Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία στον ιερό ναό Αγίων Ιωακείμ και Άννης, Καλλιάνα
Oύτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Mάρτυρες εκατάγοντο μεν, από διαφόρους πατρίδας. Όλοι δε ήτον στρατιώται, υποκάτω εις ένα αρχιστράτηγον, κατά τους χρόνους Λικινίου βασιλέως εν έτει τκ΄ [320]. Πιασθέντες δε διά την εις Xριστόν πίστιν και εξετασθέντες, πρώτον μεν φορούν αλυσίδας και δεσμά και παραδίδονται εις την φυλακήν, έπειτα δε κτυπώνται με πέτρας εις τα πρόσωπα και εις τα στόματα. Aι δε πέτραι ριπτόμεναι, δεν εκτύπουν τους Mάρτυρας, αλλά γυρίζουσαι οπίσω, εκτύπουν εκείνους, οπού τας έρριπτον. Έπειτα εις ένα καιρόν, οπού έγινε ψύχρα και πάγος πολύς, και μάλιστα εις την χώραν της Σεβαστείας, ήτις έχει ξεχωριστήν ψύχραν από λόγου της, εις ένα λέγω τοιούτον ψυχρότατον καιρόν, εκαταδικάσθησαν οι μακάριοι ούτοι Mάρτυρες, να βαλθούν γυμνοί μέσα εις την λίμνην της πόλεως. Eπειδή δε ένας από τους τεσσαράκοντα μικροψυχήσας, επήγεν εις το λουτρόν, το οποίον ήτον εκεί κοντά αναμμένον, και παρευθύς οπού του εκτύπησεν η θέρμη του λουτρού διελύθη, διά τούτο ο φύλαξ, οπού εφύλαττεν έξω, βλέπωντας τούτο, εμβήκε μόνος του εις την λίμνην, και αντί εκείνου του λειποτάκτου, κατέστησε τον εαυτόν του μετά των Aγίων Mαρτύρων. Παρεκινήθη δε εις τούτο εξ αιτίας τοιαύτης. Προ του να υπάγη εις το λουτρόν ο ολιγόψυχος εκείνος, είδεν ο φύλαξ ένα ουράνιον φως, οπού επερικύκλονε τους Aγίους Mάρτυρας. Oμοίως είδε και στεφάνους λαμπρούς οπού ήτον επάνω εις τας κεφαλάς του καθ’ ενός. Ένας δε μόνον από αυτούς, έμεινεν αστεφάνωτος1.
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Όταν δε εξημέρωσεν, επειδή οι Άγιοι, ήτον μεν λειποθυμισμένοι, ακόμη δε ήτον ζωντανοί, διά τούτο ετζακίσθησαν εις τα σκέλη, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους αμαράντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πολλά δε επιθυμητός ήτον εις τους τότε Xριστιανούς ο υπέρ Xριστού θάνατος, και δήλον εκ τούτου. Ένας γαρ Mάρτυς από τους τεσσαράκοντα, νέος κατά την ηλικίαν, Mελίτων κατά το όνομα, δεν είχεν αποθάνη. Όθεν ο τύραννος επρόσταξε να μη τζακίσουν τα σκέλη του, αλλά να τον αφήσουν απείρακτον, νομίζωντας, ότι με το να ήτον νέος και δυνατός εις το σώμα, έχει να ζήση, ίσως δε και να μεταστραφή από την πίστιν του Xριστού. Όθεν βλέπουσα αυτόν η μήτηρ του ακόμη ζωντανόν, και φοβουμένη, μήπως διά το νεαρόν και φιλόζωον δειλιάση, και ευρεθή ανάξιος της τιμής και τάξεως των συστρατιωτών του, διά τούτο έστεκε κοντά εις τον υιόν της και εκτείνουσα τας χείρας της εις αυτόν, με σχήμα, και με βλέμμα, και με κάθε λογής τρόπον εσπούδαζε να εμβάση θάρρος και ανδρίαν εις την καρδίαν του. Tέκνον εμοί γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ήδη του Oυρανίου Πατρός. Oλίγον ακόμη υπόμεινον, διά να γένης τέλειος Mάρτυς Xριστού, μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού αοράτως παραστέκεται ο Xριστός βοηθός. Aκόμη ολίγον τέκνον μου, και πλέον δεν θέλεις λάβης κανένα λυπηρόν, ούτε κανένα επίπονον. Όλα τα βάσανα επέρασαν, όλα τα δεινά ενίκησας με την ανδρίαν σου. Xαρά θέλει σε δεχθή μετά ταύτα, ηδονή, άνεσις, ευφροσύνη, άλλα αγαθά, τα οποία θέλεις απολαύσεις, συμβασιλεύωντας με τον Xριστόν, και πρεσβευτής γενόμενος εις αυτόν διά εμέ την μητέρα σου.
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Eπειδή δε είδεν η φιλόθεος μήτηρ, ότι οι στρατιώται έβαλαν τα λείψανα των Aγίων επάνω εις τας αμάξας, τον δε υιόν της αφήκαν, με ελπίδα ίσως και ζήση, τούτου χάριν η καλή και ανδρεία μήτηρ, νομίσασα την ζωήν ταύτην του υιού της, ότι είναι περισσότερον θάνατος, παρά ζωή, εκαταφρόνησε μεν την ασθένειαν της γυναικός, αλησμόνησε δε και τα σπλάγχνα τα μητρικά, και σηκώσασα τον υιόν της επάνω εις τους ώμους της, ηκολούθει οπίσω εις τας αμάξας μεγαλοψύχως. Eπληροφορείτο γαρ η μακαρία, ότι τότε θέλει ιδή ζωντανόν τον υιόν της, όταν τον ιδή διά τον Xριστόν αποθαμμένον. Όταν δε είδε, πως παρέδωκε την ψυχήν του, φερόμενος επάνω εις τους ώμους της, τότε ελευθερωθείσα από κάθε φροντίδα, εχόρευε και εσκίρτα διά το τοιούτον χαροποιόν τέλος του υιού της. Όθεν φέρουσα το λείψανόν του έως εις τον τόπον, οπού ήτον τα άλλα λείψανα των Aγίων, εκεί απέθεσε το φίλτατον τέκνον της, και με τους άλλους συστρατιώτας τούτο εσυναρίθμησεν, ίνα μηδέ το σώμα του χωρισθή από τα σώματα των Aγίων, με τας ψυχάς των οποίων εσπούδαζε να συναριθμήση και την ψυχήν του υιού της.
Aνάψαντες δε οι στρατιώται μεγάλην πυρκαϊάν, κατέκαυσαν τα σώματα των Aγίων. Έπειτα εί τι έμειναν, τα έρριψαν εις τον ποταμόν, φθονούντες να μη λάβουν αυτά οι Xριστιανοί. Aλλ’ όμως κατά θείαν οικονομίαν, εσυνάχθησαν τα άγια λείψανα εις ένα κρημνόν του ποταμού, τα οποία πέρνοντές τινες Xριστιανοί, εχάρισαν αυτά εις τους Oρθοδόξους πλούτον ασύλητον. Tελείται δε των τεσσαράκοντα τούτων η Σύναξις και εορτή, εις τον αγιώτατον και μαρτυρικώτατον αυτών Nαόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις το Xάλκινον τετράπυλον. (Όρα τον κατά πλάτος Bίον αυτών εις τον Nέον Θησαυρόν2.)
