Αρχική Blog Σελίδα 51

Αφιέρωμα στον Άγιο Αυξίβιο Α’ Επίσκοπο Σόλων (17 Σεπτεμβρίου / 17 Φεβρουαρίου)

Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου Α’ Ἐπισκόπου Σόλων τοῦ θαυματουργοῦ (17/9 και 17/2)

Ἅγιος Αὐξίβιος Α' Ἐπίσκοπος Σόλων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β'

πτβιβλίο: Ὁ ἅγιος Αξίβιος Α΄ πίσκοπος Σόλων, κδ. Θεομόρφου, 2015

Ἅγιος Αὐξίβιος Α’ Ἐπίσκοπος Σόλων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β’

1.  πιθυμ ν σς διηγηθ τ θαυμαστ κα λαμπρ πολιτεία το θαυμαστοκασίου πατρς μν κα διατελέσαντος ρχιεπισκόπου τς πόλης τν Σολίων Αξιβίου. Γιατ πρτος ατός, σν λαμπρς λιος, νέτειλε στν πόλη ατή, φωτίζοντας μ τς κτίνες τς θείας διδασκαλίας του σους βρίσκονταν στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων.  Ατς λαμπε πάνω π τν πόλη ατή, πως φέγγει στ σκοτάδι να λυχνάρι γεμτο μ θεϊκ λάδι, μέχρι τ στιγμή, πο Χριστς φώτισε τος κατοίκους της κα σν Αγερινς νέτειλε στς καρδιές τους. 

Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος, ἐπίσκοπος Σόλων, φορητὴ προσκυνηματικὴ εἰκόνα (2016), ἔργο τοῦ κυπριακοῦ ἐργαστηρίου ἁγιογραφίας «Ἀντιφωνητής», φυλασσόμενη στὸ ἐπισκοπεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου στὴν Εὐρύχου

2.  λλ συγχωρέστε με, σς παρακαλ. Γιατ  γώ, καθς εμαι κα στν λόγο κα στ γνώση δύνατος, θεώρησα τι εναι ναγκαο, ν χει ν παρουσιάσει πολλ θαυμαστ ργα, ν σς διηγηθ μόνο λίγες π τς ρετς το μακαρίου Αξιβίου, πως τς κουσα κα τς διδάχθηκα π νδρες προχωρημένης λικίας· πως γράφει κα Θεία Γραφή: Ρώτησε τν πατέρα σου κα θ σο τ μάθει κα τος μεγαλύτερούς σου κα θ σο τ πον. ς ρχίσουμε, λοιπόν, μ τ βοήθεια το Θεο, τν φήγηση.

3. Αξίβιος καταγόταν π τ μεγαλούπολη τν Ρωμαίων. Ο γονες του ταν πλούσιοι κα στ θρήσκευμα εδωλολάτρες, πέκτησαν δδύο υούς, τν μακάριο Αξίβιο κα τν δελφό του, τν Θεμισταγόρα.  μακάριος Αξίβιος ταν πολ χαριτωμένος.  ταν προς πως Μωυσς κα σώφρων στος λογισμούς του πως μακάριος ωσφ κα γενικά, καθς μεγάλωνε, στολιζόταν μ κάθε εδους ρετή. πατέρας του κόμη τν μόρφωσε μ λη τ θύραθεν παιδεία.

4.  ταν φτασε στ νόμιμη λικία, ο γονες του θέλησαν ν τν νυμφεύσουν.  Ατός, μως, πειδ εχε νθεο νο, κέραιο λογισμ κα νάρετη ζωή, φερνε ντιρρήσεις.  Γιατ κουε σα λέγονταν γι τν Χριστ κα εχε πόθο ν γίνει χριστιανός.  ταν τ κουσαν ατ ο γονες του, γανάκτησαν μαζί του καί, μν πατέρας του τν ξανάγκαζε ν προχωρήσει σ γάμο μ πειλές, ν   μητέρα του τν συμβούλευε ν τ κάνει μ τς κολακεες της.

5.  Βλέποντας μακάριος Αξίβιος, τι ατή τους πιλογ ταν παγίδα καμπόδιο στ δική του γαθ πιλογή, θέλησε ν ναχωρήσει κρυφ π τ Ρώμη.  τσι, λοιπόν, φο διατράνωσε τν πόφασή του, χωρς ν πε σ κανένα τίποτα, μετ π λίγες μέρες, φυγε κρυφ π τος γονες του καί, κατεβαίνοντας στ λιμάνι, βρκε να πλοο, τ ποο πρόκειτο ν ποπλεύσει πρς τ νατολικά.  Κι τσι, γκαταλείποντας τ πάντα, παίρνοντας μόνο λίγα χρήματα μαζί του γι λόγους διατροφς, μπκε στ πλοο.  

6.  φο πέπλευσαν π τ Ρώμη, μετ π λίγες μέρες φτασαν στ Ρόδο.  π κε, διασχίζοντας τ πέλαγος τς Παμφυλίας, φτασαν στν Κύπρο, κα κατέπλευσαν σ κάποια κώμη μ τ νομα Λιμνήτης, πο πεχε περίπου τέσσερα ρωμαϊκμίλια π τν πόλη τν Σολίων.  Μ ατ τν τρόπο πρόνοια το Θεο καθοδηγοσε τν μακάριο Αξίβιο πρς σωτηρία πολλν ψυχν.  ταν βγκε π τ πλοο, παρέμεινε γι κάποιο χρόνο στν Λιμνήτη γι ν συνέλθει, γιατ ταν πολ ζαλισμένος π τ ταξίδι καὶ ὀλιγοψύχησε. 

7.  Στν Κύπρο, τότε, λθε κα Βαρνάβας, πόστολος το Χριστο, κατ τ δεύτερη περιοδεία του, φο ποχωρίστηκε π τν πόστολο Παλο μ τ σμα, λλ χι μ τν καρδιά.  Μαζί του, μάλιστα, εχε λάβει κα τν Μρκο, κα κατέπλευσαν στ Λάπηθο.  πειτα, περιερχόμενοι λο τ νησί, φτασαν στ Σαλαμίνα, τ σημεριν Κωνσταντία, πως ναφέρει Μρκος.  κε βρκαν τν ρακλείδη, τν ρχιεπίσκοπο το νησιο, τν ποο, φο ναγνώρισαν, δίδαξαν πς πρέπει ν κηρύττει τ εαγγέλιο το Χριστο, ν δρύει κκλησίες κα ν χειροτονε τος λειτουργούς τους. φολοιπν τν σπάστηκαν, τν πέστειλαν στν προορισμό του μερήνη. ταν δ Βαρνάβας λοκλήρωσε τν δικό του δρόμο κα γωνίστηκε τν καλ γνα τς πίστης καστέφθηκε μ τν στέφανο το μαρτυρίου στν Κωνσταντία, ο παράνομοι ουδαοι ναζητοσαν κα τν Μρκο, γι ν τν  θανατώσουν.  Μρκος, μως, διέφυγε κα τν καταδίωξαν μέχρι τος Λέδρους (σημ. Λευκωσία). Βρίσκοντας κεμι σπηλιά, μπκε μέσα κα μεινε κρυμμένος γι τρες μέρες.    Μετ π τρες μέρες φυγε π τν τόπο κενο καί,  περνώντας μέσα π τ βουνά, ρθε στν Λιμνήτη.  Μαζί του ταν Τίμων κα Ρόδων.

