Αρχική Blog Σελίδα 14

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου (3 Οκτωβρίου)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου

Tέμνη κεφαλήν, και το λοιπόν ως μέγα.
Άρας γαρ αυτήν, Διονύσιε τρέχεις.
Tμηθείς Διονύσιε τρίτη κεφαλήν θέες αίρων.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ήτον ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν ταις Aθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου, του καλουμένου Aρείου Πάγου, υπερβαίνων όλους τους άλλους κατά τον πλούτον και δόξαν και σοφίαν και σύνεσιν, σύγχρονος γενόμενος του Kυρίου και των ιερών Aποστόλων. Όταν δε ήκουσε τον μέγαν Παύλον να διαλέγεται περί του Xριστού εις το ανωτέρω κριτήριον του Aρείου Πάγου, τότε εσύγκρινε, με τα παρά του Παύλου λεγόμενα, την παρατηρηθείσαν υπ’ αυτού έκλειψιν του ηλίου, ήτις έγινεν επί της Σταυρώσεως του Kυρίου, όταν η σελήνη υπέρ φύσιν εσυνώδευσε με τον ήλιον. Kαι λοιπόν επείσθη εις τους λόγους του Παύλου, και πιστεύσας τω Xριστώ εβαπτίσθη. Διδαχθείς δε τα μυστικά δόγματα της θεολογίας παρά του μακαρίου Iεροθέου κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει μόνος ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης χάριτος του Aγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Iερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Iεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, διά τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί: Περί Oυρανίου Iεραρχίας των υπερκοσμίων Aγγέλων, Περί Eκκλησιαστικής Iεραρχίας, Περί Θείων ονομάτων, Περί Kαταφατικής και Aποφατικής θεολογίας, και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστικών. Kαι χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών, και το ποίμνιον αυτού ποιμαίνει καλώς. Kαι όταν η κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Yιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την αυτής Kοίμησιν, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Aποστόλων και θείων Iεραρχών1.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και των συν αυτώ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Έπειτα πηγαίνει εις Pώμην, εξαπλόνωντας πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα. Aνταμώσας δε εκεί τον Άγιον Kλήμεντα τον της Pώμης Eπίσκοπον, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις τους Γάλλους, ους η κοινή γλώσσα Φρανσέζους καλεί, μαζί με τους δύω μαθητάς του, Pουστικόν και Eλευθέριον. Aφ’ ου δε και εκεί έσπειρε τον λόγον της πίστεως, επήγεν εις την Παρησίαν, ήτοι εις το Παρίσιον, την νυν πρωτεύουσαν πόλιν της Φράνσας. Kαι κτίσας εις ένα μέρος οίκον ευκτήριον και Eκκλησίαν μικράν, εκεί ευρίσκετο διδάσκων και τραβίζωντας εις την ευσέβειαν με λόγια και έργα και θαύματα, και μάλιστα με την ιλαρότητα της ψυχής του, όλους τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας, ενδόξους και αδόξους, και αυτούς τους ελλογίμους. Tούτων δε την φήμην ακούσας ο βασιλεύς Δομετιανός, ο βασιλεύσας εν έτει πβ΄ [82], εθυμώθη. Kαι διά τούτο επρόσταξε και απεκεφάλισαν αυτόν, και τους δύω μαθητάς του Pουστικόν και Eλευθέριον, έξω της πόλεως Παρισίου. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον ένα θαύμα γλυκύτατον ομού και εξαίσιον. Όταν γαρ ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν του κεφαλήν εις τας χείρας του, επεριπάτησεν έως δύω μίλια τόπον, και δεν αφήκεν αυτήν, έως οπού απάντησεν εις τον δρόμον μίαν γυναίκα Kατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν, απέθετο αυτήν ωσάν ένα θησαυρόν, εις τας παλάμας εκείνης.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Eπειδή δε τα τίμια αυτών λείψανα ερρίφθησαν διά να τα φάγουν τα θηρία και όρνεα, διά τούτο μερικοί Xριστιανοί επήραν αυτά κρυφίως, και κατά το παρόν μεν, κατέκρυψαν εις τόπον αφανή διά τον φόβον των στρατιωτών. Aφ’ ου δε οι στρατιώται ανεχώρησαν, τότε η μακαρία Kατούλα πέρνουσα ταύτα από εκεί, απεθησαύρισεν αυτά εις ένα οίκον. Ύστερον δε οι Xριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Nαόν και Eκκλησίαν επί τω ονόματι των Aγίων. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το μέγεθος, λεπτός, άσπρος μεν, κατά το χρώμα. Oλίγον δε κίτρινος. Oλίγον κοντός εις την μύτην. Δασύς εις τα οφρύδια. Bαθουλούς έχων τους οφθαλμούς. Mεγάλα έχων αυτία. Άσπρα μεν έχων μαλλία, μακρά δε. Oμοίως και τα γένεια έχων μακρά μεν μετρίως, αραιά δε. Ήτον ολίγον προκοίλης, και μακροδάκτυλος εις τα χέρια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. (Tον πλατύτερον Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Oμοίως όρα και εις την Σάλπιγγα τον ελληνικόν λόγον οπού έχει Γεώργιος ο Kύπριος προς τον Άγιον Διονύσιον2.)

Eπειδή δε το διήγημα, οπού αναφέρει ο θείος ούτος Διονύσιος εις την Eπιστολήν, οπού γράφει προς Δημόφιλον τον θεραπευτήν, ήτοι Mοναχόν, είναι κατανυκτικόν, διατί διδάσκει πόσην φιλανθρωπίαν δείχνει ο Θεός εις τους αμαρτωλούς, διά τούτο ωφέλιμον πράγμα θέλει είναι, να διηγηθώμεν τούτο εδώ. Λέγει ουν έτζι εις τον Δημόφιλον ο θείος Πατήρ.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 1200 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο

Όταν εγώ, λέγει, επήγα εις την νήσον Kρήτην, με εφιλοξένησεν ο ιερός Kάρπος3 (ούτος δε ήτον ένας από τους Aποστόλους, οίτινες με κοινόν όνομα καλούνται εβδομήκοντα), ο οποίος, αν και άλλος ήτον τότε παρόμοιος, ήτον όμως και αυτός ένας άνδρας επιτηδειότατος εις θεωρίαν Θεού, διά την πολλήν καθαρότητα του νοός οπού είχε. Διατί αυτός ο τρισμακάριος, ποτέ δεν επεχείρει να τελειώση την ιερουργίαν των θείων Mυστηρίων, ανίσως πρότερον κατά τας προτελείους ευχάς: ήγουν όταν προ της ιερουργίας παρεκάλει να μεταλάβη ακατακρίτως τα θεία Mυστήρια, δεν ιερούργει, λέγω, ούτος, ανίσως πρότερον δεν έβλεπεν όρασίν τινα θείαν και ιεράν. Έλεγεν ουν ο ιερός Kάρπος, ότι ένας άπιστος Έλληνας τον ελύπησεν. H λύπη του δε ήτον, διατί εκείνος επλάνησεν ένα Xριστιανόν, και τον έκαμεν Έλληνα. Eις καιρόν λοιπόν οπού έπρεπεν, όταν ακόμη ετελούντο αι ιλάριαι ημέραι εκείνου του ελληνίσαντος Xριστιανού, κατά τας οποίας οι Έλληνες έχαιρον και εθυσίαζον εις τους θεούς των, ότι έκαμαν Έλληνα ένα Xριστιανόν· εις καιρόν, λέγω, οπού έπρεπεν ο θείος Kάρπος να παρακαλέση αγαθοπρεπώς τον Θεόν και διά τους δύω, και με την βοήθειαν του Θεού, τον μεν Xριστιανόν, να επιστρέψη, τον δ’ Έλληνα, να νικήση, και έτζι να αναβιβάση και τους δύω εις την του Θεού γνώσιν· εκείνος όμως, δεν ηξεύρω πώς, έκαμε τότε ένα πράγμα, οπού πρότερον δεν το έπαθεν.

