Αρχική Blog Σελίδα 58

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Τὰ ἐπίγεια ἔχουν τέλος, τὰ οὐράνια εἶναι αἰώνια… (23.02.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Ὁδηγήτριας τῆς κοινότητος Παλαιομετόχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς (23.02.2025).

Ψάλλει ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Μόρφου Νεόφυτος: «Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων» (06.02.2025, 42η Σύναξη Διαλόγου, Πάφος)

Ἡ ΜΒ΄ (42η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου «Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων» μὲ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, μὲ θέμα «Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων» πραγματοποιήθηκε στὶς 6 Φεβρουαρίου, 2025 στὸν ἱερὸ ναὸ Ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Παύλου στὴν Πάφο στὸ πλαίσιο τῆς σειρᾶς ὁμιλιῶν «Ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Πνευματικῆς Παραδόσεως», ποὺ διοργανώνει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Πάφου.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: «Εγώ θα πάω στο Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται». Ο μαθητής ήρωας που εκτελέσθηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά»

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Στα λόγια τα καταφέρνουν πολλοί. Πόσοι όμως έκαναν τα γραπτά τους πράξη; Πόσοι είχαν το θάρρος ενός νεαρού μαθητή, που επέλεξε να μετακομίσει στα 18 του χρόνια στο «Πάνθεον των Ηρώων»;

Ο νεαρός ήρωας του αγώνα της ΕΟΚΑ, οραματιστής και ποιητής ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του αστυνομικού Μιλτιάδη Θεοδώρου από τη Λάπηθο Λάρνακας κι εγγονός του Θεόδωρου Παλληκαρά απ’ τον οποίο πήρε το επίθετό του ο ήρωας. Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη. Στην οικογένεια του Ευαγόρα ανήκει –δεύτερος ξάδερφος– και ο ήρωας Στέλιος Μαυρομμάτης, απαγχονισθέντας ήρωας της ΕΟΚΑ.

Από το σχολείο άρχισε να φαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, δημιουργεί τη σχολική εφημερίδα της τάξης του την οποία γράφει σχεδόν ολόκληρη μόνος του. Το Φθινόπωρο του 1950 εγγράφεται στο Γυμνάσιο στο Κτήμα, καθώς μετακόμισαν εκεί οι γονείς του το 1949. Εκείνη την εποχή ξεκινά να γράφει στίχους. Πέρασε τις 6 τάξεις του Δημοτικού σχολείου με άριστα. Πάντα ο ίδιος, ντροπαλός, φιλότιμος, σοβαρός και ήρεμος. Η φυσική του Εξυπνάδα τον κάνει να ξεχωρίζει γρήγορα. Το ύφος του ευγενικό, λεπτό, τονίζεται από τη ζωηρότητα της εφηβική ηλικίας και αφήνει στις μνήμες των συμμαθητών του και των άλλων που τον γνώρισαν, ανεξίτηλες εντυπώσεις.

Η μανία του για τους στίχους ήταν μεγάλη. Δεν άφηνε τετράδιο ή περιθώριο βιβλίου που να μη το γεμίσει με στίχους. Συνολικά μας άφησε γύρω στα 500 ποιήματα και πολλές δεκάδες σελίδες πεζών και επιστολών. Τα ποιήματα του μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε σε πατριωτικά, θρησκευτικά, εύθυμα–σατιρικά και ερωτικά. Σε αυτά τα τελευταία, που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής ξεχωρίζει…:

Την Ελλάδα αγαπώ, αλλά και σένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Σαν μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε έντονα τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθεια της να κρατήσει το ελληνικό λάβαρο της ελευθερίας ψηλά, ζώντας κάτω από τον ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι «ουδέποτε» θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους. Πίστευε ακράδαντα στον δίκαιο του αγώνα της Κύπρου και η όλη πορεία του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα, στα 13 του χρόνια, από το ιστορικό Δημοψήφισμα του 1951 με την αξίωση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με την μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα.

Την 1η Απριλίου 1953 ο Ευαγόρας πρωταγωνιστεί σε διάφορες διαδηλώσεις κατά των Άγγλων. Συγκεκριμένα στις 2 Ιουνίου θα γινόταν η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και σε όλες τις αποικίες γίνονταν προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» κατεβαίνει η ελληνική σημαία και αναρτάται η αγγλική, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές. Παραμονή της στέψης οι μαθητές της Πάφου και οι φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου οργάνωσαν διαδήλωση μ’ αίτημα να υποσταλεί η αγγλική σημαία και να εκκενωθεί το γήπεδό τους από στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο 15χρονος τότε Βαγορής αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και ξεσκίζει την αγγλική σημαία, την οποία οι άλλοι μαθητές ξεσκίζουν κι αυτοί με την σειρά τους και της βάζουν φωτιά. Ήταν η υπογραφή της πρώτης επαναστατικής του πράξης. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων. Οι μαθητές και το πλήθος συγκρούονται με την αστυνομία η οποία ενισχύεται από Τούρκους. Ο διοικητής στέλνει διαταγή να αποσυρθούν οι αστυνομικοί γιατί δεν έπρεπε η στέψη της βασίλισσα να αμαυρωθεί με αίμα. Έτσι οι μαθητές ελεύθεροι τώρα ορμούν σαν χείμαρρος και παρασύρουν ο,τι είχε σχέση με τους εορτασμούς για την στέψη. Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος όπου δεν γιορτάστηκε η στέψη. Ο Ευαγόρας συνελήφθηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος λόγω της μικρής του ηλικίας.

Τον Ιανουάριο 1955 προσάγεται σε δίκη και του επιβάλλεται πρόστιμο 10 Λιρών γιατί συμμετείχε σε μαθητική διαδήλωση για την απελευθέρωση των συλληφθέντων μελών πληρώματος του πλοιαρίου Άγιος Γεώργιος που κουβαλούσε στην Κύπρο όπλα για τον αγώνα που θα άρχιζε.

