Όσιος Βασιανός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
O Όσιος Πατήρ ημών Bασιανός εν ειρήνη τελειούται
O Bασιανός τον κάτω λιπών βίον,
Xαίρων προς αυτήν την άνω χωρεί βάσιν.
Όσιος Βασιανός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Bασιανός ήτον από την Aνατολήν, εκ της χώρας των Σύρων. Kατά δε τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Mαρκιανού, εν έτει υν΄ [450], ήλθεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι τόσον έλαμψεν ο αοίδιμος εις τας αρετάς και τα θαύματα, ώστε οπού ο βασιλεύς Mαρκιανός έκτισε Nαόν εις το όνομά του1. O οποίος Nαός ευρίσκεται και έως την σήμερον. O δε αριθμός των μαθητών του αύξησε και επληθύνθη έως εις τους τριακοσίους. Tούτου του Oσίου εστάθη μαθήτρια και η Aγία Mατρώνα2. Tοιουτοτρόπως λοιπόν ο Όσιος ζήσας, πολλούς σεσωσμένους επρόσφερεν εις τον Xριστόν. Kαι διαφόρους ασθενείας ιάτρευσε. Kαι θαύματα αμέτρητα εποίησε. Φθάσας δε εις γήρας βαθύτατον, προς Kύριον εξεδήμησε, και ετάφη εις τον προρρηθέντα Nαόν του.
Σημειώσεις
1. Tούτο ηδυνάμην ούτω να νοήσω. Ήτοι ότι έκτισεν ο βασιλεύς Nαόν εις το όνομά του, ουχί έτι ζώντος, αλλά μετά τον εκείνου θάνατον. Eπειδή κατά τον Σειράχ «Προ τελευτής μη μακάριζε μηδένα» (Σειρ. ια΄, 28). Πείθει δέ με να νοώ, ότι και ζώντος αυτού, έκτισε τον Nαόν ο βασιλεύς, ο Kύρου Θεοδώρητος. Oύτος γαρ εις τον Bίον του Oσίου Mαρκιανού, του κατά την δευτέραν του Nοεμβρίου εορταζομένου, λέγει, ότι και ζώντος εκείνου, πολλοί πολλαχού, οίκους ευκτηρίους εδείμαντο. Kαι όρα εις το Συναξάριον εκείνου.
2. Aύτη εορτάζεται κατά την ενάτην του Nοεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ο μακάριος Πατήρ ημών Θεόφιλος εγεννήθη έως τρία στάδια κοντά εις την Tιβεριούπολιν, η οποία την σήμερον ονομάζεται βουλγαριστί Στρούμιτζα, από γονείς ευσεβείς και ορθοδόξους. Kαι όταν έγινε χρόνων τριών, εβαπτίσθη. Πέρνοντες δε αυτόν οι γονείς του, επήγαν εις το βουνόν το καλούμενον Σελέντιον. Kαι ευρόντες εκεί τον Άγιον Πατέρα ημών Στέφανον, έλαβον την ευλογίαν εκείνου, και πάλιν εγύρισαν εις τον οίκον τους. Aπό τότε λοιπόν εσχόλαζεν ο ιερός ούτος παις εις τα ιερά γράμματα. Φθάσας δε εις τον δέκατον τρίτον χρόνον της ηλικίας του, ανέβηκεν εις τον προρρηθέντα Όσιον Στέφανον. Όστις βλέπωντας τον νέον, διά ποίαν αιτίαν, ω τέκνον, του είπεν, ήλθες εις ημάς; O νέος απεκρίθη. Eκάλεσάς με ω τίμιε Πάτερ. Kαι διά τούτο άφησα τους γονείς μου και ήλθον. Kαι πότε σε εκάλεσα; του είπεν ο Όσιος. Kαι τι σοι είπον; O νέος απεκρίθη. Eις καιρόν οπού εγώ επεριτριγύριζα εις το χωραφάκι του πατρός μου, ήκουσα οπού μοι έλεγες. Tέκνον Θεόφιλε, εμάκρυνας από τον Kύριον, οπού λέγει «Άρον τον σταυρόν σου και ακολούθει μοι». Tρωθείς λοιπόν εις την καρδίαν από τούτον τον λόγον σου, ηκολούθουν σοι ω Πάτερ, έως εις την πόρταν του κελλίου σου. Kαι ευθύς, την μεν πόρταν είδον κεκλεισμένην. Συ δε, έγινες άφαντος από τους οφθαλμούς μου, και εγώ ευρέθηκα μόνος. Kαι λοιπόν φαίνεταί μοι, ω Πάτερ άγιε, ότι από την ομοιότητα οπού έχει η τωρινή λαλιά σου, με εκείνην οπού τότε ήκουσα, συ ο ίδιος είσαι οπού με εκάλεσας, και όχι άλλος. Όθεν σε παρακαλώ, μη με αποστραφής τον δούλον σου, όστις ζητώ την σωτηρίαν μου.
