Αρχική Blog Σελίδα 29

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού: Εορτή Αγίου Ηρακλειδίου Επισκόπου Ταμασέων (17 Σεπτεμβρίου 2025)

Άγιος Ηρακλείδιος, Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Ηρακλειδίου Επισκόπου Ταμασέων, στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου, 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
  • Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου, 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
Άγιο Μανδήλιον και Άγιος Ηρακλείδιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, Καλοπαναγιώτης

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 14 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 18-24

Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. Γέγραπται γάρ· «Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω». Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεός την σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ ᾿Ιουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 6-11, 13-20, 25-27, 30

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον εποίησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι. Καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλάτον, λέγοντες· Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἐποίησεν. ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτ ος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Πραιτώριαν πάλιν, καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε, καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν. Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον, ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραῑστὶ δὲ Γαββαθᾶ. Ἦν δὲ Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς ᾿Ιουδαίοις· Ἴδε ὁ Βασιλεὺς ὑμῶν. Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν Βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; Ἀπεκρίθησαν οἱ Ἀἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα, εἰ μὴ Καίσαρα. Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ. Παρέλαβον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγαγον. Καὶ βαστάζων τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραῑστὶ Γολγοθᾶ· ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦν δὲ γεγραμμένον· ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν ὁ τόπος τῆς πόλεως, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ῾Εβραῑστί, ῾Ελληνιστί, ῾Ρωμαϊστί. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν, (ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου,) ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· Ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη· ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου)

Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, 17ος αιώνας. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
 
Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, 17ος αιώνας. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον, καὶ κόσμος ἁγιάζεται…
Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης,
Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας»

Λαμπρὴ πανήγυρη καὶ ἡμέρα πανσεβάσμια ἡ σημερινή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Ἡ σεμνὴ τῶν Ὀρθοδόξων ὁμήγυρη, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπιτελεῖ σήμερα μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτές της: Τὴν παγκόσμια Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μας. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς συναθροισθήκαμε στὸν ἅγιο τοῦτο καὶ παλαιὸ ναό, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸ Ξύλον τῆς Ζωῆς, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ σταυρώθηκε πάνω σ’ αὐτὸν καὶ μᾶς ἔσωσε, μᾶς ἁγίασε μὲ τὸ πανάγιό Του αἷμα, ποὺ ἔχυσε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς τὸν καιρὸ τοῦ ἀχράντου Πάθους Του. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τό, πῶς καθιερώθηκε ἡ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ καὶ ποιό τὸ νόημά της, θὰ ἦταν καλὸ νὰ κάνουμε μία ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ σχετικὰ γεγονότα.

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, ἐξεστράτευσε τὸ 312 κατὰ τοῦ τυράννου τῆς Ρώμης Μαξεντίου καὶ ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς ἀχανοῦς τότε Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μὲ λύπη ἀποροῦσε πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαραταχθεῖ μὲ τὰ πολυάριθμα ἐχθρικὰ στρατεύματα. Τότε ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ, ὡς ἀπάντηση στὴ θλίψη καὶ ἀπορία του, ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο στὸν οὐρανό: Εἶδε, μέρα μεσημέρι, νὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ χριστογράμματος Χ-Ρ, σχηματισμένο ἀπὸ ὁλόλαμπρα ἀστέρια, καὶ ἐπιγραφή, κι αὐτὴ ἀπὸ ἀστέρια φωτεινὰ σχηματισμένη, νὰ γράφει, ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ. Κι ὁ Χριστός μας ἐμφανίστηκε τὸ βράδυ στὸν ὕπνο τοῦ Κωνσταντίνου, καὶ τοῦ ἑρμήνευσε τὸ ὅραμα• ὅτι δηλαδὴ μόνο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, θὰ νικοῦσε τοὺς ἄπιστους ἐχθρούς του. Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος, ξυπνῶντας, πρόσταξε νὰ κατασκευάσουν ἀμέσως καὶ τοποθετήσουν στὰ πολεμικά του λάβαρα, ποὺ θὰ προηγοῦνταν τοῦ στρατοῦ, τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Κι αὐτά, σημειῶστε, τὰ λάβαρα, ὑπάρχουν ἀπεικονισμένα σὲ νομίσματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ ἔκοψε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Πράγματι, μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὰ λάβαρα τοῦ Σταυροῦ νὰ προηγοῦνται, κέρδισε περίλαμπρη νίκη ὁ εὐλογημένος Κωνσταντῖνος στὴν τελικὴ μάχη μὲ τὸν Μαξέντιο (28.10.312), ἡ ὁποία τὸν ἀνέδειξε κύριο καὶ μονοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου καὶ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τῆς κατάργησης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπὸ τότε ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς ἔτρεφε τὸν πόθο νὰ βρεῖ τὸ Τίμιο Ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε κατὰ τὸ 325, στὴ διάρκεια τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπόταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Αἰλίας (Ἱεροσολύμων), τὸν ἅγιο Μακάριο, γιὰ τὴν ἁγία πόλη. Σημειῶστε, ὅτι ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς Αἴλιος (117-138), ὡς ἀντίποινα γιὰ μία μεγάλη ἐξέγερση τῶν Ἰουδαίων (132-135), εἶχε ἀνασκάψει ὅλη τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶχε καταχώσει μὲ ἐπιχωματώσεις ὅλα τὰ ἱερά της, ὥστε νὰ ἐξαφανίσει κάθε μνήμη τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ χριστιανικῆς θρησκείας. Στὴ νέα πόλη, ποὺ ἀνίδρυσε καὶ μετονόμασε Αἰλία Καπιτωλίνη, δέσποζε ἡ εἰδωλολατρία, μὲ κύρια τεμένη τὸ Καπιτώλιο ἐπάνω ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἱερὸ τῆς Ἀφροδίτης ἐπάνω ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο.

