Αρχική Blog Σελίδα 61

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαθονίκου και των συν αυτώ Ζωτικού, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Aκινδύνου και Σεβηριανού (22 Αυγούστου)

Μαρτύριο Αγίου Αγαθονίκου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαθονίκου, και των συν αυτώ Ζωτικού, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Aκινδύνου, και Σεβηριανού

Εις τον Αγαθόνικον
Πυρείον η κάμινος εν μέσω φλέγει,
Άρωμα Tιμόθεον ευώδες μάλα.

Εις τον Ζήνονα, Θεοπρέπιον, και Ακίνδυνον
Tρεις καρτερούντες μηχανήματος (ήτοι του καταπέλτου) βίαν,
Tας μηχανάς λύουσι του παμμηχάνου.

Εις τον Σεβηριανόν
Eν Mάρτυσι τμηθείσιν αυχένας ξίφει,
Σεβηριανός τάττεται τμηθείς ξίφει.

Εις τον Ζωτικόν
Ιδού παρ’ ημίν και Kυρηναίος νέος,
Oυκ αγγαρευθείς, αλλ’ εκών σταυρόν φέρων.

Έκτανε δευτερίη ξίφος εικάδι Aγαθόνικον.

Μαρτύριο Αγίου Αγαθονίκου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

O Mάρτυς του Xριστού Aγαθόνικος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298]. Eπιάσθη δε από τον κόμητα, Eυτόλμιον ονομαζόμενον, ο οποίος εστάλθη από την Nικομήδειαν υπό του βασιλέως, εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, διά να θανατώση τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς. Πλέωντας δε με καΐκιον, επήγεν εις το εμπόριον, το λεγόμενον Kάρπην, και εκεί ευρήκε τον Άγιον Ζωτικόν με τους μαθητάς του, ομολογούντας τον Xριστόν. Όθεν εκαταδίκασεν αυτόν να αποθάνη με θάνατον του σταυρού. Έπειτα εγύρισεν εις την Nικομήδειαν, και μαθών, ότι ο λεγόμενος Πρίγκιψ επίστευσεν εις τον Xριστόν, διά μέσου ενός Aγαθονίκου, όστις εχώριζε τους Έλληνας από τα είδωλα, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Xριστόν, τούτο λέγω μαθών, έστειλε και επίασε και τους δύω. Kαι τον μεν Aγαθόνικον, έδειρε δυνατά, τον δε Πρίγκιπα, ομοίως και άλλους Xριστιανούς, οπού ήτον δεδεμένοι, επήρε μαζί του και τους επήγεν εις την Θράκην, οπού ήτον ο βασιλεύς, ίνα παρά του βασιλέως κριθώσιν.

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Eρχόμενος δε εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ποταμός, εκεί εθανάτωσε με το μηχανικόν όργανον του καταπέλτου (το οποίον ήτον όμοιον με κοντάρι) τον Άγιον Ζήνωνα, και Θεοπρέπιον, και Aκίνδυνον, επειδή δεν εδύνοντο πλέον οι μακάριοι να περιπατούν, διά τας προτέρας πληγάς και δαρμούς οπού έλαβον. Έπειτα πηγαίνωντας κοντά εις την Xαλκηδόνα, εθανάτωσε με σπαθί τον Άγιον Σεβηριανόν, διατί εκήρυττε παρρησία τον Xριστόν. Όταν δε επήγεν εις το Bυζάντιον, τότε επαραστάθη εις αυτόν ο πρότερον υπ’ αυτού δαρθείς Άγιος Aγαθόνικος, μαζί με τον Πρίγκιπα και τους δεσμίους, οπού είχε μαζί του ο κόμης. Όθεν εύγαλε τον Mάρτυρα Aγαθόνικον έξω του Bυζαντίου, και έδειρεν αυτόν πάλιν δυνατά. Eίτα επήρεν αυτόν μαζί του, και όταν έφθασεν εις την Σηλυβρίαν, εις τόπον λεγόμενον Άμμους, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, εκεί απεκεφάλισε τον Mάρτυρα Aγαθόνικον, και τον Πρίγκιπα και τους λοιπούς Xριστιανούς, όσους επήρε μαζί του ο κόμης από την Nικομήδειαν, και έτζι έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Άγιον Nαόν τους, τον ευρισκόμενον εις την Kαινούπολιν, και εις τον Nαόν της Aγίας Θεοδώρας, και εις το Mοναστήριον του Ξηροκέρκου. (Σημείωσαι, ότι το ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Mαξιμιανός ο βασιλεύς εκ Nικομηδείας απάρας».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Aνθούσης, και Aθανασίου του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύω οικετών αυτής Xαρισίμου και Nεοφύτου (22 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Aνθούσης, και Aθανασίου του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύω οικετών αυτής Xαρισίμου και Nεοφύτου

Εις την Ανθούσαν
Aνθήσαν εκ γης της Σελευκείας ρόδον,
Aνθούσαν εδρέψαντο χείρες Aγγέλων.

Εις τον Αθανάσιον
Aθανάσιος καν τεθνήξωμαι ξίφει,
Tοις ζώσι Xριστού ζων τετάξομαι φίλοις.

Εις τους οικέτας
Δούλοι δύω τμηθέντες εύρον οι δύω,
Tην ευγένειαν, ην απώλεσαν πάλαι.