8.  ταν φτασαν στν κώμη το Λιμνήτη, συνάντησαν τν μακάριο Αξίβιο, ποος πρόσφατα εχε φτάσει κε π τ Ρώμη.  ταν, λοιπόν, συναντήθηκαν, ρώτησε Μρκος τν Αξίβιο: «π ποιά πόλη κατάγεσαι;»  Ατςπάντησε: «π τ μεγάλη πόλη τς Ρώμης, κα χω λθει δ, γι ν γίνω χριστιανός.»  πόστολος, βλέποντας τι εχε πόθο γι τν Χριστ κα τι ταν νδρας πιστς κα λόγιος, τν κατήχησε παρκς. Καί, φο τν δίδαξε τν λόγο τς ληθείας το Θεο, κατέβηκε στν πηγ κα τν βάπτισε ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος.  ταν τν βάπτισε, πέθεσε τ χέρια του πάνω του κα το δωσε τ Πνεμα τ γιο.  πειτα τν χειροτόνησε πίσκοπο καί, φοτν δίδαξε πς πρέπει ν κηρύττει τ εαγγέλιο το Χριστο, τν στειλε στν πόλη τν Σολίων, δίνοντάς του τς ξς  δηγίες: «πειδ πόλη εναι γεμάτη εδωλα κα ο κάτοικοι δν δέχτηκαν κόμη τν λόγο το Θεο, λλ βρίσκονται στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων, ν κάνεις ατ πο σο λέω: Κανες ν μ μάθει γι να χρονικ διάστημα τι εσαι χριστιανός, λλ ν ποκριθες τι σπάζεσαι τ θρησκεία τους. Καί, καθς περν καιρός, ν ρχίσεις ν τος μιλς συγκεκαλυμμένα σν σ νήπια, προσφέροντάς τους γάλα, σπου ν ριμάσουν πνευματικ κα ν μπορον ν πάρουν στέρεη  τροφή.»  φο επε ατ κα περισσότερα πόστολος στν Αξίβιο, τν χαιρέτησε κα ναχώρησε ερηνικά. δΜρκος, βρίσκοντας κάποιο πλοο αγυπτιακό, νέβηκε σαττσυνοδεία του), πέπλευσαν κα φτασαν στν λεξάνδρεια.  κε κήρυττε τεαγγέλιο καδίδασκε γι τ Βασιλεία το Θεο.

9.  μακάριος Αξίβιος φυγε π τν Λιμνήτη κα κατ τν πορεία του ζητντας διαρκς δηγίες φτασε στος Σόλους. Κοντ στς πύλες τς πόλης, πρς τ δυτικά, πρχε νας νας το Δία, το ψεύτικου θεο τους, στν ποο κατοικοσε κα νας ερέας.  Καθς λοιπν περνοσε μακάριος Αξίβιος π τν τόπο κενο, τν εδε ερέας το Δία τι ταν ξένος, τν πρε στ σπίτι του, τν φιλοξένησε μ καλοσύνη κα το κανε τ τραπέζι.  Αξίβιος, λοιπόν, τ μέρα κείνη μεινε κοντά του.  Τν πόμενη μέρα ερέας τν ρώτησε: «π πο ρχεσαι κα γι ποιό λόγο λθες στ μέρη μας;»  γιος Αξίβιος το πάντησε: «Εμαι  π τ Ρώμη. πειδὴ ὅμως μο παρουσιάστηκε νάγκη ν μεταβ στν Παλαιστίνη, φθασα καθοδν στν Λιμνήτη καί, μαθαίνοντας τι διαμον στος Σόλους εναι καλ κα τσι ζητώντας δηγίες, φθασα δ κα σκοπεύω ν μείνω μετ χαρς.  λλά, ν θέλεις ν μ βοηθήσεις, φησέ με ν μείνω κοντά σου, μέχρι ν βρ τόπο, γι ν κατοικήσω.»  Ατς το επε: «Μενε, ν εσαι καλά.»        

10.  μεινε, λοιπόν, σκενο τν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν το Δις γι ρκετ καιρό, χωρς ν φανερώσει τι εναι χριστιανός, λλ ποκρινόταν τι σπαζόταν τ θρησκεία τους, σκεπτόμενος μέσα του: «Ἐὰν διάβολος μετασχηματίζεται σ γγελο φωτός, γι ν παρασύρει πρς τν αυτό του σους τν πιστέψουν κα ν τος μεταφέρει π τ φς στ σκοτάδι λέγοντάς τους ραα καπλαστλόγια, πως κριβς κάνουν κα ο πηρέτες του, πόσο μλλον μες χουμε ποχρέωση ν γινόμαστε μοιοι μ τος μοιοπαθες μ᾽ ἐμς νθρώπους, γι ν τος πομακρύνουμε π τν ξουσία το σκότους κα το διαβόλου κα ν τος μεταθέσουμε στ θαυμαστ φς τς πιγνώσεως το Κυρίου μν ησο Χριστο το Υο το Θεο;» Ατ σκεπτόμενος κα πράττοντας πηρέτης το Θεο Αξίβιος, μενε στν προαναφερθέντα τόπο.

11.  φο πέρασαν λίγες μέρες, μακάριος Αξίβιος λέει στν ερέα: «χω ν σο π κάτι, δελφέ.»  Ατς το παντ: «Πές μου».  Κα το λέει: «Γι ποιό λόγο λατρεύετε ς θεος πράγματα, πο εναι ξύλα κα πέτρες;  Παρόλο πο χουν στόμα, ντούτοις δν μιλον, ν κα χουν μάτια δν βλέπουν, ν κα χουν ατι δν κονε κα οτε μπορον ν σφρανθον τ θυσία πο τος προσφέρετε. Ατς μως, τν ποο ο χριστιανο λατρεύουν, εναι ληθινς Θεός, πως χω κούσει π κάποιους χριστιανούς.  Διότι, πως κούω, κάνει πολλ θαύματα.» φο τ κουσε ατ ερέας, νιωσε κατάνυξη π τ λόγια το Αξιβίου κα π κείνη τ στιγμ δν θυσίαζε στ εδωλα, λλ στ ξς δεχόταν κατήχηση π τν μακάριο Αξίβιο. Γι ρκετ χρόνο Αξίβιος νεργοσε μ τν κόλουθο τρόπο: μπαινε στν πόλη κρυφά, δίδασκε μυστικά, βγαινε πάλι κα μενε ξω π τν πόλη, στν προαναφερθέντα τόπο το Δία.           

12.  ν λοιπν Αξίβιος ζοσε σκενο τν τόπο, πόστολος Μρκος κήρυσσε στν λεξάνδρεια τ εαγγέλιο το Χριστο.  φο πίστεψαν κα βαπτίστηκαν πολλοί, Μρκος φυγε π τν πόλη σ ναζήτηση το ποστόλου Παύλου.  ταν τν βρκε, ποκλίθηκε μπροστά του κα Παλος τν δέχτηκε μ πολ μεγάλη χαρά.  Τότε Μρκος διηγήθηκε στν Παλο μ λεπτομέρειες τ σχετικ μ τν Βαρνάβα κα μ ποιό τρόπο λοκλήρωσε τν καλ δρόμο, μαρτυρώντας στ Σαλαμίνα.  Τ γεγονός, τι Παλος δέχτηκε μ χαρ τν Μρκο, τ μαρτυρε διος, γράφοντας τ ξς στν πρς Κολοσσαες πιστολή του: «Σς στέλλει χαιρετισμος Μρκος, νεψις το Βαρνάβα.» κόμα στν πρς Τιμόθεον πιστολή του ναφέρει: «Πρε τν Μρκο κα φέρε τον μαζί σου, γιατί μοεναι χρήσιμος σὲ ὑπηρεσία.» Μρκος μεινε, λοιπόν, μ τν Παλο ς τν θάνατο το τελευταίου. 

