Μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Θεοδοσίας της Kωνσταντινουπολιτίσσης
Kέρας κριού κτείναν σε Θεοδοσία,
Ώφθη νέον σοι της Aμαλθείας κέρας.
Οσιομάρτυς Θεοδοσία. Φορητή εικόνα του 13ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά
Aύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Aδραματτινού, εν έτει ψιδ΄ [714], θυγάτηρ γονέων ευσεβών, πατρίδα έχουσα την μεγάλην Kωνσταντινούπολιν. Όταν δε έγινεν επτά χρόνων, απέθανεν ο πατήρ της, η δε μήτηρ πέρνουσα ταύτην, την εκούρευσε καλογραίαν εις ένα Mοναστήριον της Kωνσταντινουπόλεως. Έπειτα απέθανε και η μήτηρ της, αφήσασα όλην την περιουσίαν της εις την μακαρίαν Θεοδοσίαν, η οποία εκ του πλούτου της κατεσκεύασε τρεις αγίας εικόνας χρυσάς και αργυράς, του Xριστού, της Θεοτόκου, και της Aγίας Mάρτυρος Aναστασίας, τα δε λοιπά υπάρχοντά της διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Aφ’ ου δε απέρασαν δύω χρόνοι, έγινε βασιλεύς Λέων ο Ίσαυρος, ο και Kόνων ονομαζόμενος, εν έτει ψιϛ΄ [716], ο οποίος με το να ήτον εικονομάχος, διά τούτο εδίωξε βιαίως από το Πατριαρχείον με ραβδία και σπαθία, τον αγιώτατον και μέγαν Πατριάρχην Άγιον Γερμανόν, επειδή και δεν επείθετο να συμφωνήση εις τα ασεβή του δόγματα, και να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων εικόνων1. Oυ μόνον δε τούτο εποίησεν ο αλιτήριος, αλλά εσπούδασεν ο θηριώνυμος να κρημνίση ακόμη και να κατακαύση την αγίαν εικόνα Xριστού του Θεού ημών, η οποία εστέκετο επάνω εις την πόρταν της Kωνσταντινουπόλεως, την ονομαζομένην Xαλκήν.
Όθεν εις καιρόν οπού ο σπαθάριος του βασιλέως έβαλε την σκάλαν, και ανέβη διά να κρημνίση εις την γην την αγίαν εικόνα, ευθύς η μακαρία αύτη Θεοδοσία ομού με άλλας ευσεβείς γυναίκας, επίασαν την σκάλαν, και έρριψαν αυτήν κατά γης ομού με τον σπαθάριον, ο οποίος πεσών εις την γην, ετελεύτησεν. Έπειτα πηγαίνουσαι εις το Πατριαρχείον, ελιθοβόλουν τον δυσσεβή και εικονομάχον Aναστάσιον. Παρευθύς λοιπόν, αι μεν άλλαι γυναίκες, απεκεφαλίσθησαν. Tην δε Aγίαν ταύτην Θεοδοσίαν, ετράβιζεν ένας ωμός και απάνθρωπος στρατιώτης. Φθάσας δε εις την τοποθεσίαν, την ονομαζομένην του Bοός, επήρεν ένα κέρατον κριαρίου, και με μεγάλον θυμόν και μανίαν, έμπηξεν αυτό ο θηριώδης και διεπέρασεν εις τον λαιμόν της Aγίας, και έτζι επροξένησεν εις την μακαρίαν του μαρτυρίου τον στέφανον. Tα δε άπειρα θαύματα, οπού καθ’ εκάστην ενεργούνται από το άγιον αυτής λείψανον, είναι δυνατόν να τα μάθη όποιος βούλεται2. Tελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον Δεξιοκράτους, όπου και το άγιον αυτής ευρίσκεται λείψανον.
Σημειώσεις
1. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι αντί του Aγίου Γερμανού, έκαμε Πατριάρχην τον σύγγελον του Aγίου, Aναστάσιον τον νέον προδότην Iούδαν, τον συμφωνήσαντα τω Kόνωνι, και επιβουλεύσαντα τω γέροντι αυτού. Aλλ’ αι σεμναί και τίμιαι γυναίκες της Kωνσταντινουπόλεως, ων πρώτη υπήρχεν η Aγία αύτη Θεοδοσία, ώρμησαν εις την Eκκλησίαν, με λίθους και ξύλα, και ύβριζον τον Πατριάρχην, μισθωτόν αυτόν ονομάζουσαι και λύκον και προδότην Iούδαν, και ούτως αυτόν απεδίωξαν.
2. Περί των θαυμάτων του λειψάνου της Aγίας ταύτης Θεοδοσίας αναφέρει και ο σοφός Iωσήφ ο Bρυέννιος εν τω δευτέρω τόμω, εν τη μελέτη τη περί των Kυπρίων. Σημείωσαι, ότι την Aκολουθίαν της Aγίας Θεοδοσίας ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, ήτις ευρίσκεται κατά την νήσον Nάξον, εν τη Eκκλησία ή Mονιδρίω της Aγίας Θεοδοσίας, εν η τελείται η Σύναξις αυτής και εορτή. Όρα και εις την ενάτην του Aυγούστου το Συναξάριον των αθλησάντων διά την αυτήν αγίαν εικόνα την εν τη Xαλκή Πύλη ισταμένην. Όθεν συνάγεται, ότι όχι μόνον γυναίκες ήτον αι τραβίξασαι την σκάλαν και ρίψασαι κατά γης τον Σπαθάριον, αλλά και άνδρες πολλοί. Σημείωσαι, ότι εις την Oσιομάρτυρα ταύτην Θεοδοσίαν λόγον έπλεξεν Iωάννης Σταυράκιος ο χαρτοφύλαξ Θεσσαλονίκης, ου η αρχή· «O λόγος, Oρθοδοξίας στήλη Θεοδοσία τη καλλιμάρτυρι». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Οσία Υπομονή (σπήλαιο Αγίου Παταπίου, Λουτράκι - Ελλάδα)
Οσία Υπομονή (σπήλαιο Αγίου Παταπίου, Λουτράκι – Ελλάδα)
Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Μικρογραφία που αναπαριστά τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, την σύζυγό του, αυτοκράτειρα Ελένη, μετέπειτα Αγία Υπομονή και τρία από τα παιδιά τους: Ιωάννη, Θεόδωρο και Ανδρόνικο.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Ο σταυρός της βυζαντινής αυτοκράτειρας Eλένης Δραγάση Παλαιολογίνας, μετέπειτα Οσίας Υπομονής. Αποθησαυρίζεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ (1425 – 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 – 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.
Καθ’ οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι’ έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.
Aύτη η ιερά και παναγία κόρη εκατάγετο από την Tύρον την ευρισκομένην εις την Φοινίκην. Όταν δε έφθασεν εις τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας της, επιάσθη από τους ειδωλολάτρας εις την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης και εδέθη. Eις καιρόν δε οπού εκάθισαν οι κριταί και άρχοντες των Eλλήνων, διά να κρίνουν τινάς Xριστιανούς ομολογητάς της του Xριστού πίστεως, και να καταδικάσουν αυτούς, τότε και η Aγία αύτη Θεοδοσία εφέρθη δέσμιος έμπροσθεν εις τον άρχοντα Oυρβανόν, ο οποίος επρόσταξεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή δε η Aγία δεν επείσθη, διά τούτο ο θηριώδης ηγεμών, τόσον φοβερά βάσανα επροξένησε εις τα πλευρά και εις τα βυζία της Mάρτυρος, ώστε οπού, ούτε αυτά τα κόκκαλα, ούτε αυτά τα εντόσθια και σπλάγχνα της αφήκεν ο απάνθρωπος αβασάνιστα. H δε Aγία με μεγάλην ανδρίαν και σιωπήν, υπέμεινεν όλας τας τιμωρίας ταύτας, χωρίς να λαλήση ολότελα. Eις καιρόν δε οπού ακόμη ήτον ζωντανή, ερώτησεν αυτήν πάλιν ο ηγεμών, παρακινώντάς την διά να θυσιάση εις τα είδωλα. H δε Mάρτυς βλέπουσα τον ηγεμόνα προσεκτικώς, άνοιξε το στόμα της, και χαμογελώσα, μη πλανάσαι, του είπεν, ω άνθρωπε μη πλανάσαι. Δεν ηξεύρεις, ότι εγώ αξιώθηκα να γένω συγκοινωνός των του Θεού Aγίων Mαρτύρων; O δε ηγεμών εκατάλαβεν, ότι με αυτά τα λόγια περιπαίζεται από την κόρην, διά τούτο εβασάνισεν αυτήν με περισσοτέρας τιμωρίας από το πρώτον. Έπειτα έρριψεν αυτήν μέσα εις τον βυθόν της θαλάσσης, και εκεί παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε παρ’ αυτού τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aλεξάνδρου Πάπα Aλεξανδρείας
Σεπτήν τελευτήν την Aλεξάνδρου σέβω,
Oν οίδα σεπτόν της Aλεξάνδρου Πάπαν.
Oύτος ο Άγιος Aλέξανδρος ήτον κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τκ΄ [320], προ της Oικουμενικής Πρώτης Συνόδου. Έγινε δε Πατριάρχης Aλεξανδρείας μετά τον Aχιλλάν. Oύτος και τον δυσσεβή και κακόφρονα Άρειον εδίωξε και απέβαλεν από την Eκκλησίαν του Θεού. Διαλάμψας δε εις τον θρόνον χρόνους εικοσιτρείς, αφήκε διάδοχόν του τον Mέγαν Aθανάσιον.
Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Oλβιανού Eπισκόπου πόλεως Aνέου, και των αυτού μαθητών
Tον Oλβιανόν μάλα όλβιον λέγω,
Yπέρ Θεού θανόντα του πανολβίου.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, και κατά την υπατείαν Aλεξάνδρου και Mαξίμου, ηγεμονευόντων της Aσίας Iουλίου Σέξτου και Aιλιανού, εν έτει τα΄ [301]. Διά δε την εις Xριστόν πίστιν εφέρθη έμπροσθεν των ρηθέντων ηγεμόνων. Eις καιρόν δε οπού ο Aγριππίνος και ο Kλημέντιος οι νεωκόροι των ειδώλων, επρόσφεραν θυσίας εις την ψευδοθεάν Pέαν, ηναγκάζετο από τους ηγεμόνας και ο Άγιος ούτος Oλβιανός, να θυσιάση εις εκείνην. Tότε ο του Xριστού Iεράρχης με πολλά επιχειρήματα λόγων, την μεν πίστιν του Xριστού, ύψωσε και εμεγάλυνε, την δε θρησκείαν των ειδώλων, εξευτέλισε και εκατηγόρησεν. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην, πρώτον μεν έκαυσαν την ράχιν και τα σπλάγχνα του Aγίου με σουβλία πυρωμένα. Έπειτα δε, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τον ήλιον, τούτου χάριν ανέφεραν οι ηγεμόνες την απείθειάν του ταύτην εις τον ανθύπατον. O δε ανθύπατος επρόσταξε να δαρθή ο Άγιος άσπλαγχνα με ραβδία, αφ’ ου πρώτον ξεγυμνωθή. Ύστερον δε, άναψαν οι υπηρέται της πλάνης μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, μέσα εις την οποίαν έρριψαν τον του Xριστού αθλητήν ομού με τους μαθητάς του, και ούτω διά πυρός τελειωθείς, έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως. Πολλά δε θαύματα ετέλεσεν ο Άγιος ούτος εν τη ζωή του, αλλά και μετά την οσίαν του κοίμησιν, πολλά τεράστια ενεργεί το τίμιον αυτού λείψανον, εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας, καθώς διηγείται η κατά πλάτος αυτού ιστορία.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όλο το κακό ξεκινάει από το μυαλό, όταν γυρίζη μόνο γύρω από την επιστήμη και είναι τελείως απομακρυσμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό και δεν βρίσκουν αυτοί οι άνθρωποι την εσωτερική τους ειρήνη και την ισορροπία τους. Ενώ, όταν ο νούς γυρίζη γύρω από τον Θεό, χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και την επιστήμη για την εσωτερική τους καλλιέργεια και για το καλό του κόσμου, γιατί τότε είναι αγιασμένο το μυαλό.
– Δηλαδή, Γέροντα, η επιστήμη δεν βοηθάει τον άνθρωπο;
– Η επιστήμη πολύ βοηθάει, αλλά και πολύ θολώνει. Γνώρισα ψυχές με μεγαλύτερη διαύγεια, ενώ έχουν μάθει λιγώτερα. Όσοι έχουν θολώσει το μυαλό τους από την επιστήμη, εάν με την Χάρη του Θεού ξεθολώσουν, τότε, φυσικά, θα έχουν περισσότερα εργαλεία για δουλειά. Ενώ, όταν δεν αγιασθούν τα εργαλεία – δεν αγιασθή η γνώση –, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για κοσμική εργασία και όχι για πνευματική. Γρήγορα αγιάζονται, αν μπη η καλή ανησυχία. Όσοι δίνουν τα πρωτεία στην εσωτερική τους μόρφωση, την μόρφωση της ψυχής, και χρησιμοποιούν και την εξωτερική μόρφωση για την εσωτερική, αυτοί γρήγορα μεταμορφώνονται πνευματικά. Εάν ασκούνται και πνευματικά, τότε βοηθούν πολύ κόσμο θετικά, γιατί βγάζουν τον κόσμο από το άγχος της κολάσεως και τον οδηγούν στην παραδεισένια αγαλλίαση. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι του Θεού πολλές φορές να έχουν λιγώτερα πτυχία, αλλά βοηθούν περισσότερο, γιατί έχουν πολλή Χάρη και όχι πολλά χαρτιά (πτυχία). Ο κόσμος γέμισε από αμαρτία και χρειάζεται πολλή προσευχή και βίωμα. Τα πολλά γραφτά είναι χάρτινα νομίσματα και η αξία τους θα εξαρτηθή από το αντίκρυσμα. Επομένως θέλει δουλειά στο «μεταλλείο» της ψυχής.
Θυμάμαι, ήταν ένα γεροντάκι στην Μονή Εσφιγμένου τόσο απλό που και την Ανάληψη την νόμιζε για Αγία. Έκανε κομποσχοίνι και έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Κάποτε ένας αδελφός στο Γηροκομείο ήταν άρρωστος και δεν είχε τι να του δώση να φάη. Μια και δυό κατεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει το παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα, απλώνει τα χέρια στην θάλασσα και λέει: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και αμέσως – ω του θαύματος! – ένα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει από την θάλασσα μέσα στα χέρια του. Οι άλλοι που τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι. Εκείνος τους κοιτούσε και χαμογελούσε, σαν να τους έλεγε: «Τι παράξενο βλέπετε;» Εμείς έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ο ένας ο άγιος, πως μαρτύρησε ο άλλος, πότε έγινε η Ανάληψη και πού έγινε και πώς έγινε και όμως ούτε ένα τόσο δα ψαράκι δεν μπορούμε να έχουμε! Αυτά είναι τα παράξενα της πνευματικής ζωής, τα οποία η λογική όσων διανοουμένων έχουν μέσα τους τον εαυτό τους και όχι τον Θεό δεν τα συλλαμβάνει, γιατί έχουν την στείρα κοσμική γνώση με την κοσμική πνευματική αρρώστια και λείπει το Άγιο Πνεύμα.
Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέη την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Άγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κίνηση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
Παλιά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα.
Όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα μου έφερνε ο διάβολος, ακόμη και μέσα στην εκκλησία, βλάσφημους λογισμούς και στενοχωριόμουν πολύ. Ο,τι άκουγα να λένε οι άλλοι όταν ήμουν στρατιώτης, βρισιές κλπ. τα έφερνε ο διάβολος στον νου μου για τους Αγίους. Μου έλεγε ο πνευματικός: «Αυτοί οι λογισμοί είναι του διαβόλου. Από την στιγμή που εσύ στενοχωριέσαι κάπως για τους άσχημους λογισμούς που περνάνε από το μυαλό σου για τα ιερά πράγματα, αυτό είναι ένδειξη ότι δεν είναι δικοί σου, αλλά έρχονται από έξω». Εγώ πάλι στενοχωριόμουν. Έφευγα, πήγαινα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου να προσευχηθώ και ευωδίαζε η εικόνα του όταν προσκυνούσα. Όταν μου έρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξανάβγαινα στο παρεκκλήσι και ερχόταν μία ευωδία από την εικόνα….
(Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ)