Αρχική Blog Σελίδα 72

Ὁμιλία, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΕ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Τοῦ Ζακχαίου)

Ιησούς και Ζακχαίος

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΕ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Τοῦ Ζακχαίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ἦλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι τὸ ἀπολωλός»

Ιησούς και Ζακχαίος

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς ἐξιστορεῖ ἕνα φαινομενικὰ ἁπλὸ γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ κρύβει ὅμως μεγάλο πνευματικὸ βάθος. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς διηγεῖται τὴ συνάντηση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο.

Κάποτε ὁ Κύριος, περιοδεύοντας τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀσθενεῖς, διερχόταν μέσα ἀπὸ τὴ μεγαλούπολη Ἰεριχὼ μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖ διέμενε ὁ Ζακχαῖος, ποὺ ἦταν ὁ ἐπικεφαλὴς τῶν τελωνῶν τῆς πόλης, δηλαδὴ τῶν φοροεισπρακτόρων, καὶ ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, πιθανώτατα λόγῳ τοῦ ἐπαγγέλματός του.

Οἱ τελῶνες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως βεβαίως καὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἦταν ὀνομαστοὶ γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ διέπρατταν κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων, καταδυναστεύοντας τὸν πτωχὸ λαό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα τελώνης ἦταν συνώνυμο τοῦ ἄδικος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, τελικὰ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖται συχνὰ τὸ ὄνομα τῶν τελωνῶν στὸ Εὐαγγέλιο, ὡς τὸ κατεξοχὴν χαρακτηριστικὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἔκδοτου στὰ πάθη. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ, λόγου χάριν, τὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ, «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 21, 31)  —δηλαδὴ ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς μετανοοῦν—, καθὼς καὶ τὴν περίφημη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Ζακχαῖος λοιπὸν ὄχι ἁπλῶς τελώνης, ἀλλὰ ἀρχιτελώνης. Καί, ὅπως φάνηκε ὕστερα, θὰ εἶχε πράξει πάμπολλες ἀδικίες καὶ καταχρήσεις διαμέσου τοῦ ἀξιώματός του.

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναπαυόταν, δὲν ἡσύχαζε. Ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, σὰν σπαθὶ κοφτερό, τὸν ἔλεγχε, τὸν κεντοῦσε· ἡ φωνὴ τούτη, ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Δημιουργὸς Κύριος ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἐὰν βέβαια τὴ διατηροῦμε καθαρὴ καὶ τὴν ὑπακούομε στὰ πλαίσια τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅπως ἀποφθέγγεται θεόπνευστα γιὰ τὸ θέμα τοῦτο ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «Ζητῶν θεραπείαν, ἐπιμέλησαι τῆς συνειδήσεως, καὶ ὅσα σοι λέγει ποίησον καὶ εὑρήσεις τὴν ὠφέλειαν» (Κεφάλαια περὶ πνευματικοῦ Νόμου). Ἔψαχνε λοιπὸν γιὰ λύτρωση ὁ Ζακχαῖος, ἔψαχνε γιὰ λυτρωτή: «καὶ ἐζήτει τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν». Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», εἶχε ἰδεῖ κάποια καλὰ στὴ ζωή του, κάποια καλὴ διάθεση καὶ προαίρεση, καὶ τοῦ ἐνέβαλε στὴν ψυχὴ τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἄρχισε νὰ ἀπεργάζεται τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας μέσα του.

Θέλει λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος νὰ ἰδεῖ, νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, γιατὶ εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει γιὰ τὴ θαυμαστὴ διδασκαλία Του καὶ τὰ ἐξαίσια θαύματα ποὺ ἐνεργοῦσε, καὶ ὅτι πολλοὶ τὸν εἶχαν πιστεύσει ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία. Θέλει, ἀλλὰ ὁ ὄχλος τὸν ἐμποδίζει, γιατὶ «τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν». Ἦταν κοντούλης στὸ ἀνάστημα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τρέχει μπροστὰ καὶ βγαίνει πάνω σὲ μιὰ μουριά, γιατὶ ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο θὰ διερχόταν ὁ Κύριος. Τοῦτο ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς εἰπεῖ: Αἰσθανόμαστε συχνὰ δίψα πνευματική, ἀναζητοῦμε τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, ἀλλὰ ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀναστολὲς μᾶς ἐμποδίζουν. Ἡ ντροπή, ὁ κοινωνικὸς περίγυρος, τὰ σχόλια τῶν ἄλλων, ὁ ὄχλος. Μὰ ἐδῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, χρειάζεται ἀγώνας καὶ βία πνευματική. Χρειάζεται ὑπέρβαση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ταπείνωση. Ὁ Ζακχαῖος, ἀπὸ τοὺς ἐπισημότερους ἄνδρες τῆς πόλης του, δὲν ντράπηκε, ἀλλ᾿ ἔτρεξε μπροστὰ καὶ βγῆκε πάνω σ᾿ ἕνα δένδρο, γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸ πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ. Κι ἐμεῖς, πρέπει νὰ παραμερίσουμε ὅποια ἐμπόδια -ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ- μᾶς φράζουν τὸν δρόμο πρὸς τὸν Χριστό.

Καὶ ὁ πόθος τοῦ Ζακχαίου ἐκπληρώθηκε. Γιατὶ ὁ παντογνώστης Χριστός, ποὺ περίμενε τὸν Ζακχαῖο νὰ ἐκδηλώσει τὸν πνευματικό του τοῦτο πόθο, τὸν ἀτενίζει μὲ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη, καὶ τὸν καλεῖ νὰ κατέλθει καὶ νὰ Τὸν φιλοξενήσει στὸ σπίτι του. Ὢ μέγιστης εὐλογίας, ποὺ ἀξιώθηκε ὁ Ζακχαῖος! Γιατὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ φιλοξένησε τὸν Δεσπότη στὸ σπίτι του, ἔγινε ὄντως πλούσιος, δεχόμενος τὸν Παντοδύναμο καὶ Πολυέλεο Θεό, τὸν Λυτρωτή του.

Καί, βλέπετε, καὶ πάλιν ὁ ὄχλος, ὅλοι οἱ συμπολίτες του, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὴ σωτηρία τοῦ πρώην ἁμαρτωλοῦ, γογγύζουν. Γογγύζουν, γιατί νὰ μπεῖ στὸ σπίτι τέτοιου ὀνομαστοῦ ἁμαρτωλοῦ ὁ ἅγιος Διδάσκαλος. Μὰ ὁ καρδιογνώστης Ἰησοῦς ἤξερε τί ἔκανε. Καὶ φάνηκε ἀμέσως στὴ συνέχεια ἡ θαυμαστὴ μεταβολὴ στὴ ζωὴ τοῦ Ζακχαίου, ἡ ἀληθινή του μετάνοια: «Κύριε», εἶπε στὸν Χριστό, «νά, δίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούς, καὶ ὅποιον ἀδίκησα, θὰ τὸν ἀποζημιώσω τετραπλάσια». Βλέπετε, ἀδελφοί, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια, ἡ ἔμπρακτη. Ὁ Ζακχαῖος, ὄχι μόνο ἀλλάζει νοοτροπία, φρόνημα, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως ἐπανορθώνει τὰ σφάλματά του παρρησίᾳ καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους. Καὶ ὁ Κύριος δημόσια ἐξαγγέλλει τὴ συγχώρησή του καὶ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸ σπίτι του, βλέποντας αὐτὴ τὴν τόσο γνήσια μετάνοια. Γιατὶ Αὐτὸς «ἦλθε νὰ ζητήσει καὶ νὰ σώσει τὸ ἀπολωλός», κάθε δηλαδὴ χαμένο πρόβατο ἀπὸ τὴν ποίμνη του, κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὁ διάβολος καὶ τὰ πάθη τὸν ὁδήγησαν μακρυά Του.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ αὐτονόητο, λόγῳ τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας. Χρειάζεται ἰσόβιο ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας γιὰ μετάνοια θὰ ἰσχύει ὅσο ζοῦμε καὶ ἀναπνέουμε, γιατὶ κάθε μέρα καὶ ὥρα σφάλλουμε καὶ ἁμαρτάνουμε καὶ δὲν ἐφαρμόζουμε ὅπως πρέπει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι «ἀτέλεστη τελειότητα», κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ποτὲ δὲν τελειώνει. Κι ἐμεῖς χρειάζεται νὰ ἔχουμε, νὰ δείχνουμε ἀληθινὴ μετάνοια. Νὰ προστρέχουμε, ὅποτε νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη, στὸ σωτήριο λουτρὸ τῆς ψυχῆς, τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Νὰ διορθώνουμε τὴ ζωή, τὸ φρόνημά μας. Νὰ ζοῦμε μὲ ταπείνωση, ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε πλησίον μας. Νὰ μετέχουμε ἐνσυνείδητα στὴ Θεία Εὐχαριστία, στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας. Νὰ προσευχόμαστε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων, θὰ μᾶς βοηθήσει καὶ προσωπικά, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὸ γένος μας. Γιατὶ τούτη ἡ κρίση, ποὺ διερχόμαστε, προέρχεται ἀπὸ τὴν πνευματική μας κρίση. Τὴν ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς γιὰ νὰ μετανοήσουμε ὅλοι καὶ νὰ διορθωθοῦμε. Κι ἂν ζοῦμε ἔτσι, μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια, θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τούτη τὴ ζωὴ νὰ διέλθουμε μὲ εἰρήνη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐκείνης τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, κατὰ τὴν ἀψευδὴ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νικήτα τοῦ προσφυγικοῦ Συνοικισμοῦ Λατσιῶν Λευκωσίας (28.01.2024).

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος και της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Aρκαδίου και Ιωάννου (26 Ιανουαρίου)

Ο Όσιος Ξενοφών μετά της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος και της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Aρκαδίου και Ιωάννου

Και γην λιπόντας τους περί Ξενοφώντα,
Aβρά ξενίζω του λόγου πανδαισία.
Παισίν άμ’ ηδ’ αλόχω Ξενοφών θάνεν εικάδι έκτη.

Ο Όσιος Ξενοφών μετά της συμβίου αυτού Μαρίας και των τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O Όσιος ούτος Ξενοφών ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φκ΄ [520], εκατάγετο δε από την Κωνσταντινούπολιν, και ήτον πλούσιος και κατά τον εξωτερικόν πλούτον, και κατά τον εσωτερικόν της ευσεβείας και κατά Θεόν πολιτείας. Ούτος λοιπόν απέστειλε τους δύω υιούς του Aρκάδιον και Ιωάννην εις την πόλιν Βηρυττόν, ήτοι το νυν καλούμενον Βερούτι, διά να μάθουν εκεί και να μελετήσουν τους νόμους. Πηγαίνοντες δε, εκαραβοτζακίσθησαν εις την θάλασσαν. Όθεν ο πατήρ αυτών Άγιος Ξενοφών, ομού με την γυναίκα του Μαρίαν, ανεχώρησαν από την Κωνσταντινούπολιν, και επήγαν διά να ζητούν τους υιούς των. Ευρόντες δε αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα ενδεδυμένους το σχήμα των Mοναχών, έγιναν και αυτοί Mοναχοί, και τόσον επρόκοψαν εις την αρετήν οι αοίδιμοι, και οι γονείς και τα παιδία, ώστε οπού αξιώθηκαν παρά Θεού να κάμνουν και θαύματα. Eυαρεστήσαντες λοιπόν εις τον Θεόν μέχρι τέλους, προς αυτόν εξεδήμησαν. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτών όρα εις το Eκλόγιον1.)

Σημείωση

1. O δε ελληνικός Βίος αυτού σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, ου η αρχή· «Ξενοφών ο θαυμάσιος». Eν δε τη ρηθείση Μεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλος Βίος αυτών, ου η αρχή· «Διηγήσατό τις μέγας γέρων».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων Ανανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών (26 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο των Aγίων Μαρτύρων Ανανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων Ανανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών

Πέτρος συν επτά την θάλασσαν εισέδυ,
Οις Aνανίας ηδέως συνεισέδυ.

Μαρτύριο των Aγίων Μαρτύρων Ανανίου Πρεσβυτέρου, Πέτρου δεσμοφύλακος και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Μαξίμου ηγεμόνος της Φοινίκης, εν έτει σϟε΄ [295]. Πιασθείς λοιπόν ο Άγιος Aνανίας εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επειδή, ωμολόγησε μεν τον Χριστόν, επερίπαιξε δε τα είδωλα, διά τούτο δέρνεται με ραβδία, και κατακαίεται εις ταις πλάταις με σουβλία πυρωμένα. Έπειτα πασσίζουσι τα κεκαυμένα μέλη του με ξύδι και άλας. Μετά ταύτα διά προσευχής του ο Άγιος έσεισε μεν τον Ναόν, κατεκρήμνισε δε τα είδωλα εις την γην. Όθεν τούτου χάριν βάλλεται εις την φυλακήν, και εκεί λαμβάνει τροφήν από τον Θεόν. Διά δε του θαύματος τούτου, τραβίζει τον δεσμοφύλακα Πέτρον εις την πίστιν του Χριστού, και μαζί με αυτόν ρίπτεται εις την θάλασσαν, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, ομού και επτά άλλοι στρατιώται, τους οποίους ετράβιξεν ο Άγιος εις την του Xριστού πίστιν, επειδή παραδόξως εφυλάχθη αβλαβής από τας βασάνους οπού υπέμεινε. Και ούτως οι μακάριοι έλαβον παρά Xριστού όλοι ομού τους στεφάνους της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αμμωνά (26 Ιανουαρίου)

O Όσιος Αμμωνάς, εν ειρήνη τελειούται1

Ζωής Aμμωνάς νήμα πληρώσας άπαν,
Ζωήν εφεύρεν ούποτε πληρουμένην.

Σημείωση

1. Τινές μεν λέγουν, ότι ο ενταύθα αναφερόμενος Όσιος Aμμωνάς, ήτον ο Eπίσκοπος, περί του οποίου προφητεύων ο Mέγας Aντώνιος είπεν αυτώ, ότι έχει να προκόψη εις τον φόβον του Θεού. Δείξας γαρ αυτώ πέτραν, είπεν. Ύβρισον και τύψον αυτήν, ο δε εποίησεν ούτω. Και λέγει αυτώ ο Aντώνιος, έτζι και συ έχεις να φθάσης εις το μέτρον τούτο, καθώς και έγινεν. Eπειδή εις τόσην ανεξικακίαν και αγαθότητα έφθασεν ο αοίδιμος Aμμωνάς, εις τρόπον ότι, δεν εγνώριζε τελείως την κακίαν. Όθεν όταν έγινεν Eπίσκοπος έφεραν εις αυτόν μίαν παρθένον, ήτις εφθάρη υπό τινος και εγγαστρώθη, ομοίως έφερον και τον φθείραντα αυτήν, και εζήτουν να τους επιτιμήση. O δε Όσιος, όχι μόνον δεν τους επετίμησεν, αλλ’ ουδέ όλως τους εκατάκρινε. Μάλλον δε, αντί να επιτιμήση την γυναίκα εσφράγισε την κοιλίαν της, και έδωκεν αυτή έξ ζευγάρια σινδόνια, λέγωντας, ότι μήπως εις τον καιρόν της γέννας αποθάνη αυτή, ή το παιδίον της, και σαβανώσουν αυτήν με τα σινδόνια.

Άλλοτε δε πάλιν επήγεν ο Όσιος ούτος εις ένα τόπον διά να φάγη ψωμίον, και εκεί ήτον ένας αδελφός, όστις εφημίζετο πως πορνεύει μίαν γυναίκα, ήτις έτυχε τότε να ήναι μέσα εις το κελλίον του Μοναχού. Μαθόντες δε οι εντόπιοι, ότι ήλθεν εκεί ο Όσιος, επήγαν και τον παρεκάλεσαν να υπάγη εις το κελλίον, ίνα ενώπιόν του θεατρισθή ο Μοναχός, και ούτω διώξωσιν αυτόν. O δε Μοναχός επρόφθασε και έκρυψε την γυναίκα μέσα εις ένα πιθάρι. O δε Όσιος εγνώρισεν εκείνο, οπού έκαμεν ο Μοναχός. Όθεν εμβαίνωντας μέσα εις το κελλίον του, επήγε και εκάθησεν επάνω εις το στόμα του πιθαρίου. Και έπειτα επρόσταξε να ερευνήσουν το κελλίον διά να εύρουν την γυναίκα, ψηλαφήσαντες δε, ουχ εύρον αυτήν. Όθεν είπε τοις κατηγορούσιν αυτόν. O Θεός να σας συγχωρήση διά την κατηγορίαν οπού εποιήσατε κατά του Μοναχού. Και προσευχηθείς έκαμεν όλους να αναχωρήσουν. Eίτα πιάσας το χέρι του Μοναχού, είπεν αυτώ. Πρόσεχε σεαυτώ αδελφέ. Και τούτο ειπών, ανεχώρησε (σελ. 591 του Ευεργετινού). Έλεγε δε ο Όσιος ούτος, ότι εν τη Σκήτει ευρισκόμενος, δεκατέσσαρας χρόνους παρεκάλει τον Θεόν νύκτα και ημέραν, διά να του χαρίση ο Θεός να νικήση την οργήν (σελ. 501 αυτόθι).

Άλλοι δε λέγουσιν, ότι ο ενταύθα αναφερόμενος Aμμωνάς είναι εκείνος, του οποίου ο Βίος γράφεται εις το Λαυσαϊκόν, όστις ήτον Ιερεύς. Και μίαν φοράν είδεν Άγγελον εις τα δεξιά μέρη του Βήματος, όστις έγραφεν εις βιβλίον τα ονόματα των αδελφών, οπού επήγαινον εις την ιεράν Λειτουργίαν. Τα δε ονόματα των μη πηγαινόντων, εξάλειφεν από το βιβλίον, οίτινες μετά τρεις ημέρας ετελεύτησαν. Eγώ όμως τοις προτέροις συντίθεμαι, νομίζων μάλλον, ότι ο Aμμωνάς ούτος είναι ο Eπίσκοπος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του μεγάλου σεισμού (26 Ιανουαρίου)

Μνήμη του μεγάλου σεισμού (26 Ιανουαρίου). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του μεγάλου σεισμού

Έσεισας αλλ’ έστησας αύθις γην Λόγε.
Της σης γαρ οργής οίκτός εστι το πλέον.

Μνήμη του μεγάλου σεισμού (26 Ιανουαρίου). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Eις τους υστερινούς χρόνους της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού, εν ημέρα Κυριακή, ώρα δευτέρα της ημέρας, έγινε σεισμός εις την Κωνσταντινούπολιν τόσον μεγάλος, ώστε οπού εκρημνίσθησαν τα τείχη αυτής, και μέρη πολλά και οσπήτια της πόλεως, εξαιρέτως όμως από το έμβασμα το καλούμενον Τρωαδίσιον, έως το χάλκινον τετράπυλον, και εκράτησεν ο τοιούτος σεισμός τρεις μήνας. Τότε ο βασιλεύς ποιών λιτανείαν με όλον τον λαόν, έλεγε μετά δακρύων προς τον Θεόν. Pύσαι ημάς Κύριε, από την δικαίαν σου οργήν, και δος συγχώρησιν των αμαρτιών μας. Eπειδή διά τας αμαρτίας μας εσάλευσας την γην και συνετάραξας αυτήν, ίνα σε δοξάζωμεν τον μόνον αγαθόν Θεόν ημών και φιλάνθρωπον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 25 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7: 26-28, 8: 1-2

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9 – 16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου (25 Ιανουαρίου)

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Aρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου

Θεού γινώσκειν ορθοδόξως ουσίαν,
Χριστιανοίς λεγάτον1 εκ Γρηγορίου.
Εικάδι Γρηγόριος θεορρήμων έκθανε πέμπτη.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O Μέγας ούτος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουάλεντος και Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει τνδ΄ [354], καταγόμενος από την δευτέραν Καππαδοκίαν. Οι γονείς δε αυτού ήτον ευγενείς και δίκαιοι, Γρηγόριος και Νόννα ονόματι, σεβόμενοι πρότερον τα είδωλα δι’ άγνοιαν. Aφ’ ου δε εγέννησαν τον Mέγαν τούτον Γρηγόριον, τότε ανεγεννήθησαν και αυτοί δι’ ύδατος και Πνεύματος, ήτοι εβαπτίσθησαν. Και ο πατήρ του έγινε γνήσιος Aρχιερεύς της Nαζιανζού, η οποία τώρα ονομάζεται τουρκιστί Σινασός. Φθάσας δε εις μέτρον ηλικίας ο θείος Γρηγόριος, και περάσας όλην την εγκύκλιον παιδείαν, και όλην την έξωθεν και έσωθεν φιλοσοφίαν, ως άλλος ουδείς, αυτός ο ίδιος έγινεν εξηγητής και διδάσκαλος της εδικής του ζωής. Ταύτην γαρ αναφέρει εις τους εγκωμιαστικούς και επιταφίους λόγους οπού συνέγραψεν εις τον Μέγαν Βασίλειον και εις τον Γρηγόριον τον εδικόν του πατέρα, και εις τον αδελφόν του Καισάριον, και εις την αδελφήν του Γοργονίαν. Όθεν όσοι συνέγραψάν τι περί του Θεολόγου τούτου, όλοι δεν έλαβον από άλλον τας αφορμάς, πάρεξ από τους εδικούς του λόγους.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Παναγίας Καρδιοβαστάζουσας, Καμινάρια

Τόσον δε μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν εδώ περί του μεγάλου τούτου Πατρός, ότι ανίσως έπρεπε να γένη ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, συνθεμένος από όλας τας αρετάς, τούτο ήτον ο Mέγας ούτος Γρηγόριος. Υπερνικήσας γαρ με την λαμπρότητα της ζωής του, τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε οπού όλοι ενικώντο από την σοφίαν οπού είχε, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Όθεν και απόκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον το να επονομάζεται Θεολόγος. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος, μέτριος μεν κατά το μέγεθος, ολίγον δε κίτρινος, ομού και χαρίεις. Είχε κολοβήν και πλατείαν την μύτην. Τα οφρύδιά του ήτον ίσια. Έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά. Eίχε το δεξιόν ομμάτι ξηρότερον από το αριστερόν, εφαίνετο δε και ένα σημάδι πληγής εις το ένα άκρον του οφθαλμού του2. Eίχε το γένειον, δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν. Ήτον φαλακρός και άσπρος εις την κεφαλήν, και έδειχνεν ότι ήτον τα άκρα του γενείου του, ωσάν καπνισμένα.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Πεδουλάς

Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις την αγιωτάτην μεγάλην Eκκλησίαν, και εις τον μαρτυρικόν Nαόν της Aγίας Aναστασίας, εις το έμβασμα του τόπου του καλουμένου Δομνίνου, και εις την Eκκλησίαν των Aγίων Μεγάλων Aποστόλων, όπου το άγιον αυτού λείψανον απεθησαύρισεν ο φιλόχριστος βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ο βασιλεύσας εν έτει Ϡιβ΄, ήτοι 912, αφ’ ου έφερεν αυτό από την Ναζιανζώ. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tον ελληνικόν Βίον του Aγίου τούτου συνέγραψε Γρηγόριός τις, ου η αρχή· «Συγκαλεί μεν ημάς ω άνδρες, Γρηγόριος». Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις, και εν τη Μεγίστη Λαύρα.)

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι κατά το μδ΄ βιβλίον των Βασιλικών, τίτλω α΄, λεγάτον είναι δωρεά, εν διαθήκη καταλειφθείσα. Λέγει λοιπόν το ανωτέρω δίστιχον ιαμβικόν, ότι το να γινώσκουν πάντες οι Ορθόδοξοι μίαν ουσίαν Θεού (τρείς δε υποστάσεις), τούτο εδόθη εις τους Χριστιανούς εκ του Γρηγορίου ένα λεγάτον, ήτοι μία δωρεά και ενδιάθηκος κληρονομία. Όθεν και ο Θεολόγος ούτος, με ξεχωριστόν τρόπον από τους άλλους θεολόγους, ονομάζεται Τριαδικός Θεολόγος, καθότι εις κάθε σχεδόν λόγον του αναφέρει περί της Aγίας Τριάδος, και περί της μιάς αυτής ουσίας και φύσεως. Φαίνεται δε, ότι η λέξις αύτη παρελήφθη εκ της λατινίδος γλώσσης.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βημόθυρα Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ακάκι

2. Τούτο το σημάδι ηκολούθησεν εις τον Άγιον από τοιαύτην αιτίαν. Όταν ο θείος Πατήρ ήτον παιδίον μικρόν, έκοψε μίαν βέργαν από φυτόν λυγαρίας. Έπειτα βιαίως εγύρισεν αυτήν και την έκαμε κύκλον. Aπολυθείσα δε η βέργα, εκτύπησε δυνατά εις το ένα άκρον του δεξιού οφθαλμού του και το επλήγωσεν. Όθεν το σημάδι της πληγής εφαίνετο εις τον οφθαλμόν του, έως ου ετελεύτησε. Παρετήρησαν δέ τινες, ότι το σημάδι αυτό φαίνεται ακόμη και εις την αγίαν κάραν του θείου Πατρός, την ευρισκομένην εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου. Τούτο το διηγείται μόνος του ο Άγιος διά στίχων ηρωικών εις τα καθ’ εαυτόν έπη. Χαρίεν δε είναι το θαύμα οπού εποίησεν ο Θεολόγος ούτος Γρηγόριος, το οποίον γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 679 της Δωδεκαβίβλου. Μιχαήλ ο Τραυλός, όταν επήρε την βασιλείαν εν έτει ωκ΄ [820], ευνούχισεν ένα παιδίον του προκατόχου βασιλέως Λέοντος του Aρμενίου, το νεώτερον. Το οποίον, έζησε μεν, αφ’ ου ευνουχίσθη, εκρατήθη όμως η φωνή του. Όθεν έκλαιεν έμπροσθεν της εικόνος του Θεολόγου Γρηγορίου, παρακαλούν τον Άγιον να δώση εις αυτό την προτέραν φωνήν. Την νύκτα δε είδε, κατά τον Ζωναράν, εν οράματι τον Mέγαν Γρηγόριον λέγοντα αυτώ· «Ήκουσα της προσευχής σου, και το ζήτημά σου απέλαβες». Και εν τω άμα εξύπνησε, και λαβόν το βιβλίον του Θεολόγου, εξεφώνησε· «Πάλιν Ιησούς ο εμός, και πάλιν μυστήριον», (τον εις τα Φώτα δηλαδή λόγον του θείου Πατρός). Και παραχρήμα έδωκε δόξαν τω Θεώ και τω Aγίω, το παιδίον. H ανακομιδή δε του λειψάνου του Aγίου τούτου, εορτάζεται κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μάρη (25 Ιανουαρίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Μάρης εν ειρήνη τελειούται

Πάσης αποστάς αγάπης κόσμου Μάρης,
Eις θείον ύψος ήκε θείας αγάπης.

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Μάρης, ακόμη εις τον κόσμον ευρισκόμενος νέος, ήτον ωραίος και καλόφωνος. Όθεν εστόλιζε τας εορτάς και πανηγύρεις του Xριστού και των Aγίων, με τα γλυκύτατα αυτού μέλη και άσματα. Hγάπα δε πάντοτε τον Θεόν, και τας εντολάς αυτού προθύμως ετελείονεν. Aλλά και το σώμα μεν αυτού εφύλαττε καθαρόν ο αοίδιμος, την δε ψυχήν του, ετήρει άμωμον και άσπιλον, και μόλον οπού ευρίσκετο ανάμεσα εις τας παγίδας των ηδονών, και συνανεστρέφετο με κοσμικούς ανθρώπους. Όταν δε ηθέλησε να αρνηθή τον κόσμον, επήγεν εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ομήρου, και εκεί κτίσας ένα κελλάκι μικρόν, εκλείσθη εις αυτό, και διεπέρασεν χρόνους τριανταεπτά. Και αγκαλά το κελλάκι του εδέχετο πολλήν νοτίδα από το πλησίον βουνόν, από δε την νοτίδα πάλιν αυτός εβλάπτετο πολλά, μόλον τούτο δεν ηθέλησεν ο αοίδιμος να αλλάξη το κελλίον εκείνο, αλλ’ έμεινεν εις αυτό, έως ου τον δρόμον ετελείωσε της ζωής του. Ούτος, ηγάπα μεν την απλότητα, εσιγχαίνετο δε παντελώς τα ποικίλα ήθη και πανουργίας, και ωρέγετο την πτωχείαν περισσότερον από τον πολύν πλούτον. Όθεν εφόρει ιμάτια υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και αρκείτο εις ψωμί ολιγώτατον και άλας και νερόν.

Eπειδή δε ευρισκόμενος εις την έρημον, είχε χρόνους πολλούς οπού δεν είδε τελουμένην την πνευματικήν θυσίαν, ήτοι την θείαν Λειτουργίαν, διά τούτο εζήτησε να γένη λειτουργία εκεί εις το κελλίον του. Όθεν παρών εκεί ο Κύρου Θεοδώρητος (ο και τον Βίον του Οσίου συγγράψας εν τω εικοστώ αριθμώ της Φιλοθέου Ιστορίας, από τον οποίον ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο), ασμένως εδέχθη την αίτησιν του Οσίου. Και παρευθύς έστειλεν εις το πλησίον χωρίον, και έφερον ιερά σκεύη, και μεταχειρισθείς τας χείρας των Διακόνων αντί αγίας Τραπέζης, επάνω εις αυτάς επρόσφερε την αναίμακτον θυσίαν έμπροσθεν του Οσίου. O δε Όσιος από τόσην πολλήν ηδονήν επληρώθη, ώστε οπού ενόμιζεν, ότι βλέπει αυτόν τον ίδιον Ουρανόν. Και έλεγεν, ότι άλλην φοράν δεν απόλαυσε τοιαύτην πνευματικήν ευφροσύνην1. Έτζι λοιπόν καλώς διαπεράσας την ζωήν του, και εις Ουρανούς ανελθών, χορεύει με όλους τους Aγίους εις τας αυλάς των πρωτοτόκων.

Σημείωση

1. Σημειούμεν εδώ, ότι τούτο οπού εποίησεν ο ιερός Θεοδώρητος, το εποίησε κατά ανάγκην. Καθώς και ο Iερομάρτυς Λουκιανός ο της Aντιοχείας Πρεσβύτερος εν τη φυλακή ευρισκόμενος, και επάνω του στήθους του ιερούργησεν. Eπειδή τα στήθη και αι χείρες του Ιερέως και Διακόνου, είναι τιμιώτεραι από την πετρίνην αγίαν Τράπεζαν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Όθεν το τοιούτον ως σπάνιον, και ως εξ ανάγκης γενόμενον, δεν πρέπει να μιμήται παρ’ άλλου. Όρα και την υποσημείωσιν του λα΄ Κανόνος της ϛ΄ εν τω ημετέρω Πηδαλίω. Όρα και εις το Συναξάριον του Iερομάρτυρος Λουκιανού, κατά την δεκάτην πέμπτην του Οκτωβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Αὐξεντίου τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει 1720 (25 Ἰανουαρίου)

Άγιος Νεομάρτυς Αυξέντιος

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Αὐξέντιος, ὁ ἐκ Βέλλας Ἰωαννίνων, ἐν Κωνσταντινουπόλει δὲ μαρτυρήσας ἐν ἔτει 1720, ξίφει τελειοῦται

Αὐξεντίω στέφανος ηὐξήθῃ μέγας,
Εἰς οὐράνια δια τοῦ μαρτυρίου.
Εἰκάδι πέμπτη Αὐξεντίοιο κέρσαν ἀπηνεῖς δειρήν.

Άγιος Νεομάρτυς Αυξέντιος

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Αὐξέντιος γεννήθηκε τό 1690 στήν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Νεαρός ἀκόμα, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί δούλευε τήν τέχνη τῶν γουναράδων στό χάνι, τό λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα, ὅμως, ἐπιθύμησε τέρψεις καί ἡδονές, ἐγκατέλειψε τήν τέχνη του καί προσλήφθηκε στά βασιλικά καράβια. Ἐκεῖ, ξεφαντώνοντας μέ τούς συντρόφους του τούς ἀλλόφυλους, συκοφαντήθηκε ἀπό αὐτούς πώς ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Μουσουλμάνος. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως τό μάθει ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀγόρασε ἕνα καΐκι μέ τό ὁποῖο ἐργαζόταν γιά νά ζεῖ.

Μετάνιωσε ὁλόψυχα γιά τά πρότερα σφάλματά του καί μάλιστα φλεγόταν κυριολεκτικά ἡ καρδιά του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Παρακαλοῦσε δέ νύχτα μέρα μέ δάκρυα τόν Θεό νά τοῦ δείξει κάποιον ἔμπειρο πνευματικό νά ἐξομολογηθεῖ τόν πόθο του γιά τό μαρτύριο. Ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές του καί κάποια μέρα μετέφερε μέ τό καΐκι του τόν Σύγκελλο τοῦ Πατριαρχείου, τόν Γρηγόριο Ξηροποταμηνό μοναχό, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του. Ὁ εὐλαβής καί ἔμπειρος πνευματικός ἀρχικά ἐπήνεσε τόν πόθο του, προσπάθησε, ὅμως, νά τόν ἀποτρέψει μήπως δειλιάσει στά βασανιστήρια καί γίνει ἀρνητής. Τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός καί ἔτσι νά σωθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἄκουσε σιωπηλά καί μέ εὐλάβεια τόν πνευματικό· ἡ καρδιά του, ὅμως, φλεγόταν ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Συνέχισε νά ἐργάζεται στό καΐκι του, ὅπου ἀπ’ ὅσα ἔβγαζε κρατοῦσε τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή συντήρησή του καί τά ὑπόλοιπα τά ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ζοῦσε μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. Συνήθιζε δέ νά πηγαίνει στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου προσευχόταν ὅλη τή νύχτα στήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά τελειώσει τή ζωή του μέ μαρτύριο.

Ἔτσι, κάποια μέρα πῆγε στό καράβι πού ὑπηρετοῦσε ναύτης. Οἱ συνάδελφοί του καί ἄλλοι πού τόν γνώριζαν ὅρμησαν πάνω του θυμωμένοι καί τόν χτυποῦσαν. Ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ πού ἤσουν στή θρησκεία μας ἔγινες πάλι χριστιανός;» καί τελικά τόν ὁδήγησαν στό κριτήριο.

Ὁ δικαστής τόν ρώτησε γιατί ἀρνήθηκε τό Ἰσλάμ καί ἐπέστρεψε στόν χριστιανισμό. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε μέ πολύ θάρρος: «Ἐγώ, δικαστά, οὐδέποτε ἀρνήθηκα τόν Χριστό, ἀλλά Τόν πιστεύω καί Τόν ὁμολογῶ ὡς Θεό παντοδύναμο καί δημιουργό τοῦ σύμπαντος. Εἶμαι δέ ἕτοιμος νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν πίστη μου καί ὄχι νά γίνω Τοῦρκος». Μόλις τ’ ἄκουσε ὁ δικαστής διέταξε θυμωμένος νά τόν ραβδίσουν. Ποτάμι ἔτρεχε τό αἷμα του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μακάριος εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί Τόν παρακαλοῦσε νά τόν ἐνισχύσει νά ὁλοκληρώσει τό μαρτύριό του. Ὁ δικαστής διέταξε νά τόν κλείσουν στή φυλακή. Ὅταν ἔμαθε ὁ πνευματικός του ὁ Γρηγόριος τά γεγονότα, βρῆκε τρόπο νά μπεῖ στή φυλακή νά τόν ἀνταμώσει. Μέ τά λόγια του τόν ἐνθάρρυνε στό μαρτύριο, ὥστε νά ὑπομείνει, νά καταισχύνει τόν διάβολο καί νά λάβει τόν στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί πράγματι ὁ πνευματικός του πατέρας ἔφερε καί τοῦ μετέδωσε τή Θεία Εὐχαριστία.

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες σάν κακοῦργο. Ὁ Ἅγιος στεκόταν χαρούμενος. Γιά μιά ἀκόμα φορά, μπροστά στόν βεζίρη τώρα, ὁμολόγησε τόν Χριστό: «Ἐγώ Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω. Δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστη μου ἀκόμη κι ἄν μοῦ κάνετε μυριάδες βασανιστήρια, γιατί αὐτή εἶναι καλή καί ἀληθινή». Τότε ὁ βεζίρης θυμωμένος διέταξε νά ἀποκεφαλιστεῖ.

Τόν ἅρπαξαν ἀμέσως καί τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς καταδίκης. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε γιά ὅλους τούς ὀρθόδοξους Χριστιανούς, γονάτισε καί ὁ δήμιος τόν ἀποκεφάλισε τήν 25η Ἰανουαρίου 1720 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν μόλις τριάντα ἐτῶν. Ἔτσι «Αὐξεντίου στέφανος ηὐξήθη μέγας εἰς οὐράνια διά τοῦ μαρτυρίου». Τή νύχτα οὐράνιο φῶς κατέβαινε στό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο ἔβλεπαν καί Τοῦρκοι καί Ῥωμιοί. Κάποιος ῥωμιός ἄρχοντας πού εἶχε πρόσβαση στό παλάτι ζήτησε τό ἅγιο λείψανο γιά ταφή. Ἀφοῦ τό παρέλαβε, τό ἔπλυνε ὡς ἄλλος Νικόδημος μέ διάφορα μύρα καί ἀρώματα καί μέ πολλή εὐλάβεια τό σήκωσαν οἱ Χριστιανοί μαζί μέ τόν Πατριάρχη καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς καί τό ἔφεραν καί τό ἐνταφίασαν στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Μετά ἀπό δύο χρόνια ὁ βασιλικός «ἐρζίμπασης» (ἀρχιράπτης) Μιχαήλ ἀνεκόμισε τό ἱερό λείψανο καί, ἀφοῦ παρέλαβε τήν τιμία κάρα στόν οἶκο του, τή δώρισε ἔπειτα μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ Συγκέλλου Γρηγορίου στήν Ι. Μ. Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Στήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ξεχύθηκε τόση εὐωδία πού θαύμαζαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι. Ἀπό τότε ἡ Ἁγία κάρα τοῦ μάρτυρος ἀποδείχθηκε θαυματουργός, γιατί λύτρωσε πολλούς ἀπό θανατηφόρο καί μεταδοτική λοιμώδη ἀσθένεια, ἀπό τήν πανώλη καί ἀπό πολλά ἄλλα πάθη καί νόσους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  1. Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ», Ἐκδοθέν προνοίᾳ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυροῦ Σεραφείμ, ἐν Ἀθήναις (1968).

ΠΗΓΗ: http://www.imioanninon.gr/main/?page_id=271