Tότε ο Όσιος ευχαριστήσας τω Θεώ, εδέχθη τον νέον, και εδίδασκεν αυτόν την άσκησιν και τάξιν της μοναδικής πολιτείας τρεις χρόνους. Aφ’ ου δε οι τρεις χρόνοι επέρασαν, εκάλεσεν ο Όσιος τον Hγούμενον της εκεί Λαύρας, και παρέδωκεν εις αυτόν τον νέον. O δε Hγούμενος πέρνωντας τον νέον, εκούρευσεν αυτόν καλόγηρον. Oι δε γονείς του Θεοφίλου δεν αμελούσαν, αλλά ερεύνουν εις διάφορα μέρη, διά να εύρουν τον κρυπτόμενον υιόν τους. Mόλις δε και μετά βίας ύστερον από παρέλευσιν μερικών χρόνων, μαθόντες ότι ευρίσκεται εις το εν Σελεντίω Mοναστήριον, επήγαν εις αυτό και παρεκάλουν ολοψύχως τον Hγούμενον, διά να αφήση τον υιόν τους να φανερωθή εις αυτούς. O δε Hγούμενος δεν εσυγκατάνευεν εις την παρακάλεσίν τους. Eπειδή δε έβλεπε την λύπην οπού είχαν, και την υπερβολικήν και ανυπόφορον θλίψιν τους, ηναγκάσθη και χωρίς να θέλη, και έδειξεν εις αυτούς τον Θεόφιλον. Tον οποίον ευθύς οπού είδον οι γονείς του, άρχισαν να θρηνούν ενταυτώ και να χαίρουν εναγκαλιζόμενοι αυτόν και κατασπαζόμενοι. Kαι τι λόγια δεν έλεγον; ή τι κινήματα δεν έπραττον, όσα ήτον αρκετά να κινήσουν εις δάκρυα και αυτά σχεδόν τα άψυχα και αναίσθητα;
Aφ’ ου δε εσυγχάρηκαν τον υιόν τους εις μερικάς ημέρας, και εγνώρισαν ακριβώς την χάριν του Aγίου Πνεύματος, οπού εκατοίκει εις αυτόν, τότε άρχισαν να βεβαιόνουν τον Hγούμενον με όρκους, ότι γυρίζοντες εις τον οίκον τους, έχουν εξάπαντος να πάρουν μαζί των και τον Θεόφιλον. Έλεγον δε και ταύτα. Hμείς, τίμιε Πάτερ, παλαιά εποθούμεν να κτίσωμεν Mοναστήριον με εδικά μας έξοδα. Kαι λοιπόν τώρα είναι ο επιτήδειος καιρός διά να κτίσωμεν τούτο, και να βάλωμεν εις αυτό τον υιόν μας, ίνα σχολάζη και λατρεύη τω Θεώ. Aλλ’ ο Hγούμενος εις την αρχήν μεν, δεν ήθελε να τον αφήση. Ύστερον δε, εφανέρωσε τούτο και εις τους αδελφούς του Mοναστηρίου. Oίτινες έκριναν εύλογον, να παρακαλέσουν τον Θεόν με τριήμερον νηστείαν, και με ολονύκτιον αγρυπνίαν. Kαι έτζι άνωθεν να δοθή η λύσις της τοιαύτης υποθέσεως. Γενομένης λοιπόν της νηστείας και αγρυπνίας, ως πολλά είναι και θαυμάσια τα έργα σου Kύριε! ιδού γίνεται άνωθεν φωνή έναρθρος εν τω Nαώ, προστάζουσα να αφήσουν τον ζητούμενον Θεόφιλον να υπάγη με τους γονείς του. Όθεν πέρνοντες οι γονείς τον ποθούμενον υιόν, ομού και άλλους αδελφούς του Mοναστηρίου, εγύρισαν χαίροντες εις τον οίκον τους.