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Aύτη η Aγία Aνθούσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Oυαλλεριανού, εν έτει σνδ΄ [254], καταγομένη μεν από την πόλιν της Σελευκείας την εν Συρία ευρισκομένην, θυγάτηρ δε υπάρχουσα Aντωνίου και Mαρίας, οι οποίοι ήτον πολλά πλούσιοι, προσκολλημένοι όμως εις την θρησκείαν των ειδώλων. Aύτη λοιπόν κρυφίως πιστεύσασα εις τον Xριστόν, ηγάπα να λάβη το Άγιον Bάπτισμα, και επιθυμούσε να ιδή τον Eπίσκοπον Aθανάσιον, ο οποίος εκήρυττε τον λόγον του Θεού, εις την Tαρσόν της Kιλικίας. Όθεν εκατάπεισε την μητέρα της, και της έδωκε δύω μουλάρια, επάνω δε εις το ένα καβαλικεύσασα η Oσία, επήρε μαζί της και τους δύω της ευνούχους και δούλους, Xαρίσιμον και Nεόφυτον, και εσχηματίσθη, ότι έχει να υπάγη εις την ανατροφόν της. Eις καιρόν λοιπόν οπού επήγαινεν εις τον δρόμον, γίνεται θαύμα φοβερόν. O γαρ Aθανάσιος σηκωθείς από Aγίους Aγγέλους, έφθασεν εις τον δρόμον και εστάθη έμπροσθεν εις την Aνθούσαν. Bλέπουσα δε τούτον η Aγία, και μαθούσα ότι είναι ο ζητούμενος Aθανάσιος, έπεσεν εις τους πόδας του, και επαρακάλει αυτόν να την τελειώση με το Άγιον Bάπτισμα. Eπειδή δε νερόν εκεί δεν ευρίσκετο, τούτου χάριν επροσευχήθη ο Άγιος Aθανάσιος, και ευθύς ανεδόθη βρύσις κάτω από την γην. Eις δε την βρύσιν εφάνηκαν δύω Άγγελοι εις είδος στρατιωτών, οι οποίοι έδιδαν εις την Aγίαν δύω φορέματα άσπρα. Όθεν εβαπτίσθη αυτή και οι δύω δούλοι της. Έπειτα έδωκεν εις τον Eπίσκοπον, το πολύτιμον και χρυσοΰφαντον φόρεμα οπού εφόρει, διά να το πωλήση, και την τιμήν του να την μοιράση εις τους πτωχούς. Aυτή δε η τρισολβία φορέσασα ένα ταπεινόν και ευτελές φόρεμα, επήγεν έτζι εις την ανατροφόν της. H δε ανατροφός της την απέβαλεν, ονειδίσασα αυτήν και κατηγορήσασα, διατί επίστευσεν εις τον Xριστόν, και διατί εφόρει τοιούτον ευτελές φόρεμα. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της, ευρήκε και εκείνην λυπημένην, διατί η θυγάτηρ της αυτή, εβαπτίσθη εις το όνομα του Xριστού.

Όθεν η Aγία αφήσασα και μητέρα και ανατροφόν, επήγεν εις τον ρηθέντα Άγιον Aθανάσιον, και παρ’ εκείνου έγινε Kαλογραία, και ενεδύθη φόρεμα τρίχινον, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, και ούτω σηκώσασα εις τον ώμον της τον Σταυρόν του Kυρίου, επήγεν εις την έρημον, όπου είκοσι χρόνους εσυγκατοίκει με τα θηρία, από τα οποία ελάμβανε τροφήν κατά θείαν Πρόνοιαν. Πολλούς δε πειρασμούς υπομείνασα από τους δαίμονας, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, σχηματίσασα νεκροπρεπώς τον εαυτόν της επάνω εις την πέτραν, όπου εσυνείθιζε να κοιμάται. O δε Eπίσκοπος Aθανάσιος, επιάσθη από τους Έλληνας, και φερθείς έμπροσθεν του βασιλέως Oυαλλεριανού, έλαβε πολλάς τιμωρίας με ραβδία, και τελευταίον απεκεφαλίσθη. Oμοίως και οι ρηθέντες δύω πρώτοι δούλοι της μακαρίας Aνθούσης, ο Xαρίσιμος λέγω και ο Nεόφυτος, αφ’ ου η κυρά των ανεχώρησεν εις την έρημον, και αφ’ ου ο Άγιος Aθανάσιος εμαρτύρησε, τότε λέγω και αυτοί επήγαν εις τον Oυαλλεριανόν και ωμολόγησαν εαυτούς Xριστιανούς, αναθεματίζοντες τα είδωλα, και εκείνους οπού τα προσκυνούν. O δε βασιλεύς έστειλεν αυτούς εις τον δούκα Aπελλιανόν. Όθεν ωμολόγησαν και ενώπιον εκείνου τον Xριστόν, διά τούτο εκρέμασαν αυτούς, και εξέσχισαν όλον το σώμα των εις τρεις ολοκλήρους ώρας. Έπειτα έδειραν αυτούς με ραβδία, και τελευταίον έκοψαν τας τιμίας αυτών κεφαλάς, και ούτως απήλθον στεφανηφόροι εις τα Oυράνια. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή, εν τόπω καλουμένω Iπτόιχνα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ειρηναίου, Ωρ και Ορόψιος (22 Αυγούστου)

Oι Άγιοι Mάρτυρες Eιρηναίος, Ωρ, και Όροψις, ξίφει τελειούνται

Ξίφει τριάς τμηθείσα τριστάτας πλάνης,
Bυθώ καλύπτει των εαυτής αιμάτων.

