Αρχική Blog Σελίδα 22

Inside mRNA Vaccines – The Movie (Μέσα στα εμβόλια mRNA: Η ταινία. Ελληνικοί υπότιτλοι)

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ κοίμησις τῆς Θεοτόκου

Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ»  (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.

Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.

Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».

Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.

Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον  Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.

Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.

Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.

Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».

Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅«οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.

Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:

«Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.

Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.

Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύσιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».

Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβείας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα⋅γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «Πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».

Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου, «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.

Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».

Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον⋅καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.

Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.

Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

——————————————–

πηγή: Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Άγιον Όρος, 2010.

Πηγή: http://paterikakeimena.blogspot.com/

Όταν ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης συνάντησε την Θεόμορφο Παναγία

Screenshot
Παναγία η Θεόμορφος. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, βαπτίσθηκε Χριστιανός με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ. Τρία χρόνια αργότερα αφού έμαθε ότι ζει στα Ιεροσόλυμα η Μήτηρ Του Κυρίου λαχτάρισε να τη δεί.

Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυμα και τον οδήγησαν στο σπίτι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου όπου ζούσε η Υπεραγία Θεοτόκος μετά τη Σταύρωση Του Χριστού.

Γράφει σχετικά με την επίσκεψη αυτή σε μίαν επιστολή.

«Δέν πίστευα, το ομολογώ ενώπιον Τού Κυρίου, ω! θαυμάσιε οδηγέ καί ποιμένα μας Ιωάννη, ότι εκτός από Τόν ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη.

Όμως, κανένας άνθρωπος δέν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά. Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τη θεόμορφη και αγιότερη απ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα Τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ήταν ένα δώρο τής χάριτος Τού Θεού, της συγκαταβατικότητας του κορυφαίου αποστόλου (Ιωάννου), καθώς καί τής απέραντης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας τής ίδιας Τής Παρθένου.

Ομολογώ ξανά και ξανά μπροστά στόν παντοδύναμο Θεό, μπροστά στόν πανάγαθο Σωτήρα και μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τη θεόμορφη και Παναγία Παρθένο, ο Ιωάννης, η κεφαλή τών ευαγγελιστών καί τών προφητών πού, ενώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ο ήλιος στόν ουρανό, με τύλιξε μία θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή καί αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, καθώς καί μία υπερκόσμια, μία υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές.

Ούτε το πνεύμα μου ούτε το αδύναμο σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση τής αιώνιας μακαριότητας καί δόξας. Παρέλυσε η καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τη θεία δόξα καί χάρη της.

Βεβαιώνω μπροστά στόν Θεό πώς, αν δεν είχα φυλάξει στήν καρδιά μου καί στόν νεοφώτιστο νού μου τίς θεόπνευστες διδαχές καί υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει Τήν Παρθένο θεό καί θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι όπως προσκυνούμε Τόν μόνο αληθινό Θεό. Γιατί κανένας νούς δέν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο από Τόν Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ο ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ.

Ευχαριστώ Τόν ύψιστο καί πανάγαθο Θεό μου,

Τήν Παναγία Παρθένο, τόν κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα, τήν ανώτατη καί επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, πού σπλαχνικά μου φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία».

Πηγή: vimaorthodoxias.gr

Ύμνοι Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Ο π. Κωνσταντίνος Νομικός ομιλεί για την αγιότητα του π. Σάββα Αχιλλέως, διηγείται και συμβουλεύει…

Συνέντευξη του π. Κωνσταντίνου Νομικού, εφημέριου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας στη Λαγκάδα της Αμοργού, στον δημοσιογράφο Ιωσήφ Παπαδόπουλο.

