Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου Α’ Ἐπισκόπου Σόλων τοῦ θαυματουργοῦ (17/9 και 17/2)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος Α΄ Ἐπίσκοπος Σόλων, ἐκδ. Θεομόρφου, 2015
1. Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὴ θαυμαστὴ καὶ λαμπρὴ πολιτεία τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ διατελέσαντος ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλης τῶν Σολίων Αὐξιβίου. Γιατὶ πρῶτος αὐτός, σὰν λαμπρὸς ἥλιος, ἀνέτειλε στὴν πόλη αὐτή, φωτίζοντας μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς θείας διδασκαλίας του ὅσους βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Αὐτὸς ἔλαμπε πάνω ἀπὸ τὴν πόλη αὐτή, ὅπως φέγγει στὸ σκοτάδι ἕνα λυχνάρι γεμᾶτο μὲ θεϊκὸ λάδι, μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ὁ Χριστὸς φώτισε τοὺς κατοίκους της καὶ σὰν Αὐγερινὸς ἀνέτειλε στὶς καρδιές τους.
2. Ἀλλὰ συγχωρέστε με, σᾶς παρακαλῶ. Γιατὶ ἐγώ, καθὼς εἶμαι καὶ στὸν λόγο καὶ στὴ γνώση ἀδύνατος, θεώρησα ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, ἐνῶ ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὰ θαυμαστὰ ἔργα, νὰ σᾶς διηγηθῶ μόνο λίγες ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, ὅπως τὶς ἄκουσα καὶ τὶς διδάχθηκα ἀπὸ ἄνδρες προχωρημένης ἡλικίας· ὅπως γράφει καὶ ἡ Θεία Γραφή: Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ τὸ μάθει καὶ τοὺς μεγαλύτερούς σου καὶ θὰ σοῦ τὸ ποῦν. Ἂς ἀρχίσουμε, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀφήγηση.
3. Ὁ Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγαλούπολη τῶν Ρωμαίων. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ στὸ θρήσκευμα εἰδωλολάτρες, ἀπέκτησαν δὲ δύο υἱούς, τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τὸν ἀδελφό του, τὸν Θεμισταγόρα. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἦταν πολὺ χαριτωμένος. Ἦταν πρᾶος ὅπως ὁ Μωυσῆς καὶ σώφρων στοὺς λογισμούς του ὅπως ὁ μακάριος Ἰωσὴφ καὶ γενικά, καθὼς μεγάλωνε, στολιζόταν μὲ κάθε εἴδους ἀρετή. Ὁ πατέρας του ἀκόμη τὸν μόρφωσε μὲ ὅλη τὴ θύραθεν παιδεία.
4. Ὅταν ἔφτασε στὴ νόμιμη ἡλικία, οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Αὐτός, ὅμως, ἐπειδὴ εἶχε ἔνθεο νοῦ, ἀκέραιο λογισμὸ καὶ ἐνάρετη ζωή, ἔφερνε ἀντιρρήσεις. Γιατὶ ἄκουε ὅσα λέγονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε πόθο νὰ γίνει χριστιανός. Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ γονεῖς του, ἀγανάκτησαν μαζί του καί, ὁ μὲν πατέρας του τὸν ἐξανάγκαζε νὰ προχωρήσει σὲ γάμο μὲ ἀπειλές, ἐνῶ ἡ μητέρα του τὸν συμβούλευε νὰ τὸ κάνει μὲ τὶς κολακεῖες της.
5. Βλέποντας ὁ μακάριος Αὐξίβιος, ὅτι αὐτή τους ἡ ἐπιλογὴ ἦταν παγίδα καὶ ἐμπόδιο στὴ δική του ἀγαθὴ ἐπιλογή, θέλησε νὰ ἀναχωρήσει κρυφὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ διατράνωσε τὴν ἀπόφασή του, χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τίποτα, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, κατεβαίνοντας στὸ λιμάνι, βρῆκε ἕνα πλοῖο, τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἀποπλεύσει πρὸς τὰ ἀνατολικά. Κι ἔτσι, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, παίρνοντας μόνο λίγα χρήματα μαζί του γιὰ λόγους διατροφῆς, μπῆκε στὸ πλοῖο.
6. Ἀφοῦ ἀπέπλευσαν ἀπὸ τὴ Ρώμη, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔφτασαν στὴ Ρόδο. Ἀπὸ ἐκεῖ, διασχίζοντας τὸ πέλαγος τῆς Παμφυλίας, ἔφτασαν στὴν Κύπρο, καὶ κατέπλευσαν σὲ κάποια κώμη μὲ τὸ ὄνομα Λιμνήτης, ποὺ ἀπεῖχε περίπου τέσσερα ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Σολίων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καθοδηγοῦσε τὸν μακάριο Αὐξίβιο πρὸς σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, παρέμεινε γιὰ κάποιο χρόνο στὸν Λιμνήτη γιὰ νὰ συνέλθει, γιατὶ ἦταν πολὺ ζαλισμένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ὀλιγοψύχησε.
7. Στὴν Κύπρο, τότε, ἦλθε καὶ ὁ Βαρνάβας, ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του, ἀφοῦ ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν καρδιά. Μαζί του, μάλιστα, εἶχε λάβει καὶ τὸν Μᾶρκο, καὶ κατέπλευσαν στὴ Λάπηθο. Ἔπειτα, περιερχόμενοι ὅλο τὸ νησί, ἔφτασαν στὴ Σαλαμίνα, τὴ σημερινὴ Κωνσταντία, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος. Ἐκεῖ βρῆκαν τὸν Ἡρακλείδη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἀναγνώρισαν, δίδαξαν πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἱδρύει ἐκκλησίες καὶ νὰ χειροτονεῖ τοὺς λειτουργούς τους. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἀσπάστηκαν, τὸν ἀπέστειλαν στὸν προορισμό του μὲ εἰρήνη. Ὅταν δὲ ὁ Βαρνάβας ὁλοκλήρωσε τὸν δικό του δρόμο καὶ ἀγωνίστηκε τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστης καὶ στέφθηκε μὲ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου στὴν Κωνσταντία, οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι ἀναζητοῦσαν καὶ τὸν Μᾶρκο, γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ Μᾶρκος, ὅμως, διέφυγε καὶ τὸν καταδίωξαν μέχρι τοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία). Βρίσκοντας ἐκεῖ μιὰ σπηλιά, μπῆκε μέσα καὶ ἔμεινε κρυμμένος γιὰ τρεῖς μέρες. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καί, περνώντας μέσα ἀπὸ τὰ βουνά, ἦρθε στὸν Λιμνήτη. Μαζί του ἦταν ὁ Τίμων καὶ ὁ Ρόδων.
8. Ὅταν ἔφτασαν στὴν κώμη τοῦ Λιμνήτη, συνάντησαν τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος πρόσφατα εἶχε φτάσει ἐκεῖ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ὅταν, λοιπόν, συναντήθηκαν, ρώτησε ὁ Μᾶρκος τὸν Αὐξίβιο: «Ἀπὸ ποιά πόλη κατάγεσαι;» Αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἀπὸ τὴ μεγάλη πόλη τῆς Ρώμης, καὶ ἔχω ἔλθει ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνω χριστιανός.» Ὁ ἀπόστολος, βλέποντας ὅτι εἶχε πόθο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ἦταν ἄνδρας πιστὸς καὶ λόγιος, τὸν κατήχησε ἐπαρκῶς. Καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, κατέβηκε στὴν πηγὴ καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν τὸν βάπτισε, ἐπέθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ἔπειτα τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἔστειλε στὴν πόλη τῶν Σολίων, δίνοντάς του τὶς ἑξῆς ὁδηγίες: «Ἐπειδὴ ἡ πόλη εἶναι γεμάτη εἴδωλα καὶ οἱ κάτοικοι δὲν δέχτηκαν ἀκόμη τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω: Κανεὶς νὰ μὴ μάθει γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὅτι εἶσαι χριστιανός, ἀλλὰ νὰ ὑποκριθεῖς ὅτι ἀσπάζεσαι τὴ θρησκεία τους. Καί, καθὼς περνᾶ ὁ καιρός, νὰ ἀρχίσεις νὰ τοὺς μιλᾶς συγκεκαλυμμένα σὰν σὲ νήπια, προσφέροντάς τους γάλα, ὥσπου νὰ ὡριμάσουν πνευματικὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ πάρουν στέρεη τροφή.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ὁ ἀπόστολος στὸν Αὐξίβιο, τὸν χαιρέτησε καὶ ἀναχώρησε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Μᾶρκος, βρίσκοντας κάποιο πλοῖο αἰγυπτιακό, ἀνέβηκε σ᾽αὐτὸ (μὲ τὴ συνοδεία του), ἀπέπλευσαν καὶ ἔφτασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ κήρυττε τὸ εὐαγγέλιο καὶ δίδασκε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
9. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἔφυγε ἀπὸ τὸν Λιμνήτη καὶ κατὰ τὴν πορεία του ζητῶντας διαρκῶς ὁδηγίες ἔφτασε στοὺς Σόλους. Κοντὰ στὶς πύλες τῆς πόλης, πρὸς τὰ δυτικά, ὑπῆρχε ἕνας ναὸς τοῦ Δία, τοῦ ψεύτικου θεοῦ τους, στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε καὶ ἕνας ἱερέας. Καθὼς λοιπὸν περνοῦσε ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο, τὸν εἶδε ὁ ἱερέας τοῦ Δία ὅτι ἦταν ξένος, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του, τὸν φιλοξένησε μὲ καλοσύνη καὶ τοῦ ἔκανε τὸ τραπέζι. Ὁ Αὐξίβιος, λοιπόν, τὴ μέρα ἐκείνη ἔμεινε κοντά του. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ ἱερέας τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ γιὰ ποιό λόγο ἦλθες στὰ μέρη μας;» Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος τοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νὰ μεταβῶ στὴν Παλαιστίνη, ἔφθασα καθοδὸν στὸν Λιμνήτη καί, μαθαίνοντας ὅτι ἡ διαμονὴ στοὺς Σόλους εἶναι καλὴ καὶ ἔτσι ζητώντας ὁδηγίες, ἔφθασα ἐδῶ καὶ σκοπεύω νὰ μείνω μετὰ χαρᾶς. Ἀλλά, ἂν θέλεις νὰ μὲ βοηθήσεις, ἄφησέ με νὰ μείνω κοντά σου, μέχρι νὰ βρῶ τόπο, γιὰ νὰ κατοικήσω.» Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Μεῖνε, νὰ εἶσαι καλά.»
10. Ἔμεινε, λοιπόν, σ᾽ἐκεῖνο τὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν τοῦ Διὸς γιὰ ἀρκετὸ καιρό, χωρὶς νὰ φανερώσει ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀλλὰ ὑποκρινόταν ὅτι ἀσπαζόταν τὴ θρησκεία τους, σκεπτόμενος μέσα του: «Ἐὰν ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ παρασύρει πρὸς τὸν ἑαυτό του ὅσους τὸν πιστέψουν καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι λέγοντάς τους ὡραῖα καὶ πλαστὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ὑπηρέτες του, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τοὺς ὁμοιοπαθεῖς μ᾽ ἐμᾶς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους καὶ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς μεταθέσουμε στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ;» Αὐτὰ σκεπτόμενος καὶ πράττοντας ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ Αὐξίβιος, ἔμενε στὸν προαναφερθέντα τόπο.
11. Ἀφοῦ πέρασαν λίγες μέρες, ὁ μακάριος Αὐξίβιος λέει στὸν ἱερέα: «Ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι, ἀδελφέ.» Αὐτὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Πές μου». Καὶ τοῦ λέει: «Γιὰ ποιό λόγο λατρεύετε ὡς θεοὺς πράγματα, ποὺ εἶναι ξύλα καὶ πέτρες; Παρόλο ποὺ ἔχουν στόμα, ἐντούτοις δὲν μιλοῦν, ἂν καὶ ἔχουν μάτια δὲν βλέπουν, ἂν καὶ ἔχουν αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε καὶ οὔτε μποροῦν νὰ ὀσφρανθοῦν τὴ θυσία ποὺ τοὺς προσφέρετε. Αὐτὸς ὅμως, τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ λατρεύουν, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅπως ἔχω ἀκούσει ἀπὸ κάποιους χριστιανούς. Διότι, ὅπως ἀκούω, κάνει πολλὰ θαύματα.» Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἱερέας, ἔνιωσε κατάνυξη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Αὐξιβίου καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ στὸ ἑξῆς δεχόταν κατήχηση ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο. Γιὰ ἀρκετὸ χρόνο ὁ Αὐξίβιος ἐνεργοῦσε μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: ἔμπαινε στὴν πόλη κρυφά, δίδασκε μυστικά, ἔβγαινε πάλι καὶ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸν προαναφερθέντα τόπο τοῦ Δία.
12. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Αὐξίβιος ζοῦσε σ᾽ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος κήρυσσε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν πολλοί, ὁ Μᾶρκος ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη σὲ ἀναζήτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὸν βρῆκε, ὑποκλίθηκε μπροστά του καὶ ὁ Παῦλος τὸν δέχτηκε μὲ πολὺ μεγάλη χαρά. Τότε ὁ Μᾶρκος διηγήθηκε στὸν Παῦλο μὲ λεπτομέρειες τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βαρνάβα καὶ μὲ ποιό τρόπο ὁλοκλήρωσε τὸν καλὸ δρόμο, μαρτυρώντας στὴ Σαλαμίνα. Τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Παῦλος δέχτηκε μὲ χαρὰ τὸν Μᾶρκο, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, γράφοντας τὰ ἑξῆς στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του: «Σᾶς στέλλει χαιρετισμοὺς ὁ Μᾶρκος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα.» Ἀκόμα στὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του ἀναφέρει: «Πᾶρε τὸν Μᾶρκο καὶ φέρε τον μαζί σου, γιατί μοῦ εἶναι χρήσιμος σὲ ὑπηρεσία.» Ὁ Μᾶρκος ἔμεινε, λοιπόν, μὲ τὸν Παῦλο ὡς τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου.
13. Ὅταν ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Βαρνάβας κοιμήθηκε καὶ ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπόστολος στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ διδάσκει καὶ νὰ εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό, ἔστειλε τὸν Ἐπαφρᾶ, τὸν Τυχικὸ καὶ κάποιους ἄλλους στὴν Κύπρο, στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν Ἡρακλείδη, στὸν ὁποῖο ἔγραψε νὰ τοποθετήσει τὸν Ἐπαφρᾶ ἐπίσκοπο στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη καὶ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ διάφορες πόλεις. «Πήγαινε καὶ στὴν πόλη τῶν Σολίων», τοῦ ἔγραφε ἐπίσης, «καὶ ἀναζήτησε ἐκεῖ ἕνα Ρωμαῖο ἄνδρα, ποὺ ὀνομάζεται Αὐξίβιος. Αὐτὸν νὰ καταστήσεις ἐπίσκοπο τῶν Σόλων, ἀλλά, πρόσεξε, νὰ μὴν ἐπιθέσεις πάνω του τὰ χέρια σου προκειμένου νὰ τὸν χειροτονήσεις, γιατὶ ἔχει ἤδη ἀξιωθεῖ τῆς ἱερωσύνης, καθὼς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μᾶρκο.»
14. Ὅταν ὁ μακάριος Ἡρακλείδης παρέλαβε τὴν ἐπιστολή, ποὺ τοῦ ἔστειλαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τὴ διάβασε, ἀμέσως χωρὶς καμμία καθυστέρηση ἔκανε ὅσα τοῦ ὑποδεικνύονταν. Κατέβηκε, λοιπόν, στὴν πόλη τῶν Σόλων, ἀναζήτησε τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τοῦ εἶπαν σὲ ποιό τόπο μένει. Βγαίνοντας τότε ἀπὸ τὴν πόλη, πῆγε στὸν τόπο τὸν καλούμενο τοῦ Διὸς καὶ τὸν βρῆκε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἀσπάστηκε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὁ μακάριος Ἡρακλείδης, παίρνοντας πρῶτος τὸν λόγο, τοῦ λέει: «Αὐξίβιε, παιδί μου, κοντά σου μὲ ἔχουν στείλει οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι πότε θὰ κρύβεσαι σ᾽ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ δὲν θὰ ἐμφανίζεσαι; Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸν μόδιο καὶ δὲν τὸ τοποθετεῖς ἐπιτέλους πάνω στὸν λυχνοστάτη τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ φωτίσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς πόλης; Ἔλα, λοιπόν, νὰ φωτίσεις ὅσους βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἔλα, νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ τάλαντο, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Κύριό σου; Κέρδησε ἑπταπλάσια ἀπὸ αὐτό, ποὺ ἔλαβες. Ἀγωνίσου κι ἐσύ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ ἀκούσεις (ἀπὸ τὸν Κύριο): Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε! Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσα, γι᾽ αὐτὸ θὰ σοῦ δώσω πολλά. Δέν ἄκουσες αὐτό, ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι, ὅσοι σπέρνουν μὲ δάκρυα, θὰ χαίρονται στὸν θερισμό; Σπεῖρε, λοιπόν, στὴν τωρινὴ κακοχειμωνιά, γιὰ νὰ θερίσεις μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη. Μὴ φοβηθεῖς αὐτούς, ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλά, ἀντίθετα, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ τιμωρήσει καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα στὴν κόλαση. Γιατὶ αὐτὸς εἶπε: ‘‘Σᾶς στέλλω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους’’. Ἀλλοῦ πάλιν λέει: ‘‘Ἀκόμα κι ὅταν σᾶς σύρουν στὰ δικαστήρια ἐνώπιον ἀρχόντων καὶ βασιλιάδων, μὴν ἀγωνιᾶτε γιὰ τὸ τί θὰ πεῖτε ἢ πῶς θὰ τὸ πεῖτε. Γιατὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σᾶς φωτίσει τί θὰ πρέπει νὰ πεῖτε’’.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἡρακλείδης, πῆρε τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο καὶ μπῆκαν στὴν πόλη. Καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε, χάραξε στὴ γῆ ἕνα σχεδιάγραμμα ἐκκλησίας, μικρῆς μὲν στὸ μέγεθος, ἀλλὰ μεγάλης μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν τοῦ δίδαξε ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ κανόνα, ὅπως τὸν εἶχε διδαχτεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, τὸν ἐμπιστεύτηκε στὸν Κύριο. Κι ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε, πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν πόλη του.
15. Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἀμέσως, χωρὶς καμμία καθυστέρηση, ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖ τὴν ἐκκλησία. Ὅταν τὴν τέλειωσε, μπαίνοντας μέσα καὶ πέφτοντας μπρούμυτα στὸ δάπεδο, ἄρχισε νὰ βοᾶ καὶ νὰ λέει μὲ δάκρυα: «Δέσποτα Θεὲ παντοκράτορα, ἐσύ, ποὺ δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ᾽ αὐτά, ἐσύ, ποὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο παίρνοντας χῶμα τῆς γῆς καὶ ποὺ τὸν τίμησες, δίνοντάς του την εἰκόνα Σου καὶ πού, ὅταν ἀπατήθηκε καὶ νεκρώθηκε ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποτέ, ἀγαθέ, ἀλλὰ ἀπέστειλες σ᾽ ἐμᾶς τὸν Υἱό σου τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐσύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πού, διὰ τοῦ Τιμίου σου Σταυροῦ νίκησες τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔδωσες δύναμη ἐξ ὕψους στοὺς ἁγίους σου ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἔδωσες ἐξουσία νὰ πατοῦν πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ κυριαρχοῦν πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, δυνάμωσε καὶ ἐμένα τὸν δοῦλο σου, καὶ δῶσε μου πολὺ θάρρος, νὰ κηρύττω ἄφοβα τὸν λόγο σου. Ἐμφύτευσε, Δέσποτα, στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ σου τὸν θεῖο φόβο σου. Φώτισέ τους μὲ τὴ χάρη Σου, ὥστε, ἀφοῦ ἀποδεσμευτοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ διαβόλου, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον, ποὺ ἔστειλες στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στεῖλε, Δέσποτα, τὸ Ἅγιο σου Πνεῦμα, νὰ κατοικήσει στὸν ἅγιο τοῦτο οἶκο, ποὺ οἰκοδομήθηκε στὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιο. Κράτησε αὐτὸ τὸν οἶκο στερεὸ στὴν πίστη σου μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Διότι, ἐσὺ εἶπες Κύριε: Πάνω σ᾽αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου καὶ δὲν θὰ τὴν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη. Φέρε, Κύριε, τὴν ποίμνη σου, ποὺ πλανήθηκε, πίσω στὴν ἁγία σου αὐτὴ μάνδρα, ἐσὺ ὁ καλὸς ποιμένας, ὁ ὁποῖος θυσίασες τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν προβάτων σου. Ἅπλωσε τὴν παντοδύναμή σου δεξιά, τὸν βραχίονά σου τὸν δυνατό καὶ φοβερὸ καὶ ἀόρατο, καὶ μὲ τὴ ράβδο τοῦ τιμίου σου σταυροῦ δίωξε τὸν αἱμοβόρο λύκο ἀπὸ τὴν ἀγέλη σου, Δέσποτα. Ὅσους ἔχουν πλανηθεῖ συγκέντρωσέ τους, γιὰ νὰ γίνει μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας. Ὁδοποίησε δὲ καὶ γιὰ μένα τὸν δρόμο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος μὲ τὴν εὐσπλαχνία σου, μὲ τὸ νὰ ἁπλώνω τὸ χέρι μου καὶ νὰ ἐνεργοῦνται σημεῖα καὶ θαύματα, στὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, μὲ τὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο καὶ ἀθάνατό σου Πνεῦμα, σοῦ ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ κράτος, τώρα, καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων· ἀμήν.»
16. Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ δάπεδο, πῆγε σὲ δημόσιο χῶρο τῆς πόλης καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γύρω του τότε συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμος, καί, παίρνοντας τὸν λόγο ὁ μακάριος Αὐξίβιος, τοὺς δίδασκε μὲ τὰ ἑξῆς: «Ἄνδρες, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε με καὶ πιστέψετε στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖο σᾶς κηρύττω. Διότι αὐτὸς σώζει ὅλους ὅσοι πιστεύουν σ᾽ αὐτόν. Λάβετε φῶς γνώσεως Θεοῦ. Σηκῶστε ψηλὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας. Ἐγκαταλεῖψτε τὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, καὶ γνωρίστε τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν πάντων, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει τὶς ψυχές σας.» Αὐτὰ διδάσκοντας καὶ κηρύσσοντας δημόσια, ἔπεισε πολλοὺς μὲ τὴν καλή του διδασκαλία, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μάταια πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τοῦ δόθηκε μάλιστα ἡ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ διώχνει δαιμόνια. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα λοιπὸν αὐξανόταν ὁ κόσμος, ποὺ πίστευε στὸν Κύριο, καὶ βαπτίζονταν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅσοι μάλιστα εἶχαν ἀρρώστους, τοὺς ἔφερναν στὸν μακάριο Αὐξίβιο κι ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε τὰ χέρια του ἐπάνω τους καὶ τοὺς θεράπευε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν τὰ ἔμαθαν αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τῶν περιχώρων, πήγαιναν στὴν πόλη, παίρνοντας μαζὶ τοὺς ἀσθενεῖς τους, καὶ τοὺς θεράπευε ὅλους μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἀχράντου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Αὐτοί, στὴ συνέχεια, πίστευαν καὶ βαπτίζονταν.
17. Ἦταν τότε κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὸ χωριό, ποὺ ἐκαλεῖτο Σολοποτάμιο, μὲ τὸ ὄνομα Αὐξίβιος. Αὐτός, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἀρετή του, πῆγε σ᾽ αὐτόν, πρόσπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Πάτερ, δῶσε μου τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.» Ὁ δὲ τίμιος καὶ ὅσιος ἀρχιερέας τοῦ Χριστοῦ Αὐξίβιος, ἀντλώντας χωρία ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, τὸν δίδαξε γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸν βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος. Ἔκτοτε, ὁ Αὐξίβιος ἀπὸ τὴ Σολοποταμία ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καὶ διδασκόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔγινε δὲ κι αὐτὸς θαυμαστὸς ἄνδρας, προκόπτοντας στὴ σοφία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ καλοῦ διδασκάλου, πορευόμενος μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του σὲ ὅλα.
18. Μιὰ μέρα ὁ Αὐξίβιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὰ ἀνατολικά, κατευθυνόμενος γιὰ τὸν τόπο, τὸν καλούμενο «τοῦ Ταρίχου», πρὸς ἀναψυχή. Καί, πηγαίνοντας κοντὰ σ᾽ ἕνα δέντρο, κάθισε στὴ σκιά του, καί, ξαπλώνοντας, κοιμήθηκε. Ξαφνικὰ πλῆθος μυρμήγκια σχημάτισαν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλή του, σὰν νὰ τὸν στεφάνωναν. Ἐρχόμενος λοιπὸν ὁ μακάριος Αὐξίβιος καὶ βλέποντας τοῦτο, θαύμασε. Καὶ κράτησε μέσα στὴν καρδιά του ὅλα αὐτά, ποὺ εἶδε. Γιατὶ τὰ μυρμήγκια σημαίνουν τὴ διέγερση τοῦ ὀκνηροῦ νοῦ πρὸς τὴν ἐπιθυμία ἀγαθῶν ἔργων, ὅπως λέει ὁ Σολομών: «Πήγαινε, τεμπέλη, στὸ μυρμήγκι, καὶ μιμήσου τὶς πράξεις του.» Κι ἐκεῖνο τὸ στεφάνι προμήνυε τὴν ἀξία τῆς ἱερωσύνης. Γιατὶ ὁ μαθητὴς ἐπρόκειτο νὰ καθίσει στὸν θρόνο τοῦ καλοῦ διδασκάλου καὶ ποιμένα. Καί, ἀφοῦ ξύπνησε τὸν μαθητή, μπῆκε στὴν ἐκκλησία. Κι ὁ μαθητὴς ὑπάκουε σὲ ὅλα στὸν διδάσκαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε ὅπως ὁ καλὸς δοῦλος τὸν κύριό του.
19. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος δὲν σταματοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ μετάνοια τοῦ λαοῦ καὶ δίδασκε ἀδιαλείπτως. Ἔτσι, ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ προόδευε καὶ αὐξανόταν μέρα μὲ τὴ μέρα, ἐνῶ ἡ ποίμνη τοῦ ἐχθροῦ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττωνόταν.
20. Ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτὰ ὁ Θεμισταγόρας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, πῆγε στοὺς Σόλους μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του, τὴ μακαρία Τιμώ. Ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ θαυμαστὴ καὶ ἐνάρετη. Ἀφοῦ ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ἀσπάστηκαν τὸν Αὐξίβιο καὶ χάρηκαν πολύ, ποὺ τὸν συνάντησαν. Παρέμειναν λοιπὸν στὸ ἐπισκοπεῖο καὶ διδάσκονταν ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς βάπτισε κατόπιν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χειροτόνησε δὲ διάκονο τῆς ἁγίας ἐκκλησίας τὸν μακάριο Θεμισταγόρα, καθὼς καὶ τὴ γυναίκα του διακόνισσα. Διότι, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα, χώρισαν ἐκ συμφώνου μεταξύ τους ἀπὸ τὴ σαρκικὴ μείξη χάρη τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ στὸ ἑξῆς ζοῦσαν σὰν ἀδέλφια, φτάνοντας καὶ οἱ δύο στὴν ἀπάθεια.
21. Ἀφοῦ πλέον ἐπιφοίτησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν πόλη τῶν Σολίων καὶ σχεδὸν ὅλοι πίστεψαν στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, διὰ μέσoυ τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου πατέρα μας καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἅγιος Αὐξίβιος συνειδητοποίησε ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν πιὰ μικρὴ γιὰ τοὺς πιστούς. Σκέφτηκε τότε νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί, γονατίζοντας, προσευχήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεός. Κι ἀφοῦ σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ χάραξε τὸ σχεδιάγραμμα τῆς ἁγίας ἐκκλησίας. Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνήγειρε αὐτὸ τὸν μεγάλο καὶ θαυμαστὸ ναό, αὐτὴ τὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, στολίζοντάς την μὲ κάθε στολίδι, σὰν νύμφη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας.
22. Τὶ καλὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος, ποὺ ποίμανε καλὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ! Τὶ φωτεινὸς φωστήρας, ποὺ φώτισε αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων! Τὶ ἔμπειρος γιατρός, ποὺ γιάτρεψε μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅσους πληγώθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο! Διότι δὲν γιάτρευε μόνο τὰ σωματικὰ πάθη, ἀλλὰ γιάτρευε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ κρυφὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, διορθώνοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς καὶ καθετί, ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσης του Θεοῦ, μιμούμενος τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γιὰ τοὺς πάντες ἔγινε τὰ πάντα, ἔτσι ὥστε νὰ τοὺς σώσει ὅλους, ἀντικρίζοντας τὸν θάνατο κάθε μέρα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γι᾽ αὐτόν. Ὁ μακάριος αὐτὸς ἄνθρωπος ἄσκησε τὴν παρθενία, σταματώντας τὸν δρόμο τοῦ ἥλιου (ἀνακόπτοντας δηλ. τὴ συνηθισμένη πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς). Τὴν παρθενικὴ ζωή του ἐνίσχυσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὴν πίστη καὶ καθοδηγούμενος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, καὶ τὴν τελειοποίησε μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὴ (τὴν παρθενία) ἀγάπησε ὁ Αὐξίβιος, τὴν τίμησε καὶ ἀπ᾽ αὐτὴ τιμήθηκε καὶ τρύγησε τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ἐπειδὴ τίμησε τὴν ἱερωσύνη, τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς θρόνος (τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων). Φόρεσε χιτώνα, ποὺ ἔφτανε ὡς τὰ πόδια του, ὅπως ὁ δοῦλος. Ἡ κεφαλή του στολίσθηκε μὲ τὸ στεφάνι τῆς εὐπρεπείας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐμπιστεύτηκε τὴν ἐκκλησία, ὡς νύμφη παρθένο, καὶ ἔτσι γίνεται νυμφίος της κατὰ χάριν. Ἔσπειρε στὸν ἀγρὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θερίζει ὡς καρπὸ τοῦ Πνεύματος τὴν αἰώνια ζωή.
23. Ποιός λοιπὸν δὲν θὰ θαυμάσει, ἀγαπητοί, καὶ δὲν θὰ ἐπαινέσει τὸν γενναῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, πῶς μόνος πυγμάχησε καὶ νίκησε τὸν ἐχθρὸ καὶ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του μεγάλο τρόπαιο; Γιατὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς εἶχε ὅλους ὑπόδουλους. Διότι, ὅταν ὁ Ἅγιος μπῆκε στὴν πόλη, δὲν ὑπῆρχε κανένας χριστιανὸς καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χριστιανοὺς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἕνας στρατηγός, σταλμένος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ ἐνάντια σὲ πόλη ποὺ ἔχει ἐξεγερθεῖ, πρῶτα στέλλει κατασκόπους, μετὰ ἐνεδρεύει ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, παρατηρώντας τὰ χαρακτηριστικά της, μέχρι νὰ τὴν κατακτήσει καὶ νὰ τὴν ὑποτάξει στὸν βασιλιά, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ μακάριος Αὐξίβιος. Γιατί, ὅταν στάλθηκε ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο βασιλιὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλη, γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν ἐχθρό, στὴν ἀρχὴ δὲν ἔμπαινε φανερὰ στὴν πόλη, ἀλλὰ ἔμπαινε ὡς κατάσκοπος, φορώντας τὸ ἴδιο ἔνδυμα μὲ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἔχοντας ὅμως μέσα στὴ φαρέτρα τῆς καρδιᾶς κρυμμένο τὸ ὅπλο τοῦ σταυροῦ καί, περιερχόμενος τοὺς χώρους λατρείας τους, ἀμέσως ἔπειτα ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὴν πόλη. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο. Καὶ τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν ὅτι, ἐνῶ διέμενε στὸν ναὸ τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδὴ τοῦ Δία, ἀπὸ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς νίκης του. Γιατὶ πράγματι κατήχησε τὸν ἱερέα τοῦ Δία καὶ τὸν βάπτισε κρυφὰ καὶ κατέστρεψε τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἔπειτα, μὲ παρρησία πλέον, μπαίνοντας στὴν πόλη σὰν γενναῖος στρατιώτης, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, ἀναδεικνύοντας τὸν ἑαυτό του τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπως ἔκανε ὁ μέγας Μωυσῆς, καί, κατατρόπωσε ἀπὸ τὴ μιὰ τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ, δηλαδὴ τὸν διάβολο, ἐλευθέρωσε δὲ καὶ ἀπολύτρωσε αὐτούς, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ὁδηγώντας τους ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς βαθειᾶς γνώσης τοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ καὶ τοὺς ὑπέταξε στὸν ἐπουράνιο βασιλιά.
24. Ἀφοῦ λοιπὸν κατόρθωσε τὰ πάντα μὲ καλὸ τρόπο κι ἔγινε κήρυκας τῆς ἀλήθειας καὶ τίμησε τὴν ἱερωσύνη γιὰ πενήντα περίπου χρόνια, κι ἀφοῦ φώτισε πολλοὺς μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἔφθασε κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ τότε προσκάλεσε ὅλο τὸν τίμιο του κλῆρο, τοὺς εἶπε: «Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ παιδιά μου ἀγαπημένα, προσέξτε αὐτά, ποὺ τώρα θὰ σᾶς πῶ. Ἐγὼ τώρα πιὰ παίρνω τὸν δρόμο τῶν πατέρων μου (πρόκειται νὰ ἀποθάνω), ὅπως ὅλοι ποὺ ἔζησαν πάνω στὴ γῆ. Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας, παιδιά μου. Μείνετε στέρεοι στὴν πίστη. Μὴν ἀφήσετε κανένα νὰ σᾶς ἐξαπατήσει μὲ κούφια λόγια. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, πόσες θλίψεις ὑπέμεινα στὴν πόλη αὐτή, προσευχόμενος στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα νὰ μοῦ δώσει χάρη στὸν λόγο, ὥστε ἄφοβα καὶ μὲ σαφήνεια νὰ διακηρύττω τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός. Καὶ ὁ ἀψευδὴς Θεὸς δὲν μὲ ἁγνόησε, ἀλλὰ μὲ βοήθησε. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Κύριο καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη Του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν γίνει δικοί Του. Νὰ εἶστε σταθεροὶ καὶ νὰ μείνετε πιστοὶ στὶς διδασκαλίες, τὶς ὁποῖες παραλάβατε ἀπὸ μένα. Κι αὐτόν, ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα, ἀπὸ ἐσᾶς προῆλθε καὶ μαζί σας μένει, γιὰ νὰ σᾶς ὑπηρετεῖ.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτά, πῆρε κοντά του τὸν θεοτίμητο μαθητή του Αὐξίβιο, τὸν ἀσπάστηκε καὶ εἶπε: «Ἐσένα διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα (ἐπίσκοπο)· ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ ποιμένας τῆς ποίμνης του Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική Του μὲ τὸ αἷμα Του.» Ἔπειτα τοὺς ἀσπάστηκε ἕνα πρὸς ἕνα. Τὴν τρίτη μέρα ἀκούστηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη, ὅτι «ὁ πατὴρ ἡμῶν Αὐξίβιος πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀνθρώπινο βίο», καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι μὲ κλάματα καὶ ὀδυρμοὺς στὴν ἐκκλησία. Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἀσπάστηκε ὅλους, παρέδωσε τὸ πνεῦμα ἐν εἰρήνῃ στὸν Κύριο.
25. Ἀφοῦ λοιπὸν τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ κάθε ἐπιμέλεια, ἔλαβαν τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου καὶ παμμακάριστου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιερέως Αὐξιβίου ἄντρες εὐλαβεῖς καὶ τὸ τοποθέτησαν στὴ λάρνακα, τὴν ὁποία εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος ὁ μακάριος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: «Σᾶς ἐξορκίζω στὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: κανεὶς νὰ μὴν ξεσκεπάσει τὴ λάρνακα αὐτή, μέχρις ὅτου κοιμηθεῖ ὁ ἀδελφός μου Θεμισταγόρας.» Μετὰ τὴν κατάθεση λοιπὸν τοῦ λειψάνου τοῦ ὁσίου πατρὸς στὴ λάρνακα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιφοίτησε ἀμέσως στὰ ἅγια λείψανά του καὶ ἀνέβλυσαν πηγὲς ἰάσεων. Πολλοὶ πράγματι θεραπεύτηκαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀπὸ ποικίλες ἀρρώστειες καὶ ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα.
26. Ὅταν ἄκουσαν καὶ οἱ κάτοικοι τῶν περιχώρων, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γιὰ τὴ δωρεὰ τῶν θεραπειῶν, ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν, ἔρχονταν στὴν πόλη χωρὶς καθυστέρηση, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ ὅλοι θεραπεύονταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου. Ἄκουσαν καὶ οἱ ἄνδρες κάτοικοι τῆς Πάφου, ὅτι γίνονται πολλὲς θεραπεῖες διὰ τοῦ ἁγίου παμμάκαρος πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου. Μαζεύτηκαν λοιπὸν σαράντα ἄνδρες, ποὺ τοὺς βασάνιζαν πονηρὰ πνεύματα καί, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Πάφο, ἄρχισαν νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν πόλη τῶν Σολίων. Κι ὅταν εἶχαν φθάσει σὲ κάποιο τόπο, ποὺ ἀπεῖχε περὶ τὰ δεκαπέντε ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη, τοὺς ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος Αὐξίβιος καί, ἐκδιώκοντας ἀπ᾽ αὐτοὺς τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς γιάτρεψε ὅλους μὲ τὴ χάρη, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Οἱ ἄνδρες αὐτοί, ὅταν αἰσθάνθηκαν τὴ θεραπεία τους, ὅτι δηλαδὴ εἶχαν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μὲ τὴν ἐπισκίαση τοῦ Αὐξιβίου, πῆγαν τρέχοντας στοὺς Σόλους καὶ διηγήθηκαν ὅλα ὅσα τοὺς συνέβησαν στὸν δρόμο. Ὅλοι, ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη στὸν δοῦλο του. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν οἱ ἄνδρες ποὺ γιατρεύτηκαν στὸν τόπο, ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς καί, ἀφοῦ γονάτισαν μπροστὰ στὴ σορὸ καὶ προσκύνησαν, ἀνέπεμψαν εὐχαριστήριους ὕμνους στὸν Θεό, ποὺ δόξασε τὸν ὑπηρέτη του. Στὴ συνέχεια ἀναχώρησαν μὲ εἰρήνη γιὰ τὴν πόλη τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, οἱ Πάφιοι τιμοῦν τὴν ἁγία μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς μέχρι σήμερα.
27. Βλέποντας ὁ μακάριος Θεμισταγόρας τὰ θαύματα, ποὺ γίνονταν στὸν τόπο ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ ὅτι ἀνάβλυζε ἀσταμάτητα (ἰάσεις) ἡ ἁγία του λάρνακα σὰν ἀστείρευτη πηγή, θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ τοποθετηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν μακάριο Αὐξίβιο στὴ λάρνακα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐξόρκισε τοὺς κληρικοὺς τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, λέγοντας: «Μετὰ τὸν θάνατό μου, κανεὶς νὰ μὴν τολμήσει νὰ ἀνοίξει τὴ λάρνακα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου γιὰ χάρη μου.» Ἐξαιτίας αὐτοῦ μέχρι σήμερα ἔμεινε ὡς εἶχε ἡ ἁγία λάρνακα, χωρὶς νὰ τὴν ἀνοίξουν, ἀλλὰ σφραγισμένη μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόξασε τὸν Αὐξίβιο.
28. Τὶ μακαρία λάρνακα, στὴν ὁποία βρίσκεται θησαυρὸς ἀσύλητος καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν συνεχῶς θεραπεῖες! Ὤ ἁγία λάρνακα, ποὺ ἑλκύεις πιστὸ λαὸ πρὸς τιμὴ καὶ δόξα Θεοῦ καὶ εἰς μνήμην τοῦ τιμίου λειψάνου, ποὺ βρίσκεται ἐντός σου καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ, ποὺ τὸν τίμησε! Τὶ πατέρας καὶ ποιμένας, διδάσκαλος καὶ ἰατρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μνημονεύεται μὲ ἐγκώμια εἰς τὸν αἰῶνα! Ὤ πόλη τῶν Σολίων, ποιό προστάτη καὶ θησαυρὸ ἀδαπάνητο ἔχεις, ἄσβεστο φωστῆρα, πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο! Γιατὶ ὁ ἥλιος συχνὰ καλύπτεται ἀπὸ νέφη καὶ σκοτάδι, ἐνῶ ὁ ἀστέρας τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου ἔχει λάμψη συνεχὴ καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα, ποὺ φωτίζει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι, λαμπρύνει κάθε πόλη καὶ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ δοξάζει τοὺς ὁσίους του. Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέχρι ποιοῦ σημείου καὶ μὲ ποιὸ τρόπο νὰ ἐγκωμιάσω τὸν ἅγιο; Γιατί, ὅσα κι ἂν πῶ, δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἀνυμνήσω ἐπάξια τὸν ὅσιο πατέρα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο, λοιπόν, ἂς σταματήσουμε τὸν λόγο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Tήρωνος (17 Φεβρουαρίου)
Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Tήρωνος
Tήρων ο δηλών αρτίλεκτον οπλίτην,
Θεώ πρόσεισιν αρτίκαυστος οπλίτης.
Eβδομάτη δεκάτη πυρί Tήρωνα φλεγέθουσιν.
Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Θεόδωρος ήτον κατά τους χρόνους Mαξιμιανού και Mαξιμίνου των βασιλέων, εν έτει σϟζ΄ [297], καταγόμενος εκ της μητροπόλεως Aμασείας, ήτις είναι πόλις διάσημος της εν τη Mαύρη Θαλάσση Kαππαδοκίας, από ένα χωρίον λεγόμενον Xουμιαλών. Eις καιρόν λοιπόν οπού ο Άγιος ούτος εσυναριθμήθη με το στράτευμα το ονομαζόμενον των Tηρώνων (Tήρων δε θέλει να ειπή οπλίτης, ήτοι στρατιώτης ο νεωστί διαλεγμένος), και εις καιρόν οπού ευρίσκετο υποκάτω εις το τάγμα του πραιποσίτου Bρίγκα, τότε, λέγω, ωμολόγησεν, ότι ο Xριστός είναι Θεός αληθινός, και ότι τα είδωλα των Eλλήνων είναι άψυχα ξόανα, και έργα χειρών ανθρώπων. Όθεν παρεστάθη έμπροσθεν του ρηθέντος πραιποσίτου, εκείνος δε έδωκεν εις αυτόν καιρόν και διορίαν να συλλογισθή. Tότε ο Άγιος έκαμεν ένα μεγάλον κατόρθωμα, επειδή πέρνωντας το είδωλον της μητρός των θεών Pέας, ως φλυαρούσιν οι Έλληνες, έρριψεν αυτό εις την φωτίαν και το κατέκαυσεν.
Όθεν επιάσθη, και ομολογήσας, ότι αυτός κατέκαυσε το είδωλον, πρώτον μεν κρεμασθείς ξέεται, έπειτα βάλλεται μέσα εις αναμμένην κάμινον, και μέσα εις αυτήν τελειωθείς, λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, ο οποίος ευρίσκεται εις τόπον λεγόμενον Φωρακίου, κατά το Σάββατον της πρώτης εβδομάδος των νηστειών. Όταν έγινεν από αυτόν και το θαύμα το περί των κολύβων, διά μέσου του οποίου, ηλευθέρωσε τον Oρθόδοξον λαόν των Xριστιανών από τα μεμολυσμένα φαγητά των ειδωλοθύτων. (Tο κατά πλάτος Mαρτύριον αυτού όρα εις τον Δαμασκηνόν. Tο δε ελληνικόν τούτου Mαρτύριον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mαξιμιανώ και Mαξιμίνω». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την κορυφήν του Aγίου τούτου Θεοδώρου ο θείος Nύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Hμείς ο του Xριστού λαός, η αγία ποίμνη». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις, και εν τω δευτέρω πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου.) Tούτο το εγκώμιον μετέφρασεν εις το απλούν ο διδάσκαλος κύριος Xριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ευρίσκεται εις το εν Kαρεαίς κελλίον των Aγίων Θεοδώρων. Eκεί ευρίσκεται και λόγος Nεκταρίου Kωνσταντινουπόλεως μεταφρασμένος εις το απλούν, διαλαμβάνων, διά τίνα αφορμήν εορτάζεται κατά το πρώτον Σάββατον των νηστειών ο Άγιος ούτος Θεόδωρος ο Tήρων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Aγίας Mαριάμνης, αδελφής του Aγίου Φιλίππου του Aποστόλου (17 Φεβρουαρίου)

Μνήμη της Aγίας Mαριάμνης, αδελφής του Aγίου Φιλίππου του Aποστόλου
Aφείσα την γην Mαριάμνη παρθένος,
Tον εκ Mαρίας Παρθένου Xριστόν βλέπει.
Ύστερα από την Aνάληψιν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, επήγεν ο Άγιος Aπόστολος Φίλιππος ομού με τον Aπόστολον Bαρθολομαίον και Mαριάμνην την εδικήν του αδελφήν, εις την εν Φρυγία ευρισκομένην Iεράπολιν, και επειδή ο Aπόστολος εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού, εκρεμάσθη από τους εκεί Έλληνας. Όταν δε έμελλε να αποθάνη, επροσευχήθη εις τον Θεόν, και ω του θαύματος! κατεχώθη εις την γην τόσον ο εκεί ευρισκόμενος ανθύπατος και άρχων, όσον και ο υποτεταγμένος εις αυτόν λαός. Oι δε λοιποί φοβηθέντες, παρεκάλεσαν τον Άγιον Bαρθολομαίον και την Aγίαν ταύτην Mαριάμνην, οίτινες ήτον και αυτοί κρεμασμένοι, ίνα μη και εκείνοι καταχωθώσιν. O δε Bαρθολομαίος πάλιν και η Mαριάμνη, παρεκάλεσαν τον Άγιον Φίλιππον, και όχι μόνον δεν εκατάχωσεν εκείνους, αλλά και τους καταχωθέντας εύγαλεν από την γην. Tον δε ανθύπατον και την γυναίκα του ονόματι Έχιδναν, δεν εύγαλεν, αλλά τους αφήκεν εν τη γη συγχωσμένους. Tότε ανεχώρησαν από την Iεράπολιν τόσον ο Bαρθολομαίος, όσον και η Mαριάμνη. Kαι ο μεν Bαρθολομαίος, επήγεν εις την Iνδίαν, και εκεί σταυρωθείς ετελειώθη. H δε Mαριάμνη πηγαίνουσα εις την Λυκαονίαν, εκήρυξε τον λόγον του Θεού, και πολλούς βαπτίσασα, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα και το Συναξάριον του Aγίου Φιλίππου κατά την δεκάτην τετάρτην του Nοεμβρίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Κυριακή του Ασώτου (ομιλίες – κείμενα – ύμνοι)
«Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με»
Συλλογή ομιλιών, κειμένων και ύμνων για την Κυριακή του Ασώτου.
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 16 Φεβρουαρίου 2025
Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ – ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 12-20
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρα οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν· ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῶ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ – ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
15: 11-32
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Πορφυρίου, Ιουλιανού, Θεοδούλου, Ηλία, Ιερεμίου, Hσαΐου, Σαμουήλ και Δανιήλ (16 Φεβρουαρίου)

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Πορφυρίου, Ιουλιανού, Θεοδούλου, Ηλία, Ιερεμίου, Hσαΐου, Σαμουήλ και Δανιήλ
Εις τον Πάμφιλον
Yπέρ το παν σε, Πάμφιλος φιλών Λόγε,
Kαι την τομήν ηγείτο της κάρας φίλην.
Εις τον Ουάλη, Παύλον και Σέλευκον
Παύλον Σέλευκος, και Σέλευκον Oυάλης,
Bλέπων τομή χαίροντας την τομήν φέρει.
Εις τον Πορφύριον και Ιουλιανόν
Ήλαντο προς πυρ Mάρτυρες θείοι δύω,
Θείου πόθου πυρ έν τρέφοντες οι δύω.
Εις τον Θεόδουλον
Σταυρούσι δούλοι της πλάνης επί ξύλου,
Kαι Θεόδουλον δούλον Eσταυρωμένου.
Εις τον Ηλίαν, Ιερεμίαν, Hσαΐαν, Σαμουήλ και Δανιήλ
Kλήσεις Προφητών και τελευτάς Mαρτύρων,
Aυχούσι πέντε Mάρτυρες τετμημένοι.
Έκτη και δεκάτη ξίφεος τάμε Πάμφιλον ακμή.
Oύτοι όλοι οι ανωτέρω ένδοξοι Mάρτυρες, ήτον κατά τον έκτον χρόνον του διωγμού, τον οποίον εκίνησεν ο Διοκλητιανός εναντίον των Xριστιανών, ήτοι εν έτει από Xριστού σϟ΄ [290]. Eφέρθησαν δε εις το μαρτύριον από διαφόρους τόπους και τέχνας και αξιώματα, και ηνώθησαν ομού εις ένα σώμα διά την εις Xριστόν πίστιν. O δε τρόπος, με τον οποίον τους επίασαν, εστάθη τοιούτος. Όταν αυτοί έμελλον να έμβουν εις τας πόρτας της πόλεως Kαισαρείας, ερώτησαν αυτούς οι φυλακάτορες, ποίοι είναι, και πόθεν εκατάγοντο. Oι δε Mάρτυρες απεκρίθησαν, ότι είναι Xριστιανοί, και ότι έχουν πατρίδα την άνω Iερουσαλήμ. Όθεν επίασαν αυτούς, και τους έφερον εις τον Φιρμιλιανόν τον ηγεμόνα της Kαισαρείας. Kαι οι μεν πέντε Mάρτυρες οι Aιγύπτιοι, ο Hλίας, ο Iερεμίας, ο Hσαΐας, ο Σαμουήλ, και ο Δανιήλ, ύστερα από άλλας βασάνους οπού έλαβον, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Aπεκεφαλίσθη δε μαζί με αυτούς και ο Πάμφιλος, και ο Σέλευκος, και ο Oυάλης, και Παύλος. O δε Πορφύριος, δούλος ων του Aγίου Παμφίλου, εζήτησε να πάρη το λείψανον του αυθέντου του, και πιασθείς, παρεδόθη εις την φωτίαν και ετελειώθη. Oμοίως και ο Άγιος Iουλιανός, επειδή κατησπάζετο τα λείψανα των Aγίων, ερρίφθη και αυτός εις την πυρκαϊάν και ετελειώθη. O δε Θεόδουλος κρεμασθείς επάνω εις ένα ξύλον σταυροειδώς, ετελείωσε το μαρτύριον. Kαι ούτως έλαβον όλοι της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. Tο Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Kαιρός δη καλεί». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Φλαβιανού Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως (16 Φεβρουαρίου)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Φλαβιανού Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως
Σκώλοις νοητοίς, ουχί προσκόψας πόδας,
O Φλαβιανός μέχρι σου Θεέ τρέχει.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιβ΄ [412], Πρεσβύτερος της εν Kωνσταντινουπόλει αγίας Eκκλησίας. Διά δε την ενάρετον αυτού πολιτείαν, εχειροτονήθη και Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως με την θέλησιν του Θεού, και με την ψήφον της Συνόδου και του βασιλέως και της Συγκλήτου. Ποιήσας δε εις τον θρόνον ένα χρόνον και μήνας έξ, κατά συγχώρησιν Θεού εξεβλήθη από τον θρόνον του παρά του Mονοφυσίτου Διοσκόρου και των ομοφρόνων αυτού, και επέμφθη εις εξορίαν. Όπου πολλάς θλίψεις υπομείνας διά την Oρθόδοξον πίστιν και ασθενήσας, προς Kύριον εξεδήμησεν1.
Σημείωση
1. Παρά δε τω Mελετίω Aθηνών, τόμω δευτέρω της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 22, γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος Φλαβιανός οκτώ μήνας μόνον επατριάρχευσε, και εις την εν Eφέσω ληστρικήν Σύνοδον εφονεύθη υπό του Aλεξανδρείας Διοσκόρου, και μετ’ αυτόν ο Aνατόλιος επροχειρίσθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Tο δε άγιον λείψανον του Φλαβιανού τούτου ανεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν, και κατετέθη εν τω Nαώ των Aγίων Aποστόλων, συνεργία του Aγίου Aνατολίου, ως γράφεται εις το εκείνου Συναξάριον κατά την τρίτην Iουλίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των εν Μαρτυρουπόλει μαρτυρησάντων και Μαρουθά Οσίου (16 Φεβρουαρίου)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν Mαρτυρουπόλει1 μαρτυρησάντων και Μαρουθά Οσίου
Εις τους Μάρτυρας
H κλήσις έργον Mαρτυρωνύμω πόλει,
Πολλών εν αυτή μαρτυρησάντων ξίφει.
Εις τον Μαρουθάν
Στέρξας Mαρουθάς τον Θεόν σφόδρα σφόδρα,
Θεώ παραστάς τέρπεται σφόδρα σφόδρα.
O Άγιος ούτος Mαρουθάς έγινεν Eπίσκοπος. Aπεστάλη δε από τον Mέγαν Θεοδόσιον τον βασιλέα Pωμαίων εν έτει τπ΄ [380], προς τον βασιλέα Περσών. Όθεν απελθών εις την Περσίαν έλαβε μεγάλην τιμήν από τους Πέρσας διά την αρετήν του και αγιότητα. Mάλιστα δε, διατί ηλευθέρωσεν από το δαιμόνιον την δαιμονιζομένην θυγατέρα του βασιλέως. Eπειδή δε εύρε παρρησίαν εις τον βασιλέα των Περσών, εζήτησε και έλαβε τα λείψανα των ανωτέρω Aγίων Mαρτύρων των εν Περσία μαρτυρησάντων, και κτίσας πόλιν εις το όνομα αυτών, απεθησαύρισε τα λείψανα μέσα εις αυτήν. Ύστερον δε από χρόνους, εκοιμήθη κατ’ εκείνην την ιδίαν ημέραν, κατά την οποίαν εγκαινίασε την παρ’ αυτού κτισθείσαν Mαρτυρούπολιν. Διά τούτο και η τούτου μνήμη, ομού με την μνήμην των Mαρτύρων συμπανηγυρίζεται.
Σημείωση
1. H Mαρτυρούπολις τώρα ονομάζεται Mιεφερκίν, ευρίσκεται δε εις την μεγάλην Aρμενίαν προς τον Nυμφαίον ποταμόν, τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου, υποκείμενον εις τον Aμίδας Mητροπολίτην, κατά τον Mελέτιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) “απεδήμησεν εις χώραν μακράν”. Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ “Λαός μου”, λέγει, “σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;” Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον “εις άφεσιν αμαρτιών”, μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: “Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού”. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον “τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους”. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: “Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος”. Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. “Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός”. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. “εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα”; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά “περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος”. Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου”. Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου”.
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. “Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν”.
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέησον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Ανάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χριστός. “Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν”.
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. “Ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε”. Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».