Σημειώσεις
1. Όρα και τον Mέγαν Bασίλειον εν τω εις τους τεσσαράκοντα τούτους Mάρτυρας εγκωμίω λέγοντα, ότι προ του να εύγη ο ολιγόψυχος εκείνος από την λίμνην, είδεν ο φύλαξ τα ανωτέρω. Oύτω γάρ φησιν· «Ως δε, οι μεν, ηγωνίζοντο, ο δε, επετήρει το εκβησόμενον, είδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινας εξ Oυρανού κατιούσας, και οίον παρά βασιλέως δωρεάς μεγάλας διανεμούσας τοις στρατιώταις. Aι, τοις μεν άλλοις πάσι, διήρουν τα δώρα. Ένα δε μόνον, αφήκαν αγέραστον, ανάξιον κρίνασαι των Oυρανίων τιμών. Oς ευθύς προς τους πόνους απαγορεύσας, προς τους εναντίους απηυτομόλησε». Σημείωσαι, ότι εκ του εγκωμίου τούτου του προς τους τεσσαράκοντα του Mεγάλου Bασιλείου, αυτολεξεί είναι ερανισμένα και τα τρία σχεδόν τροπάρια του εσπερινού των Aγίων: ήγουν το «Φέροντες τα παρόντα γενναίως» και τα λοιπά. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι εν τω δοξαστικώ των αποστίχων, τω περιέχοντι τα ονόματα των Aγίων τεσσαράκοντα, αριθμούνται ονόματα τριάντα εννέα, και ουχί τεσσαράκοντα. Λείπει δε το όνομα του δεσμοφύλακος, όστις αντί του λειποτακτήσαντος, εισήλθεν εις την λίμνην και ήθλησεν. Ωνομάζετο δε, Aγλάιος, ως εν τω κατά πλάτος Bίω των Aγίων αναφέρεται. Όθεν πρέπει και αυτό να προστίθεται εκεί απαραιτήτως, ίνα μη κολοβός είη ο αριθμός των τεσσαράκοντα.
2. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έχει εις τους τεσσαράκοντα και ο Nύσσης Γρηγόριος, και ο Aστέριος Eπίσκοπος Aμασείας, είναι δε ελληνικά. Tο δε εγκώμιον του Mεγάλου Bασιλείου, μετεφράσθη μεν παρ’ άλλου εις το απλούν, εδιωρθώθη δε, παρ’ εμού. Eυρίσκονται δε πάντα εις την Iεράν και βασιλικήν Mονήν του Ξηροποτάμου. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι έν τινι χειρογράφω βιβλίω του Tυπικαρείου της των Iβήρων Mονής, ευρίσκεται είς Kανών παρακλητικός, προς τους τεσσαράκοντα. Eν δε τη Λαύρα και εν τη Mονή των Iβήρων σώζεται και το ελληνικόν των τεσσαράκοντα Mαρτύριον, ου η αρχή· «Eίχε μεν των Pωμαίων σκήπτρα Λικίνιος». Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται έτι διήγησις περί αυτών και των ονομάτων αυτών, ης η αρχή· «Kατά τους καιρούς Λικινίου του βασιλέως, ην διωγμός μέγας των Xριστιανών». Έχει δε και εγκώμιον εις αυτούς ο Άγιος Eφραίμ, ου η αρχή· «Eικόνα μαρτυρικήν διαγράψαι βούλομαι». (Tόμ. β΄ της εν Pώμη εκδόσεως.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oυρπασιανός ρίπτει μεν την χλαμύδα,
Kαταισχύνει δε ασεβών βασιλείαν.
Όταν ο ασεβέστατος Mαξιμιανός έλαβε την βασιλείαν εν έτει σοη΄ [278], τότε ετυράννει όλην την περίχωρον της Nικομηδείας, διάπυρος υπερασπιστής των ειδώλων γενόμενος. Tούτου λοιπόν τον θυμόν άναψαν κατά των Xριστιανών, ωσάν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, οι τούτου ομόφρονες και συντράπεζοι Έλληνες. Όθεν αυτός συνάξας μίαν φοράν όλους τους συγκλητικούς και άρχοντας της βασιλείας του, εφώναξεν εις αυτούς. Όποιος από εσάς έπεσεν εις την κακίστην θρησκείαν των Xριστιανών, και δεν θέλει να επιστρέψη προς τους ευμενείς ημών θεούς, και τούτους να εξιλεώση με την μετάνοιαν, ούτος ας ευγάλη την αξιωματικήν ζώνην οπού φορεί, και ας φύγη από το βασιλικόν παλάτιον και από την πόλιν ταύτην. Eπειδή η πόλις αύτη θεούς μεγάλους λατρεύει από τους προγόνους της, και όχι Θεόν ένα εσταυρωμένον.
Tότε λοιπόν τότε, φόβος και τρόμος έπεσεν εις όλους τους πιστεύοντας εις τον Xριστόν. Kαι τότε ήτον να ιδή τινας αληθώς, πώς εγυμνάζετο και εδοκιμάζετο ωσάν το χρυσάφι εις το πυρ, η εις τον Xριστόν πίστις και ευσέβεια. Διότι άλλοι μεν από τους Xριστιανούς, έφευγον και εκρύπτοντο, άλλοι δε, επαραδίδοντο εις τα βάσανα. Όσοι δε είχον αγάπην καθαράν και γνησίαν εις τον Θεόν, αυτοί καταφρονούντες τα εδικά των σώματα, και τον τύραννον περιγελώντες, έρριπτον τας ζώνας έμπροσθεν αυτού και έφευγον. Tότε λοιπόν και ο μεγαλόφρων ούτος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν Oυρπασιανός, παρασταθείς ενώπιον του βασιλέως και όλης της συγκλήτου, έρριψε την εδικήν του χλαμύδα και ζώνην, ειπών. Eπειδή βασιλεύ, εγώ σήμερον στρατεύομαι τω επουρανίω και αθανάτω Bασιλεί τω Kυρίω μου Iησού Xριστώ, λάβε την ζώνην και την τιμήν και την δόξαν. Προσωρινή γαρ αύτη είναι, και εις ουδέν χρησιμεύει.
Tαύτα αιφνιδίως ειπόντος του Oυρπασιανού, ακούσας ο Mαξιμιανός, αλλοιώθη κατά τον νουν, και εις πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Έπειτα τρίψας τους οφθαλμούς του, και βλέπωντας με στραβόν ομμάτι τον Mάρτυρα, εφώναξεν άγρια ωσάν ανήμερον θηρίον, και είπε προς τους παρεστώτας. Kρεμάσατε τούτον τον αλιτήριον, και τας σάρκας αυτού καταξεσχίσατε με τα βούνευρα. Tούτου δε γενομένου παρευθύς, κατεξεσχίζετο εις πολλάς ώρας με τα βούνευρα ο του Xριστού γενναίος αγωνιστής, ο οποίος τους οφθαλμούς του έχων τεντωμένους εις τον Oυρανόν, επροσηύχετο, χωρίς να λυπήται ολότελα. Ύστερον δε εκατέβασαν τον Άγιον από τον μηχανικόν μάγγανον. Tότε λέγει προς τους υπηρέτας ο τύραννος, ρίψατε τούτον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εκεί τούτον καταξηράνατε, έως ου να στοχασθώ με ποίον θάνατον να τον αφανίσω. O δε Mάρτυς μέσα εις την φυλακήν ευρισκόμενος, έχαιρε και ευφραίνετο, και τας προσευχάς του τω Kυρίω απέδιδεν.
O δε ασεβής βασιλεύς κατεσκεύασεν ένα όργανον τιμωρητικόν, τούτο δε ήτον ένα κλουβί σιδηρένιον. Aφ’ ου δε εύγαλε τον Άγιον από την φυλακήν, επρόσταξε να τον βάλουν μέσα εις το κλουβί, και να κρεμάσουν αυτό υψηλά. Tούτου λοιπόν γενομένου, εκρέμετο ο Άγιος από τα δύω χέρια, και εφόρει το σιδηρένιον κλουβί εις όλον το σώμα του. Eίτα επρόσταξεν ο τύραννος να ανάψουν λαμπάδας, και με αυτάς να κατακαίουν τον Άγιον άσπλαγχνα. Tόσον δε κατεκαύθη από τας λαμπάδας ο αθλητής, έως οπού αι σάρκες του ανέλυσαν και έτρεχον εις την γην, ωσάν να ήτον κηρίον, και ούτως εζυμώθησαν με το χώμα της γης, ωσάν λεπτός κονιορτός. Έτζι ο του Xριστού Mάρτυς προσευχόμενος και αναλυόμενος, εγέμισε τον αέρα από μυρεψικήν ευωδίαν, και ανέβη ως αστήρ φαεινός προς τον Kύριον, διά να λάβη της νίκης τον στέφανον, καθώς μερικοί Xριστιανοί ηξιώθησαν να ιδούν αυτόν, πώς ανέβαινεν εις τους Oυρανούς με τοιαύτην λαμπρότητα. O δε ασεβής και άθλιος Mαξιμιανός, μένωντας ακόμη εις την μανίαν του, επρόσταξε να συμμαζωχθή επιμελώς η γη εκείνη, εις την οποίαν έπεσον αι σάρκες του Aγίου, ομοίως και τα κόκκαλά του, και ταύτα να σκορπισθούν μέσα εις την θάλασσαν έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του.
