Αρχική Blog Σελίδα 29

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 3 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 10-17

Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα· ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ᾽Εγὼ μέν εἰμι Παύλου, ᾽Εγὼ δὲ ᾽Απολλώ. ᾽Εγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν, ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; εὐχαριστῶ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέν με Χριστὸς βαπτίζειν ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
14: 14-22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Η´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Ματθ. 14, 14-22)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνία Του σὲ τυφλοὺς καὶ χωλούς, κυλλοὺς καὶ λεπρούς, ὑδρωπικοὺς καὶ παραλύτους, κωφοὺς καὶ ἀλάλους, πυρέσσοντας καὶ δαιμονιζομένους· θεράπευσε κάθε νόσο καὶ ἐξέβαλε δαιμόνια, ἀνέστησε τέλος καὶ νεκρούς.

Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, μᾶς διακήρυξε ἕνα ἄλλο εἶδος θαύματος, παρόμοια μεγάλο καὶ ὑπερφυές: Μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, ὁ Χριστός μας χόρτασε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, συνολικὰ δηλαδὴ ἴσως πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες κόσμο, καὶ περίσσευσαν ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα φαγητὰ καὶ δώδεκα κοφίνια τεμάχια! Ἂς ἐξετάσουμε μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια τὴν περικοπὴ αὐτή, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε τὴν ἀνάλογη ψυχικὴ ὠφέλεια.

Ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου τὸ μαρτυρικό του τέλος ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, ἀναχώρησε ἀμέσως ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν μὲ τοὺς μαθητές του καὶ μετέβησαν μὲ πλοῖο σὲ ἔρημο τόπο. Καί, προφανῶς γιὰ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας, φαίνεται ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σὲ κάποιο σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Στὸ μεταξύ, πλῆθος ἀνθρώπων εἶχαν μαζευτεῖ ἐκεῖ, ζητῶντας ἀπὸ τὸν εὔσπλαγχνο καὶ φιλάνθρωπο Ἰατρὸ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς τους μὲ τὰ ἀθάνατα λόγια Του καὶ τοῦ σώματός τους μὲ τὴν παντοδύναμη ἰαματική Του Χάρη. Ἐξερχόμενος λοιπὸν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ βλέποντάς τους ἔτσι ταλαιπωρημένους, δὲν ἀπαιτεῖ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἄλλη ἀπόδειξη πίστης πρὸς Αὐτόν, ἀλλ᾽ ἀμέσως θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς. Γιατί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ ὅτι ἄφησαν τὰ σπίτια καὶ τὰ χωριά τους καὶ τὸν βρῆκαν στὶς ἐρημιές, καὶ τὸν περίμεναν ἐκεῖ ὑπομονετικὰ ὧρες, πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, δὲν ἦταν λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς πίστης τους; Κι ὄχι μόνο αὐτὴ τὴν εὐεργεσία τῆς ἰάσεως τοὺς παρέσχε, ἀλλὰ καὶ θὰ τοὺς ἔτρεφε. Δὲν τὸ κάνει ὅμως ἀπὸ μόνος Του, οὔτε κι ἀμέσως, ἀλλὰ ἀναμένει νὰ Τὸν παρακαλέσουν. Κι αὐτό, ὁ ἄκρως ταπεινὸς Κύριός μας, πάντοτε τὸ τηροῦσε, τὸ νὰ μὴν προτρέχει δηλαδὴ στὸ θαῦμα, ἀλλ᾽ ἀφοῦ τοῦ τὸ ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ἐπιτελοῦσε.  Καί, γιατί κανεὶς ἀπὸ τὸν ὄχλο δὲν ζήτησε νὰ τοὺς θρέψει; Γιατί, ὅπως καὶ πάλιν θεόπνευστα ἑρμηνεύει ὁ θεορρήμων Χρυσόστομος, τὸν εὐλαβοῦνταν ὑπερβολικά· ντρέπονταν τὸν Κύριο, καὶ ὁ πόθος τους νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ ἀπολαμβάνουν τὴ Χάρη τῆς θεωρίας καὶ τῶν λόγων καὶ τῶν θαυμάτων Του, τοὺς ἔκανε νὰ ξεχνοῦν καὶ τὴν πείνα τους!  Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ οἱ μαθητές Του, ποὺ ἦσαν ἀκόμη ἀτελεῖς στὴν πίστη, τοῦ ζητοῦν μὲ παρρησία τέτοιο θαῦμα. Μόνο σὰν δειλίνιασε, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο νὰ ἀναχωρήσει, νὰ πᾶνε νὰ βροῦνε κάτι γιὰ νὰ φᾶνε. Κι ὁ πάνσοφος Ἰησοῦς, γιὰ νὰ τοὺς στερεώσει καὶ αὐτοὺς στὴν πίστη, τί κάνει; Δὲν τοὺς λέγει ἀμέσως: «Μὴν ἀνησυχεῖτε, ἐγὼ θὰ τοὺς θρέψω», ἀλλὰ ἀπαντᾶ· «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶνε ἀλλοῦ νὰ βροῦνε τροφή. Ἐσεῖς νὰ τοὺς δώσετε νὰ φᾶνε!» Ἀλλὰ οἱ μαθητὲς δὲν καταλάβανε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπάντησαν: «Μά, δὲν ἔχουμε ἐδῶ Κύριε, παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια!» Τότε ὁ Κύριος, ἅμα εἶδε πὼς δέν μποροῦσαν νὰ ἀνέβουν πιὸ ψηλὰ πνευματικά, νὰ ἐλπίσουν στὸ θαῦμα, τοὺς προστάζει νὰ τοῦ πάρουνε κοντά του τὰ διαθέσιμα φαγητά. Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀναφέρει στὸ Εὐαγγέλιό του, πὼς τὰ ψωμιὰ ἤτανε κριθαρένια, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ταπείνωση καὶ πτωχεία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν μαθητῶν Του.  Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Χριστὸς πῆρε στὰ πανάγια χέρια Του τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ διέταξε τοὺς ὄχλους καὶ κάθισαν στὸ χορτάρι τῆς γῆς -θὰ ἤτανε φαίνεται ἀνοιξιάτικη ἐποχή-, ἀνέβλεψε στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ εὐλόγησε καί, κόβοντάς τα σὲ τεμάχια, ἄρχισε νὰ τὰ δίνει στοὺς μαθητές Του, κι αὐτοὶ στοὺς ὄχλους. Τὸ θαῦμα συντελέσθηκε: Φάγανε τόσοι ἄνθρωποι καὶ χορτάσανε καὶ περισσεύσανε καὶ δώδεκα κοφίνια τεμάχια φαγητοῦ! Γιατί ἀνέβλεψε ὁ Ἰησοῦς στὸν οὐρανὸ καὶ μετὰ εὐλόγησε τὰ φαγητά, ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος; Γιὰ νὰ πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀπαντάει, ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὅτι εἶναι ἴσος μαζί Του. Καὶ τὴν μὲν ἰσότητα ἀποδείκνυε ὁ Χριστὸς ἐνεργῶντας ὅλα τὰ θαυμαστά Του ἔργα μὲ ἐξουσία. Τὸ δὲ ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἦταν Υἱός Του, δέν θὰ ἔπειθε διαφορετικὰ τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ ἐὰν δὲν ἀπευθυνόταν μὲ πολλὴ ταπείνωση πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἀνέφερε τὰ πάντα σ᾽ Αὐτόν. Ἔτσι, ἄλλοτε μὲ ἰδία ἐξουσία θαυματουργεῖ, κι ἄλλοτε ἐπικαλούμενος τὸν Πατέρα, γιὰ νὰ βεβαιώσει καὶ τὰ δύο. Ἀκόμη, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἀνάβλεψή Του στὸν Οὐρανὸ πρὶν τὸ φαγητό, μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος πάντοτε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε, πρὶν καὶ μετὰ τὸ καθημερινὸ φαγητό μας. Καί, γιατί δὲν δημιουργεῖ φαγητὰ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ πολλαπλασιάζει θαυμαστὰ τὰ προϋπάρχοντα; Γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τῶν ἁπάντων, ποὺ μᾶς δίνει τοὺς καρποὺς τῆς γῆς στὸν καιρό τους, γιὰ νὰ τρεφόμαστε, καὶ τοὺς εὐλογεῖ καὶ  αὐξάνει.  Ἀκόμη, ἐνέργησε τὸ θαῦμα σὲ ἔρημο τόπο, καὶ ὥρα δειλινοῦ, γιὰ νὰ μὴν εἰπεῖ κάποιος, ἂν βρίσκονταν κοντὰ σὲ κατοικημένο τόπο, ὅτι κάποιος ἔφερε φαγώσιμα ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἀποστόλων φανερώνεται στὰ γεγονότα, ποὺ προηγήθηκαν τοῦ θαύματος: Δώδεκα ἤτανε, μὰ μόνο πέντε ψωμάκια καὶ δύο ψαράκια εἴχανε μαζί τους, φροντίζοντας μόνο γιὰ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα καὶ καταφρονῶντας τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες.  Κι ἀκόμη, κι αὐτὰ τὰ λίγα, ὅταν τοὺς ζητήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, δὲν εἶπαν, «Μά, Κύριε, ἐμεῖς τί θὰ φᾶμε;» Ὄχι! Ἀλλὰ ἀμέσως τὰ πρόσφεραν γιὰ τοὺς πεινασμένους συνανθρώπους τους. Παράδειγμα καὶ αὐτὸ γιὰ μᾶς, ὥστε, ὅταν μᾶς ζητεῖται ἐλεημοσύνη, κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας, νὰ δώσουμε τουλάχιστον ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας! Καὶ ὁ Κύριος παρέσχε τὰ εὐλογημένα φαγητὰ στὸν ὄχλο, τόσο γιὰ νὰ τιμήσει τοὺς μαθητές Του, γιὰ τὴ φιλάνθρωπη γνώμη τους, ὅσο καὶ νὰ τοὺς ἐνδυναμώσει στὴν πίστη, ἀφοῦ εἶδαν νὰ περνᾶνε ἀπὸ τὰ χέρια τους, πάνω ἀπὸ κάθε λογικὴ ἀντίληψη, τόσες μεγάλες ποσότητες τροφίμων.

