Αρχική Blog Σελίδα 212

Ὁ ἅγιος καὶ ἱερομάρτυς Θεράπων, ἐπίσκοπος Κιτίου τῆς Κύπρου (14/5)

Ὁ ἅγιος Θεράπων (ὁ ἐπίσκοπος Κιτίου καὶ ἱερομάρτυς) (ἀρχὲς 16ου αἰ.). Εἰκόνα σὲ ἐπιστύλιο στὸν ναὸ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, Πλατανιστάσα (ἀρχεῖον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου)

Ὁ ἅγιος καὶ ἱερομάρτυς Θεράπων, ἐπίσκοπος Κιτίου τῆς Κύπρου (14/5)1

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ὁ ἅγιος Θεράπων (ὁ ἐπίσκοπος Κιτίου καὶ ἱερομάρτυς) (ἀρχὲς 16ου αἰ.). Εἰκόνα σὲ ἐπιστύλιο στὸν ναὸ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, Πλατανιστάσα (ἀρχεῖον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου)

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Θεράπων2 , ἐπίσκοπος στὴν Κύπρο, μὲ ἕδρα προφανέστατα τὴν ἀρχαία πόλη τοῦ Κιτίου3, πόλη ποὺ διαδέχθηκε ἡ σημερινὴ Λάρνακα, ἀποτελεῖ ἕνα λαμπρὸ κεφάλαιο τῆς ἁγιολογίας, τόσο τῆς νήσου τῶν ἁγίων Κύπρου, ὅσο καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως θὰ διαπιστώσουμε στὴ συνέχεια.

Δυστυχῶς, ἕνεκα τῶν ποικίλων ἱστορικῶν περιπετειῶν τῆς νήσου, δὲν ἔχουν διασωθεῖ οὔτε κάποιες ἱστορικὲς ἀναφορὲς τῆς ἐποχῆς, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ κάποιο ἀρχαῖο Μαρτύριο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου. Παρόλο τοῦτο, τὸ σωζόμενο σχετικὸ πρὸς τὸ σεπτό του πρόσωπο ἁγιολογικὸ ὑλικὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ χαρακτηρίσουμε πλούσιο σὲ ποσότητα, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πτωχό, ὡς πρὸς τὰ παρεχόμενα βιογραφικά του στοιχεῖα.

α. Οἱ Ἁγιολογικὲς πηγὲς

1. Τὴν ἀρχαιότερη καὶ σημαντικώτερη γιὰ τὸν ἱερομάρτυρα Θεράποντα ἁγιολογικὴ πηγὴ ἀποτελεῖ τὸ «Ἐγκώμιον εἰς τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος» (BHG 1798 = CPG 8196). Πρῶτος, ἀπὸ μόνο τὸν κώδ. Laurentianus IX.14 (11ου αἰ.) τῆς περίφημης Λαυρεντιανῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φλωρεντίας, ἐξέδωσε τὸ Ἐγκώμιο ὁ D. Papebroch στὴ μνημειώδη σειρὰ AASS. Σὲ πλέον ἐπιμελημένη κριτικὴ ἔκδοση τὸ ἐξέδωσε τὸ 1900 ὁ L. Deubner, σύμφωνα καὶ μὲ ἕνα δεύτερο κώδικα, τὸν Messanensem 29 (12ου αἰ.), τῆς Βιβλιοθήκης Μεσσήνης τῆς Ἰταλίας, προκρίνοντας ἐν προκειμένῳ τὸν Λαυρεντιανὸ κώδικα. Κανεὶς ὅμως ἀπὸ τοὺς δύο ἐκδότες δὲν ἀπέδωσε τὸ Ἐγκώμιον σὲ ὁποιοδήποτε συγγραφέα, καθὼς τοῦτο σὲ ἀμφότερους τοὺς ἐν λόγῳ κώδικες παραδίδεται ἀνωνύμως. Μεταγενέστεροι ὅμως ἐρευνητὲς ἀπέδωσαν τὸ ἔργο στὸν ἅγιο Ἀνδρέα, ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης, τὸν Ἱεροσολυμίτη6. Σύμφωνα ὅμως μὲ πρόσφατη ἀξιόλογη ἐργασία τοῦ ἀγαπητοῦ καθηγητῆ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ καὶ ἐκλεκτοῦ ἐρευνητῆ ἐπιστήμονα κ. Χρήστου Ἀραμπατζῆ7 , ἡ ἀπόδοση τῆς πατρότητας τοῦ ἐν λόγῳ Ἐγκωμίου στὸν Ἀνδρέα Κρήτης δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ γιὰ ποικίλους ἱστορικοφιλολογικοὺς λόγους. Τὸ Ἐγκώμιον πιθανώτατα γράφηκε ἀπὸ ἀνώνυμο ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὰ τέλη 7ου/ἀρχὲς 8ου αἰ.8 . Ἡ ἀπόδοση τοῦ Ἐγκωμίου στὸν Κρήτης Ἀνδρέα στὸν μόνο γνωστὸ -ἐπὶ τοῦ παρόντος- κώδικα Monacensis Graecus 3669  (προμεταφραστικὸ Μηνολόγιον τοῦ Μαΐου μηνός, τέλη 9ου αἰ.)10 , ὅπου στηρίχθηκαν ἀρκετοὶ νεώτεροι ἐρευνητὲς γιὰ τὴν ταύτιση τοῦ συγγραφέα του, θεωρεῖται μᾶλλον ψευδεπίγραφη11 . Στόχος ἐν προκειμένῳ τοῦ ἀνωνύμου συμπιλητῆ τοῦ Ἐγκωμίου στὸν κώδικα αὐτὸ12  ἦταν νὰ τοῦ προσδώσει κῦρος, ἐπιγράφοντάς το στὸν μεγάλο ἐγκωμιαστὴ ἁγίων Ἀνδρέα Κρήτης.

Κώδικας Monacensis Graecus 366 (προμεταφραστικὸ Μηνολόγιον τοῦ Μαΐου μηνός, τέλη 9ου αἰ.), φ. 214r. Ἡ ἀρχὴ τοῦ Ἐγκωμίου πρὸς τὸν ἅγιο Θεράποντα, ποὺ ἐδῶ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης

Ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τοῦ Ἐγκωμίου, πέραν τῆς ἀρχαιότητάς του, ἔγκειται στὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ ἔντονες ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, ὁ συγγραφέας του ἦταν παρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν κατατέθηκαν τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου «πλησίον τῆς ἐλαίας»13 , ὑπῆρξε αὐτήκοος τῶν περὶ τοῦ ἁγίου Θεράποντος ἀπὸ τοὺς Κύπριους, ποὺ μετακόμισαν τὰ τίμια λείψανά του στὴ Βασιλεύουσα καί, πιθανώτατα, αὐτόπτης τῶν πλείστων περιγραφομένων ἀπ᾽ αὐτὸν θαυμάτων14 . Τὸ Ἐγκώμιον ἐκφωνήθηκε προφανῶς ὡς πανηγυρικὸς λόγος πρὸς τὸν ἅγιο Θεράποντα στὸν ὡς ἄνω ναὸ τῆς Θεοτόκου πλησίον τῆς Ἐλαίας, ἐνόσω βρίσκονταν ἀποτεθειμένα ἐκεῖ τὰ ἱερά του λείψανα.

Δυστυχῶς, λιτότατες, ἀόριστες καὶ χωρὶς χρονολογικὸ πλαίσιο εἶναι οἱ βιογραφικὲς στὸν ἅγιο ἀναφορὲς τοῦ Ἐγκωμίου, γιατὶ προφανῶς τόσα γνώριζαν οἱ Κύπριοι πληροφοριοδότες τοῦ ἀνωνύμου συγγραφέα του. Ἀναφέρεται λοιπὸν ἐκεῖ, ὅτι ὁ Θεράπων καταγόταν ἀπὸ τὴν ἑῴα (Ἀνατολή)15 , ὅπου εἶχε γεννηθεῖ καὶ εἶχε γίνει μοναχός, διάγοντας ἐνάρετη ζωή, ἐπισφράγισε δὲ τὸν βίο μὲ τὸ αἷμα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους εὑρισκόμενος σὲ γεροντικὴ ἡλικία, ἀφήνοντας στὴ γῆ τὰ ἱερά του λείψανα16 . Καὶ ὁ δίκαιος μισθαποδότης Θεὸς τὸν ἀντάμειψε μὲ τὴ χάρη τῶν θαυμάτων, τὴν ὁποία πλούτισε ὅλη ἡ Ἀνατολή, καὶ ἰδιαίτερα ἡ Κύπρος17 . Οἱ Κύπριοι, τιμώντας τον, ἀνήγειραν περίλαμπρο ναὸ στὸν χῶρο τοῦ μαρτυρίου του, ὅπου κατατέθηκαν τὰ χαριτόβρυτά του λείψανα18 , καὶ ὅπου παρέμειναν μέχρι τὴν πρώτη ἀραβικὴ κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομὴ (ἔτος 649). Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὴ δεύτερη, ἀπαντώντας σὲ σχετικὴ ἐρώτηση-παράκληση τῶν πιστῶν, ὁ ἅγιος τοὺς πρόσταξε μὲ θαυμαστὴ ἐμφάνειά του νὰ ἀναχωρήσουν καὶ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴ νῆσο καὶ νὰ συναποκομίσουν καὶ τὰ λείψανά του, διότι ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ μεγάλη καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες εἰσβολεῖς ὁλόκληρη ἡ Κύπρος19 . Στὴ συνέχεια, ὁ συγγραφέας ἀφηγεῖται τὰ τῆς μετανάστευσης τῶν Κυπρίων στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τῆς ἐκεῖ μετακομιδῆς τῶν τιμίων τοῦ ἁγίου λειψάνων, ἐπισημαίνοντας καὶ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς κατὰ τὸν πλοῦν μεγάλης μυροβλυσίας τους20 . Ἀφοῦ λοιπὸν ἀφίχθηκαν τὰ τίμια ἐκεῖνα λείψανα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ φύλακάς τους τὰ εἶχε ἐκεῖ κρυμμένα γιὰ ἀρκετὸ χρόνο σὲ κάποιο μικρὸ οἶκο. Μὲ θεϊκὴ ὅμως παρακίνηση, τὰ παρέδωσε τελικὰ στὸν ἱερέα τοῦ ὡς ἄνω ναοῦ τῆς Θεοτόκου «πλησίον τῆς ἐλαίας»21 , ὁπόταν ἄρχισαν νὰ ἐπιτελοῦν πάμπολλες θαυματουργίες, τὶς ὁποῖες καταγράφει ὁ εὐλογημένος ἀνώνυμος ἐγκωμιαστής, καθόσον ὑπῆρξε αὐτήκοος ἢ καὶ αὐτόπτης μάρτυς τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτές22 . Τὸ Ἐγκώμιον καταλήγει σὲ μία πανηγυρικὴ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν ἅγιο καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ23 .

Οἱ ὑπόλοιπες ἁγιολογικὲς γιὰ τὸν ἅγιο πηγὲς ἀρύονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀπὸ τὸ Ἐγκώμιον τοῦτο, καὶ πάντως ἀκολουθοῦν κοινὴ ἁγιολογικὴ παράδοση. Αὐτὲς εἶναι:

2. «Βίος ἐν συντόμῳ καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Θεράποντος ἐπισκόπου Κύπρου» (BHG 1797).  Συνεκδόθηκε ἀπὸ τὸν L. Deubner μὲ τὸ ὡς ἄνω Ἐγκώμιον24 , καὶ ἀποτελεῖ μία σύνοψή του. Ὁ ἄγνωστος ὅμως συγγραφέας του, ἀφοῦ δηλώσει τὴν ἄγνοιά του περὶ τῶν τοῦ βίου τοῦ ἁγίου καὶ τὴ σχετικὴ ἀπορία του (μοτίβο, ποὺ ἀκολουθεῖται σὲ ὅλα τὰ ἐφεξῆς παλαιὰ συναξάρια τοῦ ἁγίου) καὶ σημειώσει ὅτι παρέλαβε καὶ ἐξ ἀκοῆς τὰ λίγα γνωστὰ γιὰ τὸν ἅγιο, προσθέτει νέα στοιχεῖα ἢ διασαφηνίζει ὁρισμένα ἀοριστολογούμενα στὸ Ἐγκώμιον: Ὁ Θεράπων «καὶ τῆς θείας καὶ ἱεραρχικῆς τιμῆς διὰ τὸν ἐνάρετον αὐτοῦ καὶ ἔνθεον βίον ἀξιοῦται, οὐκ ἄνευ δὲ βίας εἰς τοῦτο ἐλθών». Ἀφοῦ δὲ διέπρεψε στὴν ἀρχιερωσύνη γιὰ ἀρκετὰ ἔτη, διδάσκοντας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνεργώντας παράδοξα θαύματα, τελειώθηκε στὴν Κύπρο μὲ μαρτυρικὸ θάνατο. Ἀκολουθεῖ ἡ διήγηση γιὰ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὴ Βασιλεύουσα καὶ γενικὴ ἀναφορὰ στὰ ἐκεῖ πάμπολλα θαύματά του.

3. «Βίος καὶ θαυμάτων διήγησις τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος, ἐπισκόπου γενομένου Κύπρου» (BHG Nov Auct 1798c). Ὁ Βίος αὐτὸς παραμένει εἰσέτι ἀνέκδοτος καὶ ἐναπόκειται στὸν κώδ. Crypt. (Κρυπτοφέρρης) B a 22 (17ου αἰ.)25 , φφ. 162r-163r (ὁ αὐτὸς Βίος ἐπαναλαμβάνεται, γραμμένος ἀπὸ ἄλλο, σύγχρονο χέρι, καὶ στὰ φφ. 202v-203v). Ὁ ἀνώνυμος καὶ λόγιος συμπιλητὴς τοῦ συναξαριακοῦ τούτου κειμένου ἀρύεται προφανῶς ἄμεσα ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω δύο πηγές, καὶ ἴσως καὶ ἀπὸ τὰ κατωτέρω μεσοβυζαντινὰ Συναξάρια. Ἀφοῦ ἐκφράσει τὴν ἄγνοια γιὰ βιογραφικὰ τοῦ ἁγίου στοιχεῖα, ἕνεκα μὴ καταγραφῆς τους ἀπὸ προγενέστερους, καὶ ὑποδηλώνοντας ἀόριστα τὶς πηγές του («φασὶ γοῦν οἱ τὰ περὶ τοῦ μακαρίου τοῦδε ἀμυδρῶς ἄγαν σκιαγραφήσαντες»), συνοψίζει τὶς λιτὲς τῶν ὡς ἄνω πηγῶν βιογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν ἅγιο καὶ τὸ θαῦμα τῆς κατὰ τὸν πλοῦν πρὸς τὴ Βασιλεύουσα μυροβλυσίας του. Τὸ κείμενο καταλήγει ἀπότομα, ἀμέσως μετὰ τὴν περιληπτικὴ παράθεση τοῦ παραδιδομένου στὸ Ἐγκώμιον πρώτου θαύματος τοῦ ἁγίου στὴν πόλη (θεραπεία τοῦ Ἰταλοῦ Φλωρίνου). Εἶναι προφανὲς ὅτι στὸ ἀρχικὸ κείμενο, ποὺ ἀντιγράφει ὁ γραφέας τοῦ παρόντος χειρογράφου, ὑπῆρχε καὶ συνέχεια (προφανῶς περιληπτικὴ παράθεση καὶ τῶν λοιπῶν τοῦ ἁγίου θαυμάτων), ἀλλὰ φαίνεται τὸ πρωτότυπο τοῦ γραφέα μας ἦταν ἐλλειπὲς στὸ σημεῖο αὐτό, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπισημειώνει, «λείπει» (ἡ συνέχεια). Δύο εἶναι τὰ ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα τοῦ κειμένου τούτου: Ἡ ἄνοδος στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα τοῦ Θεράποντος26  καί, κυρίως, ὅτι ἡ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου του στὴν Πόλη, ἕνεκα ἐπικειμένης ἀραβικῆς ἐπιδρομῆς, ἔγινε χρόνια πολλὰ μετὰ τὸ μαρτύριό του27 .

4. Τὰ ἐπίτομα συναξάρια στὶς μεσοβυζαντινῆς περιόδου συναξαριακὲς συλλογὲς (Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως28  καὶ Μηνολόγιον Βασιλείου τοῦ Β´29 ), ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν αὐτὴ μὲ τὶς ἀνωτέρω πηγὲς παράδοση, τὴν ὁποία καὶ ἀποτυπώνουν συνοπτικώτατα. Ἀμφότερα τονίζουν ὡς πηγές τους γιὰ τὰ λιτότατα καὶ πάλιν βιογραφικὰ τοῦ ἁγίου στοιχεῖα «τὴν ἐξ ἀγράφου παραδόσεως παρὰ τῶν προγενεστέρων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν εἰκόνων αὐτοῦ» πληροφόρηση. Τὸ ὑπόμνημα στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως κατακλείει μὲ τὴ σημαίνουσα μαρτυρία ὅτι ἡ σύναξη τοῦ ἁγίου στὴ Βασιλεύουσα ἐτελεῖτο «ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ μαρτυρίῳ αὐτοῦ, τῷ ὄντι πλησίον τῆς Ἐλαίας». Τὸ αὐτὸ πρὸς τὸ περιεχόμενο στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως ὑπόμνημα περιελήφθη στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα30.