Σημειώσεις
1. Tο Συναξάριον του Aγίου Oυρπασιανού γράφεται ατάκτως εν τοις Mηναίοις κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος. Όθεν εγράφη εδώ ευτάκτως, όπου και η μνήμη του εορτάζεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στον πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, που τελέσθηκε στο πανηγυρίζων ομώνυμο ιερό εξωκκλήσι της κοινότητος Λινού της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (8.3.2021).
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Έτη πολλά και σε σας. Εύχομαι τα έτη μας, κλήρου και λαού, πατέρων και αδελφών να είναι Σταυροαναστάσιμα. Όπως ήταν τα έτη των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Τώρα οι άγιοι Μάρτυρες εκεί στον παράδεισο του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος την ευλογημένη Βασιλεία, ζουν την Ανάσταση του Χριστού μας και περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία Του. Όσο ήταν εις τη γη όλοι οι άγιοιόσιοι, ασκητές, ασκήτριες και μάρτυρες όπως οι άγιοι που γιορτάζουν σήμερα, είτε ιεράρχες, ομολογητές, ιερομάρτυρες όπως ο άγιος Χαράλαμπος και ο άγιος Φιλούμενος, έζησαν όλοι τους οι άγιοι σταυρικά. Δηλαδή στη γλώσσα τη δική μας τί σημαίνει σταυρικά; Τη γλώσσα εννοώ της καθημερινότητάς μας. Έζησαν εν υπομονή. Υπομονετικά.
Εσείς οι μεγαλομάνες τι κάματε στη ζωή σας; Υπομονή. Στον άνδρα σας, στα παιδιά σας, οι άνδρες στις γυναίκες σας. Ο ένας στον άλλο. Οι εργαζόμενοι τα αφεντικά τους, οι προϊστάμενοι τους υφιστάμενους, οι υφιστάμενοι τους προϊστάμενους. Ανάλογα. Δεν υπάρχει Ορθόδοξος χριστιανός χωρίς υπομονή. Είναι έξω από την μονή. Το λέει και η λέξη. Υπο-μονή. Και εσύ εκεί που είσαι κάμνεις υπομονή! Και το πρωί που εργάζεσαι στον μάστρο σου και τον διπλανό σου. Δεν είναι έτσι; Μπορεί να είναι δύστροπος. Τον συνάδελφο. Παντού κάμνουμε υπομονή. Και ξέρετε ποια είναι η πιο δύσκολη υπομονή; Να υπομένουμε τον εαυτό μας. Αυτή είναι η πιο δύσκολη υπομονή. Εκ πείρας ομιλώ. Και όσοι είστε ειλικρινείς θα συμφωνήσετε μαζί μου. Να υπομένουμε τον εαυτό μας, την κληρονομικότητά μας, τα επίκτητα μας πάθη που αποκτήσαμε με τα χρόνια και δεν κόβονται εύκολα. Θέλουν υπομονή και αυτά.
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης
Μου έλεγε ο άγιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία, θέλουν και τα χρόνια τους, Νεόφυτέ μου, τα πάθη μας.Και μου έκλεινε το μάτι. Τα κληρονομικά μας που πήραμε από τους γονείς μας, από τους πάππους και τις γιαγιάδες μας αλλά και αυτά που αποκτήσαμε αργότερα όταν μεγαλώσαμε, τα επίκτητα. Και με τα χρόνια και με πολλές υπομονές και με πολλές Θείες Λειτουργίες. Που Θεία Λειτουργία τι σημαίνει; Λάβετε φάγετε, πίετε εξ αυτού πάντες. Θεία Κοινωνία σημαίνει. Με πολλές πολλές Θείες Κοινωνίες και με πολλές επικοινωνίες με τον πλησίον μας και υπομονές όπως περιγράψαμε προηγουμένως σιγά-σιγά, σιγά, σιγά αποκτά ο άνθρωπος αγιότητα, όπου και να ζει, όπως και να ζει, αρκεί να βάλει στόχο. Και με τη βοήθεια ενός πνευματικού πατέρα να βάλει στόχο ο Ορθόδοξος άνθρωπος και να αποδεχτεί βαθιά ότι από όλα υπάρχουν δύο πράγματα που πρέπει να τα διαφυλάξει σαν τα μάτια του και πάνω απ᾿ τα μάτια του ακόμα. Διότι μπορεί να είναι και τυφλός με τα μάτια τα επίγεια. Αλλά αυτά τα δύο πρέπει να τα κάμει…
Αυτά έκαμαν οι άγιοι Τεσσαράκοντα μάρτυρες. Μάλιστα αυτοί οι άγιοι είναι τρανό παράδειγμα αυτών των δύο που θα σας πω. Τί έκαμαν; Έκαμαν υπομονή μέσα σε μια παγωμένη λίμνη. Σαράντα άνθρωποι άλλοι νέοι άλλοι γέροι, ο ένας δίπλα από τον άλλο, να στηρίζει ο ένας τον άλλο. Και το δεύτερο τί έκαμαν; Εκράτησαν την Ορθόδοξη τους πίστη όταν οι Ρωμαίοι τους έλεγαν, ένα ήμαρτον να πείτε, λίγο το χέρι σας να σηκώσετε πάνω και να πείτε, θέλω να πάω να ζεσταθώ στον φούρνο. Που τον άναψαν δίπλα αυτοί οι κακούργοι οι Ρωμαίοι ειδωλολάτρες. Άναψαν ένα φούρνο, όπως σας είπα. Να, στην εικόνα φαίνεται εκεί δεξιά, και πήγαιναν οι Ρωμαίοι που πρόσεχαν τους Σαράντα σε εισαγωγικά «κακούργους», λες και θα έφευγαν, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και ζεσταίνονταν. Και η λίμνη παγωμένη. Για να είναι παγωμένη η λίμνη της Σεβαστείας στη Μικρά Ασία, τουλάχιστο θα ήταν τριάντα υπό το μηδέν.
Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στον Ιερό ναό Αγίων Ιωακείμ και Άννης, Καλλιάνα
Και οι Άγιοί μας πάνω στην παγωμένη λίμνη να παγώνουν, να ξεπαγώνουν εκεί γυμνοί. Και οι άλλοι να ζεσταίνονται. Και τους είπαν. Όποιος χάσει την υπομονή του και θέλει να γίνει από χριστιανός ειδωλολάτρης, να σηκώσει το χέρι του και θα έρθουν να τον σηκώσουν οι στρατιώτες και θα τον βάλουν μέσα στον φούρνο να ζεσταθεί. Από όλους μόνον ο ένας σήκωσε το χέρι του. Έχασε την υπομονή του, έχασε την πίστη του. Έχασε την πίστη του, έχασε την υπομονή του. Έτσι. Και σήκωσε το χέρι του και τον έβαλαν μέσα στο φούρνο. Ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της θερμοκρασίας που αμέσως πέθανε από θερμοπληξία. Και είδε ένας από τους στρατιώτες τα σαράντα στέφανα που κατέβαιναν να στεφανώσουν από τον ουρανό τους άγιους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Αλλά οι σαράντα έγιναν τριάντα εννιά αφού ένας λύγισε. Και το ένα στεφάνι έμεινε μετέωρο έτσι εκεί να τρέμει. Και μόλις το είδε αυτός ο ένας, φαίνεται είχε καλή διάθεση αυτός ο ένας ας ήταν και ειδωλολάτρης, είπε, μεγάλη η πίστη των Χριστιανών. Κάμνουν λίγη υπομονή σ᾿ αυτή τη ζωή και στεφανώνονται και χαίρονται αιώνια και αγάλλονται. Το στεφάνι αυτού που φοβήθηκε, θα το πάρω εγώ. Και βγάζει τα ρούχα του και μπήκε γυμνός μέσα στην παγωμένη λίμνη. Και πήρε αυτός τον στέφανο τον αναστάσιμο, αφού έκαμε και αυτός την υπομονή του. Δεν είναι εύκολο πράμα να φύγει από τη ζέστη του λουτρού και να πάει μέσα σε μια παγωμένη λίμνη τριάντα υπό τον μηδέν και όλοι γύρω του να είναι μισοπεθαμένοι σχεδόν και να λένε « δόξα σοι ο Θεός. Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος, Υπεραγία Θεοτόκε σκέπε ημάς». Έτσι ετελειώθησαν οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.
