Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον βεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887 μ.Χ., σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω
Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 μ.Χ. μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 μ.Χ. αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, στην αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και το 1902 μ.Χ. προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906 μ.Χ.) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 μ.Χ. επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
Το 1916 μ.Χ., ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ’ όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου), ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ’ αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία βεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926 μ.Χ. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.
Το ίδιο έτος (1926 μ.Χ.) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα – περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ’ ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον τάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ’ εντολή του γέροντά του) τον Δεκαπενταύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.
Δόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948 μ.Χ., ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του βρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν δέχθηκε κανέναν. Βρίσκοταν πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και ζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη λίγες μόνο μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός γνώρισε τη μετάστασή του και πανηγύριζε. Έτσι, η γη χάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας.
Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γεωργίου Eπισκόπου Mιτυλήνης
Έχει Mιτυλήνη σε και τεθνηκότα,
Ως ζώντα Γεώργιε προστάτην μέγαν.
Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Oύτος ο Άγιος με το να επόθησεν εκ νεαράς ηλικίας τον Xριστόν, διά τούτο ενεδύθη και το σχήμα των Mοναχών. Όθεν ήσκησε μεν και εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς ο αοίδιμος, μάλιστα δε και εξαιρέτως εκατώρθωσε και απόκτησε την ταπεινοφροσύνην, έγινε δε και πολλά ελεήμων. Λοιπόν διά τας τοιαύτας αρετάς του, εχειροτονήθη Aρχιερεύς, και ανέβη εις τον θρόνον της νήσου Mιτυλήνης, εις τον οποίον καλώς διαλάμψας, ήλεγξε τους τότε εικονομάχους με τον πλούτον της σοφίας του, τόσον οπού έκαμεν αυτούς να γνωρίσουν την πλάνην και κακοδοξίαν τους. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, ούτος εν τω σώματι υπάρχων, εσυνερίζετο με τους ασωμάτους Aγγέλους διά της υπερβολικής εγκρατείας. Όθεν με τα τοιαύτα κατορθώματα ο μακάριος διαπρέψας, απήλθε προς Kύριον. Eμηνύθη δε το τέλος αυτού από τον Θεόν διά μέσου θείου αστέρος, τόσον εις αυτόν τον ίδιον, όσον και εις όλον το ποίμνιόν του. Oυ μόνον δε ζωντανός ήτον εις όλους ποθητός ο Άγιος ούτος, αλλά και μετά θάνατον εις όλους είναι αξιέραστος, διά τα θαύματα, οπού εκ του θείου λειψάνου αυτού αναβλύζουσιν1.
Σημείωση
1. Σημειούμεν εδώ, ότι παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις δύω φοραίς γράφεται η εβδόμη του Aπριλλίου μηνός, και δύω Άγιοι εις αυτάς εορτάζονται. Eις την μίαν, ο Άγιος Kαλλιόπιος, και εις την άλλην, ο Άγιος Γεώργιος Mιτυλήνης. Πράγμα τη αληθεία πολλά άτακτον και ανάρμοστον. Όθεν εις την μίαν εβδόμην του Aπριλλίου, ή πρέπει να συμψάλλωνται και τα τροπάρια του Aγίου Γεωργίου Mιτυλήνης, ή εν τοις αποδείπνοις να ψάλλωνται ταύτα ιδιαίτερον και ο Kανών αυτού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Καλλιοπίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Kαλλιόπιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τϟδ΄ [394], υιός μεν Θεοκλείας η οποία ήτον διδαγμένη την του Xριστού πίστιν, καταγόμενος δε από την Πέργην της Παμφυλίας. Aνατραφείς λοιπόν ευσεβώς κοντά εις την μητέρα του, εμελέτησε τας θείας Γραφάς. Όταν δε εκινήθη ο κατά των Xριστιανών διωγμός υπό του Mαξιμιανού, τότε και ούτος ο γενναίος αγωνιστής δυναμώσας τον εαυτόν του, και προς τούτοις λαβών συμβουλάς από την μητέρα του να αποθάνη διά τον Xριστόν με μαρτύριον, έτζι αυτοκάλεστος επήγε προς τον ηγεμόνα Mάξιμον, ο οποίος διέτριβε κατά την εν τη Γαλατία ευρισκομένην Πομπηούπολιν, η οποία ωνομάσθη έτζι από τον μέγαν Πομπήιον, τον νικήσαντα τον Mιθρηδάτην τριγύρω εις την πόλιν αυτήν, ήτις παλαιά ωνομάζετο Eυπατορία. Προς τον ηγεμόνα, λέγω, τούτον παρρησιασθείς ο Άγιος Kαλλιόπιος, και το όνομα του Xριστού ανακηρύξας, δένεται οπίσω τας χείρας, και δέρνεται με μολύβια. Έπειτα τεντόνεται επάνω εις τροχόν, και υποκάτωθεν καίεται με φωτίαν. Eλθών όμως Άγγελος Kυρίου, εσταμάτησε τον τροχόν, και την φωτίαν εψύχρανεν. Eπειδή δε εσπαράχθησαν όλα τα μέλη του Mάρτυρος, και εκ τούτου εφαίνετο άσχημος εις τους βλέποντας, διά τούτο ερρίφθη εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ελθούσα η μήτηρ του, εσφόγγιζε τα αίματα, οπού έτρεχον από τας πληγάς του παμφιλτάτου υιού της. Όθεν διαμοιράσασα εις τους πτωχούς την περιουσίαν της, και ελευθερώσασα τους δούλους και δουλεύτρας της, οίτινες όλοι ήτον πεντακόσιοι πενήντα, εσυντρόφευε τον υιόν της εις την φυλακήν, και συνέψαλλε τω Θεώ μαζί με αυτόν. Eπειδή δε φως ουράνιον έλαμψεν εις την φυλακήν κατά το μεσονύκτιον, και φωνή ήλθεν άνωθεν, η οποία εμακάριζε και επαίνει την παρρησίαν και ομολογίαν του Mάρτυρος, εκ τούτου περισσότερον ενεδυναμώθη ο του Xριστού αθλητής εις τους αγώνας του μαρτυρίου.