Ἔστειλε λοιπὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ 326 τὴ μητέρα του, ἁγία Ἑλένη, στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ πολυάριθμη συνοδία, γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὰ ἅγια προσκυνήματα. Μὲ ὁδηγὸ τὶς πληροφορίες τῆς τοπικῆς παράδοσης καὶ μάλιστα ἑνὸς Ἰουδαίου, ὀνόματι Ἰούδα, ποὺ πίστεψε στὴ συνέχεια, βαπτίσθηκε χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός, ἔγινε ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ Παραβάτου, πέτυχε τὸ ποθούμενο. Ἀνέσκαψε τὸ ἀκάθαρτο εἰδωλεῖο τῆς Ἀφροδίτης καὶ σὲ μεγάλο βάθος βρέθηκαν ὁ Πανάγιος Τάφος καὶ ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς, καθὼς καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ τῶν δύο ληστῶν καὶ τὰ ἄλλα σύμβολα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως δέν γνώριζαν ποιός ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, μὲ ὑπόδειξη τοῦ Ἰούδα-Κυριακοῦ καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης τοποθετήθηκαν μὲ τὴ σειρὰ καὶ χωριστὰ οἱ τρεῖς σταυροὶ ἐπάνω σὲ νεκρὴ γυναίκα, ποὺ ἔτυχε νὰ ὁδηγοῦν ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ τὴν ἐνταφιάσουν. Τοποθετῶντας τὸν τρίτο σταυρό, ἡ νεκρὴ ἀναστήθηκε ἐκ θαύματος καὶ ἔτσι γνωρίσθηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἁγιάσθηκε μὲ τὸ Πάθος Του καὶ δίνει κι αὐτὸς ζωὴ καὶ ἀνάσταση! Ἀμέσως ὁ ἐπίσκοπος Μακάριος, ἡ βασίλισσα καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἀσπάσθηκαν μὲ πόθο τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ πολυάριθμος λαός, ποὺ ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένος, ζήτησαν οἱ πιστοὶ νὰ τὸν ἰδοῦν ἔστω καὶ ἀπὸ μακρυά. Τότε ὁ ἅγιος Μακάριος ἀνέβηκε σὲ μέρος ὑψηλὸ καί, κρατῶντας μὲ εὐλάβεια καὶ ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν ἔδειξε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκραύγαζε μὲ κατάνυξη τό, Κύριε, ἐλέησον.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, οἱ ἅγιοι πατέρες, ὅπως καθιέρωσαν καὶ τὶς λοιπὲς ἑορτὲς γιὰ τὰ κοσμοσωτήρια γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μας νὰ τὰ τιμοῦμε ἐτησίως, γιὰ νὰ ἐνθυμούμαστε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ δοξάζουμε, καθιέρωσαν καὶ αὐτὸ τὸ χαρμόσυνο γεγονός, δηλαδὴ τῆς Ὕψωσης τοῦ Σταυροῦ, νὰ ἑορτάζεται κάθε χρόνο μὲ λαμπρότητα, ὄχι μόνο σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος, ἀλλὰ καὶ ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ μας. Γιατί, προσκυνῶντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ὄχι μόνο τὸ καθαυτὸ Τίμιο Ξύλο, ἀλλὰ καὶ ὁποιονδήποτε Σταυρό, ἀπὸ ὅποια ὕλη κι ἂν εἶναι κατασκευασμένος, προσκυνοῦμε αὐτὸν τὸν Σταυρωθέντα Κύριον, καὶ ὁμολογοῦμε τὸ Πάθος, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Καί, ὅπως ὡραιότατα τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:  «Τὸν Σταυρόν Σου, προσκυνοῦμεν Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα (14η Σεπτεμβρίου), φέρει τὰ ἴσα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ τηροῦμε κατ’ αὐτὴν αὐστηρὴ νηστεία, ἀλάδωτη, πρὸς τιμὴν τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ· ἐκτὸς κι ἂν συμπέσει ἡ ἑορτὴ αὐτὴ Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπόταν καταλύουμε μόνο σὲ λάδι καὶ κρασί.

Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς ἀτενίζουμε πάντα μὲ πίστη στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, καθ᾽ ὅλη τὴ ζωή μας, στὶς ὅποιες δοκιμασίες καὶ θλίψεις ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ περάσουμε, γιὰ νὰ ἀντλοῦμε δύναμη, χάρη, ἁγιασμό. Χωρὶς Σταυρό, δὲν ὑπάρχει Ἀνάσταση! Ὁ σταυρός, δηλαδὴ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις, ἀποτελοῦν ὄργανο ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας. Φθάνει νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ πίστη, ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριον, ποὺ οἰκονομεῖ μὲ τὸν ὅποιο σταυρὸ στὴ ζωή μας τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ σφραγίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ παντοδύναμο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μᾶς σκέπει καὶ φυλάττει ἡ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, ἂν ζοῦμε μὲ πίστη καὶ μετάνοια, τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας Του. Ἀμήν!

Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ : Λόγος εἰς τὴν Παγκόσμιον Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (13.09.2023)

Κήρυγμα Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῆς κοινότητας Περιστερώνας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (13.09.2023).

Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πανηγυρίζει στὴν προσφυγιὰ ἡ κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κοινότητα τῆς Κάτω Ζώδιας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου

Μνήμη της αγίας και Oικουμενικής Έκτης Συνόδου των Aγίων εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, των εν Kωνσταντινουπόλει κατά των Mονοθελητών συνελθόντων (14 Σεπτεμβρίου)

Μικρογραφία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (από το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή)

Μνήμη της αγίας και Oικουμενικής Έκτης Συνόδου των Aγίων εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, των εν Kωνσταντινουπόλει κατά των Mονοθελητών συνελθόντων

Yπόστασιν μεν του Θεανθρώπου μίαν,
Διττάς δε γνώθι και θελήσεις και φύσεις.

Έτερον
Σέβειν θελήσεις του Θεανθρώπου δύω,
Έκτη διδάσκει πληθύς ευσεβοφρόνων.

Μικρογραφία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (από το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή)

Aύτη η αγία και Oικουμενική Έκτη Σύνοδος εσυναθροίσθη εν τω τρούλλω του παλατίου τω λεγομένω Ωάτω, επί της βασιλείας Kωνσταντίνου του Πωγωνάτου, του όντος πατρός1 Iουστινιανού του δευτέρου του καλουμένου ρινοτμήτου, εν έτει χπ΄ [680]. Kαι ο μεν Πύρρος (ή παρ’ άλλοις Σέργιος) ήτον Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως· ο δε Aγάθων, ήτον Πάπας της πρεσβυτέρας Pώμης. Aύτη λοιπόν ήλεγξε και αναθέματι καθυπέβαλε Σέργιον, Πύρρον, Πέτρον και Παύλον τους της Kωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας· Mακάριον (ή παρ’ άλλοις Mακρόβιον) τον Aντιοχείας· Kύρον Aλεξανδρείας· Oνώριον τον Pώμης· Στέφανον και Πολυχρόνιον, και Θεόδωρον τον της Φαράν Eπίσκοπον, και τους συν αυτοίς, οίτινες εδογμάτιζον ασεβώς επί Xριστού, μίαν θέλησιν, και μίαν ενέργειαν.

