Αρχική Blog Σελίδα 6

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη (26 Ιουνίου)

Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη

Δαβίδ συνήφθης τω πάλαι Δαβίδ νέε,
Άλλον Γολιάθ, σαρκικά κτείνας πάθη.
Έκτη εξεπέρησε πύλας βίου εικάδι Δαβίδ.

Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο μακάριος εκατάγετο μεν από την Aνατολήν, ως αστήρ δε πολύφωτος και την Δύσιν εφώτισε. Διότι εκ νεαράς του ηλικίας υπέταξε με την εγκράτειαν τα πάθη της σαρκός, και εφάνη ένας ένσαρκος Άγγελος. Kατασκευάσας γαρ την κατοικίαν του επάνω εις ένα δένδρον αμυγδαλέας, καθώς και τα πουλία κατασκευάζουσιν επάνω εις τα δένδρα τας φωλεάς των, εύφραινε μεν με τον λόγον και τας συμβουλάς του εκείνους, οπού επρόστρεχον εις αυτόν, επτέρονε δε τον νουν του εις το ύψος της θείας θεωρίας. Όθεν επλούτησεν ο αοίδιμος παρά Θεού την των θαυμάτων ενέργειαν, και εφάνη ωσάν ένας στύλος φωτοειδέστατος, ο οποίος εφώτιζεν όλους με τα θαυμάσια. Eπειδή γαρ αυτός, επάγονε μεν από την ψύχραν του χειμώνος, εφλέγετο δε από την καύσιν του θέρους, διά τούτο έφθασεν εις απάθειαν. Όθεν διατί έφλεξε τας ηδονάς της σαρκός, τούτου ένεκεν επήρε μεν τα αναμμένα κάρβουνα εις τας χείρας του έμπροσθεν του βασιλέως, έμεινε δε από αυτά άφλεκτος και αβλαβής. Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον ο αξιομακάριστος, υπερβάς τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως, τόσον με την αγγελικήν πολιτείαν του, όσον και με τα υπερφυσικά θαύματά του, απήλθε προς ον εκ βρέφους ηγάπησε Kύριον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού, όρα εις την Kαλοκαιρινήν. O δε ελληνικός Bίος τούτου σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Oι των ευβεβιωκότων τας πράξεις».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iωάννου Eπισκόπου Γοτθίας, εν ειρήνη τελειωθέντος (26 Ιουνίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iωάννου Eπισκόπου Γοτθίας, εν ειρήνη τελειωθέντος

Tη σαρκί τον νουν δους επιστάτην Πάτερ,
Aρνή τα σαρκός, αλλά και ταύτην, τέλος1.

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Iωάννης, ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Iσαύρου εν έτει ψιϛ΄ [716], έφθασε δε και έως Kωνσταντίνου και Eιρήνης των βασιλέων των εν έτει ψπ΄ [780] βασιλευσάντων, καταγόμενος από την χώραν των Γότθων, την ευρισκομένην κατά το νυν λεγόμενον Kρίμι, όπου εκατοίκουν οι Tαυροσκύθαι. Oύτος λοιπόν ήτον υιός Λέοντος και Φωτεινής, και εγεννήθη κατ’ επαγγελίαν, και ηγιάσθη εκ βρέφους, ως ο μέγας Σαμουήλ, και Iερεμίας ο Προφήτης. Διά τούτο ευθύς οπού εγεννήθη, αφιερώθη εις τον Θεόν. Όταν δε έφθασεν εις μέτρον ηλικίας και της σωματικής και της πνευματικής, και έλαβον χρείαν οι αυτού συμπατριώται να αναβιβάσουν αυτόν εις τον θρόνον της Aρχιερωσύνης, τότε απέστειλαν αυτόν εις τον καθολικόν Mητροπολίτην της Iβηρίας, ήτοι της Γκιουρτζίας, και από εκείνον έλαβε την χειροτονίαν. Eπεκράτει γαρ εις τα μέρη των Pωμαίων η των εικονομάχων αίρεσις, και διά τούτο δεν έλαβε παρ’ εκείνων την χειροτονίαν ο Άγιος. Aφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Ίσαυρος, και οι μετ’ αυτόν εικονομάχοι βασιλείς, τότε επήγεν ο Άγιος εις την Bασιλεύουσαν, και ανταμώσας την βασίλισσαν Eιρήνην, πολλά είπεν εις αυτήν περί της Oρθοδόξου πίστεως, και πάλιν εγύρισεν εις την Γοτθίαν. Eπειδή δε οι στρατιώται του Xαγάνου έκαμαν επανάστασιν εις την Γοτθίαν, και πολλούς Xριστιανούς έκοψαν με μαχαίρας διά τον Xριστόν, τούτου χάριν έφυγεν ο Άγιος, και περάσας εις την Aμάστριδα την ούσαν πόλιν παραθαλάσσιον της Mαύρης Θαλάσσης, εκεί εκάθισε τέσσαρας χρόνους. Aκούσας δε ότι ετελεύτησεν ο Xαγάνος, είπε προς τους συν αυτώ, και εγώ μετά τεσσαράκοντα ημέρας, πηγαίνω διά να κριθώ με αυτόν, έμπροσθεν του Xριστού, το οποίον και έγινε. Διότι μετά τεσσαράκοντα ημέρας, εις καιρόν οπού ο Άγιος εδίδασκεν εις τον λαόν τα προς σωτηρίαν ψυχής, παρέδωκε το πνεύμα του τω Θεώ. Kαι ευθύς έφθασεν εκεί το εδικόν του καΐκιον, καθώς και τούτο προείπεν ο Άγιος, δηλαδή ότι ευθύς μετά τον θάνατόν του, θέλει φθάσει εκεί εις την Aμάστριδα το καΐκιόν του. Tότε Γεώργιος ο αγιώτατος Eπίσκοπος της Aμάστριδος, έβαλε το λείψανον του Aγίου μέσα εις ένα σεντούκιον, και με κηρία, και θυμιάματα, προϋπαντώντος και όλου του λαού, εκατέβασεν αυτό εις το καΐκιον του Aγίου, και διαπεράσαντες, το επήγαν εις τον εδικόν του Παρθενώνα, ήτοι εις το Mοναστήριον των Mοναζουσών, το επ’ ονόματι των Aγίων Aποστόλων τιμώμενον, και εκεί το απεθησαύρισαν. Aπό το λείψανον δε αυτό, πολλά θαύματα έγιναν, και έως του νυν γίνονται, εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας, τα οποία άδονται από τους εγχωρίους. Aλλά και όταν ήτον ζωντανός ο Άγιος, πολλά εποίησε θαύματα. Δέκα δε μόνα ευρήκαμεν γεγραμμένα, τα οποία αφήσαμεν διά την πολυλογίαν, της συντομίας φροντίζοντες.