Ιωσήφ Παπαδόπουλος:

«Τον συναντήσαμε τυχαία την ώρα που η καπετάνισσα έμπαινε στον ναό της Αγίας Σοφίας, στη Λαγκάδα της Αμοργού, για το καθιερωμένο άναμμα του κεριού. Εκείνη την ώρα ο εφημέριος πατήρ Κωνσταντίνος Νομικός ετοιμαζόταν να σφραγίσει τον ναό και να φύγει. Μόλις μας είδε απευθύνθηκε σε μένα και είπε : “Ο κόσμος μας καταστρέφεται. Όλα τα δαιμόνια ανέβηκαν επάνω και διαφθείρουν τα πάντα”! Δεν είχα σκοπό να πάω τη συζήτηση πιο πέρα, ούτε βεβαίως να του ζητήσω να μου δώσει συνέντευξη. Προβληματίστηκα ωστόσο με τα λεγόμενά του και τον ρώτησα : “Θέλετε να μου πείτε δυο λόγια στην κάμερα;” Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα καταφατική απάντηση. “Πολύ ευχαρίστως!”, απάντησε ο πατέρας Κωνσταντίνος Νομικός! Όσα μου είπε στη συνέχεια δεν μπορώ να τα κρίνω, ούτε να τα αξιολογήσω. Έχω μάθει να ακούω και να σέβομαι τις απόψεις των άλλων, εφ’ όσον βεβαίως δεν στρέφονται εναντίον μου. Αυτό που μπορώ πάντως μετά βεβαιότητος να πω είναι ότι όντως ξεφύγαμε. Άπαντες! Ένθεν κακείθεν. Η υπερβολή είναι αυτή που χαρακτηρίζει πλέον τη σκέψη και τον τρόπο ζωής μας. Η απλή λογική και το μέτρο έδωσαν τη θέση τους στον παραλογισμό και τη μετριότητα. Και είναι αυτά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, που απομάκρυναν τον κόσμο απ’ την Εκκλησία του Χριστού».

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, 1974. Δεν ξεχνώ!

Screenshot

Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε παράνομα στην Κύπρο στρατιωτικά καταλαμβάνοντας εντός τριών ημερών το 3% από το βόρειο κομμάτι του νησιού και συγκεκριμένα την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 14 Αυγούστου 1974 πραγματοποιείται η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, κατά την οποία η Τουρκία μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβε το 36,2% του νησιού.

Τραγικές ήταν οι συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Χιλιάδες ήταν οι νεκροί, ενώ περίπου 180.000 Ελληνοκύπριοι που ζούσαν στο βόρειο τμήμα της χώρας -περισσότεροι από το ένα τρίτο του πληθυσμού- εκδιώχθηκαν βίαια από τα σπίτια και τις περιουσίες τους και έγιναν πρόσφυγες στην ίδιά τους την πατρίδα. Άλλοι 20.000 Ελληνοκύπριοι που είχαν εγκλωβιστεί στις κατεχόμενες περιοχές το 1974, εξαναγκάστηκαν σταδιακά, με εκφοβισμό και στέρηση των βασικών τους ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να βρουν καταφύγιο στην ελεγχόμενη από την Κυβέρνηση περιοχή. Σήμερα, παραμένουν λιγότεροι από 500 εγκλωβισμένοι. {…}

Μεγάλο μέρος της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς στο κατεχόμενο τμήμα έχει καταστραφεί και υποστεί βανδαλισμούς, και χώροι λατρείας έχουν βεβηλωθεί. {…}

Πηγή: Στρατιωτική εισβολή και κατοχή από την Τουρκία

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 14 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 1-7

Παῦλος, Ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ὅλῃ τῇ ᾿Αχαΐᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως, ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως, ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ· ὅτι καθὼς περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν. Εἴ τε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν·εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 43-46

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν. καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει· καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Mιχαίου (14 Αυγούστου)

Προφήτης Μιχαίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Mιχαίου

Eκ γης μεν ήρθην, ει και πόλον φθάσω,
Xάριν Mιχαίας είσομαί σοι τω ξύλω.
Mιχαίας δεκάτη ξύλω ήρθη ηδέ τετάρτη.

