Αρχική Blog Σελίδα 495

Οἱ προσευχὲς τοῦ ὁσίου Γέροντος Εὐμενίου τοῦ Νέου

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτούργια τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου καὶ γιὰ πρώτη φορὰ τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ ὁσίου Γέροντος Εὐμενίου τοῦ Νέου, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ  τῆς κοινότητος Περιστερὠνας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (23.5.2021).

Μαρτυρίες θαυμάτων ὁσίου Γέροντος Εὐμενίου τοῦ Νέου

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου καὶ μαρτυρίες χριστιανῶν γιὰ θαύματα τοῦ ὁσίου Γέροντος Εύμενίου τοῦ Νέου στὰ Θυρανοίξια τοῦ ἱεροῦ παρεκκλησίου Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ καὶ στὸν Ἑσπερινὸ (γιὰ πρώτη φορὰ) τοῦ Ἁγίου Εὐμενίου τοῦ Νέου, ποὺ τελέσθηκαν στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ  τῆς κοινότητος Περιστερὠνας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (22.5.2021).

Μαρτυρία για τη Γερόντισσα Γαλακτία

Την Γερόντισσα Γαλακτία δεν την γνώριζα. Έτυχε όμως να την πληροφορηθώ. Έκανα ταξίδι από την Αθήνα και την επισκέφθηκα το καλοκαίρι του 2019. Την περίοδο εκείνη είχα σχέση με μια κοπέλα η οποία με πίεζε να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση. Ο πνευματικός μου με παρότρυνε να το κάνω, λέγοντας μου πως αφού αγαπάμε ο ένας τον άλλον και υπάρχει η προοπτική σοβαρής εξέλιξης της σχέσης δεν είναι μεμπτό.

Εγώ ωστόσο δεν αναπαυόμουν, γιατί αυτό που μου έλεγε ήταν άκρως αντίθετο με τα πιστεύω μου. Μετά από αρκετή σκέψη, και όντας μπερδεμένος μέσα μου, βρήκα έναν Μητροπολίτη και είπα τον λογισμό μου. Εκείνος με παρέπεμψε στην Γερόντισσα Γαλακτία στην Κρήτη. Έκανα το ταξίδι και με υποδέχτηκαν με χαρά. Η γιαγιούλα έλαμπε και ευωδίαζε! Έβγαζε από μέσα της ένα μυστικό αλλά δυνατό φως που δύσκολα μπορούσες να την κοιτάξεις. Ειρήνη βασιλεύει εκεί.

Η ειρήνη του Θεού! Με πόση αγάπη με αγκάλιασε! Μου είπε επιτακτικά: «φύγε από τον τάδε (είπε το όνομά του) γιατί θα σε καταστρέψει»! Επειδή το όνομα αυτό είναι του συνεταίρου μου (είναι όχι πολύ συνηθισμένο όνομα), που είναι καλός μου φίλος και ποτέ δεν δυσκολευτήκαμε μεταξύ μας, λυπήθηκα. Λυπήθηκα πολύ… Η γιαγιούλα δεν άκουε. Είπα στον π. Αντώνιο γιατί στενοχωρήθηκα. Μου απάντησε ότι αποκλείεται να εννοεί τον συνεταίρο σου. Η γιαγιούλα αμέσως διευκρίνισε. Κατάλαβε την ένστασή μου με τρόπο πνευματικό. «όχι αυτόν που νομίζεις! Τον παπά που θα είναι ξώπαπας! (που θα τα πετάξει, που θα παύσει να είναι ιερέας). Αυτός παιδί μου βάζει πέπλα στα μάτια των ανθρώπων και δεν τους αφήνει να βλέπουν καθαρά το Χριστό. Εσύ φύγε τώρα!!!».

Αμέσως αντιλήφθηκα και θαύμασα! Απάντησε στο ερώτημα για το οποίο ήρθα! Έπειτα φανέρωσε την επαγγελματική μου ιδιότητα, μου περιέγραψε πώς δουλεύω και άλλα θέματα της προσωπικής μου ζωής! Έφυγα αέρινος, ανάλαφρος, παραδεισένιος…

Τον Φεβρουάριο του 2020 ζήτησα να την ξαναδώ. Τότε δεν δεχόταν πλέον πολλούς επισκέπτες. Με άφησε ο π. Αντώνιος και τον ευχαριστώ. Πήγα στις 4 Φεβρουαρίου. Με απασχολούσε το θέμα, τι να κάνω στη ζωή μου. Να γίνω μοναχός ή να ακολουθήσω τον έγγαμο βίο; Η παλαιά σχέση μου δεν προχώρησε τελικά. Έπειτα σκεφτόμουν, αν νυμφευθώ, πώς θα συνυπάρχω με την γυναίκα μου και μετά θα προσεύχομαι; Πως είναι δυνατόν να συνδυάζεται η συνεύρεση των συζύγων με την άσκηση και τον πνευματικό βίο; Δεν είναι αντίθετα αυτά;

Αυτά και άλλα με απασχολούσαν. Πήγα εκείνο το πρωί, ζήτησα την ευχή της. Μου έδειξε την αγάπη της με εγκαρδιότητα αγίου. Δεν ρώτησα τίποτα γιατί δεν άκουε καθόλου και γιατί λόγω των εγκεφαλικών δεν συγκρατούσε καθόλου αυτά που άκουε. Έμεινα όλη την ημέρα μαζί της μέχρι το βράδυ που θα ταξίδευα και πάλι. Δεν μου μιλούσε και ομολογώ πως είχα απογοητευτεί γι’ αυτό κάπως μέσα μου, αλλά προσευχόμουν. Ο π. Αντώνιος έφυγε για κηδεία σε χωριό μακρινό. Το βράδυ κατά τις 7μμ ήταν γεμάτο το δωμάτιό της από τις κυρίες που την υπηρετούσαν. Ήταν εκεί ο π. Αντώνιος. Πήγα να ζητήσω την ευχή της και να φύγω. Τότε μου είπε: «κάτσε τώρα να σου πω. Εσύ παιδί μου δεν κάνεις για καλόγερος! Θα παντρευτείς! Εσύ να φροντίζεις να έχεις το νου σου στο Θεό, στην Παναγία, και τους Αγίους, χωρίς άγχος και αγωνία, και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή θα σου φανερωθεί μια κοπέλα με την οποία θα ενωθείτε με γάμο. Και μη φοβάσαι. Δεν είναι αμαρτία να κοιμάσαι με την γυναίκα σου. Δεν είναι αμαρτία το φυσιολογικό σεξ! Το ευλόγησε ο Θεός (πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του γάμου) για να γεννιούνται παιδιά, αλλά και να δένεται το ανδρόγυνο μεταξύ του. Η μεγαλύτερη αμαρτία παιδί μου είναι τα βρώμικα, τα ανώμαλα που κάνουνε σήμερα, εκτός αλλά και εντός γάμου! Εσύ θα προσέχεις τις άγιες μέρες, θα αγαπάς τη γυναίκα σου και άφοβα θα την αγκαλιάζεις. Σιγά σιγά θα πάτε πιο ψηλά… ( θα γίνεται πνευματικότερος ο γάμος σας)».