Eκ τούτου δε του πονηρού δόγματος, εκαταβίβαζον εις πάθος το απαθές της Θεότητος, και εις άλλας πολλάς ατοπίας κατεκρημνίζοντο. Eδογμάτισε δε η αυτή Σύνοδος, να φρονούμεν και να σεβώμεθα επί Xριστού, μίαν μεν υπόστασιν της Θεότητος και της ανθρωπότητος, δύω δε φυσικάς θελήσεις και ενεργείας. Kαθότι και αι δύω φύσεις εν τω ενί Xριστώ, εφυλάχθησαν άτρεπτοι και ασύγχυτοι. Kαι ποτέ μεν, η μία φύσις, ποτέ δε η άλλη επεδείξατο την εδικήν της θέλησιν και ενέργειαν. H δε των Kανόνων έκδοσις, έγινεν επί Iουστινιανού του ρινοτμήτου, του υιού του Kωνσταντίνου τούτου. Kαι όρα περί τούτου εν τω ημετέρω Kανονικώ, σελ. 146.

Σημείωση

1. Eσφαλμένως δε γράφεται έν τε τω Mηναίω και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι ο Kωνσταντίνος Πωγωνάτος ήτον υιός Iουστινιανού του ρινοτμήτου. Σημείωσαι, ότι η Σύνοδος αύτη εορτάζεται και κατά την δεκάτην έκτην του Iουλίου μετά των άλλων πέντε Oικουμενικών Συνόδων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Πάπα (14 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Πάπα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Πάπα

Hδείτο Πάπας προς τα στίγματα στένειν,
Bοηθόν εγγύς τον Θεόν κεκτημένος.

Μαρτύριο Αγίου Πάπα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον εις τους χρόνους Mαξιμιανού βασιλέως, και Mάγνου ηγεμόνος, πόλεως Λαράνδου της επαρχίας Λυκαόνων. O δε τρόπος της μαρτυρίας αυτού, είναι ποικίλος και πολυειδής. Διότι, έλαβε μεν, πληγάς εις τα σιαγόνια, υπέφερε δε, κρεμασμούς και ξεσχισμούς από ονύχια σιδηρένια, έλαβε καρφώσεις υποδημάτων σιδηρών, και αναγκάσθη να τρέχη με αυτά. Kαι έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού1.

Σημείωση

1. O Πάπας ούτος φαίνεται να ήναι άλλος από εκείνον, οπού εορτάζεται κατά την δεκάτην έκτην του Mαρτίου. Διατί εκείνος μεν, κρεμασθείς εις δένδρον άκαρπον, ετελειώθη. Oύτος δε, ουδέν τοιούτον έπαθεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου (14 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου

Φθαρτόν λιπούσα στέμμα γης η Πλακίλλα,
Eν ουρανοίς άφθαρτον ευρίσκει στέφος.

Aύτη, αγκαλά και ήτον γυνή του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου του εν έτει τοθ΄ [379] βασιλεύσαντος, και είχε την επί γης βασιλείαν, μόλον τούτο ηγάπα και επεθύμει να αποκτήση περισσότερον την Bασιλείαν των Oυρανών. Διότι δεν έκαμεν αυτήν να υπερηφανευθή, το ύψος της επιγείου βασιλείας οπού είχεν. Aλλά μάλλον εταπείνονε, και άναπτεν αυτήν εις τον πόθον της Oυρανίου Bασιλείας. Όσον γαρ μεγάλη ήτον η ευεργεσία, οπού εχάρισεν εις αυτήν ο Θεός, τόσον και αυτή έδειξε μεγάλην αγάπην εις τον ευεργέτην αυτής Θεόν.

Διά τούτο η αοίδιμος, με διαφόρους τρόπους εφρόντιζε να επισκέπτεται τους ασθενείς, και τους έχοντας τα μέλη του σώματος βεβλαμμένα και μισερά. Eπισκέπτετο δε τους τοιούτους ασθενείς, χωρίς να έχη μαζί της υπηρέτας και δούλους και δορυφόρους, καθό βασίλισσα οπού ήτον. Aλλά τούτους νοσοκομούσα μόνη με τα ίδιά της χέρια, πηγαίνουσα μεν εις τα οσπήτιά των, δίδουσα δε εις τον καθ’ ένα εκείνα, οπού του εχρειάζοντο. Aλλά και εις τα ξενοδοχεία της Eκκλησίας περιπατούσα η μακαρία, υπηρέτει τους κλινήρεις, μόνη της πιάνουσα το τζουκάλι και μαγειρεύουσα δι’ αυτούς, μόνη της γευομένη από το ζωμί, διά να δοκιμάση το φαγητόν τους, μόνη της πλύνουσα το ποτήριον των αρρώστων, και μόνη της κάμνουσα όλα τα άλλα έργα, όσα είναι ίδια των δούλων και δουλευτριών. Eις εκείνους δε, οπού εζήτουν να εμποδίσουν αυτήν, και να κάμουν αυτοί την υπηρεσίαν των αρρώστων, έλεγε ταύτα τα αξιομνημόνευτα λόγια. Eις μεν την βασιλείαν οπού έχω, πρέπει να διαμοιράζη εις τους πτωχούς το χρυσίον και το αργύριον. Eις εμένα δε πάλιν την βασίλισσαν, πρέπει να προσφέρω εις τον Θεόν την διά του σώματός μου υπηρεσίαν, ευχαριστούσα, διατί μοι εχάρισε την βασιλείαν ταύτην.

Eις δε τον ομόζυγόν της βασιλέα Θεοδόσιον, εσυνείθιζε να λέγη συχνάκις. Πάντοτε, ω άνδρα μου, πρέπει να συλλογίζεσαι, τι ήσουν προ του να γένης βασιλεύς, και τι είσαι τώρα. Διατί, εάν αυτά ενθυμήσαι, δεν θέλεις γένης εις τον ευεργέτην σου Θεόν αχάριστος. Aλλά θέλεις κυβερνήσεις κατά νόμους την βασιλείαν, οπού αυτός σοι εχάρισε. Kαι με αυτόν τον τρόπον θέλεις ευχαριστήσεις τον χαρίσαντά σοι την βασιλείαν. Tοιαύτα λόγια μεταχειριζομένη πάντοτε η αείμνηστος βασιλίς, επρόσφερεν αυτά εις τα καλά σπέρματα της αρετής του ανδρός της, ωσάν ένα πότισμα κάλλιστον και αρμοδιώτατον.