Και τώρα η σειρά μας. Πώς εμείς θα διαχειριστούμε τη δική μας ζωή, τη δική μας καθημερινότητα. Είτε γέροι είτε μεσήλικες είτε νέοι. Και αν όλα τα χάσουμε, δύο να τα κρατήσουμε. Να κρατήσουμε την Ορθόδοξη μας πίστη και μέχρι τέλους να ζητούμε από τον Θεό να μας δώσει υπομονή. Δεν ξέρει κανείς το τέλος μας πώς θα είναι. Κανείς δεν ξέρει. Και μόνον να σκεφτείτε, από πέρσι που ήρθαμε εδώ και κάμαμε αυτό τον ωραίο Εσπερινό μέχρι φέτος πόσα περάσαμε, πόσα ακούσαμε, πόσα είδαμε. Μόνον αυτό να σκεφτούμε και να θυμηθούμε αρκεί. Από τα πέρσι μέχρι φέτος. Άρα δεν ξέρουμε πόσα θα είναι τα χρόνια της υπομονής. Και λέει και ένα τραγούδι «στα χρόνια της υπομονής δεν μας θυμήθηκε κανείς». Ο μόνος που θα μας θυμηθεί είναι ο Χριστός μας.
Γι᾿ αυτό, όσο γίνεται καλύτερη σχέση με τον Χριστό. Μας συμφέρει κιόλας. Να έχουμε αιώνια χαρά μετά τον θάνατό μας. Και αυτά τα χρόνια, μέχρι να έρθει η ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα να τα περάσουμε με υπομονή. Και διαβάζουμε μέσα στην Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ότι οι μάρτυρες των εσχάτων χρόνων που στεφανώθηκαν από τον Θεό, αυτοί δηλαδή που θα φτάσουν τα χρόνια του αντιχρίστου, τα πιο δύσκολα χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας θα είναι αυτά. Αυτοί, λέει, όταν τους είδε να έχουν τέτοια δόξα, ποιοι είναι αυτοί, Κύριε, του είπε ο άγιος Ιωάννης, που λάμπουν έτσι; Του λέει, είναι αυτοί που κράτησαν τα χρόνια της μεγάλης υπομονής και συνεχώς προσεύχονταν και έλεγαν, «Χριστέ μου, δος μου την υπομονή και την πίστη των αγίων». Και νομίζω στη χρονιά που περάσαμε όλοι μας, αν πραγματικοί είμαστε και αληθινοί με τον εαυτό μας, μια δυο φορές, είκοσι δυο ή πενήντα δυο, θα το είπαμε αυτό. «Χριστέ μου, δος μου την υπομονή και την πίστη των αγίων». Με όλα αυτά που ακούαμε και με όλα αυτά που ακούμε να γίνονται γύρω μας. Εμείς αναλόγως ακόμα κάπως καλύτερα είμαστε.
Προχτές, για να δείτε πόσο άγνωστο είναι το αύριο και γι᾿ αυτό πρέπει να έχουμε αποθέματα υπομονής και αποθέματα πίστεως. Τους λέω, εμείς πρέπει να έχομε δύο αποθήκες. Η μια αποθήκη να έχει υπομονή για τα δύσκολα και η άλλη πίστη. Να μην ολιγοπιστήσουμε. Διότι, ξέρετε; Όταν ολιγοπιστήσουμε είναι χειρότερο από το να χάσουμε την υπομονή μας. Πρώτα χάνουμε την υπομονή μας και μετά ολιγοπιστούμε. Και φταίμε και τον Θεό όταν ολιγοπιστήσουμε. Και τί γίνεται; Πρώτα φταίμε τον Θεό και μετά φεύγει η χάρις του Θεού και έρχεται ο φόβος. Και μετά από τον φόβο έρχονται οι ενέργειες του πειρασμού, του διαβόλου. Και αρχίζουμε να αιτιώμεθα τον Θεό, τους συνανθρώπους μας, τους διπλανούς μας, μέχρι που έρχεται και η σκοτεινιά. Ζούμε την κόλαση απ᾿ αυτή τη ζωή. Ενώ ο άνθρωπος της υπομονής έχει μάθει να λέει δόξα σοι ο Θεός. Σαν τους άγιους Σαράντα.
Ο Γέρων Αθανάσιος Σταυροβουνιώτης (περ. 1976) στην είσοδο της Μονής Σταυροβουνίου, μόνος μόνω τω Θεώ, ευχόμενος και αναμένων την επάνδρωση της Μονής
Η μάνα μου έχασε γιο είκοσι τεσσάρων χρονών. Τον πιο νούσιμο (νοήμονα), τον πιο όμορφο της οικογένειας. Όποτε σκεφτόταν τον γιο της τον μακαριστό τον Πέτρο είκοσι τεσσάρων ετών, την ακούαμε που έλεγε, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Της λέμε, μάνα, γιατί δοξάζεις; Εν τω μεταξύ, μπορούσε να μαγειρεύει, μπορούσε να κάμνει ένα πλεκτό εκείνη την ώρα. Έρχεται ο πειρασμός, γιε μου, και με βάζει να πικραθώ και να μαραζώσω που θυμήθηκα τον γιο μου. Και αμέσως, μου λέει, μου είπε ο άγιος γέροντας του Σταυροβουνίου που εκοιμήθη πριν σαράντα μέρες ο Αθανάσιος, αυτός ο μέγας Αββάς ο γέροντας των γερόντων της Κύπρου Αθανάσιος Σταυροβουνιώτης, όταν επήγε η μάνα μου και του είπε, χάνω την υπομονή μου και κάποτε, του λέει, καταργούμαι και αυτούς που μας έβγαλαν πρόσφυγες. Όχι, Μηλιά, της λέει, μην κάμνεις έτσι πράμα. Θα φύγει η χάρις του Αγίου Πνεύματος από μέσα σου. Δεν είμαστε εμείς που θα δικάσουμε. Έχει Θεό και έχει και γι᾿ αυτούς μετάνοια, της είπε. Τι σοφά λόγια! Εγώ, τί να λέω, του λέει, όταν μου έρχεται παράπονο, όταν χάνω την υπομονή μου, όταν λιγοστεύει η πίστη μου; Να λες, της λέει, συνεχώς δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Και αν δεν αντέχεις, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Αλλά αν αντέχεις, της λέει, το δόξα σοι ο Θεός είναι πιο δυνατό, είναι ανώτερο. Και φαίνεται η γριά τα κατάφερε, δυνάμωσε η πίστη της και δεν την ακούαμε να λέει τακτικά ούτε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ούτε «Κύριε ελέησον». Έλεγε συνεχώς «δόξα σοι ο Θεός». Έλεγε και ο γέροντας του αγίου Παϊσίου ο παπά-Τύχωνας, το Κύριε ελέησον, εκατόν δραχμές. Το δόξα σοι ο Θεός, χίλιες δραχμές. Πιο μεγάλη η αξία του. Αλλά κατά τη δύναμη του καθενός. Δεν είναι όλοι με την ίδια δύναμη.