Δεν θα ξεχάσω την αμηχανία και την έκπληξη του π. Αντωνίου και της κ. Ριρίκας στα λόγια αυτά. Είπαν ότι χρησιμοποιεί σαν ορολογία πρώτη φορά πχ «φυσιολογικό σεξ» κλπ. Τους εξήγησα πετώντας από χαρά ότι αυτά περίμενα! Αυτά ήθελα να ακούσω! Γι’ αυτές τις σκέψεις έκανα το ταξίδι από την Αθήνα! Συνέχισε η γερόντισσα και είπε και άλλα που αφορούσαν τη ζωή μου. Τί να πω; Πώς να τελειώσω; Άραγε υπάρχουν λόγια;

Ευλογημένη μας γιαγιούλα με τα λαμπερά προφητικά μάτια. Με το ολοφώτεινο πρόσωπο και την ευωδία δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ ποτέ! Κρίμα που δεν σε γνώρισε όλος ο κόσμος! Δεν πειράζει όμως! Τώρα είσαι πιο ζωντανή. Τρέχεις πιο γρήγορα. Δεν πονάνε τα πόδια σου. Ας σε φωνάζουν οι άνθρωποι και θα τρέχεις. Την ευχή σου! Μη με ξεχνάς εκεί πάνω που συμβασιλεύεις με τον Χριστό μας.

Υ.Γ.: Περιττό να αναφέρω ότι ο πρώην πνευματικός μου αποσχηματίστηκε όπως το προφήτευσε η γιαγιούλα!

(Υ.Γ. “e-mesara.gr”: Ο νέος που έγραψε το παραπάνω κείμενο μένει στη Γλυφάδα Αττικής και τα στοιχεία του είναι στη διάθεσή μας)

Πηγή: https://e-mesara.gr/martyria-gia-ti-gerontissa-galaktia/

Δύο ποιήματα τῆς ὁσίας Γερόντισσας Γαλακτίας τῆς Κρήτης

Τά δημοσιευθέντα ποιήματα ἀντέγραψαν προσκυνητές τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου ἀπό χειρόγραφα τῆς Γερόντισσας μέ ἄδεια τοῦ π. Ἀντωνίου Φραγκάκη. Ἧταν μία ἀπό τίς πολλές ἀλησμόνητες ἐπισκέψεις τους στή μεγάλη Γερόντισσα Γαλακτία.

 
Τί εἶναι ὁ Θεός (2012)
 
Θεέ μου, Πατέρα καί Δημιουργέ, Κυβερνήτη καί Πανσθενουργέ,ὅλοι μιλοῦν γιά Σένα, ὅλοι σέ ψάχνουν.

Ἄλλοι σέ φαντάστηκαν ἀπό τήν κεφαλή τους καί δημιούργησαν τή μορφή Σουὅπως ἐβόλευε τήν ζωή τους.

Εἶναι τά εἴδωλα τά σιχαμερά, δαιμόνων φαντάσματα καί μιαρά,πού θανατώνουν τήν ψυχή τους.

Κι ἀπ’ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν χριστιανοί καί μπήκανε μέσα στό σπίτι Σου καί στήν καρδιά Σου, ποτέ δέν σέ γνώρισαν πραγματικά,  γιατί ἀγνόησαν τά λόγια Σου καί τό Πανάγιο θέλημά Σου.

Ἄλλοι σέ φαντάστηκαν σάν γέρο πωγωνάτο καί λευκό σέ θρόνο νά κάθεσαι ὑψηλό, πάνω στά νέφη, ἄλλοι περιστεράκι θεώρησαν τό Πνεῦμα Σου νά φτερουγίζει στά κεφαλάκια τους καί μέ χαρά νά τούς γνέφει.

Μόνο τό Γιό Σου δέν φαντάσθηκαν, γιατί μᾶς ἔχει φανερωθεῖ, ἄν καί πολλοί Τοῦ κρυφτήκαμε καί δέν Τόν ἀφήσαμε, λυτρωτικά νά μᾶς καθοδηγεῖ.

Μόνο πού Ἐσύ εἶσαι Φῶς!  Φῶς ἄπλετον καί ἐκθαμβωτικόν!  Ἀσκίαστον καί νοερόν!  Ἄναρχον καί ὁμιλητικόν. Ἀπερινόητον καί ὑπαρκτόν! Τρίφωτον καί μοναδικόν (Μονάς ἡ Τριάς)!  Ἐσωκαρδίως ἐκχεόμενον καί διαστάσεις μή γνωριζόμενον!  Εἶσαι ὁ Πατέρας πού στοργικά ἀγκαλιάζει, πού πάντα ὑπομονεύεται κι ὅταν πρέπει διορθωτικά δοκιμάζει. Εἶσαι ἡ ἀκλόνητη σιγουριά σέ ὅσους ξέρουν τήν πρόνοιά Σου, τό γεμᾶτο ταμεῖο σέ ὅσους προσβλέπουνε στά ἀνεξάντλητα ἀγαθά Σου. Σέ λυπεῖ ἡ ἁμαρτία μας, γιατί μᾶς διώχνει μακριά Σου, σέ χαρήνει ἡ μετάνοια, γιατί μᾶς φέρνει καί πάλι κοντά Σου.

Τά λόγια τοῦ Γυιοῦ Σου φάρμακο, ὁ θάνατός Του Ζωή, ὁ Τάφος Του Ἀνάσταση καί χαρμονή. Ὁ Ἅδης τύψεις δικές μας, παρέα μέ τούς δαίμονες καί τούς ἐχθρούς σου, κάψιμο ἀφόρητο ἀπό τούς φωτεινούς ποταμούς Σου…  Τό Πνεῦμα Σου Φῶς, μιλεῖ καί σκέφτεται καί ἀγαπᾶ,  φωτίζει, καθαρίζει καί μεριμνᾶ.  Ὑπέρτατο Ὄν ὅπως κι οἱ Τρεῖς Σας.  Μέ κρότο κινεῖται στόν κόσμο αὐτό, κρότο ἀθόρυβο στά αὐτιά, δυνατότατο στήν καρδιά. Τήν ἁμαρτία σιχαίνεται, στήν μετάνοια ἀφήνεται. Αὐτό στόν Γυιό Σου μᾶς ὁδηγεῖ καί ὁ Γυιός Σου σ’ Ἐσένα! Καί γινόμαστε ὅλοι ἕνα! Μέσα στήν Βασιλεία Σου τήν ὑπέρλαμπρη καί ποθητή.  Πού μπαίνουμε χωρίς νά ξέρουμε τό πρόσωπό Σου (ἐνν. τό ἀμέθεκτο τῆς Θείας Οὐσίας) ἀλλά χαιρόμαστε παντοτινά τό γλυκύτατο δοξασμό Σου (ἐνν. τήν κατά Χάριν υἱοθεσία).  Ἐκεῖ δέξου με τήν ἐλεεινή, πού δέν ἔκαμα τίποτα στή ζωή μου γιά νά Σ’ εὐχαριστήσω ἀλλά καί δέν μπορῶ μακριά Σου νά ζήσω. Γιατί Σέ ἀγαπῶ…  Ἀμήν!  Ἀμήν!  Ἀμήν!

***

Τό  Κρινάκι (21 Ἀπριλίου 1994)
 
Ἕνα κρινάκι ὁλόλευκο
φύτρωσε στήν αὐλή μου
πῶς θἄθελα νά τοῦ ‘μοιαζε
ἡ ἁμαρτωλή ψυχή μου
τά πέταλά του ἄνοιξε
στόν οὐρανό κοιτάζει
κι Αὐτόν πού τό ‘στειλε στήν γῆ
ὑμνεῖ καί Τόν δοξάζει.
 
Μέ τήν λευκή του φορεσιά
καί τήν ἁγνότητά του
γεμίζει τήν ψυχούλα μου
μέ τό λεπτό ἄρωμά του.
Σάν νά μοῦ λέει πώς κι ἐγώ
νά γίνω σάν ἐκεῖνο
καί ἡ ψυχή μου στόν Θεό
νά πάει ἄσπρο κρῖνο.

Μόρφου Νεόφυτος: Ἕνας ἀνεπιτήδευτος παπᾶς σὲ ἐποχὲς ψευτιᾶς καὶ ὑποκρισίας

Ἐπικήδειος λόγος Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ πρεσβυτέρου Κυριακοῦ Θεοφάνους, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Χαραλάμπους τῆς κοινότητος Δένειας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (21.5.2021).

«Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν». Ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ στὸ Πάσχα καὶ ἀπὸ τὸ Πάσχα στὴν Πεντηκοστὴ

Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος ἐκφωνεῖ τὸ  «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης».

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Σύμφωνα μὲ παλαιὰ παράδοση, πολλοὶ πιστοὶ διαβάζουν καθημερινῶς, ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὴ Μεγάλη Πέμπτη, τὸ ἐκτενὲς «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης» τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται πρῶτο ἀπὸ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ τὴν παρακαταθήκη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, διὰ τῆς ὁποίας, ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πῶς σχετίζεται μὲ ἐμᾶς,  άφοῦ μᾶς φανερώνει τὸν τρόπο τῆς ἁγιοτητος διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς πιστούς, ὅπως ὁδήγησε καὶ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», μετὰ τὴν εἴσοδό Του στὴν καρδία καὶ στὴ ζωή τους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.  Ἀρχίζοντας νᾶ καθαρίζουμε τὴν καρδία μας ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τότε ἔχουμε βεβαία καὶ ὁλοκληρωμένη πίστη, ὁδηγούμαστε στὸν φωτισμὸ – δοξασμὸ καὶ στὴν ἑνοτητα ὅπου γινόμαστε ἕνα μὲ τὴ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸ χωρίο, «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν».

Τὸ «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης», ὅπως μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς Ρωμηούς,  διαβάζεται χαμηλοφώνως μὲ φωνὴ ταπεινή, γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὰ ἅγια Πάθη καὶ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά καὶ γιὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἀκολουθεῖ. Κι ὅπως ἔχουμε προαναφέρει, εἶναι τὸ ἐκτενέστερο εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν Τριαδικὴ Ἀλήθεια: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. η΄ 32)…Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἀποστόλων, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Πατέρων, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτὴ ἡ πίστη τὴν οἰκουμένη ἐστήριξε…Κι ὅποιος δὲν θέλει νὰ φοβᾶται σὲ μιὰ ἐποχὴ φοβερὴ καὶ τρομερὴ ὅπως τὴ δική μας, νὰ διαβάζει καθημερινὰ τὸ Ψαλτήριον καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς «Διαθήκης».

Καλὸ στάδιο καὶ τὴ Λαμπρὴ ἀχώριστοι.
Μετὰ πολλῶν ἐν Κυρίῳ εὐχῶν
+ Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, τῇ 15ῃ Μαρτίου 2021.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς (Ἀκολουθία τῶν Παθῶν), ποὺ τελεῖται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων στὸν Ἀστρομερίτη Μόρφου (16.4.2020).

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ θεοειδὴς ὅσιος Κυριακὸς τῆς Εὐρύχου

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ τῆς Εὐρύχου, ποὺ τελέσθηκε στὸ ὁμώνυμο πανηγυρίζον ἱερὸ παρεκκλήσιο τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (24.5.2021).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Παρουσίαση τοῦ βιβλίου Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου

Εἰσήγηση στὴν Α΄ συνάντηση (27.11.2018) τοῦ  Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς  Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Ζ΄ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2018-2019).
  
Εἰσηγητής: Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακεὶμ
 
Πανιερώτατε,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
 
Ἐγκαινιάζουμε σήμερα τὶς Συναντήσεις τοῦ Σεμιναρίου τοῦ τρέχοντος Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους μὲ τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, ποὺ κυκλοφορήθηκε πρόσφατα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Θεομόρφου» τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.
Ἑνὸς βιβλίου, ποὺ ἀποτελοῦσε παλαιὸ τάμα, ὀφειλετικὴ ἀπότιση πολλαπλοῦ χρέους τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας —καὶ συνάμα συνόλου τοῦ φιλοχρίστου πληρώματος τῆς Μητροπόλεώς μας— πρὸς τὸν πολιοῦχο τῆς κατεχομένης καθέδρας τῆς Μόρφου, κλεινὸ μεγαλομάρτυρα, μυροβλύτη καὶ θαυματουργὸ παιδομάρτυρα Μάμαντα. Καὶ τώρα, Χάριτι Θεοῦ, εὐχαῖς τοῦ μάρτυρος καὶ εὐλογίαις τοῦ Πανιερωτάτου, ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου.

 

Ἡ πληθωρικὴ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται, σὺν ἄλλοις, καὶ ἀπὸ μία ἀκατάσχετη ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Καί, παρόλη τὴν παράλληλα αὐξανόμενη ἐπέκταση καὶ διείσδυση στὴ ζωὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, κάθε λογῆς καὶ φυλῆς καὶ περιοχῆς, τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας καὶ τῶν ποικίλων της ἐκφάνσεων, τὸ βιβλίο στὴν κλασική του μορφὴ φαίνεται πὼς ὄχι μονάχα δὲν χάνει τὴν ἀξία του, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐξάνει. Καὶ μάλιστα ὁ σύγχρονος μέσος ἀναγνώστης ἀποζητᾶ μὲ ἐνδιαφέρον τὸ ποιοτικὸ βιβλίο, ποιοτικὸ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν.