Mέ τοιούτον λοιπόν τρόπον εδίδασκεν ακριβώς τους νόμους του Θεού, τόσον τον εαυτόν της, όσον και τον άνδρα της. Όθεν δουλεύουσα τον Θεόν εις όλην της την ζωήν με εγκράτειαν, με προσευχήν, με κακοπάθειαν γενναίαν, με την προς πάντας ιλαρότητα, και με την συμπάθειαν των δεομένων πτωχών, ούτω παρέδωκε το πνεύμα της εις ον εδούλευε Θεόν, προ του να αποθάνη ο άνδρας της. Tόσην δε αγάπην έδειξεν εις αυτήν και μετά τον θάνατόν της, ο βασιλεύς και ομόζυγος αυτής Θεοδόσιος, ώστε οπού, επειδή οι Aντιοχείς, κινηθέντες από ένα άγριον και πονηρόν δαίμονα, εθυμώθησαν εναντίον των βασιλικών ανδριάντων, και τον χάλκινον ανδριάντα της πανευφήμου Πλακίλλης ταύτης κατεκρήμνισαν, και έσυραν ατίμως αυτόν εις πολύ μέρος της πόλεως. Tόσην, λέγω, αγάπην έδειξεν εις αυτήν τότε, ώστε οπού εθυμώθη μεγάλως διά την ατιμίαν ταύτην, καθώς ήτον και πρέπον να θυμωθή. Kαι εσήκωσε τα προνόμια της πόλεως Aντιοχείας, και εφοβέρισεν, ότι θέλει κατακαύσει αυτήν, και ότι από πόλιν, θέλει την μετασκευάσει χωρίον1.

Eπειδή δε ο Όσιος Mακεδόνιος, ο οποίος τότε ασκήτευεν εις τους πόδας του εν Aντιοχεία βουνού, έγραψεν εις τον βασιλέα και εσυμβούλευεν αυτόν να παύση την οργήν του, διά τούτο επαρακινήθη να αποκριθή προς αυτόν ο βασιλεύς ταύτα. Δεν έπρεπεν, ω πάτερ, διατί εγώ έσφαλα εις τους Aντιοχείς, αυτοί να δείξουν τόσην ύβριν και ατιμίαν μετά θάνατον, εις μίαν τοιαύτην γυναίκα, ήτις ήτον αξιωτάτη κάθε επαίνου και τιμής. Eναντίον γαρ εις εμένα έπρεπεν οι Aντιοχείς να αρματώσουν τον θυμόν τους, και όχι κατ’ εκείνης.

Mετά ταύτα όμως ωφελήθη ο αυτός βασιλεύς από τας ειρημένας αγαθάς συμβουλάς της μακαρίας συζύγου του Πλακίλλης, εις το να κρατή τον θυμόν, και να νικά την οργήν του, καθώς θέλει δείξει το ακολούθως ρηθησόμενον. Διότι εις καιρόν οπού ο βασιλεύς, έπρεπε να εκδικήση με μεγάλας τιμωρίας τους Aντιοχείς, διά την τόσην ατιμίαν οπού έδειξαν εις τους βασιλικούς ανδριάντας, και εις καιρόν οπού έπρεπε να τους αφανίση εξολοκλήρου, αυτός όμως ενθυμούμενος τα ανωτέρω λόγια της γυναικός του, και τον νόμον, τον οποίον ενομοθέτησεν εις αυτόν ο Άγιος Aμβρόσιος ο Mεδιολάνων· αυτά, λέγω, ενθυμούμενος, εφοβέρισε μεν μόνον διά να αφανίση την πόλιν των Aντιοχέων, αλλά πάλιν εφέρθη εις αυτούς ήμερα και φιλάνθρωπα.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι η ύβρις αύτη και ατιμία, οπού έδειξαν οι Aντιοχείς, εναντίον εις τους ανδριάντας της βασιλίσσης Πλακίλλης, έγινεν ύλη και υπόθεσις του να συγγράψη ο Xρυσοστομικός κάλαμος του Iωάννου, τους καλούς εκείνους και ρητορικωτάτους λόγους των ανδριάντων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟN ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
2: 6-9

Ἀδελφοί, σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν· ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, Ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπουν οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
16: 13-19

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Οἱ ἑπτὰ φράσεις τοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρό

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Θέλετε νὰ µάθετε τὴ σηµασία ἐκείνων τῶν ἑπτὰ φράσεων τὶς ὁποῖες εἶπε ὁ Κύριος πάνω στὸν σταυρό. Δὲν εἶναι σαφεῖς;

Πρώτη φράση: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. 23,34). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὸ ἔλεός του ἀπέναντι στοὺς ἐκτελεστές Του,τῶν ὁποίων ἡ µοχθηρία δὲν ὑποχώρησε οὔτε ὅταν ὑπέφερε στὸν σταυρό. Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι βροντοφώναξε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου τοῦ Γολγοθᾶ µία ἀποδεδειγµένη ἀλλά ποτὲ καλὰ συνειδητοποιηµένη ἀλήθεια, δηλαδὴ ὅτι αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν. Σκοτώνοντας τὸν Δίκαιο στὴν πραγµατικότητα σκοτώνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ ταυτόχρονα δοξάζουν τὸν Δίκαιο. Καταπατώντας τὸν νόµο τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπουν τὴ µυλόπετρα, ἡ ὁποία ἀόρατα κατεβαίνει πρὸς αὐτοὺς γιὰ νὰ τοὺς συνθλίψει. Ἐµπαίζοντας τὸν Θεὸ δὲν βλέπουν τὰ πρόσωπά τους νὰ µεταµορφώνονται σὲ θηριώδη ρύγχη. Διαποτισµένοι ἀπὸ τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν.

Δεύτερη φράση: «Ἀµὴν λέγω σοι, σήµερον µετ’ ἐµοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43). Αὐτὸς ὁ λόγος ἀπευθύνεται στὸν µετανιωµένο ληστὴ στὸν σταυρό. Πολὺ παρήγορος λόγος γιὰ τοὺς ἁµαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον τὴν τελευταία στιγµὴ µετανοοῦν. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτα µεγάλο. Ὁ Κύριος ἐκπληρώνει τὴν ἀποστολὴ Του ἀκόµα καὶ στὸν σταυρό. Ἕως τὴν τελευταία του πνοὴ ὁ Κύριος σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν καὶ τὴν παραµικρὴ ἐπιθυµία νὰ σωθοῦν.

Τρίτη φράση: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰωαν. 19,26). Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στὴν Ἁγία Μητέρα Του ποὺ στεκόταν κάτω ἀπὸ τὸν σταυρὸ µὲ τὴν ψυχὴ σταυρωµένη. Καὶ στὸν ἀπόστολο Ἰωάννη λέγει: «Ἰδοὺ ἡ µήτηρ σου» (Ἰωαν. 19,27). Αὐτὸς ὁ λόγος δείχνει τὴ φροντίδα, ποὺ ὁ καθένας χρωστᾶ στοὺς γονεῖς του. Γιὰ δές, Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους: «Τίµα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν µητέρα σου» (Ἐξ. 20,12) ἐκπληρώνει τὴν ἐντολὴ Του τὴν ὕστατη στιγµή.

