Αρχική Blog Σελίδα 498

Οι βασικές διαφορές Ορθοδόξων και Λατίνων

Του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού Μηλιδώνη

Εισήγηση στην πρώτη συνάντηση του δευτέρου έτους του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου του Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, 24 Σεπτεμβρίου 2013.   

Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες

Η σημερινή εισήγηση είναι μέρος σειράς σύντομων μελετών για γνωριμία των χριστιανικών ομολογιών και του Ισλάμ, πίστεων που υπάρχουν στην Κύπρο.

Λατίνοι ή Καθολικοί ή Ρωμαιοκαθολικοί ή Δυτική Εκκλησία ή Παπική Εκκλησία ή Εκκλησία της Ρώμης λέγονται οι Χριστιανοί, οι οποίοι έχουν ως πνευματικό τους ηγέτη τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι γνωστός ως Πάπας. Παλαιότερα, μέχρι και τον 18ο  αιώνα ονομάζονταν Λατίνοι, επειδή είχαν ως γλώσσα προσευχής τη λατινική. Στη συνέχεια και μέχρι τις αρχές του 20ού  αιώνα ονομάζονταν και Παπική Εκκλησία ή απλώς Παπισμός. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και εντεύθεν οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους «Ρωμαιοκαθολικοί», Roman Catholicism στα αγγλικά1 .

Οι Καθολικοί ήταν ενωμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι το 1054, οπότε επήλθε ο χωρισμός τους από εκείνη. Ο χωρισμός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το οριστικό ή μεγάλο Σχίσμα, επειδή προηγήθηκαν άλλα σχίσματα, τρία, τα οποία η Εκκλησία  διευθέτησε ειρηνικά και παρέμεινε ενωμένη.

Το πρώτο σχίσμα έγινε το 406/407, όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Ιννοκέντιος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος2. Η μετονομασία των επισκόπων των σημαντικών πόλεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε μητροπολίτη, αρχιεπίσκοπο, έξαρχο, πατριάρχη επήλθε σταδιακά3.  Το δεύτερο σχίσμα, γνωστό ως «ακακιανό σχίσμα» διήρκησε από το 484-5194. Το τρίτο σχίσμα έγινε το 649 όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Μαρτίνος Α΄ και επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Σέργιος. Αίτια και γεγονότα βλέπε εν Β. Στεφανίδου5

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379), τον οποίον αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Λατίνοι, μίλησε ήδη τον 4ο  αιώνα για τα σφάλματα των Λατίνων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποιά βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους. Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασο) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν »6

Τον 4ο  αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη το 325 μ. Χ. έγινε η «νέα Ρώμη», δηλαδή η καινούργια πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους7. Το όνομα Βυζάντιο, με το οποίο είναι γνωστό σήμερα το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 325 και μετά, είναι προσδιορισμός που δόθηκε τον 16ο  αιώνα από τον γερμανό ιστορικό Wollf για να τονίσει την πολιτισμική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στον Επίσκοπο Ρώμης η ίδια σύνοδος ανεγνώρισε «πρεσβεία τιμής», επειδή η Ρώμη ήταν μέχρι το 325 πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους. Τα αίτια των πρεσβείων τιμής του Ρώμης όρα εν Β. Στεφανίδου, ἐνθα ανωτέρω, σελ. 285-.

Τρεις αιώνες αργότερα, το 691 μ.Χ., η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Δυτικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν έδωσαν σημασία8.  Η Δύση προχωρούσε προς τον χωρισμό.

Τον 9ο  αιώνα, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών ακόμη, ο Πάπας θέλησε να εμφανιστεί, «Θείῳ δικαίῳ» (!), άρχοντας της Εκκλησίας και όλου του κόσμου, πάνω από τους άλλους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες του αναγνώριζαν το πρωτείο τιμής, το προβάδισμα δηλαδή μεταξύ ίσων, και αξίωσε υπέρτερη εξουσία !!! Από φιλοδοξία ανακατεύθηκε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως, όταν Πατριάρχης της πόλεως αυτής ήταν άλλοτε ο Ιγνάτιος και άλλοτε ο Φώτιος9.

Από τη χρονική εκείνη στιγμή και μετά, όσο οι Δυτικοί απομακρύνονταν από την Ιερή Παράδοση της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, τόσο οι Ανατολικοί δεν συμφωνούσαν με τις αυθαίρετες καινοτομίες τους. Το Σχίσμα στην Εκκλησία του Χριστού ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ορατό. Έτσι, το 1054 φθάσαμε στον οριστικό χωρισμό. Συνέβη το εξής γεγονός: Τριμελής αντιπροσωπεία απεσταλμένη από τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) ο οποίος εν τῷ μεταξύ είχε πεθάνει, αφού προκάλεσε πολλά επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη, όρμησε με βρισιές στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, και ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο, με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Λέοντα και όλους όσοι είχαν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις με αυτούς ως αιρετικούς. Τυπικά εξαιρούντο ο αυτοκράτορας και ο λαός10.

Από τότε οι Καθολικοί έπαψαν να έχουν επικοινωνία με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τότε απετελείτο από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, γεγονός θλιβερό που έρχεται σε αντίθεση με τον Ευαγγελικό Νόμο, ο Οποίος δεν θέλει να υπάρχει Σχίσμα μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Τα αίτια που οδήγησαν στο Σχίσμα και την εδραίωσή του είναι πολλά, άλλα μεγαλύτερης και άλλα μικρότερης σημασίας, άλλα εκκλησιαστικά, άλλα πολιτικά και άλλα ηθών και εθίμων11.

Τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά αίτια δεν είναι εύκολο να διακριθούν, διότι εκεί που κάποιος βλέπει αίτια εκκλησιαστικά στην πραγματικότητα υποκρύπτονται αίτια πολιτικά και το αντίθετο. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Γ΄ (1052 – 1056), άνθρωπος που αναμείχθηκε ενεργά στην υπόθεση του σχίσματος, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, συνιστούσε να αντιμετωπισθούν οι Λατίνοι ειρηνικά και με συμπάθεια, διότι οι Λατίνοι (τότε) βρίσκονταν μεταξύ βαρβάρων, γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει την εκ  μέρους των μη επακριβή τήρηση όλης της ορθόδοξης πίστης12. Είναι γεγονός ότι το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτόκρατορίας από τον 5ο  αιώνα κατακλύσθηκε από βάρβαρα τότε φύλα (Γότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι …). Στα μικρότερης σημασίας αίτια ο άρτι μνημονευθείς Πατριάρχης Αντιοχείας εντάσσει μεταξύ άλλων την ἐν χρῷ ἀποκοπή (= ξύρισμα) της γενειάδας των κληρικών και τον δακτύλιο των επισκόπων, θέματα τα οποία κατά την άποψή του δεν μπορούν να συζητούνται σε συσχετισμό με θέματα όπως το Filioque κ.ά.13.

Στη συνέχεια θα δούμε τις βασικότερες δογματικές, εκκλησιολογικές και άλλες διαφορές που έχουμε με τους Λατίνους.

1)  Η σπουδαιότερη δογματική διαφορά είναι το «πρωτείο» του Πάπα. Το περιεχόμενο του δόγματος αυτού το συνοψίζει επιγραμματικά ο άγιος Νεκτάριος ως εξής: «ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς· ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος τοποτηρητὴς αὐτοῦ, ὁ τὰς κλεῖς ἔχων τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ μόνος συνδετικὸς κρῖκος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑνῶν αὐτὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης»14. Το δόγμα αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τρείς βαθμίδες15. O άγιος Νεκτάριος στο άρτι μνημονευθέν έργο του, (τόμ. Α´, σ. 69) λέγει ότι στο δόγμα αυτό  «κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότερος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου». Η Παπική Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω στο δόγμα αυτό.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όρισε ιδρυτή της τον Απόστολο Πέτρο, όχι διότι ο Πέτρος πράγματι ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, αλλά διότι αυτή θέλησε να εκμεταλλευθεί ορισμένα χωρία των Ευαγγελίων, όπου αναφέρεται ο Απόστολος Πέτρος, και να στηρίξει πάνω σ᾿ αυτά το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Το κυριότερο χωρίο είναι εκείνο, όπου ο Ιησούς λέγει στον Πέτρο: «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»16.

Με τα λόγια αυτά του Κυρίου υποστηρίζουν οι Παπικοί, ότι δόθηκε στον Πέτρο και τους τάχα διαδόχους του, τους επισκόπους Ρώμης, τους Πάπες, το πρωτείο. Με άλλα λόγια οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι ο Χριστός είπε πως ο Πέτρος είναι η πέτρα, δηλαδή το θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του. Ο Χριστός όμως δεν λέγει και δεν ήταν δυνατό να πει κάτι τέτοιο. Ο Ιησούς λέγει ότι η πέτρα πάνω στην οποία θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του είναι η ομολογία, δηλαδή η παραδοχή από τον Πέτρο ότι Αυτός (ο Ιησούς) είναι η πνευματική πέτρα, η οποία αναφέρεται στην Α´ προς Κορινθίους Επιστολή (10, 4): « Ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός»17. Από την ερμηνεία που δίνουν στο χωρίο αυτό οι Παπικοί, γίνεται φανερό ότι εγκατέλειψαν τον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό, και οικοδομούν την Εκκλησία τους πάνω σε ανθρώπινα θεμέλια.

Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ερμηνεύουν σωστά το παραπάνω χωρίο του Ευαγγελίου, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέχεται πρωτείο στον επίσκοπο Ρώμης, διότι εκτός από την Εκκλησία της Ρώμης, υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Πέτρο, όπως οι Εκκλησίες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Καισαρείας Παλαιστίνης, Τριπόλεως, Λαοδικείας και Κορίνθου. Σύμφωνα με τον συλλογισμό των Παπικών, θα έπρεπε ο επίσκοπος κάθε μιας από τις Εκκλησίες αυτές να διεκδικεί πρωτείο για τον εαυτό του, ως διάδοχος του «Κορυφαίου» των Αποστόλων. Αν συνέβαινε αυτό, το δόγμα του πρωτείου θα καταντούσε καταγέλαστο. Αλλά οι επίσκοποι των πόλεων αυτών δεν έπεσαν στην πλάνη, στην οποία έπεσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι Εκκλησίες αυτές, παρατηρεί ο άγιος Νεκτάριος, αν και «ἐκαυχῶντο, ὅτι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐθεμελιώθησαν, ἐν τούτοις ὅμως οὐδ᾿ ἐφαντάσθησαν νὰ διεκδικήσωσι πρωτεῖα καὶ ἡγεμονίας, ὀρθῶς κατανοοῦσαι τὰ ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμενα ὑπέρ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ρητά· οὐδέ λόγον ποτὲ περί ἀξιώσεων ἐποιήσαντο, ἀλλὰ διὰ τὴν τιμὴν μόνον τῆς ἱδρύσεως. Τῆς φιλοτιμίας ταύτης δὲν καθυστέρησε καὶ ἡ μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἑκκλησία· διότι καὶ αὐτή, καίτοι ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἦν τετιμημένη, οὐχ ἧττον ἤθελε τὸν Πέτρον ὡς ἱδρυτὴν ἑαυτῆς»18.

Αναφορικά με τη συσχέτιση του πρωτείου του Πάπα με τον Απόστολο Πέτρο ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί τα εξής σημαντικά: « Ἐν ταῖς Πράξεσι (τῶν Ἀποστόλων) οὐδαμοῦ φαίνεται ἢ ὑποδηλοῦται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου. Οὐδεὶς τῶν Ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτῷ πρωτεῖα, ἢ ἕτερόν τι μαρτυροῦν ὑπεροχὴν ἢ ἀρχήν… Ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἐμφαίνεται… Ἐν ταῖς καθολικαῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοῦ φαίνεται νὰ συνιστᾶται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἢ ἡ ἡγεμονία αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῶν Ἑκκλησιῶν· τοὐναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροῦσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἵτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ὡς ἑνωτικοῦ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν αὐτοῖς διαπνέον πνεῦμα περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Πνεύματι τῆς Καινῆς Διαθήκης… Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀπο-στόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»19.

Το δόγμα του πρωτείου του Πάπα αποδεικνύεται χωρίς βάση και από το γεγονός, ότι δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ότι ο Απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, ή ότι πήγε ποτέ στη Ρώμη. Ο άγιος Νεκτάριος, ο οποίος εξέτασε διεξοδικά το θέμα της ίδρυσης της Δυτικής Εκκλησίας από τον Απόστολο Πέτρο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οὐδαμόθεν μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη εἰς Ρώμην, ἢ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἢ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ· τοὐναντίον μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας»20

Τέλος, μιλώντας ο άγιος Νεκτάριος για το πρωτείο του Πάπα από γενική ιστορική σκοπιά παρατηρεί: « Ἡ Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένη τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπα Ρώμης, οὐδὲ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεράρχην καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων»21

2)  Οι Λατίνοι αλλοίωσαν το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα προσθέτοντας αυθαίρετα τη φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» (filioque), διδασκαλία που είναι αλλότρια, ξένη, που δεν αναφέρεται, που δεν υπάρχει, στο Ιερό Ευαγγέλιο.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή πηγάζει και από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας που είναι ο σαρκωθείς Λόγος, δηλαδή ο Χριστός, κάτι που δεν αναφέρεται στην αγία Γραφή. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, λέγει καθαρά ότι το «Άγιο Πνεύμα παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Κατά Ιωάν. 15, 26), γεγονός που όρισαν ως « Όρο Πίστεως», δηλαδή Δόγμα της Εκκλησίας, η Πρώτη (325 μ.Χ.) και η Δεύτερη (381 μ.Χ,) Οικουμενικές Σύνοδοι και στη συνέχεια υιοθέτησαν και οι υπόλοιπες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι «η αḯδιος (= συνεχής) εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (= από τον Πατέρα), δηλαδή τον Θεό-Πατέρα, είναι μυστήριο όπως μυστήριο είναι και η αḯδιος (= συνεχής) Γέννηση του Χριστού εκ του Πατρός• δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η εκπόρευση και τι ακριβώς είναι η Γέννηση» (22). Το ίδιο λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος23.

Την αḯδιο εκπόρευση όπως και την αḯδιο γέννηση τις δηλώνουν τα ρήματα «εκπορεύεται» και «γεννάται» που είναι σε χρόνο ενεστώτα.

Η Δυτική Εκκλησία συγχέει την «εκπόρευση» με την «πέμψη» που αναφέρεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (15, 26): « Ὅταν ἔλθῃ (ἐν τῷ κόσμῳ) ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν», που είπε ο Χριστός στους μαθητές του. Η εκπόρευση είναι κάτι που γίνεται εντός της Αγίας Τριάδος και για την Αγία Τριάδα, ενώ η πέμψη γίνεται μεν εντός της Αγίας Τριάδος, αλλά δεν γίνεται για την Αγία Τριάδα, γίνεται για τον κόσμο.

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί επ’ αυτού: «Αν όντως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, δεν θα το απέκρυβε ο Χριστός, επειδή είναι αγαθός» όπως ακριβώς δεν απέκρυψε ότι πέμπεται και εξ αυτού. Και συνεχίζει ο άγιος: «Πώς τολμάς, ώ υπερήφανε, και καινοτομείς; Πώς χαρίζεις στον Χριστό ένα προνόμιο για το οποίο αυτός δεν κάνει λόγο; Ποιός ξέρει πιο πολλά για την άναρχο εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εσύ ἤ ο Χριστός;»24

Η δοξασία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (qui ex patre filioque procedit) συζητήθηκε για πρώτη φορά στην τοπική σύνοδο του Τολέδου στην Ισπανία το 547 και προστέθηκε στο τοπικό Σύμβολο Πίστεως της περιοχής Τολέδου. Το 589 σε τοπική και πάλι σύνοδο στο Τολέδο η δοξασία προστέθηκε στο Σύμβολο Πίστεως της Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως25.

Αρχικά η προσθήκη δεν ενόχλησε την Εκκλησία της Ανατολής επειδή εξελήφθη ως απλή δοξασία, η οποία επίσημα δεν είχε περάσει σε λειτουργική χρήση. Στα μέσα του 8ου αιώνα η δοξασία αυτή υιοθετήθηκε από τα Σύμβολα Πίστεως του Φραγκικού κράτους. Ο πάπας Λέων Γ΄(795-816) στις αρχές του 9ου αιώνα τοποθέτησε στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη δύο αργυρές πλάκες, πάνω στις οποίες χάραξε το Σύμβολο της Πίστεως Ελληνικά και Λατινικά, χωρίς την προσθήκη της φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Το 1009 ο πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012) σε ενθρονιστήρια επιστολή του παραθέτει σε ελεύθερη μετάφραση το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του Filioque. O Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (999-1019), «μετ’ άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς»26. Τα ονόματα των Προκαθημένων των Εκκλησιών δεν διαγράφονται από τα δίπτυχα ένεκα  «τοπικών εθίμων», αλλά ένεκα αιρέσεως! To 1014 ο πάπας Βενέδικτος Η΄ (1012-1024), ύστερα από απαίτηση του θείου του, αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄, ανήγαγε τη δοξασία «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (=Φιλιόκβε) σε δόγμα και το ενσωμάτωσε στο Σύμβολο της Πίστεως, πράξη η οποία απετέλεσε τον σοβαρότερο λόγο ρήξης των σχέσεων της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία27, δεν είχε, όμως, ως άμεσο αποτέλεσμα το Σχίσμα και μάλιστα το οριστικό Σχίσμα, το οποίο επήλθε το 1054 μετά από απόφαση Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία απεκάλεσε το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα»28.

3)  Οι Λατίνοι υποστηρίζουν ότι ο Πάπας έχει το αλάθητο σε θέματα πίστεως, όταν ομιλεί από καθέδρας, ex catedra στα λατινικά, θέση αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, επειδή υπονοεί «Απόλυτη Θεοπνευστία».

Η αιρετική αυτή θέση προτάθηκε στην πρώτη συνεδρία της Πρώτης Βατικανείου Συνόδου το 1870, έγινε αποδεχτή και ανακηρύχθηκε επίσημα σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις 18 Ιουλίου του 1870 κατά την τέταρτη συνεδρίασή της. Ο τότε πάπας Πίος Θ΄ ανέγνωσε ενώπιον της συνόδου το δεκρετάλιο (= διάταγμα)29: Pastor  aeternus   με το οποίο ανεγνώριζε το δικό του αλάθητο, των προκατόχων του θρόνου του και των μελλούμενων να τον δισδεχθούν.

Εμείς γνωρίζουμε και δεχόμεθα ότι απόλυτα Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι ήταν μόνο οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα, και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν30. Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος ουδέποτε αξίωσαν (= απαίτησαν) να γίνει το δικό τους θέλημα• πάντα διαλεγόνταν (= συζητούσαν) μαζί με τους άλλους Αγίους Αποστόλους, και με τον τρόπο αυτό κατέληγαν, τόσον οι ίδιοι όσον και οι λοιποί Απόστολοι, στα Θεόπνευστα Συμπεράσματά τους. Οι Πρωτοκορυφαίοι ουδέποτε απεφάνθησαν (= αποφάσισαν) για κάποιο θέμα με τον δικτατορικό τρόπο που ενεργεί ο Πάπας, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του

– διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου
– αντιπρόσωπο του Χριστού στη γη (vicarius Christi στα λατινικά)
– ορατή κεφαλή της Εκκλησίας (το λεγόμενο «πρωτείο του Πάπα») και
– αλάνθαστο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως!!!

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει σαφέστατα ότι ο Χριστός είναι η Κεφαλή και Αρχηγός της Εκκλησίας, τόσο της Στρατευομένης εδώ στη Γη, όσο και της Θριαμβεύουσας στον Ουρανό (Εφεσ. 1, 22-23).

Αναφορικά με το δόγμα του αλάθητου του Πάπα ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα…  Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον»31.

« Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διδασκόμεθα», γράφει παρακάτω ο άγιος Νεκτάριος, «ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον ἢ μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπι-σκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλά-θητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλη-σία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρου-σιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν καὶ διεκδίκησιν τοιούτου προσόντος, καὶ διὰ κανόνων τὸν μέγα Ποντίφηκα ἐξίσωσαν πρὸς τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους»32.

Αν το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα ήταν ορθό, θα έπρεπε η ιστορία να βεβαιώνει ότι οι διάφοροι Πάπες υπήρξαν πράγματι αλάθητοι. Όμως η ιστορία αποδεικνύει εντελώς το αντίθετο. Στον πρώτο τόμο του έργου του για το Σχίσμα, ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει δέκα Πάπες που στάθηκαν «αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι», και προσθέτει ότι υπήρξαν και άλλοι Πάπες που έπεσαν σε αιρέσεις και πλάνες33. Στον δεύτερο τόμο του ιδίου έργου (σελ. 103) , μιλώντας για τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ´, που ήταν υπεύθυνος για την Δ´ Σταυροφορία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και τη λεηλασία και αυτών των ναών της από τους Φράγκους το 1204, παρατηρεί: «Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις».

Χωρίς βάση, λοιπόν, στα πράγματα είναι το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα, όπως είναι και το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αίτια του χωρισμού των δύο Εκκλησιών.

Ως απόδειξη για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα χρησιμοποιείται από τους παπικούς το ακόλουθο εδάφιο της Καινής Διαθήκης: «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος• καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 16, 16-19)

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αυθαίρετος, επειδή θεμέλιο της Εκκλησίας είναι η ομολογία (= παραδοχή) του Πέτρου, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό φαίνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι ο Ιησούς λέγει «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» και όχι «ἐπὶ σοι» και από το γεγονός ότι η εξουσία, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε και στους υπόλοιπους αποστόλους. Είπε ο Χριστός: « Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.» (Ματθ.18,18).Τα κλειδιά για τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η εξουσία των αποστόλων να συγχωρούν τους ανθρώπους.

Από την Αγία Γραφή πληροφορούμεθα ακόμη

– ότι και ο απόστολος Πέτρος έκανε σφάλματα και ότι τον διόρθωσε ο απόστολος Παύλος! (Γαλ. β΄ 11-21) και
– ότι πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου στα Ιεροσόλυμα το 49, ήταν ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο Αδελφόθεος  και όχι ο Πέτρος (Πράξ. Κεφ.15). Αυτό αποδεικνύει το πόσο παράλογες είναι οι αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης για πρωτείο και αλάθητο…

Ο Πάπας Ονώριος  Α΄ (625-638) όχι μόνο δεν ήταν αλάθητος, αλλά ασπάστηκε και τον Μονοθελητισμό ! Το 634 σε επίσημη απαντητική επιστολή προς τον Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο έγραψε «ὅθεν καί ἐν θέλημα ὁμολογοῦμεν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Η στ΄ Οικουμενική Σύνοδο τον αναθεμάτισε μαζί με τους επισκόπους Σέργιο, Θεόδωρο, Κύρο, Πέτρο, Πύρρο και Παύλο (Αποφάσεις 13, 16, 18) χαρακτηρίζοντάς τον όργανο του αρχαίου όφεως και εμπόδιο για την Εκκλησία (Απόφαση 18). Η κατηγορία κατά του Ονωρίου ενώπιον του αυτοκράτορα και της Συνόδου έγινε από τον  Πάπα Ρώμης Αγάθωνα (Απόφαση 13)34.