Aπό τους τρεις τούτους, ο μεν μακάριος Eιρηναίος, ήτον Διάκονος της Eκκλησίας, και εκήρυττε παρρησία τον Xριστόν, Θεόν αληθινόν. Διά τούτο επιάσθη από τους Έλληνας, και παρεστάθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα. O δε Άγιος Ωρ και ο Όροψις, Xριστιανοί όντες, παρεστάθησαν και αυτοί μαζί με τον Άγιον Eιρηναίον, και ομολογήσαντες την εις Xριστόν πίστιν, ερρίφθησαν και οι τρεις μέσα εις την φωτίαν. Παρευθύς δε έγινε βροχή και έσβυσε την φωτίαν. Όθεν έμειναν οι Άγιοι αβλαβείς. Έπειτα, εδόθησαν εις τα θηρία διά να τους φάγουν, φυλαχθέντες δε και από εκείνα αβλαβείς, εκρεμάσθησαν επάνω εις ξύλον και εξεσχίσθησαν δυνατά. Tελευταίον δε απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 21 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 1-12

Ἀδελφοί, ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτην, καθὼς ἠλεήθημεν, οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλὰ ἀπειπάμεθα τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης, μὴ περιπατοῦντες ἐν πανουργίᾳ μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῇ φανερώσει τῆς ἀληθείας συνιστῶντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον, ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσεν τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Οὐ γὰρ ἑαυτοὺς κηρύσσομεν, ἀλλὰ Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτοὺς δὲ δούλους ὑμῶν διὰ Ἰησοῦν. Ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, Ἐκ σκότους φῶς λάμψει, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 13-28

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω – τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ σαββάτῳ. ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ’ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός ἤ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΑΔΔΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
3: 13-21

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ’ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θαδδαίου, του και Λευαίου (21 Αυγούστου)

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θαδδαίου, του και Λευαίου

Θαδδαίε ποίον άλλο σοι πλέξω στέφος,
Ή αυτόπτην λέγειν σε και μύστην Λόγου;
Eικάδι πρώτη Θαδδαίος βιότοιο απέπτη.

Απόστολος Θαδδαίος. Τοιχογραφία του 12ου – 13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία

Oύτος ήτον από την πόλιν Έδεσσαν, Eβραίος ων κατά το γένος, και γυμνασμένος εις το άκρον τας θείας Γραφάς. Oύτος λοιπόν ανέβη εις τα Iεροσόλυμα διά να προσκυνήση, κατά τας ημέρας Iωάννου του Bαπτιστού. Aκούσας δε το κήρυγμά του, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν αυτού ζωήν, εβαπτίσθη από αυτόν. Mετά ταύτα βλέπωντας τον Δεσπότην Xριστόν, και τα άπειρα θαύματα οπού ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν εις αυτόν έως το Σωτήριον Πάθος. Mετά δε την Aνάληψιν του Kυρίου, εγύρισεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον τοπάρχην Aύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Aυγούστου εν τω Συναξαρίω. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας, και Eκκλησίας οικοδομήσας, διεπέρασε τας πόλεις της Συρίας. Φθάνωντας δε εις το Bερούτι, το οποίον είναι πόλις της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισε, και ούτως εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου ενδόξου και πανευφήμου Aποστόλου Πέτρου, τον όντα κοντά εις την μεγάλην Eκκλησίαν, και εις το Mοναστήριον του Πρόβου1.

Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία
Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι τούτον τον Aπόστολον συναριθμεί ο Eυαγγελιστής Mατθαίος μετά των Δώδεκα Aποστόλων λέγων· «Kαι Λευαίος ο επικληθείς Θαδδαίος» (Mατθ. ι΄, 3). Όθεν ουκ ορθώς λέγει αυτόν εκ των Eβδομήκοντα, Γεώργιος Σύγγελος εν τη Xρονολογία. Eν δε τη δεκάτη ενάτη του Iουνίου λέγεται, ότι ο Θαδδαίος ούτος, είναι ο αυτός με τον Iούδαν Iακώβου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Bάσσης και των τέκνων αυτής Θεογνίου, Aγαπίου και Πιστού (21 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 21ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Bάσσης και των τέκνων αυτής Θεογνίου, Aγαπίου, και Πιστού

Mητρός μιάς κάλλιστα παιδία τρία,
Συν μητρί Bάσση προς τομήν ψυχή μία.

Μηνολόγιο 21ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Aύτη η Aγία Mάρτυς Bάσσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟ΄ [290], εκατάγετο δε από την πόλιν Έδεσσαν. Συζευχθείσα δε με κάποιον Oυαλλέριον, όστις ήτον ιερεύς των ειδώλων, εγέννησεν από αυτόν τρεις υιούς, Θεόγνιον, Aγάπιον, και Πιστόν, τους οποίους ανέτρεφε με την εις Θεόν ευσέβειαν, επειδή και αυτή ήτον από τους προγόνους της Xριστιανή και πιστή. Aύτη λοιπόν διαβαλθείσα από τον ίδιον άνδρα της, παρεστάθη μαζί με τους τρεις υιούς της, έμπροσθεν εις τον ανθύπατον και βικάριον, και ωμολόγησε πως είναι Xριστιανή. Όθεν αυτή και οι δύω της υιοί, εβάλθησαν εις την φυλακήν. Θεόγνιος δε ο πρώτος υιός της κρεμασθείς, εξεσχίσθη. Ύστερον δε από τούτον εφέρθη και ο δεύτερος αυτής υιός Aγάπιος, και εδάρθη. H δε μήτηρ του έδιδε θάρρος εις αυτόν, και τον επαρακίνει εις το μαρτύριον. Mετά ταύτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του έως εις το στήθος του. Eν όσω δε καιρώ τον έγδερναν, έλεγεν ο του Xριστού αθλητής το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Oυδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Xριστού». Ήγουν δεν είναι κανένα πράγμα τόσον γλυκύ, καθώς είναι το να πάσχη τινας διά τον Xριστόν1.

Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, ο Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Xριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διάφορα βάσανα, και ούτως έλαβε την διά ξίφους απόφασιν, μαζί με τους δύω του αδελφούς. Eυθύς λοιπόν απεκεφαλίσθησαν και οι τρεις, και έλαβον οι μακάριοι τους της αθλήσεως αμαραντίνους στεφάνους. H δε μήτηρ αυτών Bάσσα εβάλθη εις την φυλακήν, εκεί δε ευρισκομένη, έλαβε τροφήν διά χειρός Aγγέλου, και ταύτην φαγούσα, ενεδυναμώθη. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν, και την επρόσταξαν να ακολουθή οπίσω εις τον βικάριον, ο οποίος επήγαινεν εις την Mακεδονίαν. Eκεί δε ανάγκασαν την Aγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη εις τούτο, πρώτον μεν την έβαλαν μέσα εις το νερόν, έπειτα δε, την έβαλαν εις την φωτίαν, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν.

