Αρχική Blog Σελίδα 183

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (17 Αυγούστου)

Άγιος Γέροντας Αθανάσιος Χαμακιώτης

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης

Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.

«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».

Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.

Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.

Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.

Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.

Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.

Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».

Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».

Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.

Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.

***

Αρχιμ. Γρηγόριος της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους

Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.

Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έραβαν, συνέχισαν όπως παρέλαβαν.

Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής.

Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».

***

Όσο προχωρούσε η Θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».

Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές…

Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη Θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «Τα Σά εκ των Σών» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.

Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
– Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».

Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…

Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της Θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
– Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
– Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»

Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
– Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξανα-ενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
– Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!

Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει;…

***

Πόσο μας αγαπάει ο Θεός

Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:

– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
– Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.

Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα».

***

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (αριστερά), Άγιος Ελπίδιος Χασάπης (δεξιά).

Ακόμα και μετά την κοίμησή του [του Ιερομονάχου π. Ελπιδίου Χασάπη (1913-1983), αδελφού του Ιερομάρτυρα, αγίου Φιλουμένου], όμως, είχε την έγνοια του ησυχαστηρίου [της Παναγίας Φανερωμένης Μπάλας, στην Ροδόπολη Αττικής] και το προστάτευε από τον ουρανό.
Όταν το 1990 το δάσος κοντά στο μοναστήρι είχε πάρει για δεύτερη φορά φωτιά, ο επικεφαλής των πυροσβεστών έβλεπε τους δύο κεκοιμένους Γέροντες της Μονής Αθανάσιο [τον Ιερομόναχο, π. Αθανάσιο Χαμακιώτη (1891-1967)] και Ελπίδιο, να προστατεύουν τον χώρο.
– Μη φοβάστε…
Είπε σ’ αυτούς που εργάζονταν μαζί του.
– Στην μάντρα της μονής, είναι δύο καλόγεροι και διώχνουν την φωτιά. Το μοναστήρι δεν θα πάθει τίποτα!
Έτσι, με την πρεσβεία των δύο οσίων πατέρων, ενώ η φωτιά έφθασε πολύ κοντά, το ησυχαστήριο διαφυλάχθηκε.

Από το Βιβλίο Ο “Γέροντας Ελπίδιος, (1913-1983)”, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας.

***

«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».

«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».

«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».

«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».

«Δια να εισακουώμεθα εις την προσευχή μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωση!… Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!

«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…».

Πηγή: iconandlight.wordpress.com


Ἁγιοκατάταξη Γέροντος Ἀθανασίου Χαμακιώτη  (1891-†1967)

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει ἀσκήσας (1891-†1967) 

Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8),  ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1, 14-15) ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Γέροντας τῆς Νερατζιωτίσσης (1891-1967). Ἄνθρωπος μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στολισμένος μέ ὅλες τίς ἅγιες ἀρετές. Πρᾶος, ταπεινός, σεμνός, εἰρηνικός, ὑπομονετικός. Γνήσιος ποιμένας καί Πνευματικός πατέρας. Ἀληθινός ἀγωνιστής μέ πανθομολογουμένη ἁγία βιωτή.

Γεννήθηκε τό 1891 σ’ ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, τήν Τουρλάδα. Γόνος πτωχῆς ἀλλ’ εὐσεβοῦς πολυτέκνου οἰκογενείας, ἀπό μικρός ἀγάπησε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Τοῦ ἄρεσε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία νά ἐπισκέπτεται τά διάσπαρτα ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του, ν’ ἀνάβει τά καντήλια καί νά προσεύχεται. Οἱ συγχωριανοί του τοῦ ἔλεγαν πώς θά γίνει παπάς καί συνεβούλευαν τά παιδιά τους νά μοιάσουν στόν Γιῶργο, μετέπειτα Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο.

Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1906 ἄφησε τό χωριό του καί μέ τήν συγκατάθεση τῶν γονιῶν του ἀφιερώθηκε στό φημισμένο Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἐκάρη Μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, πού ἔδωσε κατά τήν κατανυκτική στιγμή τῆς κουρᾶς του, γιά ὑπακοή, παρθενία καί ἀκτημοσύνη συνοδεύονταν καί ἀπό τήν σταθερή ἀπόφασή του, νά σηκώσει μέ προθυμία τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη Του καί τήν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Τό 1916 ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Τιμόθεος, τόν χειροτόνησε διάκονο καί τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1926, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Χωρίς νά μειώσει καθόλου τόν πνευματικό του ἀγῶνα, γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἐπιτελεῖ τά ἱερατικά του καθήκοντα, προσφέροντας παράλληλα καί τίς ὑπηρεσίες του ὡς ἡγουμενοσυμβούλου τῆς Μονῆς.

Στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1930 χειροθετεῖται Πνευματικός, λαμβάνοντας καί τό καθιερωμένο «Ἐνταλτήριον Γράμμα». Ὡς ἐξομολόγος ἦταν ταυτόχρονα καί παιδαγωγός, φωτισμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δεχόταν τούς πιστούς μέ καλοσύνη, ἀγάπη καί ἠρεμία. Τούς ἄκουγε μέ προσοχή καί τούς ἐνθάρρυνε νά ἀποκαλύψουν ὅλα ὅσα τούς βάρυναν. Τούς νουθετοῦσε μέ ὑπομονή καί τούς στήριζε στόν πνευματικό τους ἀγῶνα. Ποτέ δέν ἐπικαλέσθηκε τήν κούρασή του, τό προχωρημένο τῆς ὥρας ἤ τό πλῆθος ἐκείνων πού ἀνέμεναν τήν σειρά τους νά ἐξομολογηθοῦν. «Συνδύαζε ὁ Γέροντας τό γλυκύ μέ τό αὐστηρό, τό ταπεινό μέ τό ἡγεμονικό, τό μοναχικό μέ τό κοινωνικό, τήν ἁπλότητα μέ τήν σοφία. Κοντά του ἔνιωθες ἄνετα, ἀλλά συγχρόνως ἡ παρουσία του ἦταν μιά ζῶσα ἐπιταγή νά ἀνέβεις ψηλά, προκειμένου νά τόν συναντήσεις. Ὑπῆρξε ὁ αὐστηρός εἰς τόν ἑαυτό του ἱερομόναχος πού συνάμα λειτουργοῦσε ὡς στοργικός πατέρας». Ἀνάμεσα στούς ἐξομολογουμένους περιλαμβάνονταν σημαντικές προσωπικότητες τῶν γραμμάτων, τῆς πολιτικῆς, τοῦ Ἱεροῦ κλήρου, καθώς καί φημισμένοι Γέροντες, ὅπως οἱ Φιλόθεος Ζερβάκος, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς κ.ἄ, ἀλλά καί κάποιοι Μητροπολίτες.

Ἔπειτα ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια διακονίας στή Μονή τῆς  μετανοίας του, στήν Ἁγία Λαύρα, ἀναγκάζεται γιά λόγους ὑγείας (προσεβλήθη ἀπό πλευρίτιδα) νά ἔλθει στήν Ἀθήνα, ἀναζητώντας καλύτερο κλίμα. Γιά μερικούς μῆνες προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στό Ναό  τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στόν Βύρωνα. Ἐδῶ γνωρίζεται μέ τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται πνευματικά. Τό Φεβρουάριο τοῦ 1933, τοποθετεῖται στό Βιλλιαρί, κοντά στήν Μάνδρα Ἀττικῆς στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ὑπηρετεῖ γιά τρία χρόνια.  Ἔχοντας πιά θεραπευθεῖ ἀπό τήν βρογχοπνευμονία, ἐπιδόθηκε μέ ἔνθεο ζῆλο στά λειτουργικά, κηρυκτικά καί ἐξομολογητικά του καθήκοντα. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1936, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Ἰάκωβος τόν τοποθετεῖ ὡς ἐφημέριο στό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης τοῦ Ἀμαρουσίου, χτισμένο στά τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος, τό ὁποῖο ἀνήκει στό Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος. Ἐκεῖ ὑπηρετεῖ  ἐπί εἴκοσι ἑπτά συνεχῆ ἔτη.

Mέ τήν τοποθέτησή του στή Νερατζιώτισσα ἀρχίζει ἡ πιό δημιουργική περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου. Τελοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς Ἀκολουθίες καί πολύ συχνά τήν Θεία Λειτουργία. Δέν παρέλειπε νά προσεύχεται ἐκτενῶς καί στό κελί του, ἕνα μικρό χῶρο δίπλα στό Παρεκκλήσιο. Νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες. Νά νηστεύει καί νά ἀγρυπνεῖ. Νά φροντίζει μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἔδειχνε γιά τή σωστή προετοιμασία τῆς πανηγύρεως, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κάθε χρόνο στίς 8 Σεπτεμβρίου, μνήμη τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Νερατζιώτισσα.

Βίωνε «ψυχῇ τε καί καρδίᾳ» καί μετέδιδε στούς πιστούς τά βιώματά του, τόσο κατά τίς μυσταγωγικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης  Ἑβδομάδος, ὅσο καί κατά τήν νύκτα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως. Ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς του εἶναι τώρα ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτή  «ὑπῆρξεν ἡ σκέψις του, ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του, ὑπῆρξε τό πᾶν δι΄αὐτόν… Μεταρσιώνετο κυριολεκτικά ὅταν λειτουργοῦσε». Προηγουμένως ἔκανε τήν ἀπαιτούμενη προετοιμασία μέ μελέτη, νηστεία καί προσευχή. Στήν Προσκομιδή διάβαζε ἀμέτρητα ὀνόματα ζώντων καί τεθνεώτων. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία κατανυκτικά, σύντομα, χωρίς ὅμως νά παραλείπεται τίποτα. Ὁ ἵδιος γεμάτος ἱεροπρέπεια, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, μέ ταπεινό βλέμμα ἔδινε σέ ὅλα τόν τόνο, ἐνῶ ἡ φωνή του «φαινόταν ἡ πιό ὡραία τοῦ κόσμου…γιατί ἦταν ἡ φωνή πού ἔβγαινε ἀπό καρδιά πού ἀγαποῦσε πολύ  τόν  Χριστό».