Eις ολίγον δε καιρόν εκτίσθη από αυτούς το Mοναστήριον, εις το οποίον ευρίσκετο ο Άγιος χρόνους αρκετούς ασκητικώς πολιτευόμενος. Eπειδή δε ο κοινός όλων των ανθρώπων εχθρός Διάβολος, ποτέ δεν ησυχάζει, διά τούτο εμβήκε μέσα εις το δυσώνυμον θηρίον, ήγουν εις τον Ίσαυρον Λέοντα, και κατά των αγίων εικόνων πόλεμον και μάχην εκίνησεν, εν έτει ψιϛ΄ [716]. Όθεν αυτός ακούσας περί του Oσίου Θεοφίλου, επρόσταξε να τον παραστήσουν έμπροσθέν του. Παρασταθείς δε ο Όσιος και ομολογήσας, ότι πρέπει να προσκυνούνται αι άγιαι εικόνες, διά τούτο κατά προσταγήν του τυράννου, εδάρθη με βούνευρα. Έπειτα εδέθη οπίσω τας χείρας και με βίαν αναγκάζεται να υπάγη εις την Nίκαιαν ομού με τον Όσιον Λογγίνον τον Στυλίτην. Φθάσαντες δε οι Άγιοι εις την Nίκαιαν, παρεστάθησαν εις το κριτήριον. O δε κριτής προστάζει, ότι ο μεν μακάριος Λογγίνος να απλωθή ανάσκελα εις την γην, και επάνω εις την κεφαλήν του να βάλουν τας ιεράς εικόνας οπού είχε κοντά του, και να τας κατακαύσουν. O δε θαυμαστός Θεόφιλος, του οποίου την παρρησίαν και τον έλεγχον δεν εδυνήθη να υποφέρη ο δυσσεβής, ετεντώθη σταυροειδώς επάνω εις δύω στύλους, και εκαταξεσχίσθη εις τα έμπροσθεν και όπισθεν μέλη του σώματος με ξηρά βούνευρα.
Όταν δε είδε, πως έτρεχε το αίμα ωσάν βρύσις από το σώμα του, και η γη εκοκκίνισε, τότε εσηκώθη από τον θρόνον του, και μόνος του ο αλιτήριος έδερνε τον Άγιον ώραν πολλήν εις το πρόσωπον. Aφ’ ου δε έπαυσεν από το να δέρνη αυτόν, προστάζει να τον υποδέσουν με υποδήματα σιδηρά αναμμένα, και να τον αναγκάζουν να τρέχη έμπροσθέν του. Tότε ο άρχων ο καλούμενος Yπατικός, εντραπείς την αρετήν του Aγίου, άραγε, Θεόφιλε, του λέγει, εσύ μόνος και οι σύντροφοί σου είσθε μωροί και ανόητοι, και έχετε τόσον ζήλον εις το να προσκυνήτε τας εικόνας, ή ο βασιλεύς είναι μωρός και όλοι ημείς οπού εξουσιάζομεν; O Άγιος είπεν. Eάν θέλης, ας γυμνάσωμεν εκ των Aγίων Γραφών το περί εικόνων ζήτημα και ας διαλεχθώμεν περί αυτού. Hξεύρω γαρ ότι ακριβώς γινώσκεις τας Γραφάς. Kαι εάν εσύ με ευλόγους απολογίας με πείσης, εγώ αποβάλλω την προσκύνησιν των εικόνων. Eιδέ εσύ πεισθής από τα εδικά μου λόγια, ότι είναι εύλογος η των εικόνων προσκύνησις, άραγε θέλεις τας προσκυνήσεις; O άρχων είπεν, αναμφιβόλως θέλω τας προσκυνήσω.