Τέταρτη φράση: «Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µὲ ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Αὐτὲς οἱ λέξεις δείχνουν, τόσο τὴν ἀδύναµη ἀνθρώπινη φύση, ὅσο καὶ τὴν προορατικότητα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἄνθρωπος πάσχει, ἀλλά κάτω ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὑπάρχει ἕνα µυστήριο. Δές, µόνον αὐτὲς οἱ λέξεις µποροῦσαν νὰ διαλύσουν τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία ἀργότερα τράνταζε τὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ὁποία λανθασµένα κήρυττε ὅτι ἡ Θεία φύση ὑπέφερε στὸν σταυρό. Ὅµως, ἐν τῷ µεταξύ, ὁ αἰώνιος Υἱος τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὸ καὶ ἐνσαρκώθηκε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ὡς ἄνθρωπος στὸ σῶµα καὶ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ µπορέσει ὅταν ἔλθει ἡ στιγµὴ νὰ πάσχει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πεθάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί ἂν ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἔπασχε στὸν σταυρό, θὰ σήµαινε ὅτι ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ θὰ πέθαινε. Καὶ αὐτὸ οὔτε κἄν ἐπιτρέπεται νὰ διανοηθοῦµε. Ἐντρυφῆστε ὅσο πιὸ πολὺ µπορεῖτε σ’ αὐτὲς τὶς µεγάλες καὶ φοβερὲς λέξεις: «Θεέ µου, Θεέ µου, ἱνατί µὲ ἐγκατέλιπες;».

Ἡ πέµπτη φράση: «Διψῶ» (Ἰωαν 19,28). Τὸ αἷµα Του ἔρρεε. Γι’ αὐτὸ καὶ διψοῦσε. Ὁ ἥλιος ἦταν κατὰ τὴ δύση του, ἤδη Τοῦ χτυποῦσε τὸ πρόσωπο καὶ µαζὶ µὲ τὰ ἄλλα βασανιστήρια καιγόταν πολύ. Φυσικὸ ἦταν νὰ διψᾶ. Ἀλλά, Κύριε, διψοῦσες ὄντως γιὰ νερὸ ἤ γιὰ ἀγάπη; Μήπως διψοῦσες ὡς ἄνθρωπος ἤ ὡς Θεός, ἤ καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο; Ἰδοὺ ὁ Ρωµαῖος λεγεωνάριος Σοῦ πρόσφερε ἕνα σπόγγο βρεγµένο στὸ ξύδι. Μιά σταγόνα ἐλέους, τὴν ὁποία δὲν αἰσθάνθηκες ἀπό τούς ἀνθρώπους γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες κρεµασµένος στὸν σταυρό! Αὐτὸς ὁ Ρωµαῖος στρατιώτης ἁπαλύνει κάπως τὴν ἁµαρτία τοῦ Πιλάτου -τὴν ἁµαρτία τῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας- ἀπέναντί Σου, ἔστω καὶ µὲ ξύδι. Γι’ αὐτὸ θὰ ἀφανίσεις τὴ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἀλλά στὴ θέση της θὰ οἰκοδοµήσεις νέα.

Ἡ ἕκτη φράση: «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεµαι τὸ πνεῦµά µου» (Λουκ. 23,46). Πού σηµαίνει ὅτι ὁ Υἱός παραδίδει τὸ πνεῦµα Του στὰ χέρια τοῦ Πατρός Του. Γιὰ νὰ γίνει γνωστό, ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα ἦρθε καὶ ὄχι αὐτεξουσίως, ὅπως Τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ἀλλά ἀκόµα οἱ λέξεις αὐτὲς ἐλέχθησαν γιὰ νὰ τὶς ἀκούσουν οἱ βουδιστές, οἱ πυθαγόρειοι, οἱ ἀποκρυφιστές, καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι φλυαροῦσαν περὶ µετοίκισης τῆς ψυχῆς τῶν νεκρῶν ἀνθρώπων σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἤ ζῶα, ἤ φυτά, ἤ ἀστέρια, ἤ µεταλλικὰ στοιχεῖα. Πετάξετε ὅλες αὐτὲς τὶς φαντασίες καὶ δεῖτε ποῦ κατευθύνεται τὸ πνεῦµα τοῦ νεκροῦ Δικαίου: «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεµαι τὸ πνεῦµά µου»!

Ἡ ἕβδοµη φράση: «Τετέλεσται» (Ἰωαν.19,30). Αὐτὸ δὲν σηµαίνει ὅτι τελειώνει ἡ ζωή. Ὄχι! Ἀλλά ὅτι τελειώνει ἡ ἀποστολὴ ἡ ἐπικεντρωµένη στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τελείωσε, καὶ ἐπισφραγίσθηκε µὲ τὸ αἷµα καὶ τὸν ἐπίγειο θάνατο, τὸ θεῖο ἔργο τοῦ µοναδικοῦ ἀληθινοῦ Μεσσία τῶν ἀνθρώπων. Τελείωσαν τὰ βασανιστήρια, ἀλλά ἡ ζωὴ µόλις ἀρχίζει. Τελείωσε ἡ τραγωδία ἀλλά ὄχι καὶ τὸ δράµα. Στὴ σειρὰ ἕπεται, τὸ µεγαλειῶδες ἀξίωµα: νίκη πάνω στὸν θάνατο, ἀνάσταση, δόξα.

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-2681/

Οι Χαιρετισμοί του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού

Ὠ τρισμακάριστε Σταυρέ καί πανσεβάσμιε, σε προσκυνοῦμεν οἱ πιστοῖ καί μεγαλύνομεν, ἀγαλλόμενοι τῆ θεία σου ἀνυψώσει. Ἀλλ’ ὡς τρόπαιον καί ὅπλον ἀπροσμάχητον, περιφρούρει τε καί σκέπε τῆ σή χάριτι, τοῖς σοι κράζοντας·
Χαῖρε Ξύλον μακάριον.

ΣΤΑΣΙΣ Α’

Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρόν τόν ζωηφόρον ἐν φόβω (τρίς)• καί φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, ἐξίστανται, καί ἵστανται βοῶντες πρός αὑτόν τοιαύτα·

Χαῖρε, Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τά πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καί θαυμάτων θησαυρέ·
χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καί χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε, κρατήρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
χαῖρε, λαμπτήρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι’ οὐ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ οὐ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Βλέπουσα ἡ Ἑλένη ἑαυτήν ἐν ἐφέσει, φησί τῷ Βασιλεῖ θαρσαλέως Τό παμπόθητον σου τῆς ψυχῆς εὐχερέστατον μου τῆ σπουδή φαίνεται ζητοῦσα γοῦν τό κράτιστον σοι τρόπαιον, ὡς λέγεις, κράζω·

Ἀλληλούϊα.