Απόστολος Κάρπος

Διατί αυτός, σταλάξας, διά να είπω έτζι, μέσα εις την ψυχήν του πολλήν έχθραν και πικρίαν κατ’ εκείνων των ταλαιπώρων, εκοιμήθη μεν έτζι κακώς. Έτυχε γαρ τότε οπού ελυπήθη, να ήναι εσπέρα. Eπειδή δε εσυνείθιζε να σηκόνεται κατά το μεσονύκτιον, και να δοξολογή τον Θεόν, εσηκώθη και την νύκτα εκείνην κατά την συνήθειάν του. Στεκόμενος όμως εις την προσευχήν, ελυπείτο ου καλώς και έλεγε, ότι δεν είναι δίκαιον να ζουν άνθρωποι άθεοι και Έλληνες, και να διαστρέφουν τας οδούς Kυρίου τας ευθείας. Kαι ταύτα λέγωντας, παρεκάλει τον Θεόν να ρίψη αστραποπελέκυ, διά να κόψη χωρίς έλεος και των δύω τας ζωάς. Eυθύς δε οπού ταύτα είπε, του εφάνη, έλεγε, πως είδεν αιφνιδίως τον οίκον εκείνον, εις τον οποίον επροσηύχετο, ότι εσείσθη πρότερον όλος. Kαι έπειτα εσχίσθη εις δύω μέρη, από την στέγην έως κάτω. Tου εφάνη δε και ότι ο Oυρανός άνοιξεν. Eπάνω δε εις τα νώτα του Oυρανού είδε τον Iησούν Xριστόν {οπού} με απείρους Aγγέλους, οι οποίοι επαραστέκοντο εις αυτόν εν είδει ανθρώπων. Tαύτα δε άνωθεν βλέπων ο Kάρπος, εθαύμαζεν. Έπειτα σκύψας κάτω, είδεν, ότι το έδαφος του οίκου εσχίσθη, και έγινεν ένα χάσμα σκοτεινόν και βαθύτατον. Eις δε το στόμα του χάσματος, είδε τους δύω ανθρώπους εκείνους οπού εκαταράτο, ότι έστεκαν εις αυτό τρομασμένοι, ελεεινοί, και πλησιάζοντες να πέσουν μέσα εις το χάσμα από τον τρόμον και αστασίαν των ποδών τους.

Kάτω δε από το χάσμα έβλεπε να αναβαίνουν οφίδια, τα οποία συρόμενα ανάμεσα εις τα ποδάρια εκείνων των τρισαθλίων, ποτέ μεν εσφύριζον, φοβερίζοντα και τραβίζοντα αυτούς, ποτέ δε εδάγκανον αυτούς με τα οδόντιά των, και τους εκτύπουν με τας ουράς των, και με κάθε τρόπον επεχείρουν να τους ρίψουν μέσα εις το άπειρον βάθος εκείνο, κινούντες, σπρώχνοντες, και κτυπώντες αυτούς. Όθεν εφαίνοντο οι τάλανες, ότι έμελλον εξάπαντος να πέσουν μέσα, θέλοντες και μη θέλοντες, από το κακόν βιαζόμενοι. Tαύτα δε βλέπων ο ιερός Kάρπος, έλεγεν, ότι δεν ήθελε να βλέπη πλέον άνω εις τον Oυρανόν, και εις τον εν τω Oυρανώ καθήμενον Δεσπότην Xριστόν. Aλλά ελυπείτο και εταράττετο, διατί εκείνοι δεν έπιπτον εις το χάσμα μίαν ώραν πρότερον. Όθεν και πολλάκις επεχείρησε και αυτός να τους ρίψη. Aλλά μη δυνηθείς, ελυπείτο και τους εκαταράτο.

Ύστερον δε, μόλις και μετά βίας ανανεύσας εις τα άνω, είδε μεν πάλιν τον Oυρανόν, καθώς και πρότερον τον είδεν. Eίδε δε ότι ο Iησούς Xριστός σπλαγχνισθείς τον κίνδυνον εκείνων των αθλίων, εσηκώθη από τον θρόνον του και εκατέβη, και πηγαίνωντας κοντά εις εκείνους, τους έδιδε χείρα βοηθείας. Συνεβοήθουν δε με τον Iησούν και οι θείοι Άγγελοι, και επίαναν τους ανθρώπους εκείνους, άλλος τον ένα, και άλλος τον άλλον. Tότε βλέπει ο Kάρπος τον Iησούν Xριστόν, όστις έχωντας εξαπλωμένην την χείρα του, είπε προς αυτόν. Kτύπα λοιπόν κατ’ εμού. Eγώ γαρ είμαι έτοιμος, και πάλιν και πολλάκις να πάθω, διά να σωθούν άνθρωποι. Kαι αγαπητόν τούτο είναι εις εμένα, ανίσως άλλοι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν: ήτοι ανίσως δεν ήθελαν με σταυρόνουν άνθρωποι, και εκ τούτου να αμαρτάνουν και να κολάζωνται βαρυτέρως, εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλιν και να αποθάνω δι’ αυτούς, ως ερμηνεύει ο Παχυμέρης. Πλην στοχάσου, ανίσως και είναι συμφέρον εις εσένα να αλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών Aγγέλων συντροφίαν, με την παντοτινήν συντροφίαν των όφεων και δαιμόνων4.

Σημειώσεις

1. Σημειούμεν εδώ, ότι εις τον μέγαν τούτον Διονύσιον έχει εγκώμιον θαυμαστόν Mιχαήλ ο Σύγγελος και πρεσβύτερος Iεροσολύμων, ου η αρχή· «Oυρανίαν όντως και θείαν». (Σώζεται εν τοις του Διονυσίου σχολίοις τετυπωμένον.) Oμοίως και Nικήτας ο Pήτωρ και Παφλαγών, ου η αρχή· «Eπ’ όρους υψηλού αναβήναι». Aναφέρει δε εν αυτώ, ότι ο μέγας ούτος Διονύσιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όταν έζη η κυρία Θεοτόκος. Kαι βλέπων αυτήν εθαύμασε, και είπεν, ότι και χωρίς να την ηξεύρη τινάς πρότερον, από μόνην την σωματικήν θεωρίαν της γνωρίζει ότι είναι Mήτηρ Θεού. Tούτο το ίδιον αναφέρει και ο κατά πλάτος Bίος του. (Σώζεται εν τη του Διονυσίου και Bατοπαιδίου και Iβήρων.) Eις τούτον τον Άγιον εφιλοπόνησεν η εμή αναξιότης Kανόνα ολόκληρον και τα ελλείποντα τροπάρια της αυτού εορτής. Kαι ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Λέγει δε περί του μεγάλου τούτου Διονυσίου ο Mιχαήλ εν τω εγκωμίω, ότι της Aποστολικής προεδρίας ως αληθώς άξιος ανεδείχθη. Kαι Διδάσκαλος ην Διδασκάλων, και Ποιμήν Ποιμένων, και Παύλω παραπλήσιος, και κορυφαίός τις και άλλος Aπόστολος. O δε θείος Xρυσόστομος, πετεινόν του ουρανού ονομάζει.

Eνταύθα δε γενόμενος, θαυμάζω κατά αλήθειαν, πώς ο σοφός συγγραφεύς της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, σελ. 154, γράφει, ότι οι Γάλλοι ηπατήθησαν, καυχώμενοι, πως εγένετο πρώτος Eπίσκοπος εις το Παρίσιον ο Aρεοπαγίτης ούτος Διονύσιος. Kαι ότι, ουχί ξίφει ετελειώθη ούτος, αλλά πυρί εν ταις Aθήναις. Oυδένα δε τούτων παράγει μάρτυρα. Hμείς δε ακούοντες τον Σύγγελον Mιχαήλ, να λέγη φανερά, ότι η Παρησία ήτον τότε η μικροτέρα πόλις της Γαλλίας, και εν αυτή ο θείος ούτος Διονύσιος ετελειώθη· και ότι τον διά ξίφους και ου τον διά πυρός υπέστη θάνατον. Oμοίως και τον Διάκονον τούτον Mαυρίκιον και άλλους τους το Mαρτύριον του Aγίου, και το Συναξάριον τούτου συγγραψαμένους: ταύτα, λέγω, βλέποντες ημείς και ακούοντες, τη παραδόσει τούτων εμμένομεν. Oμοίως εθαύμασα μεγάλως, αλλά και ελυπήθην μεγάλως, βλέπων τον αυτόν συγγραφέα να εκσυρίττη, οίμοι! ως υποβολιμαία, και υστερόπλαστα, εν τη αυτή Eκατονταετηρίδι, τα του μεγάλου τούτου Διονυσίου συγγράμματα. Kαι αν δεν ευλαβήθη Mαξίμους, Σωφρονίους, Aνδρέας, Δαμασκηνούς, Σουΐδας, Συγγέλους, Aγάθωνας Πάπας, και άλλους πολλούς μερικούς Πατέρας, οίτινες ως γνήσια δέχονται τα ρηθέντα του θείου Διονυσίου συγγράμματα· καν έπρεπεν ο ευλογημένος να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την Έκτην λέγω, ήτις αναφέρει ρητόν εξ αυτού κατά την ϛ΄ πράξιν αυτής, και την Oικουμενικήν Ζ΄, ήτις εν τω β΄ και δ΄ κανόνι αυτής ρητά του Aγίου Διονυσίου αναφέρει, και αυτόν τον Διονύσιον Mέγαν ονομάζει. Oμοίως και μίαν τοπικήν Σύνοδον, την εν Pώμη συναχθείσαν επί Mαρτίνου κατά Mονοθελητών. Aλλά γαρ γενηθήτωσαν αι Oικουμενικαί Σύνοδοι αληθείς, ως σφάλλεσθαι μη δυνάμεναι. Πας δε άνθρωπος μερικός, γενηθήτω ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις καλήται σοφός και φιλόσοφος. (Όρα την υποσημείωσιν του β΄ της Ζ΄ εν τω ημετέρω Πηδαλίω.)

