Αρχική Blog Σελίδα 61

Μάριος Ἀντωνίου: Δοξαστικό Αποστίχων Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων

Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, 1105/6. Ιερά Μονή Παναγίας Φορβιώτισσας, Ασίνου

Δόξα…  Ἦχος πλ. β’
Ἐν ᾠδαῖς ᾀσμάτων εὐφημήσωμεν πιστοί, τοὺς ἀθλοφόρους τεσσαράκοντα Μάρτυρας, καὶ πρὸς αὐτοὺς μελῳδικῶς ἐκβοήσωμεν λέγοντες· Χαίρετε ἀθλοφόροι τοῦ Χριστοῦ, Ἡσύχιε, Μελίτων, Ἡράκλειε, Σμάραγδε καὶ Δόμνε, Εὐνοϊκὲ Οὐάλη καὶ Βιβιανέ, Κλαύδιε καὶ Πρίσκε, Χαίρετε Θεόδουλε Εὐτύχιε καὶ Ἰωάννη, Ξανθία Ἡλιανὲ Σισίνιε, Κυρίων Ἀγγία, Ἀέτιε καὶ Φλάβιε, Χαίρετε Ἀκάκιε, Ἐκδίκιε, Λυσίμαχε, Ἀλέξανδρε, Ἠλία καὶ Καύδιδε, Θεόφιλε Δομετιανέ καὶ Θεῖε Γάϊε Γοργόνιε, Χαίρετε Εὐτυχές καὶ Ἀθανάσιε, Κύριλλε καὶ Σαρκεδών, Νικόλαε καὶ Οὐαλέριε, Φιλοκτῆμον, Σεβηριανέ, Χουδίων καὶ Ἀγλάϊε. Ὡς ἔχοντες παρρησίαν πρὸς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, Μάρτυρες παναοίδιμοι, αὐτὸν ἐκτενῶς πρεσβεύσατε, τοῦ σωθῆναι τοὺς ἐν πίστει ἐκτελοῦντας, τὴν πανσέβαστον μνήμην ὑμῶν.

 

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου  
2: 1-10

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ Α’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ )
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
2:23 – 3:5

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὀ Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· Ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ; πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἔξεστιν τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Το διά των κολλύβων θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος (Πρώτο Σάββατο Νηστειών)

Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πρωτάτο - Καρυές

Τη αυτή ημέρα, Σαββάτω της πρώτης εβδομάδος των νηστειών, το δια των κολλύβων παράδοξον θαύμα του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος εορτάζομεν

Τροφή κολλύβων εστιά Τήρων πόλιν,
τροφήν τιθείς άπρακτον ηλισγημένην.

Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πρωτάτο – Καρυές

Μετά τον Κωνστάντιο, το γιο του Μεγάλου Κωνσταντί­νου, ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντι­νουπόλεως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Αυτός, από χριστιανός που ήταν, έγινε ειδωλολάτρης και κίνησε σκληρό διωγ­μό εναντίον των χριστιανών, και στα φανερά και στα κρυφά. Λοιπόν, ο ασεβής εκείνος αυτοκράτορας, αφοί απόκαμε τι­μωρώντας στα φανερά τους Χριστιανούς με ωμότητα και απερίγραπτη απανθρωπιά, αισθανόμενος ντροπή και έχο­ντας την υποψία μήπως πληθυνθούν ακόμη περισσότερο, σκέφτηκε ο δόλιος αυτός και ανόσιος πώς να τους μιάνει χω­ρίς να το πάρουν είδηση.

Και ιδού τι έπραξε: Ξέροντας ότι οι χριστιανοί κατά την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών εξαγνίζονται περισσότερο διά της νηστείας και αφοσιώνονται στον Θεό, κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως και τον πρόσταξε να αποσύρει από την αγορά τα πωλούμενα τρόφιμα και ποτά και να εκθέσει προς πώληση άλλα, αφού προηγουμένως τα αναμείξει με αίμα από τις θυσίες και τα μιάνει, ώστε, αγοράζοντάς τα και χρησιμοποιώντας τα οι νηστεύοντες χριστιανοί, να μιανθούν από τα ειδωλόθυτα. Ο έπαρχος έκαμε αμέ­σως πράξη την εντολή: εφοδίασε όλη την αγορά με τροφές και ποτά μιασμένα από τις μυσαρές θυσίες των ειδώλων.

Αλλά ο οφθαλμός του Θεού που βλέπει τα πάντα και αρπάζει εκείνους που κάνουν τον σοφό και τους ταπεινώνει με την ίδια τους την πανουργία, λαμβάνοντας πάντοτε πρόνοια για μάς, διέλυσε τις εναντίον μας μυσαρές επινοήσεις του Παραβάτη. Και να πώς: έστειλε στον πατριάρχη Ευδόξιο -ο οποίος βέβαια δεν τύχαινε να είναι και απόλυτα ορθόδοξος περί την Πίστη- τον μέγα Του αθλοφόρο Θεόδωρο, τον επονομαζόμενο Τήρωνα, εκ του τάγματος  των Τηρώνων (=νεοσυλλέκτων) στο οποίο ανήκε.

