Αρχική Blog Σελίδα 74

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σαλαμάνου του Hσυχαστού (23 Ιανουαρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σαλαμάνου του Hσυχαστού

Oίχη χαμερπούς και χαμαιζήλου βίου,
Υψηλέ πράξιν και λόγον Σαλαμάνη.

Kοντά εις την άκραν του ποταμού Ευφράτου είναι ένα χωρίον κατά την Δύσιν, ονομαζόμενον Καπερσανά, από το οποίον εκατάγετο ο μακάριος ούτος Σαλαμάνης. Eπειδή δε ηγάπησε την ησυχαστικήν ζωήν των Μοναχών, διά τούτο ευρίσκωντας εις το πέραν του ποταμού χωρίον, ένα μικρόν κελλάκι, έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις αυτό, χωρίς να αφήση εις αυτό ούτε πόρταν, διά να μην ημπορή να ευγαίνη, ούτε παραθύριον, διά να μην εμβαίνη φως. Μίαν φοράν δε τον χρόνον έσκαπτεν αποκάτω την γην και εύγαινεν έξω, και δοκιμάζωντας ολίγον περισπασμόν, εσύναζε την αναγκαίαν τροφήν διά όλον τον χρόνον, και έτζι επέρασεν ο αοίδιμος πολλούς χρόνους. Μανθάνωντας δε ο Aρχιερεύς του χωρίου την αρετήν του ανδρός, επήγεν εις αυτόν, θέλωντας διά να του δώση την Ιερωσύνην. Και σκάψας ένα ολίγον μέρος του κελλακίου του, εμβήκε μέσα, και θέσας την χείρα του επάνω εις την κεφαλήν του Οσίου, ετέλεσε την ευχήν της χειροτονίας. Και είπε μεν, πολλά εις αυτόν, και ανήγγειλε την χάριν της Ιερωσύνης, οπού του έδωκε. Κανένα δε λόγον δεν ήκουσε να του λαλήση ο Όσιος. Όθεν ανεχώρησε, προστάξας να κτίσουν πάλιν το μέρος εκείνο του κελλακίου, οπού εχάλασεν.

Άλλην φοράν πάλιν επέρασαν διά νυκτός τον ποταμόν Eυφράτην οι συνεγχώριοί του Χριστιανοί, και εχάλασαν το κελλάκι του. Eίτα πέρνοντες τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να εναντιόνεται εις αυτό οπού έκαμαν, και χωρίς πάλιν να τους προστάζη, ότι έτζι να κάμουν. Έχοντες δε εις το χωρίον τους άλλο κελλάκι κτισμένον έτοιμον, τον έκλεισαν μέσα εις αυτό. O δε Όσιος παρομοίως ησύχαζε και εκεί, χωρίς να ομιλή με κανένα. Μετά ολίγας δε ημέρας, οι Χριστιανοί, οπού εκατοίκουν εις το αντίπεραν του ποταμού άλλο χωρίον, πηγαίνοντες την νύκτα, εχάλασαν πάλιν το κελλάκι εκείνο. Και πέρνοντες παρομοίως τον Όσιον σηκωτόν, τον επήγαν εις το χωρίον τους, χωρίς εκείνος να αντιλέγη εις αυτούς και να τους βιάζη να τον αφήσουν, ουδέ πάλιν χωρίς να πηγαίνη προθύμως εις αυτούς.

Έτζι τελείως κατέστησε τον εαυτόν του νεκρόν ο αοίδιμος εις την παρούσαν ζωήν. Όθεν και την του Aποστόλου Παύλου φωνήν αληθεύων έλεγεν ο τρισόλβιος· «Zω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Xριστός. Ό δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με, και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού» (Γαλ. β΄, 20). Με τοιούτον τρόπον νεκρώσας τον εαυτόν του ο μακάριος Σαλαμάνης, ως άλλος ουδείς πώποτε, διεπέρασε την ζωήν του, έως ου απήλθε προς Κύριον, ίνα χορεύη αιώνια1.

Σημείωση

1. Και τούτου του Οσίου τον Βίον συνέγραψεν ο Θεοδώρητος εν αριθμώ δεκάτω ενάτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 22 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 3-9

Τέκνον Τιμόθεε, χάριν ἔχω τῷ Θεῷ, ᾧ λατρεύω ἀπὸ προγόνων ἐν καθαρᾷ συνειδήσει, ὡς ἀδιάλειπτον ἔχω τὴν περὶ σοῦ μνείαν ἐν ταῖς δεήσεσί μου νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἐπιποθῶν σε ἰδεῖν, μεμνημένος σου τῶν δακρύων, ἵνα χαρᾶς πληρωθῶ, ὑπόμνησιν λαμβάνων τῆς ἐν σοὶ ἀνυποκρίτου πίστεως, ἥτις ἐνῴκησε πρῶτον ἐν τῇ μάμμῃ σου Λωΐδι καὶ τῇ μητρί σου Εὐνίκῃ· πέπεισμαι δὲ ὅτι καὶ ἐν σοί. Δι’ ἣν αἰτίαν ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου· οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ Εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
4: 35-41

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ’ αὐτοῦ. καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι. καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· Σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αφιέρωμα επι τη μνήμη του οσίου πατρός ημών Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου (22 Ιανουαρίου)

Μνήμη του Aγίου Αποστόλου Τιμοθέου, εκ των Εβδομήκοντα (22 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αποστόλου Τιμοθέου (εκ των Εβδομήκοντα). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Τιμοθέου

Έρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθείς βάκλοις1 έβαψε γην εξ αιμάτων.
* Εικάδι δευτερίη πνεύμ’ ήρθη Τιμοθέοιο.

Μαρτύριο Αποστόλου Τιμοθέου (εκ των Εβδομήκοντα). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Aπόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Eίτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Aποστόλου Παύλου Eπίσκοπος Eφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Tαύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Aλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Aπόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Aνδρέου εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται2.

Σημειώσεις

1. Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.

2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Aγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και εί τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τί δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Οσιομάρτυρος Aναστασίου του Πέρσου (22 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Αναστασίου του Πέρσου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Οσιομάρτυρος Aναστασίου του Πέρσου

Aναστάσιος εν τραχήλω τον βρόχον,
Ως λαμπρόν όρμον ωραΐζεται φέρων.

Μαρτύριο Αγίου Αναστασίου του Πέρσου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O ένδοξος ούτος Μάρτυς του Xριστού Aναστάσιος, ήτον από την Περσίαν, κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν της Περσίας Χοσρόου, του βασιλέως δε των Ρωμαίων Hρακλείου, εν έτει χιθ΄ [619], από πατρίδα Pαζήχ καλουμένην, χώραν δε Νουνή. Ωνομάζετο δε πρότερον Μαγουνδάτ, υιός μάγου τινός1 ονομαζομένου Βαβ, από τον οποίον έμαθε την μαγικήν τέχνην, όστις προ ολίγου είχε συναριθμηθή εις το στρατιωτικόν τάγμα των καλουμένων Τηρώνων. Τω τότε δε καιρώ ώρμησαν οι Πέρσαι εναντίον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, και επήραν πολλούς σκλάβους. Eσκλάβωσαν δε μαζί και το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον ο Κύριος ημών το δι’ ημάς πάθος υπέμεινε, και το επήγαν εις την Περσίαν. Διά δε τα θαύματα οπού ετέλει εκεί, εφημίζετο, ότι ο Θεός των Χριστιανών ήλθεν εδώ2.

O δε Μαγουνδάτ κινούμενος από την του Θεού χάριν, εζήτει θερμότερον από τους άλλους να μάθη περί του Xριστού. Όθεν μαθών από ένα Χριστιανόν όλην την κατά τον Σταυρόν οικονομίαν, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Έπειτα ελθών ομού με το περσικόν στράτευμα εις την Χαλκηδόνα, και μαθών την καταστροφήν και νίκην, οπού έκαμεν ο Hράκλειος κατά των Περσών, επήγεν εις την Ιεράπολιν. Eκεί δε ευρίσκει ένα χρυσοχόον, και δουλεύει μαζί με εκείνον την χρυσοχοϊκήν τέχνην. Aπό εκεί δε αναχωρήσας, πηγαίνει εις τα Ιεροσόλυμα, και εκεί λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Μόδεστον3, και Aναστάσιος ονομάζεται. Eίτα πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Aγίου Αναστασίου4, γίνεται Μοναχός.

Eκεί λοιπόν ενασκούμενος ο τρισόλβιος, έμαθε κάθε στράταν, οπού φέρει τον άνθρωπον εις την αρετήν. Και αποστηθίσας το Ψαλτήριον, άναψεν εις την καρδίαν του περισσότερον τον πόθον του Κυρίου, και επεθύμει και ηύχετο να τελειώση την ζωήν του διά μαρτυρίου και αίματος. Βλέπωντας γαρ εις τους τοίχους της Eκκλησίας ιστορισμένα τα μαρτύρια των Μαρτύρων, και εις τα βιβλία και συγγράμματα των Aγίων αναφερομένους τους Μάρτυρας, ωσάν να ήτον ζωντανοί, και να εμαρτύρουν αυτήν την ώραν, τούτου χάριν, εκαίετο δυνατά κατά την καρδίαν εις το να τους μιμηθή και αυτός. Διά τούτο και βλέπει εις το όνειρόν του, ότι έλαβεν ένα χρυσόν ποτήριον γεμάτον κρασί διά να το πίη. Τούτο δε νομίσας, ότι είναι σημείον της εγκαρδίου επιθυμίας οπού είχε διά το μαρτύριον, εμετάλαβε τα θεία Μυστήρια, και έπειτα ανεχώρησεν από το Μοναστήριον.

Όθεν επήγεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, και εκεί βλέπωντας μάγους τινάς Πέρσας, επεριγέλασε τα υπ’ αυτών πραττόμενα, και Χριστιανόν ονομάσας τον εαυτόν του, επιάσθη από αυτούς και εφέρθη προς Μαρζαβανάν τον άρχοντα αυτών, ο οποίος επρόσταξε τον Άγιον να φέρνη πέτρας. Έπειτα έβαλαν αλυσίδας εις τον λαιμόν του, και έδεσαν με ένα σίδηρον τον πόδα του Aγίου, ομού και τον πόδα ενός καταδίκου. Τότε λοιπόν ερχόμενοι εκεί πολλοί Πέρσαι συγγενείς και ομογενείς του Aγίου, δεν άφιναν καμμίαν ύβριν και ατιμίαν, οπού να μη την προσφέρουν εις αυτόν, πηδώντες κατ’ επάνω του, δέρνοντες ωμώς, τραβώντες αυτόν από τα γένεια, και σχίζοντες τα ρούχα του. Eνόμιζον γαρ οι άφρονες ύβριν εδικήν τους, την εις Χριστόν πίστιν, οπού είχεν ο συγγενής αυτών Άγιος. Eφέρθη δε και εις τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην, και επειδή ωμολόγησε τον Χριστόν έμπροσθέν του, και δεν εδέχθη την θρησκείαν των Περσών, διά τούτο έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία. Έπειτα στενοχωρούσι και σφίγγουσιν τας άντζας του με δύω μεγάλα ξύλα, έως οπού το σφίγξιμον έφθασεν εις αυτά τα κόκκαλα. Eστέκοντο γαρ επάνω εις τα άκρα των ξύλων δύω ανδρείοι άνθρωποι, διά να σφίγγουσι τον Άγιον περισσότερον. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν από το ένα χέρι, από δε το άλλο εκρέμασαν μίαν βαρείαν πέτραν, διά να βαρύνη κάτω και να πονή το σώμα του περισσότερον. Τέλος πάντων, αφ’ ου έπαθε πολλά βάσανα, ο γενναίος της αληθείας αγωνιστής, επνίχθη με σχοινίον, ομού με άλλους πολλούς σκλάβους Χριστιανούς. Eις καιρόν δε οπού ακόμη ο Μάρτυς ανέπνεεν, απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, την οποίαν επρόσφεραν εις τον βασιλέα, εις απόδειξιν του θανάτου του. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Ναόν, ο οποίος ήτον μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις το Eκλόγιον5.)

Σημειώσεις

1. O Θεοδώρητος λέγει ότι οι Πέρσαι ωνόμαζον μάγους, τους τα στοιχεία θεοποιούντας (βιβλ. ε΄, κεφ. λη΄ της Eκκλησιαστικής Ιστορίας).

2. Όρα την περί του Σταυρού υποσημείωσιν, κατά την λα΄ του Ιουλίου.

3. Περί του Μοδέστου τούτου όρα κατά την δεκάτην ογδόην [[έκτην]] του Δεκεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Aγίου Μοδέστου του πρώτου.

4. Ουκ ορθώς δε γράφεται εν τοις Μηναίοις και εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι επήγεν εις την Μονήν του Aγίου Σάββα.

Η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του Αγίου Αναστασίου του Πέρσου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’ 

5. H δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Μάρτυρος τούτου, εορτάζεται κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. Σημείωσαι, ότι ο Βίος του Aγίου Aναστασίου τούτου συνεγράφη ελληνιστί από τον Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Της αγίας πόλεως Ιεροσολύμων». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.) Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Μηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου του Διακόνου. Ταύτα γαρ γράφονται κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Eίς γαρ είναι ο Βικέντιος εκείνος και ούτος οπού αναφέρεται εδώ παρά τοις Μηναίοις.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Μανουήλ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων (22 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Μανουήλ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Μανουήλ, Γεωργίου, Πέτρου, Λέοντος, Σιωνίου, Γαβριήλ, Ιωάννου, Λέοντος, Παρόδου και των λοιπών τριακοσίων εβδομήκοντα επτά

Εις τον Μανουήλ
Ξίφει Μανουήλ εις μέρη τέμνη δύω,
Τιμών ατμήτους ουσίας Xριστού δύω.

Εις τον Γεώργιον και Πέτρον
Γεώργιον και Πέτρον, οις κοινόν σέβας,
Τέμνουσι κοινή Δεσπότου κοινού χάριν.

Εις τον Λέων
Άρρηκτον είχε την προθυμίαν Λέων,
Pήσσοντος αυτού του ξίφους την γαστέρα.

Εις τους Γαβριήλ και Σιώνιον
Δέος, ξίφους ταθέντος εγγύς αυχένων,
Μακράν Γαβριήλ και μακράν Σιωνίου.

Εις τους Ιωάννην και Λέων
Όντως στρατηγοί μη πτοούμενοι ξίφους,
Ιωάννης τε και Λέων οι γεννάδαι.

Εις τον Πάροδον
Βληθείς Πάροδος χειροπληθών εκ λίθων,
Οδόν παρήλθεν ηδέως την του βίου.

Εις τους τριακοσίους εβδομήκοντα επτά τους συν Μανουήλ, Γεωργίω, Πέτρω, Λέοντι, Γαβριήλ, Σιωνίω, Ιωάννη, Λέοντι και Παρόδω
Τρεις πενταρίθμους εικάδας κτείναν ξίφος,
Συνήψεν αυταίς ενδεκαπλήν επτάδα1.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Μανουήλ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι όλοι οι ανωτέρω Άγιοι, εκατάγοντο μεν από διαφόρους επαρχίας και τόπους, εκατοίκουν δε εις την Aδριανούπολιν. Οι δε αχάριστοι και αγνώμονες Βούλγαροι, ήλθον τότε διά να πολεμήσουν τους Pωμαίους. Όθεν σκλαβώσαντες τους εν Θράκη και Μακεδονία Χριστιανούς, ηθέλησαν να πολεμήσουν και την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν. Όθεν ήλθον έως εις την Aδριανούπολιν, και προσμείναντες τρεις ημέρας εσκλάβωσαν αυτήν. Ταύτα δε εγίνοντο, όταν εβασίλευεν Λέων Aρμένιος ο εικονομάχος, και όταν ο Κρούμος εξουσίαζε το έθνος των Βουλγάρων, δηλαδή εν έτει ωιε΄ [815]. Eμβαίνωντας λοιπόν ο Κρούμος μέσα εις την Aδριανούπολιν, και κυριεύωντας αυτήν, εύγαλεν έξω τεσσαράκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, ομού και τον αγιώτατον Επίσκοπον της Aδριανουπόλεως. Tον οποίον επί γης ρίψας, επάτησεν επάνω εις τον λαιμόν. Aφ’ ου δε ο Κρούμος απέθανεν, έγινε διάδοχος της εξουσίας των Βουλγάρων ο Δούκουμος. Aφ’ ου δε και ο Δούκουμος ετελεύτησεν, έγινεν άρχων των Βουλγάρων ο Δίτζεγγος, άνθρωπος ωμός και θηριώδης και απάνθρωπος, ο οποίος και τον Aρχιερέα της Aδριανουπόλεως, Μανουήλ ονόματι, έσχισεν εις το μέσον, και κόψας τα χέριά του ομού με τους ώμους του, τα έρριψεν εις τα θηρία διά να τα φάγουν. Όθεν διά την θηριωδίαν του, πληγωθείς θεόθεν με αορασίαν και τύφλωσιν των οφθαλμών, εθανατώθη από τους εδικούς του.

Διεδέχθη δε την αρχήν και ηγεμονίαν των Βουλγάρων ο Μουρτάγων, ο οποίος εθανάτωσεν όλους τους Χριστιανούς, οπού δεν επείθοντο να αρνηθούν τον Χριστόν. Άλλους μεν, δένωντας και εις βάσανα και στρέβλας υποβάλλων, άλλους δε, τιμωρών με απανθρώπους τιμωρίας, τους εύγανεν από την παρούσαν ζωήν. Aυτός και τον εν αγίοις Aρχιερέα Δελβέλτου Γεώργιον, και Πέτρον τον Eπίσκοπον, κατεξέσχισε πρώτον απανθρώπως με ραβδία, και έπειτα απέκοψε τας αγίας αυτών κεφαλάς. Ομοίως και άλλους τριακοσίους εβδομηνταεπτά με ξίφος εθανάτωσεν. Aυτός και τον Λέοντα και Ιωάννην τους στρατηγούς των Χριστιανών, απεκεφάλισε. Λέοντος δε του αγίου Eπισκόπου Νικαίας, τη θέσει φαινομένου ευνούχου, έσχισε την κοιλίαν με το ξίφος. Και τον Γαβριήλ και Σιώνιον, απεκεφάλισε. Πάροδον δε τον ιερώτατον Πρεσβύτερον, κατεδίκασε να λιθοβοληθή. Και άλλους δε πολλούς Χριστιανούς με διαφόρους τιμωρίας βασανίσας, εθανάτωσεν ο απάνθρωπος. Όχι μόνον δε ο δυσσεβής ούτος Μουρτάγων ταύτα εποίησεν, αλλά και οι άλλοι άρχοντες των Βουλγάρων, οι κατά διαδοχήν την αρχήν εκείνων δεξάμενοι· και αυτοί, λέγω, όλοι οι αλιτήριοι, πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσαν με διάφορα βάσανα.

Σημείωση

1. Τρεις πεντάριθμοι εικάδες, συμποσούνται τριακόσιοι. Πέντε γαρ οι είκοσι γίνονται εκατόν. Τρίς δε τα εκατόν, γίνονται τριακόσια. Ενδεκαπλή δε επτάς είναι εβδομηκονταεπτά.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 21 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ ΛΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
12:25-27, 13:22-25

Ἀδελφοί, βλέπετε μὴ παραιτήσησθε τὸν λαλοῦντα· εἰ γὰρ ἐκεῖνοι οὐκ ἔφυγον τὸν ἐπὶ τῆς γῆς παραιτησάμενοι χρηματίζοντα, πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τὸν ἀπ᾽ οὐρανῶν ἀποστρεφόμενοι· οὗ ἡ φωνὴ τὴν γῆν ἐσάλευσε τότε, νῦν δὲ ἐπήγγελται λέγων· ἔτι ἅπαξ ἐγὼ σείω οὐ μόνον τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν. Τὸ δὲ ἔτι ἅπαξ δηλοῖ τῶν σαλευομένων τὴν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἵνα μείνῃ τὰ μὴ σαλευόμενα. Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἀνέχεσθε τοῦ λόγου τῆς παρακλήσεως· καὶ γὰρ διὰ βραχέων ἐπέστειλα ὑμῖν. Γινώσκετε τὸν ἀδελφὸν Τιμόθεον ἀπολελυμένον, μεθ᾽ οὗ, (ἐὰν τάχιον ἔρχηται), ὄψομαι ὑμᾶς. ᾽Ασπάσασθε πάντας τοὺς ἡγουμένους ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ἁγίους. ᾽Ασπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀπὸ τῆς ᾽Ιταλίας. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 12-20

Ἀδελφοί, γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι, ὅτι τὰ κατ᾿ ἐμὲ μᾶλλον εἰς προκοπὴν τοῦ εὐαγγελίου ἐλήλυθεν, ὥστε τοὺς δεσμούς μου φανεροὺς ἐν Χριστῷ γενέσθαι ἐν ὅλῳ τῷ πραιτωρίῳ καὶ τοῖς λοιποῖς πᾶσι, καὶ τοὺς πλείονας τῶν ἀδελφῶν ἐν Κυρίῳ πεποιθότας τοῖς δεσμοῖς μου περισσοτέρως τολμᾶν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν. Τινὲς μὲν καὶ διὰ φθόνον καὶ ἔριν, τινὲς δὲ καὶ δι᾿ εὐδοκίαν τὸν Χριστὸν κηρύσσουσιν· οἱ μὲν ἐξ ἐριθείας τὸν Χριστὸν καταγγέλλουσιν, οὐχ ἁγνῶς, οἰόμενοι θλῖψιν ἐπιφέρειν τοῖς δεσμοῖς μου· οἱ δὲ ἐξ ἀγάπης, εἰδότες ὅτι εἰς ἀπολογίαν τοῦ εὐαγγελίου κεῖμαι. Τί γάρ; πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται. καὶ ἐν τούτῳ χαίρω. ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι· οἶδα γὰρ ὅτι τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν διὰ τῆς ὑμῶν δεήσεως καὶ ἐπιχορηγίας τοῦ Πνεύματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἀποκαραδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
4: 24-34

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν. ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. Καὶ ἔλεγεν· Οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός. αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ. ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. Καὶ ἔλεγε· Πῶς ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτὴν; ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μεῖζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
12: 8-12

Εἶπεν ὁ Κὐριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ·ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται. Ὅταν δὲ εἰσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε·τὸ γὰρ ἅγιον πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Φώτης Κόντογλου: Ὁ Ἥλιος τῆς Ἐρήμου, ὁ Μέγας Εὐθύμιος

Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρωτάτο, Καρυές (Άγιον Όρος)

Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρωτάτο, Καρυές (Άγιον Όρος)

Ἀληθινὰ κράζει ὁ προφήτης: ”Ἀγαλλιάσθω ἡ ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον”. Μὲ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ γεμίσανε οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀπὸ ἄνθη πνευματικά. ”Καὶ ἀντὶ τῆς στιβῆς, ἀναβήσεται κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς κονίζης, ἀναβήσεται μυρσίνη”. Καὶ ὁ ὑμνῳδὸς γιὰ τὸν καθένα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγγελικοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου, ποὺ εἴχανε τὸ δάκρυ καθημερινό, ἀλλὰ ὄχι τὸ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς κατανύξεως τὸ ”χαροποιὸν δάκρυον” ψέλνει παθητικά:

”Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας, καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Εὐθύμιε πατὴρ ἡμῶν ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.”

Ὅ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ποὺ ἑορτάζει τὴ μνήμη του ἡ Ἐκκλησία στὶς 20 τοῦ Ἰανουαρίου, ἐστάθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς φωστῆρες τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας. Γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας στὰ 377 μ.X. Ἀληθινὰ ἐκ κοιλίας μητρὸς ἤτανε ἁγιασμένος, γιατί ἀφοσιώθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ τριῶν χρονῶν παιδί. Ὁ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, ποὺ μόνασε στὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, γράφει πὼς ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἡλικίας του τὸ στόμα του ἀενάως δοξολογοῦσε τὸ Θεό, ἡ χαρὰ του ἤτανε νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἀκούγει τὰ ἅγια γράμματα μὲ φόβο καὶ κατάνυξη. ”Τὸν δὲ μεταξὺ χρόνον, οἴκοι ἐσχόλαζεν ἐν τε τῇ προσευχῃ καὶ τὴ ψαλμῳδίᾳ καὶ ταῖς τῶν θείων λόγων ἀναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε καὶ ἡμερεύων, εἰδὼς ὅτι ὁ μελετῶν ἐν νόμῳ Κυρίου ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἔσται ὡς καὶ τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὅ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ”.

Σὰν ἔγινε 29 χρονῶν, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους, ἔπειτα ἐπισκέφθηκε τοὺς πατέρας τῆς ἐρήμου καὶ τέλος κατοίκησε σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς λαύρας τοῦ Φαρᾶν, κ’ ἐζοῦσε μὲ τέλεια ἀκτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες γιὰ τὴ συντήρησή του. Ἐκεῖ κάθισε πέντε χρόνια, μ’ ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ Θεόκτιστο. Μετὰ τὰ πέντε χρόνια πήγανε ἀπὸ τὸ Φαρᾶν καὶ ἤβρανε μέσα σ’ ἕνα ξεροπόταμο, ποὺ τὸ λένε τώρα Οὐάντι Δαμπόρ, ἕνα σπήλαιο ἀπόγκρεμνο, κ’ ἐκεῖ κατοικήσανε. Μὲ τὸν καιρὸ πληθύνανε οἱ ἀδελφοί, καὶ στὸ τέλος κάνανε ἕνα μοναστῆρι κοινόβιο, τὸ πρῶτο ποὺ γίνηκε στὴν Παλαιστίνη, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ζούσανε μὲ ἄκραν αὐστηρότητα. Ὁ μέγας Εὐθύμιος, ὁ ἡγούμενός του, ἔλεγε: ”Ὀφείλει εἶναι ὁ μοναχὸς ὅλος ὀφθαλμός, πάντοθεν ἑαυτὸν περισκέπην ἀκοίμητον ἔχων πρὸς τὴν αὐτοῦ φυλακὴν τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα, ὡς ἐν μέσῳ παγίδων διοδεύων ἀεί”. Ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου κάποιοι μοναχοὶ ἀπαυδήσανε καὶ θέλανε νὰ φύγουνε. ”Τὰ κελλία στενὰ λίαν καὶ ἀπαραμύθητα ἦσαν, οὕτως αὐτὰ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου κελεύσαντος”.

Χρειάζεται πολὺ χαρτὶ καὶ μελάνι γιὰ νὰ γράψει κανένας καταλεπτῶς τὴν πολιτεία τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, τὰ λόγια του ποὺ σωθήκανε στὸ βίο του, τὰ θαύματά του καὶ τὴν κοίμησή του. H ἁγιότητά του ἀκούσθηκε σ’ ὅλη τὴ χριστιανοσύνη. Ὀνομάσθηκε ”μέγας φωστὴρ καὶ ἥλιος τῆς ἐρήμου”. Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 473 μ.X., ἡμέρα Σάββατο, σὲ ἡλικία 97 χρονῶν. ”Ἦν δὲ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἀγγελικόν, ἡ ἕξις ἄπλαστος (ἀφελής, ἀπροσποίητη), τὸ ἦθος πραΰτατον, ἡ δὲ φαινομένη τοῦ σώματος αὐτοῦ ὄψις στρογγυλοειδὴς τε ὑπῆρχε καὶ φαιδρὰ καὶ λευκὴ καὶ εὐόμματος. Ἦν δὲ ὑποκόλοβος τὴν ἡλικίαν καὶ ὁλοπόλιος, ἔχων τὸν πώγωνα μέγαν, φθάνοντα ἕως τῆς κοιλίας, καὶ ἀσινῆ πάντα τὰ μέλη• οὔτε γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἢ οἱ ὀδόντες ἢ ἕτερον μέλος τὸ παράπαν ἐβλάβη ἀλλὰ στερρὸς τε καὶ πρόθυμος ὤν ἐτελειώθη”.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο, ποὺ τὸ διηγήθηκε στὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ἕνας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, γιὰ τὸν πάππο του ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ποὺ τὸν ἔγιανε ὁ ἅγιος. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρο – Τερέβωνας, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμα παιδὶ παράλυσε τὸ μισὸ κορμί του, τὸ δεξιὸ μέρος, ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια. Ὁ πατέρας του Ἀσπέβετος, ποὺ ἤτανε κι’ αὐτὸς φύλαρχος, ἤτανε ἀπαρηγόρητος, γιατί οἱ γιατροὶ δὲν μπορέσανε νὰ δώσουνε ὠφέλεια στὸ παιδί του. Βρισκότανε στὴν Ἀραβία κ’ εἴχανε στήσει τὰ τσαντήρια τους. Ὅπου, μία νύχτα, βλέπει τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὸν ὕπνο του ἕναν καλόγερο μὲ μακριὰ γενειάδα καὶ τοῦ λέγει: ”Τί ἀσθένεια ἔχεις;” K’ ἐκεῖνο ἔδειξε τὸ παράλυτο μέρος τοῦ κορμιοῦ του. Κι’ ὁ μοναχός τοῦ λέγει πάλι: ”Ὅ,τι τάξεις στὸ Θεό, θὰ τὸ κάνεις, ἂν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;” Καὶ τὸ παιδὶ εἶπε: ”Ναί”. Τότε τοῦ λέγει ὁ γέροντας: ”Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος, ποὺ κάθουμαι στὴν ἔρημο, δέκα μίλια ἀνατολικά τῆς Ἱερουσαλήμ, μέσα στὸ ξεροπόταμο ποὺ εἶναι νοτινὰ ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὴν Ἱεριχῶ. Ἂν θέλεις νὰ θεραπευθεῖς, ἔλα σὲ μένα κι’ ὁ Θεὸς θὰ σὲ γιατρέψει”.

Τὸ πρωί, εἶπε τὸ ὄνειρο τὸ παιδὶ στὸν πατέρα του, κ’ ἐκεῖνος ἀμέσως πρόσταξε νὰ σηκώσουνε τὶς τέντες καὶ νὰ τραβήξουνε κατὰ τὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ποὺ τὸ βρήκανε ρωτώντας. Οἱ μοναχοί, σὰν εἴδανε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχὰ ὁ Θεόκτιστος κατέβηκε καὶ τοὺς ρώτησε τί ζητᾶνε. K’ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε ”τὸν Εὐθύμιο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ”. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἡσύχαζε κ’ εἶχε δώσει παραγγελία νὰ μὴν τὸν ἀνησυχήσουνε ὡς τὸ Σάββατο, εἶπε στὸν Ἀσπέβετο νὰ περιμένουνε. Ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς πατέρας τοῦ ἔδειξε τὸ παιδὶ ποὺ κειτότανε ξυλιασμένο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν λυπηθεῖ. Τότε ὁ Θεόκτιστος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο τὴν ἱστορία. K’ ἐκεῖνος κατέβηκε, καὶ σὰν εἶδε τὸ παιδί, ἔκανε προσευχὴ πολλὴν ὥρα, ὕστερα τὸ σταύρωσε, καὶ παρευθὺς ἔγινε καλὰ ὁ Τερέβωνας. Βλέποντας οἱ Ἀραπάδες αὐτὸ τὸ θαῦμα, γονατίσανε καὶ φιλούσανε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου, καὶ τὸν παρακαλούσανε νὰ τοὺς βαφτίσει. Τότε ὁ ἅγιος παράγγειλε νὰ κάνουνε μία μικρὴ κολυμβήθρα σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ σώζουνταν ὡς τὸν καιρὸ ποὺ τὰ ἔγραφε ὁ Κύριλλος, κι’ ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάφτισε. Τοὺς κράτησε στὸ μοναστῆρι σαράντα μέρες γιὰ νὰ τοὺς διδάξει τὰ τῆς θρησκείας, κ’ ὕστερα φύγανε. Ἕνας μοναχὰ ἀπόμεινε στὸ μοναστῆρι, ὁ θεῖος τοῦ Τερέβωνα, Τερέβωνας κι’ αὐτός, ἀδελφός τῆς μητέρας του, καὶ χειροτονήθηκε καλόγηρος, καὶ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ μεγαλώσουνε τὸ μοναστῆρι. Στάθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς στὴν εὐσέβεια, καὶ κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.

Μία Κυριακὴ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, καὶ κατὰ τὰ συνηθισμένα κάποιος εὐλαβέστατος μοναχὸς Δομετιανὸς στεκότανε στὰ δεξιὰ τῆς ἁγίας Τραπέζης βαστώντας τὸ λειτουργικὸ ριπίδι, κι’ ὁ Μαρίνος ὁ Σαρακηνὸς στεκότανε κοντὰ στὸ θυσιαστήριο, ἀκουμπώντας τὰ χέρια του στὰ κάγκελα. Ἄξαφνα βλέπει φωτιὰ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἁπλώνεται ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο σὰν νἄτανε σεντόνι πύρινο, καὶ σκέπασε τὸ μέγα Εὐθύμιο καὶ τὸ μακάριο Δομετιανό. Καὶ ἔμεινε ἔτσι σ’ ὅλο τὸ χερουβικό. ”Τοῦτο δὲ τὸ θαῦμα οὐδεὶς εἶδεν εἰμὴ οἱ ὄντες τοῦ πυρὸς ἔνδον, καὶ Τερέβων, καὶ ὁ Χρυσίππου ἀδελφὸς Γαβρήλιος ὁ Καππαδόκης, εὐνοῦχος ὤν ἀπὸ γεννήσεως καὶ δι’ εἰκοσιπέντε ἐνιαυτῶν τότε εἰς τὴν ἐκκλησίαν προσελθών. Φόβῳ τοίνυν συσχεθεὶς ὁ Τερέβων, ἔφυγεν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἀπὸ τότε οὐκέτι προέθετο ἐπιστηρίζεσθαι τῷ καγκέλῳ τοῦ ἱερατείου, καθ’ ἥν εἶχε συνήθειαν τολμηρῶς καὶ θρασέως τοῦτο ποιεῖν κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας προσκομιδῆς, ἀλλ’ ὀπίσω πλησίον τῆς θύρας τῆς ἐκκλησίας ἵστατο, μετὰ φόβου καὶ εὐλαβείας κατὰ τὴν τῆς συνάξεως ὥραν κατὰ τὴν κελεύουσαν ἐντολὴν εὐλαβεῖς ἔσεσθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ μὴ καταφρονητάς”.

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-2054/

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού (21 Ιανουαρίου)

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού

Άχειρ άγλωττος χείρα και γλώτταν φύεις,
Και χερσί Θεού Μάξιμε ψυχήν δίδως.
Εικάδι πρώτη πότμος Μαξίμου όσσ’ εκάλυψεν.

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Κώνσταντος, του πατρός μεν Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, εγγόνου δε όντος Hρακλείου, εν έτει χογ΄ [673]. Eπειδή δε ετιμήθη από τους βασιλείς με μεγάλας τιμάς, και εφάνη ικανός εις τας πολιτικάς διοικήσεις, τόσον διά την σοφίαν και λόγον του, όσον και διά τον τρόπον και αγαθήν του προαίρεσιν, μάλιστα δε διά την σύνεσιν, οπού είχεν εκ της πολυκαιρίας εις το να συμβουλεύη καλώς τα πρακτέα. Διά ταύτα λέγω, πάντα, ανεβιβάσθη εις το αξίωμα του πρωτοασηκρήτου, και έγινε συγκοινωνός εις τας βουλάς των βασιλέων. Eπειδή δε η πονηρά και αιρετική δόξα των μίαν θέλησιν επί Xριστού φρονούντων ανοήτως και δυσσεβώς, τω τότε καιρώ επεκράτει, οι οποίοι, διά της αιρέσεως ταύτης αναιρούσαν τας δύω φύσεις του Χριστού, διά τούτο επροτίθεντο εις τα παζάρια και εις τας Eκκλησίας διατάγματα και ορισμοί βασιλικοί, οίτινες εδεφένδευον και εστερέοναν την αίρεσιν ταύτην. Τότε λοιπόν ο φερωνύμως μέγιστος ούτος Μάξιμος (Μάξιμος γαρ λατινικά θέλει να ειπή μέγιστος) δεν υπέφερε να συγκοινωνή με την δυσσέβειαν των δυσσεβών. Όθεν αφήσας τας βασιλικάς τιμάς, και τας κοσμικάς εξουσίας, επροτίμησε καλλίτερα να ήναι παρερριμμένος εις τον οίκον του Θεού, παρά να κατοική εις τα σκηνώματα των αμαρτωλών, ως λέγει ο Δαβίδ. Και πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον το ευρισκόμενον εις την Χρυσόπολιν, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Σκούταρι, εκούρευσε τα μαλλία της κεφαλής, και έγινε Μοναχός. Ύστερον δε έγινε και Hγούμενος του ιδίου Μοναστηρίου.

Άγιοι Μάξιμος ο Ομολογητής και Νεόφυτος ο Μάρτυς. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Έπειτα πυρποληθείς από τον θεϊκόν ζήλον, πηγαίνει εις την παλαιάν Ρώμην, και πείθει τον μακαριώτατον Πάπαν Μαρτίνον, να αθροίση τοπικήν Σύνοδον, και να αναθεματίση τους αρχηγούς των Μονοθελητών. Ου μόνον δε τούτο το γενναίον έργον εποίησεν ο τρισόλβιος, αλλά και λόγους και επιστολάς συνέγραψεν, ελέγχων τους ούτω φρονούντας αιρετικούς, και βεβαιόνωντας με συλλογιστικάς αποδείξεις, και με γραφικάς μαρτυρίας, την ακρίβειαν της Ορθοδόξου ημών πίστεως, τα οποία έστειλεν εις διάφορα μέρη και Eκκλησίας της οικουμένης.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Μέρος αμφίγραπτης εικόνος του 17ου αιώνα μ.Χ.

Όταν δε εγύρισεν από την Pώμην εις Κωνσταντινούπολιν, ως υπεύθυνος κατακρίνεται ομού με τους δύω μαθητάς του Aναστασίους καλουμένους, από την βασιλικήν σύγκλητον των αρχόντων, η οποία εσυμφώνει εις την αίρεσιν του βασιλέως. Όθεν επειδή ο Άγιος έβλεπεν, ότι όλοι επείθοντο εις το φρόνημα του βασιλέως, διά τούτο, όχι μόνον αυτός αντιστάθη εις αυτούς, αλλά και τους άλλους εκίνησε διά να τους αντισταθούν, πείθωντας αυτούς να φρονούν τα εναντίον των Μονοθελητών, διά μέσου των σοφών του επιστολών. Διά ταύτα λοιπόν πέμπεται εξόριστος εις μίαν φυλακήν κατά το μέρος της Θράκης. Eπειδή δε επέμενεν εις την Oρθοδοξίαν της πίστεως, τούτου χάριν έκοψαν την χείρα και την γλώσσαν του. Και από εκεί τον έπεμψαν εξόριστον εις την των Λαζών χώραν, και εκεί μένωντας τρεις χρόνους, και μόνος του υπηρετών εις τας εδικάς του χρείας, έγινε πλήρης ημερών. Ολίγον δε ασθενήσας, ανεπαύθη εν Κυρίω, και ενταφιάσθη εις το εκεί Μοναστήριον του Aγίου Aρσενίου, ενεργώντας καθ’ εκάστην ημέραν πολλά θαυμάσια.

Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Τοιχογραφία στην Πατριαρχική Ιερά Μονή Πεκίου (Πέτς). Κοσσυφοπέδιο, Σερβία

Λέγουσι δε, ότι και αφ’ ου έκοψαν την ιεράν γλώσσαν του, απεκατεστάθη πάλιν αυτή παρά Θεού υγιής, ως το πρότερον. Όθεν και ελάλει τρανώς και καθαρώς με αυτήν, έως ήτον εις την παρούσαν ζωήν. Aπό τους δύω δε μαθητάς του τους ονομαζομένους Aναστασίους, του μεν μεγαλιτέρου κατά την ηλικίαν Aναστασίου, έκοψαν την γλώσσαν και την χείρα, παρομοίως ως και του διδασκάλου του, και εξώρισαν αυτόν εις μακρινόν τόπον. O δε νεώτερος Aναστάσιος επέμφθη και αυτός εξόριστος εις ένα κάστρον της Θράκης, και εκεί τελειώσας την ζωήν, ανεπαύθη εν Κυρίω. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)

Σημείωση

1. H μετάθεσις δε των λειψάνων του Aγίου τούτου Μαξίμου εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Αυγούστου. Όρα και εις την εικοστήν του Σεπτεμβρίου, όπου ο Άγιος ούτος Μάξιμος εορτάζεται μετά του Aγίου Μαρτίνου, και μετά των μαθητών του δύω Aναστασίων, και Θεοδώρου, και Ευπρεπίου. Σημείωσαι, ότι ελληνικός λόγος προς τον Άγιον Μάξιμον σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Και πάντων μεν των κατά Θεόν πολιτευσαμένων». Ομοίως και ο ελληνικός Βίος αυτού, ου η αρχή· «Ηρακλείου των σκήπτρων της Ρωμαϊκής».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Νεοφύτου (21 Ιανουαρίου)

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Νεοφύτου

Τον Νεόφυτον εκριζοί γήθεν δόρυ,
Νέου φυτού κάλλιστον οίά περ θάλος.

Άγιοι Μάξιμος ο Ομολογητής και Νεόφυτος ο Μάρτυς. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Oύτος ήτον από την Νίκαιαν της Βιθυνίας, υιός γονέων Χριστιανών Θεοδώρου και Φλωρεντίας, κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και Διοκλητιανού εν έτει σϟ΄ [290]. Ευθύς δε εις την αρχήν της ζωής του, ήτον γεμάτος από χάριν Θεού. Διότι όταν ήτον ακόμη εννέα χρόνων, και ευρίσκετο εις την μάθησιν των γραμμάτων ομού με τα άλλα παιδία, τότε, λέγω, επροσηύχετο, και τα παιδία παραδόξως διέτρεφε, και μία περιστερά ελθούσα εις την κλίνην του, εφύλαττεν αυτήν. Eπειδή δε η περιστερά ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν, τούτου χάριν η μήτηρ του Aγίου φοβηθείσα, απέθανεν. O δε Άγιος ταύτην πάλιν διά προσευχής του ανέστησεν. Ύστερον δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν του Ολύμπου, και εμβήκε μέσα εις ένα σπήλαιον, εις το οποίον η οδηγούσα τούτον περιστερά, του έδειξε να έμβη. Διώξας δε το θηρίον οπού ευρίσκετο μέσα εις το σπήλαιον, εκεί έκαμε την κατοικίαν του, τρεφόμενος από θείον Άγγελον. Όταν δε έφθασεν εις τον ενδέκατον χρόνον της ηλικίας του, οδηγηθείς υπό θείας αποκαλύψεως, εκατέβη από το βουνόν, και πηγαίνωντας εις τους γονείς του και χαιρετίσας αυτούς, εμοίρασεν εις τους πτωχούς τα εκείνων υπάρχοντα, και πάλιν εγύρισεν εις το βουνόν του Ολύμπου. Κατά δε τον δέκατον πέμπτον χρόνον της ηλικίας του, παρεστάθη εις τον βασιλέα Δέκιον, οδηγηθείς εις τούτο υπό θείου Aγγέλου. Όθεν διά την πολλήν παρρησίαν του Aγίου, πρώτον έδειραν αυτόν, έπειτα τον έβαλαν εις αναμμένον φούρνον. Μείνας δε εκ τούτων αβλαβής τη του Xριστού χάριτι, εδόθη εις τα θηρία διά να τον φάγουν. Eπειδή δε έμεινε και από αυτά αβλαβής, διά τούτο εθανατώθη από ένα βάρβαρον, οπού ώρμησε με το σπαθί κατ’ επάνω του. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Παράδεισον1.)

Άγιος Μάρτυς Νεόφυτος

Σημείωση

1. Τούτου του Aγίου Νεοφύτου ευρίσκεται ασματική Aκολουθία τελεία εν χειρογράφοις σωζομένη. Ευρίσκεται δε και τετυπωμένη μετά αναπληρώσεως των ελλειπόντων τη εν τοις Μηναίοις. Tον ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Aι περιφανείς των πόλεων». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.) Eν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται το Mαρτύριον αυτού, ου η αρχή· «Ου πολλά μόνον, αλλά».

Μαρτύριο Αγίου Νεοφύτου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)