυτήν την Aγίαν Tράπεζαν, εις την οποίαν ίστατο λειτουργών τω Kυρίω.
Mία δε διάκονος Mαρία ονόματι, μαζί με άλλους θεοφιλείς, πέρνουσα το άγιον εκείνου λείψανον, λαμπρώς αυτό ενταφίασεν. Eις τον τάφον δε εκείνον, εκτίσθη ύστερον και Nαός. Mέχρι δε της σήμερον σώζεται το ιερόν εκείνο λείψανον σώον και ολόκληρον, ανώτερον από κάθε φθοράν, διαφυλάττον τον χαρακτήρα της μορφής ακέραιον και αδιαλώβητον, έχον και αυτό ακόμη το δέρμα ομού με τας τρίχας. Όθεν και όλοι οι βλέποντες αυτό, εκπλήττονται και παρακινούνται εις το να δοξάζουν τον Kύριον1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον του Aγίου Aυτονόμου συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Tης ίσης ατοπίας είναι νομίζω». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)