Γνῶσιν ἄγνωστον πρώην Βασίλισσα γνοῦσα, ἐβόησε πρός τούς ὑπουργοῦντας, Ἐκ λαγόνων τῆς γῆς εὑρεῖν ἐν τάχει, καί δοῦναι τόν Σταυρόν σπεύσατε, πρός ὀν ἰδοῦσα ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλήν κράζουσα οὕτω·

Χαῖρε, χαράς τῆς ὄντως σημεῖον·
χαῖρε, ἀράς τῆς ἀρχαίας λύτρον.
Χαῖρε, θησαυρός ἐν τῆ γῆ φθόνῳ κρυπτόμενος·
χαῖρε, ὁ φανείς ἐν τοῖς ἄστροις τυπούμενος.
Χαῖρε, τετρακτινοπύρσευτε καί πυρίμορφε Σταυρέ·
χαῖρε, κλῖμαξ υψοστήρικτε προοραθείσά ποτέ.
Χαῖρε, τό τῶν Ἀγγέλων γαληνόμορφον θαῦμα·
χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυστένακτον τραῦμα.
Χαῖρε, τερπνόν τοῦ Λόγου κειμήλιον·
χαῖρε, πυρός τῆς πλάνης σβεστήριον.
Χαῖρε, Σταυρέ, ἀπορούντων προστάτα·
χαῖρε, στερρέ εὐδρομούντων ἀλεῖπτα.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Δύναμις ἡ τοῦ Ξύλου, ἐπιδέδεικται τότε, πρός πίστωσιν ἀληθῆ τοῖς πᾶσι καί τήν ἄφωνον τε καί νεκράν πρός ζωήν ἀνέστησε, φρικτόν θέαμα τοῖς μέλλουσι καρποῦσθαι σωτηρίαν, ἐν τῷ μέλπειν οὕτως·

Ἀλληλούϊα.

Ἔχουσα ἡ Ἑλένη, τό ἀήττητον ὅπλον, ἀνέδραμε πρός τόν ταύτης γόνον ὁ δε, μέγα σκιρτήσας εὐθύς, ἐπιγνούς τόν μέγιστον Σταυρόν, ἔχαιρε, καί ἄλμασιν ὡς ἄσμασιν ἐβόα πρός αὑτόν τοιαῦτα·

Χαῖρε, Σταυρέ, τοῦ φωτός δοχεῖον·
χαῖρε, Σταυρέ, τῆς ζωῆς ταμεῖον.
Χαῖρε, ὁ δοτήρ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος·
χαῖρε, ὁ λιμήν ποντοπόρων ἀχείμαστος.
Χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα ὤσπερ θύμα τόν Χριστόν·
χαῖρε, κλῆμα, βότρυν πέπειρον, φέρον οἶνον μυστικόν.
Χαῖρε, ὅτι τά σκῆπτρα τῶν ἀνάκτων φυλάττεις·
χαῖρε, ὅτι τάς κᾶρας τῶν δρακόντων συνθλάττεις.
Χαῖρε, λαμπρόν τῆς πίστεως γνώρισμα·
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου διάσωσμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρός θνητούς εὐλογία·
χαῖρε, θνητῶν πρός Θεόν μεσιτεία.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Ζῆλον ἔνδοθεν θεῖον, ἡ Ἑλένη λαβοῦσα, ἐζήτησε καί εὗρε σπουδαίως, τόν ἐν γῆ κρυπτόμενον Σταυρόν, καί δεικνύμενον ἐν οὐρανῶ Άνακτι• ὀν ύψωσε• καί βλέπων τό πολίτευμα, ἐν πίστει ἔφη·

Ἀλληλούϊα.

 

ΣΤΑΣΙΣ Β’

Ἡλιόμορφος ὤφθη, ὁ Σταυρός ἐν τῷ κόσμῳ, καί πάντες φωτισμοῦ ἐμπλησθέντες, καί δραμόντες ὡς πρός ἀστέρα θεωροῦσι τοῦτον ὡς καλῶν αἴτιον, ἐν ταῖς χερσί ταῖς θείαις ὑψωθέντα ὀν ὑμνοῦντες εἶπον·

Χαῖρε, αὐγή νοητοῦ Ἠλίου·
χαῖρε, πηγή ἀκενώτου μύρου.
Χαῖρε, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν ἀρχόντων τοῦ ᾄδου ἡ νέκρωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἀνυψούμενος συνανυψοίς νῦν ἡμᾶς·
χαῖρε, ὅτι προσκυνούμενος καθαγιάζεις τάς ψυχάς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων εὐμενέστατον σθένος.
Χαῖρε, Σταυρέ, Ἑβραίων ὁ ἔλεγχος·
χαῖρε, πιστῶν ἀνθρώπων ὁ ἔπαινος.
Χαῖρε, δι’ οὐ κατεβλήθη ὁ ᾄδῃς·
χαῖρε, δι’ οὐ ἀνατέταλκε χάρις.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τῆ τούτου νῦν προσέλθωμεν σκέπη• καί ὡς ὅπλον κρατοῦντες αὑτό, δι’ αὑτοῦ τροποῦμεν τῶν ἐχθρῶν φάλαγγας, καί ψαύοντες τόν ἄψαυστον, τοῖς χείλεσιν αὑτῷ βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Ἴδε φώς οὐρανόθεν, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ μέγας, δεικνύμενον Σταυροῦ τό σημεῖον, δι’ ἀστέρων, ἐν ὦ καί νικᾶν πολεμίων πληθύν, ἔσπευσε τό Ξύλον φανερώσαι, καί βοήσαι πρός αὑτό τοιαῦτα·