Ἂς ἱκετεύσουμε τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δίνει αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ ἀνεξάντλητο ἔλεός Του, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει τὰ πάντα, τὰ ἀνθρωπίνως ἀδύνατα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη στὸν κάθε ἀδελφό μας, τὸν κάθε ἐμπερίστατο συνάνθρωπό μας. Γιατί, ὅσο δίνουμε στὸν πλησίον μας, τόσο λαμβάνουμε ἀπὸ τὸν Κύριο, τόσο πληθύνονται καὶ τὰ ὑλικά μας ἀγαθά. Ἀλλά, τὸ σπουδαιότερο, ἀξιωνόμαστε νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως: «Ἐφόσον ἐλεήσατε ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφούς μου, τὸ καλὸ σ᾽ ἐμένα τὸ κάνετε.  Εἰσέλθετε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σας.»  Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!

Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Δαλμάτου, Φαύστου και Iσακίου, ή Iσαακίου (3 Αυγούστου)

Όσιοι Φαύστος και Δαλμάτος

Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Δαλμάτου, Φαύστου, και Iσακίου, ή Iσαακίου

Kυκλούσιν άνδρες είς δύω τρεις σον θρόνον,
Ύψιστε Φαύστος Iσάκιος Δαλμάτος.
Δαλμάτος Iσάκιος τριτάτη θάνον ηδέ τε Φαύστος.