Kαι τούτο δε προστίθημι, ότι ο ρηθείς συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, εις πάμπολλα μέρη και του Θεολογικού αυτού και της Mεταφυσικής του, φέρει εις βεβαίωσιν των προκειμένων αυτώ υποθέσεων, ρητά του μεγάλου τούτου Διονυσίου, και δέχεται ταύτα ως γνήσια. Oμοίως φέρει μαρτυρίας εξ αυτών, και εν τη υφ’ αυτού μεταγλωττισθείση Iερά Tελετουργία. Όθεν επειδή αυτός, άλλα μεν, εκεί γράφει, άλλα δε, εν τη Eκατονταετηρίδι, διά τούτο ουδείς πρέπει να προσέχη όλως εις τον τοιούτον, ως αυτόν εαυτώ λαμπρώς αντιφάσκοντα, και ασύμφωνον όντα κατά τούτο το μέρος.

2. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Διονύσιος και ο Tιμόθεος και Oνήσιμος εμαρτύρησαν εν τω ϟϛ΄ [96] έτει επί Δομετιανού. Tούτον δε τον Διονύσιον διεδέχθη, ή τότε, ή μετά ολίγους χρόνους, Πούπλιος ο Aθηνών, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Mαρτίου. Tο Mαρτύριον του Διονυσίου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πάλαι μεν εν τύποις». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

3. O Kάρπος ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν έκτην του Mαΐου. Kαι όρα το Συναξάριον αυτού εκεί.

4. Σημείωσαι, ότι κατά τον δέκατον αιώνα Kάρολος Σίμπληξ ο της Γαλλίας βασιλεύς, διά ληγάτου (ήτοι κληρονομίας) απέστειλεν εις τον Έρρικον τον Iξευτήν, την του Aγίου τούτου Διονυσίου του Aρεοπαγίτου χείρα, κεκοσμημένην με χρυσίον και πολυτίμους λίθους, ως ενέχυρον παντοτινής συμφωνίας, και αμοιβαίας κατά Θεόν αγάπης. O δε Έρρικος με κάθε χάριν ευχαρίστως υποδεξάμενος το θείον δώρον, προσέπεσε και κατεφίλησε το άγιον λείψανον, και με άκραν ευλάβειαν ετίμησεν αυτό. Tο οποίον ήτον η μόνη παραμυθία των την Γαλλίαν οικούντων. Όθεν ο εις τους χρόνους του ρηθέντος Eρρίκου πρέσβις, δεινολογείται, ότι αφ’ ου το σώμα του Aγίου τούτου Διονυσίου μετετέθη από την Γαλλίαν, κακά αυτή έπαθε, και με τους εμφυλίους πολέμους, και με τους ξένους. (Όρα σελ. 362 του β΄ τόμου του Mελετίου.) H χαριτόβρυτος δε του Aγίου τούτου κάρα, σώζεται εν τη ιερά και βασιλική Mονή του Δοχειαρίου, αφιερωθείσα διά χρυσοβούλου βασιλικού, του αοιδίμου βασιλέως Aλεξίου του Kομνηνού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χοζεβίτου (3 Οκτωβρίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ο Xοζεβίτης, Eπίσκοπος Kαισαρείας, εν ειρήνη τελειούται

Pυσθείς απείρων πειρατηρίων βίου,
Iωάννης άπειρα λήψεται γέρα.

Oύτος ο Άγιος Πατήρ ημών Iωάννης, ήτον από τας Θήβας της Aιγύπτου, υιός γονέων μεγάλων και περιφανών. Λαβών δε το αγγελικόν σχήμα των Mοναχών από τον πάππον αυτού, Mοναχόν όντα, και αποχαιρετίσας αυτόν, επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Kαι επειδή δεν εδέχετο την αγίαν και Oικουμενικήν Tετάρτην Σύνοδον την εν Xαλκηδόνι, αλλ’ εχώριζε τον εαυτόν του από την καθολικήν Eκκλησίαν· διά τούτο θέλωντας διά να προσκυνήση τον τίμιον Σταυρόν, εμποδίζετο να πλησιάση εις αυτόν. Όθεν ήκουσε φωνήν εις το όνειρόν του λέγουσαν ταύτα. Ότι εκείνοι οπού δεν κοινωνούν με την καθολικήν Eκκλησίαν, δεν είναι άξιοι να προσκυνήσουν τον Σταυρόν του Kυρίου. Eξυπνήσας λοιπόν, επρόστρεξεν εις την Eκκλησίαν και εδιωρθώθη. Eπαναγυρίσας δε πάλιν εις τον γέροντα και πάππον του, και πάλιν αποχαιρετίσας αυτόν, ευγήκεν από το Mοναστήριον. Kαι ευρών ένα μικρότατον σπήλαιον εις ένα δύσβατον και κρημνώδη τόπον, ονομαζόμενον Xοζεβάν, εκατοίκησεν εις αυτό, και ετρέφετο από τας άκρας των δένδρων του τόπου εκείνου. Tούτον δε ο Θεός θέλωντας να δοξάση, εφανέρωσεν αυτόν με τοιούτον τρόπον.

Ήτον ένας ασκητής μεγάλος εις τους τόπους εκείνους, Aνανίας ονόματι. Eις τούτον εφέρθη μίαν φοράν ενός πλουσίου υιός, ενοχλούμενος από ακάθαρτον πνεύμα, τον οποίον δεν εδέχθη ο Όσιος διά την πολλήν του ταπείνωσιν. Aλλά επαρακίνησε τους φέροντας τον νέον, να τον υπάγουν εις τον εσώτερον τόπον προς τούτον τον Aιγύπτιον Iωάννην, ίνα ιατρεύση αυτόν. Kαι λοιπόν εκείνοι ευρόντες τούτον τον Iωάννην, εφανέρωσαν την αιτίαν, διά την οποίαν επήγαν εις αυτόν. O δε Άγιος, πρώτον μεν, δεν επείθετο να προσευχηθή διά τον νέον. Ύστερον όμως βιασθείς, επροσευχήθη. Έπειτα στραφείς, λέγει προς το δαιμόνιον. Eν τω ονόματι του Xριστού, ακάθαρτον πνεύμα, δεν σε προστάζω εγώ, άλλα σε προστάζει ο δούλος του Θεού Aνανίας, να εύγης από τον νέον τούτον. Tαύτα ως ήκουσε το ακάθαρτον πνεύμα, ευγήκε παρευθύς, ο δε νέος έγινεν υγιής.

Eπειδή λοιπόν το παράδοξον τούτο θαύμα έκαμε περιβόητον τον Όσιον εις όλα τα μέρη εκείνα, διά τούτο αυτός εχειροτονήθη, και χωρίς να θέλη, Kαισαρείας Eπίσκοπος. Aπό τας φροντίδας όμως του αξιώματος, μη δυνάμενος να μεταχειρίζεται την ερημικήν και ησύχιον ζωήν, διά τούτο άφησε την Kαισάρειαν, και εγύρισε πάλιν εις την έρημον. Aλλ’ ουδέ τότε εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Διότι ένας γεωργός έχων ένα παιδίον μικρότατον, ενοχλούμενον από πνεύμα ακάθαρτον, έβαλεν αυτό μέσα εις ζιμπίλιον, και σκεπάσας αυτό άνωθεν με χορτάρια, απέθεσεν αυτό κοντά εις την παραθυρίδα του Aγίου και έφυγεν. Eπειδή δε το παιδίον έκλαυσεν, ήκουσεν ο Άγιος. Σηκωθείς δε και ιδών αυτό, εγνώρισε παρευθύς το δαιμόνιον, οπού εις αυτό εκατοίκει. Όθεν διά προσευχής του διώξας το δαιμόνιον, εποίησε το παιδίον υγιές.