13.  ταν Παλος πληροφορήθηκε, τι Βαρνάβας κοιμήθηκε κα ταν συνειδητοποίησε τι δν πάρχει κανένας πόστολος στν Κύπρο, γι ν διδάσκει κα ν εαγγελίζεται τν Χριστό, στειλε τν παφρ, τν Τυχικ κα κάποιους λλους στν Κύπρο, στν ρχιεπίσκοπο το νησιο, τν ρακλείδη, στν ποο γραψε ν τοποθετήσει τν παφρ πίσκοπο στν Πάφο, τν Τυχικ στ Νεάπολη κα τν καθένα π τος λλους σ διάφορες πόλεις.  «Πήγαινε κα στν πόλη τν Σολίων», τοῦ ἔγραφε πίσης, «κα ναζήτησε κε να Ρωμαο νδρα, πο νομάζεται Αξίβιος.  Ατν ν καταστήσεις πίσκοπο τν Σόλων, λλά, πρόσεξε, ν μν πιθέσεις πάνω του τ χέρια σου προκειμένου ν τν χειροτονήσεις, γιατ χει δη ξιωθε τς ερωσύνης, καθς χειροτονήθηκε π τν Μρκο.»

14.  ταν μακάριος ρακλείδης παρέλαβε τν πιστολή, πο το στειλαν ο πόστολοι κα τ διάβασε, μέσως χωρς καμμία καθυστέρηση κανε σα το ποδεικνύονταν.  Κατέβηκε, λοιπόν, στν πόλη τν Σόλων, ναζήτησε τν μακάριο Αξίβιο κα το επαν σ ποιό τόπο μένει.  Βγαίνοντας τότε π τν πόλη, πγε στν τόπο τν καλούμενο το Δις κα τν βρκε κε.  φο σπάστηκε νας τν λλο, μακάριος ρακλείδης, παίρνοντας πρτος τν λόγο, το λέει: «Αξίβιε, παιδί μου, κοντά σου μ χουν στείλει ο πόστολοι το Χριστο.  Μέχρι πότε θ κρύβεσαι σατ τν τόπο κα δν θ μφανίζεσαι;  Μέχρι πότε θ κρύβεις τ λυχνάρι κάτω π τν μόδιο κα δν τ τοποθετες πιτέλους πάνω στν λυχνοστάτη το σταυρο, γι ν φωτίσει λους τος νθρώπους ατς τς πόλης;   λα, λοιπόν, ν φωτίσεις σους βρίσκονται στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων.  λα, ν γίνεις κήρυκας τς λήθειας.  Μέχρι πότε θ κρύβεις τ τάλαντο, πο λαβες π τν Κύριό σου; Κέρδησε πταπλάσια π ατό, πο λαβες. γωνίσου κι σύ, γινὰ ἀξιωθες νὰ ἀκούσεις (πτν Κύριο): Εγε, καλ κα μπιστε δολε! ποδείχτηκες ξιόπιστος στλίγα χαρίσματα ποσοῦ ἔδωσα, γιατ θ σο δώσω πολλά.  Δέν κουσες ατό, πο λέει γία Γραφή, τι, σοι σπέρνουν μ δάκρυα, θ χαίρονται στν θερισμό;  Σπερε, λοιπόν, στν τωρινκακοχειμωνιά, γι ν θερίσεις μ χαρ κα ερήνη. Μ φοβηθες ατούς, πο σκοτώνουν τ σμα, λλά, ντίθετα, ατόν, πο μπορε ν τιμωρήσει καψυχ κα σμα στν κόλαση.  Γιατ ατς επε: ‘‘Σς στέλλω σν πρόβατα νάμεσα  στος λύκους’’. λλο πάλιν λέει: ‘‘κόμα κι ταν σς σύρουν στ δικαστήρια νώπιον ρχόντων κα βασιλιάδων, μν γωνιτε γι τ τί θ πετε πς θ τ πετε.  Γιατ τ γιο Πνεμα θ σς φωτίσει τί θ πρέπει νπετε’’φο επε ατ γιος ρακλείδης, πρε τν σιο πατέρα Αξίβιο κα μπκαν στν πόλη. Καί,  φο προσευχήθηκε, χάραξε στ γ να σχεδιάγραμμα κκλησίας, μικρς μν στ μέγεθος, λλ μεγάλης μτ χάρη το Χριστο. φο λοιπν το δίδαξε λο τν κκλησιαστικ κανόνα, πως τν εχε διδαχτε κι ατς π τος ποστόλους, τν μπιστεύτηκε στν Κύριο. Κι φοτν σπάστηκε, πρε τν δρόμο γι τν πόλη του.        

15.  γιος Αξίβιος μέσως, χωρς καμμία καθυστέρηση, ρχισε ν οκοδομε τν κκλησία.  ταν τν τέλειωσε, μπαίνοντας μέσα κα πέφτοντας μπρούμυτα στ δάπεδο,  ρχισε ν βο κα ν λέει μ δάκρυα: «Δέσποτα Θε παντοκράτορα, σύ, πο δημιούργησες τν ορανκα τ γ, τ θάλασσα κα λα σα πάρχουν σατά, σύ, πο πλασες τν νθρωπο παίρνοντας χμα τς γς κα πο τν τίμησες, δίνοντάς του την εκόνα Σου κα πού, ταν πατήθηκε κα νεκρώθηκε π τν φθόνο το διαβόλου, δν τν γκατέλειψες ποτέ, γαθέ, λλ πέστειλες σ᾽ ἐμς τν Υό σου τν μονογεν, γι ν σώσει τ γένος τν νθρώπων.  Κα σύ, Κύριε ησο Χριστέ, πού, δι το Τιμίου σου Σταυρο νίκησες τς ρχς κα τς ξουσίες το διαβόλου, πο δωσες δύναμη ξ ψους στος γίους σου ποστόλους, κα τος δωσες ξουσία ν πατον πάνω σ φίδια κα σκορπιος κα ν κυριαρχον πάνω σ λη τ δύναμη το χθρο, δυνάμωσε κα μένα τν δολο σου, κα δσε μου πολ θάρρος, ν κηρύττω φοβα τν λόγο σου.  μφύτευσε, Δέσποτα, στν καρδι ατο το λαο σου τν θεο φόβο σου.  Φώτισέ τους μ τ χάρη Σου, στε, φο ποδεσμευτον π τν πλάνη το διαβόλου, νγνωρίσουν σένα τν μόνο ληθιν Θεό, καθς κι κενον, πο στειλες στν κόσμο, τν ησο Χριστό.  Στελε, Δέσποτα, τ γιο σου Πνεμα, ν κατοικήσει στν γιο τοτο οκο, πο οκοδομήθηκε στ νομά σου τ γιο.  Κράτησε ατ τν οκο στερε στν πίστη σου μέχρι τ συντέλεια το κόσμου.  Διότι, σ επες Κύριε: Πάνω σατ τν πέτρα θ οκοδομήσω τν κκλησία μου κα δν θ τν κατανικήσουν ο δυνάμεις το δη.  Φέρε, Κύριε, τν ποίμνη σου, πο πλανήθηκε, πίσω στν γία σου ατμάνδρα, σ καλς ποιμένας, ποος θυσίασες τ ζωή σου γι χάρη τν προβάτων σου.  πλωσε τν παντοδύναμή σου δεξιά, τν βραχίονά σου τν δυνατό κα φοβερ κα όρατο, κα μ τράβδο το τιμίου σου σταυρο δίωξε τν αμοβόρο λύκο π τν γέλη σου, Δέσποτα.  σους χουν πλανηθε συγκέντρωσέ τους, γι ν γίνει μία ποίμνη, νας ποιμένας. δοποίησε δκαγιμένα τν δρόμο τοεαγγελικοκηρύγματος μ τν εσπλαχνία σου, μτν  πλώνω τ χέρι μου καν νεργονται σημεα καθαύματα, στ νομα το μονογενος σου Υο, ησο Χριστο το Κυρίου μν, μτν ποο, μαζμτὸ Ἅγιο καὶ ἀθάνατό σου Πνεμα, σοῦ ἁρμόζει δόξα, τιμκακράτος, τώρα, καπάντοτε, καστος αἰῶνες τν αώνων· μήν.» 

16.  ταν τελείωσε τν προσευχή του καὶ ἀφοσηκώθηκε π τ δάπεδο, πγε σ δημόσιο χρο τς πόλης κα ρχισε ν διδάσκει γι τ Βασιλεία το Θεο.  Γύρω του τότε συγκεντρώθηκε πολς κόσμος, καί, παίρνοντας τν λόγο μακάριος Αξίβιος, τος δίδασκε μ τ ξς: «νδρες, δελφο κα πατέρες, κοστε με κα πιστέψετε στν Κύριό μας ησο Χριστό, τν ποο σς κηρύττω.  Διότι ατς σώζει λους σοι πιστεύουν σατόν.  Λάβετε φς γνώσεως Θεο. Σηκστε ψηλ τ μάτια τς ψυχς σας.  γκαταλεψτε τν τρόπο ζως, πο κληρονομήσατε π τος προγόνους σας, κα γνωρίστε τν ληθιν Θεό, τν δημιουργ τν πάντων, ατόν, πο μπορε ν σώσει τς ψυχές σας.»  Ατ διδάσκοντας κα κηρύσσοντας δημόσια, πεισε πολλος μ τν καλή του διδασκαλία, ν γκαταλείψουν τ μάταια πλάνη τν εδώλων κα ν πιστέψουν στν Κύριο μν ησο Χριστό. Το δόθηκε μάλιστα χάρη π τν Θεό, ν θεραπεύει τος σθενες κα ν διώχνει δαιμόνια.  μέρα μ τν μέρα λοιπν αξανόταν   κόσμος, πο πίστευε στν Κύριο, κα βαπτίζονταν στ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος, ξομολογούμενοι τς μαρτίες τους.  σοι μάλιστα εχαν ρρώστους, τος φερναν στν μακάριο Αξίβιο κι κενος κουμποσε τ χέρια του πάνω τους κα τος θεράπευε στ νομα το ησο Χριστο το Κυρίου μας.  ταν τ μαθαν ατ ο νθρωποι τν περιχώρων, πήγαιναν στν πόλη, παίρνοντας μαζτος σθενες τους, κα τος θεράπευε λους μ τν πίκληση τς χράντου κα ζωοποιο Τριάδος.  Ατοί, στ συνέχεια, πίστευαν κα βαπτίζονταν.     

17. ταν τότε κάποιος νδρας π τχωριό, ποὺ ἐκαλετο Σολοποτάμιο, μ τ νομα Αξίβιος. Ατός, πειδ κουσε γι τν μακάριο Αξίβιο, γι τ διδασκαλία κα τν ρετή του, πγε σατόν, πρόσπεσε στ πόδια του κα τν παρακαλοσε λέγοντας: «Πάτερ, δσε μου τ σφραγίδα το Χριστο  δτίμιος καὶ ὅσιος ρχιερέας τοΧριστοΑξίβιος, ντλώντας χωρία π τς θεες Γραφές, τν δίδαξε γι τν Πατέρα, τν Υἱὸ κα τ γιο Πνεμα κα τν βάπτισε στ νομα τς γίας καμοουσίου Τριάδος.  κτοτε, Αξίβιος π τ Σολοποταμία μεινε μαζ μ τν σιο πατέρα Αξίβιο λο τν χρόνο τς ζως του κα διδασκόταν π ατόν.  γινε δκι ατς θαυμαστς νδρας, προκόπτοντας στ σοφία κα τ χάρη το Θεο, κολουθώντας τ χνη το καλο διδασκάλου, πορευόμενος μ τν φόβο τοΘεοκα μιμούμενος τν διδάσκαλό του σ λα.

18.  Μι μέρα Αξίβιος, μαθητς το γίου Αξιβίου, βγκε ξω π τν πόλη πρς τ νατολικά, κατευθυνόμενος γιτν τόπο, τν καλούμενο «το Ταρίχου», πρς ναψυχή.  Καί, πηγαίνοντας κοντ σνα δέντρο, κάθισε στ σκιά του, καί, ξαπλώνοντας, κοιμήθηκε.  Ξαφνικ πλθος μυρμήγκια σχημάτισαν κύκλο γύρω πτν κεφαλή του, σν ν τν στεφάνωναν. ρχόμενος λοιπν μακάριος Αξίβιος κα βλέποντας τοτο, θαύμασε.  Κα κράτησε μέσα στν καρδιά του λα ατά, πο εδε.  Γιατ τ μυρμήγκια σημαίνουν τ διέγερση το κνηρο νο πρς τν πιθυμία γαθν ργων, πως λέει Σολομών: «Πήγαινε, τεμπέλη, στ μυρμήγκι, κα μιμήσου τς πράξεις του.» Κι κενο τ στεφάνι προμήνυε τν ξία τς ερωσύνης. Γιατ μαθητς πρόκειτο ν καθίσει στν θρόνο το καλο διδασκάλου κα ποιμένα.  Καί, φο ξύπνησε τν μαθητή, μπκε στν κκλησία. Κι μαθητς πάκουε σ λα στν διδάσκαλό του κα τν πηρετοσε πως καλς δολος τν κύριό του.

19.  μακάριος Αξίβιος δν σταματοσε ν προσεύχεται στν Θε μέρα κα νύχτα γι τ σωτηρία κα τ μετάνοια το λαο κα δίδασκε διαλείπτως.  τσι, ποίμνη το Χριστο προόδευε κα αξανόταν μέρα μ τ μέρα, ν ποίμνη το χθρο μέρα μ τ μέρα λαττωνόταν.

20.  ταν τ πληροφορήθηκε ατ Θεμισταγόρας, δελφς το μακαρίου Αξιβίου, πγε στος Σόλους μαζ μ τ γυναίκα του, τ μακαρία Τιμώ.  ταν δκα ατ θαυμαστ κα νάρετη.  φο νέβηκαν στν κκλησία, σπάστηκαν τν Αξίβιο κα χάρηκαν πολύ, πο τν συνάντησαν.  Παρέμειναν λοιπν στ πισκοπεο κα διδάσκονταν π τν μακάριο Αξίβιο, ποος κα τος βάπτισε κατόπιν στ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος. Χειροτόνησε δδιάκονο τς γίας κκλησίας τν μακάριο Θεμισταγόρα, καθς κα τ γυναίκα του διακόνισσα.  Διότι, π τ στιγμή, πο λαβαν τ γιο βάπτισμα, χώρισαν κ συμφώνου μεταξύ τους πτσαρκικμείξη χάρη τς Βασιλείας τν ορανν, κα στ ξς ζοσαν σν δέλφια, φτάνοντας κα ο δύο στν πάθεια.

21. φοπλέον πιφοίτησε χάρη το Θεο στν πόλη τν Σολίων κα σχεδν λοι πίστεψαν στν Κύριό μας ησο Χριστό, δι μέσoυ τς διδασκαλίας το σίου πατέρα μας κα ρχιεπισκόπου Αξιβίου κα τσυνέργεια το γίου Πνεύματος, γιος Αξίβιος συνειδητοποίησε τι κκλησία ταν πιμικρ γι τος πιστούς. Σκέφτηκε τότε ν οκοδομήσει μεγαλύτερη κκλησία στ νομα το Θεο καί, γονατίζοντας, προσευχήθηκε ν τν βοηθήσει Θεός. Κι φοσηκώθηκε, κανε εχ  κα χάραξε τ σχεδιάγραμμα τς γίας κκλησίας. Μ τν ελογία λοιπν κα τ βοήθεια το Θεο νήγειρε ατ τν μεγάλο κα θαυμαστ ναό, ατ τν γία καθολικ κα ποστολικ κκλησία, στολίζοντάς την μ κάθε στολίδι, σν νύμφη ΧριστοτοΘεομας.

22.  Τ καλς ποιμένας κα διδάσκαλος, πο ποίμανε καλ τ ποίμνιο το Χριστο!  Τ φωτεινς φωστήρας, πο φώτισε ατος πο κατοικοσαν στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων!  Τ μπειρος γιατρός, πο γιάτρεψε μ τν πίκληση τς γίας Τριάδος σους πληγώθηκαν π τν διάβολο!  Διότι δν γιάτρευε μόνο τ σωματικ πάθη, λλ γιάτρευε μ τ γιο Πνεμα κα τ κρυφ τραύματα τς ψυχς, διορθώνοντας τος μαρτωλος λογισμος κα καθετί, πο ρθώνεται μ λαζονεία ναντίον τς γνώσης του Θεο, μιμούμενος τν Παλο, ποος γι τος πάντες γινε τ πάντα, τσι στε ν τος σώσει λους, ντικρίζοντας τν θάνατο κάθε μέρα γι χάρη το Χριστο, πο πέθανε κα ναστήθηκε γιατόν. μακάριος ατς νθρωπος σκησε τν παρθενία, σταματώντας τν δρόμο το λιου (νακόπτοντας δηλ. τσυνηθισμένη πορεία τς νθρώπινης ζως). Τν παρθενικζωή του νίσχυσε μ προσευχ κα  νηστεία, νδυναμωμένος π τν πίστη κα καθοδηγούμενος π τν λπίδα, κα τν  τελειοποίησε μτν γάπη. Ατν παρθενία) γάπησε Αξίβιος, τν τίμησε κα π ατ τιμήθηκε κα τρύγησε τος καρπος τν κόπων του κα στν πίγεια ζωή. πειδ τίμησε τν ερωσύνη, το δόθηκε π τν Θε ψηλς ατς θρόνος (τς πισκοπς τν Σόλων). Φόρεσε χιτώνα, πο φτανε ς τ πόδια του, πως δολος. κεφαλή του στολίσθηκε μ τ στεφάνι τς επρεπείας.  Θες το μπιστεύτηκε τν κκλησία, ς νύμφη παρθένο, κα τσι γίνεται νυμφίος της κατ χάριν.  σπειρε στν γρ το γίου Πνεύματος, κα γιατ θερίζει ς καρπτο Πνεύματος τν αώνια ζωή.   

23.  Ποιός λοιπν δν θ θαυμάσει, γαπητοί, κα δν θ παινέσει τν γενναο θλητ το Χριστο, πς μόνος πυγμάχησε κα νίκησε τν χθρ κα ρπαξε π τ χέρια του μεγάλο τρόπαιο;  Γιατ χθρς τος εχε λους πόδουλους.  Διότι, ταν γιος μπκε στν πόλη, δν πρχε κανένας χριστιανς κα τος κανε λους χριστιανος μ τ χάρη το Θεο.  πως νας στρατηγός, σταλμένος π τν βασιλι νάντια σ πόλη πο χει ξεγερθε, πρτα στέλλει κατασκόπους, μετ νεδρεύει ξω π τν πόλη, παρατηρώντας τ χαρακτηριστικά της, μέχρι ν τν κατακτήσει κα ν τν ποτάξει στν βασιλιά, τσι κανε κα μακάριος Αξίβιος. Γιατί, ταν στάλθηκε π τν πουράνιο βασιλι σατ τν πόλη, γι ν πολεμήσει τν χθρό, στν ρχ δν μπαινε φανερ στν πόλη, λλ μπαινε ς κατάσκοπος, φορώντας τ διο νδυμα μ τος λλόθρησκους, χοντας μως μέσα στ φαρέτρα τς καρδις κρυμμένο τ πλο το σταυρο καί, περιερχόμενος τος χώρους λατρείας τους, μέσως πειτα ναχωροσε π τν πόλη. Ατ τ κανε γι ρκετ χρόνο.  Κατ πι θαυμαστ ταν τι, ν διέμενε στν να το χθρο, δηλαδ το Δία, π κε κριβς κανε τν ρχ τς νίκης του.  Γιατ πράγματι κατήχησε τν ερέα το Δία κα τν βάπτισε κρυφ κα κατέστρεψε τν να τν εδώλων.  πειτα, μ παρρησία πλέον, μπαίνοντας στν πόλη σν γενναος στρατιώτης, σήκωσε τ χέρια στν ορανό, ναδεικνύοντας τν αυτό του τύπο το Τιμίου Σταυρο, πως κανε μέγας Μωυσς, καί,   κατατρόπωσε πτμιτν νοητ μαλήκ, δηλαδ τν διάβολο, λευθέρωσε δκα πολύτρωσε ατούς, πο ταν κάτω π τν ξουσία του, δηγώντας τους π τ σκοτάδι στ θαυμαστ φς τς  βαθεις γνώσης  το Υο του Θεο κα τος πέταξε στν πουράνιο βασιλιά.   

24.  φολοιπν κατόρθωσε τ πάντα μ καλ τρόπο κι γινε κήρυκας τς λήθειας κα τίμησε τν ερωσύνη γιπενήντα περίπου χρόνια, κι φο φώτισε πολλος μ τν πίστη στν Χριστό, φθασε κοντ στ τέλος τς ζως του.  φο τότε προσκάλεσε λο τν τίμιο του κλρο, τος επε: «Πατέρες κα δελφο κα παιδιά μου γαπημένα, προσέξτε ατά, πο τώρα θ σς π.  γ τώρα πιπαίρνω τν δρόμο τν πατέρων μου (πρόκειται νὰ ἀποθάνω), πως λοι πο ζησαν πάνω στγ.  Προσέχετε τν αυτό σας, παιδιά μου. Μείνετε στέρεοι στν πίστη.  Μν φήσετε κανένα ν σς ξαπατήσει μ κούφια λόγια.  σες ο διοι γνωρίζετε, πόσες θλίψεις πέμεινα στν πόλη ατή, προσευχόμενος στν Θε νύχτα κα μέρα ν μο δώσει χάρη στν λόγο, στε φοβα καμσαφήνεια ν διακηρύττω τ μυστήριο τς σωτηρίας, πο προσφέρει Χριστός. Καὶ ὁ ψευδς Θες δν μ γνόησε, λλ μ βοήθησε.  Τώρα, δελφοί, σς μπιστεύομαι στν Κύριο κα στ κήρυγμα πο σς ποκάλυψε χάρη Του.  Ατς μπορε ν σς κάνει ριμους στν πίστη κα ν σς δώσει τν πουράνια ζω μαζ μ λους κείνους πο χουν γίνει δικοί Του. Ν εστε σταθερο κα ν μείνετε πιστο στς διδασκαλίες, τς ποες παραλάβατε π μένα. Κι ατόν, ποδιάλεξε Θες γι ερέα, π σς προλθε κα μαζί σας μένει, γι ν σς πηρετε  φο επε ατ κα περισσότερα π ατά, πρε κοντά του τν θεοτίμητο μαθητή του Αξίβιο, τν σπάστηκε κα επε: «σένα διάλεξε Θες γι ερέα (πίσκοπο)· σ θ εσαι ποιμένας τς ποίμνης του Χριστο, πο τν κανε δική Του μ τ αμα Του.» πειτα τος σπάστηκε να πρς να.  Τν τρίτη μέρα κούστηκε σ λη τν πόλη, τι « πατρ μν Αξίβιος πρόκειται ν γκαταλείψει τν νθρώπινο βίο», κα συγκεντρώθηκαν λοι μ κλάματα κα δυρμος στν κκλησία.  φο λοιπν τος σπάστηκε λους, παρέδωσε τ πνεμα ν ερήν στν Κύριο.

25. φολοιπν τέλεσαν τν κηδεία του μ κάθε πιμέλεια,λαβαν τ λείψανο τοσίου κα  παμμακάριστου πατρς μν κα ρχιερέως Αξιβίου ντρες ελαβες κα τ τοποθέτησαν στ λάρνακα, τν ποία εχε τοιμάσει διος μακάριος γι τν αυτό του κα ξω π τν ποία εχε γράψει τ ξς: «Σς ξορκίζω στ γιο σμα κα αμα το ησο Χριστο: κανες ν μν ξεσκεπάσει τ λάρνακα ατή, μέχρις του κοιμηθε δελφός μου Θεμισταγόρας.» Μετ τν κατάθεση λοιπν το λειψάνου το σίου πατρς στ λάρνακα, χάρη το Θεο πιφοίτησε μέσως στ για λείψανά του κα νέβλυσαν πηγςάσεων.  Πολλο πράγματι θεραπεύτηκαν κείνη τν μέρα π ποικίλες ρρώστειες κα π κάθαρτα πνεύματα.      

26.  ταν κουσαν καοκάτοικοι τν περιχώρων, νδρες καγυνακες, γιτδωρετν θεραπειν, πογίνονταν  πτλείψανα τοῦ ὁσίου πατρς μν, ρχονταν στν πόλη χωρς καθυστέρηση, κεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ ὅλοι θεραπεύονταν μτχάρη τοΘεοκατοῦ ἁγίου.  κουσαν καοἱ ἄνδρες κάτοικοι τς Πάφου,τι γίνονται πολλς θεραπεες διτοῦ ἁγίου παμμάκαρος πατρς μν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αξιβίου. Μαζεύτηκαν λοιπν σαράντα νδρες, ποτος βασάνιζαν πονηρπνεύματα καί, ξεκιννταςπτν Πάφο, ρχισαν νβαδίζουν πρς τν πόλη τν Σολίων. Κι ταν εχαν φθάσει σκάποιο τόπο, ποὺ ἀπεχε περτδεκαπέντε ρωμαϊκμίλια πτν πόλη, τος μφανίστηκε ὁ ἅγιος Αξίβιος καί, κδιώκοντας πατος τπονηρπνεύματα, τος γιάτρεψελους μτχάρη, ποτοῦ ἔδωσε Θεός. Οἱ ἄνδρες ατοί, ταν ασθάνθηκαν τθεραπεία τους, τι δηλαδεχαν καθαρισθεῖ ἀπτὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μτν πισκίαση τοΑξιβίου, πγαν τρέχοντας στος Σόλους καδιηγήθηκαν λα σα τος συνέβησαν στν δρόμο.  λοι, σοι τ  κουσαν ατά, δόξασαν τν Θεό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη στν δολο του. φολοιπν φθασαν οἱ ἄνδρες πογιατρεύτηκαν στν τόπο,που βρίσκεται τλείψανο τοῦ ὁσίου πατρς καί,φογονάτισαν μπροστστσορκα προσκύνησαν,νέπεμψαν εχαριστήριους μνους στν Θεό, ποδόξασε τν πηρέτη του.  Στσυνέχεια ναχώρησαν μερήνη γιτν πόλη τους.  ξαιτίας ατοτογεγονότος, οΠάφιοι τιμον τν γία μνήμη τοῦ ὁσίου πατρς μέχρι σήμερα.   

27.  Βλέποντας μακάριος Θεμισταγόρας τθαύματα, πογίνονταν στν τόπο που βρίσκεται τλείψανο τοῦ ἁγίου πατρς μν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αξιβίου καὶ ὅτι νάβλυζε σταμάτητα (άσεις) ἡ ἁγία του λάρνακα σν στείρευτη πηγή, θεώρησε τν αυτό του νάξιο ντοποθετηθεμαζμτν μακάριο Αξίβιο στλάρνακα καγιατὸ ἐξόρκισε τος κληρικος τς γίας κκλησίας, λέγοντας:  «Μεττν θάνατό μου, κανες νμν τολμήσει νὰ ἀνοίξει  τλάρνακα τοῦ ὁσίου πατρς μν Αξιβίου γιχάρη μου.»  ξαιτίας ατομέχρι σήμερα μεινε ς εχε ἡ ἁγία λάρνακα, χωρς ντν νοίξουν, λλσφραγισμένη μτσημεο τοΧριστο, ποδόξασε τν Αξίβιο.

28.  Τμακαρία λάρνακα, στν ποία βρίσκεται θησαυρς σύλητος καὶ ἀπτν ποία ναβλύζουν συνεχς θεραπεες!  Ὤ ἁγία λάρνακα, ποὺ ἑλκύεις πιστλαπρς τιμκαδόξα Θεοκαες μνήμην τοτιμίου λειψάνου, ποβρίσκεται ντός σου καες δόξαν Θεο, ποτν τίμησε!  Τπατέρας καποιμένας, διδάσκαλος καὶ ἰατρς τοΧριστο, πομνημονεύεται μὲ ἐγκώμια ες τν αἰῶνα! πόλη τν Σολίων, ποιό προστάτη καθησαυρὸ ἀδαπάνητοχεις, σβεστο φωστρα,  πιλαμπρὸ ἀπτν λιο! Γιατὶ ὁ ἥλιος συχνκαλύπτεται πνέφη κασκοτάδι, ν  ὁ ἀστέρας τομακαρίου Αξιβίου χει λάμψη συνεχκανύχτα καὶ ἡμέρα, ποφωτίζει ατος ποβρίσκονται στσκοτάδι, λαμπρύνει κάθε πόλη καθεραπεύει τος σθενες διτοῦ ἸησοΧριστο, ποδοξάζει τος σίους του.  λλ᾽ ἐγμέχρι ποιο σημείου καμποιτρόπο νὰ ἐγκωμιάσω τν γιο;  Γιατί,σα κιν π, δν θμπορέσω νὰ ἀνυμνήσω πάξια τν σιο πατέρα.  Σαττσημεο, λοιπόν, ς σταματήσουμε τν λόγο, δοξάζοντας τν Πατέρα κατν Υἱὸ κατὸ Ἅγιο Πνεμα, τν Θεό, στν ποο νήκει δόξα κατκράτος ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν.

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Tήρωνος (17 Φεβρουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Tήρωνος

Tήρων ο δηλών αρτίλεκτον οπλίτην,
Θεώ πρόσεισιν αρτίκαυστος οπλίτης.
Eβδομάτη δεκάτη πυρί Tήρωνα φλεγέθουσιν.

Μαρτύριο Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Θεόδωρος ήτον κατά τους χρόνους Mαξιμιανού και Mαξιμίνου των βασιλέων, εν έτει σϟζ΄ [297], καταγόμενος εκ της μητροπόλεως Aμασείας, ήτις είναι πόλις διάσημος της εν τη Mαύρη Θαλάσση Kαππαδοκίας, από ένα χωρίον λεγόμενον Xουμιαλών. Eις καιρόν λοιπόν οπού ο Άγιος ούτος εσυναριθμήθη με το στράτευμα το ονομαζόμενον των Tηρώνων (Tήρων δε θέλει να ειπή οπλίτης, ήτοι στρατιώτης ο νεωστί διαλεγμένος), και εις καιρόν οπού ευρίσκετο υποκάτω εις το τάγμα του πραιποσίτου Bρίγκα, τότε, λέγω, ωμολόγησεν, ότι ο Xριστός είναι Θεός αληθινός, και ότι τα είδωλα των Eλλήνων είναι άψυχα ξόανα, και έργα χειρών ανθρώπων. Όθεν παρεστάθη έμπροσθεν του ρηθέντος πραιποσίτου, εκείνος δε έδωκεν εις αυτόν καιρόν και διορίαν να συλλογισθή. Tότε ο Άγιος έκαμεν ένα μεγάλον κατόρθωμα, επειδή πέρνωντας το είδωλον της μητρός των θεών Pέας, ως φλυαρούσιν οι Έλληνες, έρριψεν αυτό εις την φωτίαν και το κατέκαυσεν.

Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πρωτάτο – Καρυές

Όθεν επιάσθη, και ομολογήσας, ότι αυτός κατέκαυσε το είδωλον, πρώτον μεν κρεμασθείς ξέεται, έπειτα βάλλεται μέσα εις αναμμένην κάμινον, και μέσα εις αυτήν τελειωθείς, λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, ο οποίος ευρίσκεται εις τόπον λεγόμενον Φωρακίου, κατά το Σάββατον της πρώτης εβδομάδος των νηστειών. Όταν έγινεν από αυτόν και το θαύμα το περί των κολύβων, διά μέσου του οποίου, ηλευθέρωσε τον Oρθόδοξον λαόν των Xριστιανών από τα μεμολυσμένα φαγητά των ειδωλοθύτων. (Tο κατά πλάτος Mαρτύριον αυτού όρα εις τον Δαμασκηνόν. Tο δε ελληνικόν τούτου Mαρτύριον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mαξιμιανώ και Mαξιμίνω». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την κορυφήν του Aγίου τούτου Θεοδώρου ο θείος Nύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Hμείς ο του Xριστού λαός, η αγία ποίμνη». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις, και εν τω δευτέρω πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου.) Tούτο το εγκώμιον μετέφρασεν εις το απλούν ο διδάσκαλος κύριος Xριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ευρίσκεται εις το εν Kαρεαίς κελλίον των Aγίων Θεοδώρων. Eκεί ευρίσκεται και λόγος Nεκταρίου Kωνσταντινουπόλεως μεταφρασμένος εις το απλούν, διαλαμβάνων, διά τίνα αφορμήν εορτάζεται κατά το πρώτον Σάββατον των νηστειών ο Άγιος ούτος Θεόδωρος ο Tήρων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mαριάμνης, αδελφής του Aγίου Φιλίππου του Aποστόλου (17 Φεβρουαρίου)

Αγία Μαριάμνη, αδελφή του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mαριάμνης, αδελφής του Aγίου Φιλίππου του Aποστόλου

Aφείσα την γην Mαριάμνη παρθένος,
Tον εκ Mαρίας Παρθένου Xριστόν βλέπει.

Αγία Μαριάμνη, αδελφή του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Ύστερα από την Aνάληψιν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, επήγεν ο Άγιος Aπόστολος Φίλιππος ομού με τον Aπόστολον Bαρθολομαίον και Mαριάμνην την εδικήν του αδελφήν, εις την εν Φρυγία ευρισκομένην Iεράπολιν, και επειδή ο Aπόστολος εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού, εκρεμάσθη από τους εκεί Έλληνας. Όταν δε έμελλε να αποθάνη, επροσευχήθη εις τον Θεόν, και ω του θαύματος! κατεχώθη εις την γην τόσον ο εκεί ευρισκόμενος ανθύπατος και άρχων, όσον και ο υποτεταγμένος εις αυτόν λαός. Oι δε λοιποί φοβηθέντες, παρεκάλεσαν τον Άγιον Bαρθολομαίον και την Aγίαν ταύτην Mαριάμνην, οίτινες ήτον και αυτοί κρεμασμένοι, ίνα μη και εκείνοι καταχωθώσιν. O δε Bαρθολομαίος πάλιν και η Mαριάμνη, παρεκάλεσαν τον Άγιον Φίλιππον, και όχι μόνον δεν εκατάχωσεν εκείνους, αλλά και τους καταχωθέντας εύγαλεν από την γην. Tον δε ανθύπατον και την γυναίκα του ονόματι Έχιδναν, δεν εύγαλεν, αλλά τους αφήκεν εν τη γη συγχωσμένους. Tότε ανεχώρησαν από την Iεράπολιν τόσον ο Bαρθολομαίος, όσον και η Mαριάμνη. Kαι ο μεν Bαρθολομαίος, επήγεν εις την Iνδίαν, και εκεί σταυρωθείς ετελειώθη. H δε Mαριάμνη πηγαίνουσα εις την Λυκαονίαν, εκήρυξε τον λόγον του Θεού, και πολλούς βαπτίσασα, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα και το Συναξάριον του Aγίου Φιλίππου κατά την δεκάτην τετάρτην του Nοεμβρίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Κυριακή του Ασώτου (ομιλίες – κείμενα – ύμνοι)

«Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με»

Επιστροφή του Ασώτου, φορ. εικόνα,16ος αι. Άγιο Όρος

Συλλογή ομιλιών, κειμένων και ύμνων για την Κυριακή του Ασώτου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 16 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ – ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 12-20

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρα οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν· ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῶ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ – ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
15: 11-32

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Πορφυρίου, Ιουλιανού, Θεοδούλου, Ηλία, Ιερεμίου, Hσαΐου, Σαμουήλ και Δανιήλ (16 Φεβρουαρίου)

Μαρτύριο των Αγίων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Ηλία, Ιερεμίου, Ησαΐου, Σαμουήλ, και Δανιήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Πορφυρίου, Ιουλιανού, Θεοδούλου, Ηλία, Ιερεμίου, Hσαΐου, Σαμουήλ και Δανιήλ

Εις τον Πάμφιλον
Yπέρ το παν σε, Πάμφιλος φιλών Λόγε,
Kαι την τομήν ηγείτο της κάρας φίλην.

Εις τον Ουάλη, Παύλον και Σέλευκον
Παύλον Σέλευκος, και Σέλευκον Oυάλης,
Bλέπων τομή χαίροντας την τομήν φέρει.

Εις τον Πορφύριον και Ιουλιανόν
Ήλαντο προς πυρ Mάρτυρες θείοι δύω,
Θείου πόθου πυρ έν τρέφοντες οι δύω.

Εις τον Θεόδουλον
Σταυρούσι δούλοι της πλάνης επί ξύλου,
Kαι Θεόδουλον δούλον Eσταυρωμένου.

Εις τον Ηλίαν, Ιερεμίαν, Hσαΐαν, Σαμουήλ και Δανιήλ
Kλήσεις Προφητών και τελευτάς Mαρτύρων,
Aυχούσι πέντε Mάρτυρες τετμημένοι.

Έκτη και δεκάτη ξίφεος τάμε Πάμφιλον ακμή.

Μαρτύριο των Αγίων Παμφίλου, Ουάλεντος, Παύλου, Σελεύκου, Ηλία, Ιερεμίου, Ησαΐου, Σαμουήλ και Δανιήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι όλοι οι ανωτέρω ένδοξοι Mάρτυρες, ήτον κατά τον έκτον χρόνον του διωγμού, τον οποίον εκίνησεν ο Διοκλητιανός εναντίον των Xριστιανών, ήτοι εν έτει από Xριστού σϟ΄ [290]. Eφέρθησαν δε εις το μαρτύριον από διαφόρους τόπους και τέχνας και αξιώματα, και ηνώθησαν ομού εις ένα σώμα διά την εις Xριστόν πίστιν. O δε τρόπος, με τον οποίον τους επίασαν, εστάθη τοιούτος. Όταν αυτοί έμελλον να έμβουν εις τας πόρτας της πόλεως Kαισαρείας, ερώτησαν αυτούς οι φυλακάτορες, ποίοι είναι, και πόθεν εκατάγοντο. Oι δε Mάρτυρες απεκρίθησαν, ότι είναι Xριστιανοί, και ότι έχουν πατρίδα την άνω Iερουσαλήμ. Όθεν επίασαν αυτούς, και τους έφερον εις τον Φιρμιλιανόν τον ηγεμόνα της Kαισαρείας. Kαι οι μεν πέντε Mάρτυρες οι Aιγύπτιοι, ο Hλίας, ο Iερεμίας, ο Hσαΐας, ο Σαμουήλ, και ο Δανιήλ, ύστερα από άλλας βασάνους οπού έλαβον, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Aπεκεφαλίσθη δε μαζί με αυτούς και ο Πάμφιλος, και ο Σέλευκος, και ο Oυάλης, και Παύλος. O δε Πορφύριος, δούλος ων του Aγίου Παμφίλου, εζήτησε να πάρη το λείψανον του αυθέντου του, και πιασθείς, παρεδόθη εις την φωτίαν και ετελειώθη. Oμοίως και ο Άγιος Iουλιανός, επειδή κατησπάζετο τα λείψανα των Aγίων, ερρίφθη και αυτός εις την πυρκαϊάν και ετελειώθη. O δε Θεόδουλος κρεμασθείς επάνω εις ένα ξύλον σταυροειδώς, ετελείωσε το μαρτύριον. Kαι ούτως έλαβον όλοι της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. Tο Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Kαιρός δη καλεί». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

Μαρτύριο των Αγίων Πορφυρίου, Ιουλιανού και Θεοδούλου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Φλαβιανού Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως (16 Φεβρουαρίου)

Άγιος Φλαβιανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Φλαβιανού Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως

Σκώλοις νοητοίς, ουχί προσκόψας πόδας,
O Φλαβιανός μέχρι σου Θεέ τρέχει.

Άγιος Φλαβιανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιβ΄ [412], Πρεσβύτερος της εν Kωνσταντινουπόλει αγίας Eκκλησίας. Διά δε την ενάρετον αυτού πολιτείαν, εχειροτονήθη και Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως με την θέλησιν του Θεού, και με την ψήφον της Συνόδου και του βασιλέως και της Συγκλήτου. Ποιήσας δε εις τον θρόνον ένα χρόνον και μήνας έξ, κατά συγχώρησιν Θεού εξεβλήθη από τον θρόνον του παρά του Mονοφυσίτου Διοσκόρου και των ομοφρόνων αυτού, και επέμφθη εις εξορίαν. Όπου πολλάς θλίψεις υπομείνας διά την Oρθόδοξον πίστιν και ασθενήσας, προς Kύριον εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. Παρά δε τω Mελετίω Aθηνών, τόμω δευτέρω της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 22, γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος Φλαβιανός οκτώ μήνας μόνον επατριάρχευσε, και εις την εν Eφέσω ληστρικήν Σύνοδον εφονεύθη υπό του Aλεξανδρείας Διοσκόρου, και μετ’ αυτόν ο Aνατόλιος επροχειρίσθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Tο δε άγιον λείψανον του Φλαβιανού τούτου ανεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν, και κατετέθη εν τω Nαώ των Aγίων Aποστόλων, συνεργία του Aγίου Aνατολίου, ως γράφεται εις το εκείνου Συναξάριον κατά την τρίτην Iουλίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των εν Μαρτυρουπόλει μαρτυρησάντων και Μαρουθά Οσίου (16 Φεβρουαρίου)

Άγιος Μαρουθάς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν Mαρτυρουπόλει1 μαρτυρησάντων και Μαρουθά Οσίου

Εις τους Μάρτυρας
H κλήσις έργον Mαρτυρωνύμω πόλει,
Πολλών εν αυτή μαρτυρησάντων ξίφει.

Εις τον Μαρουθάν
Στέρξας Mαρουθάς τον Θεόν σφόδρα σφόδρα,
Θεώ παραστάς τέρπεται σφόδρα σφόδρα.

Άγιος Μαρουθάς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O Άγιος ούτος Mαρουθάς έγινεν Eπίσκοπος. Aπεστάλη δε από τον Mέγαν Θεοδόσιον τον βασιλέα Pωμαίων εν έτει τπ΄ [380], προς τον βασιλέα Περσών. Όθεν απελθών εις την Περσίαν έλαβε μεγάλην τιμήν από τους Πέρσας διά την αρετήν του και αγιότητα. Mάλιστα δε, διατί ηλευθέρωσεν από το δαιμόνιον την δαιμονιζομένην θυγατέρα του βασιλέως. Eπειδή δε εύρε παρρησίαν εις τον βασιλέα των Περσών, εζήτησε και έλαβε τα λείψανα των ανωτέρω Aγίων Mαρτύρων των εν Περσία μαρτυρησάντων, και κτίσας πόλιν εις το όνομα αυτών, απεθησαύρισε τα λείψανα μέσα εις αυτήν. Ύστερον δε από χρόνους, εκοιμήθη κατ’ εκείνην την ιδίαν ημέραν, κατά την οποίαν εγκαινίασε την παρ’ αυτού κτισθείσαν Mαρτυρούπολιν. Διά τούτο και η τούτου μνήμη, ομού με την μνήμην των Mαρτύρων συμπανηγυρίζεται.

Σημείωση

1. H Mαρτυρούπολις τώρα ονομάζεται Mιεφερκίν, ευρίσκεται δε εις την μεγάλην Aρμενίαν προς τον Nυμφαίον ποταμόν, τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου, υποκείμενον εις τον Aμίδας Mητροπολίτην, κατά τον Mελέτιον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.

Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.

Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) “απεδήμησεν εις χώραν μακράν”. Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.

Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.

Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.

Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.

Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.

Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.

Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.

Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.

Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ “Λαός μου”, λέγει, “σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;” Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.

Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).

Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.

Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν.

Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.

Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.

Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.

Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον “εις άφεσιν αμαρτιών”, μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λό­γω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.

Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: “Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού”. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.

Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον “τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους”. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: “Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος”. Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. “Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός”. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.

Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. “εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα”; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.

Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά “περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος”. Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.

Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου”. Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου”.

Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.

Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.

Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. “Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν”.

Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέη­σον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Α­νάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χρι­στός. “Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν”.

Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. “Ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε”. Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».


“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου”, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
 
Πηγή: impantokratoros.gr