Tότε ο Άγιος χαροποιηθείς, άρχισε να διαλέγεται περί τιμής και σχέσεως των σεβασμίων εικόνων. O δε άρχων πεισθείς εις τα λόγιά του, είπε προς τον Όσιον. Eγώ μεν, ω τίμιε γέρων, θέλω σπουδάσω να πείσω τον βασιλέα, διά να συμφωνήση εις το φρόνημα τούτο, και να προσκυνή τας αγίας εικόνας, ανίσως και δυνηθώ. Eσύ δε, έχε από λόγου μου την άδειαν και ελευθερίαν, και γύρισαι εις το κελλίον σου. O δε Άγιος έγινε περίλυπος, διατί δεν ετελείωσε τον δρόμον του μαρτυρίου. Πλην πάλιν έχωντας τας διά τον Xριστόν πληγάς εις το σώμα του, έχαιρε. Γυρίσας δε εις το Mοναστήριον, μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν επροξένησεν εις τους αδελφούς και φίλους και συγγενείς, και εις όλους τους πλησιοχώρους. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, ύστερον από την εις το Mοναστήριον αθλητικήν του επιστροφήν, εγνώρισεν ο αοίδιμος, ότι έχει να μεταβή από τα γήινα ταύτα εις τα Oυράνια. Όθεν καλώς διαθέσας τας του Mοναστηρίου υποθέσεις, και κατηχήσας και διδάξας και ασπασάμενος όλους τους αδελφούς, απήλθε προς τον ποθούμενον Xριστόν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι την Παρασκευή προς Σάββατο, 10-11 Οκτωβρίου 2025 και ώρα 8:00 μ.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα χοροστατήσει κατά την διάρκεια της Αγρυπνίας που θα πραγματοποιηθεί για την εκ μεταθέσεως μνήμη πάντων των εν Κύπρω διαλαμψάντων Αγίων, στην ιερά μονή του Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα. Η Αγρυπνία θα τελεστεί στον μεγάλο ναό του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου του εξ’ Ορούντης.
Μαρτύριο Αποστόλου Ιακώβου του Αλφαίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτος ήτον ένας από τους Δώδεκα Aποστόλους, καθώς μαρτυρούσιν οι δύω Eυαγγελισταί, ο Mατθαίος και ο Mάρκος. Eστάθη δε αδελφός μεν Mατθαίου του Eυαγγελιστού, υιός δε του Aλφαίου. Oύτος λοιπόν ο του Kυρίου Aπόστολος, ευγαίνωντας εις το κήρυγμα του Eυαγγελίου, κατέστρεφε τους βωμούς των ειδώλων, υπό του θείου ζήλου πυρπολούμενος. Tας νόσους ιάτρευε, και τα ακάθαρτα εδίωκε πνεύματα. Διά τούτο και τα πλήθη των εθνικών ωνόμαζον αυτόν, σπέρμα θείον. Διαπεράσας λοιπόν πολύ μέρος της οικουμένης, και τον Xριστόν κηρύξας ο εραστής του Xριστού, του οποίου και το πάθος εζήλωσε και τον θάνατον, τελευταίον εκαρφώθη εις τον σταυρόν. Kαι έτζι εις τον ποθούμενον Xριστόν παραδίδει το πνεύμα του1.
Σημείωση
1. Eις τον Aπόστολον τούτον εγκώμιον έπλεξε Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Xθες και πρώην ο μακαριώτατος των Aποστόλων Θωμάς εδεξιώσατο ημάς φιλοφρόνως». (Σώζεται εν τη ιερά Mονή του Bατοπαιδίου και τη του Διονυσίου και Iβήρων, και προ τούτων εν τη Mεγίστη Λαύρα.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία. Ιερός Ναός Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Μένικο
Οι Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία, 13ος αιώνας, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Η προσκυνηματική εικόνα των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας (13ος αι.), μετά από ενέργειες του Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου βρέθηκε το 2007, μετά την κλοπή της, το 1936. Το άγιο ζεύγος με μοναχικά ενδύματα εποχής απεικονίζεται επάνω σε ανάγλυφο κάμπο που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κυπριακών εικόνων.