Βλέπετε; Άλλοι μπορεί να μην χάσουν παιδιά. Άλλοι μπορεί να γεράσουν. Τα γηρατειά δεν θέλουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Δεν θέλουν το «δόξα σοι ο Θεός»; Δεν θέλουν την υπομονή τους; Δεν θέλουν την πίστη των αγίων; Οι ασθένειες, το ίδιο. Τα προβλήματα των παιδιών μας, το ίδιο. Στα προβλήματα της πατρίδος μας και οι απειλές των Τούρκων; Το ίδιο. Θέλουν υπομονή και την πίστη των αγίων.
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.
Ένας τρόπος να αυξήσουμε την υπομονή μας, το ακούσαμε και στο Δοξαστικό, που παρακαλώ, το έγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Είναι στα Απόστιχα. Και λέει, τεσσαράκοντα ημέρες η Σαρακοστή. Να κάμομε σαράντα ημέρες νηστεία ο καθένας κατά τη δύναμή του. Η Εκκλησία έχει τον τρόπο της. Αλλά, «οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον». Ήλθε τελευταία ένας νεαρός. Μου λέει, μα τώρα, θα κάμω σαράντα μέρες νηστεία; Εδώ δυσκολεύτηκα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου. Και θα κάμω σαράντα μέρες νηστεία; Με φώτισε ο Θεός, του λέω, θέλω να κάμεις όχι σαράντα μέρες νηστεία. Θέλω να κάμεις σαράντα μέρες υπομονή. Τα έχασε όταν του είπα έτσι. Λέει μου, τι να υπομένω; Λέω του, καπνίζεις; Ναι. Σαράντα μέρες να μην καπνίσεις. Και με τη νηστεία να τρώγεις ότι αντέχεις. Μου λέει, μα εμένα που μου αρέσει το κρέας; Τρώγε μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Να κάνεις υπομονή το τσιγάρο που το αγαπάς πολύ.
Πατήρ Σάββας Αχιλλέως
Καταλάβατε τι σημαίνει υπομονή; Κόβω κάτι που το αγαπώ πολύ και με βλάφτει και στην ψυχή και στο σώμα. Αυτό το έλεγε ένας μεγάλος άγιος και τόλμησα και το είπα. Από την περιοχή μας από τη βόρειο Πιτσιλιά. Ο όσιος πατήρ ημών Σάββας ο Αχιλλέως από την Άλωνα. Έβγαζε δαιμόνια τούτος. Τον γνώρισα. Και όταν πήγαιναν καπνιστές, τους έλεγε, εσύ έχεις δαιμόνιο του καπνίσματος. Να νηστέψεις. Μα δεν μπορώ να νηστέψω. Σαράντα μέρες το τσιγάρο και να τρώγεις κρέας μέχρι των Βαΐων. Και η νηστεία σου θα είναι μπορεί και καλύτερη από τη δική μου που δεν θα τρώω κρέας από συνήθεια. Ακούτε τι σημαίνει πνευματικός πατέρας και τι σημαίνει διάκριση; Άμα έλθει ένας χαροκαμένος πατέρας τι να του πω; Να επιμένω στη νηστεία; Σαράντα μέρες θα κάμνεις κάθε μέρα τρία κομποσκοίνια και θα λες, «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, η ελπίς ημών Κύριε δόξα σοι». Και ο νους σου να είναι στο γιο σου που πέθανε δεκαοχτώ χρονών. Θα σας πω εγώ πιο είναι πιο εύκολο. Σαράντα μέρες νηστεία ή σαράντα μέρες δόξα σοι ο Θεός. Μέσα στο πένθος και μέσα στον πόνο. Ή έρχεται ο άλλος και σου λέει. Δεν μπορώ με την αδελφή μου. Με ξεγέλασε στη μοιρασιά και στη διαθήκη του πατέρα μας ή της μάνας μας. Και του λες. Σαράντα μέρες να κάτσεις εκεί και να λες κάθε μέρα στο κομποσκοίνι σου. Κύριε Ιησού Χριστέ, συγχώρεσε την αδελφή μου, συγχώρα με και μένα. Και μην διστάσεις καθόλου. Να δούμε τι είναι το πιο εύκολο. Θέλω να πω με αυτά, όχι να καταργήσουμε τη νηστεία. Να την αναβαθμίσουμε και να την οδηγήσουμε εκεί που είναι η μεγάλη υπομονή. «Αὐτοὶ εἰσι οἱ μάρτυρες ποὺ ἔχονται ἀπὸ τὴν μεγάλην ὑπομονήν». Και πρώτοι και καλύτεροι οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.
Εμείς, ας μετρήσουμε τα πάθη μας, ας μετρήσουμε την κληρονομικότητα μας, τα επίκτητα μας, ας μετρήσουμε και τες αδυναμίες μας και τες δυνάμεις μας. Έχουμε και δυνάμεις. Και με τη διάθεση ενός καλού πνευματικού πατέρα, να εισέλθουμε στο Στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής. Και να έχουμε έγνοια, και εσείς πατέρες μου, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής τουλάχιστον στις ενορίες σας, μία Προηγιασμένη να γίνεται. Οι άνθρωποι που κάνουν αυτό τον αγώνα και της νηστείας της σωματικής και της νηστείας της πνευματικής και της υπομονής όπως την περιγράψαμε προηγουμένως, καλόν είναι όχι αισθανόμεθα άξιοι, πάντοτε ανάξιοι είμαστε. Και πρώτος εγώ και όλοι μας. Αλλά αισθανόμεθα την αρρώστια μας την ψυχοσωματική και ερχόμαστε να πάρουμε το φάρμακο της ζωής «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον».
Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
Και έλεγε και ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, να βρείτε έναν παπά ζηλωτή, που δεν λυπάται τον κόπο του δηλαδή, που του αρέσει και είναι ζωντανός στη σχέση της Θείας Λειτουργίας, που ξυπνά νωρίς. Και αντί μόνο Κυριακή να λειτουργούμε, να έχομε μια Τετάρτη ή μια Παρασκευή τουλάχιστον και μία Προηγιασμένη. Και έτσι μέσα σ᾿ αυτό το κλίμα των πολλών Λειτουργιών, της πολλής νηστείας, της πολλής υπομονής, του πολλού αγώνα κατά των παθών μας θα έχομε και εμείς Σταυροαναστάσιμη χαρά όπως οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Και σ᾿ αυτή τη ζωή και στην άλλη και παρακαλώ και σε όλη αυτή τη χρονιά την τρομερή που εισήλθαμε.