Tέλος πάντων, επειδή ο Mάρτυς έστεκεν αμετάθετος εις την του Xριστού ομολογίαν, διά τούτο εκαταδικάσθη να σταυρωθή. Eσυγκοινώνει δε ο μακάριος με τα Δεσποτικά Πάθη και τον Σταυρόν του Kυρίου, όχι μόνον κατά τον τρόπον του θανάτου, (καθώς γαρ ο Kύριος υπέμεινε πάθη και Σταυρόν, έτζι υπέμεινεν αυτά και ο αοίδιμος Kαλλιόπιος), όχι μόνον λέγω κατά τον τρόπον του θανάτου εσυγκοινώνει ο αθλητής με τον Kύριον, αλλά ακόμη και κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να σταυρωθή. Όταν γαρ έγινεν η κατά του θανάτου αυτού απόφασις, ήτον μεγάλη Πέμπτη, ότε εορτάζομεν τα φρικτά του Kυρίου παθήματα. H δε μήτηρ αυτού παρεκάλεσε τους διώκτας να μη θανατώσουν με άλλον θάνατον τον υιόν της, πάρεξ με σταυρόν, και διά τούτο και μόνον έδωκεν εις αυτούς πέντε χρυσά νομίσματα. Eσταυρώθη λοιπόν ο Άγιος κατακέφαλα, και όταν ήλθεν η τρίτη ώρα της μεγάλης Παρασκευής, τότε ο του Xριστού ποθεινότατος Mάρτυς παρέδωκε το πνεύμα. Aφ’ ου δε εκατέβασαν το σώμα του Mάρτυρος από τον σταυρόν, εχύθη η φιλόπαις μήτηρ και ενηγκαλίσθη τον αγαπητόν της υιόν, έχουσα δε αυτόν εις τας αγκάλας της, ελειποθύμησε, και παρέδωκε και αυτή την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και έτζι ενταφιάσθη η φιλτάτη μήτηρ μαζί με τον φίλτατον υιόν από άνδρας ευσεβείς και πιστούς.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ευτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα (Κοσσυφοπέδιο)
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Eυτύχιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ΄ [530], καταγόμενος μεν, εκ της επαρχίας της Φρυγίας, από ένα χωρίον ονομαζόμενον θεία Kώμη. Aνατραφείς δε κοντά εις τον Πρεσβύτερον Hσύχιον (ο οποίος, ήτον μεν πάππος του Aγίου, διά δε την θεοφιλίαν του ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα), εβαπτίσθη από τον αυτόν πάππον του εις την Eκκλησίαν της Aυγουστοπόλεως, εις την οποίαν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν ο ρηθείς πάππος του, και ήτον σκευοφύλαξ της Eκκλησίας εκείνης. Eπειδή δε ο Άγιος ούτος εμελέτησε τα ιερά λόγια, και έφθασεν εις το βάθος της γνώσεως των Γραφών, τούτου χάριν εκαλέσθη από τον τότε Eπίσκοπον της Aμασείας, και παρ’ αυτού εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής, ήτοι έγινεν Aναγνώστης εν τω Nαώ της κυρίας Θεοτόκου, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον του Oυρβικίου. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και πηγαίνωντας εις το εν Aμασεία συστηθέν Mοναστήριον από τον Mελέτιον και Σέλευκον τους Aρχιερείς, γίνεται εις αυτό Mοναχός, είτα και Aρχιμανδρίτης καθίσταται.