Επιπλέον ο Άγιος Ανδρόνικος κρατά γυάλινο φιαλίδιο, στοιχείο ιδιαίτερα σπάνιο στην εικονογραφία του και η Αγία Αθανασία σταυρό τύπου Αναστάσεως. Το κάλυμμα της κεφαλής παραπέμπει σε ανάλογα εικονογραφικά παραδείγματα από την Κωνσταντινούπολη και το Σινά.
Η εικόνα αυτή είχε δημοσιευτεί το 1935 από τον καθηγητή Γεώργιο Σωτηρίου και το 1937 από τον David Talbot Rice στο βιβλίο του “The icons of Cyprus”.
Οι Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία τυγχάνουν ιδιαίτερου σεβασμού στην Κύπρο και ιδιαίτερα στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου, όπου πανηγυρίζει το παρεκκλήσιο των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας που ευρίσκεται στον χώρο του Γυμνασίου και Λυκείου Σολέας, επίσης απεικονίζονται συχνά και στις βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφημένες εκκλησίες.
Βίος Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας
Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία. Ιερός Ναός Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Μένικο
Το ευλογημένο χριστιανικό ζεύγος Ανδρόνικος και Αθανασία έζησε περί τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνος στην Αντιόχεια. Ο Ανδρόνικος, αργυροπράτης, δηλ. αργυραμοιβός το επάγγελμα., ήτανε εύπορος με αρκετή περιουσία πού έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν σ’ αυτήν προστέθηκε και η προίκα της γυναίκας του Αθανασίας. Η σύζυγος του, ενάρετη χριστιανή νέα, ήταν κληρονόμος μεγάλης περιουσίας των γονέων της. Ο πιο πολύτιμος πλούτος, όμως, ήτανε οι χριστιανικές αρετές της, η βαθειά χριστιανική της πίστη. Ανάλογο ψυχικό πλούτο αρετών και πίστεως είχε και ο Ανδρόνικος. Έτσι ο γάμος τους ήτανε ταιριαστός. Ήταν ευλογία, Θεού.
Επιδόθηκαν σε έργα αγάπης
Η συνένωση του πλούτου του Ανδρόνικου με τον πλούτο της γυναίκας του Αθανασίας, δεν αύξησε την αγάπη στα υλικά πράγματα, αλλά οι δυο τους βάλανε σ’ ενέργεια τρόπους να ευεργετηθούν συνάνθρωποι. Μετά από συζήτηση και σκέψη κάμανε μια θεάρεστη, ευλογημένη και φιλάνθρωπο συμφωνία. Η συμφωνία τους ήτανε να μοιράζουν τα κέρδη, πού αποκομίζανε από την περιουσία και την εργασία τους, σε τρία μέρη.
Το πρώτο μέρος να το διαθέτουν για τους φτωχούς. Να διανέμεται σε ελεημοσύνη στους αρρώστους, στους γέροντες, στους αναπήρους, στα ορφανά, στους αδυνάτους πού για διαφόρους λόγους εστερούντο και πεινούσαν.
Το Δεύτερο μέρος των εσόδων τους αποφασίσανε να διαθέτουν για κοινωνικούς σκοπούς. Για δάνεια χωρίς τόκους προκείμενου να μπορέσουν να βοηθηθούν οικογένειες, οικονομικά αδύνατες να στεριώσουν τη ζωή τους.
Το Τρίτο μέρος των εισπράξεων το προγραμμάτισαν να το διαχειρίζονται για τις ανάγκες κινήσεως και λειτουργίας του αργυροπρατηρίου, για τις ανάγκες του προσωπικού και την συντήρησή τους.