Προφήτης Μιχαίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον ένας από τους δώδεκα Προφήτας τους μικρούς λεγομένους, εκ της φυλής του Eφραίμ, υιός Iωράμ1, γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Mωραθή, προεφήτευσεν έτη πδ΄ [84]. Προέλαβε δε την έλευσιν του Xριστού έτη χϛ΄ [606]. Oύτος λοιπόν επειδή ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Aχαάβ, διά τας πολλάς και διαφόρους του αμαρτίας, διά τούτο εμισείτο από εκείνον. Όθεν τούτο ηξεύρωντας ο Προφήτης, ανεχώρει, και ευρίσκετο τον περισσότερον καιρόν εις τα βουνά, ίνα μη συχνά εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα, κινήση τον θυμόν αυτού εις το να τον φονεύση. Aφ’ ου δε απέθανεν ο Aχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Aχαάβ, Iωράμ ονομαζόμενον, διά τας παρανομίας οπού έκαμνε, τας ομοίας με τας του πατρός του. O δε Iωράμ νέος ώντας, δεν υπέφερε τον έλεγχον του Προφήτου, όθεν επίασεν αυτόν, και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Oι δε συγγενείς αυτού πέρνοντες αυτό, το έθαψαν με τιμήν εις την πατρίδα του, την καλουμένην Mωραθή, κοντά εις το κοιμητήριον του Eνακείμ. O δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.

Σημείωση

1. O δε Iώσηπος λέγει, ότι ήτον υιός Iεμβλέου. Ήτον δε ο Mιχαίας παλαιότερος του Προφήτου Eλισσαίου. Όθεν ο Iερεμίας ονομαστί αναφέρει τον Mιχαίαν τούτον λέγων· «Kαι ανέστησαν άνδρες των πρεσβυτέρων της γης, και είπαν πάση τη συναγωγή του λαού. Mιχαίας ο Mωραθίτης ην εν ταις ημέραις Eζεκίου βασιλέως Iούδα· και είπε παντί τω λαώ Iούδα· ούτως είπε Kύριος. Σιών ως αγρός αροτριωθήσεται, και Iερουσαλήμ εις άβατον έσται, και το όρος του οίκου εις άλσος δρυμού» (Iερ. λγ΄, ή κατ’ άλλην έκδοσιν κϛ΄, 17). Eξεδόθη δε η προφητεία αυτού επί των βασιλειών του Iωάθαμ, του Άχαζ, και του Eζεκίου. (Όρα εις τον Kανονικόν Kλήμεντα.) Σημείωσαι, ότι εις την προεόρτιον ταύτην ημέραν της Kοιμήσεως λόγον έχει ο Kωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός, ου η αρχή· «O χρεωστών πάντοτε τον ίδιον». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Βίος καὶ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου τοῦ Κυπρίου, ἐπισκόπου Ἀπαμείας τῆς Συρίας (14 Αὐγούστου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Πρωτοσυγκέλλου Μητροπόλεως Μόρφου

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Μάρκελλος ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή, ἀπὸ λαμπροὺς προγόνους, καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα. Ἀπὸ μικρὸς ζοῦσε μὲ ἰδιαίτερα ἐνάρετη πολιτεία, ἀσκῶντας ἐγκράτεια, σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη καὶ μελέτη τῶν θείων βιβλίων.

Ὅταν ἔφθασε σὲ ἀνδρικὴ ἡλικία, ἀναγκάσθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, παρὰ τὴ θέληση του, ἔλαβε ἀνώτατο πολιτικὸ ἀξίωμα στὴν Κύπρο. Τότε ἦταν ποὺ προφανῶς νυμφεύθηκε, καὶ ἀναδείχθηκε πατέρας τέκνων. Ἐπειδὴ λοιπὸν διέπρεψε στὴν κοσμικὴ ἀρχή, ἔγινε παντοῦ περιβόητος γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὶς διοικητικές του ἱκανότητες.

Συνέβηκε τότε νὰ κοιμηθεῖ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἁγιώτατος ἐπίσκοπος τῆς Ἀπάμειας, ἀρχαίας καὶ σπουδαιότατης πόλης τῆς Συρίας, μέχρι τὴν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ φήμη του Μαρκέλλου. Ἕνεκα δὲ τῶν γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα διαχρονικῶν σχέσεων Κύπρου-Συρίας, ἐξ αἰτίας μάλιστα καὶ τῆς ἰδιαίτερης γειτνίασης τους, οἱ Ἀπαμεῖς ἔστειλαν καὶ κάλεσαν ἀπὸ τὴν Κύπρο τὸν Μάρκελλο γιὰ ἄλλη δῆθεν αἰτία. Ὅταν ὅμως αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ, τοῦ ἀποκάλυψαν ὅτι τὸν ἤθελαν νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος τους. Ἀφοῦ τὸν πίεσαν πολύ, ὁ ἅγιος ὑποχώρησε καὶ κατεστάθη ἄκων ἀρχιερέας τῆς Ἀπάμειας. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι στὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, μέχρι καὶ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (691/692), μποροῦσαν νὰ ἀνέλθουν καὶ ἔγγαμοι κληρικοί.

Ὡς ἀληθινὸς ποιμένας, ὁ Μάρκελλος ἀγωνίσθηκε μὲ θεῖο ζῆλο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ποὺ ἡ θεία Πρόνοια τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Ἰδιαίτερα, προσπάθησε νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του τὴν εἰδωλολατρία, ἔχοντας τὴν πρὸς τοῦτο ἄδεια καὶ ἐνίσχυση τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379–395). Ἄρχισε λοιπὸν ὁ ἅγιος νὰ καταστρέφει τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ τεμένη τῶν εἰδώλων, ἐνῷ ἀφίχθηκε στὴν Ἀπάμεια καὶ ὁ ὕπαρχος τῆς διοίκησης τῆς Ἐῴας, ἔχοντας μαζί του δύο χιλίαρχους καὶ ἀρκετὸ στράτευμα, γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸ ἱερὸ τοῦτο ἔργο τοῦ Μαρκέλλου.

Στὴν Ἀπάμεια ὑπῆρχε καὶ ἕνας παμμέγιστος ναὸς τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος, ὡς ἰσχυρότατο κτίσμα, δὲν μποροῦσε νὰ καταστραφεῖ εὔκολα. Τότε ὁ Μάρκελλος προέπεμψε στὶς ἄλλες πόλεις τὸν ὕπαρχο, λέγοντάς του ὅτι θὰ φρόντιζε ὁ ἴδιος γιὰ τὴν κατεδάφιση τοῦ εἰδωλείου ἐκείνου, κάνοντας συγχρόνως καὶ θερμὴ προσευχὴ στὸν Θεό, νὰ τὸν βοηθήσει. Τότε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Κύριος στὸν ἅγιο, τοῦ ζήτησε δύο τεχνῖτες, καὶ ἐπινόησε τρόπο, ὥστε νὰ κατακαύσει τὸ ναὸ μὲ ξύλα. Ἀλλὰ δαίμονας, ποὺ κατοικοῦσε στὸ εἰδωλεῖο, παρεμπόδιζε τὴ φλόγα. Τότε ὁ Μάρκελλος, εὐλογῶντας νερὸ (κάνοντας δηλαδὴ ἁγιασμό), ἀπέστειλε τὸν διάκονό του Ἐκύτιο καὶ ράντισε μ᾽ αὐτὸ τὸν ναό. Ὁ δαίμονας φυγαδεύθηκε ἀμέσως καὶ ἡ φλόγα κατέκαυσε μέσα σὲ λίγη ὥρα τὸν ναὸ ἐκεῖνο, ποὺ κατέπεσε καὶ συντρίφθηκε.

Κατόπιν ὁ ἅγιος μετέβηκε μαζὶ μὲ στρατιῶτες στὸν Αὐλῶνα, ἐπίσημη περιοχὴ τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ καταστρέψει καὶ τὸ ἐκεῖ εἰδωλεῖο. Ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς συγκρότησαν μάχη μὲ τὸν στρατό, ἐνῷ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς συνέλαβαν κρυφὰ τὸν ἅγιο, πού, ὡς ἀσθενής, βρισκόταν μόνος σὲ ἀπόμερο τόπο, καὶ ἀφοῦ ἄναψαν πυρά, τὸν ἔριψαν σ᾽ αὐτή, ὅπου ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου περὶ τὸ 388. Τὰ τέκνα τοῦ ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ πατέρα τους, ζητοῦσαν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη ἐκδίκηση καὶ τιμωρία τῶν φονέων του. Ἀλλά, τοπικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια περὶ τὸ 388/389, ἀποφάνθηκε ὅτι τοῦτο δὲν ἦταν ὀρθό, ἀλλ᾽ ἔπρεπε μᾶλλον νὰ χαίρονται καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ γίνουν τέκνα τέτοιου ἐνδόξου μάρτυρος. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκελλος, ὁ ὁμόζηλος τῶν μαρτύρων, πιθανῶς ἐνῷ ἀκόμη βρισκόταν στὴν Κύπρο, διατηροῦσε ἀλληλογραφία μὲ διάφορους μάρτυρες, ποὺ βρίσκονταν στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους.

Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 25 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 14 Αὐγούστου.

Τελειώνοντας, πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὸ πλαστὸ καὶ ἀνύπαρκτο πρόσωπο τοῦ ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, δῆθεν ἐπισκόπου Σόλων τῆς Κύπρου, ποὺ δημιουργήθηκε ὡς ἑξῆς. Στὴ χειρόγραφη παράδοση, τόσο τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ Κανοναρίων καὶ Μηνολογίων Εὐαγγελισταρίων, ἡ μνήμη τοῦ ὡς ἄνω ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου φέρεται στὶς 25 (ἐνίοτε καὶ στὶς 26, 28 ἢ 29) Φεβρουαρίου, μὲ τὴν ἀναφορά, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, ἐπισκόπου Ἀπαμείας τῆς Κύπρου» (ὅπου ἀσφαλῶς ἐννοεῖται «<τοῦ ἐκ> ἤ <ὁρμωμένου ἐκ> τῆς Κύπρου»· πρβλ. AnBoll 53[1935], σ. 236). Πρῶτος ὁ Κύπριος λατῖνος χρονογράφος (16ος αἱ.) Στέφανος Λουζινιανὸς (Étienne Lusignan) στὰ ἔργα του Chorograffia (φ. 26r) καὶ Raccolta di cinque discorsi (IV, φ. 53v), καὶ κατόπιν οἱ Νεόφυτος Ροδινὸς (Περὶ ἡρώων, σ. 77) καί Ἀρχιμ. Κυπριανὸς (Ἱστορία Χρονολογική, σσ. 347-348), οἱ ὁποῖοι κατὰ κανόνα ἀντιγράφουν ἀβασάνιστα τὸν Lusignan, θεώρησαν ὅτι πρόκειται γιὰ κεχωρισμένο πρόσωπο, καταγόμενο ἀπὸ τοὺς Σόλους τῆς Κύπρου καὶ ποὺ μαρτύρησε ἐκεῖ, ταυτίζοντας ἐσφαλμένως —πρὸς αἰτιολόγηση τῆς θεωρίας τους— τὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας πρὸς τὴν παρακείμενη στοὺς Σόλους ἀρχαία πόλη Αἴπεια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἐπαναλαμβάνεται καὶ στοὺς καταλόγους Κυπρίων ἁγίων μεταγενεστέρων συγγραφέων (Χάκκεττ-Παπαϊωάννου, Ἱστορία Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κύπρου, τ. Β´, σσ. 97-98· Εὐστρατιάδης, Ἁγιολόγιον, σ. 299· Μακαρίου Γ´ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, Κύπρος ἡ ἁγία νῆσος, σσ. 38-39). Ἐξάλλου, καμμία ἄλλη τεκμηρίωση καὶ μαρτυρία στὶς πηγὲς δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦτο.

Βιβλιογραφία: BHG³ καὶ BHG Novum Αuctarium 1026-1027z· SynaxEcclCon, 490, 491-492· AASS, Aug. III, 151–156· Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, V, XXI (=PG 82, 1244-1245)· Σῳζομενοῦ Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, VII, XV (=PG 67, 1457)· H. Delehayé, «Saints et reliquaires d’ Apamée», AnBoll 53 (1935), σσ. 232–236· Stefano Lusignano, Chorograffia et breve Historia Universale, Bologna 1573, f. 26r· Stefano Lusignano, Raccolta di cinque discorsi intitolati corone, Padova 1577, IV, f. 53v· Νεόφυτος Ροδινός, Περὶ ἡρώων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ἁγίων…, Ρώμη 1659, σ. 77· Ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ἱστορία Χρονολογικὴ τῆς νήσου Κύπρου, Ἐνετίησιν 1788, σσ. 347-348· Χάκκεττ Ἰωάννου, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κατὰ μετάφρασιν καὶ συμπλήρωσιν ὑπὸ Χαριλάου Ἰ. Παπαϊωάννου, τ. Β´, Πειραιεὺς 1927, σσ. 97-98· Εὐστρατιάδης Σωφρόνιος, πρώην Λεοντοπόλεως, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, 1935 (ἀνατ. 1995), σ. 299. Μακαρίου Γ´, Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, Κύπρος ἡ ἁγία νῆσος, Λευκωσία ²1997, σσ. 38-39.

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oυρσικίου (14 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 14ης Αυγούστου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oυρσικίου

Oυρσικίου τμηθείσαν ω Θεού Λόγε,
Πώς την κεφαλήν αστεφάνωτον λίπης;

Μηνολόγιο 14ης Αυγούστου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τ΄ [300], καταγόμενος από την πόλιν Σεβεντού, την ευρισκομένην εις την άνω Iλλυρίαν, ήτοι Σλαβονίαν, στρατιώτης υπάρχων κατά την τάξιν. Oύτος λοιπόν με το να ήτον Xριστιανός, εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Mαξιμιανόν. O δε Mαξιμιανός έδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον Aριστείδην διά να τον κρίνη εκείνος. Όθεν έδειραν αυτόν εις την ράχιν με βούνευρα, και τα πλευρά του επλήγωσαν δυνατά. Έπειτα ετείλιξαν τας χείρας του με λινάρια βρεγμένα με λάδι, επάνω δε τούτων έπασαν τεάφι και ρετζίνην, και έτζι έδωκαν φωτίαν εις αυτά. Πάσχων δε τας τιμωρίας ταύτας ο Άγιος, έλεγεν, ότι δικαίως πάσχουν τα χέριά του, διατί εγλύτωσαν τον τύραννον, ο οποίος έμελλε κακώς να απολεσθή. Όθεν επειδή ο τύραννος εκατηγορήθη από κάποιον Tερτυλλιανόν εκεί παρευρισκόμενον, διατί λυτρωθείς από τον Άγιον, εφάνη αχάριστος εις τον ευεργέτην του, τούτου χάριν εντραπείς ο Mαξιμιανός, επρόσταξε να χύσουν νερόν επάνω εις τα χέρια του Mάρτυρος, και να σβύσουν την φωτίαν. Bλέπων δε τούτο ένας Έλλην, Oλβιανός ονομαζόμενος, εταράχθη από τον θυμόν του, και ευγήκεν έξω από το πραιτώριον. Όστις πηγαίνωντας εις τον οίκον του, εδαγκάσθη από ένα σκορπίον, και με πόνους μεγάλους κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψεν. O δε Άγιος Oυρσίκιος δεχθείς την τελευταίαν απόφασιν, απεκεφαλίσθη από κάποιον Oυάλεντα, ο οποίος εδιάβαλε τον Άγιον πρότερον. Tρεις φοραίς δε εκτύπησεν ο απάνθρωπος εις τον λαιμόν του Aγίου με το σπαθί, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)