Θεωροῦμε πὼς ἡ ὑπὸ παρουσίαση ἔκδοση πληροῖ ποικιλότροπα τὶς προϋποθέσεις περίληψής της στὸ καθόλα ποιοτικὸ βιβλίο. Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὰ ἔξωθεν. Ἡ καλαίσθητη ἔκδοσή μας αὐτή, σὲ σχῆμα 8ο (22Χ16 ἐκ.), ἀριθμεῖ 132 σελίδες σὲ ποιοτικὸ κιτρινωπὸ χαρτί, ποὺ καθιστᾶ εὐχάριστη καὶ ἄνετη στὸ μάτι τὴν ἀνάγνωση. Τὸ ὅλο κείμενο εἶναι δίχρωμο, κατὰ τὴν μακραίωνα βυζαντινὴ παράδοση, διανθισμένο μὲ ὡραιότατα δίχρωμα ἐπίτιτλα —ἔργα τοῦ ἁγιογραφείου τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης— καὶ πλαισιωμένο μὲ ἱκανὲς τετράχρωμες εἰκόνες, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς κειμένου, σχετιζόμενες πρὸς τὸν βίο καὶ τὴ διαχρονικὴ λειτουργικὴ τιμὴ τοῦ λαοφιλοῦς μεγαλομάρτυρος Μάμαντος. Τὴν ὅλη ἐκδοτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ βιβλίου εἶχε ὁ ἐκλεκτός μας συνεργάτης καὶ Διευθυντὴς τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως, κ. Πέτρος Λαζάρου.

Ὡς πρὸς τὰ ἔσωθεν, τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου μας διαρθρώνεται σὲ τέσσερεις ἑνότητες: Τὸν Πρόλογο τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, τὴν Εἰσαγωγὴ στὸ ἔργο τοῦ ὑποφαινομένου, μὲ τίτλο, «Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Μάμας, ὁ ἐν Καισαρείᾳ τῆς Καππαδοκίας, καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς Βίος του», ἀκολουθοῦν ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ἁγίου Μάμαντος (6ου αἰ.), «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος» (πρωτότυπο κείμενο σὲ ἐπιμέλεια δική μας καὶ μετάφραση στὴ νεοελληνικὴ τοῦ δρ. Γιώργου Χρ. Κυθραιώτη) καί, τέλος, τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα τῆς ἐκλεκτῆς σύγχρονης Ὑμνογράφου Μοναχῆς Ἰσιδώρας, «Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὸν ἅγιον Μάμαντα» καὶ «Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τὸν ἅγιον Μάμαντα».

Ἅγιος Μάμας ὁ θαυματουργός. Φορητὴ προσκυνηματικὴ εἰκόνα (16ος αἰ.) στὸν καθεδρικὸ ναὸ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου

Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν πολυσήμαντο Πρόλογο τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεόφυτου, ἐδῶ γίνεται ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὶς Θεῖες Λειτουργίες στὸν καθεδρικό μας ναὸ στὴ Μόρφου, ἀναδεικνύεται ἡ ἰδιαίτερη σημασία τους, καὶ προβάλλεται ἡ ἔκδοση ὡς ἀντιπελάργησις στὸν πολύδωρο καὶ πεφιλημένο πολιοῦχο μας. Σταχυολογοῦμε στὴ συνέχεια ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου.

«Πάντοτε πίστευα στὴ δύναμη τῆς Ἱστορίας. Τὸ βάθος τὸ ἐξασφαλίζει ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Ὅταν ἡ ἱστορικὴ μνήμη ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, τότε συντελοῦνται θαύματα. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία. Κατ᾽ αὐτήν, ποὺ τελεῖται «εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἑνώνουμε τὴ μνήμη μας μὲ τὴν αἰώνια μνήμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

»Ὅταν τὸ μέγιστο τοῦτο θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας τελεῖται στὴ σήμερα κατεχόμενη καὶ αὔριο ἐλεύθερη Κύπρο, τότε ἀνοίγονται νέοι ὁρίζοντες ὅρασης, τόσο «τοῦ νοεροῦ τῶν ἀγγέλων καὶ ἁγίων διακόσμου», ὅσο καὶ τοῦ ὁρατοῦ τούτου κόσμου. Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας στὴν κατεχόμενη Μόρφου τὸ 2004 καὶ ἡ ἔκτοτε σὺν Θεῷ ἐπανάληψή της στὸν ἱστορικὸ καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου, καθὼς καὶ σὲ ἄλλες ἐκκλησίες τῆς κατεχόμενης Κύπρου, «διήνοιξε τοὺς νοεροὺς τῆς καρδίας ὀφθαλμοὺς καὶ ἐπλάτυνεν αὐτὴν» καί, ἀντὶ ἡ παρατεινόμενη κατοχὴ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ θλίψη καὶ κατάθλιψη, ἡ ἐπαφή μας αὐτὴ μὲ τοὺς τόπους τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δοξολογικῆς τιμῆς τῶν ἁγίων μας, μᾶς ἔδωκε τὴν ἀναμφίβολη βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως ὁλοκλήρου τῆς Κύπρου. Σ᾽ αὐτὸ βεβαίως συνέβαλαν καὶ οἱ προφητεῖες τῶν ἁγίων μας, παλαιῶν καὶ νεωτέρων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τούτη ἡ σύγχρονη γεωπολιτική, ὅπου συμφωνεῖ μὲ τὸν θεόπνευστο προφητικὸ λόγο τῶν ἁγίων.

»Τὸ νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ τόπου σου μὲ τὶς ἐπικρατοῦσες σήμερα συνθῆκες, εἶναι ἕνα θαῦμα! Αὐτὴ τὴ βεβαιότητα, ὅτι δηλαδὴ τὸ θαῦμα ἀκόμη λειτουργεῖ στὴν Κύπρο καὶ ὅτι σύντομα θὰ λειτουργήσει ἐν ἐκτάσει καὶ ἐναργέστερα, τὴν ὀφείλω στὸν ἅγιο Μάμα, τὸν παιδομάρτυρα, τὸν μυροβλύτη, τὸν προστάτη τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, τὸν ἅγιο ποὺ φανέρωσε σ᾽ ἐμᾶς καινούργιους δρόμους πολιτείας καὶ πολιτικῆς…

»Ἐλάχιστο ἀντίδωρο στὸν μέγιστο τοῦτο ἅγιό μας γιὰ τὰ ἀφθονοπάροχα πρὸς ἐμᾶς δωρήματά του, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, παρελθόντα, παρόντα καὶ μέλλοντα, ἀποτελεῖ ἡ παροῦσα ἔκδοση, ποὺ περιλαμβάνει εἰσαγωγικὴ μελέτη ποὺ ἀποκαθιστᾶ ἱστορικὰ τὸ ἱερό του πρόσωπο, τὸν ἀρχαῖο Βίο του μὲ παράλληλη νεοελληνικὴ μετάφραση, καθὼς καὶ τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ τοὺς Χαιρετιστηρίους Οἴκους πρὸς αὐτόν».

Μεταβαίνουμε τώρα στὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα. Αὐτὴ σπονδυλώνεται ἀπὸ τρία κεφάλαια, τὰ ἑξῆς:

α. Ἡ διάδοση τῆς τιμῆς καὶ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος: Ἐδῶ, ἐπιχειρεῖται μία ἱστορικὴ καὶ ἁγιολογικὴ ἀναδρομὴ στὴν πορεία διάδοσης τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου μας ἀπὸ τὸ ἐπίκεντρό της, τὴν πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας πόλη τῆς Καισάρειας, καὶ τῆς σταδιακῆς διαμόρφωσης τοῦ ἀρχικοῦ του Βίου. Σταχυολογοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἑξῆς:

Ὁ ἅγιος Μάμας καιόμενος μετὰ λαμπάδων. Λεπτομέρεια φορητῆς εἰκόνας (14ος αἰ.), ἱερὸς ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς Μουτουλλᾶ, σήμερα ἐκτιθέμενη στὸ Μουσεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου

 «Μάμας ὁ ἔνδοξος μεγαλομάρτυς ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ἕνας ἀπὸ τοὺς λαοφιλέστερους ἁγίους κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο. Σὲ τοῦτο συντέλεσαν ποικίλοι λόγοι: Τὸ πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα· τὸ πολυσύχναστο ἐπίκεντρο τιμῆς του, ἡ περιώνυμη δηλαδὴ πόλη τῆς Καισάρειας, πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας —πιθανώτατα ὑπῆρξε ὁ ἐπισημότερα ἑορταζόμενος μάρτυρας τῆς πόλης· οἱ πανηγυρικοὶ πρὸς αὐτὸν Λόγοι τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων Βασιλείου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ἀπέβη ἐνωρίτατα προστάτης τῶν ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων-ὁριοφυλάκων τῆς περιοχῆς (ἀρχικὰ τῶν Ἰσαύρων Λιμιτανέων, καὶ ἀργότερα τῶν Ἀκριτῶν τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Ταύρου, τῆς Μεσοποταμίας κ.ἄ. παραμεθορίων περιοχῶν, καθὼς καὶ τῶν Ἀπελατῶν), οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ γιὰ στρατιωτικοὺς λόγους μετακίνησή τους στὶς παραμεσόγειες περιοχές, μετέφεραν εὔλογα καὶ τὴν τιμὴ τῶν προστατῶν τους ἁγίων, κατεξοχὴν τῶν μαρτύρων Γεωργίου καὶ Μάμαντος. 

Παράλληλη πρὸς τὴ διάδοση τιμῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὑπῆρξε καὶ ἡ διάδοση τοῦ βίου του, ἀρχικὰ καὶ κατὰ κύριο λόγο στὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ σὲ μετάφραση στὰ λατινικά, συριακὰ καὶ ἀρμενικά, καὶ ποὺ σώζεται, σὲ διαφορετικὲς μορφές, σὲ ἱκανὸ ἀριθμὸ χειρογράφων, χρονολογουμένων ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. κ. ἑξ. Νὰ σημειωθεῖ ἀκόμη ὅτι ἐντοπίσθηκε ἀπόσπασμα τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου (BHG 1019· βλ. κατωτ.) σὲ σπάραγμα παπύρου ἀπὸ τὴν Ὀξύρυγχο, χρονολογούμενο στοὺς 5ο/6ο αἰῶνες.

Ὁ ἅγιος Μάμας. Νωπογραφία στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς Τιμίου Σταυροῦ Ἁγιασμάτι στὴν Πλατανιστάσα (1505)

Σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα συντάσσεται στὰ ἑλληνικὰ ὁ ἀρχικὸς τύπος τοῦ Βίου, ἀκριβέστερα τοῦ Μαρτυρίου τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος… ὑπέστη σὺν τῷ χρόνῳ ἐπεξεργασία καὶ προσθῆκες. Κατὰ τὸ ἀρχικὸ αὐτὸ Μαρτύριο, ὁ Μάμας ὑπῆρξε ταπεινῆς καταγωγῆς νεαρὸς ποιμένας στὸ Ἀργαῖον ὄρος τῆς Καππαδοκίας, ὅπου συζοῦσε μὲ ἐλάφια καὶ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα ἐξημέρωνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τοῦ δόθηκε ἐξ οὐρανοῦ, καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ (270-275). Μόλις δὲ 70 χρόνια μετὰ τὸ μαρτύριό του πιστοποιεῖται καὶ ἡ τιμή του στὴν Καισάρεια… Σύντομα ὅμως, ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰ., ἀναπτύσσεται μία ἄλλη συμπληρωματικὴ μορφὴ Μαρτυρίου, ὁ πρόσφατα χαρακτηρισθεὶς ὡς ἀριστοκρατικὸς Βίος, κατὰ τὸν ὁποῖο διασαφηνίζεται ὅτι ὁ Μάμας εἶναι εὐγενικῆς καταγωγῆς νέος, παιδὶ Συγκλητικῶν, ποὺ μαρτυρεῖ ἐξεταζόμενος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό. Ὁ καλούμενος Ἐγκύκλιος Βίος τοῦ Μάμαντος (BHL 5191d), λατινικὸ Μαρτύριο ποὺ μεταφράστηκε ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα, θεωρεῖται ὅτι προέκυψε ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου, μὲ τὴν προσθήκη μιᾶς εἰσαγωγῆς, ἐνῶ ὁ ἑλληνικὸς Βίος (BHG 1019· ἐφεξῆς ΑΒ) προῆλθε ἀπὸ συνδυασμὸ τοῦ ἀρχικοῦ Μαρτυρίου καὶ τοῦ ἀριστοκρατικοῦ Βίου, ἀποτελεῖ δὲ τὸ ἀρχέτυπο τῶν διαφόρων Βίων τοῦ ἁγίου Μάμαντος, ποὺ ἐπεκράτησαν ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. κ. ἑξ. Ὁ Ἐγκύκλιος Βίος ὅμως, πέραν τῶν ἀποκρύφων ἐμβολίμων στοιχείων ποὺ περιέχει, μονάχα σὲ ἕνα χειρόγραφο σώζεται καὶ δὲν εἶχε καμμία περαιτέρω διάδοση, οὔτε καὶ ἰδιαίτερη πρόσληψη διαχρονικὰ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας».

β. Ὁ ἑλληνικὸς Βίος (BHG 1019=ΑΒ) τοῦ ἁγίου Μάμαντος: Ὁ ἑλληνικὸς Βίος συντάχθηκε πρὸ τῶν μέσων τοῦ 6ου αἰ. (τεκμήριο τοῦ terminus ante quem ἀποτελεῖ τεμάχιο Κοντακίου, ποὺ στηρίζεται σ᾽ αὐτόν, καὶ ποὺ συντάχθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 550 καὶ 700). Παραθέτουμε στὴ συνέχεια τὰ σημαντικώτερα στοιχεῖα τοῦ ΑΒ ποὺ ἐφεξῆς ἐκδίδουμε, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πρόσληψή του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὁ ἅγιος Μάμας. Ἀνάγλυφη εἰκόνα ἀπὸ γύψο, διὰ χειρὸς Μιχαὴλ Κούσνικωφ (2008), φυλασσόμενη στὸ Ἐπισκοπεῖο Εὐρύχου

Καταρχὴν νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ (ἀνώνυμος) συγγραφέας τοῦ ΑΒ παραπέμπει, ἔμμεσα μὲν ἀλλὰ μὲ σαφήνεια, σὲ προγενέστερή του γραπτὴ πηγή, ποὺ χρησιμοποίησε. Αὐτὴ ἦταν ἕνας πρωιμότατος Βίος, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν ἀκόλουθο τοῦ ἁγίου καὶ εὐνοῦχο Κλημέντιο: «Ὁ δὲ ἀκόλουθος αὐτοῦ εὐνοῦχος, ὀνόματι Κλημέντιος, πᾶσαν αὐτοῦ τὴν πολιτείαν κατὰ μέρος ἀνεγράφετο, τὴν κατὰ Θεόν τε αὐτοῦ προκοπὴν θαυμάζων» (ΑΒ, §7). Ἀναφορικὰ πρὸς τὴν καταγωγὴ τοῦ ἁγίου, ὁ ΑΒ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κοινοποιεῖ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων γονέων του, Θεοδότου καὶ Ρουφίνας, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας, τὴν υἱοθεσία τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὴν ἐπίσης συγκλητικοῦ γένους Ἀμμία, καθὼς καὶ τὴν ἀπ᾽ αὐτὴν ὀνοματοδοσία του ὡς Μάμα, ἐπειδὴ ἔτσι ἀποκαλοῦσε τὴ θετή του μητέρα. Περαιτέρω σημαντικὰ σημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μάμαντος ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Καισάρειας γιὰ ἐξέταση στὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανὸ στὶς Αἰγές, ὅπου τότε στρατοπέδευε, τὰ ἐκεῖ βασανιστήρια καὶ ἡ ἐκ Θεοῦ θαυμαστή του διάσωση, ἡ καθ᾽ ὑπόδειξη ἁγίου ἀγγέλου μετάβασή του στὸ Ἀργαῖον ὄρος καὶ ἡ ἐκεῖ ἀσκητικὴ βιοτή του, ἡ ἐξ οὐρανοῦ ἀποστολὴ σ᾽ αὐτὸν θαυματουργῆς ράβδου καὶ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ὁποίου ἐξημέρωνε τὰ ἄγρια θηρία ποὺ μαζεύονταν στὸ σπήλαιό του, τὸ ἄρμεγμα τῶν θηρίων αὐτῶν (ἐλαφιῶν κ.ἄ.) καὶ ἡ παρασκευὴ τυριοῦ, ποὺ μετέφερε ὁ ἴδιος στοὺς ἐνδεεῖς κατοίκους τῆς Καισάρειας, καθὼς καὶ ὁ λέοντας, ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ στὴν Καισάρεια, ὅπου ἐκλήθη νὰ δικασθεῖ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο. Τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέμεινε, κατὰ τὸν ΑΒ, εἶναι ξεσμοί, φυλάκιση, ρίξιμο σὲ πυρωμένη κάμινο καί, τέλος, θηριομαχία στὸ Στάδιο, ὅπου τελικὰ ὁ Μάμας τέθηκε στόχος ἐφίππων μονομάχων, ὁπόταν διεπάρη στὴν κοιλιακὴ χώρα μὲ τρίαινα. Τότε, κρατώντας τὰ χυμένα του σπλάγχνα, ὁ ἀνδρειότατος παιδομάρτυρας βάδισε περὶ τὰ δύο στάδια, περίπου δηλ. 400 μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸ Στάδιο, ὅπου βρῆκε μία πέτρα, πάνω στὴν ὁποία ξάπλωσε καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο. Τέλος, ὁ ἐκδιδόμενος Βίος ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ καὶ πραίτορος τῆς Καππαδοκίας Ἀλεξάνδρου.

Ὁ ἅγιος Μάμας ὁ θαυματουργός. Φορητὴ εἰκόνα (τέλη 15ου αἰ.), ναὸς Ἁγίου Μάμα Κοράκου, σήμερα στὸ Ἐπισκοπεῖο Εὐρύχου

Ὁ ΑΒ ἀποτέλεσε τὴν πηγὴ γιὰ τοὺς μεταγενέστερους Βίους καὶ τὴ σχετικὴ πρὸς τὸν ἅγιο Μάμαντα ὑμνογραφικὴ καὶ ἁγιογραφικὴ (ζωγραφικὴ) παραγωγή. Στὸν ΑΒ στηρίζεται τὸ σύντομο λῆμμα περὶ τοῦ ἁγίου Μάμαντος στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, καθὼς καὶ ἡ νέα ἐπεξεργασία τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴ (BHG 1018). Νὰ σημειώσουμε, τέλος, ὅτι οἱ κυπριακὲς παραλλαγὲς τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου, εἴτε ἀναπαράγουν ὅλο τὸν ΑΒ, μὲ τὴν προσθήκη στὸ τέλος τῆς ἔλευσης μέσῳ θαλάσσης τῆς λάρνακας τῶν λειψάνων του στὴ Μόρφου, εἴτε ἀποδίδουν ἕνα πλαστὸ Βίο, παρουσιάζοντας τὸν Μάμαντα νὰ μαρτυρεῖ ἐπὶ τουρκοκρατίας στὴν περιοχὴ Ἀλλαγείας-Ἀλανείας, καὶ τὰ λείψανά του καὶ πάλιν νὰ ρίχνονται στὴ θάλασσα ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Κύπρο.

Ἀπὸ ἀπόψεως ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς πρὸς τιμὴ τοῦ ἁγίου, σήμερα σώζεται ἀποσπασματικὰ ἕνας Ὕμνος (Κοντάκιο), μὲ Προοίμιο καὶ δύο Οἴκους, ἕνας ᾀσματικὸς Κανόνας τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ποιητοῦ καὶ Γραπτοῦ (778-845), ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (μὲ ἕνα μόνο ὅμως Οἶκο), καθὼς καὶ τρεῖς ἄλλοι Κανόνες τῆς νοτιοϊταλικῆς χειρόγραφης παράδοσης (AHG I, 52-87). Ὅλα τὰ ἐν λόγῳ ὑμνογραφήματα ἀρύονται ἀπὸ τὸν ΑΒ.