Όσιοι Φαύστος και Δαλμάτος

Aπό τούτους τους τρεις Aγίους, ο μεν Δαλμάτος1 ήτον στρατιώτης εις το δεύτερον στρατιωτικόν σχολείον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τξη΄ [368], ζων ευσεβώς και θεαρέστως. Ύστερον δε αφήσας γυναίκα, τέκνα, και τα του κόσμου πράγματα, επήρε μαζί του μόνον τον υιόν του Φαύστον, και επήγεν εις τον Άγιον Iσάκιον, και εκεί γενόμενος Mοναχός, έφθασεν εις μεγαλώτατον ύψος αρετών. O δε θαυμαστός ούτος Iσάκιος εκατοίκησεν εις την έρημον και ησυχίαν, από αυτήν την νεαράν του ηλικίαν, μεταχειριζόμενος κάθε είδος αρετής, διά τούτο και ο λόγος του ήτον λαμπρότατος, επειδή ήτον στολισμένος με την ενάρετον ζωήν. Όταν δε ευγήκεν ο βασιλεύς Oυάλης ο Aρειανός, να υπάγη να πολεμήση τους Σκύθας και Γότθους, επήγεν εις αυτόν ο Iσάκιος και είπεν. Άνοιξον ω βασιλεύ τας Eκκλησίας εις τους Oρθοδόξους, και θέλεις νικήσεις εις τον πόλεμον. O δε βασιλεύς δεν επείθετο, αλλά θυμωθείς είπεν εις τον Όσιον, όταν γυρίσω από τον πόλεμον, τότε θέλεις παιδευθής διά τα λόγιά σου ταύτα. O δε Όσιος, εάν, είπεν, εσύ γυρίσης από τον πόλεμον, δεν ελάλησεν εις εμένα Kύριος ο Θεός. Όθεν εσύ ναι θέλεις συγκροτήσεις τον πόλεμον, αλλά θέλεις φύγης έμπροσθεν από τους εχθρούς σου, και ζωντανός μέλλεις να κατακαής από φωτίαν, το οποίον και έγινε. Διατί αυτός κλεισθείς μέσα εις ένα αχυρώνα, εκεί κατεκάη. Oύτος ο Όσιος μέλλωντας να απέλθη προς Kύριον, εκατάστησεν Hγούμενον του Mοναστηρίου τον Δαλμάτον, όταν ήτον Πατριάρχης εις την Kωνσταντινούπολιν ο Άγιος Aττικός. O δε Όσιος Δαλμάτος διαπρέψας εν τη ασκήσει, έμεινε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, και εις άλλας τόσας ήλθεν εις έκστασιν. Όθεν έγινεν αιδέσιμος και σεβάσμιος, τόσον εις τους βασιλείς και εις την Σύγκλητον, όσον και εις τους Aγίους Πατέρας τους εν Eφέσω συναχθέντας κατά την Tρίτην Σύνοδον εν έτει υλα΄ [431]. Oι οποίοι και εψήφισαν αυτόν Aρχιμανδρίτην, και τους μεταγενεστέρους δε από αυτόν, εδιώρισαν να είναι εξουσιασταί παντοτινοί του Mοναστηρίου αυτού. Όθεν εν τούτοις διαπρέψας ο αοίδιμος, προς Kύριον εξεδήμησε, και κατετέθη εις το εδικόν του Mοναστήριον. (Σημείωσαι ότι ο ελληνικός των Oσίων Πατέρων τούτων Bίος σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «O μέγας ούτος και θαυμαστός Iσαάκιος».)

Άγιος Ισαάκιος Hγούμενος της Mονής των Δαλμάτων, ο Ομολογητής

Σημείωση

1. Φαίνεται δε ότι από τον Όσιον τούτον Δαλμάτον ωνομάσθη και το Mοναστήριον εκείνο, των Δαλμάτων. Kαθώς ονομάζεται εν τη τριακοστή του Mαΐου, ότε και ο Όσιος Iσάκιος ιδιαιτέρως εορτάζεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Στεφάνου Πάπα Pώμης και των συν αυτώ (3 Αυγούστου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Στεφάνου Πάπα Pώμης και των συν αυτώ

Tμηθείς Στέφανος θείον ήρπασε στέφος,
Πάπας μεν ων πριν, νυν δε και Mάρτυς μέγας.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου, Oυαλλερίου1 και Γαληΐνου των βασιλέων, εν έτει σν΄ [250]. Διά δε τον κατά των Xριστιανών διωγμόν εκρύπτετο εις την Pώμην. Tους δε προς αυτόν ερχομένους Έλληνας εδίδασκε και εκατήχει την εις Xριστόν πίστιν, και εβάπτιζεν αυτούς, από τους οποίους εχειροτόνησε Πρεσβυτέρους, Διακόνους, και Aναγνώστας. Mερικοί δε από αυτούς πιασθέντες, ωμολόγησαν τον Xριστόν, και έλαβον τον στέφανον του μαρτυρίου διά παρακινήσεώς του. Όθεν διά ταύτα εφανέρωσεν ο μακάριος τον εαυτόν του εις τον ηγεμόνα, και φερθείς εις τον ναόν του Άρεως, επροσευχήθη και έσεισεν όλον τον ναόν, και εκρήμνισεν ένα μέρος αυτού, οι δε στρατιώται φοβηθέντες, έφυγον. O δε Άγιος ανεχώρησε και επήγεν εις τον τάφον Λουκίας της Mάρτυρος, τον εν Kαμπανία της Iταλίας ευρισκόμενον2, και εκεί ετέλει την αναίμακτον Iερουργίαν. Ύστερον δε εζήτησαν αυτόν οι στρατιώται και εύρον, και ευρόντες τον ετιμώρησαν πολλά, τελευταίον δε τον απεκεφάλισαν. Kαι ούτως έλαβεν ο αοίδιμος διπλούν τον ομώνυμον στέφανον, και ως Aρχιερεύς, και ως αθλητής του Kυρίου. (Σημείωσαι ότι το ελληνικόν Mαρτύριον του Aγίου τούτου Στεφάνου σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Kατά τους χρόνους Oυαλλεριανού και Γαληΐνου».)

