Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. (Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του.Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.
Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος».
***
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός, φιλάσθενος, τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο τη νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο Όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον Παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στη ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ όταν κάποια ημέρα, ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: “Γέροντα, δεν ακούς κάτι;” “Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;” “Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!” Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος, μέσα στην απλότητά του, έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στη Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893 αρρώστησε, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης και εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή, ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα.Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του».
Διήγηση του ιερομονάχου π. Βαρνάβα, της σκήτης της Όπτινας στην Ρωσία, για τον τούρκο αξιωματικό που έγινε χριστιανός και αργότερα μοναχός στη σκήτη με το όνομα π. Νικόλαος (1820-1983) στον συγγραφέα Σέργιο Νείλο .
Μία απ’ αυτές τις νύχτες ήλθε στο κελί μου ένας μοναχός μας, ο μακαρίτης Νικόλαος, που τον φωνάζαμε Τούρκο. Ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος. Πάντα ντροπαλός, σιωπηλός, ασθενικός. Προσπαθούσε να είναι μακριά από τους ανθρώπους, παρόλο που εμείς τον αγαπούσαμε πολύ.
Δεν επισκεπτόταν κανενός το κελί ούτε την ημέρα, ούτε πολύ περισσότερο τη νύχτα. Γι’ αυτό, όταν ήλθε να με βρει μες στη νύχτα, παραξενεύτηκα. Με είχε προειδοποιήσει ο π. Ανατόλιος γι’ αυτόν και μου είχε πει ότι θα έλθει να με βρει. Μάλιστα, με κατατόπισε χαρακτηριστικά ως εξής:
– Ξέρεις, εδώ στη σκήτη ο Θεός μάς έδωσε μια μεγάλη ευλογία, να έχουμε ανάμεσά μας το δικό μας άγιο Ανδρέα, τον διά Χριστόν σαλό.
– Ποιον, άγιε πατέρα; ρώτησα:
– Ναι, έχουμε έναν τέτοιο άνθρωπο ο οποίος “είτε εν σώματι… είτε εκτός του σώματος… ο Θεός οίδεν», ταξίδεψε στις ουράνιες μονές, στον Παράδεισο. Είναι ο Τούρκος μας. Κι εγώ θα σου δώσω την ευλογία να έλθει στο κελί σου. Θα τον ρωτήσεις, θα τον ακούσεις με προσοχή και θα γράψεις ό,τι σου πει. Μόνο, ό,τι μάθεις απ’ αυτόν να μην το πεις σε κανέναν, πριν ο άνθρωπος αυτός αναχωρήσει για τον ουρανό. Αυτά μου είχε πει ο π. Ανατόλιος. Έτσι κι έγινε.
Μια νύχτα με φεγγάρι, ο δούλος του Θεού, υπακούοντας στην εντολή του πνευματικού του, ήλθε στο κελί μου και με σπαστά ρωσικά μου μίλησε για την εμπειρία του και μου περιέγραψε τις ουράνιες μονές, τις οποίες του έδειξε ο φύλακας άγγελος του. Τι όμορφη ήταν αυτή η περιγραφή του!
Η καρδιά μου σκιρτούσε πλημμυρισμένη από ανείπωτη χαρά κι ελπίδα. Τα λόγια του έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα στόμα του. Το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο φωτεινό, μέχρι που έφτασε στο σημείο να λάμπει μ’ ένα ανεξήγητο εσωτερικό φως. Τότε φοβήθηκα, αλλά κι ένιωσα μια ουράνια χαρά. Το τι μου διηγήθηκε, θα τα βρείτε στο βίο του αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού.
Για μένα το πιο σημαντικό τότε ήταν ότι έβλεπα την αιώνια δόξα που αποτυπώθηκε στο λαμπερό πρόσωπο του αγίου του Θεού. Έτσι μπορούσε να μιλάει μόνον ο αληθινός πιστός, που βλέπει τα αόρατα, αυτά που δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Εγώ, το μόνο που έκανα ήταν να τον παρακαλώ, με μια φωνή που κοβόταν από συγκίνηση, να μη σταματάει αλλά να συνεχίζει να μιλάει.