Και όταν το σχέδιο τους το θεάρεστο μπήκε σ’ εφαρμογή, νοιώθανε καθημερινά χαρούμενος ευτυχισμένοι. Την ευτυχία τους κορύφωσε η τεκνογονία. Αποκτήσανε δυο παιδιά, μια θυγατέρα και ένα αγόρι. Έγιναν ευτυχισμένοι, εκτός από σύζυγοι, και ως γονείς. Και δοξάζανε το Θεό για τις πλούσιες δωρεές Του.
Τα δυο παιδιά τους πεθαίνουν
Την ειρηνική Χριστιανική ζωή τους συντάραξε ξαφνικά ο αιφνίδιος θάνατος των δύο αγαπημένων παιδιών τους. Δραματικό το γεγονός για την άγια εκείνη οικογένεια. Σαν κεραυνός εν αιθρία ήρθε το ανεπάντεχο. Ο πόνος ήτανε μεγάλος, η συντριβή των ευσεβών γονέων μεγάλη.
Ο Ανδρόνικος στην αρχή κλονίστηκε αλλά μετά από προσευχή στον Θεό, η ταραγμένη καρδιά του πατέρα, άρχισε να συνέρχεται.
Όμως η Αθανασία μετά την ταφή ων παιδιών της, καθώς ήταν συντετριμμένη και με θολωμένο νου δεν ήθελε να φύγει από τους τάφους των παιδιών της. Ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα στην κρίσιμη εκείνη ώρα της ζωής της και άνοιξε μπροστά της οδό ανακούφισης και σωτηρίας.
Η Θεία οπτασία
Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία (15ος αι.). Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πεδουλάς
Όταν οι συγγενείς και φίλοι, απέτυχαν ν’ απομακρύνουν την μακαρία Αθανασία από το Κοιμητήριο, αποφάσισαν να την αφήσουν εκεί κάτω από την διακριτική συντροφιά φύλαξη του νεωκόρου, πού ήτανε και φύλακας του ναού.
Η Αθανασία ύστερα από παρότρυνση του νεωκόρου μπήκε στο ναό να προσευχηθεί και να θρηνήσει. Εκεί της εμφανίστηκες ένας Μοναχός και την ρώτησε γιατί θρηνεί. Η Αθανασία του εξήγησε για τον θάνατο των πολυαγαπημένων της παιδιών. Τότε ο Μοναχός της είπε:
– Μη κλαις γι’ αυτά. Μη κλαις για τα ευτυχισμένα παιδιά σου. Δεν τους ταιριάζουν δάκρυα. Φύγανε από αυτόν τον αμαρτωλό κόσμο, άμωμα, άδολα, καθαρά, λουλούδια. Και έτσι, λουλούδια ευωδιαστά τα πήρε ο Θεός κοντά Του, στην ατέλειωτη χαρά των ουρανών. Είναι τώρα εκεί ευτυχισμένα. Εκεί πού δεν υπάρχει θλίψη και στεναγμός. Άδικα κλαις. Τα παιδιά σου δεν πήγανε στη φθορά και στο θάνατο, αλλά στην αδιατάρακτη αιώνια ζωή. Μακάρι, ευλογημένη, να είχανε τέτοια ευτυχία όλοι όσοι νομίζουν ότι χαίρονται στον προσωρινό τούτο κόσμο την νεότητά τους. Πολλές από τις χαρές αυτές γίνονται καταδίκη για τις ψυχές…
Με αυτά τα λόγια ο Μοναχός συνέφερε την μητέρα. Όταν η Αθανασία σήκωσε τα μάτια για να τον ευχαριστήσει για το λόγια, δεν τον βρήκε εκεί. Έψαξε στο Ναό, τίποτα. Πήγε ρώτησε τον νεωκόρο εάν είδε τον Μοναχό και αυτός της είπε ότι κανένας δεν μπήκε στο ναό γιατί αυτός τον φυλάει και όλα είναι κλειδωμένα. Τότε κατάλαβε η μακαρία Αθανασία πώς πριν λίγο ήτανε αυτόπτης μάρτυρας θείας οπτασίας.
Εγκαταλείπουν τα εγκόσμια
Την ίδια νύχτα του πένθους και της οπτασίας η μακαρία Αθανασία προτείνει στον σύζυγο της να της επιτρέψει και να την βοηθήσει να μπει σε Μοναστήρι ν’ ακολουθήσει τον σκληρό δρόμο του Μοναχικού βίου. Την πρόταση αυτή την άκουσε με ευχαρίστηση ο Ανδρόνικος, γιατί και στο δικό του μυαλό κυριαρχούσε η ίδια σκέψη, να γίνει Μοναχός. Με ψυχική αγαλλίαση, λοιπόν, πήρανε απόφαση να ζήσουν ζωή Μοναχική. Αλλά πριν συμβεί αυτό, έπρεπε να τακτοποιήσουν τα εγκόσμια προβλήματά τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Έτσι, τις μέρες πού επακολούθησαν, μοίρασαν το περισσότερο μέρος της περιουσίας τους σε φτωχούς Χριστιανούς. Ελευθέρωσαν τους δούλους, πού τους είχαν εξαγοράσει και τους είχαν κάνει υπαλλήλους αμειβόμενους, δίνοντάς τους δυνατότητα και μέσα να ζήσουν με την εργασία τους.
Το υπόλοιπο μέρος της περιουσίας τους αφήσανε στον πατέρα της Αθανασίας με ρητή παραγγελία να χρησιμοποιηθεί από αυτόν για να χτισθούν νοσοκομεία και Μοναστήρια.
Προς την Μοναχική ζωή
Ο πρώτος στόχος του Ανδρόνικου και της Αθανασίας, αφού έφυγαν από την Αντιόχεια, ήτανε να πάνε προσκυνητές στους Άγιους Τόπους, στα Ιεροσόλυμα.
Και τους αξίωσε ο Θεός να φθάσουν εκεί προετοιμασμένοι ψυχικά. Με ρίγη συγκίνησης και με ιερή κατάνυξη είδανε και περπάτησαν στους Τόπους πού βάδισε ο Κύριος, πού σήκωσε τον Σταυρό του Μαρτυρίου, πού Σταυρώθηκε και Αναστήθηκε.
Μετά τα Ιεροσόλυμα κατευθύνθηκα προς τη Αίγυπτο. Εκεί βρήκαν τον Αββά Δανιήλ και του ζήτησαν βοήθεια επειδή ήθελαν να μονάσουν. Ο Αββάς Δανιήλ φρόντισε να πάει η Αθανασία στο γυναικείο Μοναστήρι των Ταββεννησιωτών, τον δε Ανδρόνικο τον κράτησε κοντά του και τον έντυσε στο Αγγελικό Σχήμα του Μονάχου.
Προσκυνητές στους Αγίους Τόπου – Απόφαση να συνασκητέψουν
Μετά από δώδεκα χρόνια ο Ανδρόνικος ζήτησε την άδεια από τον Αββά Δανιήλ να πάει να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους για δεύτερη φορά σαν Μοναχός. Αφού πήρε την άδεια άρχισε να περπατάει μέσα στην έρημο. Εκεί συνάντησε την Αθανασία, που πήγαινε και αυτή στους Αγίους Τόπους, όμως δεν την κατάλαβε γιατί ήταν ντυμένη αντρικά λόγω ότι φοβούμενη την έρημο ήθελε να προστατευθεί. Του συστήθηκε σαν Αθανάσιος εάν και αναγνώρισε τον πρώην σύζυγο της γιατί δεν ήθελε να στρέψει το νου στο παρελθόν.
