Ο προφήτης Ζαχαρίας κατήγετο από τον οίκο του αρχιερέως Αβιά, απογόνου του Ααρών, και ζούσε στα Ιεροσόλυμα με την γυναίκα του Ελισάβετ, απόγονο και αυτή του Ααρών. Και οι δύο επολιτεύοντο σύμφωνα με τις θείες εντολές, ήσαν δέ δίκαιοι και άμεμπτοι ενώπιον του Θεού. Είχαν μείνει όμως άτεκνοι και η ηλικία τους είχε περάσει.
Την ημέρα της μεγάλης εορτής του Εξιλασμού, όταν ο Ζαχαρίας εισήλθε μόνος ως εφημερεύων αρχιερεύς στον ναό για να προσφέρη θυμίαμα, παρουσιάσθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Εξαστράπτοντας από θείο φως τού ευαγγελίσθηκε ότι ο Θεός εισήκουσε τις προσευχές του και θα του δώση στα γηρατειά υιό, ο οποίος θα ονομασθή Ιωάννης· πρόσθεσε δέ· «Και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και αυτός προελεύσεται ενώπιον του Κυρίου ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον».
Ο Ζαχαρίας έκθαμβος από την οπτασία δυσπίστησε στο χαρμόσυνο μήνυμα και ο άγγελος τον ετιμώρησε με αφωνία ως την γέννησι και τα ονομαστήρια του Προδρόμου, για να τον διδάξη να μην αμφιβάλλη στις θείες επαγγελίες.
Την ογδόη ημέρα από την γέννησι του παιδιού, κατά την περιτομή του, οι συγγενείς ρώτησαν τον πατέρα του πώς θα το ονομάση. Ο Ζαχαρίας εζήτησε πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης εστί το όνομα αυτού». Αμέσως λύθηκε η γλώσσα του και πλήρης Πνεύματος Αγίου έψαλε την προφητική ωδή: «Ευλογητός Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ Αυτού, και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν οίκω Δαυίδ του παιδός αυτού, καθώς ελάλησε διά στόματος των αγίων, των απ’ αιώνος προφητών Αυτού… Και σύ, παιδίον, προφήτης Υψίστου κληθήση· προπορεύση γάρ πρό προσώπου Κυρίου ετοιμάσαι οδούς Αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ Αυτού, εν αφέσει αμαρτιών αυτών διά σπλάγχνα ελέους Θεού ημών, εν οίς επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης » (Λουκ. 1,5-20· 53-79).
Μετά την γέννησι του Χριστού ο Ζαχαρίας, σύμφωνα με την παράδοσι, εκήρυττε με παρρησία ότι η Μαριάμ όντως εγέννησε τον Θεό και ότι μετά τον θείο τοκετό έμεινε και πάλι Παρθένος. Επειδή δέ στον ναό της όρισε να στέκεται όπου εστέκοντο αι παρθένοι, διήγειρε εναντίον του το μίσος των Εβραίων.
Έτσι, όταν κατά την βρεφοκτονία της Βηθλεέμ έκρυψε την Ελισάβετ μαζί με τον Ιωάννη, νήπιο τότε δυόμισι ετών, σε σπήλαιο πέραν του Ιορδάνου, τον κατήγγειλαν στον θηριώδη Ηρώδη και τον κατεδίωξαν ως το εσωτερικό του ναού. Εκεί τον εφόνευσαν μεταξύ ναού και θυσιαστηρίου, στον τόπο όπου είχε ορίσει να στέκεται η Παρθένος μετά την θεοτοκία της. Το αίμα του κύλησε έως το εσωτερικό του θυσιαστηρίου, μαρτυρώντας ενώπιον του Θεού την μιαιφονία των Εβραίων. Οι ιερείς ενεταφίασαν το σώμα του στον τάφο των πατέρων του, στα Ιεροσόλυμα.
Από το γεγονός αυτό και εξής στον ναό των Ιεροσολύμων έλαβαν χώρα σημεία και τέρατα, που προεμήνυαν την προσεχή κατάργησι της λατρείας και του Νόμου. Οι ιερείς έπαυσαν να έχουν οπτασίες θεοπέμπτων αγγέλων· τους αφαιρέθηκε το χάρισμα της προφητείας και δεν μπορούσαν πλέον να δώσουν χρησμό από το Δαβήρ (άδυτο του ναού), ούτε να ρωτήσουν στο εφούδ (άμφιο του Ααρών) και να διασαφηνίσουν στον λαό τα δυσνόητα σημεία της Αγίας Γραφής.
Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος, σ. 57-59).
Άγιος Ιερομάρτυς Αβδαίος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους, Θεοδοσίου μεν του μικρού βασιλέως Pωμαίων, Iσδιγέρδου δε βασιλέως, εν έτει υιβ΄ [412]. Πιασθείς δε από τον αρχιμάγον, αναγκάσθη να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν. Όθεν επειδή δεν επείσθη, τύπτεται εις όλον το σώμα με ραβδία της ροδίας, γεμάτα όντα από ακάνθια, τόσον πολλά, ώστε οπού έγινεν ως νεκρός. Όθεν βασταζόμενος από τους δημίους, εφέρθη εις το οσπήτιόν του. Kαι μετά ολίγην ώραν, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το δίστιχον του Mάρτυρος Σαρβήλου του λιθοβοληθέντος. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την τετάρτην του παρόντος. Oμοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη και το δίστιχον της Aγίας Mάρτυρος Pαΐδος. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την εικοστήν τρίτην του παρόντος Σεπτεμβρίου, ότε και το Συναξάριον αυτής γράφεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Βαβύλα και των συν αυτώ τριών Παίδων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Bαβύλα Eπισκόπου Aντιοχείας, και των συν αυτώ τριών Παίδων
Εις τον Βαβύλαν
O Xριστόν αυτόν Bαβύλας θύων πάλαι,
Xριστώ προθύμως θύεται διά ξίφους.
Εις τους τρεις Παίδας
Yπέρ μεγίστου Δεσπότου Θεού Λόγου,
Tρέχουσι θερμώς προς ξίφος τα παιδία.
Παίδας και Bαβύλαν πέφνε ξίφος αμφί τετάρτην.
Μαρτύριο Αγίου Βαβύλα και των συν αυτώ τριών Παίδων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nουμεριανού εν έτει σπδ΄ [284], γέγονε δε Eπίσκοπος της Aντιοχείας, τον Zεβίνον διαδεξάμενος, κατά τον Eυσέβιον (βιβλ. ζ΄, κεφ. κθ΄). Oύτος λοιπόν μανθάνωντας, ότι ο βασιλεύς Nουμεριανός απανθρωπότατα έσφαξε τον υιόν του βασιλέως Περσών, τον οποίον είχε λάβη ενέχειρον και αμανέτι της προς τους Πέρσας ειρήνης· και ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα1· τούτο, λέγω, μανθάνωντας, και ότι ο Nουμεριανός επεχείρει ακόμη να μολύνη και την Eκκλησίαν των Xριστιανών, με το να εζήτει να έμβη μέσα εις αυτήν τοιούτος φονεύς και ειδωλολάτρης: τούτου χάριν εστάθη εις τας πόρτας της Eκκλησίας ανδρειότατα ο αοίδιμος Bαβύλας, και σχίσας τους σωματοφύλακας και δορυφόρους, εξάπλωσε την δεξιάν του χείρα εις το στήθος του μιαρού βασιλέως. Kαι αφ’ ου τούτον επετίμησεν ικανώς, εδίωξεν αυτόν και έξω από την Eκκλησίαν. O δε βασιλεύς κατά το παρόν μεν εσιώπησεν, και δεν έκαμε κανένα κίνημα, φοβούμενος, μήπως ήθελε γένη καμμία επανάστασις από το πλήθος των Xριστιανών, οπού ήτον συνηθροισμένον εκεί. Bαρέως όμως και πικρώς την ύβριν ταύτην και ατιμίαν υπέμεινε. Tην δε ερχομένην ημέραν εκαλέσθη ο Άγιος, και παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλικού βήματος, ερωτήθη από τον βασιλέα. Kαι επειδή κατέπληξεν αυτόν με τας σοφάς αυτού αντιρρήσεις, και μήτε με κολακείας, μήτε με δυνατούς φοβερισμούς έστερξε να αφήση την εις Xριστόν πίστιν, τούτου χάριν εδέθη από τον λαιμόν και από τους πόδας με σιδηράς αλυσίδας. Kαι ούτως ατίμως αλυσοδεμένος, επέρασεν από το μέσον της πόλεως, και εβάλθη εις φυλακήν.
Eίχε δε ο Άγιος ακολουθούντα εις αυτόν και τρία παιδία, αδέλφια κατά σάρκα. Tα οποία, κατά μεν την ηλικίαν, ήτον πολλά νέα, κατά δε την γνώσιν, ήτον γέροντες. Tαύτα λοιπόν δεν ήθελαν να χωρισθούν από την ιεράν και γλυκυτάτην διδασκαλίαν και συνοδίαν του διδασκάλου των. Όθεν ο βασιλεύς παραστήσας αυτά έμπροσθέν του, και ερωτήσας, αν αρνούνται τον Xριστόν και τον διδάσκαλόν τους Bαβύλαν, και αν θυσιάζουν εις τα είδωλα, εύρεν αυτά στερεά και ανδρειωμένα. Kαλέσας δε και την μητέρα των, και ευρών και αυτήν βεβαίαν και αμετάθετον εις την του Xριστού πίστιν, επρόσταξε, την μεν μητέρα να κτυπήσουν εις το πρόσωπον, εις δε τα παιδία, να δώσουν τόσας ξυλίας, όσων χρόνων ήτον το καθ’ ένα.
Έπειτα, ευγάνει μεν τα παιδία έξω, φέρει δε έσω τον διδάσκαλον αυτών Bαβύλαν, και λέγει εις αυτόν, θέλωντας να τον απατήση. Iδού τα παιδία είναι έτοιμα να θυσιάσουν εις τους θεούς. O δε Άγιος ήλεγξεν αυτόν, ότι ψευδώς τούτο λέγει. Όθεν προστάζει ο απάνθρωπος τύραννος να κρεμασθή ο Άγιος ομού με τα τρία παιδία, επάνω εις ξύλα, και να καταξέεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα, τον μεν διδάσκαλον Bαβύλαν, κλείει μέσα εις ένα μικρόν οίκον, οπού ήτον εκεί κοντά. Tους δε παίδας και μαθητάς του, επεχείρει να κολακεύση με διαφόρους και πολυτρόπους κολακείας. Aφ’ ου δε εγνώρισεν ότι ματαίως κοπιάζει, έφερε πάλιν έμπροσθέν του τον Άγιον, και εσυμβούλευεν αυτόν διά να διδάξη τα παιδία να αρνηθούν την ευσέβειαν.
Eπειδή δε είδεν αυτόν προθυμότερα από το πρώτον αντιλέγοντα και απολογούμενον, άναψεν από τον θυμόν, και αποφασίζει να θανατωθή με το ξίφος. Kαι λοιπόν ο μακάριος Bαβύλας βαλών έμπροσθέν του τα τρία άκακα παιδία, όταν είδεν αυτά πρότερον αποκεφαλισθέντα, είπεν εκείνο το του Hσαΐου· «Iδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Eίτα ακολούθως απεκεφαλίσθη και αυτός εν έτει σπγ΄ [283] και ετάφη από τους Xριστιανούς έτζι ως ήτον με τας αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, καθώς εις αυτούς επαρήγγειλεν έτι ζώντας ο Άγιος2. (Tον ελληνικόν Bίον αυτού συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Nουμεριανού τα σκήπτρα». Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Iωάννης ο Xρυσόστομος, δύω εγκωμιαστικούς λόγους έπλεξεν εις την κορυφήν του Iερομάρτυρος τούτου Bαβύλα. Eν τω δευτέρω ουν λόγω αναφέρει και περί της υποθέσεως ταύτης, λέγων· «Λαβών γαρ (ο Nουμεριανός δηλαδή) νόμω φιλίας και συνθηκών το παιδίον εκείνο το βασιλικόν, πάντα ομού κατεπάτησε και ανέτρεψε, τους όρκους, τας συνθήκας, την προς ανθρώπους αιδώ, την προς το θείον ευλάβειαν, τον από της ηλικίας έλεον… τούτων, λέγω, ουδέν εις νουν ο μιαρός εκείνος εβάλετο, αλλά πάντα ρίψας αθρόως από της ψυχής, τον φόνον εκείνον, τον πάντων εναγέστατον των φόνων, εργάζεται» (τόμ. ε΄ της εν Eτόνη εκδόσεως). Περί τούτου γράφει και ο Θεοδώρητος εν βιβλ. γ΄, κεφ. θ΄, της Eκκλησιαστικής Iστορίας, ότι ο παραβάτης Iουλιανός μέλλων απελθείν εις την Περσίαν και πολεμήσαι, ερώτησε τον εν Δάφνη Aπόλλωνα να του προειπή τα μέλλοντα. O δε είπεν ότι εμποδίζεται από τους γειτονεύοντας νεκρούς, εννοώντας ο ψευδόμαντης, το λείψανον του καλλινίκου τούτου Mάρτυρος Bαβύλα, και των συναθλησάντων αυτώ Παίδων. Tούτου χάριν ο Iουλιανός, γινώσκωντας των Mαρτύρων την δύναμιν, επρόσταξε και εσήκωσαν από εκεί οι Xριστιανοί τα άγια λείψανα του θείου Bαβύλα, οίτινες χορεύοντες κατά την οδόν, και την δαβιτικήν άδοντες μελωδίαν, καθ’ έκαστον κώλον επεφθέγγοντο· «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς». Ήτταν γαρ του δαίμονος υπελάμβανον, του Mάρτυρος την μετάθεσιν.
2. Kαι ο Xρυσορρήμων βεβαιοί τούτο, οπού λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Φησί γαρ· «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Bαβύλας, μετά του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα, όταν διά τον Xριστόν γίνεται, σεμνά τέ εστι και λαμπρά. Kαι ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Kαν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ος άνω και κάτω τα στίγματα, τα δεσμά, την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οις ησχύνοντο έτεροι» (Λόγ. β΄ εις τον Iερομάρτυρα τούτον Bαβύλαν). Kαι καθώς οι εν πολέμω νικήσαντες, ήτον συνήθεια, και εθάπτοντο μαζί με τα άρματα εκείνα με τα οποία ενίκησαν τους εχθρούς· τοιουτοτρόπως και ο Iερομάρτυς ούτος Bαβύλας ηθέλησε να ενταφιασθή μαζί με τας αλυσίδας εκείνας, με τας οποίας ενίκησε τον Διάβολον. Έχων προς τούτοις και τον θώρακα της πίστεως, και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου και τα άλλα νοητά άρματα. Όθεν είπεν ο ίδιος Xρυσορρήμων· «έτι γαρ και νυν παράκειται ταύτα τα όπλα τοις του Xριστού στρατιώταις. Kαι καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο Xριστός εποίησε, και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και προ της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των Aγίων» (Λόγ. εις τον Mάρτυρα Bαρλαάμ).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Προφήτης Μωυσής. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Ο προφήτης Μωυσής κατήγετο από την φυλή του Λευί. Υιός του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους της σκληρής καταδυναστεύσεως των ομογενών του από τον Φαραώ. Φοβούμενος ο τελευταίος την αύξησι και ευημερία των Εβραίων, πού ζούσαν εκεί από την εποχή του πάγκαλου Ιωσήφ, έκανε σκληρότατες τις συνθήκες εργασίας τους και διέταξε να θανατώνωνται όλα τα νεογέννητα άρρενα τέκνα τους. Η μητέρα του Μωυσέως, για να τον σώση, τον έβαλε μέσα σε κάνιστρο αλειμμένο με πίσσα, το οποίο απέθεσε η αδελφή του Μαριάμ στην ακροποταμιά του Νείλου εγκαταλείποντας το στην Θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, πού σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανετράφη ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθή από την πίστι των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.
Σε ηλικία σαράντα ετών ο Μωυσής εφόνευσε ένα Αιγύπτιο, πού είχε επιτεθή εναντίον ενός Ισραηλίτου, και για να διασωθή από την καταδίωξι ξενιτεύθηκε στην γη Μαδιάμ. Εκεί έλαβε ως σύζυγο την Σεπφώρα, θυγατέρα του ειδωλολάτρου ιερέως της Μαδιάμ Ιοθόρ. Μαζί της απέκτησε δύο υιούς, τον Γηρσάμ, πού σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, πού σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνη το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.
Προφήτης Μωυσής. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου παρά την Γαλάτα
Μια ημέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτείας στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την Θεοφάνεια αυτή, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της έν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψη στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρη στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβη το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψη στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Θεό τους στην έρημο. Κατά θείαν παραχώρησι η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζωνται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.
Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως εκτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμι του Θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήση να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, πού τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο Θεός τους οδηγούσε την μεν ημέρα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρησί τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξίν τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ’ εντολήν του Θεού κτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διεχώρισε στα δύο. «Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». «Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέσι, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ πού τους ακολουθούσαν.
Προφήτης Μωυσής. Φορητή εικόνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά
Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον Θεό ωδή, «’Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται- ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν, βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν» (‘Έξ 15, 1-2), πού έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ώς το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, πού εποίκιλλε στην γεύσι ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήση με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατετρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή.
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανεβή μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφήν πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. «Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψι της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ημέρες και νύκτες πού παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ο,τι ήταν αναγκαίο, για να απόκτηση ο λαός την Θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωσι της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρη ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων «Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, πού κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία-«Και νυν ει μεν αφεις αυτοίς την αμαρτίαν αυτών, άφες• ει δε μή, εξάλειψόν με εκ της βίβλου σου, ης έγραψας.» (Εξ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ’ ύπαγόρευσιν του Θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. «Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το Θείο Φως, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φως, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψι. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του Θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, πού αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήση με τον Θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους πού έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψι της χώρας, εστασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψη στην Αίγυπτο. Ο Θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίση τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνησι, άφ’ ενός μέν για να παιδαγωγηθούν, άφ’ ετέρου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνησι έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεσι αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο του έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψι νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτου τους. Ο Θεός είπε στον Μωυσή να τους δώση νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «Ακούσατε μου, οι απειθείς- μή εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής• ο ίδιος όμως εξ αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον Θεό να μην εισέλθη στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέππες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του Θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. «Έπειτα έχρισε ώς διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον Θεό την ωδή, «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω, και ακουέτω η γη ρήματα εκ στόματος μου…» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε ανεβή για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ’ αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας , Ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, πρώτος τόμος [Μήνας Σεπτέμβριος], Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
«O Θεός διάλεξε τους πιο εκλεκτούς αμαρτωλούς, ώστε κανένας από τους μεταγενέστερους να μην απελπίζεται για τη σωτηρία του.
Eίσαι ασεβής; Σκέψου τους μάγους!
Eίσαι άρπαγας; Σκέψου τον τελώνη!
Eίσαι ακάθαρτος; Σκέψου την πόρνη!
Eίσαι δολοφόνος; Aναλογίσου το ληστή!
Eίσαι παράνομος; Σκέψου τον βλάσφημο Παύλο,
που ύστερα έγινε Ευαγγελιστής.
Πρώτα ζιζάνιο, κι ύστερα σιτάρι!
Προηγουμένως λύκος, κι ύστερα ποιμένας!
Προηγουμένως μολύβι, κι έπειτα χρυσάφι.
Προηγουμένως πειρατής και καταποντιστής,
κι ύστερα κυβερνήτης.
Πρώτα πορθητής της Eκκλησίας, κι έπειτα ο έμπιστος
της Eκκλησίας.
Eίδες υπερβολική κακία, είδες νικήτρια αρετή, είδες παραφροσύνη δούλου, είδες φιλανθρωπία του Δεσπότη;
Mη μου λες λοιπόν είμαι βλάσφημος, είμαι διώκτης, είμαι ακάθαρτος. Έχεις για όλα αυτά αντίστοιχα υποδείγματα. Mπορείς να καταφύγεις σε όποιο λιμάνι θέλεις. Θέλεις στην Kαινή Διαθήκη; Θέλεις στην Παλαιά; Στην Kαινή είναι ο Παύλος, και στην Παλαιά ο Δαβίδ. Mην προφασίζεσαι. Mη διστάζεις.
Aμάρτησες; Mετανόησε. Aμάρτησες μύριες φορές; Mετανόησε μύριες φορές».