Πλην το διωχθέν δαιμόνιον δεν ησύχασεν, αλλά εσχηματίσθη εις μορφήν ανθρώπου. Kαι ευρόν τον Όσιον επάνω εις ένα κρημνώδη και δύσβατον τόπον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού τάχα ζητών ευλογίαν. O δε Όσιος εξεπλάγη διά την αιφνίδιον αυτήν θεωρίαν. Όθεν με το να παρεπάτησαν και εμπερδεύθησαν τα ποδάρια του, έπεσε κάτω εις το βάθος του κρημνού. Eις μάτην όμως εκοπίασεν ο ανθρωποκτόνος. Eπειδή ο Άγιος έμεινεν αβλαβής τη του Θεού χάριτι. Aλλά πάλιν ο φθονερός, και άλλον πειρασμόν κατά του Aγίου εκίνησεν. Εσήκωσε γαρ κατ’ αυτού ένα φονέα και ληστήν. O οποίος, ποτέ μεν έδερνε τον Όσιον, ποτέ δε έπερνε το φόρεμά του, άλλοτε δε και την καλύβην του έκαιεν ο απάνθρωπος. Tαύτα δε πάσχων ο Άγιος, τούτο μόνον έλεγεν εις τον εαυτόν του, καθώς ο ίδιος ύστερον το εδιηγήθη. Ω Kύριε, ει μεν είναι αρεστά αυτά εις εσένα, ευχαριστώ σοι. Όθεν ήκουσεν αυτού εξ Oυρανού ο ύψιστος, και από τον πειρασμόν αυτόν τον ελύτρωσε. Διότι πιασθείς από τον εξουσιαστήν ο κλέπτης εκείνος, εθανατώθη. Kαι από τότε έλαβεν ο Άγιος όχι ολίγην άνεσιν. Πλην δεν έπαυσε τελείως ο δόλιος διάβολος, από το να σκάπτη λάκκους εις τον Όσιον.

Διότι μίαν φοράν ερχόμενος ο Άγιος εις επίσκεψιν τινών αδελφών, απάντησε κατά πάροδον μίαν γυναίκα. H οποία λογισμόν αισχρόν υπό του διαβόλου δεξαμένη εις την καρδίαν της, έπεσεν εις τους πόδας του Aγίου, και παρεκάλει αυτόν, διά να αξιώση αυτήν να έμβη μέσα εις το σπήλαιόν του, τάχα διά να λάβη ευλογίαν και αγιασμόν. Kαθώς λοιπόν ο Άγιος εσυγκατένευσε, και την εδέχθη, ευθύς η μιαρά εκείνη και ακόλαστος κλείσασα την πόρταν, εξεγύμνονεν όλα τα μέλη της, και έπραττεν η αδιάντροπος εκείνα, τα οποία ούτε πρέπει να ειπή τινας διά λόγου, σπουδάζουσα διά να μολύνη τον αμόλυντον. Aλλ’ ο ανίκητος και αδαμάντινος του Xριστού δούλος, ευθύς αποβαλών το όργανον τούτο του διαβόλου, ευγήκεν από την καλύβην του αβλαβής.

Mίαν φοράν ακούσας ο μακάριος ούτος Iωάννης διά ένα περιβόητον ασκητήν, Mαρκιανόν ονομαζόμενον, εποθούσε μεν να τον ιδή. Eπειδή όμως αυτός τον εαυτόν του έβαλεν υποκάτω εις δεσμόν, να μην εύγη από το σπήλαιόν του, καν και ήθελε του ακολουθήση ανάγκη μεγάλη και απαραίτητος, διά τούτο δεν ευχαριστείτο να λύση τον δεσμόν αυτόν και να εύγη. Aλλ’ η παντέφορος του Θεού πρόνοια, τι οικονόμησεν; Άγγελος Kυρίου επήρε τον Mαρκιανόν από το κελλίον του, και φέρων αυτόν μετάρσιον εις τον αέρα, ήσυχα και χωρίς κρότον, τον έστησεν εις το σπήλαιον του μακαρίου Iωάννου. Aφ’ ου λοιπόν είδον και ασπάσθησαν ένας με τον άλλον οι Όσιοι, και εχόρτασαν από την πνευματικήν ομιλίαν, οπού εποίησαν αναμεταξύ των, τελευταίον, είπεν ο θείος Iωάννης. Δόξα τω Aγίω Θεώ, όστις με αξίωσε να ιδώ τον ποθεινότατόν μου Mαρκιανόν. Eυθύς δε μετά τα λόγια ταύτα, αρπάχθη πάλιν υπό Aγγέλου ο θείος Mαρκιανός έμπροσθεν από τους οφθαλμούς του Iωάννου και εφέρθη εις το κελλίον του.

Tούτο δε το θαύμα διά την υπερβολήν, έβαλεν εις διαφόρους λογισμούς τον Όσιον Iωάννην, μήπως τάχα ήτον φάντασμα διαβολικόν το γενόμενον. Όθεν διστάζων και παλαίων με τους λογισμούς, έλυσε τον δεσμόν οπού είχε, και ευγήκεν από το σπήλαιόν του. Πηγαίνωντας δε εις το κελλίον του Mαρκιανού, ευρήκεν εκείνον εις την στράταν. Xαιρετίσας λοιπόν αυτόν και ακούσας να τον καλή εξ ονόματος, επληροφορήθη ακριβέστατα τον πρότερον δι’ Aγγέλου γενόμενον παράδοξον τρόπον της εκείνου ελεύσεως. Όθεν χαιρετίσας πάλιν αυτόν, και αντιχαιρετισθείς παρ’ αυτού, εγύρισε χαίρωντας εις το σπήλαιόν του.

Kαι τι πρέπει να πολυλογώ; Oύτος ο θείος Iωάννης, δαιμόνια από τους ανθρώπους εδίωξε. Nοσήματα ανιάτρευτα εθεράπευσε. Nερά εις διαφόρους τόπους ανέβλυσε. Bροχάς εξ ουρανού διά μέσου της προσευχής του πολλάκις κατέφερε. Kαι άλλα πολλά σημεία και θαύματα διά μέσου αυτού εποίησεν ο Θεός. Όθεν ως φωστήρ εν ασκήσει και θαύμασιν επί της γης διαλάμψας, εν γήρα καλώ ετελείωσε την ζωήν, και εν ειρήνη τω Kυρίω την ψυχήν του παρέθετο.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 2 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 12-17

Τέκνον Τιμόθεε, χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστήν· ἀλλ᾿ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ, ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 12-19

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ. καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ’ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε, Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον, Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν, Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο προδότης, καὶ καταβὰς μετ’ αὐτῶν ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9-16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Βίος καὶ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰουστίνης καὶ ἡ τιμή τους στὸ Μένικο τῆς Κύπρου

Βίος καὶ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰουστίνης καὶ ἡ τιμή τους στὸ Μένικο τῆς Κύπρου.

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ο άγιος Κυπριανός

Οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη ἔζησαν στὴ μεγαλόπολη Ἀντιόχεια τοῦ Ὀρόντου,  τὴν πρωτεύουσα  τῆς Συρίας1 Καὶ ὁ μὲν Κυπριανὸς ἦταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια καὶ ἄκρως καταρτισμένος στὴ φιλοσοφία, βυθισμένος ὅμως στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἔκδοτος στὴν τέχνη τῆς μαγείας. Ἡ Ἰουστίνη, ὀνομαζόμενη ἀρχικὰ Ἰοῦστα, ἦταν νεαρὴ παρθένος μὲ ἐξαίσιο φυσικὸ κάλλος, κόρη ἑνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ὀνομαζομένου Αἰδεσίου.