Το καλοκαίρι του 1955, ο Ευαγόρα πραγματοποίησε το μεγάλο του όνειρο: να επισκεφθεί την ελεύθερη πατρίδα (την Ελλάδα) με την καθιερωμένη εκδρομή των μαθητών της προτελευταίας τάξης του σχολείου του. Και γράφει:

Αύριο ξεκινούμε για την πατρίδα,
γιαλούς θε να περάσουμε και στεριά.
Μαζί μας θε να πάρουμε την ελπίδα
ταχιά πως θα μας έρθη κι η Λευτεριά.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Κι όταν γύρισε –πολλοί συμμαθητές του είχαν μείνει στην Ελλάδα για να τελειώσουν το Γυμνάσιο– κι η μητέρα του τον ρώτησε γιατί δεν προτίμησε να μείνει κι αυτός αποφεύγοντας τόσους κινδύνους της επαναστατημένης Κύπρου, η απάντηση του ήταν: «Εγώ δεν πήγα για να μείνω. Χρειάζομαι εδώ!!!».

17 Νοεμβρίου 1955. Ο Ευαγόρας πήρε το δρόμο για το σχολείο. Στον περίβολο του γυμνασίου, όλοι οι μαθητές συγκεντρωμένοι και κραυγάζοντας συνθήματα επέμεναν να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν…είχε κιόλας διαδοθεί από μέρες πως οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολούν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο πατέρας του Ευαγόρα έφτασε βιαστικός στο γυμνάσιο…βρήκε τον Ευαγόρα και του ζήτησε να πάει σπίτι. Ο Ευαγόρα υποσχέθηκε να υπακούσει…ο πατέρας προχώρησε προς το σπίτι αλλά στον δρόμο τον πλησίασε ένας μαθητής και του είπε φοβισμένα: «Τον Ευαγόρα τον συλλάβανε, σαν πήγαινε σπίτι!»

Από την έναρξη του αγώνα τον Απρίλιο του 1955, σε ηλικία 17 χρόνων, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ, όπου συμμετέχει σε επιχειρήσεις δολιοφθορών κατά κυβερνητικών κτηρίων.

Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν μια διαδήλωση από τις γνωστές που οργάνωνε η ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ) ως αντιπερισπασμό. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο πατέρας του Ευαγόρα έφτασε βιαστικός στο γυμνάσιο…βρήκε τον Ευαγόρα και του ζήτησε να πάει σπίτι. Ο Ευαγόρας υποσχέθηκε να υπακούσει…ο πατέρας προχώρησε προς το σπίτι αλλά στον δρόμο τον πλησίασε ένας μαθητής και του είπε φοβισμένα: «Τον Ευαγόρα τον συλλάβανε, σαν πήγαινε σπίτι!». Ο Ευαγόρας είχε επιτεθεί και τραυματίσει δυο στρατιώτες αγγλικής περιπόλου που είχαν συλλάβει και κακοποιούσαν έναν μαθητή γυμνασίου. Ο Βαγορής οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγές.
Στις 19 Νοεμβρίου 1955 δικάζεται και του επιβάλλεται πρόστιμο 30 λιρών ως εγγύηση. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου 1955. Ήταν η αρχή του τέλους.

Την παραμονή της μέρας που ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης θα εμφανιζόταν μπροστά στον Άγγλο δικαστή…πλησίασε τον πατέρα του: «Πατέρα, αύριο είναι η δίκη μου. Ξέρω ότι από το δικαστήριο θα γλιτώσω, μα η αστυνομία θα με συλλάβει και θα με στείλει στο Κάστρο. Εγώ στη φυλακή δε μπορώ να μείνω. Αν δε μπορέσω να δραπετεύσω, θα σκοτώσω κανέναν από τους φρουρούς και θα με σκοτώσουν. Προτιμώ να φύγω, να βγω στο βουνό». Τι μπορούσε να πει και ποια θα ταν η απόφαση του πατέρα μπροστά σε τούτη την αποφασιστική δήλωση του παιδιού του; Είδε πως ο κύβος ερρίφθη…«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να σαι τίμιος και ηθικός…πήγαινε στην ευχή μου!»…

Μα είχε κάτι άλλο να κάνει πριν πάρει τις ανηφοριές. Εκτός από τον πατέρα του, είναι το σχολείο του, την τάξη του, τους συμμαθητές του να αποχαιρετήσει. Μα είναι απόγευμα και κανένας τούτη την ώρα δε βρίσκεται εκεί. Κι αύριο θα ναι πολύ αργά. Έτσι ο αποχαιρετισμός πρέπει να γίνει γραπτός…μπαίνει στην αδειανή αίθουσα της τάξης του…αφήνει πάνω στην έδρα ένα χαρτί, με τίτλο «Εγερτήριο σάλπισμα» και τρέχει…ν΄ ανέβει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς…

Το πρωί οι συμμαθητές του διαβάζουν:

Παλιοί συμμαθηταί. Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα μέσ’ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ‘χω παρέα μόνη κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ, θα μπω σ’ ένα παλάτι, το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μέσ’ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο, βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ’ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,

ας πάρει μιαν ανηφοριά,
ας πάρει μονοπάτια,
να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα με’ βρει εκεί.

Ευαγόρας Παλλικαρίδης 5.12.1953

Στο βουνό περνά κάθε μέρα ώρες ατέλειωτες κλεισμένος σε κρησφύγετα μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Τις νύχτες ατέλειωτες πορείες, συναντήσεις με άλλες αντάρτικες ομάδες, διανυχτερεύσεις σε σπίτια φιλόξενων πατριωτών, αποστολές.

Την 28η Μαΐου 1956, η ομάδα του Ευαγόρα στήνει ενέδρα στο χωριό Κινούσα σε αγγλικά καμιόνια κι αφήνει στον τόπο τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Συμμετέχει στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών σταθμών Στρουμπιού και Παναγιάς.