Ο Πάπας Λέων Β΄(682-683) με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα αναθεμάτισε τον Ονώριο, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ίδιο έπραξε με επιστολή του προς τους ισπανούς επισκόπους και με άλλη επιστολή του προς τον βασιλέα της Ισπανίας35.

Μήπως ήταν αλάθητος ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), ο οποίος το 1233 έδωσε επίσημα διαταγή να ξεκινήσει η «Ιερά Εξέταση, inquisitio στα λατινικά»;

Κάποιοι Πάπες διαφωνούσαν μεταξύ τους πάνω σε θεμελιώδη δογματικά θέματα, πράγμα που δείχνει ότι κάποιος Πάπας είχε άδικο, όπως για παράδειγμα:

– Ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816) πολέμησε με επιμονή το filioque, ενώ ο Πάπας Σέργιος Δ (1009-1012) το ενσωμάτωσε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως.
– Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ το 1969, αψηφώντας την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και τους προγενέστερους Πάπες, διέγραψε από το Εορτολόγιο της Εκκλησίας της Ρώμης αρκετούς αγίους, όπως την Αγία Βαρβάρα.

Τα μόλις εκτεθέντα εγείρουν το ερώτημα: Γίνεται να είναι όλοι αλάθητοι και μεταξύ τους να διαφωνούν;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Πάπας δεν είναι αλάθητος, ακόμα και όταν ομιλεί «υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών» και ότι πριν το σχίσμα δεν υπήρχε η παράλογη διδασκαλία περί παπικού αλαθήτου, παρά το γεγονός ότι ο Πάπας κατείχε σπουδαία θέση στην Εκκλησία.

4)   επέβαλαν στους κληρικούς τους υποχρεωτική αγαμία!  Όμως, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, ο κάθε κληρικός είναι ελεύθερος να επιλέξει (= διαλέξει) μεταξύ γάμου και αγαμίας. Τη θέση της Εκκλησίας επί του θέματος παραθέτει και σχολιάζει διεξοδικά ο Andrew Louth ένθα ανωτέρω, σελ. 31-37 και 295-.

5)   διδάσκουν ότι υπάρχει «καθαρτήριον πυρ», γεγονός που δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή οι ψυχές μετά τον θάνατο καθαρίζονται από τις κηλίδες των αμαρτιών, από τις οποίες δεν είχαν καθαριστεί, όταν ζούσαν με το σώμα στη Γη!

Η Καινή Διαθήκη, όμως, διδάσκει με σαφήνεια, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός με τη Σταυρική Του Θυσία αναδείχθηκε «Ιλασμός των αμαρτιών μας», δηλαδή, η Χάρη του Χριστού που προήλθε από την Σταυρική Του Θυσία, δίνει την άφεση των αμαρτιών για όσο είμαστε στη Γη και Εξομολογούμαστε (Α’ Ιωάν., 2, 2). Ακόμα διδάσκει η Καινή Διαθήκη, ότι, όταν φύγουμε από την ζωή αυτή, δεν θα υπάρξει καμία κάθαρση των ψυχών μας, παρά μονάχα η Κρίση τους από τον Κύριο.

6)   διδάσκουν τα περί «περίσσειας αξιομισθίας» του Χριστού και των Αγίων, μία ακόμα αυθαίρετη και αιρετική, κατ’ εμέ, διδασκαλία, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

«Περίσσεια αξιομισθία» είναι η παπική θεώρηση, ότι ο  Χριστός, η Θεοτόκος και οι Άγιοι έχουν κάνει περισσότερα καλά έργα, απ’ ότι χρειάζονται για τη σωτηρία τους, οπότε το  περίσσευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με τη μεσολάβηση κυρίως του Πάπα αλλά και άλλων που ενεργούν εκ μέρους του, για τη σωτηρία των ανθρώπων, που υστέρησαν σε έργα αρετής ή πέθαναν χωρίς μετάνοια, εν αμαρτίαις.

Η δογματική της αξιομισθίας στηρίζεται στη θεωρία, ότι ενώ ο Χριστός οφείλει υπακοή στη δικαιοσύνη και στην τιμή του Θεού, δεν οφείλει να πεθάνει, επειδή είναι αναμάρτητος και ως εκ τούτου ο Θάνατός Του θεωρείται «υπέρτατο έργο» (= υπέρτατη προσφορά, θυσία), που χρήζει υπέρτατης αξιομισθίας, δηλαδή αμοιβής, ανταμοιβής.

Ο Κύριος μας και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όμως, μας διαβεβαιώνουν ότι η κάθε ψυχή θα κριθεί μόνο σύμφωνα με τις πράξεις της, δηλαδή, ότι ο Θεός θα κρίνει τον καθένα, μόνο σύμφωνα με τα έργα του (Ματθ. 24, 36-44 και κεφάλ. 25, 1-3 και 31-46).

7)   διδάσκουν ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα (με τη λεγόμενη «άσπιλη σύλληψη»), ενώ η αλήθεια της Αγίας μας Εκκλησίας υποδεικνύει, ότι το Άγιο Πνεύμα Την καθάρισε από κάθε μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπε κατά τον Ευαγγελισμό Της «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ…» (Λουκ.1, 35).

8)  έχουν πέσει στην αίρεση της Μαριολατρείας, αφού πιστεύουν ότι η Θεοτόκος ανελήφθη στους ουρανούς όπως ο Χριστός και την λατρεύουν σαν θεά!

Η διδασκαλία αυτή είναι αντίθετη με όσα διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία. Σύμφωνα με  την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, το σώμα της Θεοτόκου μετέστη (= ανελήφθη) στους Ουρανούς την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της, για να μην γνωρίσει φθορά, διότι «δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κάτω από τη γη το σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο Θεός έπλασε όλο τον κόσμο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος.

9) επιδεικνύουν αιρετική συμπεριφορά και στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν βαπτίζουν όπως δίδαξε ο Κύριος37, αλλά ραντίζουν! Βαπτίζω σημαίνει βυθίζω, βουτάω εξ ολοκλήρου στο νερό. Αντιθέτως, εκείνοι κατήργησαν την τριπλή κατάδυση και ραντίζουν απλώς και μόνο τον βαπτιζόμενο.

Εμείς οι Ορθόδοξοι ραντίζουμε κατ’ εξαίρεση το νήπιο, μόνο σε περίπτωση υψίστης ανάγκης, μόνο δηλαδή όταν κινδυνεύει να πεθάνει αβάπτιστο (οπότε κάνουμε Αεροβάπτισμα), και αργότερα εάν ζήσει κάνουμε μόνο το Χρίσμα.

10)  Το Χρίσμα το τελούν στα αγόρια στην ηλικία των 14ων  ετών και στα κορίτσια στην ηλικία των 12 ετών, ενώ εμείς σε νηπιακή ηλικία μαζί με το Βάπτισμα, και αμέσως μετά τα κοινωνούμε, κάνοντας έτσι πράξη τα θεόπνευστα Λόγια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας  μας, οι οποίοι διδάσκουν πως κατά τον νηπιοβαπτισμό υπάρχει ωφέλεια πνευματική, την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνει κάτι. Οι Άγιοι Πατέρες μιλούν για την πνευματική ωφέλεια, που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα και που λαμβάνει κάποιος με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, και η οποία εργάζεται μυστικά στο πνεύμα του βαπτιζομένου, ενώ τονίζουν πως κατά το Μυστήριο του Χρίσματος ο βαπτιζόμενος δέχεται από νήπιο ακόμη τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.

11)  Στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας οι Καθολικοί χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, δηλαδή ψωμί χωρίς προζύμι, – όπως έκαναν οι Εβραίοι το βράδυ πριν από την έξοδό τους από την Αίγυπτο ( Εξόδ. 11, 8) και όπως κάνουν έκτοτε κατ’ έτος κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα των -,  και από το 1200 και μετά, έπαψαν να μεταδίδουν στους πιστούς το Σώμα και το Αίμα, όπως εμείς, αλλά μεταδίδουν μόνο αγιασμένο άζυμο άρτο (!), κάτι που είναι κάθετα αντίθετο προς τους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε καθαρά: «αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα» (Κατά Ιωάν. 6, 53-54).

12)  Το Ιερό Ευχέλαιο οι Καθολικοί το τελούν μόνο προ του θανάτου ως εφόδιο (viaticum στα λατινικά) στην πορεία του ανθρώπου για την άλλη ζωή.

Η Αγία Γραφή, όμως, μας διδάσκει ότι το Ιερό Ευχέλαιο τελείται για ίαση των πιστών, όταν αυτοί ασθενούν (Επιστολή Ιακώβου, 5, 14). Πάνω στο Θέμα αυτό, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι τα Εφόδια προ του θανάτου για τους Χριστιανούς είναι η Εξομολόγηση και η Μετάληψη των Τιμίων Δώρων, δηλαδή η Θεία Κοινωνία.

Στο ερώτημα που τίθεται από πολλούς σήμερα, αν οι Λατίνοι ή Ρωμαιοκαθολικοί είναι σχισματικοί ή αιρετικοί απαντούν με σαφήνεια οι αποφάσεις της εν Τριδέντῳ συνόδου (1545-1563), η οποία θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς «Οικουμενική» και «κατέχει την πρώτη θέση στον κατάλογο των γενικών συνόδων» της Εκκλησίας των, επειδή

– καθόρισε με ευκρίνεια  το Λατινικό δόγμα και
– εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, γεγονότα πού είχαν σπουδαιότατες επιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Παπισμού. Η σύνοδος αυτή υπήρξε το ισχυρό όπλο της Αντιμεταρρύθμισης37

Με τη σύνοδο αυτή οι παπικοί αναθεματίζουν, εξοβελίζουν δηλαδή εκτός Εκκλησίας τούς Αποστόλους, τούς Πατέρες της Εκκλησίας και Αυτόν ακόμη τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.

Σε λίγους είναι γνωστό ότι, όπως γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), η εν λόγω σύνοδος «αναθεματίζει την Καθολικήν Εκκλησίαν, τούς αγίους πατέρες, τούς Αποστόλους, και αυτόν τον Χριστόν»38. Θα αναφέρω λίγα μόνο σημεία από τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου39 και μάλιστα επιγραμματικά, τα οποία, νομίζω, θα βοηθήσουν στη συναγωγή των ορθών συμπερασμάτων.

1.  Όρος που αφορά το Σύμβολο της Πίστεως. Έγινε δόγμα στην τρίτη συνεδρία το Φεβρουάριο του 1546. Αφού παρατίθεται το Σύμβολο με την προσθήκη του filioque, ορίζεται ότι «όλοι όσοι δηλώνουν Χριστιανοί συμφωνούν απαραιτήτως» με αυτό, αλλιώς είναι αιρετικοί. Έτσι, αναθεματίζεται η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι θέσπισαν το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη.

2. Κανόνες που αφορούν το Βάπτισμα. Ελήφθησαν στην έβδομη συνεδρία το Μάρτιο του 1547.

Κανών 3: «Εάν τις είπη ότι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η μήτηρ και κυρία όλων των Εκκλησιών, δέν υπάρχει το αληθινόν δόγμα σχετικώς προς το μυστήριον του βαπτίσματος, ας είναι ανάθεμα». Υπενθυμίζω, ότι οι Λατίνοι βαπτίζουν με ραντισμό.

Ο πιο πάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων γράφει, «η καθολική Εκκλησία (δηλαδή η Ορθόδοξη) από των Αποστόλων παραλαβούσα, βαπτίζει εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις δια το τρισυπόστατον της Θεότητος και την τριήμερον Ανάστασιν». Οι  παπικοί, που καινοτόμησαν το βάπτισμα, αναθεματίζουν με την εν λόγω σύνοδο όποιον λέει ότι η καινοτομία αυτή δεν ήταν καλή. Αυτό σημαίνει ότι αναθεματίζουν την καθολική Εκκλησία, τούς Αποστόλους και τους αγίους πατέρες, οι οποίοι άφησαν σαφή παραγγελία για τη τελετουργία του βαπτίσματος40.

3.  Όροι και κανόνες που αφορούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εψηφίσθηκαν στις συνεδρίες της 13 Οκτωβρίου 1551 και 21 Ιουλίου 1562.

Στις εν λόγω συνεδρίες οι παπικοί εκαινοτόμησαν το μέγα τούτο μυστήριο κατά δύο τρόπους.  Πρώτον, αποφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στους πιστοὐς και με τα δύο είδη, δηλαδή του άρτου και του οίνου, αλλά αρκεί το ένα είδος.  Δεύτερον, απεφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στα παιδιά. Και αναθεματίζουν όσους λένε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έγιναν ορθά. Συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο της 21ης συνεδρίας εθέσπισαν τούς ακόλουθους κανόνες:

Κανών 1: «Εάν τις είπη ότι έκαστος και όλοι οι πιστοί του Χριστού υποχρεούνται, είτε κατόπιν εντολής του Θεού είτε από την ανάγκην δια την σωτηρίαν των, να λαμβάνουν και τα δύο είδη του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 2: «Εάν τις είπη ότι η αγία Καθολική Εκκλησία δέν ώρισεν δικαίως ότι οι λαϊκοί και οι κληρικοί πού δέν τελούν τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων πρέπει να κοινωνούν μόνον από το είδος του άρτου, ή ότι σφάλλει εις το θέμα τούτο, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 4: «Εάν τις είπη ότι η κοινωνία της Ευχαριστίας είναι απαραίτητος δια τα μικρά παιδία πρίν αυτά φθάσουν εις ηλικίαν ώστε να αποφασίζουν μόνα των, ας είναι ανάθεμα».

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ γράφει επί του προκειμένου: «Ο Κύριος μόνος ώρισε, λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και οι άγιοι πατέρες ούτως εδέξαντο τούς λόγους του Κυρίου, ίνα πάντες οι Χριστιανοί δηλονότι τρώγωσι το σώμα και πίνωσι το αίμα, ο δε Πάπας εκαινοτόμησε κατά των αγίων και αυτού του Χριστού, και έκρινε τούς λαϊκούς μόνου του ενός είδους, ήτοι του άρτου κοινωνείν, τούτο δε εβεβαίωσαν πρότερον και εν Κωνσταντεία και Βασιλεία λατινικαί Σύνοδοι, απεδέχθη δε τούτο και η παρούσα μετά μεγάλης βλασφημίας, και γαρ αναθεματίζει τούς λέγοντας μη ευλόγως ποιή-σαι τούτο την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν»• και συνεχίζει: «Ο Κύριος είπε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και η καθολική Εκκλησία απαρχής παρείχε την κοινωνίαν του Μυστηρίου και τοις παιδίοις, η δε ρωμαϊκή, ήτοι η παπική Εκκλησία διώρισε μόνον τούς μεγάλους μεταλαμβάνειν, ουμήν και τα παιδία, τούς δε λέγοντας μη ευλόγως ταύτα πεποιηκέναι την παπικήν Εκκλησίαν και διορίσαι, αναθεματίζει, και ούτω πάλιν αναθεματίζει την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας, και αυτόν τον Χριστόν».

4. Κανόνες που αφορούν το μυστήριο του γάμου. Εψηφίσθηκαν στην εικοστή τετάρτη συνεδρία το Νοέμβριο του 1563.

 Κανών 7: «Εάν τις είπη ότι η Εκκλησία σφάλλει διδάσκουσα ότι συμφώνως προς το ευαγγελικόν και αποστολικόν δόγμα ο δεσμός του γάμου δέν δύναται να λυθή μονομερώς λόγω μοιχείας• και ότι αμφότεροι οι σύζυγοι, ή ακόμη και μόνον το αθώον μέλος πού δέν εμοίχευσε, δέν δύναται να συνάψη έτερον γάμον εν όσω ζη το έτερον μέλος• και ότι είναι ένοχος μοιχείας ο σύζυγος πού χωρίζει την μοιχαλίδα γυναίκα του δια να συζευχθή με άλλην, όπως είναι και η σύζυγος πού χωρίζει τον μοιχόν άνδρα της δια να συζευχθή με άλλον, ας είναι ανάθεμα»

Σχολιάζοντας ο παραπάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων τον εν λόγω κανόνα, παρατηρεί ότι η σύνοδος «αναθεματίζει τούς δια μοιχείαν ποιούντας διαζύγιον, και ούτως αναθεματίζει τον ειπόντα:  Όστις απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, και την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας». Δηλαδή, ενώ ο Χριστός είπε λόγο41 πού επιτρέπει το διαζύγιο (λόγω πορνείας), οι παπικοί τον αναθεματίζουν για τον λόγο αυτό!

Ευχαριστώ για την  προσοχή σας

Παραπομπές 

1.  Πρβλ. The New International Dictionary of the Christian Church, Editor: J.D. Douglas, 1974, ISBN: 0 85364 167 6.

2.  Πρβλ. Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, του λοιπού Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εβδόμη έκδοσις, Αθήναι 2007, σελ. 207-209

3.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 279-

4.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 209-245.

5.   L. Duchesne, L’ Église au VI siécle, Paris 1925 και Στεφανίδου, σελ. 244-245

6.  Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ1, 304.

7.   Πρβλ. The Church in History: Volume III, written by Andrew Loath, Greek East and Latin West, The Church ad 681-1071, new York 2007. P. 29 .

8.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 248.

9.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 343-351.

10.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 377-379.

11.  Πρβλ. Γ. Κρέμος, Ιστορία του σχίσματος των δύο Εκκλησιών, τόμ. Α΄ και Β΄, εν Αθήναις 1905-1907,  Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, Αθήνα 1912 και Ιωάννου Καλογήρου, Das grosse Schisma zwischen Ost- und Westkirche, in Byzanz 95 Vortragsfolge…, Berlin 1984,   M. Diet, Église et état selon Vatican II, 1978,  The Church in History, Volume III, written by Andrew Louth, Greek East and Latin West, The Church ad 681- 1071, st. Vladimir’s Semi nar press, Crestwood, New York 2007, pp. 305-318.

12.  Πρβλ. C. Will (εκδότης) Acta et scripta…, Leipzig-Marburg 1861, σελ. 189-204 και  A. Michel, Humbert und Kerullarios II, Paderborn 1930, σελ. 432-474, όπου και η άλληλογραφία του Πέτρου Γ΄ με τον Κηρουλλάριο και τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) αντίστοιχα.

13.   Δακτύλιο, κοινώς δακτυλίδι, φέρουν και οι επίσκοποι της Αρμενικής Εκκλησίας.

14.   Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 6.

15.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 285-292).

16.  Ματθ. ιστ´ 18-19.

17.  Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Ἀθῆναι, 1898, σ. 40.

18.   Ένθ. ανωτ., Α´, σ. 13).

19.  Ένθ. ανωτ., σ. 72 ἑξ).

20.   Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 40.

21.  Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 67.

22.   Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (8) Περί της Αγίας Τριάδος.

23.   Θεολογικός Ε΄, 8.

24.   Τα Άπαντα, σελ. 417.

25.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 309.

26.  Στεφανίδου, σελ. 344.

27.  Πρβλ. M.-H. Gamilscheg, Kontroverse und das Filioque, Wien 1989

28.  Στεφανίδου, ένθα ανωτ., σελ.344.

29.  Νικ. Γρ. Ζαχαρόπουλος, Επίτομο ιστορικό-θεολογικό λεξικό, University Studio press, θεσσαλονίκη 2003

30.  Λουκ.6, 10, και Ιωάν. 14, 26, και, Κεφ. 16, 13.

31.  Αἱ Ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Ἀθῆναι, 1892, σ. 22-23, 27.

32.  Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 94.

33.  ένθα ανωτέρω σ. 159-160.

34.  Στεφανίδου, σελ. σελ. 246 – .

35.  Charles J. Hefele, «A History of the Councils of the Church», Edinburgh: Clark, 1896, Volume V, pp. 181-187.

36.  Μάρκ. 16, 16, και Ματθ. 28, 19

37.  Πρβλ. S. Merkle, Concilium Tridentinum, Freiburg 1931 καιCanons and Decrees of  the Council of Trent, Αγγλική μετάφρασις υπόRev. H.J. Schroeder, O.P., Tan Books and Publishers, Illinois (1978), σελ. Iii, καί Αρχιμ. Β.Κ. Στεφανίδου,΄Εκκλησιαστική ‘Ιστορία: Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, ΄Εκδ. Παπαδημητρίου, Β´ ΄Έκδ., 1959, σελ. 606-611.

38.  Πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλία ΙΑ´ καί ΙΒ´, ΄Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 34-36.

39.  Πρβλ. Canons and Decrees of the Council of Trent.

40.  Πρβλ. 50ον   Κανόνα των Αγ. Αποστόλων, Πηδάλιον, Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 62-66.

41.  Πρβλ. Ματ. 5:32 καί 19:9.

Πέρι Μνημοσύνων (Τελούνται Μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;)

Ομιλία στο πλαίσιο της Ζ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 30η Μαΐου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί  πατέρες,
 
Η εισήγησή μου διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα ιερά μνημόσυνα ἐν κοντῷ, εν συντομίᾳ (με το θέμα έχει ασχοληθεί ικανός αριθμός θεολόγων, πρβλ. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ.,
 Τά ιερά Μνημόσυνα, Εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2002 όπου αναφέρεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία) και το δεύτερο, με επικεφαλίδα: «Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», ασχολείται διεξοδικά με το ερώτημα, σε ποιές άλλες ημέρες-εορτές του έτους, εκτός από τις γνωστές σε όλους, δεν τελούνται μνημόσυνα.
 
Μέρος Α΄: Περί μνημοσύνων γενικά
 
Η Αγία μας Εκκλησία, κινούμενη από αγάπη προς τους εν Χριστῴ κοιμηθέντας αδελφούς μας, καθιέρωσε ειδικές τελετές και προσευχές υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των ψυχών» αυτών, κοινώς μνημόσυνα, τα οποία όρισε να τελούνται σε καθωρισμένες ημέρες από την ημέρα της κοιμήσεως τους (τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή, τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, έτος και κάθε χρόνο η επέτειος της μνήμης). Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1639) στην Ομολογία του αναφέρει εκτός από τις γνωστές ημέρες την πρώτη και την εικοστή από την ημέρα της κοιμήσεως (πρβλ. Γιάννη Σουλιώτη, Τά κόλλυβα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986, υποσημείωση 10, σ. 24-25). Η λέξη μνημόσυνο παράγεται από το ρήμα μνημονεύω, που σημαίνει: «ανακαλώ εις την μνήμη, υπενθυμίζω, αναφέρω• μνημονεύω το γεγονός» (Πρβλ.Πάπυρος Λαρούς, Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 1972). Τα αίτια, που επέβαλαν το χρόνο τέλεσης των μνημοσύνων, οφείλονται α) σε δογματικούς λόγους και β) σε επιδράσεις από ανάλογες τελετές προχριστιανικών θρησκευμάτων (Ιουδαίων και Εθνικών-Ειδωλολατρών). 
 