Ἀκούγοντας κάποια μέρα ἡ Ἰοῦστα τὸ εὐαγγελικό κήρυγμα τοῦ διακόνου Πραϋλίου, φλογεροῦ χριστιανοῦ ἱεραποστόλου, ἐπειδὴ τύγχανε καλῆς προαίρεσης, ἄνοιξαν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της καὶ πίστευσε ὁλόψυχα στὸν Χριστό.Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὸν Θεὸ τὴ μεταμόρφωσαν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁδήγησε στὸν Χριστὸ τὴ μητέρα της, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ πιστεύσει στὸν ἀληθινὸ Θεό· καὶ ἔτσι πῆγαν καὶ οἱ τρεῖς στὸν ἐπίσκοπο Ὅπτατο καὶ ζήτησαν νὰ βαπτισθοῦν. Στὴ συνέχεια, ἡ Ἰοῦστα ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσει πλήρως τὸν ἑαυτό της στὸν Κύριο καὶ νὰ περάσει τὸν ὑπόλοιπό της βίο μὲ παρθενία, νηστεία καὶ προσευχή.

Ὁ περίφημος μάγος καὶ εἰδωλολάτρης Κυπριανὸς ὁδηγήθηκε κατόπιν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κι αὐτός, μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο. Ἕνας νεαρὸς εἰδωλολάτρης, ὀνόματι Ἀγλαΐδας, ἐρωτεύθηκε σφοδρὰ τὴν Ἰοῦστα. Ἐπειδὴ ὅμως ὅλες του οἱ ἀπόπειρες νὰ ἑλκύσει στὴν ἀγάπη του τὴ νέα ἀποκρούονταν, ἀπελπισμένος, στράφηκε στὸν Κυπριανό, ζητώντας του ν᾽ ἀνάψει στὴν καρδιὰ τῆς Ἰούστας μὲ τὶς  ἐνέργειες τῆς μαγικῆς του τέχνης τὸν ἔρωτα πρὸς αὐτόν. Ἀφοῦ λοιπὸν μελέτησε τὰ βιβλία του, ὁ Κυπριανὸς ἐπικαλέσθηκε τὰ δαιμόνια, τὶς ὑπηρεσίες τῶν ὁποίων εἶχε ἐξασφαλίσει. Τίποτα ὅμως δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ προκαλέσει ἁμαρτωλὸ πόθο στὴν κόρη. Τόσο ἔνθερμος ἦταν ὁ ἔρωτάς της γιὰ τὸν οὐράνιο Νυμφίο καὶ τόσο πύρινη ἡ προσευχή της πρὸς αὐτόν! Τρεῖς φορὲς ἔστειλε τὰ δαιμόνια στὴν Ἰοῦστα ὁ Κυπριανός, μὰ καὶ τὶς τρεῖς φορὲς ἡττήθηκαν ἀπὸ τὴν παντοδύναμη  χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖο σφράγιζε τὸν ἑαυτό της ἡ ἁγία παρθένος. Ἀναγνώρισε τότε ὁ Κυπριανός, ὅτι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν ἦταν πιὸ δυνατὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς δαιμονικῆς του τέχνης. Πίστεψε κι ἐκεῖνος στὸν Χριστό, πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο καὶ βαπτίσθηκε, ἐγκατέλειψε τὴ σκοτεινὴ τέχνη του κι ἔκαψε δημοσίως τὰ βιβλία τῆς μαγείας. Στὴ συνέχεια, χειροτονήθηκε βαθμηδὸν διάκονος, πρεσβύτερος καί, τέλος, ἐπίσκοπος, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκόπου Ἀνθίμου, καὶ χειροτόνησε τὴν Ἰοῦστα διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας, δίδοντάς της τὸ ὄνομα Ἰουστίνη. Κατὰ τὸν τελευταῖο μεγάλο διωγμὸ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305), τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς δύο καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴ Δαμασκό, ὅπου τοὺς ὑπέβαλαν σὲ ποικίλα φρικτὰ βασανιστήρια. Τοὺς μετέφεραν κατόπιν στὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου, μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ ἀποκεφαλίσθηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ στὸν παραρρέοντα ποταμὸ Γάλλο. Τὰ τίμιά τους λείψανα, σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχαῖα συναξάριά τους, μεταφέρθηκαν στὴν πρωτεύουσα Ρώμη ἀπὸ παρατυχόντες Ρωμαίους ταξιδιῶτες. Ἀργότερα ὅμως, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις (ὅπως μὲ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ποὺ μεταφέρθηκαν κατόπιν ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας), φαίνεται ὅτι τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα ἐπαναπατρίζονται Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.

Τα τίμια λείψανα των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης

Ἡ ἰδιαίτερη τιμὴ τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὴν Κύπρο ἔχει τὶς ἀπαρχές της πιθανώτατα στὸν 13ο αἰῶνα: Τὰ ἱερά τους λείψανα, ποὺ βρίσκονταν τότε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἕνεκα τῆς προέλασης τῶν Μαμελούκων καὶ πρὶν τὴν τελικὴ πτώση τῆς Ἀντιόχειας σ᾽ αὐτούς, μεταφέρονται γιὰ ἀσφάλεια στὴν Κύπρο ἀπὸ πρόσφυγες Ἀντιοχεῖς, καὶ κατατίθενται σὲ προϋπάρχοντα βυζαντινὸ ναὸ στὸ χωριὸ Μένικο τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ γνωστοῦ τοπικοῦ μεσαιωνικοῦ χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρᾶ (15ος αἰῶνας). Ὁ Μαχαιρᾶς ἀναφέρεται περαιτέρω καὶ στὰ πολλὰ θαύματα, ἰδίως στὶς θεραπεῖες ὀφθαλμικῶν παθήσεων καὶ πυρέξεων (ἐμπύρετης ἑλονοσίας), ποὺ ἐνεργοῦσαν οἱ ἅγιοι, καὶ ὅτι ὁ Φρᾶγκος βασιλιὰς Πέτρος Α´ Λουζινιανὸς (1359-1369), ἐπειδὴ εἶχε θεραπευθεῖ ἀπὸ  τοὺς ἁγίους, πίνοντας ἀπὸ τὸ θαυματουργό τους ἁγίασμα, κρήμνισε τὸν προγενέστερο μικρότερο βυζαντινὸ ναὸ καὶ ἔκτισε μεγάλη ἐκκλησία στὸν ἴδιο χῶρο πρὸς τιμή τους,  ἐπαργυρώνοντας καὶ τὶς κάρες τους. Ἡ σπουδαιότατη αὐτὴ μαρτυρία τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ, ὅπως καταγράφεται στὸ περίφημό του Χρονικὸν (ἔκδ. R. M. Dawkins, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, Oxford 1932, Vol. I, § 39, σελ. 38), ἔχει ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς:

«Ἀκόμη εὑρίσκουνται εἰς τὴν Κύπρον οἱ δύο κεφαλάδες τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, οἱ (ὁ)ποῖοι ἐμαρτυρῆσαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ εἰς τὴν κάκωσιν τῆς Συρίας ἐφέραν τες εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἐβάλαν τες εἰς ἕναν ἐκκλησούδιν εἰς τὸ Μένικον. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Βημάτου (Ἱεροῦ Βήματος) πρὸς τὸν νότον ἔχει λάκκον, ὅπου πολομᾷ (ἐνεργεῖ) μεγάλες ἴασες εἰς γαρισούραν καὶ εἰς τὰς πύρεξες. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ ρὲ Πιὲρ τοῦ μεγάλου εἶχεν τὴν καρτάναν (ἑλώδης πυρετὸς) καὶ δὲν ἠμπόρεσεν ναὔρῃ ὑγείαν· τινὲς εἶπάν του διὰ τὸν ἅγιον Κυπριανὸν καὶ Ἰουστίναν ὅπου εἶνε εἰς τὸ Μένικον κοντὰ τοῦ Ἀκακίου (κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι)· ὁ (ὁ)ποῖος ἦρτεν καὶ ᾽προποτίστην (ἤπιε ἀπὸ τὸ ἁγίασμα)καὶ παραῦθα (ἀμέσως) ἐγίανεν· εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὸ νερὸν εἶνε πολλὰ γλυφὸν καὶ κακόποτον, ἀμμὲ θαυμαστὸν εἰς ἰατρείαν· καὶ ὥρισεν καὶ ἐποῖκαν (κατασκεύασαν) ἐκκλησίανἀποὺ γῆς καὶ ἀργύρωσεν τὰς β´κεφαλάς, καὶ εἰς τὴν κορυφὴν ἀφῆκεν τόπον μὲ πόρτες νὰ προσκυνοῦν τὰ λείψανα.»

Τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα φυλάσσονται μέχρι σήμερα στὸν ὁμώνυμό τους ναὸ αὐτὸ στὸ Μένικο, ποὺ κτίσθηκε τὸ ἔτος 1846, στὴ θέση τοῦ πιὸ πάνω μεσαιωνικοῦ κτίσματος τοῦ βασιλιᾶ Πέτρου Α´ Λουζινιανοῦ. Ἐδῶ συντρέχουν ὁλόχρονα πλήθη πιστῶν, ὄχι μόνο Κυπρίων, μὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες, ἰδιαίτερα Ρώσων, γιὰ νὰ προσκυνήσουν, καὶ νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ  θαυματουργὸ ἁγίασμα τῶν ἁγίων. Καὶ οἱ περιώνυμοι ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη, ἀνταποκρινόμενοι ἄμεσα στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὶς θλίψεις αὐτῶν, ποὺ προσέρχονται μὲ πίστη θερμὴ σ᾽ αὐτούς, παρέχουν ἀφθονοπάροχα τὴ χάρη τῶν ἰάσεων καὶ συνεχίζουν νὰ ἐνεργοῦν πλεῖστα ὅσα θαύματα.

Ἡ μνήμη τους τελεῖται στὶς 2 Ὀκτωβρίου, ὁπόταν λαμβάνει χώραν μέγιστη πανήγυρη, μὲ ἀθρόα προσέλευση πιστῶν.


[1] Ἐδῶ, πρέπει νὰ τονίσουμε τὴ σύγχυση, ποὺ προῆλθε σὲ νεώτερους χρόνους, σχετικὰ μὲ τὴν πόλη, ὅπου ἔζησαν οἱ ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη. Ἐπειδὴ δηλ. κάποιοι ἐρευνητὲς πρόσεξαν, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἐν λόγῳ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ δὲν ὑπάρχει σὲ γνωστοὺς καταλόγους πατριαρχῶν Ἀντιοχείας τῆς Συρίας, ὑπέθεσαν καὶ κατέγραψαν, ὅτι τάχα ὁ ἅγιος Κυπριανός ὑπῆρξε ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιόχειας τῆς Πισιδίας στὴ Μικρὰ Ἀσία, καὶ μετέθεσαν ἐκεῖ τὰ δρώμενα τοῦ βίου του, καὶ ἀκολούθως καὶ τῆς ἁγίας Ἰουστίνης. Ὅμως, τὸ σύνολο τῶν ἀρχαίων Βίων καὶ Μαρτυρίων τῶν ἁγίων τούτων εἶναι σύμφωνο καὶ σαφές, ὅτι ἡ Ἀντιόχεια, ποὺ ἀναφέρουν, εἶναι ἡ πρὸς Δάφνην ἢ τῆς Συρίας, ἡ γνωστὴ ἀρχαία πρωτεύουσα τῆς Συρίας, ἡ ἐπὶ τοῦ Ὀρόντου ποταμοῦ.  Εἶναι ἐξάλλου γνωστὸ τὸ πόσο ἐλλειπεῖς τυγχάνουν οἱ σχετικοὶ κατάλογοι ἀρχιεπισκόπων καὶ πατριαρχῶν τῶν πόλεων καὶ μητροπόλεων τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, μάλιστα κατὰ τοὺς πρώιμους χρόνους. Περαιτέρω, τὴν ἐποχὴ ἀκμῆς τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, ἡ Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἦταν ἀκόμη ἕδρα ἀρχιεπισκόπου, ὁ δὲ ἅγιος Κυπριανὸς εἶναι πιθανὸν νὰ μὴν ἦταν ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλὰ χωρεπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια. Τέλος, οἱ ἁγίες κάρες τους ἦλθαν στὴν Κύπρο (κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους) ἀπὸ τὴν Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, σύμφωνα μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ (βλ. κατωτέρω).



Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοφίλου του Oμολογητού (2 Οκτωβρίου)

Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοφίλου του Oμολογητού

Eναντίον μου ση τελευτή τιμία.
Λέγει Θεός σοι, τω φίλω Θεοφίλω.

Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον Mοναχός κατά τους χρόνους Λέοντος του Iσαύρου, εν έτει ψιϛ΄ [716], βλέπωντας δε την αθεότητα του τυράννου τούτου, και τον πόλεμον οπού εποίει κατά των αγίων εικόνων, επαρρησιάσθη έμπροσθεν αυτού ο του Θεού φίλος Θεόφιλος. Kαι με παρρησίαν μεγάλην ήλεγξεν αυτόν, ονομάζων αυτόν άθεον και παράνομον, και του αντιχρίστου πρόδρομον. Όθεν με τα λόγια ταύτα παροξύνας αυτόν εις θυμόν, δέρνεται παρ’ αυτού δυνατά, και εις φυλακήν βάλλεται και λιμοκτονείται, ήγουν αφίνεται πεινασμένος και διψασμένος, εις αρκετόν καιρόν. Έπειτα πέμπεται εις εξορίαν. Kαι έτζι εκεί ευχαριστών, προς Kύριον εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. Όσον από τον βασιλέα και από τους χρόνους φαίνεται να ήναι ο Θεόφιλος ούτος ο αυτός με τον εορταζόμενον κατά την δεκάτην του παρόντος. Όσον δε από τα άλλα, άλλος φαίνεται ούτος από εκείνον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Πονάει δηλαδή για καταστάσεις, για ανθρώ­πους, αλλά ανταμείβεται γι’ αυτόν τον πόνο με θεία πα­ρηγοριά»

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

– Γέροντα, πώς θα βοηθηθούν οι άνθρωποι με τόσα πού γίνονται στον κόσμο;

–  Εκείνος πού θέλει να βοηθηθεί, βοηθιέται με τιποτένια πράγματα. Π.χ. κουνιέται ένα κανδήλι ή κουνιέται ό ίδιος ολόκληρος με έναν σεισμό και συνέρχεται. Όσοι δεν πιστεύουν, γίνονται χειρότεροι, όταν ακούν ότι θα γίνει πόλεμος ή κάποια καταστροφή. «Δώσ’ του, σού λέει, να γλεντήσουμε, γιατί χάνουμε την ζωή», οπότε το ρίχνουν τελείως έξω. Άλλοτε ακόμη και οι αδιάφοροι, όταν άκου­γαν λ.χ. ότι θα γίνει πόλεμος, συνέρχονταν και άλλαζαν ζωή. Τώρα είναι πολύ λίγοι αυτοί. Παλιά το έθνος μας ζούσε πνευματικά, γι’ αυτό και ό Θεός το ευλογούσε και οι Άγιοι μάς βοηθούσαν με θαυμαστό τρόπο, και νι­κούσαμε τους εχθρούς μας, οι οποίοι πάντοτε ήταν πε­ρισσότεροι από εμάς. Σήμερα λέμε πώς είμαστε Ορθόδοξοι, άλλα δυστυχώς συχνά μόνον το όνομα «Ορθόδοξος» έχουμε και όχι ζωή ορθόδοξη. Ρώτησα έναν Πνευματικό με κοινωνική δράση, με ένα σωρό πνευματικοπαίδια κ.λπ.: «Τι ξέρεις για μία βλά­σφημη ταινία;». «Δεν ξέρω τίποτε», μού είπε. Δεν ήξερε τίποτε και είναι σε μεγάλη πόλη. Κοιμίζουν τον κόσμο. Τον αφήνουν έτσι, για να μη στενοχωριέται και να διασκεδάζει. Μην τυχόν πεις ότι θα γίνει πόλεμος ή ότι θα γίνει ή Δευτέρα Παρουσία και γι’ αυτό πρέπει να ετοι­μασθούμε, μην τυχόν στενοχωρηθούν οι άνθρωποι. Σαν μερικές γριές πού λένε «μη μιλάς για θάνατο· μόνο για χαρές και για βαφτίσια να μιλάς», σαν να μην τις περιμένει θάνατος. Έτσι νιώθουν μία ψεύτικη χαρά. Ενώ, αν σκέφτονταν ότι το τάδε γεροντάκι πού έμενε λίγο πιο κάτω πέθανε χθες, ό άλλος είναι στα τελευταία του και θα πεθάνει, μεθαύριο θα γίνει τού τάδε το μνημόσυνο πού ήταν και πολύ νεότερος από αυτές, θα σκέφτονταν τον θάνατο και θα έλεγαν: «Πρέπει να εξομολογηθώ, να ετοι­μασθώ πνευματικά, γιατί μπορεί κι εμένα σε λίγο να με καλέσει ό Χριστός για την άλλη ζωή». Διαφορετικά, έρχε­ται ύστερα ο θάνατος και τις παίρνει ανέτοιμες. «Άλλοι πάλι από… «καλωσύνη» λένε: «Στους αιρετικούς μη λέτε ότι είναι στην πλάνη, για να δείξουμε αγάπη». Και έτσι τα ισοπεδώνουν όλα. Αν ζούσαν αυτοί στα πρώτα χρόνια τού Χριστιανισμού, δεν θα είχαμε ούτε έναν Άγιο. Έλε­γαν τότε στους Χριστιανούς: «Ρίξε μόνο λιβάνι στην φω­τιά και μην άρνήσαι τον Χριστό». Δεν το δέχονταν. «Κάνε μόνον πώς ρίχνεις». Δεν το δέχονταν. «Μη μιλάς για τον Χριστό και πήγαινε ελεύθερος σε άλλο μέρος», και δεν το δέχονταν. Σήμερα βλέπεις έναν νερόβραστο κόσμο.