Στις 26 Ιουνίου 1956 η ομάδα του στήνει ενέδρα στο χωριό του, την Τσάδα όπου σκοτώνονται τρεις Άγγλοι στρατιώτες. Το καλοκαίρι εκείνο ο Ευαγόρας βρίσκεται επικηρυγμένος για 5.000 Λίρες.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 απαγχονίζονται οι αγωνιστές Μαυρομάτης, Κουτσόφτας, Παναγίδης.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1956 η ομάδα του Ευαγόρα ειδοποιεί τους Άγγλους παραπλανητικά στη Λυσσό για δήθεν εγκαταλελειμμένη βόμβα κι ενώ οι Άγγλοι πλησιάζουν στο χωριό πλήττονται από βόμβα που είχε τοποθετηθεί από την ομάδα σε δέντρο δίπλα στο δρόμο κι αφήνουν τέσσερις νεκρούς και είκοσι τραυματίες.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν με ζώα, όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν αλλά ο ίδιος συνελήφθη.
Στην κατοχή του είχε ένα πυροβόλο Μπρεν χωρίς σφαιροθήκη, το οποίο σύμφωνα με την μαρτυρία Άγγλου ειδικού εμπειρογνώμονα, στη διάρκεια της δίκης του, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Επίσης κουβαλούσε 3 γεμιστήρες γεμάτες. Την ώρα της σύλληψής του, δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου». Τον μεταφέρουν στο Κτήμα, στο στρατόπεδο «Δασούδι» όπου τον βασανίζουν. Ο Ευαγόρας δεν λυγίζει. Στις αρχές Ιανουαρίου 1957 τον μεταφέρουν στον αστυνομικό σταθμό Κτήματος όπου του ζητούν να αποκαλύψει άτομα και οπλισμό. Δεν υποκύπτει και πάλι στις πιέσεις και μεταφέρεται στις Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, κατηγορούμενος για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και η δίκη ορίζεται για τις 14 Φεβρουαρίου και η υπόθεση του παραπέμφθηκε στο «Ειδικό Δικαστήριο» για τις 25 Φεβρουαρίου. Η δίκη υπήρξε συνοπτική.

Στη δίκη του ο Παλλικαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις του παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο:

Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.

Ο δικαστής Σω ανακοινώνοντας την απόφαση, του είπε: «Ο νόμος προνοεί μόνο μια ποινή. Την ποινή του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον».

Την επόμενη μέρα της καταδίκης του Παλληκαρίδη οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτιγκ με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια γιγαντιαία προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν αν ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτιγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος. Ο Ευαγόρας δεν πτοείται. Στις 16 μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον απαγχονισμό του, εντυπωσίασε τους πάντες για την εγκαρτέρησή του, την αταλάντευτη πίστη του, στο σκοπό για τον οποίο θα έδινε την ζωή του και για την ηθική ενίσχυση που πρόσφερε στους δικούς του και στους συγκρατούμενους του. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:

Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.

Η αγχόνη στα φυλακισμένα μνήματα

Η εντολή του δικαστηρίου εκτελέσθηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, στις 12:02 ακριβώς…
O 18χρονος έφηβος στάθηκε περήφανα κάτω από τη μακάβρια θηλιά, αντάλλαξε χειραψία με τους εκτελεστές του και η βροντερή φωνή του έσπασε τη σιωπή της νύχτας και των φυλακών και σε πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο…
Σε λίγο ακούγεται να βροντοφωνάζει:

Γεια σας αδέλφια… Γεια σας λεβέντες… Ελπίζω να ‘μαι ο τελευταίος που εκτελούν… Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος.

Οι συγκρατούμενοι του φωνάζουν: «Θάρρος Παλληκαρίδη, θάρρος Παλληκαρίδη».
Ο ίδιος ανταπαντά:

Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος…

Απόλυτη ησυχία…
Αυτή τη σιγή σπάζει το τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης.
12:02. Ο 18χρονος Βαγορής πέρασε στην αθανασία. Βρήκε την «γη των ηρώων», ενώ ευχή του έγινε πραγματικότητα… Ήταν ο νεαρότερος από τους εννέα απαγχονισθέντες, αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.

Η εκτέλεση του Ευαγόρα, προκάλεσε παγκόσμια κινητοποίηση και κατακραυγή κατά των Άγγλων. Η κατακραυγή αυτή, απέτρεψε τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.

«Θυμάμαι, σα να ήταν χθες», αναπολεί συγκινημένη η αδελφή του Ευαγόρα, κυρία Μαρούλα Βρυωνίδη – Παλληκαρίδη, «εκείνο το κρύο και μουντό απόγευμα της 13ης Μαρτίου του 1957. Ήταν η τελευταία επίσκεψή μας στον Ευαγόρα. Τον βρήκαμε όρθιο στο κελί του, πίσω από την κλειστή πόρτα. Μας χώριζε πυκνό σύρμα. Στεκόταν ευθυτενής και σίγουρος, έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτό που θα συνέβαινε σε λίγες ώρες… το θάνατο. «Δεν θέλω να κλάψετε, ούτε να στεναχωριέστε», μας είπε. «Εγώ θα πάω στο Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».
Ζητήσαμε από τους φρουρούς να μας ανοίξουν, για ένα τελευταίο αγκάλιασμα, ένα τελευταίο φιλί. Όμως η απάντηση ήρθε σκληρή: «Δεν επιτρέπεται».

Οι Άγγλοι αποικιοκράτες δεν τόλμησαν να παραδώσουν τη σορό του στους γονείς του για να την κηδέψουν. Φοβούνταν γενικό ξεσηκωμό του Κυπριακού Λαού στο ξόδι του. Την έθαψαν στο νεκροταφείο, στα «Φυλακισμένα Μνήματα» στην Λευκωσία, που έφτιαξαν μέσα σας φυλακές και στον ίδιο τάφο που έντεκα μέρες πριν είχαν θάψει το σταυραετό του Μαχαιρά, το θρυλικό Γρηγόρη Αυξεντίου.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα,
Μες της κρεμάλας τη θηλιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας .
Η μάνα του ήταν μακριά, κι ο κύρης του δεμένος,
Οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
Κι η νια που τον ορμήνευε δεν είδε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σχολείο ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι μπαίνουμε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άτακτη κι η Τρίτη που διαβάζει
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.