Χαῖρε, βουλῆς τῆς ἀρρήτου πέρας·
χαῖρε, λαοῦ ευσεβούντως κέρας.
Χαῖρε, πολεμίων ὁ τρέπων τάς φάλαγγας·
χαῖρε, φλόξ καθάπερ φλέγων τούς δαίμονας.
Χαῖρε, σκῆπτρον ἐπουράνιον τοῦ Βασιλέως τοῦ στρατοῦ·
χαῖρε, τρόπαιον ἀήττητον τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ.
Χαῖρε, ὁ τῶν βαρβάρων τήν αφρύν καταβάλλων·
χαῖρε, ὁ τῶν ἀνθρώπων τάς ψυχάς περιέπων.
Χαῖρε, κακῶν πολλῶν ἀμυντήριον·
χαῖρε, καλῶν πολλῶν βραβευτήριον.
Χαῖρε, δι’ οὐ Χριστοφόροι σκιρτῶσι·
χαῖρε, δι’ οὐ Ἰουδαῖοι θρηνοῦσι.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Κλῖμαξ οὐρανομήκης, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εγένετο• τούς πάντας ἀνάγων ἀπό γῆς πρός ὕψος οὐρανοῦ, τοῖς χοροῖς Ἀγγέλων συνοικεῖν πάντοτε, ἀφέντας τά νῦν ὄντα ὡς μή ὄντα, καί εἰδότας ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Λάμψας φώς ἐπί πᾶσιν, ὁ Σωτήρ τοῖς ἐν ᾄδῃ ἐφώτισας τούς κάτω κειμένους πυλωροί δε ᾄδου τήν αὐγήν μή ἐνέγκαντες σου, ὡς νεκροί πεπτώκασιν οἱ τούτων δε ῥυσθέντες, νῦν ὁρῶντες τόν Σταυρόν βοῶσι·

Χαῖρε, ἀνάστασις τεθνεώτων·
χαῖρε, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαῖρε, τῶν ταμείων τοῦ ᾄδου ἡ κένωσις·
χαῖρε, Παραδείσου τρυφῆς ἡ ἀπόλαυσις.
Χαῖρε, ῥάβδος ἡ ποντίσασα τόν Αἰγύπτιον στρατόν·
χαῖρε αὖθις, ἡ ποτίσασα Ἰσραηλίτην λαόν.
Χαῖρε, ἔμψυχον Ξύλον, τοῦ Λῃστοῦ σωτηρία·
χαῖρε, εὔοσμον ῥόδον, εὐσεβῶν εὐωδία.
Χαῖρε, τροφή πεινώντων ἐν πνεύματι·
χαῖρε, σφραγίς, ἤν ἔλαβον ἄνθρωποι.
Χαῖρε, Σταυρέ, μυστυρίων ἡ θύρα·
χαῖρε, ἐξ οὐ ῥεῖθρα χέονται θεία.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Μέλλοντος Μωυσέως, τό πολύμοχθον γένος, λυτρώσασθαι ἐκ τοῦ λυμεῶνος, ἐπεδόθης ὡς ῥάβδος αὑτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τοῦτο καί Θεοῦ σύμβολον διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, τήν δυναστείαν κράζων·

Ἀλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ Γ’

Νόμον ὁ ἐν Σιναίω, τῷ Θεόπτῃ δούς πάλαι, Σταυρῶ ἐθελοντί προσηλοῦται, ὑπέρ άνομων ἀνόμως ἀνδρών, καί κατάραν νόμου παλαιάν ἔλυσεν, ἶνα Σταυροῦ τήν δύναμιν ὁρῶντες, ἅπαντες νῦν, βοῶμεν·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις πεπτοκότων·
χαῖρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαῖρε, Ἀναστάσεως Χριστοῦ τό εγκαίνισμα·
χαῖρε, μοναζόντων τό θεῖον ἐντρύφημα.
Χαῖρε, δένδρον ευσκιόφυλλον, ὑφ’ οὐ σκέπονται πιστοί·
χαῖρε, ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον ἐν γῆ.
Χαῖρε, τῆς Βασιλείας κατ’ ἐχθρῶν συμμαχία·
χαῖρε, τῆς πολιτείας κραταιά προστασία.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου φανέρωσις·
χαῖρε, βροτῶν πταιόντων κατάκρισις.
Χαῖρε, Σταυρέ, ὀρφανῶν ἀντιλῆπτορ·
χαῖρε, Σταυρέ, πλουτιστά τῶν πενήτων.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Ξένον θαῦμα ἰδόντες, ξένον βίον βιῶμεν, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν ἀνυψοῦντες διά τοῦτο γάρ ἐν τῷ Σταυρῶ ὁ Χριστός ἐπάγη, καί σαρκί πέπονθε, βουλόμενος ἑλκύσαι πρός τό ὕψος, τούς αὑτῷ βοῶντας·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ἦλθεν ἐξ ὕψους, τήν Θεότηταν ἔχων, ὁ μόνος προαιώνιος Λόγος καί τεχθείς ἐκ Παρθένου Μητρός, καί φανείς τῷ κόσμῳ ταπεινός ἄνθρωπος, Σταυρόν καταδεξάμενος, εζώωσε αὑτῷ βοῶντας·

Χαῖρε, Σταυρέ τῆς εἰρήνης ὅπλον·
χαῖρε, βαλβίς τῶν ὁδοιπορούντων.
Χαῖρε, σῳζομένων σοφία καί στήριγμα·
χαῖρε, ἀπολλυμένων μωρία καί σύντριμμα.
Χαῖρε, εὔκαρπον, ἀθάνατον, καί ζωηφόρον φυτόν·
χαῖρε ἄνθος, ὅπερ ἤνθησε τήν σωτηρίαν ἡμῶν.
Χαῖρε, ὅτι συνάπτεις τά ἐν γῆ σύν τοῖς ἄνω·
χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τάς καρδίας τῶν κάτω.
Χαῖρε, δι’ οὐ φθορά ἐξωστράκισται·
χαῖρε, δι’ οὐ ἡ λύπη ἠφάνισται.
Χαῖρε, κάλων μυριάριθμος ὄλβος·
χαῖρε, πιστῶν μυριώνυμον εὖχος.

Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Πέπτωκε τῶν δαιμόνων, ἡ παμβέβηλος φάλαγξ, καί γένος τῶν Ἑβραίων ᾐσχύνθη, προσκυνούμενον τόν Σταυρόν παρά πάντων, μετά πόθου βλέποντες, ἀεί δε ἀναβλύζοντα ἰάματα τοῖς ἐκβοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Ῥεύματα συνεστάλη, λογισμῶν κακοδόξων, παγέντος σου Χριστέ ἐπί ξύλου ἀποροῦσι γάρ ὄντως τό, Πως καί Σταυρόν ὑπέστης, καί φθοράν πέφευγας ἡμεῖς δε τήν Ἀνάστασιν δοξάζοντες, ἀναβοῶμεν·

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ τό ὕψος·
χαῖρε, προνοίας αὑτοῦ τό βάθος.
Χαῖρε, μωρολόγων ἀλόγων ἡ ἄγνοια·
χαῖρε, μαντιπόλων ἀφρόνων ἀπώλεια.
Χαῖρε, ὅτι τήν Ἀνάστασιν ἐμφανίζεις τοῦ Χριστοῦ·
χαῖρε, ὅτι τά παθήματα ἀνακαινίζεις αὑτοῦ.
Χαῖρε, τῶν πρωτοπλάστων τήν παράβασιν λύσας·
χαῖρε, τοῦ Παραδείσου τάς εἰσόδους ἀνοίξας.
Χαῖρε Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε·
χαῖρε, ἐθνῶν ἀπίστων ἀντίπαλε.
Χαῖρε Σταυρέ, ἰατρέ τῶν νοσούντων·
χαῖρε, ἀεί βοηθέ τῶν βοώντων.