Στους δογματικούς λόγους ανήκουν μεταξύ άλλων: 
 
– η πίστη της Εκκλησίας στην ενανθρώπηση του Χριστού, στο θάνατό Του, στην ταφή Του και την Ανάστασή Του, γεγονότα που νίκησαν τον Άδη και άνοιξαν τη διέλευση προς την αθανασία για όλους τους ανθρώπους. Τώρα, ενώ πεθαίνουμε στο σώμα, δεν παραμένουμε αιώνια στην κατάσταση αυτή, καθότι η Ανάσταση του Χριστού είναι προάγγελος και της δικής μας ανάστασης και
 
– η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο θάνατος δεν αίρει τη σχέση ανάμεσα στο στρατεύομενο και το θριαμβεύον τμήμα της.
 
Οι επιδράσεις από τα προχριστιανικά θρησκεύματα έχουν εξωτερικό μόνο χαρακτήρα και δεν αντιτίθενται στην ορθή χριστιανική πίστη. Πρόκειται για τα αρχαία «περίδειπνα» ή «νεκρικά δείπνα», τις μετέπειτα χριστιανικές «μακαρίες» και «μνήμες», με τις οποίες συγγενείς και φίλοι εύχονται, «μακαρία η μνήμη αυτού». 
 
Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλίον Η΄, κεφ. 43, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 169 και ΕΠΕ, τ. 1, σ. 466-469) αλλά και διασωθέντα αρχαία Δίπτυχα και ανευρεθείσες επιτύμβιες επιγραφές (Πρβλ. George Galavaris, Bread and the Liturgy, The symbolism of Early Christian and Byzantine bread stamps, The University of Wisconsin Press Madison, Milwaukee, & London 1970, Chapter: Commemorative Bread for Departed Christians, pp.161-166), καθώς επίσης αρχαίοι συγγραφείς, μαρτυρούν για προσευχές και ελεημοσύνες που βοηθούν τους νεκρούς• με τον ιερό Χρυσόστομο να διευκρινίζει «και αμαρτωλός εάν τις απέλθει, πάλιν αι ελεημοσύναι τον ωφελούσιν». Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλία.6,30 και 8,41-42) ορίζουν τις υποχρεώσεις των χριστιανών έναντι των κεκοιμημένων, υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την τέλεση Θείας Λειτουργίας υπέρ του κεκοιμημένου και την παροχή ελεημοσυνών από τα υπάρχοντα του.
 
Σχετικά με το ερώτημα, «γιατί τελούνται μνημόσυνα;», επαρκούν, νομίζω, ως απάντηση οι παρακάτω λόγοι των αγίων Συμεών Θεσσαλονίκης και Νεκταρίου Πενταπόλεως:  «Γίνονται λοιπόν τά μνημόσυνα εἰς τούς προειρημένους καιρούς καθώς προείπομεν, διά τάς προγεγραμμένας αἰτίας• ἀπεκαλύφθη δέ καί εἰς πολλούς Ἁγίους, καί ἐφανερώθη ἡ ὠφέλεια, ἡ ὁποία προξενεῖται εἰς τούς κεκοιμημένους ἀπό αὐτά τά μνημόσυνα. Ὅθεν διά τοῦτο καί πρέπει νά ἐκτελέσωμεν ὅλοι μας αὐτάς τάς μνήμας, μέ ὅλην τήν δυνατήν σπουδήν καί ἐπιμέλειαν, καί μάλιστα τά τῆς φρικτοτάτης θυσίας (= Θ. Λειτουργία), καθότι αὐτή πρός τοῖς ἄλλοις, καί δι’ αὐτό τό τέλος ἀπό τόν Σωτῆρά μας ἐδόθη» ( Ἅπαντα Συμεών Θεσσαλονίκης, ἔκδοσις Ρηγοπούλου, «Περί τῶν προσφερομένων κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων» Κεφ. ΙΕ΄, Θεσσαλονίκη, χ.χ. [ἀκριβής ἀνατύπωσις έκδοσης του 1882], σσ. 312-314). «Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἱερᾶς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως, μακράν τοῦ νά νομίζῃ τά ἑαυτῆς τέκνα καθαρά ἀπό παντός ρύπου, εἰδυῖα τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει, εὔχεται, παρακαλεῖ, καθικετεύει τόν φιλάνθρωπον Θεόν ὑπέρ τῶν κοιμηθέντων τέκνων αὐτῆς, θεωρεῖ δέ τά μνημόσυνα ὡς ἀναπόφευκτον ὑποχρέωσιν τῶν ζώντων πρός τούς κεκοιμημένους• διό, οὐ μόνον δι’ ἕνα ἕκαστον ἐπιτελεῖ μνημόσυνα, ἀλλά καί δύο γενικά ἐνιαύσια μνημόσυνα περί τῶν ἐν τῇ ξένῃ γῇ ἀποθανόντων, καί περί τῶν νενομισμένων μή τυχόντων…» (Ἁγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί ἱερῶν Μνημοσύνων, ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι 1972, σ. 101).     
 
Με τις προσευχές και τις δεήσεις υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των  ψυχών» υποβάλλουμε αίτηση χάριτος για τους κεκοιμημένους μας αδελφούς στον δίκαιο Κριτή, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και η τελική κρίση ακόμη δεν έγινε. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «Μεγίστην ὄνησιν πιστεύομεν ἔσεσθαι ταῖς ψυ-χαῖς, ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (=Πιστεύομεν, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ὠφέλεια θά ὑπάρξει στίς ψυχές ἐκείνων, γιά χάρη τῶν ὁποίων προσφέρεται ὡς δέηση ἡ φρικτή καί ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας) (πρβλ. PG 33, 1116Β και ΕΠΕ, τ. 1,σ. 188-191). Κατά την τελετή της σχετικής ιεροπραξίας, ο ιερέας εύχεται υπέρ των κεκοιμημένων (προσευχές), ενώ οι συγγενείς και φίλοι, τρώγοντας τα κόλλυβα με το σχετικό κέρασμα ή το γεύμα, που συνήθως προσφέρεται (ελεημοσύνες), εύχονται· «Ο Θεός να τον αναπαύσει». Ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος, γνωστός ως Κυρήνης Συνέσιος (†413/414), στην τρίτη επιστολή του (PG 61,1325) αναφέρει νεκρόδειπνο, που παρατέθηκε την έβδομη ημέρα από τον θάνατο κάποιου χριστιανού. Η περίπτωση αυτή πιστοποιεί την ιουδαϊκή επίδραση επί του χριστιανικού μνημοσύνου. Στην ιουδαϊκή παράδοση το πένθος, που συνοδεύει την εκδημία κάποιου ανθρώπου, διαρκεί επτά μέρες και τελειώνει με νεκρόδειπνο. Περίδειπνο αναφέρει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στην εικοστή όγδοη (28) ομιλία του εις την προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (PG, 61,235). 
 
Δέον να σημειώσω, ότι το μεγαλύτερο ίσως μέρος της νεκρώσιμης ακολουθίας αφορά τους ζώντες και όχι τους κεκοιμημένους. Οι ψαλμικοί στίχοι: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπό ἀκηδίας…», «Κλίνον τήν καρδίαν μου εἰς τά μαρτύριά σου καί μή εἰς πλεονεξίαν», «συνέτισόν με και μαθήσομαι τάς ἐντολάς σου», και οι στίχοι των Ευλογηταρίων: «τό ἀπολωλός πρόβατον ἐγώ εἰμι• ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καί σῶσόν με» και, «οἰκτείρησον τόν σόν πλάσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ», αφορούν τους ζώντες. Η άποψη, ότι οι στίχοι αυτοί αφορούν τους κεκοιμημένους, είναι λανθασμένη, καθ’ ότι υπονοούν ενέργειες παθών  και δυνατότητα μετάνοιας μετά θάνατο, κάτι που αντιβαίνει στο ψαλμικό, «ἐν τῷ ἅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» (Ψαλμ.6.5).
 
Όταν λέμε Μνημόσυνο, εννοούμε κυρίως τη μνημόνευση των κεκοιμημένων που γίνεται στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, α) όταν ο ιερεύς στην πρόθεση (προσκομιδή) ρίπτει μέσα στο άγιο Δισκάριο τη «μερίδα» με το όνομα του κεκοιμημένου, β) όταν ο ιερεύς μνημονεύει ονομαστικά τους κεκοιμημένους στην ευχή μετά το «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας ἀχράντου…» και γ) κατά τη συστολή των Τιμίων Δώρων• τότε ο ιερεύς λέγει χθαμαλῇ τῇ φωνῇ (χαμηλοφώνως): «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ ἁγίῳ• πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων σου τῶν ἁγίων». Η επίκληση (= καθικέτευση) αυτή αφορά και τους ζώντας, υπέρ των οποίων εναποτέθηκαν μερίδες στο άγιο δισκάριο στην προσκομιδή. Η προτροπή του ιερέως ή του διακόνου, όταν μετέχει ενεργά στη Θεία Λειτουργία, «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει, καί πάντων καί πασῶν», που γίνεται μετά την εκφώνηση, «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρός καί ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» αφορά και τους κεκοιμημένους. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου οι κεκοιμημένοι μνημονεύονται και στην οπισθάμβωνο ευχή, όχι όμως ονομαστικά, με τη φράση «… καί τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου…». 
 
Μνημόνευση των κεκοιμημένων, γενικά όχι ονομαστικά, γίνεται και στον εσπερινό της Πεντηκοστής, της Γονυκλισίας, ή, όπως λέγεται στην Κύπρο, του Γονατιστού. Πρβλ. α) την ευχή, «Ἡ ἀενάως βρύουσα ζωτική καί φωτιστική πηγή… καί ἀνάπαυσον τάς ψυχάς τῶν δούλων σου τῶν προκεκοιμημένων ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καί εἰρήνης καί ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς•…» καί, β) την ευχή, «Σόν γάρ ὡς ἀληθῶς… Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καί ἱκεσίας ἡμετέρας καί ἀνάπαυσον πάντας, τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλο ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν καί τά ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείσῳ τρυφῆς, διά τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τάς ἁγίας σου μονάς, συνεγείρων καί τά σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ὥρισας, κατά τάς ἁγίας σου καί ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας». Αλλά και κάθε προσευχή, που γίνεται στην Εκκλησία ή στον τάφο είναι ένδειξη αγάπης προς τον κοιμηθέντα και εκζήτηση του ελέους του Θεού γι΄ αυτόν. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, το μόνο κώλυμα για τη μνημόνευση των νεκρών είναι η αίρεση και όχι τα αμαρτήματα, όσο βαριά κι αν είναι.
 
Θα διερωτηθεί ίσως κανείς: Αφού «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια», τότε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον νεκρό μας με τα Μνημόσυνα; Η απάντηση είναι, ότι η ευσπλαχνία του Θεού είναι πάντα μεγάλη και ότι κανείς μας δεν ξέρει τα κρυπτά του ανθρώπου. Κάποιον, που εμείς κρίνουμε αμαρτωλό, μπορεί να τον έχει δικαιώσει ο Θεός. Ποιός, λοιπόν, μας έδωσε το δικαίωμα να προκαταλαμβάνουμε την κρίση που ανήκει στο Θεό και να αποφασίζουμε εμείς ποιός σώζεται και ποιός όχι; Εμείς κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο νεκρό μας και ο Θεός έχει τον τελικό λόγο.
 
Τα μνημόσυνα τελούνται κανονικά την ημέρα του Σαββάτου που είναι ημέρα των κεκοιμημένων, εκτός του Αγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, του Σαββάτου του Αγίου Λαζάρου και του Σαββάτου πρό της Κυριακής του Θωμά, ενώ τις καθημερινές τελούνται τρισάγια. Τις Κυριακές, κανονικά, δεν τελούνται μνημόσυνα επειδή η Κυριακή είναι ημέρα αναστάσεως. Όμως, γιά διαφόρους λόγους, η Εκκλησία ανέχεται και επιτρέπει την τέλεσή τους ακόμη και την Κυριακή, όχι όμως όλες τις Κυριακές. Εξαιρούνται οι Κυριακές, κατά τις οποίες εορτάζουμε γεγονότα, που έχουν άμεση σχέση με τον Δεσπότη Χριστό, δηλαδή κατά τις  «Δεσποτικές Εορτές».
 
Να υπενθυμίσω, ότι η Αγία μας Εκκλησία όρισε δύο Σάββατα, τα γνωστά Ψυχοσάββατα, πρό της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής, να είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις μνήμες των κεκοιμημένων μας και μάλιστα «των απανταχού της Οικουμένης».
 
Μέρος Β΄: Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως; 
 
Στο ερώτημα, «επιτρέπεται να τελούνται επιμνημόσυνες δεήσεις, κοινώς μνημόσυνα, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», απαντούμε αρνητικά (1). Η εορτή αυτή ανήκει στις ονομαζόμενες Δεσποτικές Εορτές, όπως και οι εορτές της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού στις ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής, παρουσίασης) του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού την α΄ Αυγούστου και του Αγίου Μανδηλίου στις ις΄ Αυγούστου (2). Στην Εκκλησία Ιεροσολύμων οι εορτές της Σταυροπροσκυνήσεως και του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού τιμούνται με «Μεγάλη Παρρησία», η οποία περιλαμβάνει «Μεγάλη Λιτανεία», που διεξάγεται εντός ολοκλήρου του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπως και η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου και άλλες ένδεκα εορτές(2α). Δεσποτικό χαρακτήρα έχει και η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, καίτοι δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (3). 
 
Το περιεχόμενο των Δεσποτικών Εορτών είναι χαρμόσυνο, εορταστικό, και στο πνεύμα αυτό δεν συνάδει το πένθιμο περιεχόμενο της επιμνημόσυνης δέησης, όπως σοφά παρατηρεί ένας από τους μεγαλύτερους κανονολόγους της Εκκλησίας μας, ο Ματθαίος Βλάσταρις (κληρικός του 14ου αιώνα) : «οὐδ’ ἐν ἑορταῖς δεσποτικαῖς αποιχομένων (=απερχομένων, τουτέστι κεκοιμημένων) μνημόσυνα ποιεῖν  ὅσιον ἤ μνήμας μαρτύρων ἐπιτελεῖν εὐπρεπές, βασιλικῶν γάρ ἐπινικίων, οὔτε τούς πεσόντας ἐν μάχη νόμος πενθεῖν, οὔτε δεσποτικοῖς τροπαίοις δουλικάς ἀριστείας ἀναμιγνύναι. Τοῖς γάρ δουλικοῖς ἀναμεμίχθαι τά τοῦ δεσπότου, τῶν ἐννομωτάτων και δικαιοτάτων, ἀθλοθετοῦντος καί στεφανοῦντος νικήσαντας. Τά δουλικά δέ τοῖς δεσποτικοῖς ἐπεισάγειν, τολμηρόν καί ἀνόητον, εἰ μήπου τινῶν Ἁγίων, διά τό περιφανές τῆς ἀθλήσεως» (4).   
 
Κατά την ημέρα αυτήν  γεραίρουμε την εύρεση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και των τιμίων ήλων, η οποία σύμφωνα με τις γραπτές πηγές (5) έγινε από τη μακαρία Ελένη την έκτη (ς΄) Μαρτίου, στο συναξάριο της ημέρας (ς΄ Μαρτίου) αναφέρεται:  «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπό τῆς μακαρίας Ἑλένης.» Στίχοι: «Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν, βλέπειν τό σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον» και, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων». Στίχοι: «Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μέν κράνους, Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δέ κράτος» (6).
 
Επειδή όμως η ς΄ Μαρτίου εμπίπτει πάντοτε στη διάρκεια της μεγάλης τεσσαρακοστής νηστείας, κατά την οποία δεν επιτρέπεται «ἄρτον προσφέρειν, εἰμή ἐν Σαββάτῳ και Κυριακῇ» (7), οι αναδιαρθρώσαντες τις ακολουθίες του Τριωδίου Στουδίται πατέρες μετέθεσαν τη μνήμη της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού και των τιμίων ήλων στη μέση Κυριακή της τεσσαρακοστής (γ΄ Κυριακή των νηστειών), όπως ακριβώς μετέθεσαν και τις ακολουθίες των οσίων Ιωάννου της Κλίμακος (λ΄Μαρτίου) και Μαρίας της Αιγυπτίας (α΄Απριλίου) εις την δ΄ και την ε΄ Κυριακή των νηστειών αντιστοίχως, καθιερώσαντες και την εις προσκύνησιν πρόθεσιν του Σταυρού (8). Από το ίδιο πνεύμα εμφορούμενοι οι άγιοι πατέρες, μετέθεσαν και την εορτή (μνήμη της κοιμήσεως) του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις ιδ΄ Σεπτεμβρίου στις ιγ΄ Νοεμβρίου. Ως γνωστό, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκοιμήθη στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ημέρα της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (9). Το ίδιο πνεύμα οδήγησε την Εκκλησία μας, μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου, να μεταθέσει τις εορτές  του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (κγ΄ Απριλίου)  και των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης (θ΄ Απριλίου) στη Δευτέρα και Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος, αντιστοίχως.  
 
Να παρατηρήσω, ότι οι εορτές της Εκκλησίας ορίστηκαν από τους θείους Πατέρες με βάση το εν χρήσει τότε Ιουλιανό Ημερολόγιο, γνωστό ως Παλαιό Ημερολόγιο, και όχι με βάση το σήμερα εν χρήσει Γρηγοριανό Ημερολόγιο, το γνωστό ως νέον ημερολόγιο. Με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο έγινε και η αναδιάρθρωση των ακολουθιῶν από τους πατέρες της Μονής Στουδίου. Με βάση λοιπόν το ιουλιανό ημερολόγιο ακόμα και εφέτος, όπου το Πάσχα εορτάζεται κατά πολλούς αργά, στις ε΄ Μαΐου (νέο ημερολόγιο), η 6η Μαρτίου, μέ βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο, συμπίπτει με την Καθαρά Τρίτη. 
 
Mε την ονομασία Δεσποτικές εορτές χαρακτηρίζουμε όλες τις χριστιανικές εορτές, που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης), σε αντιδιαστολή προς τις Θεομητορικές εορτές, που είναι αφιερωμένες στην Παναγία.
 
Το γνωστό σε όλους μας «Δωδεκάορτο», που περιλαμβάνει δώδεκα εορτές αφιερωμένες στον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, δεν περιέκλειε πάντοτε μόνο δώδεκα εορτές. Ήδη τον ιβ΄ αιώνα αριθμούνται 18 εις το τυπικόν της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους (10). Στις Δεσποτικές εορτές ανήκουν και οι Ακολουθίες, εορτές στην ουσία, των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά την Αγία και Μεγά-λη Εβδομάδα (αυτός είναι ο λόγος, που δεν τελούνται μνημόσυνα από το Σάββατο του αγίου Λαζάρου -περιλαμβανομένου του Σαββάτου αυτού – μέχρι και την Κυριακή του Θωμά). Το Δωδεκάορτο ιστορεί στα κύρια (σε γενικές γραμμές) το σωτήριο έργο της Θείας Οικονομίας, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Επίτιμος Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, η οποία μνημονεύει και διευρυμένο Δωδεκάορτο στην Κύπρο του 14ου -15ου αιώνα(11). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις ακίνητες και τις κινητές, λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό αυτό από την σταθερή κατ’ έτος, ή όχι, ημερομηνία εορτασμού τους.
 
Έτσι στις ακίνητες περιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα, η Περιτομή του Ιησού,τα Θεοφάνεια,η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση και οι εορτές του Τιμίου Σταυρού (ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου, α΄ Αυγούστου) και του Αγίου Μανδηλίου (ις΄Αυγούστου). Οι κινητές Δεσποτικές εορτές έχουν ως επίκεντρο την εορτή της Αναστάσεως, η οποία εορτάζεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τον καθορισμό της Α΄ Οικουμενκής  Συνόδου της Νίκαιας, την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. 
 
Ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές εορτές, καταφαίνεται και από το γενονός, ότι έχει, αντί του γνωστού Τρισαγίου Ύμνου, «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», τον ίδιο Τρισάγιο Ύμνο με τις εορτές της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, της ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής) του Τιμίου Σταυρού την α΄ Αυγούστου, του Αγίου Μανδηλίου ις΄ Αυγούστου και της πρώτης Κυριακής των Νηστειών: «Τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν» (12). Οι υπόλοιπες Δεσποτικές Εορτές έχουν διαφορετικό μεν, αλλά κοινό στη Θεία Λειτουργία ύμνο, αντί του Τρισαγίου Ύμνου: « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλάτ. γ΄27), μετά του επισφραγιστικοῦ, «Ἀλληλούϊα» (13).
 
Ένα άλλο στοιχείο, που καταδεικνύει ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές Εορτές, είναι ότι έχει το ίδιο Απολυτίκιο με τις εορτές της Υψώσεως και της Προόδου του Τιμίου Σταυρού: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (14). Η εορτή του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού έχει Απολυτίκιο διαφορετικό μεν λεκτικά, όμοιο όμως ως προς το περιεχόμενο: «Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος νῦν ὑπέρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅν περ ἐξ ὅρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καί τήν ἐν αὐτῷ σου, Σῶτερ, ἰσχύν ἐτράνωσας, διά τούτου κρατύνας καί τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, οὕς καί περίσωζε διαπαντός ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Χριστέ ὁ Θεός, καί σῶσον ἡμᾶς».  
 
Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει: «Αφού ο Δημιουργός συνέδεσε τη ζωή μας με λύπες και φροντίδες, μας έδωσε και κάποιες ευκαιρίες αναψυχής και παρηγοριάς, ορίζοντας τις θείες εορτές. Τα θέματα των εορτών αυτών μας υπενθυμίζουν τις θείες δωρεές, αλλά και προμηνύουν την κατάργησι κάθε λύπης». Οι εορτές λοιπόν είναι ευκαιρίες πανηγυρισμού και ευφροσύνης πνευματικής και υλικής, και ταυτόχρονα τιμής των γεγονότων που γιορτάζουμε, που ξαναζούμε, που κάνουμε σύγχρονα (= επίκαιρα, παροντικά) (Πρβλ. www.monipetraki.gr). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία, τελώντας τις εορτές αυτές, ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Και οι πιστοί, καθώς τα ξαναζούν και τα εορτάζουν, προσελκύουν τη θεία Χάρη και αγιάζονται. Οι ψυχές τους γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξη και ελπίδα των ουρανίων. Και όταν φεύγουν από τον τόπο της λατρείας, μεταφέρουν μέσα τους αυτές τις εμπειρίες, που διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή τους. Οι Δεσποτικές εορτές είναι δώρα του Θεού, που, αν τα γιορτάζουμε χριστιανοπρεπώς, «μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κορ.ε, 8), θα ωφεληθούμε ψυχικά.
 