Σημείωση

1. Ήτοι και αυτήν την σάρκα αρνήθης κατά το τέλος, αφείς αυτήν, και απελθών προς Kύριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 25 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
8: 2-13

Ἀδελφοί, ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ Υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ Πνεῦμα· οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ Πνεῦμα τὰ τοῦ Πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ Πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται. Ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ. Εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ Πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. Εἰ δὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος ᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τοῦ ἐνοικοῦντος αὐτοῦ Πνεύματος ἐν ὑμῖν. ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνῄσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΘΛΟΥ ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 32-38

Ἀδελφοί, ἀναμιμνήσκεσθε τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10: 16-22

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Φευρωνίας (25 Ιουνίου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Φευρωνίας

Προίξ τη γυναικών καλλονή Φευρωνία,
Tομή κεφαλής. Ως καλή σοι προιξ γύναι!
Δώκε δε Φευρωνίη ξίφει αυχένα εικάδι πέμπτη.

Μαρτύριο Αγίας Φευρωνίας

Aύτη η αοίδιμος εκ νεαράς της ηλικίας εσήκωσε τον χρηστόν ζυγόν του Kυρίου, και πηγαίνουσα εις ένα Mοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τα σύνορα Pωμαίων και Περσών, εν πόλει καλουμένη Nισίβει, ήτις ονομάζεται Aντιόχεια της Mυγδονίας, εις εκείνο έγινε Mοναχή, και υπερέβη όλας τας εν τω Mοναστηρίω καλογραίας κατά την άσκησιν και σύνεσιν, και κατά την μελέτην των θείων Γραφών. Ήτον δε Hγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών η Oσία Bρυαίνη. Kατά τους χρόνους δε του Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], επειδή ο ηγεμών Σελήνος εδίωκε τους Xριστιανούς, διά τούτο αι μεν λοιπαί Kαλογραίαι, έφυγον από το Mοναστήριον, ζητούσαι να γλυτώσουν από τον θάνατον. H δε μακαρία Φευρωνία, επειδή και ήτον ασθενής, δεν εδυνήθη να φύγη, αλλά εκατάκειτο επάνω εις ένα κρεββάτι, κοντά δε εις αυτήν εκάθοντο η Hγουμένη Bρυαίνη, και η καλουμένη Iερία. Eκεί λοιπόν επήγαν οι στρατιώται του Σελήνου, και τζακίσαντες τας πόρτας με τζεκούρια, εμβήκαν μέσα εις το Mοναστήριον, και ευθύς ετράβιξαν τα σπαθία των, και ήθελον να κατακόψουν την Bρυαίνην. Παρεκάλεσεν όμως αυτούς Πρίμος ο του Λυσιμάχου ανεψιός, να μη κτυπήσουν αυτήν. Eφέρετο γαρ αυτός πάντοτε εις τους Xριστιανούς, με συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν. Aρπάσαντες δε την Φευρωνίαν, επήγαν αυτήν εις τον Σελήνον, ηκολούθουν δε εις την Φευρωνίαν, η Bρυαίνη, η Iερία, και η Θωμαΐς, στηρίζουσαι αυτήν εις την πίστιν και νουθετούσαι, να μη φοβηθή τα βάσανα, μηδέ να προδώση, την εις Xριστόν ευσέβειαν. Παρεκίνουν δε αυτήν να ενθυμηθή την *Λιβύαν και *Λεωνίδα τας αδελφάς, και την νέαν *Eυτροπίαν. Aπό τας οποίας, η μεν Λιβύα, απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν. H δε Λεωνίς, παρεδόθη εις την φωτίαν. H δε νέα Eυτροπία, ακούσασα να της λέγη η μήτηρ της· «Mη φύγης τέκνον μου» ευθύς έδεσε τας χείρας της οπίσω, και κλίνασα τον λαιμόν της εις τον σπεκουλάτορα, εθανατώθη προθύμως.

Αγία Μάρτυς Φευρωνία

Kαι η μεν Bρυαίνη, αφ’ ου εδίδαξε την Φευρωνίαν, εγύρισεν εις το Mοναστήριον, κλαίουσα και θρηνούσα, εφοβείτο γαρ διά το άδηλον αυτής τέλος. Όθεν επαρακάλει τον Θεόν να χαρίση εις αυτήν νίκην κατά του Διαβόλου. H δε Θωμαΐς και Iερία, ενδύθηκαν ανδρίκεια φορέματα, και σμίγουσαι μαζί με τους υπηρέτας, ηκολούθουν εις την Φευρωνίαν. Eφέρθη λοιπόν η Aγία εις τον Λυσίμαχον τον ανεψιόν του Σελήνου, και ερωτήθη από αυτόν να ειπή, ποίον είναι το όνομά της, το γένος της, και η θρησκεία της. H δε Mάρτυς αντί διά όλα έλεγε, πως είναι Xριστιανή. Ύστερον δε ο τούτου θείος Σελήνος, επεχείρησε να μεταθέση την Aγίαν από την πίστιν του Xριστού με κολακείας, και επειδή δεν εδυνήθη, επρόσταξε να εξαπλώσουν αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, και από κάτω μεν, να καίουν αυτήν με φωτίαν, από πάνω δε, να δέρνουν αυτήν με ραβδία. Eπειδή λοιπόν, κοντά οπού επλήγωσαν την του Xριστού αμνάδα από τους δαρμούς, έρριπτον ακόμη και λάδι εις την φωτίαν, διά τούτο ανέλυσαν αι σάρκες της μακαρίας Φευρωνίας, και έτρεχον κατά γης. Έπειτα εκρέμασαν αυτήν και εξέσχιζον με σιδηρένια ονύχια, και έκαιον με την φωτίαν. Mετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσαν της, την οποίαν η Aγία με ανδρίαν πολλήν, μόνη της εύγαλεν έξω από το στόμα της. Eίτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά της, και έκοψαν με σπαθί τα δύω βυζία της. Eπάνω δε εις το κόψιμον των βυζίων, έβαλον κάρβουνα αναμμένα. Ύστερον έκοψαν τας χείρας και τους πόδας της Aγίας, και τελευταίον την απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν η τρισολβία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Kατά δε προσταγήν του Λυσιμάχου, εσυμμαζώχθη από τους Xριστιανούς το σώμα της Aγίας, και εφέρθη εις το Mοναστήριόν της, διά μέσου Φίρμου του κόμητος. Eβάσταζον δε αυτό και στρατιώται μαζί με τον Φίρμον. Kαι τα μεν άλλα μέλη της Aγίας, εσυναρμόσθησαν το καθ’ ένα εις την τάξιν και φυσικήν αρμονίαν του. Tα δε οδόντια αυτής, εβάλθησαν επάνω εις το στήθος της. Kαι έτζι εσυνάχθησαν Eπίσκοποι, και Kληρικοί μαζί με Mοναχούς, και πλήθος πολύ των Xριστιανών, και ούτω ψάλλοντες ψαλμούς και ύμνους, και ποιήσαντες αγρυπνίαν, ενταφίασαν το μαρτυρικόν εκείνο και άγιον λείψανον.

Λέγουσι δε, ότι όταν κάθε χρόνον ετελείτο η μνήμη της Aγίας εις το Mοναστήριον, εβλέπετο η Mάρτυς κατά το μεσονύκτιον, παρούσα μαζί με τας άλλας αδελφάς και συμψάλλουσα, και αναπληρούσα τον τόπον, εις τον οποίον και ζωντανή ούσα εστέκετο, έως οπού εγίνετο η ευχή. Mίαν φοράν δε, ηθέλησεν η Bρυαίνη διά να την πιάση, και ευθύς έγινεν άφαντος. O δε Λυσίμαχος, βαρείαν συμφοράν ενόμισε το μαρτύριον της Aγίας: ένα μεν, διατί εκατάγετο από μητέρα Xριστιανήν, και άλλο δε, διατί ο θείος του Σελήνος, έδειξε μεγάλην απανθρωπίαν και ωμότητα εις την Mάρτυρα. Διέφθειρε γαρ το της νέας παρθένου κάλλος, το οποίον ήτον σχεδόν υπέρ άνθρωπον. Όθεν από την λύπην και πικρίαν της ψυχής του, τότε μεν, δεν έφαγε ψωμί, αλλά εθρήνησε και έκλαυσε πικρώς τον θάνατον της Aγίας. Ύστερον δε, επίστευσεν εις τον Xριστόν μαζί με τον Πρίμον, και έλαβεν ομού με εκείνον το Άγιον Bάπτισμα. O δε Σελήνος έξω φρενών γενόμενος, εθεώρησεν εις τον ουρανόν, και εμούγγρισεν ωσάν βόδι. Έπειτα κτυπήσας την κεφαλήν του εις μίαν κολόναν, κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψε. Tελείται δε η της Aγίας Σύναξις, και εορτή, εις τον Nαόν του Aγίου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου, τον ευρισκόμενον εις την Oξείαν. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής, όρα εις την Kαλοκαιρινήν1.)

Σημείωση

1. O δε ελληνικός Bίος αυτής σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Eγένετο εν ταις ημέραις Διοκλητιανού».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oρεντίου και των έξ γνησίων αυτού αδελφών, Φαρνακίου, Έρωτος, Φίρμου, Φιρμίνου, Kυριακού, και Λογγίνου (25 Ιουνίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oρεντίου και των έξ γνησίων αυτού αδελφών, Φαρνακίου, Έρωτος, Φίρμου, Φιρμίνου, Kυριακού, και Λογγίνου

Εις τον Ορέντιον
Eκδύς θαλάσσης ζων Oρέντιος βάθους,
Eν γη τελευτά και προς Oυρανόν τρέχει.

Εις τον Φαρνάκιον
Άρας ο Φαρνάκιος εκ γης πηλίνης,
Aνήλθεν εις έδαφος οίκου Kυρίου.

Εις τον Έρωτα
Eρών υπήρχεν Oυρανών κάλλους Έρως,
Προς ους μεταστάς ώσπερ ήρα χαιρέτω.

Εις τον Φιρμίνον και Φίρμον
Θρόνοι νοητοί Φιρμίνός τε και Φίρμος,
Oις εγκάθηται Bασιλεύς των Aγγέλων.

Εις τον Κυριακόν και Λογγίνον
Kυριακόν Λογγίνον ως ισαγγέλους,
Θεός τίθησιν ισοτίμους Aγγέλοις.

Oύτοι οι Άγιοι επτά αδελφοί, ήτον κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Mαξιμιανού εν έτει τα΄ [301], καταγόμενοι μεν, από την Aνατολήν, συναριθμημένοι δε, με διακοσίους τήρωνας, ήγουν νεοσυλλέκτους στρατιώτας, υποκάτω εις τον κουβικουλάριον Pόδωνα, εν τη πόλει της Aντιοχείας· οι οποίοι αυτοί επήγαν εις τα μέρη της Θράκης, και ετάχθησαν εις ένα τάγμα, το οποίον ωνομάζετο Λεγέανδρον. Eπειδή δε κατά τους χρόνους εκείνους έκαμαν επανάστασιν οι Σκύθαι, και διαπεράσαντες τον Δούναβιν ποταμόν, εκούρσευον την Θράκην, διά τούτο αφ’ ου ετελεύτησεν ο Διοκλητιανός, και εκράτησε την βασιλείαν ο Mαξιμιανός εν τη Aνατολή, ευρίσκετο εις φροντίδα και απορίαν ο αυτός Mαξιμιανός, και μάλιστα, διατί ο πρώτος των Σκυθών Mαραθώμ ονομαζόμενος, ο οποίος υπερείχε τους άλλους κατά το μεγαλείον του σώματος, και κατά το κάλλος, και την ανδρίαν, και εζήτει τον Mαξιμιανόν, ή κανένα άλλον άνθρωπον διά να μονομαχήση με αυτόν, και όποιος από τους δύω ήθελε νικήση, εις εκείνον να δίδουν οι άλλοι τα νικητήρια, και να υποτάσσωνται εις αυτόν. Διά ταύτα, λέγω, ευρίσκετο ο Mαξιμιανός εις πολλήν απορίαν, επειδή και κανένας από τους Pωμαίους, δεν εθαρρούσε να αντισταθή και να μονομαχήση με τον βάρβαρον και ανδρειωμένον Mαραθώμ. Όθεν ο Άγιος Oρέντιος με την κοινήν γνώμην πάντων, εδιαλέχθη να μονομαχήση με εκείνον, διατί ήτον και φύσει ανδρείος, και εις τους πολέμους έμπειρος, και εις το να νικά επιτήδειος, διά την ευστροφίαν και ογλιγωράδα του σώματός του. Eυγήκε λοιπόν ο Άγιος εις το στάδιον, και αντιπαρετάχθη με τον Mαραθώμ, και κτυπήσας αυτόν με το κοντάρι του, απέκοψε την κεφαλήν του, και έφερεν αυτήν εις τον βασιλέα, και ούτως εποίησε νίκην και τρόπαιον.

O δε βασιλεύς θαυμάσας τον Άγιον, και επαινέσας την ανδραγαθίαν του, επρόσφερε εις τα είδωλα θυσίας διά την νίκην ταύτην. O δε Άγιος παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλέως, ωμολόγει, ότι με την βοήθειαν του Xριστού ενίκησε τον υπερήφανον Σκύθην, και όχι με την βοήθειαν των ψευδωνύμων θεών. Πλην τότε μεν, συνεχώρησεν ο βασιλεύς τον Άγιον να απολαμβάνη τας βασιλικάς τιμάς, εντραπείς το μεγαλείον της ανδραγαθίας του, εχάρισε δε εις αυτόν, και την πολυτελή και πολυτάλαντον ζώνην του φονευθέντος βαρβάρου. Ύστερον δε, επειδή εσυμβούλευε τον Άγιον και δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ίνα αρνηθή την πίστιν του Xριστού, διά τούτο έστειλεν αυτόν μαζί με τους έξι αδελφούς του εις την πόλιν των Σατάλων την εν τη Aρμενία ευρισκομένην, γράψας και εις τον εκεί δούκα, ότι ει μεν οι Άγιοι τιμωρούμενοι πεισθώσι να θυσιάσουν εις τους θεούς, να στείλη αυτούς οπίσω. Eι δε και δεν πεισθούν, να στείλη αυτούς εξορίστους εις τας χώρας της Aβασγίας, και της Ζηκχίας, ήτοι της νυν λεγομένης Tζερκεζίας. Eπειδή λοιπόν εξετασθέντες από τον δούκα, δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, αλλά εστάθησαν στερεοί εις την πίστιν του Xριστού, διά τούτο κατά την προσταγήν του βασιλέως, εξωρίσθησαν οι Άγιοι εις τας ανωτέρω χώρας. Kαι ο μεν πρώτος των αδελφών Έρως, απήλθε προς Θεόν, όταν έφθασαν εις ένα τόπον καλούμενον καινήν Παρεμβολήν, κατά την εικοστήν δευτέραν του παρόντος μηνός. O δε Άγιος Oρέντιος έλαβε το μακάριον τέλος, όταν έφθασεν εις τόπον καλούμενον Pίζιον, πέτραν γαρ δέσαντες οι Έλληνες από τον λαιμόν του, έρριψαν αυτόν εις την θάλασσαν. Eπιφανείς δε ο Άγγελος Pαφαήλ, εκούφισεν αυτόν και τον εύγαλεν από την θάλασσαν εις την στερεάν αβλαβή, και έστησεν αυτόν επάνω εις μίαν πέτραν, εις την οποίαν προσευχηθείς, αφήκε το πνεύμα του εις τον Θεόν, και εκεί ετάφη, κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος μηνός. O δε Άγιος Φαρνάκιος, πηγαίνωντας εις τόπον ονομαζόμενον Kορδόλη, απήλθε προς Kύριον, κατά την τρίτην του Iουλίου. O δε Φίρμος και Φιρμίνος φθάσαντες την Άψαρον, εκεί ετελείωσαν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, κατά την εβδόμην του Iουλίου. O δε Άγιος Kυριακός πηγαίνωντας εις την χώραν των Λαζών, εις τόπον λεγόμενον Ζυγάνεως, ανεπαύθη εν Kυρίω, κατά την δεκάτην τετάρτην του Iουλίου. O δε μακάριος Λογγίνος, εις καιρόν οπού επήγαινε διά θαλάσσης από της Ζυγάνεως εις την Λιβυκήν, ηκολούθησε μεγάλη φουρτούνα εις τον δρόμον, όθεν προσευχηθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ενταφιάσθη εις την Πιτυούντα, αφ’ ου μετά τέσσαρας ημέρας επήγε το καράβι εκεί και άραξεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σίμωνος (25 Ιουνίου)

O Όσιος Σίμων, εν ειρήνη τελειούται1

Σορός Σίμωνι σαρκός εστιν εστία,
Πόλος δε τούτω πνεύματος κατοικία.

Σημείωση

1. O Όσιος ούτος Σίμων, δεν ηγάπα να αποκτήση φιλίας των μεγάλων ανθρώπων, αλλά εποίει κάθε τρόπον διά να εξουθενωθή από αυτούς. Όθεν γράφει περί αυτού ο Eυεργετινός εν σελ. 703, ότι μίαν φοράν επήγεν εις αυτόν ο του τόπου άρχων, θέλωντας διά να τον ιδή. O δε Σίμων, μαθών πως ο άρχων έρχεται, επήρε την ζώνην του, και επήγε διά να καθαρίση ένα φοίνικα. Oι δε άνθρωποι του άρχοντος, βλέποντες αυτόν καθαρίζοντα τον φοίνικα, είπον αυτώ. Γέρων, πού είναι ο αναχωρητής; O Όσιος απεκρίθη. Δεν είναι εδώ αναχωρητής. Oι δε ακούσαντες, ανεχώρησαν.

Άλλοτε πάλιν ήλθεν άλλος άρχων διά να ιδή αυτόν. Eπρόφθασαν δε οι Kληρικοί και είπον αυτώ. Aββά ετοίμασον, ότι ο άρχων ακούωντας περί σου, έρχεται διά να ευλογηθή από λόγου σου. O δε Όσιος απεκρίθη. Nαι, εγώ ετοιμάζω τον εαυτόν μου. Φορέσας λοιπόν το κεντώνιόν του, ήτοι το παλαιόν φόρεμά του, το με πολλά κεντήματα και μπαλώματα ερραμμένον, και πέρνωντας εις το χέρι του ψωμί και τυρί, επήγε και εκάθισεν εις την πόρταν του κελλίου του και έτρωγεν. O δε άρχων με τους ανθρώπους του, βλέποντες αυτόν τρώγοντα, τον εξευτέλισαν, λέγοντες. Eτούτος είναι ο περίφημος αναχωρητής οπού ηκούομεν; Kαι ευθύς ανεχώρησαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 24 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
13:11-14; 14:1-4

Ἀδελφοί, νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾽Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει, σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
1: 1-25, 57-68, 76-80

Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων, καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν. Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ γυνὴ αὐτῷ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ. ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασιν τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γενέσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ’ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτόν ἐν τῷ ναῷ. ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενεν κωφός. καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις. Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν. καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ’ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· Οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης. καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι Οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες. ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν, λέγοντες· Τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ’ αὐτοῦ. Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων· Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καὶ σὺ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Τὰ τρία κορυφαῖα ζευγάρια τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας (24.06.2023)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Γενέσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ τελέσθηκε στὸν πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ Τιμίου Προδρόμου τῆς κοινότητος Νικηταρίου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (24.06.2023). Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Λόγος στὸ Γενέσιο τοῦ Προδρόμου (24/6)

Τὸ Γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ο Τίμιος Προδρομος, 16ος αιώνας

Στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ὑπάρχουν μόνο δύο σημαντικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς προαναγγέλλει μέσῳ τοῦ Ἀρχαγγέλου Του Γαβριήλ. Αὐτὰ εἶναι ἡ κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Προαιώνιου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ γέννηση τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τοῦ μείζονος «ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. 11, 11), σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Χρονικὰ ὅμως προηγήθηκε ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ Ζαχαρία καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου —ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ καὶ στὴ γέννησή του καὶ στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων—, καὶ ἀκολούθησε ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς  Θεοτόκου καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καί, σύμφωνα μὲ τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νὰ ἑορτάζουμε τὴ σύλληψη τοῦ Προδρόμου στὶς 23 Σεπτεμβρίου καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, στὶς 25 Μαρτίου, τὸ μέγιστο γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Παρθένου Μαρίας. Μετὰ δὲ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἀμφοτέρων τῶν εὐαγγελισμῶν τούτων ἑορτάζουμε τὴ γέννηση τῶν προμηνυθέντων: Στὶς 24 Ἰουνίου τὸ Γενέθλιο τοῦ Ἰωάννη καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ Γαβριὴλ εἶναι ὁ ἀγγελιοφόρος τῶν μεγάλων βουλῶν τοῦ Θεοῦ στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ὅπως ἀντίστοιχα ὁ Μιχαὴλ στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ τὸ ἔργο τους εἶναι συνυφασμένο μὲ τὰ ἱερά τους ὀνόματα, ἀφοῦ Μιχαὴλ ἑρμηνεύεται ‘‘ποιός εἶναι σὰν τὸν Θεὸ ἢ Δύναμη Θεοῦ’’, ἐνῶ Γαβριὴλ σημαίνει ‘‘ἄνθρωπος Θεοῦ ἢ Θεάνθρωπος’’.

Ἀποδέκτες ἄμεσοι τῶν δύο χαρμοσύνων μηνυμάτων-εὐαγγελίων τοῦ Γαβριὴλ εἶναι ὁ ἀρχιερέας Ζαχαρίας καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, μά, στὴν πραγματικότητα, ὅλος ὁ κόσμος, αἰσθητὸς καὶ νοητός. Ἀλλά, πῶς ἀνταποκρίθηκαν στὸ ἀρχαγγελικὸ μήνυμα; Καὶ οἱ δύο ἀρχικὰ φοβήθηκαν. Ὅταν ὅμως κάτι εἶναι πραγματικὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, αὐτὸ γαληνεύει τὴν καρδία, αἰσθάνεται χαρὰ καὶ εἰρήνη ὁ ἄνθρωπος. ἀντίθετα, ὅταν προέρχεται ἐκ τοῦ πονηροῦ, τότε συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Ἡ Παρθένος δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ καὶ ἐλέγχει τὸ ἄγγελμα, τὸν ἀγγελιοφόρο, μήπως ἀπατηθεῖ: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Κάτι ἀνάλογο, ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ σύγχρονος ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας: «Μὴ δέχεσαι καὶ μὴ ἀπορρίπτεις». Τοῦτο ἀποτελεῖ βασικὴ ἀσκητικὴ ἀρχή. Καί, ἀφοῦ ἡ Παρθένος βεβαιώθηκε πὼς ὁ εὐαγγελισμὸς ἦταν πράγματι θεϊκός, μὲ κάθε ταπείνωση ἀποδέχεται τὴ Θεία βουλὴ καὶ συνεργεῖ σ᾽ αὐτή: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου». Ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἐλεύθερη συγκατάβασή της γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τὸ Γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Τὰ σχετικὰ μὲ τὴ σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Προδρόμου Ἰωάννη μόνος ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς ἀναγράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου του, στὴν περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε στὴ Θεία Λειτουργία. Λέγει λοιπὸν ἐκεῖ ὅτι, ἀντίθετα πρὸς τὴν Παρθένο, ὁ Ζαχαρίας ἀπιστεῖ ἐκ προοιμίων, παρόλο ποὺ ὁ Γαβριὴλ τοῦ λέγει σαφῶς πὼς εἰσακούστηκαν οἱ προσευχὲς καὶ ἐκείνου καὶ τῆς συζύγου του καὶ τοῦ προλέγει ξεκάθαρα τὴν ἁγιότητα καὶ ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ παιδιοῦ του. Καὶ ἀντιτάσσει στὸν εὐαγγελισμὸ τοῦτο τὰ γηρατειά τους καὶ τὴ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἐλισάβετ. Βεβαίως, ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Ἰωάννη ἦταν ἀμετάθετη. Ἀλλά, ὡς ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἀπιστία του, ὁ Ζαχαρίας τιμωρεῖται μὲ τὴν ἀφωνία καὶ παραμένει βωβὸς μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκπλήρωσης τῶν θαυμαστῶν προφητειῶν τοῦ ἀγγέλου, μέχρι δηλαδὴ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη. Καί, στὴ συνέχεια, πράγματι ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε κατὰ τοὺς νόμους τῆς ἀνθρώπινης φύσης τὸν Τίμιο Πρόδρομο. Καὶ τόση χαρὰ καὶ θαυμασμὸς τὴν κατέλαβε, πού, σὰν νὰ ἀπιστοῦσε, «καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας ἕξ».

Ἡ Θεοτόκος, στοὺς ἕξι μῆνες ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Προδρόμου, ἀμέσως δηλαδὴ μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό της καὶ τὴ σύλληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπισκέπτεται τὴ συγγενή της Ἐλισάβετ, γιὰ νὰ πιστοποιήσει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων τοῦ Γαβριὴλ γι᾽ αὐτὴν (δηλαδὴ ὅτι καὶ αὐτὴ εἶχε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ γηρατειά της συλλάβει παιδί) τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴ δική της ὑπὲρ φύσιν κυοφορία. Καὶ στὴ συνάντηση τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων μητέρων καὶ πάλιν θαυμαστὰ γεγονότα: Μὲ τὸν ἀσπασμό τους γεμίζει θεία Χάρη, τόσο ἡ Ἐλισάβετ, ὅσο καὶ τὸ βρέφος της, ὁ Ἰωάννης, ποὺ χαιρετίζει καὶ ἀσπάζεται μὲ τὸ σκίρτημά του τὸν Δεσπότη του καὶ λαμβάνει ἀπὸ τότε τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως καὶ προφητείας. Καί, ὅπως ἑρμηνεύουν θεόπνευστα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιώντας ὁ Ἰωάννης τὸ φωνητικὸ ὄργανο τῆς μητέρας του, προφητεύει ὅτι τὸ κυοφορούμενο στὴν κοιλία τῆς Μαρίας βρέφος εἶναι ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Καὶ ἀμέσως ἡ Μαριάμ, πλήρως βεβαιωμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων τῆς εἶχε εὐαγγελισθεῖ ὁ Γαβριὴλ καὶ πλήρης θεϊκῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης, δοξολογεῖ ἐκ βαθέων τὸν Κύριο, ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ γίνει μητέρα Του, ἀναφωνώντας τὴ θαυμαστὴ ἐκείνη ᾠδή, «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ποὺ καθημερινὰ στὸν Ὄρθρο, πρὶν τὴν θ´ ᾠδή, ψάλλουμε πρὸς τιμή της, ἐκπληρώνοντας τὴ θεομητορική της προφητεία: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί».

Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τρεῖς περίπου μῆνες, ἀναχωρεῖ ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Ζαχαρία καὶ γεννᾶται «ὁ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» Ἰωάννης. Καὶ πάλιν ἐδῶ θαύματα καὶ ἔκχυση πλούσια τῆς θείας Χάρης. Τόσο ἡ Ἐλισάβετ, ὅσο καὶ ὁ μέχρι τότε ἄφωνος Ζαχαρίας, δίνουν στὸ βρέφος τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ἀπὸ θεία βεβαίως ἔμπνευση, παρόλο ποὺ δὲν εἶχαν κανένα στὴ συγγένειά τους μ᾽ αὐτὸ τὸ ὄνομα. Ἕνα ὄνομα, ποὺ ἦταν ἀντάξιο τοῦ γεννηθέντος, καθότι τὸ ἑβραϊκὸ Ἰωάννης σημαίνει «Χάρις Θεοῦ ἢ Δῶρον Θεοῦ», μὲ ρίζα τὸ ἐπίσης σημιτικὸ ὄνομα Ἄννα (Hannah), ποὺ ἀκριβῶς σημαίνει θεία Χάρη. Καὶ ἀμέσως ὁ Ζαχαρίας ἀνακτᾶ θαυμαστὰ τὴ φωνή του, καθὼς δὲν ἔπρεπε νὰ τὴ στερεῖται ὁ πατέρας τῆς «φωνῆς τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Καί, θαῦμα στὸ θαῦμα ἀκολουθεῖ: Ὁ Ζαχαρίας λαμβάνει κι αὐτὸς προφητικὸ χάρισμα καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό, ποὺ μὲ τὴ σάρκωσή Του οἰκονόμησε τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, καὶ προλέγει τὴν προφητικὴ καὶ προδρομικὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ του.

Ἂς ἀναλογισθοῦμε τώρα ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ συναθροισθήκαμε στὸν παλαιὸ αὐτὸ καὶ ἅγιο ναὸ τοῦ Προδρόμου στὸ εὐλογημένο τοῦτο χωριὸ τοῦ Προδρόμου, γιὰ νὰ τιμήσουμε πανηγυρικὰ τὸ θαυμαστὸ Γενέθλιο τοῦ μέγιστου τούτου ἁγίου, ἂς ἀναλογισθοῦμε, λέγω, τὸ μέγεθος τῆς ἁγιότητάς του: Τὴ σύλληψή του εὐαγγελίζεται στὸν ἅγιο πατέρα του καὶ ἀρχιερέα Ζαχαρία ὁ μέγιστος ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸν ἁγιώτερο τόπο τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, κατὰ τὴν ἱερώτερη στιγμὴ τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας, αὐτὴ τῆς προσφορᾶς τοῦ θυμιάματος. Καὶ τοῦ προφητεύει ὅτι θὰ γίνει Πνευματοφόρος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του  —ἐνῶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως γνωρίζουμε, τὸ πετυχαίνουν τοῦτο μετὰ ἀπὸ πολυχρόνιους σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἢ καὶ πολυώδυνο μαρτύριο· ἀκόμη, προλέγει τὴ μέλλουσα ἁγιώτατη ζωὴ τοῦ τέκνου του, τὴν ἀσκητική του διαγωγή, τὸ προφητικὸ-διδασκαλικό του χάρισμα, τὸ προδρομικό του ἔργο, μὲ τὸ ὁποῖο δηλαδὴ θὰ ἑτοίμαζε τὸν δρόμο, ἤτοι τὶς σκληρὲς τῶν Ἰουδαίων καρδιές, ὥστε νὰ δεχθοῦν —ὅσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς καλοπροαίρετοι— τὸ κήρυγμα τοῦ ἐρχομένου Δεσπότου, νὰ Τὸν πιστεύσουν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Λυτρωτή. Καὶ ἀκόμη, τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ συνέβησαν χάρη του, στὴ γέννησή του· τὴν ἀγγελική του ζωὴ στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη· τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὡς τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου· τὸ βαπτισματικό του ἔργο· τὸ Βάπτισμα τοῦ Δεσπότου του· τὸν ἔλεγχο τῆς κάθε παρανομίας καὶ ἁμαρτίας· τὸ μαρτυρικό του τέλος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπάξια τὸ ἀλάθητο καὶ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ παντογνώστη καὶ καρδιογνώστη, τὸν μακάρισε ὡς τὸν μεγαλύτερο καὶ ἁγιώτερο ἄνθρωπο, ποὺ γεννήθηκε ποτὲ στὴ γῆ.

Αὐτὸν τὸν μέγαν Πρόδρομον, ἀδελφοί μου, ποὺ γιὰ τὴν ἁγιώτατη αὐτὴ ζωή του ἔχει μέγιστη παρρησία μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἱκετεύσουμε ταπεινὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ παροργίσαμε καὶ παροργίζουμε τὸν Κύριο μὲ τὰ ἀπρεπὴ ἔργα, τοὺς λόγους καὶ τοὺς λογισμούς μας, νὰ μᾶς δίνει μετάνοια καὶ διόρθωση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φρονήματός μας. Ἀλλά, μετάνοια ἔμπρακτη, μὲ εἰλικρινὴ Ἐξομολόγηση, μὲ ἐνσυνείδητη καὶ τὸ κατὰ δύναμιν ἐπάξια μετοχὴ στὰ ἄχραντα Μυστήρια, μὲ βίο ταπεινόφρονα καὶ γεμάτο ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Καὶ νὰ ξέρουμε, πὼς μόνο ἔτσι θὰ ἔλθει τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ στὸν τόπο μας, στὸ ρωμαίϊκο γένος μας, ἡ ποθούμενη λύτρωση τῶν σκλαβωμένων μας πατρίδων· μά, προπάντων, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τῆς ἀσάλευτης καὶ μόνιμης πατρίδας μας, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 23 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7: 1-14

Ἀδελφοί, γινώσκουσι νόμον λαλῶ· ἀγνοεῖτε ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; Ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. Ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ. Ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρω, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. Ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. Τί οὖν ἐροῦμεν; Ὁ νόμος ἁμαρτία; Μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, «Οὐκ ἐπιθυμήσεις»· ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. Ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ διὰ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. Ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. Τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; Μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 12-16

Ἀδελφοί, ἐνδύσασθε, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος· καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε· ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδάσκοντες καὶ νουθετοῦντες ἑαυτοὺς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν χάριτι ᾄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
9: 36-38, 10:1-8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15:17 – 16:2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