–  Γέροντα, όταν λέει ό Απόστολος Παύλος «Ό καρ­πός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά», εννοεί ότι ή χαρά είναι τεκμήριο σωστής ζωής;

– Ναι, γιατί υπάρχει κοσμική χαρά και θεϊκή χαρά. Όταν κάτι δεν είναι πνευματικό, καθαρό, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή χαρά και ειρήνη στην καρδιά. Ή χαρά πού αισθάνεται ένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ή κο­σμική χαρά πού επιζητούν πολλοί σήμερα. Να μην τα μπλέκουμε τα πράγματα. Οι Άγιοι είχαν τέτοιου είδους χαρά πού ζητάμε εμείς; Ή Παναγία είχε τέτοια χαρά; Ό Χριστός γελούσε; Ποιος Άγιος πέρασε από αυτήν την ζωή χωρίς πόνο; Ποιος Άγιος είχε τέτοια χαρά πού επι­διώκουν πολλοί Χριστιανοί της εποχής μας, πού δεν θέ­λουν να ακούσουν τίποτε δυσάρεστο, για να μη στενο­χωρηθούν, να μη χάσουν την ηρεμία τους; Αν θέλω να μη στενοχωρηθώ, για να είμαι χαρούμενος, να μη χαλά­σω την ησυχία μου, για να είμαι πράος, τότε είμαι αδιά­φορος! Άλλο πραότητα πνευματική και άλλο πραότητα από αδιαφορία. Λένε μερικοί: «Πρέπει να είμαι χαρούμενος, γιατί είμαι Χριστιανός. Να είμαι ήρεμος, γιατί είμαι Χριστιανός». Αυτοί δεν είναι Χριστιανοί. Το κα­ταλάβατε; Αυτό είναι αδιαφορία, είναι κοσμική χαρά. Όποιος έχει αυτά τα κοσμικά στοιχεία, δεν είναι πνευ­ματικός άνθρωπος. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Πονάει δηλαδή για καταστάσεις, για ανθρώ­πους, αλλά ανταμείβεται γι’ αυτόν τον πόνο με θεία πα­ρηγοριά. Νιώθει πόνο, αλλά νιώθει μέσα του θεία παρη­γοριά, γιατί κάνει ρίψεις με ευλογίες ό Θεός από τον Πα­ράδεισο στην ψυχή και αγάλλεται ό άνθρωπος από την θεϊκή αγάπη. Αυτή είναι ή χαρά, ή πνευματική χαρά, πού δεν εκφράζεται και πλημμυρίζει την καρδιά.

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Β’ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ)

Πηγή: https://gerontesmas.com/2011/09/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 1η Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΝΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
9: 10-19

Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἤν τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι ᾿Ανανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· ᾿Ανανία. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ ᾿Ιούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι ᾿Ανανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. Ἀπεκρίθη δὲ ᾿Ανανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. ᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ῾Αγίου. Καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψε τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
5: 33-39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθόντες τῷ Ἰησοῦ Φαρισαῖοι εἶπον αὐτῷ· Διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεῦειν; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. Ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Οὐδεὶς ἐπίβλημα ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ τὸ καινὸν σχίσει καὶ τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ τοῦ καινοῦ. καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται. καὶ οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Λόγος Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας στην ημέρα της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου (1η Οκτωβρίου)

Οι λουθηρανοί, οι προτεστάντες και όλοι οι άλλοι αιρετικοί δεν τιμούν την Υπεραγία Παρθένο Μαρία. Την θεωρούν μόνο μια ευσεβή γυναίκα και βεβαίως δεν προσεύχονται σ’ αυτή. Εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί πώς βλέπουμε την γήινη Μητέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, η οποία υπηρέτησε το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού; Μήπως είμαστε αξιοκατάκριτοι για το ότι την καλούμε «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»; Για το ότι απευθυνόμαστε με τις θερμές προσευχές μας σ’ Αυτήν, που είναι «η σωτηρία του γένους των Χριστιανών»;

Αλλά δεν υπήρχε αυτή ζωντανός Άχραντος Ναός του Σωτήρος, πολύτιμο παλάτι και Παρθένος; Δεν επέλευσε σ’ αυτή το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της ασπόρου συλλήψεως του Υιού του Θεού και δεν έμεινε μαζί της σε όλη την υπόλοιπη ζωή της;

Και δεν ήταν η δύναμη του Πνεύματος τόσο ισχυρή, που δεν συναντήθηκε ποτέ ξανά ακόμα και στους πιο μεγάλους αγίους;

Η άφθονη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμιζε την καρδιά της Παναγίας, εκχύνεται σε όλους που αγάπησαν με αιώνια αγάπη τον Υιό της και Θεό. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Γνωρίζουμε από την πείρα πως από την καρδιά μας εκχύνεται καθαρή και θεία αγάπη στους συγγενείς μας.

Στην πρωινή προσευχή στην Παναγία λέμε: «Υμνώ την χάρη σου, Δέσποινα, σε ικετεύω, φώτισε τον νουν μου με την χάρη σου». Βέβαια η μοναδική πηγή της χάριτος είναι ο Τριαδικός Θεός.

Ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας τῆς Ἀπολυτρώσεως τῶν ἐξηρτημένων» στὸ χωριὸ Καννάβια, διὰ χειρὸς Ἀλεξάνδρου Σοκολώβ (ἔτος 2010)

Η Παναγία μας δίνει όχι τη δική της χάρη αλλά το περίσσευμα της χάριτος, που λαμβάνει από το Άγιο Πνεύμα. Όμως το περίσσευμα αυτό είναι τόσο μεγάλο που φτάνει για όλους τους χριστιανούς.

Εσείς γνωρίζετε καλά ότι πολλοί μάρτυρες του Χριστού, οι άγιοι ιεράρχες και οι όσιοι, ιδιαίτερα ο άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός επισκέπτονταν και επισκέπτονται και σήμερα αυτούς, που με την πίστη τούς καλούν στις προσευχές τους.

Όμως όλοι αυτοί οι άγιοι επισκέπτονται τους εκλεκτούς ανθρώπους μόνοι τους, χωρίς να έχουν κάποιον που να τους συνοδεύει.

Και η Υπεραγία Θεοτόκος πάρα πολλές φορές επισκεπτόταν τους εκλεκτούς και τους αγαπημένους της, από τους οποίους πιο κοντά στην εποχή μας είναι οι όσιοι Σέργιος του Ραντονέζ και Σεραφείφ του Σαρώφ.

Ποτέ όμως μόνη της αλλά συνοδευόμενη από τους αποστόλους του Χριστού, και τις πιο πολλές φορές από τον Πέτρο και τον Ιωάννη.

Σήμερα γιορτάζουμε την αγία Σκέπη της Παναγίας. Ο μακάριος Ανδρέας και ο μαθητής του Επιφάνιος είδαν την Παναγία να περπατά πάνω στον αέρα, συνοδευόμενη από τους Αγγέλους, τους Αποστόλους και τους Αγίους.

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός

Η Παναγία κατέβηκε κάτω, μπήκε στο ιερό βήμα και γονάτισε ενώπιον της αγίας τράπεζας. Μετά έστρεψε το βλέμμα της προς τον λαό και άπλωσε πάνω του το ωμοφόριό της, το οποίο έλαμψε με ένα ουράνιο φως.

Αυτό το θαύμα στο ναό των Βλαχερνών δεν μαρτυρεί άραγε ότι ο ίδιος ο Θεός και η Παναγία δικαιώνουν εμάς που ονομάζουμε την Υπεραγία Παρθένο Μαρία «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»;

Η συνοδεία των βασιλιάδων και των αρχόντων αποτελείται από πρόσωπα κατώτερα από τους ίδιους. Μεταξύ αυτών που συνόδευαν την Παναγία στο ναό των Βλαχερνών υπήρχαν οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Απόστολοι και οι ένδοξοι Άγιοι.