5. Συναξάριον Ἀγκλεισίδων Λάρνακας (Κύπρου). Τὸ νεώτερο αὐτὸ συναξάριο, ὅπως καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Θεράποντος, στὴν ὁποία ἐντάσσεται, γράφηκαν ἀπὸ τὸν παπᾶ Ἰωάννη Στυλιανοῦ (ἔτος 1929), ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ Ἀγκλεισίδων τῆς ἐπαρχίας Λάρνακας, ὅπου ναὸς τοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος, στὸν ὁποῖο καὶ φυλάσσεται τὸ ἐν λόγῳ χειρόγραφο31 . Τὸ παρὸν συναξάριο ἀποτελεῖ βεβαίως διασκευὴ ἐπὶ τὸ ἁπλούστερο (σὲ ἁπλὴ καθαρεύουσα) τοῦ ἀνωτέρω ὑπομνήματος τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὸ παρεμβάλλονται οἱ ἑξῆς ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες σημαντικὲς μαρτυρίες (διορθώνουμε σιωπηρὰ τὶς μικρὲς ἀνορθογραφίες): «Οὗτος ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Θεράπων… ὑπολαμβάνομεν πὼς ἀρχιεράτευσεν εἰς τὴν χώραν τοῦ Λαρνάκου (=πόλη τῆς Λάρνακας)… Ὁ τάφος του καὶ τὸ ἀσκητήριόν του εὑρίσκεται, καθὼς τὸ ἱστοροῦσιν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Λαρνάκου (εἰς τοποθεσίαν ὀνομαζομένην Ττουραπῆ-σεχῆ). Τὸν τάφον του τὸν ἐτίμησαν καὶ τὸν τιμοῦμεν οἱ προγενέ-στεροι καὶ ἡμεῖς μέχρι σήμερον. Μάλιστα δὲ τοῦ ἔκτισαν ἐκκλησίαν καὶ κελλία, ὡς μοναστήριον, μὲ μεγάλο περιβόλι… Ὁ δὲ τάφος του, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὴν Λάρνακα (Ττουραπῆ-σεχῆ), ἂν καὶ ἐβεβηλώθη ἀπὸ τοὺς ἀθέους Ἀγαρηνούς, {καὶ} αὐτὸς καθ᾽ ἑκάστην πηγάζει πηγὰς ἰαμάτων καὶ λαύρους πυρετοὺς διώκει, εἰς δόξαν Θεοῦ…32» . Γιὰ τὰ ἐδῶ παρεχόμενα στοιχεῖα γιὰ τὸν τάφο καὶ ναὸ τοῦ ἁγίου θὰ μιλήσουμε κατωτέρω. Τὸ σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι τὸ κείμενο τοῦ π. Ἰωάννη ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ ἐπισφράγιση τῆς ἀρχαίας τοπικῆς παράδοσης, ὅτι ὁ ἅγιος Θεράπων ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Κιτίου (ἐδῶ προστίθεται ὅτι καὶ μόνασε ἐκεῖ), ὅπου καὶ μαρτύρησε καὶ τάφηκε (προσδιορίζεται καὶ ὁ χῶρος τοῦ τάφου του), καὶ ὅτι τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας του συνεχίσθηκε διαχρονικὰ στὸν τάφο του, καὶ μετὰ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὴ Βασιλεύουσα.

Τὰ σχετικὰ συναξαριακὰ κείμενα νεωτέρων Συναξαριστῶν33  ἀποτελοῦν ἀναπαραγωγὴ τῶν ἀνωτέρω συναξαρίων, χωρὶς νὰ προσφέρουν ὁποιαδήποτε περαιτέρω σημαντικὴ πληροφορία.

Ἀφήσαμε ἐπὶ σκοποῦ τελευταῖο, ἂν καὶ χρονολογικὰ προηγεῖται κάποιων ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, τὸ συναξάριο, ποὺ περιέχεται στὴν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Βενετία τὸ 180134 , γιατὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ὅλη προβληματικὴ περὶ τοῦ πλαστοῦ προσώπου ἑνὸς ἄλλου δῆθεν ἐν Κύπρῳ ἱερομάρτυρος Θεράποντος, ποὺ θὰ ἐξετάσουμε σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια. Τὸ ἐν λόγῳ συναξάριο μᾶς ἀφηγεῖται περὶ τοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος, δῆθεν ἐπισκόπου Ἀλαμανίας. Ἐδῶ, δὲν ἔχουμε μόνο πλαστὸ συναξάριο, ἀλλὰ καὶ πλαστὸ πρόσωπο. Καὶ ἐξηγούμαστε. Παρόλη τὴ σύγχυση, ποὺ προέκυψε σὲ νεώτερους χρόνους, ἕνεκα τοῦ πλαστοῦ τούτου προσώπου, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, ἕνα μόνον Θεράποντα ἱερομάρτυρα στὴν Κύπρο γνωρίζουν. Τὰ σχετικὰ πρὸς τὸ πλαστὸ τοῦτο πρόσωπο τοῦ ἐξ Ἀλαμανίας (δηλ. Γερμανίας) ἢ Ἀλαμάνου35  ὁμωνύμου ἱερομάρτυρος ἀποτελοῦν δημιούργημα τῆς ὄψιμης ἐν Κύπρῳ τουρκοκρατίας, καὶ περιλήφθηκαν ἀρχικὰ στὴν ἀνωτέρω  Ἀκολουθία του στὴ Βενετία, ἀπ᾽ ὅπου ἀνατύπωσαν, τόσο ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας36 , ὅσο καὶ οἱ μεταγενέστερες Ἀκολουθίες (βλ. στὸ οἰκεῖο κεφάλαιο κατωτ.), ἐντάχθηκαν δὲ δυστυχῶς καὶ σὲ νεώτερα ἁγιολογικὰ κ.ἄ. ἔργα37 . Ἐξετάζοντας τὸν Βίο τοῦ λεγομένου Ἀλαμάνου Θεράποντος, ἀποδεικνύεται ἀναμφίβολα πλαστός: Ἀποτελεῖ συμπίλημα ἀπὸ τεμάχια Βίων ἢ συναξαρίων διαφόρων ἁγίων μαζὶ μὲ βασικὰ σημεῖα τῶν ὡς ἄνω ἁγιολογικῶν πηγῶν τοῦ αὐθεντικοῦ ὁμωνύμου ἱερομάρτυρος καὶ τοπικὲς παραδόσεις. Ὁ Θεράπων ἐδῶ θεωρεῖται καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἀλαμανία (=Γερμανία), ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος καὶ ἄκμασε ἐπὶ εἰκονομαχίας, ὑπέμεινε δὲ βασανιστήρια ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, γιὰ νὰ ἐκδιωχθεῖ στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴ χώρα του καὶ νὰ μεταβεῖ γιὰ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου τέλεσε πολλὰ θαύματα (κοινοὶ ἁγιολογικοὶ τόποι). Τὸ ἐκεῖ θαῦμα ἀνάστασης υἱοῦ κάποιας Ἑβραίας χήρας, λ.χ., παραπέμπει σὲ γνωστὰ ἀντίστοιχα θαύματα στοὺς Βίους τῶν ἁγίων Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου (BHG 596)38  , Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος τοῦ θαυματουργοῦ (BHG 1647)39 , ἢ ἀκόμη καὶ στὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν40 . Στὴ συνέχεια φέρεται ἐρχόμενος στὴν Κύπρο, ὅπου κατέστη ἐπίσκοπος πόλεως γιὰ τὴ θαυμαστή του πολιτεία καὶ τὰ θαύματα, ποὺ ἐνεργοῦσε. Τὰ περὶ τῆς θεραπείας τοῦ Σωσίου στὴ νῆσο λήφθηκαν αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου (BHG Auct. 101b· βλ. SynEcclCon 265-268). Ἀκόμη, παρεισάγεται ἀντιπαράθεση τοῦ Θεράποντος πρὸς τοὺς Θεοπασχίτες, ὅπου, ἡ σὲ ὀπτασία ὅραση τοῦ Κυρίου σὲ σχῆμα νεογνοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἔφερε χιτῶνα διερρηγμένο, ἀντιγράφηκε σχεδὸν αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸ συναξάριο Πέτρου τοῦ ἱερομάρτυρος, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλ. SynEcclCon 256-258). Τέλος, ἡ ταυτότητα βασικῶν σημείων τοῦ πλαστοῦ τούτου Βίου πρὸς τοὺς Βίους καὶ τὰ συναξάρια τοῦ γνησίου ὁμωνύμου ἱερομάρτυρος, ὅπως τὸ μαρτυρικὸ τέλος ἀπὸ βαρβάρους (ἐδῶ εἶναι οἱ Ἄραβες) στὴν πόλη ποὺ ἐπισκόπευε καὶ ἡ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη, μᾶς πείθουν ἀβίαστα ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου41 . Σημειωτέον ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος στὴν Κύπρο (ὅπως θὰ ἀναφέρουμε λεπτομερέστερα στὴν κατωτ. σχετικὴ ἑνότητα) τελεῖται, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς 14 Μαΐου, καὶ στὶς 14 Ὀκτωβρίου, ὅπως στὰ χωριὰ Ἅγιος Θεράπων Λεμεσοῦ καὶ Ἀγγαστῖνα Μεσαορίας42 . Ἐπειδὴ δὲ ἡ μνήμη τοῦ πλαστοῦ τούτου Θεράποντος τίθεται στὶς 14 Ὀκτωβρίου, ὑποθέτω ὅτι στόχος τοῦ ἀνωνύμου συμπιλητῆ43  ὑπῆρξε ἡ συμπλήρωση καὶ διαφοροποίηση τοῦ Βίου τοῦ αὐθεντικοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος, πρὸς δημιουργία νέου φερωνύμου ἁγίου, γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ ἔτσι ἡ διαφορὰ αὐτὴ τῆς ἡμέρας ἑορτασμοῦ τοῦ ἱερομάρτυρος!

Τρία θέματα πρέπει ἀκόμη νὰ ἐξετασθοῦν ἐδῶ, τὰ ὁποῖα παραμένουν μετέωρα ἢ καὶ ἀσαφῆ στὶς ἀνωτέρω ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς πηγές: α. Ὁ χρόνος ἀκμῆς τοῦ ἁγίου, β. ἡ πόλη, ποὺ ὑπῆρξε ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του καί, γ. ὁ χρόνος μετακομιδῆς τοῦ λειψάνου του στὴν Κωνσταντινούπολη.

α. Καταρχήν, δεδομένης τῆς μοναστικῆς ἰδιότητας τοῦ ἁγίου καὶ ἄρα προϋποτιθέμενης τῆς καθιέρωσης τῆς μοναδικῆς πολιτείας, συνεπάγεται ὅτι ὁ ἅγιος ἄκμασε τουλάχιστον περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου/ἀρχὲς 4ου αἰώνα44 . Τοῦτο ἀποτελεῖ τὸ ὅριο post quem. Τὸ ὅριο ante quem καθορίζεται ἀπὸ τὸ ἔτος ἔναρξης τῶν ἀραβικῶν κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομῶν (649)45 , σύμφωνα μὲ τὴ σαφῆ μαρτυρία τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν. Ὁρισμένοι συγγραφεῖς46 , ἀφορμώμενοι ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὡς ἄνω πλαστοῦ Βίου γιὰ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, θεώρησαν ὅτι τελειώθηκε τὸ 632, κατὰ τὴν ὑποτιθεμένη ὑπὸ τὸν Ἀβουβεκὴρ (ἢ Ἀβουβάχαρο ἢ Ἄμπου Μπὰκρ) διενεργηθεῖσα καὶ ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο47  μαρτυρούμενη κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικὴ ἐπιδρομή, ὁπόταν, ὅπως λέγει ὁ τελευταῖος, οἱ εἰσβολεῖς κατέλαβαν προσωρινὰ τὸ Κίτιο. Ἡ ἀναφορὰ ὅμως αὐτὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὅπως καὶ ἄλλες, σύμφωνα μὲ τὴ νεώτερη καὶ κοινῶς ἀποδεκτὴ ἔρευνα48 , εἶναι ἐσφαλμένη, ὡς ἱστορικὰ ἀνυπόσταση. Ἐξάλλου, ἐὰν ἀλήθευε, θὰ παρέμεινε στὴ μνήμη τῶν -μετὰ ἀπὸ ὄχι πολλὰ ἔτη- Κυπρίων μεταναστῶν στὴ βασιλεύουσα (εἴτε λίγο πρὶν τὸ 650, εἴτε τὸ 690· βλ. στὴ συνέχεια), οἱ ὁποῖοι καὶ διηγήθηκαν ὅ,τι γνώριζαν περὶ τοῦ ἁγίου στὸν πρῶτο βιογράφο καὶ ἀνώνυμο ἐγκωμιαστή του. Περαιτέρω, τὸ ὅτι οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς κατὰ τῆς νήσου συνέβηκαν ἀρκετὸ χρόνο μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Θεράποντος προσβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ ἀνωτέρω ἀνεκδότου συναξαρίου του (BHGna 1798c): «χρόνοις τοιγαροῦν ὕστερον ἱκανοῖς (μετὰ τὸ μαρτύριό του), μελλόντων τῶν Ἀγαρηνῶν τὴν πόλιν (τοῦ Κιτίου, ἢ τὴν Κύπρο) πορθεῖν»49 . Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τρεῖς ἐκδοχὲς εἶναι δυνατές, κατὰ τὴ γνώμη μας, γιὰ τὸν χρόνο μαρτυρίου τοῦ ἁγίου: 1. Κατὰ τὸν Μεγάλο Διωγμὸ στὴν Ἀνατολή, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου (23.02.303 κ.ἑξ.), ὁπόταν τελειώνονται καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι μάρτυρες στὴ νῆσο, καὶ δὴ ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί50 · 2. κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (Δεκέμβριος 361-Ἰούνιος 363)51 , ἂν καὶ δὲν ἔχουμε σαφεῖς μαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τότε διωγμῶν καὶ στὴν Κύπρο καί, 3. κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα. Τὴν τελευταία αὐτὴ ἐκδοχὴ συνδέουμε πρὸς τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Βανδάλων52  κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦτο καὶ ἐναντίον τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖες δὲν μαρτυροῦνται μὲν ἀμέσως ἀπὸ γραπτὲς (τουλάχιστον γνωστὲς πηγές), ἀλλ᾽ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ νομισματικὰ κ. ἄ. εὑρήματα, τὰ ὁποῖα ὑποδηλώνουν τὶς καταστροφές, ποὺ ἡ νῆσος ὑπέστη ἀπὸ αὐτούς53 . Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ μένος τῶν Βανδάλων κατὰ τῶν παραμεσογείων Ὀρθοδόξων χριστιανικῶν λαῶν ἐξαπτόταν, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ φυλετισμό τους καὶ τὶς ἔντονες ἀντιπαραθέσεις μὲ τὸ Βυζαντινὸ κράτος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τύγχαναν αἱρετικοί, δηλαδὴ ζηλωτὲς ἀρειανοί54 . Τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου κατὰ τὶς δύο πρῶτες ἐκδοχὲς (ἐπὶ εἰδωλολατρίας) ὑπονοοῦν καὶ οἱ ὑμνογράφοι, Ἰωσὴφ ὁ Θεσσαλονίκης καὶ Γεώργιος Νικομηδείας στὶς ᾀσματικές τους Ἀκολουθίες πρὸς τὸν ἅγιο (βλ. κατωτέρω).

β. Ἡ πόλη, στὴν ὁποία ὁ ἅγιος Θεράπων ὑπῆρξε ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε, σύμφωνα μὲ παλαιὰ τοπικὴ παράδοση, ὑπῆρξε τὸ ρωμαϊκὸ-βυζαντινὸ Κίτιο (ποὺ κατελάμβανε μέρος τῆς σημερινῆς Λάρνακας)55 . Ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη, καὶ εὔλογα στηρίζεται, πρὸς τὴν ὕπαρξη στὸν χῶρο τοῦ Κιτίου ἀρχαίου ὑπογείου ναϊδρίου στὸ ὄνομά του (βλ. στὴν οἰκεία ἑνότητα κατωτ.), τὸ ὁποῖο ἀναμφίβολα λειτούργησε ὡς Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Θεράποντος, ὅπου καὶ τὰ λείψανά του φυλάσσονταν μέχρι τὴ μετακομιδή τους στὴν Κωνσταντινούπολη56 . Τὴν παράδοση τούτη ἐπισφραγίζει καὶ τὸ ὡς ἄνω νεώτερο συναξάριο τοῦ ἁγίου στὴ χειρόγραφη ἀπὸ τὸν παπᾶ Ἰωάννη Στυλιανοῦ Ἀκολουθία (ἔτος 1929) στὸ χωριὸ Ἀγκλεισίδες Λάρνακας.

γ. Δύο ἐκδοχὲς εἶναι δυνατές, γιὰ τὸν χρόνο μετακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου στὴ Βασιλεύουσα:

1. Σύμφωνα μὲ τὸ ἀνωτέρω Ἐγκώμιον (BHG 1798), αὐτὴ ἔγινε πρὶν ἀπὸ τὴ δεύτερη κατὰ τῆς νήσου ἀραβικὴ ἐπιδρομή (650)57 , μαζὶ μὲ μία μαζικὴ μετανάστευση τῶν Κυπρίων πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως τεκμαίρεται ἀπὸ τὴ διήγηση γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα, ποὺ συνέβηκε κατὰ τὸν πλοῦν: Τόσο πολὺ μυρόβλυσαν τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου, ὥστε ἡ εὐωδία ἔγινε αἰσθητὴ στοὺς συμπλέοντες «ἀπὸ σημείων τριῶν (=χιλιομέτρων) ὄπισθεν καὶ κατὰ πλευρὰν» τοῦ πλοίου, ὅπου ἦταν τὰ ἱερὰ λείψανα58 . Τοῦτο φανερώνει ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ὁλόκληρη νηοπομπή. Βεβαίως, σήμερα δὲν ὑπάρχουν ἄλλες παράλληλες μαρτυρίες. Τέτοια ὅμως μαζικὴ μετανάστευση συνέβηκε κατὰ τὴ μετοικεσία τῶν Κυπρίων ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ Β´ τὸν Ρινότμητο στὸν Ἑλλήσποντο (690)59 , ἡ ὁποία καὶ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς πηγές.

2. Ὁδηγούμαστε ἔτσι στὴ δεύτερη ἐκδοχή, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ μετακομιδὴ ἔγινε κατὰ τὸ 690.

Πάντως ἡ πρώτη ἐκδοχὴ εὐοδώνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ Ἐγκώμιον. Τόσο, γιατὶ τὰ γεγονότα ποὺ διηγήθηκαν στὸν συντάκτη τοῦ Ἐγκωμίου οἱ Κύπριοι μετανάστες ἦταν σχετικὰ νωπά, ὅσο καὶ γιατί, μετὰ τὴ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴ Βασιλεύουσα, κατὰ τὸν αὐτὸ συγγραφέα, «κατεκρύπτετο μὲν γὰρ οἰκίσκῳ τινὶ μέχρι πολλοῦ (=γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα) μετὰ τὴν εἰς ἡμᾶς εὐκταίαν ἐπιδημίαν ἡ ἱερά σου θήκη, πανόλβιε»60 . Ὁ δὲ συγγραφέας, ὅπως προελέχθη, γράφει τὸ Ἐγκώμιον περὶ τὰ τέλη 7ου/ἀρχὲς 8ου αἰ.

