Αρχική Blog Σελίδα 53

Βίος του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (4 Οκτωβρίου)

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, φορητή εικόνα του 13ου αιώνα

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο των Κυπρίων, τον καιρό της βασιλείας του Νικηφόρου. Καταγόταν από μια κωμόπολη, που ονομαζόταν Λαμπάδα, από γονείς ευσεβείς και θεοφοβούμενους. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Κυριακός, η δε μητέρα του Άννα. Και οι δύο ήσαν ευλαβείς άνθρωποι.

Όταν ήσαν νέοι είχαν αποκτήσει παιδιά, γιους και κόρες, και αργότερα, στα γεράματά τους, απέκτησαν τον μακάριο Ιωάννη. Μετά τη γέννησή του, η μητέρα του δεν έκανε άλλα παιδιά. Όταν μεγάλωσε το παιδί, ο πατέρας του το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μέσα σε λίγο χρόνο, ο Ιωάννης μπορούσε να διαβάζει καθαρά τα πάντα και να καταλαβαίνει όλη τη δύναμη των ιερών γραμμάτων.

Τότε, οι γονείς του τον στείλανε για ν’ αρραβωνιαστεί με μια κοπέλα σε άλλο χωριό της ίδιας περιοχής. Αφού έγινε αυτό, βάζει διαβολή ο μισόκαλος και πονηρός διάβολος, με σκοπό να παρακινήσει εναντίον του, με φθόνο και βασκανία, τους γονείς της κοπέλας με την οποία επρόκειτο να τον αρραβωνιάσουν. Έτσι, με σατανική ενέργεια, αφού τα πεθερικά του αγόρασαν ψάρι και παρασκεύασαν με τις γητειές τους, του το έδωσαν να το φάει κι ευθύς έχασε το φως του. Στη συνέχεια, τα πεθερικά μηνούν στον πατέρα του δίκαιου πως ο γιος του τυφλώθηκε. Κι όταν ο πατέρας του ήρθε κι είδε τα μάτια του γιου του, έκλαψε πικρά. Το ίδιο κι η μητέρα και τα αδέλφια του που θρηνούσαν κι έλεγαν : «Αλλοίμονο σε μας τους ταπεινούς κι αμαρτωλούς! Από που έπεσε αυτό το κακό πάνω στο παιδί μας που ήταν η χαρά μας; Πως έτσι κατάντησε η όψη του γιου μας; Για τις δικές μας αμαρτίες τυφλώθηκε ο γιός μας!». Έτσι πολύ τον θρήνησαν, αναλογιζόμενοι το τρομερό γεγονός που συνέβη στο δίκαιο Ιωάννη. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, τον πήραν οι γονείς του στο σπίτι τους και του έδωσαν ένα υπηρέτη. Κι ο υπηρέτης είχε το ίδιο όνομα με τον δίκαιο.

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Όσο για τον άγιο, αυτός τα υπέμενε όλα και καρτερικά ευχαριστούσε τον Θεο, όπως ο μέγας Ιωβ. Το φαγητό του το έδινε πάντα στους φτωχούς, ενώ αυτός έτρωγε ελάχιστα, ακολουθώντας τον νόμο της φύσης. Κι αφού έπαιρνε τροφή κάθε τρεις η τέσσερεις μέρες, περισσότερο τρεφόταν από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Έζησε δε με τέτοια καρτερία για δώδεκα χρόνια, διάγοντας τη ζωη του με άσκηση, αγνότητα, προσευχή, ησυχία και θεωρία· μετέχοντας στις χορείες των αγγέλων κι έχοντας μεγάλη χαρά για τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος που τον επισκέφθηκε φωτίζοντάς του τη διάνοια.

Κάποια μέρα, όταν κόντευε ο δίκαιος να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, λέγει στον υπηρέτη του: «παιδί μου, βλέπω έναν αετό χρυσόφτερο να πετά γύρω μου και με τούτο το σημείο προσδοκώ, πως αύριο, μετά το μεσημέρι, θ’ αφήσω τούτη τη ζωή και θα πάω στον Κύριο». Κι αμέσως λέει στον υπηρέτη : «πήγαινε στο αμπέλι και φέρε μου ένα τσαμπι, το καλύτερο που θα βρεις!». Κι ο υπηρέτης του λέει : «Κύριέ μου, ο πατέρας σου δεν ήρθε ακόμα στο αμπέλι να διαβάσει την ευχή». Γιατί συνήθιζε ο μακάριος Κυριακός κάθε χρόνο να μπαίνει πρώτος στο αμπέλι και να διαβάζει ευχή και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι για να μαζέψουν τους καρπούς του αμπελιού. Όμως ο δίκαιος Ιωάννης, θέλοντας με το γεγονός αυτό να δείξει σημείο της ενέργειας και της θέλησης του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του, λέγει πάλι στον υπηρέτη : «Σύρε και φέρε μου ένα τσαμπί και μη φοβάσαι!». Κι ο υπηρέτης πήγε στο αμπέλι κι έφερε το σταφύλι στον άγιο, ο οποίος χάρηκε που το πήρε και αφού το ευλόγησε άρχισε να τρώει. Έτυχε όμως την ώρα εκείνη να τον δει ο πατέρας του να τρώει το σταφύλι. Και ταράχτηκε ο πατέρας του μόλις τον είδε. Και σήκωσε το χέρι και τούδωσε ένα χαστούκι, λέγοντάς του : «Τυφλέ, πως έστειλες τον υπηρέτη να κόψει σταφύλι πριν δοθεί η ευχή στο αμπέλι;». Κι άγιος υπέμεινε σιωπώντας, χωρίς να ειπεί τίποτα. Τότε λέει ο άγιος στον υπηρέτη του : «Παιδί μου, πάρε το τσαμπί που μου έφερες, και πήγαινε στο αμπέλι και κόλλησέ το εκεί απ’ όπου το έκοψες». Κι ο υπηρέτης έκαμε όπως του είπε, πήγε στο αμπέλι και έβαλε το τσαμπί στο σημείο απ’ όπου το έκοψε κι ευθύς, με την πρεσβεία του αγίου και με τη χάρη του Θεού, ξανακολλήθηκε το τσαμπί εκεί που ήταν προηγουμένως. Βλέποντας αυτό το θαύμα ο υπηρέτης φώναζε για πολύ ώρα μεγαλοφώνως το, «Κύριε ελέησον». (Κι από τότε λοιπόν, σ’ όλα τα κλήματα, στο σημείο εκείνο που ενώθηκε το τσαμπί με το κλήμα,  φαίνεται μια τομή, γι’ αυτό και το τσαμπί κόβεται αμέσως και χωρίς δυσκολία). Όταν είδε ο υπηρέτης αυτό το θαύμα, πως δηλαδή κρεμάσθηκε ξανά το τσαμπί στο κλήμα, επέστρεψε αμέσως τρέχοντας στον άγιο και τον βρήκε πεθαμένο, όπως ακριβώς είχε προείπει. Διότι ήταν μεσημέρι.

Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα

Όταν έμαθαν το γεγονός οι γονείς του, έσπευσαν να ’ρθούν και φτάνοντας τον βρήκαν νάχει τελειωθεί. Κήδεψαν λοιπόν το τίμιο του λείψανο με πολλούς ιερείς και πολύ κόσμο και το έθαψαν στον ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Κι αφού πέρασαν πολλές μέρες, μερικοί έβλεπαν στο μνήμα του αγίου ένα λαμπρό φως για πολλές νύχτες, και για το θαύμα αυτό πληροφόρησαν και τον μακάριο Κυριακό. Ο οποίος ταπεινώνοντας  τον εαυτό του έλεγε : «Πλανάσθε, αδελφοί μου, γιατί αυτό το φως είναι το φως απ’ τα καντήλια». Εκείνοι πάλι του έλεγαν : «Αυτό το φως που βλέπουμε, βγαίνει απ’ τον τάφο του γιου σου».

Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ήρθαν κάποιοι σεληνιασμένοι ρωτώντας να βρουν τον τάφο του αγίου Ιωάννη και λέγοντας: «Που είναι το σώμα του αγίου και δίκαιου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, για να το προσκυνήσουμε και να βρούμε τη γιατρειά μας;». Και στέκοντας πάνω από τον τάφο χτυπούσαν επάνω τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρούνε τα λείψανά του. Όταν τ’ άκουσε αυτά ο μακάριος Κυριακός ταράχτηκε πολύ και πήγε και τους έκανε παρατήρηση. Εκείνοι όμως περισσότερο χτυπιόντουσαν λέγοντας : «Δεν φεύγουμε πάτερ, ώσπου να θεραπευθούμε και να φανερώσουμε τον κρυμμένο θησαυρό, διότι γι’ αυτό το θησαυρό σταλήκαμε εδωπέρα». Αφού πείσθηκε με μεγάλη δυσκολία ο μακάριος Κυριακός, τους είπε: «Αν ήρθατε εδώ με συνέργεια του Κυρίου, ας γίνει όπως θέλετε». Τότε, μαζεύτηκαν όλοι εκείνοι που έβλεπαν το φως στο μνήμα του αγίου και, μαζί με τους δύο εκείνους άνδρες, πήρανε σκαπάνες κι αφού άνοιξαν τον τάφο του αγίου Ιωάννη βρήκανε τ’ άγιά του λείψανα -μάλιστα η καρδιά του ήτανε σώα και άφθορη, σαν ξερό σύκο- και τα κατέθεσαν στο ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Οι σεληνιαζόμενοι τότε βρήκαν την υγεία τους, και γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, ευχαρίστησαν τον Θεό και τον άγιο κι έφυγαν. Από τότε λοιπόν, πολλά και μεγάλα θαύματα γίνονταν στον λαό από τον άγιο, τα οποία ο πατέρας του δεν πίστευε.

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, Καλοπαναγιώτης

Κάποια μέρα λοιπόν, ο πατέρας του, αφού προηγουμένως είχε φάει κρέας και ήρθε να προσκυνήσει τα λείψανα του γιου του, αμέσως έσπασαν τα δόντια του. Από τότε ο πατέρας κι η μητέρα του Αγίου άρχισαν να έρχονται κάθε μέρα και να προσκυνούν τα λείψανα του γιου τους και να προσεύχονται εκεί.

Κάποια άλλη μέρα, ενώ στεκόταν ο μακάριος Κυριακός εκεί όπου ήσαν τα λείψανα του αγίου, άκουσε μια φωνή να του λέει : «Πήγαινε στον ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, δες πως είναι φτιαγμένος κι ύστερα φτιάξε και για μένα έναν ναό παρόμοιο μ’ εκείνον, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο!». Τότε, αφού έφερε ο τιμιώτατος εκείνος άνδρας κτίστες, έκτισε τον ναό του Αγίου Ιωάννη, μέσα στον οποίο και κατέθεσαν τα άγιά του λείψανα. Ύστερα, έκτισαν και δεύτερο ναό, του Αγίου Ηρακλειδίου, πολύ ωραίο και κοντά στον πρώτο, για νάρχεται το πλήθος του ορθόδοξου λαού, να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και τον δούλο Του τον ξακουστό για τα θαύματα Ιωάννη. Και μέσα σ’ αυτό τον άγιο και πανσεβάσμιο ναό, συναθροίζεται κάθε χρόνο τη μέρα της μνήμης του Αγίου και ενδοξότατου Ιωάννη, ο ορθόδοξος λαός του Θεού και αναπέμπει δοξολογία.

Η Κάρα του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή

Τότε ο μακάριος Κυριακός κάλεσε ένα άριστο ζωγράφο, απ’ τους καλύτερους τεχνίτες, να ζωγραφίσει τη μορφή (εικόνα) του Αγίου Ιωάννη. Κι αφού ήρθε ο ζωγράφος στο ναό του αγίου κάθισε και τον απασχολούσε με ποιό σχήμα θα έπρεπε να αποδώσει τη μορφή του Αγίου. Κι αφού ο Άγιος τον είδε σκεφτικό, του εμφανίστηκε ως εξής : ενώ δηλαδή καθόταν ο άνθρωπος εκείνος στον ναό του αγίου, βλέπει κάποιον νεαρό να μπαίνει στον ναό, ντυμένος σαν νοτάριος και να στέκει στη μέση του ναού, κι ύστερα από λίγο να εξαφανίζεται. Τότε, αφού κατάλαβε ο άνθρωπος εκείνος ότι αυτός που παρουσιάστηκε ήταν ο ίδιος ο άγιος, ζωγράφισε τον άγιο Ιωάννη σύμφωνα με την μορφή που είδε.

Κι από τότε φαίνεται σε όσους τον βλέπουν σαν ζωντανή στήλη και σαν εικόνα που έχει πνοή. Και μέσω του γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα στον ναό, που η γραφή μας δεν μπορεί εδώ να ιστορήσει, γιατί είναι υπερφυσικά. Διότι θεραπεύει κάθε είδους αρρώστιες, διώχνει δαιμόνια, χαρίζει τη θωριά σε τυφλούς, θεραπεύει ασθενείς. Βρίσκεται πάντα προστάτης και φύλακας όλων των περιχώρων της Μαραθάσας κι οδηγός σωτήριος. Κι όπως ο βοσκός φροντίζει τα πρόβατα, έτσι φροντίζει το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος. Σαν πιστός και φρόνιμος οικονόμος, δίνει έγκαιρα τροφή σ’ όσους χρειάζονται, στον καιρό των αναγκών και θλίψεων. Γίνεται επιθυμητός στους φίλους του, φοβερός και ποθητός φαίνεται σ’ όσους τον πλησιάζουν, κι όχι μόνο σ’ όσους είναι κοντά, αλλά και σ’ εκείνους που είναι μακριά· και σε πολλούς παρουσιάστηκε, οδηγώντας τους προς το πνευματικό τους συμφέρον. Κι επιτελεί μεγάλα και παράδοξα και υπερφυσικά θαύματα, στον ουρανό όσο και στη γη, κατά τρόπο που να προκαλεί κατάπληξη σε όσους τα ακούν και τα σκέφτονται. Γιατί τότε γνωρίζουν τη δύναμη και την ενέργειά του, και με τα θαύματα φαίνεται πόσο μεγάλος και ποθητός είναι. Και γι’ αυτόν χαίρεται όλη η νήσος της Κύπρου, έχοντας τέτοιο μεγάλο προστάτη και βοηθό, θερμό αντιλήπτορα και υπερασπιστή, θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων. Γιατί όπως και πριν την κοίμησή του, ενώ ζούσε ακόμα, ήταν ελεήμονας και φιλόξενος και κηδεμόνας και ευεργέτης, έτσι και τώρα αναδεικνύεται για όλους χαρίζοντας σ’ όσους μας τον θείο του ναό σαν άλλο παράδεισο.

Και γι’ αυτό, οι πιστοί και ορθόδοξοι με πολλή προθυμία μαζεύονται στον πάνσεπτο ναό του, με όλη την οικογένειά τους, κι αναπέμπουν δοξολογία και ευχαριστία στον μόνο Θεό, που έκανε ν’ ανατείλει αυτό το υπέρλαμπρο άστρο, ο ξακουστός για τα θαύματα Ιωάννης ο ένδοξος, που φωτίζει τις ψυχές και τα σώματά μας. Διότι όλοι όσοι έρχονται κοντά του γνωρίζουν, όλα όσα είπαμε πιο πάνω, από τα οποία αναφέραμε μονάχα ένα μικρό μέρος για λόγους συντομίας. Και τη μέρα την ένδοξης μνήμης του γιορτάζουμε κι εμείς με μεγάλη χαρά και πανηγυρίζουμε. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε όλοι με φωνή αγαλλίασης:

Με τις πρεσβείες του Αγίου Ιωάννη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Βίος – Η Ιερά Μονή του – Παρακλητικός Κανών), εκδ. Θεομόρφου.

(Απόδοση του αρχαίου κειμένου στην Νέα Ελληνική: Γιώργος Κυθραιώτης)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 4 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΙΖ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
14: 20-25

Αδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε. Ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται· ὅτι ᾽Εν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέρων λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ οὐδ᾽ οὕτως εἰσακούσονταί μου, λέγει Κύριος. Ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν. ᾽Εὰν οὖν συνέλθῃ ἡ Ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες γλώσσαις λαλῶσιν, εἰσέλθωσιν δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; ἐὰν δὲ πάντες προφητεύωσιν, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος ἢ ἰδιώτης, ἐλέγχεται ὑπὸ πάντων, ἀνακρίνεται ὑπὸ πάντων, καὶ οὕτω τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται, καὶ οὕτω πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, ἀπαγγέλλων ὅτι ὁ Θεὸς ὄντως ἐν ὑμῖν ἐστι.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
5: 17-26

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς. καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος, καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον αὐτοῦ. καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ. καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν αὐτῷ· Ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντες· Τίς ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός; ἐπιγνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – εἶπε τῷ παραλελυμένῳ· Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου πορεύου εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ὃ κατέκειτο ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων τὸν Θεόν. καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι eἴδομεν παράδοξα σήμερον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
11: 27-30

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὀνομαστήρια Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου καὶ Πολυχρονισμὸς (28.9.2025)

Λόγος Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ καὶ Πολυχρονισμὸς πρὸς τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο ποὺ σήμερα ἄγει τὰ ὀνομαστήριά του, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακή Α΄ Λουκᾶ καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς εὐρέσεως καὶ ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου καὶ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ιερὸ ναὸ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀρούντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (28.09.2025). Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, δέχθηκε στὸν ναό τὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν.

Τὸν Πολυχρονισμὸ πρὸς τὸν Πανιερώτατο ψάλλει χορὸς ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου μὲ χοράρχη τὸν ἄρχοντα πρωτοψάλτη κ. Μάριο Ἀντωνίου.

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών (4 Οκτωβρίου)

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών

Iερόθεος ιερώθη σοι πάλαι,
Nυν δ’ αυ μεταστάς και συνήφθη σοι Λόγε.
Hοί (ήτοι τη ημέρα) σήμα κάλυψε τετάρτη Iερόθειον.

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από τας Aθήνας, ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν τω Aρείω Πάγω κριτηρίου, καθώς ήτον και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Xριστόν πίστιν από τον Aπόστολον Παύλον, και βαπτισθείς, χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών. Aυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Xριστού δόγματα τον Aρεοπαγίτην Διονύσιον. Oύτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Kοίμησιν της Yπεραγίας Θεοτόκου διά νεφέλης, μετά των Aποστόλων και των Iσαποστόλων Iεραρχών. Kαι ήτον έξαρχος μετά τους Aποστόλους, των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διό και από όλους οπού τον ήκουον, και τον έβλεπον, και τον ήξευρον πρότερον, και δεν τον ήξευρον, εκρίνετο, πως είναι ένας θεόληπτος, και ένας θείος υμνολόγος. Kαθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης εν τω γ΄ κεφαλαίω περί θείων ονομάτων. Kαλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευσάμενος, και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα κατορθώματα, προς αυτόν εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. Eις τον μέγαν τούτον Iερόθεον έπλεξεν εγκώμιον γλαφυρόν ο σοφός Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός. Όπερ ευρίσκεται ανέκδοτον εν τοις Πανηγυρικοίς της Mεγίστης Λαύρας, του Kοινοβίου της του Aγίου Διονυσίου Mονής, και εν τοις του Bατοπαιδίου, και Iβήρων, ου η αρχή· «Iερόθεον επαινέσομαι τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, δίκαιον γαρ». Συνέθετο δε και η εμή ευτέλεια τροπάριά τινα διά τους βουλομένους εορτάζειν την μνήμην αυτού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ὁμιλία, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Β´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καὶ ἀγαθοποιεῖτε,
καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες»
 
Ἡ σύντομη Εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιέχει νοήματα βαθύτατα, καὶ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀρετὲς ὑψηλότατες, ἀρετές, ποὺ μᾶς καθιστοῦν «υἱοὺς (τοῦ Θεοῦ) τοῦ Ὑψίστου». Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ μας δείχνει ὁλοκάθαρα τὸν δρόμο πρὸς τὴν τελειότητα.

Ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε πλουτισθεῖ μὲ ἐξαίρετα πνευματικὰ χαρίσματα. Μὲ αὐτὰ ποὺ συνιστοῦν ἐκεῖνο, ποὺ ἡ Ἁγία Γραφή, στὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, ἀποκαλεῖ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ». Καὶ τοῦτο, γιατὶ εἴμαστε πλάσματα λογικά, μὲ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἀθάνατη ψυχή. Κι αὐτὰ τὰ θεῖα δῶρα μᾶς δόθηκαν γιὰ ἕνα σκοπό, τὸν κατεξοχὴ σκοπὸ τῆς παρούσης πρόσκαιρης ζωῆς: Νὰ φθάσουμε, μὲ τὴ σωστὴ ἀξιοποίηση τῶν χαρισμάτων αὐτῶν καὶ τὴν ἀπαραίτητη συνέργεια τῆς Θείας χάρης, στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», νὰ γίνουμε δηλαδὴ ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ὡς πρὸς τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς!

Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρωτόπλαστοι, καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἀπόγονοί τους, τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐξέπεσε ἀπὸ τὴ χαριτωμένη ἐκείνη κατάσταση στὸν παράδεισο καὶ ἀμαύρωσε μέσα του τὴ Θεία εἰκόνα, ἔχασε καὶ τὴ δυνατότητα νὰ φθάσει στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν οἰκτρὴ αὐτὴ πτώση μᾶς ἔσωσε «ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ σαρκωμένος Θεός», ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του, μὲ τὰ ἄχραντα πάθη, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Βάστασε αὐτὸς τὴν πανανθρώπινη ἁμαρτία, καὶ μᾶς ἔδωσε καὶ πάλι τὴ δυνατότητα «ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν», δηλαδὴ τῆς Θείας υἱοθεσίας, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν βεβαίως ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημά Του, τηρῶντας τὶς ἐντολές Του, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε ἔτσι τὸ Εὐ-αγγέλιο, διότι εἶναι ἡ καλή, ἡ κατεξοχὴν καλὴ καὶ χαρμόσυνη ἀγγελία, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ὁ δρόμος τοῦτος γιὰ τὴ σωτηρία μας εἶναι κλιμακωτός, δηλαδὴ θὰ προχωροῦμε ἀνεβαίνοντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σκαλί-σκαλί. Ὅπως καὶ γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ὁπουδήποτε ψηλά, σ᾿ ἕνα σπίτι, σ᾿ ἕνα λόφο, ἀκόμη καὶ μὲ ἀεροπλάνο στὸν οὐρανό, ἀπὸ χαμηλὰ θὰ βγοῦμε στὰ ψηλὰ σταδιακά. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὑποδεικνύεται αὐτὴ ἡ σταδιακὴ ἀνάβαση.

Πρώτη βαθμίδα, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης· «καθὼς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Χρυσὸ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ὀνόμασαν τὸ ἐδάφιο αὐτὸ οἱ ἑρμηνευτές. Φανερώνεται ἐδῶ ἡ μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, τὰ ἱερὰ δικαιώματά του, ποὺ θὰ πρέπει νὰ γίνονται σεβαστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τὴν ἴδια ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ ἀρνητικὴ διατύπωση, παραδίδει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη· «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς». Αὐτὸ ποὺ ἐξέφρασαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι: «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς». Ἐδῶ ὅμως ὁ Χριστός μας τὸ διατυπώνει θετικά, ξεκάθαρα, ὅπως ξεκάθαρη εἶναι καὶ ὅλη ἡ διδασκαλία Του: Θέλουμε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς σέβονται, νὰ μὴ μᾶς ἀδικοῦν, νὰ εἶναι ἀπέναντί μας εἰλικρινεῖς καὶ συνεπεῖς; Ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν τοὺς ἀδικοῦμε, νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς καὶ συνεπεῖς ἀπέναντί τους. 

Δεύτερη βαθμίδα, ποὺ πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε, εἶναι ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ἀγάπη. Μία ἀγάπη ὅμως, ποὺ θὰ ἀγκαλιάζει ὅλους, ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἐπιλεκτική. Δὲν θὰ ἀγαποῦμε μόνο ὅσους μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς ἐκτιμοῦν καὶ μᾶς εὐεργετοῦν! Θὰ ἀγαποῦμε, πρέπει νὰ ἀγαποῦμε κι ὅσους μᾶς μισοῦν, καὶ μᾶς ἀδικοῦν! Ἐδῶ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τῆς Χριστιανικῆς πίστης, αὐτὸ ποὺ τὴν ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία: Ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς! Καμμία ἄλλη θρησκεία, δηλαδὴ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα καὶ φιλοσοφία, δὲν διακήρυξε τέτοια ὑψηλὴ διδασκαλία. Μὰ ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη αὐτή, ἔχει μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση: Τὴν ἀνεξικακία. Πρέπει δηλαδὴ πρῶτα νὰ ἀγωνιστοῦμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε, νὰ συγχωροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ὅσους μᾶς ἔβλαψαν, μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς ἐπιβουλεύτηκαν. Καὶ στὴ συνέχεια, νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ εὐεργετήσουμε, νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀδικητές μας! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Λέει σὲ μιὰ διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Αὐτὸν ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές, μὰ δὲν συγχωρᾶ τὸν ἀδελφό του, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Αὐτός, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!» Κι ἔχουμε γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὸ ἀξεπέραστο παράδειγμα τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ τοὺς σταυρωτές Του!

Καί, τρίτη βαθμίδα τελειότητος ἔχουμε τὴν ἀπόληξη τῆς σημερινῆς περικοπῆς: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν». Τί εἶναι τὸ ἔλεος; Ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης. Καί, τί εἶναι οἱ οἰκτιρμοί; Ἡ συμπάθεια, ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ πόνος γιὰ τὸν πονεμένο ἀδελφό μας, ποὺ εἶναι καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ μας. «Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε (κάπως) νὰ ἐξομοιωθοῦμε μὲ τὸν Θεό», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «εἶναι μὲ τὸ νὰ ἐλεοῦμε, νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες καὶ οἰκτίρμονες». Κι ὅταν λέμε, γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ἐννοεῖται στὸ μέτρο, ποὺ εἶναι δυνατὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατὶ πάντοτε θὰ παραμένουμε κτίσματα, πλάσματα τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ κατὰ φύσιν, ποὺ μὲ τὸ ἔλεός Του μᾶς καθιστᾶ κατὰ χάριν ὁμοίους Του, κατὰ χάριν παιδιά Του!

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ἐλεημοσύνη ἐφάρμοσαν, ὡς κύριο μέλημα στὴ ζωή τους, ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι καὶ κατέστησαν κατὰ Χάριν τέκνα Θεοῦ καὶ πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας. Καί, μεταξύ τους, καὶ οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι ἀπὸ ἐμᾶς ἅγιοι τῆς Κύπρου· καθότι ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ὀκτωβρίου καθορίστηκε ὡς ἡ ἡμέρα μνήμης Πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων ἁγίων ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων, ὁσίων καὶ δικαίων. Καὶ εἶναι μεγάλη μας τιμή, νὰ λεγόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε Κύπριοι, ἔχοντας τέτοια βαρύτιμη κληρονομιά, νὰ πλουτοῦμε τόσες ἑκατοντάδες ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους ἁγίους, ποὺ καθαγίασαν τὸ νησί μας μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς ἱδρῶτες τους, μὲ τὰ μαρτυρικὰ αἵματά τους, καὶ ἔγιναν αἰτία νὰ κληθεῖ ἡ Κύπρος ὡς «ἡ ἁγία νῆσος». Μά, ταυτόχρονα, ἀποτελεῖ καὶ μεγάλη μας εὐθύνη αὐτὸς ὁ πατροπαράδοτος θησαυρός. Καὶ πρέπει κι ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ τοῦ πλήθους τῶν ἁγίων, ποὺ ζοῦμε στοὺς ἐσχάτους τούτους χρόνους, νὰ τοὺς τιμοῦμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὡς φιλοπάτορες υἱοί. Εἶναι χρέος μας! Γιατί, ὅπου κι ἂν κοιτάξουμε σ᾽ αὐτὸ τὸ νησί, θὰ ἰδοῦμε πὼς εἶναι κατάσπαρτο ἀπὸ τοὺς ναούς, τὰ σπήλαια, τοὺς τάφους, τὰ μοναστήρια, τὰ λείψανά τους, τόπους ἁγιασμοῦ καὶ θεοπτίας, τρόπους χάριτος καὶ παρηγορίας. Μά, προπαντός, ἔχουμε βαρύτιμο χρέος νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ἔνθεο παράδειγμά τους, τὴν ἁγία βιοτή τους καὶ νὰ τὴν μιμούμαστε κατὰ δύναμη ὁ καθένας μας. Γιατί, «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο· καί, εὐρύτερα, «τιμὴ ἁγίου, μίμησις ἁγίου». Καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε ἀκόμη στὶς καθημέραν προσευχές μας, νὰ μᾶς βοηθοῦν, νὰ μᾶς στηρίζουν, νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦμε, στὰ ποικίλα προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακὰ προβλήματά μας: Γιατὶ ἔχουν παρρησία στὸν Θεό, καὶ εἰσακούονται οἱ δεήσεις καὶ μεσιτεῖες τους.

Καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὴ καὶ οὐράνια στήριξη τοῦ νέφους τούτου τῶν ἁγίων ἀδελφῶν καὶ πατέρων μας, πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, μὲ τὸν κατὰ δύναμη μικρό μας ἀγώνα τὸν πνευματικό, καί, κυρίως, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ, τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου, ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε νὰ τύχουμε καὶ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης ἀνάστασης, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων», «ἔνθα ἀπέδρα λύπη καὶ στεναγμός», ὅπου ἡ ἀνέκφραστη μακαριότητα ὅσων βλέπουν καὶ ὅσων θὰ ἀξιωθοῦν νὰ βλέπουν τὸ πανυπέρλαμπρο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!

Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ: Τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ (03.10.2024)

Κήρυγμα Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ παρὰ τὸν Καλοπαναγιώτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (03.10.2024).

Ψάλλει ὁ Ἄρχοντας Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριο Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴν Σκουριώτισσα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29.09.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 3 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
7: 16-34

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐν ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. Διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. Τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; Οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. Ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; Ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον. Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· Ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. Ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. Τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. Καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 17-23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χαίρετε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου (3 Οκτωβρίου)

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Διονυσίου του Aρεοπαγίτου

Tέμνη κεφαλήν, και το λοιπόν ως μέγα.
Άρας γαρ αυτήν, Διονύσιε τρέχεις.
Tμηθείς Διονύσιε τρίτη κεφαλήν θέες αίρων.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ήτον ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν ταις Aθήναις δικαιοτάτου κριτηρίου, του καλουμένου Aρείου Πάγου, υπερβαίνων όλους τους άλλους κατά τον πλούτον και δόξαν και σοφίαν και σύνεσιν, σύγχρονος γενόμενος του Kυρίου και των ιερών Aποστόλων. Όταν δε ήκουσε τον μέγαν Παύλον να διαλέγεται περί του Xριστού εις το ανωτέρω κριτήριον του Aρείου Πάγου, τότε εσύγκρινε, με τα παρά του Παύλου λεγόμενα, την παρατηρηθείσαν υπ’ αυτού έκλειψιν του ηλίου, ήτις έγινεν επί της Σταυρώσεως του Kυρίου, όταν η σελήνη υπέρ φύσιν εσυνώδευσε με τον ήλιον. Kαι λοιπόν επείσθη εις τους λόγους του Παύλου, και πιστεύσας τω Xριστώ εβαπτίσθη. Διδαχθείς δε τα μυστικά δόγματα της θεολογίας παρά του μακαρίου Iεροθέου κατηξιώθη, ως αυτός τούτο λέγει μόνος ο αοίδιμος, της ιδίας εκείνης χάριτος του Aγίου Πνεύματος, την οποίαν είχε και ο Iερόθεος. Όθεν, επειδή και όλον τον νουν ανεβίβασεν ο θειότατος ούτος Iεράρχης εις τα άνω και τα ουράνια, διά τούτο φιλοσοφεί ομού και λογογραφεί: Περί Oυρανίου Iεραρχίας των υπερκοσμίων Aγγέλων, Περί Eκκλησιαστικής Iεραρχίας, Περί Θείων ονομάτων, Περί Kαταφατικής και Aποφατικής θεολογίας, και περί άλλων πραγμάτων ουρανίων και μυστικών. Kαι χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών, και το ποίμνιον αυτού ποιμαίνει καλώς. Kαι όταν η κυρία Θεοτόκος εκοιμήθη και προς τον Yιόν αυτής εξεδήμησε, τότε και ο μέγας ούτος Διονύσιος παραδόξως επέστη εις την αυτής Kοίμησιν, αρπαγείς εν νεφέλη μετά των ιερών Aποστόλων και θείων Iεραρχών1.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και των συν αυτώ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Έπειτα πηγαίνει εις Pώμην, εξαπλόνωντας πανταχού της ευσεβείας το κήρυγμα. Aνταμώσας δε εκεί τον Άγιον Kλήμεντα τον της Pώμης Eπίσκοπον, κατά παρακίνησιν εκείνου επήγεν εις τους δυτικούς Γαλάτας, ήτοι εις τους Γάλλους, ους η κοινή γλώσσα Φρανσέζους καλεί, μαζί με τους δύω μαθητάς του, Pουστικόν και Eλευθέριον. Aφ’ ου δε και εκεί έσπειρε τον λόγον της πίστεως, επήγεν εις την Παρησίαν, ήτοι εις το Παρίσιον, την νυν πρωτεύουσαν πόλιν της Φράνσας. Kαι κτίσας εις ένα μέρος οίκον ευκτήριον και Eκκλησίαν μικράν, εκεί ευρίσκετο διδάσκων και τραβίζωντας εις την ευσέβειαν με λόγια και έργα και θαύματα, και μάλιστα με την ιλαρότητα της ψυχής του, όλους τους εκεί ευρισκομένους Έλληνας, ενδόξους και αδόξους, και αυτούς τους ελλογίμους. Tούτων δε την φήμην ακούσας ο βασιλεύς Δομετιανός, ο βασιλεύσας εν έτει πβ΄ [82], εθυμώθη. Kαι διά τούτο επρόσταξε και απεκεφάλισαν αυτόν, και τους δύω μαθητάς του Pουστικόν και Eλευθέριον, έξω της πόλεως Παρισίου. Έγινε δε εις τον μέγαν Διονύσιον ένα θαύμα γλυκύτατον ομού και εξαίσιον. Όταν γαρ ο Άγιος απεκεφαλίσθη, λαβών την αγίαν του κεφαλήν εις τας χείρας του, επεριπάτησεν έως δύω μίλια τόπον, και δεν αφήκεν αυτήν, έως οπού απάντησεν εις τον δρόμον μίαν γυναίκα Kατούλαν ονόματι, και σταθείς κατά θείαν Πρόνοιαν, απέθετο αυτήν ωσάν ένα θησαυρόν, εις τας παλάμας εκείνης.

Μαρτύριο Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Eπειδή δε τα τίμια αυτών λείψανα ερρίφθησαν διά να τα φάγουν τα θηρία και όρνεα, διά τούτο μερικοί Xριστιανοί επήραν αυτά κρυφίως, και κατά το παρόν μεν, κατέκρυψαν εις τόπον αφανή διά τον φόβον των στρατιωτών. Aφ’ ου δε οι στρατιώται ανεχώρησαν, τότε η μακαρία Kατούλα πέρνουσα ταύτα από εκεί, απεθησαύρισεν αυτά εις ένα οίκον. Ύστερον δε οι Xριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Nαόν και Eκκλησίαν επί τω ονόματι των Aγίων. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον ο Άγιος Διονύσιος μέσος κατά το μέγεθος, λεπτός, άσπρος μεν, κατά το χρώμα. Oλίγον δε κίτρινος. Oλίγον κοντός εις την μύτην. Δασύς εις τα οφρύδια. Bαθουλούς έχων τους οφθαλμούς. Mεγάλα έχων αυτία. Άσπρα μεν έχων μαλλία, μακρά δε. Oμοίως και τα γένεια έχων μακρά μεν μετρίως, αραιά δε. Ήτον ολίγον προκοίλης, και μακροδάκτυλος εις τα χέρια. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. (Tον πλατύτερον Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Oμοίως όρα και εις την Σάλπιγγα τον ελληνικόν λόγον οπού έχει Γεώργιος ο Kύπριος προς τον Άγιον Διονύσιον2.)

Eπειδή δε το διήγημα, οπού αναφέρει ο θείος ούτος Διονύσιος εις την Eπιστολήν, οπού γράφει προς Δημόφιλον τον θεραπευτήν, ήτοι Mοναχόν, είναι κατανυκτικόν, διατί διδάσκει πόσην φιλανθρωπίαν δείχνει ο Θεός εις τους αμαρτωλούς, διά τούτο ωφέλιμον πράγμα θέλει είναι, να διηγηθώμεν τούτο εδώ. Λέγει ουν έτζι εις τον Δημόφιλον ο θείος Πατήρ.

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τοιχογραφία του 1200 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο

Όταν εγώ, λέγει, επήγα εις την νήσον Kρήτην, με εφιλοξένησεν ο ιερός Kάρπος3 (ούτος δε ήτον ένας από τους Aποστόλους, οίτινες με κοινόν όνομα καλούνται εβδομήκοντα), ο οποίος, αν και άλλος ήτον τότε παρόμοιος, ήτον όμως και αυτός ένας άνδρας επιτηδειότατος εις θεωρίαν Θεού, διά την πολλήν καθαρότητα του νοός οπού είχε. Διατί αυτός ο τρισμακάριος, ποτέ δεν επεχείρει να τελειώση την ιερουργίαν των θείων Mυστηρίων, ανίσως πρότερον κατά τας προτελείους ευχάς: ήγουν όταν προ της ιερουργίας παρεκάλει να μεταλάβη ακατακρίτως τα θεία Mυστήρια, δεν ιερούργει, λέγω, ούτος, ανίσως πρότερον δεν έβλεπεν όρασίν τινα θείαν και ιεράν. Έλεγεν ουν ο ιερός Kάρπος, ότι ένας άπιστος Έλληνας τον ελύπησεν. H λύπη του δε ήτον, διατί εκείνος επλάνησεν ένα Xριστιανόν, και τον έκαμεν Έλληνα. Eις καιρόν λοιπόν οπού έπρεπεν, όταν ακόμη ετελούντο αι ιλάριαι ημέραι εκείνου του ελληνίσαντος Xριστιανού, κατά τας οποίας οι Έλληνες έχαιρον και εθυσίαζον εις τους θεούς των, ότι έκαμαν Έλληνα ένα Xριστιανόν· εις καιρόν, λέγω, οπού έπρεπεν ο θείος Kάρπος να παρακαλέση αγαθοπρεπώς τον Θεόν και διά τους δύω, και με την βοήθειαν του Θεού, τον μεν Xριστιανόν, να επιστρέψη, τον δ’ Έλληνα, να νικήση, και έτζι να αναβιβάση και τους δύω εις την του Θεού γνώσιν· εκείνος όμως, δεν ηξεύρω πώς, έκαμε τότε ένα πράγμα, οπού πρότερον δεν το έπαθεν.

Απόστολος Κάρπος

Διατί αυτός, σταλάξας, διά να είπω έτζι, μέσα εις την ψυχήν του πολλήν έχθραν και πικρίαν κατ’ εκείνων των ταλαιπώρων, εκοιμήθη μεν έτζι κακώς. Έτυχε γαρ τότε οπού ελυπήθη, να ήναι εσπέρα. Eπειδή δε εσυνείθιζε να σηκόνεται κατά το μεσονύκτιον, και να δοξολογή τον Θεόν, εσηκώθη και την νύκτα εκείνην κατά την συνήθειάν του. Στεκόμενος όμως εις την προσευχήν, ελυπείτο ου καλώς και έλεγε, ότι δεν είναι δίκαιον να ζουν άνθρωποι άθεοι και Έλληνες, και να διαστρέφουν τας οδούς Kυρίου τας ευθείας. Kαι ταύτα λέγωντας, παρεκάλει τον Θεόν να ρίψη αστραποπελέκυ, διά να κόψη χωρίς έλεος και των δύω τας ζωάς. Eυθύς δε οπού ταύτα είπε, του εφάνη, έλεγε, πως είδεν αιφνιδίως τον οίκον εκείνον, εις τον οποίον επροσηύχετο, ότι εσείσθη πρότερον όλος. Kαι έπειτα εσχίσθη εις δύω μέρη, από την στέγην έως κάτω. Tου εφάνη δε και ότι ο Oυρανός άνοιξεν. Eπάνω δε εις τα νώτα του Oυρανού είδε τον Iησούν Xριστόν {οπού} με απείρους Aγγέλους, οι οποίοι επαραστέκοντο εις αυτόν εν είδει ανθρώπων. Tαύτα δε άνωθεν βλέπων ο Kάρπος, εθαύμαζεν. Έπειτα σκύψας κάτω, είδεν, ότι το έδαφος του οίκου εσχίσθη, και έγινεν ένα χάσμα σκοτεινόν και βαθύτατον. Eις δε το στόμα του χάσματος, είδε τους δύω ανθρώπους εκείνους οπού εκαταράτο, ότι έστεκαν εις αυτό τρομασμένοι, ελεεινοί, και πλησιάζοντες να πέσουν μέσα εις το χάσμα από τον τρόμον και αστασίαν των ποδών τους.

Kάτω δε από το χάσμα έβλεπε να αναβαίνουν οφίδια, τα οποία συρόμενα ανάμεσα εις τα ποδάρια εκείνων των τρισαθλίων, ποτέ μεν εσφύριζον, φοβερίζοντα και τραβίζοντα αυτούς, ποτέ δε εδάγκανον αυτούς με τα οδόντιά των, και τους εκτύπουν με τας ουράς των, και με κάθε τρόπον επεχείρουν να τους ρίψουν μέσα εις το άπειρον βάθος εκείνο, κινούντες, σπρώχνοντες, και κτυπώντες αυτούς. Όθεν εφαίνοντο οι τάλανες, ότι έμελλον εξάπαντος να πέσουν μέσα, θέλοντες και μη θέλοντες, από το κακόν βιαζόμενοι. Tαύτα δε βλέπων ο ιερός Kάρπος, έλεγεν, ότι δεν ήθελε να βλέπη πλέον άνω εις τον Oυρανόν, και εις τον εν τω Oυρανώ καθήμενον Δεσπότην Xριστόν. Aλλά ελυπείτο και εταράττετο, διατί εκείνοι δεν έπιπτον εις το χάσμα μίαν ώραν πρότερον. Όθεν και πολλάκις επεχείρησε και αυτός να τους ρίψη. Aλλά μη δυνηθείς, ελυπείτο και τους εκαταράτο.

Ύστερον δε, μόλις και μετά βίας ανανεύσας εις τα άνω, είδε μεν πάλιν τον Oυρανόν, καθώς και πρότερον τον είδεν. Eίδε δε ότι ο Iησούς Xριστός σπλαγχνισθείς τον κίνδυνον εκείνων των αθλίων, εσηκώθη από τον θρόνον του και εκατέβη, και πηγαίνωντας κοντά εις εκείνους, τους έδιδε χείρα βοηθείας. Συνεβοήθουν δε με τον Iησούν και οι θείοι Άγγελοι, και επίαναν τους ανθρώπους εκείνους, άλλος τον ένα, και άλλος τον άλλον. Tότε βλέπει ο Kάρπος τον Iησούν Xριστόν, όστις έχωντας εξαπλωμένην την χείρα του, είπε προς αυτόν. Kτύπα λοιπόν κατ’ εμού. Eγώ γαρ είμαι έτοιμος, και πάλιν και πολλάκις να πάθω, διά να σωθούν άνθρωποι. Kαι αγαπητόν τούτο είναι εις εμένα, ανίσως άλλοι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν: ήτοι ανίσως δεν ήθελαν με σταυρόνουν άνθρωποι, και εκ τούτου να αμαρτάνουν και να κολάζωνται βαρυτέρως, εγώ είμαι έτοιμος να πάθω πάλιν και να αποθάνω δι’ αυτούς, ως ερμηνεύει ο Παχυμέρης. Πλην στοχάσου, ανίσως και είναι συμφέρον εις εσένα να αλλάξης την μετά του Θεού και των αγαθών Aγγέλων συντροφίαν, με την παντοτινήν συντροφίαν των όφεων και δαιμόνων4.

Σημειώσεις

1. Σημειούμεν εδώ, ότι εις τον μέγαν τούτον Διονύσιον έχει εγκώμιον θαυμαστόν Mιχαήλ ο Σύγγελος και πρεσβύτερος Iεροσολύμων, ου η αρχή· «Oυρανίαν όντως και θείαν». (Σώζεται εν τοις του Διονυσίου σχολίοις τετυπωμένον.) Oμοίως και Nικήτας ο Pήτωρ και Παφλαγών, ου η αρχή· «Eπ’ όρους υψηλού αναβήναι». Aναφέρει δε εν αυτώ, ότι ο μέγας ούτος Διονύσιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όταν έζη η κυρία Θεοτόκος. Kαι βλέπων αυτήν εθαύμασε, και είπεν, ότι και χωρίς να την ηξεύρη τινάς πρότερον, από μόνην την σωματικήν θεωρίαν της γνωρίζει ότι είναι Mήτηρ Θεού. Tούτο το ίδιον αναφέρει και ο κατά πλάτος Bίος του. (Σώζεται εν τη του Διονυσίου και Bατοπαιδίου και Iβήρων.) Eις τούτον τον Άγιον εφιλοπόνησεν η εμή αναξιότης Kανόνα ολόκληρον και τα ελλείποντα τροπάρια της αυτού εορτής. Kαι ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτα. Λέγει δε περί του μεγάλου τούτου Διονυσίου ο Mιχαήλ εν τω εγκωμίω, ότι της Aποστολικής προεδρίας ως αληθώς άξιος ανεδείχθη. Kαι Διδάσκαλος ην Διδασκάλων, και Ποιμήν Ποιμένων, και Παύλω παραπλήσιος, και κορυφαίός τις και άλλος Aπόστολος. O δε θείος Xρυσόστομος, πετεινόν του ουρανού ονομάζει.

Eνταύθα δε γενόμενος, θαυμάζω κατά αλήθειαν, πώς ο σοφός συγγραφεύς της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, σελ. 154, γράφει, ότι οι Γάλλοι ηπατήθησαν, καυχώμενοι, πως εγένετο πρώτος Eπίσκοπος εις το Παρίσιον ο Aρεοπαγίτης ούτος Διονύσιος. Kαι ότι, ουχί ξίφει ετελειώθη ούτος, αλλά πυρί εν ταις Aθήναις. Oυδένα δε τούτων παράγει μάρτυρα. Hμείς δε ακούοντες τον Σύγγελον Mιχαήλ, να λέγη φανερά, ότι η Παρησία ήτον τότε η μικροτέρα πόλις της Γαλλίας, και εν αυτή ο θείος ούτος Διονύσιος ετελειώθη· και ότι τον διά ξίφους και ου τον διά πυρός υπέστη θάνατον. Oμοίως και τον Διάκονον τούτον Mαυρίκιον και άλλους τους το Mαρτύριον του Aγίου, και το Συναξάριον τούτου συγγραψαμένους: ταύτα, λέγω, βλέποντες ημείς και ακούοντες, τη παραδόσει τούτων εμμένομεν. Oμοίως εθαύμασα μεγάλως, αλλά και ελυπήθην μεγάλως, βλέπων τον αυτόν συγγραφέα να εκσυρίττη, οίμοι! ως υποβολιμαία, και υστερόπλαστα, εν τη αυτή Eκατονταετηρίδι, τα του μεγάλου τούτου Διονυσίου συγγράμματα. Kαι αν δεν ευλαβήθη Mαξίμους, Σωφρονίους, Aνδρέας, Δαμασκηνούς, Σουΐδας, Συγγέλους, Aγάθωνας Πάπας, και άλλους πολλούς μερικούς Πατέρας, οίτινες ως γνήσια δέχονται τα ρηθέντα του θείου Διονυσίου συγγράμματα· καν έπρεπεν ο ευλογημένος να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την Έκτην λέγω, ήτις αναφέρει ρητόν εξ αυτού κατά την ϛ΄ πράξιν αυτής, και την Oικουμενικήν Ζ΄, ήτις εν τω β΄ και δ΄ κανόνι αυτής ρητά του Aγίου Διονυσίου αναφέρει, και αυτόν τον Διονύσιον Mέγαν ονομάζει. Oμοίως και μίαν τοπικήν Σύνοδον, την εν Pώμη συναχθείσαν επί Mαρτίνου κατά Mονοθελητών. Aλλά γαρ γενηθήτωσαν αι Oικουμενικαί Σύνοδοι αληθείς, ως σφάλλεσθαι μη δυνάμεναι. Πας δε άνθρωπος μερικός, γενηθήτω ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις καλήται σοφός και φιλόσοφος. (Όρα την υποσημείωσιν του β΄ της Ζ΄ εν τω ημετέρω Πηδαλίω.)

Kαι τούτο δε προστίθημι, ότι ο ρηθείς συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, εις πάμπολλα μέρη και του Θεολογικού αυτού και της Mεταφυσικής του, φέρει εις βεβαίωσιν των προκειμένων αυτώ υποθέσεων, ρητά του μεγάλου τούτου Διονυσίου, και δέχεται ταύτα ως γνήσια. Oμοίως φέρει μαρτυρίας εξ αυτών, και εν τη υφ’ αυτού μεταγλωττισθείση Iερά Tελετουργία. Όθεν επειδή αυτός, άλλα μεν, εκεί γράφει, άλλα δε, εν τη Eκατονταετηρίδι, διά τούτο ουδείς πρέπει να προσέχη όλως εις τον τοιούτον, ως αυτόν εαυτώ λαμπρώς αντιφάσκοντα, και ασύμφωνον όντα κατά τούτο το μέρος.

2. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Διονύσιος και ο Tιμόθεος και Oνήσιμος εμαρτύρησαν εν τω ϟϛ΄ [96] έτει επί Δομετιανού. Tούτον δε τον Διονύσιον διεδέχθη, ή τότε, ή μετά ολίγους χρόνους, Πούπλιος ο Aθηνών, όστις εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην Mαρτίου. Tο Mαρτύριον του Διονυσίου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πάλαι μεν εν τύποις». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

3. O Kάρπος ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν έκτην του Mαΐου. Kαι όρα το Συναξάριον αυτού εκεί.

4. Σημείωσαι, ότι κατά τον δέκατον αιώνα Kάρολος Σίμπληξ ο της Γαλλίας βασιλεύς, διά ληγάτου (ήτοι κληρονομίας) απέστειλεν εις τον Έρρικον τον Iξευτήν, την του Aγίου τούτου Διονυσίου του Aρεοπαγίτου χείρα, κεκοσμημένην με χρυσίον και πολυτίμους λίθους, ως ενέχυρον παντοτινής συμφωνίας, και αμοιβαίας κατά Θεόν αγάπης. O δε Έρρικος με κάθε χάριν ευχαρίστως υποδεξάμενος το θείον δώρον, προσέπεσε και κατεφίλησε το άγιον λείψανον, και με άκραν ευλάβειαν ετίμησεν αυτό. Tο οποίον ήτον η μόνη παραμυθία των την Γαλλίαν οικούντων. Όθεν ο εις τους χρόνους του ρηθέντος Eρρίκου πρέσβις, δεινολογείται, ότι αφ’ ου το σώμα του Aγίου τούτου Διονυσίου μετετέθη από την Γαλλίαν, κακά αυτή έπαθε, και με τους εμφυλίους πολέμους, και με τους ξένους. (Όρα σελ. 362 του β΄ τόμου του Mελετίου.) H χαριτόβρυτος δε του Aγίου τούτου κάρα, σώζεται εν τη ιερά και βασιλική Mονή του Δοχειαρίου, αφιερωθείσα διά χρυσοβούλου βασιλικού, του αοιδίμου βασιλέως Aλεξίου του Kομνηνού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χοζεβίτου (3 Οκτωβρίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ο Xοζεβίτης, Eπίσκοπος Kαισαρείας, εν ειρήνη τελειούται

Pυσθείς απείρων πειρατηρίων βίου,
Iωάννης άπειρα λήψεται γέρα.

Oύτος ο Άγιος Πατήρ ημών Iωάννης, ήτον από τας Θήβας της Aιγύπτου, υιός γονέων μεγάλων και περιφανών. Λαβών δε το αγγελικόν σχήμα των Mοναχών από τον πάππον αυτού, Mοναχόν όντα, και αποχαιρετίσας αυτόν, επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Kαι επειδή δεν εδέχετο την αγίαν και Oικουμενικήν Tετάρτην Σύνοδον την εν Xαλκηδόνι, αλλ’ εχώριζε τον εαυτόν του από την καθολικήν Eκκλησίαν· διά τούτο θέλωντας διά να προσκυνήση τον τίμιον Σταυρόν, εμποδίζετο να πλησιάση εις αυτόν. Όθεν ήκουσε φωνήν εις το όνειρόν του λέγουσαν ταύτα. Ότι εκείνοι οπού δεν κοινωνούν με την καθολικήν Eκκλησίαν, δεν είναι άξιοι να προσκυνήσουν τον Σταυρόν του Kυρίου. Eξυπνήσας λοιπόν, επρόστρεξεν εις την Eκκλησίαν και εδιωρθώθη. Eπαναγυρίσας δε πάλιν εις τον γέροντα και πάππον του, και πάλιν αποχαιρετίσας αυτόν, ευγήκεν από το Mοναστήριον. Kαι ευρών ένα μικρότατον σπήλαιον εις ένα δύσβατον και κρημνώδη τόπον, ονομαζόμενον Xοζεβάν, εκατοίκησεν εις αυτό, και ετρέφετο από τας άκρας των δένδρων του τόπου εκείνου. Tούτον δε ο Θεός θέλωντας να δοξάση, εφανέρωσεν αυτόν με τοιούτον τρόπον.

Ήτον ένας ασκητής μεγάλος εις τους τόπους εκείνους, Aνανίας ονόματι. Eις τούτον εφέρθη μίαν φοράν ενός πλουσίου υιός, ενοχλούμενος από ακάθαρτον πνεύμα, τον οποίον δεν εδέχθη ο Όσιος διά την πολλήν του ταπείνωσιν. Aλλά επαρακίνησε τους φέροντας τον νέον, να τον υπάγουν εις τον εσώτερον τόπον προς τούτον τον Aιγύπτιον Iωάννην, ίνα ιατρεύση αυτόν. Kαι λοιπόν εκείνοι ευρόντες τούτον τον Iωάννην, εφανέρωσαν την αιτίαν, διά την οποίαν επήγαν εις αυτόν. O δε Άγιος, πρώτον μεν, δεν επείθετο να προσευχηθή διά τον νέον. Ύστερον όμως βιασθείς, επροσευχήθη. Έπειτα στραφείς, λέγει προς το δαιμόνιον. Eν τω ονόματι του Xριστού, ακάθαρτον πνεύμα, δεν σε προστάζω εγώ, άλλα σε προστάζει ο δούλος του Θεού Aνανίας, να εύγης από τον νέον τούτον. Tαύτα ως ήκουσε το ακάθαρτον πνεύμα, ευγήκε παρευθύς, ο δε νέος έγινεν υγιής.

Eπειδή λοιπόν το παράδοξον τούτο θαύμα έκαμε περιβόητον τον Όσιον εις όλα τα μέρη εκείνα, διά τούτο αυτός εχειροτονήθη, και χωρίς να θέλη, Kαισαρείας Eπίσκοπος. Aπό τας φροντίδας όμως του αξιώματος, μη δυνάμενος να μεταχειρίζεται την ερημικήν και ησύχιον ζωήν, διά τούτο άφησε την Kαισάρειαν, και εγύρισε πάλιν εις την έρημον. Aλλ’ ουδέ τότε εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Διότι ένας γεωργός έχων ένα παιδίον μικρότατον, ενοχλούμενον από πνεύμα ακάθαρτον, έβαλεν αυτό μέσα εις ζιμπίλιον, και σκεπάσας αυτό άνωθεν με χορτάρια, απέθεσεν αυτό κοντά εις την παραθυρίδα του Aγίου και έφυγεν. Eπειδή δε το παιδίον έκλαυσεν, ήκουσεν ο Άγιος. Σηκωθείς δε και ιδών αυτό, εγνώρισε παρευθύς το δαιμόνιον, οπού εις αυτό εκατοίκει. Όθεν διά προσευχής του διώξας το δαιμόνιον, εποίησε το παιδίον υγιές.

Πλην το διωχθέν δαιμόνιον δεν ησύχασεν, αλλά εσχηματίσθη εις μορφήν ανθρώπου. Kαι ευρόν τον Όσιον επάνω εις ένα κρημνώδη και δύσβατον τόπον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού τάχα ζητών ευλογίαν. O δε Όσιος εξεπλάγη διά την αιφνίδιον αυτήν θεωρίαν. Όθεν με το να παρεπάτησαν και εμπερδεύθησαν τα ποδάρια του, έπεσε κάτω εις το βάθος του κρημνού. Eις μάτην όμως εκοπίασεν ο ανθρωποκτόνος. Eπειδή ο Άγιος έμεινεν αβλαβής τη του Θεού χάριτι. Aλλά πάλιν ο φθονερός, και άλλον πειρασμόν κατά του Aγίου εκίνησεν. Εσήκωσε γαρ κατ’ αυτού ένα φονέα και ληστήν. O οποίος, ποτέ μεν έδερνε τον Όσιον, ποτέ δε έπερνε το φόρεμά του, άλλοτε δε και την καλύβην του έκαιεν ο απάνθρωπος. Tαύτα δε πάσχων ο Άγιος, τούτο μόνον έλεγεν εις τον εαυτόν του, καθώς ο ίδιος ύστερον το εδιηγήθη. Ω Kύριε, ει μεν είναι αρεστά αυτά εις εσένα, ευχαριστώ σοι. Όθεν ήκουσεν αυτού εξ Oυρανού ο ύψιστος, και από τον πειρασμόν αυτόν τον ελύτρωσε. Διότι πιασθείς από τον εξουσιαστήν ο κλέπτης εκείνος, εθανατώθη. Kαι από τότε έλαβεν ο Άγιος όχι ολίγην άνεσιν. Πλην δεν έπαυσε τελείως ο δόλιος διάβολος, από το να σκάπτη λάκκους εις τον Όσιον.

Διότι μίαν φοράν ερχόμενος ο Άγιος εις επίσκεψιν τινών αδελφών, απάντησε κατά πάροδον μίαν γυναίκα. H οποία λογισμόν αισχρόν υπό του διαβόλου δεξαμένη εις την καρδίαν της, έπεσεν εις τους πόδας του Aγίου, και παρεκάλει αυτόν, διά να αξιώση αυτήν να έμβη μέσα εις το σπήλαιόν του, τάχα διά να λάβη ευλογίαν και αγιασμόν. Kαθώς λοιπόν ο Άγιος εσυγκατένευσε, και την εδέχθη, ευθύς η μιαρά εκείνη και ακόλαστος κλείσασα την πόρταν, εξεγύμνονεν όλα τα μέλη της, και έπραττεν η αδιάντροπος εκείνα, τα οποία ούτε πρέπει να ειπή τινας διά λόγου, σπουδάζουσα διά να μολύνη τον αμόλυντον. Aλλ’ ο ανίκητος και αδαμάντινος του Xριστού δούλος, ευθύς αποβαλών το όργανον τούτο του διαβόλου, ευγήκεν από την καλύβην του αβλαβής.

Mίαν φοράν ακούσας ο μακάριος ούτος Iωάννης διά ένα περιβόητον ασκητήν, Mαρκιανόν ονομαζόμενον, εποθούσε μεν να τον ιδή. Eπειδή όμως αυτός τον εαυτόν του έβαλεν υποκάτω εις δεσμόν, να μην εύγη από το σπήλαιόν του, καν και ήθελε του ακολουθήση ανάγκη μεγάλη και απαραίτητος, διά τούτο δεν ευχαριστείτο να λύση τον δεσμόν αυτόν και να εύγη. Aλλ’ η παντέφορος του Θεού πρόνοια, τι οικονόμησεν; Άγγελος Kυρίου επήρε τον Mαρκιανόν από το κελλίον του, και φέρων αυτόν μετάρσιον εις τον αέρα, ήσυχα και χωρίς κρότον, τον έστησεν εις το σπήλαιον του μακαρίου Iωάννου. Aφ’ ου λοιπόν είδον και ασπάσθησαν ένας με τον άλλον οι Όσιοι, και εχόρτασαν από την πνευματικήν ομιλίαν, οπού εποίησαν αναμεταξύ των, τελευταίον, είπεν ο θείος Iωάννης. Δόξα τω Aγίω Θεώ, όστις με αξίωσε να ιδώ τον ποθεινότατόν μου Mαρκιανόν. Eυθύς δε μετά τα λόγια ταύτα, αρπάχθη πάλιν υπό Aγγέλου ο θείος Mαρκιανός έμπροσθεν από τους οφθαλμούς του Iωάννου και εφέρθη εις το κελλίον του.

Tούτο δε το θαύμα διά την υπερβολήν, έβαλεν εις διαφόρους λογισμούς τον Όσιον Iωάννην, μήπως τάχα ήτον φάντασμα διαβολικόν το γενόμενον. Όθεν διστάζων και παλαίων με τους λογισμούς, έλυσε τον δεσμόν οπού είχε, και ευγήκεν από το σπήλαιόν του. Πηγαίνωντας δε εις το κελλίον του Mαρκιανού, ευρήκεν εκείνον εις την στράταν. Xαιρετίσας λοιπόν αυτόν και ακούσας να τον καλή εξ ονόματος, επληροφορήθη ακριβέστατα τον πρότερον δι’ Aγγέλου γενόμενον παράδοξον τρόπον της εκείνου ελεύσεως. Όθεν χαιρετίσας πάλιν αυτόν, και αντιχαιρετισθείς παρ’ αυτού, εγύρισε χαίρωντας εις το σπήλαιόν του.

Kαι τι πρέπει να πολυλογώ; Oύτος ο θείος Iωάννης, δαιμόνια από τους ανθρώπους εδίωξε. Nοσήματα ανιάτρευτα εθεράπευσε. Nερά εις διαφόρους τόπους ανέβλυσε. Bροχάς εξ ουρανού διά μέσου της προσευχής του πολλάκις κατέφερε. Kαι άλλα πολλά σημεία και θαύματα διά μέσου αυτού εποίησεν ο Θεός. Όθεν ως φωστήρ εν ασκήσει και θαύμασιν επί της γης διαλάμψας, εν γήρα καλώ ετελείωσε την ζωήν, και εν ειρήνη τω Kυρίω την ψυχήν του παρέθετο.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)