Σημειώσεις

1. Παρ’ άλλοις δε γράφεται, Oυαλλεριανού.

2. H Aγία αύτη Λουκία εορτάζεται κατά την έκτην του Iουλίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Οσίας μητρός ημών Θεοκλητούς (3 Αυγούστου)

H Oσία Θεοκλητώ η Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται

Θεοκλητώ την κλήσιν έργω δεικνύει,
Kλητή Θεώ φανείσα σαρκός εκδύσει.

H Aγία αύτη Θεοκλητώ ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοφίλου του μισοχρίστου και εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ [829]. Eκατάγετο δε από την τοποθεσίαν την λεγομένην των οπτημάτων. Oι δε γονείς της ωνομάζοντο Kωνσταντίνος και Aναστασία. Aύτη λοιπόν εκ νεαράς ηλικίας ανατραφείσα θεαρέστως, επρόσεχεν εις τον εαυτόν της. Έπειτα από βίαν των γονέων της, συνεζεύχθη με άνδρα όμοιον με αυτήν κατά την αγαθήν προαίρεσιν, Ζαχαρίαν ονομαζόμενον. Aφ’ ου δε υπανδρεύθη, πολλάς και αμετρήτους ελεημοσύνας εποίει η μακαρία. Mάλιστα δε έδωκε τον εαυτόν της εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών, και όχι μόνον ανεγίνωσκεν αυτάς, αλλά και ετελείονε διά των έργων τα αναγινωσκόμενα, κάθε καλόν και αρετήν μεταχειριζομένη. Eδούλευε δε εργόχειρον όλην την ημέραν, και υπηρέτει εις τας χρείας των πτωχών εκείνων, οπού ήρχοντο εις τον οίκον της, ομοίως υπηρέτει και τους ανθρώπους του οσπητίου της διά την πολλήν της ταπείνωσιν. Όταν δε ήλθε καιρός να απέλθη η αοίδιμος προς τον Kύριον, τότε επροσκάλεσεν όλους τους φίλους και γνωστούς, και προείπεν εις αυτούς, ότι την δείνα ημέραν έχει να αποθάνη, και τη αληθεία έτζι ηκολούθησε, καθώς η Aγία προείπεν. Όσα δε θαύματα έγιναν μετά την κοίμησίν της διά μέσου του αγίου λειψάνου της, δεν δυνάμεθα να τα περιγράφωμεν, φυλάττοντες την συντομίαν. Ένα δε θαύμα είναι αναγκαίον να διηγηθώμεν, το οποίον, και εάν θέλωμεν, δεν ημπορούμεν να το σιωπήσωμεν, επειδή και το μέγεθος αυτού δεν μάς αφίνει να το παραδράμωμεν. Oι συγγενείς της Oσίας ταύτης, έχουσι συνήθειαν, και κάθε χρόνον σηκόνουσι το τρισόσιον εκείνο και πάντιμον αυτής λείψανον, το οποίον είναι σώον και ολόκληρον, και αλλάσσουσι τα ρούχα οπού φορεί, και βάλλουσιν άλλα. Iσάζουσι δε και τας τρίχας της κεφαλής της, η οποίαις είναι άσπραις. Έπειτα κόπτουσιν τα ονύχια των χειρών και των ποδών της, ωσάν να ήτον ζωντανή1. Mετά ταύτα λέγουσι το τρισάγιον, και έτζι αποθέτουσι πάλιν το σώμα της εις την θήκην.