Β. Βίος-Μαρτύριο

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Θεράπων ἄκμασε, εἴτε κατὰ τὸν 3ο/4ο αἰ., εἴτε κατὰ τὸν 4ο/5ο αἰ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ (Συροπαλαιστίνη ἢ Μεσοποταμία;), ὅπου εἶχε ἀρχικὰ γίνει μοναχός, καὶ διερχόταν ἐκεῖ ἐνάρετη ἀσκητικὴ ζωή. Ἀργότερα μετέβη στὴν Κύπρο, ποὺ ἀποτέλεσε περίφημο μοναστικὸ καταφύγιο κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ ὅπου ἀνθοῦσε ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. Ἐκεῖ, γιὰ τὴν ἔνθεο βιοτή του, μὲ τὴν ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, ἐκλέχθηκε καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς πόλης τοῦ Κιτίου. Ἀφοῦ δὲ διέπρεψε στὴν ἀρχιερωσύνη γιὰ ἀρκετὰ ἔτη, διδάσκοντας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνεργώντας παράδοξα θαύματα, τελειώθηκε στὴν Κύπρο μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, εἴτε κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ εἰδωλολατρίας (τοὺς τελευταίους ἐπὶ Διοκλητιανοῦ μεγάλους διωγμοὺς τῶν ἀρχῶν τοῦ 4ου αἰ. ἢ αὐτοὺς ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη [361-363]), εἴτε σὲ κάποια ἐπίθεση τῶν Βανδάλων κατὰ τῆς Κύπρου τὸν 5ο αἰ. Ἐπισφράγισε ἔτσι ὁ Θεράπων τὸν βίο μὲ τὸ αἷμα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ μαρτυρίου σὲ γεροντικὴ ἡλικία, ἀφήνοντας στὴ γῆ τὰ ἱερά του λείψανα.

Ἄποψη εὑρημάτων ἀπὸ ἀνασκαφὲς στὸ ἀρχαῖο Κίτιο

Ὁ μισθαποδότης Θεὸς ἀντάμειψε τὸν ἅγιο μὲ τὴν πλουσιώτατη χάρη τῶν θαυμάτων, τὴν ὁποία πλούτισε ὅλη ἡ Ἀνατολή, καὶ ἰδιαίτερα ἡ Κύπρος. Οἱ Κύπριοι, τιμώντας τον, ἀνήγειραν περίλαμπρο ναὸ στὸν χῶρο τοῦ μαρτυρίου του, στὸν ὁποῖο κατατέθηκαν τὰ χαριτόβρυτά του λείψανα, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸν ἀνώνυμο ἐγκωμιαστή του, παρέμειναν μέχρι καὶ τὴν πρώτη ἀραβικὴ κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομὴ (ἄνοιξη/καλοκαίρι τοῦ 649). Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὴ δεύτερη ἐπιδρομὴ (ἄνοιξη/καλοκαίρι τοῦ 650), ἀπαντώντας στὴ σχετικὴ ἐρώτηση-παράκληση τῶν πιστῶν, ὁ ἅγιος τοὺς πρόσταξε μὲ θαυμαστὴ ἐμφάνειά του νὰ ἀναχωρήσουν καὶ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴ νῆσο καὶ νὰ συναποκομίσουν καὶ τὰ λείψανά του, διότι ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ μεγάλη καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες εἰσβολεῖς ὁλόκληρη ἡ Κύπρος. Ἡ μετακομιδὴ αὐτὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου πράγματι ἔγινε, σὲ συνδυασμὸ μὲ μαζικὴ μετανάστευση τῶν Κυπρίων πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. Τοποθετήθηκαν λοιπὸν σὲ λάρνακα τὰ τίμια τοῦ ἁγίου λείψανα καὶ μεταφέρθηκαν σὲ πλοῖο. Καί, ἐνῶ σκέπτονταν οἱ φύλακες τῶν λειψάνων νὰ ἀποκρύψουν τὴ μεταφορά τους, ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος τὴν ἀποκάλυψε: Ἐνῶ στὴν ἀρχὴ τοῦ πλοῦ ἄρχισαν νὰ ἀναδίδουν εὐωδία τὰ λείψανά του, κατόπιν ἐξέπεμψαν εὐώδη ἀτμὸ καὶ σὲ τόσο ἔντονο βαθμό, ποὺ ἔφθασε ἡ εὐωδία στοὺς συμπλωτῆρες στὰ ἄλλα πλοῖα ὁλόγυρα μέχρι τρία χιλιόμετρα! Καί, ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ μυρόβλυσαν τόσο πολύ, ὥστε ὁρισμένοι μάζευσαν τὸ ἅγιο μῦρο σὲ γυάλινα ἀγγεῖα.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἀφίχθηκαν τὰ τίμια ἐκεῖνα λείψανα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ φύλακάς τους τὰ εἶχε ἐκεῖ κρυμμένα γιὰ ἀρκετὸ χρόνο σὲ κάποιο μικρὸ οἶκο. Μὲ θεϊκὴ ὅμως παρακίνηση, τὰ παρέδωσε τελικὰ στὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «πλησίον τῆς ἐλαίας», ὁπόταν ἄρχισαν νὰ ἐπιτελοῦν πάμπολλες θαυματουργίες, οἱ ὁποῖες καὶ καταγράφονται στὸ ἀνώνυμο Ἐγκώμιον πρὸς τὸν ἅγιο. Ὁ ὄνομα καὶ πρᾶγμα θαυματουργὸς Θεράπων θεράπευε δαιμονιζόμενους, παράλυτους, κυλλούς, καρκινοπαθεῖς, ὑδρωπικούς, καὶ κάθε εἶδος χαλεπῆς νόσου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σύντομα (προφανῶς κατὰ τὸν 8ο αἰῶνα) ἀνοικοδομήθηκε κοντὰ στὸν ἐν λόγῳ ναὸ τῆς Θεοτόκου ἄλλος ναὸς στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ὅπου καὶ μεταφέρθηκαν τὰ ἱερά του λείψανα, ποὺ συνέχισαν διαχρονικὰ νὰ θαυματουργοῦν.

Γ. Ἡ τιμή του

α. Ἡμέρα μνήμης

Ἡ ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Θεράποντος ποικίλλει ἀρκετὰ στὴ χειρόγραφη παράδοση καὶ παραπέμπει στὸ γεγονὸς τῆς ἐξάπλωσης τῆς τιμῆς του στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, μὲ ἐπίκεντρο τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του, ὅπως εἴδαμε, καὶ τιμήθηκαν ἐπίσημα ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 700 περίπου. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ὅλες τὶς γνωστὲς ἡμέρες μνήμης του, ἐπισυνάπτοντας ἐνδεικτικὰ σχετικὲς πηγές.

α. 14 Μαΐου: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως61 .

β. 24 Μαΐου: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως62 .

γ. 25 Μαΐου: Τυπικὸ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας (10ος αἰ.)63 · Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως64 · Μηνολόγιον Βασιλείου τοῦ Β´65 .

δ. 26 Μαΐου: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως66 ·

ε. 27 Μαΐου: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως67 · τὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς Μεσσίνης (ἔτος 1131)68 .

Ϛ. 28 Μαΐου: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως69 .

β. Ναοὶ – ἁγιωνύμια στὴν Κύπρο καὶ τὸ ἐξωτερικὸ

Ἡ ὑπόγεια ταφικὴ κρύπτη τοῦ Ἁγίου Θεράποντος στὴν περιοχὴ ”Δροσιὰ” τῆς Λάρνακας (φῶτο κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσφάτων ἐκεῖ ἀνασκαφικῶν ἐργασιῶν, ἀρχεῖο ἀρχαιολόγου δρ. Ἀνδρέα Φούλια). Στὴ γωνία στὸ βάθος ἀριστερὰ διακρίνεται τάφος, ποὺ θεωρεῖται ὡς αὐτὸς τοῦ ἁγίου Θεράποντος

Πρῶτος ναὸς τοῦ ἁγίου πρέπει νὰ ἦταν τὸ ταφικὸ παρεκκλήσιο (Μαρτύριο), ὅπου φυλασσόταν ἡ ἁγία λάρνακα μὲ τὰ ἱερά του λείψανα. Τὸ παρεκκλήσιο τοῦτο, σύμφωνα μὲ ἔντονη τοπικὴ παράδοση, μαρτυρίες θαυμάτων τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια70 , θὰ μποροῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν σωζόμενο μέχρι σήμερα ὑπόσκαφο ναΐσκο στὴν περιοχὴ Δροσιᾶς τῆς σύγχρονης πόλης τῆς Λάρνακας, μὲ τοπωνύμιο Ττουραπῆ-σεχῆ71  (Ττουράπο εἶναι ὁ Θεράπων στὴν ἀραβική). Σύμφωνα μὲ σχετικὸ ἄρθρο τοῦ πρώην Διευθυντῆ τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων Κύπρου, κ. Ἀθανάσιου Παπαγεωργίου, ὁ χῶρος τοῦ ἐν λόγῳ ἀρχαίου ναϊδρίου προϋπῆρχε ὡς «τάφος τῆς Κλασικῆς περιόδου, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ ὑπόγεια μικρὴ ἐκκλησία μὲ τὴν προσθήκη ἡμικυκλικῆς ἁψίδας λαξευτῆς στὸ μαλακὸ βράχο τῆς περιοχῆς. Μέχρι πρὸ δεκαπενταετίας ἀκόμη (σημ.: δηλ. μέχρι πρὶν 30 περίπου χρόνια ἀπὸ σήμερα [2016]) ἐσώζονταν στὴ μισοκατεστραμμένη ἡμικυκλικὴ ἁψίδα λείψανα τεσσάρων στρωμάτων τοιχογραφιῶν, πολὺ κατεστραμμένων. Ἂν καὶ τὰ λείψανα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ὑπογείου αὐτοῦ ναϊδρίου δὲν βοηθοῦν τὴ χρονολόγησή του, ἐν τούτοις μαρτυροῦν γιὰ τὴ μακροβιότητα τοῦ ναϊδρίου καὶ τὸν μακραίωνα σεβασμό, ποὺ ἀπέδιδαν οἱ κάτοικοι τοῦ Κιτίου στὸν ἅγιο, τοῦ ὁποίου κάποτε τὰ λείψανα ἐφυλάσσονταν ἐκεῖ. Διότι εἶναι ἀναμφισβήτητο, ὅτι τὸ ὑπόγειο αὐτὸ ναΐδριο χρησιμοποιήθηκε σὰν ‘‘Μαρτύριο”. Ἡ ἐκκλησία ἦταν κτισμένη πάνω ἀπὸ τὸ ναΐδριο»72 .

Ἐπάνω ἀπὸ τὸ Μαρτύριο λοιπὸν τοῦτο εἶχε ἀνεγερθεῖ καὶ ὁ πρῶτος περίλαμπρος ναὸς (βασιλικὴ) στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ἀνωνύμου ἀρχαίου Ἐγκωμίου73 . Ἀσφαλῶς, σύμφωνα καὶ μὲ τοῦ ἁγίου τὴν πρόρρηση, ἡ πρώτη αὐτὴ βασιλική, ὅπως καὶ πλεῖστες ἄλλες, ὅπως ἀποδεικνύουν ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες καθόλο τὸ νησί, πρέπει νὰ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς ἄραβες εἰσβολεῖς. Μεταγενέστερος ναὸς τοῦ ἁγίου στὸν χῶρο πάντως ὑπῆρχε, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κύπρου ἀπὸ τοὺς Τούρκους (1570) μετατράπηκε σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος, ποὺ διατήρησε, παρεφθαρμένο στὴν ἀραβική, τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου («Ττουραπῆ τεκκέ»). Τὸ τέμενος τοῦτο, ἐρειπωμένο ἤδη κατὰ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ.74 , κατεδαφίστηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰ. καὶ ὁ χῶρος, ποὺ ἀνήκει στὸ Ἐβκάφ75 , διαμορφώθηκε δυστυχῶς σὲ σταθμὸ πετρελαιοειδῶν.

Ναοὶ στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεράποντος, σὲ λειτουργία ἢ ἐρειπωμένοι, ἢ καὶ ἁπλῶς ἁγιωνύμια, ὅπου ἄλλοτε ὑπῆρξε προφανῶς ναός, ὑπάρχουν στὴν Κύπρο σὲ διάφορα μέρη. Πρέπει ὅμως ἐξαρχῆς νὰ σημειώσουμε ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ τιμὴ τοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος ἐπικράτησε ἐκεῖ, μὲ τὴ λήθη τῆς τιμῆς δύο ὁμωνύμων τοπικῶν ὁσίων, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐγχώριους χρονογράφους, καθὼς καὶ ἀρχαιολογικὰ κ. ἄ. τεκμήρια, τελειώθηκαν ἀσκητικὰ στὴ νῆσο. Τοῦτο συγκεκριμένα ἰσχύει μὲ βεβαιότητα γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὰ χωριὰ Ἀγγαστῖνα Μεσαορίας76  καὶ Ἅγιος Θεράπων Λεμεσοῦ77 . Ἄλλοι ναοὶ τοῦ ἱερομάρτυρος Θεράποντος: Στὸ χωριὸ Ἀκανθοῦ Ἀμμοχώστου (παλαιὸ παρεκκλήσι, ἀχρονολόγητο, κατεστραμμένο σήμερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους)78 , Ἀγκλεισίδες Λάρνακος (ἔτους 1733, ναὸς σὲ λειτουργία)79 , ἐρείπια παρεκκλησίων στὰ χωριὰ τῆς Πάφου Γουδί80 , Καραμούλληδες81  καὶ Πραστειὸν Αὐδήμου82 .

Ἕνεκα τῆς ἰδιαίτερης τιμῆς τοῦ ἁγίου Θεράποντος καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικὰ ὅτι ναοί του ὑπάρχουν στὴν Ἀθήνα (Ζωγράφου), Θεσσαλονίκη (Κάτω Τούμπα), Μεσσηνία, Ἀνδρίτσαινα, Μυτιλήνη, στὶς Σέρρες καὶ στὴν Κρήτη83 . Ἰδιαίτερα ὅμως γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ βυζαντινός του ναὸς στὴν περιοχὴ τῆς Ἐλαίας δὲν σώζεται σήμερα. Ὑπάρχει ὅμως μικρὸς ναός του στὰ δυτικὰ καὶ πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας, τῆς περιόδου τῆς τουρκοκρατίας τῆς Ἑλλάδας, ὅπου καὶ εἰκόνα του (19ου αἰ.) καὶ θαυματουργό του ἁγίασμα84 .

γ. Τοιχογραφίες – φορητὲς εἰκόνες στὴν Κύπρο

Οἱ ἅγιοι ἱερομάρτυρες Θεράπων ἐπίσκοπος Κιτίου καὶ Κουρνοῦτος ἐπίσκοπος Ἰκονίου (ἔτος 1495). Νωπογραφία ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Μάμαντος Λουβαρᾶ Λεμεσοῦ

Οἱ σωζόμενες εἰκόνες τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὴν Κύπρο εἶναι δυστυχῶς εὐάριθμες. Εἶναι γνωστὲς δύο παλαιὲς τοιχογραφίες του, μία στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Καθολικῆς στὰ Κούκλια τῆς Πάφου (14ου αἰ.)85  καὶ ἡ ἄλλη στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος Λουβαρᾶ (ἔτος 1495)86 . Παλαιὲς φορητὲς εἰκόνες του σώζονται τρεῖς: Μία στὸ ἐπιστύλιο τοῦ εἰκονοστασίου στὸν ναὸ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι στὴν Πλατανιστάσα (16ου αἰ.·)87 , ἡ δεύτερη στὸ εἰκονοστάσιο (ἄνω τμῆμα) τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Χρυσοπολιτίσσης Λάρνακας (17ου αἰ.)88 καὶ ἡ τρίτη στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεράποντος Ἀγκλεισίδων Λάρνακας (18ου αἰ.)89 .

*******

1. Τὸ παρὸν ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία τοῦ σχετικοῦ λήμματος τῆς μεταπτυχιακῆς μας Διπλωματικῆς ἐργασίας, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος-5ος αἰ.), ἐκδόσεις Ὄστρακον, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 229-266.

2. Προγενέστερη συνοπτικὴ μελέτη μας γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ παρόντος ἱερομάρτυρος Θεράποντος, μὲ παράθεση ἱκανῆς βιβλιογραφίας καὶ τῆς συναφοῦς προβληματικῆς βλ. στὸ σχετικὸ λῆμμα μας Θεράπων ἱερομάρτυς, ἐπίσκοπος ἐν Κύπρῳ [Κιτίου], [3ος/4ος ἢ 5ος αἰώνας (;)], στό: Σταυροβουνιώτης, Χαρίτων, μοναχός, «Μερικὴ ἀναθεώρηση τοῦ ἐν χρήσει καταλόγου ἐπισκόπων τῆς ἐπισκοπῆς Κιτίου (προσθῆκες καὶ εἰσηγήσεις)», ΚΣ, ΞΖ´-ΞΗ´ (2003-2004), σσ. 152-157.

3. Γιὰ τὸ θέμα τοῦτο βλ. κατωτ.

4. D(anieli) P(apebrochio), «De S. Theraponte Hiero-Martyre ex Cypro Constantinopolitim translato», AASS, Maii, τόμ. VI, σσ. 674-675 (εἰσαγωγικὰ σχόλια στὴ λατινική), 676-685 (ἀρχαῖο κείμενο μὲ παράλληλη λατινικὴ μετάφραση).

5. Deubner, Ludovicus, «Ἐγκώμιον εἰς τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος», De Incubatione capita quattor, (ἐκδ.) B. G. Teubner, Lipsiae 1900, σσ. 113-119 (Εἰσαγωγὴ στὴ λατινική), 120-134 (κριτικὸ κείμενο) (=Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος). Βιβλιοκρισία τῆς ἐκδόσεως στὸ AnBoll, (20) 1901, σσ. 324-326.

6. Βλ. BHG 1798 καὶ CPG 8196. Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κρήτης Ἀνδρέα, ὅπου καὶ περαιτέρω βιβλιογραφία, βλ. σχετικὰ λήμματα στά: ODB, I, σσ. 92-93· Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια (=ΜΟΧΕ), τόμ. 2, σσ. 434-437· CPG 8170-8228 (τόμ. ΙΙΙ, σσ. 541-553 καὶ CPG, Supplementum, σσ. 470-472) καί, Χρήστου, Παναγιώτης, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Ε´ (Ϛ´-θ´αἰῶνες), (ἐκδ.) Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη ²2006, σσ. 486-490.

7. Ἀραμπατζῆς, Χρῆστος, Περὶ θαυμάτων. Ἡ θεολογικὴ τεκμηρίωση τῆς θαυματουργίας τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (4ος-7ος αἰ.), Θεσσαλονίκη 2016, ἰδιαίτ. σσ. 161-209.

8. Ἐσφαλμένα εἰσηγήθηκε τὸ 626 ὡς ἔτος συγγραφῆς τοῦ Ἐγκωμίου ὁ ἐκδότης του, L. Deubner (Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 123). Βλ. καί, Haldon, John, «”Tortured by my conscience”. The Laudatio Therapontis: A neglected source of the later seventh or early eight centuries», στό: Hagit, Amirav & Romeny, Bas ter Haar (ἐπιμ.), From Rome to Constantinople: Studies in honour of Averil Cameron, (ἐκδ.) Peeters, Leuven, Belgium 2007, σσ. 263-278, ἰδιαίτ. σσ. 264-265. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ πορίσματα τῆς ἀνωτέρω (ὑποσημ. 7) μελέτης τοῦ κ. Ἀραμπατζῆ, ὅπου ἀμφισβητεῖται πλέον ἡ ἀπόδοση τοῦ Ἐγκωμίου στὸν Κρήτης Ἀνδρέα, ἀναθεωροῦμε στὸ παρὸν τὰ σχετικὰ σημεῖα τῆς ὡς ἄνω (ὑποσημ. 1) Διπλωματικῆς μας ἐργασίας.

9. Ὁ τίτλος τοῦ Ἐγκωμίου στὸν κώδικα (φ. 224r) ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μηνὶ τῷ αὐτῷ [Μαΐῳ] ΚΖ´ τοῦ ἐν ἁγίοις π(ατ)ρ(ὸ)ς ἡμῶν Ἀνδρέου ἐπισκόπου Κρήτης Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτ(υρα) Θεράποντα».

10. Ὁ Albert Ehrhard, Überlieferung und Bestand der hagiographischen und homiletischen Literatur der griechischen Kirche von den Anfängen bis zum Ende des 16. Jahrhunderts, τόμ. Ι. 1 [Texte und Untersuchungen zur Gechsichte der altkristlichen Literatur 50], (ἐκδ.) de Gruyter, Leipzig 1937, σ. 620, χρονολογεῖ τὸν κώδικα στὰ τέλη τοῦ 9ου αἰώνα. Τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ὁ P. Van den Ven, La Vie Ancienne de S. Symeon Stylite le Jeune (591-592), τόμ. I (Introduction et texte grec) [Subsidia Hagiographica 32], (ἐκδ.) Société des Bollandistes, Bruxelles 1962, σ. 17*. Ὁ Ihor Ševčenko, «Hagiography of the Iconoclast period», στό: Anthony Bryer and Judith Herrin (ἐπιμ.), Iconoclasm. Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies. University of Birmingham, March 1975, (ἐκδ.) Centre for Byzantine Studies, University of Birmingham,  England 1977, σ. 117, ὑποσημ.  28, τοποθετεῖ τὸν κώδικα στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰώνα.

11. Ἀραμπατζῆς, Χρῆστος, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 7), σσ. 168 κ. ἑξ.

12. Εἶναι ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς τὸ ὅτι στὸ Ἐγκώμιον στὸν Monacensis Graecus 366 (φφ. 224r-227r) παραλείπονται ὅλα τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντίθετα πρὸς τὸν ἄλλο γνωστὸ σήμερα κώδικα μὲ τὸ Ἐγκώμιον (ὅπου ὅμως τίθεται ἀνώνυμα), τὸν Πάτμου 257 (Μηνολόγιον 11ου αἰ.), ὅπου ἔχουμε ἱκανὲς διαφορετικὲς γραφὲς ἀπὸ τὰ τρία ἄλλα χγφ., καὶ τὸ βάρος πίπτει στὸν ἐγκωμιασμὸ τῶν θαυμάτων τοῦ ἀγίου Θεράποντος (Ἀραμπατζῆς, Χρῆστος, ὅπ. ἀν. [ὑποσημ. 7],  ἰδιαίτ. σ. 167).

13. Δὲν εἶναι σήμερα γνωστὴ μὲ βεβαιότητα ἡ τοποθεσία τοῦ ναοῦ τούτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πρέπει νὰ βρισκόταν στὸ ὕψωμα τοῦ Γαλατᾶ. Βλ. Janin, R., La Géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin, I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Œcumenique, τόμ. III: Les églises et les monastères, Paris ²1969, σ. 175 καί, Haldon, John, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 8), σ. 266, ὑποσημ. 14, ὅπου περαιτέρω προβληματικὴ γιὰ τὸ θέμα.

14. Ἀναφορὰ στὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὴν Κωνσταντινούπολη βλ. στά: Delehayé, H., «Recueils antiques de Miracles des Saints. §4. Les Miracles de S. Therapon et de S. Isaïe» AnBoll, 43 (1925), σσ. 38-39 καί, Haldon, John, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 8).

15. Δὲν εἶναι σαφές, τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ συγγραφέας μὲ τὸν ὅρο ἑῴα. Βεβαίως, τὸ πιθανώτερο εἶναι αὐτὴ τὴν ἀόριστη καταγωγὴ τοῦ ἁγίου Θεράποντος θὰ εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τοὺς Κυπρίους μετανάστες. Κρίνοντας ὅμως ἀπὸ τὸν ποιητικὸ ἐγκωμιασμὸ τῆς γενέτειρας τοῦ ἁγίου, ποὺ τὸν εἵλκυε καὶ μὴ βουλόμενο νὰ τὴ θυμᾶται, ἴσως νὰ ὑπονοεῖται ἡ γενέτειρα τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέως, ἡ Συρία (πάντως ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης γεννήθηκε στὴ Δαμασκό), ἤ, εὐρύτερα, ἡ Συροπαλαιστίνη ἢ ἀκόμη καὶ ἡ Μεσοποταμία, περιοχές, ποὺ ἀνῆκαν στὴ διοικητικὴ περιφέρεια τῆς Ἑῴας (Ἀνατολικῆς Διοικητικῆς περιφέρειας) καὶ ὅπου πράγματι ἄνθισε ἰδιαίτερα καὶ ἀπὸ πρώιμους χρόνους ἡ ἀσκητικὴ ζωή. Σίγουρα, δὲν ἐννοεῖται ἐδῶ ἡ Αἴγυπτος, τὴν ὁποία σαφῶς ἀντιδιαστέλλει ἀπὸ τὴν ἐῴα κατωτέρω (Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 123: «καὶ τὴν ἑῴαν πᾶσαν καὶ Αἴγυπτον»). Ἔτσι, καὶ γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, σὺν τοῖς ἄλλοις, δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ ἡ ὑπόθεση τοῦ Émile Galtier, ὅτι ὁ ἐν Κύπρῳ ἅγιος Θεράπων θὰ μποροῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν Αἰγύπτιο Κόπτη S. Tarabô (βλ. σχετικὴ βιβλιοκρισία τοῦ ἄρθρου, Galtier, Émile, «Contribution à l’ étude de la litterarure arabe-copte» στό: AnBoll, 25 (1906), σσ. 341-343).

16. «…ἔνθεν ἕλκει τὸν νοῦν τὰ νεαρὰ κατορθώματα, ἐκεῖθεν πάλιν ἀνθέλκει ἐκ τῆς ἑῴας, ἐξ ἧς καὶ γεγέννητο, τὰ παλαιὰ προτερήματα… Ἐπειδὴ γὰρ αὐτῷ (τῷ ἁγίῳ Θεράποντι) καλῶς ὁ βίος ἐκεῖσε διήνυτο, καὶ ἡ μονήρης ἀσκητικὴ παλαίστρα σεμνῶς ἱερουργεῖτο…, τοῖς δι᾽ αἵματος τέλος ἱδρῶσι καὶ πόνοις ἐγκαρτερεῖ… σφραγίζει τοῦ βίου τὴν τελευτὴν τῆς ἑαυτοῦ μαρτυρίας τῷ αἵματι, καὶ οὕτως ἐν γήρει καλῷ ἀναπαύεται, τῇ γῇ παρακαταθέμενος τὰ τοῦ σώματος λείψανα» (Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 121-122, 123).

17. «Τούτων τοίνυν τῶν τοῦ ἁγίου θαυμάτων ἀνατολὴ μὲν ἅπασα πλήρης, καὶ ἡ Κύπρος αὐχεῖ τὰς ἰάσεις τοῦ Θεράποντος» (ὅπ. ἀν., σ. 123).

18. «ἐν ᾗ (Κύπρῳ) καὶ ἀνάκτορον ἱερὸν τῷ ἁγίῳ καθίδρυται. ἐκεῖ γὰρ αὐτοῦ καὶ τὰ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας δεξάμενα ταῦτα τὰ θαυματουργὰ τέως ἐπεχωρίαζε λείψανα» (ὅπ. ἀν., σ. 123).

19. «ἔδοξε τότε τοῖς τοῦ ἁγίου τὰ λείψανα θεραπεύουσιν διὰ τοῦ ἁγίου πυθέσθαι εἰ ἐκ τῆς νήσου αὐτοῖς ἐπιτρέπει τὴν ἀναχώρησιν. καὶ κατὰ μὲν τὴν πρώτην ἐκεῖσε τῶν ἑλλήνων (= εἰδωλολατρῶν) Ἀγαρηνῶν κάθοδον μένειν ἐκέλευεν… ὡς δὲ τὸ δεύτερον εἰς τὴν Κύπρον ὁ τῶν ἀθέων στόλος ἀνήγετο… σὺν τάχει τότε μεταίρειν ἐπέτρεπεν… συναίρειν τε αὐτοῦ καὶ τὰ πάνσεπτα ταῦτα ὀστᾶ» (ὅπ. ἀν., σ. 124).

20. Ὅπ. ἀν., σσ. 124-125.

21. «ὕστερον γὰρ ἐνθάδε καθορμισάμενος καὶ τουτονὶ τὸν τῆς Θεοτόκου νεὼν ἐκλεξάμενος…  κατεκρύπτετο μὲν γὰρ οἰκίσκῳ τινὶ μέχρι πολλοῦ μετὰ τὴν εἰς ἡμᾶς εὐκταίαν ἐπιδημίαν ἡ ἱερά σου θήκη πανόλβιε… ὁ γὰρ τούτων τὴν φυλακὴν ἐν μυστηρίῳ πεπιστευμένος ὑπὸ θείας κινηθεὶς ροπῆς ἦλθεν κἀκεῖνα φέρων ἐδίδου ταῖς τοῦ πρεσβύτου τῶν ὧδε χερσὶν» (ὅπ. ἀν., σσ. 125-126).

22. Ὅπ. ἀν., σσ. 126-132.

23. Ὅπ. ἀν., σσ. 133-134.

24. Ὅπ. ἀν., σσ. 120-125.

25.Εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ ἐδῶ θερμὰ τὸν ἀγαπητὸ κ. Stefano Parenti, καθηγητὴ Λειτουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιο St. Anselmo τῆς Ρώμης, γιὰ τὴν ἀποστολὴ φωτοαντιγράφου τοῦ ἐν λόγῳ Βίου.

26. «καὶ εἰς ἀρχιερατικὴν τιμήν, διὰ τοῦ βίου τὸ ὑψηλὸν ἀναφέρεται, ψήφῳ τε λαοῦ καὶ κλήρου παντὸς ἰθύνειν προκριθεὶς τῆς τῶν Κυπρίων ἐκκλησίας τοὺς οἴακας» (κώδ. Crypt. B a 22, φ. 163v). Ὁ συμπιλητὴς ἀσφαλῶς ἐδῶ τὴ μαρτυρία τῶν μεσοβυζαντινῶν Συναξαρίων, ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆρξε «ἐπίσκοπος Κύπρου», μὲ τὴν ἔννοια ἐπίσκοπος ἐν Κύπρῳ, ἔχει ἐκλάβει ἐσφαλμένα κατὰ λέξη, ὅτι δηλ. ὑπῆρξε ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου. Παρόμοια διατύπωση γιὰ ἁγίους ἐπισκόπους ἐν Κύπρῳ («ἐπίσκοπος Κύπρου») ἀπαντᾶ συχνότατα στὰ Συναξάρια.

27. «Χρόνοις τοιγαροῦν ὕστερον ἱκανοῖς (μετὰ  τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου), μελλόντων τῶν ἀγαρηνῶν τὴν πόλιν πορθεῖν» (κώδ. Crypt. B a 22, φ. 163v). Ἐδῶ ὁ συμπιλητὴς τοῦ Βίου, εἴτε ἐννοεῖ τὴν πόλη τοῦ Κιτίου, εἴτε ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Κύπρος εἶναι νῆσος μὲ πολλὲς πόλεις!

28. Delehayé, H. (ἐπιμ.), Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae. Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris, Bruxelles 1902 (ἀνατ. 1972) (=SynaxEcclCon) 709.27-710.28 (26 Μαΐου). Τὸ αὐτὸ συναξάριο καὶ στὸν κώδ. Κιτίου 14 (Μηναῖον Μαΐου, 15ου αἰ.), φ. 57r-v. Ἡ ἐδῶ ἐπισήμανση, «Ὅτι μὲν τὸν μονήρη βίον εἵλετο, δηλοῦσιν αἱ εἰκόνες αὐτοῦ, ἐπὶ τοιαύτης ἰδέας καὶ σχήματος αὐτὸν ἀναγράφουσαι», ἠχεῖ λίγο παράδοξα. Ἐνῶ ὁ ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος καὶ ἱερομάρτυς, οἱ εἰκόνες του (ἢ, ἔστω, κάποιες εἰκόνες του;) τὸν ἀποτύπωναν ὡς μοναχό. Εἶναι βεβαίως γνωστὸ ὅτι, κατὰ τὴ μεσοβυζαντινὴ τουλάχιστον περίοδο, οἱ ἅγιοι ἱεράρχες ἀπεικονίζονταν σὲ τοιχογραφίες μονῶν καὶ ὡς μοναχοὶ (βλ. λ.χ., Mouriki, Doula, «The cult of Cypriots Saints in medieval Cyprus as attested by church decorations and icon painting», στό: Bryer, A.A.M.- Georgallides, G. S. (ἐπιμ.), The Sweet Land of Cyprus. Papers given at the Twenty-Fifth Jubilee Spring Symposium of Byzantine Studies (Birmingham, March 1991), Nicosia 1993, σσ. 237-277, ἰδιαίτ. σ. 262, Εἰκ. 6 [ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος ὁ Μέγας μὲ μοναχικὴ ἐνδυμασία, ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Κουτζοβέντη στὴν Κύπρο, τέλη 11ου αἰ.] καὶ σ. 241, ὅπου ἀναφορὰ γιὰ ἁγίους ἐπισκόπους μὲ μοναχικὴ ἐνδυμασία στὸ αὐτὸ παρεκκλήσιο). Μήπως ὅμως στὴ συναξαριακὴ αὐτὴ ἀναφορὰ πρόκειται (τουλάχιστον ἐνίοτε) γιὰ ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ὁμώνυμους ὁσίους, ποὺ ἐντάσσονται στοὺς μεταβάντες ἀπὸ ἄλλες χῶρες στὴν Κύπρο καὶ ἐκεῖ ἀσκητικῶς τελειωθέντες (γιὰ τοὺς ὁσίους τούτους βλ. κατωτ.), τοὺς ὁποίους μνημονεύουν καὶ οἱ Κύπριοι χρονογράφοι καὶ οἱ ὁποῖοι ἐπίσης τύγχαναν μεγάλης στὴ νῆσο τιμῆς; Τὸ θέμα παραμένει ἀνοικτὸ πρὸς διερεύνηση.

29. Βασιλείου Β´, Μηνολόγιον, PG 117, στ. 473B-C (25 Μαΐου).

30. Μηναῖον Μαΐου, Περιέχον ἅπασαν τὴν ἀνήκουσαν αὐτῷ Ἀκολουθίαν. Διορθωθὲν τὸ πρὶν ὑπὸ Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου…, (ἐκδ.) Ὁ Φοῖνιξ, Βενετία 111889, σ. 54 (14 Μαΐου).

31. Εὐχαριστῶ θερμὰ καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦτο τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὶς Ἀγκλεισίδες θεολόγο καὶ ἀγαπητὸ φίλο κ. Παρίδη Παντελῆ, γιὰ τὴν παραχώρηση γιὰ τὸ ἀρχεῖο μας φωτοαντιγράφου τοῦ χγφ. αὐτοῦ. Ἡ ἀκριβὴς χρονολόγηση τῆς ὁλοκλήρωσης συγγραφῆς τοῦ ἐν λόγῳ χγφ. (10.02.1929) παρέχεται ἀπὸ τὸν γραφέα του, π. Ἰωάννη, σὲ παράφυλλο τῆς στάχωσής του.

32. Χγφ. Ἀγκλεισίδων, σσ. 35-37.

33. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, (ἐκδ.) Δόμος, τόμ. Γ´, Ἀθήνα 62005, σ. 78 (14 Μαΐου [τὸ τοῦ Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση])· Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), (ἐκδ.) Ἴνδικτος,  τόμ. Θ´ (Μάϊος), Ἀθῆναι 2007, σ. 164 (14 Μαΐου [περιληπτι-κώτατη ἀναφορά]).

34. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ θαυματουργοῦ. Ἐκδοθεῖσα σπουδῇ τε καὶ φιλοτίμῳ δαπάνῃ τοῦ εὐγενεστάτου κυρίου κυρίου Μιχαὴλ τοῦ μακαριωτάτου Κύπρου. ,αωα´. Ἐνετίησι, 1801. Παρὰ Νικολάῳ τῷ Γλυκεῖ. Τὸ συναξάριο τοῦ ἁγίου στὶς σσ. 15-19 (βλ. Petit, Louis, Bibliographie des Acolouthies Grecques [Subsidia Hagiographica 16], Bruxelles 1926, σ. 284).

35. Γιὰ τοὺς λεγόμενους Ἀλαμάνους ἁγίους τῆς Κύπρου καὶ τὴ σχετικὴ θεωρία, ἕνα θέμα, ποὺ ἐνέπλεξε ἰδιαίτερα τὰ τῆς Κυπριακῆς Ἁγιολογίας καὶ δημιούργησε μεγάλη σύγχυση σὲ ἡμέτερους καὶ ξένους, ἁπλοὺς πιστοὺς καὶ ἐρευνητές, βλ. σχετικὰ στά: Σταυροβουνιώτης, Χαρίτων, μοναχός, «Οἱ ἐν Κύπρῳ ὅσιοι καὶ θεοφόροι ἀσκηταὶ Ἡλιόφωτος, Αὐξουθένιος, Ἐπαφρόδιτος καὶ Εὐθένιος: Ἡ βυζαντινὴ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ ὁ ἀπολεσθείς(;) Βίος αὐτῶν», ΚΣ, ΞϚ’ (2002), σσ. 43-107 (μὲ σχετικὲς εἰκόνες), ἰδιαίτ. σσ. 47-49· τοῦ ἰδίου, λῆμμα Αλαμάνοι, άγιοι της Κύπρου, ΜΟΧΕ, 2, σ. 90 καί, Καππαῆς, Δημήτριος Χ., Οἱ ἐπονομαζόμενοι «Ἀλαμᾶνοι» ἅγιοι τῆς Κύπρου, μέσα ἀπὸ τὶς πηγὲς καὶ τὴν τοπικὴ παράδοση, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Λεμεσοῦ, Λεμεσὸς 2014.

36. Sathas, C. N., «Vies des Saints Allemands de Chypre», Archives de l’ Orient Latin, II (1884), σσ. 412-416.

37. Ὅπως στὸ Χάκκεττ, Ἰωάννου, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κατὰ μετάφρασιν καὶ συμπλήρωσιν Χαριλάου Ἰ. Παπαϊωάννου, τόμ. Β´, Πειραιεὺς 1927, σσ. 280-282.

38. Rapp, Claudia, The Vita of Epiphanius of Salamis. An Historical and Literary Study, Worcester College, D. Phil. Thesis, Michaelmas Term, 1991, τόμ. ΙΙ, § 28, σσ. 85-88.

39. Ὁ Βίος τοῦτος, ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Πάφου Θεοδώρου, ἐκδόθηκε σὲ κριτικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Van den Ven, Paul, La Legénde de S. Spyridon, évêque de Trimithonte [Bibliothèque du Muséon, 33], Louvain 1953, σσ. 1-103. Στὸ ἴδιο ἔργο ἐκδίδονται καὶ οἱ ἄλλοι γνωστοὶ ἀρχαῖοι Βίοι τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος (BHG 1648a, b, c). Τὸ ἐνδιαφέρον σχετικὸ ἀπόσπασμα στὶς σσ. 48-53.

40. Λουκ. 7, 11-17.

41. Δυστυχῶς τὸ σφάλμα διακρίσεως δύο ὁμωνύμων ἐν Κύπρῳ ἱερομαρτύρων Θεραπόντων ἐπανέλαβε καὶ ἐπεξέτεινε ὁ βολλανδιστὴς H. Delehayé («Saints de Chypre», AnBoll, XXVI [1907], σσ. 247-249), ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ὀρθὰ γράφει ὅτι Βίος τοῦ ‘Ἀλαμάνου’ Θεράποντος δὲν ἀφίσταται τοῦ ἑτέρου (γνησίου), προσπαθώντας ὅμως νὰ συμβιβάσει τὰ περὶ τῶν δύο Θεραπόντων, ἀνήγαγε τούτους σὲ ἕνα, τὸν ἱερομάρτυρα Θεράποντα, ἱερέα στὶς Σάρδεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (SynEcclCon 710-712), ἑορταζόμενο κατὰ τὴν 26η Μαΐου, κατὰ τὴν ὁποία φέρεται ἐνίοτε τιμώμενος καὶ ὁ ἐν Κύπρῳ ὁμώνυμος ἱερομάρτυς! Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἐπαναλαμβάνουν καὶ μεταγενέστεροι μελετητές, ἀκολουθώντας τὸν Delehayé.

42. Ὑποθέτω, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζονταν ἐκεῖ οἱ ὁμώνυμοι τοπικοὶ ὅσιοι Θεράποντες, οἱ ἀναφερόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς ἐγχώριους χρονογράφους. Ἡ ἐκεῖ τιμὴ τοῦ ἐν Κύπρῳ ἱερομάρτυρος Θεράποντος, ὡς ἰσχυρότερη καὶ ἐπικρατήσασα, εἰσάγεται μὲ τὴ λήθη τῶν τοπικῶν τούτων ὁσίων.

43. Ἀξιοσημείωτο, ὅτι ἡ φράση τῆς προτελευταίας τοῦ πλαστοῦ Βίου παραγράφου «ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων Ἀράβων κατὰ τῆς Κύπρου γενομένης (ὁπότε καὶ μοναστήρια πολλὰ καὶ ἐκκλησίαι ὑπ᾽ αὐτῶν κατεσκάφησαν, καὶ πολλοὺς ἀνηλεῶς κατέσφαξαν)», ἀπαντᾶται σχεδὸν αὐτούσια στό: Κυπριανός, ἀρχιμανδρίτης, Ἱστορία χρονολογικὴ τῆς Νήσου Κύπρου, Ἐνετίησιν 1788, σ. 355. 40-42.

44. Βλ. λ.χ. Τζώγας, Χαριλ. Σ., λῆμμα Μοναχισμός, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, (ἐκδ.) Μαρτῖνος, Ἀθῆναι 1966, τόμ. 9, στ. 18-35.

45. Γιὰ τὶς ἀραβικὲς κατὰ τῆς νήσου ἐπιδρομές, τὸ μεγάλο τοῦτο κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας τῆς Κύπρου, βλ.: Οἰκονομάκης, Νικόλαος, «Ἡ Κύπρος καὶ οἱ Ἄραβες (622-965)», Μελέται καὶ Ὑπομνήματα, Ι, (ἐκδ.) Ἵδρυμα Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ´ (Τμῆμα Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν), Λευκωσία 1984, σσ. 217-374 καί, Browning, Robert, «Ἡ Κύπρος καὶ οἱ Ἄραβες (Ζ´-Η´ αἰ.)», Παπαδόπουλλος, Θ., Ἱστορία τῆς Κύπρου, τόμ. Γ´ (Βυζαντινὴ Κύπρος), Λευκωσία 2005, σσ. 235-291, μὲ ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία.

46. Μὲ πρῶτο τὸν Χάκκεττ, Ἰωάννη, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 37), σ. 282.

47. Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, Περὶ θεμάτων, ΙΕ´, PG 113, στ. 104-105.

48. Οἰκονομάκης, Νικόλαος, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 45), σ. 243.

49. Κώδ. Crypt. B a 22, φ. 162v.

50. Βλ. τὴ Διπλωματική μας ἐργασία, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 1).

51. Βλ. τὴν ἐξαίρετη σχετικὴ γιὰ τὸ θέμα ἐργασία, Κακλαμάνος, Δημοσθένης, Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουλιανοῦ, (ἐκδ.) Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007.

52. Γιὰ τοὺς Βανδάλους καὶ τὶς ἀπὸ μέρους τους διώξεις τῶν χριστιανῶν βλ. σχετικὰ λήμματα στά: ODB, III, σσ. 2151-2152 καί, ΜΟΧΕ, 3, σσ. 506-508, ὅπου καὶ συναφὴς βιβλιογραφία.

53.  Προφορικὴ ἐπικοινωνία μὲ διενεργήσαντες ἀνασκαφικὲς ἐργασίες σὲ ἀρχαῖες πόλεις τῆς νήσου πληροφοροῦν ὅτι ἀνευρίσκεται μεγάλος ἀριθμὸς μικρῶν βανδαλικῶν νουμμίων (nummi= μικρῆς ἀξίας χάλκινα νομίσματα) καθόλη τὴν Κύπρο, καθὼς καὶ στὸ Κίτιο καὶ τὴν ἐπαρχία Λάρνακας. Δημοσιεύσεις σχετικῶν εὑρημάτων ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑπάρχουν γιὰ τὸ Κούριο καὶ τὴν Πάφο· βλ. σχετικά, Cox, D. H., Coins from the excavations at Curium, 1932-1953, (ἐκδ.) The American Numismatic Society, New York 1959, σσ. 74-77 (ἀρ. 634-670), σσ. 119-120 (Commentary) καὶ Πίν. ΙΧ· Nicolaou, Ino (ἐπιμ.), The coins from the House of Dionysos, Paphos, II, (ἐκδ.) The Department of Antiquities, Cyprus, Nicosia 1990, σσ. 91-92, 192, 215 καὶ Πίν. XXIV καὶ XXXVII· τῆς ἰδίας, «The coins», Buitron-Oliver, Diana (ἐπιμ.),  The Sanctuary of Apollo Hylates at Kourion: Excavations in the Archaic Presinct [Studies in Mediterranean Archaeology, τόμ. CIX], (ἐκδ.) Paul Åström, 1996, σσ. 170-171.

54. Ἐξάλλου, εἶναι γνωστὸ ὅτι ἅγιοι μάρτυρες ἀναδείχθηκαν καὶ στὶς χῶρες τῆς βόρειας Ἀφρικῆς κατὰ τὸ διάστημα ποὺ κυριάρχησαν ἐκεῖ οἱ Βάνδαλοι (βλ. λ.χ. τὸ συναξάριον τῶν ἐν Ἀφρικῇ ἁγίων μαρτύρων στὶς 8 Δεκεμβρίου [SynEcclCon 287.28-289.36]).

55. Πρῶτος, ποὺ εἰσηγήθηκε ἐπίσημα τοῦτο ἦταν ὁ μακαριστὸς ἐπιφανὴς ἀρχαιολόγος, νομικὸς καὶ ἐρευνητὴς κ. Ἀνδρέας Δικηγορόπουλος στὴν ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα διατριβή του (Dikigoropoulos, A. I., Abstract of Cyprus ‘Betwixt Greek and Saracens’, A. D. 647-965. Thesis submitted for the degree of Doctor of Philosophy in the University of Oxford. Lincoln College, Oxford, Trinity Term, 1961, σ. 132, ὑποσημ. 1). Περαιτέρω, βλ. τοῦ ἰδίου, «The Church of Cyprus during the period of the Arab Wars, A. D. 649-965», The Greek Orthodox Theological Review (GOTR), τόμ. XI/2, Brookline, 1965-1966, σ. 249, ὑποσημ. 58. Τὴν αὐτὴ γνώμη ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλοι εἰδήμονες, ὅπως ὁ κ. Ἀθ. Παπαγεωργίου (βλ. λῆμμα του «Θεράποντος Ἁγίου ἐκκλησία», ΜΚΕ, 7, σ. 245).

56. Βλ. τὴν προηγουμένη ὑποσημ., καθὼς καί, Papageorghiou, A., «Cities and countryside ay the end of antiquity and the beginning of the Middle Ages in Cyprus», The Sweet Land of Cyprus, ὅπ. ἀν., σσ. 38-39.

57. Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 124.8-17.

58. Ὅπ. ἀν., σσ. 124.21-125.9.

59. Βλ. τὴ σχετικὴ κλασικὴ μελέτη τοῦ μακαριστοῦ Βενέδικτου Ἐγγλεζάκη, «Κύπρος, Νέα Ἰουστινιανούπολις», στό: Ἐγγλεζάκης, Βενέδικτος (Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος), Εἴκοσι Μελέται διὰ τὴν Ἐκκλησίαν Κύπρου (4ος ἕως 20ὸς αἰών), Ἵδρυμα Α. Γ. Λεβέντη – Μορφωτικὸν Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθῆναι 1996, σσ. 105-134.

60. Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 126.3-4.

61. SynaxEcclCon 683-684.48 (Synaxaria Selecta).

62. SynaxEcclCon 705-706.59,60 (Synaxaria Selecta).

63. Mateos, Juan, Le Typicon de la Grande Église (Ms. Sainte-Croix n° 40, Xe siècle), Roma, τόμ. I, 1962, Le Cycle des Douze Mois [Orientalia Christiana Analecta, 165], σ. 298.

64. SynaxEcclCon 707-708.28,29,41,42,43,45 (Synaxaria Selecta).

65. Βασιλείου Β´, Μηνολόγιον, PG 117, στ. 473B-C.

66. SynaxEcclCon 709.27-710.28 (Synaxaria Selecta).

67. SynaxEcclCon 711-712.55,56,57 (Synaxaria Selecta).

68. Arranz, M., Le Typicon du Monastère du Saint-Sauveur à Messine (codex Messinensis Gr.115, A.D. 1131) [Orientalia Christiana Analecta, 185], Roma 1969, σσ. 154-155.

69. SynaxEcclCon 713-714.46,47,49,50,51 (Synaxaria Selecta).

70. Βλ. Χοτζάκογλου, Χαραλάμπος Γ., «Βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τέχνη στὴν Κύπρο», στό: Παπαδόπουλλος, Θ., Ἱστορία τῆς Κύπρου, τόμ. Γ´ (Βυζαντινὴ Κύπρος), σ. 540 καί, τοῦ ἰδίου, Πίνακες, Εἰκ. 234. Ἀπὸ τὸ 2009 ἔχουν ἀρχίσει ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων Κύπρου ἔργα ἀνα-σκαφῆς στὸ ταφικὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Θεράποντος στὴ Λάρνακα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς, ἕνεκα οἰκονομικῶν δυσχερειῶν, ἔχουν διακοπεῖ. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἀκόμη κάποια σχετικὴ ἀνασκαφικὴ δημοσίευση.

71. Βλ. ἀνωτέρω στὶς ἁγιολογικὲς πηγές, ὅπου τεκμηρίωση τῆς πόλης τοῦ Κιτίου ὡς τῆς ἕδρας τοῦ ἁγίου Θεράποντος. Στὸ ναΐδριο αὐτό, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν αὐτὴ παράδοση, ἀναφέρεται καὶ ὁ Ἰταλὸς περιηγητὴς καὶ παπικὸς κληρικὸς Giovanni Mariti, ποὺ ἔζησε στὴν Κύπρο κατὰ τὰ ἔτη 1760-1767, περιγράφει δὲ ἰδιαίτερα τὴ Λάρνακα καὶ τὸ ἀρχαῖο Κίτιο (βλ. σχετικὰ στό: Cobham, Claude Delaval, C.M.G., Travels in the island of Cyprus translated from the Italian of Giovanni Mariti (1769), Nicosia 1895 [ἀνατ. Zeno Booksellers and Publishers, London 1971], σ. 33). Ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ πιὸ πρόσφατη καταγραφὴ αὐτῆς τῆς παράδοσης ἀπὸ τὸν ἐρευνητὴ Γεώργιο Χ. Παπαχαραλάμπους: «Μάιος: Τοῦ ἁγίου Θεράποντος (14), ὁ ὁποῖος εἶναι προστάτης τῶν παιδίων κατὰ τοῦ ἑλώδους πυρετοῦ καὶ ἰατρὸς τῶν πόνων τῶν νεφρῶν. Εἰς Λάρνακα ἡ θεραπεία γίνεται διὰ προστριβῆς ἐπάνω εἰς τὸ μνημεῖον, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν θεωρεῖται ὡς μνῆμα σημαίνοντος Τούρκου ἐκ τῶν πρώτων κατακτητῶν, ὑπὸ δὲ τῶν Χριστιανῶν ὡς τάφος τοῦ ἁγίου Θεράποντος. Τὴν θεραπείαν ἐπιτυγχάνουσι τρίβοντες τὴν νεφρικὴν χώραν ἀπάνω εἰς τὸ μνημεῖον ἢ κυλιόμενοι κάμνουσι τρὶς γῦρον πέριξ τετραγώνου ἐκεῖ βάσεως.» (Παπαχαραλάμπους, Γεώργιος Χ., Κυπριακὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, Λευκωσία 1965, σ. 220).

72. Λῆμμα Θεράποντος Ἁγίου ἐκκλησία, ΜΚΕ, 7, σ. 245.

73.  «ἐν ᾗ (Κύπρῳ) καὶ ἀνάκτορον ἱερὸν τῷ ἁγίῳ καθίδρυται. ἐκεῖ γὰρ αὐτοῦ καὶ τὰ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας δεξάμενα ταῦτα τὰ θαυματουργὰ τέως ἐπεχωρίαζε λείψανα» (Ἐγκώμιον ἁγίου Θεράποντος, σ. 123).

74. Παλιὰ φωτογραφία τοῦ ἐρειπωμένου ναοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ μετατράπηκε σὲ τέμενος, καθὼς καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ ὑπογείου ναϊδρίου πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν ἀνασκαφικῶν ἐργασιῶν, βλ. στό: Παντελῆ, Παρίδης, Ἅγιος Θεράπων ἐπίσκοπος Κύπρου, ὁ ἱερομάρτυς καὶ θαυματουργός, Λάρνακα 2004, σ. 98.

75. Ἡ λέξη Ἐβκὰφ εἶναι τουρκική, πληθυντικὸς τῆς λέξης βάκφ (ἀπόδοση στὴν Ἑλληνική: βακούφιο). Τὸ Ἐβκὰφ εἶναι θρησκευτικὸ (μωαμεθανικὸ) ἵδρυμα, ποὺ ἀπέκτησε στὴν Κύπρο κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας τεράστια κτηματικὴ περιουσία, ἀνάλογη πρὸς ἐκείνη τῆς τοπικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

76. Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, A complete Gazetteer of Cyprus, τόμ. I, Nicosia 1987, σ. 44· Gunnis, Rubert, Historic Cyprus. A Guide to its Towns and Villages, Monasteries and Castles, Methuen & Co. Ltd, London ²1947, σ. 165· Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν. (ὑποσημ. 64), σ. 109. Γιὰ τὸν ὅσιο τοῦτο Θεράποντα ἀναφορὲς ἔχουν οἱ χρονογράφοι Μαχαιρᾶς (Dawkins, R. M., Leontios Makhairas, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, τόμ. I, Oxford 1932, σ. 30, § 32), ἀνώνυμος τοῦ κώδ. London BL Add. 34554, 186r, Bustron, Florio, Historia overo Commentarii de Cipro, στό: De Mas Latrie, René (ἐπιμ.), Mélanges Historiques (Choix de Documents), τόμ. V, Paris 1886, σ. 34 καί, Κυπριανός, ἀρχιμανδρίτης, ὅπ. ἀν., σ. 352, ποὺ τὸν φέρουν νὰ ἀσκήτευσε καὶ τελειώθηκε στὸ πλησιόχωρο τῆς Ἀγγαστίνας χωριὸ Σίντα. Ὁ ὅσιος ὅμως φαίνεται ὅτι τελειώθηκε ἀσκητικὰ στὴν Ἀγγαστῖνα. Στὰ νοτιοδυτικὰ τοῦ χωριοῦ ὑπάρχουν ἐρείπια βυζαντινοῦ ναοῦ στὸ ὄνομά του (11ου/12ου αἰ.), ἐνῶ δίπλα του κτίσθηκε νεώτερος ναὸς (ἔτους 1796), ἐπάνω ἀπὸ μικρὸ λαξευτὸ σπήλαιο/ἀσκητήριο, προφανῶς αὐτὸ τοῦ ἐν λόγῳ ὁσίου.

77. Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, ὅπ. ἀν., σ. 44· Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν., σ. 110. Γιὰ τὸν ὅσιο τοῦτο Θεράποντα ἀναφορὲς ἔχουν οἱ χρονογράφοι Μαχαιρᾶς (ὅπ. ἀν., σ. 30, § 32), ἀνώνυμος τοῦ κώδ. London BL Add. 34554, 186v καί, Bustron, Florio, ὅπ. ἀν., σ. 34, ποὺ τὸν φέρουν νὰ ἀσκήτευσε καὶ τελειώθηκε στὸ πλησιόχωρο στὸν Ἅγιο Θεράποντα Λεμεσοῦ χωριὸ Κοιλάνι. Ὁ ὅσιος αὐτὸς ὅμως τελειώθηκε ἀσκητικὰ σὲ λαξευτὸ σπήλαιο, ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα, μεταξὺ τῶν χωριῶν Ἅγιος Θεράπων καὶ Κοιλάνι Λεμεσοῦ. Στὸ ὁμώνυμό του χωριὸ αὐτὸς ἀσφαλῶς ἐτιμᾶτο ἀρχικά, γιὰ νὰ λησμονηθεῖ ἀργότερα καὶ νὰ τιμηθεῖ ἐκεῖ ὁ φερώνυμος ἱερομάρτυς. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τεμαχίου ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Θεράποντος σὲ παλαιὰ λειψανοθήκη τοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ, ποὺ προφανῶς ἀνήκει στὸν ὅσιο τοῦτο Θεράποντα (τὰ τοῦ ἱερομάρτυρος λείψανα ἀνακομίσθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸν 7ο αἰ.). Πιθανώτατα σ᾽ αὐτὸν ἀναφέρεται καὶ ὁ Στέφανος Λουζινιανὸς (Lusignan, Estienne de, Description de toute l’ isle de Cypre, et des Roys, Princes, et Seigneurs…, Paris 1580 [ἀνατ.: Κυπριολογικὴ Βιβλιοθήκη, ἐκδιδομένη ἐπιμ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Νο. 10Β, Πολιτιστικὸν Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 2004], φ. 60α), καθότι τὸν χαρακτηρίζει ὡς δίκαιο καὶ ὄχι ὡς μάρτυρα, ἀναφέροντας ὅτι εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς στὸ ὄνομά του, ὅπου βρισκόταν τὸ ἱερό του λείψανο, ἀπ᾽ αὐτὸν δὲ εἶχε ὀνομασθεῖ καὶ τὸ χωριό, Ἅγιος Θεράπων. Τὴν ὕπαρξη τοῦ τιμίου τούτου λειψάνου ἐπαναλαμβάνει στὴ σ. 61α, ὅπου προσθέτει, ὅτι στὸ αὐτὸ χωριὸ Ἅγιος Θεράπων σώζονταν τὰ λείψανα τριῶν ἀκόμη ἄλλων ἁγίων!

78. Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, ὅπ. ἀν., σ. 44· Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν., σ. 110. Εὐχαριστῶ γιὰ τὶς πληροφορίες τὸν διδάκτορα ἀρχαιολόγο κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου.

79.  Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, ὅπ. ἀν., σ. 44· Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν., σ. 109. Ὁ ναὸς ἀνοικοδομήθηκε ἐπὶ ἐπισκόπου Κιτίου Ἰωαννικίου Γ´ (1727-1737), σύμφωνα μὲ σχετικὴ ἀναφορὰ στὸν Κώδικα Α´ τῆς Μητροπόλεως Κιτίου, σ. 61 (βλ. Μιχαηλίδης, Σωφρόνιος, ἱερομ., Ἱστορία τῆς κατὰ Κίτιον Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Κιτίου, Λάρνακα 1992, σ. 133).

80. Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, ὅπ. ἀν., σ. 44· Τσικνόπουλλος, Ἰωάννης, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Πάφου, Λευκωσία 1971, σ. 206.

81. Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, ὅπ. ἀν., σ. 44· Τσικνόπουλλος, Ἰωάννης, ὅπ. ἀν., σ. 206.

82. Τσικνόπουλλος, Ἰωάννης, ὅπ. ἀν., σ. 206.

83. Βλ. Γιουσμᾶς, Ἀθανάσιος, πρωτοπρ., ὅπ. ἀν., σσ. 21-22 καί, ἰδιαίτ., γιὰ τὸν ναὸ στὴ Μυτιλήνη, σσ. 25-62.

84.   Εὐχαριστῶ καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν φίλο ἐρευνητὴ καὶ διδάκτορα Θεολογίας, κ. Γεώργιο Χριστοδούλου, γιὰ τὶς πολύτιμες αὐτὲς πληροφορίες. Βλ. καὶ Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν., σ. 110.

85.  Σωτηρίου, Γεώργιος Ἀ., Τὰ Βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Κύπρου, Α´, Ἀθῆναι 1935, σ. κθ´, Πίν. 97· Stylianou, A. and Stylianou Judith A., The painted Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, A. G. Leventis Foundation, Nicosia ²1997, σ. 395.

86. Stylianou, A. and Stylianou Judith A., ὅπ. ἀν., σ. 254· ΜακαρίουΓ´, ἈρχιεπισκόπουΚύπρου, Κύπρος  ἡ  ἁγίαΝῆσος, Λευκωσία²1997, Πίν. [24].

87. Ἀργυροῦ, ΧρῆστοςκαὶΜυριανθεύς, Διομήδης(ἐπιμ.), ὉναὸςτοῦΤιμίουΣταυροῦτοῦἉγιασμάτι, [ὉδηγοὶΒυζαντινῶνΜνημείωντῆςΚύπρου], (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία ²2009, σσ. 54, 55.

88. Σχίζας, Θεοχάρης, Κύπρια Μηναῖα, ὅπ. ἀν., σ. 110. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δημοσιεύθηκε στὸ ἐμπροσθόφυλλο τοῦ Ἡμερολογίου 2015 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιτίου.

89. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πληροφορία τὸν διδάκτορα ἀρχαιολόγο, κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου.

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iσιδώρου του εν τη Xίω (14 Μαΐου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iσιδώρου του εν τη Xίω

Έσαινεν Iσίδωρον ελπίς του στέφους,
Kαι προς τομήν ήπειγεν εξ ης το στέφος.
Eν δ’ Iσίδωρον άορ δεκάτη τάμεν ηδέ τετάρτη.

Μαρτύριο Αγίου Ισιδώρου του εν τη Χίω. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος ήτον μεν κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα΄ [251]. Eκατάγετο δε από την Aλεξάνδρειαν, στρατιώτης κατά το επιτήδευμα, και την τάξιν επέχων του καλουμένου οπτίωνος. Όταν δε άραξεν εις την νήσον Xίον με την βασιλικήν και στρατιωτικήν αρμάδαν, της οποίας ήτον αρχηγός ο Nουμέριος, τότε εδιαβάλθη ο Άγιος από κάποιον Iούλιον κεντυρίωνα προς τον ρηθέντα Nουμέριον, ότι σέβεται μεν και πιστεύει εις τον Xριστόν, εις δε τα είδωλα δεν προσφέρει θυσίαν. Όθεν επειδή ο Άγιος ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν, τούτου χάριν ο Nουμέριος βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξε και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος παρά Kυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον1. (Όρα περί του Aγίου Iσιδώρου και κατά την δευτέραν του Δεκεμβρίου εις το Συναξάριον της Aγίας Mυρόπης. Tον μεν απλούν Bίον αυτού όρα εις το Λειμωνάριον. Tο δε ελληνικόν τούτου Mαρτύριον, ου η αρχή· «Kατά την τιμίαν και ένθεον διδασκαλίαν», σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη των Iβήρων.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις το Συναξάριον και η μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mαξίμου. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την εβδόμην του παρόντος Mαΐου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Αλεξάνδρου του εν Κεντουκέλλαις (14 Μαΐου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aλεξάνδρου του εν Kεντουκέλλαις

Tην της κεφαλής εκτομήν ευρών σκάφος,
Περά ταχύπλους Aλέξανδρος εκ βίου.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ [289], στρατιώτης ευρισκόμενος εις την Pώμην υποκάτω εις το στρατιωτικόν τάγμα του κόμητος Tιβεριανού. Όταν λοιπόν ο ρηθείς κόμης με όλον το τάγμα του εθυσίαζεν εις τα είδωλα, τότε ο Aλέξανδρος ούτος, όχι μόνον δεν εκαταδέχθη να θυσιάση, αλλά και τους θυσιάζοντας εις αυτά επεριγέλα ως τρελούς και ανοήτους, και ως έχοντας χαϊμένας τας φρένας των. Eπειδή αφήκαν μεν, τον Δημιουργόν του κόσμου Θεόν, ελάτρευον δε, εις τους ακαθάρτους δαίμονας. Όθεν διά το περιγέλασμα αυτό, εφέρθη ο Άγιος εις τον βασιλέα Mαξιμιανόν. Eις καιρόν δε οπού εφέρετο προς αυτόν, εφάνη προς τον Άγιον Άγγελος Kυρίου, όστις επαρακίνησεν αυτόν εις το μαρτύριον, και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. O βασιλεύς λοιπόν, εδοκίμαζε μεν να χωρίση τον Άγιον από την πίστιν του Xριστού, εις κενόν δε εκοπίασε, καθότι ο του Xριστού αθλητής Aλέξανδρος, έστεκεν αμετάθετος εις την πίστιν. Mάλιστα δε, διατί και αυτός, παρομοίως με τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, είδε τους Oυρανούς ανεωγμένους, και τον Yιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός. Όθεν και εφαιδρύνθη το πρόσωπόν του, και έλαμψε περισσότερον από το πρώτον. (Διότι ήτον ο Άγιος φύσει πολλά ωραίος, και είχεν αγγελοειδές πρόσωπον.) Aπελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς, πλέον δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά τον παρέδωκεν εις τον άνωθεν Tιβεριανόν, τον οποίον καταστήσας έπαρχον ενεχείρισεν εις αυτόν τον κατά των Xριστιανών πόλεμον. Παραδώσας λοιπόν τον Άγιον εις τον Tιβεριανόν, επρόσταξεν αυτόν να τιμωρήση με διαφόρους τιμωρίας τον Mάρτυρα εις τον δρόμον, και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. O δε Tιβεριανός όταν εκίνησε διά τον δρόμον, έβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, διά τούτο έκαυσε τας πλευράς του με τας λαμπάδας. Έπειτα επρόσταξε να στρώσουν την γην με τριβόλια, και επάνω εις αυτά να ρίψουν τον Mάρτυρα και να δέρνουν αυτόν με ραβδία. Άγγελος δε Kυρίου επιφανείς, ενεδυνάμωσεν αυτόν, δι’ ο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, έγιναν όμως πληγαί εις όλον το σώμα του. Ηκολούθει δε κοντά εις τον Mάρτυρα η μήτηρ του Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη του Θεού διά λόγου του, επειδή και εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως. Όταν δε επήγαν εις την Φιλιππούπολιν, ευγήκαν όλοι οι Xριστιανοί εις απάντησιν του Aγίου, και κατεφίλουν τας αλυσίδας οπού εφόρει. Όθεν ταύτα βλέπων ο Mάρτυς, ευχαρίστησε τον Θεόν, ότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην.

Πηγαίνωντας δε εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, εκεί πάλιν ο έπαρχος έβαλε τον Mάρτυρα εις εξέτασιν, και έδειρεν αυτόν δυνατά. Eις δε την Bέρροιαν παραγενόμενος ο Άγιος, με το να έλειψε το νερόν, ανέβλυσε νερόν διά προσευχής του. Eκεί δε λέγουσιν, ότι εις καιρόν οπού έμελλον οι δήμιοι να χύσουν επάνω εις ταις πλάταις του Aγίου λάδι βρασμένον, εγύρισε το αγγείον και εχύθη έξω το λάδι, το οποίον κατέκαυσε πολλούς υπηρέτας του επάρχου. Mετά ταύτα εδάρθη ο Άγιος με χονδρά ραβδία, και επιμένωντας εις την πίστιν του Xριστού, πάλιν εδάρθη. Όταν δε έφθασεν εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την διά ξίφους απόφασιν, κατά τον εκεί τρέχοντα ποταμόν. O δε δήμιος, οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση, ανέβαλε την προσταγήν του επάρχου, και δεν ετόλμα να θανατώση τον Άγιον, επειδή έβλεπε τριγύρω Aγγέλους οπού τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος Άγιος επροσευχήθη, και επαρακάλεσε τους Aγγέλους να μακρύνουν ολίγον από κοντά του, και έτζι αφ’ ου εκείνοι εμακρύνθησαν, εδυνήθη ο δήμιος και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ανέβη ο μακάριος νικηφόρος εις τα Oυράνια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Kεντούκελλαι.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ζώδκια – Ποίημα Ταξίαρχου Στυλιανού Πετάση (εκ της ιστορικής κώμης της Κυθρέας)

Αριστερά: Ιερός Ναός Αρχαγγέλου (Πάνω Ζώδια). Δεξιά: Ιερός Ναός Τιμίου Σταυρού (Κάτω Ζώδια)
Αριστερά: Ιερός Ναός Αρχαγγέλου (Πάνω Ζώδια). Δεξιά: Ιερός Ναός Τιμίου Σταυρού (Κάτω Ζώδια)

Ζώδκια μου εσού πριγκίπισσα
τζιαι πολλοξακουσμένη,
μέσ’ τους άνθους των λεμονιών
απού ‘σουν καθισμένη,
ποιος σου το ‘λάλεν να βρεθείς
στον Τούρκο σκλαβωμένη;

Έχω πολλές αθθύμησες
εγιώνι που την Ζώδκιαν
πού ‘σιεν τον Τίμιο Σταυρό
τζιαι π’ ούλλα τα γεννήματα
κάθε γρονής εγιώρκαν.

Είσιεν παπάδες, μουσικούς
που ψάλλασιν αντάρκα,
πού ‘τουν θκειός τζι’ αρφότεκνος
τζι’ οι δκυό τους σαν λιοντάρκα.

Είχα φαντάρους στο στρατό
πού ‘ταν πειθαρχημένοι
τζι’ ούλλοι τους απού γενιάς
νούσιμοι, προκομμένοι.

Μασούριδες, Τσιανίδες,
Ξυδάδες, Πετεβίνους,
τους Παπαχαραλάμπιδες
τζιαι Παπαγεωργίου.

Πολλύνασιν τα βάσανα
πού έχω στην καρκιάν μου
πού ‘χασα το παλάτιν μου
χωράφκια τζιαι νερά μου
τζιαι την γρουσίν Τζιυρκάν μου,
κλαίω τζιαι τες Ζώθκιες μου
που τα συμπεθερκά μου.

Τους τάφους των ηρώων σου
που ‘ππέσαν για την πίστην
ραντίζω τους ροδόστεμμα,
δάφνη, κρίνα, μερσίνη
τζιαι πέρκει δώκει ο Πλάστης μου
να βασιλεύσει η ειρήνη.

Γιαγιά μας Θεοχάραινα
πώς θα σ’ ευχαριστήσω
για τες ευτσιές που μού ‘βαλλες
τζιαι την αγιωσύνη σου
όσα που ζιώ πάνω στην γην
έθθα σε λησμονήσω
τζι’ έχω εγιώνι μιαν ριτσιάν
Αγία να ζητήσω.

Η γιαγιά Μυροφόρα (Θεοχάραινα) με παιδιά του σχολείου

Κοντά που ‘σαι στον Πλάστην μας
να τον παρακαλέσεις
ελευτεριά στην Κύπρο μας,
στην Ζώδκια μας τζιαι στην Τζιυρκάν,
στα κατεχόμενα χωρκά
σύντομα για να δώσει.

Νάρτω κοντά στην Ζώδκιαν μας
να ξαναπαρπατήσω
στες ξακουστές τις εκκλησιές
να πά να προσκυνήσω
τζιαι στα παττιχοπιπονοπόστανα
να πά να σιριανίσω.

Ταξίαρχος Στυλιανός Πετάσης, εκ της ιστορικής κώμης της Κυθρέας

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 19 – 26

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, εἶπε Πέτρος πρὸς τὸν λαὸν· Μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας, ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, ὃν δεῖ οὐρανὸν μὲν δέξασθαι ἄχρι χρόνων ἀποκαταστάσεως πάντων ὧν ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος πάντων τῶν ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν ἀπ᾿ αἰῶνος. Μωῡσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς. Ἔσται δὲ πᾶσα ψυχή, ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ Προφήτου ἐκείνου, ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ. Καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς ἡμέρας ταύτας. Ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν Προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, λέγων πρὸς ᾿Αβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς· ὑμῖν πρῶτον ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
2: 1 – 11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ· ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν· Οἶνον οὐκ ἔχουσιν. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου. λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς διακόνοις· Ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε. ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἓξ κείμεναι, κατὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω. καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ· καὶ ἤνεγκαν. ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον – καὶ οὐκ ᾔδει πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ – φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀρχιτρίκλινος καὶ λέγει αὐτῷ· Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι. Ταύτην ἐποίησεν τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Γλυκερίας (13 Μαΐου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Γλυκερίας

Θηρός το πικρόν δήγμα τη Γλυκερία,
Yπέρ γλυκάζον ως αληθώς ην μέλι.
Eν τριτάτη δεκάτη δάκε και κτάνε θηρ Γλυκερίαν.

Μαρτύριο Αγίας Γλυκέριας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)

Aύτη ήτον κατά τους χρόνους Aντωνίου του βασιλέως και Σαβίνου ηγεμόνος, εν έτει ρμα΄ [141] ευρισκομένη κατά την Tραϊανούπολιν, ήτις ευρίσκεται εις την παραθαλασσίαν του Aδριατικού κόλπου, Tράνι κοινώς λεγομένη. Όταν λοιπόν εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, τότε η Aγία αύτη έγραψεν επάνω εις το μέτωπόν της τον τίμιον Σταυρόν, και επήγεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα τον εαυτόν της Xριστιανήν, και δούλην Xριστού. O δε ηγεμών επαρακάλεσεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Όθεν η Aγία εμβήκεν εις τον ναόν των ειδώλων, και προσευχηθείσα εις τον Xριστόν, εκρήμνισε το είδωλον του Διός, και κατεσύντριψεν αυτό. Oι δε Έλληνες οπού ευρέθησαν εκεί, έρριπτον μεν πέτρας κατεπάνω της Mάρτυρος, πλην δεν εκτυπούσαν αυτήν. Διά τούτο εκρέμασαν την Aγίαν από τας τρίχας, και εξέσχισαν αυτήν. Έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν, και δεν της έδωκαν, ούτε φαγητόν, ούτε πιοτόν εις διάστημα πολλών ημερών. Άγγελος δε Kυρίου έφερνε τροφήν εις αυτήν, και διά τούτο δεν έπαθε κανένα κακόν, από εκείνο οπού ο ηγεμών εστοχάζετο, ότι έχει να πάθη διά την πείναν. Mάλιστα δε θαυμασμόν και έκπληξιν μεγάλην έλαβεν ο ηγεμών και οι σύντροφοί του, όταν ευρήκαν εις την φυλακήν σκουτέλι και ψωμία και γάλα και νερόν, εις καιρόν οπού η φυλακή ήτον κλεισμένη ασφαλώς, και τινάς δεν εμβήκεν εις αυτήν διά να τα φέρη.

Mετά ταύτα έβαλον την Aγίαν εις κάμινον πυρός, επειδή δε έπεσε δρόσος από τον ουρανόν, έσβυσε την φωτίαν, όθεν η Aγία ευγήκεν από αυτήν αβλαβής. Ύστερον εύγαλον το δέρμα της κεφαλής της έως εις το μέτωπον, είτα δέσαντες τας χείρας και πόδας της, έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν, υποκάτω της δε έστρωσαν πέτρας. Άγγελος δε Kυρίου καταβάς, έλυσεν αυτήν από τα δεσμά, και ιάτρευσε την κεφαλήν της. Όθεν το θαυμάσιον τούτο βλέπων ο δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος, εξεπλάγη, και ομολογήσας τον Xριστόν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. H δε Aγία πάλιν εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επαραδόθη διά να την φάγουν τα θηρία. Ένα δε από αυτά εδάγκασεν αυτήν ολίγον τι, όθεν εκ του τοιούτου ολίγου δαγκάματος, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tο δε άγιον αυτής λείψανον ενταφιάσθη εις την Hράκλειαν1.