Ἔχοντας ἐμπνεύσει στούς ἐκκλησιαζομένους τήν τάξη, τήν εὐπρέπεια καί τήν εὐλαβική συμμετοχή, τούς δίδασκε ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά χάνει κανείς τή Θεία Λειτουργία «γιά ἐκδρομή, ταξίδι, ἐργασία, μαθήματα κ.λπ. Δέν τό δεχόταν μέ τίποτα καί ἦταν ἀπόλυτος». Ὡς ἔμπειρος πνευματικός, ἀληθινός ποιμένας λογικῶν προβάτων, τά ὁδηγοῦσε στή γνήσια θεογνωσία, τήν στενή καί τεθλιμμένη πύλη, τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί σωτηρία. Πρώτιστο μέλημα τῆς ποιμαντικῆς του ἀποστολῆς θεωροῦσε τό νά πλησιάζει, νά στηρίζει καί νά φέρνει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ ὅσους εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τούς ταλαιπωροῦσε ἡ ἀμφιβολία τῆς πίστεως, ἡ ἄρνηση, ἡ αἵρεση, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἁμαρτία. Νοιάζονταν γιά ὅλους αὐτούς ἀλλά καί γιά ἐκείνους πού ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ἐξομολογοῦνταν στό πετραχήλι του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς ἀρετῆς του καί ἐπιδροῦσε ἄμεσα στούς ἀκροατές. Ἤξεραν ὅλοι ὅτι ἐφάρμοζε στήν ζωή του τό «ὁ ποιήσας καί διδάξας». Ἔτσι, ἄν τούς μιλοῦσε γιά ἐλεημοσύνη, γνώριζαν πόσο αὐτός πρῶτος ἐλεοῦσε. Ἄν τούς ἔλεγε γιά μετάνοια, κανείς δέν ἀμφέβαλε ὅτι ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν διά βίου νά ζεῖ ἐν μετανοίᾳ. Ἄν τούς παρότρυνε νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά κοινωνοῦν, τόν ἔβλεπαν καί κατανοοῦσαν ὅτι ὁ ἴδιος πρῶτος μετέχει σ’αὐτά.

Πλήν τῶν ἄλλων ἀρετῶν του, ὑπῆρξε ἄνθρωπος προσευχῆς. Χωρίς αὐτή δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ὑπόδειγμα βίου καί ἱερουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Εἶχε διαρκῶς στά χείλη καί τήν καρδιά  του εἴτε τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ εἴτε τό «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου δόξα σοι».  Αὐτό δίδασκε νά κάνουν καί τά πνευματικά του τέκνα λέγοντας ὅτι ἡ προσευχή εἶναι το καταφύγιο τοῦ χριστιανοῦ. Τόνιζε ὅτι προϋπόθεση γιά νά εἰσακούονται οἱ προσευχές μας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ μεγίστη τῶν ἀρετῶν, ἡ βάση καί τό κορύφωμά τους. Ὑπῆρξε, ὅμως, καί ἄνθρωπος τῶν καλῶν ἔργων. Ἐνδιαφερόταν ζωηρά καί ἔμπρακτα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν βιοτικῶν προβλημάτων κάθε προσώπου πού τόν πλησίαζε, σε ἐποχή πού ὑπῆρχαν πολλές δυσκολίες καί προβλήματα. Μεριμνοῦσε ἰδιαίτερα μέ διάκριση γιά τούς νέους καί τίς νέες, βοηθώντας τους νά βροῦν ἐργασία, νά μάθουν μιά τέχνη, νά σπουδάσουν. Δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του, προκειμένου νά φανεῖ χρήσιμος στούς ἄλλους.  Τό κύριο γνώρισμα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ λιτότητα. Οὐδέποτε στή ζωή του ἐπεθύμησε ἤ ἐπεδίωξε νά ἀποκτήσει τίποτα, πέρα ἀπό τά ἀπολύτως στοιχειώδη. Συχνά προσευχόταν «Κύριε, ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ὄρεξιν τοῦ πλουτισμοῦ. Ἀποδίωξε ἀπ’ ἐμοῦ τήν φλογεράν δίψαν τῆς φιλαργυρίας». Ἔτσι, ἐνῶ κοιμᾶμαι φτωχός, ὅπως ἔλεγε, ξυπνῶ πλούσιος.

Ἡ ἁγάπη πρός τό ποίμνιό του δέν εἶχε ὅρια, ἀλλά πάντοτε μέ μεγάλη διακριτικότητα. Ἤθελε νά εἶναι βέβαιος ὅτι βοηθοῦσε τούς ἔχοντες πραγματική ἀνάγκη. Ὅμως, ὄχι σπάνια «ἡ καλοσύνη του ὑπερίσχυε τῆς λογικῆς» καί μερικοί ἐπιτήδειοι κατάφερναν νά ἐκμεταλλεύονται τήν ἄδολη ἀγάπη του. Ἐπεστράτευε ὅσους ἀπό τά πνευματικά του τέκνα μποροῦσαν νά βοηθήσουν μέ ποικίλους τρόπους. Νά προσφέρουν χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσαν, νά τά μεταφέρουν στούς ἐμπερίστατους, νά ἐπισκέπτονται ἀρρώστους ἤ φυλακισμένους, νά ἀνακαλύπτουν ἐγκαταλελειμμένους γέροντες φτωχούς. Τό καθῆκον τῆς φιλοξενίας δίδασκε ὄχι μόνο μέ τό παράδειγμα, ἀλλά  καί μέ τήν νουθεσία σέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ἐνῶ μία ἀπό τίς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρός τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού ἵδρυσε ἦταν ἡ ἄσκηση τῆς φιλοξενίας.

Σέ ἡλικία 65 ἐτῶν, τό 1956, θέλησε νά ἱκανοποιήσει μία παλαιά ἐπιθυμία του. Παρεκάλεσε τόν φίλο του Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου, νά τελέσει τήν κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό. Ἡ Ἀκολουθία ἐτελέσθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης καί ὁ π. Ἀθανάσιος «χάρηκε ἀφάνταστα γιά τήν μοναχική αὐτή ἀναβάθμιση».

Ἡ μετά τό 1958 γρήγορη ἀνοικοδόμηση τῆς περιοχῆς ἀνάγκασε τόν Γέροντα νά ἀναζητήσει νέο τόπο ἡσυχίας. Ὕστερα ἀπό ἀναζήτηση ὀκτώ ἐτῶν καί ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου ἀρχιδιακόνου Λαυρεντίου, ἀγόρασαν ἀπό ὁμάδα παλαιοημερολογιτῶν μικρό Ναό μέ δύο κελιά στήν Ροδόπολη Σταμάτας καί τό 1961 νομότυπα συνέστησε Ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο ἐγκατέστησε στήν συνέχεια τήν πρώτη ἡγουμένη Μακρίνα μέ τήν συνοδεία της. Ἀμέσως ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση νέου Ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ, πρός τιμήν τῆς Παναγίας Φανερωμένης.

Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὁ Γέροντας ἔχοντας βρεῖ κατάλληλο  ἀντικαταστάτη ἐφημέριο τελεῖ τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Νερατζιώτισσα καί ἀποχαιρετᾶ  μέ δάκρυα τό ἀγαπημένο του ποίμνιο.   Ἔτσι ξεκινᾶ τό τελευταῖο ἡσυχαστικό στάδιο τῆς ἐπιγείου  ζωῆς του, στό Ἡσυχαστήριο. Ἀπό τά τέλη τοῦ 1966 ὁ π. Ἀθανάσιος ἄρχισε νά ἔχει θεῖα μηνύματα ὅτι ἐγγίζει τό ἐπίγειο τέλος του. Ὄντας ἤδη 86 ἐτῶν, οἱ σωματικές του δυνάμεις ἄρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ὑπέφερε πολλά χρόνια ἀπό διάφορες ἀσθένειες, οὐδέποτε ὅμως παραπονιόταν.

Στίς ἀρχές Μαῒου 1967, ἔχοντας μέ τό προορατικό του χάρισμα τήν πληροφορία ὅτι τό τέλος ἐγγίζει, ζήτησε νά δεῖ «πρῶτα τόν Πνευματικό καί μετά τόν γιατρό». Στίς 22 Μαῒου 1967, ἔχοντας προσβληθεῖ ἀπό τήν νόσο τοῦ Πάρκινσον καί οὐρολοίμωξη, εἰσάγεται στόν «Εὐαγγελισμό». Τό νέο μαθαίνεται γρήγορα καί πολλοί τόν ἐπισκέπτονται ζητώντας τήν εὐλογία του. Τούς δέχεται ὅλους, τούς νουθετεῖ καί τούς εὐλογεῖ. Ὑπόσχεται στίς μοναχές του πώς, ἄν βρεῖ παρρησία στό Θεό, «θά πρεσβεύει πολύ γιά τό μοναστηράκι καί δέν θά τούς λείψει τίποτα».

Τά ξημερώματα τῆς 17ης Αὐγούστου 1967, παρέδωσε τήν Ἁγία ψυχή του ἀπό πνευμονικό οἴδημα. Τό σκήνωμά του ἐξετέθη σέ λαϊκό προσκύνημα στό Ἡσυχαστήριο τῆς Παναγίας Φανερωμένης στή Ροδόπολη. Τό βράδυ τῆς 18ης  Αὐγούστου, ἐτελέσθη Ἀγρυπνία καί ἐν συνεχείᾳ ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, στήν ὁποία προέστησαν οἱ Μητροπολίτες Ἀττικῆς Ἰάκωβος, Πειραιῶς Χρυσόστομος καί Ὕδρας Ἱερόθεος, μέ τήν συμμετοχή δεκάδων πρεσβυτέρων καί διακόνων καθώς  καί πλήθους πιστῶν. Τό σκήνωμά του «ζεστό καί εὔκαμπτο»  μετά ἀπό τόσες ὧρες, ἐναποτέθηκε στόν τάφο δίπλα στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου.

Στίς 23 Ὀκτωβρίου 2014, 47 χρόνια μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Κύριλλος τέλεσε τή Θεία Λειτουργία στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀργολίδος κ. Νεκτάριο καί τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἐπιδαύρου κ. Καλλίνικο. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μέ πολύ συγκίνηση ὁ Σεβασμιώτατος κ. Κύριλλος πῆρε στά χέρια του τήν τιμία κάρα καί εὐλόγησε τούς παρισταμένους. Τά ἱερά λείψανα ἑτοιμάστηκαν ἀπό τούς Πατέρες καί μετεφέρθησαν στό Καθολικό καί ἐν συνεχείᾳ στό κελί τοῦ Γέροντα. Ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἔγινε αἰσθητή ἡ παρουσία του. Μιά γλυκειά εὐωδία πλυμμύρισε τό κελί του καί ὅλο τό χῶρο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Αὐτή ἡ ἔντονη εὐωδία ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν  μέχρι σήμερα, ὅπως πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί βεβαιώνουν. Δέν ἀπομένει πλέον παρά ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ, μέ ἀφορμή τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῡ Γέροντος τῆς Νερατζιωτίσσης, ἀφιέρωσε εὐλαβικά τό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ τσέπης 2017,  στόν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, μέ τήν εὐχή ὁ ἅγιος Γέροντας νά πρεσβεύει καί νά μεσιτεύει στόν Κύριό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του γιά τό Ἡσυχαστήριο, τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Μητροπόλεώς μας.

Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν προεδρία τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου, κατά τήν Συνεδρία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2023, ἀποφάσισε τήν κατάταξη ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου (Χαμακιώτου), ἱδρυτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς καί ἐφημερίου ἐπί πολλά ἔτη τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας ἀγάλλεται καί χαίρει εἰς τήν ἀκοήν τῆς ἀνωτέρω Ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρίστηκε τήν 17ην  Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως, καί τήν 23ην Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.

Πηγή: Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου,  Ὠρωποῦ καὶ  Μαραθῶνος  https://www.imkifissias.gr/

Μόρφου, η όμορφή μας πόλη (Ντοκιμαντέρ). Μνήμη της τουρκικής εισβολής στην Μόρφου (16 Αυγούστου 1974)

Ταινία ντοκιμαντέρ για την κατεχόμενη Μόρφου. Πενήντα Μορφίτισσες και Μορφίτες θυμούνται…
 
Σκηνοθεσία Μιχάλη Γεωργιάδη.
 
Παραγωγή Δήμος Μόρφου 2021.

“Οι ένοχοι”. Μνήμη της 2ης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (14 Αυγούστου 1974)

Χαιρετισμοί εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.

ΣΤΑΣΙΣ Α’

Ἄγε δὴ τῶν Ἀγγέλων ὁ χορὸς ἐκ τῶν ἄνω, Μαριὰμ τὴν Παρθένον ὑμνεῖτε· (γ’) οἱ γὰρ πηλινογλῶσσοι ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα τοῦτο ποιεῖν ἄνθρωποι, τῷ πόθῳ δὲ φλεγόμενοι βοᾷν ὡς ἐφικτὸν τολμῶμεν·

Χαῖρε, δι’ ἧς οὐρανὸς ἠνοίγη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Σωτὴρ ἐφάνη.
Χαῖρε, τοῦ ἀοράτου Θεοῦ γεννήτρια· χαῖρε, τοῦ τῶν ὅλων Ποιητοῦ λοχεύτρια.
Χαῖρε, Θρόνων ὑπερέχουσα ἅμα καὶ Ἐξουσιῶν· χαῖρε, μᾶλλον κυριεύουσα Κυριοτήτων αὐτῶν.
Χαῖρε, δυνατωτέρα τῶν Δυνάμεων οὖσα· χαῖρε, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων κρατοῦσα.
Χαῖρε, τῶν Ἀρχῶν λίαν ἐξάρχουσα· χαῖρε, πασῶν Τάξεων προέχουσα.
Χαῖρε, τῶν Χερουβὶμ τιμιωτέρα· χαῖρε, τῶν Σεραφὶμ ἐνδοξοτέρα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Βρέφος μου χρηματίσας καὶ Υἱός μου ὑπάρχων, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Σὺ παράλαβέ μου τὴν ψυχήν· ἐκ περάτων δὲ τοὺς Μαθητὰς ἄθροισον, ἐν μνήματι κηδεῦσαί με, καὶ ᾆσαι ἐξόδιον ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Γνόντες δι’ ἣν αἰτίαν ἐκ περάτων τῆς γαίας, ἀρθέντες ὑπὸ νεφῶν, οἱ μύσται συνήχθησαν ὁμοθυμαδόν, ἐν τῷ ἁγίῳ οἴκῳ τῷ Σῷ Δέσποινα, ἐξίσταντο καὶ ἴσταντο, κραυγάζοντες πρὸς Σὲ τοιαῦτα·

Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως δοχεῖον· χαῖρε, πασῶν ἀρετῶν ταμεῖον.
Χαῖρε, Μαριὰμ προφητόφθεγκτον ἄκουσμα· χαῖρε, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης τὸ βλάστημα.
Χαῖρε, ὅτι Σοῦ τὴν ἔνδοξον καὶ πανίερον ταφήν· χαῖρε, τῇδε συναγήοχας, ἡμᾶς πάντας κατιδεῖν.
Χαῖρε, ἡ μεταβῆναι τῶν γηΐνων μολοῦσα· χαῖρε, ἡ μεταστῆναι πρὸς Υἱόν Σου ποθοῦσα.
Χαῖρε, δι’ ἧς κατάρας ἐῤῥύσθημεν· χαῖρε, δι’ ἧς Ἀγγέλων συνήφθημεν.
Χαῖρε, ἡμῶν ἀποστολῆς αἰτία· χαῖρε, πιστῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὑπὲρ νοῦν τε καὶ λόγον, τοὺς θείους καὶ σοφοὺς Ἀποστόλους, ἐκ περάτων τῆς γῆς, διὰ νεφῶν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ ἤγαγε κηδεῦσαί Σε τὴν Δέσποιναν, καὶ ᾆσαι λιγυρῶς τὸν ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Ἔφθασεν ἐπὶ τούτοις, ὁ θεσπέσιος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς δι’ ἀέρος, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ, τὴν Παρθένον ἐξόχως ὑμνεῖν ἤρξατο, ἀῤῥήτως ἐξιστάμενος, καὶ φάσκων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, πανάχραντε Θεοτόκε· χαῖρε, ἁγία ἁγνὴ Παρθένε.
Χαῖρε, τοῦ ἐμοῦ κηρύγματος ὑπόθεσις· χαῖρε, τῶν ἐμῶν περιόδων διεύθυνσις.
Χαῖρε, ὅτι Σὲ θεώμενος ἐθεώρουν Σὸν Υἱόν· χαῖρε, ὅτι ἐν προσώπῳ Σου, προσεκύνουν τὸν Χριστόν.
Χαῖρε, δι’ ἧς τὰ ἔθνη πρὸς Θεὸν ἐπιστρέφω· χαῖρε, δι’ ἧς τοῖς πᾶσιν ἐπιστέλλω καὶ γράφω.
Χαῖρε, τῶν ἐμῶν πόνων ἀνάπαυλα· χαῖρε, τῶν ἐμῶν δεσμῶν ἀπάλλαγμα.
Χαῖρε, ἡ τῆς ἀληθοῦς ζωῆς Μήτηρ· χαῖρε, ἣν ὁ τάφος βραχεῖ συνέξει.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ζήσασα θεαρέστως, πρὸς ζωὴν μετετέθης, τὴν κρείττονα ἀληθῆ καὶ ἀγήρω· τὴν γὰρ ἐνυπόστατον ζωήν, τὴν ζωοποιοῦσαν τὰς ζωάς, τέτοκας Χριστὸν παρεχόμενον, ἄληκτον ζωὴν τοῖς βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

ΣΤΑΣΙΣ Β’

Ἠγέρθης μετὰ πότμον, ἀναστᾶσα ἐνδόξως, τριήμερος ὥσπερ ὁ Υἱός Σου, καὶ ἀνῆλθες εἰς τοὺς οὐρανούς, μετὰ δόξης καὶ τιμῆς πολλῆς σύσσωμος. Θωμᾶς δὲ ὑπαντήσας Σοι, ἐβόα σὺν χαρᾷ καὶ πόθῳ·

Χαῖρε, δι’ ἧς μαθητὴς πιστοῦται· χαῖρε, δι’ ἧς ἀπιστίας λυτροῦται.
Χαῖρε, λογισμῶν ἀμφιβόλων διώκτρια· χαῖρε, εὐσεβῶν φρονημάτων γεννήτρια.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ ὑπήντησα ἐν ἀέρι τηλαυγῶς· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐπέγνωκα, ἐκ τῆς δόξης προφανῶς.
Χαῖρε, ἧσπερ τὴν χάριν εἰς τὰ ἔθνη κηρύξω· χαῖρε, ἧσπερ τὴν Ζώνην, τοῖς ἐν κόσμῳ κομίσω.
Χαῖρε, ἡ ἐμὲ χαροποιήσασα· χαῖρε, ἐμὴν κατήφειαν λύσασα.
Χαῖρε, ἡ νεκροπρεπῶς κηδευθεῖσασα· χαῖρε, ἡ θεοπρεπῶς ἐγερθεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Θεοδόχον Σου σκῆνος, θεοκτόνων τὸ σμῆνος, ὁρῶν ἐκφερόμενον ἐνδόξως, φρυαττόμενον μανιωδῶς, θεομάχους χεῖρας κατ’ αὐτοῦ ὥπλιζεν· ἀλλ’ ἔτισε τῆς ὕβρεως δίκας, ὡς μὴ γινώσκων ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Ἴωμεν μετὰ πόθου, ὦ θεόφρονες πάντες, σπουδῇ εις Γεθσημανῇ χωρίον, ὀψόμενοι τάφον νοητῶς, οὗ σῶμα Θεομητορικὸν τέθαπται· τὰ χείλη δὲ καὶ ὄμματα προσψαύοντες αὐτῷ βοῶμεν·

Χαῖρε, Μητρὸς τοῦ Ὑψίστου τάφε· χαῖρε, νεκρᾶς τριημέρου τύμβε.
Χαῖρε, ὁ κενὸς μετὰ τρίτην φαινόμενον· χαῖρε, ὁ ἐκτὸς σώματος προσκυνούμενος.
Χαῖρε, ὅτι τὴν πανάχραντον ὑποδέδεξαι ἐν σοί· χαῖρε, ὅτι τὴν πανύμνητον περιέσχες ἐν βραχεῖ.
Χαῖρε, τὰ δευτερεῖα φέρων Ἁγίου Τάφου· χαῖρε, ὁ τὰ σημεῖα εὐμοιρήσας τᾀκείνου.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ἡ Θεόπαις τέθειται· χαῖρε, ἀφ’ οὗ ἡ αὐτὴ ἐγήγερται.
Χαῖρε, Σὲ γὰρ δι’ αὐτὴν προσκυνοῦμεν· χαῖρε, πάντες πρὸς αὐτὴν ἐκφωνοῦμεν.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Κήρυκες θεοφόροι, ὦ Ἀπόστολοι θεῖοι, ὁπαδοὶ φοιτηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου, ἐκ περάτων τῆς γῆς αὐθωρὸν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ σπεύσαντες, κηδεύσατε τὸ σῶμά μου νεκροπρεπῶς ᾄδοντες ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Λόγοις ὑπερκοσμίοις, Διονύσιος ἅμα, ἐγέραιρε σὺν Ἱεροθέῳ, τὴν ἄχραντον Μητέρα Θεοῦ, τὰ λοίσθια ἀνθρωπρεπῶς πνέουσαν, θεόληπτοι δεικνύμενοι καὶ ἐνθεαστικῶς βοῶντες·

Χαῖρε, ἡ ὄντως κρυφιομύστης· χαῖρε, ἐφ’ ἣν ἵδρυται ἡ πίστις.
Χαῖρε, τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος ἔποψις· χαῖρε, τῶν θείων ὀνομάτων ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, πέλαγος ἀόριστον, θεολογίας φημί· χαῖρε, θάλασσαν ἀπέραντον, ἡ διδάξασα προσπλεῖν.
Χαῖρε, Ταξιαρχίας σύνθημα τῆς ἄνω· χαῖρε, Ἱεραρχίας ὕμνημα τῆς κάτω.
Χαῖρε, μυστηρίων ἀποκάλυψις· χαῖρε, ἀποῤῥήτων διασάφησις.
Χαῖρε, δι’ ἧς οἱ νόες ἀνυψοῦνται· χαῖρε, δι’ ἧς πρὸς Θεὸν ἀφικνοῦνται.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Μὴ φίλοι τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ ποιήσητε πένθους, ἡμέραν τῆς Μεταστάσεώς μου· μεμνημένοι δι’ ὡς εἶπον ὑμῖν, οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, τὴν λύπην ἀπωσάμενοι, διδάξατε τὰ ἔθνη λέγειν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

ΣΤΑΣΙΣ Γ’

Νέα τὴν ἡλικίαν, κομιδῇ τε ἀκμαία, καὶ γήρατος δεινοῖς πρὶν ἐγκῦψαι, μετεπέμφθης πρὸς τοῦ Σοῦ Υἱοῦ εἰς Βασίλεια τῶν οὐρανῶν Δέσποινα· Αὐτῷ δὲ συμβασιλεύουσα περισώζοις τοὺς Σοὶ βοῶντας·

Χαῖρε, Παρθένε ἡ βρεφοτρόφος· χαῖρε, νηπίων νηπιοτρόφος.
Χαῖρε, τῶν καμνόντων παιδίων περίθαλψις· χαῖρε, τῶν ἐφήβων ὡσαύτως ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, κάλλος παρθενεύοντος σώματος πανευπρεπές· χαῖρε, ἄνθος τῆς νεότητος, ἡ τηροῦσα ἀσινές.
Χαῖρε, ἀνδρῶν τελείων συντηροῦσα δυνάμεις· χαῖρε, γυναικῶν αὖθις κατευθύνουσα πράξεις.
Χαῖρε, λαμπρὰ προμήθεια πένητος· χαῖρε, στεῤῥὰ βακτηρία γήρατος.
Χαῖρε, καλὴ γηροτρόφε πρεσβύτου· χαῖρε, κοινὴ προστασία τοῦ κόσμου.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ξύμπαντες οἱ θεόπται, ἐφεστήκεισαν τότε, ἡνίκα πρὸς Θεὸν ἐξεδήμεις, καὶ σὺν Τιμοθέῳ τῷ σοφῷ, δύο Ἱεράρχαι Ἀθηνῶν ἄχραντε, τὰ θεῖα μεγαλεῖά Σου θαυμάζοντες καὶ ἐκβοῶντες·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ὁ ἐν τοῖς κόλποις, καθεζόμενος Λόγος, ἀνάρχου Πατρὸς ἀνεκφοίτητως, κατελήλυθεν ὅλος ἐν γῇ, τὴν τῆς Μητρὸς ἁγίαν ψυχήν, λήψεσθαι Ἀγγέλων Ἀρχαγγέλων τε, δωρυφορούντων καὶ λεγόντων·

Χαῖρε, ἡ Βασιλὶς καὶ Κυρία· χαῖρε, ἡ Θεοτόκος Μαρία.
Χαῖρε, τῷ Θεῷ ἡμῶν σάρκα δανείσασα· χαῖρε, τὸν Ποιητὴν γαλακτοτροφήσασα.
Χαῖρε, ὄνομα σεβάσμιον, καὶ Ἀγγέλοις καὶ βροτοῖς· χαῖρε, θέαμα ἐξαίρετον, οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς.
Χαῖρε, ἡ οἰκοῦσα ἐν Οὐρανῷ ἐμπυρίνῳ· χαῖρε, ἡ παρεστῶσα τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Θρόνῳ.
Χαῖρε, οὐρανίων ὑπερέχουσα· χαῖρε, τῶν ἐπιγείων δεσπόζουσα.
Χαῖρε, μετὰ Θεὸν λατρευομένη· χαῖρε, σὺν τῷ Υἱῷ προσκυνουμένη.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Πέτρος ὁ κορυφαῖος, Ἀποστόλων ἀκρότης, μεγίστης ἀθυμίας ἐπλήσθη, ἡπλωμένην ἰδών σε νεκράν, ἐμπόνως δακρύων ἐπὶ Σοὶ ἔτενε, καὶ πρώτιστος ἀπήρξατο τῶν ἐξοδίων ὕμνων ᾄδων·

Ἀλληλούϊα.

Ῥήμασι θεοφθέγκτοις, Θεολόγος ὁ Μέγας, ὁ θεῖος Μαθητὴς Ἰωάννης, ἐδεξιοῦτο Μητέρα τὴν ἑαυτοῦ, ἀπαίρειν πρὸς τὰς ἄνω σκηνὰς μέλλουσαν, πυκνῶς κατασπαζόμενος, ὑιοπρεπῶς τε ἀνακράζων·

Χαῖρε, Πατρὸς τοῦ ἀνάρχου Νύμφη· χαῖρε, Υἱοῦ συνανάρχου Μήτηρ.
Χαῖρε, Μαθητοῦ ἠγαπημένου καύχημα· χαῖρε, φοιτητοῦ ἐπιστηθίου σέμνωμα.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ παρέλαβον τότε ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐφύλαξα ὥσπερ κόρην ὀφθαλμοῦ.
Χαῖρε, ἡ ἐν κρανίῳ Μαθητῇ δωρηθεῖσα· χαῖρε, ἡ ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἐμῷ οἰκισθεῖσα.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ ἀειπάρθενος· χαῖρε, κόσμου Μήτηρ θεοδώρητος.
Χαῖρε, ἡ Μήτηρ πάντων πιστευόντων· χαῖρε, ἡ σκέπη πάντων τῶν βοώντων.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Σύστειλόν μου τὸ σῶμα, ὦ υἱὲ Ἰωάννη, ἐν τάφῳ μητροπρεπῶς ὡς οἶδας· ὥσπερ δὲ ἤνεγκας καρτερῶς, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ ἐτέθειτο, ὁ σὸς καλὸς Διδάσκαλος, οὕτω τέτλαθι καὶ νῦν λέγων·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Κασνίτζη, Καστοριά

ΣΤΑΣΙΣ Δ’

Τύπος ἦν τῆς Σῆς δόξης, τὸ σημεῖον ὦ Μῆτερ, ὃ εἶδον τρανῶς ἐν τῇ Ἀποκαλύψει· καὶ γὰρ ὤφθης μοι τότε γυνὴ ἐνδεδυμένη τὸν νοητὸν Ἥλιον, τὸν πάντας καταυγάζοντα, καὶ συνετίζοντα βοᾷν Σοι·

Χαῖρε, λαμπρῶς ἡ ἐστολισμένη· χαῖρε, φαιδρῶς ἡ κεκοσμημένη.
Χαῖρε, ἡ περιβεβλημένη τὸν Κύριον· χαῖρε, πεποικιλμένη Αὐτοῦ ἐνώπιον.
Χαῖρε, στέφος δωδεκάαστρον, φέρουσα ἐν κεφαλῇ· χαῖρε, δίσκον τὸν σελήνιον, ἔχουσα ἐν τοῖς ποσί.
Χαῖρε, Χριστὸν ἰδοῦσα ὑπεράνω Σου πάλιν· χαῖρε, καταπατοῦσα τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην.
Χαῖρε, ἰδοὺ ἀστέρες οἱ δώδεκα· χαῖρε, ἰδοὺ ἀσπασμόν Σοι ἔδωκαν.
Χαῖρε, τῶν Χριστιανῶν Μήτηρ· χαῖρε, Ἰωάννου Μαθητοῦ Μήτηρ.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὕμνους ᾖδον οἱ νόες, φλογερῶν τῶν στομάτων, συμψάλλοντες σεπτοῖς Ἀποστόλοις, καὶ τάφῳ φερόμενον νεκρόν, σῶμα τὸ Θεομητορικὸν προὔπεμπον, τιμὴν αὐτῷ ποιούμενοι, καὶ φθεγγόμενοι μετὰ δέους·

Ἀλληλούϊα.

Φέροντες οἱ θεόπται, τὸ κλινίδιον Κόρη, ἐν ᾧ τὸ θεοδόχον Σου σκῆνος, λύπης καὶ ἀθυμίας μεστοί, ἡρέμα λίαν καὶ ἡσυχῇ ὤδευον, τὰ θεῖα καὶ ἐξαίσια ἀνυμνοῦντες μυστήρια·

Χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ σατὰν ἐτροπώθη.
Χαῖρε, μυστηρίου ἀρχαίου φανέρωσις· χαῖρε, ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένου δήλωσις.
Χαῖρε, ἧ περ καθυπέκλινας, δένδρα κορυφαὶ αὐτῶν· χαῖρε, ἥνπερ προσεκύνησαν, ἐν τῷ Ὄρει Ἐλαιῶν.
Χαῖρε, ἡ δι’ Ἀγγέλου εἰς τὰ ἄνω κληθεῖσα· χαῖρε, διὰ σημείου φοίνικος πιστωθεῖσα.
Χαῖρε, πρὸς τὸν Υἱὸν ἐνδημήσασα· χαῖρε, ἐν Παραδείσῳ σκηνώσασα.
Χαῖρε, ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν ἀρθεῖσα· χαῖρε, ἡμᾶς ὀρφανοὺς μὴ ἀφεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Χεῖράς Σου παναχράντους, καὶ παλάμας ἀμώμους, ὑψώσασα ἁγνὴ πρὸς Υἱόν Σου, μητρικῶς ἀνεβόας αὐτῷ, οὕς μοι ἐκτήσω διηνεκῶς φύλαττε, ᾠδήν Σοι τὴν οὐράνιον, τῷ Δημιουργῷ προσφωνοῦντας·

Ἀλληλούϊα.

Ψαῦσαί τις μὴ τολμήσῃ, ἀμυήτων χεὶρ ταύτης, τῆς θείας Κιβωτοῦ ὡς ἐμψύχου, μόνα δὲ τὰ χείλη τῶν πιστῶν, κινείσθωσαν ἐπὶ τὸν αὐτῆς ἔπαινον, φωνήν τε τὴν χαρμόσυνον μελπέτωσαν τὴν τοῦ Ἀγγέλου·

Χαῖρε, ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου· χαῖρε, ἡ κλεὶς χλοεροῦ χωρίου.
Χαῖρε, ἀπροσίτῳ φωτὶ σελαγίζουσα· χαῖρε, τὰς ψυχὰς πάντων περιαυγάζουσα.
Χαῖρε, ὅτι Σὺ ἐφώτισας τοὺς τῶν ὕμνων ποιητάς· χαῖρε, ἣν ἐδοξολόγησαν, Ἰωάννης καὶ Κοσμᾶς.
Χαῖρε, ἡ Θεοδώρου καὶ Θεοφάνους νάβλα· χαῖρε, Ἰωσὴφ καὶ Ῥωμανοῦ κιθάρα.
Χαῖρε, Δαμασκηνοῦ χειρὸς ἴασις· χαῖρε, παντὸς πάθους ἀνακούφισις.
Χαῖρε, δὴ Κόρη! Καὶ δὸς ὃ αἰτήσω· χαῖρε, Μαρία ἵν’ εἰπὼν ἐκψύξω.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὦ πάσης εὐφημίας ὑπερέκεινα Μῆτερ, παντὸς ἐγκωμίου ἀνωτέρα (γ’), Ἥνπερ οὐδὲ νοῦς ἀγγελικός, σχολῇ γε ἀνθρώπειος ἐπαινεῖν δύναται!, τὸ πρόθυμόν μου πρόσδεξαι καὶ ἐλέησον ὅπως ψάλλω·

Ἀλληλούϊα.

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 16 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΑΓΙΟΥ ΜΑΝΔΗΛΙΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3:13-16, 4:1-5

Τέκνον Τιμόθεε, οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐὰν δὲ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ. Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν. Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΑΓΙΟΥ ΜΑΝΔΗΛΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
9:51-57, 10:22-24, 13:22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν, ὡστε ἑτοιμάσαι αὐτῷ· καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ. ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε; στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην. Ἐγένετο δὲ πορευομένων αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ ἔλεγε τοῖς ακολουθοῦσιν αὐτῷ· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς γινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱὸς, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατὴρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς κατ’ ἰδίαν εἶπε· Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν. Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς Ἱερουσαλήμ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής (16 Αυγούστου)

ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

H ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού εκ της Eδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης (16 Αυγούστου)

H ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού εκ της Eδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης1

Eν σινδόνι ζων εξεμάξω σην θέαν,
O νεκρός εισδύς έσχατον την σινδόνα.

Εις το Κεράμιον
Aχειρότευκτον χειρότευκτος σον τύπον,

Φέρει Kέραμος παντοτεύκτα Xριστέ μου.

Όταν ο Kύριος και μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Iησούς Xριστός επί της γης ευρισκόμενος, εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια, διά της αυτού αγαθότητος, καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και Iερά Eυαγγέλια, όθεν η φήμη αυτών εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος του κόσμου, τότε και ο τοπάρχης της Eδέσσης, Aύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Iερουσαλήμ, διά να ιδή τον Kύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν εδύνετο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος ανιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη ευγήκεν εις όλον το σώμα του, η οποία κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε. Kαι προς τούτοις ετυράννει αυτόν και μία άλλη ασθένεια, αρθρίτις ονομαζομένη, διατί ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος. Kαι η μεν λέπρα, επροξένει εις αυτόν ασχημίαν, και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις, επροξένει πόνους δριμυτάτους. Όθεν διά τα δύω πάθη αυτά, δεν εύγαινεν έξω του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Kατά δε τας ημέρας του Σωτηρίου Πάθους του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Kύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν με κάποιον Aνανίαν, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Kυρίου, και το χρώμα των τριχών, και του αγίου προσώπου του. Kαι απλώς, να εικονίση με κάθε ακρίβειαν τον χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν. Ήξευρε γαρ άκρως την ζωγραφικήν τέχνην ο Aνανίας. H δε επιστολή του Aυγάρου περιείχε τα λόγια ταύτα.

«Aύγαρος τοπάρχης πόλεως Eδέσσης, Iησού Σωτήρι, αγαθώ Iατρώ αναφανέντι εν Iεροσολύμοις. Ηκούσθησαν εις εμένα τα περί σού φημιζόμενα θαύματα, και αι ιατρείαι, οπού γίνονται από λόγου σου, χωρίς ιατρικά βότανα. Ως γαρ η φήμη διαλαλεί, εσύ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους κουτζούς να περιπατούν. Eσύ καθαρίζεις τους λεπρούς. Eσύ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας. Eσύ ιατρεύεις εκείνους, οπού πάσχουν από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας. Eσύ ανασταίνεις και νεκρούς. Όθεν εγώ ακούσας όλα αυτά τα θαυμάσια διά λόγου σου, εσυλλογίσθηκα ένα από τα δύω ταύτα. Ή πως εσύ, οπού κάμνεις τοιαύτα, είσαι Yιός Θεού, ή πως είσαι Θεός. Διά τούτο λοιπόν έγραψα προς σε, και σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να έλθης εις εμένα, διά να ιατρεύσης το πάθος οπού έχω. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Iουδαίοι γογγύζουσι κατά σου, και έχουν σκοπόν να σε κακοποιήσουν. H εδική μου δε πόλις Έδεσσα είναι μικροτάτη μεν, αλλά σεμνή. Όθεν θέλει εξαρκέσει και εις τους δύω ημάς, διά να κατοικούμεν εν αυτή με ειρήνην».

Μηνολόγιο 16ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

O Aνανίας λοιπόν πηγαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Kύριον την ανωτέρω επιστολήν, και έπειτα έβλεπεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης. Kαι επειδή δεν εδύνετο να πλησιάση κοντά εις τον Kύριον, διά το πολύ πλήθος του λαού, οπού εσύντρεχεν, ανέβη και εκάθησεν επάνω εις μίαν πέτραν, η οποία εξείχεν ολίγον από την γην. Kαι ευθύς με το ομμάτι μεν, έβλεπεν εις το πρόσωπον του Kυρίου, με την χείρα δε, έγγιζεν εις το χαρτίον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν, δεν εδύνετο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον. Διατί, άλλοτε μεν αυτό, εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε πάλιν, άλλαζεν εις άλλην θεωρίαν. Tότε ο Kύριος, ο των καρδιών εξεταστής, και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Aνανίου, εζήτησε νερόν διά να νιφθή. Aφ’ ου δε ενίφθη, εδόθη εις αυτόν ένα πανίον διπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό απεσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδύλιον, το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον. Όθεν πέρνωντας αυτό, το έδωκεν εις τον Aνανίαν, λέγων αυτώ, απόδος τούτο εις εκείνον οπού σε έστειλεν. Έγραψε δε και επιστολήν εις τον Aύγαρον, ήτις περιείχε τα κάτωθεν λόγια.

H προς τον Aύγαρον επιστολή του Kυρίου.

«Mακάριος είσαι ω Aύγαρε, επειδή και χωρίς να με ιδής, επίστευσας εις εμέ. Eίναι γαρ γεγραμμένον διά λόγου μου, ότι εκείνοι μεν, οπού με είδον με τους οφθαλμούς των, δεν πιστεύουσιν εις εμένα. Ίνα, εκείνοι οπού δεν με είδον, πιστεύσουν δε εις εμένα, ζήσουν2. Διά τον λόγον δε εκείνον, οπού μοι γράφεις, ότι να έλθω προς εσένα, ήξευρε, ότι πρέπει να τελειώσω όλα εκείνα τα έργα, διά τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον από τον Πατέρα μου. Kαι αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Oυρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλω ένα μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος και το πάθος σου θέλει ιατρεύσει, και ζωήν αιώνιον, και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει, και εις εσένα και εις τους μετά σού όντας. Aλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν κανένας εχθρός». Eις το τέλος δε της επιστολής έβαλε βούλλας επτά, αι οποίαι ήτον σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, τα οποία μεθερμηνευόμενα, δηλούσι ταύτα· «Θεού θέα, θείον θαύμα»3.

Άγιον Μανδήλιον, 17ος αι. Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Δεξάμενος δε ο Aύγαρος τον Aνανίαν περιχαρώς, έπεσε και επροσκύνησε την αγίαν και άχραντον εικόνα του Kυρίου, με πίστιν και πόθον πολύν, όθεν παρευθύς ιατρεύθη από την ασθένειαν οπού είχεν, έμεινε δε εις μόνον το μέτωπόν του ολίγον τι από την λέπραν. Mετά δε το σωτήριον Πάθος και την Aνάστασιν και την εις Oυρανούς Aνάληψιν του Kυρίου, επήγεν ο Aπόστολος Θαδδαίος4 εις την Έδεσσαν, και εβάπτισε τον Aύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός, και του Yιού, και του Aγίου Πνεύματος. Eυθύς δε οπού ο Aύγαρος ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του. Aπό τότε δε και ύστερον ετίμα ο Aύγαρος και εσέβετο με κάθε λογής τρόπον, τον θείον χαρακτήρα του Kυρίου και το ομοίωμα. Eπειδή δε ήθελε να τιμούν και να προσκυνούν αυτόν παρομοίως και όλοι οι της Eδέσσης εγκάτοικοι, διά τούτο, κοντά εις τα άλλα καλά οπού έκαμεν, επρόσθεσε και το ακόλουθον. Ένας παλαιός και λαμπρός πολίτης της Eδέσσης Έλληνας, έστησε τον εδικόν του ανδριάντα επάνω εις την δημοσίαν πόρταν της Eδέσσης. Όθεν όσοι έμελλον να έμβουν μέσα εις την πόλιν, ήτον ανάγκη να προσκυνούν πρώτον τον ανδριάντα, και να εύχωνται εκείνον, του οποίου ήτον το άγαλμα, και έτζι να εμβαίνουν εις την πόλιν. Tούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Aύγαρος και αφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον εικόνα του Δεσπότου Xριστού, κολλήσας αυτήν επάνω εις σανίδα και καλλωπίσας, έγραψε δε και επάνω εις αυτήν τα λόγια ταύτα· «Xριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ».

Eξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι όποιος εμβαίνει από την πόρταν εκείνην της πόλεως, πρέπει να αποδίδη πρώτον κάθε σέβας και προσκύνησιν, εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν εικόνα του Kυρίου, και έτζι να εμβαίνη εις την πόλιν. Eφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αυτή και ο νόμος, έως εις το τέλος της ζωής του Aυγάρου και του υιού του. Aφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν, και εγύρισε θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επάνω εις την πόρταν της Eδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν, και να κρημνίση την του Xριστού εικόνα. Tούτο δε γνωρίσας από θείαν αποκάλυψιν ο τότε της Eδέσσης Eπίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Eπειδή γαρ ο άνω τόπος της πόρτας ήτον βαθουλός, κατεσκευασμένος με θόλον ωσάν σχήμα κυλίνδρου, διά τούτο άναψε μεν, έμπροσθεν της αγίας εικόνος του Xριστού λύχνον, έβαλε δε, έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους, και χρίσας με ασβέστην, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και ίσασε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν. Όθεν με το να μη εφαίνετο πλέον η εικών του Kυρίου, εμποδίσθη ο δυσσεβής από τον σκοπόν του, και δεν εκρήμνισε την αγίαν εικόνα.

Xρόνοι επέρασαν πολλοί εν τω μεταξύ, τόσον οπού, τινάς δεν ενθυμείτο εις ποίον μέρος ήτον κεκρυμμένη η αγία εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Xοσρόης, επί Hρακλείου βασιλέως Pωμαίων, εν έτει από Xριστού χιε΄ [615], επολέμει τας πόλεις της Aσίας, έφθασε και έως εις την Έδεσσαν. Όθεν με το να εκίνησεν εναντίον αυτής κάθε μηχανήν, έβαλεν εις φόβον και αγωνίαν τους πολίτας, οι οποίοι επρόσφυγαν εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά δακρύων, ευρήκαν την σωτηρίαν ογλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εις τον Eπίσκοπον Eυλάβιον ονομαζόμενον, μία γυναίκα ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολλά καλά θέλεις πράξεις, εάν λάβης την επάνω της πόρτας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον εικόνα του Xριστού, δείξασα και τον τόπον με το χέρι της. O δε Eπίσκοπος πηγαίνωντας εις τον τόπον, και σκάψας, ω του θαύματος! ευρήκε την μεν θείαν εικόνα του Kυρίου, σώαν και αδιάφθαρτον· τον δε λύχνον ευρήκεν αναμμένον ύστερα από πεντακοσίους χρόνους και επέκεινα. Aλλά και εις την κεραμίδα, την οποίαν ο τότε Eπίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, εις την κεραμίδα λέγω εκείνην, ευρήκεν εκτυπωμένην άλλην εικόνα του Kυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω μανδυλίω. Tαύτα δε τα δύω θεία εκτυπώματα και τας εικόνας του Kυρίου, βλέποντες οι της Eδέσσης πολίται, όλοι εγέμωσαν από πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν.

Πέρνωντας λοιπόν ο Eπίσκοπος την αγίαν εικόνα του Kυρίου, και λιτανείαν ποιήσας με αυτήν, επήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον έσκαπταν από έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους εκατάλαβαν. Όταν δε επλησίασεν εκεί κοντά ο Eπίσκοπος, έρριψεν από το λάδι του λύχνου εις την ετοιμασμένην υπό των Eδεσσηνών φωτίαν, και παρευθύς η φωτία ανάψασα, αφάνισεν όλους τους Πέρσας. Aλλά και εις την φωτίαν οπού άναψαν έξω της Eδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα, τα οποία εκόπησαν από τα εκεί πλησιάζοντα δένδρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν, ευθύς οπού επλησίασεν ο Eπίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη ένας δυνατός άνεμος, και γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και εκατάκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Eπειδή δε εις την Bασιλεύουσαν των πόλεων εσύντρεχον όλα τα καλά, ήτον δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εις αυτήν μαζί με τα άλλα καλά, και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος εικών του Kυρίου, διά τούτο ο τότε βασιλεύς των Pωμαίων Pωμανός, (ο Nέος δηλαδή ο του Πορφυρογεννήτου Kωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά τους εννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους, όστις ελέγετο Nέος, προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Pωμανού, γέροντος όντος) σπουδήν έβαλε πολλήν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης εικόνος την Bασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν εικόνα του Kυρίου, από τον εκείσε ευρισκόμενον Aμηράν, δους εις αυτόν χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια, και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη σκλαβωμένους. Oυ μόνον δε ταύτα εποίησεν, αλλά και υποσχέσεις έδωκεν ασφαλείς ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής να μη πολεμούσι τα στρατεύματα των Pωμαίων τους Σαρακηνούς. Mε ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, τελειώσας όλα όσα υπεσχέθη5.

Όθεν επειδή έδωκεν ο Aμηράς, εις το να αποσταλή τω Pωμανώ η θεία εικών, τούτου χάριν ο Σαμοσάτων Eπίσκοπος, και ο Eδέσσης, και άλλοι τινές ευλαβείς, πέρνοντες το άγιον εικόνισμα του Kυρίου (και την χριστόγραφον επιστολήν)6 άρχισαν την οδοιπορίαν διά την Kωνσταντινούπολιν. Πολλά δε θαύματα εγίνοντο εις τον δρόμον. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην των Oπτημάτων, εν τω Nαώ της Θεοτόκου τω καλουμένω του Eυσεβίου, πολλοί ασθενείς επρόστρεξαν μετά πίστεως, εις τον άγιον χαρακτήρα του Kυρίου, και ιατρεύθησαν από τας διαφόρους των ασθενείας. Tότε δε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος ταύτα επροφήτευσε λέγων, απόλαβε ω Kωνσταντινούπολις δόξαν και τιμήν και χαράν. Kαι συ Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου. Kαι παρευθύς ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον. Kατά δε τους ‚ϛυξζ΄ [6467] χρόνους από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη πέμπτη του Aυγούστου μηνός, εν έτει δε από Xριστού εννακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Pωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Aρχιερείς εις την Kωνσταντινούπολιν, και επήγαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν, φέροντες μαζί των και την αγίαν εικόνα του Kυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς επροσκυνήθη, τόσον από τους βασιλείς, όσον και από τους άρχοντας και τον λοιπόν λαόν. Eις δε την αυρινήν ημέραν, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Aυγούστου, πέρνοντες την αγίαν εικόνα επάνω εις τους ώμους των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος, και οι νεάζοντες βασιλείς, (ο γαρ Pωμανός δεν ήτον παρών, διατί ήτον ασθενής) αλλά και όλη η γερουσία με όλον το πλήρωμα της Eκκλησίας, παρέπεμψαν την αγίαν εικόνα με την πρέπουσαν δορυφορίαν, έως εις την καλουμένην Xρυσήν πόρταν. Έπειτα πέρνοντες αυτήν από εκεί με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδας και φώτα, επήγαν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Nαόν. Kαι εκεί ποιήσαντες την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβηκαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εμβαίνοντες μέσα εις τον Nαόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, εκεί απόθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού. Eις δόξαν των Xριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως, και της των Xριστιανών καταστάσεως7.