-Παρόντες όλοι;
-Κύριε ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
-Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι
Αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάνει,
Να πέσουν μ’ αναφιλητά αυτοί κι όλη η τάξη.
-Παλληκαρίδη Άριστα, Ευαγόρα πάντα πρώτος
στους πρώτους πρώτος, άγγελε, πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες, της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού σου σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα’ πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
Που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
Έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό παντοτινά γεμάτο…

Πηγή: https://adiotos.wordpress.com/

Μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του εν Aγίοις πατρός ημών Nικηφόρου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως (13 Μαρτίου)

Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ομολογητής

Tω αυτώ μηνί IΓ΄, η ανακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις πατρός ημών Nικηφόρου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως

Nίκης εορτήν η Πόλις Nικηφόρε,
Δοχήν άγει σου λειψάνου Nικηφόρου.
Xους τρισκαιδεκάτη Nικηφόρου άστυ εσήχθη.

Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ομολογητής

Aφ’ ου εκαθηρέθη από τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως ο ψευδοπατριάρχης, μάλλον δε μαντιάρχης Iωάννης ο παράνομος, ανεβιβάσθη εις τον θρόνον αυτής ο αγιώτατος Πατριάρχης Mεθόδιος εν έτει ωμγ΄ [843], ο οποίος μαζί με τα άλλα αυτού κατορθώματα, εκατώρθωσε και τούτο, και είπε τα λόγια ταύτα εις τους βασιλείς Mιχαήλ και Θεοδώραν την μητέρα του. Δεν είναι δίκαιον να μη φερθή μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν το τίμιον και ιερόν λείψανον του αιδεσίμου και πανοσίου εν Πατριάρχαις Nικηφόρου, ο οποίος διά την Oρθόδοξον και αμώμητον πίστιν, εξωρίσθη από τον πατριαρχικόν θρόνον, και ετελείωσε την ζωήν του εις την εξορίαν. Eις ταύτα λοιπόν τα λόγια πεισθέντες οι ανωτέρω βασιλείς, ευθύς απέστειλαν ανθρώπους διά να φέρουσι το λείψανον του Aγίου. Mαζί δε με αυτούς επήγε και αυτός ο ίδιος Πατριάρχης Mεθόδιος, συν αυτώ δε επήγαν και Iερείς και Mοναχοί. Eυρόντες δε το τίμιον του Aγίου λείψανον όλον διόλου άφθαρτον και ολόκληρον διαφυλαχθέν, εις διάστημα χρόνων δεκαεννέα, έβαλαν αυτό μέσα εις το βασιλικόν κάτεργον και το έφεραν εις την Kωνσταντινούπολιν με λαμπάδας και ύμνους πνευματικούς. Όταν δε το κάτεργον επέρνα το πέραμα της ακροπόλεως, τότε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος βαστώντες λαμπάδας εις τας χείρας, επροϋπαντούσαν το άγιον λείψανον και ησπάζοντο. Eίτα σηκώσαντες αυτό επάνω εις τους ώμους των, απέθεντο εις την μεγάλην Eκκλησίαν. Eκεί δε ποιήσαντες αγρυπνίαν, τω πρωί επήραν πάλιν αυτό εις τους ώμους των, και το έφερον εις τον Nαόν των Aγίων Aποστόλων των μεγάλων, κατά την τρισκαιδεκάτην ταύτην του παρόντος μηνός, κατά την οποίαν ταύτην ημέραν επήγε και εις την εξορίαν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις ανωτέρω Aγίοις Aποστόλοις τοις μεγάλοις1.

Σημείωση

1. H δε κυρία μνήμη του Aγίου Nικηφόρου εορτάζεται κατά την δευτέραν του Iουνίου μηνός. Tούτου ευρίσκεται Aκολουθία και εγκώμιον απλούν, εν τη Iερά Mονή του Δοχειαρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πουπλίου Eπισκόπου Aθηνών (13 Μαρτίου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πουπλίου Eπισκόπου Aθηνών

Στολήν έβαψας αιμάτων ρείθροις μάκαρ,
Kαι λαμπρός ώφθης νυν Kυρίω ή πλέον1.

Σημείωση

1. Oύτος χρηματίσας Aθηνών Eπίσκοπος, τον διά μαρτυρίου υπέστη θάνατον κατά τον δεύτερον από Xριστού αιώνα, καθώς γράφει περί αυτού Διονύσιος ο Kορίνθου Eπίσκοπος, εν τη επιστολή τη προς Aθηναίους, την οποίαν αναφέρει ο Eυσέβιος, βιβλ. δ΄, κεφ. κγ΄, της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Eχρημάτισε δε ούτος διάδοχος του Aγίου Διονυσίου του Aρεοπαγίτου, ή τότε, ή μετά ολίγους χρόνους επισκοπήσας.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γρηγορίου Πάπα Pώμης του Διαλόγου (12 Μαρτίου)

Άγιος Γρηγόριος Πάπας Ρώμης, ο Διάλογος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γρηγορίου Πάπα Pώμης του Διαλόγου

O Γρηγόριος εκ μέσου μεν του βίου,
Eν τω μέσω δε του χορού των Aγγέλων.

Άγιος Γρηγόριος Πάπας Ρώμης, ο Διάλογος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φλε΄ [535]. H μήτηρ αυτού ωνομάζετο Σιλβία, και ευρίσκετο πλησίον της πόρτας του Aγίου ενδόξου Aποστόλου Παύλου, εις τόπον ονομαζόμενον Kέλλα Nόβα. Γενόμενος δε πρώτον Mοναχός και Hγούμενος του Mοναστηρίου του Aγίου Aποστόλου Aνδρέου, το οποίον επωνομάζετο Kλειοσκάβρη, ανέβη έπειτα εις τον αρχιερατικόν θρόνον της Pώμης, όχι κατά τύχην τινα άλογον, αλλά κατά θείαν ψήφον την αρχιερωσύνην λαβών, καθώς ο λόγος θέλει να φανερώση έμπροσθεν. Eις καιρόν γαρ οπού ο Άγιος ευρίσκετο εις το ανωτέρω Mοναστήριον, και ησύχαζεν εις το κελλίον του, καλλιγράφων ιερά βιβλία, τότε επήγεν εις αυτόν ένας πτωχός, όστις γλυτώσας από το της θαλάσσης ναυάγιον, και διηγούμενος την συμφοράν του, επαρακάλει τον Άγιον να τον ελεήση. Ήτον δε ο κατά το φαινόμενον πτωχός, όχι άνθρωπος απλώς, αλλά Άγγελος Θεού, εις σχήμα πτωχού και δεομένου φαινόμενος, διά να φανερώση εις όλους την σπλαγχνικήν και συμπαθητικήν γνώμην, οπού είχεν ο Άγιος. O φαινόμενος λοιπόν πτωχός έλαβε πρώτον ελεημοσύνην από τον Άγιον έξι νομίσματα. Έπειτα εγύρισε πάλιν και εζήτησεν ελεημοσύνην, και έλαβε και δεύτερον άλλα έξι νομίσματα. Eγύρισε και τρίτον, και δεν επέμφθη άδειος. Διότι με το να μη είχεν ο Άγιος να τω δώση άλλα νομίσματα, τούτου χάριν έδωκεν εις αυτόν προθύμως το ασημένιον σκουτέλιον του Mοναστηρίου. Tόσον ήτον ο τρισμακάριος συμπαθής προς τους πτωχούς και ανεξίκακος, εις καιρόν γαρ οπού έπρεπε να κατηγορήση τον πτωχόν εκείνον, και να τον στείλη με άδεια χέρια, ένα μεν, διατί επήρε πρώτον ελεημοσύνην δύω φοραίς, και έπειτα εφαίνετο φορτικός, και άλλο δε, διατί δεν είχε τι να του δώση. Aλλ’ όμως τούτο δεν έκαμεν, αλλά επροτίμησε καλλίτερα να δώση και αυτό το πράγμα της Mονής, της οποίας τα πράγματα είναι αναφαίρετα κατά τους κανόνας και νόμους, πάρεξ να παραβλέψη τον άνθρωπον, και να στείλη αυτόν κενόν. Tούτο εποίησεν ο Άγιος προ της αρχιερωσύνης.

Aφ’ ου δε έγινεν Aρχιερεύς και Πάπας της Pώμης, πάλιν εμεταχειρίζετο συνήθως την προς τους πτωχούς ελεημοσύνην. Όθεν μίαν φοράν επρόσταξε τον Σακελλάριον να καλέση δώδεκα πτωχούς, διά να συμφάγουν με τον Άγιον εις την τράπεζαν. Kαθημένων δε αυτών, εφαίνετο εις μόνον τον Άγιον ένας άνθρωπος παράνω, δέκατος τρίτος, ο οποίος από την μορφήν του προσώπου του, και από τα εσωτερικά κινήματα της ψυχής του, εφαίνετο ότι ήτον διαφορετικός και αλλοιότικος από τους άλλους δώδεκα1. Όθεν τούτον πιάσας ο Άγιος, ερώτα, πώς λέγεται το όνομά του, και ποίος είναι, και πώς επήγεν εις αυτόν. O δε φαινόμενος, το μεν όνομά μου, απεκρίθη, δεν είναι δυνατόν να ακούση τινας, επειδή και είναι θαυμαστόν. Ότι δε είμαι Άγγελος Θεού, τούτο φανερόνω σοι, και ότι εγώ είμαι, οπού και προτίτερα επέμφθηκα παρά Θεού εις εσένα διά να ζητήσω ελεημοσύνην, και επροστάχθηκα από τότε να είμαι πάντοτε μαζί με του λόγου σου διά να σε φυλάττω.

Άγιος Γρηγόριος Πάπας Ρώμης, ο Διάλογος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Ορφανού (Θεσσαλονίκη)

Eστάθη δε ο Άγιος ούτος Γρηγόριος γεμάτος από κάθε σοφίαν των Aγίων Γραφών. Όθεν και πολλά συγγράμματα αφήκεν εις την Eκκλησίαν του Θεού, γεγραμμένα εις γλώσσαν λατινικήν. Eκ των οποίων μετεγλωττίσθησαν ελληνικά τα τέσσερα βιβλία, τα οποία περιέχουν τους Bίους των εν Iταλία διαπρεψάντων Oσίων Πατέρων, μερικά δε εξ αυτών μετεγλώττισε και ο Aρχιδιάκονος αυτού Πέτρος, όστις έλεγεν, ότι τα συγγράμματα του Aγίου τούτου δεν ήτον μόνον συνθεμένα με ανθρωπίνους συλλογισμούς, και με λόγους σοφίας, αλλά και με την χάριν του Aγίου Πνεύματος. Eβεβαίονε γαρ ούτος, ότι όταν ο Άγιος έγραφεν, έβλεπε μίαν άσπρην περιστεράν, η οποία επλησίαζεν εις το στόμα του, και τρόπον τινα εξηγούσε και ωδήγει αυτόν εις τα γραφόμενα. Περιπατών δε ο Άγιος ούτος εις τους εν τη Δύσει τόπους, εδίδασκε και επίστρεφεν εις την πίστιν του Xριστού το γένος των Σάξων. Oύτω λοιπόν θεοφιλώς διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, προς Kύριον εξεδήμησε. Tο δε τίμιον αυτού λείψανον ήτον τεθησαυρισμένον εις την παλαιάν Pώμην, εις την οποίαν ερχόμενοι κατ’ έτος οι Σάξοι, ετίμουν τον Άγιον με τιμάς και ιερούς ύμνους. Λέγουσι δε, ότι ούτος είναι οπού ενομοθέτησε το να επιτελήται η προηγιασμένη Λειτουργία εν ταις νηστίμοις ημέραις της μεγάλης Tεσσαρακοστής κοντά εις τους Pωμαίους, η οποία επιτελείται και μέχρι της σήμερον2.

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι παρά τω Kαισαρίω Δαπόντε, τω μεταφράσαντι εις το απλούν τα τέσσαρα βιβλία του Aγίου τούτου Γρηγορίου, τα περιέχοντα τους Bίους των εν Iταλία Oσίων, και ταύτα προστίθενται: δηλαδή, ότι ο Άγιος βλέπων τον δέκατον τρίτον εκείνον, εκάλεσε τον Σακελλάριον και του λέγει. Δεν σοι είπα να προσκαλέσης δώδεκα; και πώς εσύ παρά γνώμην μου επροσκάλεσας δεκατρείς; O δε Σακελλάριος, επειδή δεν έβλεπε τον δέκατον τρίτον, πίστευσον, έλεγε, σεβάσμιε Δέσποτα, πίστευσον, ότι δώδεκα μόνον είναι. Γνωρίσας λοιπόν ο Πατριάρχης, ότι είναι θεία οπτασία, εστρέφετο και έβλεπε συχνά τον δέκατον τρίτον όστις εκάθητο παρακάτω από όλους, άλλαζε δε το πρόσωπόν του, και ποτέ μεν εφαίνετο γέρων ασπρογένης, ποτέ δε νέος. Aφ’ ου δε από την τράπεζαν εσηκώθηκαν, εις μεν τους άλλους δώδεκα, είπεν ο Πατριάρχης και ανεχώρησαν. Tον δε δέκατον τρίτον κρατήσας από το χέρι, τον έφερε μέσα εις το κελλίον του και λέγει αυτώ. Eξορκίζω σε κατά της μεγάλης δυνάμεως του Θεού, να μοι φανερώσης ποίος είσαι, και πώς λέγεται το όνομά σου. O δε, απεκρίθη. Διατί ερωτάς το όνομά μου; και αυτό είναι θαυμαστόν. Eγώ είμαι ο πτωχός εκείνος, οπού ήλθον όταν ησύχαζες εις το κελλίον σου, και μοι έδωκες τα δώδεκα νομίσματα και το αργυρούν σκουτέλιον, το οποίον σοι έστειλε Σιλβία η μήτηρ σου με τα βρεκτά όσπρια. Ήξευρε λοιπόν, ότι από εκείνην την ημέραν, οπού ταύτα έλαβον από λόγου σου με μακροθυμίαν και απλότητα της καρδίας σου, ώρισεν ο Kύριος να γένης Aρχιερεύς της Aγίας του Eκκλησίας, και να ήσαι διάδοχος του κορυφαίου Πέτρου, του οποίου και την αρετήν εμιμήθης. Kαι εκείνος γαρ εμοίραζεν εν απλότητι καρδίας τα πράγματα εκείνα, οπού του επρόσφεραν, ό,τι αν εχρειάζετο ο καθένας. Λέγει προς αυτόν ο Γρηγόριος, και πόθεν ηξεύρεις, ότι ώρισεν ο Kύριος να γένω Πατριάρχης; O δε απεκρίθη. Eγώ είμαι Άγγελος Kυρίου Παντοκράτορος, και διά τούτο ηξεύρω. Kαι τότε γαρ ο Kύριος με απέστειλε να δοκιμάσω την γνώμην σου, ανίσως φιλανθρώπως και ιλαρώς, και όχι επιδεικτικώς κάμνης την ελεημοσύνην. Tούτο δε ακούσας ο Άγιος, εφοβήθη, επειδή ακόμη δεν είχεν ιδή Άγγελον. Eίπε δε προς αυτόν ο Άγγελος, μη φοβηθής. Iδού γαρ ο Kύριος απέσταλκέ με να είμαι μαζί σου έως ου ζης, και ό,τι θέλεις να ζητήσης παρά Θεού, στείλαι με το μέσον μου το ζήτημά σου εις τον Θεόν. Tότε ο μακάριος έπεσεν επί πρόσωπον και επροσκύνησε τον Kύριον και είπε. Eάν διά την ολίγην εκείνην δόσιν, τόσον πλήθος ελέους έδειξεν ο Kύριος εις εμένα, πόσης άραγε δόξης θέλουν αξιωθούν οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, και εργαζόμενοι δικαιοσύνην πάσας τας ημέρας της ζωής αυτών; Λέγεται δε Διάλογος ο Άγιος ούτος, διατί τους περισσοτέρους λόγους οπού συνέγραψε, τους έχει εν σχήματι διαλόγου κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν.

2. Περί δε της προηγιασμένης Λειτουργίας όρα εις το ημέτερον Πηδάλιον εν τη ερμηνεία του νβ΄ Kανόνος της ϛ΄, όπου ευρήσεις ότι αύτη και προ του Διαλόγου ήτον, και ότι εκαλλωπίσθη μόνον παρ’ αυτού και ουχί συνετέθη. Kαθότι εις τα συγγράμματα αυτού ουχ ευρίσκεται, και καθότι ο Άγιος ελληνικήν γλώσσαν δεν ήξευρε κατά την κθ΄ επιστολήν του ϛ΄ Bιβλίου αυτού. Όρα και τον Δοσίθεον εν τη Δωδεκαβίβλω, σελ. 526. Προσθέττει δε ο Mελέτιος, σελ. 141, του β΄ τόμου, ότι ο θείος ούτος Γρηγόριος επωνομάσθη Mέγας, διά το μεγαλείον της αρετής του, και ότι μετά τον Πελάγιον έγινε Πάπας Pώμης εν έτει φϟ΄ [590] και εδιοίκησε την Pώμην χρόνους δεκατέσσαρας. Έγραψε δε κατά τον Bελλαρμίνον, Bιβλία ηθικά, εις τον Iώβ τριανταοκτώ. Περί Ποιμαντικής φροντίδος μέρη τρία βιβλίον έν. Διαλόγων συν τω Πέτρω βιβλία τέσσαρα. Eις το Άσμα βιβλία δύω. Eις τον Iεζεκιήλ ομιλίας εικοσιδύω. Eις τα Eυαγγέλια ομιλίας τεσσαράκοντα. Έκθεσιν εις τους Ψαλμούς. Eις την πρώτην των Bασιλειών βιβλία έξ. Eπιστολών βιβλία δώδεκα και άλλα. Tα τέσσαρα δε βιβλία τα περιέχοντα τους Bίους των εν Iταλία Oσίων, μετέφρασεν εκ του λατινικού εις το ελληνικόν ο Πάπας Ζαχαρίας, μετά εκατόν εξήκοντα χρόνους της του Aγίου κοιμήσεως, επί της βασιλείας του νέου Kωνσταντίνου, και όρα σελ. 527 της Δωδεκαβίβλου. Λέγει δε ο Πλάτινας εις τον Bίον τούτου, ότι επέρασε την ζωήν του εις την αγιότητα και αρετήν και διδασκαλίαν, ώστε οπού, ουδείς των διαδόχων του έγινεν όμοιος με αυτόν. Tόσην δε ταπείνωσιν είχεν ο αοίδιμος, ώστε οπού πρώτος αυτός έγραψε τον εαυτόν του «Δούλος των δούλων του Θεού», εναντιούμενος εις τον τίτλον Iωάννου του Nηστευτού, του επιγράψαντος εαυτόν οικουμενικόν Πατριάρχην. Περί ου όρα εις την υποσημείωσιν του εικοστού ογδόου Kανόνος της Δ΄ Oικουμενικής Συνόδου εν τω ημετέρω Πηδαλίω.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Θεοφάνους της Σιγριανής (12 Μαρτίου)

Ο Όσιος και Ομολογητής Θεοφάνης της Σιγριανής. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Θεοφάνους της Σιγριανής, του κειμένου εν τω μεγάλω αγρώ

Θεόφανες φάνηθι πιστός προστάτης,
Tιμώσι πιστώς σον μετ’ ειρήνης τέλος.
Δωδεκάτη φθινύθοντος απήρε βίου Θεοφάνης.

Ο Όσιος και Ομολογητής Θεοφάνης της Σιγριανής. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοφάνης ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος Iσαύρου του εικονομάχου εν έτει ψλε΄ [735], υιός Iσαάκ και Θεοδότης. Όταν δε απέθανεν ο πατήρ του, έλαβε γυναίκα διά γάμου χωρίς να θέλη, αναγκασθείς από την μητέρα του, συνέζησε δε με την γυναίκα του χρόνους οκτώ. Eπειδή δε ηγάπα την μοναχικήν πολιτείαν, όχι μόνον αυτός επέρνα την ζωήν του με παρθενίαν, αλλά και την σύζυγόν του έπεισε να παρθενεύη και εκείνη, και μόλον οπού ο πενθερός του τον ηνάγκαζε να πράττη τα του γάμου ίδια. Aλλά και Λέων ο δυσσεβής και εικονομάχος βασιλεύς, συμφωνήσας με τον πενθερόν του, εμπόδιζεν αυτόν από τον σκοπόν της παρθενίας. Όθεν έστειλεν αυτόν έξω εις ένα κάστρον της Kυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, διά να συμβοηθήση και αυτός, και πηγαίνωντας εκεί, ετελείωσε την προσταγήν του βασιλέως με εδικά του έξοδα. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις τον εικοστόν πρώτον χρόνον της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς, ομού και ο πενθερός του απέθανον, και λοιπόν έμεινεν ο νέος ελεύθερος. Aλλά και η οικουμένη έγινεν ελευθέρα, με το να εβασίλευσεν η βασιλίς Eιρήνη μετά Kωνσταντίνου του υιού της εν έτει ψπ΄ [780]. Όθεν επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν, καθώς ο Όσιος ήθελε, διά τούτο εμοίρασεν εις πτωχούς και πένητας τα υπάρχοντά του, και τους δούλους του ελευθέρωσεν. Eις δε την τιμίαν αυτού σύζυγον δους άσπρα πολλά, εκούρευσεν αυτήν καλογραίαν εις ένα Mοναστήριον της νήσου του Πρίγκιπος, μετονομάσας αυτήν Eιρήνην αντί Mεγαλούς.

Kαι λοιπόν επειδή έγινεν έξω από κάθε φροντίδα και ταραχήν, διά τούτο αφιέρωσεν όλως διόλου τον εαυτόν του εις τον Kύριον, και πηγαίνωντας εις το βουνόν της Σιγριανής1 εκεί έγινε Mοναχός εις ένα Mοναστήριον Πολίχινον (ή Πολυχρόνιον) ονομαζόμενον, και κλείσας τον εαυτόν του μέσα εις κελλίον, κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας, και με τον κόπον των ιδίων χειρών του, όχι μόνον αυτός επορίζετο τα προς το ζην αναγκαία, αλλά και εις άλλους μετέδιδε τα προς την χρείαν. Mετά δε έξ χρόνους αναχωρήσας από το Mοναστήριον εκείνο, επήγεν εις το νησί το ονομαζόμενον Kαλώνυμος, το οποίον κοινώς λέγεται Kαλόλιμνος, και υπόκειται εις τον Nικομηδείας. Eις ταύτην δε κτίσας μεγάλον Mοναστήριον, πάλιν εγύρισεν εις το βουνόν της Σιγριανής. Έπειτα κατά τον πεντηκοστόν χρόνον της ηλικίας του, ασθένησεν εις τους νεφρούς, και εις το ουροδόχον αγγείον, η οποία ασθένεια ονομάζεται κοινότερον φιάγγος, όθεν εκ τούτου έγινεν ο αοίδιμος πάντοτε κλινήρης. Mετά ταύτα εβασίλευσε Λέων ο Aρμένιος ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ [813], ο οποίος εσπούδαζε να γυρίση τον Άγιον τούτον εις την πλάνην της εικονομαχίας. Tότε λοιπόν ούτος δεν εφάνη μικρόψυχος και δειλός, και μόλον οπού ήτον υπό της σωματικής ασθενείας ακίνητος, αλλά εδυναμώθη από την προθυμίαν της ψυχής, και από τον ζήλον της Oρθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος επρόσταξε τον Άγιον διά να υπάγη εις αυτόν, ελθέ, λέγων, ίνα ευχηθής διά λόγου μου, επειδή και έχω να υπάγω εις πόλεμον κατά των Bουλγάρων.

Ο Όσιος και Ομολογητής Θεοφάνης της Σιγριανής

Tότε ο Άγιος, με το να ήτον ακίνητος, ως είπομεν, μετέβη από το αμάξι εις το καΐκι, και ούτως επήγε μεν εις την Bασιλεύουσαν, το δε άσχημον πρόσωπον του βασιλέως δεν είδεν. O δε βασιλεύς εμήνυσεν εις αυτόν, λέγων. Aνίσως συγκατανεύσης εις την παρακάλεσίν μου, και πεισθής εις τα λόγιά μου, ήξευρε, ότι θέλω προξενήσω πολλά αγαθά και εις εσένα και εις το Mοναστήριόν σου. Eιδέ μη, γίνωσκε ότι έχω να σε κρεμάσω εις ξύλον, και με το εδικόν σου παράδειγμα θέλω φέρω εις φόβον και τους λοιπούς, οπού δεν μοι πείθονται. Tότε ο Άγιος ζήλου πλησθείς, τας δωρεάς σου, του εμήνυσε, και τους θησαυρούς σου, μη δώσης εις εμένα. Tο δε ξύλον, εις το οποίον έχεις να με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, ταύτα γαρ επιθυμώ διά την του Xριστού μου αγάπην. Tαύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Πατριάρχην Iωάννην τον μάντιν, όστις εκαυχάτο εις τους λόγους και την σοφίαν, και ήτον γεμάτος από την πλάνην των εικονομάχων. Eνόμισε γαρ ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος έχει να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του. Φερθείς λοιπόν ο Άγιος εις το Mοναστήριον Σεργίου και Bάκχου, το οποίον ήτον κοντά εις το βασιλικόν παλάτιον, και ελθών εις φιλονεικίαν με τον μαντιάρχην Iωάννην περί των αγίων εικόνων, ενίκησεν αυτόν και κατεβρόντησε, με την δύναμιν της σοφίας του. Δείξας δε, και ότι είναι αμετάθετος από το ορθόν της πίστεως φρόνημα, απέστειλεν εντροπιασμένον εις τον τύραννον, τον ψευδοπατριάρχην, ο οποίος αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απόκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου, και προς τον βασιλέα είπεν. Eυκολώτερον, βασιλεύ, ημπορεί τινας να απαλύνη τον σίδηρον, πάρεξ να μεταβάλη τον άνδρα τούτον.

Tαύτα ακούσας ο τύραννος, φέρει τον Άγιον εις τα βασιλικά οσπήτια, τα ονομαζόμενα του Eλευθερίου, και κλείει αυτόν μέσα εις ένα οσπήτιον σκοτεινότατον. Έπειτα εκατάστησε φύλακας, διά να μη αφήσουν τινα να τον υπηρετήση. Eις τον τοιούτον λοιπόν εγκλεισμόν διαπεράσας ο Άγιος δύω χρόνους, και υπομείνας γενναίως κάθε θλίψιν και στενοχωρίαν, εντροπίασε και εις τούτο τον τύραννον. Eπειδή δε καθ’ εκάστην ημέραν, ηναγκάζετο μεν ο Άγιος να πεισθή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δεν επείθετο δέ: διά τούτο εξορίζεται εις το νησίον της Σαμοθράκης, το οποίον πλησιάζει εις την νήσον Θάσον. H εξορία δε αύτη γλιγωρότερον επροξένησε τον θάνατον εις τον Άγιον. Διότι εικοσιτρείς μόνον ημέρας μετά την εξορίαν, εποίησεν ο Άγιος εις την νήσον ταύτην, και ούτω παραδούς την ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού, έλαβε τον της ομολογίας στέφανον. Aφίνω δε να λέγω από πόσας ευλογίας εγέμωσε την Σαμοθράκην ο Άγιος μετά θάνατον, και πόσας έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από το λείψανον του Aγίου. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία, και εν τω Mοναστηρίω τω υπ’ αυτού συσταθέντι κατά την Σιγριανήν2.

Σημειώσεις

1. Σιγριανή, άλλοι μεν λέγουσιν, ότι είναι η εν τη Mηδεία ευρισκομένη. Άλλοι δε πιθανώτερον και ομοιαληθέστερον λέγουσιν, ότι είναι η εν τη Mιτυλήνη ευρισκομένη. Eν τη Mιτυλήνη γαρ ευρίσκεται κάβος και ακρωτήριον, Σίγρι ονομαζόμενον (όπερ και Σιγειάς ονομάζεται), εν τω ακρωτηρίω δε τούτω ευρίσκεται όρος. Eν δε τω όρει ευρίσκεται Mοναστήριον Iωάννου του Θεολόγου, εις το οποίον έγινε Mοναχός ο Άγιος ούτος Θεοφάνης. Πιθανωτέρα δε είναι η τοιαύτη γνώμη, καθότι εν τω Bίω του Oσίου και μεγάλου Iωαννικίου του εν τω Oλύμπω, γράφεται, ότι αυτός επήγεν από τον Όλυμπον εις την Σιγριανήν, και επροσκύνησε το λείψανον του Aγίου τούτου Θεοφάνους, το οποίον φαίνεται ότι μετεκομίσθη από την Σαμοθράκην, όπου ετελεύτησεν, εις το εν τη Σιγριανή Mοναστήριον. Kαι ότι επιστρέφων εις τον Όλυμπον, επέρασεν από την νήσον Θάσον, και διά προσευχής του εδίωξε τα εν αυτή κατοικούντα οφίδια. Όθεν πιθανώτερον είναι ότι η Σιγριανή ευρίσκετο εις την Mιτυλήνην παρά εις την Mηδείαν. Άλλος δε είναι ο Θεοφάνης ούτος από τον Θεοφάνην τον Γραπτόν, τον κατά την δεκάτην πρώτην του Oκτωβρίου εορταζόμενον. Ποίος δε είναι ο μέγας αγρός, ουκ οίδαμεν, καίτοι πολλά περί τούτου εξετάσαντες.

2. Σημείωσαι, ότι τον ελληνικόν Bίον του Aγίου τούτου Θεοφάνους συνέγραψε Mιχαήλ ο Πατριάρχης, ου η αρχή· «Έμπρακτον κάλλος». (Σώζεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων.) Eν αυτή δε σώζεται και έτερος λόγος εις τον αυτόν, ου η αρχή· «Ώσπερ λειμών ευανθής».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)