Σημείωση

1. Περί του λειψάνου της Aγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 519 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις την Hράκλειαν ευρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, η οποία εδέχετο τα θεόρρυτα μύρα, άπερ ανέβρυον από του τάφου της Aγίας ταύτης Γλυκερίας, διά μέσου των οποίων εγίνοντο πολλά θαύματα, ως ιστορεί ο Θεοφύλακτος. Eχρησίμευε δε, η χαλκίνη λεκάνη εκείνη διά να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος. O δε τότε Hρακλείας, ευρών εις Kωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσήν και θαυμαστήν, ηγόρασεν αυτήν, και εδιώρισε να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος αντί της χαλκίνης. Όθεν πλέον δεν εγίνοντο θαύματα. Διά δε τα δάκρυα και τας προσευχάς του Hρακλείας, απεκαλύφθη αυτώ, ότι η χρυσή εκείνη λεκάνη ήτον ακάθαρτος. Διά τούτο έφερεν αυτήν εις τον τότε Πατριάρχην Άγιον Iωάννην τον Nηστευτήν. Kαι εξετάσας εκείνος εύρεν, ότι ένας άρχων σοφός και μάγος Παυλίνος ονόματι, έχυσεν αίματα μέσα εις την λεκάνην εκείνην τρόπω θυσίας, και εγοήτευε με την επίκλησιν των δαιμόνων ως ειδωλολάτρης. Όθεν αναφέρεται τω βασιλεί Mαυρικίω το δράμα. Kαι ο μεν Nηστευτής, διϊσχυρίζετο από Γραφικά ρητά, ότι να δοθή αυτώ παιδεία νομική και κατά κανόνα. O δε Mαυρίκιος, επαλούκωσεν αυτόν. Tους δε υιούς του απεκεφάλισεν, ως συγκοινωνούς όντας της μαγείας του πατρός των. (Όρα ω αναγνώστα, πόσην πικράν τιμωρίαν λαμβάνουν οι μάγοι και γόητες.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σεργίου του Ομολογητού και του Οσίου Πατρός ημών Παυσικάκου Επισκόπου Συννάδων (13 Μαΐου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σεργίου του Oμολογητού

O Σέργιός μοι πώς τελευτάς τον βίον;
Kοινώ τέλος τέθνηκα, και ζων ειμί σοι1.

Oύτος ο Άγιος, καθώς ήτον από γένος ένδοξον και μεγάλον κατά το σώμα, έτζι ήτον και μέγας κατά την ψυχήν, ζων εν τοις χρόνοις Θεοφίλου του εικονομάχου, ήτοι εν έτει ωλε΄ [835]. Παρασταθείς λοιπόν εις τον ρηθέντα διώκτην και εικονομάχον Θεόφιλον, επειδή επροσκύνει τας αγίας εικόνας, εδέθη από τον λαιμόν με ένα σχοινίον, και πομπευθείς εις το μέσον του παζαρίου, έλαβεν ύβρεις και καταφρονήσεις πολλάς. Aφ’ ου δε υστερήθη όλα του τα υπάρχοντα ο αοίδιμος, ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα εξωρίσθη ομού με την γυναίκα του Eιρήνην ονόματι, και ομού με τα τέκνα του, και υπέμεινεν ανδρείως τας διαφόρους θλίψεις της εξορίας. Kαλεσθείς δε από τον Θεόν, επήγεν εις αυτόν διά του θανάτου, ίνα λάβη της ομολογίας τον άφθαρτον στέφανον.

Σημείωση

1. Tούτο το δίστιχον είναι κατ’ ερωταπόκρισιν. Φαίνεται ουν πως ερωτά ο Xριστός, αποκρίνεται δε προς αυτόν ο Όσιος.


Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παυσικάκου Eπισκόπου Συννάδων

O Παυσικάκου προστρέχων τω λειψάνω,
Παθών κακούντων παύσιν ευρίσκει ξένην.

Oύτος ο μακάριος ήτον κατά τους χρόνους Mαυρικίου του βασιλέως, εν έτει φπε΄ [585]. Kαι πατρίδα μεν είχε την εν τη Mαύρη Θαλάσση ευρισκομένην Aπάμειαν. Oι δε γονείς του ήτον ευγενείς και ονομαστοί και τρόφιμοι της αληθούς πίστεως των Xριστιανών.Ώντας δε ακόμη νέος, κατεδάμαζε τον εαυτόν του με υπερβολικήν νηστείαν και προσευχήν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, όθεν έγινεν ύστερον Mοναχός. Aπό τότε δε και εις το εξής ετρέφετο με ολίγον ψωμί και νερόν, εμεταχειρίζετο δε και την τέχνην της ιατρικής, και ιάτρευεν ομού τα σώματα και τας ψυχάς. Eδίωκε γαρ τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους, εθεράπευε τα παιδία εκείνα, οπού εγεννώντο κολοβά και παράσημα, ανώρθονε τους έχοντας καμπούραν εις το σώμα, και άλλα τοιαύτα εποίει θαυμάσια.

Όθεν από την πολλήν του φήμην, εγνωρίσθη εις τον τότε Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως, ούτος δε ήτον ο επί Mαυρικίου θαυμάσιος Kυριακός1, ο οποίος εχειροτόνησεν αυτόν Eπίσκοπον των Συννάδων. Aφ’ ου δε ο Άγιος επήγεν εις τα Σύνναδα την επαρχίαν του, εδίωξεν από εκεί τους νοητούς λύκους, ήτοι τους αιρετικούς, με την σφενδόνην των λόγων του, και με την κοπτεράν μάχαιραν της διδασκαλίας του, απέκοψεν αυτούς από το υγιές σώμα των Xριστιανών, ως σαπημένα μέλη, και έρριψεν αυτούς έξω της Eκκλησίας, διά να μη προξενήσουν βλάβην και εις τα λοιπά υγιαίνοντα μέλη. Mε τοιούτον τρόπον λοιπόν εχάρισεν εις το ποίμνιόν του την ασφάλειαν ομού και σωτηρίαν. Έπειτα επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν, και ιάτρευσε τον βασιλέα Mαυρίκιον από ένα πάθος οπού είχεν. Όθεν ο βασιλεύς με χρυσόβουλλον εδιώρισε να δίδη εις τα Σύνναδα κάθε χρόνον, μίαν λίτραν χρυσίου, ήτοι δώδεκα ουγγίας, από τας οποίας η κάθε μία περιέχει δράμια οκτώ. Γυρίζωντας δε εις τα Σύνναδα και πηγαίνωντας εις τόπον καλούμενον Σόλωνα, επειδή οι συνοδοιπόροι του εκινδύνευαν από την δίψαν, τούτου ένεκεν διά προσευχής του ανέβλυσεν εκεί νερόν και επαρηγόρησε την δίψαν τους. Mε τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διεπέρασε την ζωήν του ο Άγιος, και γενόμενος εις πολλούς αίτιος σωτηρίας, αναχωρεί από την παρούσαν ζωήν, και μεταβαίνει εις την μέλλουσαν.

Σημείωση

1. O Kυριακός ούτος έγινε Πατριάρχης μετά τον Nηστευτήν Iωάννην, πατριαρχεύσας έτη ένδεκα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Κυριακή του Αντίπασχα (του Θωμά) και Πανήγυρις του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του Αγίου Επιφανίου Αρχιεπισκόπου Κύπρου στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη (12 Μαΐου 2024)

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής της ψηλαφήσεως του Αποστόλου Θωμά, της πανηγύρεως του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του Αγίου Επιφανίου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

  • Σάββατο 11 Μαΐου, 6:30 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
  • Κυριακή 12 Μαΐου, 7:30 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
  • Κυριακή 12 Μαΐου, 6:30 μ.μ.: Παρακλητικός κανόνας προς τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.

Τοποθεσία Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη:

Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου: Ο Άγιος Επιφάνιος και η διαμόρφωση του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών

Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.
Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.

Πανιερώτατε άγιε Κωνσταντίας και αδελφοί αρχιερείς,
Αγαπητοί εκπρόσωποι των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Εν Χριστώ αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Χριστός Ανέστη!

Πολλές φορές, στην πορεία της Εκκλησίας, συμβαίνει τα ιστορικά τεκταινόμενα να συμπληρώνονται, να φωτίζονται, ή ενίοτε και να εκτρέπονται, από τα υπό του Αγίου Πνεύματος τικτόμενα.

Έτσι, όταν οι διοικητικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται για να βοηθήσουν την στρατευόμενη Εκκλησία στη διάβασή της μέσω της ιστορίας κινδυνεύουν να προσαρμοστούν στα μέτρα των ανθρωπίνων αδυναμιών, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος παρεμβαίνει δυναμικά για ν’ ανοίξει παράθυρα.Υπενθυμίζει κυρίως ότι οι όποιες ρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε και μπορούν να τίθενται υπεράνω του γεγονότος της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν απλώς μέσα για να οδηγηθεί η στρατευόμενη Εκκλησία προς τον τελικό της προορισμό, αφού «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».

Φορείς αυτής της διορθωτικής παρεμβάσεως, είναι συνήθως οι πνευματοφόροι άνθρωποι. Εκείνοι δηλαδή που ενώ πορεύονται και πολιτεύονται εν τω κόσμω, έχουν ήδη πολιτογραφηθεί πολίτες της πολιτείας που δεν είναι εκ του κόσμου. Ο λόγος και η παρουσία τους, φωτίζει τα θέσμια υπό ένα φως άλλο, και κομίζει μια λογική που δια των θεσμών βλέπει την υπέρβαση των θεσμών.

Τέτοια είναι και η περίπτωση του εν αγίοις πατρός ημών Επιφανίου, Επισκόπου Κωνσταντίας και Αρχιεπισκόπου της Κύπρου. Του οποίου η ιστορική παρουσία σε μια εποχή κρίσιμη για την Εκκλησία της Κύπρου, κατά την οποία τεκταινόταν -όχι χωρίς οδύνες- ο θεσμός της Πενταρχίας, αποτέλεσε τον βασικό μοχλό για να μπορέσει η Εκκλησία της Κύπρου να διαφυλάξει το κεκτημένο της αυτονομίας της, χωρίς το οποίο θα ήταν αναγκασμένη να διαγράψει μια ιστορία τεσσάρων αιώνων και να ξεκινήσει από μια τελείως άλλη βάση, με ανυπολόγιστες ίσως συνέπειες για την ιστορική της πορεία. Δικαίως λοιπόν ο ιστορικός αποκαλεί τον Άγιο Επιφάνιο «πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου».

Η διέλευση του Αγίου Επιφανίου από το κόσμο τούτο, λαμβάνει χώρα τον 4ο αιώνα. Έναν αιώνα κατά τον οποίο η χριστιανική θεολογία συνδιαλέγεται με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα -με ποικίλα αποτελέσματα που εκτείνονται από θεολογικές συνθέσεις άφθαστου ύψους έως αλλεπάλληλες αιρέσεις και προσπάθειες νόθευσης της χριστιανικής αλήθειας· αλλά κι έναν αιώνα ο οποίος φέρνει βαθιές αλλαγές στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας.

Στην τεσσαρακονταετία της αρχιερατείας του, ο Άγιος Επιφάνιος, θα είχε να αντιμετωπίσει βαθιές διεργασίες ως αποτέλεσμα των οποίων θα άλλαζε το οργανωτικό σχήμα που μέχρι τότε είχε ως επίκεντρό του τον τοπικό επίσκοπο. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, ο επίσκοπος ήταν η ορατή κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας. Ως αυθεντικός συνεχιστής της αποστολικής διαδοχής, λειτουργούσε ως βάση ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Εκκλησία, ενώ παράλληλα, η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας, ήταν ταυτισμένη με το πρόσωπό του.

Όμως ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησε και αρχιεράτευσε ο Άγιος Επιφάνιος, αφού γεννήθηκε το 315, έμελλε να αλλάξει αυτό τον τύπο, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα τάση: την προσαρμογή της εκκλησιαστικής διοικήσεως στις διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας. Η προσαρμογή αυτή υπαγορεύτηκε από νέες ανάγκες και πραγματικότητες και έφτασε, κάποια στιγμή, να λάβει και κανονικό καθεστώς. Έτσι, με τη Σύνοδο της Αντιοχείας, το 341, θεσπίζεται η αρχή της ανύψωσης των επισκόπων των πρωτευουσών της κάθε πολιτικής επαρχίας σε μητροπολίτες. Στη συνέχεια, με τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη, εισάγεται το εξαρχικό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, και ταυτίζονται τα όρια των εκκλησιαστικών Διοικήσεων (εξαρχιών) με τα όρια των πολιτικών Διοικήσεων. Κατά τη σύνοδο αυτή, καθορίστηκαν υπερμητροπολιτικά «πρεσβεία τιμής» των θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Όμως, η πιο ξεκάθαρη κατοχύρωση, θα έφτανε λίγο αργότερα, το 451, με την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Χαλκηδόνα. Με τις αποφάσεις της οποίας ουσιαστικά καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας.

Τέτοια είναι λοιπόν η κατάσταση κατά τον 4ο αιώνα κι αυτό είναι το κλίμα που έχει να αντιμετωπίσει ο Άγιος Επιφάνιος όταν ανεβαίνει στο θρόνο της Κύπρου το 366. Τη στιγμή που αρχίζει η αρχιερατεία του, οι διεργασίες αυτές βρίσκονται στον κολοφώνα τους. Στην Ανατολή, και λίγο πολύ σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη, επικρατεί μια αναμπουμπούλα, μια αστάθεια. Αρειανοφρόνες προσπαθούν να επικρατήσουν των ορθοδόξων στις κατά τόπους μητροπόλεις, ενώ εμφανίζονται και φαινόμενα αυταρχισμού εκ μέρους ορισμένων μητροπολιτών αλλά και αδιαφορίας για την ορθή πίστη. Οι συγκρούσεις και οι έριδες είναι ατέλειωτες. Ως αντίδοτο, αναζητείται κάποια μορφή υπερμητροπολιτικής εξουσίας που να μπορεί να βάλει μια τάξη την ανεξέλεγκτη λειτουργία του μητροπολιτικού συστήματος στο θέμα των χειροτονιών, να φράξει το δρόμο στους αρειανόφρονες επισκόπους, αλλά και να ελέγξει τη συμπεριφορά ορισμένων μητροπολιτών.

Εν όψει αυτής της κατάστασης, οι μητροπολίτες που έχουν την έδρα τους στα διοικητικά κέντρα, αρχίζουν εν πολλοίς να επιβάλλουν τον κανόνα της προσαρμογής της εκκλησιαστικής προς την πολιτική διοίκηση. Αναπόφευκτα, και πολύ ανθρώπινα, σ’ αυτή την εποχή των ανακατατάξεων, παρατηρείται ένας ανταγωνισμός στην Ανατολή μεταξύ Αντιοχείας και Αλεξανδρείας. Μέσα σ’ όλη αυτή τη ρευστότητα και τους αγώνες για αύξηση των σφαιρών επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα στη σύγχρονη γλώσσα, ο εξ Ανατολών κίνδυνος, που δημιουργήθηκε από τις αξιώσεις του Επισκόπου Αντιοχείας επί της Εκκλησίας Κύπρου, προβάλλει -καθ’ ον χρόνον αρχιερατεύει ο Επιφάνιος- απειλητικότερος παρά ποτέ.

Υπό κανονικές συνθήκες, βέβαια, οι πιο πάνω διεργασίες δεν θα έπρεπε να αφορούν το κανονικό καθεστώς της Εκκλησίας Κύπρου καθ’ εαυτό, αφού η αποστολική Εκκλησία της Κύπρου εκέκτητο ήδη αυτονομίας, του αυτοκεφάλου, όπως αυτό ονομάστηκε αργότερα, δηλαδή του δικαιώματος «των Κυπρίων δι’ εαυτών τας χειροτονίας ποιείσθαι». Ήδη στη σύνοδο της Σαρδικής (το 343), η Κύπρος προσυπογράφει τα πρακτικά ως μόνη σύνολος εν τη Ανατολή μητρόπολις. Και στη συνέχεια, η εν Εφέσω Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος του 431, έρχεται να διασφαλίσει συνοδικώς, να περιβάλει δια κανονικού κύρους το κεκτημένο, αυτό που προϋπήρχε. Εκκλησιαστικά λοιπόν, το ζήτημα αυτό ήταν λυμένο, χωρίς καμία ασάφεια, όχι μόνο κατά το αρχαίο έθος αλλά και κανονικώς. Η διοικητική αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, ήταν καρπός της ελευθερίας και της συνοδικότητας της Ορθοδοξίας και συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως.

Ωστόσο, η ανάδυση του θεσμού της Πενταρχίας, και η γενικότερη αστάθεια -στο πλαίσιο της οποίας ακόμα και αυτή η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ αγωνιζόταν για να κατοχυρώσει την αυτονομία της- δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την Κύπρο. Τίποτα δεν φαινόταν δεδομένο και θεσμοί ή κεκτημένα αιώνων μπορούσαν να απολεσθούν εν μιά νυκτί.

Όπως μας πληροφορούν τα επίσημα έγγραφα της εποχής, η Κύπρος ήταν επαρχία της λεγόμενης Διοίκησης της Εώας, η οποία είχε  πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Εν όψει τούτου, και εν μέσω της χαώδους καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν πολλές επαρχίες της Ανατολής, ο Επίσκοπος Αντιοχείας, θεώρησε φυσικό να προβάλει την αξίωση ότι η Κύπρος είναι μια από τις επισκοπές της περιφέρειάς του.

Όμως -και εδώ φαίνεται η πρόνοια του Αγίου Πνεύματος- η Κύπρος δεν ήταν ούτε αρειανοκρατούμενη, ούτε αναρχούμενη Εκκλησία. Είχε δε αρχιεπίσκοπο τον μέγα Επιφάνιο. Οι οποιεσδήποτε βλέψεις λοιπόν επί της κυπριακής εκκλησίας, συνεπάγονταν μια αναμέτρηση με τον Επιφάνιο. Πράγμα αδιανόητο για την εποχή, αφού το κύρος, η ακτινοβολία και η δύναμη του Επιφανίου υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια της μικρής νήσου και το πρόσωπό του ενέπνεε το δέος σε όλη την χριστιανική οικουμένη. Πολύ ορθά αναρωτιέται ο ιστορικός: «Ζώντος άλλωστε του Επιφανίου, τις επίσκοπος θα ετόλμα έστω και να ονειρευθεί την υπ’ αυτόν υπαγωγήν του ανδρός; Τοιούτον θα ήγγιζεν τα όρια της παραφροσύνης αν μη της ιεροσυλίας. Ο γέρων Κύπρου υπ’ ουδενός ποτε εκρίθη, αυτός δε έκρινε πάντας τους επισήμους θρόνους της Ανατολής.»