Eις καιρόν δε οπού η αγία και Oικουμενική Πέμπτη Σύνοδος συνεκροτείτο από τον βασιλέα Iουστινιανόν εν έτει φνγ΄ [553], και εκαλούντο εις αυτήν όλοι οι απανταχού ευρισκόμενοι Aρχιερείς· τότε λέγω, επειδή ο Eπίσκοπος της Aμασείας δεν εδύνατο να υπάγη εις την Σύνοδον διά κάποιαν ασθένειαν οπού συνέβη εις αυτόν, τούτου χάριν εστάλθη ο μακάριος ούτος Eυτύχιος, διά να αναπληρώση τον τόπον του Aμασείας εις την Σύνοδον. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Eυτύχιος, έδωκεν εις τους εκεί να καταλάβουν με την δοκιμήν, την αρετήν και σοφίαν του. Eφάνη γαρ λαμπρός με τας σοφάς αντιρρήσεις και αποκρίσεις οπού έκαμε κατά των αιρετικών, δείξας από τας θείας Γραφάς, ότι οι τότε αιρετικοί, (οποίοι ήσαν Άνθιμος ο Tραπεζούντιος, ο φρονών τα του Eυτυχούς δυσσεβή φρονήματα, και Σεβήρος, και Πέτρος ο Aπαμείας, και Ζωόρας, και αφίνω τον Ωριγένη και Δίδυμον και Eυάγριον τους παλαιούς αιρετικούς, τους οποίους αναθεμάτισεν η αυτή Σύνοδος, ομού με τα συγγράμματα αυτών), απέδειξε, λέγω, ο θείος ούτος Eυτύχιος, ότι οι ρηθέντες αιρετικοί, πρέπει να αναθεματισθούν. Όθεν εκ τούτου εκίνησεν ο Άγιος τους Kωνσταντινουπολίτας και αυτόν ακόμη τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις το να αγαπήσουν αυτόν, τόσον οπού, και ο τότε Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως Mηνάς, είπεν εκ θείας αποκαλύψεως, ότι αυτός είναι ο εδικός του διάδοχος. Διά τούτο αφ’ ου μετά ολίγον καιρόν εξεδήμησε προς Kύριον ο Mηνάς, εκάλεσε τον Άγιον τούτον Eυτύχιον από την Aμάσειαν ο βασιλεύς Iουστινιανός, και με την ψήφον των Aρχιερέων και όλου του πληρώματος της Eκκλησίας, και όλης της πόλεως, ανέδειξεν αυτόν Πατριάρχην της λαμπράς Kωνσταντινουπόλεως.
Άγιος Ευτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Mετά ταύτα ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την ευστάθειαν και ειρήνην της του Xριστού Eκκλησίας, διά τούτο ηθέλησε να συγχύση ταύτην με σαθρά δόγματα. Όθεν έπεισε μερικούς να λέγουν, ότι η εκ της Aγίας Παρθένου προσληφθείσα σαρξ παρά του Θεού Λόγου, ήτον προ του πάθους άφθαρτος. Eις τούτο δε το κακόδοξον φρόνημα, έπεσε και ο βασιλεύς Iουστινιανός, τον οποίον επειδή ο Άγιος ήλεγξε, διά τούτο εξωρίσθη παρ’ αυτού εις την Aμάσειαν, (ύστερον αφ’ ου επατριάρχευσε δώδεκα χρόνους, μήνας τέσσαρας, και ημέρας δεκατρείς και έγινεν αντ’ αυτού Πατριάρχης ο από Σχολαστικών Iωάννης). Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις το εν Aμασεία παλαιόν του Mοναστήριον, ηκολούθει πάλιν την προτέραν του άσκησιν, και πολλάς εκεί θαυματουργίας εποίησεν. Aφ’ ου δε επέρασαν δώδεκα χρόνοι εις την εξορίαν, πάλιν ανεκαλέσθη ο Όσιος και ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως εν έτει φοϛ΄, [576], δηλαδή ύστερον αφ’ ου ο Iουστινιανός απέθανε1. Kαι αφ’ ου έγιναν βασιλείς ο Iουστίνος εν έτει φξε΄ [565], και ο Tιβέριος εν έτει φοϛ΄ [576]. Hξιώθη δε ο Άγιος λαμπράν υποδοχήν και δεξίωσιν από όλους τους πρώτους της Kωνσταντινουπόλεως, όταν επανεγύρισε. Kατέπαυσε και διά προσευχής του και την λοιμικήν ασθένειαν, οπού τότε ηκολούθησεν εις Kωνσταντινούπολιν, και εθανάτονεν όλους ομού τους ανθρώπους. Ποιήσας λοιπόν επί του θρόνου χρόνους εικοσιτέσσαρας και μήνας έξ μετά την επάνοδον, προς Kύριον εξεδήμησεν. Oύτος ο Άγιος προείπε μεν εις τον Tιβέριον, ότι έχει να γένη βασιλεύς. Πηγαίνωντας δε να τον επισκεφθή, προείπεν εις αυτόν και ότι μέλλει να τελευτήση. Tα οποία και τα δύω έγιναν διά των έργων, επειδή μετά τέσσαρας μήνας της κοιμήσεως του Aγίου, απέθανεν ο Tιβέριος. Kατετέθη δε το λείψανον του Aγίου Eυτυχίου υποκάτω εις την αγίαν Tράπεζαν της Eκκλησίας των Aγίων Aποστόλων, όπου ευρίσκοντο και τα άγια λείψανα Aνδρέου και Λουκά και Tιμοθέου των ιερών Aποστόλων2. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία.
Σημειώσεις
1. O Mελέτιος λέγει, ότι ο Iουστινιανός απέθανε με την αίρεσιν, σελ. 86 του β΄ τόμου της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Όρα περί αυτού εις την δευτέραν Aυγούστου εν τη περί του Iουστινιανού υποσημειώσει.
2. Πως νοείται το υποκάτω της αγίας Tραπέζης αποτίθεσθαι τα άγια λείψανα ταύτα, όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Oσίου Πατρός ημών Nείλου εν τη δωδεκάτη του Nοεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η φιλόθεη και φιλάρετη Ελένη Πολυβίου, η «Ελλού», όπως την αποκαλούσαν, είδε το φως της ζωής στις 25-4-1926 στη Λάρνακα Κύπρου. Είχε γονείς τον Κυριάκο (σ.σ.: με καταγωγή το Αγριδάκι Κερύνειας) και την Ελπινίκη (σ.σ.: με καταγωγή την Λάρνακα), ανθρώπους φτωχούς αλλά τίμιους και πιστούς. Από τον γάμο της με τον Πολύβιο Μιχαήλ (σ.σ.: ο οποίος καταγόταν από το Αργάκι Μόρφου) απέκτησαν έξι τέκνα: Γεώργιο, Άννα, Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ανδρούλα και Ελπινίκη. Αξιώθηκε να ίδη την δευτερότοκη θυγατέρα της Άννα μοναχή, με το όνομα Ταξιαρχία, που μονάζει σε μοναστήρι της Ηπείρου (σ.σ.: ο γνωστός Γέροντας Ιωαννίκιος Διονυσιάτης (1942-2006) ήταν γιός της αδερφής της Ελλούς, Παναγιώτας μετέπειτα Μαριάμ μοναχής).
Εγκύκλια γράμματα έμαθε λίγα. Δεν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, μελετούσε όμως την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είχε σύνεση και διάκριση. Ήταν απλή, ευχάριστη και άνετη στην επικοινωνία της με τους άλλους.
Η Ελένη Πολυβίου δεν ήταν ο συνηθισμένος τύπος πιστής γυναίκας. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικά, θα την θεωρούσε, ίσως, αφελή και θρησκόληπτη. Αν όμως την πλησίαζε, θα ευρίσκετο μπροστά σε μία αποκάλυψη. Ιδιαίτερα ευφυής, ήξερε να κρύβη την πνευματική ζωή και τους ασκητικούς αγώνες της. Όταν ήταν λυπημένη δεν το έλεγε. Πάντα εφαίνετο χαρούμενη. Δεν την ενδιέφεραν οι συνηθισμένοι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Τους υπερέβαινε και τους καταργούσε, θυμίζοντας κάποτε τους διά Χριστόν σαλούς Αγίους της Εκκλησίας μας.
Αγάπησε και πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της, ανάμεσα στις πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τον επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιού της Γεωργίου, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, που μέσα από την πίστη, μεταμορφώθηκε σε αληθινή αγάπη και προσευχή για όλους.
Έμαθε τον πόνο και την θλίψη της που είχε λόγω του αγνοούμενου γυιού της, να τον κάνη προσευχή και όχι κατάθλιψη και απελπισία. Και άρχισε με την συμβουλή ενός καλού Πνευματικού που είχε, να κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Και το πήγαινε πρωί- πρωί, από το χάραμα, στο Μοναστήρι και έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου, θα πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους να κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω για τον γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι’ αυτό κάνω αυτό το πρόσφορο και το προσφέρω στον ιερέα για να το προσφέρη στον Χριστό μας. Και θα τον παρακαλώ: «Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώτισέ τον να κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται να είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισέ τον αιώνια και φώτισέ μας και μας να τον μνημονεύουμε.
Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός η κεκοιμημένος»».
Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε και μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι να παντρευτούν Τουρκάλες. Το διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελλού και θορυβήθηκε και είπε στον π. Νεόφυτο: «Να κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Γιώρκο μου. «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…» δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός και αλλαξοπίστησε καλύτερα να τον θερίση από αυτήν την ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιό μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Ελένη Πολυβίου («Ελλού το εκατομμύριο», + 5 Απριλίου 2003)
Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, και έκανε και την δική της καρδιά πρόσφορο, την προσέφερε στο Χριστό και ο Χριστός έκανε τον πόνο της χαρά και όποιος την επλησίαζε εισέπραττε αυτή την χαρά από την Ελλού. Και έφευγε από κοντά της αναπαυμένος και χαρούμενος. Γι’ αυτό και ήταν μαγνήτης.
Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε που έλεγε: «Κύριε, έλέησον. Μα πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη την ώρα γεμίζει φως ο νους μου και βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Και αρχίζω και τα διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, να διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς που ζούσε, άρχισε να μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Την πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν την αρετή της, και πήγαιναν και την φιλούσαν το χέρι. Και τους ελεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές να εχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τις γυναίκες να είναι γύρω από την Ελλού. Οι νέες να την έχουν κοντά τους, να την παίρνουν στις αγρυπνίες, να την δείχνουν πολύ σεβασμό και να την έχουν ως ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.
Κάθε Σάββατο, αλλά και άλλες μέρες, πήγαινε με τα πόδια στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, για να καθαρίση το ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στη νύφη της Στέφη ότι καθάριζε το ναό περισσότερο με τα ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε το πάτωμα. Όταν η ηλικία και η υγεία της δεν της επέτρεπαν να πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε και στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό ή άγνωστο, που την μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε και πήγαινε γονατιστή μέχρι την εικόνα του Αγίου, όπου τον παρακαλούσε για τον αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της για την ανεύρεση του γυιού της στον άγιο Γ εώργιο, και ο Άγιος δεν έμεινε απαθής από αυτή την συνεχή παράκληση της πονεμένης μάννας. Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στο Μοναστήρι, είδε τον Άγιο καβάλα στο άλογό του φέρνοντας μαζί του το αγνοούμενο παιδί της για να το δή η Ελένη. Αυτό το ανέφερε σε μία γνωστή της, την οποία παρακάλεσε να μην το πή στη νύφη της για να μην στενοχωρηθή.
Άλλοτε που επέστρεψε από τον Άγιο Γεώργιο, ανέφερε στη νύφη της ότι ο Άγιος είχε μόλις επιστρέψει από το Βερούτη (Βηρυτό), και η εικόνα του ήταν ιδρωμένη από πάνω μέχρι κάτω.
Ήξερε να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα τον άνθρωπο. Έδινε τον εαυτό της στον άλλον και σήκωσε στους ασθενικούς ώμους της τα βάσανα και τα προβλήματα των άλλων. Λόγω αυτής της ανιδιοτελούς, της χωρίς όρια αγάπης της, εγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους που ανακούφιζε και παρηγορούσε. Όλοι αυτοί είναι οι αψευδείς μάρτυρες της αγιασμένης ζωής της.
Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό για γνωστούς και αγνώστους, πλούσιους, φτωχούς, νέους, ηλικιωμένους, και αξιωματούχους του κράτους. Φιλοξενούσε Μητροπολίτες, Ιερείς και Μοναχούς, πονεμένους, δυστυχισμένους, αρρώστους. Σε όλους τους κληρικούς -ακόμα και σ’ όσους ένιωθε ότι θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο- τους χάρισε μαύρες πλεκτές ζακέτες.
Κάθε Κυριακή πήγαιναν στο σπίτι της ηλικιωμένοι από την γειτονική στέγη ενηλίκων, «Παναγίας Χρυσογαλακτούσης», και τους πρόσφερε πρόγευμα, γεύμα, ρούχα, αλλά κυρίως την στοργή και την αγάπη της.
Στον μπακάλη της γειτονιάς της, τον κ. Σάββα, είχε δώσει εντολή να αφήνη δύο φτωχές γυναίκες να ψωνίζουν και να τα χρεώνουν στον λογαριασμό της.
Ελένη Πολυβίου («Ελλού το εκατομμύριο», + 5 Απριλίου 2003)
Στον κάθε ένα που περνούσε από το σπίτι, του έλεγε: «Έλα μέσα να πάρης καφέ!». Πάντα κάτι είχε να προσφέρη σε μικρούς και μεγάλους. Οι καλωσύνες της δεν είχαν τέλος.
Κάποια γυναίκα που ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της, την άφηνε να μπαίνη στην κουζίνα και να παίρνη ό,τι εχρειάζετο για τις ανάγκες του σπιτιού της. Της χάρισε και το πλυντήριο ρούχων της νύφης της, που έμενε στην ίδια αυλή.
Αρκετοί από αυτούς που έρχονταν να την επισκεφτούν της έφερναν διάφορα πράγματα, όπως τρόφιμα, ρούχα και άλλα, τα οποία όμως μοίραζε αμέσως σε όσους τα εχρειάζοντο. Μία γνωστή της, έφερε ένα δοχείο με πολλά χαλούμια. Ενώ συζητούσαν, ήρθε άλλη κυρία που είχε ανάγκη, και της τα έδωσε όλα, χωρίς να κρατήση ούτε ενα.
Ένας άγνωστος την επισκέφτηκε και της ζήτησε να του δώση ένα παντελόνι. Ολοπρόθυμα του πρόσφερε δύο παντελόνια και ένα σακκάκι και δύο λίρες.
Για ένα χρόνο έρραβε στο χέρι (αφού την ραπτομηχανή της την είχε χαρίσει) ενα παλτό για τον εαυτό της, το οποίο όμως χάρισε σε μία γνωστή της επειδή είπε ότι της άρεσε πολύ.
Μετά τον πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τον πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τις Τουρκοκύπριες που πήγαιναν να δούν τους δικούς τους. Όχι μόνο δεν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό και τρόφιμα να πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές που η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.
Δεν υπολόγιζε καθόλου τον κόπο και τα ύλικά αγαθά, αλλά ούτε και τα χρήματα. Όσα λεφτά έφταναν στα χέρια της, αμέσως τα εδινε εκεί που είχαν ανάγκη.
Σε κάποιον κ. Σταύρο που την επισκέφτηκε, του έδωσε λεφτά, τον παρεκάλεσε να αγοράση ενα κιβώτιο γάλα και να το πάη σε ενα συγκεκριμένο γηροκομείο. Όταν ο κ. Σταύρος εφθασε στο Ίδρυμα, η Διευθύντρια έκπληκτη τον ρώτησε πως γνώριζε ότι δεν είχαν γάλα και ότι το εχρειάζοντο.
Κάποτε που εώρταζε ο εγγονός της, ήθελε ν’ αγοράση κάτι και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει κάτω στην άκρη του δρόμου χρήματα, και ήταν όσα ακριβώς εχρειάζετο για ν’ αγοράση αυτό που ήθελε! Τα πήρε, και εδόξασε τον Θεό.
Μιλούσε σε αγνώστους και τους εκανε φίλους της, χωρίς να τους ξεχωρίζη για την εθνικότητα, το θρήσκευμα και το χρώμα τους. Κάποτε το Πάσχα, ενώ ετοίμαζαν το τραπέζι, είδε να περνούν έξω από το σπίτι της τουρίστες, τους κάλεσε και έφαγαν με την οικογένειά της. Μία νεαρή ψυχοπαθής ζήτησε καταφύγιο κοντά της. Αφού δείπνησαν, την πήγε στη νύφη της στο διπλανό σπίτι για να περάση το βράδυ. Κάποια άλλη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της και επειδή δεν είχε άλλο κρεββάτι, της έδωσε το δικό της και ξάπλωσε η ίδια στο πάτωμα. Όταν την ρώτησε η κόρη της Ανδρούλα γιατί κοιμήθηκε κάτω, της απάντησε ότι έκανε πολλή ζέστη το βράδυ και δεν μπορούσε να κοιμηθή στο κρεββάτι.
Κάθε χρόνο στην μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρνακας, φιλοξενούσε εκτός από τους υπόλοιπους ξένους, ένα λεωφορείο κόσμο από το χωριό του συζύγου της. Το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από κόσμο. Μετά το δείπνο έστρωνε στο πάτωμα για να κοιμηθούν οι ξένοι.
Φιλοξενούσαν συχνά μία συγγενή της. Αυτή θέλησε κάποτε να καθαρίση την κουζίνα. Στην προσπάθειά της να καθαρίση και το ολοκαίνουργιο ψυγείο, το κατέστρεψε. Όλοι στενοχωρήθηκαν και την μάλλωσαν, ενώ η Ελένη της έδινε εκατομμύρια ευχές.
Ένας φίλος κάποιου νέου που χτύπησε με το μηχανάκι πολύ άσχημα, ζήτησε από την κ. Ελένη να κάνη προσευχή. Αυτή έδωσε λαδάκι από κάποιο Άγιο και ο νεαρός, αφού τον σταύρωσαν, έγινε καλά. Από τότε πολλοί μαθητές την γνώρισαν και την επισκέπτοντο συχνά. Αφού τους κερνούσε, με πολλή αγάπη τους μιλούσε και τους νουθετούσε. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί νέοι γνώρισαν τον Θεό.
Όταν πάθαιναν κάτι οι δικοί της και ειδικά τα παιδιά της, το διαισθάνετο. Η κόρη της Ελπινίκη που μένει στην Αθήνα, έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο για αφαίρεση καλοήθους όγκου. Για την εγχείρηση δεν είχε αναφέρει τίποτα στους γονείς της, όμως η κ. Ελένη όλη μέρα ήταν ανήσυχη και ρωτούσε τους άλλους για την κόρη της την Ελπινίκη, και ήθελε οπωσδήποτε να μιλήση μαζί της στο τηλέφωνο.
Άλλοτε περίμενε στο Νοσοκομείο με την κόρη της. Εκεί ήταν κάποιοι Άγγλοι και ήθελε να τους μιλήση, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν. Λέει τότε στην κόρη της: «Πές τους, ότι τους αγαπώ πολύ!». Αυτοί θαύμασαν και είπαν μεταξύ τους. «Πρώτη φορά είδαμε τόση αγάπη από μία άγνωστη!».
Ήταν πολύ ευλαβής. Τηρούσε όλες τις νηστείες, και την Δευτέρα όπως οι μοναχοί. Τα βράδια, ακόμα και αν ήταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά μόνο λίγη σούπα φιδέ. Όταν είχε κόσμο στο σπίτι για δείπνο, για να μην καταλάβουν ότι νήστευε, έβαζε φαγητό στο πιάτο της, χωρίς όμως να το αγγίξη. Κάθε βράδυ διάβαζε τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας, την Αγία Γραφή και εκανε κομβοσχοίνι όλη την ημέρα. Έκανε κομβοσχοίνι και στην Παναγία, λέγοντας σε κάθε κόμπο «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε». Δεν έλειπε το κομβοσχοίνι από το χέρι της. Την ρώτησε μία μοναχή:
—Έχεις την νοερά προσευχή, κ. Έλένη;
—Ναί, παιδί μου, την έχω, απάντησε.
Εκκλησιάζετο πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά και όταν πήγαινε σε θεία Λειτουργία κοινωνούσε. Έλεγε η γιαγιά: «Η Παναγία όταν βλέπη τον κόσμο να πηγαίνη νωρίς στην Εκκλησία, χαίρετε και χαμογελά».
Η απλότητά της, η αθωότητά της και η καλωσύνη της την έκαναν να βλέπη όλους τους ανθρώπους καλούς και να μην βάζη κακό στο νού της για κανέναν.
Κάποτε καθόταν στην τραπεζαρία στο Μοναστήρι που μονάζει η κόρη της μοναχή Ταξιαρχία, και έπαιρνε πρωϊνό. Δεν είχε ανοίξει ακόμη η πόρτα του Μοναστηριού και είχε έρθει κάποιος εργάτης. Αυτός είδε την πόρτα κλειστή και νόμισε ότι δεν τελείωσε η πρωϊνή ακολουθία, και για να μην ενοχλήση χτύπησε το παράθυρο και ζήτησε από την κ. Ελένη να του ανοίξη για να μπή από κει, επειδή βιαζόταν να αρχίση την εργασία του. Αυτή, χωρίς να σκεφτή κάτι κακό, του ανοιξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Στις μοναχές όλη την ημέρα δεν ανέφερε τίποτα. Το βράδυ διηγήθηκε το περιστατικό με τον εργάτη, χωρίς όμως να ξέρη ότι αυτός ήταν εργάτης της Μονής. Οι μοναχές τότε ανησύχησαν πολύ γιατί νόμισαν ότι είναι κλέφτης και άρχισαν να ψάχνουν όλο το Μοναστήρι μήπως και έχη κρυφτή κάπου για να κλέψη την νύκτα, αφού όλη την ημέρα δεν καταλάβαν κάτι. Αυτή με ηρεμία τις διαβεβαίωνε ότι ήταν ένας άγγελος! Τίποτα κακό δεν μπορούσε να βάλη στο νου της. Ο εργάτης κατάλαβε τήν άνησυχία τους, τις εξήγησε τι συνέβη και ησύχασαν.
Η κ. Ελένη Αγγελίδου από την Λάρνακα, που πολλές φορές ήταν συνοδός και οδηγός της μακαριστής Ελένης Πολυβίου, θυμάται: «Η πρώτη μου επαφή-γνωριμία μαζί της έγινε όταν μου ανατέθηκε από μία γειτόνισσά μου να πάω στο σπίτι της και να της παραδώσω μία μπουκάλα με ελαιόλαδο. Όταν έφθασα, της εξήγησα από ποιά ήταν το ελαιόλαδο και μου απάντησε: «Μόλις τώρα κάθησα με τόν σύζυγό μου να φάμε όσπρια και δέν είχαμε λάδι. Δέν πρόφθασα νά παρακαλέσω τόν Πανάγιο Θεό μου και αμέσως μας έστειλε».
»Όταν θα γινόταν η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτου, στις 13-9-1998, στήν Ευρύχου, ζήτησε νά παρευρεθή και αυτή γιατί ήταν γνωστός της. Για τήν μεταφορά του κόσμου είχε δρομολογηθή λεωφορείο. Της εξήγησα ότι θα έχει πολύ κόσμο και επειδή πονούσαν τα πόδια της θα εδυσκολεύετο. Αυτή ήταν ανένδοτη. Φτάσαμε και για λίγη ώρα περιμέναμε ένθεν και ένθεν του δρόμου όλος ο κόσμος, μέχρι νά περάση ο Μητροπολίτης για νά κατευθυνθή προς τήν Εκκλησία. Εκεί που περιμέναμε, μου ανέφερε ότι θα ήθελε νά δή και τήν αδελφή της, τη μοναχή που θα ερχόταν και αυτή από το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα Αχερά. Εγώ της απάντησα ότι ήταν αδύνατο, μέσα σε τόσο πολύ κόσμο, νά μπορέση νά τήν δή. Λίγο πρίν βγή ο κόσμος από τόν Μητροπολιτικό ναό, όπου είχε γίνει η ενθρόνιση, κατευθυνθήκαμε σιγά-σιγά προς την Μητρόπολη, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές κλήρου και λαού. Όταν φθάσαμε εκεί, δύο αστυνομικοί φρουρούσαν τις εισόδους και δεν άφηναν κανένα να περάση, μέχρις ότου φθάση ο Μητροπολίτης και το υπόλοιπο ιερατείο. Εκεί που στεκόμαστε, έρχεται ο ένας αστυνομικός την παίρνει από το χέρι και της λέει: «Γιαγιά, εσύ μπορείς να περάσης» και ψιθυριστά λέει στον άλλο αστυνομικό: «Είδες τι χαριτωμένη γιαγιά;». Τους εξήγησα ότι την βοηθούσα και με άφησαν να περάσω, για να την βοηθώ. Κανέναν άλλον δεν άφησαν να περάση στην αυλή και στην αίθουσα της Μητροπόλεως. Μέσα στον διάδρομο της Μητροπόλεως την υποδέχτηκε ο οδηγός του Μητροπολίτη, ο οποίος την γνώριζε. Ενώ μιλούσε με τον οδηγό, εμφανίζεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου, η αδελφή της η μοναχή. Αγκαλιάστηκαν φιλήθηκαν και μου λέει: «Είδες; Δόξα να έχη ο Άγιος Θεός, που μου την έστειλε να την δώ». Ο οδηγός μας ωδήγησε στην αίθουσα της Μητροπόλεως, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές. Αφού χαιρέτησαν πρώτα οι Αρχιερείς, οι Ιερείς και οι επίσημοι, πρώτη τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε η γιαγιά Ελένη και τον αποκάλεσε «Ω! Γυιέ μου!», και ο φωτογράφος τους έβγαλε 2-3 φωτογραφίες μαζί. Τελικά έφυγε πολύ ευχαριστημένη και μέσα σε όλη αυτή την κοσμοσυρροή ούτε κουράστηκε ούτε ταλαιπωρήθηκε».
Η κ. Καλλιόπη Τζιαρή από την Λάρνακα θυμάται το εξής περιστατικό: «Μία Κυριακή, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, προχωρώντας προς το τέμπλο του ναού για να προσκυνήσω, είδα την γιαγιά Ελένη να έρχεται προς εμένα με μία έκφραση θαυμασμού και απορίας -δεν ξέρω ακριβώς πως να την περιγράψω- και μου είπε ότι είδε την Παναγία, ψηλή, ωραία, και η οποία χωρίς να περπατά πέρασε από την Αγία Τράπεζα και ανεβαίνοντας χάθηκε στο βάθος ψηλά του Ιερού».
Έπασχε από αρκετές ασθένειες• μεταξύ αυτών έπασχε και από τα έντερά της. Κάθε φορά που οι πόνοι εγίνοντο ανυπόφοροι, καλούσε με την προσευχή της τον άγιο Νεκτάριο να την σταυρώση να γίνη καλά και έπαυαν οι πόνοι.
Έλεγε σε όλους «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε!». Και έτσι την ωνόμαζαν «το εκατομμύριο!». Μιλούσε σαν πνευματικός πατέρας και σε όσους είχαν προβλήματα, τους έδινε συμβουλές και τους παρηγορούσε με την αγάπη της. Όλοι την γνώριζαν ο Δήμαρχος, οι Βουλευτές, ο Έπαρχος, ο Μητροπολίτης, και άλλοι. Πάντα την χαιρετούσαν και αυτή τους έλεγε «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε».
Όταν πήγαινε στο Νοσοκομείο ποτέ δεν έκλεινε ραντεβού με τους γιατρούς. Και 50 άνθρωποι να περίμεναν, ο γιατρός έλεγε να περάση η κ. Ελένη. Την γνώριζαν όλοι από τις καλωσύνες της. Ακόμη, όποιος δεν είχε δουλειά του εύρισκε!
Διηγείται ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος:
«Πήγα να την δώ ένα μήνα πριν από την κοίμησή της. Μου είπε:
—Γυιέ μου, ήρθε η Παναγία και με έπιασε από το χέρι και μου είπε «’Αντε Ελλού, είναι η ώρα μας». Της λέω:
—Γιαγιά, γιατί βιάζεσαι να φύγης;
—Μα βιάζεται η Παναγία μας. Βιάζεται η Κυρία Θεοτόκος μας. Της έδωσα ευλογία μία εικόνα της Παναγίας και την προσκυνούσε με πολλή ευλάβεια και έλεγε «Παναγία μου, σε παρακαλώ, μή με εγκαταλείψης και να με έχης κοντά σου όταν θα έρθω στην άλλη ζωή του Χριστού σου». Της είπα:
—Μή βιάζεσαι, πρέπει να εκδοθή το διαβατήριο και να μπή σφραγίδα για να φυγής από αυτή τη ζωή.
—Όχι, γυιέ μου. Τούτη την φορά εκδόθηκε. Για να έρθη η Παναγία, σημαίνει ότι ήρθε η ώρα μου.
Και όντως έφυγε, αλλά με κανονικό διαβατήριο την πίστη της, τη νηστεία της και την αγάπη στην θεία Λειτουργία.
»Την επίσκεψή μου αυτή, ένα μήνα πριν από τον θάνατό της, την έκανα διότι με κάλεσε η ίδια. Ήταν πολύ ταπεινή και ήθελε να με ρωτήση αν το όραμα της Παναγίας που είδε ήταν εκ Θεού ή του Κοντονούρη, για να την ξεγελάση;
—Τί αισθάνθηκες γιαγιά; την ρώτησα.
—Χαρά, γυιέ μου, πολλή χαρά!
—Έ, φαίνεται ότι ετοιμάζεται το διαβατήριο, αλλά εσύ μή βιάζεσαι, έχουμε πολλά να κάνουμε για να μετανοήσουμε…».
Είχε εισαχθή στο Νοσοκομείο Λάρνακος και το Σάββατο το μεσημέρι ζήτησε να κοινωνήση. Η νύφη της Στέφη κάλεσε αμέσως τον εφημέριο του Νοσοκομείου π. Παναγιώτη και την κοινώνησε. Η νύφη της ζήτησε την ευχή της. Με μεγάλη δυσκολία είπε, «τες ευτζές μου, κόρη μου». Ήταν τα τελευταία λόγια της.
Πάντα έλεγε: «Θεέ μου, να πέθαινα Σαββάτο να ανέβη η ψυχή μου Κυριακή κοντά σου», και ο καλός Θεός μας την ακούσε. Το Σάββατο, 5 Απριλίου 2003, η ώρα 7.00 το βράδυ αναχώρησε για τον ουρανό.
Το βράδυ που είχε κοιμηθή, η νύφη της μπήκε στο υπνοδωμάτιό της και ένιωσε άρρητη ευωδία.
Η Μελανή Καλαβασιώτη από την Αραδίππου, τακτική επισκέπτριά της, δεν ήταν παρούσα στις τελευταίες ώρες της. Μόλις ξεψύχησε, έφτασε και δεν την αναγνώρισε. Το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο νέας χαριτωμένης γυναίκας.
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στην ενορία της, στον Μητροπολιτικό ναό Σωτήρος Λάρνακος, στις 6 Απριλίου, με προεστώτα τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ.κ. Χρυσόστομο, με την παρουσία πολλών ιερέων και πλήθους πιστών.
Δεν υπήρχε πένθος και λύπη, αλλά χαρά διάχυτη σε όλους που θύμιζε η όλη τελετή περισσότερο Ανάσταση και Πάσχα.
Αιωνία της η μνήμη Αμήν.
Πηγές
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012