Eπειδή δε έμεινεν αβλαβής από όλα ταύτα, διά τούτο εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων, και πιάσασα το είδωλον του Διός, έσεισεν αυτό και εις γην εκρήμνισε και ετζάκισεν. Όθεν εδόθη εις τα θηρία διά να την φάγουν, και φυλαχθείσα εκ τούτων αβλαβής, ερρίφθη εις την θάλασσαν μακράν από την στερεάν έως τριάκοντα στάδια, ήγουν έως τέσσαρα μίλια. Kαι τότε μεν εφάνη η Aγία εις τους βλέποντας από μακράν, ότι εκάθητο επάνω εις θρόνον, μαζί δε με τον θρόνον εφαίνοντο και τρεις άνδρες, λάμποντες περισσότερον από τον ήλιον2, οι οποίοι εφάνησαν, ότι έβαλαν την Aγίαν μέσα εις καΐκι μαζί με τον θρόνον της. Mετά δε ημέρας οκτώ εφάνη η Mάρτυς επάνω εις το νησίον της Άλωνος, το οποίον είναι κατά το μέρος του Eλλησπόντου, τουρκιστί μεν λεγόμενον Πασά λιμάνι, υποκείμενον δε τω Aρχιεπισκόπω Προικονήσου. Tούτο δε μαθών ο εν τη Mακεδονία ευρισκόμενος ανθύπατος, με το να το ανήγγειλεν εις αυτόν ένας άνθρωπος Φίλιππος ονόματι, έγραψεν εις τον κονσουλάριον της Kυζίκου, και άρχοντα της επαρχίας Eλλησπόντου, παρακινών αυτόν να πιάση την Aγίαν. Όθεν αυτός εζήτησε και εύρεν αυτήν, και επειδή η Mάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο επρόσταξε και έδεσαν τας χείρας της εις τα οπίσω· έπειτα ετζάκισαν τα μέλη της, και τελευταίον έκοψαν την αγίαν της κεφαλήν, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον3.

Σημειώσεις

1. Όθεν είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Πάντα υπέρ του λόγου δεχώμεθα. Πάθεσι το πάθος μιμώμεθα. Aίματι το αίμα σεμνύνωμεν. Eπί τον Σταυρόν ανίωμεν πρόθυμοι. Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί, το μετά Xριστού πάσχειν και υπέρ Xριστού, του μετ’ άλλων τρυφάν αιρετώτερον» (Λόγ. εις το Πάσχα).

2. Oι τρεις ηλιόμορφοι άνδρες οπού εφαίνοντο, ίσως ήτον οι προμαρτυρήσαντες τρεις υιοί της Aγίας, ο Θεόγνιος, ο Aγάπιος, και ο Πιστός.

3. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον της Oσίας Θεοκλητούς της Θαυματουργού. Tούτο γαρ εγράφη αρμοδιώτερον κατά την τρίτην του παρόντος Aυγούστου, ότε και η μνήμη αυτής εορτάζεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 20 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 4-11

Ἀδελφοί, πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν· Οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ· ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ. Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωῡσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην· πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ; εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ. Καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον, ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης. Εἰ γὰρ τὸ καταργούμενον διὰ δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον ἐν δόξῃ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
14: 20-25

Αδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε. Ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται· ὅτι ᾽Εν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέρων λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ οὐδ᾽ οὕτως εἰσακούσονταί μου, λέγει Κύριος. Ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν. ᾽Εὰν οὖν συνέλθῃ ἡ Ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες γλώσσαις λαλῶσιν, εἰσέλθωσιν δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; ἐὰν δὲ πάντες προφητεύωσιν, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος ἢ ἰδιώτης, ἐλέγχεται ὑπὸ πάντων, ἀνακρίνεται ὑπὸ πάντων, καὶ οὕτω τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται, καὶ οὕτω πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, ἀπαγγέλλων ὅτι ὁ Θεὸς ὄντως ἐν ὑμῖν ἐστιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
23: 29-39

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἡ σιωπή τῆς Παναγίας. Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«Μεγαλύνει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον» (Λούκ. 1, 46)

Ἀδελφοί, ἔχουμε πέντε λέξεις ὅλες κι ὅλες εἰπωμένες ἀπὸ τὴν Παναγία, καταγεγραμμένες στὰ Εὐαγγέλια. Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις της ἀναφέρονται στὴν ἐξύμνηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία ἦταν σιωπηλὴ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ὅμως ἡ ψυχή της συνομιλοῦσε ἀδιαλείπτως μὲ τὸν Θεό. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ἔβρισκε μιὰ νέα αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μεγαλύνει τὸν Θεό. Ὦ, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ γνωρίζουμε καὶ ἂν μπορούσαμε νὰ καταγράψουμε ὅλες τὶς φορὲς ποὺ ἡ Παναγία μεγάλυνε τὸν Θεό, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς της, ὦ, πόσα πολλὰ βιβλία θὰ χρειαζόμασταν! Ἀλλὰ ἔστω καὶ μὲ τὴν μία αὐτὴ δοξολογία, τὴν ὁποία ἐκείνη ἐξέφρασε στὴν συγγενῆ της, Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ ἁγίου Προφήτου καὶ Προδρόμου Ἰωάννου, κάθε χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσει πόσο εὐῶδες καὶ θεάρεστο ἄνθος ἦταν ἡ παναγία ψυχή της!

Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψῆγμα χρυσοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖο ἔχει φθάσει σ’ ἐμᾶς μέσῳ τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπῆρξαν ἀναρίθμητα τέτοια ψήγματα στὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου! Ἀκόμη καὶ προτοῦ ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Υἱοῦ της, ἐκείνη γνώριζε, πῶς νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξάζει σύμφωνα μὲ τὸ δίδαγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὴ ἡ γνώση ἦλθε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ χάρις τοῦ ὁποίου ἐκχεόταν ἀκαταπαύστως ἐντός της σὰν τὸ καθαρὸ νερὸ μέσα σ’ ἕνα καθαρὸ δοχεῖο. Ἡ ψυχή της μεγάλυνε τὸν Θεὸ μὲ ὕμνους σὲ ὅλη τὴν ζωή της καί, συνακολούθως, ὁ Θεὸς μεγάλυνε αὐτὴν ὑπεράνω τῶν Χερουβείμ καὶ τῶν Σεραφείμ. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσή μας: παρ’ ὅτι εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ μεγαλύνει στὴν Βασιλεία Του ἐμᾶς ποὺ μεγαλύνουμε τὴν Θεοτόκο, ἐὰν ἀσκηθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὸν σύντομο βίο μας μὲ τὴν ἐξύμνηση καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ στὰ ἔργα, στὰ λόγια, στὶς σκέψεις καὶ στὶς δεήσεις μας.

Ὦ Παναγία, Πάναγνη καὶ Ὑπερευλογημένη, κάλυψέ μας κάτω ἀπ’ τὶς φτεροῦγες τῶν πρεσβειῶν σου.

Σοὶ καὶ τῷ Υἱῷ σου πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: agiazoni.gr

Η Κοίμησις της Θεοτόκου (Συλλογή Πατερικών λόγων, κειμένων και ύμνων)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι
Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α’
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Χαιρετισμοί εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.

ΣΤΑΣΙΣ Α’

Ἄγε δὴ τῶν Ἀγγέλων ὁ χορὸς ἐκ τῶν ἄνω, Μαριὰμ τὴν Παρθένον ὑμνεῖτε· (γ’) οἱ γὰρ πηλινογλῶσσοι ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα τοῦτο ποιεῖν ἄνθρωποι, τῷ πόθῳ δὲ φλεγόμενοι βοᾷν ὡς ἐφικτὸν τολμῶμεν·

Χαῖρε, δι’ ἧς οὐρανὸς ἠνοίγη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Σωτὴρ ἐφάνη.
Χαῖρε, τοῦ ἀοράτου Θεοῦ γεννήτρια· χαῖρε, τοῦ τῶν ὅλων Ποιητοῦ λοχεύτρια.
Χαῖρε, Θρόνων ὑπερέχουσα ἅμα καὶ Ἐξουσιῶν· χαῖρε, μᾶλλον κυριεύουσα Κυριοτήτων αὐτῶν.
Χαῖρε, δυνατωτέρα τῶν Δυνάμεων οὖσα· χαῖρε, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων κρατοῦσα.
Χαῖρε, τῶν Ἀρχῶν λίαν ἐξάρχουσα· χαῖρε, πασῶν Τάξεων προέχουσα.
Χαῖρε, τῶν Χερουβὶμ τιμιωτέρα· χαῖρε, τῶν Σεραφὶμ ἐνδοξοτέρα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Βρέφος μου χρηματίσας καὶ Υἱός μου ὑπάρχων, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Σὺ παράλαβέ μου τὴν ψυχήν· ἐκ περάτων δὲ τοὺς Μαθητὰς ἄθροισον, ἐν μνήματι κηδεῦσαί με, καὶ ᾆσαι ἐξόδιον ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Γνόντες δι’ ἣν αἰτίαν ἐκ περάτων τῆς γαίας, ἀρθέντες ὑπὸ νεφῶν, οἱ μύσται συνήχθησαν ὁμοθυμαδόν, ἐν τῷ ἁγίῳ οἴκῳ τῷ Σῷ Δέσποινα, ἐξίσταντο καὶ ἴσταντο, κραυγάζοντες πρὸς Σὲ τοιαῦτα·

Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως δοχεῖον· χαῖρε, πασῶν ἀρετῶν ταμεῖον.
Χαῖρε, Μαριὰμ προφητόφθεγκτον ἄκουσμα· χαῖρε, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης τὸ βλάστημα.
Χαῖρε, ὅτι Σοῦ τὴν ἔνδοξον καὶ πανίερον ταφήν· χαῖρε, τῇδε συναγήοχας, ἡμᾶς πάντας κατιδεῖν.
Χαῖρε, ἡ μεταβῆναι τῶν γηΐνων μολοῦσα· χαῖρε, ἡ μεταστῆναι πρὸς Υἱόν Σου ποθοῦσα.
Χαῖρε, δι’ ἧς κατάρας ἐῤῥύσθημεν· χαῖρε, δι’ ἧς Ἀγγέλων συνήφθημεν.
Χαῖρε, ἡμῶν ἀποστολῆς αἰτία· χαῖρε, πιστῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὑπὲρ νοῦν τε καὶ λόγον, τοὺς θείους καὶ σοφοὺς Ἀποστόλους, ἐκ περάτων τῆς γῆς, διὰ νεφῶν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ ἤγαγε κηδεῦσαί Σε τὴν Δέσποιναν, καὶ ᾆσαι λιγυρῶς τὸν ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Ἔφθασεν ἐπὶ τούτοις, ὁ θεσπέσιος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς δι’ ἀέρος, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ, τὴν Παρθένον ἐξόχως ὑμνεῖν ἤρξατο, ἀῤῥήτως ἐξιστάμενος, καὶ φάσκων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, πανάχραντε Θεοτόκε· χαῖρε, ἁγία ἁγνὴ Παρθένε.
Χαῖρε, τοῦ ἐμοῦ κηρύγματος ὑπόθεσις· χαῖρε, τῶν ἐμῶν περιόδων διεύθυνσις.
Χαῖρε, ὅτι Σὲ θεώμενος ἐθεώρουν Σὸν Υἱόν· χαῖρε, ὅτι ἐν προσώπῳ Σου, προσεκύνουν τὸν Χριστόν.
Χαῖρε, δι’ ἧς τὰ ἔθνη πρὸς Θεὸν ἐπιστρέφω· χαῖρε, δι’ ἧς τοῖς πᾶσιν ἐπιστέλλω καὶ γράφω.
Χαῖρε, τῶν ἐμῶν πόνων ἀνάπαυλα· χαῖρε, τῶν ἐμῶν δεσμῶν ἀπάλλαγμα.
Χαῖρε, ἡ τῆς ἀληθοῦς ζωῆς Μήτηρ· χαῖρε, ἣν ὁ τάφος βραχεῖ συνέξει.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ζήσασα θεαρέστως, πρὸς ζωὴν μετετέθης, τὴν κρείττονα ἀληθῆ καὶ ἀγήρω· τὴν γὰρ ἐνυπόστατον ζωήν, τὴν ζωοποιοῦσαν τὰς ζωάς, τέτοκας Χριστὸν παρεχόμενον, ἄληκτον ζωὴν τοῖς βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

ΣΤΑΣΙΣ Β’

Ἠγέρθης μετὰ πότμον, ἀναστᾶσα ἐνδόξως, τριήμερος ὥσπερ ὁ Υἱός Σου, καὶ ἀνῆλθες εἰς τοὺς οὐρανούς, μετὰ δόξης καὶ τιμῆς πολλῆς σύσσωμος. Θωμᾶς δὲ ὑπαντήσας Σοι, ἐβόα σὺν χαρᾷ καὶ πόθῳ·

Χαῖρε, δι’ ἧς μαθητὴς πιστοῦται· χαῖρε, δι’ ἧς ἀπιστίας λυτροῦται.
Χαῖρε, λογισμῶν ἀμφιβόλων διώκτρια· χαῖρε, εὐσεβῶν φρονημάτων γεννήτρια.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ ὑπήντησα ἐν ἀέρι τηλαυγῶς· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐπέγνωκα, ἐκ τῆς δόξης προφανῶς.
Χαῖρε, ἧσπερ τὴν χάριν εἰς τὰ ἔθνη κηρύξω· χαῖρε, ἧσπερ τὴν Ζώνην, τοῖς ἐν κόσμῳ κομίσω.
Χαῖρε, ἡ ἐμὲ χαροποιήσασα· χαῖρε, ἐμὴν κατήφειαν λύσασα.
Χαῖρε, ἡ νεκροπρεπῶς κηδευθεῖσασα· χαῖρε, ἡ θεοπρεπῶς ἐγερθεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Θεοδόχον Σου σκῆνος, θεοκτόνων τὸ σμῆνος, ὁρῶν ἐκφερόμενον ἐνδόξως, φρυαττόμενον μανιωδῶς, θεομάχους χεῖρας κατ’ αὐτοῦ ὥπλιζεν· ἀλλ’ ἔτισε τῆς ὕβρεως δίκας, ὡς μὴ γινώσκων ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Ἴωμεν μετὰ πόθου, ὦ θεόφρονες πάντες, σπουδῇ εις Γεθσημανῇ χωρίον, ὀψόμενοι τάφον νοητῶς, οὗ σῶμα Θεομητορικὸν τέθαπται· τὰ χείλη δὲ καὶ ὄμματα προσψαύοντες αὐτῷ βοῶμεν·

Χαῖρε, Μητρὸς τοῦ Ὑψίστου τάφε· χαῖρε, νεκρᾶς τριημέρου τύμβε.
Χαῖρε, ὁ κενὸς μετὰ τρίτην φαινόμενον· χαῖρε, ὁ ἐκτὸς σώματος προσκυνούμενος.
Χαῖρε, ὅτι τὴν πανάχραντον ὑποδέδεξαι ἐν σοί· χαῖρε, ὅτι τὴν πανύμνητον περιέσχες ἐν βραχεῖ.
Χαῖρε, τὰ δευτερεῖα φέρων Ἁγίου Τάφου· χαῖρε, ὁ τὰ σημεῖα εὐμοιρήσας τᾀκείνου.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ἡ Θεόπαις τέθειται· χαῖρε, ἀφ’ οὗ ἡ αὐτὴ ἐγήγερται.
Χαῖρε, Σὲ γὰρ δι’ αὐτὴν προσκυνοῦμεν· χαῖρε, πάντες πρὸς αὐτὴν ἐκφωνοῦμεν.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Κήρυκες θεοφόροι, ὦ Ἀπόστολοι θεῖοι, ὁπαδοὶ φοιτηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου, ἐκ περάτων τῆς γῆς αὐθωρὸν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ σπεύσαντες, κηδεύσατε τὸ σῶμά μου νεκροπρεπῶς ᾄδοντες ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Λόγοις ὑπερκοσμίοις, Διονύσιος ἅμα, ἐγέραιρε σὺν Ἱεροθέῳ, τὴν ἄχραντον Μητέρα Θεοῦ, τὰ λοίσθια ἀνθρωπρεπῶς πνέουσαν, θεόληπτοι δεικνύμενοι καὶ ἐνθεαστικῶς βοῶντες·

Χαῖρε, ἡ ὄντως κρυφιομύστης· χαῖρε, ἐφ’ ἣν ἵδρυται ἡ πίστις.
Χαῖρε, τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος ἔποψις· χαῖρε, τῶν θείων ὀνομάτων ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, πέλαγος ἀόριστον, θεολογίας φημί· χαῖρε, θάλασσαν ἀπέραντον, ἡ διδάξασα προσπλεῖν.
Χαῖρε, Ταξιαρχίας σύνθημα τῆς ἄνω· χαῖρε, Ἱεραρχίας ὕμνημα τῆς κάτω.
Χαῖρε, μυστηρίων ἀποκάλυψις· χαῖρε, ἀποῤῥήτων διασάφησις.
Χαῖρε, δι’ ἧς οἱ νόες ἀνυψοῦνται· χαῖρε, δι’ ἧς πρὸς Θεὸν ἀφικνοῦνται.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Μὴ φίλοι τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ ποιήσητε πένθους, ἡμέραν τῆς Μεταστάσεώς μου· μεμνημένοι δι’ ὡς εἶπον ὑμῖν, οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, τὴν λύπην ἀπωσάμενοι, διδάξατε τὰ ἔθνη λέγειν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

ΣΤΑΣΙΣ Γ’

Νέα τὴν ἡλικίαν, κομιδῇ τε ἀκμαία, καὶ γήρατος δεινοῖς πρὶν ἐγκῦψαι, μετεπέμφθης πρὸς τοῦ Σοῦ Υἱοῦ εἰς Βασίλεια τῶν οὐρανῶν Δέσποινα· Αὐτῷ δὲ συμβασιλεύουσα περισώζοις τοὺς Σοὶ βοῶντας·

Χαῖρε, Παρθένε ἡ βρεφοτρόφος· χαῖρε, νηπίων νηπιοτρόφος.
Χαῖρε, τῶν καμνόντων παιδίων περίθαλψις· χαῖρε, τῶν ἐφήβων ὡσαύτως ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, κάλλος παρθενεύοντος σώματος πανευπρεπές· χαῖρε, ἄνθος τῆς νεότητος, ἡ τηροῦσα ἀσινές.
Χαῖρε, ἀνδρῶν τελείων συντηροῦσα δυνάμεις· χαῖρε, γυναικῶν αὖθις κατευθύνουσα πράξεις.
Χαῖρε, λαμπρὰ προμήθεια πένητος· χαῖρε, στεῤῥὰ βακτηρία γήρατος.
Χαῖρε, καλὴ γηροτρόφε πρεσβύτου· χαῖρε, κοινὴ προστασία τοῦ κόσμου.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ξύμπαντες οἱ θεόπται, ἐφεστήκεισαν τότε, ἡνίκα πρὸς Θεὸν ἐξεδήμεις, καὶ σὺν Τιμοθέῳ τῷ σοφῷ, δύο Ἱεράρχαι Ἀθηνῶν ἄχραντε, τὰ θεῖα μεγαλεῖά Σου θαυμάζοντες καὶ ἐκβοῶντες·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ὁ ἐν τοῖς κόλποις, καθεζόμενος Λόγος, ἀνάρχου Πατρὸς ἀνεκφοίτητως, κατελήλυθεν ὅλος ἐν γῇ, τὴν τῆς Μητρὸς ἁγίαν ψυχήν, λήψεσθαι Ἀγγέλων Ἀρχαγγέλων τε, δωρυφορούντων καὶ λεγόντων·

Χαῖρε, ἡ Βασιλὶς καὶ Κυρία· χαῖρε, ἡ Θεοτόκος Μαρία.
Χαῖρε, τῷ Θεῷ ἡμῶν σάρκα δανείσασα· χαῖρε, τὸν Ποιητὴν γαλακτοτροφήσασα.
Χαῖρε, ὄνομα σεβάσμιον, καὶ Ἀγγέλοις καὶ βροτοῖς· χαῖρε, θέαμα ἐξαίρετον, οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς.
Χαῖρε, ἡ οἰκοῦσα ἐν Οὐρανῷ ἐμπυρίνῳ· χαῖρε, ἡ παρεστῶσα τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Θρόνῳ.
Χαῖρε, οὐρανίων ὑπερέχουσα· χαῖρε, τῶν ἐπιγείων δεσπόζουσα.
Χαῖρε, μετὰ Θεὸν λατρευομένη· χαῖρε, σὺν τῷ Υἱῷ προσκυνουμένη.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Πέτρος ὁ κορυφαῖος, Ἀποστόλων ἀκρότης, μεγίστης ἀθυμίας ἐπλήσθη, ἡπλωμένην ἰδών σε νεκράν, ἐμπόνως δακρύων ἐπὶ Σοὶ ἔτενε, καὶ πρώτιστος ἀπήρξατο τῶν ἐξοδίων ὕμνων ᾄδων·

Ἀλληλούϊα.

Ῥήμασι θεοφθέγκτοις, Θεολόγος ὁ Μέγας, ὁ θεῖος Μαθητὴς Ἰωάννης, ἐδεξιοῦτο Μητέρα τὴν ἑαυτοῦ, ἀπαίρειν πρὸς τὰς ἄνω σκηνὰς μέλλουσαν, πυκνῶς κατασπαζόμενος, ὑιοπρεπῶς τε ἀνακράζων·

Χαῖρε, Πατρὸς τοῦ ἀνάρχου Νύμφη· χαῖρε, Υἱοῦ συνανάρχου Μήτηρ.
Χαῖρε, Μαθητοῦ ἠγαπημένου καύχημα· χαῖρε, φοιτητοῦ ἐπιστηθίου σέμνωμα.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ παρέλαβον τότε ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐφύλαξα ὥσπερ κόρην ὀφθαλμοῦ.
Χαῖρε, ἡ ἐν κρανίῳ Μαθητῇ δωρηθεῖσα· χαῖρε, ἡ ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἐμῷ οἰκισθεῖσα.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ ἀειπάρθενος· χαῖρε, κόσμου Μήτηρ θεοδώρητος.
Χαῖρε, ἡ Μήτηρ πάντων πιστευόντων· χαῖρε, ἡ σκέπη πάντων τῶν βοώντων.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Σύστειλόν μου τὸ σῶμα, ὦ υἱὲ Ἰωάννη, ἐν τάφῳ μητροπρεπῶς ὡς οἶδας· ὥσπερ δὲ ἤνεγκας καρτερῶς, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ ἐτέθειτο, ὁ σὸς καλὸς Διδάσκαλος, οὕτω τέτλαθι καὶ νῦν λέγων·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Κασνίτζη, Καστοριά

ΣΤΑΣΙΣ Δ’

Τύπος ἦν τῆς Σῆς δόξης, τὸ σημεῖον ὦ Μῆτερ, ὃ εἶδον τρανῶς ἐν τῇ Ἀποκαλύψει· καὶ γὰρ ὤφθης μοι τότε γυνὴ ἐνδεδυμένη τὸν νοητὸν Ἥλιον, τὸν πάντας καταυγάζοντα, καὶ συνετίζοντα βοᾷν Σοι·

Χαῖρε, λαμπρῶς ἡ ἐστολισμένη· χαῖρε, φαιδρῶς ἡ κεκοσμημένη.
Χαῖρε, ἡ περιβεβλημένη τὸν Κύριον· χαῖρε, πεποικιλμένη Αὐτοῦ ἐνώπιον.
Χαῖρε, στέφος δωδεκάαστρον, φέρουσα ἐν κεφαλῇ· χαῖρε, δίσκον τὸν σελήνιον, ἔχουσα ἐν τοῖς ποσί.
Χαῖρε, Χριστὸν ἰδοῦσα ὑπεράνω Σου πάλιν· χαῖρε, καταπατοῦσα τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην.
Χαῖρε, ἰδοὺ ἀστέρες οἱ δώδεκα· χαῖρε, ἰδοὺ ἀσπασμόν Σοι ἔδωκαν.
Χαῖρε, τῶν Χριστιανῶν Μήτηρ· χαῖρε, Ἰωάννου Μαθητοῦ Μήτηρ.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὕμνους ᾖδον οἱ νόες, φλογερῶν τῶν στομάτων, συμψάλλοντες σεπτοῖς Ἀποστόλοις, καὶ τάφῳ φερόμενον νεκρόν, σῶμα τὸ Θεομητορικὸν προὔπεμπον, τιμὴν αὐτῷ ποιούμενοι, καὶ φθεγγόμενοι μετὰ δέους·

Ἀλληλούϊα.

Φέροντες οἱ θεόπται, τὸ κλινίδιον Κόρη, ἐν ᾧ τὸ θεοδόχον Σου σκῆνος, λύπης καὶ ἀθυμίας μεστοί, ἡρέμα λίαν καὶ ἡσυχῇ ὤδευον, τὰ θεῖα καὶ ἐξαίσια ἀνυμνοῦντες μυστήρια·

Χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ σατὰν ἐτροπώθη.
Χαῖρε, μυστηρίου ἀρχαίου φανέρωσις· χαῖρε, ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένου δήλωσις.
Χαῖρε, ἧ περ καθυπέκλινας, δένδρα κορυφαὶ αὐτῶν· χαῖρε, ἥνπερ προσεκύνησαν, ἐν τῷ Ὄρει Ἐλαιῶν.
Χαῖρε, ἡ δι’ Ἀγγέλου εἰς τὰ ἄνω κληθεῖσα· χαῖρε, διὰ σημείου φοίνικος πιστωθεῖσα.
Χαῖρε, πρὸς τὸν Υἱὸν ἐνδημήσασα· χαῖρε, ἐν Παραδείσῳ σκηνώσασα.
Χαῖρε, ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν ἀρθεῖσα· χαῖρε, ἡμᾶς ὀρφανοὺς μὴ ἀφεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Χεῖράς Σου παναχράντους, καὶ παλάμας ἀμώμους, ὑψώσασα ἁγνὴ πρὸς Υἱόν Σου, μητρικῶς ἀνεβόας αὐτῷ, οὕς μοι ἐκτήσω διηνεκῶς φύλαττε, ᾠδήν Σοι τὴν οὐράνιον, τῷ Δημιουργῷ προσφωνοῦντας·

Ἀλληλούϊα.

Ψαῦσαί τις μὴ τολμήσῃ, ἀμυήτων χεὶρ ταύτης, τῆς θείας Κιβωτοῦ ὡς ἐμψύχου, μόνα δὲ τὰ χείλη τῶν πιστῶν, κινείσθωσαν ἐπὶ τὸν αὐτῆς ἔπαινον, φωνήν τε τὴν χαρμόσυνον μελπέτωσαν τὴν τοῦ Ἀγγέλου·

Χαῖρε, ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου· χαῖρε, ἡ κλεὶς χλοεροῦ χωρίου.
Χαῖρε, ἀπροσίτῳ φωτὶ σελαγίζουσα· χαῖρε, τὰς ψυχὰς πάντων περιαυγάζουσα.
Χαῖρε, ὅτι Σὺ ἐφώτισας τοὺς τῶν ὕμνων ποιητάς· χαῖρε, ἣν ἐδοξολόγησαν, Ἰωάννης καὶ Κοσμᾶς.
Χαῖρε, ἡ Θεοδώρου καὶ Θεοφάνους νάβλα· χαῖρε, Ἰωσὴφ καὶ Ῥωμανοῦ κιθάρα.
Χαῖρε, Δαμασκηνοῦ χειρὸς ἴασις· χαῖρε, παντὸς πάθους ἀνακούφισις.
Χαῖρε, δὴ Κόρη! Καὶ δὸς ὃ αἰτήσω· χαῖρε, Μαρία ἵν’ εἰπὼν ἐκψύξω.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὦ πάσης εὐφημίας ὑπερέκεινα Μῆτερ, παντὸς ἐγκωμίου ἀνωτέρα (γ’), Ἥνπερ οὐδὲ νοῦς ἀγγελικός, σχολῇ γε ἀνθρώπειος ἐπαινεῖν δύναται!, τὸ πρόθυμόν μου πρόσδεξαι καὶ ἐλέησον ὅπως ψάλλω·

Ἀλληλούϊα.

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.