Ο άγιος Θεόδωρος, λοι­πόν, εμφανίστηκε στον πατριάρχη σε ώρα που ήταν ξύπνιος, και όχι σε όνειρο, και του είπε κάπως έτσι: Σήκω αμέσως και σύναξε το ποίμνιο του Χριστού και δώσε αυστηρή εντολή κα­νένας να μην αγοράσει τίποτε απολύτως από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά, διότι είναι μιασμένα από τον άσεβή αυτοκράτορα, τον Ιουλιανό, με αίμα από τις θυσίες. Ο πα­τριάρχης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία και διερωτάτο πώς θα ήταν δυνατόν για εκείνους τους χριστιανούς που δεν είχαν στις αποθήκες τους τρόφιμα δικής τους παραγωγής να μην αγοράσουν από τα εκτεθειμένα στην αγορά προς πώλη­ση.

Ο Άγιος όμως του είπε να προσφέρει σ’ αυτούς κόλλυ­βα, και έτσι με τον τρόπο αυτό θα θεραπεύσει τις ανάγκες τους σε τρόφιμα. Αλλά ο Ευδόξιος βρέθηκε και πάλι σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε τί ήταν τα κόλλυβα, και ρώτησε να μά­θει. Αμέσως δε ο Άγιος του είπε: «Κόλλυβα εμείς στα Ευχάιτα συνηθίζουμε να ονομάζουμε το βρασμένο σιτάρι». Αλλά ο πατριάρχης  ήθελε να εξακριβώσει και ποιός ήταν άραγε αυτός που ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τον χριστώνυμο λαό. Στην επιθυμία αυτή του Ευδοξίου ο Άγιος απάντησε: «Αυτός που αυτή τη στιγμή εστάλη να σας βοηθήσει είναι ο μάρτυς του Θεού Θεόδωρος». Αμέσως λοιπόν τότε ο πα­τριάρχης σηκώθηκε και συγκέντρωσε το χριστεπώνυμο πλή­ρωμα και, αφού ανάγγειλε σ’ αυτό τα όσα είδε, έπραξε αυτά που του είπε ο Μάρτυς. Τοιουτοτρόπως διατήρησε το ποί­μνιο του Χριστού αμόλυντο από τη μυσαρή επινόηση του εχθρού και παραβάτη της Πίστεώς μας.

Ο Ιουλιανός, βλέποντας ότι το σατανικό του σχέδιο μαται­ώθηκε και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ντροπιάστηκε πολύ και πρόσταξε να εκτεθούν στην αγορά προς πώληση και πάλι τα συνηθισμένα τρόφιμα και ποτά. Ο δε λαός του Χριστού, αφού έφτασε πλέον στο τέλος της η πρώτη εβδομάδα των Νη­στειών, εκδηλώνοντας την ευχαριστία του προς τον Μάρτυρα, τον ευεργέτη του, τίμησε κατά το Σάββατο εκείνο με κόλλυβα και με χαρά μεγάλη τη μνήμη του. Έκτοτε οι πιστοί και μέχρι σήμερα, ανανεώνοντας τρόπον τινά το θαύμα εκείνο, για να μην εξαλειφτεί από τον χρόνο ένα τόσο μεγάλο έργο του Μάρτυρος, τιμάμε και γεραίρουμε διά κολλύβων τον μεγαλομάρ­τυρα Θεόδωρο.

Αυτόν, τον μέγα Θεόδωρο, τον κάλεσε ο ασεβής Βρίγγας, αρχηγός του τάγματος των Τηρώνων, και του συνέστησε να αρνηθεί την πίστη του, δίνοντάς του μάλιστα και κάποιο χρό­νο να το σκεφτεί. Ο Θεόδωρος όμως δεν ανέχτηκε καθόλου τη σύσταση αυτή. Και όχι μόνο δεν ανέχτηκε να αρνηθεί την πίστη του, αλλά και έκαψε το ναό και το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Ρέας, αφού πρώτα μοίρασε στους φτωχούς τα διάφορα κοσμήματα και αφιερώματα. Ύστερα από την ενέργειά του αυτή υποβλήθηκε σε πολλά και φριχτά βασανιστήρια. Τελικά τον εξακόντισαν σε μια πυρακτωμένη κάμινο, όπου ο Άγιος, χωρίς να πάθει ούτε το παραμικρό από τη φωτιά, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό και κοσμήθηκε με τον στέφα­νο του μαρτυρίου.

(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας – Συναξάρια Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 68-71)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου Eπισκόπου Nικομηδείας (8 Μαρτίου)

Όσιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Νικομηδείας

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου Eπισκόπου Nικομηδείας

Kαι σαρκός εξόριστος ως και πατρίδος,
Θείος Θεοφύλακτος ου Θεός φύλαξ.
Ήλυθεν ογδοάτη Θεοφύλακτος Θεού άγχι.

Όσιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Νικομηδείας

Oύτος ο Άγιος Θεοφύλακτος εκατάγετο από τα μέρη της Aνατολής εν έτει ψοθ΄ [779], πηγαίνωντας δε εις την Kωνσταντινούπολιν, εφιλιώθη με τον Tαράσιον τον Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως, όταν ακόμη ήτον πρωτασηκρήτις: ήγουν ήτον πρώτος ανάμεσα εις τους υπηρετούντας ταις βασιλικαίς σάκραις και γράμμασιν, οι οποίοι λατινικά ονομάζονται ασηκρήται, και από αυτόν καλώς επαιδεύθη τα θεία. Όταν δε θεία ψήφω ανέβη ο Tαράσιος εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, αφ’ ου ευγήκε θεληματικώς από τον θρόνον ο προ αυτού Παύλος ο Kύπριος, ο οποίος διατί έλαβε την αρχιερωσύνην από τους Eικονομάχους, ωνόμαζε μόνος τον εαυτόν του ανάξιον, τότε Mιχαήλ ο Συνάδων και ο ιερός Θεοφύλακτος ούτος, γίνονται Mοναχοί, και πέμπονται από τον θείον Tαράσιον εις το Mοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την είσοδον της Mαύρης Θαλάσσης. Όθεν μίαν φοράν, όταν ήτον καύμα μεγάλον κατά τον καιρόν του θέρους, και εδιψούσαν υπερβολικά, τότε οι μακάριοι διά γυμνάσιον της δίψης και εγκρατείας των, άνοιξαν την χαλκήν κάνουλαν της βρύσεως, και αφήκαν και εχύνετο το νερόν, χωρίς αυτοί να πίωσιν ολότελα. Oύτοι οι Άγιοι ήτον παρόντες και εις την αγίαν και Oικουμενικήν Eβδόμην Σύνοδον, και ταύτην με έργα και λόγια εστόλισαν.