Η βαρύνουσα θεολογική σημασία και το ιδιαίτερο πνευματικό νόημα, που έχουν οι Δεσποτικές Εορτές  στη ζωή της Εκκλησίας, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι και κατά την Απόδοση Δεσποτικῆς εορτής δεν τιμούμε αγίους, ακόμα και μάρτυρες. Ο άγιος ιερομάρτυρας Αυτόνομος – επίσκοπος –  μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στις δώδεκα (ιβ΄) Σεπτεμβρίου και  η Εκκλησία προψάλλει τη μνήμη του στις ένδεκα (ια΄) Σεπτεμβρίου, επειδή στις δώδεκα Σεπτεμβρίου είναι η Απόδοση των Γενεθλίων της Θεοτόκου. (Πρβλ. Μηναίο Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος). 
 
Το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, καθώς και στον όρθρο της Παρασκευής προ της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια –  και στις προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες της τετάρτης και παρασκευής της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, παρουσιάζεται, όπως και στις εορτές του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου και α΄ Αυγούστου, όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς (15).  Προς επίρρωση των λεγομένων, παραθέτω ενδεικτικά ένα τροπάριο από την κάθε εορτή:
 
-Παρασκευή προ της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια-, κάθισμα μετά τη β΄ στιχολογία:
 
« Τῷ τῆς βρώσεως ξύλῳ, πάλαι θανέντες βροτοί, τῷ σταυρῷ σου Οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν• οὗ τῇ δυνάμει, Ἀγαθέ, ἡμᾶς ἐνίσχυσον, τῆς ἐγκρατείας τόν καιρόν, ἐν κατα-νύξει διελθεῖν, ποιοῦντας τό θέλημά σου, καί κατιδεῖν τήν ἡμέραν, τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.»
 
-Γ΄ Κυριακή Νηστειών,  β΄ προσόμοιο εσπερίων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος παράδεισος, τό ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τό ἐξανθῆσαν ἡμῖν, αἰωνίου δόξης τήν ἀπόλαυσιν• δι’ οὗ τῶν δαιμόνων, ἀποδιώκονται φάλαγγες, καί τῶν Ἀγγέλων συνευφραίνονται τάγματα, καί συστήματα, τῶν πιστῶν ἑορτάζουσιν• ὅπλον ἀκαταγώνιστον, κραταίωμα ἄῤῥηκτον, τῶν βασι- λέων τό νῖκος, τῶν Ἱερέων τό καύχημα• Χριστοῦ νῦν τά πάθη, καί ἡμῖν δίδου προφθάσαι, καί τήν Ἀνάστασιν.»
 
-Τετάρτη της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, εσπερινός, γ΄ στιχηρό προσόμοιο:
 
« Σήμερον τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου προσκυνοῦντες, βοήσωμεν• 
Χαῖρε ζωῆς ξύλον, Ἅδου καθαιρέτα• 
χαῖρε χαρά Κόσμου, φθορᾶς ἀναιρέτα• 
χαῖρε ὁ τούς δαίμονας σκορπίζων τῆ δυνάμει σου• 
τῶν πιστῶν τό στήριγμα, τό ὅπλον τό ἄῤῥηκτον, τούς ἀσπαζομένους σε, φρούρησον, ἁγίασον δεόμεθα.»
 
-Παρασκευή της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, όρθρος, β΄ τροπάριο α΄ Ωδής:
 
« Ὁ ζωοδώρητος Σταυρός προκείμενος, καί καθορώμενος, φωτοειδῆ αἴγλην, ἀποπέμπει χάριτος, προσέλθωμεν καί λάβωμεν, φωτισμόν εὐφροσύνης, καί σωτηρίαν καί ἄφεσιν, αἴνεσιν Κυρίῳ προσάγοντες»
 
-ιδ΄ Σεπτεμβρίου, εσπερινός, α΄ τροπάριο αποστίχων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα• δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται, καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις, καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος.» 
 
-ζ΄ Μαΐου, ο Οἶκος (16) 
 
« Ἄνοιξόν μου τό στόμα, βασιλεῦ τῶν αἰώνων• καταύγασόν μου τόν νοῦν καί τάς φρένας, καί ἁγίασόν μου τήν ψυχήν, ἵνα ὑμνήσω, Λόγε, τό σεπτόν Ξύλον σου• κατάπεμψον τό Πνεῦμά σου καί δίδαξόν με, ἵνα πόθῳ κραυγάζω.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, οἰκουμένης δόξα • χαῖρε, Σταυρέ, Ἐκκλησίας κράτος.
 
  Χαῖρε, ἱερέων προπύργιον ἄσειστον• χαῖρε, βασιλέων διάδημα τίμιον.
 
  Χαῖρε, σκῆπτρον τοῦ παντάνακτος Δημιουργοῦ τοῦ παντός• χαῖρε, ὅτι κατεδέξατο προσπαγῆναί σοι Χριστός.
 
  Χαῖρε, τῶν θλιβομένων παραμύθιον μέγα• χαῖρε, τῶν ἐν πολέμοις τό ἀήττητον ὅπλον.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, Ἀγγέλων εὐπρέπεια• χαῖρε, Σταυρέ, πιστῶν ἡ ἀντίληψις.
 
  Χαῖρε, δι’ οὗ κατεπόθη ὀ ἅδης• χαῖρε, δι’ οὗ ἐξανέστημεν πάντες.
 
  Χαῖρε Ξύλον μακάριον».
 
Παρατήρηση: Ο άρτι μνημονευθείς Οίκος, όπως και το γ΄ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού της τε- τάρτης της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, που ανέφερα παραπάνω, και το α΄τροπάριο των Αίνων της α΄ Αυγούστου, που αναφέρεται στη συνέχεια, ανακαλούν στη μνήμη τους κοσμοχαρμόσυνους κδ΄ Οίκους – Χαιρετισμούς – εις την νοητήν κλίμακα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Πρβλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι Χαιρετισμοί πρός τιμή του Τιμίου Σταυρού εμφανίστηκαν μετά την εικονομαχία, πρβλ. την εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου  Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στο  Η΄  Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, μὲ θέμα: «Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον», 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, Βόλος. 
 
-α΄ Αυγούστου, όρθρος, α΄ τροπάριο Αίνων:
 
«Ἐν φωναῖς ἀλαλάξωμεν, ἐν ᾠδαῖς μελῳδήσωμεν, τόν Σταυρόν τόν τίμιον ἀσπαζόμενοι, καί πρός αὐτόν ἐκβοήσωμεν•  Σταυρέ παμμακάριστε, καθαγίασον ἡμῶν, τάς ψυχάς καί τά σώματα, τῇ δυνάμει σου• καί παντοίας ἐκ βλάβης ἐναντίων, διατήρησον ἀτρώτους, τούς εὐσεβῶς προσκυνοῦντάς σε.»
 
Να υπενθυμίσω, ότι η εορτή της Προόδου του Τιμίου Σταυρού έχει το ίδιο κοντάκιο με την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου: « Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστέ ὁ Θεός• εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς κατά τῶν πολεμίων• τήν συμμαχίαν ἔχοιεν τήν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον». Το κοντάκιο ιστορεί ἐν κοντῷ (= ἐν συντομίᾳ δηλαδή, θα έλεγε κάποιος επιγραμματικά), το γεγονός της εορτής, ἐξ οὗ και κοντάκιον. Η άποψη, ότι το τροπάριο αυτό ονομάζεται κοντάκιο επειδή ανεγράφετο επί σανίδος και ανυψούτο προς ανάγνωση, δίκην πανώ,  είναι κατ’ εμέ αφελής.
 
-ις΄ Αυγούστου, γ΄ τροπάριο εσπερίων
 
 « Πάλιν Δεσποτικῆς πάρεστι, πανηγύρεως θεία ἡμέρα• ὁ γάρ ἐν ὑψίστοις καθήμενος, νῦν ἡμᾶς σαφῶς ἐπεσκέψατο, διά τῆς σεπτῆς αὑτοῦ Εἰκόνος• ὁ ἄνω, τοῖς Χερουβίμ ὤν ἀθεώρητος, ὁρᾶται, διά γραφῆς οἷς περ ὡμοίωται, Πατρός ἀχράντῳ δακτύλῳ, μορφωθείς ἀῤῥήτως, καθ’ ὁμοίωσιν τήν αὐτοῦ• ἥν πίστει καί πόθω, προσκυνοῦντες ἁγιαζόμεθα».  
 
Σημείωση: Το τροπάριο αυτό ομιλεί αφ’ εαυτού και καλεί όλους μας να αναλογισθούμε,  αν η ις΄ Αυγούστου ανήκει στις Δεσποτικές εορτές ἤ όχι. Στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρ-φα στη Νοτιοανατολική Τουρκία), από όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου, η εορτή αυτή μετά το 843 συνεορτάζετο μαζί με την εορτή του θριάμβου της Ορθοδοξίας, Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (17). Πρβλ. ωσαύτως παραπομπή 2. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι δύο εορτές έχουν ως κοινό απολυτίκιο το εξής:  
 
«Τήν ἄχραντον εἰκόνα σου, προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός• βουλήσει γάρ ηὐδόκησας, σαρκί ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυ-ρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὕς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ• ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμεν σοι• χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα ὁ Σωτήρ ἡμῶν, παραγενόμενος, εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον.»          
                                                                                       
Να υπενθυμίσω, ότι την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Τίμιος Σταυρός στο τέλος της Μεγάλης Δοξολογίας μεταφέρεται με λιτανεία στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα και στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνησή Του (18). Λιτάνευση και εναπόθεση του Τιμίου Σταυρού στό κέντρο του ναού γίνεται και κατά τις άλλες τρείς εορτές του Τιμίου Σταυρού (19).
 
Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε, αν η φυσική και πνευματική προσπάθεια είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να γίνεται αισθητή και φανερή και η κόπωση. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, ενθάρρυνση, στήριξη και ενίσχυση. Ὁ Σταυρός του Κυρίου παρέχει ακριβώς θάρρος και ενίσχυση σε κάθε αγωνιζόμενη ύπαρξη, ώστε αυτή να επιτύχει να φθάσει νικηφόρα στο τέρμα.Την ημέρα αυτή καλούμεθα οι πιστοί να ατενίσουμε ευλαβικά τόν Σταυρό του Κυρίου, για να λάβουμε θάρρος, να δυναμώσει η πίστη μας και να ενθυμηθούμε πόσο ταπεινώθηκε ο Κύριος για τη δική μας σωτηρία. 
 
Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο, που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν την προσκύνηση του τιμίου Σταυρού στο μέσο της Σαρακοστής, «για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, και να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια, αλλά ζωογονούμαστε». 
 
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία, περιορισμένη βέβαια, που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του, και (έτσι) ας με ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).
 
Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να ακολουθήσουμε τον Χριστό, αν δεν ατενίζουμε τον Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάριο της Κυριακής: «Τῇ αὐτοῦ δυνάμει, Χριστέ ὁ Θεός, καί ἡμᾶς τῶν τοῦ πονηροῦ διαφύλαξον ἐπηρειῶν, καί τά Θεῖά σου Πάθη, καί τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν προσκυνῆσαι ἀξίωσον, τό τεσσαρακονθήμερον εὐμαρῶς διανύσαντας στάδιον  καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών και εμείς, κατά κάποιο τρόπο, σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με τον ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνεται η πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία,  ενισχύεται η πορεία μας στην έρημο, έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσα-λήμ με την ανάστασή Του (Πρβλ. www.monipetraki.gr).
 
Παραπομπές
 
1. Τρισάγια επί των τάφων επιτρέπεται να τελούνται καθημερινά, ακόμα και την Κυριακή της Λαμπροφόρου Αναστάσεως. Τα μνημόσυνα κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ενδείκνυται να τελούνται τα Σάββατα και μάλιστα στόν όρθρο, όπως στην Ελλάδα (Πρβλ. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2013 σ. 138-, 153-,159-,167-,). Ονόματα κεκοιμημένων, όμως, επιτρέπεται να μνημονεύονται μυστικά σε κάθε Θεία Λειτουργία στην ευχή, που λέγεται μετά το « Ἐξαιρέτως της Παναγίας, ἀχράντου,…». Γιά τη θεολογική σημασία της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων στο σημείο αυτό πρβλ. Αρχιμ. Γερβασίου Χ. Παρασκευόπουλου, Ερμηνευτική Επιστασία επί της Θείας Λειτουργίας, έκδοσις Β΄, Πάτραι 2005, σ. 416-. Η φράση-δέηση «… τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου», που περιλαμβάνεται στην οπισθάμβωνο ευχή της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται εις επήκοον πάντων, φανερώνει εμφαντικά την πίστη της Εκκλησίας στην διαχρονικότητά της, δηλαδή στην ενότητα των δύο μερών της (τμημάτων της), του στρατευομένου και του θριαμβεύοντος. 
 
2. Η εικόνα του Σωτήρος είναι μία μαρτυρία της αληθινής σαρκώσεως του Θεού. Πρβλ. Εἰκών, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, στήλες 408-417. «Η ιερουργία αυτής της ημέρας (ις΄ Αυγούστου) δεν περιορίζεται στην απλή ανάμνηση της μεταφοράς της εικόνας από ένα μέρος σε άλλο. Το βασικό σημείο αυτής της ακολουθίας είναι η δογματική θεμελίωση του σεβασμού των εικόνων» Πρβλ. http: ||www. Agiazoni.gr|article. Php? Id=63446066057835044723).
 
Η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου εικονίζει ένα μανδήλιο, πάνω στο οποίο έχει ζωγραφιστεί το Πρόσωπο του Κυρίου. Το περιβάλλει ένσταυρος φωτοστέφανος, στις τρεις κεραίες του οποίου έχει χαραχτεί το όνομα του Θεού: Ο ΩΝ. Όταν ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει το όνομά Του, τότε που Εκείνος του παρουσιάστηκε στη φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο, «εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων, ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» (Εξ. 3,14). Ο Θεός είναι αυτός που υπάρχει πραγματικά και αιώνια, σε αντίθεση με τους ψεύτικους θεούς. 
 
Ταυτόχρονα όμως με το όνομα της θείας φύσεως του Κυρίου (ὁ ὤν) σημειώνεται στο πάνω μέρος του Αγίου Μανδηλίου το όνομά Του (ο Χριστός), που θυμίζει στους πιστούς ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν πρέπει να πιστεύουμε ως «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» και ως «τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» (Σύμβολο της Πίστεως). 
 
Η όψη του Κυρίου δεν προδίδει τίποτε το γήινο και σαρκικό. Τα μεγάλα και στοχαστικά μάτια, τα τοξωτά φρύδια, η μακριά μύτη, το μικρό στόμα συνθέτουν μια μορφή που εμπνέει, εκφράζει την παναγιότητα του Κυρίου και «τά νοητά φωταυγεῖ» (β΄τροπάριο, δ΄ωδής Κανόνος εορτής Αγίου Μανδηλίου, ις´ Αυγούστου). Ένα άλλο τροπάριο λέγει: αν και ο Σωτήρας μας δεν είχε θεϊκό είδος ούτε κάλλος στον καιρό του πάθους, στην πραγματικότητα καταφώτιζε όλους. Αυτό δηλώνει η θέα της μορφής Του, της οποίας το ομοίωμα «ράκει ἐκτυπωθέν, ὥσπερ θησαυρός ἡμῖν δεδώρηται» (ωδή ς΄). Πρβλ. ωσαύτως: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΕΙΚΟΝΑ  ΩΣ  ΤΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΣ  ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ  ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ, Εὐσταθίου Κ. Γιαννῆ, Θεολόγου-Ἁγιογράφου.
 
2α.  Πρβλ.  Αγιοταφιτικόν ημερολόγιον, 2013, σ. 39.    Οι εορτές της Προόδου του τιμίου Σταυρού και του       Αγίου Μανδηλίου, α΄και ις΄Αυγούστου αντίστοιχα, δεν τιμούνται με Μεγάλη Λιτανεία, όχι γιατί θεωρούνται υποδεέστερες από την Εκκλησία Ιεροσολύμων, αλλά διότι το Status Quo (=το Καθεστώς),δηλαδή η διεθνής συμφωνία, που διέπει τα Πανάγια Προσκυνήματα, δεν παρέχει τη δυνατότητα. Η εν λόγω διεθνής συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες αίματος των Αγιοταφιτών Πατέρων (άρχισαν την εποχή των σταυροφόρων) και κατωχυρώθηκε τελικά με το άρθρο 63 της συνθήκης του Βερολίνου στις 22 Ιουλίου του 1878, ορίζει επακριβώς πότε και πόσες Μεγάλες Λι-τανείες επιτρέπεται να τελεί κάθε θρησκευτική Κοινότητα εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως (Πρβλ. Χρυσοστόμου Λ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Επανέκδοσις 2010, σ. 592- και σ. 641). Προς αποφυγή μάλιστα διενέξεων καταχωρούνται κατ’ έτος στο Αγιοταφιτικόν Ημερολόγιο και οι Λιτανείες των Λατίνων και των Αρμενίων. Αιτία της διαμάχης είναι το γεγονός, ότι την ημέρα που τελείται Μεγάλη Λιτανεία από μία θρησκετική Κοινότητα, οι άλλες θρησκευτικές Κοινότητες τελούν τις ακολουθίες τους εν σπουδή και σε άβολες ώρες. Οι Ορθόδοξοι τελούν 13 Μεγάλες Λιτανείες και 3 επίσημες Δοξολογίες ετησίως, οι Λατίνοι 7 και οι Αρμένιοι 9 Λιτανείες. Επίσημες Δοξολογίες δεν επιτρέπεται να τελούν οι Λατίνοι και οι Αρμένιοι.  
 
3.  Πρβλ. Τάξις Λατρείας αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, στήλες 794-796.
 
4.  Πρβλ.: Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων, τομ. ΣΤ΄, σ. 465 και, Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 541-.
 
5.  Πρβλ. Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ.11, στήλες 434-439, ένθα αναφέρονται λεπτομερώς οι σχετικές πηγές.       
 
6.  Πρβλ. Συναξάριο ς΄ Μαρτίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
7. Κανών μθ΄ Λαοδικείας. Πρβλ. και Κανόνα νβ΄ της εν Τρούλλω, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανό-νων, τομ. Γ΄, σ. 216 και τόμ. Β΄ , σ. 427.
 
8. Πρβλ.: Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, στήλες 434-439.
 
9. Πρβλ. Συναξάριο ιδ΄ Σεπτεμβρίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί αναφέρεται και η αίτία της μεταθέσεως της μνήμης του Αγίου: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν ταύτῃ γάρ ἀνεπαύσατο, ἀλλά διά τήν Ἑορτήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετετέθη ἡ τούτου Ἑορτή εἰς τόν Νοέμβριον μῆνα». 
 
10. Πρβλ. Εορταί Δώδεκα, ἐν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 5, στήλη 741.
 
11. «Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού», στο συλλογικό ἐργο: ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ, Αθήνα 2001, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον. © 2002 Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
 
12. Πρβλ. Σύστημα Τυπικού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ έκδοση 2006, παράγραφοι 289 και 1571-1572  και μηναία Σεπτεμβρίου ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄, εκδόσεις Αποσττολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Γ. Βιολάκης (Τυπικόν, Αυγούστου α΄, παράγραφος 2) διατείνεται, ότι ο εν λόγω Τρισάγιος Υμνος ψάλλεται την α΄ Αυγούστου μόνο αν τελεσθεί σταυροπροσκύνηση. 
 
13. Πρβλ. Ιερατικόν Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και κάθε άλλο αντίστοιχο βιβλίο ή Μέγα Ευχολόγιο. 
 
14. Πρβλ. Τριώδιο, γ΄ Κυριακή των Νηστειών και τα παραπάνω μνημονευθέντα μηναία.  
 
15. Η ποίηση, ως προς το περιεχόμενό της, διακρίνεται σε τέσσερα είδη: Πένθιμη, Μελαγχολική, Εύθυμη και Υμνητική. 
 
16. Το τροπάριο αυτό ονομάζεται συμβολικά «Οίκος», διότι περιέχει εν περιλήψει την υπόθεση της εορτής. Γιά την ονομασία και την προέλευση του ύμνου πρβλ. Οίκος, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, εκδόσεις Μαρτίνος, τομ. 9, στήλες 686-687. 
 
17.  Πρβλ. και Λεωνίδα Ουσπένσκυ, Η θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις Αρμός 1998, σ. 39, υποσημ 4. Οι σλαβόφωνοι έχουν πλήρη ακολουθία της εορτής του Αγίου Μαν-δηλίου και ο Ουσπένσκυ στηρίζεται επ΄ αυτής στην εν λόγω μελέτη του. Πρβλ. ωσαύτως  Ιστότο-πο: http:||analogion.com|forum|showthread.php?t=13852.
 
18. Πρβλ.Τυπικαί Διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου και Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
19. Πρβλ. Μηναία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεπτεμβρίου  ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄.

Η Ορθόδοξη Εικόνα: Η παράδοση της πίστεως στην εκκλησιαστική τέχνη

Αρχιμ. Αμβρόσιος

Του Αρχιμ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Αρχιμ. Αμβρόσιος


Ομιλία στο πλαίσιο της Δ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 25η Φεβρουαρίου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
 
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε ακέραιο ένα τεράστιο πνευματικό πλούτο, τόσο στον χώρο του λειτουργικού βίου και της πατερικής σκέψης, όσο και στον χώρο της εκκλησιαστικής τέχνης. Γνωρίζουμε, ότι η προσκύνηση των εικόνων κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και αυτό διότι η εικόνα δεν είναι μια απλή απεικόνιση, ούτε μια διακόσμηση, ούτε ακόμα μια εικονογράφηση της Αγίας Γραφής. Είναι κάτι περισσότερο: είναι ισότιμη προς το ευαγγελικό μήνυμα, είναι ένα λατρευτικό σκεύος, που συμμετέχει ολόκληρο στη λειτουργική ζωή. Έτσι εξηγείται η σπουδαιότητα, που η Εκκλησία αποδίδει στην απεικόνιση και όχι σε οποιανδήποτε αναπαράσταση, αλλά στη συγκεκριμένη απεικόνιση των ιερών εικόνων. Ο σημαντικός ρόλος της εικόνας φαίνεται φανερά στο πέρασμα της ιστορίας, κατά την πάλη της Εκκλησίας εναντίον της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων και, ιδιαιτέρως, στον μεγάλο αριθμό μαρτύρων και ομολογητών κατά τη διάρκεια της Εικονομαχικής περιόδου (8ος-9ος αι.).
 