Πατήρ Ελπίδιος
Και κάτι τελευταίο. Με κάλεσε μια φιλική μας οικογένεια. Να ᾿ρθεις, Δεσπότη μου, να φάμε κανένα τιτσίν (κρέας). Την Πέμπτη τη νύχτα. Εντάξει, τους λέω, θα ᾿ρθω. Μιλούσαμε εκεί στο σπίτι που ήμαστε, τρώγαμε, καλοτρώγαμε, γελούσαμε, ψάλλαμε, είπαμε και κανένα τραγούδι. Και όπως ψάλλαμε και τραγουδούσαμε, ντρουμ… το τηλέφωνό μου. Από πού νομίζετε; Από την περιοχή που έγινε ο σεισμός, στην Ελλάδα. Ένας άγιος, όχι καλός. Άλλο καλός παπάς, άλλο άγιος παπάς. Αυτός είναι άγιος παπάς. Δεν θα πω το όνομά του. Και τι μου λέει; Είμαστε φίλοι. Πανιερώτατέ μου, κάμε προσευχή και σταύρωσέ μας από εκεί που είσαι. Εσείς, μου λέει, τρώτε, πίνετε, διασκεδάζετε και ετοιμάζεστε για τσικνοπέμπτη, ο κόσμος ο δικός μου είναι έξω μέσα στο κρύο με κάτι κουβέρτες τυλιγμένοι, μερικοί γέροι μέσα στα αντίσκηνα, άλλοι μέσα στα αυτοκίνητα γεμάτοι φόβο, τρέμουν, μου λέει, τα πόδια μας, τα κτήρια μας από την ημέρα που ξεκίνησε αυτός ο σεισμός. Κάθε μέρα έχουμε μετασεισμούς 4 ρίχτερ, 5 ρίχτερ, 5,5 ρίχτερ. Πάρα πολύ μεγάλη αυτή η δύναμη του σεισμού. Γέμισε ο κόσμος φόβο. Δεν μας έφταναν, λέει, τα κακά που είχε η Ελλάδα και με αυτούς τους κυβερνώντες που μπλέξαμε και με τη σιωπή των Δεσποτάδων που δεν μας ενισχύουν και είπα να σε πάρω εσένα που ακούμε τις ομιλίες σου και παίρνομε δύναμη. Να μας σταυρώσεις απ᾿ εκεί που είσαι να μας δώσει υπομονή και την πίστη των αγίων…..Αυτή είναι η προσευχή. Και πριν προλάβουμε να του δώσουμε μια ευχή, αρχίζει ο άνθρωπος να φωνάζει. Να το. Τώρα που σας μιλώ, Δεσπότη μου, σείεται όλο το σπίτι. Έγινε ο μετασεισμός εκείνη την ώρα που μιλούσαμε. Αργότερα ακούσαμε ήταν 5,8 ρίχτερ ο μετασεισμός. Και τον άκουα πώς αντιδρούσε. Όλοι σιωπήσαμε. Πήγαν και τα τραγούδια, πήγαν και οι ψαλμοί, πήγε και το καλό φαΐ. Τί έλεγε νομίζετε ο καλός παπάς; Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησε τον κόσμο σου και εμάς. Ακούτε; Σε έτσι ώρες δυο λέξεις βρίσκει η ψυχή να πει μόνον. Κύριε ελέησον ή Παναγία μου. Τίποτε άλλο… Η ψυχή η ορθόδοξη. Για να τα βρει να τα πει αυτά εκείνη την ώρα και να λάβει προστασία ο άνθρωπος πρέπει όταν δεν έχει σεισμούς, όταν δεν έχει πολέμους, όταν δεν έχει πείνα, όταν δεν έχει αρρώστιες, να γεμίσει τα αποθέματα της ψυχής του με υπομονή και πίστη. Καταλάβατε τι σημαίνει απόθεμα, τι σημαίνει αποθήκη της ψυχής; Να τη γεμίσω με υπομονή και με προσευχή και με πολλή Θεία Κοινωνία και εξομολόγηση και μετάνοια. Και εκείνη την ώρα σταμάτησε ο σεισμός. Είπα, δεν θα κλείσουμε το τηλέφωνο μέχρι να ησυχάσει ο άνθρωπος του Θεού από την αγωνία που τον βρήκε. Και του έλεγα, παπά μου, σε σταυρώνω, παπά μου, σε σταυρώνω. Και τον σταύρωνα από μακριά. Γιατί μας έλεγε ο άγιος Πορφύριος, η δύναμη του Επισκόπου, του Δεσπότη είναι να ευλογεί. Είναι στο χέρι μας. Και εγώ τον σταύρωνα από τον Αστρομερίτη που ήμουν μέχρι τη Λάρισα που ήταν αυτός. Και όταν ησύχασε έβαλε τα κλάματα και μου λέει, Δεσπότη μου, Πανιερώτατε μου, είδες πώς ζούμε εμείς; Και ντράπηκα εκείνη την ώρα που έτρωγα. Ντράπηκα που έψαλλα και τραγουδούσα.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Και μου είπε και ένα τελευταίο. Πες μου, μου λέει, έναν καλό λόγο, μια προσευχή κατάλληλη για την περίσταση που περνούμε. Τον σεισμό δηλαδή. Και θυμήθηκα εκείνη την ώρα τον άγιο Φιλούμενο και τον αδελφό του τον δίδυμο επίσης άγιο, τον πατέρα Ελπίδιο. Όταν έγινε ο σεισμός του 1981, όλες οι πολυκατοικίες της Αθήνας ράγισαν. Ήταν πολύ μεγάλος σεισμός και τότε. Ο πάτερ Ελπίδιος ζούσε. Εκοιμήθη το 1983. Όλος ο κόσμος κατέβηκε από τις πολυκατοικίες σε κάτι μικρές πλατείες. Πήγαν όλοι στις πλατείες. Τα ανίψια του, η αδελφή του που έμενε μαζί της. Ο πάτερ Ελπίδιος κοιμόταν. Πήγε ο ανιψιός του ο Αιμίλιος. Του λέει, γέροντα, ξύπνα. Έγινε σεισμός. Τον ένοιωσα, παιδί μου, του λέει. Δεν κοιμόμουν. Προσεύχομαι. Του λέει, δεν θα κατέβεις κάτω; Όχι δεν θα κατέβω. Εδώ θα μείνω, του λέει. Του λέει, οι μετασεισμοί, γέροντα, είναι πιο δύσκολοι από τους σεισμούς. Πράγματι είναι πιο δύσκολοι. Διότι το σπίτι μπορεί να μην πέσει στο σεισμό και να πέσει στο μετασεισμό. Αφού έχει ήδη ραγίσει το σπίτι. Του λέει, Αιμίλιε, κατεβάτε εσείς. Εγώ θα μείνω εδώ να προσεύχομαι. Και σε παρακαλώ, στην πολυκατοικία μας να πας να γράψεις αυτό που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί της Αντιόχειας. Ήταν παπάς ακόμα τότε, πριν γίνει Δεσπότης, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί της Αντιόχειας και είπε στους χριστιανούς. Να πάτε να γράψετε όλοι απάνω στους τοίχους: «Χριστὸς μεθ᾿ ἡμῶν στήτω». Ο Χριστός είναι μαζί μας, σε διατάζω σπίτι μου, να σταθείς. Στήτω. Αυτό σημαίνει στήτω. Είναι προστακτική, να σταθείς. Όχι να πέσεις. Όπου οι χριστιανοί πίστεψαν στου Ιωάννη του Χρυσόστομου και πιο παλιά του αγίου Συμεών του νέου Στυλίτη που και εκείνος τα ίδια τους έλεγε όταν γίνονταν σεισμοί, δεν ράγισε το σπίτι κανενός. Όποιους κορόιδεψαν έπεσαν τα σπίτια τους. Μόλις είπα του καλού μας παπά στη Λάρισα, να πεις του κόσμου να προσεύχεται και να γράψετε πάνω στα σπίτια σας: «Χριστὸς μεθ᾿ ἡμῶν στήτω». Και θα δώσετε δύναμη στα ντουβάρια. Και τη δύναμη ποιος θα την δώσει; Όχι τα σίδερα και τα μπετά. Η πίστη μας. «Αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν». Όχι μόνον τα σπίτια. Την Οικουμένην. Θα ακούσουμε αύριο την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Και έβαλε τα κλάματα ο καλός παπάς και μου λέει, είδες γιατί σε πήρα τηλέφωνο; Ξέρεις πόσους μπορούσα να πάρω; Μου λέει. Αλλά είπα, θα σε πάρω εσένα διότι συναναστράφηκες με αγίους και κάτι θα σου είπε κάποιος από τους αγίους που γνώρισες. Ακόμη και για τους σεισμούς. Σας τα λέω γιατί βλέπετε ότι δεν ξέρεις τι φέρνει η επόμενη μέρα.
Εμείς να έχομε αποθέματα πίστεως για να μπορούμε να λέμε: «Χριστὸς μεθ᾿ ἡμῶν στήτω».
Σήμερα, ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι ἡ ἁγία Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μία ἀπό τίς πενήντα δύο Κυριακές τοῦ ἔτους πού ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Μεγάλη καί ἁγία Κυριακή. Κυριακή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας.
Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πρωτάτο - Καρυές
Τη αυτή ημέρα, Σαββάτω της πρώτης εβδομάδος των νηστειών, το δια των κολλύβων παράδοξον θαύμα του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος εορτάζομεν
Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πρωτάτο – Καρυές
Μετά τον Κωνστάντιο, το γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Αυτός, από χριστιανός που ήταν, έγινε ειδωλολάτρης και κίνησε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών, και στα φανερά και στα κρυφά. Λοιπόν, ο ασεβής εκείνος αυτοκράτορας, αφοί απόκαμε τιμωρώντας στα φανερά τους Χριστιανούς με ωμότητα και απερίγραπτη απανθρωπιά, αισθανόμενος ντροπή και έχοντας την υποψία μήπως πληθυνθούν ακόμη περισσότερο, σκέφτηκε ο δόλιος αυτός και ανόσιος πώς να τους μιάνει χωρίς να το πάρουν είδηση.
Και ιδού τι έπραξε: Ξέροντας ότι οι χριστιανοί κατά την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών εξαγνίζονται περισσότερο διά της νηστείας και αφοσιώνονται στον Θεό, κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως και τον πρόσταξε να αποσύρει από την αγορά τα πωλούμενα τρόφιμα και ποτά και να εκθέσει προς πώληση άλλα, αφού προηγουμένως τα αναμείξει με αίμα από τις θυσίες και τα μιάνει, ώστε, αγοράζοντάς τα και χρησιμοποιώντας τα οι νηστεύοντες χριστιανοί, να μιανθούν από τα ειδωλόθυτα. Ο έπαρχος έκαμε αμέσως πράξη την εντολή: εφοδίασε όλη την αγορά με τροφές και ποτά μιασμένα από τις μυσαρές θυσίες των ειδώλων.
Αλλά ο οφθαλμός του Θεού που βλέπει τα πάντα και αρπάζει εκείνους που κάνουν τον σοφό και τους ταπεινώνει με την ίδια τους την πανουργία, λαμβάνοντας πάντοτε πρόνοια για μάς, διέλυσε τις εναντίον μας μυσαρές επινοήσεις του Παραβάτη. Και να πώς: έστειλε στον πατριάρχη Ευδόξιο -ο οποίος βέβαια δεν τύχαινε να είναι και απόλυτα ορθόδοξος περί την Πίστη- τον μέγα Του αθλοφόρο Θεόδωρο, τον επονομαζόμενο Τήρωνα, εκ του τάγματος των Τηρώνων (=νεοσυλλέκτων) στο οποίο ανήκε.
Ο άγιος Θεόδωρος, λοιπόν, εμφανίστηκε στον πατριάρχη σε ώρα που ήταν ξύπνιος, και όχι σε όνειρο, και του είπε κάπως έτσι: Σήκω αμέσως και σύναξε το ποίμνιο του Χριστού και δώσε αυστηρή εντολή κανένας να μην αγοράσει τίποτε απολύτως από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά, διότι είναι μιασμένα από τον άσεβή αυτοκράτορα, τον Ιουλιανό, με αίμα από τις θυσίες. Ο πατριάρχης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία και διερωτάτο πώς θα ήταν δυνατόν για εκείνους τους χριστιανούς που δεν είχαν στις αποθήκες τους τρόφιμα δικής τους παραγωγής να μην αγοράσουν από τα εκτεθειμένα στην αγορά προς πώληση.
Ο Άγιος όμως του είπε να προσφέρει σ’ αυτούς κόλλυβα, και έτσι με τον τρόπο αυτό θα θεραπεύσει τις ανάγκες τους σε τρόφιμα. Αλλά ο Ευδόξιος βρέθηκε και πάλι σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε τί ήταν τα κόλλυβα, και ρώτησε να μάθει. Αμέσως δε ο Άγιος του είπε: «Κόλλυβα εμείς στα Ευχάιτα συνηθίζουμε να ονομάζουμε το βρασμένο σιτάρι». Αλλά ο πατριάρχης ήθελε να εξακριβώσει και ποιός ήταν άραγε αυτός που ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τον χριστώνυμο λαό. Στην επιθυμία αυτή του Ευδοξίου ο Άγιος απάντησε: «Αυτός που αυτή τη στιγμή εστάλη να σας βοηθήσει είναι ο μάρτυς του Θεού Θεόδωρος». Αμέσως λοιπόν τότε ο πατριάρχης σηκώθηκε και συγκέντρωσε το χριστεπώνυμο πλήρωμα και, αφού ανάγγειλε σ’ αυτό τα όσα είδε, έπραξε αυτά που του είπε ο Μάρτυς. Τοιουτοτρόπως διατήρησε το ποίμνιο του Χριστού αμόλυντο από τη μυσαρή επινόηση του εχθρού και παραβάτη της Πίστεώς μας.
Ο Ιουλιανός, βλέποντας ότι το σατανικό του σχέδιο ματαιώθηκε και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ντροπιάστηκε πολύ και πρόσταξε να εκτεθούν στην αγορά προς πώληση και πάλι τα συνηθισμένα τρόφιμα και ποτά. Ο δε λαός του Χριστού, αφού έφτασε πλέον στο τέλος της η πρώτη εβδομάδα των Νηστειών, εκδηλώνοντας την ευχαριστία του προς τον Μάρτυρα, τον ευεργέτη του, τίμησε κατά το Σάββατο εκείνο με κόλλυβα και με χαρά μεγάλη τη μνήμη του. Έκτοτε οι πιστοί και μέχρι σήμερα, ανανεώνοντας τρόπον τινά το θαύμα εκείνο, για να μην εξαλειφτεί από τον χρόνο ένα τόσο μεγάλο έργο του Μάρτυρος, τιμάμε και γεραίρουμε διά κολλύβων τον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο.
Αυτόν, τον μέγα Θεόδωρο, τον κάλεσε ο ασεβής Βρίγγας, αρχηγός του τάγματος των Τηρώνων, και του συνέστησε να αρνηθεί την πίστη του, δίνοντάς του μάλιστα και κάποιο χρόνο να το σκεφτεί. Ο Θεόδωρος όμως δεν ανέχτηκε καθόλου τη σύσταση αυτή. Και όχι μόνο δεν ανέχτηκε να αρνηθεί την πίστη του, αλλά και έκαψε το ναό και το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Ρέας, αφού πρώτα μοίρασε στους φτωχούς τα διάφορα κοσμήματα και αφιερώματα. Ύστερα από την ενέργειά του αυτή υποβλήθηκε σε πολλά και φριχτά βασανιστήρια. Τελικά τον εξακόντισαν σε μια πυρακτωμένη κάμινο, όπου ο Άγιος, χωρίς να πάθει ούτε το παραμικρό από τη φωτιά, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό και κοσμήθηκε με τον στέφανο του μαρτυρίου.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας – Συναξάρια Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 68-71)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου Eπισκόπου Nικομηδείας
Kαι σαρκός εξόριστος ως και πατρίδος,
Θείος Θεοφύλακτος ου Θεός φύλαξ.
Ήλυθεν ογδοάτη Θεοφύλακτος Θεού άγχι.
Όσιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Νικομηδείας
Oύτος ο Άγιος Θεοφύλακτος εκατάγετο από τα μέρη της Aνατολής εν έτει ψοθ΄ [779], πηγαίνωντας δε εις την Kωνσταντινούπολιν, εφιλιώθη με τον Tαράσιον τον Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως, όταν ακόμη ήτον πρωτασηκρήτις: ήγουν ήτον πρώτος ανάμεσα εις τους υπηρετούντας ταις βασιλικαίς σάκραις και γράμμασιν, οι οποίοι λατινικά ονομάζονται ασηκρήται, και από αυτόν καλώς επαιδεύθη τα θεία. Όταν δε θεία ψήφω ανέβη ο Tαράσιος εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, αφ’ ου ευγήκε θεληματικώς από τον θρόνον ο προ αυτού Παύλος ο Kύπριος, ο οποίος διατί έλαβε την αρχιερωσύνην από τους Eικονομάχους, ωνόμαζε μόνος τον εαυτόν του ανάξιον, τότε Mιχαήλ ο Συνάδων και ο ιερός Θεοφύλακτος ούτος, γίνονται Mοναχοί, και πέμπονται από τον θείον Tαράσιον εις το Mοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την είσοδον της Mαύρης Θαλάσσης. Όθεν μίαν φοράν, όταν ήτον καύμα μεγάλον κατά τον καιρόν του θέρους, και εδιψούσαν υπερβολικά, τότε οι μακάριοι διά γυμνάσιον της δίψης και εγκρατείας των, άνοιξαν την χαλκήν κάνουλαν της βρύσεως, και αφήκαν και εχύνετο το νερόν, χωρίς αυτοί να πίωσιν ολότελα. Oύτοι οι Άγιοι ήτον παρόντες και εις την αγίαν και Oικουμενικήν Eβδόμην Σύνοδον, και ταύτην με έργα και λόγια εστόλισαν.
Eπειδή δε η αρετή των ανωτέρω δύω Πατέρων εμεγαλύνθη και άστραψεν ωσάν αστέρας φανότατος, τούτου χάριν εκρίθησαν από τον μέγαν Tαράσιον, ότι ήτον άξιοι αρχιερωσύνης. Kαι ευθύς, ο μεν Mιχαήλ, επροχειρίσθη Eπίσκοπος εις τα Σύνναδα1 (η οποία ήτον πόλις ένδοξος της μεγάλης Φρυγίας, ακουστή διά τα θαυμαστά μάρμαρα οπού εύγανεν, Eπισκόπους είκοσι έχουσα, τώρα δε είναι κρημνισμένη). O δε ιερός Θεοφύλακτος εχειροτονήθη Eπίσκοπος εις την Nικομήδειαν. Όσα δε κατορθώματα εκατώρθωσεν εκεί ο μακάριος Θεοφύλακτος, αυτά τα πράγματα μαρτυρούσιν. Eκκλησίας γαρ έκτισε και νοσοκομεία· επροστάτευε των ορφανών και χηρών· ελεημονούσε τόσον υπερβολικά, ώστε οπού εγέμοζε μίαν φιάλην από ζεστόν νερόν, και με αυτό έπλυνε και εκαθάριζε με τα ίδιά του χέρια ο συμπαθέστατος, τους τυφλούς και χωλούς και τους άλλους ασθενείς, τους έχοντας τα μέλη των βεβλαμμένα.
Όσιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Νικομηδείας. Απο μηνολόγιο του 17ου αιώνα στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας
Aφ’ ου δε ο μέγας Tαράσιος πατριαρχεύσας χρόνους δεκαεννέα, απήλθε προς Kύριον, και αφ’ ου έγινε Πατριάρχης ο πάνσοφος Nικηφόρος, τότε ηκολούθησε μεγάλη ταραχή και συμφορά εις την του Xριστού Eκκλησίαν. Eβασίλευσε γαρ Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813], όστις ελύσσαξε κατά των αγίων εικόνων. Όθεν ο Άγιος Nικηφόρος έστειλε και έφερε τους εκλεκτούς και ελλογίμους Aρχιερείς, ήτοι τον Kυζίκου Aιμιλιανόν, τον Σάρδεων Eυθύμιον, τον Θεσσαλονίκης Iωσήφ, τον Aμορίου Eυδόξιον, τον Συνάδων Mιχαήλ, και άλλους πολλούς, ομού και τον μακάριον τούτον Θεοφύλακτον. Πέρνωντας δε αυτούς όλους, επήγεν εις τον δυσσεβή και αποστάτην βασιλέα. Όθεν προτείναντες πολλάς μαρτυρίας από τας θείας Γραφάς, αι οποίαι παρασταίνουν, ότι πρέπει να προσκυνούνται αι άγιαι εικόνες, δεν εδυνήθησαν να καταπείσουν τον άφρονα, έμεινε γαρ αδιόρθωτος. Kαι οι μεν άλλοι Aρχιερείς, εσιώπησαν. O δε μακάριος ούτος Θεοφύλακτος, είπε προς τον βασιλέα. Hξεύρω, ότι καταφρονείς την μακροθυμίαν και υπομονήν του Θεού. Γίνωσκε όμως, ότι θέλει έλθη εις εσένα αιφνιδίως μεγάλος όλεθρος και αφανισμός, και η καταστροφή σου θέλει γένη παρομοία με το ανεμοστρόβιλον, ώστε οπού, να μη εύρης τινά να σε λυτρώση από τον κίνδυνον. Tαύτα τα λόγια ακούσας ο θηριώνυμος βασιλεύς, εγέμωσεν από θυμόν, και παρευθύς προστάζει να εξορισθούν όλοι οι ανωτέρω Aρχιερείς. Όθεν ο μεν Άγιος Nικηφόρος, εξωρίσθη εις την νήσον Θάσον. O δε αοίδιμος Mιχαήλ Συνάδων, εξωρίσθη εις την Eυδοκιάδα, η οποία λέγουσί τινες, ότι είναι το νυν λεγόμενον Tοκάτ, πόλις εξαίρετος της Kαππαδοκίας, και εμπόριον περίφημον προς τον ποταμόν Σάρον. Oμοίως και άλλος Aρχιερεύς, εξωρίσθη εις άλλο μέρος. O δε μακάριος ούτος Θεοφύλακτος εξωρίσθη εις Στρόβηλον, το οποίον ήτον κάστρον παραθαλάσσιον, εις την τοποθεσίαν των Kυβερραιωτών ευρισκόμενον. Eκεί λοιπόν διαπεράσας ο αοίδιμος χρόνους τριάκοντα, και υπομείνας γενναίως την κακοπάθειαν της εξορίας, απήλθε προς Kύριον. Aφ’ ου δε εφονεύθη Λέων ο Aρμένιος κατά την νύκτα των Xριστού Γεννών, ψάλλωντας τον ειρμόν· «Tω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω», και αφ’ ου η Oρθοδοξία έλαμψεν επί Θεοδώρας της ευσεβεστάτης βασιλίδος εν έτει ωμβ΄ [842], τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης Mεθόδιος, έφερεν από την εξορίαν το τίμιον λείψανον του μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου, και απέθετο αυτό εις την Nικομήδειαν εν τω υπ’ αυτού κτισθέντι Nαώ2.
Σημειώσεις
1. Tα Σύνναδα γράφονται διά του δύω νν, και ωνομάζοντο πρότερον Συνναία, διατί εκατοικήθησαν από μίαν σύναξιν λαών, των κατά την Aσίαν ευρισκομένων Mακεδόνων, κατά τον γεωγράφον Mελέτιον.
2. O ελληνικός Bίος τούτου σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, ου η αρχή· «Άλλοις μεν, άλλαι βίων αιρέσεις».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παύλου Πλουσιάδος του Oμολογητού
Σάλπιγξ σιωπά Παύλος ο Πλουσιάδος,
Σάλπιγγος ηχήν την τελευταίαν μένων.
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους των εικονομάχων. Όθεν βλέπωντας αυτούς να φέρωνται με μεγάλην μανίαν και θυμόν εναντίον εις την του Xριστού Eκκλησίαν, να ανατρέπουν κάθε νόμων ακρίβειαν, να αφανίζουν τας μορφάς των αγίων εικόνων, ακολούθως δε να ανατρέπουν την ευπρέπειαν και στολισμόν των ιερών Nαών· ταύτα, λέγω, βλέπωντας ο αοίδιμος, εσαΐτευσεν αυτούς με τα λόγια, ωσάν με σαΐτας. Όθεν υπέμεινε παρ’ αυτών εξορίας, διωγμούς, και άλλας πολλάς σκληραγωγίας διά την τιμήν και προσκύνησιν της του Xριστού αγίας εικόνος. Aνδρείως λοιπόν και γενναίως αγωνισάμενος υπέρ της Oρθοδοξίας, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)