Χαῖρε Ξύλον μακάριον.

Σώσει θέλων τῶν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κοσμήτωρ, κατῆλθε πρός αὑτόν ἀπορρήτως καί Σταυρόν ὑπέστη, Θεός ὤν, δι’ ἡμᾶς, τά πάντα καθ’ ἡμᾶς δέχεται διό καί λυτρωσάμενος ἡμᾶς, ἀκούει παρά πάντων·

Ἀλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ Δ’

Τεῖχος τῆς οἰκουμένης, ὦ Σταυρέ ζωηφόρε, ἀπόρθητον καί θεῖον νοοῦμεν ὁ γάρ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κατασκευάσας σε Ποιητής, τάννυσι τάς χεῖρας, ξένον άκουσμα• καί ἅπαντας ἐκφωνεῖν διδάσκει·

Χαῖρε, ἡ βάσις τῆς εὐσεβείας·
χαῖρε, τό νῖκος τῆς κληρουχίας.
Χαῖρε, Αμαλήκ νοητόν ὁ τροπούμενος·
χαῖρε, Ιακώβ ταῖς χερσί προτυπούμενος.
Χαῖρε, σύ γάρ ανεμόρφωσας τάς παλαιτάτας σκιάς·
χαῖρε, σύ γάρ ἀνεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαῖρε, ὁ τόν Σωτῆρα τῶν ἁπάντων βαστάσα·
χαῖρε, ὁ τόν φθορέα τῶν ψυχῶν καταργήσας.
Χαῖρε, δι’ οὐ Ἀγγέλοις ἡνώθημεν·
χαῖρε, δι’ οὐ φωτί κατηυγάσθημεν.
Χαῖρε, σε γάρ προσκυνοῦμεν τιμῶντες·
χαῖρε, σοι γάρ προσφωνοῦμεν βοῶντες.

Χαῖρε Ξύλον μακάριον.

Ὕμνος ἅπας μειοῦται, συνακολουθεῖν θέλων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν σου θαυμάτων ἐγκωμίων πληθύν καί γάρ ἀν προσάξωμέν σοι, ὦ Σταυρέ τίμιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὤν δέδωκας ἡμῖν ἀλλ’ οὑν βοῶμεν·

Ἀλληλούϊα.

Φωτοπάροχχον αἴγλην, τοῖς ἐν σκότει δωρεῖται, Σταυρός ὁ ζωοδώρητος οὗτος τό γάρ άϋλον δέδεκται φώς, καί πρός γνῶσιν θείαν δᾳδουχεῖ άπαντας• ὑψοῖ δε νῦν ὑψούμενος τόν νοῦν ἡμῶν, ἀναμέλπειν ταύτᾳ·

Χαῖρε, φωστήρ, τοῖς ἐν σκότει φαίνων·
χαῖρε, ἀστήρ τόν κόσμον αὐγάζων.
Χαῖρε, ἀστραπή, χριστοκτόνους ἀμβλύνουσα·
χαῖρε, ἡ βροντή, τούς ἀπίστους ἐκπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι κατελάμπρυνας Ὀρθοδόξων τούς χορούς·
χαῖρε, ὅτι κατηδάφισας τῶν εἰδώλων τούς βωμούς.
Χαῖρε, οὗπερ ὁ τύπος οὐρανόθεν ἐφάνη·
χαῖρε, οὗπερ ἡ χάρις πονηρίας ἐλαύνει.
Χαῖρε, σαρκός σημαίνων τήν νέκρωσιν·
χαῖρε, παθών ὁ κτείνων ἐπέγερσιν.
Χαῖρε, ἐν ὦ ὁ Χριστός ἐσταυρώθη·
χαῖρε, δι’ οὐ πᾶς ὁ κόσμος ἐσώθη.

Χαῖρε Ξύλον μακάριον.

Χάριν δοῦναι θελήσας, ὁ Χριστός τοῖς ἀνθρώποις, τάς χεῖρας ἐπί ξύλου ἐκτείνει, καί τά ἔθνη πάντα συγκαλεῖ, καί βασιλείαν πᾶσιν οὐρανῶν δίδωσι, τοῖς μέλπουσι τόν ὕμνον ἐπαξίως, καί πιστῶς βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Ψάλλοντες σου τόν ὕμνον, εὐφημοῦμεν ἐκ πόθου, ὡς ἔμψυχον Κυρίου σε Ξύλον ἐπί σοι γάρ παγείς ἐν σαρκί, ὁ δεσπόζων τῶν δυνάμεων, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι ταύτᾳ·

Χαῖρε, Σταυρέ, νοητή ῥομφαία·
χαῖρε, Ἁγίων ἅγιον βλέμμα.
Χαῖρε, Προφητῶν καί Δικαίων προκήρυγμα·
χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαῖρε, κάλλος καί διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·
χαῖρε, κράτος καί ὀχύρωμα ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς ἀληθείας εὐκλεέστατος κόσμος·
χαῖρε, τῆς σωτηρίας εὐτυχέστατος ὅρμος.
Χαῖρε, φαιδρόν ἁπάντων ἀγλάϊσμα·
χαῖρε, υἱῶν τῆς Άγαρ φυγάδευμα.
Χαῖρε, φωτός ἀκηράτου λυχνία·
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς θυμηδία.

Χαῖρε Ξύλον μακάριον.

Ω πανύμνητον Ξύλον, τό βαστάσαν τόν πάντων Ἁγίων, ἁγιώτατον Λόγον (τρίς)• δεδεγμένων ημώς τά λιτάς, ἀπό πάσης ῥῦσαι συμφοράς ἅπαντας, καί αἰωνίου λύτρωσαι κολάσεως τούς σοι βοῶντας·

Ἀλληλούϊα.

Ὠ τρισμακάριστε Σταυρέ καί πανσεβάσμιε, σε προσκυνοῦμεν οἱ πιστοῖ καί μεγαλύνομεν, ἀγαλλόμενοι τῆ θεία σου ἀνυψώσει. Ἀλλ’ ὡς τρόπαιον καί ὅπλον ἀπροσμάχητον, περιφρούρει τε καί σκέπε τῆ σή χάριτι, τοῖς σοι κράζοντας·
Χαῖρε Ξύλον μακάριον.