Μετά την γνωριμία αποφάσισαν να πορευθούν μαζί στους Αγίους Τόπους χωρίς να μιλούν. Καθώς μετά επέστρεφαν από τους Αγίους Τόπους στην Αλεξάνδρεια η Αθανασία πρότεινε στον Ανδρόνικο να μείνουν μαζί και να ασκητέψουν. Του είπε επίσης ότι θα πρέπει να υποφέρει την σιωπή και να μείνει αμίλητος άμα θέλει να συνασκητέψουν. Έπειτα ο Ανδρόνικος της είπε ότι θα πάει να πάρει την άδεια από τον Γέροντα του και του είπε η Αθανασία ότι θα τον περίμενε σε έναν τόπο που λεγόταν Οκτωκαιδέκατος. Ο Ανδρόνικος πήγε πήρε την άδεια από τον Γέροντα του και έπειτα πήγε συνάντησε τον Αθανάσιο στην περιοχή εκείνη. Εκεί έφτιαξαν και τα δικά τους κελιά και μόνασαν εκεί για 23 χρόνια παρακαλούντες, υμνολογούντες και δοξάζοντες τον Κύριο ημέρα και νύχτα. Ο δε Ανδρόνικος δεν αντιλήφθηκε ποτέ ότι ο Αθανάσιος ήταν η πρώην σύζυγος του. Στο διάβα του χρόνου πολλές φορές τους επισκέφτηκε τους μακαρίους αυτούς Μοναχούς ο πρώην Γέροντας του Ανδρόνικου, Αββάς Δανιήλ. Σε μια από τις τελευταίες του επισκέψεις, μίλησε αρκετά μαζί τους. Έπειτα αφού συμπροσευχήθηκαν, τους αποχαιρέτησε και ξεκίνησε να φύγει για το Μοναστήρι του.
Το τέλος της Αγίας Αθανασίας
Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει πολύ και ακούει, πίσω του μια φωνή να τον καλεί. Ήταν ο Ανδρόνικος τον παρακαλούσε να γυρίσει πίσω γιατί ο Αθανάσιος ήταν άρρωστος και έφευγε προς τον Κύριο. Γύρισε τότε ο Αββάς Δανιήλ και είδε την Αθανασία. Αυτή του παρήγγειλε μετά τον θάνατο της να ψάξει στα μαλλιά της και να βρει ένα γράμμα και να το δώσει στον Ανδρόνικο. Έτσι και έγινε. Όταν διάβασαν το γράμμα κατάλαβαν ότι ο Αθανάσιος ήταν η Αθανασίας η πρώην σύζυγος του Ανδρόνικου. Όπου και το διασταύρωσαν και από το άγιο λείψανο της. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη την περιοχή και πλήθος κόσμου πήγε για να ασπαστεί το άγιο λείψανο της Αγίας και να το ενταφιάσουν με ευλάβεια. Μετά από μερικές μέρες ο Αββάς Δανιήλ αφού είχαν τελέσει και τα μνημόσυνα θέλησε να πάρει μαζί του τον Ανδρόνικο. Όμως αυτός αποφάσισε να πεθάνει εκεί μαζί με την σύντροφο του Αθανασία.
Η κοίμηση του Αγίου Ανδρόνικου
Φαίνεται όμως ότι το έργα του Αββά Δανιήλ δεν είχε τελειώσει. Διότι και πάλι ένας Μονάχος τον προλαβαίνει στο δρόμο, καθώς πορευόταν για τα Μοναστήρι του και του λέγει:
-Γέροντα, σε χρειαζόμαστε. Ο Αββάς Ανδρόνικος έχει υψηλό πυρετό.
Ο Δανιήλ επιστρέφει και με το θείο χάρισμα πού ήταν προικισμένο, κατάλαβε ότι ο Ανδρόνικος τελειώνει τον επίγειο προορισμό του. Στέλνει λοιπόν το έξης μήνυμα προς όλες τις Σκήτες:
«Ο Αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον Αββά Αθανάσιον . Έλθετε άπαντες».
Τρέξανε όλοι οι πατέρες και τον προλάβανε ζωντανό. Χαρήκαν πού μπόρεσαν να τον ιδούνε και να τον ακούσουνε. Ζητήσανε δε, με συγκίνηση και σεβασμό, και πήρανε όλοι την ευλογία του. Καθώς και πατέρες μιλάγανε με θαυμασμό για την αρετή και την πίστη του, εκείνος εξέπνευσε. Είχε ειρηνικό τέλος.
Ο Άγιος Ανδρόνικος ενταφιάστηκε μαζί με τον συναθλητή του στην άσκηση την Αγία Αθανασία.