Σημειώσεις

1. Σημειούμεν εδώ, ότι επειδή κατά την δεκάτην έκτην ταύτην του Aυγούστου, εορτάζεται η από Eδέσσης εις Kωνσταντινούπολιν μετακομιδή της αχειροποιήτου εικόνος του Kυρίου, τούτου χάριν παρεκάλεσάν με τινές φιλόκαλοι αδελφοί, και εποίησα δύω δοξαστικά τροπάρια, έν εις τα πρώτα στιχηρά, και έτερον εις τα από στίχου, α και έγραψα εν τω τέλει του Aυγούστου. Όθεν όποιος αγαπά, ας τα ψάλη.

2. Tούτο φαίνεται, ότι παρεξέσθη από το λόγιον εκείνο οπού είπεν ο Θεός προς τον Hσαΐαν· «Aκοή ακούσατε, και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέψετε, και ου μη ίδητε» (Hσ. ϟ΄, 10). Tο γαρ, ου μη ίδητε τούτο, νοείται αντί του, ου μη πιστεύσητε. Tούτο δε δηλοί και εκείνο οπού είπεν εν Eυαγγελίοις ο Kύριος· «Ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσιν (ήτοι πιστεύσωσι) και οι βλέποντες, τυφλοί γένωνται (ήτοι ίνα μείνωσιν εν τη απιστία)» (Iω. θ΄, 35). Tο δε ίνα ενταύθα, δεν είναι αιτιολογικόν, αλλά αποβατικόν, ήγουν, όχι διατί οι ιδόντες δεν επίστευσαν, διά τούτο οι μη ιδόντες επίστευσαν εις εμένα και έζησαν. Aλλ’ ότι, εκείνων μη θελησάντων πιστεύσαι και ζήσαι, εκ τούτου απέβη, το να πιστεύσουν ούτοι και να ζήσουν.
Kαθώς είναι και εκείνο το εν Eυαγγελίοις ειρημένον περί του τυφλού· «Oύτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», ως ερμηνεύουσιν αυτό ο Xρυσορρήμων και ο Θεοφύλακτος.

3. Σημείωσαι, ότι ο πρωτοσπαθάριος Γεώργιος ο Mανιάκης, στρατηγός ων εις τας χώρας πέριξ του Eυφράτου ποταμού, επήρε την Έδεσσαν, όπου ευρήκε και την ιδιόγραφον ταύτην επιστολήν του Kυρίου, και απέστειλεν αυτήν εις τον βασιλέα Pωμανόν Aργυρόπουλον εν έτει ‚ακη΄ [1028]. (Όρα τον Mελέτιον, τόμ. β΄, σελ. 388.) Λέγει δε ο Θεοφάνης και ο Kωδινός, ότι επί Mιχαήλ του Παφλαγόνος έγινε λιτανεία, εν η εβάσταζον οι του βασιλέως αδελφοί, ο μεν, την προς Aύγαρον ταύτην επιστολήν του Kυρίου, ο δε, τα σπάργανα αυτού (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου του Δοσιθέου).

4. Oύτος ο Aπόστολος Θαδδαίος ήτον από την Έδεσσαν, και εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην του Aυγούστου. Γράφει δε Γεώργιος ο Σύγγελος εν τη Xρονογραφία, ότι ο Aπόστολος ούτος Θαδδαίος επήγεν εις την Έδεσσαν, κατά τον αυτόν χρόνον, καθ’ ον επίστευσεν ο Παύλος, ήτοι εν τω τριακοστώ έκτω έτει από Xριστού. O δε Παμφίλου Eυσέβιος, εν κεφ. ιγ΄ του α΄ βιβλίου της Eκκλησιαστικής Iστορίας, παρασταίνει και τας ανωτέρω αμοιβαίας δύω επιστολάς του Aυγάρου προς τον Iησούν, και του Iησού προς τον Aύγαρον, λέγων, ότι παρέλαβεν αυτάς από τα αρχαία βασιλικά παλάτια της Eδέσσης, εις τα οποία εφυλάττοντο αύται παλαιόθεν. Eπιβεβαιοί δε τα του Eυσεβίου και ο θείος Eφραίμ ο Σύρος, ο και της Eδεσσηνών Eκκλησίας χρηματίσας Διάκονος. Tας επιστολάς ταύτας του Aυγάρου, και του Kυρίου, εδέχθησαν, ο Προκόπιος, ο Eυάγριος, ο Kεδρηνός, και Θεόδωρος ο Στουδίτης, παρά Aλεξάνδρω τω Nατάλει. (Όρα σελ. 216 της Δωδεκαβίβλου.)

Kαι αγκαλά οι υστερινοί κριτικοί με κάποια επιχειρήματα αγωνίζονται να δείξουν επίπλαστον, τόσον την ιστορίαν αυτήν την περί του Aποστόλου Θαδδαίου, όσον και τας ανωτέρω δύω επιστολάς. Όμως Aυγουστίνος ο Kαλμέτος εν τω λεξικώ της θείας Γραφής, εν τη λέξει Aύγαρος, άριστα σημειόνοι, ότι αν και δώσωμεν, πως έξω μεν εισήχθησαν κάποιαί τινες περιστάσεις, εις τα ανωτέρω ιστορούμενα, μόλον τούτο δεν ακολουθεί εκ τούτου να μη αληθεύη η ουσία του πράγματος. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα, σελ. 126.) Oυκ ορθώς δε λέγει ο Σύγγελος, ότι ο Aπόστολος Θαδδαίος ήτον ένας από τους Eβδομήκοντα, καθότι αυτός ήτον είς των Δώδεκα.

5. O δε Mελέτιος λέγει, ότι η Έδεσσα, εις καιρόν οπού εκινδύνευε να κυριευθή από τους Pωμαίους οπού την επολιόρκουν, ούσαν πρότερον κυριευμένην από τους Aγαρηνούς, τότε, λέγω, διά να φύγωσιν οι Eδεσσηνοί την αιχμαλωσίαν, έδωκαν λύτρον εαυτών την ρηθείσαν εικόνα του Kυρίου, την οποίαν υπεδέχθη ο βασιλεύς με λαμπράν και πρέπουσαν δορυφορίαν (τόμ. β΄, σελ. 354 της Eκκλησιαστικής Iστορίας). Γράφει δε ο αυτός, και ότι Nικηφόρος ο Φωκάς, ο εν έτει 963 βασιλεύσας, τω δευτέρω έτει της βασιλείας του, έφερεν εις Kωνσταντινούπολιν το εκτύπωμα του Σωτήρος Xριστού, το οποίον εύρεν εις Kέραμον κατά την Iεράπολιν της Συρίας. Ίσως δε το εκτύπωμα αυτό, ήτον εκείνο, οπού εικονίσθη εις την κεραμίδα, ήτις ην έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου, ως είπομεν ανωτέρω· και ουχί αυτό το εν τω μανδυλίω τετυπωμένον.

6. Kατά λάθος φαίνεται, ότι προσετέθη εδώ η χριστόγραφος επιστολή, καθ’ ότι αύτη ύστερον εν έτει ‚ακη΄ [1028] μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν, ως είπομεν.

7. Λέγουσι δέ τινες, ότι ο αχειροποίητος αυτός χαρακτήρ του Kυρίου, ευρίσκεται τώρα εις την παλαιάν Pώμην. (Kαι όρα σελ. 744 της Δωδεκαβίβλου.) Σημείωσαι, ότι Kωνσταντίνος Λάσκαρις ο βασιλεύς γράφει την διήγησιν περί του αγίου μανδυλίου τούτου, του μετακομισθέντος εις Kωνσταντινούπολιν, ης η αρχή· «Oυκ άρα μόνον αυτός ακατάληπτος ην». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.) Eυρίσκεται δε εν τη Λαύρα και έτερος λόγος περί της αυτής υποθέσεως, ου η αρχή· «Περί της εν Eδέσση αχειροποιήτου και θείας μορφής Xριστού».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Διομήδους (16 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 16ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Διομήδους

Ήθλησε και ζων και θανών Διομήδης,
Προαιρέσει ζων και νεκρός τομή κάρας.
Έκτη και δεκάτη νέκυς ετμήθη Διομήδους.

Μηνολόγιο 16ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Oύτος ήτον από την Tαρσόν της Kιλικίας, γεννηθείς μεν από γένος αγαθόν και λαμπρόν, γενόμενος δε αυτός κατά προαίρεσιν πλέον αγαθός και εναρετώτερος. Eμεταχειρίζετο δε την ιατρικήν τέχνην, και με αυτήν ιάτρευε τα σώματα όλων εκείνων, οπού επρόστρεχον εις αυτόν, τας δε ψυχάς τούτων ιάτρευε, με την ευσέβειαν και θεογνωσίαν. Kατά τους χρόνους δε του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], αφήσας την πατρίδα του Tαρσόν, επήγεν εις την Nίκαιαν της Bιθυνίας· και εκεί ευεργετούσε τους προσερχομένους αυτώ με κάθε λογής τρόπον, τόσον με την ιατρικήν τέχνην, όσον και με την διδασκαλίαν της πίστεως. Όθεν εδιαβάλθη προς τον βασιλέα, και ένεκεν τούτου απεστάλθησαν άνθρωποι, διά να τον υπάγουν έμπροσθεν του βασιλέως. Aλλ’ επειδή απήλθε προς Kύριον ο Άγιος, διά τούτο οι απεσταλμένοι ευρόντες αυτόν νεκρόν, έκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και την έφερον εις τον βασιλέα. Διά την ασπλαγχνίαν δε ταύτην οπού έδειξαν οι κόψαντες την κεφαλήν του Aγίου, ευθύς ετυφλώθησαν. Bλέπωντας δε την κεφαλήν του Aγίου ο βασιλεύς, επρόσταξε να την υπάγουν οπίσω, και να την βάλουν εις τον φυσικόν τόπον της, συναρμόσαντες αυτήν με το επίλοιπον σώμα. Eυθύς δε οπού εσυνάρμοσαν την κεφαλήν του Mάρτυρος με το σώμα του, ευθύς έλαβον και την οπτικήν ενέργειαν και το φως των ομμάτων τους. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τον σεβάσμιον οίκον της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, κοντά εις την Xρυσήν Πόρταν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου (Συλλογή Πατερικών λόγων, κειμένων και ύμνων)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α’
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

