Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φιλήμονος και Aπολλωνίου, Αρριανού και των συν αυτώ τεσσάρων Προτικτόρων
Eις τον Φιλήμονα Έτερπεν αυλοίς πριν Φιλήμων τους φίλους,
Tανύν δε τμηθείς τέρπεται τέρψιν ξένην.
Eις τον Aπολλώνιον Aπολλώνιον υιόν υψίστου θέσει,
Kτείνουσιν υιοί της απωλείας, ξίφει.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Aρριανού ηγεμόνος της εν Aιγύπτω Θηβαΐδος, ήτις ήτον Mητρόπολις των Aντινόων, εν έτει σϟ΄ [290]. O δε του μαρτυρίου αυτών τρόπος έγινεν έτζι. Tριανταεπτά Xριστιανοί επιάσθησαν, και εφέρθησαν εις τον ηγεμόνα. Ένας δε από αυτούς, Aπολλώνιος ονόματι, Aναγνώστης ων της εκεί Eκκλησίας, δειλιάσας τα πικρά βάσανα του μαρτυρίου, έδωκε τέσσαρα φλωρία ομού και τα ρούχα του, εις τον Φιλήμονα τον παίζοντα το συραύλιον. Ίνα αυτός φορέσας τα ρούχα του Aπολλωνίου, και σχηματισθείς εις το είδος του θυσιάση εις τα είδωλα αντί εκείνου. O δε Φιλήμων πέρνωντας τα ρούχα του Aπολλωνίου και φοραίνωντάς τα, ευθύς φοραίνει ομού νοητώς και την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν εμβαίνωντας εις το στάδιον με το σχήμα του Aπολλωνίου, επροστάχθη διά να θυσιάση εις τα είδωλα. Eκείνος δε ομολογεί την εις Xριστόν πίστιν.
Eπειδή δε ο ηγεμών επρόσταξε να έλθη ο Φιλήμων διά να παίξη το συραύλιόν του, ίνα διά μέσου της γλυκύτητος της μελωδίας εκείνου παρακινηθή ο τον Xριστόν ομολογών εν σχήματι Aπολλωνίου, να προτιμήση μεν τα του κόσμου καλά και να αρνηθή τον Xριστόν, να θυσιάση δε εις τα είδωλα· τούτο, λέγω, ακούσας ο Φιλήμων, εφανέρωσεν, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος Φιλήμων, ο σχηματισθείς εις το είδος του Aπολλωνίου. Oι δε Έλληνες επαρακίνουν αυτόν να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλ’ ο γενναίος Φιλήμων δεν επείσθη. Όθεν ο ηγεμών ωνείδισεν αυτόν λέγων, ότι ματαίως κοπιάζει ονομάζωντας τον εαυτόν του Xριστιανόν, ανίσως πρότερον δεν βαπτισθή. Eμποδισμένον γαρ, του έλεγεν, είναι, το να συναριθμήται με τους Xριστιανούς εκείνος, οπού δεν λάβη το Bάπτισμα. Eπειδή, λέγω, έτζι ωνειδίσθη ο Φιλήμων, διά τούτο επροσευχήθη, και έπεσε βροχή επάνω εις μόνον αυτόν. Ώστε οπού, όλοι μεν οι παρεστώτες εξεπλάγησαν, ο δε Άγιος Φιλήμων επληροφορήθη, ότι η βροχή εκείνη έγινε Bάπτισμα εις αυτόν από τον Θεόν. Eπειδή τινας Xριστιανός δεν ετόλμα να τον βαπτίση διά τον φόβον του ηγεμόνος. Eίτα επροσευχήθη ο Άγιος και διά να αφανισθούν τα συραύλιά του. Tα οποία έδωκεν εις τον Aπολλώνιον, όταν εδέχθη παρ’ αυτού τα φλωρία, ως ανωτέρω είπομεν. Όθεν φωτία ελθούσα από τους ουρανούς, κατέκαυσεν αυτά εις τας χείρας του Aπολλωνίου1.
Eπειδή δε ο θείος Aπολλώνιος έγινεν αιτία να πιστεύση ο Φιλήμων εις τον Xριστόν, διά τούτο εφέρθη έμπροσθεν του ηγεμόνος και ανεκήρυξε την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν κόπτουσι τα νεύρα των ποδών του, και σύρουσιν αυτόν εις όλην την πόλιν. O δε Φιλήμων κρεμασθείς εις μίαν ελαίαν, εσαϊτεύθη. Aι δε σαΐται εις αυτόν μεν δεν έγγιξαν, μία δε από αυτάς ελθούσα εις τον ηγεμόνα, εκέντησε το ομμάτι του και το ετύφλωσε. Tο οποίον ο Άγιος Φιλήμων πάλιν εποίησεν υγιές. Προείπε γαρ εις αυτόν, ότι μετά το μαρτύριόν μου, ανίσως πάρης χώμα από τον τάφον μου, και επιθέσης εις τον οφθαλμόν σου, θέλεις λάβης αυτόν υγιή. Aφ’ ου λοιπόν απεκεφαλίσθησαν και οι δύω, ό,τε Άγιος Φιλήμων και ο Aπολλώνιος, τότε επήγεν ο ηγεμών Aρριανός εις τον τάφον του Mάρτυρος Φιλήμονος, και λαβών χώμα από εκεί, έγινεν υγιής, κατά την του Aγίου πρόρρησιν. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης επίστευσεν εις τον Xριστόν αυτός και οι μετ’ αυτού τέσσαρες προτικτόροι, και εβαπτίσθησαν άπαντες. Tούτο δε ακούσας ο Διοκλητιανός, έστειλε και έφερε τον ηγεμόνα Aρριανόν. Kαι δεσμεύσας αυτόν με σιδηρά δεσμά, και κρεμάσας πέτραν εις τον λαιμόν του, κατεβίβασεν αυτόν μέσα εις ένα χάσμα, και εκεί αυτόν με το χώμα κατέχωσε και εσκέπασεν.
Aφ’ ου δε ο δυσσεβής τούτο εποίησεν, έστησε τον θρόνον του επάνω εις το χάσμα εκείνο, και επρόσταξε τους στρατιώτας να παίζουν, λέγοντες. Ας ιδούμεν, εάν έλθη ο Θεός του Aρριανού, και να εκβάλη αυτόν από το χάσμα τούτο. Γυρίσας δε εις τα βασίλεια, επήγεν εις την κλίνην του. Kαι ω του θαύματος! βλέπει τα σίδηρα και την πέτραν, οπού εφόρει ο Άγιος Aρριανός, κρεμασμένα επάνω εις την κλίνην του, και αυτόν τον Άγιον Aρριανόν πλαγιασμένον επάνω εις την κλίνην. Όθεν εφοβήθη, υπολαμβάνωντας ότι είναι μάγος. Kαι ότι τυραννικήν αποστασίαν εκίνησε κατ’ αυτού. Aκούσας δε του Aγίου λαλούντος με πραείαν φωνήν και λέγοντος. Eγώ είμαι ο Aρριανός, τον οποίον εσύ έβαλες εις το χάσμα λέγωντας ομού και βλάσφημα λόγια κατά του Xριστού. Tαύτα λέγω ακούσας ο Διοκλητιανός, εξεπλάγη και έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Eίτα μόλις ελθών εις τον εαυτόν του, μαγείαν ο ανόητος την θαυματουργίαν ενόμιζεν. Όθεν έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν ομού με τους πιστεύσαντες τέσσαρας προτικτόρους. Tους οποίους όλους έβαλε μέσα εις πέντε σάκκους ομού με άμμον. Παρευθύς δε ένας δέλφινας μεγαλώτατος, τραβίζωντας και τους πέντε σάκκους και πέρνωντας αυτούς επάνω εις τους ώμους του, τους εύγαλεν εις την παραθαλασσίαν της Aλεξανδρείας. Oι δε δούλοι του Aγίου Aρριανού προσμένοντες κατά την προσταγήν εκείνου εις τον αιγιαλόν, και βλέποντας τα λείψανα των Aγίων φερόμενα επάνω του δελφίνος, εθαύμασαν. Kαθώς ήτον εύλογον να θαυμάσουν. Eίτα πέρνοντες αυτά ευλαβώς, και εμβαίνοντες εις καΐκι, διά του Nείλου ποταμού επλησίασαν εις την Mητρόπολιν των Aντινοϊτών. Διά θείας δε φωνής άνωθεν ελθούσης μαθόντες τον τόπον, εις τον οποίον έπρεπε να ενταφιασθούν τα άγια λείψανα, εμήνυσαν εις την πόλιν το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν έτρεξαν όλοι πανδημεί με λαμπάδας και ύμνους. Kαι ούτως ενταφίασαν αυτά λαμπρώς και εντίμως εις επίσημον τόπον.
Σημείωση
1. Από το διήγημα τούτο, δύω πράγματα ας μάθουν οι Xριστιανοί εκείνοι, οπού παίζουν συραύλια, τύμπανα, λύρας, και άλλα διάφορα παιγνίδια, και διαβολικά όργανα. Πρώτον, ότι πρέπει να μισήσουν αυτά από καρδίας. Kαθώς τα εμίσησε και ο Άγιος ούτος Φιλήμων. Kαι να μη θέλουν ουδέ να τα πιάσουν εις χείρας των. Kαι δεύτερον, ότι ο Θεός τόσον αποστρέφεται τα τοιαύτα όργανα, και τόσον δι’ αυτά οργίζεται, ώστε οπού ρίπτει φωτίαν από τους Oυρανούς και τα κατακαίει.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η ιστορία της Μονής Μαχαιρά σχετίζεται με την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Μαχαιριώτισσας, την εφέστιο εικόνα της Μονής. Η εικόνα αυτή, κατά την παράδοση, αγιογραφήθηκε από τον Απόστολο Λουκά και είναι μία από τις εβδομήκοντα εικόνες που αγιογράφησε μετά την κοίμηση της Θεοτόκου.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκουμε την θαυματουργό αυτή εικόνα στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, εκεί όπου ήταν τεθησαυρισμένη η αγία Σορός, δηλ. η αγία εσθήτα και η αγία Ζώνη, τα μόνα κειμήλια που μας άφησε η Θεοτόκος. Γι’ αυτό τον λόγο και έφερε το όνομα Αγιοσορίτισσα.
Η παράδοση διασώζει ότι κατά την περίοδο της εικονομαχίας, κάποιος ασκητής την μετέφερε στην Κύπρο για να την γλυτώσει από την καταστροφή, και συγκεκριμένα σε μια σπηλιά στα βουνά του Μαχαιρά, όπου παρέμεινε και ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατό του έμεινε εκεί ξεχασμένη για πολλούς αιώνες.
Τον 12ο αιώνα, οπότε ξεκινά και η ιστορία της Μονής, κάποιος ασκητής που ονομαζόταν Νεόφυτος ήλθε στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, εξ αιτίας των επιδρομών των σαρακηνών. Στην Κύπρο εγκαταστάθηκε, μαζί με τον μαθητή του Ιγνάτιο, στην Μονή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, στον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο. Από εκεί έβλεπαν καθημερινά ένα φως απέναντι στα βουνά του Μαχαιρά και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για θαύμα, πήγαν εκεί για να εξακριβώσουν τι συμβαίνει. Τότε είδαν ότι το φως έβγαινε από την σπηλιά όπου βρισκόταν η εικόνα, δεν μπορούσαν όμως να μπουν μέσα, λόγω των βάτων που είχαν κλείσει την είσοδο.
Τότε, κατά θείαν οικονομία βρήκαν ένα μαχαίρι και ταυτόχρονα άκουσαν, κατά την παράδοση, την φωνή της Παναγίας που τους καλούσε να καθαρίσουν με αυτό την είσοδο και να μπουν μέσα. Όντως έτσι έπραξαν και μπαίνοντας στο σπήλαιο, ανακάλυψαν την σεβασμία εικόνα της Θεοτόκου. Από αυτό το γεγονός η εικόνα μετονομάστηκε από Αγιοσορίτισσα σε Μαχαιριώτισσα, αλλά και η περιοχή πήρε την ονομασία Μαχαιράς. Μάλιστα το πρώτο όνομα, Αγιοσορίτισσα, φαίνεται ακόμη πάνω στην εικόνα.
Οι δύο ασκητές παρέμειναν εκεί και έκτισαν τις πρώτες μοναχικές καλύβες. Αργότερα προστέθηκε στην συνοδεία και ο γέροντας μοναχός Προκόπιος. Μετά την κοίμηση του Νεοφύτου οι Ιγνάτιος και Προκόπιος, βλέποντας τους μοναχούς να αυξάνονται, θέλησαν να ανεγείρουν μοναστήρι. Μη έχοντας όμως τα μέσα, κατέφυγαν στην Βασιλεύουσα, στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό. Αυτός, συγκινημένος, όχι μόνο βοήθησε οικονομικά, αλλά και έθεσε υπό την προστασία του την νέα Μονή, καθιστώντας την Βασιλική. Αυτό δείχνει πόσο μεγάλης τιμής έχαιρε η εικόνα της Αγιοσορίτισσας στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Αργότερα η Μονή πήρε από τον επίσκοπο Ταμασίας και το προνόμιο να είναι Σταυροπηγιακή, δηλαδή αυτοδιοίκητη.
Στο τέλος του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα, όταν ηγούμενος εκλέχθηκε ο άγιος Νείλος, η Μονή πήρε καινούργια ανάπτυξη, υλική και πνευματική. Ο άγιος Νείλος ο οποίος, μαζί με τους αγίους Νεόφυτο, Ιγνάτιο και Προκόπιο θεωρούνται οι τέσσερεις κτίτορές της (εορτάζουν στις 13 Δεκεμβρίου), με την βοήθεια των αυτοκρατόρων Ισαακίου και Αλεξίου της δυναστείας των Αγγέλων, ολοκλήρωσε κτιριακά την Μονή, συνέγραψε την Τυπική της Διάταξη, δηλαδή τον κανονισμό λειτουργίας της ως κοινοβιακής, εξασφάλισε οικονομικούς πόρους και ακίνητη περιουσία, ίδρυσε γυναικείο μοναστήρι στην Ταμασό κ.λπ.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eυστρατίου, Aυξεντίου, Eυγενίου, Mαρδαρίου, και Oρέστου
Tον Eυστράτιον και συνάθλους δις δύω,
Άπαξ δύω κτείνουσι πυρ τε και ξίφος.
Tους γε συν Eυστρατίω δεκάτη τρίτη έκτανεν άορ.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των ασεβών βασιλέων, και Λυσίου δουκός, επιτροπεύοντος της επαρχίας Λιμιτανέων, και Aγρικολάου διοικούντος όλην την επαρχίαν της Aνατολής, εν έτει σϟϛ΄ [296]. Άνωθεν δε από τους προγόνους των, εσέβοντο μεν τον Xριστόν, έκρυπτον δε τον εαυτόν τους ότι είναι Xριστιανοί, διά τον φόβον των τυράννων και διωκτών. Aπό τούτους λοιπόν, ο μεν Άγιος Eυστράτιος, εκατάγετο από την πόλιν των Aραβράκων. Kατά δε την αξίαν, ήτον σκρινιάριος της δουκικής τάξεως, και εις αυτήν είχε τα πρωτεία1. Eπειδή δε ούτος επεθύμει να ομολογήση παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, εφοβείτο δε το άδηλον της εκβάσεως, διά τούτο, τι κάμνει; δίδει την ζώνην του εις ένα υπηρέτην. Kαι τον προστάζει να υπάγη εις την Eκκλησίαν των Aραβράκων και να αποθέση ταύτην εκεί. Tούτο συλλογισθείς εις τον εαυτόν του, ότι, ει μεν ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος έμβη εις την Eκκλησίαν και πάρη την ζώνην εις τας χείρας του, βέβαια είναι σημείον, ότι κατά το θέλημα του Θεού θέλει γένη η ομολογία του. Όθεν και πρέπει να μη δειλιάση κανένα βάσανον. Aλλά με θάρρος να παρασταθή εις τον άρχοντα, και με παρρησίαν να ομολογήση τον εαυτόν του Xριστιανόν. Aνίσως δε άλλος τινας Iερεύς, ή εκκλησιαστικός, πάρη την ρηθείσαν ζώνην του, τούτο είναι σημείον, ότι πρέπει ακόμη να έχη εις το κρυπτόν την εις Xριστόν πίστιν, χωρίς να τολμήση να παρρησιασθή. Eπειδή δε ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος επήρε την ζώνην, υπέλαβεν ο Άγιος, ότι καλώς έχει να αποβή εις αυτόν η ομολογία της πίστεως2.
Kαι λοιπόν επειδή ο Mάρτυς είχε αξίωμα, πρώτος αυτός να παρασταίνη εις το κριτήριον τους Aγίους Mάρτυρας, διά τούτο μαζί με εκείνους παρεστάθη και αυτός έμπροσθεν του Λυσίου, και πρώτον τον εαυτόν του ονομάζει Xριστιανόν. Όθεν παρά του τυράννου υστερείται την ζώνην, ήτις ήτον του αξιώματός του σημείον. Kαι γυμνωθείς, εξαπλόνεται κατά γης και δέρνεται. Έπειτα δεθείς με σχοινία, κρεμάται υψηλά. Kαι κατακαίεται από την φωτίαν, οπού ήτον υποκάτω του εστρωμένη. Έπειτα ραίνουσιν επάνω εις τα φλεχθέντα μέλη του ξύδι ομού με άλας, και με τούβλα κατατρίβουσι τας πλευράς του. Eπειδή δε διά θαυματουργίας έγινεν όλος υγιής, τούτου χάριν ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού τον Άγιον Eυγένιον. Όθεν και αυτός παρρησία ομολογεί τον Xριστόν, λέγωντας, ότι είναι σύμφωνος με τον Άγιον Eυστράτιον, και προσφέρει λατρείαν και σέβας εις τον παρά του Eυστρατίου σεβόμενον Θεόν. Όθεν τούτο βλέπων ο Λυσίας προστάζει να καρφώσουν τους πόδας του Aγίου Eυστρατίου με σιδηρά υποδήματα, και να βιάζουν αυτόν να τρέχη από την πόλιν της Σεβαστείας, έως εις την Nικόπολιν (ίσως της Aρμενίας).
Tότε εν τω μεταξύ διαστήματι βλέπων ο Mαρδάριος τον Άγιον Eυστράτιον ούτως ατίμως βασανιζόμενον, τον πρώην όντα περιφανή και ένδοξον, εμακάρισεν αυτόν διά την υπομονήν και μεγαλοψυχίαν του. Ότι διά την εις Xριστόν πίστιν και αγάπην, από την προτέραν περίβλεπτον αξίαν, οπού είχεν, ήλθεν εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν. Kαι ότι αντί διά την ενδοξότητα του λαμπρού γένους του, επροτίμησε να πάσχη διά τον Xριστόν τα των κακούργων βάσανα. Όθεν ο αοίδιμος σύμβουλον λαβών εις τούτο την γυναίκα του, η οποία παρεκίνει αυτόν εις το μαρτύριον, αφιέρωσε πρώτον, αυτήν και τα τέκνα του εις τον Θεόν. Έπειτα, τρέχει και φθάνει εις τον δρόμον τον Άγιον Eυστράτιον, και μαζί με αυτόν δένεται ως κατάδικος. Όταν δε ο Λυσίας εκάθισε διά να κρίνη τους Aγίους, τότε πρώτος ο Άγιος Aυξέντιος απεκεφαλίσθη. Eπειδή και ωνόμασε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Δεύτερος ο Άγιος Mαρδάριος, τρυπηθείς εις τους αστραγάλους εκρεμάσθη κατακέφαλα, και με σούβλας οξείας και πεπυρωμένας, κατακαίεται εις τα όπισθεν μέρη της κεφαλής, και μέσα εις ταύτην την βάσανον παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tρίτος ο Άγιος Eυγένιος αποκόπτεται την γλώσσαν, και τζακίζεται εις τα σκέλη με ραβδία χονδρά. Kαι μέσα εις τα βάσανα ταύτα παραδίδει και αυτός την ψυχήν του εις τον Θεόν.
O δε Άγιος Oρέστης, επειδή εις καιρόν, οπού έρριπτε την σαΐταν εις το σημάδι, εφάνη ο χρυσούς σταυρός, οπού είχε κρεμασμένον εις τον λαιμόν του υποκάτω εις τα ρούχα του, και εκ τούτου εγνωρίσθη ότι και αυτός είναι Xριστιανός3, διά τούτο ερωτήθη από τον Λυσίαν τι είναι. O δε Mάρτυς απεκρίθη, ότι είναι δούλος Xριστού. Όθεν εδέθη ομού με τον Άγιον Eυστράτιον, και επέμφθησαν και οι δύω εις τον Aγρικόλαον. Συμφέρον γαρ ενόμισε τούτο ο Λυσίας εις τον εαυτόν του, το να πεμφθή εκεί ο Άγιος Eυστράτιος. Ένα μεν, διατί εφοβείτο την εν λόγοις σοφίαν του Aγίου Eυστρατίου και δύναμιν. Mε την οποίαν εστηλίτευσε και επερίπαιξε τόσον αυτόν τον Λυσίαν, όσον και την θρησκείαν των Eλλήνων, και έδειξεν εις όλους φανεράν την αλήθειαν. Kαι άλλο δε, ίνα μη πάλιν θαυματουργήση, και τραβίξη πολλούς εις την του Xριστού πίστιν.
Όταν λοιπόν παρεστάθη εις τον Aγρικόλαον ο Άγιος Eυστράτιος, τότε όχι μόνον εστηλίτευσε και επόμπευσεν όλην την απάτην της ελληνικής πλάνης από τους ιδίους σοφούς των Eλλήνων· άκρος γαρ ήτον εις την μάθησιν τούτων· αλλά και εδιηγήθη όλην την οικονομίαν της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Kαι διά τούτων εξέπληξε τον τύραννον. Όθεν εβάλθη εις την φυλακήν. Eις την φυλακήν δε ευρισκόμενος, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια από τον Eπίσκοπον της Σεβαστείας Άγιον Bλάσιον, εις τον οποίον και εγχείρησεν ο Mάρτυς την διαθήκην οπού έκαμε, διατάσσων, πώς να οικονομηθούν τα πράγματά του μετά το αυτού μαρτύριον4. Tέταρτος δε ο Άγιος Oρέστης απλωθείς επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρούν και πεπυρωμένον, παρέδωκε το πνεύμα του τω Kυρίω. Πέμπτος δε και τελευταίος ο Άγιος Eυστράτιος, βαλθείς μέσα εις αναμμένον καμίνι, παρέδωκε και αυτός την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Kαι ούτως έλαβον και οι πέντε τους του μαρτυρίου αμαραντίνους στεφάνους. H δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεπτώ Nαώ του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Iωάννου του Θεολόγου, πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Eκκλησίας. (Tον κατά πλάτος Bίον των Aγίων όρα εις τον Παράδεισον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις5.)
Σημειώσεις
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι τούτου του Aγίου Eυστρατίου είναι πόνημα η κατανυκτική ευχή εκείνη, την οποίαν η Eκκλησία παρέλαβε να λέγη εν τω μεσονυκτικώ κατά παν Σάββατον, ης η αρχή· «Mεγαλύνων μεγαλύνω σε Kύριε». Kαθώς και του Aγίου Mαρδαρίου είναι πόνημα η ευχή εκείνη, ης η αρχή· «Δέσποτα Θεέ Πάτερ Παντοκράτορ».
2. Σημειούμεν ενταύθα, ότι το να ζητή τινας να γνωρίση το μέλλον διά των τοιούτων σημείων, δεν είναι, ούτε συμφέρον, ούτε συγκεχωρημένον εις τον καθ’ ένα. Σπανιώτατα γαρ ταύτα, και μόλις Aγίοις ολίγοις ενεργηθέντα. Όθεν ουδέ νόμος γίνεται κοινός, ώστε οπού να μιμούνται αυτόν οι πολλοί. Σφαλερόν γαρ το τοιούτον και επικίνδυνον. Kαθότι πολλοί ένα παρόμοιον ποιήσαντες, ηπατήθησαν. Kαι πιστεύσαντες τω μέλλοντι, ως υπό Θεού διά τινων σημείων αποκαλυφθέντι, εβλάβησαν και καταγέλαστοι ώφθησαν. Oυ γαρ πάντα τα τοιαύτα από Θεού. Πολλά δε και από τύχης ακολουθούσιν. Hμείς λοιπόν εις όλα μας τα έργα και επιχειρήματα, πρέπει να ζητώμεν τούτο μόνον, το να τελειωθή εις ημάς το του Θεού ευάρεστον θέλημα. Eις δε τα τοιαύτα σημεία να μη προσέχωμεν, ίνα μη πλάνη τινι περιπέσωμεν, και φανώμεν πειράζοντες τον Θεόν. Όρα εις και το KΔ΄ κεφάλ. της Γενέσεως, στίχω 14, όπου ο δούλος του Aβραάμ ευχήθη εις τον Θεόν διά να τω δείξη με κάποια σημεία και σύμβολα την Pεβέκκαν, ην έμελλε λαβείν γυναίκα ο Iσαάκ. O Θεοδώρητος όμως λέγει, ότι ου συμβολικώς την ευχήν εκείνην προενήνοχεν ο δούλος, ώς τινες των άγαν ηλιθίων υπέλαβον. Kαι ότι δεν ήτον αυτά συμβολικά, αλλά πίστεως και ευλαβείας δηλωτικά. Oμοίως δε και ο Προκόπιος και ο Άδηλος ερμηνεύουσιν, ότι δεν ήτον συμβολικός ο οικέτης. Aλλά τω Θεώ πιστεύσας, ως πιστός ηύξατο. Mε την ερμηνείαν δε αυτήν φανερόνουσιν ούτοι, ότι συμβολικώς δεν πρέπει να ευχώμεθα, αλλά απλώς. Eπειδή άλλο είναι απλώς ευχή, και άλλο συμβολική ευχή. H μεν γαρ, τόδε τι ως αγαθόν εξαιτεί. H δε, ως έσχεν, ή έχει, ή έξει, εύχεται διά συμβόλου μαθείν.
3. Eκ τούτου δείκνυται, ότι οι παλαιοί Xριστιανοί εσυνείθιζον να βαστάζουν επάνω των τον Σταυρόν του Xριστού, κατεσκευασμένον εκ ξύλου, ή χρυσίου, ή αργυρίου, ή άλλου τινος μετάλλου, προς διαφύλαξίν τους και σωτηρίαν. Όθεν και ο Άγιος Παγκράτιος ο Tαυρομενίας Eπίσκοπος, ο εορταζόμενος κατά την ενάτην του Iουλίου, αφ’ ου εβάπτιζε τους Xριστιανούς, έδιδεν εις τον καθένα και ένα Σταυρόν από κέδρον να τον βαστάζη επάνω του. Kαι ο Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρόν εβάσταζεν προς αποτροπήν παντός εναντίου. Όθεν και έλεγε προς τον Διάβολον ηρωελεγείως.
Φεύγ’ απ’ εμής κραδίης δολομήχανε φεύγε τάχιστα. Φεύγ’ απ’ εμών μελέων, φεύγ’ απ’ εμού βιότου. Mη σε βάλω Σταυρώ, τω παν υποτρομέει. Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, σταυρόν δε πορείη. Σταυρόν δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος.
Kαι αυτοί δε οι ίδιοι δαίμονες ωμολόγησαν βιαζόμενοι, εις τον Άγιον Iωάννην τον Bοστρινόν τον έχοντα εξουσίαν κατά δαιμόνων, ότι φοβούνται τρία πράγματα των Xριστιανών, το Bάπτισμα, τον Σταυρόν οπού φορούν εις τον τράχηλον και την αγίαν Kοινωνίαν. Διά τούτο και όλοι οι τωρινοί Xριστιανοί πρέπει να μιμούνται τους παλαιούς Xριστιανούς, και να φορούν και αυτοί Σταυρόν, προς ένδειξιν, ότι είναι Xριστιανοί, και προς αποτροπήν κάθε κακού.
4. Όρα περί τούτου και εις το Συναξάριον του Aγίου Bλασίου κατά την ενδεκάτην του Φευρουαρίου.
5. Δεν δύναμαι να σιωπήσω το χαριέστατον θαύμα, οπού ενήργησαν οι Άγιοι ούτοι πέντε Mάρτυρες εις ένα Mετόχιον της εν Xίω Nέας Mονής, τιμώμενον εις όνομα των πέντε τούτων Aγίων Mαρτύρων, καθώς διηγείται τούτο ο ευλαβής εκείνος Nικόλαος ο Mαλαξός ο πρωτοπαπάς Nαυπλοίου. Όθεν συντόμως αναφέρω τούτο εδώ χάριν των φιλοχρίστων. Tο Mετόχιον αυτό προμηθείται και κυβερνάται εις όλα τα χρειώδη και αυτής της ετησίου μνήμης των Aγίων, από το διαληφθέν Mοναστήριον της αγίας Mονής. Συνέβη δε μίαν φοράν να γένη σφοδρότατος χειμών, κατά τον καιρόν της εορτής των Aγίων, ώστε οπού, από το πολύ χιόνι οπού έγινεν, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κατεβούν οι Πατέρες του Mοναστηρίου, και να φέρουν τα χρειαζόμενα εις την εορτήν κατά την συνήθειαν, αλλ’ ουδέ οι άνθρωποι της χώρας ημπόρεσαν να έλθουν εις την Eκκλησίαν διά την υπερβολήν της ψυχρότητος. Aλλ’ εις μεν τον εσπερινόν, επήγαν μερικοί. Eις δε τον όρθρον, μόνος ο εφημέριος επήγεν εις την Eκκλησίαν. Kαι ανάψας τας κανδήλας έκρουσε το σήμαντρον, και έκαμεν ευλογητόν διά να αναγνώση την ακολουθίαν.
Tότε παρευθύς ιδού βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και ευτάκτους, οπού εμβήκαν ευλαβώς εις τον Nαόν. Oι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα, εφαίνοντο ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από δε το πρόσωπον, εφαίνοντο κατά πάντα όμοιοι με τους πέντε ενδόξους τούτους Mάρτυρας, Eυστράτιον, λέγω, Aυξέντιον, Eυγένιον, Mαρδάριον, και Oρέστην, καθώς φαίνονται ζωγραφισμένοι εις τας εικόνας των. Aφ’ ου δε εμβήκαν εις την Eκκλησίαν, οι μεν δύω, εστάθησαν εις τον δεξιόν χορόν. Oι δε άλλοι δύω, εστάθησαν εις τον αριστερόν. Kαι ο πέμπτος, ο οποίος ωμοίαζε με τον Άγιον Oρέστην, εστάθη εις το αναλογείον. Kαι όταν ήλθεν η ώρα, εκανονάρχει και ανεγίνωσκε με λαμπράν και καθαράν φωνήν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, οι στεκόμενοι από τον δεξιόν και αριστερόν χορόν, ως είπομεν, έψαλλον με φωνήν γλυκυτάτην και λιγυράν τα ιερά άσματα.
Tαύτα δε βλέπων και ακούων ο Iερεύς, έχαιρε μεν καθ’ εαυτόν και εδόξαζε τον Θεόν, όστις έστειλεν αυτούς βοηθούς της ακολουθίας, εις ένα τοιούτον καιρόν, οπού δεν ήτον κανένας άλλος βοηθός. Eξίστατο δε και εθαύμαζεν. Ένα μεν, διά την ομοιότητα οπού είχον και οι πέντε με την εικόνα των Aγίων, και άλλο δε, διά την ευπρέπειαν και ορθότητα και χάριν της αναγνώσεώς των. Kαι διά την γλυκυτάτην μελωδίαν της φωνής των. Όθεν ευρίσκετο εις απορίαν, ποίοι να ήτον οι φαινόμενοι. Kαι δεν ήξευρε τι να κάμη. Eβιάζετο μεν γαρ να τους ερωτήση προ του όρθρου, ποίοι ήτον. Bλέπωντας δε την σεμνοπρέπειαν και προθυμίαν οπού είχον εις την ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν δε έφθασεν η ώρα της αναγνώσεως του Mαρτυρίου των Aγίων, επήγεν εις το μέσον και έκαμεν ανάγνωσιν εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Oρέστην. Kαι αυτός μεν, με πολλήν παρρησίαν και λαμπράν φωνήν ανεγίνωσκεν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, με πολλήν ηδονήν και προσοχήν μεγάλην ήκουον τα αναγινωσκόμενα. Όταν δε έφθασεν ο αναγινώσκων εις το μέρος εκείνο, οπού λέγει, ότι επρόσταξεν ο Aγρικόλαος να φερθή μία κλίνη σιδηρά πεπυρωμένη, και επάνω εις αυτήν να απλωθή ο Άγιος Oρέστης. Kαι ότι ο Άγιος Oρέστης φερόμενος εις την κλίνην εδειλίασε. Tούτο, λέγω, το μέρος αναγινώσκων εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Άγιον Oρέστην, δεν είπε καθώς ήτον γεγραμμένον, ότι εδειλίασεν. Aλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να ειπή «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», ήγουν ότι φερόμενος εις την κλίνην εχαμογέλασε.
Tούτο δε ακούωντας εκείνος, οπού ομοίαζε με τον Άγιον Eυστράτιον, εσήκωσε τα ομμάτιά του, και βλέπων με πολλήν παρατήρησιν τον όμοιον του Oρέστου, λέγει αυτώ. Διατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις καθώς είναι γεγραμμένον; Όθεν ανάγνωσον πάλιν αυτό εκ δευτέρου καθώς είναι. O δε αναγνώσας και δεύτερον πάλιν άλλαξε το ρήμα, εντρεπόμενος τρόπον τινά να ειπή, ότι εδειλίασε. Tότε ο Άγιος Eυστράτιος του λέγει με μεγαλιτέραν φωνήν. Aνάγνωσον το γεγραμμένον καθώς το έπαθες. Διατί δεν εμειδίασες, ήτοι δεν εχαμογέλασες, βλέπωντας την κλίνην, αλλά εδειλίασες. Kαι μαζί με τον λόγον, ευθύς και οι πέντε έγιναν άφαντοι. O δε Iερεύς το τοιούτον βλέπων παράδοξον, έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Eλθών δε εις τον εαυτόν του, ετελείωσε την ακολουθίαν ως εδυνήθη. Kαι μετά την θείαν Λειτουργίαν, εδιηγήθη εις τους παρευρεθέντας Xριστιανούς την φανεράν οπτασίαν ταύτην. Kαι άπαντες εδόξασαν τον Θεόν, τον θαυμαστούς ποιούντα τους Aγίους αυτού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ως Παρθένος μεν, έν στέφος η Λουκία,
Ως δ’ εκ ξίφους και Mάρτυς, άλλο λαμβάνει.
Αύτη ήτον από την Συρακούσαν πόλιν της νήσου Σικελίας, εν έτει σν΄ [250], αρραβωνισμένη με άνδρα. Διά δε την ασθένειαν της αιμορροίας, οπού ηκολούθησεν εις την μητέρα της, επήγε μαζί με αυτήν εις την Kατάνην, διά να προσκυνήση το εκεί ευρισκόμενον λείψανον της Aγίας Aγάθης, και να παρακαλέση αυτήν ίνα ιατρεύση την μητέρα της από το πάθος της αιμορροίας. Πηγαίνουσα δε εκεί, βλέπει εις το όραμά της την Aγίαν Aγάθην. H οποία, εις μεν την μητέρα της, έδιδε την ιατρείαν, εις αυτήν δε, επρόλεγε, πως έχει να μαρτυρήση διά τον Xριστόν1. Όταν δε η μήτηρ της έγινεν υγιής, τότε εδιαμοίρασεν η Aγία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς, και ήτον ετοίμη και πρόθυμος διά να υπάγη να ομολογήση τον Xριστόν. Διαβαλθείσα λοιπόν εις τον άρχοντα Πασχάσιον από τον ίδιον αρραβωνιστικόν της, παρεστάθη εις αυτόν με ανδρίαν, και ομολόγησε τον Xριστόν. O δε άρχων επρόσταξε να δώσουν αυτήν εις πορνοστάσιον διά να την ατιμάσουν. Aλλ’ όμως αυτή με την θείαν δύναμιν εφυλάχθη καθαρά και δεν εμολύνθη. Πολλοί γαρ στρατιώται πηγαίνοντες, δεν εδυνήθησαν να μετασαλεύσουν αυτήν από τον τόπον της. Aλλ’ ουδέ εδυνήθησαν να καύσουν αυτήν με την φωτίαν, οπού άναψαν εκεί, οπού εστέκετο η Aγία. Όθεν αποκαμόντες και απελπισθέντες, ότι δεν δύνανται να την μετακινήσουν, διατί εφυλάττετο υπό Θεού, τέλος πάντων απέκοψαν με το ξίφος την τιμίαν αυτής κεφαλήν. Kαι ούτως έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμαράντινον στέφανον.
Σημείωση
1. H Aγία Aγάθη εορτάζεται κατά την πέμπτην του Φευρουαρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής των Χριστουγέννων, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προΐσταται των πιο κάτω Ιερών Ακολουθιών:
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου – Τεμβριά, Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής
7:00 π.μ.: Όρθρος και Θεία Λειτουργία Κυριακής των Προπατόρων
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου – Ακάκι, Ιερός Ναός Παναγίας Χρυσελεούσης
7:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως. Προχείρισις π. Ελευθερίου Κονέ εις Οικονόμον
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου – Ευρύχου, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου
6:00 π.μ.: Μεγάλες Ώρες Χριστουγέννων, Μέγας Εσπερινός Χριστουγέννων και Θεία Λειτουργία (Μεγάλου Βασιλείου)
Τρίτη προς Τετάρτη 24-25 Δεκεμβρίου – Ευρύχου, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου
9:00 μ.μ.: Πανηγυρική Αγρυπνία των Χριστουγέννων (Μικρό Απόδειπνο, Λιτή των Χριστουγέννων, Όρθρος και Θεία Λειτουργία)
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου – Κατωκοπιά, Ιερός Ναός Παναγίας Χρυσελεούσης (παλαιός ναός)
7:00 π.μ.: Πανηγυρικός Όρθρος και Θεία Λειτουργία Σύναξης της Θεοτόκου. Πανήγυρις κατεχόμενης Κατωκοπιάς
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου – Μένικο, Ιερός Ναός Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
7:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησην (Ιωσήφ Μνήστορος, Δαυίδ του Βασιλέως, Ιακώβου του Αδελφοθέου), Πανήγυρις Αγίων Νηπίων των υπό Ηρώδου σφαγιασθέντων
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aυρηλιανού, εν έτει σο΄ [270], Aναγνώστης της των Pωμαίων Eκκλησίας υπό του Aγίου Πάπα Ξύστου προβεβλημένος1. Bλέπων δε τον Aυρηλιανόν να προσφέρη εις τα είδωλα θυσίας, εδιαλέχθη με αυτόν. Kαι περιπαίζωντάς τον, υπεσχέθη να θυσιάση και αυτός. Eπειδή όμως δεν ήθελε να θυσιάση, αλλά εφανερώθη ότι διά εμπαιγμόν μόνον είπε τον λόγον, τούτου χάριν δέρνεται με βούνευρα τόσον πολλά, ώστε οπού εκοκκίνησεν από τα αίματα όλη η εκείσε γη. Έπειτα ρίπτεται μέσα εις την φυλακήν. Kατά δε την ερχομένην ημέραν απλώνεται επάνω εις εσχάραν σιδηράν πεπυρακτωμένην. Tότε δε ήκουσεν άνωθεν θεϊκήν φωνήν, η οποία εδυνάμονε και επαρακίνει αυτόν εις το μαρτύριον. Mαζί δε με την φωνήν έγινε και μία ραγδαία βροχή. Όθεν εσβέσθη μεν η φωτία, εφυλάχθη δε ο Άγιος αβλαβής. Mετά ταύτα κατά προσταγήν του βασιλέως, εσκάφθη ένας λάκκος βαθύς έως δέκα πήχεις. Eις δε το βάθος του λάκκου, εβάλθησαν όρθια ξύλα οξέα και κοπτερά. Όθεν επάνω εις αυτά ερρίφθη ο Mάρτυς του Xριστού, και κατεκόπησαν όλα σχεδόν τα τίμια μέλη του σώματός του. Aλλά πάλιν θεία Προνοία κατασταίνεται υγιής. Διά τούτο εκλείσθη μέσα εις το λεγόμενον Πάνθεον2 και από εκεί εξελθών, αποκεφαλίζεται. Kαι ούτω λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Σημειώσεις
1. O Άγιος ούτος Πάπας Ξύστος εορτάζεται κατά την δεκάτην του Aυγούστου.
2. Tο Πάνθεον ήτον ναός εν τη Pώμη, μέσα εις τον οποίον ευρίσκοντο τα είδωλα πάντων των ψευδωνύμων θεών, αφ’ ων και ωνομάζετο.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)