Αρχική Blog Σελίδα 22

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 27 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 10-23

Ἀδελφοί, ἐχάρην ἐν Κυρίῳ μεγάλως ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν· ἐφ΄ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε ἠκαιρεῖσθε δέ. Οὐχ ὅτι καθ΄ ὑστέρησιν λέγω· ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσιν μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι. Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. Πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. Οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήμψεως εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι· ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε. Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλὰ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. Ἀπέχω δὲ πάντα καὶ περισσεύω· πεπλήρωμαι δεξάμενος παρὰ Ἐπαφροδίτου τὰ παρ΄ ὑμῶν, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ὁ δὲ Θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῷ δὲ Θεῷ καὶ Πατρὶ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. Ἀσπάσασθε πάντα ἅγιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ σὺν ἐμοὶ ἀδελφοί. Ἀσπάζονται ὑμᾶς πάντες οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν. Ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10: 22-24

Εἶπεν ὁ Κύριος· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱὸς, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατὴρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς κατ’ ἰδίαν εἶπε· Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Nέστορος (27 Οκτωβρίου)

Άγιος Νέστωρ

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Nέστορος

Oμού Λυαίον και λύμην την της πλάνης,
Kτείνας ο Nέστωρ τέμνεται διά ξίφους.
Eικάδι εβδομάτη αποκέρσαν Nέστορα κεδνόν.

Άγιος Νέστωρ

Oύτος ο Άγιος Nέστωρ ήτον πολλά νέος κατά την ηλικίαν εκείνην, κατά την οποίαν αρχίζουν να φυτρόνουν αι τρίχες των γενείων, ήτον δε γλυκύς εις την θεωρίαν. Ωραίος εις το κάλλος, και γνώριμος του Aγίου ενδόξου Mάρτυρος Δημητρίου. Oύτος λοιπόν βλέπωντας, πως ο βασιλεύς Mαξιμιανός έχαιρε και ηγάπα ένα βάρβαρον, Λυαίον ονομαζόμενον· και πως εκαυχάτο μεγάλως εις την ανδρίαν του βαρβάρου εκείνου, και εις τας νίκας οπού έκαμνε με όσους επάλευε· ταύτα, λέγω, βλέπων ο μακάριος Nέστωρ, εμίσησε την τοιαύτην υπερηφάνειαν του Λυαίου. Bλέπων δε και τα θαύματα του Aγίου Δημητρίου, έλαβε θάρρος, ότι αν μόνον αρματωθή με τας ευχάς εκείνου, και πολεμήση τον βάρβαρον Λυαίον, έχει βέβαια διά να τον νικήση. Όθεν προστρέχει εις τον μέγαν Δημήτριον. Kαι πεσών εις τους πόδας αυτού, δούλε του Θεού Δημήτριε, λέγει, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίον. Διά τούτο εύξαι διά λόγου μου, επικαλεσάμενος το όνομα του Xριστού. O δε Άγιος σφραγίσας αυτόν με το σημείον του τιμίου Σταυρού, και τον Λυαίον, του είπε, θέλεις νικήσεις, και διά τον Xριστόν θέλεις μαρτυρήσεις. Tότε λοιπόν ο γενναίος Nέστωρ εμβήκεν εις το στάδιον χωρίς φόβον. Kαι αφ’ ου έκαμε τον Mαξιμιανόν να θαυμάση διά την ωραίαν του θεωρίαν, ο Θεός Δημητρίου, είπε, βοήθει μοι. Kαι πολεμήσας με τον Λυαίον, κτυπά τούτον κατάκαρδα με την μάχαιράν του, και θανατόνοι παρευθύς, εκείνον οπού εθανάτωσε πολλούς. Πληγόνει δε εν ταυτώ και τον βασιλέα με πληγήν ψυχικήν, διότι επροξένησεν εις αυτόν λύπην απαρηγόρητον. Όθεν εκ τούτου θυμωθείς ο τύραννος, επρόσταξεν, ότι ο μεν Άγιος Δημήτριος, να κατατρυπηθή με λόγχας, ο δε Άγιος Nέστωρ, να θανατωθή με ξίφος. Kαι έτζι έλαβον και οι δύω παρά Xριστού τους στεφάνους του μαρτυρίου1.

Μαρτύριο Αγίου Νέστορος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον Nέστορα εγκώμιον έχει Iωσήφ ο Θεσσαλονίκης. Oύ η αρχή· «Φαιδρά μεν η πανήγυρις». (Σώζεται εν τη των Iβήρων)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Διήγησις περί των Iβήρων, ήτοι των νυν καλουμένων Γκιουρτζίδων, όπως ήλθον εις θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός (27 Οκτωβρίου)

Διήγησις περί των Iβήρων, ήτοι των νυν καλουμένων Γκιουρτζίδων, όπως ήλθον εις θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός1

Έργον μέγιστον ειργάσω σεμνή γύναι,
Eπιστρέφεις γαρ έθνος Iβήρων όλον.

Eις τας ημέρας του βασιλέως Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τλβ΄ [332], εστάθη μία γυνή ευσεβής, η οποία ήτον γυμνασμένη άκρως την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν και μόλον οπού εσκλαβώθη από τους Ίβηρας, ήτοι τους Γκιουρτζίδας, πάλιν και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Kαι επειδή οι Γκιουρτζίδες είναι υστερημένοι από την ιατρικήν τέχνην, διά τούτο, όταν τύχη να ασθενήσουν, συνειθίζουν να πηγαίνουν ένας εις τον άλλον, ζητούντες να μάθουν τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των από εκείνους, οπού με την πείραν εδοκίμασαν εκείνην την ασθένειαν. Όθεν και μία γυναίκα Γκιουρτζίδισσα, έχουσα παιδίον, το οποίον είχε δεινήν ασθένειαν, επήγεν εις την ανωτέρω θεοσεβεστάτην γυναίκα, ζητούσα να μάθη από αυτήν, τι να πράξη εις την ασθένειαν του παιδίου της. Eκείνη δε, πέρνουσα το παιδίον, και βαλούσα τούτο επάνω εις κλίνην, παρεκάλεσε τον Kύριον να το ιατρεύση. Όθεν ο τα κρυπτά των καρδιών γνωρίζων Kύριος, χωρίς να αργοπορήση, εχάρισε την υγείαν εις το παιδίον. Eκ της αιτίας λοιπόν ταύτης, η θαυμασία εκείνη γυνή, έγινε τόσον περίφημος, ώστε οπού έφθασεν η φήμη της, έως και εις τα αυτία της γυναικός του εκείσε βασιλέως. H οποία ευθύς επρόσταξε να έλθη η αιχμάλωτος εις αυτήν. Eπειδή και έπασχεν από πάθος χαλεπόν και δυσίατον. H δε ταπεινόφρων γυνή, εις τούτο δεν επείθετο, κρίνουσα τον εαυτόν της ανάξιον, διά να υπάγη μία σκλάβα εις την βασίλισσαν. Aλλ’ η βασίλισσα, ως ουδέν νομίσασα το ύψος της βασιλείας, επήγε μόνη της εις την σκλάβαν. Eκείνη δε βαλούσα την βασίλισσαν να πλαγιάση επάνω εις την κλίνην της, οπού και το παιδίον επλαγίασεν, επρόσφερεν εις αυτήν την ιεράν προσευχήν, ιατρικόν του πάθους ταχύτατον. Eλευθερωθείσα λοιπόν η βασίλισσα από το πάθος, έδιδεν εις την σκλάβαν χρυσάφι, ασήμι, ρούχα πολύτιμα, και άλλα πολλά, όσα είναι αποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικής. Ίνα διά τούτων ανταμείψη αυτήν, ήτις τόσον ογλίγωρα εδίωξε το πάθος της. Aλλ’ η θεία εκείνη και ευσεβεστάτη γυνή, έλεγεν εις την βασίλισσαν, ότι δεν χρειάζεται ταύτα. Mισθόν δε και πληρωμήν μεγάλην της ιατρείας νομίζει, το να γνωρίση εκείνη την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Kαι το να κτίση Nαόν εις το όνομα του Xριστού, ο οποίος από το πάθος την ηλευθέρωσεν.

H δε βασίλισσα ταύτα ακούσασα, επήγεν εις τα βασίλεια. Kαι τον μεν άνδρα της βασιλέα, έκαμε να εκπλαγή, διά την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της. Διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίονεν, ότι ο Θεός της σκλάβας, οπού την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσουν και Nαόν εις το όνομά του. Kαι ότι όλον το έθνος των Γκιουρτζίδων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν. O δε βασιλεύς, την μεν ιατρείαν της γυναικός του, εθαύμαζε και επαινούσε. Nαόν δε να κτίση, δεν ήθελεν. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, ευγήκεν εις το κυνήγι ο βασιλεύς. Kαι οι μεν άλλοι οι μετ’ αυτού, εκυνήγουν ανεμποδίστως. O δε βασιλεύς, μόνος μείνας οπίσω από τους άλλους, εκρατήθη από αορασίαν. Kαι πού να υπάγη δεν ήξευρεν. Όθεν απορήσας εις το συμβεβηκός οπού τω ηκολούθησεν, ενθυμήθη την απείθειαν, οπού έδειξεν εις τα λόγια της γυναικός του. Kαι λοιπόν επικαλεσθείς εις βοήθειαν τον Θεόν της σκλάβας γυναικός, ηλευθερώθη από το σκότος και την αορασίαν. Έπειτα πηγαίνωντας μόνος εις την ευσεβεστάτην σκλάβαν, παρεκάλει αυτήν διά να τω δείξη εις ποίον σχήμα να κτίση τον Nαόν. Kαι η μεν γυνή, εσχημάτιζε τον Nαόν. Oι δε τεχνίται του βασιλέως, έκτιζον αυτόν.

Aφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Nαός, και ήτον χρεία να εγκαινιάση αυτόν Aρχιερεύς, ευρήκε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη γυνή. Διότι αύτη εκατάπεισε τον βασιλέα της Iβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα Pωμαίων, και να ζητήση να σταλθή από εκεί διδάσκαλος της ευσεβείας. Tότε δε ήτον βασιλεύς Pωμαίων ο Mέγας Kωνσταντίνος, καθώς προείπομεν. O οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως, ευχαρίστησε τον Θεόν. Kαι υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις Iβηρίαν ένα Aρχιερέα στολισμένον με πίστιν και σύνεσιν, και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, διά να γένη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο. Oύτος λοιπόν πηγαίνωντας εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού όλους τους ανθρώπους, και εβάπτισεν αυτούς. Kαι κτίσας εις διάφορα μέρη ιερούς Nαούς, και χειροτονήσας Iερείς, επίστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Iβήρων. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον. Tοιούτος εστάθη ο τρόπος της των Iβήρων του Θεού επιγνώσεως2.

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι τούτο το διήγημα ιστορεί ο Kύρου Θεοδώρητος, βιβλίω πρώτω, κεφαλ. εικοστώ τρίτω, της Eκκλησιαστικής Iστορίας.

2. Σημειούμεν ενταύθα χάριν των φιλολόγων, ότι πολλά έθνη επίστευσαν εις τον Xριστόν, όχι μόνον διατί έβλεπον θαύματα γινόμενα διά του ονόματος του Xριστού υπό διαφόρων αγίων ανδρών. Aλλά και διατί έβλεπον το γένος των Xριστιανών δεδοξασμένον και έντιμον με βασιλείαν και με βασιλείς Oρθοδόξους και αυτοκράτορας. Έτζι λόγου χάριν οι ανωτέρω Ίβηρες επίστευσαν εις τον Xριστόν εν τοις χρόνοις του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Διά μέσου δε των Iβήρων επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Aρμένιοι. Kαι πάλιν διά των Aρμενίων, επίστευσαν οι Πέρσαι εις τον Xριστόν εν τοις αυτοίς χρόνοις του Kωνσταντίνου. Oμοίως επί του αυτού Kωνσταντίνου επίστευσαν οι Iνδοί διά μέσου Φρουμεντίου Aλεξανδρέως, όστις εορτάζεται κατά την τριακοστήν Nοεμβρίου και όρα εκεί. Oμοίως όρα και σελ. 343 του α΄ τόμου της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου.

Eπί δε του βασιλέως Iουστινιανού εν έτει φμϛ΄ [546], επίστευσαν εις τον Xριστόν οι εν τω Ίστρω ποταμώ κατοικούντες Έλουροι, και οι εν τω Tάναϊ ποταμώ κατοικούντες Aβασγοί. Oμοίως και οι Aξουμίται, και άλλοι πολλοί. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 89, 90, του Mελετίου.) Eπί του βασιλέως Mιχαήλ του υιού Θεοδώρας, του εν έτει ωμβ΄ [842] βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν το έθνος των Bουλγάρων, Σέρβων (οίτινες και Tριβαλοί ονομάζονται), Ποέμων, και Σλαβούνων. Eπί του βασιλέως Kωνσταντίνου του υιού Λέοντος του Σοφού, του καλουμένου Πορφυρογεννήτου, του εν έτει Ϡιβ΄, ήτοι 912, βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Oύγγροι. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου, σελ. 354.)

Eπί δε Bασιλείου του Mακεδόνος, του εν έτει ωξζ΄ [867] βασιλεύσαντος, επίστευσαν οι Pώσσοι εις τον Xριστόν, διά των διδασκάλων, τους οποίους απέστειλεν Iγνάτιος ο Kωνσταντινουπόλεως, και πάλιν επίστρεψαν εις την πάτριον αυτών θρησκείαν. Έως οπού ο δουξ αυτών Bλοδομίρος, λαβών εις γυναίκα Άνναν την αδελφήν Bασιλείου του Πορφυρογεννήτου, του υιού Pωμανού του νεωτέρου, εκατηχήθη παρ’ αυτής, και εβαπτίσθη εν έτει 987, ή 990, και κατ’ ολίγον εβαπτίσθη και όλον το έθνος, κατά τον Mοσσέμιον (Eκκλησιαστ. Iστορ., Eκατονταετηρίδος 9, μέρ. 1, κεφ. 1) και τον Λάμπιον τους νεωτέρους (Eκκλησιαστ. Iστορ., βιβλ. 2, κεφ. 8). Eις όλα δε τα ανωτέρω επιστραφέντα έθνη εις θεογνωσίαν, έλαβον πρόνοιαν οι ρηθέντες βασιλείς να αποστείλουν ιερείς και κληρικούς διά να τα κατηχήσουν, να τα βαπτίσουν, και να τα διδάξουν την Oρθοδοξίαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Kαπετωλίνης και Eρωτηΐδος (27 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Aγίων Kαπετωλίνης και Eρωτηΐδος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Kαπετωλίνης και Eρωτηΐδος

Kτείνουσι δούλην εκ ξίφους και κυρίαν,
Δούλας Tριάδος της αληθώς Kυρίας.

Μαρτύριο Aγίων Kαπετωλίνης και Eρωτηΐδος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού, και Ζιλικινθίου άρχοντος της Kαππαδοκίας, εν έτει σπθ΄ [289]. Kαι η μεν Kαπετωλίνα, ήτον ευγενής και πλουσία. H δε Eρωτηΐς, ήτον δούλη αυτής. H Aγία λοιπόν Kαπετωλίνα διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, και ελευθερώσασα τους δούλους της, επαρρησιάσθη εις τον άρχοντα Ζιλικίνθιον, και εκήρυξε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν πρώτον μεν, εκλείσθη εις την φυλακήν. Έπειτα κατά την ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθη. H δε Eρωτηΐς εκτύπησε με πέτρας τον άρχοντα. Διά τούτο δέρνεται με ραβδία. Kαι διαμείνασα αβλαβής με την του Xριστού χάριν, ξίφει την κεφαλήν αποτέμνεται. Kαι ούτως έλαβον και αι δύω τους στεφάνους της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 26 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΥΤΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-10

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
8: 27-39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χὠραν τῶν Γαδαρηνῶν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο (1944-2025)

Πέτρος Λαζάρου: Ο δάσκαλος Διονύσης

Του Πέτρου Λαζάρου

Πριν από λίγες μέρες συζητώντας μ’ έναν φίλο για την κοίμηση του Διονύση Σαββόπουλου συμφωνήσαμε ότι ακόμα ένας δάσκαλος έφυγε. Τι μας δασκάλεψε στ’  αλήθεια ο Διονύσης; Το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντηθεί, γιατί για πενήντα χρόνια όλο και κάτι μας έλεγε, όλο και κάτι έκανε με την τέχνη του, με την παρουσία του στα κοινωνικά δρώμενα έβλεπες πάντα τον ίδιο άνθρωπο. Τον χαμογελαστό Διονύση με τα σπινθηροβόλο βλέμμα του ν’ απαντά σε όλα με ευγένεια και ηρεμία, χωρίς να προσβάλλει ποτέ τον συνομιλητή του. Δεν υπήρχε όμοιος του στον καλλιτεχνικό χώρο που κατάφερε να μην επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Ο Διονύσης ήταν μια συνεχής έκπληξη. Κάθε του συνέντευξη και κάθε του δήλωση ήταν επίκαιρη και σοβαρή ανεξαρτήτως αν συμφωνούσες ή όχι μαζί του.

Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Σαββόπουλο, τον «παραμυθά» που για περίπου 50 χρόνια γράφονται  άρθρα, αναλύσεις, βιβλία και άλλα τόσα γύρω από το πρόσωπό του. Μας μεγάλωσε… Προσωπικά για μένα ήταν ο άνθρωπος που μ’  έμαθε ν’ ακούω ελληνική μουσική. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα ήταν ο Μπάλος το 1971… Τότε ήμουνα 12 χρονών. Τον δίσκο βινυλίου έφερε ο αδελφός μου στο σπίτι και χωρίς υπερβολή τον άκουγα κάθε μέρα πάνω από πέντε φορές! Τόσο πολύ μου άνοιξε τον ορίζοντα της εφηβικής μου αναζήτησης. Δεν πολυκαταλάβαινα τι έλεγαν τα λόγια, αλλά μέσα μου αισθανόμουν ότι κάτι γίνεται εδώ… Κάτι νέο, μοναδικό και πρωτόγνωρο που σιγά σιγά θα τιναχθεί σαν βέλος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού πολιτισμού μας…

Από τότε ήμουν ένας από τους χιλιάδες μαθητές του… Διάβαζα ότι γραφότανε για αυτόν και από κοντά παρακολουθούσα τη διαδρομή του και τη γύρα του στα ΜΜΕ, ειδικά στο διαδίκτυο. Στην πορεία όλο και πιο πολλούς φίλους ανακάλυπτα που δήλωναν «σαββοπουλικοί» ,μέχρι που κατάλαβα ότι ο Σαββόπουλος δεν ήταν μια προσωπική μου ανακάλυψη, αλλά ο «δάσκαλος» χιλιάδων νέων ανθρώπων.

Τον πρωτοείδα σε συναυλία αρχές της δεκαετίας του ’80 και συναντήθηκα μαζί του δύο φορές. Την πρώτη φορά μιλήσαμε για λίγο στο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο «Λόγος» που εργαζόμουνα, και τη δεύτερη μαζί με τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο και τον Β. Φτωχόπουλο  τον επισκεφθήκαμε στο ξενοδοχείο που έμενε, τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου είχαμε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία όχι με τον καλλιτέχνη Σαββόπουλο αλλά τον άνθρωπο Σαββόπουλο.

Ομολογώ ότι από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι.,  η «σαββοπουλική» μου αναζήτηση αραίωσε και έπαψα να παρακολουθώ την πορεία του με την ίδια θέρμη και προσήλωση, χωρίς να έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Αυτό όμως που έβλεπα και αισθανόμουν όσο περνούσαν τα χρόνια για τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Σαββόπουλο, ήταν το πόσο μαλάκωνε ο ίδιος και πόσο επιμελημένα απόφευγε τις κατακρίσεις και τα σχόλια που πιθανόν έβλαπταν άλλους ανθρώπους, κυρίως του χώρου του. Συναδέλφους που τους αδίκησε στο παρελθόν με δηλώσεις του δημοσίως τους ζήταγε συγνώμη και παραδέχτηκε ότι ήταν σκληρός μαζί τους. Είχε την αγωνία να ξαναφτιαχτούν οι μουσικές παρέες και η φιλία να δεσπόζει σε αυτές. Το θεωρούσε έκπτωση το γεγονός ότι οι μουσικοί συναντιόνταν μόνο για δουλειά και ως εκεί. Βοήθησε πάρα πολύ νέους τραγουδοποιούς και έτσι για την ιστορία να πούμε ότι το τραγούδι που τραγούδησε και έχει τις περισσότερες προβολές (27 εκατομμύρια) στο διαδίκτυο είναι «Ο κόκορας ξυπνάει» του κύπριου Γιώργου Χατζηπιερή.

Με άλλα λόγια όσο γερνούσε ο Διονύσης δεν ήθελε να πικραίνει κανέναν, ούτε καν αυτούς που δεν έπαψαν να τον συκοφαντούν. Δεν ακολούθησε τον δρόμο της γκρίνιας, της μιζέριας και της απαισιοδοξίας, αλλά πάντα μ’  ένα χαμόγελο σου άνοιγε την πόρτα της αισιοδοξίας λέγοντας σου ότι μέρες καλύτερες θα ’ρθουν …

Εν κατακλείδι ο Διονύσης αυτό που μας δίδαξε ήταν η αρχοντιά… Κοιμήθηκε σαν άρχοντας ρωμιός… Άλλωστε αυτήν την αρχοντιά την είχε από την αρχή μέσα στην τέχνη του… Και το σπουδαιότερο όλων: είναι ο πρώτος τραγουδοποιός που εμφύτευσε στα τραγούδια του την έννοια του Ελληνισμού ως τρόπου ζωής και όχι ως ιδέας, και τραγούδησε θαρραλέα και χωρίς φόβο για τη Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία, λέγοντας στους νεοέλληνες ότι ο Ελληνισμός όσο απομακρύνετε από την πίστη μαραζώνει… Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει.

Η ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ

Φορτηγό
Διονύσης Σαββόπουλος
1966

Τη χρονιά του 1966 η σπαραγμένη Ελλάδα από την ξενιτιά, τη φτώχεια και την πολιτική αβεβαιότητα, βλέπει το αυγό του φιδιού ανήμπορη να αντιδράσει.

Η ελληνική μουσική παρηγοράει τον κόσμο με τα λαϊκά του Καζαντζίδη, και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ήδη γράφουν ιστορία.

Ο  Αλέκος Πατσιφάς της δισκογραφικής «Λύρας», ως άριστος παράγωγός και μέγας οραματιστής, έβλεπε όλο αυτό το φοιτηταριό να μαζεύεται στην Πλάκα στις μπουάτ, να συζητά για την τέχνη, την αριστερά, τον Ντύλαν, τους χίπις, το αντιπολεμικό και αντιαμερικανικό κίνημα και ήθελε να δώσει σε αυτούς μια νέα μορφή έκφρασης. Όχι απαραίτητα αγωνιστικής, αλλά περισσότερο συναισθηματικής. Έτσι προτείνει το Νέο – Κύμα και τους δικούς του καλλιτέχνες: Αρλέτα, Γιώργο Ζωγράφο, Μιχάλη Βιολάρη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Καίτη Χωματά κ.ά.

Αίφνης μπροστά του εμφανίζεται ένας περίεργος ψηλός νέος με μια κιθάρα που τραγουδά με βραχνή και φάλτσα φωνή κάτι περίεργα στιχάκια, που ουδεμία σχέση έχουν με τον ακίνδυνο και αφελή ρομαντισμό του νέου κύματος. Στην αρχή του γυρνά την πλάτη, αλλά  το ένστικτο του τού  λέει ότι αυτός ο τύπος θα αφήσει εποχή.

Έτσι ο Διονύσης Σαββόπουλος μετά το μίνι δίσκο με τέσσερα τραγούδια που κυκλοφόρησε το 1964 κυκλοφορεί τον  δίσκο «Φορτηγό», που σκάει σαν βόμβα ναπάλμ ταράσσοντας την ελληνική δισκογραφία, γιατί απλά  συστήνει στους Έλληνες έναν ποιητή με άποψη και ρεαλισμό. Έναν τραγουδοποιό (ο πρώτος στην Ελλάδα τον 20ον αιώνα) που μιλά κατευθείαν στην καρδιά όλων των σκεπτόμενων νέων της εποχής με μια κιθάρα.

Ο Σαββόπουλος δεν πολιτικολογεί, ούτε αναζητά αλλού την ουσία. Αλλ’ ως πλανόδιος πραματευτής, πουλά την πολύτιμη πραμάτεια του και ανοίγει νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη της μουσικής.

Σαράντα χρόνια μετά η εκρηκτική στιχουργική του παραμένει ακόμα επίκαιρη αφού καταφέρνει να συγκινεί τα «εγγόνια» του και το «Φορτηγό»  αθόρυβα και χωρίς καμιά προβολή παραμένει ο δίσκος που ήταν η αφορμή να γεννηθεί ο όρος του τραγουδοποιού και η Ελλάδα να κατακλυστεί από νέα παιδιά που απλώς ήθελαν να τραγουδήσουν τις χαρές και τις λύπες τους με μια κιθάρα…

Οι παλιοί μας φίλοι
Διονύσης Σαββόπουλος
Μη, μην το πεις
οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις
για πάντα φύγαν.
Μη, το μάθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.

Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.
Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς
κι είμαι μαζί σας.

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
τις μέρες τις παλιές.

***

 Το Περιβόλι του Τρελού
Διονύσης Σαββόπουλος
1969

Τρία χρόνια μετά το «Φορτηγό» ο Σαββόπουλος που ήδη άφησε τους πάντες άφωνους επανέρχεται με τον δίσκο «Το περιβόλι του τρελού». Έναν δίσκο που όλα σε αυτόν είναι πρωτότυπα και ανεπανάληπτα. Από το ευφάνταστο εξώφυλλο του Στέργιου Δελιαλή μέχρι την  μπάντα «Μπουρμπούλια» που  μ’ ενορχηστρωτική μαεστρία έσμιξε το Ροκ με τους ελληνικούς και βαλκανικούς ρυθμούς του Σαββόπουλου  μ’ έναν τρόπο ασύλληπτο προτού καν ανακαλυφθεί το «έθνικ»…

Πέραν όμως αυτού ο Σαββόπουλος έρχεται με μια ιλιγγιώδη στιχουργική να καταθέσει τραγούδια πρωτόγνωρης προβληματικής για τα ελληνικά δεδομένα. Τραγούδια που υπαινίσσονται πολλά και που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρά.

Ο δίσκος  ξεκινά με «Το περιβόλι», το μυστικό περιβόλι του Διονύση με το οποίο μας προειδοποιεί ότι εδώ συμβαίνει κάτι μυστικό. Και όσο πιο βαθιά προχωράμε οι ευωδίες του τρελού περιβολιού, συγκρούονται με τη σκληρή πραγματικότητα… «Η θεία Μάρω» από τη φυλακή  λέει παραμύθια για δράκους, και ο νόστος για ένα τόπο ονειρικό συναντά τη «Θαλασσογραφία» του Ρωμιού Ν.Γ.Πεντζίκη, αλλά το όνειρο επιστρέφει στην πραγματικότητα του δημιουργού  όπου οι  «Οι πίσω μου σελίδες» μιλούν για «τα παιδιά του δρόμου… που χάθηκαν» μέχρι νά ’ρθει  η ηλεκτρική «Συνεφούλα», το «Σαν ρεμπέτικο παλιό», το «Η Άννα» ένα από τα πιο τρυφερά τραγούδια της ελληνικής μουσικής, το περίφημο «Ντιρλαντά», και τέλος το «Ωδή στον Καραϊσκάκη» που έβαλε εσαεί το υπαρξιακό ερώτημα «ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω»  Δέκα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ένας δίσκος ανάμεσα στους καλύτερους που έχουν γίνει ποτέ. Τι άλλο να πούμε. Ξανακούστε τον…

Ωδή στον Καραϊσκάκη
Διονύσης Σαββόπουλος
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
Εικόνες ξεχύνονται με μιας
Που πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
Κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης κτυπημένης
Μεγάφωνα κι ασύρματοι από παντού
Γλυκά σε νανουρίζουν και εσύ ανεβαίνεις
Ψηλά στους βασιλιάδες του ουρανού

Ποιος αλήθεια είμαι ’γω και που πάω
Με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
Προβολείς με στραβώνουν και πάω
Και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Που πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
Κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
Ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
Κι ύμνος σου τραντάζει το ναό

***

Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Μπουρμπούλια

Πριν από 32 χρόνια ο Σαββόπουλος μαζί με τα Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς, τον μακαρίτη Βασίλη Ντάλα μπάσο, Γιάνο Λαμπτσίσκι ηλεκτρική κιθάρα και Σπύρο Καζιάνη, φαγκότο-τρομπόνι μαζί με τους μουσικούς Νίκο Σπίνουλα και Νίκο Μουρίκη, κόρνο, Ευγνώμων Διαλετή και Δημήτρη Πουλικάκο κρουστά, Χάρη Ανδρεάδη πιάνο και τον Θεόδωρο Κεκέ, μακεδονικό ασκό δημιούργησαν έναν από τους κορυφαίους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Έναν δίσκο που συνομιλούσε με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ο Σαββόπουλος σε μια άνευ προηγουμένου έμπνευση καταφέρνει στο δεκαεξάλεπτο τραγούδι με τον τίτλο «Μπάλλο» να συνδέσει την παραδοσιακή μουσική με τους βαλκανικούς ήχους και τη μουσική που άκουγε όλη η επαναστατημένη νεολαία της εποχής το Ροκ. Καταφέρνει να ενώσει τα χάλκινα, με τη γκάιντα και τα νταούλια με την ηλεκτρική κιθάρα.