Στην εικόνα η Εκκλησία δεν βλέπει μόνο μια μορφή ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά την καθολική έκφραση της Ορθοδοξίας, αυτή την ίδια την Ορθοδοξία. Επομένως, δεν μπορούμε, ούτε να καταλάβουμε, ούτε να εξηγήσουμε την εκκλησιαστική τέχνη έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Η εικόνα, η ιερή απεικόνιση, αποτελεί μια εκδήλωση της παράδοσης της Εκκλησίας, ισότιμη με τη γραπτή και την προφορική παράδοση. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων είναι ένα δόγμα της χριστιανικής πίστεως, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε και διατυπώθηκε στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας, της ομολογίας δηλαδή της ενανθρωπήσεως του Θεού. Η εικόνα του Θεανθρώπου είναι η μαρτυρία της πραγματικής και όχι φανταστικής σάρκωσής Του. Γι’ αυτό η αγιογραφία συχνά αποκαλείται εικαστική θεολογία. Αυτό το εκφράζει η Εκκλησία και στη λειτουργική της ζωή. Τα στιχηρά και οι κανόνες των εορτών διαφόρων εικόνων, όπως για παράδειγμα του αγίου Μανδηλίου (βλ. 16 Αυγούστου) και, ιδιαίτερα, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας αποκαλύπτουν το νόημα της εικόνας σε ολόκληρο το βάθος της. Καταλαβαίνει κανείς, πως το περιεχόμενο και η σημασία της εικόνας αποτελούν θεολογική μελέτη όμοια με της Αγίας Γραφής.
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάλευε πάντοτε για τη διαφύλαξη, την περιχαράκωση της λειτουργικής της τέχνης από την εκκοσμίκευση. Με τη φωνή των Συνόδων της, των ιεραρχών της, των πιστών της, αγωνιζόταν υπέρ της αυθεντικότητας της λειτουργικής της τέχνης, καθώς και εναντίων των ξένων στοιχείων της κοσμικής τέχνης, που την επηρέαζαν. Ας μην ξεχνάμε, πως και η σκέψη στον χώρο της Εκκλησίας δεν ήταν πάντα κάποιου θεολογικού επιπέδου, όπως και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν πάντα στο ύψος της αυθεντικής εικονογραφίας. Έτσι, δεν μπορούμε να θεωρούμε κάθε εικόνα, ακόμα και αν είναι παλαιά και ωραία, ως  αλάθητη και, περισσότερο, αν αυτή έχει γίνει σε περίοδο παρακμής. Μια τέτοια εικόνα μπορεί να συμφωνεί με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μπορεί και όχι, μπορεί να παραπλανεί αντί να διδάσκει. Δηλαδή, η διδασκαλία της Εκκλησίας μπορεί να αλλοιωθεί από την εικόνα το ίδιο, όπως και με το λόγο. Γι’  αυτό και η Εκκλησία πάλευε πάντοτε, όχι για την καλλιτεχνική ποιότητα της τέχνης, αλλά για την αυθεντικότητά της, όχι για την ωραιότητά της, αλλά για την αλήθεια της. Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί, πως από την αρχή κιόλας της συστάσεώς της κατενοείτο πλήρως η έννοια της εικόνας και η ύπαρξη της απεικόνισης. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι σ’ αυτήν είναι αμετάβλητη, εξαιτίας του ότι αυτή η στάση απορρέει από τη διδασκαλία της για τη σάρκωση του Υιού του Θεού.
 
Η απεικόνιση λοιπόν συνιστά στοιχείο της ίδιας της φύσεως του Χριστιανισμού, γιατί δεν αποτελεί μόνον αποκάλυψη του Λόγου του Θεού, αλλά και απεικόνιση του Θεού, που δόθηκε με την εμφάνιση του Θεανθρώπου.  Η Εκκλησία διδάσκει, ότι η απεικόνιση βασίζεται πάνω στη σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δεν πρόκειται εδώ για μια ρήξη, ούτε για μιαν αντίφαση με την Παλαιά Διαθήκη, ακόμα και με τα πιο αυστηρα κριτήρια, όπως ισχυρίζονται οι Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες), αλλά, το αντίθετο• πρόκειται για την άμεση ολοκλήρωσή της. Η παρουσία της απεικόνισης μέσα στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με την απουσία της στην Παλαιά. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, για την Εκκλησία η ιερή απεικόνιση πηγάζει ακριβώς από την απουσία της άμεσης απεικόνισης μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι η συνέπεια και η κατάληξή της. Πρόγονος της χριστιανικής απεικόνισης δεν είναι το είδωλο της αρχαίας λατρείας, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά είναι η απουσία της άμεσης και συγκεκριμένης απεικόνισης πριν τη σάρκωση του Υιού του Θεού, καθώς και το παλαιοδιαθηκικό  σύμβολο. Κι αυτό, για τον λόγο ότι, πρόγονος της Εκκλησίας δεν είναι ο ειδωλολατρικός κόσμος, αλλά ο αρχαίος Ισραήλ, ο εκλεκτός λαός του Θεού, που επιλέχθηκε ως δέκτης της αποκάλυψης του Θεού. Για την Εκκλησία είναι απόλυτα σαφές, πως η απαγόρευση της απεικόνισης, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο της Εξόδου (20,4-5) και του Δευτερονομίου (5,8-9) («οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς») είναι ένα πρόσκαιρο μέτρο, παιδαγωγικό, που περιορίζεται αποκλειστικά στην Παλαιά Διαθήκη και δεν αποτελεί αρχή απαγόρευσης της απεικόνισης. Διότι, παράλληλα με την απαγόρευση της συγκεκριμένης και άμεσης απεικόνισης, υπήρχε η θεϊκή προσταγή να δημιουργήσουν οι άνθρωποι σχηματικές συμβολικές απεικονίσεις- προτυπώσεις, όπως ήταν η σκηνή της Κιβωτού και όλα όσα περιείχε, προτυπώσεις, των οποίων και τις παραμικρές λεπτομέρειες υπέδειξε ο Θεός.
 
Η διδασκαλία της Εκκλησίας  εκφράστηκε πάνω σ’  αυτό το ζήτημα με μεγάλη σαφήνεια από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στους τρεις λόγους του, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας (PG 94, 1232-1420). Οι λόγοι αυτοί γράφτηκαν ως απάντηση προς τους εικονομάχους, οι οποίοι, στηριζόμενοι στην απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης, συνέχεαν τη χριστιανική απεικόνιση με το είδωλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί το νόημα αυτής της απαγόρευσης. Παραβάλλοντας κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δείχνει πως η χριστιανική απεικόνιση είναι, όπως το είπαμε ήδη, μια κατάληξη της Παλαιάς Διαθήκης, μια συμπλήρωσή της, διότι απορρέει από την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Η σκέψη του συνοψίζεται ως εξής: Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη η άμεση παρουσία του Θεού στον λαό Του πραγματοποιείται αποκλειστικά με τον ήχο, με τον λόγο. Ο ίδιος δεν αποκαλύπτεται, μένει αόρατος, και υπογραμμίζει το γεγονός, ότι ο Ισραήλ δεν βλέπει καμμιά εικόνα ακούγοντας τη φωνή Του. Ούτε ο λαός, ούτε ο Μωυσής είδαν κάποια εικόνα Του, μονάχα άκουσαν τη φωνή Του. Αφού δεν είδαν τον Θεό, δεν μπορούσαν να τον εικονίσουν. Εκείνο, που μπορούσαν όμως να κάνουν και έκαναν, ήταν να καταγράψουν τον θεϊκό λόγο. Και πώς μπορούσαν να αναπαραστήσουν το άυλο και απερίγραπτο, το ασχημάτιστο και αμέτρητο; Στην επιμονή όμως των βιβλικών χωρίων, που τονίζουν ότι ο Ισραήλ ακούει τον λόγο, δεν βλέπει όμως εικόνα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακαλύπτει τη μυστική ένδειξη της μελλοντικής δυνατότητας να δει και να αναπαραστήσει τον σαρκωμένο Θεό: «Τι ουν το μυστικώς μηνυόμενον; Δήλον, ως όταν ίδης δια σε γενόμενον άνθρωπον τον ασώματον, τότε δράσεις της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα• όταν ορατός σαρκί ο αόρατος γένηται, τότε εικονίσεις το του οραθέντος ομοίωμα• ότε ο ασώματος και ασχημάτιστος άποσός τε και απήλικος και αμεγέθης τῃ υπεροχῄ της εαυτού φύσεως, ο εν μορφῄ Θεού υπάρχων, μορφήν δούλου λαβών και χαρακτήρα περιθήται σώματος, τότε εν πίναξι χαράττεται. Χάραττε τούτου την άφατον συγκατάβασιν, την εκ Παρθένου γέννησιν, την εν Ιορδάνῃ βάπτισιν, την εν Θαβώρ μεταμόρφωσιν, πάντα γράφε, και λόγῳ και χρώμασιν, εν τε βίβλοις και πίναξιν.»
 
Έτσι, η απαγόρευση της αναπαράστασης του αοράτου Θεού στην Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβάνει εν ολίγοις και την αναγκαιότητα της αναπαράστασής Του στην εποχή της Χάριτος, αφού οι προφητείες ήδη τώρα ολοκληρώθηκαν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυπολογική απαγόρευση της αναπαράστασης του Θεού είναι συνδεδεμένη με τον γενικό προορισμό του ισραηλιτικού λαού. Η αιτία ύπαρξης του εκλεκτού λαού ήταν η διακονία του αληθινού Θεού. Το λειτούργημα αυτό συνίστατο, κατά τον μεσσιανικό του χαρακτήρα, στην προετοιμασία και προεικόνιση αυτού, που επρόκειτο να αποκαλυφθεί στην Καινή Διαθήκη.  Γι’  αυτό τον λόγο στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούσαν να υπάρχουν παρά μόνο συμβολικές προεικονίσεις, αποκαλύψεις των μελλόντων, αφού «ο νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά εικόνος προσκίασμα», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων»(Εβρ. 10,1). Διότι, «ο μη ορατός οράται, και ο μη αναπαριστώμενος, αναπαρίσταται». Στο εξής, ο Θεός δεν απευθύνεται πια στους ανθρώπους διά του λόγου μόνο και των προφητών. Φανερώνεται πλέον στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, που «σκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους».
 
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κύριος,  δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, που μίλησε στην Παλαιά Διαθήκη, τίμησε τους μαθητές Του και μαζί με εκείνους όλους αυτούς που ζουν κατά το παράδειγμά τους και ακολουθούν τα ίχνη τους:  «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμων, ότι ακούουσιν• αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν.» (Ματθ.13,16-17) Είναι φανερό πως, όταν ο Χριστός λέει στους μαθητές Του, ότι οι οφθαλμοί τους είναι μακάριοι, γιατί βλέπουν αυτό που βλέπουν και ακούνε  αυτό που ακούνε, αυτό αναφέρεται σε κάτι, που κανείς δεν είχε ποτέ δει ούτε ακούσει, γιατί οι άνθρωποι πάντοτε είχαν μάτια για να βλέπουν και αυτιά για να ακούνε. Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν αναφέρονται ούτε στα θαύματά Του, διότι και οι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες είχαν κάνει επίσης θαύματα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν, ότι οι μαθητές έβλεπαν και άκουγαν άμεσα Εκείνον, που ανήγγειλαν οι προφήτες, τον σαρκωμένο Θεό. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης,  «ο μονογενής υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν.,1,18).
 
M’ αυτό τον τρόπο, το διακριτικό σημείο της Καινής Διαθήκης είναι ο στενός δεσμός, που υπάρχει ανάμεσα στον λόγο και την απεικόνιση. Γι’  αυτό οι Πατέρες και οι Σύνοδοι, όταν μιλούν για την εικόνα, δεν παραλείπουν ποτέ να υπογραμμίσουν «καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν». Το έργο της νεοδιαθηκικής εικόνας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Πατέρες, συνίσταται ακριβώς στη φανέρωση, όσον το δυνατόν πιο πιστά και ολοκληρωμένα, της αλήθειας της σάρκωσης του Θεού, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της τέχνης. Η εικόνα του ανθρώπου Ιησού είναι η εικόνα του Θεού. Να γιατί οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έλεγαν, ως προς την εικόνα Του: «εκ δύο γαρ φύσεων ίσμεν τον Χριστόν, και εν δύο φύσεσιν αδιαιρέτως, ήγουν θείᾳ και ανθρωπίνῃ• η μία ουν απερίγραπτος, και η μία περιγεγραμμένη εν τῴ ενί Χριστῴ θεωρείται».
 
Όπως βλέπουμε, η εικόνα αναπαριστά, όχι τη φθαρτή σάρκα του, που πρόκειται να φθαρεί, αλλά τη μεταμορφωμένη, τη φωτισμένη από τη χάρη, τη σάρκα του μέλλοντος αιώνος. Μεταδίδει με μέσα υλικά, ορατά στα ανθρώπινα μάτια, την ωραιότητα και δόξα του Θεού. Γι’  αυτό τον λόγο οι Πατέρες λένε, πως η εικόνα είναι αγία και προσκυνητή, ακριβώς γιατί μεταδίδει τη θεϊκή κατάσταση του πρωτοτύπου της, του οποίου φέρει το όνομα. Έτσι η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σε αυτήν. Με άλλα λόγια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδεικνύει την αγιότητα, τόσο του αναπαριστώμενου προσώπου, όσο και της εικόνας του. Και είναι μέσα σε αυτή, που ενεργείται η σχέση ανάμεσα στον πιστό και τον άγιο, δια μέσου της εικόνας του. Συνεπώς, η εικόνα μετέχει στην αγιότητα του πρωτοτύπου της και μέσῳ της εικόνας μετέχουμε με τη σειρά μας σε αυτή την αγιότητα, όταν εμείς την προσκυνούμε προσευχόμενοι. Οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαχωρίζουν με προσοχή τις έννοιες εικόνα και προσωπογραφία: η πρώτη αναπαριστά έναν άνθρωπο ενωμένο με τον Θεό, η άλλη ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον. 
 
Διαφοροποιείται επομένως η εικόνα από την προσωπογραφία, από το ίδιο το περιεχόμενο, περιεχόμενο που δημιουργεί ειδικές εκφραστικές φόρμες, εντελώς δικές της, που την κάνουν να διαφέρει από οποιανδήποτε άλλη απεικόνιση. Η εικόνα δείχνει την αγιότητα με τρόπο που δεν επιτρέπει, ούτε να υπονοείται αυτή, ούτε να συμπληρώνεται από τη σκέψη μας, αλλά να είναι ορατή από τα σαρκικά μάτια μας. Η εικόνα της θεώσεως του ανθρώπου αναπαριστά την πραγματικότητα, που αποκαλύπτεται κατά τη Μετάμορφωση στο όρος του Θαβώρ. Σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Χριστός έδειξε τότε στους μαθητές την κατάσταση της θεώσεως, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι άνθρωποι. Έτσι, όπως δοξάστηκε και μεταμορφώθηκε το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού, λάμποντας από θεϊκή δόξα και άφατο φως, με τον ίδιο τρόπο το σώμα των αγίων δοξάζεται και γίνεται φωτεινό , μεταμορφωμένο από τη δύναμη της χάρης του Θεού. Αυτήν την ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώβ, όχι μόνον την εξηγεί, αλλά και την αποκαλύπτει άμεσα, ορατά στον Μοτοβίλωβ, μεταμορφούμενος μπροστά του. «Φανταστείτε», λέει ο Μοτοβίλωβ, «στη μέση του ήλιου, την πιο φωτεινή στιγμή του μεσημεριού, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που σας μιλά».
 
Μέσα στα έργα των Πατέρων, όπως και στους βίους των αγίων, συναντούμε συχνά μαρτυρίες κάποιου φωτός, που διαλάμπει εξωτερικά στα πρόσωπα των αγίων την υπέρτατη στιγμή της δόξας τους, έτσι όπως έλαμπε το πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος του Σινά και έπρεπε να το καλύψει μ’ ένα ύφασμα, γιατί ο λαός δεν μπορούσε να αντέξει τη λάμψη. Η μέλλουσα μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας, μας αποκαλύφθηκε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος του Θαβώρ: «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Η έκφραση αυτού του φωτός είναι το κυριότερο θέμα και ο απώτατος σκοπός της αγιογραφίας.
 
Σκοπός της εικόνας, επομένως, δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα. Η εικόνα δεν συγκινεί, δεν είναι συναισθηματική. Σκοπό έχει να κατευθύνει όλα τα αισθήματά μας προς τη μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεώς μας, αποβάλλοντας κάθε έξαρση αρρωστημένη και βλαβερή. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται η θέωση, χωρίς να καταργεί τίποτα από τα ανθρώπινα στοιχεία: ούτε τις ψυχολογικές ιδιότητες, ούτε τα διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Έτσι, η εικόνα ενός αγίου δεν παραλείπει να δείξει τη γήινη δραστηριότητά του, μέσα από την οποία μπόρεσε να εργαστεί πνευματικά, είτε αυτή ήταν εκκλησιαστική, όπως επίσκοπος, μοναχός, είτε κοσμική δραστηριότητα, όπως πρίγκηπας, στρατιώτης, γιατρός. Κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης, κάθε φαινόμενο της ζωής μας φωτίζεται και παίρνει το πραγματικό του νόημα και τη θέση του μέσα από τη συνάντησή του με το θείον. Με τον τρόπο, που αναπαριστούμε τον Θεάνθρωπο καθ᾽ όλα όμοιο μ’ εμάς, εκτός από την αμαρτία, με τον ίδιο τρόπο αναπαριστούμε και τον άγιο ως ένα πρόσωπο απελευθερωμένο από την αμαρτία. Η εικόνα μας δείχνει το σώμα ενός αγίου ανθρώπου, «σύμμορφον τω σώματι της δόξης (του Χριστού)». Ένα σώμα απελευθερωμένο από τη φθορά της αμαρτίας και «μέτοχο κατά κάποιον τρόπο των ιδιοτήτων του πνευματικού σώματος, που οφείλει να λάβει κατά την Ανάσταση των Δικαίων».
 
Η εκκλησιαστική τέχνη της Ορθοδοξίας είναι μια ορατή έκφραση του δόγματος της μεταμορφώσεως. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου κατανοείται και μεταδίδεται εδώ, ως καθορισμένη αντικειμενική πραγματικότητα, που συμφωνεί με την ορθόδοξη διδασκαλία. Δηλαδή, ό,τι δείχνει η εικόνα, δεν είναι μια ατομική ερμηνεία, ούτε μια αφηρημένη σύλληψη, λίγο πολύ αλλοιωμένη, αλλά μια αλήθεια, που διδάσκει η ίδια η Εκκλησία.
 
Το περιεχόμενο της εικόνας καθορίζει όχι μόνον τη δομή της, αλλά και την τεχνική και τα υλικά της. Ούτε η τεχνική, ούτε τα υλικά, που χρησιμοποιούνται για τις εικόνες, μπορούν να είναι τυχαία σε σχέση με τη λατρεία. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς, ακόμα και σε μια σχηματική αισθητική ανάλυση, ότι μια εικόνα θα μπορούσε να ήταν ζωγραφισμένη με οτιδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε υλικό. Πράγματι, όπως η αυθεντικότητα της εικόνας συνδέεται με την Ευχαριστία, το ίδιο και η αυθεντικότητα της κάθε ύλης, που παίρνει μέρος στη λατρεία, συνδέεται μαζί της: «τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν». Τα λόγια αυτά προέρχονται από την προσευχή του Δαβίδ πάνω στα συγκεντρωμένα υλικά για την οικοδόμηση του Ναού: «Ότι σα τα πάντα, εκ των σων δεδώκαμέν σοι» (Παραλειπ. Α´, 29,14). Η Εκκλησία διατήρησε αυτήν την αρχή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώθηκε, όπως είδαμε μέσα στην Ευχαριστία: η ύλη εξαγοράστηκε με τη σάρκωση και οδηγήθηκε στη συμμετοχή της λατρείας του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο, η ύλη μεσα στην εικόνα δεν αφορά μόνο στη διάρκεια και ποιότητα, αλλά πάνω απ’ όλα στην αυθεντικότητα. Η εικόνα μπαίνει στο σύνολο των λειτουργικών εκδηλώσεων του ανθρώπου προς τον Θεό. Σ’ αυτά, με τα οποία η Εκκλησία ολοκληρώνει το έργο της: τον αγιασμό και τη μεταμόρφωση του κόσμου μέσῳ του ανθρώπου, την ίαση της αρρωστημένης από την αμαρτία ύλης, που την καθιστά οδό προς τον Θεό και μέσο επικοινωνίας μαζί Του.
 
Υπάρχει όμως μια τοποθέτηση, η οποία βλέπει την εικόνα ως εμπόδιο στην επικοινωνία με τον Θεό στην προσευχή, εκλαμβάνοντας απόλυτα τον κανόνα της απαγόρευσης του ασκητισμού προς κάθε εικόνα που σχηματίζει ο νους την ώρα της προσευχής. Μια άποψη αρκετά διαδεδομένη συμπεριλαμβάνει και την εικόνα. Εδώ, όμως, πρόκειται περί μιας παρεξήγησης, διότι οι απαγορευμένες εικόνες του ασκητισμού αναφέρονται στις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις χριστιανικές, που είναι εικόνες της πραγματικότητας, της αληθινής και «ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως». Έτσι, όχι μόνο δεν συγκρίνεται μια ιερή εικόνα με μια φανταστική εικόνα, αλλά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσε μια Οικουμενική Σύνοδος να ομολογήσει και να δογματίσει την προσκύνηση κάποιου πράγματος, που εμποδίζει την προσευχή ή την στρέφει προς μια λανθασμένη κατεύθυνση; Εξάλλου, οι πιο θερμοί υποστηρικτές των εικόνων υπήρξαν οι μοναχοί, δηλαδή οι άνθρωποι, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσευχή. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας περιγράφει εν προκειμένῳ, πώς βρέθηκε σε κατάσταση θεοπτίας, προσκυνώντας κάποτε μια εικόνα της Θεοτόκου : «Μια μέρα, που πήγα να ασπασθώ την άσπιλη εικόνα της Τεκούσας Σε (Χριστέ μου), κι ενώ προσκυνούσα μπροστά της, Συ ο ίδιος, πριν ακόμα σηκωθώ, φάνηκες μέσα στην πενιχρή μου καρδιά• κι εγώ, σαν να είχα μεταμορφωθεί όλος σε φως, γνώρισα τότε ενσυνείδητα πως σε κατέχω εντός μου».
 
«Το γεγονός, ότι η εικόνα είναι ακριβώς μια ευεργετική βοήθεια για τον προσευχόμενο», λέει ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, «αποδεικνύεται από το ότι το πνεύμα μας, που ψάχνει για την παρουσία του Θεού, δεν πέφτει τότε (όταν ατενίζουμε μια εικόνα) σε χίμαιρες και οι σκέψεις συγκεντρώνονται και δεν σκορπίζονται. Η αγία εικόνα του Θεού, που παρουσιάζει τον Θεό σεσαρκωμένο, εμφανίζεται συγχρόνως και στην αισθητική όραση και στην πνευματική θέαση, συγκεντρώνοντας έτσι τα εξωτερικά και εσωτερικά συναισθήματα σε μία μοναδική θέαση του θείου».
 
