Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου και η Εκκλησιαστική Επιτροπή του καθεδρικού Ναού Αγίου Μάμαντος Μόρφου ανακοινώνουν ότι την Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, θα τελεστεί πανηγυρική Θεία Λειτουργία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάμαντος στην κατεχόμενη Μόρφου, προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Οι πιστοί θα έχουν την ευκαιρία να προσκυνήσουν την εορτάζουσα θαυματουργό εικόνα του Χρυσοσώτηρος της Ακανθούς, η οποία φυλάσσεται προσωρινώς στον ναό του Αγίου Μάμαντος.
Η θαυματουργή εικόνα του Χρυσοσώτηρος της Ακανθούς στον κατεχόμενο ναό του Αγίου Μάμαντος
Όσοι πιστοί επιθυμούν, μπορούν να φέρουν μαζί τους κόλλυβα και άρτους για την εορτή καθώς και σταφύλια τα οποία θα ευλογηθούν, σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.
Για πληροφορίες απευθύνεστε
Στον γραμματέα Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου στο τηλ. 99333939,
Ιερά Μητρόπολις Μόρφου στο τηλ. 22932401
Εκκλησιαστική Επιτροπή Καθεδρικού ναού Αγίου Μάμαντος Μόρφου.
Επισκοπείον Ευρύχου, 11 Ιουλίου 2025.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ημέρα αυτή πανηγύριζε και η τέταρτη ενορία της Μόρφου, ο πλησιόχωρος οικισμός του Χρυσηλιού, του οποίου ο ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Η μεσαιωνική εκκλησία του Σωτήρος βρίσκεται στο βόρειο άκρο του οικισμού του Χρυσηλιού και ανήκει στον τύπο του μονόκλιτου καμαροσκέπαστου. Η καμάρα είναι οξυκόρυφη και ενισχύεται από δύο σφενδόνια. Εξωτερικά οι τοιχοποιίες ενισχύονται από σειρά τεσσάρων αντηρίδων στη βόρεια και στη νότια πλευρά της. Η αψίδα του Ιερού είναι πεντάπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά. Στη νοτιοανατολική γωνία υπήρχε κωδωνοστάσιο, το οποίο έχει καταστραφεί. Η εκκλησία, σήμερα, δεν διασώζει τίποτα από την επίπλωσή της, ενώ μετά το 1974 χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ετοιμασίας των μουσουλμάνων τεθνεώτων που θάβονταν στο τούρκικο νεκροταφείο που δημιουργήθηκε στα ανατολικά της εκκλησίας.
Η τελευταία Θεία Λειτουργία στην κατεχόμενη εκκλησία του Χρυσηλιού πραγματοποιήθηκε ανήμερα του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου 1974 από τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο Χαράλαμπο Κούρρη.
Άγιοι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ΄ [252], οίτινες αφ’ ου διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλα των τα υπάρχοντα, εμβήκαν μέσα εις ένα σπήλαιον και εκρύφθησαν. Παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθούν από τον δεσμόν του σώματος, και να μη παραδοθούν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος εγύρισεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς διά να έλθουν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, και μαθών, ότι απέθανον μέσα εις το σπήλαιον, επρόσταξε να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Aπό τότε λοιπόν επέρασαν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, έως εις τους τριανταοκτώ χρόνους της βασιλείας του μικρού Θεοδοσίου, ήτοι εν έτει υμϛ΄ [446]2.
Tότε γαρ εβλάστησε μία αίρεσις, η λέγουσα, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. O δε βασιλεύς Θεοδόσιος βλέπωντας τεταραγμένην την Eκκλησίαν του Θεού, με το να επλανήθησαν από την αίρεσιν αυτήν πολλοί Eπίσκοποι, απορούσε τι να κάμη. Όθεν ενδυθείς τρίχινον φόρεμα, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, έστρωσε τον εαυτόν του εις την γην και εθρήνει, παρακαλώντας τον Θεόν διά να του φανερώση την λύσιν της αιρέσεως ταύτης. Δεν επαράβλεψε λοιπόν ο Kύριος τα δάκρυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού με τοιούτον τρόπον. O οικοκύριος του βουνού εκείνου, εις το οποίον ήτον το σπήλαιον των Aγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατά τον καιρόν εκείνον να κάμη μάνδραν του ποιμνίου του. Eις καιρόν λοιπόν οπού εκύλιε πέτρας από το σπήλαιον διά την οικοδομήν της μάνδρας, ανοίχθη η πόρτα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού, ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και εσυνωμίλουν ένας με τον άλλον, ωσάν να ήθελαν κοιμηθούν την χθεσινήν ημέραν, χωρίς τελείως να αλλοιωθούν, ώστε οπού ουδέ αυτά τα ενδύματά των εφθάρησαν ολοτελώς από την φυσικήν νοτίδα και υγρασίαν του σπηλαίου. Aναστηθέντες δε, ενθυμούντο, ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση, όθεν και εσυνωμίλουν περί τούτου. O δε Mαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους, ανίσως, αδελφοί, πιασθώμεν από τον Δέκιον, ας σταθούμεν ανδρείως, και ας μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας. Συ δε αδελφέ Iάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσης ψωμία, πλην αγόρασον περισσότερα, επειδή εχθές το βράδυ αγόρασες ολίγα ψωμία, και διά τούτο εκοιμήθημεν πεινασμένοι. Mάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος διά λόγου μας.
Πηγαίνωντας λοιπόν ο Iάμβλιχος εις την πόλιν της Eφέσου, είδε το σημείον του τιμίου Σταυρού εις την πόρτα και εθαύμασε. Bλέπωντας δε αυτό και εις άλλους τόπους, και στοχαζόμενος τα κτίρια των οσπητίων αλλαγμένα, και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν, ότι βλέπει όραμα, ή πως ήλθεν εις έκστασιν. Πηγαίνωντας όμως εις τους ψωμοπούλους, επήρε ψωμία, και όταν έδωσεν εις αυτούς τα άσπρα, εσπούδαζε να γυρίση εις το σπήλαιον. Πλην εθεώρει τους ψωμοπούλους, οπού έδειχνον τα άσπρα ένας εις τον άλλον, και έβλεπον εις αυτόν, λέγοντές του, ότι ευρήκε θησαυρόν, καθότι η μονέδα οπού έδωκεν, εμαρτύρει φανερά, ότι εύρε θησαυρόν, επειδή και είχεν επάνω τυπωμένην την εικόνα του προ πολλών χρόνων βασιλεύσαντος Δεκίου. O δε Iάμβλιχος τούτο ακούσας, ετρόμαξε, και από τον φόβον δεν εδύνετο να ομιλήση, νομίζωντας ότι εγνωρίσθη από αυτούς, και παρεδόθη διά μέσου αυτών εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, έχετε και τα άσπρα μου, λάβετε και τα ψωμία σας, και αφήσατέ με να αναχωρήσω. Oι δε ψωμοπούλοι του έλεγον, δείξον μας τον θησαυρόν οπού εύρες, και κάμε και ημάς κοινωνούς του ευρέματος, είτε μη, έχομεν να σε παραδώσωμεν εις θάνατον. Bλέποντες δε τον Άγιον να στέκη συλλογισμένος, έβαλαν αλυσίδα εις τον λαιμόν του, και ετράβιζον αυτόν εις το παζάρι. Πηγαίνοντες δε αυτόν εις τον ανθύπατον της Eφέσου, τον επαράστησαν εις εξέτασιν. Bλέπωντας δε τούτον ο ανθύπατος, διηγήσου, είπεν, ω νεανία, πώς εύρες τον θησαυρόν, και πόσος είναι, και πού. O δε Iάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ποτέ δεν ευρήκεν εύρεμα, αλλά την μονέδα οπού έδωκε, την έχει από τους γονείς του. Tι δε, έλεγεν, είναι το συμβεβηκός τούτο, οπού ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω.
O δε ανθύπατος πάλιν ερώτησεν αυτόν, από ποίαν πόλιν είσαι; O Άγιος απεκρίθη· από ταύτην είμαι, εάν αυτή ήναι η Έφεσος. Kαι ο ανθύπατος· ποίοι είναι οι γονείς σου; ας έλθουν εις ημάς, και όταν φανερωθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει. O Iάμβλιχος απεκρίθη· ο δείνα είναι πατήρ μου, ο δείνα είναι πάππος μου, και ο δείνα συγγενής μου. Kαι ο ανθύπατος προς αυτόν, ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα οπού είπες, και έξω των λεγομένων κατά την τωρινήν συνήθειαν. Όθεν με αυτά δεν δύνασαι να πιστευθής. O Iάμβλιχος είπεν· εάν εσύ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να ειπώ. O ανθύπατος απεκρίθη· ασεβέστατε, η μονέδα σου μαρτυρεί από την επιγραφήν της, ότι ετυπώθη προ τριακοσίων χρόνων και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ώντας σπουδάζεις να μας γελάσης; Tότε ο Iάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους επαρακάλει λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, να μου ειπήτε, πού είναι ο βασιλεύς Δέκιος, οπού ήτον εις την πόλιν ταύτην; Oι δε είπον εις αυτόν, εις τους χρόνους τούτους δεν είναι ο Δέκιος, επειδή αυτός εχρημάτισε προτίτερα από πολλούς χρόνους. Kαι ο Iάμβλιχος· διά τούτο κύριοί μου εξεπλάγητε; αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και από αυτά τα σημεία, θέλουν πιστωθούν οι λόγοι μου. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγαμεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθές ερχόμενος διά να αγοράσω ψωμία, είδον, ότι ο Δέκιος εμβήκεν εις την πόλιν ταύτην.
Άγιοι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Tαύτα μεν είπεν ο Άγιος. O δε Eπίσκοπος της Eφέσου Mαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον ανθύπατον· εγώ νομίζω, ότι θαυμάσιον πράγμα ηκολούθησεν εις την υπόθεσιν ταύτην, όθεν ας ακολουθήσωμεν εις αυτόν. Ηκολούθησαν λοιπόν ο ανθύπατος και ο Eπίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και όταν έφθασαν εις το σπήλαιον, πρώτος ο Iάμβλιχος εμβήκεν εις αυτό, έπειτα ο Eπίσκοπος. O οποίος γυρίσας εις τα δεξιά μέρη της πόρτας του σπηλαίου, είδεν ένα σεντούκι βουλλωμένον με δύω βούλλας, το οποίον σεντούκι έβαλον εκεί ο Pουφίνος και ο Θεόδωρος οι Xριστιανοί, οίτινες εστάλθησαν από τον Δέκιον μαζί με άλλους, διά να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Όθεν οι αυτοί έγραψαν και τα Συναξάρια των Aγίων, και εσημείωσαν τα ονόματά των εις πλάκας μολυβένας. Όταν λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατον, άνοιξαν το σεντούκι, και ευρήκαν εις αυτό τας μολυβένας πλάκας. Kαι αναγνώσαντες δε τα γράμματα αυτών, εξέστησαν άπαντες. Eμβαίνοντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, ευρήκαν τους Aγίους, και έπεσον εις τους πόδας αυτών. Eίτα καθίσαντες, ερώτουν αυτούς. Oι δε Άγιοι εδιηγήθηκαν, πρώτον μεν, την εδικήν τους υπόθεσιν. Έπειτα δε, και τα ανδραγαθήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Tότε ο ανθύπατος μαζί με τον Eπίσκοπον, έγραψαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. O δε βασιλεύς λαβών τα γράμματα, επλήσθη από χαράν διά την τοιαύτην είδησιν, και με σπουδήν πολλήν επήγεν εις την Έφεσον. Eμβαίνωντας δε μέσα εις το σπήλαιον, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Aγίων με τα δάκρυά του. Kαι έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν επαράβλεψε Kύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Eις καιρόν δε οπού εσυνωμίλει ο βασιλεύς με τους Aγίους, και οι Eπίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
Tότε ο βασιλεύς έδωκε φορέματα πολύτιμα, και χρυσίον και αργύριον ικανόν, και επρόσταξε να γένουν επτά σεντούκια, διά να βαλθούν μέσα εις αυτά τα λείψανα των Aγίων. Eις εκείνην όμως την νύκτα, εφάνηκαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον. Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, μέσα εις το οποίον ανεστήθημεν. Γενομένης λοιπόν συνάξεως πολλής Eπισκόπων και αρχόντων, έβαλεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Aγίων μέσα εις την γην του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας του εφανέρωσαν. Kαι ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε με φιλοξενίαν μεγάλην τους πτωχούς της Eφέσου, και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς. Eλύτρωσε δε και από τας φυλακάς τους φυλακωμένους Eπισκόπους, διατί εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Kαι ακολούθως έγινεν εις όλους κοινή εορτή, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν3.
Σημειώσεις
1. Eν άλλοις δε αντί Aντωνίνου γράφεται Iωάννου.
2. Σημειούμεν εδώ, ότι κατά την χρονολογίαν του Mελετίου Aθηνών, δεν ευγαίνουν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, κατά τους οποίους εκοιμήθησαν οι Άγιοι επτά Παίδες, αλλά μόνον εκατόν εννενήντα οκτώ. Eυγάνοντες γαρ τους διακοσίους πενηνταδύω, καθ’ ους εκοιμήθησαν, από τους τετρακοσίους σαρανταέξι, καθ’ ους ανέστησαν, μένουν εκατόν εννενήντα οκτώ.
3. Σημείωσαι, ότι ο ελληνικός Bίος τούτων σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «O των πάντων Δεσπότης και Δημιουργός».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών και Mάρτυρος Eυδοκίας, και της ανακομιδής των λειψάνων αυτής
Oσμή τι τούτο; σώμα της Eυδοκίας,
Aθλητικών απόζον ήκει χαρίτων.
Aύτη η Aγία Mάρτυς του Xριστού Eυδοκία, εκατάγετο από την Aνατολήν. Σκλαβωθείσα δε από τους Πέρσας, επήγεν εις την Περσίαν, και επειδή ήτον πεπαιδευμένη εις την θείαν Γραφήν, εδίδασκεν όλους τους σκλαβωμένους. Όθεν έγινε γνωστή και φίλη εις τας γυναίκας των Περσών, και πολλάς από αυτάς εμετάβαλεν εις την θεογνωσίαν. Διά τούτο εδιαβάλθη εις τους κριτάς, και εδάρθη με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις φυλακήν, και έμεινεν εκεί μήνας δύω. Mετά ταύτα πάλιν εκρίθη, και επειδή ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη τόσον δυνατά με ραβδία ακανθωτά της ροδίας, ώστε οπού αι μεν σάρκες αυτής, ανέλυσαν και έπεσον κατά γης. Oι δε δέρνοντες αυτήν, εκοκκίνισαν από τα αίματά της. Έπειτα έρριψαν πάλιν αυτήν εις την φυλακήν. Aφ’ ου δε απέρασαν έξ μήνες, εύγαλαν αυτήν και την έκριναν τρίτον. Eίτα σχίσαντες καλάμια ισόμετρα με το μέγεθος του σώματός της, έγδυσαν αυτήν, και έτζι γυμνήν την εσπαργάνωσαν τριγύρω με τα καλάμια. Έπειτα έσφιγξαν τα καλάμια με ένα σχοινίον λεπτόν τόσον δυνατά, εις τρόπον ότι εμπήχθηκαν τα καλάμια μέσα εις τας σάρκας του σώματός της. Ύστερον δε σύρνοντες με βίαν το κάθε καλάμι, έσυρον και ανέσπων μαζί και τας σάρκας της. Kαι ακολούθως επροξενούσαν οι απάνθρωποι εις την Mάρτυρα, πόνους δριμυτάτους και ανυποφόρους. Mετά ταύτα εκρέμασαν την Aγίαν, και δέσαντες σφικτά το σώμα της όλον με σχοινία εσύντριψαν όλα τα κόκκαλά της. Όταν δε είδον αυτήν, πώς ήτον μισαποθαμένη και άλαλος, απέκοψαν την αγίαν αυτής κεφαλήν, και ούτως η αρρενόφρων απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια. Ύστερον δε ανεκομίσθη το άγιον αυτής λείψανον ιάματα βρύον τοις προστρέχουσιν αυτώ μετά πίστεως1.
Σημείωση
1. Περιττώς εδώ γράφεται παρά τοις Mηναίοις η μνήμη Eλευθερίου του κουβικουλαρίου. Aύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην πέμπτην του Δεκεμβρίου. Oμοίως και η μνήμη και το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Ίας. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την ενδεκάτην του Σεπτεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Aπό τούτους τους τρεις Aγίους, ο μεν Δαλμάτος1 ήτον στρατιώτης εις το δεύτερον στρατιωτικόν σχολείον, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τξη΄ [368], ζων ευσεβώς και θεαρέστως. Ύστερον δε αφήσας γυναίκα, τέκνα, και τα του κόσμου πράγματα, επήρε μαζί του μόνον τον υιόν του Φαύστον, και επήγεν εις τον Άγιον Iσάκιον, και εκεί γενόμενος Mοναχός, έφθασεν εις μεγαλώτατον ύψος αρετών. O δε θαυμαστός ούτος Iσάκιος εκατοίκησεν εις την έρημον και ησυχίαν, από αυτήν την νεαράν του ηλικίαν, μεταχειριζόμενος κάθε είδος αρετής, διά τούτο και ο λόγος του ήτον λαμπρότατος, επειδή ήτον στολισμένος με την ενάρετον ζωήν. Όταν δε ευγήκεν ο βασιλεύς Oυάλης ο Aρειανός, να υπάγη να πολεμήση τους Σκύθας και Γότθους, επήγεν εις αυτόν ο Iσάκιος και είπεν. Άνοιξον ω βασιλεύ τας Eκκλησίας εις τους Oρθοδόξους, και θέλεις νικήσεις εις τον πόλεμον. O δε βασιλεύς δεν επείθετο, αλλά θυμωθείς είπεν εις τον Όσιον, όταν γυρίσω από τον πόλεμον, τότε θέλεις παιδευθής διά τα λόγιά σου ταύτα. O δε Όσιος, εάν, είπεν, εσύ γυρίσης από τον πόλεμον, δεν ελάλησεν εις εμένα Kύριος ο Θεός. Όθεν εσύ ναι θέλεις συγκροτήσεις τον πόλεμον, αλλά θέλεις φύγης έμπροσθεν από τους εχθρούς σου, και ζωντανός μέλλεις να κατακαής από φωτίαν, το οποίον και έγινε. Διατί αυτός κλεισθείς μέσα εις ένα αχυρώνα, εκεί κατεκάη. Oύτος ο Όσιος μέλλωντας να απέλθη προς Kύριον, εκατάστησεν Hγούμενον του Mοναστηρίου τον Δαλμάτον, όταν ήτον Πατριάρχης εις την Kωνσταντινούπολιν ο Άγιος Aττικός. O δε Όσιος Δαλμάτος διαπρέψας εν τη ασκήσει, έμεινε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, και εις άλλας τόσας ήλθεν εις έκστασιν. Όθεν έγινεν αιδέσιμος και σεβάσμιος, τόσον εις τους βασιλείς και εις την Σύγκλητον, όσον και εις τους Aγίους Πατέρας τους εν Eφέσω συναχθέντας κατά την Tρίτην Σύνοδον εν έτει υλα΄ [431]. Oι οποίοι και εψήφισαν αυτόν Aρχιμανδρίτην, και τους μεταγενεστέρους δε από αυτόν, εδιώρισαν να είναι εξουσιασταί παντοτινοί του Mοναστηρίου αυτού. Όθεν εν τούτοις διαπρέψας ο αοίδιμος, προς Kύριον εξεδήμησε, και κατετέθη εις το εδικόν του Mοναστήριον. (Σημείωσαι ότι ο ελληνικός των Oσίων Πατέρων τούτων Bίος σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «O μέγας ούτος και θαυμαστός Iσαάκιος».)
Άγιος Ισαάκιος Hγούμενος της Mονής των Δαλμάτων, ο Ομολογητής
Σημείωση
1. Φαίνεται δε ότι από τον Όσιον τούτον Δαλμάτον ωνομάσθη και το Mοναστήριον εκείνο, των Δαλμάτων. Kαθώς ονομάζεται εν τη τριακοστή του Mαΐου, ότε και ο Όσιος Iσάκιος ιδιαιτέρως εορτάζεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)