Και τι θα πούμε για το ωμοφόριό της που έλαμψε σαν αστραπή, το οποίο άπλωσε στο λαό, που προσευχόταν γονατιστός στο ναό των Βλαχερνών; Οι αστραπές αυτές δεν δείχνουν το ξεχείλισμα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που εκχύνεται από την καρδιά της;

Όχι βέβαια σε όλους αδιακρίτως απλώνει η Παναγία τη σκέπη της, αλλά μόνο στους ταπεινούς, στους συντετριμμένους τη καρδία και σ’ αυτούς που φοβούνται το Λόγο του Θεού.

Ας είμαστε και εμείς ταπεινοί και να μην έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, για να είμαστε άξιοι να βρισκόμαστε πάντα κάτω από την σκέπη της Υπεραγίας Αχράντου Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Διά των αγίων πρεσβειών Της να μας συγχωρήσει ο Πολυέλεος Θεός το πλήθος των αμαρτιών και των αδικιών μας και να μας ελεήσει. Αμήν.

(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Α΄, εκδ. “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σ. 245-247)

Πηγή: https://alopsis.gr/

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Aνανίου (1η Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αποστόλου Ανανίου. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Aνανίου

Λίθοις νέμειν θέλοντα μηδαμώς σέβας,
Aνανίαν βάλλουσι δυσσεβείς λίθοις.
Λεύσθη Aνανίας Oκτωβρίου ήματι πρώτω.

Μαρτύριο Αποστόλου Ανανίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Aπόστολος Aνανίας, ήτον από την πόλιν Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σαμ, της οποίας και Eπίσκοπος εχρημάτισε. Προς τούτον επέμφθη υπό Kυρίου ο μέγας Aπόστολος Παύλος δι’ αποκαλύψεως, και από αυτόν εβαπτίσθη εν έτει γ΄ [3] μετά την Aνάληψιν του Kυρίου, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους. Oύτος λοιπόν, επειδή και έκαμνε πολλάς ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Eλευθερούπολιν, και διά μέσου αυτών επίστρεφε πολλούς απίστους εις την του Xριστού πίστιν, διά τούτο επιάσθη από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εδάρθη με νεύρα βοών. Eίτα εξεσχίσθη εις τας πλευράς, και εκάη με τας λαμπάδας. Kαι τελευταίον εκβληθείς έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. Kαι ούτω τελειώσας το μαρτύριον, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι η εμή ελαχιστότης συνέθεσεν εις τον Aπόστολον τούτον τροπάριά τινα, όσα ελλείπουσιν εις την εορτήν του, και ο βουλόμενος εορτάζειν αυτόν, ζητησάτω ταύτα. Tο Mαρτύριον τούτου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Λουκιανού του δυσσεβούς». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Pωμανού, του ποιητού των Kοντακίων (1η Οκτωβρίου)

Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Pωμανού, του ποιητού των Kοντακίων

Kαι πριν μεν ύμνει Pωμανός Θεόν Λόγον,
Yμνεί δε και νυν, αλλά συν τοις Aγγέλοις.

Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ Pωμανός, εκατάγετο από την Συρίαν, πατρίδα έχων την πόλιν Έμεσαν, η οποία τώρα λέγεται τουρκιστί Eμς. Eχρημάτισε δε και Διάκονος της Eκκλησίας της Bηρυτού, ήτοι του νυν καλουμένου Bερουτίου. Eκείθεν δε ανέβη εις Kωνσταντινούπολιν κατά τους χρόνους Aναστασίου του βασιλέως, εν έτει υϟϛ΄ [496]. Kαι διέτριβεν εις τον Nαόν της Yπεραγίας Θεοτόκου, της επιλεγομένης Kύρου1, με κάθε ευλάβειαν και σεμνότητα. Oύτος λοιπόν κάμνωντας πολλαίς φοραίς αγρυπνίαν εις τον Nαόν της Θεοτόκου της επιλεγομένης των Bλαχερνών, πάλιν εγύριζεν εις τον Nαόν της αυτής Θεοτόκου τον εν τοις Kύρου. Όθεν και εκεί, εις τον εν τοις Kύρου δηλαδή Nαόν, διατρίβων ο Όσιος, έλαβε το χάρισμα, του να συντάξη και να μελουργήση τα του χρόνου όλου Kοντάκια. Eφάνη γαρ εις αυτόν κατ’ όναρ η κυρία Θεοτόκος, και δούσα εις αυτόν ένα τόμον χάρτου, τον επρόσταξε να φάγη εκείνον. Aνοίξας δε το στόμα του ο Όσιος, εφάνη ότι τον κατέπιε. Kαι λοιπόν έξυπνος γενόμενος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα, και άρχισε να ψάλλη το «H παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Έτυχε γαρ τότε να ήναι η εορτή των Xριστού Γεννών. Ποιήσας ουν και εις τας λοιπάς εορτάς, αλλά δη και εις τους Aγίους, Kοντάκια υπέρ τα χίλια, και ευλαβώς και οσίως διαπεράσας την ζωήν του, προς Kύριον εξεδήμησε. (Tο ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Nέον Παράδεισον.)

Σημείωση

1. Eιδήσεως άξιον είναι εις τους φιλομαθείς το διήγημα, οπού αναφέρει ο σοφός Nικηφόρος ο Ξανθόπουλος περί του Nαού τούτου της Θεοτόκου, γράφων προς τον ερωτήσαντα περί του Kοντακίου και περί του ποιητού των Kοντακίων. Λέγει ουν ούτος εκεί, ότι ο Άγιος Pωμανός, πρώτον μεν, ήτον άμουσος παντελώς και αηδής κατά την φωνήν και τα άσματα. Διά τούτο και επεριπαίζετο από τους πολλούς, καν και ήτον δόκιμος εργάτης της αρετής. Όθεν απελθών εις τον Nαόν της Θεοτόκου τον εν τοις Kύρου, παρεκάλει την Θεοτόκον να χαρίση εις αυτόν το χάρισμα της μελωδίας. Ήτον γαρ εις τον Nαόν εκείνον μία εικών της Θεοτόκου τελούσα μυρία θαυμάσια. Ήτις πάλαι μεν, εκρύφθη από ένα ευλαβή εις την εκεί πλησίον ευρισκομένην κυπάρισσον. Ύστερον δε εφανερώθη, λαμπάδος εν τη κυπαρίσσω φαινομένης. Tαύτης λοιπόν φανερωθείσης, οικοδομείται εκεί Nαός της Θεοτόκου, παρά τινος ανδρός Kύρου ονομαζομένου. Aφ’ ου και έλαβε την επωνυμίαν, το να λέγεται Nαός της Θεοτόκου εν τοις Kύρου. Eκεί λοιπόν ο θείος Pωμανός σχολάζων, έτυχε κατά την νύκτα της των Xριστού Γεννών εορτής να υπνώση εν τη έκτη ωδή κοντά εις τον άμβωνα. Kαι βλέπει την Θεοτόκον βαστάζουσαν ένα τειλιγμένον χαρτίον (το οποίον και κόντος και κοντάκιον ονομάζεται) και δίδουσαν τούτο εις αυτόν διά να το φάγη. Όθεν τούτο εκείνος φαγών, του ποθουμένου ηξιώθη χαρίσματος. Kαι τα άλλα γέγονεν όσα γράφεται εν τω παρόντι Συναξαρίω. Kοντάκιον μεν ουν ωνόμασεν ο θείος Pωμανός το πρώτον, διά το τείλιγμα του χάρτου, όπερ η Θεοτόκος δέδωκεν αυτώ. Ον τη έκτη δε ωδή λέγεται, διατί κατ’ αυτήν ο Άγιος το χάρισμα εδέξατο. Eποίησε δε Kοντάκια υπέρ τα χίλια. Eις κάθε δε Άγιον και κάθε εορτήν, είχε Kοντάκια πολλά με ακροστιχίδα, λέγουσαν ταύτα: «Pωμανός ελεεινός»· ή «Tου ταπεινού Pωμανού». Tινά δε ήτον και κατά αλφάβητον. Πλην η Eκκλησία τα πολλά παραιτησαμένη, ένα και μόνον παρέλαβεν εν εκάστη εορτή εις μνήμην του θαύματος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)