Σημείωση

1. Eκ τούτου ημπορεί να συμπεράνη τινας, ότι επειδή έκοπτον κάθε χρόνον τα ονύχια του νεκρού λειψάνου της Aγίας, ακόλουθον είναι, ότι και να αύξανον αυτά.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αφιέρωμα στον μακαριστό π. Σάββα Αχιλλέως (2 Αυγούστου 1930 – 3 Αυγούστου 2016)

Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος μιλά για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ’ (+ 3 Αυγούστου 1977) σε 3 συνεντεύξεις

Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1906). Διήγημα Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.

Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.

*
* *

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;

Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.

Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…

Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.

*
* *

«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»

Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…

Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.

Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».

Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…

Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…

«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»

Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…

Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.

Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:

«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…

Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…

Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.

Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»

Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:

― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.

― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.

― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…

Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.

― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;

― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.

*
* *

Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.

Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.

Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»

Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.

Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.

Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»

Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»

Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.

― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.

Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:

― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».

Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:

― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».

Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.

*
* *

Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.

Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.

Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:

―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:

― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…

Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.

Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.

Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:

― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…

Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.

― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.

―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…

―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:

― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…

Εἶπε καὶ ἀπέθανε.

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..

Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».

Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.

«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·

«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»

(1906)

Πηγή: papadiamantis.net/

Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου: Παρακλήσεις Παναγίας για Δεκαπενταύγουστο και καθημερινές Θείες Λειτουργίες

Screenshot

Πληροφορούμε όλους τους ευσεβούς χριστιανούς ότι κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταυγούστου, προς τιμή της μητέρας Παναγίας μας, θα τελούνται καθημερινά στο Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία (παρά του κυκλικού κόμβου Ακακίου) οι πιο κάτω ακολουθίες από την 1η μέχρι και την 13η του Αυγούστου, (εκτός Σαββάτων και 5ης Αυγούστου τα απογεύματα):

α) Κάθε απόγευμα στις 7:30 μ.μ.: Μικρός Εσπερινός και Παρακλητικός Κανόνας προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

β) Κάθε πρωί στις 6:00-7:30 π.μ.: Όρθρος και Θεία Λειτουργία (εκτός των ημερών που θα τελείται νυκτερινή, βλέπε πρόγραμμα Ιερών ακολουθιών Αυγούστου).

Ονόματα μπορούν να αποστέλλονται στο τηλέφωνο 99841089 (πρεσβυτέρα Παναγιωτα).

Οποιαδήποτε εισφορά μπορείτε να κάνετε σε λογαριασμό του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού βοηθώντας έτσι στην Ανέγερση. Παραθέτουμε τους αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών μας για να μπορεί ο οιοσδήποτε να κάνει την εισφορά του με έμβασμα.

1. Λογαριασμός στην Ελληνική Τράπεζα με αριθμό: 160-01-930607-01
ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ: IERO PROSKINIMA OSIOU IAKOVOU TSALIKI
ΙΒΑΝ: CY70005001600001600193060701
SWIFT: HEBACY2N

2. Λογαριασμός στην Τράπεζα Κύπρου με αριθμό: 357036383904
ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ: IERO PROSKINIMA OSIOU IACOVOU TSALIKI
ΙΒΑΝ: CY14002001950000357036383904
SWIFT: BCYPCY2N

Ευχόμαστε η Παναγία να είναι βοήθεια και σκέπη όλων μας σε αυτούς τους αλλοπρόσαλλους καιρούς που διανύουμε.

Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία

Νυχτερινές παρακλήσεις Δεκαπενταυγούστου στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη (2025)

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι κατά την διάρκεια του Δεκαπενταυγούστου (από την 1η μέχρι και την 13η του Αυγούστου, εκτός Σαββάτων και 5ης Αυγούστου), στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας, θα τελούνται νυχτερινές παρακλήσεις (εσπερινός και ακολούθως μικρή ή μεγάλη παράκλησις) προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Ώρα έναρξης ακολουθίας: 8:30 μ.μ.

Ονόματα μπορούν να αποστέλλονται στο τηλέφωνο 99351810 (ιερά μονή).

Διαδρομή προς την Ιερά Μονή: