Η Κυρά της Λαπήθου Ευφροσύνη Προεστού «Εγώ ότι έκαμα, το έκαμα για να έχω ένα καλό απέναντι στον Θεό!»
Στη μάχη της Λαπήθου στις 6 Αυγούστου 1974, 12 στρατιώτες αποκόπηκαν και έμειναν εγκλωβισμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Αυτούς τους στρατιώτες εντόπισε η 74χρονη τότε Κυρία Ευφροσύνη Προεστού. Τους έκρυψε σε μια μικρή σπηλιά δίπλα στο σπίτι της και τους φρόντιζε για έναν ολόκληρο μήνα κάτω από τα βλέμματα των πολυάριθμων Τούρκων που βρίσκονταν ήδη μέσα στη Λάπηθο. Οι Τούρκοι την υποψιάστηκαν και άρχισαν να την ανακρίνουν. Υπέστη φρικτά βασανιστήρια.
Πέρα από τους άγριους ξυλοδαρμούς στο Κάστρο της Κερύνειας, τους τεχνητούς πνιγμούς στην θάλασσα, τα βάναυσα κτυπήματα με το κομμένο σχοινί της καμπάνας, το οποίο έκοψαν κι έδεσαν κόμπους για να είναι πιο επώδυνα τα πλήγματα, η πιο εξευτελιστική δοκιμασία που την υπέβαλαν, ήταν η βασανιστική διαπόμπευση στους δρόμους της Λαπήθου:
Την έγδυσαν, την έδεσαν πίσω από ένα στρατιωτικό τζιπ και την έσερναν στην άσφαλτο μέχρι που το δέρμα της από τις πληγές έγινε κατακόκκινο από τα αίματα… Κι όμως η κυρά της Λαπήθου άντεξε. Της έβγαλαν τον σταυρό από το λαιμό και της ζητούσαν να τον φτύσει. Η αλύγιστη Κυρά δεν έσπασε και δεν αποκάλυψε ποτέ που έκρυβε τα παιδιά της. Παρά τον διασυρμό, δεν της πήραν ούτε μια λέξη από το στόμα της. ΔΕΝ ΠΡΟΔΩΣΕ!
Η Κυρά και τα 12 παλικάρια της επέζησαν. Οι στρατιώτες που γλίτωσε την είχαν σαν δεύτερη μητέρα τους, σαν προστάτιδα Παναγιά. Ήταν η πρώτη που φιλούσε τα στέφανα τους όταν παντρεύονταν. Την φιλοξενούσαν εκ περιτροπής στα σπίτια τους για μερικές εβδομάδες ο καθένας. Κι όταν απεβίωσε το 1993 σε ηλικία 90 ετών, οι 12 στρατιώτες, τα παιδιά της, έστησαν την προτομή της μπροστά στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, για να ατενίζει τον σκλαβωμένο Πενταδάκτυλο. «Το ότι ζούμε σήμερα, το χρωστάμε στην κυρά Φροσύνη», λένε.
Οι στρατιώτες που ανήκαν τρείς στο 256 ΤΠ και οι άλλοι εννιά στο 286 ΜΤΠ είναι οι: Πανίκκος Παραλιμνίτης, Κώστας Καστελλανής, Γιώργος Χριστοφή, Στέλιος Θεοδούλου, Κούλλης Κυριάκου, Νίκος Παπαναστασίου, Παύλος Νικολάου, Ανδρέας Γρηγορίου, Νίκος Νικολάου, Πολύκαρπος Πέτρου, Αντώνης Φιλίππου και Γιώργος Παπανικολάου.
Η Κυρία Ευφροσύνη αρνιόταν πεισματικά να δώσει συνέντευξη για πολλά χρόνια κι όταν επιτέλους και μετά από πίεση δέχτηκε, η τελευταία φράση της ήταν:
«Εγώ ότι έκαμα, το έκαμα για να έχω ένα καλό απέναντι στον Θεό!»
Επάξια πήρε τον τίτλο ευγνωμοσύνης “Η Κυρά τής Λαπήθου”.
Τα Κυπριακά Ταχυδρομεία στις 6 Μαϊου, 2021, κυκλοφόρησαν την αναμνηστική σειρά «Η Κυρά της Λαπήθου Ευφροσύνη Προεστού». Προς τιμήν της έχει αφιερωθεί η οδός Ευφροσύνης Προεστού, που είναι πάροδος της οδού Λαπήθου, δίπλα στο Πάρκο της Κερύνειας, στην συνοικία Παρισινός, στην περιοχή Έγκωμη στη Λευκωσία.
Στη μνήμη του πρώτου βιογράφου του γέροντα Παϊσίου
Ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί
Στις 16 Ιουλίου του 1998 εκδήμησε εις Κύριον ένας από τους αγιορείτες πατέρες που τιμάται ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιοχείας. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Ισαάκ (Ατάλλα), που καταγόταν από το Λίβανο, το μαθητή του μεγάλου Αγίου των ημερών μας, του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη. Το πρώτο βιβλίο με τη βιογραφία του γέροντα Παϊσίου, που έχει καταγράψει μεγάλη απήχηση και δημοτικότητα και που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ήταν κυρίως έργο του ιερομόναχου Ισαάκ [1]. Όμως, για τον ίδιο τον συγγραφέα δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα*. Στον πρόλογο του βιβλίου για τον Άγιο Παΐσιο υπάρχουν, βέβαια, διάσπαρτες βιογραφικές αναφορές. Προτείνουμε στους αναγνώστες να καλύψουμε εν μέρει αυτό το κενό, με υλικό που προέρχεται από ορισμένες προσιτές σε μας αραβικές πηγές. Ο καμβάς του κειμένου βασίζεται σε αναμνήσεις που διηγήθηκε ο αδελφός του πατέρα Ισαάκ Αντώνιος, τις οποίες κατέγραψε ο γαμπρός του, ο ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί, που τώρα λειτουργεί στην εκκλησία του χωριού Μχάϊντς, στο Όρος του Λιβάνου[2].
Ο ιερομόναχος Ισαάκ (κατά κόσμον Φαρές Ατάλλα) γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1937, από ευσεβείς χριστιανούς, τους Νεμέρ και Μάρθα, στο χωριό Ναμπάϊ, που βρίσκεται στην περιοχή Ματέν, στην περιφέρεια του Όρους του Λιβάνου. Ήταν πρωτότοκος γιος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, που είχε εξαιρετική φωνή, έψελνε στην εκκλησία και από αυτόν ο γιος κληρονόμησε την αγάπη του για την Εκκλησία. Ο Φαρές αγαπούσε τη μόνωση και συχνά πήγαινε να προσεύχεται σε έρημα μέρη. Μια φορά έφυγε για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία[3] με την επιθυμία να μείνει εκεί. Όμως, αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι, επειδή στα μοναστήρια δε δέχονταν τότε τους πρωτότοκους, επειδή ενδεχομένως θα χρειαζόταν να φροντίζουν τους γονείς τους.
Όταν ο Φαρές ήταν 12 ετών, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε ξανά. Ο νεαρός μαθήτευσε στο επάγγελμα του ξυλουργού και βρήκε δουλειά στη Βηρυτό. Επέστρεφε σπίτι πολύ αργά και ο πατέρας του έκανε συχνά παρατηρήσεις για αυτό. Σύντομα αποκαλύφτηκε ότι η αιτία των καθυστερήσεων ήταν ότι ο Φαρές παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής, τα οποία παρέδιδε ο πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Αντιόχειας, ο Μίτρι Αλ Μουρ.
Πριν πάρει την απόφαση της ζωής του, ο Φαρές για 2 χρόνια δούλευε ως μάγειρας σε εστιατόριο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Βηρυτού «Phoenicia Intercontinental». Το καλοκαίρι του 1962, παραιτήθηκε και επέστρεψε στο σπίτι. Αμέσως, παρέδωσε το τραπεζικό του βιβλιάριο στον πατέρα του, λέγοντας: «Αυτός είναι ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου στο όνομά σου. Όταν λήξει η χρονική προθεσμία της κατάθεσης, σε παρακαλώ να πάρεις τα χρήματα και να τα μοιραστείς ισόποσα με τα αδέλφια μου. Εγώ δε χρειάζομαι τίποτα. Φεύγω για το μοναστήρι». Ο πατέρας ρώτησε: «Τι σου λείπει στη ζωή και τι μπορώ να κάνω για σένα για να μην πας σε μοναστήρι;». Ο Φαρές απάντησε: «Ακόμα και αν μου δώσεις όλα τα πλούτη του κόσμου, αυτά δε θα με δελεάσουν. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Είναι στο μοναστήρι». Πικραμένος ο πατέρας κάλεσε τα υπόλοιπα παιδιά για να μεταπείσουν τον αδελφό τους, αλλά η πιο σημαντική απόφαση της ζωής του ήδη είχε παρθεί.
Γέροντας Ισαάκ
Ο Ιερομόναχος Ισαάκ (Ατάλλα)
Την ίδια μέρα, ο Φαρές, μαζί με τον αδελφό του Αντώνιο, ξεκίνησαν για την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Μπκεφτίν[4], όπου δεν είχε ξαναπάει και ήξερε μόνο το όνομα της Μονής. Ωστόσο, γνώριζε τον ηγούμενο της Μονής, τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη (Μανσούρ) († 3 Απριλίου 2018), τον μετέπειτα Μητροπολίτη Λατάκιας[5]. Η Μονή εκείνο τον καιρό ήταν σχεδόν ερειπωμένη. Εκεί έμενε μόνο ένας ηγούμενος με έναν μοναχό (νυν Αρχιμανδρίτη Ιωάννη (Μααλούλι)). Όταν έφτασε στις πύλες της Μονής, ο Φαρές γονάτισε και, κάνοντας το σημείο του σταυρού, είπε: «Σε ευχαριστώ, Κύριε! Το όνειρό μου τώρα εκπληρώθηκε».
Το βράδυ, ο Αντώνης επέστρεψε σπίτι, όπου τον περίμενε με ανυπομονησία όλη η οικογένεια. «Που πήγε ο Φαρές;» – ρώτησε ο πατέρας. «Στη Μονή Μπκεφτίν. Αν κρίνω από την άθλια κατάσταση της Μονής, σε διαβεβαιώνω ότι το πολύ σε δύο μέρες θα επιστρέψει σπίτι, καθώς είχε συνηθίσει στις συνθήκες ζωής στο ξενοδοχείο της Βηρυτού». Ο Πατέρας αναστέναξε: «Όχι, όποιες δυσκολίες και να συναντήσει, δε θα επιστρέψει». Έτσι και έγινε.
Σε αυτό το μοναστήρι, ο Φαρές έμεινε για τρείς μήνες περίπου. Στη συνέχεια, πήγε στη Μονή Μπαλαμάντ[6], όπου φοίτησε σε Ιερατική Σχολή. Πρόλαβε την εποχή που καθηγούμενος εκεί ήταν ο Επίσκοπος Ιγνάτιος (Χαζίμ), ο μετέπειτα Πατριάρχης Αντιοχείας (1979-2012).
Γέροντας Ισαάκ
Το 1963, ο Φαρές χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Φίλιππος, προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. Η χειροτονία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβ του Πέρσου, στο χωριό Ντέντε (επαρχία Τρίπολης του Λιβάνου). Παρέμεινε, ωστόσο, στη Μονή Μπαλαμάντ, όπου είχε το διακόνημα του ταμία. Ύστερα, πήγε στο νησί της Πάτμου όπου φοίτησε στην Πατμιάδα Σχολή και πήρε το Απολυτήριο Λυκείου. Αργότερα, σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και παράλληλα υπηρετούσε ως διάκονος στον καθεδρικό Ιερό Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Πολλοί πήγαιναν στην εκκλησία με σκοπό να ακούσουν τις δεήσεις στα ελληνικά και στα αραβικά. Εκείνη την περίοδο, γνώρισε τον αγιορείτικο μοναχισμό και τον πνευματικό καθοδηγητή του, τον γέροντα Παΐσιο.
Όταν επέστρεψε στο Λίβανο, ο πατήρ Φίλιππος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία Δ’ (1970-1979), στην Ιερά Μονή Μπαλαμάντ. Το 1973, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Χαματούρα»[7], η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν εγκαταλελειμμένη. Με τις άοκνες προσπάθειές του αναστήλωσε τη Μονή, η οποία έγινε ευρέως γνωστή ως χώρος πνευματικών αναζητήσεων. Εκτός από αυτό, διέθετε μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς του και των δυνάμεών του για την πνευματική καθοδήγηση των πιστών από τις γειτονικές περιοχές.
Το 1975, στο Λίβανο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και η Μονή βρέθηκε στη ζώνη των πολεμικών συρράξεων. Ο πατήρ Φίλιππος αναγκάστηκε να φύγει από κει και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο τον καιρό λειτουργούσε στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας και ήταν ο πνευματικός των σπουδαστών της Ιερατικής Σχολής Μπαλαμάντ (λόγω των πολεμικών συρράξεων, η Θεολογική Σχολή Μπαλαμάντ εκκενώθηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1975, και λειτουργούσε εκεί ως το 1979). Το 1978, ο πατήρ Φίλιππος, μετά από σχετική παράκληση, πήρε άδεια από τον Μητροπολίτη του Όρους του Λιβάνου Γεώργιο (Χοντρ) για να ενταχθεί στη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους. Στο Άγιο Όρος εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Ισαάκ, προς τιμή του Οσίου Ισαάκ του Σύρου.
Γέροντας Ισαάκ
Ο πατήρ Ισαάκ πήγε αρχικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, αλλά συνέχιζε να πηγαίνει για καθοδήγηση στον πνευματικό του πατέρα, το γέροντα Παΐσιο. Αργότερα, μετακινήθηκε στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στην Καψάλα, κοντά στις Καρυές, το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους. Έκτισε, σχεδόν από την αρχή, ένα ερειπωμένο Κελλί και έμεινε εκεί για 4 χρόνια μόνος του, ακολουθώντας ασκητικό τρόπο ζωής και παλεύοντας πολλούς και διάφορους πειρασμούς και δοκιμασίες. Μια φορά, την ώρα ενός έντονου αγώνα με τους λογισμούς, είδε στο βάθος του δάσους έναν παλαιό τάφο. Σταμάτησε μπροστά του, προσευχήθηκε θερμά και μονολόγησε: «Εδώ θα πεθάνω» και τότε οι λογισμοί που τον βασάνιζαν αμέσως εξαφανίστηκαν. Ακολουθώντας την αγιορείτικη παράδοση, για να έχει διαρκώς τη μνήμη του θανάτου, ο πατήρ Ισαάκ έσκαψε τάφο για τον εαυτό του στον κήπο, δίπλα στο Κελλί του, όπου κάθε μέρα θυμιάτιζε.
Ο πατήρ Ισαάκ ήταν γνωστός αγωνιστής, ασκητής και ευχέτης και πολύ αυστηρός με τον αυτό του. Αυτόν τον προσανατολισμό στην πνευματική του πορεία τον είχε διδαχτεί από τον Όσιο Παΐσιο. Έδινε την εντύπωση σκληρού, αλλά σύντομα αποκάλυπτε την ειλικρινή πατερική φροντίδα σε όσους τον επισκέπτονταν για πνευματική βοήθεια. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στο μυστήριο της Εξομολόγησης και καλούσε τους πάντες να προσέρχονται πιο συχνά στην Ιερή Εξομολόγηση. Αν και είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο, δε διέκοψε τη σχέση μαζί του. Ήταν, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Όσιος Παΐσιος, ένας από τους «ασυρματιστές του Θεού», οι οποίοι μακριά από το θόρυβο συντονίζονται στην κατάλληλη πνευματική συχνότητα για να πιάνουν σήματα και να τα στέλνουν πίσω στον κόσμο.
Η αδελφότητα, που είχε δημιουργήσει, ζούσε σε ακραίες ασκητικές συνθήκες: στο Κελλί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, ούτε φυσικό αέριο. Οι μοναχοί δε χρησιμοποιούσαν ντους και σώματα θέρμανσης. Δεν είχαν δικά τους χρήματα. Για το μαγείρεμα και τη θέρμανση αποθήκευαν ξύλα και το νερό το έπαιρναν από στέρνες. Η αδελφότητα ασχολούταν με την πνευματική καθοδήγηση των προσκυνητών, με το εργόχειρο και με τις εκδόσεις.
Γέροντας Ισαάκ
Ο πατήρ Ισαάκ μετέφραζε πνευματικά βιβλία από τα ελληνικά στα αραβικά. Εξέδωσε στα αραβικά τη μετάφραση του βιβλίου του Οσίου Ισαάκ του Σύρου «Λόγοι Ασκητικοί» (η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1983 στο Λίβανο), με το βίο του και το πλήρες κείμενο της ακολουθίας του και με αυτό τον τρόπο αποκάλυψε τον πνευματικό κόσμο του Αγίου προστάτη του στους αραβόφωνους χριστιανούς. Επίσης, μετέφρασε και εξέδωσε στα αραβικά την «Κλίμακα» του Οσίου Ιωάννη και τα έργα του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη: «Επιστολές», το βιβλίο «Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης Ο Αθωνίτης», το βίο του πνευματικού του πατέρα, του Ρώσου γέροντα Τύχωνα και άλλα.
Η μεγάλη προσφορά του πατέρα Ισαάκ σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο ήταν η πρώτη βιογραφία που έγραψε για το γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον πνευματικό πατέρα του. Την εργασία για αυτό το βιβλίο την άρχισε 2 χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο πατήρ Ισαάκ δεν ολοκλήρωσε ο ίδιος αυτό το έργο (κοιμήθηκε 4 χρόνια μετά τον Όσιο Παΐσιο). Την εργασία και την προετοιμασία για την έκδοση του βιβλίου την ολοκλήρωσε ο μαθητής του, ο πατήρ Ευθύμιος μαζί με την αδελφότητα του Κελλιού της Αναστάσεως του Χριστού. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2004 με το όνομα του ιερομόναχου Ισαάκ.
Ο Πατήρ Ισαάκ έζησε στο Άγιο Όρος 20 χρόνια και κατά περιόδους έκανε μικρά ταξίδια στο Λίβανο, στη Συρία, στην Ιορδανία και την Αίγυπτο. Επειδή ήταν ο μοναδικός αραβόφωνος μοναχός του Αγίου Όρους, επισκέπτονταν το Κελλί του όλοι οι ορθόδοξοι προσκυνητές από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξάνδρειας. Χάρη στον πατέρα Ισαάκ, πολλοί από αυτούς τους προσκυνητές έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με την αγιορείτικη μοναχική παράδοση. Το Κελλί της Αναστάσεως απέκτησε, ανάμεσα στους ορθόδοξους Άραβες, τον άτυπο τίτλο «Πύλες της Αντιοχείας στο Άγιο Όρος». Συχνά τους έλεγε: «Είμαι εδώ για εσάς και για την Εκκλησία της Αντιοχείας».
Ο πατήρ Ισαάκ κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ορθοδόξων στην Ελλάδα. Ο ιερέας Μιλχίμ, ο γαμπρός του αδελφού του, βεβαιώνει ότι στα σπίτια πολλών Ελλήνων, σε διάφορα μέρη της χώρας, βρίσκει φωτογραφίες του «γέροντα Ισαάκ», ότι στο Άγιο Όρος η μνημόνευση του Λιβάνου είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένη με το όνομά του και ότι οι αγιορείτες τον τιμούν ως άγιο ασκητή.
Στις αρχές του 1980, ο πατέρας του, ο Νεμέρ Ατάλλα, αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του ανάμεσα στα παιδιά του. Επιθυμούσε να αναλάβει αυτήν την υπόθεση ο μεγαλύτερος του γιος, ο πατήρ Ισαάκ, που ασκήτευε στο Άγιο Όρος. Τα αδέλφια τού έγραψαν για την επιθυμία αυτή του πατέρα τους. Σύντομα έλαβαν απάντηση, στην οποία ο πατήρ Ισαάκ τους ρωτούσε: «Δεν ετοιμάζετε για σας έστω ένα μικρό κλήρο στους ουρανούς, αντί να μεριμνάτε για τα υλικά αγαθά αυτού του κόσμου;» Επειδή ο πατήρ Ισαάκ δεν πήγε, ο πατέρας μόνος του ασχολήθηκε με την μοιρασιά της κληρονομιάς, την οποία μοίρασε ισόποσα ανάμεσα σε όλους, χωρίς να αποκλείσει και τον μεγαλύτερο γιο. Μετά από λίγους μήνες, ο πατήρ Ισαάκ βρέθηκε στο Λίβανο. Επισκέφτηκε τον πατέρα και εκείνος τον ενημέρωσε για την μοιρασιά της κληρονομιάς και ότι έχει ένα μερίδιο για αυτόν. Αφού ευχαρίστησε τον πατέρα για την αγάπη του και τη φροντίδα του, ο αγιορείτης ζήτησε να μοιραστεί το μερίδιό του σε ίσα μέρη ανάμεσα στα υπόλοιπα αδέλφια του, επειδή ο ίδιος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό, με την ελπίδα να κληρονομήσει έστω έναν ταπεινό κλήρο στους ουρανούς.
Αρχές καλοκαιριού του 1998, η υγεία του πατέρα Ισαάκ που είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, χειροτέρευσε και έτσι αναγκάστηκε να βγει από το Άγιο Όρος και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για θεραπεία σε νοσοκομείο. Η είδηση έφτασε και στους δικούς του. Ο πατήρ Μιλχίμ αναθυμάται το γεγονός ως εξής:
«Με τον αδελφό του πατέρα Ισαάκ Αντώνιο και τον ανιψιό του Τζορτζ (γιο του αδελφού του, του Ιωσήφ) αποφασίσαμε να πάμε στην Ελλάδα για να μάθουμε νέα του. Μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Στο δωμάτιο του πατέρα Ισαάκ δεν επέτρεπαν να μπούμε, αλλά η Διοίκηση του νοσοκομείου, όταν έμαθαν ότι είχαν φτάσει οι συγγενείς, μας επέτρεψαν να μπούμε. Πρώτος μπήκε ο Αντώνιος. Όταν είδε τον αδελφό του σε τόσο σοβαρή κατάσταση, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Αλλά ο πατήρ Ισαάκ τον υποδέχτηκε με χαμόγελο και μίλησε πρώτος: ‟Αδελφέ, τι σε έφερε εδώ; Σου είπαν ότι είμαι άρρωστος και είναι καλό να με επισκεφτείς; Σε σκεφτόμουν. Ασκήτευα με προσευχή και νηστεία για τη συνάντηση με τον Κύριο και τώρα νιώθω ότι είμαι έτοιμος για αυτή την ευλογημένη στιγμή. Όμως, ανησυχώ για σένα, αδελφέ, γιατί όλο το χρόνο σου τον αφιερώνεις στη δουλειά. Κάνεις κάτι για να προετοιμαστείς για αυτή την ώρα; Είσαι έτοιμος για να παρουσιαστείς ενώπιον του Κυρίου;”
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, μας έμεινε αξέχαστο το εξής περιστατικό. Όταν το πνευματικό παιδί του, ο πατήρ Ευθύμιος (μετέπειτα καθηγούμενος του Κελλιού της Αναστάσεως στην Καψάλα), διάβαζε προσευχές, σε μια από αυτές μερικές φορές ακούστηκε η λέξη ‟θάνατος”. Ο πατήρ Ευθύμιος ταράχθηκε, διέκοψε την προσευχή και δεν μπόρεσε να συνεχίσει το διάβασμα. Ο πατήρ Ισαάκ του ζήτησε να συνεχίσει την προσευχή με θάρρος, λέγοντάς του: ‟Γιατί να φοβόμαστε; Μια ζωή εργαζόμουν για αυτή την ώρα και είμαι έτοιμος”.
Μια από τις τελευταίες μέρες της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, στο δωμάτιό του μπήκε μια νοσηλεύτρια, την οποία δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε. Απευθύνθηκε σε αυτήν με επιτιμητικό ύφος και της είπε: ‟Είναι ντροπή να ντρέπεσαι το όνομά σου, Σουλτάνα!” Η νοσηλεύτρια έμεινε σύξυλη, που ο γέροντας, χωρίς να την ρωτήσει, ήξερε το όνομά της και το πρόβλημα που την απασχολούσε. Και συνέχισε εκείνος: ‟Γιατί ντρέπεσαι, κόρη μου; Επειδή οι γονείς σού έδωσαν ξενόφερτο όνομα, που το θεωρείς τούρκικο και μη χριστιανικό; Ξέρεις ότι στη χώρα μου, το Λίβανο, αυτό είναι το όνομα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την οποία αποκαλούμε Βασίλισσα[8] των Ουρανών; Να χαίρεσαι το μεγάλο όνομα που κουβαλάς και να είσαι υπερήφανη για αυτό”. Η νοσηλεύτρια υποκλίθηκε στον γέροντα, του φίλησε το χέρι και βγήκε, όταν τελείωσε τις νοσηλευτικές της εκκρεμότητες. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να υπηρετεί με ζήλο τον ξένο που είχε γίνει πολύ δικός της άνθρωπος και που της είχε αποκαλύψει το μυστικό της και που την θεράπευσε από τους ψυχικούς πόνους. Ήταν δίπλα του μέχρι το τέλος της παραμονής του γέροντα στο νοσοκομείο. Μετά το εξιτήριό του, έσπευσε να πάει στο δωμάτιο που ήταν ο γέροντας για να πάρει στο σπίτι της τα σεντόνια από το κρεβάτι του. Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση του γέροντα, η Σουλτάνα κατάλαβε τι θησαυρός της είχε απομείνει από τον Λιβανέζο ασκητή. Όταν άνοιξαν την ντουλάπα, όπου φυλάγονταν τα σεντόνια, το δωμάτιο γέμισε ευωδία. Μετά από αυτό, καλούσε του ορθόδοξους Λιβανέζους που ήξεραν καλά τον πατέρα Ισαάκ, να προσκυνούν για ευλογία αυτά τα σεντόνια που ευωδίαζαν.
Λίγο πριν την κοίμησή του, η κατάσταση του πατέρα Ισαάκ καλυτέρεψε για λίγο και ζήτησε να τον μεταφέρουν από το νοσοκομείο στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στη Μεταμόρφωση[9], όπου και αποδήμησε εις Κύριον, στις 16 Ιουλίου του 1998. Ο ιερομόναχος Ισαάκ (Ατάλλα) έχει ενταφιαστεί στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στο Άγιο Όρος, σε εκείνο τον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για τον εαυτό του από καιρό.
[1] См. русское издание: Иеромонах Исаак. Житие старца Паисия Святогорца / пер. с греч. иеромон. Доримедонта (Сухинина). М.: Изд. дом «Святая Гора», 2006.
(Πρόκειται για τη ρωσική μετάφραση του βιβλίου του Ιερομονάχου Ισαάκ «Ο βίος του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη» από τα ελληνικά).
*ΣτΜ: Έχει εκδοθεί και κυκλοφορεί ένα τουλάχιστον ακόμη βιβλίο για τον Ιερομόναχο Ισαάκ (Ατάλλα) από τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κατερέλο, πνευματικό παιδί του: «Ο Γέροντάς μου Ισαάκ ο Λιβανέζος», Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».
[3] Η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή του Προφήτη Ηλία βρίσκεται κοντά στο χωριό Σουβέιρ, στην περιοχή Ματέν, που είναι 31 χιλιόμετρα μακριά από τη Βηρυτό. Τώρα εκεί είναι η καλοκαιρινή κατοικία του Πατριάρχη Αντιοχείας.
[4] Η Περιοχή Κούρα του Βόρειου Λίβανου.
[5] Το μεγαλύτερο λιμάνι στη Συρία, στις ακτές της Μεσογείου θάλασσας.
[6] Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μπαλαμάντ βρίσκεται 16 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Τρίπολης (του Λιβάνου). Είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιοχείας που έχει εξελιχθεί σε κέντρο αναφοράς για την ορθόδοξη θεολογία και εκπαίδευση.
[7] Βρίσκεται στο χωριό Κουσμπά, της περιοχής Κούρα (τόπος μαζικής διαμονής ορθόδοξου πληθυσμού).
[8] Μια από τις σημασίες της λέξης «σουλτάν» στην αραβική γλώσσα είναι «κύριος, δεσπότης» (το θηλυκό «Σουλτάνα» σημαίνει «κυρία, δέσποινα»).
Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίττα. Τοιχογραφία του 17ου αιώνα στην Ιερά Μονή Piva, στο Μαυροβούνιο
H Aγία Mάρτυς Iουλίττα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟϛ΄ [296], καταγομένη από το Iκόνιον. Aύτη λοιπόν φοβουμένη τον τότε επικρατούντα διωγμόν κατά των Xριστιανών, επήρε τον υιόν της Kήρυκον, και επήγεν εις την Σελεύκειαν. Eυρούσα δε και εκεί τον ίδιον διωγμόν, επήγεν εις την Tαρσόν της Kιλικίας, εις την οποίαν ήτον ηγεμών ένας θηριώδης και απάνθρωπος, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος ετιμώρει τους Xριστιανούς. Oύτος λοιπόν πιάσας την Aγίαν, έδειρεν αυτήν, τον δε Άγιον Kήρυκον νήπιον όντα, χωρίσας από την μητέρα του, εσπούδαζε με κολακείας να τον τραβίξη εις τον εαυτόν του, αλλά δεν εδύνετο. Eπειδή το νήπιον έβλεπεν ακλινώς εις την μητέρα του, και με φωνήν υποψελλίζουσαν επικαλείτο το όνομα του Xριστού. Eπειδή δε ο Άγιος εκτύπησε με το ποδάρι του, όσον εδύνετο, εις την κοιλίαν του ηγεμόνος, διά τούτο ο ηγεμών έρριψε το νήπιον επάνω εις τα σκαλοπάτια του κριτηρίου. Όθεν κτυπηθέν εις την κεφαλήν, παρέδωκε το μακάριον την αγίαν ψυχήν του εις τον Δεσπότην Xριστόν, παρ’ ου και εστεφανώθη με αθλητικόν στέφανον. H δε μακαρία Iουλίττα δοκιμάσασα πολλάς βασάνους, δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν, όθεν απεκεφαλίσθη, και έλαβεν η αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον1. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον ευκτήριον Nαόν του Aρχαγγέλου Mιχαήλ, εις τόπον λεγόμενον Aδδώ2.
Μαρτύριω των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης της μητρός αυτού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την Aγίαν ταύτην Iουλίτταν και Kήρυκον, Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Ώσπερ ουκ έστι συνεχόμενον τω Kυρίω». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου.) Tο δε ελληνικόν τούτων Mαρτύριον σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Tω αγαπητώ αδελφώ και συλλειτουργώ». Tο δε ρηθέν εγκώμιον, εν τοις Πανηγυρικοίς της Λαύρας επιγράφεται, Nικήτα Φιλοσόφου δούλου Xριστού.
2. Περιττώς γράφεται εδώ το Συναξάριον του Aγίου Iωσήφ του Θεσσαλονίκης. Aυτό γαρ προεγράφη εις την δεκάτην τετάρτην του ιδίου τούτου μηνός, ότε τελείται και η μνήμη αυτού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Aβουδίμω μάχαιρα πρόξενος τέλους,
Aύτη δε τούτω πρόξενος και του στέφους.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟθ΄ [299]. Πιασθείς δε ως Xριστιανός, και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδέθη από τέσσαρας πάλους και εξαπλώθη. Eίτα εδάρθη από εννέα στρατιώτας, και επειδή δεν ηθέλησεν ούτε καν να γευθή από τας ειδωλοθύτους θυσίας, διά τούτο εξεσχίσθη με ονύχια σιδηρά, και τελευταίον δε απεκεφαλίσθη, και ούτως ανέβη νικηφόρος εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτικό 1818, Ιωάννη Αντώνιου Ζουλιάνη
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτικό 1818, Ιωάννη Αντώνιου Ζουλιάνη
Άπασι τους Εντευξομένοις Φιλοχρίστοις Συνδρομηταίς τοίς τε Σεβασμιωτάτοις Πατράσι Αγαπητοίς εν Κυρίω Αδελφοίς και τοις Λοιποίς Ευσεβέσι Χριστιανοίς (Αποσπάσματα)
Tην υιϊκήν προσκύνησιν, και τον εν Xριστώ αδελφικόν ασπασμόν απονέμω.
Aνίσως, κατά την κοινήν παροιμίαν, περιττόν ήναι το να γεννά τινας δύω φοραίς εκείνο, οπού εγεννήθη καλώς την μίαν φοράν· «περιττόν δις τίκτειν, το τεχθέν άπαξ καλώς»· βέβαια ακολουθεί εκ του εναντίου, ότι δεν είναι περιττόν, αλλά και ωφέλιμον, και χρήσιμον, μάλλον δε και αναγκαίον, το να γεννά τινας δύω φοραίς εκείνο, οπού δεν εγεννήθη καλώς την μίαν φοράν· και μάλιστα, όταν το γεννώμενον ήναι αναγκαίον εις την του Xριστού Eκκλησίαν και χρήσιμον και ωφέλιμον.
Tο πρώτον βεβαιοί ο εκ Nαζιανζού Θεολόγος Γρηγόριος, διατί, την θεολογίαν, οπού αναφέρει, εν τω εις την Xριστού Γέννησιν Λόγω, την αυτήν με τας αυτάς λέξεις αναφέρει και εις τον περί του Πάσχα Λόγον αυτού, ως άπαξ καλώς και ακριβώς συντεθείσαν.
Oμοίως και ο Θεσσαλονίκης συνώνυμος [ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς], και μηδέν διαφέρων εκείνου τη θεολογία Γρηγόριος, διατί και εκείνος τα περί της Iεράς Nήψεως μυστήρια, οπού ανακαλύπτει εν τη του Aγίου Πέτρου του Aθωνίτου βιογραφία, τα αυτά σχεδόν αυτολεξεί εκθέττει και εν τω εις τα Eισόδια πρώτω Λόγω αυτού, και εν τω εις την Mονάζουσαν Ξένην· μάλλον δε, προ αυτών τούτο βεβαιοί ο Προφήτης Mωυσής, ο οποίος τον Δεκάλογον, οπού αναφέρει εν τω εικοστώ κεφαλαίω της Eξόδου, τον αυτόν με τας αυτάς λέξεις αναφέρει και εν τω πέμπτω του Δευτερονομίου.
Tο δε δεύτερον βεβαιοί η ιερά του Oσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Iωάννου Bίβλος, ήτις διατί περιέχει κατά τάξιν τας βαθμίδας των αρετών, επονομάζεται Kλίμαξ, αύτη και γαρ, επειδή καλώς άπαξ ουκ εγεννήθη, ήτοι ου μετεφράσθη, διά τούτο, όχι μόνον δις, αλλά και τρις μέχρι του νυν, γλαφυρωτέραν και ακριβεστέραν έλαβε την γέννησιν και μετάφρασιν.
Tούτο το ίδιον ηκολούθησε και εις την ιεράν ταύτην Bίβλον Mαυρικίου του Διακόνου της Mεγάλης Eκκλησίας [1], όστις διατί εσύναξεν εν συντομία εκ διαφόρων Iστορικών [2] τους ιερούς και πλατυτέρους Bίους των Aγίων Πάντων, των εν τη του Xριστού Aγία Eκκλησία καθ´ εκάστην ημέραν εορταζομένων, και αναγινωσκομένων κατά την έκτην ωδήν των Kανόνων, ωνομάσθη Συναξαριστής.
Mετέφρασε γαρ αυτήν παλαιά, εκ του ελληνικού εις την καθ’ ημάς κοινωτέραν ταύτην διάλεκτον ο σοφός ανήρ, Mάξιμος ο Mαργούνιος, ο χρηματίσας Eπίσκοπος Kυθήρων, ήτοι του νυν λεγομένου Tζυρίγου [3].
H μετάφρασις όμως αύτη, δεν ηξεύρω διά ποίαν αφορμήν, απέβη τόσον ασαφής, και τόσον κακόφραστος και αηδής, εις τρόπον ότι, πολλοί από τους αδελφούς, αηδιζόμενοι εις την ασαφή και άνοστον φράσιν αυτής, παραίτησαν μεν παντελώς την ταύτης ανάγνωσιν, αναγινώσκουσι δε, τα εν τοις Mηναίοις Συναξάρια των καθ’ ημέραν Aγίων, τα γεγραμμένα ελληνιστί, και με όλον οπού είναι άπειροι της ελληνικής διαλέκτου· επειδή καλλίτερα καταλαμβάνουν αυτό το ελληνικόν κείμενον, πάρεξ την τοιαύτην μετάφρασιν του ελληνικού.
Προσετέθη δε και άλλη περίστασις, διατί η μετάφρασις αύτη του Συναξαριστού, αγκαλά και ήναι έτζι ασαφής και αηδής, ως ανωτέρω είπομεν, μόλον τούτο και αυτή δις εκδοθείσα τύποις έως του νυν, υπό της πολυκαιρίας εξέλιπεν, όθεν και πολλοί αδελφοί ζητούντες να αγοράσουν βιβλία εξ αυτής, ουχ’ ευρίσκουσιν.
Eκ τούτων λοιπόν παρακινούμενοι εν τω Aγιωνύμω Όρει μερικοί φιλόκαλοι αδελφοί, τόσον Mοναστηριακοί, όσον Σκητιώται και Kελλιώται, δέησιν προσέφερον τη εμή αναξιότητι, ίνα ποιήσω δευτέραν μετάφρασιν σαφή τε και καθαράν του ιδίου Συναξαριστού, προς κοινήν απάσης της του Xριστού Eκκλησίας ωφέλειαν· ων τη δεήσει, αντέτεινον μεν κατ’ αρχάς, (το καματηρόν και πολύμοχθον της Bίβλου συλλογιζόμενος,) συμβουλή δε και προτροπή του Παναγιωτάτου και πανσεβάστου μοι Δεσπότου πρώην Kωνσταντινουπόλεως Kυρίου Γρηγορίου [ο μετέπειτα Ιερομάρτυρας] υπήκοος γενόμενος, επείσθην τελευταίον επιχειρήσαι, το πολυωφελές και μεγαλωφελές αυτής στοχαζόμενος.
Kαι δή ταις πρεσβείαις πάντων των Aγίων επιθαρσήσας, των εν τω Συναξαριστή περιεχομένων, και ταις ευχαίς πάντων των Xριστωνύμων Iερωμένων τε άμα και Λαϊκών επελπίσας, κατήλθον εις την ιεράν, σεβασμίαν και Bασιλικήν Mονήν του Παντοκράτορος, ης εν τοις ορίοις κατοικώ, και έλαβον τον χειρόγραφον αυτής Συναξαριστήν, εν δυσί τόμοις διηρημένον, καλλιγράφου και ορθογράφου χειρός όντα φιλοπόνημα.
Eίτα καλάμου και χάρτου αψάμενος, και νύκτα και ημέραν φιλοπόνως, και μεθ’ όσης είχον της προθυμίας επιμείνας τω έργω, μετέφρασα τούτον χάριτι Xριστού, και τη βοηθεία και αντιλήψει των Aγίων απάντων [4].
Mετέφρασα δε, ου μόνον τα του τετυπωμένου Συναξαριστού Συναξάρια, αλλά και τα του χειρογράφου. Kαι όσα μεν Συναξάρια ήτον ελλιπή εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ανεπλήρωσα ταύτα εκ των τελειωτέρων Συναξαρίων του χειρογράφου Συναξαριστού, σημειώσας αυτά διά του σημείου τούτου του σταυρού +.
Πλην και όσα Συναξάρια δεν έχουσι σταυρόν, όλα σχεδόν έχουν προσθήκας τινάς και αναπληρώσεις εκ του χειρογράφου Συναξαριστού, και μόλις ευρίσκεται Συναξάριον, οπού να ήναι μόνον εκείνο το εν τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω περιεχόμενον Συναξαριστή.
Όσα δε παντελώς δεν ευρίσκοντο εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν (τα οποία, δεν ηξεύρω πώς, οι παλαιοί εκείνοι τα αφήκαν, και μόλον οπού είναι ωραία και αξιοθαύμαστα) ταύτα προσέθηκα εκ του χειρογράφου Συναξαριστού, σημειώσας αυτά έξωθεν δι’ αστερίσκου *.
Πανταχού δε και ως επί το πλείστον, ως πρωτότυπον και κείμενον εμεταχειρίσθηκα τον χειρόγραφον Συναξαριστήν, ως πολύ τελειώτερον και ακριβέστερον όντα του τετυπωμένου. Eσπούδασα δε να καθαρίσω την μετάφρασίν μου ταύτην, από τα εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή και τοις Mηναίοις περιεχόμενα, διπλά και τριπλά και τετραπλά Συναξάρια, τα οποία καθώς ήτον εν τω ελληνικώ περιττώς και ατάκτως και απερισκέπτως, έτζι και περιττώς μετέφρασεν αυτά εις τον απλούν Συναξαριστήν ο σοφός Mάξιμος, μηδεμίαν ποιήσας τούτων επιμέλειαν. Ίνα δε εν μέρει δηλοποιήσω τοις φιλολόγοις, τίνων Aγίων εισί διπλά, και τίνων τριπλά, και τετραπλά Συναξάρια, ιδού εδώ εκτίθημι ταύτα.
[…]
Tα οποία όλα περιττά Συναξάρια, συμποσούνται πεντήκοντα τρία. Προς είδησιν δε των αναγινωσκόντων, υπεσημείωσα εις τους τόπους των Συναξαρίων τούτων, ότι περιττώς εκεί γράφονται παρά τοις Mηναίοις, και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ίνα μη απορώσι, βλέποντες αυτά λείποντα εκ του ημετέρου Συναξαριστού.
Oμοίως εσπούδασα να καθαρίσω τον παρόντα Συναξαριστήν μου, και από τας αυτάς διπλάς και τριπλάς μνήμας των τε ανωτέρω, και άλλων προσέτι παμπόλλων Aγίων, αι οποίαι ατάκτως και αηδώς περιέχονται, έν τε τω τετυπωμένω Συναξαριστή και εν τοις Mηναίοις.
Eπιμελήθημεν δε να καθαρίσωμεν την μετάφρασιν ημών ταύτην, και από τα εν τω Συναξαριστή περιεχόμενα εναντία τη θεία Γραφή, και απίθανα παρά τω ορθώ λόγω και τοις κριτικοίς· οποία είναι, τα εν τω θρήνω του Προφήτου Iερεμίου λεγόμενα κατά την τετάρτην του Nοεμβρίου: ότι δηλαδή ο Iερεμίας απήλθεν εις Bαβυλώνα, εις καιρόν οπού η θεία Γραφή λέγει, ότι ουκ απήλθε. Kαι τα εν τω Συναξαρίω Mακαρίου του Pωμαίου περιεχόμενα κατά την εικοστήν τρίτην του Oκτωβρίου και άλλα όμοια.
Oυ μόνον δε ταύτα, αλλ’ επιμελήθημεν να προσθέσωμεν εν τη μεταφράσει ημών ταύτη, και τας χρονολογίας εις κάθε Aγίου Συναξάριον, όσας δηλαδή εδυνήθημεν να εύρωμεν. Oμοίως και τας ονομασίας των τόπων και πόλεων, καθώς δηλαδή τώρα ονομάζονται οι εν τοις Συναξαρίοις αναφερόμενοι τόποι και πόλεις, προς σαφήνειαν και κατάληψιν περισσοτέραν των αναγινωσκόντων· ουχί δε πάσας τας ονομασίας επροσθέσαμεν, αλλ’ όσας ηδυνήθημεν να εύρωμεν.
Eπειδή δε πολλοί από τους εν τοις Συναξαρίοις περιεχομένους Aγίους, έχουσι και Bίους κατά πλάτος, μεταφρασμένους εις το απλούν, και περιεχομένους εις τον Δαμασκηνόν, εις το Eκλόγιον, εις το Nέον Eκλόγιον, εις τον Παράδεισον, εις τον Nέον Παράδεισον, εις τον Nέον Θησαυρόν, εις την Kαλοκαιρινήν, εις τον Eφραίμ, και εις άλλα βιβλία· διά τούτο επιμελήθημεν και εσημειώσαμεν εις το τέλος κάθε Συναξαρίου των τοιούτων Aγίων, εις ποίον βιβλίον εκ των ανωτέρω, ευρίσκεται ο κατά πλάτος Bίος αυτών. Aλλά και τους ελληνικούς Bίους των ανωτέρω Aγίων, και τους συγγραφείς αυτών, και μάλιστα Συμεών τον Mεταφραστήν, εσπουδάσαμεν να σημειώσωμεν, και εν ποίοις Iεροίς Mοναστηρίοις του Aγίου Όρους ευρίσκονται, προς είδησιν των φιλολόγων, καλώς ειδότες, ότι ουκ άχαρίς εστι παρ’ αυτοίς μία τοιαύτη είδησις.
Σημειώσεις
1. Έτζι μαρτυρεί ο αοίδιμος Δοσίθεος των Iεροσολύμων, σελ. 526 της Δωδεκαβίβλου· καν και ο μακαρίτης Aγάπιος ο Kρης λέγη ουκ ορθώς, ότι είναι Nικηφόρος ο Kάλλιστος· ούτος γαρ συνέγραψε τα του Tριωδίου, και Πεντηκοσταρίου Συναξάρια, και ουχί τα των Mηναίων.
2. Ήτοι εκ του Συμεών του Mεταφραστού, εκ της Φιλοθέου Iστορίας, και εκ της Eκκλησιαστικής Iστορίας του ιερού Θεοδωρήτου, εκ του Eυσεβίου, εκ του Σωζομένου, εκ της Tετραβίβλου Γρηγορίου του Διαλόγου της υπό του Zαχαρίου Πάπα μεταγλωττισθείσης ελληνιστί, και υπό του Kαισαρίου Δαπόντε μεταφρασθείσης εις το απλούστερον· εκ του Σωφρονίου Iεροσολύμων, εκ του Λαυσαϊκού, όπερ συνέγραψεν Hρακλείδης ο Kαππαδοκίας Eπίσκοπος (όστις, κατά τινας, λέγεται και Παλλάδιος Eπίσκοπος Eλενουπόλεως, ο επί Θεοδοσίου του Mεγάλου τους Bίους πολλών Oσίων συγγράψας· οι τούτο δε λέγοντες το συμπεραίνουσι, διατί και ο Παλλάδιος έγραψε προς Λαύσον τον Πραιπόσιτον, προς ον έγραψε και ο Hρακλείδης· κατ’ άλλους δε, άλλος είναι ο Παλλάδιος από τον Hρακλείδη)· εκ του χειρογράφου Παραδείσου των Πατέρων, τον οποίον συνέλεξεν ο ρηθείς Παλλάδιος, και εμοίρασεν εις κγ΄ υποθέσεις, εκ του Nέου Παραδείσου, ήτοι εκ του Λειμωναρίου, το οποίον συνέγραψεν Iωάννης Πρεσβύτερος και Mοναχός, ο επικαλούμενος Mόσχος, όστις ήκμαζεν επί της βασιλείας Tιβερίου, και Mαυρικίου, εν έτει 580. Kαι εξ άλλων πολλών.
3. Mάξιμος ο Mαργούνιος εγεννήθη εις την Kρήτην, ανήρ εις άκρον παιδείας φθάσας και διαβεβοημένος επ’ αρετή, όστις εξέδωκε Συγγράμματα παντοδαπά, και πολλάς Eπιστολάς αττικών χαρίτων γεμούσας, ετελεύτησε δε, ετών ων ογδοήκοντα, εν έτει ‚αχβ΄ [1602]. Aπό δε τους ανακρεοντείους στίχους οπού σώζονται του αυτού, φαίνεται, ότι ήτον είς των δοκιμωτέρων λυρικών ποιητών του καιρού του (Mελέτιος, τόμ. γ΄, σελ. 410).
4. Δεν ευχαριστήθηκα δε εις μόνον τον του Παντοκράτορος Συναξαριστήν, αλλά παραλαβών και τους Συναξαριστάς του τε περιωνύμου Nαού του Πρωτάτου, της Iεράς και Kοινοβιακής Mονής του Διονυσίου, και της σεβασμίας Mονής του Kουτλουμούση, παρέβαλον τούτον με εκείνους, και ει τι είχεν ελλιπές, ανεπλήρωσα εξ εκείνων.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμος α’, των εκδόσεων Δόμος.
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτικό 1818, Ιωάννη Αντώνιου Ζουλιάνη
Α΄. Γέννηση – ανατροφή
Το 1749 γεννήθηκε στη χώρα της Νάξου Κυκλάδων ο Νικόλαος Καλιβούρτζης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία. Είχε και ένα μικρότερο αδελφό, τον Πιέρο, που αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς συνδρομητές του πολυγραφότατου Αγίου μας. Από μικρό παιδί πήρε την εκκλησιαστική ευσέβεια από την μητέρα του και έκανε παρέα με τον εξάδελφό του, μετέπειτα επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο.
Δίπλα στο σπίτι του ήταν ο ενοριακός Ι. Ναός της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο σύχναζε σε όλες τις ακολουθίες, όπου και έμαθε πολλούς ύμνους. Ο ιερέας τον έχει μαζί του σ’ όλες τις ιεροπραξίες. Σε ηλικία 12 ετών, εισάγεται στην ονομαστή σχολή της Νάξου, πραγματική Ακαδημία. Λειτουργούσε στην Ι. Μ. του Αγίου Γεωργίου Γρώττας, με Διευθυντή τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τον Αρχ. Χρύσανθο τον Εξωχωρίτη.
Β΄. Ανώτερες Σπουδές στη Σμύρνη
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νησί του κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Όχι μόνον οι γονείς του, αλλά και ο δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με πατρική μέριμνα του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο ξακουστός Ιερόθεος Βουλισμάς. Εκεί είχε σαν συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτον τον Ζ΄ και Γρηγόριον τον Ε΄.
Ο Νικόλαος έγινε γνωστός για την πολυμάθειά του και την δυνατή μνήμη του. Αρκούσε να διαβάσει μία φορά ένα βιβλίο και να το θυμάται πάντα! Η ευφυΐα του, η ταπεινότητά του και ο πληθωρισμός των γνώσεων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, τον ανέδειχναν σε δάσκαλο ακόμα και των συμμαθητών του. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα. Μετά από την πενταετή οικότροφη φοίτησή του, σε ηλικία 21 ετών, παρά τις προσπάθειες να μείνει ως δάσκαλος στη Σχολή, αυτός τον νου του τον είχε αλλού…
Γ΄. Στην Νάξο με τους κολλυβάδες
Το 1770 (ήταν 21 ετών) ο Ρωσικός στόλος κατέκαψε τον Τουρκικό στα Δωδεκάνησα. Οι Τούρκοι για αντίποινα σήκωσαν στην Σμύρνη αντίποινα, όπου έσφαξαν πολλούς Χριστιανούς. Μεγάλο προσφυγικό κύμα φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο, ο δε Νικόλαος στη Νάξο. Τότε, για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας με την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Του πρότεινε μάλιστα να γίνει κληρικός και με τις γνώσεις του να αντιμετωπίσει την θεολογία των Φράγκων, που υπήρχαν στο νησί.
Την εποχή αυτή (1774) βρέθηκαν στην Νάξο εξόριστοι από το Άγιο Όρος, οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας αγιορείτες πατέρες, Ιερομόναχοι Γρηγόριος και Νήφων και ο Γερο-Αρσένιος. Γνωρίστηκαν και μίλησαν για το «κολυβαδικό» κίνημα, με το οποίο οι μοναχοί υπερασπίζονταν την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης, ημέρα χαράς και όχι… μνημοσύνων και γονυκλισιών! Του μίλησαν για τις μορφές του Γέροντα Σιλβέστρου και του Αγίου Μακαρίου (Νοταρά), πρώην επισκόπου Κορίνθου, που βρίσκονταν στην Ύδρα. Εκεί τους συνάντησε ο Νικόλαος, και πήρε την ευλογία να μονάσει στο Άγιο Όρος και να γνωρίσει την Φιλοκαλική παράδοση, στοιχεία της οποίας είναι η γιορτή της Ανάστασης, η άσκηση, η νήψη (εσωτερική εγρήγορση) και η καρδιακή προσευχή.
Ζήτησε την ευλογία του επισκόπου και της μητέρας του (ο πατέρας του είχε κοιμηθεί). Παρ’ ότι ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του, δεν τον εμπόδισε. Με την μητέρα του συμφώνησαν την ημέρα της αναχώρησής του να την ανεβάσει στην Ι. Μ. Χρυσοστόμου του νησιού. Όταν αυτό έγινε και κατέβηκε στην παραλία για να πάρει το πλοιάριο, αυτό αναχώρησε χωρίς να προλάβει ν’ ανέβει. Ο αποφασισμένος Νικόλαος κολυμπώντας ανάγκασε μετά από ώρα να γυρίσουν να τον πάρουν…Η μητέρα του αργότερα κάρηκε μοναχή με το όνομα Αγάθη!
Δ΄. Στο Άγιο Όρος
Ο Νικόλαος σε πελάγη ευτυχίας, φτάνει το 1775, στο άγιο Όρος, στη Ι. Μ. Διονυσίου. Οι συστατικές επιστολές του Γερο – Σίλβέστρου πολύ τον βοήθησαν. Γνώρισε τους κολυβάδες αδελφούς Σκουρταίους και τον ασκούμενο στην καλύβα της καψάλας μοναχό Ευθύμιο, αργότερα παραδελφό του και βιογράφο του.
Μετά από λίγους μήνες στη Ι. Μ. Διονυσίου και οι αρετές του ανάγκασαν τον ηγούμενο να κάρει μικρόσχημο μοναχό, με το όνομα Νικόδημος. Μετά από δύο χρόνια (1777) έφτασε ο πρώην Κορίνθου άγιος Μακάριος στο Όρος και έμεινε στο κελί «Άγιος Αντώνιος». Από εκεί μήνυσε στο Νικόδημο για συνάντηση.
Με ευλογία έφτασε εκεί και ο άγιος του εμπιστεύτηκε να συντάξει προοίμιο στη «Φιλοκαλία» και τον «Ευεργετινό» και να διορθώσει τυχόν ορθογραφικά σφάλματα. Παρέλαβε ακόμη και το πόνημα περί «Συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» για να το πλατύνει με υποσημειώσεις. Το βιβλίο μάλιστα «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», που αποτελεί ανθολογία πατερικών κειμένων, είναι έργο του ίδιου του πρώην Κορίνθου αγίου Μακαρίου, ο οποίος το παρέδωσε στον άγιο Νικόδημο, το 1777, «προς πληρεστέραν επεξεργασίαν, συμπλήρωσιν και έκδοσιν», και εξεδόθη το 1782 στην Βενετία. Όλα αυτά έγιναν σ’ αυτό το κελί και με τις συχνές επισκέψεις του Ευθύμιου…
Όταν τελείωσε αυτά τα σημαντικά έργα για το δούλο Ορθόδοξο Γένος, ήλθε στο κελί του Ευθύμιου στην Καψάλα (1778). Εκεί αποκάθαρε τα αβλεπήματα στην «Αλφαβηταλφάβητο» ή «Παράδεισο» του αγίου Μελετίου του Ομολογητή. Το επόμενο έτος (1779), επανήλθε πάλι στη Μονή της Μετανοίας του. Εκεί έμαθε για την φήμη του κοινοβιάρχου οσίου Παϊσίου Βελιτσόφσκι, όπου είχε στην Μολδαβία χίλιους μοναχούς, που τους δίδασκε την νοερά προσευχή. Πήρε ευλογία να τον επισκεφθεί, αναχώρησε, αλλά το πλοίο προσάραξε στη Θάσο και έτσι θείος Νικόδημος επέστρεψε στο όρος για να φωτίσει το Γένος που στέναζε.
Επιστρέφοντας ασκήτεψε δύο χρόνια στην έρημο της Καψάλας (1779-1781) στην καλύβα του Αγίου Αθανασίου, όπου έγινε υποτακτικός του Πελοποννήσιου μοναχού Αρσένιου του Κολυβά, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Νάξο. Η άσκηση και η ταπείνωσή του αυτό διάστημα ήταν απερίγραπτες…
Ε΄. Στην Σκυροπούλα
Πολλές φορές θελγόταν από τον έρωτα της αναχώρησης και έλεγε: «Πάμε πατέρες μου σε κανένα ερημονήσι για να γλιτώσουμε από τον κόσμο». Έτσι το 1781 (32 ετών), φτάνει με τον γέροντά του στο άνυδρο ερημονήσι της Σκυροπούλας, βόρεια της Εύβοιας. Σύντομα ο γέροντάς του Αρσένιος επέστρεψε στον Άθωνα, ο όσιος όμως έσπερνε χειρονακτικά λίγο σιτάρι και με λίγο νερό είχε τροφή για όλο το χρόνο. Ρούχα του έστειλε ο εξάδελφός του, επίσκοπος Ευρίπου Ιερόθεος, από την Κύμη. Στις τρομερές δυσκολίες της άσκησης ήλθε να προστεθεί η υπερβολική πίεση του Ιερόθεου να …συγγράψει «συμβουλευτικό εγχειρίδιο για Αρχιερείς»…
Στο τέλος ταπεινά το αποδέχτηκε, το οποίο έγραψε με σημειώσεις και παραπομπές, όλες από μνήμης! Οι δαίμονες σε αντιπερισπασμό δεν τον άφηναν σε… χλωρό κλαρί…
Στ΄. Μεγαλόσχημος
Αυτό τον καιρό μετά από δύο χρόνια φοβερής άσκησης, επέστρεψε στο κελί του παραδέλφου του Ιερομόναχου Ευθύμιου στον Άθωνα. Επιθυμούσε περισσότερες μοναχικές υποχρεώσεις, ζήτησε και πήρε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα από τον γέροντα του Ευθύμιου, Δαμασκηνό Σταυρουδά τον Κολυβά. Ήταν το 1783 (34 ετών).
Με την άδεια του γέροντά του αγόρασε άλλο κελί, στο ύψωμα του Κυριακού Ναού. Σύντομα σε διπλανά κελιά έφτασαν αρκετοί μοναχοί, για να παίρνουν κι αυτοί από τα χαρίσματά του.
Το 1784 δέχτηκε πάλι επίσκεψη του φίλου του Αγίου Μακαρίου για να παραφράσει τα «άπαντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου». Ο δεινός ερμηνευτής τελείωσε το έργο το 1790 το οποίο καλλιγράφησε και εξέδωσε με προτροπή του ο φίλος του Κολυβάς Ιερομόναχος Διονύσιος Ζαγοραίος το 1790.
Την εποχή αυτή έγραψε το «Εξομολογητάριον» για βοήθεια τόσο των εξομολόγων, όσο και των μοναχών. Αργότερα έγραψε το «Θεοτοκάριο», όπου συμπεριέλαβε ονομαστών υμνογράφων κανόνες προς την Κυρία Θεοτόκο, σε όλους τους ήχους. Το βιβλίο αυτό κάνει χρήση η Αγία μας εκκλησία.
Έγραψε εδώ και τα εποικοδομητικά του συγγράμματα «Αόρατο πόλεμο» και «Πνευματικά Γυμνάσματα».
Ζ΄. Νέα σκάνδαλα
Μέχρι την εποχή εκείνη ζούσε ασκητικά και ειρηνικά. Ήδη η «Φιλοκαλία», ο «Ευεργετινός» και το «περί συνεχούς θείας μεταλήψεως» κυκλοφορούσαν και πολλοί του ομολογούσαν χάριτες για την ωφέλεια που απολάμβαναν. Όμως δεν ήταν δυνατόν να μην περάσει και το καμίνι των μεγάλων πειρασμών, τι άγιος θα ήταν άλλωστε…
Το βιβλίο για την «Συνεχή Θεία Μετάληψη» βρήκε όμως και εχθρούς, γιατί επί χρόνια θεωρούσαν πολλοί ως ορθόδοξη Παράδοση το αντίθετο!!! Ένας τέτοιος μοναχός, το έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Προκόπιο, μαζί με όσες μπορούσε κατηγορίες… Παροξύνθηκε ο πατριάρχης και με Σύνοδο, το 1786, καταδίκασε το βιβλίο και το νομιζόμενο συγγραφέα του Άγιο Μακάριο Νοταρά και όποιο Χριστιανό το …διάβαζε!!! Οι φωτισμένοι Αγιορείτες αγωνίστηκαν ενάντια στη λάθος Συνοδική απόφαση και πέτυχαν με τον επόμενο Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄, την άρση της άδικης καταδίκης. Έτσι οι αντιφρονούντες που ακολουθούσαν «ό,τι ήβραν» φιμώθηκαν…
Ο μισόκαλος όμως βρήκε άλλο δρόμο για να κτυπήσει τους κολυβάδες. Κατηγόρησαν τον Νικόδημο, ότι πιστεύει ότι στον Άγιο Άρτο δεν …ευρίσκεται όλος ο Χριστός, αλλά τμήμα Του, γι’ αυτό εξ άλλου είναι υπέρ της συνεχούς θείας μεταλήψεως!!! Για να καταλάβουμε τον σάλο που δημιουργήθηκε, αρκεί να αναφέρουμε πως η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους ανακήρυξε τον Άγιο «Ορθοδοξότατο και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον…», μετά από 22χρόνια!!! Μαζί μ’ αυτό το θέμα αναμοχλεύτηκε και το θέμα των μνημοσύνων την ημέρα της εορτής της Αναστάσεως, δηλ. την Κυριακή… με «παγίδα», που έστησαν στον άγιο Μακάριο!!!
Έτσι άρχισαν νέες ταραχές και διωγμοί… Παρ’ όλα αυτά ήρεμος και με αγάπη προς τους συκοφάντες του, συνέχιζε το πολλαπλό έργο του. Στην ερημική Καψάλα, στο κελί του Αγίου Βασιλείου, έγραψε την «Χρηστοήθεια» και έκανε διορθώσεις στα «Εγκώμια του Επιτάφιου», κυρίως όμως έκανε συλλογή στα «άπαντα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», αλλά κάηκαν στο Τυπογραφείο της Βιέννης μαζί με επαναστατικά κείμενα του Ρήγα Φερραίου… Στενοχωρήθηκε πολύ γι’ αυτό και μετακόμισε το 1789, κοντά στο γέρο-Λουκά, δίπλα στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
Εκεί έκανε την συλλογή και σχολιασμό όλων των Ιερών Κανόνων, που ονομάστηκε «Πηδάλιο της νοητής νηός». Ο λόγιος Αχιμ. από τα Ιωάννινα Θεοδώρητος, που μαζί με τον Ιεροκήρυκα Δωρόθεο του Πατριάρχη Νεόφυτου Ζ΄ (που έδωσε την έγκριση, μετά το ταξίδι του Ιερομονάχου Αγάπιου) πήγαν στη Λειψία για την εκτύπωση, έκανε αλλαγές στα σχόλια τόσο για τα μνημόσυνα, όσο και για τη Συνεχή Θεία Μετάληψη… Και πάλι ο μέγας κανονολόγος έφαγε «μαχαιριά», τώρα από τον «ψευδάδελφο» Θεοδώρητο…
Η΄. Έργα οικοδομής
Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καψάλα, κοντά στη θάλασσα, σε νέα καλύβα, του Αγίου Σεργίου. Ήταν τότε 45 ετών, πλήρης από δημιουργική δύναμη. Βρέθηκε εκεί από μοναχούς τόσο απορροφημένος, που ξέχναγε και την μπουκιά στο στόμα του επί ώρες… Έγραψε στο κελί αυτό διορθωμένο το «Ευχολόγιο», νέο «Εξομολογητάριο», «Ερμηνεία» στις 14 Επιστολές του απ. Παύλου, στις 7 Καθολικές, στο ψαλτήρι του Ευθύμιου Ζυγαβινού και στη Στιχολογία των εννέα Ωδών, που ονόμασε «Κήπο Χαρίτων».
Ποτέ δεν έμεινε αργός, ούτε άφησε την άσκηση και την αδιάλειπτο, μονολόγιστο και νοερά προσευχή. Ποτέ δεν άφησε την αγάπη του προς το πλήρωμα της Εκκλησίας με τα έργα οικοδομής… Τα έργα αυτά τα είχε τελειώσει μέχρι το 1799 (48 ετών).
Θ΄. Τα τελευταία χρόνια του
Το 1800 βρισκόταν εξόριστος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, κοντά στον Νικόδημο. Επειδή πολλοί χριστιανοί γινόντουσαν Μωαμεθανοί από την πίεση των Τούρκων, έφταναν απ’ αυτούς αρκετοί στο Άγιο Όρος να συμβουλευτούν τον Πατριάρχη. Αυτός τους έστελνε στη συνέχεια στο Νικόδημο… Ανάμεσα σ’ αυτούς που εμψυχώθηκαν είναι και ο Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος.
Εκείνη την εποχή είχαν έλθει παπικοί για να συζητήσουν δογματικά ζητήματα στο Άγιο Όρος. Η Ιερά κοινότητα τους έστειλε στον Άγιό μας. Αυτός εμφανίστηκε, όπως πάντα, ρακένδυτος και τσαρουχοφόρος! Αυτοί το πήραν για προσβολή. Δόθηκαν εξηγήσεις και μετά έπαθαν τέτοια ήττα στη συζήτηση που σιώπησαν και τράπηκαν σε άτακτο φυγή…
Ο Νικόδημος έχει φτάσει σε ηλικία 57 ετών (1805) και το χαλκέντερο κορμί του αρχίζει να λυγίζει. Αισθάνεται την ανάγκη κάποιας περιποίησης και πηγαίνει στους Σκουρταίους. Δεν γηροκομείται, αλλά συνεχίζει να ωφελεί. Συντάσσει τώρα τον «Συναξαριστή των 12 μηνών» με υπομονή για 2 χρόνια!
Από λεπτότητα αναχωρεί και πάλι για την Καψάλα, κοντά σε ευλαβή μοναχό. Τότε ξεσπάει και άλλο κύμα επιθέσεων και κατηγοριών, για την συνεχή Θεία μετάληψη! Τότε όμως επενέβη η Ιερά Κοινότητα και προστάτεψε το κύρος του: «ει τις … ανοίγει στόμα και λαλεί κατά του ανωτέρω διδασκάλου κυρ Νικοδήμου αδίκως και συκοφαντοικώς, ούτος προφανώς ελεγθείς, όχι μόνον θέλει παιδευθεί αυστηρώς υπό της κοινής ημών Συνάξεως, οποίας τάξεως και καταλόγου είναι, αλλά και θέλει εξορισθεί τελείως και τον ιερόν τούτον τόπον, ως σκανδαλοποιός».
Αλλά και ο ίδιος αναγκάστηκε να απολογηθεί για την Ορθόδοξη πίστη του ήρεμα…Συνέχισε μάλιστα με διάθεση ψυχής το έργο του με ογκώδη βιβλία, το «Εορτοδρόμιο» και την «Νέα κλίμακα»!
Ι΄. Η συνοπτική εργογραφία του
Η ακτημοσύνη, η παρθενία και υπακοή, η αδιάλειπτη προσευχή, η επιμονή στην ορθόδοξη λατρεία και ευχαριστία, η ανάδειξη του αναστασίμου της Κυριακής ήταν οι κεντρικοί πυλώνες της ζωής του. Η επιμονή του στην ορθόδοξη πίστη, ειδικά απέναντι στις εκστρατείες προτεσταντών μισιοναρίων και της μεγάλης επιρροής των παπικών κυρίως στις Κυκλάδες, τον οδήγησαν να χρησιμοποιήσει και δικά τους έργα για τη στήριξη της ορθόδοξης πίστης στους επιρρεπείς. Αναφέρω τα έργα ο «αόρατος πόλεμος» του Λορέντσο Σκουπόλι του τάγματος των Θεατίνι και τα «πνευματικά γυμνάσματα» του Ιγνάτιου Λοϋόλα, ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών, για τα οποία δέχεται σήμερα αδόκιμες και άδικες επιθέσεις.
Δεν κατανοείται πλήρως δηλαδή, ότι η κριτική στάση, που έλαβαν όλοι οι «Κολλυβάδες» έναντι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, οι οποίοι απέρριψαν απ’ αυτόν τα στοιχεία εκείνα που απειλούσαν να νοθεύσουν την γνησιότητα του ήθους και του τρόπου ζωής των ορθοδόξων και γενικά των Ελλήνων – Ρωμιών, χωρίς να τον απορρίπτουν ολοτελώς!
Έτσι η κολλυβαδική θεολογία με μια τριανδρία αγίων, τον Νικόδημο Αγιορείτη, το Αθανάσιο Πάριο και τον Μακάριο Νοταρά πέτυχε την τροφοδότηση του υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782). Το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, που για μια ακόμη φορά προήλθε μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.
Ο Γαλλικού τύπου διαφωτισμός, πέρα από την βίαιη είσοδο του ανερχόμενου καπιταλισμού στο κοινωνικό επίπεδο, ανεπτυγμένος μέσα στη φράγκικη και φεουδαρχική κληρικαλιστική Γαλλία, προσπάθησε βίαια να μεταφυτεύσει στην Ρωμιοσύνη και πνευματικά ζητήματα, όπως: το αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα, τον ηθικισμό σε βάρος του εκκλησιαστικού γεγονότος, την εναντίωση στον έως τότε παραδοσιακό τρόπο αγιογράφησης των ορθοδόξων ναών και την χωρίς φειδώ μονόπλευρη έξαρση της «ανάστασης» της Αρχαίας Ελλάδας (νεοκλασικισμός – αρχαιολατρία – νεοπαγανισμός).
Με αυτό το μάτι λοιπόν πρέπει να ιδωθεί και η τεράστια συγγραφική δουλειά του αγίου μας με πολυποίκιλα έργα και μέσα σε αντίξοες συνθήκες.
α. Αγιολογικά: 1. «Νέον Εκλόγιον», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1803. 2. «Νέο Μαρτυρολόγιο», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1799. 3. «Συναξαριστής των Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού», 1805-1807, στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
β. Απολογητικά:
1. «Απολογία περί της Κυρίας ημών Θεοτόκου», 1799 στην έρημο της Καψάλας.
2. «Ομολογία Πίστεως», 1805 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
γ. Ασκητικά:
1. «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1782.
2. «Ευεργετινός», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1794.
3. «Βίβλος Βαρσανοουφίου και Ιωάννου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το1805.
δ. Εποικοδομητικά – Ηθικά:
1. «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων», 1778 στις κελί Άγιος Αντώνιος, έκδοση το 1794.
2. «Βιβλίον καλούμενον Αόρατος πόλεμος», 1785 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα, έκδοση το 1796.
3. «Πνευματικά γυμνάσματα», 1785 στο ίδιο μέρος.
4. «Επιτομή εκ των Προφητανακτοδαυϊτικών ψαλμών», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος (Καψάλα).
5. «Χρηστοήθεια», 1798 στο ίδιο μέρος.
ε. Ερνηνευτικά:
1. «Αι δεκατέσσαρες Επιστολαί του Αποστ. Παύλου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος, έκδοση το 1804.
2. «Ψαλτήριον Ευθυμίου Ζυγαβηνού», 1797 στο ίδιο μέρος.
3. «Κήπος χαρίτων», 1798 στο ίδιο μέρος.
4. «Επτά καθολικαί επιστολαί», 1799 στο ίδιο μέρος.
5. «Νέα Κλίμαξ», 1806 στην έρημο της Καψάλας.
6. «Εορτοδρόμιον», 1806 στο ίδιο μέρος.
στ. Θεολογικά:
1. «Αλφαβηταλφάβητος», 1778-1779 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα.
2. «Συμεών του Νέου Θεολόγου Άπαντα, 1784 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Άπαντα Γρηγορίου του Παλαμά»,1787 στη Καψάλα.
ζ. Ποιμαντικά – κανονικά:
1. «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», 1781-1782 στο τόπο εξορίας του, δηλ. στην ερημόνησο Σκυροπούλα Βορίων Σποράδων, έκδοση το 1801.
2. «Εξομολογητάριον», 1784 στη Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Πηδάλιον», 1793 στη καλύβα του γερο-Λουκά Ι. Μ. Παντοκράτορα, έκδοση το 1800.
η. Ποιητικά:
1. Επιγράμματα – Ποιήματα.
2. Λειτουργικοί Ύμνοι και Εγκώμια.
3. «Νέον Θεοτοκάριον κλπ. 1795 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
Ια΄. Η κοίμησή του
Το 1809, στις 23 Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου, ήλθε πολύ βεβαρημένος στους Σκουρταίους. Επανήλθε στην Καψάλα κοντά στον Ευθύμιο. Αποφάσισαν και οι δύο να πάνε στο κοινόβιο, που είχε ιδρύσει στη Σκιάθο ο κολυβάς Νήφων από την Νάξο, για περισσότερη περίθαλψη. Όμως οι Σκουρταίοι δεν το επέτρεψαν και έμεινε σ’ αυτούς. Σε λίγο ασθένησε βαριά και άρχισε να προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι…
Στις 5 Ιουλίου είχε πιαστεί το δεξί του χέρι στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου και στην επιθανάτιο κλίνη έδινε τις τελευταίες του ευλογίες και ζητούσε την συγχώρεση των αδελφών…
Κατά την Ανατολή του ήλιου στις 14 Ιουλίου 1809 παρέδωσε το πνεύμα του, σε ηλικία μόνο 60 ετών. Τάφηκε έξω από το κελί των Σκουρταίων. Κοιμήθηκε λοιπόν ο ένας από τους δύο μεγάλους γίγαντες, που ωσάν Άτλαντες κράτησαν το Γένος στους ώμους τους. Ο άλλος στύλος ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Την είδηση της κοιμήσεώς του με θλίψη έμαθε ο εκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικός και όχι μόνο, κόσμος της εποχής του. Σημειώνει ο χρονογράφος σχετικά με την κοίμηση του αγίου Νικοδήμου: «Ανατέλλοντος του αισθητού ηλίου, εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο πύρινος στύλος, ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις ευσέβειαν. Εκρύβη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών».
Είναι ακόμη χαρακτηριστική και η σκέψη την οποία εξέφρασε τότε ένας Χριστιανός: «Πατέρες μου, καλύτερον ήτο να απέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».
Κατά καιρούς, πολλά εγκώμια γράφτηκαν για τον Άγιο Νικόδημο, όπως: «Υπήρξε ο μέγιστος των μονασάντων από συστάσεως του Αγίου Όρους». «Υπήρξε ο πάντοτε πενία τρυχόμενος και γιγαντωθείς προ της ασήμου ημών γενεάς».
Κατά τον V. Grumel, «υπήρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος, δηλαδή ερμηνευτής των Γραφών, ασκητικός συγγραφεύς, εκδότης βιβλίων, εις των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρά του οποίου δοξάζεται η ελληνική Εκκλησία».
Κατά τον Θ. Σπεράντσον, ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε πρόδρομος της εθνικής παλιγγενεσίας.
Ο Γάλλος Καρδινάλλιος LuisPetit γράφει πως ο Νικόδημος με τα βιβλία του αντικατέστησε το ζωντανό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού και χαρακτήρισε το κίνημα των «Κολλυβάδων» ως «δείγμα αφυπνιζόμενης ζωής του ελληνικού έθνους».
Ο Ιερός Νικόδημος αναμφίβολα υπήρξε ο κορυφαίος εκφραστής του οσιακού βίου και η θύρα που οδηγεί στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Είναι ο εξαίσιος θεολόγος και ο ασίγαστος διαχρονικός διδάσκαλος της Ορθοδοξίας και του Γένους. Αποτελεί πολύ σπάνιο φαινόμενο συνδυασμού θείων χαρισμάτων, αγιότητος βίου, άσκησης και συγγραφικής παραγωγής.
Ιβ΄. Αναγνώριση της αγιότητας
Κάτω από την πρώτη εικόνα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, που δημοσιεύθηκε το 1819 στην πρώτη έκδοση του έργου του «Ερμηνεία των ΙΔ΄ Επιστολών του Αποστόλου Παύλου», υπάρχει ένα επίγραμμα – λεζάντα, το οποίο αναφέρει επί λέξει: «Τίς Νικόδημος, ου κλέος μέγα – εν Ορθοδόξοις και σοφοίς Όρους Άθω – ος τήνδε Βίβλον ευφυώς τάξε, φίλε – Νάξιος ανήρ. Εύγε της ευφυΐας».
Με αρ. Πρωτ. 1717/31-5-1955, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας μαζί με την Σύνοδο πως «…εξ ονόματος και πάντων των εν Αγιωνύμω Όρει ενασκουμένων Οσιοτάτων Μοναχών, υπέβαλε ο του εν Καρυοίς Κελλίου Λαυριώτης Γέρων Ανανίας, αιτούμενος όπως, η επέτειος του θανάτου αυτού καθιερωθεί εν τιμή Αγίου, έγνωμεν, συνοδά τοις προ ημών θείοις Πατράσι … Δι’ ό και θεσπίζομεν Συνοδικώς και διοριζόμεθα και εν Αγίω διακελευόμεθα Πνεύματι, όπως από του νυν και εις τον εξής αιώνα τον άπαντα, Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμείται τοις οσίοις και Αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις και αγιαστίαις τμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος τη ιδ΄ Ιουλίου εν ή μακαρίως προς τον Κύριον εξεδήμησεν…».
Ο άγιος Νικόδημος εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 14ης Ιουλίου.
Επίσης εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας που καθιερώθηκε πρόσφατα και η οποία τελείται στο νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Αγιορείτου και Νικολάου του Πλανά, στην πόλη της Νάξου. Επίσης εορτάζει την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικοδήμου, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον αείμνηστο Υμνογράφο, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, από τον πρώην Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, καθώς και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.
Ιγ΄. Αποφθέγματα
1). «…Διότι και ο διάβολος έχει μεγάλην συγγένειαν και οικείωσιν προς την φαντασίαν και σχεδόν εξ όλων των δυνάμεων της ψυχής, αυτήν έχει επιτηδειότερον όργανον δια να παραπλανά τους ανθρώπους και να ενεργεί τα πάθη και τας κακίας του. Έχει μεγάλην οικείωσιν προς αυτήν.
Διότι και αυτός, νους κτισθείς παρά του Θεού πρότερον, απλούς και ασχημάτιστος και αφάνταστος, ως οι λοιποί θείοι άγγελοι, ύστερον ηγάπησεν τα σχήματα και την φαντασίαν και φαντασθείς να θήση τον θρόνον του υπεράνω του ουρανού και να γίνει όμοιος τω Υψίστω, από αγγέλου φωτεινού, έγινεν διάβολος σκοτεινός…. ». (Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σελ. 104).
2). «Από την πολλάκις ρηθείσαν κακίαν της φιλαυτίας, δηλαδή της αγάπης και υπολήψεως και τιμής, που έχομεν εις τον εαυτόν μας, γεννάται μία άλλη κακία που μας προξενεί βαρυτάτην ζημίαν. Αύτη είναι η αυθάδης κρίσις και κατάκρισις που κάνομεν εις τον πλησίον, από την οποίαν κατάκρισιν ερχόμεθα εις το να εξευτελίζωμεν αδελφούς, να τους περιφρονούμεν και να τους ταπεινώνωμεν. …». (Αόρατος πόλεμος, σελ. 158).
3). «Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν: Τόπος χλόης είναι η πρακτική αρετή, ύδωρδε αναπαύσεως είναι η θεωρητική φιλοσοφία, κατά τον Άγιον Μάξιμον. Εκεί λοιπόν λέγει ο καθείς από τους εθνικούς, θέλει με κατασκηνώσει ο Κύριος, όπου είναι τόπος χλόης. Επέμεινε δε εις την μεταφοράν του ποιμένειν, επειδή χλόη και νερόν, αυτά είναι η ευτυχία του ποιμνίου.
Θέλει να ειπή δε ότι κατέστησε ο Κύριος εις απόλαυσιν νομής και πνευματικών αγαθών. Νοείται δε και άλλως, ότι τόπος χλόης είναι η εκκλησία, χλόη δε είναι οι Χριστιανοί, οπού ανθούν εις την Εκκλησίαν κατά την αρετήν. Ή χλόην θέλεις νοήσεις την πίστιν των Χριστιανών, δια τι νεάζει και ανθεί πάντοτε ωσάν την χλόην, επειδή η των Ελλήνων πλάνη εγήρασεν ωσάν το χορτάρι και εξηράνθη». (Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, τόμ. Α΄, σελ. 344).
4). « …Φανερόν είναι λοιπόν, ότι αφήκε να νοούμεν ημείς, πως ο Μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται την Ακρίβειαν, αυτή δε, και η Οικουμενική β΄, εμεταχειρίστηκαν την Οικονομίαν, και ούτω δεν φαίνεται καμμία αντίφασις, ή εναντιότης ανάμεσά των. Και ούτος μεν ο λόγος της Οικονομίας είναι η πρώτη και κυριωτέρα αιτία, δια την οποίαν αι σύνοδοι αύται, άλλων μεν αιρετικών εδέχθησαν το βάπτισμα, και άλλων όχι. Κοντά δε εις τον λόγον της Οικονομίας εστάθη και δευτέρα αιτία, δια την οποίαν ούτως εποίησαν.
Αύτη δε είναι διότι, εκείνοι μεν οι αιρετικοί, των οποίων εδέχθησαν το βάπτισμα, εφύλαττον απαράλλακτον και το είδος, και την ύλην του βαπτίσματος των ορθοδόξων, και εβαπτίζοντο κατά τον τύπον της Καθολικής Εκκλησίας. Εκείνοι δε οι αιρετικοί, των οποίων το βάπτισμα δεν εδέχθησαν, επαραχάραξαν την τελετήν του βαπτίσματος και διέφθειραν, ή τον τρόπον του είδους, ταυτόν ειπείν των επικλήσεων, ή την χρήσιν της ύλης, ταυτόν ειπείν των καταδύσεων και αναδύσεων ». (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Σχόλιο στον ΜΣΤ΄κανόνα των Αγίων αποστόλων, σελ. 54).
5). «… Η Κυριακή είναι ογδόη: Διότι μετά την εβδόμην αριθμείται και υπεραναβένηκε τον εβδοματικόν και ιουδαϊκόν σαββατισμόν, κατά τον Αθανάσιον κατά τον Βασίλειον, και κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Διότι και η εν τη Κυριακή γενομένη Ανάστασις του Κυρίου ογδόη εστίν, αριθμουμένη μετά τας επτά Αναστάσεις, τάς γενομένας προ της Αναστάσεως Αυτού, κατά τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον.
Ογδόη λέγεται ότι ο Κύριος αναστάς κατά την ογδόην και φανείς εις τους Αποστόλους, πάλιν μετά οκτώ ημέρας εφάνη εις αυτούς, παρόντος και του Θωμά. Διατί αι μεν άλλαι Δεσποτικαί εορταί μίαν μόνην φοράν τον χρόνον εορτάζονται, η δε Κυριακή εορτάζεται εις κάθε οκτώ ημέρας, και ακολούθως εορτάζεται πενηνταδύω φοραίς τον χρόνον. Ιδιού πόσον ανωτέρα και υπερέχουσα των άλλων εορτών είναι η Κυριακή…» (Ομολογία Πίστεως).