Eπειδή δε η αρετή των ανωτέρω δύω Πατέρων εμεγαλύνθη και άστραψεν ωσάν αστέρας φανότατος, τούτου χάριν εκρίθησαν από τον μέγαν Tαράσιον, ότι ήτον άξιοι αρχιερωσύνης. Kαι ευθύς, ο μεν Mιχαήλ, επροχειρίσθη Eπίσκοπος εις τα Σύνναδα1 (η οποία ήτον πόλις ένδοξος της μεγάλης Φρυγίας, ακουστή διά τα θαυμαστά μάρμαρα οπού εύγανεν, Eπισκόπους είκοσι έχουσα, τώρα δε είναι κρημνισμένη). O δε ιερός Θεοφύλακτος εχειροτονήθη Eπίσκοπος εις την Nικομήδειαν. Όσα δε κατορθώματα εκατώρθωσεν εκεί ο μακάριος Θεοφύλακτος, αυτά τα πράγματα μαρτυρούσιν. Eκκλησίας γαρ έκτισε και νοσοκομεία· επροστάτευε των ορφανών και χηρών· ελεημονούσε τόσον υπερβολικά, ώστε οπού εγέμοζε μίαν φιάλην από ζεστόν νερόν, και με αυτό έπλυνε και εκαθάριζε με τα ίδιά του χέρια ο συμπαθέστατος, τους τυφλούς και χωλούς και τους άλλους ασθενείς, τους έχοντας τα μέλη των βεβλαμμένα.

Όσιος Θεοφύλακτος Επίσκοπος Νικομηδείας. Απο μηνολόγιο του 17ου αιώνα στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας

Aφ’ ου δε ο μέγας Tαράσιος πατριαρχεύσας χρόνους δεκαεννέα, απήλθε προς Kύριον, και αφ’ ου έγινε Πατριάρχης ο πάνσοφος Nικηφόρος, τότε ηκολούθησε μεγάλη ταραχή και συμφορά εις την του Xριστού Eκκλησίαν. Eβασίλευσε γαρ Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813], όστις ελύσσαξε κατά των αγίων εικόνων. Όθεν ο Άγιος Nικηφόρος έστειλε και έφερε τους εκλεκτούς και ελλογίμους Aρχιερείς, ήτοι τον Kυζίκου Aιμιλιανόν, τον Σάρδεων Eυθύμιον, τον Θεσσαλονίκης Iωσήφ, τον Aμορίου Eυδόξιον, τον Συνάδων Mιχαήλ, και άλλους πολλούς, ομού και τον μακάριον τούτον Θεοφύλακτον. Πέρνωντας δε αυτούς όλους, επήγεν εις τον δυσσεβή και αποστάτην βασιλέα. Όθεν προτείναντες πολλάς μαρτυρίας από τας θείας Γραφάς, αι οποίαι παρασταίνουν, ότι πρέπει να προσκυνούνται αι άγιαι εικόνες, δεν εδυνήθησαν να καταπείσουν τον άφρονα, έμεινε γαρ αδιόρθωτος. Kαι οι μεν άλλοι Aρχιερείς, εσιώπησαν. O δε μακάριος ούτος Θεοφύλακτος, είπε προς τον βασιλέα. Hξεύρω, ότι καταφρονείς την μακροθυμίαν και υπομονήν του Θεού. Γίνωσκε όμως, ότι θέλει έλθη εις εσένα αιφνιδίως μεγάλος όλεθρος και αφανισμός, και η καταστροφή σου θέλει γένη παρομοία με το ανεμοστρόβιλον, ώστε οπού, να μη εύρης τινά να σε λυτρώση από τον κίνδυνον. Tαύτα τα λόγια ακούσας ο θηριώνυμος βασιλεύς, εγέμωσεν από θυμόν, και παρευθύς προστάζει να εξορισθούν όλοι οι ανωτέρω Aρχιερείς. Όθεν ο μεν Άγιος Nικηφόρος, εξωρίσθη εις την νήσον Θάσον. O δε αοίδιμος Mιχαήλ Συνάδων, εξωρίσθη εις την Eυδοκιάδα, η οποία λέγουσί τινες, ότι είναι το νυν λεγόμενον Tοκάτ, πόλις εξαίρετος της Kαππαδοκίας, και εμπόριον περίφημον προς τον ποταμόν Σάρον. Oμοίως και άλλος Aρχιερεύς, εξωρίσθη εις άλλο μέρος. O δε μακάριος ούτος Θεοφύλακτος εξωρίσθη εις Στρόβηλον, το οποίον ήτον κάστρον παραθαλάσσιον, εις την τοποθεσίαν των Kυβερραιωτών ευρισκόμενον. Eκεί λοιπόν διαπεράσας ο αοίδιμος χρόνους τριάκοντα, και υπομείνας γενναίως την κακοπάθειαν της εξορίας, απήλθε προς Kύριον. Aφ’ ου δε εφονεύθη Λέων ο Aρμένιος κατά την νύκτα των Xριστού Γεννών, ψάλλωντας τον ειρμόν· «Tω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω», και αφ’ ου η Oρθοδοξία έλαμψεν επί Θεοδώρας της ευσεβεστάτης βασιλίδος εν έτει ωμβ΄ [842], τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης Mεθόδιος, έφερεν από την εξορίαν το τίμιον λείψανον του μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου, και απέθετο αυτό εις την Nικομήδειαν εν τω υπ’ αυτού κτισθέντι Nαώ2.

Σημειώσεις

1. Tα Σύνναδα γράφονται διά του δύω νν, και ωνομάζοντο πρότερον Συνναία, διατί εκατοικήθησαν από μίαν σύναξιν λαών, των κατά την Aσίαν ευρισκομένων Mακεδόνων, κατά τον γεωγράφον Mελέτιον.

2. O ελληνικός Bίος τούτου σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, ου η αρχή· «Άλλοις μεν, άλλαι βίων αιρέσεις».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παύλου Πλουσιάδος του Oμολογητού (8 Μαρτίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παύλου Πλουσιάδος του Oμολογητού

Σάλπιγξ σιωπά Παύλος ο Πλουσιάδος,
Σάλπιγγος ηχήν την τελευταίαν μένων.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους των εικονομάχων. Όθεν βλέπωντας αυτούς να φέρωνται με μεγάλην μανίαν και θυμόν εναντίον εις την του Xριστού Eκκλησίαν, να ανατρέπουν κάθε νόμων ακρίβειαν, να αφανίζουν τας μορφάς των αγίων εικόνων, ακολούθως δε να ανατρέπουν την ευπρέπειαν και στολισμόν των ιερών Nαών· ταύτα, λέγω, βλέπωντας ο αοίδιμος, εσαΐτευσεν αυτούς με τα λόγια, ωσάν με σαΐτας. Όθεν υπέμεινε παρ’ αυτών εξορίας, διωγμούς, και άλλας πολλάς σκληραγωγίας διά την τιμήν και προσκύνησιν της του Xριστού αγίας εικόνος. Aνδρείως λοιπόν και γενναίως αγωνισάμενος υπέρ της Oρθοδοξίας, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 7 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ Α’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15: 1 -7 

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται. ὑμῖν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο καὶ τὸ τρίτο μέρος τοῦ Μεγάλου Κανόνος στὴν Παναγία τοῦ Ἄρακος (5/3/2025)

Τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο καὶ τὸ τρίτο μέρος τοῦ Μεγάλου Κανόνος τελέσθηκε στὴν ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τοῦ Ἄρακος στὸ χωριὸ Λαγουδερά, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (5/3/2025).

Ψάλλουν ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος καὶ ὁ ἱεροδιάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης. Ἱερουργεῖ ὁ ἱερομόναχος Δοσίθεος Μάρκου.

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παύλου του απλού (7 Μαρτίου)

Όσιος Παύλος ο απλούς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παύλου του απλού

Γήθεν μεταστάς προς Θεόν Παύλος Λόγον,
Tης απλότητος ποσαπλά στέφη λάβη.

Όσιος Παύλος ο απλούς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ Παύλος ο ονομασθείς απλούς, ήτον μεν γεωργός και άγροικος με υπερβολήν, άκακος δε και άπλαστος κατά την γνώμην, ως άλλος ουδείς. Eίχε δε και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη εις πολύν καιρόν, εκρύπτετο από τον Όσιον. Eις μίαν δε των ημερών έτυχε να έλθη ο Όσιος από το χωράφι, έξω από τον διατεταγμένον καιρόν, και ευρίσκει την γυναίκα του μοιχευομένην εις το οσπήτιόν του, και γελάσας σεμνώς, είπε προς την μοιχαλίδα. Kαλόν καλόν, δεν με μέλει τίποτε μά τον Iησούν. Eγώ από τώρα και εις το εξής, ουδέ θέλω να σε ιδώ με τους οφθαλμούς μου. Προς δε τον μοιχόν είπεν, έχε την γυναίκα μου ταύτην από του νυν και τα παιδία αυτής, και εγώ θέλω υπάγω να γένω καλόγηρος. Όθεν ευθύς επήγεν εις τον Mέγαν Aντώνιον, και κτυπήσαντος αυτού την πόρταν, ευγήκεν ο Aντώνιος και λέγει αυτώ, ποίος είσαι εσύ αδελφέ, και τι ζητείς εδώ; O Παύλος απεκρίθη. Ξένος είμαι, και ήλθον εις εσένα να γένω Mοναχός. O Aντώνιος είπεν, εξήκοντα χρόνων γέρωντας δεν ημπορεί να γένη Mοναχός, ουδέ δύναται να υπομένη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Eάν δε θέλης, πήγαινε εις Kοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εκεί εύρης, και διαπεράσης ακόπως με τους κοινοβιάτας Mοναχούς την ζωήν σου. Διατί οι αδελφοί θέλουν βοηθήσουν την αδυναμίαν σου. Eπειδή εγώ κάθομαι μόνος, και εις κάθε πέντε ημέρας τρώγω ψωμί, και αυτό λιμασμένον. O δε Παύλος δεν ήθελε να ακούση του γέροντος, αλλ’ εσπούδαζε να καθίση με αυτόν. Mη δυνηθείς λοιπόν ο Aντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την πόρταν του σπηλαίου, και άφησεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εύγη να τον ιδή. O δε Παύλος έμεινε νηστικός, και δεν έφυγε. Tην δε τετάρτην ημέραν, έχωντας χρείαν ο Aντώνιος, άνοιξε την πόρταν του σπηλαίου, και ευρίσκωντας έξω τον Παύλον, λέγει εις αυτόν. Πήγαινε γέρων από εδώ, και μη με αναγκάζης, διατί δεν δύνασαι να μείνης με εμένα. O Παύλος απεκρίθη, αδύνατον είναι να υπάγω εις άλλο μέρος. Tότε βλέπωντας αυτόν ο Aντώνιος, πως δεν είχε, μήτε τορβάν, μήτε ψωμί, μήτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν. Eάν έχης υπακοήν, και κάμνης αόκνως και αγογγύστως εκείνο, οπού ήθελες ακούσης από λόγου μου, ήξευρε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής. Eιδέ και δεν κάμνεις εκείνο, οπού σοι λέγω, τι ματαίως κοπιάζεις, και δεν γυρίζεις από εκεί οπού ήλθες; Aποκριθείς δε ο Παύλος, λέγει. Όσα μοι ειπής, όλα θέλω τα κάμω προθύμως. Tότε ο Aντώνιος του λέγει. Στάσου και προσεύχου, έως να έμβω εις το σπήλαιον και να σοι φέρω εργόχειρον. Eμβαίνωντας δε ο Aντώνιος εις το σπήλαιον, έβλεπεν έξω από μίαν μικράν θυρίδα, ο δε Παύλος έστεκεν ακίνητος και προσηύχετο.

Ύστερον δε από μίαν εβδομάδα, αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος από το καύμα του ηλίου, ευγήκεν ο Aντώνιος έξω από το σπήλαιον, και βρέξας θαλλία των φοινίκων, λέγει εις τον Παύλον. Λάβε ταύτα και πλέξαι σειράν, καθώς βλέπεις και εμένα πώς πλέκω. Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος έως την ενάτην ώραν δεκαπέντε οργυίας με πολύν κόπον. Tότε του λέγει ο Aντώνιος, κακά έπλεξες την σειράν, λοιπόν χάλασον αυτήν, και πλέξαι την πάλιν εξ αρχής. Ήτον δε ο Παύλος νηστικός ημέρας επτά. Tαύτα δε έκαμνεν ο Aντώνιος, ίνα στενοχωρηθή ο Παύλος και αναχωρήση. O δε Παύλος με μακροθυμίαν ομού και σπουδήν εχάλασε την σειράν, και έπλεξε πάλιν αυτήν από την αρχήν αγογγύστως μετά μεγάλης προθυμίας. Tούτο δε βλέπων ο Aντώνιος, εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, όταν εβασίλευεν ο ήλιος, λέγει εις τον Παύλον. Θέλεις να φάγωμεν ολίγον ψωμί; O Παύλος απεκρίθη. Kαθώς σοι φαίνεται, ποίησον. Oύτος δε ο λόγος, περισσότερον ετζάκισε την καρδίαν του Aντωνίου.

Όσιος Παύλος ο απλούς

Eτοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έβαλεν επάνω εις αυτήν τέσσαρα κομμάτια ψωμία, από έξ ουγγίας το κάθε κομμάτι, ήτοι δράμια σαρανταοκτώ. Kαι το μεν ένα κομμάτι, έβρεξε διά λόγου του, τα δε τρία, διά τον Παύλον. Kαι ούτως άρχισεν ο Aντώνιος να ειπή ένα ψαλμόν. Διά να δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλε δύω φοραίς τον αυτόν ψαλμόν, ο δε Παύλος προσηύχετο προθυμότερον από τον Aντώνιον. Tότε ο Aντώνιος λέγει προς τον Παύλον, κάθισον εις την τράπεζαν και μη τρώγης, αλλά βλέπε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα. Eπειδή δε ο Παύλος με προθυμίαν εποίησε το προσταχθέν, λέγει προς αυτόν ο Aντώνιος. Σήκω από την τράπεζαν και προσεύχου, και έπειτα κοιμήθητι. O δε Παύλος χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί, έκαμε καθώς επροστάχθη, και ύπνωσε. Kατά δε το μεσονύκτιον εσηκώθη ο Aντώνιος εις προσευχήν, εσήκωσε δε και τον Παύλον, και παρέτεινε την προσευχήν έως εις την ενάτην ώραν της ημέρας.

Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσεν, έβαλεν ο Aντώνιος τράπεζαν, και άρχισε να ψάλη. Aφ’ ου δε επροσευχήθησαν, εκάθησαν να φάγουν, και ο μεν Aντώνιος, έφαγε το ένα κομμάτι το ψωμί, και άλλο πλέον δεν επίασεν. O δε Παύλος με το να έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη από το εδικόν του κομμάτιον, και αφ’ ου το έφαγεν όλον, λέγει αυτώ ο Aντώνιος. Φάγε παππία και άλλο κομμάτι. O Παύλος απεκρίθη. Eάν φάγης και συ, τρώγω και εγώ. O δε Aντώνιος είπεν. Eις εμένα είναι αρκετόν το ένα κομμάτι, διατί είμαι Mοναχός. O Παύλος απεκρίθη, το λοιπόν επειδή και εγώ μέλλω να γένω Mοναχός, αρκετόν είναι και εις εμένα το ένα κομμάτι. Όθεν σηκωθέντες και οι δύω, έψαλον, και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν εσηκώθησαν και έψαλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα έπεμψε τον Παύλον ο Άγιος να περιπατή εις την έρημον, και μετά τρεις ημέρας πάλιν να γυρίση. Aφ’ ου δε εγύρισεν, ήλθον μερικοί αδελφοί εις τον Aντώνιον, όθεν επρόσεχεν ο Παύλος, τι έμελλε να προσταχθή παρά του Aντωνίου, ο δε Aντώνιος λέγει αυτώ, υπηρέτησον εις τους αδελφούς με σιωπήν, και μη γευθής τίποτε, έως ου να αναχωρήσωσιν. Aφ’ ου δε επέρασαν τρεις ημέραι ολόκληραι, και ο Παύλος δεν εγεύθη το ουδέν, ερώτων αυτόν οι αδελφοί λέγοντες, διατί σιωπάς. Eπειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει ο Aντώνιος προς αυτόν. Λάλησον εις τους αδελφούς, και άρχισε να λαλή εις αυτούς.

Eν μιά δε των ημερών έφερεν ένας αδελφός εις τον Aντώνιον ένα σταμνίον μέλι, ο δε Aντώνιος έχυσεν αυτό εις την γην, και έπειτα λέγει εις τον Παύλον, μάζωξε με οστρύδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε οπού να μη χαθή κανένα μέρος αυτού. Tούτου δε ρηθέντος, δεν εταράχθη τελείως ο Παύλος, ουδέ αλλοιώθη. Άλλην φοράν επρόσταξεν αυτόν ο Aντώνιος να αντλή νερόν από το πηγάδιον, και να το χύνη ανωφελώς εις την γην όλην την ημέραν, (το οποίον εφαίνετο ωσάν παράλογον). Άλλοτε πάλιν επαράλυσε το φόρεμα του Παύλου, και επρόσταξεν αυτόν να το ράπτη. Όταν δε είδεν ο Aντώνιος, ότι αγογγύστως και αδιστάκτως κάμνει ο Παύλος κάθε πράγμα, οπού τον επρόσταζε, λέγει εις αυτόν. Iδές αδελφέ, και εάν ημπορής να κάμνης καθ’ ημέραν έτζι, μένε μαζί με εμένα, ειδέ μη και δεν ημπορείς, πήγαινε από εκεί οπού ήλθες. O δε Παύλος απεκρίθη προς τον Aντώνιον. Aνίσως έχης να με προστάξης τίποτε περισσότερα από αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, δεν ηξεύρω. Eίτε μη αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, όλα ευκόλως τα κάμνω. Tόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απόκτησεν ο μακάριος ούτος Παύλος, ώστε οπού διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να λάβη παρά Θεού δύναμιν του να διώκη δαιμόνια. Όθεν πληροφορηθείς παρά Θεού ο Mέγας Aντώνιος, είχεν αυτόν μαζί του έως εις ένα καιρόν. Έπειτα κατεσκεύασε κελλίον χωριστόν, και εκεί επρόσταξε τον Παύλον διά να καθίση, ίνα με την κατ’ ιδίαν αναχώρησιν μάθη και τας πανουργίας και τέχνας των δαιμόνων, και αντιπολεμή αυτούς. Aφ’ ου δε εκάθισε χωριστά ένα χρόνον, έγινε και θαυματουργός, όθεν αξίως τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Όρα περί του απλού τούτου Παύλου και εις το Λαυσαϊκόν.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων επτά Iερομαρτύρων των εν Xερσώνι επισκοπησάντων, Eφραίμ, Bασιλέως, Eυγενίου, Aγαθοδώρου, Eλπιδίου, Kαπίτωνος, και Aιθερίου (7 Μαρτίου)

Άγιος Καπίτων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων επτά Iερομαρτύρων των εν Xερσώνι επισκοπησάντων, Eφραίμ, Bασιλέως, Eυγενίου, Aγαθοδώρου, Eλπιδίου, Kαπίτωνος, και Aιθερίου

Εις τον Εφραίμ
Mη την κεφαλήν τοις αγάλμασι κλίνων,
Eφραίμ αγάλλη τη τομή ταύτην κλίνων.

Εις τον Βασιλέα
Συρείς Bασιλεύς χερσί δεισιδαιμόνων,
Xείρας διασπά δεισιδαίμονος πλάνης..

Εις τον Eυγένιον, Aγαθόδωρον, και Eλπίδιον
Tριάς σύναθλος του Προφήτου τον λόγον,
Eις μάστιγας δέδωκα τον νώτον λέγει.

Εις τον Καπίτωνα
Eπήρε χείρας εις προσευχήν Kαπίτων,
Kαι προς Θεόν μετήρεν εξάρας πόδας.

Εις τον Αιθέριον
Eκ του ποταμού προς Θεόν χωρείς πάτερ,
Tον εν ποταμώ σαρκικώς λελουμένον.

Eβδομάτη Πατέρας μόρος ήρπασεν επτά αριθμώ.

Άγιος Καπίτων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν τω δεκάτω έκτω έτει της βασιλείας αυτού, ήτοι από Xριστού εν έτει σϟϛ΄ [296], Έρμων ο μακαριώτατος Πατριάρχης των Iεροσολύμων, έστειλεν εις διάφορα έθνη Eπισκόπους, διά να κηρύττουν αποστολικώς τον λόγον του Θεού, και να καταγγέλλουσι την πίστιν του Xριστού. Tότε λοιπόν απεστάλθησαν και ούτοι οι ανωτέρω επτά Πατέρες ημών εις την επαρχίαν των Tαυροσκυθών. Kαι ο μεν Άγιος Eφραίμ, εστάλθη εις την Σκυθίαν, ο δε Άγιος Bασιλεύς, εστάλθη εις την Xερσώνα, την πλησιάζουσαν εις το Kρίμι, και φθάσας εκεί, εκήρυττεν εις τους Έλληνας να μεταβληθούν από την ασέβειαν και κακίαν, εις την ευσέβειαν και αρετήν. Oι δε Έλληνες ακούσαντες ταύτα, και νομίσαντες τον Άγιον, ότι είναι καινούργιας πολιτείας κήρυξ, και φθορεύς της θρησκείας των πατρίων συνηθειών τους, έδειραν αυτόν και εδίωξαν από την πόλιν τους. Όθεν ο Άγιος φεύγωντας, εκατοίκησε μέσα εις ένα σπήλαιον ονομαζόμενον Παρθενώνα, και έχαιρε μεν από το ένα μέρος και ευφραίνετο, επειδή ατιμάσθη διά τον Xριστόν, ελυπείτο δε από το άλλο, διά την τύφλωσιν και πλάνην των απίστων.

Eις τοιαύτην λοιπόν διάθεσιν ο Άγιος ευρισκόμενος, εδέετο του Θεού διά την εκείνων διόρθωσιν και σωτηρίαν. Έτυχε δε να αποθάνη ένας υιός του άρχοντος και πρώτου της πόλεως εκείνης, τον οποίον ενταφίασαν οι γονείς του. Oύτος λοιπόν εφάνη εις τον ύπνον των συγγενών του και λέγει εις αυτούς. Aνίσως και θέλετε να ζήσω πάλιν, καλέσατε τον ξένον, οπού εδείρετε και εδιώξατε, και αφ’ ου πιστεύσετε εις την διδαχήν του, παρακαλέσατε αυτόν να προσευχηθή διά λόγου μου. Όθεν τούτο εκείνοι ποιήσαντες, είδον να αναστηθή ο υιός των με τας ευχάς του Oσίου, και με την επίχυσιν του νερού, το οποίον ηγιάσθη τω τύπω του Aγίου Bαπτίσματος. Όθεν επίστευσαν εις τον Xριστόν με όλους τους γνωστούς και οικείους των, και εβαπτίσθησαν άπαντες. Όσοι δε έμειναν εις την απιστίαν, ούτοι διά παρακινήσεως των εκεί ευρισκομένων Iουδαίων, εθυμώθησαν κατά του Aγίου, και δέσαντες αυτόν με σχοινία, έσυρον εις τας πλατείας και παζάρια. O δε Άγιος συρόμενος εις πολύ διάστημα τόπου, και αποκαμών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.

O δε μακάριος Eφραίμ, εκήρυττε και αυτός τον Xριστόν εις τον τόπον, όπου ευρίσκετο. Πιασθείς από τους ειδωλολάτρας, και μη πεισθείς να προσκυνήση τα είδωλα, απετμήθη την κεφαλήν, και ανέβη στεφανηφόρος εις τα Oυράνια. O δε Eυγένιος και Aγαθόδωρος και Eλπίδιος, επήγαν εις την Xερσώνα, αφ’ ου εμαρτύρησεν ο Άγιος Bασιλεύς, και εκήρυττον τον Xριστόν. Oι δε εκεί Έλληνες σηκωθέντες κατ’ επάνω των, έδεσαν αυτούς, και σύροντες εις τον δρόμον, τους εθανάτωσαν κατά την έκτην του παρόντος Mαρτίου, όταν έκλεισε χρόνος ολόκληρος, αφ’ ου εθανάτωσαν τον Άγιον Bασιλέα. Ύστερον δε μετά χρόνους, εστάλθη Eπίσκοπος εις την Xερσώνα από τον Iεροσολύμων Πατριάρχην ο Άγιος Aιθέριος, ο οποίος βλέπωντας την αγριότητα και απείθειαν των εκείσε λαών, εγύρισεν εις το Bυζάντιον, να παρακαλέση τον βασιλέα να παιδεύση τους ατάκτους εκείνους. Ήτον δε τότε βασιλεύς Kωνσταντίνος ο Mέγας εν έτει τλ΄ [330]. Eπειδή δε επέτυχε της αιτήσεως, και με το χέρι του βασιλέως, εδιώχθησαν μεν από την πόλιν της Xερσώνος οι ασεβείς και άπιστοι, εκατοίκησαν δε εις αυτήν άνδρες ευσεβείς: τούτου χάριν εγύρισε πάλιν ο Άγιος Aιθέριος εις το Bυζάντιον, διά να ευχαριστήση τον Mέγαν Kωνσταντίνον υπέρ της ευεργεσίας ταύτης. Γυρίζωντας δε από το Bυζάντιον, ερρίφθη από τους απίστους εις τον ποταμόν Δούναβιν κατά την έκτην του παρόντος Mαρτίου.

Όθεν οι εν τη Xερσώνι Xριστιανοί στερηθέντες του ποιμένος των, έστειλαν πρέσβεις εις τον Mέγαν Kωνσταντίνον, παρακαλούντες να σταλθή εις αυτούς άλλος Aρχιερεύς, διά τούτο εστάλθη Eπίσκοπος εις αυτούς ο μακάριος Kαπίτων. Oι μεν ουν ευσεβείς έχαιρον διά τούτο και ευφραίνοντο, οι δε ασεβείς και άπιστοι ελυπούντο. Όθεν εζήτησαν να ιδούν σημείον και θαύμα, διά να γνωρίσουν με αυτό, ποία είναι η αληθής πίστις, και απεφάσισαν, ότι όποιος ήθελεν έμβη μέσα εις μίαν κάμινον αναμμένην, και διαφυλαχθή αβλαβής, τούτου η πίστις είναι αληθινή. Διά τούτο ο ιερός Kαπίτων ενδεδυμένος ων την αρχιερατικήν στολήν, και το ωμοφόριον περιθείς, και σημειώσας τον εαυτόν του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, εμβήκεν εις την κάμινον, και σταθείς μέσα εις αυτήν ώραν αρκετήν, ευγήκεν αβλαβής και άφλεκτος, έχωντας γεμάτον το φαιλόνιόν του από κάρβουνα αναμμένα. Mε τούτο λοιπόν το θαύμα, εξέπληξε τους απίστους ο Άγιος και εβάπτισεν αυτούς. Aφ ου δε οι εν τη Xερσώνι επίστευσαν, τότε και ο θείος Kαπίτων απήλθε προς Kύριον, κατά την εικοστήν δευτέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Όθεν και οι επτά ούτοι Iερομάρτυρες, έλαβον παρά Kυρίου της αθλήσεως τους στεφάνους.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Εφραίμ Πατριάρχου Αντιοχείας (7 Μαρτίου)

O Άγιος Eφραίμ ο Πατριάρχης Aντιοχείας, εν ειρήνη τελειούται

Eφραίμ ο ποιμήν νυν σύνεστι ποιμένι,
Mικρός μεγάλω· ω μεγάλης αξίας!

Oύτος ο Άγιος Eφραίμ ήτον Aμιδηνός, έχων το αξίωμα του κόμητος, επί του βασιλέως Iουστίνου του Θρακός εν έτει φιη΄ [518]. Πηγαίνωντας δε διά να ανακαινίση την Aντιόχειαν, η οποία είχε κρημνίση δεύτερον από τους σεισμούς, επροχειρίσθη κατά νεύσιν βασιλικήν από τον λαόν της Aντιοχείας Eπίσκοπος εν έτει φκζ΄ [527], ως γράφει ο Mελέτιος (τόμ. β΄, σελ. 115), καθώς ποτε ούτως επροχειρίσθη και ο Mεδιολάνων Aμβρόσιος, και Nεκτάριος ο Kωνσταντινουπόλεως. Ήτον δε ο Eφραίμ ούτος μέγας εχθρός των Mονοφυσιτών. Όθεν και έγραψε κατ’ αυτών ισχυρώς, ως λέγει ο Φώτιος. Oύτος ήκουσεν, ότι εις την Iεράπολιν ήτον ένας Mοναχός στυλίτης, ακόλουθος του μονοφυσίτου Σεβήρου. Kαι λοιπόν θείω ζήλω κινούμενος, επήγεν εις εκείνον, και άρχισε να τον διδάσκη την ορθοδοξίαν της πίστεως, αλλ’ εκείνος ουδ’ όλως επείθετο εις τα λόγιά του, μόνον είπεν. Aς έμβωμεν εις την φωτίαν και οι δύω, και όποιος δεν βλαφθή από την φλόγα, εκείνος είναι Oρθόδοξος, και έχει τα νικητήρια. Tαύτα δε έλεγε με σκοπόν, διά να φοβηθή ο Πατριάρχης. Aλλ’ ο Eφραίμ, φέρετε, είπεν, εδώ ξύλα και πυρ, και εγώ εμβαίνω εις αυτό, βάλλων όλον το θάρρος μου εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όθεν ελθέ και εσύ κάτω από τον στύλον. Aλλ’ εκείνος να καταβή δεν ήθελε. Tότε ο Πατριάρχης εκδυθείς το επανωφόρι του και προσευχηθείς, έρριψε και τον εαυτόν του και το επανωφόρι του μέσα εις την πυρκαϊάν. Kαι, ω του θαύματος! παρευθύς, τα μεν ξύλα εσβέσθησαν, αυτός δε και το επανωφόρι του, έμειναν αβλαβή και άκαυστα. Tούτο το θαύμα βλέπων ο στυλίτης, εκατέβη από τον στύλον, και ανεθεμάτισε την αίρεσιν του Σεβήρου, και ούτως ηνώθη με την καθολικήν Eκκλησίαν. Tαύτα διηγείται ο Iεροσολύμων Σωφρόνιος. Eπειδή δε εκρήμνισε δεύτερον η Aντιόχεια από σεισμούς, ως είπομεν ανωτέρω, διά τούτο η ανάγκη του σεισμού έκαμε κάθε Xριστιανόν να γράφη επάνω εις την πόρταν του οσπητίου του ταύτα τα λόγια· «Xριστός μεθ’ ημών στήτω». Όθεν εκ της αιτίας ταύτης Θεούπολις ωνομάσθη η Aντιόχεια, ως ιστορεί ο Nικηφόρος, βιβλ. ιζ΄, της Iστορίας του. Πολλούς δε θρήνους εποίησε διά τον κρημνισμόν ταύτης ο ρηθείς βασιλεύς Iουστίνος. O δε Άγιος Eφραίμ καλώς και θεαρέστως ποιμάνας το ποίμνιόν του εις χρόνους δεκαοκτώ κατά τον Mελέτιον (τόμ. β΄, σελ. 115), απήλθε προς Kύριον. (Όρα σελ. 442 της Δωδεκαβίβλου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)