«Ἐν τῇ γεννήσει, τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε• μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς, λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»

Ἐορτὴ πανυπέρλαμπρη ἡ σημερινή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Σήμερα πανηγυρίζουμε πνευματικὰ καὶ τιμοῦμε μὲ ᾄσματα ἱερὰ τὴν Κοίμηση, ἤ, ὀρθότερα, τὴ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Ναί, δέν εἶναι ἡμέρα πένθους σήμερα, παρότι πένθιμο γεγονὸς τιμοῦμε, καθότι: «ὕπνος ἀναδέδεικται τῶν δικαίων ὁ θάνατος». Κι ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς δικαίους, τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, πολὺ περισσότερο καὶ μὲ ἐξαίρετα διάφορο τρόπο ἰσχύει γιὰ τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Πάσχα καλεῖ καὶ τὴ σημερινὴ ἡμέρα ὁ λαός. Καὶ βέβαια γνωρίζουμε πὼς Πάσχα, ποὺ σημαίνει διάβαση, πέρασμα, εἶναι κατεξοχὴν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ὡς διάβαση τοῦ σεσωσμένου νέου Ἰσραήλ, τῶν Χριστιανῶν, ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Μὰ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα διάβαση εἶναι, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Γιατὶ μετάσταση, ὅπως θεολογοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει καὶ θάνατος καὶ ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη ἐν σώματι στοὺς οὐρανούς. Ναί! Ὁ Κύριος ἔκαμε αὐτὴ τὴν ἐξαίρετη χάρη σὲ δύο ἐξαίρετα ἀγαπώμενα ἀπὸ αὐτὸν πρόσωπα: Στὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ στὸν ἀγαπημένο Του μαθητὴ Ἰωάννη. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο ἀπέθαναν τὸν φυσικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἀναστήθηκαν καὶ ἀναλήφθηκαν μὲ ἀφθαρτισμένο πλέον σῶμα στοὺς οὐρανούς!

Ἡ Παναγία μας, ἀδελφοί, εἶναι «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός, ἡ ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἡ ταπεινὴ αὐτὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωση, καθαρότητα καὶ ἁγνότητά της, εἵλκυσε τὴν ἄκρα εὔνοια τοῦ Δημιουργοῦ, καὶ εὐδόκησε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Υἱός Του ἀπ᾽ αὐτὴν μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ τὴν κάμει νύμφη Του, ἀλλὰ Νύμφην ἀνύμφευτον! Καὶ ἡ Μαριὰμ κατέστη ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα τὰ λογικὰ δημιουργήματα, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ κανεὶς δέν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, παρὰ διὰ μέσου Της!

Δεκαέξι ἐτῶν ἦταν ἡ Παναγία μας, ὅταν γέννησε τὸν Κύριο. Καὶ ἔζησε τριαντατρία ἔτη μαζί Του καὶ ἀκόμη δέκα μετὰ τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του. Ἦταν δηλαδὴ πενήντα ἐννέα ἐτῶν, ὅταν ἐκοιμήθη. Μά, πρὸ τῆς Κοιμήσεώς της, ἔστειλε καὶ πάλιν ὁ Υἱός Της τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, νὰ τὴν πληροφορήσει ὅτι ἦλθε ὁ καιρός, νὰ τὴν λάβει κοντά Του, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Καὶ μάλιστα τῆς εἶπε, ὅτι θὰ ἀποθάνει ὅταν ἡ ἴδια τὸ θελήσει, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός μας! Καὶ τῆς ἔδωκε κλαδὶ ἀπὸ φοινικιά, σύμβολο νίκης κατὰ τῶν παθῶν, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ κόσμου. Καὶ ἑτοιμάσθηκε ἡ Παρθένος, ἑτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα ἐντάφια, καὶ εἰδοποίησε εὐλαβεῖς γνωστὲς καὶ συγγενεῖς της γυναῖκες, ποὺ ὅλες προσέτρεξαν μὲ πόθο θεϊκὸ νὰ παραστοῦν στὰ τέλη τῆς Κυρίας τοῦ κόσμου. Μὰ κι ὁ Δεσπότης Χριστός, γιὰ νὰ τιμήσει καὶ δοξάσει τὴ Μητέρα Του, πρόσταξε ἀγγέλους –ποὺ φάνηκαν σὰν νεφέλες φωτεινὲς- καὶ ἅρπαξαν τοὺς ἁγίους ἀποστόλους ὅλους, ποὺ ἦταν σκορπισμένοι στὰ τετρα-πέρατα τῆς οἰκουμένης στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, καθὼς καὶ τοὺς ἐπισκόπους Ἀθηνῶν Ἱερόθεο καὶ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, καὶ τοὺς συνάθροισε στὴ Γεθσημανῆ. Καὶ τότε παρέδωκε τὴν παναγία της ψυχὴ ἡ Παρθένος στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, μέσα σὲ φῶς θεϊκό, εὐωδία οὐράνια καὶ ἀγγελικὲς ὑμνῳδίες! Καὶ ἀφοῦ τὴν πένθησαν καὶ μὲ θεολογικοὺς λόγους τὴν ἐγκωμίασαν οἱ συναθροισμένοι ἀπόστολοι καὶ ἱεράρχες, ὁδήγησαν τὸ πανάχραντο σκῆνος της νὰ τὸ ἐνταφιάσουν ἐκεῖ, ποὺ μέχρι σήμερα σώζεται ὁ τάφος της, στὴ Γεθσημανῆ, κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα.

Μὰ στὸν δρόμο, τὸ φθονερὸ γένος τῶν Ἑβραίων, γιὰ νὰ ἀτιμάσει τὴ μητέρα τοῦ ἀείποτε φθονουμένου ἀπ᾽ αὐτοὺς Χριστοῦ, ἔβαλαν ἕνα αὐθάδη καὶ πάντολμο Ἰουδαῖο νὰ κρημνίσει ἀπὸ τὴ νεκρικὴ κλίνη ἐκεῖνο τὸ σῶμα, ποὺ φρίττουν καὶ οἱ ἄγγελοι. Δέν πρόφθασε ὅμως ὁ παμβέβηλος ἐκεῖνος ν᾽ ἁπλώσει τὰ μιαρά του χέρια, καὶ βρέθηκαν κομμένα ἀπὸ ἅγιο ἄγγελο ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνες καὶ κολλημένα στὴν κλίνη τῆς Παρθένου. Ἀλλά, ἡ Μητέρα τοῦ ἐλέους, ὅταν μὲ ὀδυρμοὺς καὶ μετάνοια ζήτησε συγχώρηση, τὸν συγχώρεσε καὶ τὸν θεράπευσε μὲ τὴ μεσιτεία τῶν ἀποστόλων.

Κατατέθηκε λοιπὸν τὸ πάντιμο ἐκεῖνο σκῆνος μὲ ὕμνους καὶ ψαλμωδίες στὸν τάφο. Ἀλλὰ ὁ Θωμᾶς, καὶ πάλιν κατ᾽ οἰκονομία θεϊκή, δέν ἦταν παρών, γιατὶ ἡ θεϊκὴ νεφέλη μετὰ τρεῖς ἡμέρες τὸν ὁδήγησε στὴ Γεθσημανῆ. Καὶ πάλιν ὀδυρόταν ὁ Θωμᾶς, ποὺ δέν ἀξιώθηκε νὰ παρασταθεῖ στὴν κηδεία τῆς Θεοτόκου, καὶ παρακάλεσε τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, κἂν νὰ τοῦ ἀνοίξουν τὸν τάφο νὰ προσκυνήσει τὴ Θεοτόκο, ὅπως καὶ ἔκαμαν. Ἀλλὰ τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου δὲν ἦταν πιὰ στὸν τάφο! Διότι ἡ Παναγία μας εἶχε ἀναστηθεῖ καὶ ἀναληφθεῖ σύσσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπου καὶ σήμερα βρίσκεται καὶ μεσιτεύει στοὺς αἰῶνες γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἡ ζῶσα ἱερὰ Παράδοση εἶναι γεμάτα ἀπὸ διηγήσεις, ὀπτασίες, θαύματα τῆς Παναγίας μας, ποὺ δείχνουν καθαρότατα τὸ πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, τὸ πόσο συντρέχει τὸν ἀνὰ τὸ παγκόσμιο ἀνθρώπινο πόνο, πόσο πρεσβεύει καὶ ἱκετεύει καὶ ἐξιλεώνει τὸν Κύριο νὰ μὴ μᾶς ὀργισθεῖ καὶ νὰ ἐπιτρέψει δοκιμασίες μεγάλες, γιὰ νὰ παιδευθοῦμε γιὰ ὅσα κακὰ πράξαμε καὶ πράττουμε. Ἕνα δάκρυ τῆς Παναγίας μας μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ της, λέει κάπου, ὑπερτερεῖ τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν ἁγίων.

Πρέπει κι ἐμεῖς, τὴ μεσίτρια καὶ σκέπη μας, ἰδιαιτέρως ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, νὰ τὴν εὐχαριστοῦμε ἀδιαλείπτως καὶ νὰ τὴν τιμοῦμε. Νὰ τὴν ἐπικαλούμαστε μὲ πίστη καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἀναπαύουμε. Πῶς; Μὲ τὰ θεάρεστα ἔργα μας, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἁγνότητα, τὴ νηστεία, τὴν κάθε ἀρετή. Ἔτσι θὰ ἑλκύσουμε πλούσια τὰ ἐλέη τῆς Μεγαλόχαρης καὶ θὰ τὴν ἔχουμε καὶ στὴ ζωὴ τούτη θερμὴ προστάτη καὶ βοηθό, καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἀλλὰ καὶ τῆς κρίσης, μεσίτη καὶ σωτηρία, καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βλέπουμε Αὐτὴν καὶ τὸν Υἱό Της στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Γένοιτο, Παναγία μου! Γένοιτο, Κύριε!