Η στάση του απέναντι στην Αντιόχεια ήταν κάθετη και αταλάντευτη: για τριάντα χρόνια τήρησε άτεγκτη στάση έναντι της Αντιοχείας και δεν επικοινώνησε με τον επίσκοπό της. Σκληρή στάση; Ίσως. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο, σε μια ρευστή εποχή και σ’ ένα μεταβατικό αιώνα, ο Επιφάνιος έδινε το στίγμα της προσήλωσης στην αλήθεια της παραδόσεως.

Αλλά, αν ο Κωνσταντίας Επιφάνιος κατάφερε να εξαγάγει την Εκκλησία της Κύπρου εις αναψυχήν δια μέσου συμπληγάδων, επιβουλών και ανταγωνισμών, δεν είναι μόνο γιατί πολιτεύτηκε διπλωματικά, αξιοποιώντας προς όφελος της Κύπρου τη αντιπαράθεση Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ούτε μόνο γιατί η Εκκλησία της Κύπρου είχε ισχυρές κανονικές κατοχυρώσεις που την έθεταν στο απυρόβλητο. Όμως γράφει ο μεγάλος θεολόγος-ἱστορικός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: (Χριστιανισμός καί Πολιτισμός σελ. 115-116). Ο βασικός και κύριος λόγος για τον οποίο η Κύπρος κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία της, ήταν γιατί ο ίδιος ο προκαθήμενός της ήταν ένα μέτρο αγιότητας που έκρινε την εποχή του.

Η θωράκιση της Εκκλησίας της Κύπρου, η σκέπη της, ήταν πρωτίστως η αγιότητα του προκαθημένου της. Όντας πνευματοφόρος, είχε τη δυνατότητα, όπως είπαμε στην αρχή, να γίνεται αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύονταν εντός της ιστορίας οι πνοές του Αγίου Πνεύματος. Έκανε την Κύπρο απόρθητο φρούριο, όχι μόνο με τα επιχειρήματα ή τους χειρισμούς του, αλλά με τη βιοτή και το μέγεθος της αγιότητάς του, το οποίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο και σεβαστό από τους συγχρόνους του όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη.

Για ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο ήταν να ανοίξει κανείς μέτωπο με τον Επιφάνιο, αρκεί να δούμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο αναφέρει ο Θεοφάνης, Ηγούμενος Αγρού και Ομολογητής, στη Χρονογραφία του: Όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Κύπρου Επιφάνιος έρχεται στην Κωνσταντινούπολη όπου «χειροτονίας και συνάξεις παρά την Ιωάννου γνώμην εποίησεν», δηλαδή έκανε χειροτονίες χωρίς την έγκριση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Όποιες κι αν είναι η προεκτάσεις αυτής της ενέργειας, που δεν θα τις συζητήσουμε εδώ, δείχνει χαρακτηριστικά το πρόσωπο του ανδρός αλλά και την ακαταμάχητη δύναμη της οποίας ήταν φορέας.

Λέχθηκε για τον Άγιο Επιφάνιο ότι ήταν συντηρητικός-παραδοσιακός, ότι δεν συμβάδισε με το πνεύμα της εποχής του, το πνεύμα του 4ου αιώνος. Και πράγματι, μπορεί να πει κανείς πως έτσι ήταν. Αλλά δεν θα πρέπει να δούμε αυτή τη στάση υπό αρνητικό πρίσμα. Μάλλον αρετές πρέπει να θεωρούμε τα χαρακτηριστικά του αυτά, παρά οτιδήποτε άλλο. Ως άγιος, ο Επιφάνιος ήταν άνθρωπος του μέλλοντος και έβλεπε πολύ πολύ μακριά· εξ ου και παρέμενε με όλες του τις δυνάμεις αμετακίνητος εις «ό παρελάβαμεν», απαρασάλευτος μάρτυρας του ασκητικού ήθους της πρώτης Εκκλησίας και φύλακας της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως. Υπερασπίστηκε την αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, όχι διότι εμφορείτο από ένα είδος τοπικισμού, αλλά για να προασπίσει αυτό που η Εκκλησία της Κύπρου παρέλαβε από τους Αποστόλους και διαφύλαξε μέσω των αιώνων με ποταμούς αιμάτων. Η έγνοια του και η φροντίδα του ήταν απλά να παραδώσει στις επόμενες γενιές αυτό που δόθηκε στην Κύπρο από τους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο, Μάρκο και φυλάχθηκε πριν απ’ αυτόν από τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Από την άλλη, ο απαρέγκλιτος προσανατολισμός του προς την παράδοση, οφειλόταν και στο ότι μια από τις προκλήσεις της αρχιερατείας του ήταν να αντικρούσει τις αιρέσεις, πρώτ’ απ’ όλα στην ίδια την Κύπρο αλλά και στον περίγυρό της, καθώς και τη γενικότερη σύγχυση που επαπειλούσε τότε την πορεία της Εκκλησίας. Το ειδωλολατρικό πνεύμα συνέχιζε και κατά τον τέταρτο αιώνα να επιβιώνει, είτε ευθέως, είτε εμφιλοχωρώντας στο χώρο της πίστης και δημιουργώντας συνεχώς αιρέσεις επί αιρέσεων. Παρόλο που, όπως είπαμε, η θεολογία επιχειρούσε τη μεγάλη πρόσληψη του αρχαιοελληνικού λόγου, ο άγιος με τη διόρασή του έβλεπε πως μια τέτοια πρόσληψη δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Αντιθέτως, έκρυβε μεγάλες παγίδες και εγκυμονούσε τεράστιες απειλές για νόθευση της αλήθειας. Η «παραδοσιακότητα» λοιπόν του Αγίου Επιφανίου, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακατάπαυστη επαγρύπνηση για να διαφυλαχθεί αλώβητη η αλήθεια της πίστεως, ένας συνεχής συναγερμός και μια αμείλικτη μάχη εναντίον των αιρέσεων παντός είδους. Κι αν σήμερα μπορούμε να μιλούμε για μια σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, αν τελικά η πρόσληψη της αρχαιότητας έγινε όσο το δυνατό πιο ανώδυνα με τα θετικά της να επικρατούν των αρνητικών, αυτό οφείλεται κυρίως στο αταλάντευτο φρόνημα μερικών αγίων και όλως ιδιαιτέρως του Κωνσταντίας Επιφανίου. Αν η Ανατολή ολάκερη δεν περιέπεσε στο χάος των αιρέσεων και των κακοδοξιών, αν ακόμα υπάρχει ορθοδοξία στο νησί μας αλλά και πέραν αυτού, είναι, μεταξύ άλλων, γιατί τον τέταρτο αιώνα υπήρχε στην Ανατολή ένας επίσκοπος που λεγόταν Επιφάνιος, ο οποίος δεν έκανε εκπτώσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στον αιώνα του.

Η έντονη αντιαιρετική του δράση, εκτός από το ότι τον καθιστούσε σημείο αναφοράς σε όλο τον γνωστό κόσμο, μια αυθεντία παγκόσμιου βεληνεκούς, ύψωνε όσο ποτέ άλλοτε και το κύρος της Εκκλησίας της Κύπρου, μετατρέποντάς την σε κέντρο των εξελίξεων και επομένως δυσκολεύοντας τα σχέδια εκείνων που την επιβουλεύονταν. Ο Επιφάνιος έκανε την Κύπρο κέντρο του κόσμου. Κληρικοί απ’ όλη τη χριστιανοσύνη, ζητούν τη γνώμη του για θεολογικά ζητήματα και τον καλούν να ορθοτομήσει λόγον αληθείας. To 374, μετά από αίτημα ιερέων και λαϊκών της Παμφυλίας, εκδίδει το πρώτο από τα μεγάλα του έργα, το Αγκυρωτόν. Το 376 εκδίδει το Πανάριον, μετά από αίτημα δύο αρχιμανδριτών των μονών της Κοίλης Συρίας. Από όλο τον κόσμο, έρχονται στην Κύπρο μοναχοί, μόνο και μόνο για να δουν τον Επιφάνιο. Ευγενείς και άρχοντες από τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη έρχονται να λάβουν την ευχή του ή να βοηθήσουν οικονομικά το έργο του. Όποιος ήθελε να δει θαυματουργό επίσκοπο, «αρχαίας αγιότητος κατάλοιπον», έτσι τον ονόμαζαν, έπρεπε να δει τον ξυπόλυτο γέροντα της Κύπρου Επιφάνιο.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι και ως αρχιεπίσκοπος ο Επιφάνιος -παρόλο που ήταν μορφωμένος, πολυγραφότατος και μιλούσε πέντε γλώσσες- παρέμενε πρώτα και κύρια ένας ασκητής μοναχός, κομίζοντας μια απλή, αγνή αγιότητα, κοσμημένη με θαυματουργικό χάρισμα, όπως βεβαιώνει σύγχρονη του μαρτυρία -και όπως γνωρίζει καλά η παράδοση της Εκκλησίας μας-, τότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα ήταν για τον οποιονδήποτε να τολμήσει να συγκρουστεί μαζί του.

Θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η πορεία της Εκκλησίας Κύπρου αν σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στο θρόνο της ήταν άλλος από τον Επιφάνιο. Το πιο πιθανόν είναι πως όσα οικοδόμησε η Εκκλησία Κύπρου εν Πνεύματι και Αληθεία για τέσσερις αιώνες, θα σβήνονταν με μια κίνηση και η Κύπρος θα έπρεπε στο εξής να συνεχίσει την πορεία της υπό άλλα δεδομένα και άλλες προϋποθέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα βάρυνε οποιονδήποτε άλλον, αλλά τους ίδιους τους Κυπρίους, που θα αποδεικνύονταν έτσι ανάξιοι να κρατήσουν τη δωρεά που τους δόθηκε και να διαφυλάξουν την παράδοση και την των πραγμάτων αλήθειαν. Κι όταν χάνουμε το Έν, το κύριον, τότε είναι σαν ν’ ανοίγουμε την πόρτα για να μπούνε κάθε λογής κακά. Ενδεχομένως, σε τέτοια περίπτωση, και η ιστορική μας μοίρα να ήταν πολύ χειρότερη από αυτήν που είχαμε.

Κρατώντας εκείνο που της παρέδωσαν οι Απόστολοι, η Εκκλησία της Κύπρου μπόρεσε να γίνει ο διαχρονικός θεσμός ο οποίος στήριξε και κράτησε το λαό της Κύπρου στα πάτρια χώματα και στην πατρώα πίστη. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί, παραδέχονται σήμερα πως χωρίς την Εκκλησία Κύπρου, είναι σίγουρο πως σήμερα δεν θα υπήρχε η Κύπρος και ο λαός της. Και χωρίς την εκ των αποστόλων αυτονομία της, η Εκκλησία της Κύπρου δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καταστεί η διαχρονική άμυνα της Κύπρου απέναντι σε κάθε επιβουλή, η κιβωτός που κράτησε την ταυτότητα και την παρουσία αυτού του λαού στη γη των πατέρων του και έφτασε στο σημείο, στα 1960, να γεννήσει αυτό τούτο το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.

Όμως, πέρα από ό,τι αφορά την ίδια την Κύπρο, θα πρέπει να δούμε και από ευρύτερη σκοπιά τις προεκτάσεις που είχε η προσέγγιση του Επιφανίου στο θέμα που προέκυψε με την Αντιόχεια. Η στάση του, έστελνε ένα μήνυμα διαχρονικό: ότι πριν από τους θεσμούς είναι οι πραγματικότητες. Αν παραγνωριστούν οι πραγματικότητες και επιβληθούν θεσμικές ρυθμίσεις άνωθεν, τότε δεν είμαστε στο δρόμο της αλήθειας αλλά της εκτροπής.

Μήνυμα που είχε και μια διάσταση έντονα προφητική, όπως φάνηκε στους επόμενους αιώνες. Στη συνέχεια της ιστορίας της Εκκλησίας, είδαμε το θέμα του πρωτείου να παρερμηνεύεται, να διαστρέφεται και να θεωρείται σαν δικαίωμα επιβολής στους άλλους. Η απόκλιση αυτή από την αλήθεια των πραγμάτων, έμελλε να ταλανίσει την Εκκλησία για πολλούς αιώνες, συμβάλλοντας στο μέγα σχίσμα του 1054, και συνεχίζοντας να προκαλεί τριβές και διαμάχες ακόμα και σήμερα. Έτσι λοιπόν, με τη στάση του, ο Άγιος Επιφάνιος δημιουργούσε μια παρακαταθήκη για όλη την Εκκλησία και για όλους τους αιώνες.

Οι τεράστιες θεολογικές προεκτάσεις είναι εδώ προφανείς. Από την ορθόδοξη σκοπιά, τα πρεσβεία τιμής ή τα πρωτεία δεν έχουν την έννοια της εξουσίας ή της αυθεντίας, για τον ίδιο λόγο που στο εσωτερικό της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι εξουσιαστής των δύο άλλων προσώπων. Υπό το φως το οποίο έριξε ο Άγιος Επιφάνιος στα εκκλησιαστικά πράγματα, Πενταρχία και αυτοκεφαλία μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν, αφού μετείχαν στην ίδια ουσία και υπηρετούσαν την ίδια αλήθεια. Η Πενταρχία των Πατριαρχών είναι ένας ευλογημένος θεσμός· αλλά και το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Κύπρου είναι επίσης ένας ευλογημένος θεσμός. Και το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Επιφανίου λέει πως «ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι».

Βλέπουμε λοιπόν, ότι η άμυνα της Κύπρου κατά τον 4ο αιώνα, ήταν το πρόσωπο του αγίου αρχιεπισκόπου της. Το κύρος, η σημασία, και η λάμψη που γνώρισε η Εκκλησία της Κύπρου επί των ημερών του, έμελλαν να συνεχιστούν και μετά το 402, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη. Η νήσος θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων του όχι μόνο κατά τον επόμενο αιώνα, αλλά και μέχρι σήμερα. Οι πατέρες της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ενώπιον της οποίας τέθηκε η διαφορά με την Αντιόχεια, εναρμονίστηκαν πλήρως με το μήνυμα που έστελλε όσο ζούσε ο Κύπρου Επιφάνιος, λειτούργησαν δηλαδή ορθόδοξα. Έτσι, κατεύθυναν αμέσως τη διερεύνησή τους στην «των πραγμάτων αλήθειαν». Ρώτησε λοιπόν η Σύνοδος, της οποίας προήδρευε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, τους εκπροσώπους της Κύπρου: «ποιος χειροτόνησε τους τρεις τελευταίους επισκόπους στην Κύπρο;» Οι δε εκπρόσωποι της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ο Σόλων Ευάγριος και ο Κουρίου Ζήνων, απάντησαν: «ο αοίδιμος Επιφάνιος». Η απάντηση αυτή ήταν αρκετή για τους πατέρες της Συνόδου, οι οποίοι χωρίς καμία άλλη συζήτηση επεκύρωσαν με την ψήφο τους το κεκτημένο δικαίωμα της ελευθερίας της Εκκλησίας Κύπρου εις τα των χειροτονιών της. Η αλήθεια κατίσχυσε. Ο Επιφάνιος, δια του αγίου του ονόματος και μόνον, εδικαίωσε την Κύπρο.

Το μέγεθος ενός τέτοιου αγίου τον οποίο δώρισε ο Χριστός στην Κύπρο, δείχνει πως ήταν θέλημα Κυρίου να εξέλθει η Εκκλησία μας αλώβητη από τις αναστατώσεις του 4ου αιώνα και να διατηρήσει μέχρι σήμερα ακέραια την αυτονομία της, παρ’ όλες τις επιβουλές που ακολούθησαν κατά τους επόμενους αιώνες. Είμαι σίγουρος πως, η χειρ του αγίου αυτού πατρός, από την οποία, μέσω αδιαλείπτου συνεχείας, λάβαμε και εμείς εν εσχάτοις καιροίς την ιεροσύνη, δεν έπαψε να σκεπάζει την πολυαγαπημένη του νήσο. Και είναι και σήμερα προστάτης και βοηθός της, αρκεί να τον θυμούμαστε και να τον επικαλούμαστε και προπαντός να αγωνιζόμαστε φιλότιμα να διαφυλάξουμε την ελευθερία την οποία δώρισε στην Εκκλησία μας, δια πρεσβειών του Κωνσταντίας Επιφανίου, ο ίδιος ο Χριστός.

Πέραν αυτού, είχαμε και έχουμε σίγουρα την ευλογία του αγίου πατρός, καθώς βαδίζουμε στον ευλογημένο δρόμο της αδελφοσύνης και της αγάπης ο οποίος συνδέει την νήσο μας, παλαιόθεν και μέχρι σήμερον, με τις γειτονικές της Εκκλησίες και όλως ιδιαιτέρως με τα παλαίφατα πατριαρχεία. Βαδίζοντας το δρόμο αυτό, η Εκκλησία μας σήμερα αντλεί από τα λειτουργικά και δογματικά αποθέματα της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προσωπικώς· στηρίζει εν τω μέτρω των δυνάμεών της τις ιεραποστολικές προσπάθειες της Αλεξανδρείας· εμπνέεται από το άγιον φως των Ιεροσολύμων και συνεργάζεται αδελφικώς με την Αντιόχεια, αφού «εν ενί σώματι, μέλη πολλά έχομεν», αλλά και επειδή «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη».

Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή προς τον σημερινό διάδοχο του θρόνου του Αγίου Επιφανίου, τον αγαπητό Κωνσταντίας Βασίλειο, όπως σύντομα τον αξιώσει ο Θεός να περπατήσει ξανά στα χώματα που πάτησε ο άγιος προκάτοχός του και να αναπέμψει, εν ελευθερία, ευχαριστήριους ύμνους στον πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου, στην περιώνυμη βασιλική του στην Κωνσταντία.

Χριστός Ανέστη!

Η Κωνσταντία Ανέστη!

Προσδοκώ και την της Κύπρου ανάστασιν!


Εβ 13, 14.

Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, Είκοσι μελέται δια την Εκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ός αιών), Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Μορφωτικος Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1996.

Β. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969, σ. 168 και εξ.

Β. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών ΙΙ, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, σ. 2-20.

Βλασίου Φειδά 1977, όπ. παρ. σ. 140.

Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι, Προϋποθέσεις διαμόρφωσης του θεσμού, Αθήναι 1977, σ. 139

Τίτλος Η΄ Κανόνος Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

The Catholic Encyclopedia, Volume XI, Robert Appleton Company, 1911, New York.

Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, όπ. παρ., σ. 67-68.

Θεοφάνους, Ηγουμένου Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007, σ.213-214.

Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Α΄, Περίοδος Θεολογικής Ακμής, Δ΄ και Ε΄ αιώνες, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 499.

Ιερωνύμου, Epistola 108.

Μτ 23, 23.

Ρμ 12, 4.

Ρμ 12, 5.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) 12 Μαΐου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 11 – 16

Τέκνον Τιμόθεε, δίωκε δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα. Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων. Παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον· ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
20: 19 – 31

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