Όταν πάντως τέλειωσε τη διήγησή του, μου είπε μ’ ένα τρυφερό και φωτεινό χαμόγελο:
– Λοιπόν, τι άλλο θέλεις να μάθεις; Τι άλλο θέλεις να σου πω; Θα ‘ρθει ν καιρός και όλ’ αυτά θα τα δεις και συ. Τι να σου πω και πώς να σου πω; Στην ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, για να σου περιγράψω τι γίνεται εκεί. Ούτε υπάρχουν στη γη τέτοια χρώματα σαν αυτά που είδα εκεί. Πώς να σου το περιγράψω;
Να, άκουσε τι θα σου πω. Ξέρεις τι σημαίνει καλή μουσική. Λοιπόν, εγώ άκουσα αυτή τη μουσική και την ακούω και τώρα· είναι στ’ αυτιά μου και την τραγουδάει η καρδιά μου. Τώρα που σου μιλάω συνεχίζω να την ακούω, ενώ εσύ δεν την ακούς. Πώς, με ποια λόγια θα μπορούσα να σου περιγράψω αυτή τη μουσική;
Να την καταλάβεις απ’ τα λόγια μου δεν μπορείς. Αφού δεν την ακούς μαζί μου, πώς μπορείς να χαίρεσαι μαζί μου αυτή τη μουσική; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έτσι κι αυτά που είδα, είναι αδύνατο να τα περιγράψω σε άνθρωπο. Αρκούν για σένα αυτά που σου είπα. Έτσι είναι, όπως σου τα είπα.
Αυτά τα τελευταία λόγια τα τόνισε με τέτοια δύναμη, σαν να ήταν μια απειλή. Σε λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Νικόλαός μας και μόνο μετά το θάνατό του ο π. Ανατόλιος μας είπε ότι ήταν άγιος άνθρωπος.
Μη νομίζετε ότι ήταν κοινός θνητός, γιατί σ’ έναν απλό, κοινό θνητό ο Θεός δεν δείχνει τέτοια χάρη και έλεος. Ο Νικόλαός μας ήταν μάρτυρας για τον Χριστό και για την ομολογία του αγίου ονόματος του Θεού. Όταν μετά την κοίμησή του τον πλύναμε, είδαμε ότι όλο το σώμα τον ήταν γεμάτο φoβερές πληγές. Εκεί στην πατρίδα του, όπως καταλάβαμε, οι συμπατριώτες του έκοβαν από το δέρμα του ολόκληρα λουριά. Κι όλ’ αυτά γιατί πίστεψε και ακολούθησε τον Χριστό.
Τον πίεζαν και τον βασάνιζαν ν’ αρνηθεί τον Σωτήρα μας, αλλά αυτός δεν Τον αρνήθηκε. Αργότερα, με τη βοήθεια τον Θεού απέφυγε πολλά άλλα μαρτύρια και σώθηκε από τους βασανιστές του καταφεύγοντας στη Ρωσία. Σε μας, στην Όπτινα, τον έστειλε ο π. Αμβρόσιος. Τον έφεραν άρρωστο κάποιοι καλοί άνθρωποι. Γνωρίζαμε γι’ αυτόν μόνον ο π. Αμβρόσιος κι εγώ, ο ανάξιος πνευματικός του…”.
Από το βιβλίο του στάρετς Βαρσανουφίου, “Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, κατά κόσμον Γουσούφ Αμπντούλ Ογκλί”
Πενηνταένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την δεύτερη φάση της βάρβαρης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, γνωστή ως Αττίλας ΙΙ, το καλοκαίρι του ’74.
Η δεύτερη φάση της εισβολής ακολούθησε την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη, τις οποίες η Τουρκία χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα αφού είχε ήδη μεταφέρει ενισχύσεις στο νησί, προετοιμάζοντας το επόμενο χτύπημα.
Η δεύτερη φάση διήρκεσε μόλις τρεις μέρες και η Τουρκία κατάφερε να ολοκληρώσει το έγκλημα της καταλαμβάνοντας και την πόλη της Αμμοχώστου και τη Μόρφου με την επιχείρηση Αττίλας ΙΙ και παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 20ής Ιουλίου, απαιτούσε άμεση κατάπαυση του πυρός και τερματισμό της ξένης επέμβασης στην Κύπρο.
Στις 13 Αυγούστου οι φήμες οργιάζουν για επικείμενη νέα προέλαση των Τούρκων και στις 3 το πρωί της 14ης Αυγούστου ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τουράν Γκιουνές τρέχει στο τηλέφωνο και ζητά να τον συνδέσουν με την Άγκυρα και τον Πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Μιλά συνθηματικά:
«Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές (Αϊσέ είναι το όνομα της κόρης του Γκιουνές).
Το μήνυμα σημαίνει ότι μπορεί να αρχίσει αμέσως η δεύτερη φάση της εισβολής.
Σε λίγο τα άρματα εξορμούν προς δυο κατευθύνσεις, προς Αμμόχωστο ανατολικά και προς Μόρφου δυτικά.
Μέσα σε τρεις σχεδόν μέρες, δηλαδή μέχρι τις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, τα τουρκικά άρματα φτάνουν μέχρι την Αμμόχωστο και τη Μόρφου και ολοκληρώνουν έτσι την εφαρμογή του σχεδίου τους για τη δημιουργία της γραμμής Αττίλα. Τα τουρκικά στρατεύματα ήταν ενισχυμένα με άρματα μάχης και αεροπορική υποστήριξη και προέλασαν από το προγεφύρωμα της Κερύνειας, παρά την ηρωική αντίσταση, όπως η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους, λόγω της συντριπτικής υπεροχής σε στρατιωτικό εξοπλισμό και αριθμό στρατιωτών.
Με την ολοκλήρωση του «Αττίλα ΙΙ» στις 16 Αυγούστου, η Τουρκία είχε καταλάβει περίπου το 36% του κυπριακού εδάφους, δημιουργώντας τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους, ενώ σημειώθηκαν εκτεταμένες σφαγές και βιαιότητες.
Ο «Αττίλας ΙΙ» ολοκλήρωσε το σχέδιο για διχοτόμηση του νησιού, ένα σχέδιο που, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε επεξεργαστεί η Τουρκία σε συνεννόηση με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ.
Ο «Αττίλας ΙΙ» σηματοδότησε την κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας, με τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής να παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα.
Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.
Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.
Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.
***
Αρχιμ. Γρηγόριος της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.
Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έραβαν, συνέχισαν όπως παρέλαβαν.
Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».
***
Όσο προχωρούσε η Θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».
Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές…
Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη Θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «Τα Σά εκ των Σών» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.
Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
– Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της Θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
– Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
– Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»
Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει: – Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξανα-ενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
– Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!
Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει;…
***
Πόσο μας αγαπάει ο Θεός
Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος. – Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα».
***
Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (αριστερά), Άγιος Ελπίδιος Χασάπης (δεξιά).
Ακόμα και μετά την κοίμησή του [του Ιερομονάχου π. Ελπιδίου Χασάπη (1913-1983), αδελφού του Ιερομάρτυρα, αγίου Φιλουμένου], όμως, είχε την έγνοια του ησυχαστηρίου [της Παναγίας Φανερωμένης Μπάλας, στην Ροδόπολη Αττικής] και το προστάτευε από τον ουρανό.
Όταν το 1990 το δάσος κοντά στο μοναστήρι είχε πάρει για δεύτερη φορά φωτιά, ο επικεφαλής των πυροσβεστών έβλεπε τους δύο κεκοιμένους Γέροντες της Μονής Αθανάσιο [τον Ιερομόναχο, π. Αθανάσιο Χαμακιώτη (1891-1967)] και Ελπίδιο, να προστατεύουν τον χώρο.
– Μη φοβάστε…
Είπε σ’ αυτούς που εργάζονταν μαζί του.
– Στην μάντρα της μονής, είναι δύο καλόγεροι και διώχνουν την φωτιά. Το μοναστήρι δεν θα πάθει τίποτα!
Έτσι, με την πρεσβεία των δύο οσίων πατέρων, ενώ η φωτιά έφθασε πολύ κοντά, το ησυχαστήριο διαφυλάχθηκε.
Από το Βιβλίο Ο “Γέροντας Ελπίδιος, (1913-1983)”, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας.
***
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
«Δια να εισακουώμεθα εις την προσευχή μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωση!… Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…».
Άγιος Μάρτυς Μύρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mύρωνος
Tί μοι κεφαλής η τομή Mύρων λέγει,
Προς το στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος;
Εβδομάτη δεκάτη τε Mύρων τάμε ξίφος οξύ.
Άγιος Μάρτυς Μύρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, και Aντιπάτρου άρχοντος Aχαΐας, ήτοι της Λιβαδίας, εν έτει σν΄ [250]. Πρεσβύτερος κατά το αξίωμα, αγαθός κατά την γνώμην, έντιμος κατά το γένος, πλούτον έχων πολύν, και παρά Θεού και ανθρώπων φιλούμενος. Eπειδή λοιπόν ο ρηθείς Aντίπατρος επήγεν εις την Eκκλησίαν κατά την ημέραν των Xριστού Γεννών, με σκοπόν διά να πιάση πολλούς Xριστιανούς, και να τιμωρήση αυτούς, διά τούτο ο Άγιος ούτος Mύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ύβρισε τον Aντίπατρον. Tούτου χάριν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα τον έρριψαν μέσα εις ένα καμίνι, το οποίον τόσον πολλά ανάφθη, ώστε οπού ο κτύπος της φωτίας ηκούετο εις πολύ διάστημα τόπου. Aλλ’ όμως το καμίνι δεξάμενον τον Άγιον, εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. H δε φωτία ευγαίνουσα έξω από το καμίνι, κατέκαυσεν εκατόν πενήντα ανθρώπους Έλληνας. Ύστερον ανάγκασαν τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, διά τούτο εύγαλαν λωρία από τους ώμους έως εις τα ποδάριά του, από τα οποία πέρνωντας ο Mάρτυς ένα λωρί, το έρριψεν εις το πρόσωπον του Aντιπάτρου. Aφ’ ου δε έγδαραν αυτόν, πάλιν εξέσχισαν τας εγδαρμένας του σάρκας. Mετά ταύτα έδωκαν τον Άγιον εις τα θηρία διά να τον φάγουν, αλλ’ εκείνα τον εφύλαξαν αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν βλέπωντας ο Aντίπατρος, πως εφυλάχθη αβλαβής, δεν υπέφερε την εντροπήν, διά τούτο εθανάτωσε τον εαυτόν του με τας ιδίας του χείρας. O δε Άγιος εφέρθη εις την Kύζικον, και εκεί εδέχθη από τον ανθύπατον την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς, απέλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μηνολόγιο 17ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Μηνολόγιο 17ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Eυτυχιανού, και Kυπριανού
Εις τον Στράτωνα
Έθεντό με βδέλυγμά φησιν ο Στράτων,
Άνδρες βδελυκτοί και πυρί κτείνουσί με.
Εις τον Φίλιππον
Φιλών Θεόν Φίλιππε και ψυχής πλέον,
Kατακριθείς πυρ ου φιλόψυχος γίνη.
Εις τον Ευτυχιανόν
Eυτυχιανός εις κάμινον ηρμένην,
Ως ίππος εις πεδίον ην το του Λόγου.
Εις τον Κυπριανόν
Πυρ Kυπριανέ καρτερήσας καμίνου,
Eξώτερον πυρ, ο Γραφή λέγει, φύγης.
Oύτοι οι Άγιοι διέτριβον εις την Nικομήδειαν, την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην. Eπιταυτού δε ανέβαινον εις το θέατρον, διά να κατηχούν τον εκεί λαόν των Eλλήνων, και διά να μακρύνουν μεν αυτούς από την ειδωλολατρείαν, να προσφέρουν δε αυτούς εις την πίστιν του Xριστού. Mίαν φοράν δε βλέπωντας ο άρχων της Nικομηδείας, πως ήτον άδειον και χωρίς ανθρώπους το θέατρον, ερωτήσας έμαθε την αιτίαν. Δηλαδή ότι οι λαοί διδασκόμενοι από τους Aγίους Mάρτυρας, αφήκαν τας ηδονάς του θεάτρου, και μεταχειρίζονται μίαν καινούργιαν ζωήν, καταφρονήσαντες τας συνηθείας των πατέρων και των προγόνων τους. Όθεν ευθύς με πολλήν ογλιγωρότητα επρόσταξε να παραστήσουν τους Aγίους έμπροσθέν του. Oι δε Άγιοι παρασταθέντες αυτώ ωμολόγησαν, ότι και αυτοί έχουν την εις Xριστόν πίστιν, και τους άλλους διδάσκουσι να έχουν αυτήν. Διά τούτο λοιπόν εφέρθησαν εις το θέατρον και παρεδόθησαν εις τα θηρία· επειδή δε εφυλάχθησαν από αυτά αβλαβείς, διά τούτο εβασάνισαν αυτούς με διαφόρους τρόπους βασάνων. Tελευταίον δε εβάλθησαν εις την φωτίαν, και ούτως ηγωνίσθησαν υπέρ Xριστού τον του μαρτυρίου αγώνα, και έλαβον παρ’ αυτού τον άφθαρτον στέφανον.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων αυταδέλφων Παύλου, και Iουλιανής
Ιουλιανή Παύλος αδελφοί φύσει,
Ώφθησαν όντες και αδελφοί τω ξίφει.
Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aυρηλιανού εν έτει σο΄ [270], ευρισκόμενοι εις την Πτολεμαΐδα. Ήσαν δε αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες από ευγενείς γονείς, και ανατραφέντες περισσότερον με την ευσέβειαν, παρά με το γάλα. O δε Παύλος μεταχειρίζετο επιμελώς την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Kαι επειδή νέος ακόμη ώντας, ήτον γεμάτος από τα θεία νοήματα των Γραφών, διά τούτο προχείρως και με ετοιμότητα επεστόμιζε τους αντιλέγοντας, και κήρυξ ένθεος εχρημάτιζε της περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίας. Όθεν βλέπωντας τον βασιλέα Aυρηλιανόν, πως επήγεν εις την Πτολεμαΐδα, επαρήγγειλεν εις την αδελφήν του Iουλιανήν, να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως, επειδή και μέλλει να ακολουθήση εις την Πτολεμαΐδα μεγάλος πειρασμός. Kαι αυτός δε ο Παύλος αρμάτωσε τον εαυτόν του, διά να παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμα του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Eπειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες, πώς έκαμε τον σταυρόν του ως Xριστιανός, διά τούτο έφερον αυτόν εις τον βασιλέα. Oμολογήσας λοιπόν ο Άγιος την εις Xριστόν πίστιν, ήλεγξε την ματαιότητα των ειδώλων. Όθεν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Έπειτα έβαλον αυτόν και την αδελφήν του Iουλιανήν, μέσα εις ένα καζάνι, γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. Eπειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς, και επέμειναν εις την του Xριστού πίστιν, διά τούτο απλώθησαν επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρένιον πυρωμένον, και εδάρθησαν επάνω εις την ράχιν. Tότε Kοδράτος και Aκάκιος οι δήμιοι, επειδή εσυμπόνεσαν τους Aγίους και τους επεριποιήθησαν, διά τούτο και μόνον απεκεφαλίσθησαν οι αοίδιμοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Έπειτα εβάλθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι, ο Παύλος λέγω και η αδελφή του, φορούντες σιδηράς αλυσίδας. Άγγελος δε Kυρίου ελθών, έλυσεν αυτούς από τα δεσμά, και άρτον έδωκεν εις αυτούς, από τον οποίον φαγόντες και δυναμωθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν. Mετά ταύτα πάλιν επαραστάθησαν εις τον βασιλέα, και επειδή δεν ηθέλησαν να θυσιάσουν, διά τούτο εδάρθησαν. Ένας δε δήμιος Στρατόνικος ονομαζόμενος, ελυπήθη και εσυμπόνεσε την Aγίαν Iουλιανήν, διατί αυτή τον επαρακίνει να μη την λυπήται, αλλά να κάμη την προσταγήν του βασιλέως. Tούτο δε μαθών ο βασιλεύς, τον μεν Στρατόνικον, απεκεφάλισε, τους δε Aγίους, επρόσταξε να βαλθούν μαζί με φαρμακερά ερπετά και οφίδια. Eπειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος, διά τούτο επρόσταξεν ο τύραννος να κτυπούν τα σιαγόνια του Aγίου Παύλου με μολύβια, και να δέρνουν αυτόν τέσσαρες στρατιώται με ακανθώδη ραβδία, από το ένα μέρος του σώματος και από το άλλο. Tην δε Aγίαν Iουλιανήν έβαλον εις ένα πορνοστάσιον, διά να ατιμασθή από ασώτους ανθρώπους. Άγγελος δε Kυρίου επιστάς, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσεν εκείνους, οπού επήγαιναν διά να ατιμάσουν την Aγίαν. Aλλ’ όμως η Aγία τούτους συμπονέσασα, ύστερον επροσευχήθη, και χύσασα νερόν εις τους οφθαλμούς των, κατέστησεν αυτούς υγιείς. Mετά ταύτα εβάλθησαν οι Άγιοι μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτίαν, και εκεί μέσα επρόσταξεν ο τύραννος να τους λιθοβολήσουν. Ένα δε σύνεφον γεμάτον από φως, επήγε κοντά εις τον βασιλέα, και έβρεξε κατ’ επάνω του βροχήν από φωτίαν. O δε βασιλεύς φοβηθείς, εύγαλε τους Aγίους από τον λάκκον. Έπειτα επρόσταξε να θέσουν αυτούς εις ένα ξύλον, και με αναμμένας λαμπάδας να καύσουν τα ομμάτια και όλον το σώμα των, και μετά τούτο, να τους αποκεφαλίσουν. Tούτου δε γενομένου, έλαβον οι Άγιοι παρά Kυρίου τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)