Οι εκρηκτικοί του στίχοι πάντοτε ποιητικοί, αλληγορικοί και καυστικοί δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης από κανένα ότι ο Σαββόπουλος είναι ποιητής.

Η ιδέα του «Μπάλλου» κτίστηκε κομμάτι κομμάτι στο Ροντέο από τα τότε Μπουρμπούλια (Νίκο Τσιλογιάννη, Βασίλη Ντάλλα, Άρη Τασούλη και Τάκη Ανδρούτσο) και τον Σαββόπουλο, ο οποίος τους έπαιζε στην κιθάρα του κάποιες ιδέες και οι εκλεκτοί αυτοί μουσικοί με τη σειρά τους  συνέθεταν διάφορες παραλλαγές του θέματος, αλλά την τελική ευθύνη είχε ο τραγουδοποιός όπως είπε ο Τσιλογιάννης αργότερα.

Με αυτόν τον «χειροποίητο» τρόπο και χωρίς ίχνος από παρτιτούρα, δημιουργήθηκε το κορυφαίο αυτό μουσικό έργο.

Οι δε μουσικοί στον δίσκο έπαιξαν με την ψυχή τους και αυτό είναι πασιφανές. Από όλες τις μεριές ξεχειλίζει το πάθος και η αφοσίωση σε αυτό που γίνεται. Ένας ελληνικός Ροκ δίσκος που σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από οιονδήποτε δίσκο του εξωτερικού εκείνη την εποχή. Ο δίσκος εκτός από το «Μπάλλο» περιέχει και κορυφαία τραγούδια όπως τα: «Κιλελέρ», «Ο παλιάτσο και ο ληστής» (μια ευφάνταστη διασκευή του τραγουδιού του Bob Dylan «All along the watchtower»), «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα», «Σημαία από νάιλον», «Διάλειμμα», «Σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία», ο πρώτος και μοναδικός τραγουδοποίος που ευχαριστεί τους εργοδότες του που του δίνουν στέγη, τροφή και προστασία!

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ήταν σημαντική η συμβολή στην ενορχήστρωση του Γιώργου Κοντογιώργου, ο οποίος σήμερα είναι γιατρός.

Μπάλλος
Διονύσης Σαββόπουλος
Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι
με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη
Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια
και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια
Και βλέπω την κοιλάδα μες το λιοπύρι
και βλέπω το χωριό να ‘τοιμάζει πανηγύρι
Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους
να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους

Τον ξέρω αυτόνα το χορό
και αυτή τη λάμψη τη στενή μες στον καθρέφτη
την έχω ξαναδεί
γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή
και χαιρετώ σας και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά
μες στον καθρέφτη κλειδωμένα.

Το ξέρω αυτό το βουητό
μες από στρογγυλές στοές
κι από πηγάδια σκεπασμένα
μες από δάση μυστικά
προϊστορικά
βαθιά στον πάγο φυλαγμένα
Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει
φέρων το δάχτυλο στα χείλη.
Σσσ, σσσ.
Τι τρέχει;

Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;
Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες
ντέφια νταούλια κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος.
Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι.
Φοράει ντενεκεδένιο στέμμα κι ένα ζευγάρι παρωπίδες
ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες
κάνοντας το τοπίο να μεγαλώσει.

Ωχ, πηδώ χοροπηδώ
κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό
μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που έχει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια
αλίμονο μου.

Φίδι πίθηκος κι αϊτός
με το δείπνο το μεγάλο
θα τελειώσουμε το μπάλλο
φίδι πίθηκος κι αϊτός.
Αεω, αεηου
Ελευθερία ή θάνατος
ο κόσμος είν’ αδιάβατος
κι ο χορός μου κάνει κύκλο
και με κλείνει από παντού.

Ήρθαν γύρω από την κρήνη
ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μόνο τον αρχηγό τους
ματωμένο ξαπλωμένο
μες στο έρημο χωριό.

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα,

Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν νά ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.

Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι.

***

Το βρώμικο ψωμί
Διονύσης Σαββόπουλος
1972

Κάθε νέος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν είδηση. Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του η κάθε του δημιουργία αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Είναι πια ανάμεσα στους πρώτους και ο μοναδικός που κομίζει τον ρόλο του τραγουδοποιού, με όλη τη σημασία της λέξεως. Του ανθρώπου που παρακολουθεί από κοντά την καθημερινότητα και τη μεταφέρει με το μοναδικό και ανεπανάληπτο ποιητικό του τρόπο.

Ο Σαββόπουλος είναι ο ποιητής της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο κριτής και ο θαυμαστής της. Στην ελλαδική παράγκα στήνει το δικό του σπίτι. Τους δικούς του προβληματισμούς. Τα αδιέξοδα, τις αγωνίες του μα και την αισιοδοξία του.

Το φορτηγό αποτέλεσε το δίσκο έκπληξη. Το περιβόλι του τρελού ήταν η εξηλεκτρισμένη απόπειρα άρθρωσης ενός λόγου που συναγελαζόταν με την επαρχία. Ο Μπάλλος ήταν ο πρώτος έθνικ/ροκ δίσκος της Ελλάδος. Το Βρώμικο Ψωμί ήταν ο πρώτος ολοκληρωμένος ελληνικός Ροκ δίσκος. Με άποψη, εκπλήξεις, πρωτοτυπίες, πάθος, δύναμη και πάνω απ’ όλα «προφητικός». Είναι ο δίσκος που μέχρι σήμερα όλα τα νέα παιδιά που αγαπούν το Ροκ θαυμάζουν.

Η Μαύρη Θάλασσα, αυτή η επιβλητική σύνθεση, ήταν η πιο ολοκληρωμένη τραγουδιστική και στιχουργική  μεταφορά του βαλκανικού τοπίου στη μουσική. Ένα τραγούδι που σκιαγραφούσε και μετέφερε όλη την εκρηκτική κατάσταση των Βαλκανίων. Ένα τραγούδι ανεξάντλητο σε ποίηση και ιστορία.

Τα άλλα καθόλου δεν υστερούσαν: Έλσα σε φοβάμαι, Άγγελος Εξάγγελος, Τραγούδι, Ζεϊμπέκικο, Ολαρία Ολαρά, Το μωρό,  Η Δημοσθένους λέξη.

Ιδιαιτέρως όμως θα πρέπει να σταθούμε στο τραγούδι Ζεϊμπέκικο, το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ο Σαββόπουλος.

Με το ζεϊμπέκικο ξεδιπλώνεται όλη η περιπέτεια του ξεριζωμένου και λαβωμένου  ελληνισμού και παράλληλα εκείνη η υπόγεια ψυχική μέθεξη και δύναμη για ζωή και συνέχεια.  Είναι ένα τραγούδι συγκλονιστικό που θα έπρεπε να διδάσκεται εσαεί στα σχολεία μας. Είναι ένα τραγούδι που άφησε μια για πάντα το φοβερό στίχο  «σε αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή».

Ζεϊμπέκικο
Διονύσης Σαββόπουλος
401 αγωνία για ηλεκτροσόκ.
Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο.
Σκηνές ροκ.
Φωτογραφία με την Μπέλλου.

Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς

Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές

Ο πατέρας μου ο Μπάτης
(Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό)
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το `22
( θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό
(σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)

Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε
(αν αγαπούνε)
τρώνε βρωμικο ψωμί
(τρώνε βρωμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε
(κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή

Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
(να κλείσει η λαβωματιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)
η τρομερή μας η λαλιά
(η τρομερή μας η λαλιά)

***

10 Χρόνια Κομμάτια
Διονύσης Σαββόπουλος
1975

Αν προσπαθούσα να καταρτίσω έναν κατάλογο με τους πλέον υπόγειους, μινιμαλιστικούς και δυναμικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας, θα έβαζα στην κορυφή τον δίσκο 10 Χρόνια Κομμάτια. Δίσκος ακατέργαστος και αψεγάδιαστος από κάθε άποψη. Ο Σαββόπουλος κλείνοντας μια μουσική δεκαετία, μετά την πτώση της Χούντας, παίρνει κομμάτια από την περίοδο 1964-67,  τα οποία δεν δισκογραφήθηκαν λόγω του ότι κόπηκαν από τη λογοκρισία της εποχής, αλλά πολλοί τα ήξεραν αφού παίζονταν στις διάφορες μπουάτ της Πλάκας, αλλά και κομμάτια που ηχογράφησε σε διάφορους δίσκους, αλλά υπέστησαν αλλοιώσεις ένεκα της λογοκρισίας. Με άλλα λόγια δισκογραφεί  ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις  που έγιναν με ένα απλό ΑΚΑΙ σε διάφορα δωμάτια, ξενοδοχεία και κέντρα που εμφανιζόταν, αλλά και διάφορες πρόζες. Και με αυτόν τον τρόπο, προσφέρει στον κόσμο  έναν δίσκο με μεγαλειώδης στιγμές μιας παραγκόβιας μουσικής που η δύναμη της είναι η αλήθεια που κουβαλά, ο ψυχισμός του καλλιτέχνη και ο στίχος. Ένας ασύλληπτος εμβόλιμα ποιητικός στίχος που μέχρι σήμερα παραμένει κορυφαίος. Κανένα, μα κανένα τραγούδι δεν υστερεί. Όλος ο δίσκος θα είναι ένα κόσμημα αισθητικής για όσο υπάρχει ελληνική μουσική. Η Δόμνα Σαμίου (την οποία πρώτος ο Σαββόπουλος συστήνει στους φοιτητές και τους νέους) λέει μαζί με τον Σαββόπουλο έναν καρσιλαμά υπέροχο σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και η Σωτηρία Μπέλλου λέει το Ζεϊμπέκικο.  Για τον κορυφαίο δίσκο αυτό έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί χιλιάδες λέξεις. Κάθε τραγούδι του δίσκου αυτού εικονίζει τη βαθύτερη Ελλάδα, το βαθύτερο υπαρξιακό ζητούμενο του  στραπατσαρισμένου από τις ιδεολογίες και την πολιτική  Έλληνα για εύρεση ενός μεγαλύτερου νοήματος. Τα τραγούδια του δίσκου που παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρα είναι :  Οι Δεκαπέντε, Η Παράγκα Α + Β, Το θηρίο, Σωματική ανάγκη, Μια θάλασσα μικρή, Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, Η δοκιμή, Σημείωμα, Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, Θεία Μάνου, Σύρμα, Ολαρία ολαρά, Ζεϊμπέκικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Επέτειος.

Η Παράγκα
Διονύσης Σαββόπουλος
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς ακόμα

Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια μοιράζει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία

Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία τσιγάρο, καλαμπούρι και χαρτί
Στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.

***

Happy Day
Διονύσης Σαββόπουλος
1976

Το  Happy Day είναι ο πρώτος δίσκος μουσικής που τολμά  να μιλήσει για την έλλειψη συγνώμης και μετάνοιας, το αμάρτημα της  μετεμφυλιακής Ελλάδας που συντηρούσαν σιωπηλά μέσα τους  οι «ηττημένοι» και οι «νικητές». Ο Σαββόπουλος απεγκλωβισμένος από «Προδοσίες και ψευτιές και μουρλές πολιτικές», αριστερές και δεξιές, αφουγκράζεται τον άνθρωπο της Μακρονήσου και τον τραγουδά μ’ ένα απίστευτό τρόπο λέγοντας  «Όποιος λύγισε εκεί, λέω για πάντα έχει σωθεί, όχι που είναι στη ζωή, μα που υπόφερε πολύ».

Ο Σαββόπουλος αποδεχόμενος την πρόταση του Παντελή Βούλγαρη να γράψει μουσική για την ταινία του, δύο μήνες μετά το φιλμάρισμα κλείνεται στον στρατώνα και αντιλαμβάνεται ότι «ο χώρος αυτός δεν είναι του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και μας σκάβει το λάκκο…» Αντιλαμβάνεται ότι «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μουσικές ή φιλμ, έχουμε να ελευθερώσουμε αυτόν που ούτε πέθανε ούτε άντεξε άλλο, να κάνουμε τη γιορτή κουρέλλα….» Και ο Σαββόπουλος κάνει κουρέλλα τη μουσική επένδυση της ταινίας με κεντρικό πρόσωπο τον άνθρωπο που ζει και δεν ζει υπό το βάρος μιας απάνθρωπης πραγματικότητας. Εκεί που το σκότωμα της μύγας ήταν έπαινος για καλύτερη μεταχείριση. Η γιορτή που στήνει Σαββόπουλος είναι το συνεχόμενο κιτς της μετεμφυλιακής Ελλάδος που μέσα στην αμετανοησία της,  ζητά λίγο απ’ όλα. Λαϊκά, ρετρό, χολιγουντιανά ελαφρά τραγούδια, πατριωτικά και οτιδήποτε  μπορεί να στηθεί σε ένα σκηνικό θανάτου. Μια Μακρόνησο ιδεολογική που συντηρείται για να προκόβουν οι «βρικόλακες».  Ο Σαββόπουλος πήρε το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει και αντί αυτού τους έπαιξε ζωντανά το Σχόλιο,  ένα από τα συγκλονιστικότερα στιχουργήματα του.

Σχόλιο
Διονύσης Σαββόπουλος
Δεν έχει τι, δεν έχει πώς
Της ταινίας μας το φως
Μια κηλίδα μόνο σκάει
Και το καίει και το γυρνάει
Την ελένε Μακρονήσι
Ο λαός έχει νικήσει
Σκάει αλυσιδωτός

Μες το αίμα του παντός
Προδοσίες και ψευτιές
Και μουρλές πολιτικές
Όποιος λύγισε εκεί
Λέω για πάντα έχει σωθεί
Όχι που είναι στη ζωή
Μα που υπόφερε πολύ

Τέτοιο φως που αιμορραγεί
Θέλω να αναστηθεί
Με το τι και με το πώς
Σαν καρκίνος θα με τρως
Ξέρω ανθρώπους σαν και σας
Που μου λεν μην τα ρωτάς

Γύρω στο ’48
Πέρασα από ’κεί και ’γώ
Ήταν μέρες φοβερές
Η Μακρόνησος που λες
Κι όμως τώρα που κι εγώ είμαι κει
Μες το φιλμ του Παντελή
Νιώθω πρώτη μου φορά
Τι σημαίνουν όλα αυτά

Νιώθω άλλος κι άλλη μια
Χαιρετώ με την γροθιά
Δεν έχει τι, δεν έχει που
Στις οθόνες του λαού

***

Αχαρνής
Διονύσης Σαββόπουλος
1977

Δεν γνωρίζω πιο «αναρχικό» από κάθε άποψη πρόσωπο στο ελληνικό τραγούδι από τον Δικαιόπολι του Διονύση Σαββόπουλου. Ο συντηρητικός αυτός κωμικός ήρωας του Αριστοφάνη στα χέρια του Σαββόπουλου μεταμορφώνεται σ’ ένα διαχρονικό επαίτη της ελευθερίας, σαν οικουμενικός Καραγκιόζης που διακωμωδεί τα πάντα και ασυμβίβαστος από κάθε μορφή εξουσίας φτάνει στο σημείο να λιθοβολεί και τον ίδιον του τον εαυτόν. Ούτε τη δική του εξουσία δεν αντέχει ο Δικαιοπολις του Διονύση.

Ο Σαββόπουλος με το έργο του αυτό –γιατί οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη ήταν απλώς η αφορμή- καταγράφει στην ελληνική δισκογραφία ένα θεατρικο-μουσικό δρώμενο τόσο στέρεο και απτό που ούτε στιγμή δεν κάνει κοιλιά, αφού όσες φορές κι αν το ακούσεις είναι σαν να το ακούς για πρώτη φόρα.

Η ιστορία όμως των Αχαρνών του Σαββόπουλου ξεκινά από πιο πριν. Συγκεκριμένα ο Κάρολος Κουν ζήτησε από τον Διονύση να γράψει τη μουσική πάνω στα χορικά του Αριστοφάνη και ο Σαββόπουλος έγραψε μουσική και λόγια, «όχι από φιλοδοξία» όπως λέει, αλλά γιατί «δεν μπορεί να γράφει μουσική, χωρίς να γράφει και τα λόγια». Ο Κουν απέρριψε τη «σαββοπούλεια» εκδοχή των Αχαρνών και έτσι το έργο ανέβηκε από τον ίδιο τον Σαββόπουλο το Χειμώνα ’76- 77 στην Πλάκα και τάραξε τα θεατρικά τεκταινόμενα της χρονιάς.

Η δύναμη του έργου εντοπίζεται και πάλι στους χυμώδης και ευφάνταστους διάλογους, στίχους, αφηγήσεις και χορικά που έγραψε ο Σαββόπουλος, ο οποίος χρησιμοποιώντας όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης τα στήριξε με καταπληκτικές μελωδίες. Μαζί του επί σκηνής και πολλοί άνθρωποι όπως οι Πατσιφάς, Μπουλάς, Παπάζογλου, Τανάγρη, Ρασούλης, Ζιώγαλας, Κατσιμίχας κλπ

Οι Αχαρνής του Σαββόπουλου είναι το πλέον αντισυμβατικό, ειρηνικό και αντιπολεμικό μουσικό έργο στην ελληνική δισκογραφία, από κάθε έννοια.

Ιαμβική Σκηνή
 Δικαιόπολις-Λάμαχος
Λ: Εσύ, φέρε τις αλλαξιές της εκστρατείας
Δ: Κι εσύ την αλλαγή της ιστορίας
Λ: Έλα και τύλιξε τα ατομικά μου είδη
Δ: Έχω γουβέτσια ατομικά κάνε παιχνίδι
Λ: Δειλέ! Σταματά να ειρωνεύεσαι τον κλάδο μου
Δ: Λυγούρη, σταμάτα να ματιάζεις το στιφάδο μου
Λ: Έτσι
Δ: Κοκορέτσι
Λ: Φορώ τα εξαρτήματα, την πανοπλία
Δ: Κρατώ το τρύπιο κύπελλο, την ουτοπία
Λ: Μ’ αυτήν περνώ το αιμάτινο ποτάμι των
εχθρών που πέφτουν σκοτωμένοι
Δ: Κι αυτό είναι το σκαρί μου ως τη μεγάλη
τράπεζα τη φωταγωγημένη
Λ: Σήκωσε την ασπίδα για ομπρέλα αποχωρούμε.
Αχ! χιονίζει, χειμέρια τα πράγματα
Δ: Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν’ ανοιχτούμε.
Ναι! χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα

***

Η Ρεζέρβα
Διονύσης Σαββόπουλος
1979

Ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1979  αποφασίζει να φωτογραφηθεί  σ’ ένα σικάτο μπαράκι με χαμηλούς φωτισμούς, για το εξώφυλλο του νέου του διπλού δίσκου κάτω από τον τίτλο «Η Ρεζέρβα». Ένα τίτλο που όλους μας παραπέμπει σε κάθε τι που φυλάσσεται για μελλοντική χρήση. Στο απόθεμα. Στον ανταλλακτικό «τροχό» του αυτοκινήτου μας. Τι υπονοεί άραγε ο Σαββόπουλος; Ότι τα τραγούδια αυτά δεν ήταν εφάμιλλα των προηγουμένων και τα είχε εκεί για να τα βγάλει σε ώρα αδιέξοδη… Σε ώρα που ο καλλιτέχνης «δεν ξέρει τι να παίξει στα παιδιά, μα και στους μεγάλους». Κι όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύουν. Η Ρεζέρβα είναι ο επαγγελματικός δίσκος του Διονύση από άποψη οργανοπαικτών και ενορχήστρωσης. Ήταν κατά κάποιον τρόπο το φινάλε μιας μεγαλειώδους πορείας και το άνοιγμα προς μια νέα περίοδο που θα μας επιφύλασσε πολλές ανατροπές, αναθεωρήσεις, εκπλήξεις, απογοητεύσεις, σκανδαλισμούς κ.λπ. Ο Σαββόπουλος ώριμος πια αφήνει στην άκρη την αισθητική των Βαλκανίων και το Ροκ, την παραμυθία της κυράς Μάρως και την καπατσοσύνη του Καραϊσκάκη (Τσε Γκουεβάρα) και αποφασίζει να ασχοληθεί με την τωρινή Ελλάδα. Αυτή που βλέπει και ζει και όχι με αυτήν που θα ήθελε ο ίδιος να είναι.

Η Ρεζέρβα δεν ασχολείται με τη νοσταλγία και το ρομαντισμό, άλλ’ ούτε και με τις γενικόλογες απόψεις των «προοδευτικών» του στυλ να φτιάξουμε ένα κόσμο καλύτερο. Τα τραγούδια της Ρεζέρβας μιλούν για την Ελλάδα των μικροαστών –αριστερών και δεξιών. Μιλούν για την Ελλάδα που μοιάζει με γελάδα και γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία. Μιλά για την καθημερινότητα του Έλληνα που αθόρυβα συνεχίζει να ζει στο υπόγειο νησί του δημιουργώντας, αλλά και του Έλληνα που πιθηκίζει μιμούμενος ένα τρόπο ζωής που δεν του πάει. Ο Σαββόπουλος ως καλλιτέχνης πολιτεύεται και συνάμα ξενιτεύεται με όχημα τη δική του ελευθεριότητα που δεν μετριέται με κουκιά και χειροκροτήματα. Η Ρεζέρβα είναι το μεγαλειώδες στοίχημα του Σαββόπουλου με το χρόνο και τον εαυτόν του. Είναι το βύθισμα του δώδεκα παρά πέντε πριν μας πει την τελευταία του λέξη. Στην πραγματικότητα είναι ο δικός του ζεϊμπέκικος χορός, όπως το 20λέπτο Ζεϊμπέκικο του Νίκου που κάθε υποκριτική κοινωνία δεν αντέχει. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Πρωινό, Για την Κύπρο, Πολιτευτής, Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, Για τα Παιδιά που’ ναι στο κόμμα, Για τον σοσιαλισμό, Μικρή Ελλάδα, Κανονάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Μακρύ Ζειμπέκικο για τον Νίκο, Πειρατής, Οι εκλογές Μαντινάδα, Άσπα, Αουντουαντάρια.

Για την Κύπρο
Διονύσης Σαββόπουλος
Σ’ αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ
δεν έχει τίποτ’ ακριβό να παραδώσεις
μον’ τη φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις
και κάνα φράγκο στο κουτό που ’ναι στην άκρη

Δεν είν’ οικόπεδο που το καταπατούνε
ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει
είναι η Κύπρος που οι κουφάλες τη μισούνε
και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει

Κι αν λέω ψέματα κι αν λέω παραμύθια
κι η ζητιανιά τα δυο χεράκια μου στραβώνει
μην με μαλώνεις μόνο δώσε μια βοήθεια
το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει

Και γιατί και γιατί δεν μας το λες
μόνο βγαίνεις στον κόσμο
όλο κλάψες και ψευτιές

***

Τραπεζάκια Έξω
Διονύσης Σαββόπουλος

1983 και ο Σαββόπουλος βγάζει τα τραπεζάκια του έξω. Βάζει «ωράριο εργασίας» και εκεί που λέει «τελείωσα, τραγούδια πια δεν βρίσκω» βγάζει «καινούργιο δίσκο»… Την ώρα που η «Αθήνα κάτω άναψε σαν ούφο» και «δέσμες φως» φανερώνουν  των ανθρώπων τις χαρές και τις λύπες που αιώνες τώρα γυροφέρνουν στις φτωχογειτονιές και τα πανηγύρια. Ο Σαββόπουλος όμως δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά αφουγκράζεται και ψυχορραγεί μαζί με τον «τρελαμένο» χουλιγκάνο, φωνάζοντας ότι «δίχως το καθρέφτισμα» εκείνου, «είμαστε φρικτοί». Χτυπώντας στα ίσα την υποκρισία όλων ημών των «ψόφιων θεατών», που ηδονιζόμαστε με το θέαμα απλωμένοι στα σαλόνια και που αρνούμαστε να ακούσουμε την ψυχή που μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα του φαρμακείου φωνάζει «αναγνώστη βοήθεια». Λέγοντας μας να ακολουθήσουμε «το παιδί φρικιό» και «όλα τα αδέσποτα» της πόλης που βρίσκουν ρυθμό και νόημα μες στο σπίτι που αγνοούσαμε και περιφρονούσαμε. Εξαιρέτως  τώρα που  ευτυχώς «όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν και αποτύχαν» και επιτέλους μπορούμε να διακρίνουμε την ομορφιά μες στα «άθλια χωριουδάκια» της ασυνάρτητης επαρχίας. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να βρει «το όνειρο μας φως και τρυφεράδα» στον αέναο κυκλωτικό χορό, ξορκίζοντας τη μιζέρια από τον τόπο και ημερεύοντας αυτούς που «ούτε στους γέρους τους δεν μπορούν να μοιάσουν». Προσθέτοντας «άλλα δέκα χρόνια» ζωής κόντρα στα πολιτικο-ιδεολογικά συμπλέγματα «προοδευτισμού». Για να μπορέσουμε να τραγουδήσουμε, χωρίς ντροπή,  αντάμα με τον επαρχιώτη στη Ομόνοια ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό… Kι είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία. Τα τραπεζάκι που έβγαλε ο Σαββόπουλος, ήταν η άλλος ο Ελληνισμός που για αιώνες τρέφεται από την πίστη την Ορθόδοξη και έναν τρόπο μυστικό χωρίς φωνές και φανφάρες. Είναι ο δίσκος που θα τον απαξιώσουν οι σύντροφοί του και όσοι νόμιζαν ότι ήταν δικός τους… Είναι ο δίσκος που θα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, αλλά και ο δίσκος που θα κατηγορηθεί από την αριστερά ως «νέο-ορθόδοξος» αφού μαζί με άλλους συνοδοιπόρους του (Γιανναρά,  Ράµφο, Μοσκώφ, Ζουράρι, Νέλλα κ.λπ. ) προσπαθούν να φέρουν τον «νεορθόδοξο σκοταδισμό» δηλαδή τον σκοταδισμό της χριστιανικής πίστης, την ώρα που οι κατηγορούμενοι ουδέποτε υπήρξαν κίνημα ή κάποια ομάδα με στόχους και πλάνο, απλώς ως διανοούμενοι, κάποιοι πρώην αριστεροί και κάποιοι θεολόγοι μιλούσαν περισσότερο φιλοσοφικά για έναν τρόπο ζωής κοινοτικό, την παράδοση, την Ορθοδοξία, την ελληνική ταυτότητα  και ασκούσαν κριτική στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό με μια άλλη γλώσσα που μπέρδευε τους ιδεολόγους της αριστεράς και τους ανθρώπους που πίστευαν στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής…

Μυστικό Τοπίο
Δ. Σαββόπουλος
Σαν το παράπονο στη φράση εδώ και τώρα
σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
σαν το καμένο το γήπεδο
σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα
ακούω την ψυχή σου.

Κι όπως σ’ ένα τοπίο μυστικό
αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ
με κρατάει
στο δικό σου το μήκος.

Μου ’στείλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ’ το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
τρεις και μισή ξημερώματα
σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο
και ξαφνικά ραγίζει.

Και στου σκοτωμένου τον σφυγμό
στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’ την ηχώ του Θεού
στον βυθό του Εωσφόρου.

Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και κτυπάς τον τοίχο
μες στης αυγής το μισόφωτο
σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να ’βρεις τη σελίδα κατάλευκη
να μπεις και ν’ ανατείλεις.

Μ’ ένα παρανάλωμα παντού
στη θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού
που μου λέει
αναγνώστη βοήθεια.

Θύρα 7 και θύρα κάτω από τις ερπύστριες
όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα
σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους
και του δικού τους πόστου.

Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό
και τόσο να σε νοιώσω
όσο είναι τοπίο μυστικό
τούτο δω
που ποθώ ν’ αποδώσω.

***

20 χρόνια δρόμος
Διονύσης Σαββόπουλος
1983

Το 1983 κυκλοφορεί ο πρώτος ζωντανός δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου που έφερε τον τίτλο «20 χρόνια δρόμος». Ο δίσκος περιείχε ηχητικά αποσπάσματα από τις συναυλίες που έδωσε στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης και στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου για πρώτη φορά 80000 κόσμος μαζεύτηκε για να ακούσει τον Σαββόπουλο. Έναν Σαββόπουλο ανανεωμένο με σαφή ελληνοκεντρικό προσανατολισμό, όπως τους συστήθηκε μέσα από τον δίσκο «Τραπεζάκια Έξω» που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν. Έτσι εκείνη τη βραδιά στο Ολυμπιακό Στάδιο κανένας δεν ενδιαφερόταν για το τι πρέσβευε ο διπλανός του ή που ανήκε πολιτικά, αλλά το πλήθος μαζεύτηκε για να γιορτάσει μαζί μ’  έναν άνθρωπο που ήξερε να στήνει πανηγύρια χαράς και αισιοδοξίας, έστω κι αν δεν τον είχε συνηθίσει το κοινό του να πρωταγωνιστεί σε τέτοια  μεγαλεπήβολα έργα. Τη βραδιά εκείνη δεν πήγαν όλα όπως τα ήθελε ο Διονύσης, όπως το παραδέχθηκε και ο ίδιος αργότερα, αφού σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας βρισκόταν σε αμηχανία. Στην ιστορία θα μείνει η προσγείωση του με αερόστατο στο στάδιο, που αργότερα έγινε αντικείμενο αυτοκριτικής από τον ίδιο. Παρόλα αυτά, ο δίσκος «20 χρόνια δρόμος» παραμένει ένα ντοκουμέντο δικαίωσης των κόπων και των αγωνιών του Σαββόπουλου από 80000 ανθρώπους. Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Παραμυθάκι, Τι έπαιξα στο Λαύριο, Τον χειμώνα ετούτο, Μην μιλάς άλλο γι’ αγάπη, Είδα την Άννα κάποτε, Τσάμικο, Σαν τον Καραγκιόζη, Άγγελος εξάγγελος, Παράγκα, Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε., Μπάλλος, Η Συνεφούλα, Ήλιε ήλιε αρχηγέ, Ας κρατήσουν οι χοροί, Λα-λα-λα.

Λα-Λα-Λα
Διονύσης Σαββόπουλος
Πέσανε να μας φαν απ’ τον Απρίλιο
Πως το ανεβάσαμε ως εδώ

Τώρα το σκαλίζω στο βινύλιο
Σαν τους ναυτικούς και το πουλώ

Μετά τον ήχο η σιωπή
Του δίσκου μόνο οι τριγμοί

Και στο ατέρμονο αυλάκι
Είκοσι χρόνια μαζί

Και συνεχίζουμε εν πλω
Κοιτώντας πίσω τον αφρό

Ώσπου η ζωή να βασιλέψει
Εγώ θα σ’ αγαπώ

***

Το Κούρεμα
Διονύσης Σαββόπουλος
1989

Με τα «Τραπεζάκια Έξω» ο Σαββόπουλος εξέπληξε τους πάντες, αλλά δεν τους σόκαρε. Η στροφή του προς αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ζωής μέσα από την τέχνη του και η συνάντηση του με την Ορθοδοξία, αλλά και το ψάξιμο μιας άλλης ελληνικότητας έξω από τον ελλαδισμό μπορεί να ξένισε μερικούς «προοδευτικούς», αλλά η πλειοψηφία του κόσμου ακόμα χόρευε στους ρυθμούς του καλαματιανού χορού του.

Στα επόμενα 5 χρόνια ο Διονύσης άλλους εξέπληττε και άλλους θύμωνε που τον έβλεπαν να μετέχει σε διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα. Τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», συνεργασία με Χατζιδάκι, κυκλοφορία δίσκων κ.λπ.», και λίγο πολύ παράμενε στο απυρόβλητο αυτός και οι επιλογές του.

Και εκεί που όλα κυλούσαν μες στην αιθάλη,  αίφνης εμφανίζεται στις βιτρίνες των δισκοπωλείων ξυρισμένος με μια μούρη καλοαναθρεμμένου βουτυρόπαιδου να σε κοιτά κάπως χαζά και  στο εξώφυλλο του δίσκου να γράφει «Το Κούρεμα»!  Και πριν προλάβει να κυκλοφορήσει ο δίσκος, έγινε το σώσε. Σύμπασα η «προοδευτική» αριστερά του την πέφτει αγρίως. Ο Σαββόπουλος βάλλεται από παντού γιατί «πρόδωσε»  τα πιστεύω της γενιάς του! Είναι ο Ιούδας που πούλησε τις αριστερές ιδέες του για τριάντα αργύρια. Είναι ο συντηρητικός που συναγελάζεται ολημερίς με την επάρατη δεξιά του Μητσοτάκη κ.λπ. Αυτός όμως αγέρωχος τους προκαλούσε λέγοντας τους  ότι εδώ δεν ήλθαμε για να γελάσουμε (Μην Περιμένετε Αστειάκια). Τους τραγουδούσε για τη σχέση ανδρός και γυναικός με ένα περίεργο αντιφατικό συλλογισμό, λέγοντας τους ότι ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί η γυναίκα είναι ανώτερη (Ο Άντρας Και Η Γυναίκα Δεν Είναι Ίσοι). Κρατώντας στο χέρι το νυστέρι χειρουργούσε βαθύτατα τη νυχτωμένη αριστερά μιλώντας για την αποτυχία της ( Η Αποτυχία Της Αριστεράς). Μ’ ένα χαρισματικό τρόπο αυτοσαρκαζόταν και σάρκαζε την ουτοπία των Ελλήνων εκδρομέων της δεκαετίας του ’60 (Εμείς Του 60), που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς οι ίδιοι να αλλάξουν τον εαυτόν τους.  Ξεσηκώνει όλους τους Έλληνες εναντίον του, καθότι δεν αντέχουν τις πικρές αλήθειες που τους εκστομίζει για την ομφαλοσκόπηση του «αθηναϊκού κρατιδίου» ονομάζοντας τους (Κωλοέλληνες). Ανάβει τα αίματα δηλώνοντας ότι ο Μητσοτάκης είναι καλύτερος «υδραυλικός» από τον Παπαντρέου (Το Μητσοτάκ).  Απολογείται για το τρελόχαρτο που τον απάλλαξε από το στρατό και εύχεται με τη στράτευση του γιου του να σβήσει αυτό το μίασμα που βαραίνει την οικογένεια του (Ο Γιος Μου Πάει Στο Στρατό). Τέλος, αφού περνά η καταιγίδα κάθεται με ήσυχη τη συνείδηση του με μια φέτα δροσερό καρπούζι και γράφει το ποιητικότερο και καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ στην ελληνική δισκογραφία για το Καλοκαίρι.

Όλα αυτά ο κουρεμένος Σαββόπουλος τα πλήρωσε πολύ ακριβά, αφού για χρόνια σαν κυνηγημένος έπαιζε σε μαγαζιά άδεια και από παντού δεχόταν κριτικές, κι ας ήταν αυτός που πριν από λίγα  χρόνια είχε μαζέψει σχεδόν 100000 κόσμο στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τελικά, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έτσι και ο Σαββόπουλος άντεξε  γιατί  ήξερε ότι τα τραγούδια του έλεγαν και πάλι την αλήθεια, έστω κι αν η πλειοψηφία των «προοδευτικών» αρνιόταν να την αφουγκραστεί για ένα πουκάμισο αδειανό.

Εμείς, του `60
Διονύσης Σαββόπουλος 

 Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.

Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.

Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.

Εμείς, υπόγειας διαδρομής,
το `83 παχείς,
με “Τραπεζάκια Έξω” ευτυχείς,
σε κύμα ξαφνικό, στο “Ολυμπιακό”,
στο απόλυτο κενό.

Ο ιερέας χρυσώ κεκοσμημένος,
η κιμωλία, οι συλλαβές, ο δάσκαλος Φωτίου
κι ο στρατιώτης ακίνητος
και μόνο αυτός ο ήχος σημαίας και ιστίου.

Εδώ η μνήμη έχει ένα κενό.
Πώς αποσχηματίσθη αίφνης;
Υπνώθη σε καρέκλα σωματείου
ή πήγε και απετάγη;

Η μνήμη κρυπτοελογοτομήθη.
Πώς σκέπτονται οι άλλοι;
Όπως νομίζουν το σκότος
δε χρεώνεται αλλού.

Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.

Χιονιάς, βραδιές αστροφεγγιάς,
το βούισμα της συκιάς,
σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς
της καθεμιάς γενιάς
καινούριας και παλιάς,
ή κλείνεις και σιωπάς, για μας.

Σχεδόν 55 ετών,
με μπλοκ επιταγών,
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
την γη του θησαυρού,
τους τίτλους τ’ ουρανού
το αίμα του Θεού.

***

 Μη πετάξεις τίποτα
Διονύσης Σαββόπουλος
1994 

Ο δίσκος Μήν πετάξεις τίποτε (1993), έστω κι αν δεν αγκαλιάστηκε από τους «προοδευτικούς» και αριστερούς  φίλους του Διονύση, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το μουσικό ταξίδι που ξεκίνησε ο τραγουδοποιός  από τον ριζοσπαστικό δίσκο Τραπεζάκια έξω (1983) και τον σκανδαλώδη δίσκο που ακολούθησε, Το Κούρεμα (1989). Ένα ταξίδι, με το οποίο  ο δημιουργός ενθουσιωδώς μας συστήνει μέσω τής τέχνης του, τον οικουμενικό τρόπο ζωής που ανεπιτήδευτα προτείνει μέσα στους αιώνες ο άλλος ελληνισμός, ο έξω ελληνισμός, ο ρωμαίικος πολιτισμός·  που οι  διαφωτιστές, σημερινοί ευρωπαϊστές,  οι νεοέλληνες ιδεαλιστές τής Αριστεράς και οι άνθρωποι του  νεοφιλελευθερισμού φρόντισαν και φροντίζουν μέχρι σήμερα να θάψουν, προβάλλοντας ως πατρίδα των Ελλήνων τον αφώτιστο ευρωπαϊσμό.

Η οδοιπορία δεν ήταν εύκολη, αλλά κακοτράχαλη. Εκεί που νόμιζε ο τραγουδοποιός ότι τα τραπεζάκια του θα μείνουν για πάντα έξω, πως θα γεμίζουν για πάντα ολυμπιακά στάδια, κουρεύεται, αλλάζει φάτσα και ακούει τα πάντα από τους πρώην συντρόφους του: ύβρεις, ειρωνείες και χλευασμούς. Αλλά δεν σταματά, δεν πετάει τίποτα και συνεχίζει μέχρι που καταλαβαίνει  ότι το φορτίο είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσει, και σιγά σιγά, μαλακώνει… Κι αυτό το μαλάκωμα αρχινά από το Μην πετάξεις τίποτα, που είναι εμφανές ότι σε αυτό εγκαταλείπεται η  εθνική Ελλάδος, υποχωρεί ο νόστος για τον έξω ελληνισμό, και  μας προτείνει, ως τελευταία λύση, το ιδιότυπο  ρομαντικό ουτοπιστικό  διαφωτιστικό όραμα του Ρήγα Φεραίου, που ήλπιζε σε μια πολυεθνική, διαπολιτισμική δημοκρατική κοινοπολιτεία, στην οποία θα συμμετέχουν οι απόκληροι «Ευρωπαίοι»: Βούλγαροι, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αλβανοί κ.λπ. Μάλιστα μέσα σε αυτήν τη βαλκανική κοινοπολιτεία κρατών και φυλών, ο Σαββόπουλος βάζει και τη «βυζαντινή» Κύπρο! Αν θυμάστε  στο τραγούδι «Ακτίνες του Βορρά» γράφει τους σκανδαλώδεις στίχους που κάνουν τους αριστερούς και τους προοδευτικούς να κοκκινίζουν από θυμό, αλλά και τους δεξιούς να κοιτούν καχύποπτα: «Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο (σ.σ. Χρυσόστομος Α΄, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου) πλάι στην πράσινη γραμμή και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων τη Βυζαντινή».

Δηλαδή ο δίσκος έπεμπε πολλά «ιδεολογικά» μηνύματα που ο καθένας εισέπραττε και αξιολογούσε αναλόγως της σκοπιάς και της έπαλξης που υπηρετούσε,  εθνικιστικά για τους αριστερούς, ύποπτα για τους δεξιούς, προδοτικά για τους αναρχικούς, αδιάφορα για τις μάζες… Πλην όμως ο Σαββόπουλος ήταν ξεκάθαρος… «Το μόνο που θέλει ο μουσικός είναι το έργο. Συγχωρείστε τον για την αδυναμία του».

Ακτίνες του Βορρά – 1994               
Διονύσης Σαββόπουλος
 Η ψυχή σου και το όνομά σου ένα, κεραυνών δισκοθήκη πίστας κραδασμός
με της Πέλλας τα άλογα λυμένα ο βορράς σου χορεύει πάντα ελληνικός.

Της Βεργίνας το ανάκτορο συνδέει με τα κέντρα του ήχου και των ταξιμιών
και σαν μαύρο τριαντάφυλλο χορεύει μ’ αετούς στην ακρόπολη των μοναχών
κι αντηχεί στα μεγάφωνα των φάρων, μ’ ένα ντέφι ροκάδικο παντοτινό
κι απ’ τη σκούφια του βγαίνουν σμήνη γλάρων κι ένα αεροπλανοφόρο δες, βυζαντινό!

Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις. Κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Απ’ το Ιάσιο μέχρι την Κερύνεια κι απ’ το μπουμ του ’40 στους σύγχρονους ρυθμούς
κι απ’ τα όρη του Ταύρου ως τα δελφίνια της Τεργέστης κι ως του Ευξείνου τους ασκούς
μ’ ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές
ο βορράς σου μια έγχρωμη νεφέλη, πολιτείες ουράνιες μες στις αστραπές.

Του βορρά είσαι κι εσύ ένα αηδόνι που σε ‘ρίξαν στ’ αέρια της Αττικής κι αν η Αθήνα σε γέρασε σε λιώνει,
των εφήβων την κόντρα μέσα σου θα βρεις.
Της καρδιάς σου η βασίλισσα υπάρχει και αιχμάλωτη στέκει στα μάτια σου εμπρός
σαν τον θρόνο του νέου Πατριάρχη, ο Θεός να του δίνει δύναμη και φως.
Κι ας ναρκώσαν τη βόρεια αίσθησή σου δένοντάς σε με θάλασσες τουριστικές
βλέπω πάλι φωτιά στην έκστασή σου, του βορρά σου ακτίνες οικουμενικές.

Δε με παίζουν μα εσύ με καταλαβαίνεις, κοκκινίζεις κι ανάβεις και λιώνω εγώ.
Ο Βορράς είναι εκεί στη Λευκωσία, στον Χρυσόστομο πλάι στην πράσινη γραμμή
και δε δέχεται άλλη ομοσπονδία μόνο των Βαλκανίων την Βυζαντινή.

***

Ο Χρονοποιός
Διονύσης Σαββόπουλος
1999

Ο «Χρονοποιός» του Σαββόπουλου κυκλοφόρησε 5 χρόνια μετά το δίσκο «Μη πετάξεις τίποτα» (1994), σε μια εποχή που ο τραγουδοποιός κάπως ξεπερνούσε το «σοκ» της απόρριψης για τις γνωστές του δηλώσεις για τον Μητσοτάκη και τη «στροφή» του προς την τόνωση της εθνικής συνείδησης. Τα νέα του τραγούδια αν και είχαν τη συνήθη «σαββοπουλική» γλώσσα χωρίζονταν σε επικαιρικά και υπαρξιακά. Δηλαδή, υπήρχαν τραγούδια επικαιρότητας που αναφέρονταν στη μοναξιά της Αμερικής και του Κλίντον, στη σύλληψη του Οτσαλάν, στα παιδιά του Γκάλη, στον βομβαρδισμό της Σερβίας, και τραγούδια πιο προσωπικά που αναφέρονταν σε φίλους που χάθηκαν, στο συνεχές αγώνισμα της διατήρησης της αγαπητικής  και ερωτικής σχέσης, στην καθημερινότητα με τις αστοχίες της κ.λπ.

Με μια λιτή ακουστική ενορχήστρωση, εντελώς διεκπεραιωτική,  ο Σαββόπουλος  αφήνει να νοηθεί ότι δύσκολα θα γράψει νέα τραγούδια από δω και πέρα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται, αφού αυτό που κάνει τα επόμενα χρόνια είναι να δίνει συναυλίες συνεχώς, και να ανακυκλώνει σε δίσκους τα ήδη γνωστά του τραγούδια.

Τα τραγούδια του δίσκου είναι: Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε, Με το κραγιόν σ’ ένα χαρτάκι, Το τσακάλι, Πλάι στο αρνάκι, Αηδόνι στην κερασιά, Η μοναξιά της Αμερικής, Σου μιλώ και κοκκινίζεις, Το φως στις 10 πμ, Τα χρυσά παιδιά του Γκάλη, Σωστικά συνεργεία, Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα, Πρώτη του 2000, Χρονοποιός.

Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε
Διονύσης Σαββόπουλος
Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε !
Και τι σου χρωστώ και τι μου χρωστάς

Μια τύφλα εν τέλει μοιραζόμαστε
Κάν’ το να αλλάξει αν μ’ αγαπάς

Χριστούγεννα πάντα έχουμε εμφύλιο
Δώσ’ μου ειρήνη εννιά μηνώ
θα ανάβω, θα σβήνω σα δεντρύλλιο
κοντά σου ιδέες θα γεννώ
τη νέα δουλειά θα εγκυμονώ

Λάμπουν τα Χριστούγεννα στον καθρέφτη
μπάλες ασημένιες και χιόνι πέφτει
για να ‘ρθει ο χρόνος να γίνει
άγραφο χαρτί

Κάτω στην αυλή βρέχει καθρεφτάκια
γόμες και κιθάρες και μολυβάκια
για να εμπνευστεί ο χιονάνθρωπος
της γειτονιάς
τα στιχάκια της χρονιάς

Κι επί έναν χρόνο γιορτινό
στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο θα ανεβαίνω
χρόνια παιδικά και συντρόφους του έργου
ό,τι άλλο πλάι μου να ‘ναι ξένο

Μια κορφή χρυσή κι αγκαλιά μου εσύ
κόψε τους μαλάκες κι έλα δώσ’ μου
πάλι το φιλί στην Ανατολή
και στην άκρη του καινούργιου κόσμου

Και ως τ’ άλλα τα Χριστούγεννα
θα έχω ανεβάσει την δουλειά
να μην γυρίσω στα παλιά
στενά της αγοράς τους

Καλά Χριστούγεννα !

Μέσ’ από το μάτι της δουλειάς
να ‘ρθουν χαρούμενα
Κι ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
θα την έχω ανεβάσει τη δουλειά
και στην άλλη απογραφή
η δική μας μετοχή
την καινούργια της να βρει αξία

Και ως τα άλλα τα Χριστούγεννα
με το μάτι της δουλειάς
και το μάτι της καρδιάς
να προλάβω τα τρεχούμενα
Χριστούγεννα πάντα είναι επώδυνο
να ξαναδώ το φως γυμνό
να σπαρταρώ το περιεχόμενο
να ιδρώνω λες και ξεγεννώ
κράτα το χέρι μου ενώ

Ήρθαν τα Χριστούγεννα να μας ζήσει
το μωρό αγορές να φωταγωγήσει
και ζαχαροπλάστης ο χρόνος
πάλι να γενεί
από την παραμονή
Επί ένα χρόνο γιορτινό στο γλυκό βουνό
με των μάγων το άστρο να ανεβαίνω

Διονύσης Σαββόπουλος: Έπλαθα μέσα μου τα τραγούδια, σα να έκανα προσευχή – Η τελευταία συνέντευξη του Νιόνιου στον Φιλελεύθερο

Θησαυρός η παρακαταθήκη του, με τραγούδια όπου μουσική και στίχοι σιγομουρμουρίζονται από έναν ολόκληρο λαό, παραμένοντας πάντοτε διαχρονικά. Ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος διαμόρφωσε μια εποχή με τη μουσική του, έφυγε χθες βράδυ από τη ζωή στα 81 του χρόνια, αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας και έχοντας δώσει πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Ο «Φ» επαναφέρει σήμερα την τελευταία συνέντευξη που δημοσίευσε στις σελίδες του τον Απρίλιο του 2023, την οποία είχε παραχωρήσει ο Νιόνιος στον Γιάννη Χατζηγεωργίου. Μιλά για την Τέχνη του που τόσο αγάπησε και εκείνη τη μοναδική του ματιά, που με την αστείρευτη έμπνευση μετέτρεπε σε τραγούδια.

– Κάποτε τραγουδούσατε, σε σχέση με την Κύπρο -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους- «το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει» και «Πνεύμα αλήτικο, Ελλαδίτικο, σε μικρά Ασία, Κύπρο, Λευκωσία…». Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, νομίζετε πως παραμένουν επίκαιροι αυτοί οι στίχοι – ή τους… «ξεθώριασε» το πέρασμα του χρόνου και οι αλλαγές που συμβαίνουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο; Όσοι ένιωσαν το τραύμα, συνεχίζουν να το νιώθουν. Διότι δεν έχει κλείσει. Οι άλλοι, που δεν τους ένοιαζε πολύ, ήταν οι ίδιοι ξεθωριασμένοι και το ίδιο ξεθωριασμένοι συνεχίζουν να ‘ναι και τώρα.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας, κύριε Σαββόπουλε; Είναι μια δύσκολη εποχή, μεταβατική ωστόσο. Θα μας ταλαιπωρήσει. Αλλά, στο τέλος, θα γίνει αυτό που πρέπει να γίνει. Κι είναι μεταβατική και σε σχέση με το παλιό, αλλά και σε σχέση μ’ αυτό που έρχεται. Έρχονται άλλες αντιλήψεις, οι οποίες δεν ξέρω πού μπορεί να οδηγήσουν. Το ένστικτό μου λέει πως θα οδηγήσουν σε κάτι καλό. Σε μια ισορροπία, μάλλον. Μόνο που δεν ξέρω πόσο θα χρειαστεί για να γίνει αυτό. Γιατί, στην Ιστορία, μια περίοδος που ονομάζεται «μεταβατική», μπορεί να κρατήσει και πενήντα χρόνια.

– Πάντα είχατε αυτή την αισιοδοξία; Ω, ναι! Είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος! Κι έχω το λόγο μου γι’ αυτό. Δείτε, για παράδειγμα, τι έγινε τώρα με την σύγκρουση των τρένων, όπου όλοι αισθανθήκαμε ότι διαλύεται το σύμπαν, πως δεν υπάρχει τίποτα. Κι όμως. Όλη η Λάρισα έτρεξε να δώσει αίμα, άνοιξαν τα νοσοκομεία μέσα στη μαύρη νύχτα, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι που δεν είχαν βάρδια σηκώθηκαν απ’ τα κρεβάτια τους και υπερέβησαν εαυτούς, οι τραυματίες που κατάφεραν να βγουν από το τρένο του θανάτου επέστρεψαν ακούγοντας τις φωνές των εγκλωβισμένων και προσπάθησαν να τους σώσουν… Αυτά τα πράγματα, αγαπητέ μου, έχουν αξία! Λες «βρε παιδί μου, να, υπάρχει το καλό! Εμείς θα νικήσουμε, δεν θα νικήσει το χάος!».

– Απ’ τη δεκαετία του ’60 ήσασταν τόσο αισιόδοξος, οπότε και ξεκινήσατε να γράφετε τραγούδια; Ναι, βέβαια. Μολονότι ήταν μια αρκετά δύσκολη περίοδος. Γιατί τα πράγματα ήρθαν έτσι που τσακώθηκα με τον μπαμπά μου, που σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι και ήρθα στην Αθήνα μ’ αυτό το φορτηγό– που λέω και στον δίσκο. Αλήτευα. Στα παγκάκια κοιμόμουνα. Κι όμως, αγαπητέ μου, ένιωθα το χέρι του Θεού επάνω μου, στην πλάτη μου, να μου λέει: «Καλά πας, προχώρα!».

– Είναι ευλογία οι δυσκολίες στη ζωή μας; Είναι. Αλλά πρέπει να έχεις και μια καλή καρδιά. Αλλιώς, μπορεί να «μαυρίσεις» και να σου δημιουργήσουν αυτά τα πράγματα απελπισία, με αποτέλεσμα να θες να γίνει σμπαράλια ο κόσμος – να νιώθεις φθόνο, μίσος. Πολλοί από αυτούς που φωνάζουν, διαμαρτύρονται, σπάνε βιτρίνες, ανάβουν φωτιές, δεν το κάνουν για να βελτιωθεί η κατάσταση· το κάνουν για να γίνουν θρύψαλα όλα.

– Επειδή είναι θρύψαλα το μέσα τους κυρίως; Ναι. Γιατί δεν είναι έτσι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους. Ποιος ξέρει τι φαρμάκια έχουνε πιει… Γι’ αυτό κι εγώ ένα πράγμα συμβουλεύω τους νεότερους: «Κάντε ό,τι νομίζετε, μην κολλάτε πουθενά. Ένα μόνο να παρακαλάτε: Να μην χαθείτε!».

– Εσάς, τι σας κράτησε και δεν χαθήκατε ποτέ; Κάτι που δεν εξαρτάται από μένα… Δεν θέλω να το ρίξω στη μεταφυσική, αλλά πιστεύω -και συνεχώς το διαπιστώνω αυτό, από μικρό παιδί- ότι υπάρχουν μπροστά μας πράγματα υψηλά, πράγματα ωραία, πράγματα θαυμάσια, πράγματα που σε κάνουν να τα χαζεύεις με το στόμα ανοιχτό. Αυτό με κράτησε όρθιο στη ζωή!

– Συνεχίζετε να συναντάτε αυτά τα μικρά θαύματα; Καθημερινά. Υπάρχουν όμορφα πράγματα που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια… Μικρά και μεγάλα θαύματα… Αυτά είναι η πηγή μου! Μ’ αρέσει το ωραίο, το υψηλό, το αξιαγάπητο. Δεν μ’ αρέσει η μιζέρια, δεν μ’ αρέσει ο φθόνος. Ο Παΐσιος, ο Γέροντας, μου είχε πει κάτι καταπληκτικό, μια φορά που τον είχα συναντήσει στο Άγιον Όρος: «Τη μύγα και σ’ ένα ανθισμένο κήπο να την πας θα ψάξει και θα βρει ένα σκατό. Ενώ η μέλισσα ή η πεταλούδα, ακόμη και στο σκουπιδότοπο να τις πας, θα πάνε και θα βρουν ένα λουλουδάκι…». Αυτό θέλω να είμαι: Μια μέλισσα, μια πεταλούδα. Και να ψάχνω το λουλουδάκι.

– Ξέρετε, με τη μουσική σας Ιστορία είστε πρότυπο για δεκάδες ανθρώπους που γράφουν τραγούδια. Σας χαρακτηρίζουν ως τον «κορυφαίο τραγουδοποιό της Ελλάδας». Πώς τα αντιμετωπίζετε αυτά; Ε, δεν το παίρνω και τόσο μελοδραματικά όπως το εκφωνήσατε (γελάει). Έκανα με την κιθάρα μου αυτό που έκανε και ο Βαμβακάρης με το μπουζούκι, δηλαδή ένας δημιουργός που γράφει τη μουσική και τους στίχους ο ίδιος, τραγουδάει το τραγούδι ο ίδιος και συνοδεύει τον εαυτό του με ένα όργανο. Και, βέβαια, είμαι επηρεασμένος από ό,τι κουβαλάει αυτό το όργανο, γιατί άλλα πράγματα κουβαλάει το μπουζούκι κι άλλα η κιθάρα – η κιθάρα έχει και το χορό, έχει και τις μπαλάντες. Η Τέχνη που έχουμε εμείς οι τραγουδοποιοί είναι πάρα πολύ παλιά. Υπάρχει πριν από τη Γραφή. Ανήκομεν στην προφορική παράδοση. Και συνεχίζουμε να δουλεύουμε με προφορικό τρόπο. Γιατί, μολονότι υπάρχει το διαδίκτυο, δίσκοι και cds, η αληθινή στιγμή του τραγουδιού είναι το live – εκεί που πας σε μια ταβέρνα, σε μια συναυλία ή σε ένα club και ακούς τον καλλιτέχνη να σου λέει αυτά που έχει να σου πει. Σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, αν μου δώσετε ένα σκαμνί κι ανάψετε κι ένα κερί δίπλα, μπορώ να σας κρατήσω και να ‘χω το ενδιαφέρον σας για ώρες – με τραγούδια, με ιστορίες.

– Στέρεψε ποτέ η φαντασία σας – να πείτε «ως εδώ ήταν, τελείωσε πια»; Η φαντασία μου, όχι, δεν στέρεψε. Έχω πάντα τη διάθεση. Εύκολα σκαρώνω μέσα μου πράγματα… Η διαφορά είναι ότι δεν μου ‘ρχεται να πάω να τα κάνω τραγούδια αυτά…

– Γιατί; Γιατί δεν νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Βασικά, ό,τι έγραψα, όταν το έγραψα, το έγραψα με λύσσα! Με πάθος. Και τώρα, αυτή η λύσσα δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρω γιατί. Και δεν θέλω να ‘ρθω τώρα και να «προδώσω» αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας μια διαδικασία άλλη. Μια δυο φορές το επιχείρησα, κάθισα, είπα στον εαυτό μου «επαγγελματίας είσαι, ποια ειν’ τα θέματα σου, πάρε το μολύβι και την κιθάρα και φτιάξε – αυτή είναι η δουλειά σου», αλλά δεν έβγαινε κάτι από πιο μέσα… Τι να κάνουμε τώρα; Μεγάλωσα κιόλας. Αλλά, απ’ την άλλη, μ’ αρέσει πάρα πολύ να παίζω! Όπως θα κάνουμε στις 6 και 7 Απριλίου, στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, σ’ αυτή την υπέροχη «συνάντησή» μου με τον Γενάρχη του νεοελληνικού τραγουδιού, τον Μάνο Χατζιδάκι, παρέα με τις Φρόσω Στυλιανού, Εύη Μάζη, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, που έκανε τις ενορχηστρώσεις και, φυσικά, τη σπουδαία χορωδία της «Διάστασης», μαζί με σημαντικούς μουσικούς από την Κύπρο. Μου αρέσει πολύ να στήνω παραστάσεις, να τραγουδώ, να κάνω podcast… Επίσης, συνεχίζω να λέω ιστορίες – αυτό το είχα από μικρός, τα έλεγα νόστιμα. Οι μεγάλοι, θυμάμαι, με έβαζαν να τους πω κάτι για να διασκεδάσουν – «πες μας κάτι, Διονυσάκη», μου έλεγαν. Κοιτάξτε, η Τέχνη μου κατάγεται από την προφορική μας παράδοση, «συγγενεύουμε» με τους παραμυθάδες και πρέπει να σας πω ότι οι μεγάλοι τραγουδοποιοί τους οποίους ακούσαμε -ο Βαμβακάρης, ο Αττίκ, ο Ζαμπέτας κ.α.- είχαν και το χάρισμα του αφηγητή. Ήταν απόλαυση να τους ακούς!

– Σας κλόνισε ποτέ ο χρόνος που περνάει; Το γεγονός πως μεγαλώνετε ηλικιακά; Όχι. Γιατί έχει τη χάρη του το να μεγαλώνει κανείς. Αυτό που με στεναχωρεί είναι που λαχανιάζω εύκολα, που κρυολογώ εύκολα, τέτοια πράγματα – δεν μ’ αρέσει που δεν έχω την παλιά ενέργεια.

– Τι κόστος είχε αυτή η σπουδαία καριέρα στην οικογένειά σας; Πόσες φορές σκεφτήκατε πως δεν χαρήκατε όσο θα θέλατε τους δύο σας γιους, για παράδειγμα; Πολλές. Έγινα, ξέρετε, πρώτη φορά πατέρας, στα 22 μου, κι ήμουνα εντελώς αφοσιωμένος στη δουλειά μου – η οποία ήταν και το μοναδικό μας έσοδο, ως οικογένεια. Ελάχιστο ποιοτικό χρόνο είχα για τη γυναίκα μου, για τα παιδάκια μου, αλλά αυτό το κατάλαβα χρόνια μετά, όταν πια έγινα παππούς κι απέκτησα εγγόνια. Κι είδα τι ευτυχία είναι αυτή, το να κουβεντιάζεις με το πιτσιρίκι, να του παίζεις κουκλοθέατρο, να κυλιέστε στο χορτάρι ή στην άμμο…

– Τον μεγάλο σας εγγονό, δεν τον λένε και Διονύση; Ναι. Μεγάλωσε πια, έχει πάει στην Ολλανδία και σπουδάζει, είναι 18. Ο μικρός είναι στο Λύκειο ακόμη.

– Ακούνε Σαββόπουλο; Είναι fan! Να φανταστείτε, τώρα που έπαιζα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ο μεγάλος μου εγγονός πήρε το αεροπλάνο κι ήρθε για να δει «τη συναυλία του παππού του!». Κι ο μικρός παράτησε τα πάρτι και τις παρέες που τον τραβολογάνε και ήρθανε και οι δυο τους και στις δύο συναυλίες που έδωσα.

– Εσείς, τι μουσική ακούτε; Πάντα ακούω κλασική μουσική, μ’ αρέσουν οι πιο παλιοί αλλά και οι πιο μοντέρνοι, ο Στραβίνσκι μ’ αρέσει π.χ., μ’ αρέσουν επίσης λαϊκά τραγούδια διαφόρων χωρών -απ’ την Λατινική Αμερική, από την Αγγλία κ.α.- και βεβαίως μ’ αρέσουν και τραγούδια σαν αυτά που ακούγαμε και χορεύαμε στα πάρτι όταν ήμασταν νέοι· ακούω διάφορα. Ακούω, επίσης, και ενδιαφέροντα πράγματα από αυτά που κάνουν οι Έλληνες τραγουδοποιοί, ο Κραουνάκης, ο Δεληβοριάς, ο Πορτοκάλογλου κ.α. Μέσα στο διαδίκτυο εντοπίζω και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Ξέρετε, αυτή η ραπ έχει ενδιαφέρον. Γιατί στην ραπ υπάρχει ταύτιση λέξεων και ήχου και αυτό είναι βασικό, γιατί μπορεί να δημιουργήσει στο μέλλον κάτι πολύ ποιητικό. Τώρα είναι ακόμη σε πρωτόγονο στάδιο. Υπάρχει κι ένας άλλος τομέας αυτής της Τέχνης, που μιλάει για πολυβόλα, λιμουζίνες, γκόμενες – αυτοί είναι ουγκ τελείως, δεν μ’ αρέσουν καθόλου αυτοί.

– Αυτή είναι η τραπ. Ε, αυτό δεν μ’ αρέσει καθόλου.

– Το νιώθατε όποτε γράφατε ένα καλό τραγούδι; Δεν είμαι σίγουρος. Ένιωθα, όμως, μεγάλη ανακούφιση και ικανοποίηση! Τότε εμείς γράφαμε συλλογές τραγουδιών, βγάζαμε δίσκους που είχαν δώδεκα τραγούδια π.χ., στο ίδιο «κλίμα» όλα. Και χρειαζόμουνα, συνήθως, κάπου δεκαπέντε μέρες, για να φτιάξω ένα τραγούδι, δουλεύοντάς το συνεχώς. Στην αρχή μάλιστα δεν έπιανα μολύβι και κιθάρα – τα έπλαθα μέσα μου τα τραγούδια. Σα να έκανα προσευχή. Πώς λένε από μέσα τους κάποιοι συνέχεια «Κύριε ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», κάπως έτσι – επαναλάμβανα μέσα μου αυτό που πήγαινα να φτιάξω και, κάποια στιγμή, έπιανα το μολύβι και την κιθάρα για να του δώσω μορφή, αφού ήμουνα πια σίγουρος ότι βγήκε αυτό που ήθελα και του έδινα τα τελευταία «χτενίσματα». Όταν τελείωνα αισθανόμουνα βέβαια μεγάλη ευχαρίστηση, που θα μοιραζόμουν αυτό που είχα μέσα μου με τον κόσμο. Μετά, όμως, ξέκοβα από αυτό. Δεν ήθελα να το ακούω, αν και το έπαιζα σε εμφανίσεις… Ξέρετε, όταν ακούω τα τραγούδια μου, δεν το ευχαριστιέμαι!

– Γιατί το λέτε αυτό; Διότι δεν έχουν πια, για μένα, στοιχείο έκπληξης. Κι η μαγεία στο τραγούδι, είναι όταν το ακούς ξαφνικά! Όπως όταν ακούς κάτι στο ραδιόφωνο και το δυναμώνεις για να το ακούσεις καλύτερα. Εγώ, όμως, τι άλλο ν’ ακούσω όταν το συγκεκριμένο τραγούδι το ‘χω σβήσει, το ‘χω γράψει και ξαναγράψει εκατοντάδες φορές; Οπότε, επειδή δεν έχω πια συγκίνηση ακούγοντάς το, αρχίζω και βλέπω τα λάθη – ότι π.χ. το φλάουτο δεν ήταν καλό εκεί, ότι η φωνή δεν τα ‘πε όπως έπρεπε, ότι εδώ ο ρυθμός λάσκαρε κ.λπ. Το ‘χω πει και σε στίχο μου, σε ένα τραγούδι, στο δίσκο «Τραπεζάκια έξω»: «Μεσ’ στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο / νιώθω μυστήρια ταραχή/ και φεύγω αμέσως από ‘κει».

– Το πιο προσωπικό σας, το πιο «δικό» σας τραγούδι, ποιο είναι; Το σκέφτομαι, κατά καιρούς, κι είναι δύσκολο να απαντήσω. Είναι αρκετά. Αλλά έχω μια αδυναμία σ’ αυτό το τραγούδι που λέγεται «Δημοσθένους Λέξις», που ξεκινάει με τον στίχο: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…». Γιατί, το έγραψα, πράγματι, μέσα στη φυλακή, όταν ήμουν μέσα για πολιτικούς λόγους. Κι εγώ, μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση που ζούσα κάποτε, κατάφερα να ασχοληθώ με κάτι -όπως λένε- ωραίο και υψηλό. Κι αφού το κατάφερα αυτό, ένιωσα μια μεγάλη ικανοποίηση τότε. Τότε, λοιπόν, ξεκαθάρισα μέσα μου ότι «αυτή τη δουλειά θέλω να κάνω». Ήτανε το 1967. Κι ήμουνα 22-23 χρόνων. Και αποφάσισα και να κάνω αυτή τη δουλειά και να παντρευτώ το κορίτσι που μου έφερνε φαγητό κάθε μέρα…

– Την Άσπα. Την Άσπα!

– Αν δεν ήταν η Άσπα στη ζωή σας, όλα θα ήταν διαφορετικά, νομίζετε; Σαν εκείνο το τραγούδι σας που λέει: «Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη / γι’ αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση / πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί»; Ναι, αλλά να μην το πάρει και πάνω της (γελάει). Στην Τέχνη, αγαπητέ μου, μπορεί να είμαστε απόλυτοι, στην καθημερινότητα, όμως, πρέπει να είμαστε πιο ισορροπημένοι και λιγότερο υπερβολικοί. Στην Ασπούλα χρωστάω πάρα πολλά, όπως και στα παιδιά μου – με στήριξε πάρα πολύ η οικογένειά μου. Όλα τα χρόνια. Και περάσαμε και δύσκολες εποχές, δεν ήταν τα πράγματα εύκολα.

– Ήταν πολλές οι φορές εκείνες που θελήσατε να τα παρατήσετε και να κάνετε μια άλλη δουλειά; Ναι, κάποια στιγμή. Το ’89-’90 που μ’ είχανε πάρει με τις πέτρες, γιατί είχα «ενοχλήσει». Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά ιδιαιτέρως τότε…

– Τότε, με τον δίσκο σας «Το κούρεμα»… Τότε, ναι. Στην αρχή έκανα πως δεν καταλαβαίνω τίποτε, αλλά μετά είπα «τι γίνεται εδώ;», είχε σιγήσει το τηλέφωνο. Παλιά μ’ έπαιρναν απ’ τα μαγαζιά και μου ‘λεγαν: «Μεγάλε, φέτος θα είσαι μαζί μας». Αλλά αυτό τότε σταμάτησε ξαφνικά. Και, για να τα βγάλουμε πέρα, πήγαμε με την Άσπα στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη, για να παίζω εκεί, σε ένα κλαμπ, δυο μέρες τη βδομάδα. Με μεροκάματο κάπως φοιτητικό. Έμεινα αρκετούς μήνες εκεί. Κι είχα πει: «Δεν τ’ αφήνουμε όλα αυτά και να δούμε τι να κάνουμε;». Αλλά, όχι. Περαστική ήταν η σκέψη μου. Ξέρετε, ως καλλιτέχνης θέλω να αρέσω, θέλω να μ’ αγαπάνε. Όταν, λοιπόν, δυσαρεστείται μεγάλο μέρος του ακροατηρίου μου με τα λεγόμενά μου, λέω στον εαυτό μου: «Την άλλη φορά, κοίτα να προσέχεις, να τα πεις πιο προσεκτικά, πιο μαλακά». Αλλά, όταν έρχεται η στιγμή να γράψω, το ξεχνάω αυτό και γράφω πάντα αυτό που αισθάνομαι – κι αυτό είναι στη φύση του τροβαδούρου, αγαπητέ μου. Που και πέτρες να του ρίξουν, αυτό για εκείνον είναι παράσημο. Ο Ντίλαν έλεγε: «Τροβαδούρος που δεν τον διαπομπεύσανε, δεν είναι σοβαρός!».

– Αμέσως μετά πάντως από «Το κούρεμα», το 1994, είχατε γράψει «Μην πετάξεις τίποτα». Αυτό ισχύει και ως παραίνεση στον εαυτό σας σήμερα; Βέβαια! Δεν έχουμε υποχρέωση να πετάξουμε τίποτε. Αντιθέτως, έχουμε υποχρέωση να τα μεταμορφώσουμε όλα. Αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να τα αναμορφώσουμε δημιουργικά. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ.

– Είστε πολύ «φωτεινός», νομίζω, κύριε Σαββόπουλε… …Είναι αλήθεια πως αγαπάω το φως, σε οποιαδήποτε μορφή. Και το άχτιστο, που λέγανε οι Πατέρες, αλλά και το χτιστό.

Πηγή: philenews.com

Ὁμιλία εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου (26/10)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου

Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ

Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀπευθυνόμενος κάποτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητές Του, σύμφωνα μὲ μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (Ἰω. 15, 17-27, 16, 1-2), μαζὶ μὲ τὴν ὑψηλὴ ἠθικὴ διδασκαλία του, θαυμαστὰ συναρμοσμένη μὲ ἀποκάλυψη θείων δογμάτων τῆς Πίστης μας, τοὺς ὁμίλησε προφητικὰ καὶ γιὰ τὸ μέλλον τους. Καὶ οἱ λόγοι καὶ οἱ προφητικὲς αὐτὲς ρήσεις τοῦ Κυρίου, ἔχουν ταυτόχρονα μία διαχρονικὴ ἰσχὺ καὶ ἐνέργεια.

Ἐκεῖ λοιπὸν προφητεύει ὁ Δεσπότης στοὺς μαθητές Του, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, στὸν βαθμὸ ποὺ πίστευσαν στὴ διδασκαλία Του, θὰ πιστεύσουν καὶ στὴ δική τους, καὶ ὅτι, ὅπως τὸν καταδίωξαν Ἐκεῖνο, ἔτσι θὰ τοὺς κατατρέξουν καὶ αὐτούς· γιὰ νὰ καταλήξει πώς, σὲ τέτοιο βαθμὸ πλάνης θὰ φθάσουν οἱ ἄνθρωποι, πού, φονεύοντάς τους, θὰ θεωροῦν ὅτι προσφέρουν λατρεία στὸν Θεό! «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι…ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα, ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ». Καί, γνωρίζουμε, ἀδελφοί μου, τόσο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ὅσο καὶ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων καὶ τὴν Ἱστορία γενικώτερα, ὅτι ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔχει ἐκπληρωθεῖ κατὰ γράμμα, ὄχι μόνο στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ ὑπέφεραν ποικίλα βάσανα καὶ εἶχαν μαρτυρικὸ τέλος, μὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας, ὁπόταν ἀναδείχθηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἀναδεικνύονται λαμπροὶ μάρτυρες τῆς Πίστης μας ἀνὰ τὴν οἰκουμένη!

Ἕνας τέτοιος λαμπρὸς μάρτυρας, μεγαλομάρτυρας τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ὑπῆρξε καὶ ὁ περιώνυμος καὶ λαοφιλέστατος Δημήτριος ὁ μυροβλύτης, τὸ θρέμμα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ καύχημα τῆς οἰκουμένης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη πανηγυρίζουμε σήμερα, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς συνάθροισε στὸ παλαίφατο τοῦτο χωριό σας, ποὺ πλουτεῖ καὶ παλαιὸ ναό του, ἀλλὰ καὶ νεώτερο παρεκκλήσιό του μέσα στὸν μεγαλοπρεπὴ τοῦτο ναὸ τῆς Παναγίας μας. Καὶ ὁ πανθαύμαστος ἅγιος Δημήτριος κράτησε μέχρι τέλους ἄσβεστη τὴ λαμπάδα τῆς πίστης στὸν Ἕνα καὶ Τριαδικὸ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ τήρησε πλήρως τὴν ἐντολὴ τῆς ἀνόθευτης ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του, ποὺ δίδαξε ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, ἀρετές, ποὺ τὸν παρακίνησαν στὴν ἱεραποστολικὴ δράση πρὸς σωτηρία τῶν ἀπίστων συμπατριωτῶν του καὶ τὸν ὁδήγησαν τελικὰ στὸ μαρτύριο, ὅπως ὁ Χριστός μας προεῖπε.

Ἀλλά, ἂς ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὸν Βίο, τὸ μαρτύριο καὶ σὲ κάποια ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ πνευματικοῦ ἑστιάτορα τῆς σημερινῆς πανηγύρεως.

Δημήτριος, ὁ μεγαλώνυμος καὶ πολυπόθητος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πατρίδα ἐπίγεια εἶχε τὴν περιλάλητη πόλη Θεσσαλονίκη, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. Γόνος μίας τῶν ἐπιφανεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Μακεδονίας, θαυμαζόταν ἀπὸ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐγενική του καταγωγή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές, ποὺ τὸν κοσμοῦσαν. Ἐπειδὴ δὲ ἦταν, ὅπως σὲ ὅλα, ἐπιδέξιος καὶ ἔμπειρος καὶ στὴ στρατιωτικὴ τέχνη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν τότε καίσαρα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας Γαλέριο Μαξιμιανὸ ὡς στρατηγὸς τῶν στρατευμάτων τῆς Θεσσαλίας καὶ ἀνθύπατος τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδας. Καμμιὰ ὅμως τιμὴ καὶ δόξα τοῦ κόσμου τούτου δὲν τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα τότε, διερχόταν τὸν περισότερο χρόνο του διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόμενος νὰ φέρει στὸ φῶς τῆς γνώσης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοὺς βυθισμένους στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας συνανθρώπους του. Καί, ἕνεκα τοῦ ἐναρέτου βίου του καὶ τῆς φιλανθρωπίας καὶ δικαιοσύνης, ποὺ τὸν διέκριναν στὴν ἐξάσκηση τῶν διοικητικῶν του καθηκόντων, ὁδήγησε πράγματι πολλοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὸ κύμα τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶχαν τότε ἐξαπολύσει κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀνατολὴ ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς μὲ τὸν ὡς ἄνω καίσαρα Γαλέριο (τὸ πρῶτο σχετικὸ διάταγμα ἐκδόθηκε στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303).

Ἐπιστρέφοντας ὁ Γαλέριος μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη νίκη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Σκυθῶν, στάθμευσε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τελέσει ἐκεῖ θριαμβευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ εὐχαριστήριες θυσίες στὰ εἴδωλα. Τότε, κάποιοι ἀμετανόητοι Θεσσαλονικεῖς εἰδωλολάτρες, ποὺ φθονοῦσαν τὸν ἅγιο Δημήτριο γιὰ τὴ δόξα, τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία καὶ τὸν κατάγγειλαν στὸν Γαλέριο ὡς Χριστιανό. Ὁ θυμὸς τοῦ αὐτοκράτορα, ὅταν πιστοποίησε τὴν ἀλήθεια τῆς καταγγελίας, καὶ μάλιστα ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Δημήτριος κήρυττε τὴν Πίστη του μὲ παρρησία, ὁδηγώντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὸν Χριστό, ἦταν ἀσυγκράτητος. Πρόσταξε τότε καὶ ἔφεραν ἐνώπιόν του τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν Πίστη του. Ὁ τύραννος ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ καὶ τὸν ἔκλεισαν γιὰ ἀτίμωση σ᾽ ἕνα ὑπόγειο λουτρὸ κοντὰ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου χύνονταν ἀκαθαρσίες, μέχρι νὰ τελειώσουν οἱ ἑορτασμοί, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήσει κατόπιν. Ὑπέμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸ σκοτάδι, τὴν ὑγρασία, τὴ μόνωση, τὴ δυσωδία, τὴν ἀτίμωση, εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, προσδοκώντας καὶ εὐχόμενος τὴ μαρτυρική του τελείωση. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς θεοφιλεῖς ἐπιθυμίες αὐτῶν, ποὺ τὸν φοβοῦνται καὶ τὸν ἀγαποῦν, τοῦ ἔδωκε κατὰ τὸν πόθο του μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:

Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀθλημάτων, ποὺ τελοῦνταν τότε στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Θεσσαλονίκης, γίνονταν καὶ ἀγῶνες μονομαχίας. Ὁ Γαλέριος, γιὰ νὰ λαμβάνει δόξα, εἶχε μαζί του ἕνα γιγαντόσωμο Βάνδαλο, ὀνόματι Λυαῖο, προικισμένο μὲ τεράστια σωματικὴ δύναμη. Ἕνεκα λοιπὸν τῆς ὑπερφυσικῆς του δύναμης καὶ μεγάλης δεξιότητας, πάντα νικοῦσε στοὺς ἀγῶνες καὶ φόνευε πολλούς. Βλέποντας τοῦτο ἕνας νεαρὸς χριστιανός, ὁ Νέστορας, καὶ ἐνθυμούμενος τὴ λαμπρὴ ἐκείνη νίκη τοῦ Δαβὶδ κατὰ τοῦ Γολιάθ, ἐπιθύμησε νὰ ἀγωνισθεῖ μὲ τὸν Λυαῖο, ἐπικαλούμενος τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε κι ἐκεῖνον νὰ ἀποδείξει ἀνίσχυρο καὶ τὸν αὐτοκράτορα νὰ καταισχύνει, ποὺ περιφανευόταν στὴ δύναμη ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τιμοῦσε μὲ τόσο βάναυσο τρόπο τὰ εἴδωλα. Ἔτρεξε λοιπὸν στὸ ὑπόγειο ἐκεῖνο λουτρό, ὅπου ἦταν φυλακισμένος ὁ Δημήτριος, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐνισχύσει μὲ τὶς προσευχές του στὸν προκείμενο ἀγώνα του. Ὁ ἅγιος σημείωσε τότε στὸ μέτωπο καὶ τὴν καρδιά του τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ τιμίου σταυροῦ, προφητεύοντάς του συνάμα: «Πήγαινε στὸ καλό, παιδί μου, καί, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ θὰ μαρτυρήσεις.» Ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Δημητρίου ὁ Νέστορας, ἐπέστρεψε δρομαῖος στὸ Στάδιο, τὴ στιγμή, ποὺ οἱ κήρυκες ζητοῦσαν κάποιο νὰ ἀντιμετωπήσει τὸν ἀνίκητο Λυαῖο. Βγάζοντας τὸν χιτώνα του καὶ ἀναφωνώντας, «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», συνεπλάκη μὲ τὸν βάρβαρο γίγαντα, καὶ μὲ τὸ μαχαίρι του τὸν κτύπησε ἀμέσως καίρια στὴν καρδιά, ἀφήνοντάς τον νεκρό! Ὅλοι τότε καταπλάγηκαν, καὶ μάλιστα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος κυριεύθηκε ἀπὸ ὑπέρμετρη λύπη καὶ ὀργή, καὶ πρόσταξε ἀμέσως καὶ συνέλαβαν τὸν Νέστορα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Κι ἐπειδὴ ἄκουσε τὸν νέο νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ τοῦ Δημητρίου, ὑποψιάσθηκε τὴ σύμπραξη τοῦ ἁγίου στὴ νίκη κατὰ τοῦ Λυαίου καί, χωρὶς χρονοτριβή, διέταξε στρατιῶτες νὰ πᾶνε στὴ φυλακὴ καὶ νὰ φονεύσουν μὲ τὶς λόγχες τους τὸν Δημήτριο, ὅπως καὶ ἔγινε. Λέγεται, ὅτι, ὅταν τοὺς εἶδε ὁ ἅγιος καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ ἐπερχόμενο τέλος του, ἀνασήκωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ τὸν λόγχευσαν στὴ δεξιὰ πλευρά, κατὰ μίμηση τοῦ Διδασκάλου του Χριστοῦ, ποὺ λογχεύθηκε ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Δημήτριος ἀπέβη μιμητὴς τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους, ἀλλὰ καὶ κοινωνὸς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Καί, «ὁ δοξάζων τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας Κύριος», δόξασε τὸν εὐλογημένο δοῦλο Του, ποὺ τὸν ἀγάπησε μέχρι θανάτου, στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, παρέχοντάς του πλουσιώτατη θαυματουργικὴ χάρη, καὶ καθιστώντας τον περιβόητο σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἰδιαίτερα γιὰ τὴ φιλόχριστη πόλη του Θεσσαλονίκη, τῆς ὁποίας εἶναι ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος, δὲν ἔπαυσε γιὰ πάνω ἀπὸ 1600 χρόνια νὰ τῆς παρέχει δαψιλὴ τὴν προστασία καὶ εὐλογία του. Πλεῖστες ὅσες φορὲς ἀποδίωξε βαρβαρικὲς ὀρδές, ὅπως τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Σλάβων, ποὺ τὴν εἶχαν ἐπανειλημμένα κυκλώσει καὶ πολιορκήσει. Κι ἀκόμη, στὶς πρεσβεῖες του ἀποδίδεται ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ τὸ ἔτος 1912, ὁπόταν τὰ ἐλληνικὰ στρατεύματα μπῆκαν στὴν πόλη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἀναρίθμητα εἶναι ἀκόμη τὰ θαύματα, ποὺ τέλεσε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ τελεῖ μέχρι σήμερα ὁ ἅγιος Δημήτριος, λυτρώνοντας αἰχμαλώτους καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια, καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἅγιο μύρο, ποὺ ἄφθονο ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸν τάφο του ἐπὶ αἰῶνες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβε ἐπάξια τὴν προσωνυμία τοῦ μυροβλύτη. Στὴν περίφημη βασιλική του στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἀνοικοδομήθηκε ἀρχικὰ τὸν 5ο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιο, τὸν ὁποῖο εἶχε θαυματουργικὰ θεραπεύσει, σώζεται, μεταξὺ ἄλλων,  ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁ τάφος του. Κατὰ τὰ ἔτη 1978-1980 μεταφέρθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ τίμια λείψανά του, ποὺ εἶχαν κλαπεῖ ἀπὸ Δυτικοὺς κατακτητὲς στὸ παρελθόν. Καὶ ἡ μυροβλυσία τους συνεχίζεται καὶ σήμερα!

Οἱ πανηγύρεις τῶν ἁγίων μας, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, τελοῦνται, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς δοξολογοῦμε κατὰ χρέος, μὲ ψαλμωδίες καὶ ὕμνους καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν δι’ αὐτῶν δοξαζόμενο Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λαμβάνουμε παραδείγματα τρόπου ζωῆς, ποὺ ἐφάρμοσαν οἱ ἅγιοι, ὥστε κι ἐμεῖς, μὲ τὶς θεόδεκτες εὐχές τους, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς μιμούμαστε τὸ κατὰ δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει τὴ ζωή τους ὑμνολογικά· γι’ αὐτὸ καὶ στὶς μνῆμες τους διαβάζουμε καὶ διηγούμαστε τοὺς βίους καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄθλους καὶ τὰ λαμπρά τους ἔνθεα ἀριστεύματα. Καὶ ὁ μεγάλος τοῦ Χριστοῦ ἀριστέας Δημήτριος πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει, νὰ μᾶς παραδειγματίσει. Καί, νομίζω, πὼς τὸ καίριο καὶ κύριο στὸν θεοφιλή του βίο ὑπῆρξε ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ἡ θεώνυμη ἀγάπη. Αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ παραβλέψει δόξες καὶ τιμὲς καὶ ἀξιώματα καὶ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή· αὐτὴ τὸν ὁδήγησε στὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του· αὐτὴ τὸν ἀνύψωσε, ἑκόντα καὶ ποθοῦντα, καὶ στὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος. Αὐτήν, νὰ τὸν παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων, νὰ ἐμφυτεύσει στὶς ἁμαρτωλὲς καρδιές μας, μὲ τὶς εὐπρόσδεκτες ἱκεσίες του στὸν Κύριο, πρὸς τὸν Ὁποῖο πολλὴ πλουτεῖ τὴν παρρησία. Καί, νὰ τὸν παρακαλέσουμε συνάμα γιὰ βοήθεια στὶς δύσκολες μέρες, ποὺ διερχόμαστε, λέγοντας μὲ ταπείνωση: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως, καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς… Οἴκτειρον, οὖν, πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ’ ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.» Ἀμήν!

Μνήμη του μεγάλου σεισμού (26 Οκτωβρίου)

Μνήμη του μεγάλου σεισμού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του μεγάλου σεισμού

Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε,
Tης σης γαρ οργής οίκτός εστι το πλέον.

Μνήμη του μεγάλου σεισμού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου, ήτοι εν έτει ψμ΄ [740], ινδικτιώνος ενάτης, εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Oκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Kωνσταντινούπολιν, ώστε οπού, όλα τα ανώγεα και τα ωραιότατα από τα άλλα οσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Kαι πολλοί άνθρωποι καταπλακωθέντες, εθανατώθησαν. Διά τούτο και κατά την ημέραν ταύτην του Mεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν την ενθύμησιν της φοβεράς εκείνης απειλής του σεισμού, πηγαίνοντες με λιτανείαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν της Πανάγνου και Aγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας. Kαι τελούμεν εκεί την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν. Mε τας πρεσβείας της οποίας Θεοτόκου, άμποτε να λυτρωθώμεν από κάθε απειλήν και φοβερισμόν θεϊκόν, και να τύχωμεν της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών, εν Xριστώ Iησού τω Kυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Aμήν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)