Η εικόνα του προσώπου του Χριστού, ως μαρτυρία της σάρκωσής Του, είναι για τους απολογητές των εικόνων μαρτυρία της αλήθειας του ευχαριστιακού μυστηρίου. Έτσι, η αυθεντικότητα της εικόνας, του περιεχομένου της, εμφανίζεται κατ’ αναλογία στο μυστήριο. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαφέρει από τις άλλες θρησκείες χάρη στη συγκεκριμένη και φυσική κοινωνία με το αντικείμενό της. Διά μέσου αυτής της σχέσης, η πίστη γίνεται θέαση, γνώση, επικοινωνία ζωντανή μαζί Του. Αυτή η κοινή ζωή πραγματοποιείται μέσα στη θεία Ευχαριστία. Η προσευχή μπροστά στο άγιο Ποτήριο απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, γιατί μόνο σε μία προσωπική σχέση μαζί του μπορεί να έχει μετοχή σε ό,τι φέρει εκείνο το Πρόσωπο. Επομένως, αυτή η σχέση απαιτεί μια εικόνα, αφού ο άνθρωπος δεν απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό Χριστό, σε μια αφηρημένη θεότητα, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο: «συ ει αληθώς ο Χριστός[…], ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον σώμα Σου[…]». Στην Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος γίνονται διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το θείο Σώμα και Αίμα του αναστημένου και δοξασμένου Χριστού. Ο Χριστιανισμός δεν γνωρίζει πνευματική ανάσταση εκτός του σώματος. Η σωτηρία πραγματοποιείται και στο παρελθόν και στο παρόν και στο μέλλον διά μέσου του σώματος. Η ίδια η Ευχαριστία αναπαριστά για μας τη σωτηρία, ακριβώς γιατί είναι Σώμα. Επομένως, η εικόνα του προσώπου του Χριστού δεν αντιστοιχεί στο μυστήριο, αν αυτή η εικόνα δεν αναπαριστά ένα σώμα, που ο θάνατος δεν έχει ισχύ πάνω του, δηλαδή το δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η πραγματικότητα του δοξασμένου Σώματος του Χριστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με την αυθεντικότητα της προσωπικής του εικόνας, διότι το Σώμα του Χριστού πάνω στην εικόνα είναι αυτό το ίδιο «Σώμα του Θεού, που έλαμψε από θεία δόξα, άφθορη, αγία, ζωοποιό». Η εικόνα εδώ, ως μαρτυρία της σάρκωσης, συνδέεται με την εσχατολογία, γιατί το δοξασμένο σώμα του Χριστού είναι το σώμα της Δευτέρας Παρουσίας και Τελικής Κρίσης. Από εδώ προέρχεται η εξαγγελία του 3ου Κανόνα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου, ότι: «Ει τις ουν ου προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδῃ εν τη δευτέρᾳ παρουσίᾳ την τούτου μορφήν».
 
Και, γιά να συνοψίσομε καταλήγοντας: Ο ανεικόνιστος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης «εφανερώθη εν σαρκί». Άρα μπορεί να εξεικονιστεί με τη συγκεκριμένη μορφή. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε, σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ την ύλην, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι᾽ εμέ γενόμενον και εν ύλῃ κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι᾽ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον». Αυτοί, που πολεμούσαν τις εικόνες, πολεμούσαν ανεπίγνωστα τη σάρκωση του Λόγου. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό φιλοσοφικά: «Θεός τῃ ύλῃ ου μείγνυται» (Πλάτων). Έτσι όμως, ο Θεός παραμένει «άκοσμος» και ο κόσμος «άθεος». Αντίθετα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει και πάλιν: « Και σέβων ου παύσομαι τῃ ύλῃ, δι᾽ ης η σωτηρία μου είργασται».

Η Ενορία – Πως πρέπει να λειτουργεί Θεολογικά και Εκκλησιαστικά Πρωτοπρεσβυτέρου Πολυβίου Πέτρου

Ο ναός του Αγίου Νικολάου και μέρος της παλαιάς αυλής

Ομιλία στο πλαίσιο της Γ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 28η Φεβρουαρίου, 2013.

Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ευχαριστώ για την τιμή, που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτό το θέμα, το οποίο είναι βέβαια πολύπλευρο και δεν είναι αρκετή μια συνάντηση, για να καλυφθεί. Σήμερα, απλώς θα πάρουμε μια γεύση του. Θα προσπαθήσω με την εισήγησή μου, να σας παρουσιάσω αρχικά την έννοια της ενορίας, ιστορικά από τη μια, και από την άλλη θεολογικά, αλλά και το αλληλένδετο θέμα, τι είναι η Εκκλησία. Γιατί αρκετοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;». Αλλά, και το ερώτημα, «τι είναι Εκκλησία», το ακούμε και από ανθρώπους που εκκλησιάζονται, που είναι κοντά στην Εκκλησία. Κάποιοι πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία είναι ο ναός, ένας χώρος, στον οποίο έχουν καθήκον να πάνε, όπου συνήθως, για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελαν να ακούσουν ένα καλλίφωνο ιερέα, μαζί και καλούς ψάλτες. Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι! Την Εκκλησία πρέπει να τη δούμε βαθύτερα και θεολογικά, ως Σώμα Χριστού• πρώτα εμείς οι κληρικοί, που μας αξίωσε ο Θεός, παρόλη την αναξιότητά μας, να είμαστε αξιωματούχοι στο Σώμα της Εκκλησίας, κι έπειτα ο λαός, οι πιστοί, να καθοδηγηθούν σ᾽ αυτή την αντίληψη περί Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ευθύνη, να συνειδητοποιήσουμε τι βάρος κουβαλούμε στους ώμους μας. Και ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που τα προβλήματα της διαποίμανσης είναι πάρα πολλά και σε μικρές και σε μεγάλες ενορίες.

Προσωπικά, όταν χειροτονήθηκα ιερέας, μου ανετέθη μια μικρή ενορία στη Λάπηθο με 1200 ψυχές.Μετά την εισβολή, τον Οκτώβριο του 1974, διορίστηκα στα Κουφάλια, μια κωμόπολη του Νομού Θεσσαλονίκης, που εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Εδέσσης. Η κωμόπολη αυτή είχε δύο ενορίες. Υπηρέτησα στη μεγαλύτερη. Το 1986, όταν τελείωσαν όλα τα παιδιά μου το Λύκειο εκεί στα Κουφάλια, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκα σε μια ενορία είκοσι χιλιάδων. Η εμπειρία μου με δίδαξε, ότι την πιο καλή ποιμαντική σχέση, που είχα με τους ενορίτες μου απ’ αυτές τις τρεις ενορίες, την είχα στη Λάπηθο. Κι αυτό, γιατί εκεί γνώριζα όλο τον κόσμο, όλους, μικρούς και μεγάλους τους ήξερα με το όνομά τους. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι, που να μην έμπαινα μια φορά τον χρόνο για έναν αγιασμό, για μια ιεροτελεστία. Ακόμη, εκεί δεν υπήρχε κανείς αιρετικός. Ήταν όντως μια πραγματική ποιμαντική σχέση, την οποία δεν ξανασυνάντησα ύστερα. Γιατί; Στα Κουφάλια, για παράδειγμα, ήταν 5000 ψυχές οι ενορίτες μου και παράλληλα συνέπεσε τότε και δύσκολη περίοδος, γιατί, μετά την Αντιπολίτευση, υπήρχε έντονο αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα εκεί, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να τους γνωρίζω όλους, ούτε και είχα την δυνατότητα να επισκέπτομαι τα σπίτια όλων των ενοριτών μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και πολλή αγάπη κατορθώσαμε και είχαμε μια καλή επαφή με τον κόσμο εκεί και ήταν παράλληλα ένα καλό μεταβατικό στάδιο και για μένα και για τα παιδιά, την οικογένειά μου. Γιατί φύγαμε από τη Λάπηθο, που ήταν μια κωμόπολη (είχε Γυμνάσιο, ήταν μεγάλη ενορία). Αν πηγαίναμε απευθείας σε μια μεγαλούπολη, τα παιδιά μας θα κινδύνευαν ασφαλώς. Ήταν οικονομία Θεού, που πήγαμε στα Κουφάλια. Γι’ αυτό, σ᾽ αυτά τα θέματα, να αφηνόμαστε στα χέρια του Θεού και να αφήσουμε τον Θεό να κατευθύνει τη ζωή μας: «τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ.8,28)

Αυτά, σαν ένας μικρός πρόλογος.

Η Ενορία

Την ημέρα της Πεντηκοστής στην πόλη των Ιεροσολύμων, μετά το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου, πίστευσαν και βαπτίσθηκαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κατά την εντολή του Κυρίου, τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία του Χριστού, την πρώτη ενορία – κοινότητα.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και έτσι η Εκκλησία έχει προαιώνια ύπαρξη. Όπως όλο το έργο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και το μυστήριο της Εκκλησίας ήταν στο σχέδιο του Θεού από καταβολής κόσμου, το οποίο απεκαλύφθη με την ενανθρώπηση του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα – ενορία ήταν και η πρώτη ενορία – επισκοπή, με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Την κοινή πίστη στον Σωτήρα Χριστό.
2. Την κοινή λατρεία: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». (Πράξ. 1,42)
3. Την υπαγωγή υπό τον Α´ Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
4. Την αγάπη, ως εφαρμογή του ευαγγελικού κηρύγματος στη ζωή των μελών της,
και
5. Την προσδοκία της κοινής Ανάστασης και μετοχής στην ουράνιο Βασιλεία του Θεού.

Οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, που ζούσαν τα μοναδικά βιώματα της πρώτης τότε ενορίας («του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» “Πράξ.4,32”), απεδείκνυαν την αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, μέσα από το μυστήριο της ενορίας. Ήταν πραγματικά ιδανική η πρώτη αυτή χριστιανική κοινότητα – ενορία: Είχαν κοινοκτημοσύνη («είχον άπαντα κοινά», “Πράξ.2,44”), τα Κυριακά δείπνα – «Αγάπες», με ενσυνείδητη μετοχή στο μυστήριο της Ζωής, τη θεία Ευχαριστία.

Με το κήρυγμα των Αποστόλων εις πάντα τα έθνη, κατά την εντολή του Κυρίου, και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, παρά τους διωγμούς, έχουμε και τη συνακόλουθη αναγκαία χειροτονία επισκόπων και πρεσβυτέρων κατά τόπους. Σχετική είναι η εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο, «ίνα καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1,5). Οι πρώτες κοινότητες – ενορίες συνήθως λειτουργούσαν στις πόλεις. Για τη ζωή των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας έχουμε πολλές μαρτυρίες από τις Πράξεις των αποστόλων και τις Επιστολές του αποστόλου Παύλου. Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός, βρέθηκε στην ανάγκη της αποκέντρωσης. Αυτό γίνεται ειδικά μετά τη λήξη των διωγμών, οπότε έχουμε μαζική προσέλευση στην Εκκλησία και οι πνευματικοί πατέρες έπρεπε να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους πιστούς.

Κατά την περίοδο των αποστολικών Πατέρων έχουμε την εδραίωση του θεσμού της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας λέγει ότι ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος προσθέτει, «όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία» και, «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra Ecclesiam nulla salus “Κυπρ. Επιστ., 66.8”).

Μετά την παύση των διωγμών, έχουμε μαζική αύξηση των Χριστιανών και στην ύπαιθρο και περαιτέρω αποκέντρωση, και τη δημιουργία νέων επισκοπών και κατά τόπους ενοριών σε όλη τη Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, καταρχήν, διαμορφώνονται ως τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα (Πενταρχία των Πατριαρχών). Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στον βίο του αγίου Αθανασίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ότι είχε στη δικαιοδοσία του αρκετές αρχιεπισκοπές και 120 επισκόπους. Η ενορία, υπό τη σημερινή της μορφή, άρχισε να υφίσταται μεταξύ του 4ου – 5ου αι., με τη χειροτονία πολλών πρεσβυτέρων στην επαρχία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα – ενορία καθόριζε την καθημερινή ζωή και την ύπαρξη του Ρωμηού. Τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος.

Η ενορία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι η ίδια η Εκκλησία σε μικρογραφία. Εδώ τελεσιουργείται η διακονία της καταλλαγής, κηρύττεται και λατρεύεται ο Χριστός. Ο άνθρωπος προσεγγίζει εμπειρικά την Εκκλησία του Χριστού, στη μορφή κάποιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, στη ζωή της ενορίας.

Όπως είπαμε στην αρχή, η αποκάλυψη της Εκκλησίας έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και η εδραίωση με την αποστολή του αγίου Πνεύματος, ενώ η τελεία φανέρωση θα γίνει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά είναι βεβαίως θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν άμεση σύνδεση με τη ζωή μας. Άλλωστε, όλα τα προβλήματα πρέπει να τα λύνουμε θεολογικά, αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σωτηρία μας και να ζούμε σωστά και φυσικά. Για να σκεφτόμαστε θεολογικά, ασφαλώς δεν είναι αρκετό η απαραίτητο το πτυχίο μίας Θεολογικής η Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά, όπως λέγει ο όσιος Νείλος ο ασκητής, Θεολόγος είναι αυτός, που ξέρει να προσεύχεται («Ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη• και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» “Migne, P.G. 79, 1180”).

Αλλά εκκλησία λέγεται και ο ναός, ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να τελέσουν τα Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, κατεξοχήν δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γιατί η θεία Ευχαριστία αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της Εκκλησίας από τις άλλες θρησκείες. Για τον καθαγιασμό ενός χώρου ως ναού, όπου θα συναθροίζεται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, γίνεται ειδική τελετή, η τελετή των Εγκαινίων. Η καθιέρωση του ναού είναι ουσιαστικά καθιέρωση του θυσιαστηρίου. Ναός χωρίς θυσιαστήριο δεν είναι ναός, αλλά οίκος προσευχής, «μήτε σκήνωμα είναι της δόξης του Θεού χωρίς θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεού», κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόλαος Καββάσιλας, ότι το θυσιαστήριον καθιερώνεται από τον επίσκοπο με την τοποθέτηση λειψάνων αγίων μαρτύρων, που φανερώνουν τους τρεις πυλώνες οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι το θυσιαστήριο, ο επίσκοπος και οι άγιοι. Διαχωρισμός του ενός από τα άλλα δύο συνιστά απώλεια του ορθοδόξου ήθους.

Πάντως ο ναός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι ουρανός «ένδον του ιερού καταπετάσματος ώσπερ εν επουρανίαις σκηναίς, τον θρόνον έχων τον δεσποτικόν, εφ᾽ ου καθήμενος ο του παντός βασιλεύς, συναίρει λόγον αοράτως μετά των δούλων αυτού».

Η Καθολική Εκκλησία ενεργεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στην ενορία, που είναι η πνευματική μας οικογένεια. Στη μήτρα – κολυμβήθρα της ενορίας μας γεννηθήκαμε και στη ζωή της αναγεννώμαστε στο λειτουργικό γίγνεσθαι. Εκκλησία είναι η ενορία και συνιστά τον ναό ως το κέντρο της, τον κατεξοχήν χώρο της. Όπως το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο, τοπικά και λειτουργικά, του κοινοβίου, έτσι και ο ενοριακός ναός είναι στο κέντρο της κοινότητας. Παλαιότερα μάλιστα, στον περίβολο του ναού, οι ορθόδοξοι πιστοί εβίωναν την κοινωνία μεταξύ τους, ιδίως μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι η επι-κοινωνία των πιστών μεταξύ τους έξω από τον ναό ήταν συνέχεια και ήταν συνδεδεμένη με τη θεία Κοινωνία, που είχε προηγηθεί μέσα στον ναό.

Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τη συνάντηση των πιστών αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με τους γιορτάρηδες να κερνούν κι όσους είχαν μνημόσυνο να προσφέρουν τα κόλλυβα, τη ρακή. Συντελείτο μια ωραία επικοινωνία όλης της Κοινότητας στον περίβολο του ναού. Η επικοινωνία της κοινότητας-ενορίας φανερωνόταν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, το Πάσχα θα έπρεπε να έρθουν όλοι οι χωριανοί, για να πει τον Καλό Λόγο ο ιερέας. Έψαχναν μήπως έλειπε κανείς και, αν έλειπε, έστελναν κάποιο να του φωνάξει. Σήμερα, αυτή η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση, έχει μεν ατονήσει, αλλά μπορεί όμως να ανανεωθεί στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που υπηρέτησα, δημιουργήσαμε προς τον σκοπό αυτό πολλούς χώρους κάτω από τον ναό. Ένα παρεκκλήσι, μια αίθουσα 500 ατόμων, ένα αρχονταρίκι, αίθουσες κατηχητικών, βιβλιοθήκης, παιχνιδιού, υπολογιστών, ψυχαγωγίας. Όλα όσα γίνονται στους χώρους αυτούς υπηρετούν, τρόπον τινά, με σύγχρονους τρόπους αυτό, που ζούσαμε παλαιότερα στους περιβόλους των ναών.

Η Εκκλησία αρνείται να αφομοιωθεί με την άμορφη κοινωνία, αλλά εκτείνεται ως σωτηρία, που υπάρχει «εν ορίοις», πέραν μεν των χωρικών ορίων του ναού, μέσα σε καθορισμένα όμως όρια, που υποδηλώνουν ευθύνη. Δεν πρόκειται για όρια περιχαράκωσης και για τους μη υγιείς τοπικισμούς, που δημιουργούνται καμμιά φορά, όσο για σύνορα έγνοιας και μέριμνας. Ο εκκλησιαστικός ενοριακός κύκλος δεν κλείνει, αλλά ανοίγεται και διαλέγεται, προσεγγίζει και μεταδίδει το μυστήριο της κοινωνίας, μαρτυρεί τον Χριστό προς τους εγγύς και τους μακράν.

Η ενορία είναι η ευχαριστιακή οικογένεια, που γίνεται «ο,τι κοινωνεί», το μικρό ευχαριστιακό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα η σωτήρια δράση της ευρύτερης Εκκλησίας, η κλήση πάντων σε σύναξη. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά πραγματώνεται στην ενορία. Ενορία γίνεται ο χώρος σάρκωσης της Εκκλησίας, που για τον χριστιανό του κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε απομάκρυνση από αυτή είναι ξενητιά. Χωρίς ενορία, όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, που καταδυναστεύει μία άσαρκη ρομαντική ουτοπία, μία κοινότητα, που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού. Η ζωή υπερβαίνει το σύστημα. Και αυτή η υπέρβαση, η ελευθερία από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι η ενορία. Ο σύγχρονος μακαριστός κορυφαίος δογματικός θεολόγος, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ λέγει: «Δεν δίνουμε ορισμό σε κάτι, που είναι από μόνο του απόλυτα σαφές. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα, που την ζούμε, παρά αντικείμενο, που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε» (Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Εκδόσεις Αρμός, σ.13).

Ο απώτατος Θεός γίνεται εγγύτατος, ως Θεάνθρωπος, που γίνεται ψηλαφητός μέσα στην Εκκλησία δια της ενορίας, που είναι η εικόνα, η έκφραση και η εκδήλωση όλης της Εκκλησίας, «ο μεταμορφωμένος κόσμος μέσα στον κόσμο». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας στη λατρεία της, καλλιεργώντας σωστή σχέση με την ενορία, σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας.

Ο προεστώς της ενορίας, ως ποιμένας, αλλά και ως ποιμαινόμενος του επισκόπου, ενορίτης και ο ίδιος, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Επιδεής, βεβαίως, και ο ίδιος σωτηρίας, γίνεται δρόμος προς τον Χριστό, αντιμετωπίζει τους λαϊκούς αδελφούς, όχι ως παθητικούς θεατές, αλλ᾽ ως δυναμικούς συνοδοιπόρους στο ενοριακό έργο. Ως μέτοχος της ιερωσύνης του Χριστού, με την αίσθηση της αναξιότητάς του, την υπηρετεί και δεν τη χρησιμοποιεί ως δικαιωματικός της κάτοχος. Φροντίζει τα πρόβατά του ως να ανήκουν στον Χριστό και όχι στον ίδιο.

Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να κινείται ως πνευματικός πατέρας, φίλος και αδελφός, σύμβουλος και συμπαραστάτης, έχοντας ως προϋπόθεση το πατερικό πνεύμα, το ορθόδοξο φρόνημα και τις ησυχαστικές πρακτικές (ευχή, νηστεία, άσκηση, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στα πνευματικά του τέκνα). Πρέπει να θυμάται τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι», και, «γέγονα τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω», ενώ παράλληλα δεν πρέπει να υστερεί σε θέματα φιλανθρωπίας, κοινωνικής προσφοράς και ανιδιοτελούς αγάπης.

Στην ενορία πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το εγώ στο εσύ, γιατί η πραγματική ηθική αρχίζει, όταν μπαίνει στη σκηνή «ο ξένος», ο διαφορετικός. Το κάθε μέλος έχει και ξαναβρίσκει τη σχέση του ως «μέλος εκ μέρους». Και οι γυναίκες και οι άντρες, οι μικροί και οι μεγαλύτεροι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, που μας κάνουν πιο οικείους με την αιώνια ζωή. Η μνήμη τους δεν είναι αναπόληση, αλλά η μνημόνευσή τους σε κάθε προσκομιδή τους καθιστά κοινωνούς στη μνήμη του Θεού και στη ζωή μας μέσω της θείας Ευχαριστίας. Στη ζωή της ενορίας όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως «εν δυνάμει αγίους», ως συνοδοιπόρους και όχι ως απειλή. Η ενοριακή πίστη μας αυτή είναι: ο άλλος είναι ο πλησίον, ο Παράδεισός μου και όχι η Κόλασή μου, όπως διακήρυσσε ο άθεος Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σάρτρ. Η μόνη διάκριση, που γίνεται, είναι αυτή μεταξύ του αμετανοήτου – μη αναγεννημένου και του μετανοημένου – ευχαριστιακού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Νικολάου Γ. Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας. Συνδεόταν με τον πατέρα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη και τον Γέροντα Παΐσιο. Ήταν φιλομόναχος άνθρωπος και «τρελλός», με την τρέλλα, που όλοι πρέπει να έχουμε για τον Χριστό. Το απόσπασμα αναφέρεται στη σχέση μας με τους νεκρούς, που αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, και με μας, που αποτελούμε τη στρατευομένη. Είμαστε όμως όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, ένα αδιάσπαστο σώμα με κεφαλή τον Χριστό.

« Η Εκκλησία είναι το σώμα μου»

Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μοναχός εν᾽ απόγευμα, μπήκα στην εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορημένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ.
Τότε λοιπόν, παρά τις ελλειπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ᾽ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου ειν᾽ ένας άλλος.
Άλλος ο Χριστός και η αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος, που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τος αγαπώ ως εαυτόν μου. άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου, που μ᾽ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου». (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 66-67)

Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Στην ενορία τα άτομα αναδεικνύονται ξεχωριστά πρόσωπα, που εξελίσσονται στην ελευθερία χάρις στην ταπείνωση, που είναι η δύναμη να μη βασίζομαι μόνο στις δικές μου δυνάμεις και να εμπιστευθώ στον Θεό την ύπαρξή μου και να βάλω τον αδελφό στη ζωή μου, να θητεύσω στο θέλημα του Θεού για να ελευθερωθώ, να συσταυρωθώ με τον αδελφό μου, για να αναστηθώ. Το παράδοξο του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ουδετερότητα, αλλά με αγάπη. Να γίνει αγάπη.

Τέλος, οι ενορίες – κλήρος και λαός – δεν πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς ευχαριστιακές κοινότητες μέσα στα όρια της κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας, αλλά να εξαρτώνται από τη μία επισκοποκεντρική ευχαριστία, ως οργανικός της κλάδος. Εκεί διασφαλίζεται πνευματικά η ενότητα της Εκκλησίας, κάτω από το ωμοφόριο, την ευχή και την προσευχή του οικείου ποιμενάρχου της, εν αγάπη και υπομονή.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι χωρίς να γνωρίσουμε τι είναι Εκκλησία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποστολή μας, ως ιερείς.

Θέματα προς συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού.
2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας.
3. Επιλογή των συνεργατών μας.
4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα.
5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες.
6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
7. Αξιοποίηση των αποδήμων.
8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες.
9. Η αξιοποίηση της μαζικής προσέλευσης πιστών κατά τις μεγάλες εορτές, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα.
10. Η ιδιαίτερη φροντίδα μας για την ευπρέπεια του ναού, των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων.
11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών.
12. Αξιοποίηση του διαδικτύου.

Συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού

Η πνευματική ζωή του ιερέα περιλαμβάνει τη μυστηριακή ζωή, τη μετάνοιά του ενώπιον του Χριστού και του πνευματικού του, την προσευχή, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων. Αναμφίβολα, χωρίς μελέτη και χωρίς ανανέωση, ο ιερέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ποικιλότροπες ποιμαντικές ανάγκες της εποχής μας, που είναι πολύ δύσκολη. Έχουμε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, οι εξελίξεις τρέχουν και δεν τις προλαβαίνουμε. Οφείλουμε να έχουμε ενδιαφέρον να ενημερωνόμαστε μέσα από τα διαθέσιμα μέσα, και για τους νεώτερους υπάρχει και το διαδίκτυο, που συνιστά μια αξιόλογη πηγή ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, ο ιερέας οφείλει να μελετά, χωρίς όμως να αισθανθεί ποτέ την αυτάρκεια της γνώσης. Να έχει διαπαντός την αίσθηση της μαθητείας και την ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Να τρέφει σεβασμό προς όλους τους λαϊκούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους του, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να αντιμετωπίζει με πραότητα, υπομονή και καλωσύνη τις όποιες δύσκολες καταστάσεις και περιστατικά της ζωής.

Το χάρισμα της διάκρισης πρέπει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ιερέα. Αυτό αποκτιέται και καλλιεργείται με την προσωπική πνευματική του ζωή, και κυρίως την προσωπική καθημερινή του μετάνοια. Σ’ αυτό βοηθά, αν ανακρίνει καθημερινά τον εαυτό του γύρω από τους λογισμούς, τη στάση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες, που είχε από την επαφή του με συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, θα διαπιστώσει τις ελλείψεις του και θα επεκτείνει τα όρια της προσευχής του στους συνανθρώπους του, που πλήγωσε, που κατέκρινε, είτε με τους λογισμούς του, είτε με τις επιθυμίες του, τη γλώσσα του, τις ενέργειές του. Όταν αυτή η «ανάκριση» γίνεται καθημερινά, με το να προσεύχομαστε δηλαδή ονομαστικά για τους ανθρώπους, που πικράναμε, που κατακρίναμε, τότε αποκτούμε διάκριση, αποκτούμε αγάπη. Αυτό αποτελεί «αρχή μετανοίας», για να έλθει η μετάνοια. Για να φωτιστούμε και να αγιασθούμε, πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Ουδέποτε ενώνεται η χάρις του αγίου Πνεύματος με ακάθαρτο νου, με σώμα μολυσμένο.

Όταν ο καθένας κάνει αυτή την προσωπική εργασία, τότε τα όποια προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του Θεού. Τα προβλήματα, οι αποτυχίες μας σε ενορίες οφείλονται σε προσωπική μας έλλειψη. Πρέπει να αναλάβουμε προσωπικά την ευθύνη γι᾽ αυτή την έλλειψη. Δεν φτάνει μόνο η μελέτη και η διεκπεραίωση ακολουθιών από μέρους μας.

Το πιο σημαντικό για όλους μας είναι η καθημερινή μας μετάνοια• τα υπόλοιπα τα κατευθύνει το άγιο Πνεύμα. Να επιμελούμεθα και να ανανεώνουμε την προσωπική μας πνευματική ζωή, που η βάση της είναι η μετάνοια και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Σ’ αυτό μας κατευθύνει το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου και το πρώτο κήρυγμα του Δεσπότου Χριστού: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάθε μέρα να ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, για να μπορούμε να ανανεώνουμε την παράστασή μας, την παρουσία μας δηλαδή ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου. Εάν δεν ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, τότε δεν ανανεώνουμε την ευχαριστιακή μας σχέση, ούτε με τον Θεό, ούτε με τους συνανθρώπους μας.

2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας

Εδώ, βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι και σταυρός για μας. Γιατί ο κόσμος θεωρεί, ότι πρέπει να είμαστε ψηλά κι εμείς και η οικογένειά μας. Καμμιά φορά όμως, αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς και, ούτε μεγάλα λόγια πρέπει να λέμε, ούτε μπορεί κάποιος να καυχηθεί γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό κι εδώ χρειάζεται η προσωπική πνευματική μας ζωή και το παράδειγμά μας. Διαφορετικά, είναι επικίνδυνο και για την ποιμαντική μας προσπάθεια, αν αποτύχουμε στην οικογένειά μας, πράγμα, για το οποίο δεν είναι πάντα υπαίτιος ο ιερέας. Κι ασφαλώς, πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο για μια επιτυχημένη ιερατική οικογένεια. Είναι ένας σταυρός, που πρέπει να σηκώσουμε με την προσευχή μας και να προσπαθήσουμε με το παράδειγμά μας, όσο εξαρτάται από εμάς, να δώσουμε μια καλή μαρτυρία και μέσα από την οικογένειά μας. Ο ιερέας οφείλει να νοιάζεται την οικογένειά του. Να δίνει το παρόν του από τη μικρή ηλικία των παιδιών του μέχρι και την εφηβεία και την αποκατάστασή τους.

3. Επιλογή των συνεργατών

Στην επιλογή των συνεργατών μας να μην υπάρχουν διακρίσεις και αποκλεισμοί. Από μέρους του ιερέα χρειάζεται προσέγγιση ανθρώπων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Να δίνει ευκαιρία και σε καινούργια πρόσωπα, που θα ήθελαν να βοηθήσουν και να προσφέρουν, μεταφέροντας έτσι προς την κοινωνία το έργο της Εκκλησίας.

4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα

Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται καινούργιοι τρόποι προσέγγισης. Η πίστη μας παραμένει σαφώς η ίδια, αλλά να βρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων.

5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες

Η Κατήχηση αποτελεί σημαντική μας έλλειψη. Πολλά προβλήματα είναι ζήτημα απουσίας λόγου. Η κατήχηση δεν αφορά μόνο στα μικρά παιδιά, αλλά κατήχηση θέλουμε όλοι ανεξαιρέτως. Η μελέτη από τους ιερείς βοηθά στο να ανανεώνει ο ιερέας την ιερωσύνη του, να την εμπνέει, να την εμβαθύνει. Πρέπει να γίνει έμπρακτη μέσω του κηρύγματος, που βοηθά και επικοινωνιακά τη σχέση του ιερέα με τον λαό. Πολλοί ιερείς «φοβούνται» ότι θα εκτεθούν, ότι θα κριθούν. Ο κηρυγματικός λόγος αυτός, ιδιαίτερα όταν είναι μέσα στη θεία Λειτουργία, είναι βαπτισμένος μέσα στο αναστάσιμο σώμα του Κυρίου μας και βοηθά τον λαό. Ο ιερέας μοιράζεται τη συμμετοχή του με αυτό το σώμα.

Ο ιερέας πρέπει να έχει την έγνοια του ποιμνίου του. Πολλοί είναι οι ορθόδοξοι, που πλησιάζουν τους ιερείς με σκοπό να τους διαβαστεί η ευχή της βασκανίας, η να τους κάνουν ευχέλαιο. Τούτο το σημείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται μεν «ανώφελο», αποτελεί εντούτοις ένα σημείο επαφής, που φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα. Είναι μια καλή αφορμή για να τους πλησιάσουμε με αγάπη, χωρίς να αρνηθούμε να τους βοηθήσουμε . Κυρίως «να ακούσουμε» τον πόνο τους, και έτσι να τους αναπαύσουμε. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να αισθανθούν την Εκκλησία ως μητέρα τους, που τους νοιάζεται.

Όσον αφορά στους ξένους στην Κύπρο, έχουμε δύο περιπτώσεις: τους ορθοδόξους και τους μη ορθοδόξους. Για τους ορθοδόξους, πρέπει να εργαστούμε ουσιαστικά. Πρέπει πρώτα εμείς με το παράδειγμά μας, να αποδείξουμε ότι αυτή η Εκκλησία είναι και δική τους Εκκλησία, όχι μόνο για μας τους Έλληνες. Οι ιερείς οφείλουν να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθούν• να τους εντάξουν στο ποίμνιό τους, μια και αποτελούν ποίμνιό τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενταχθούν μέσα στην τοπική Εκκλησία. Ο καλύτερος τρόπος είναι μέσα από τα μυστήρια. Παράλληλα, να τους βοηθήσουμε και σε πρακτικά ζητήματα, όπως την επικοινωνία τους με τις κρατικές υπηρεσίες για την τακτοποίηση γραφειοκρατικών θεμάτων, που γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικά.

Αναμφίβολα, η παρουσία στη Μητρόπολή μας ιερέων από άλλες ορθόδοξες εθνότητες ωφελεί. Ο καθένας κουβαλά τις συνήθειές του, την κουλτούρα του και έτσι διαφαίνεται ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική, πράγμα που έγινε αντιληπτό στους Κυπρίους μόνο τα τελευταία χρόνια, επειδή οι ίδιοι οι Κύπριοι ήταν περιχαρακωμένοι στο εγώ τους.

Έχουμε ακόμα περιπτώσεις ανθρώπων αιρετικών η που είναι μπλεγμένοι με τη μαγεία, τα μέντιουμ η διάφορες ινδουϊστικές θεωρίες. Προληπτικά, είναι καλό ο ιερέας να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αυτές με προσευχή. Αλλά, παράλληλα, να γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του, διατηρώντας επικοινωνία με αυτό. Με ενδιαφέρον να συμπαραστέκεται, οδηγώντας τους πεπλανημένους προς την Ορθή πίστη. Να είναι ανοικτός και σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, αγκαλιάζοντάς τον με καλωσύνη.

Ο ιερέας οφείλει να κατηχεί τον ορθόδοξο λαό του προς την ορθόδοξη πίστη. Την ίδια στιγμή όμως να γνωρίζει την κουλτούρα των αλλοδόξων ανθρώπων (που πολλές φορές συμβιώνουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια), καθώς και τους τρόπους, τις μεθόδους και πολλές φορές τα αρνητικά μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσουν, εκπληρώνοντας τα πνευματικά τους καθήκοντα. Ο ρόλος του ιερέα είναι άκρως σημαντικός: ο ίδιος παρέχει ασφαλή προστασία στο ποίμνιό του, κατηχώντας από τη μια το ποίμνιό του πως να προσεύχεται, αντιστεκόμενος στα κακά πνεύματα και δυνάμεις, και από την άλλη, καθαγιάζοντας το ποίμνιό του μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς

Η σχέση του ιερέα με τους εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι στενή. Να επιδιώκει ο ιερέας να έχει σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαιτέρως στα σχολεία πρέπει να δίνουμε το παρόν μας στις εορτές τους, να προσφέρουμε, να προτείνουμε στους εκπαιδευτικούς η στα παιδιά ένα σχετικό βιβλίο, να κάνουμε μια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορεί να μην είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, έχουν εντούτοις αναζητήσεις. Όταν τους δώσουμε την ευκαιρία, βοηθιούνται οι ίδιοι και βοηθούν ταυτόχρονα και εμάς. Από την άλλη, στην περίπτωση, που εκπαιδευτικοί κατηγορούν την Πίστη μας και είναι εναντίον της Εκκλησίας, τότε καλό είναι το κάθε πρόβλημα να λύνεται, είτε σιωπηλά, είτε με τη βοήθεια και συνεργασία του εκάστοτε γυμνασιάρχη-λυκειάρχη, χωρίς να είμαστε εριστικοί, δημιουργώντας εχθρότητες. Το τελευταίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει.

Ο ιερέας οφείλει να συμμετέχει ενεργά, δυναμικά, αλλά και διεκδικητικά πολλές φορές, σε όλα τα δρώμενα της ενορίας του, η οποία αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τα όποια προβλήματά της. Να βοηθά στην επίλυση προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει επιθετικές προθέσεις, πράγμα που πολλές φορές κάνει το πρόβλημα μεγαλύτερο. Ούτε και είναι καλό για τον ιερέα να κρατά στάση δειλίας απέναντι στα προβλήματα, αλλά να αντιδρά άμεσα, εκφράζοντας ανοικτά την άποψή του, όπου χρειάζεται. Να έχει το θάρρος να υπερασπίζεται τα δίκαια της Εκκλησίας, γιατί είναι αποδεδειγμένο, όταν εμείς είμαστε σωστοί, οι άλλοι μας δέχονται. Ενώ, όταν είμαστε δειλοί, μη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της Εκκλησίας, δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που περιμένει από μας να είμαστε πρωτοστάτες σε αυτά τα θέματα. Ταυτόχρονα, αν ο ιερέας είναι προνοητικός, μπορεί πολλές φορές να προλάβει το πρόβλημα πριν την εμφάνισή του. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους του προσωπική εγρήγορση. Ο ίδιος να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να συνεργάζεται στα θέματα, που μπορεί να συνεργάζεται, εμπλεκόμενος κάθε φορά με τους σχετικούς κοινωνικούς φορείς. Σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις είναι ο Θεός, που φωτίζει τον ιερέα να ενεργήσει αναλόγως.

7. Αξιοποίηση των αποδήμων

Στα μικρά χωριά τα Σαββατοκυρίακα η ενορία μεγαλώνει με την παρουσία των αποδήμων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλό να συνεργαζόμαστε, προσπαθώντας να τους αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Έτσι, η ενορία θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά ταυτόχρονα τους βοηθούμε και προσωπικά, συνδέοντάς τους με την πρώτη τους ενορία, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί πατρίδα τους.

8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες

Αυτή η μέριμνά μας, θα μπορούσε έμπρακτα να οργανωθεί με την εύρεση καταλλήλων προσώπων. Στη Μητρόπολή μας ήδη συστάθηκαν για τον σκοπό αυτό μονάδες οικονομικής στήριξης και προσφοράς αναγκαίων τροφίμων και ειδών ένδυσης σε άπορα άτομα, με υπεύθυνους ιερείς.

9. Η αξιοποίηση των μεγάλων εορτών, οπόταν έχουμε μαζική προσέλευση πιστών, καθώς και των μυστηρίων και των μνημοσύνων

Εδώ είναι μια πρόκληση, που οφείλουμε να την κερδήσουμε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι των μεγάλων εορτών, των μνημοσύνων, των μυστηρίων, που δεν έχουν τακτική επαφή με την Εκκλησία και την ενορία, αν είμαστε οργανωμένοι, αν τελούμε τα μυστήρια με επίγνωση χωρίς να βιαζόμαστε και να κατανοούν οι άνθρωποι, τότε εύκολα προσεγγίζουν την Εκκλησία. Στην αρχή μπορούμε να λέμε μερικά λόγια, ώστε να υπάρχει μια τάξη και ησυχία. Είναι καλό τις μεγάλες εορτές να υπάρχει σωστή οργάνωση, να μην υπάρχουν κενά στην ακολουθία, ώστε να δημιουργούνται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτά, βοηθούν πολύ και πάρα πολλοί ευκαιριακοί επισκέπτες της ενορίας μπορούν να γίνουν τακτικοί, αν εμείς δίνουμε καλές εξετάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις.

11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών

Όλοι μας έχουμε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ένας αδελφός, που διαθέτει ένα χάρισμα, μια εμπειρία, να τη μοιράζεται, χωρίς να έχουμε την ιδέα ότι τα ξέρουμε όλα. Αλλά να έχουμε υπόψη μας την έννοια της «δια βίου γνώσεως», κάτι, που για όλους μας χρειάζεται, και να αξιοποιούμε με αυτό τον τρόπο τις εμπειρίες των άλλων αδελφών μας. Το χάρισμα του καθενός να το αξιοποιούμε με τη συνεργασία, με τον διάλογο και με τη συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών. Δείχνουμε έτσι στον κόσμο την ύπαρξη συνεργασίας και αγάπης μεταξύ μας.

Είναι απαραίτητη η συμμετοχή μας στη γειτονική ενορία, όταν αυτή πανηγυρίζει. Δίνουμε μια καλή μαρτυρία αγάπης και προς τον ιερέα, αλλά και προς τον εορταζόμενο Άγιο της ενορίας, που εορτάζει. Μία πρακτική, που εφαρμόζουν πολλοί ιερείς, είναι, όταν πανηγυρίζει μια γειτονική Κοινότητα, δεν λειτουργούν στην ενορία τους, αλλά μετέχουν με το ποίμνιό τους στην πανήγυρη της γειτονικής ενορίας. Η, καμμιά φορά, μπορεί να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα των ακολουθιών της ενορίας τους, ώστε να μπορέσουν οι ίδιοι να συμμετάσχουν και στη γειτονική πανήγυρη. Πάνω σ᾽ αυτό, είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «Εις την Καινήν Κυριακήν», στον οποίο παροτρύνει τον κόσμο, ιερείς και λαϊκούς, να πηγαίνουν σε μέρες πανήγυρης στα προσκυνήματα, γιατί κατ’ αυτή την ημέρα παρέχεται περισσότερη και ιδιαίτερη χάρις του αγίου Πνεύματος στους πιστούς, λόγω του εορταζομένου αγίου.

Με αφορμή το θέμα αγαστής συνεργασίας με τους συμπρεσβυτέρους μας, να θίξουμε κι ένα σημαντικό παρεμφερές: Πάντα να έχουμε ένα καλό λόγο για τους κληρικούς αδελφούς μας. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε εύκολα κατηγορίες για άλλους ιερείς, αλλά, αντίθετα, να τους υπερασπιζόμαστε, όταν τύχει σχετικός λόγος. Κι ακόμα, να προσπαθούμε να εμβάλουμε στους κατηγόρους καλούς λογισμούς για τους κατηγορουμένους κληρικούς. Γιατί, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθει και η δική μας η σειρά, οπότε θα θυμηθούμε ότι κακώς κι εμείς δεχτήκαμε μια κατηγορία εναντίον άλλου ιερέα αβασάνιστα και χωρίς να ερευνήσουμε το θέμα. Ο ιερέας επιβάλλεται να είναι προσεκτικός με τους ανθρώπους, ο οποίος ανοίγει διάφορα θέματα, τάχα από ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για να καταλήξουν όμως σε κατηγορία κάποιου εκκλησιαστικού προσώπου. Η συζήτηση αυτή καθοδηγείται ασφαλέστατα από τον δαίμονα της κατάκρισης. Ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει αυτό τον πειρασμό της κατάκρισης, όχι μόνο για άλλους ιερείς, αλλά, πολύ περισσότερο, και για αρχιερείς, γιατί θα το βρει μπροστά του. Θα βρει δηλαδή, σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο, πειρασμό, για να ταπεινωθεί και μετανοήσει. Η ιεροκατηγορία οδηγεί τον ιερέα σε ψυχικό θάνατο και σκανδαλίζει ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό μας.

12. Αξιοποίηση του διαδικτύου

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πολύπλευρης γνώσης και ενημέρωσης, που μπορεί να βοηθήσει πολύ στο ποιμαντικό μας έργο, και κυρίως για πληροφόρηση σε θέματα, που απασχολούν τους νέους μας. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι χρειάζεται από μέρους του ιερέα σύνεση στον τρόπο χρησιμοποίησης του εργαλείου αυτού. Καταρχήν, να μην παρασύρεται ο ίδιος από το «νεωτεριστικό πνεύμα», απολυτοποιώντας το. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι σε γνώση του ιερέα ο τρόπος λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα από τη χρήση του στο περιβάλλον της ενορίας του. Αν ο υπεύθυνος ιερέας αφήνει ανεξέλεγκτο τον χειρισμό του διαδικτύου από νέους, που θα το χειρίζονται στο πλαίσιο της κατηχητικής κίνησης της ενορίας του, χωρίς δηλ. να επιβλέπει και να έχει αίσθηση της σχετικής ευθύνης, τότε, πολύ εύκολα η κατάσταση θα ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια, και θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Πολλοί καλοπροαίρετοι ιερείς, ευρύτερα ομιλούντες, έκαναν πειράματα εκσυγχρονισμού, τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην εκκοσμίκευση. Στην προσπάθειά τους, να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο, οδηγήθηκαν σε λανθασμένο δρόμο, έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο λόγος είναι ότι δεν αξιοποιούμε τη μεγάλη δύναμη της εξαγιασμένης και μακρόπνοα δοκιμασμένης ιερής Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά επηρεαζόμαστε από το κοσμικό φρόνημα και από την τεχνολογία της επικοινωνίας (σύγχρονα πολυμέσα), που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φαινομενική πρόοδος, χωρίς Θεό, είναι ψεύτικη τελικά, και, άρα, χωρίς περιεχόμενο ουσιαστικό.

13. Σχέση ενορίας και μοναστηριών

Πολλές φορές δημιουργείται μια εχθρότητα στις ενορίες προς τους πιστούς, που πάνε στα μοναστήρια. Το γεγονός όμως τούτο δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Η σχέση αυτή των πιστών ενοριτών μας με κάποια μονή είναι τελικά ευεργετική, διότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθηθούν και θα γίνουν έτσι και καλύτεροι ενορίτες. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελέσουν τους καλύτερους συνεργάτες του ιερέα στην ενορία του. Αυτοί, είναι πιστοί, που αποκτούν περισσότερα αισθητήρια, ζουν καλύτερα τη μετάνοιά τους, αφού συχνάζουν σ᾽ ένα κατεξοχήν χώρο μετανοίας. Κάθε μοναστήρι, που αγωνίζεται να λειτουργεί σωστά, προτρέπει, και πρέπει να προτρέπει, τους πιστούς να ενταχθούν ενεργητικά στις ενορίες τους. Το μοναστήρι έτσι βοηθεί τον κάθε πιστό, να εκτιμήσει την ενορία του, αφού εκεί ανήκει οργανικά. Από την άλλη, είναι ωφέλιμο να υπάρχει μια επικοινωνία και επαφή του ιερέα και της ενορίας του με μοναστήρια, μάλιστα γειτνιάζοντα στην ενορία. Διότι καμμιά φορά γίνονται στο μοναστήρι ευκολώτερα γνωστά τα προβλήματα ενός ενορίτη, κι έτσι ο ιερέας του, σε συνεννόηση με το μοναστήρι, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώτερα την περίπτωση. Στα μοναστήρια, εξάλλου, οι μοναχοί και μοναχές πρέπει να εξυψώνουν στις ψυχές των πιστών τους ιερείς των ενοριών. Χρειάζεται, τελικά, μια λεπτότητα και μια ειλικρινής αμοιβαιότητα εκ μέρους και των μοναχών και των ιερέων.

Πηγές και βοηθήματα

1. Η Καινή Διαθήκη
2. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέος, Όσοι Πιστοί, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
3. Εφημέριος, Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Ημερολόγιον 2012.
5. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1-12, Αθήναι 1962-1968.

Πρώτη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου

Πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2012 η πρώτη συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, με εισηγητή τον  πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη Κυπριανό Μηλιδώνη, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα του τρόπου αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας, παραθέτοντας κείμενα των Γραφών και των Πατέρων, τα οποία ομιλούν σαφώς περί της αναγνώσεως των ευχών μυστικώς, όπως αναφέρουν και τα παλαιά “Ιερατικά” μέχρι το έτος 2002, γεγονός που είναι η επίσημη πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακολούθησε ενδιαφέρουσα επί του θέματος συζήτηση, στην οποία καταλήξαμε, ότι ο τρόπος αναγνώσεως των υπό του ιερέως εντός του ιερού Βήματος ευχών, σύμφωνα και με τη μακραίωνα παράδοση της  Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρέπει να είναι μυστικώς, δηλαδή σε ύφος και ένταση χαμηλού τόνου, ενός υποψυθιρισμού, που θα είναι ακουστός και κατανοητός από τους ἐν τῷ Βήματι τυχόν συλλειτουργούντες κληρικούς, καθώς και του πλησίον της Ωραίας Πύλης τυχόν ισταμένου διακόνου.

Πολιτιστικό Ίδρυμα

(1) Γενικές Πληροφορίες

Το Πολιτιστικό και Περιβαλλοντικό Ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου λειτουργεί σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από πέντε μέλη με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Μόρφου.
Το κτίριο του Ιδρύματος βρίσκεται στην κοινότητα Περιστερώνας. Πρόκειται για μια παραδοσιακή διατηρητέα οικοδομή αστικού τύπου των αρχών του αιώνα (1914) που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα με αρκετά αξιόλογα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία. Βρίσκεται κατά μήκος ενός στενού δρόμου πλησίον της πεντάτρουλλης εκκλησίας των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος.Σκοποί του Ιδρύματος είναι η διάσωση, η συντήρηση, η συνέχεια και η προβολή της πολιτισμικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνειδήσεως.

Οι στόχοι του Ιδρύματος πραγματοποιούνται με πολιτιστικά, περιβαλλοντικά, πολιτισμικά κι εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, εκδηλώσεις, εργαστήρια μουσικής, χορού, αγιογραφίας, αρχειοθετήσεις φωτογραφικού και άλλου υλικού, διαλέξεις, διοργάνωση συναυλιών, εκθέσεων, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά κι άλλα προγράμματα, κ.λπ.

Διεύθυνση:

Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος 4, 2731
Περιστερώνα Μόρφου

τηλ. 22823330-22823360
τηλεομ. 22823392
Email:  politistiko@immorfou.org.cy


(2) Συμβούλιο

  • Πρόεδρος: Μητροπολίτης Μόρφου
  • Αντιπρόεδρος: Βαρνάβας Βαρνάβα
  • Γραμματέας: Γεώργιος Κυθραιώτης
  • Ταμίας: Πέτρος Λαζάρου
  • Μέλος: Ανδρέας Κακουλλής
  • Διευθυντής: Πέτρος Λαζάρου
  • Προσωπικό: Γιάννης Λέμπος


(3) Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

  • Τὰ μαθήματα τῆς σχολῆς διεξάγονται στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, ἔναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος στὴν Περιστερῶνα.
  • Τὸ κόστος ἐγγραφῆς στὴν σχολὴ εἶναι €10 καὶ τὰ δίδακτρα ἀνέρχονται στὸ ποσό τῶν €20 μηνιαίως ἢ στὰ €190 γιὰ ὅλο τὸν χρόνο. Οἱ μαθητὲς ἐπιβαρύνονται, ἐπίσης, καὶ τὸ κόστος τῶν διδακτέων βιβλίων.
  • Τὰ μαθήματα διδάσκουν ὁ διευθυντὴς τῆς σχολῆς καὶ πρωτοψάλτης τῆς μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου καὶ ὁ πρωτοψάλτης Ἀκακίου κ. Ἰωάννης Λέμπος.
  • Τὰ μαθήματα μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν ἄτομα ἀπὸ 9 ἐτῶν καὶ ἄνω, τὰ ὁποῖα γίνονται δεκτὰ κατόπιν ἀκροάσεως ἀπὸ τοὺς δασκάλους τῆς σχολῆς.
  • Τὰ μαθήματα εἶναι ἀπογευματινὰ (16:00-20:00) καὶ διεξάγονται καθημερινά, ἀπὸ Δευτέρας ἕως Παρασκευῆς. Ξεκινοῦν κάθε χρόνο στὶς 18 Σεπτεμβρίου καὶ λήγουν στὶς 27 Ἰουνίου. Τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τὶς 23 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 7 Ἰανουαρίου περιλαμβανομένης. Τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου καὶ ἐπαναρχίζουν τὴν Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ.
  • Τὰ μαθήματα γιὰ κάθε τάξη-τμῆμα διεξάγονται δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ διαρκοῦν μία ὥρα τὴν κάθε φορά. Ἑὰν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ μάθημα γίνεται μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον διαρκεῖ μιάμιση ὥρα.
  • Πρὶν ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 15-22 Ἰουνίου), διεξάγονται οἱ ἐξετάσεις τῆς σχολῆς (προφορικὲς καὶ γραπτές). Τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων, καθὼς καὶ τὰ Ἐνδεικτικὰ (Ἔλεγχοι), ἐπιδίδονται στοὺς μαθητές, σὲ μιὰ μικρὴ τελετή, ποὺ λαμβάνει χώρα στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, κατὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 23-27 Ἰουνίου).
  • Ἡ φοίτηση στὴν σχολὴ εἶναι ἑξαετής.
  • Γιὰ περισσότερες πληροφορίες, μπορεῖτε νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸν κ. Μάριο Ἀντωνίου στὸ τηλ. 99351748, ἢ μὲ τὸν κ. Ἰωάννη Λέμπο στὸ τηλ. 99814884.

Χορωδία «Άγιος Μάμας»
Για την επιπρόσθετη μόρφωση των μαθητών της Σχολής Ψαλτικής Τέχνης της Μητροπόλεως Μόρφου, έχει συγκροτηθεί η χορωδία «Άγιος Μάμας», η οποία στελεχώνεται από μαθητές που φοίτησαν ή εξακολουθούν να φοιτούν στη Σχολή.

Η χορωδία λαμβάνει μέρος σε διάφορες πανηγύρεις της μητρόπολης, ως επίσης και σε διάφορες εκδηλώσεις της.



Φωτογραφίες από τη συμμετοχή της Χορωδίας σε διάφορες εκδηλώσεις:


(4) Νεανική Χορωδία Μητροπόλεως Μόρφου

Το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας έκφρασης των συναισθημάτων, των εμπειριών και της καθημερινότητας ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής των αγροτικών κοινωνιών διαφόρων περιοχών και προσμίξεων των προηγούμενων αιώνων, που στην πορεία μπορεί να μην αφορά σήμερα το σύγχρονο τρόπο ζωής των πόλεων και των αστικοποιημένων χωριών, αλλά ποτέ δεν έπαψε να ψυχαγωγεί τους σύγχρονους ανθρώπους και να τροφοδοτεί με ιδέες τους νέους καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι χωρίς το στέρεο έδαφος της παράδοσης η νέα σύνθεση είναι αδύνατη να κυοφορηθεί. Άλλωστε τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος μας γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου άνθιση της παραδοσιακής μουσικής της καθ’ ημάς Ανατολής που όλο και περισσότερο ελκύει νέους ανθρώπους να τη γνωρίσουν και να τη σπουδάσουν.

Την πλούσια αυτή παράδοση επιχειρούμε εδώ και πολλά χρόνια να διασώσουμε και να μεταδώσουμε, με την σύσταση της Νεανικής χορωδίας Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου. Μιας Χορωδίας που τα πρώτα της βήματα έκανε δειλά δειλά το 2001 και στην πορεία συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις κι αξιώθηκε να συνοδεύσει καλλιτέχνες όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.ά.

Το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό ίδρυμα της ιεράς μητροπόλεως Μόρφου ανακοινώνει και φέτος την έναρξη των μαθημάτων παραδοσιακού τραγουδιού και παραδοσιακών μουσικών οργάνων.

Τα τμήματα διδασκαλίας παραδοσιακού τραγουδιού θα λειτουργήσουν ως εξής:

Τρίτη 6:30 για τις ηλικίες 18 και άνω

Τετάρτη 6:30 για τις ηλικίες 8 έως 18

Τα ωράρια των τμημάτων διδασκαλίας παραδοσιακών οργάνων καθορίζονται μετά από συνεννόηση με τους καθηγητές.

Τα τμήματα αφορούν τα εξής μουσικά όργανα: Βιολί, Ούτι, Λαούτο, Πολίτικο λαούτο (λάφτα), ταμπουράς, τουμπελέκι, ρεκ, Μπεντίρ, Νταούλι, Νταμπουτσιά

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στον κ. Γιάννη Λέμπο στο τηλέφωνο 99-814884.

Υπεύθυνος
Γιάννης Λέμπος
τηλ. 99814884

Πολυδύναμο κέντρο «Η ΣΟΛΕΑ»



Mητροπόλεως 8 – 2831 Ευρύχου
Τηλ. 22-933646- Φαξ. 22-933647
Email: polidinamo@immorfou.org.cy
 
Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» άρχισε τη λειτουργία του την 1η Μάιου 2001 και στόχος του είναι η προσφορά υπηρεσιών σε ηλικιωμένους, σε ανάπηρους, σε παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας ακόμη και σε βρέφη.  Η διοικούσα επιτροπή του Πολυδύναμου Κέντρο «Η Σολέα» απαρτίζεται από 10 άτομα εθελοντές της περιοχής οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή.  Ο Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Μόρφου.
Το Κέντρο μας λειτουργεί τα εξής 5 προγράμματα τα οποία  έχουν την έγκριση  και στήριξη του Υπουργείου Εργασίας: Ιδρυματική φροντίδα, Διημερεύουσα φροντίδα,  Κατ’ οίκον φροντίδα, Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός και Παιδική Λέσχη.

Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός φροντίζει να ενισχύεται οικονομικά  από χορηγίες, εισφορές κι εκδηλώσεις, ούτως ώστε τ’  άτομα που απολαμβάνουν τις υπηρεσίες του Κέντρου να έχουν την όσο το δυνατόν χαμηλότερη οικονομική επιβάρυνση. Γι’  άτομα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μετέχουν των προγραμμάτων του Κέντρου μπορούν να αποτείνονται στο Γραφείο Ευημερίας για οικονομική βοήθεια, αφού συμπληρώσουν σχετική αίτηση.
 
Στέγη ηλικιωμένων και αναπήρων

Η Στέγη έχει δυναμικότητα 35 κλινών για παροχή διαμονής σε άτομα που έχουν ανάγκη φροντίδας ή άλλων υπηρεσιών σε εικοσιτετράωρη βάση.  Η τοποθεσία του είναι μέσα στο κέντρο της κοινότητας Ευρύχου απέναντι από την Ιερά Μητρόπολή Μόρφου.   Έχει όμορφη θέα αφού μπορείς να αγναντέψεις από τα βουνά του Τροόδους  μέχρι και τη θάλασσα του Ξερού.  Το προσωπικό που εργάζεται στo πρόγραμμα αυτό  είναι η Διευθύντρια, η Διοικητική λειτουργός και δεκαεπτά υπάλληλοι.

Υπηρεσίες που προσφέρονται στο  Κέντρο κι άλλες δραστηριότητες:

Ιατρική παρακολούθηση κι εξέταση των ενοίκων ανά δεκαπενθήμερο από το Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Καθημερινή εξειδικευμένη φροντίδα προς τους ενοίκους από 
νοσηλεύτρια του  Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου που είναι ενσωματωμένο στο κτίριο του Πολυδύναμου κάθε Σάββατο και κάθε Τρίτη τελείται Παράκλησις.

Δημιουργική απασχόληση όπως γυμναστική (ΚΟΑ), χειροτεχνία, ανάγνωση, κηπουρική, περπάτημα στο χωριό.

Γυναίκες του Συνδέσμου Φιλανθρωπίας της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου σ’ εθελοντική βάση παρέχουν ώρες συντροφιάς κι άλλες υπηρεσίες στους ενοίκους. 
Οι εργαζόμενοι στο Κέντρο προέρχονται από τη γύρω περιοχή με αποτέλεσμα η προσέγγιση τους πέραν της επαγγελματικής καταρτίσεως τους, να είναι πολύ ανθρώπινη και φιλική. Η φροντίδα που παρέχεται είναι εξατομικευμένη κι έχει σαν στόχο την αυτοεξυπηρέτηση,  γεγονός που συμβάλλει θετικά στον ψυχολογικό τομέα των ενοίκων. Επίσης, συμμετέχουν σε διάφορα σεμινάρια, προγράμματα, εκδηλώσεις και ημερίδες που αφορούν θέματα κοινωνικής προσφοράς.

Μία φορά τον μήνα γίνεται συγκέντρωση προσωπικού με στόχο την ανταλλαγή απόψεων για την καλύτερη λειτουργία του Κέντρου.

Ο κώδικας δεοντολογίας τηρείται πολύ αυστηρά απ’ όλους τους εργαζόμενους στο Κέντρο και η εχεμύθεια και η εμπιστοσύνη αποτελούν το πρώτο μέλημα της διεύθυνσης.

Διημερεύουσα φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει διημερεύουσα φροντίδα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε άτομα που αυτοεξυπηρετούνται και διαμένουν στο σπίτι τους. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσφέρει φαγητό, πλύσιμο ρούχων, ψυχαγωγία, συντροφιά και δημιουργική απασχόληση. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα της διημερεύουσας φροντίδας μπορούν να συμμετέχουν και στα διάφορα προγράμματα  απασχόλησης και ψυχαγωγίας που εκπονεί το Πολυδύναμο Κέντρο.  

Κατ’ οίκον φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει καθημερινή κατ’ οίκον φροντίδα (συμπεριλαμβάνονται τα  Σαββατοκύριακα κι όλες αργίες), 24 ώρες το 24ώρο σε ηλικιωμένα κι ανάπηρα άτομα που δεν αυτοεξυπηρετούνται.    

Παρέχονται υπηρεσίες καθαριότητας του χώρου διαμονής,  σωματικής καθαριότητας, μεταφοράς σε γιατρό, ψώνισμα τροφίμων κι άλλων ειδών πρώτης ανάγκης και ψυχαγωγίας.

Παρέχονται υπηρεσίες εξειδικευμένης νοσηλευτικής φροντίδας (πληγές, ενέσεις, φάρμακα, αιμοληψίες κλπ) και υπηρεσίες παρακολούθησης από γιατρό, νοσηλευτή, φυσιοθεραπευτή, εργασιοθεραπευτή κλπ.   

Διανομή φαγητού

Το Πολυδύναμο Κέντρο αναλαμβάνει τη διανομή φαγητού σε άτομα που είναι στο σπίτι,  καθώς και στα ολοήμερα Δημόσια σχολεία της περιοχής Σολέας. 

Δημιουργική ψυχαγωγία κι εκδηλώσεις

Στον τομέα της δημιουργικής ψυχαγωγίας δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση και για τούτο εκπονούνται διάφορα προγράμματα στα οποία μπορούν να συμμετέχουν άπαντες κι αφορούν τη γυμναστική, χειροτεχνία, μαγειρική, ζαχαροπλαστική κτλ. Επίσης διοργανώνονται εκδρομές κι διάφορες άλλες εκδηλώσεις (επετειακά εορταστικά προγράμματα, μουσικά προγράμματα, συζητήσεις κλπ).
 
Υπεύθυνη προγράμματος
Σοφία Μαλτά
Για πληροφορίες
22933646 – 99515061
 
 
Παιδική Λέσχη
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Η Παιδική Λέσχη συστεγάζεται με τον Βρεφοπαιδοκομικό Σταθμό σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά.  Ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Φεβρουάριο του 2003 με ολοήμερο πρόγραμμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων της περιοχής, προσφέροντας στα παιδιά τους υγιή απασχόληση κι ασφάλεια.     

Ώρες λειτουργίας: 13:00 – 18:00

Υπηρεσίες που προσφέρονται:

Μεταφορά με λεωφορείο με συνοδό από τα σχολεία και νηπιαγωγεία της περιοχής Σολέας προς την Παιδική Λέσχη και μεταφορά των παιδιών όταν  σχολάσουν στα σπίτια τους.

Παρέχεται υγιεινή διατροφή, ανάπαυση, διάβασμα, δημιουργική απασχόληση (ζωγραφική, αθλητικά παιχνίδια και διάφορα άλλα παιχνίδια) και διάφορα ψυχαγωγικά προγράμματα ( θέατρο, μουσική, εκδρομή).

Υπεύθυνη προγράμματος:
Φάνη Πολυδώρου
τηλ. 99328379
 
Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Ο Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός συστεγάζεται με την Παιδική Λέσχη σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά. 

Ώρες λειτουργίας: 06:00 – 17:00

Υπηρεσίες και στόχοι:

Μεταφορά με συνοδό, πρόγευμα, γεύμα, μάθηση, παιχνίδι, ψυχαγωγία.

Στόχος του προγράμματος είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη  των παιδιών με την ενίσχυση της μοναδικότητας και διαφορετικότητας τους. Επιδιώκουμε την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς στους οποίους καθημερινά δίνεται αναλυτικό πρόγραμμα με τις ώρες που έφαγε, αλλάχτηκε και κοιμήθηκε το παιδί τους. Η αγάπη, η ασφάλεια, η φροντίδα  και η σωστή διαπαιδαγώγηση που παρέχεται από το εκπαιδευμένο προσωπικό μας, συμβάλει στην ορθή ανάπτυξη του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών, εφόδια που θα τα βοηθήσει στην εξέλιξη τους.

Υπεύθυνη προγράμματος:
Μαρίνα Γρηγοριάδου
τηλ. 99687392- 22932050

Σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών

Ο σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών προσφέρει βοήθεια και στήριξη σε ανθρώπους και οικογένειες που αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα.

Υπεύθυνη Ορεινής
Μαρία Ματθαίου
τηλ. 22923287

Υπεύθυνη Πεδινής

Σοφία Ιωαννίδου,
τηλ. 99897950

Ιδρυμα Προνοίας Νέας Γενιάς

Το Ίδρυμα σκοπό έχει να καλύπτει τις υλικές και πνευματικές ανάγκες των νέων της μητροπολιτικής περιφέρειας μας και να εκπονεί διάφορα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα.

Πρόεδρος
Μητροπολίτης Μόρφου

Μέλη
Πρωτοπρεσβ. Χριστοφόρος Δημητρίου
Πρεσβ.Αθανάσιος Βουδούρης
Σάββας Φουσκωτός
Γιάννης Λέμπος
Νικολέττα Τσιάρτα

τηλ. 22932401

Βιοκαλλιέργειες Οικοζωή ΛΤΔ

Η εταιρεία «Οικοζωή Βιοκαλλιέργειες ΛΤΔ» ιδρύθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου με σκοπό την παραγωγή και διάθεση γεωργικών προϊόντων, που παράγονται με την μέθοδο της Βιολογικής Γεωργίας.

Οι κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθούνται στην διαδικασία παραγωγής και σήμανσης των προϊόντων μας είναι αυτές που ισχύουν και σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην διαδικασία παραγωγής των προϊόντων μας δεν χρησιμοποιούνται χημικά συνθετικά παρασκευάσματα, δηλαδή: λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ορμόνες, αλλά ούτε και γενετικά μεταλλαγμένοι σπόροι και φυτά.

Για τον έλεγχο των εχθρών και ασθενειών εργαζόμαστε έχοντας σαν στόχο την επίτευξη μιας φυσικής ισορροπίας και γι΄ αυτό χρησιμοποιούμε: α) Διευρυμένη αμειψισπορά, β) Μεγάλη βιοποικιλότητα φυτών στα καλλιεργούμενα κτήματα, γ) Δημιουργία και συντήρηση χώρων για εγκατάσταση ωφέλιμων οργανισμών και μικροοργανισμών, δ) Συγκαλλιέργεια φυτών, ε) Ράντισμα και πότισμα με εκχυλίσματα από διάφορα αυτοφυή βότανα.

Η βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους επιτυγχάνεται με τους ακόλουθους τρόπους: α) Καλλιέργεια ψυχανθών, β) Χλωρολίπανση, γ) χρησιμοποίηση κομπόστας.

Ο έλεγχος και η πιστοποίηση της παραγωγής μας γίνεται από την Lacon Ltd , που είναι εγκεκριμένος οργανισμός από το Υπουργείο Γεωργίας για τον έλεγχο και την πιστοποίηση προϊόντων βιολογικής παραγωγής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Καλλιεργούμενες εκτάσεις και προϊόντα

Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις από τις Βιοκαλλιέργειες της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου ξεπερνούν τα 450 δεκάρια και υπάρχουν δυνατότητες για επέκταση στα 1000 δεκάρια. Στις εκτάσεις αυτές υπάρχου δενδροκαλλιέργειες όπως και διάφορα εποχιακά.. Οι δενδροκαλλιέργειες περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο ελιές και εσπεριδοειδή. Ανάμεσα στα καλλιεργούμενα είδη υπάρχουν και μικρές εκτάσεις με αλουίζα. Ένα σημαντικό μέρος των καλλιεργειών είναι οι πατάτες που καλύπτουν τις ανάγκες της ντόπιας αγοράς σε πατάτες βιολογικής καλλιέργειας. Τα κύρια προϊόντα που διαθέτει η ΟΙΚΟΖΩΗ είναι: ελαιόλαδο, πατάτες, αλουίζα, σιτάρι, κριθάρι, ρεβίθια και βίκο.

Τα βιολογικά προϊόντα της ΟΙΚΟΖΩΗΣ διατίθενται απο τις βιοκαλλιέργειες Οικοζωή και την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου.Τηλέφωνα επικοινωνίας: 22932401 και Σάββας Φουσκωτός 99450132


Διοικητικό Συμβούλιο

Γιώργος Χατζηπιερής
Σάββας Ττοφιτζίκης
Αιμίλιος Μιχαήλ

Γραμματέας

Μάριος Ορφανίδης

Συντονιστής Εργασιών

Σάββας Φουσκωτός τηλ. 99450132

Υπάλληλος 

Πέτρος Λεντέα


 τηλ. 22932401

τηλεομ. 22933092