Ἀκόμη, ὁ ΑΒ ἀποτέλεσε τὴν πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὶς σωζόμενες γνωστὲς ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Μάμαντος, σὲ νωπογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες, ἀπὸ τὸν 12ο αἰ. κ. ἑξ.

β. 2. Τὸ γεωγραφικὸ πλαίσιο τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου: Στὴν ὑποενότητα αὐτὴ παρατίθενται τὰ σημαντικώτερα στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὰ γεωγραφικὰ δεδομένα τοῦ ἐκδιδόμενου ἑλληνικοῦ Βίου. Αὐτὰ ἀφοροῦν καταρχὴν στὶς πόλεις Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας (ἀπ᾽ ὅπου κατάγονταν οἱ γονεῖς τοῦ Μάμαντος, ἅγιοι  Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα) καὶ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας (ὅπου φυλακίστηκαν καὶ τελειώθηκαν ἐν Κυρίῳ οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου μας, καὶ ὅπου αὐτὸς γεννήθηκε μέσα στὴ φυλακή). Στὸ τέλος τῶν ἐν λόγῳ λημμάτων παραθέτουμε τοὺς γνωστότερους ἁγίους, ποὺ κατάγονταν, ἔζησαν ἢ μαρτύρησαν στὶς πόλεις αὐτές, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ὁ ἐκχριστιανισμός τους, ἀπὸ τὸν πρῶτο ἤδη αἰώνα, καὶ ἔτσι νὰ ἐπαληθευθεῖ, ἔτι ἅπαξ, ἡ ἱστορικότητα τοῦ γεωγραφικοῦ πλαισίου τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου. Ἀκολουθεῖ ἀναφορὰ στὴν πόλη τῶν Αἰγαιῶν ἢ Αἰγῶν, στὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν Βίο μας, ὁ τοπικὸς ἄρχοντας τῆς Καισαρείας, καθὼς δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ τιμωρήσει τὸν Μάμαντα γιὰ τὴ χριστιανική του πίστη, τὸν ἔστειλε σιδηροδέσμιο γιὰ νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Αὐρηλιανὸ (270-275), ποὺ ἐκεῖνες τὶς μέρες στρατοπέδευε στὴν πόλη αὐτή. Ἀλλά, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ περίοδο, στὴ Μικρὰ Ἀσία ὑπῆρχαν δύο πόλεις μὲ τὸ ὄνομα τοῦτο. Ἡ μία ἦταν οἱ Αἰγὲς στὴν περιοχὴ Αἰολίδα τῆς βορειοδυτικῆς Μικρασίας, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἦταν οἱ Αἰγὲς τῆς παραλιακῆς Κιλικίας, στρατιωτικὴ μακεδονικὴ ἀποικία τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἢ τῶν Σελευκιδῶν. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴ σύγχρονη ἔρευνα σχετικὰ πρὸς τὴν πορεία ποὺ ἀκολούθησε ὁ Αὐρηλιανὸς κατὰ τὴν ἐκστρατεία του (ἔτη 270-272) ἐναντίον τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας (ἔτη 267-272), ἡ πόλη τῶν Αἰγῶν, ἀπὸ ὅπου πέρασε ὁ Αὐρηλιανός, ὑπῆρξε μὲ βεβαιότητα αὐτὴ τῆς Κιλικίας. Ἡ ὑποενότητα αὐτὴ καταλήγει μὲ συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὸ ὄρος Ἀργαῖον τῆς Καισαρείας —ποὺ στὸν ΑΒ καταγράφεται ὡς Σιλωάμ—, ὅπου ὁ Μάμας, μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἐκ Θεοῦ διάσωσή του ἀπὸ τὰ μαρτύρια στὴν πόλη τῶν Αἰγῶν καὶ καθ᾽ ὑπόδειξη ἁγίου ἀγγέλου, μεταβαίνει γιὰ νὰ διανύσει ἐκεῖ τὸ βραχυχρόνιο ἐπίλοιπο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μέχρι τὸ μαρτυρικό του τέλος στὸ στάδιο τῆς Καισάρειας. Ὁ Ἀργαῖος, ποὺ βρίσκεται 25 χιλιόμετρα νότια τῆς Καισαρείας, εἶναι μεγάλο ἠφαίστειο καὶ ἀποτελεῖ τὸ ὑψηλότερο ὄρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μὲ ὕψος ποὺ φθάνει τὰ 3916 μέτρα.

β. 3. Τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου: Ἐφεξῆς, ἀκολουθεῖ ἡ ἰδιαίτερα σημαίνουσα ὑποενότητα αὐτή. Τὸ σημαντικώτερο χρονολογικὸ στοιχεῖο στὸν ἑλληνικὸ Βίο τοῦ ἁγίου Μάμαντος, μὲ τὸ ὁποῖο συνάδει καὶ ὁ Ἐγκύκλιος Βίος, εἶναι τὸ ὅτι ὁ ἅγιος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275) καὶ πραίτορος τῆς Καππαδοκίας Ἀλεξάνδρου. Καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ ΑΒ ὅτι ὁ Μάμας μεταφέρεται σιδηροδέσμιος ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας στὶς Αἰγὲς τῆς Κιλικίας γιὰ νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, ἀληθέστατη. Ὁ ἅγιος Μάμας, ἀφοῦ διασώθηκε θαυμαστὰ ἀπὸ τὸν θάνατο κατὰ τὰ μαρτύρια ἀπὸ τὸν Αὐρηλιανό, μετέβη στὸ ὄρος Ἀργαῖον τῆς Καισάρειας, ὅπου ἔζησε ἀκόμη ἕνα ἕως δύο ἔτη, πρὶν τελειωθεῖ μαρτυρικὰ στὴν Καισάρεια ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αὐρηλιανοῦ, πιθανώτατα κατὰ τὴν 2α Σεπτεμβρίου τοῦ 273 ἢ τοῦ 274.

Σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Πολυσύνθετη φορητὴ εἰκόνα (16ος αἰ.) πάνω ἀπὸ τὴ λάρνακα τοῦ ἁγίου Μάμαντος στὸν καθεδρικό του ναὸ στὴ Μόρφου

Σύμφωνα μὲ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, ὁ Αὐρηλιανὸς φονεύθηκε πιθανώτατα πρὶν τὸ Φθινόπωρο τοῦ 275. Ἔτσι τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Μάμαντος συνέβηκε εἴτε τὸ 273 εἴτε τὸ 274. Ὁ ἅγιος, ὅταν μαρτύρησε, ἦταν περίπου 15-16 ἐτῶν. Ἑπομένως εἶχε γεννηθεῖ περὶ τὰ ἔτη 257-258. Ἡ ἀναφορὰ στὸν ΑΒ σὲ διωγμοὺς τὴν περίοδο γέννησης τοῦ Μάμαντος καὶ στὴ φυλάκιση τῶν γονέων του γιὰ τὴν χριστιανική τους πίστη, ἐπίσης συνάδει πλήρως μὲ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς: Κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐτῶν 253-260, αὐτοκράτορες στὴ Ρώμη ἦταν οἱ Βαλλεριανὸς μὲ τὸν υἱό του Γαλλιηνό. Κατὰ δὲ τὸ ἔτος 257 ὁ Βαλλεριανὸς ἐξέδωσε τὸ πρῶτο ἔδικτο (διάταγμα) γενικοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ ἐκδώσει καὶ ἕνα δεύτερο κατὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ ἑπομένου ἔτους 258. Τὸ δεύτερο τοῦτο διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ νὰ καλύψει τὰ κενὰ τοῦ πρώτου, μεταξὺ ἄλλων προνοοῦσε ὅτι οἱ συγκλητικοὶ καί, γενικά, οἱ ἄρχοντες μὲ ὑψηλὴ καταγωγὴ καὶ ἀξιώματα (egregii viri) ποὺ ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν χριστιανοί, θὰ ἀποστεροῦνταν τὴν περιουσία καὶ τὸ ἀξίωμά τους καί, ἐὰν ἐπέμειναν στὴ χριστιανική τους ὁμολογία, θὰ ὑφίσταντο κεφαλικὴ τιμωρία (ἀποκεφαλισμό). Ἰδιαίτερα ἐπίσης ἐνδιαφέρουσα ἱστορικὰ ἡ ἀναφορὰ στὸν ΑΒ (§§6-7), ὅτι ὅταν ὁ καίσαρας (ποὺ ἐδῶ ἀπὸ σύγχυση -ἕνεκα τοῦ πλησιόχρονου τῆς βασιλείας καὶ τῆς ὁμοιότητας τῶν ὀνομάτων- καταγράφεται ὡς Αὐρηλιανός, ἀντὶ Βαλεριανός), κατὰ τὸ ἕκτο ἔτος μετὰ ποὺ εἶχε προστάξει γενικὲς θυσίες στοὺς θεοὺς καὶ διωγμὸ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἅγιος Μάμας ἦταν 5-6 ἐτῶν. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, τὰ δύο ἔδικτα τοῦ Βαλεριανοῦ ἐκδόθηκαν κατὰ τὰ ἔτη 257 καὶ 258, μετὰ δὲ ἀπὸ 6 ἔτη ὁ ἅγιος Μάμας ἦταν πράγματι 5-6 ἐτῶν! Ἔτσι ἐδῶ ἔχουμε ἀναφορὰ σὲ τρίτο διάταγμα διωγμοῦ τοῦ Βαλεριανοῦ, περὶ τὰ ἔτη 262/263.

Μὲ βάση λοιπὸν τὰ πορίσματα τῆς σύγχρονης ἱστορικῆς ἔρευνας, καταδεικνύεται ὅτι τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τοῦ ἐλληνικοῦ Βίου συνάδουν πλήρως μὲ τὰ μαρτυρούμενα ἀπὸ τὶς πηγὲς γεγονότα τῆς περιόδου ζωῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος (περ. 257-274).

γ. Ἡ διάδοση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μάμαντος: Ἡ Εἰσαγωγή μας ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ τρίτο αὐτὸ κεφάλαιο, ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σφαιρικὴ θεώρηση τῆς ἐξάπλωσης τῆς τιμῆς τοῦ μεγαλομάρτυρος Μάμαντος. 

Ἐδῶ, διαπιστώνεται ἡ πρωιμότατη διάδοση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ἁγίου Μάμαντος, ποὺ ἐξακτινώνεται ὄχι μόνο σ᾽ ὅλη τὴ Μικρασία, ἀλλ᾽ ἐπεκτείνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἕως τὴ Συροπαλαιστίνη καὶ τὰ ἑλληνικὰ νησιὰ τῆς Κύπρου, Κρήτης καὶ ἀλλοῦ, γιὰ νὰ φθάσει μέχρι καὶ τὴ Γαλλία! Τὸ πότε μεταφέρονται λείψανα τοῦ ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν εἶναι βέβαιο. Ἤδη κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 5ου αἰώνα ὑπάρχει προάστειο στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὸ ὄνομα Ἅγιος Μάμας. Τὸ 469 καταφεύγει ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α´ ὁ Μακέλλης, ἕνεκα φοβερῆς πυρκαγιᾶς στὴν Πόλη, ὅπου καὶ κτίζει παλάτια, λιμάνι, ναὸ καὶ ἱπποδρόμιο. Δὲν ὑπάρχει ὅμως συγκεκριμένη ἀναφορὰ γιὰ μία τότε μεταφορὰ ἐκεῖ λειψάνων τοῦ ἁγίου. Ὑπάρχει πιθανότητα νὰ ἔγινε ἐκεῖ μετακομιδὴ λειψάνων του τὸ 574, τότε ποὺ μεταφέρονται καὶ ἄλλα ἱερὰ λείψανα στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴ  Συρία, ὅταν ξέσπασε ὁ Βυζαντινοπερσικὸς πόλεμος. Τὸ μᾶλλον βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ μεταφορὰ τῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου σχετίζεται μὲ τὴ μαρτυρούμενη ἀθρόα προσέλευση Ἰσαύρων στρατιωτῶν κατὰ τὸν 5ο/6ο αἰ. στὸ Βυζάντιο. Στὴν Πόλη κτίζεται ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ καὶ τὸ περίφημο Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μάμαντος κοντὰ στὴν Ξυλόκερκο πόρτα.

Ἡ τιμία κάρα (ἄνω τμῆμα) τοῦ ἁγίου Μάμαντος μὲ τὴν ἀργυρὴ βυζαντινή της ἐνεπίγραφη ἐπένδυση

Περαιτέρω, ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα ὁ ἅγιος τιμᾶται στὶς γαλλικὲς πόλεις Gap, Avignon καὶ Die. Ἀναφορικὰ τώρα μὲ τὴ γαλλικὴ πόλη Langres στὴν περιοχὴ τῆς Καμπανίας, τῆς ὁποίας ὁ καθεδρικὸς ναός, γοτθικὸ μνημεῖο τοῦ 12ου αἰώνα, εἶναι ἀφιερωμένος στὸν ἅγιο Μάμαντα, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ διήγηση, γραμμένη τὸ 1209, τρεῖς φορὲς ἔφεραν ἐκεῖ λείψανά του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη: Ἀρχικά, Γάλλος προσκυνητὴς μεταφέρει τὸν 8ο αἰώνα ὀστοῦν τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἁγίου. Κατόπιν, ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς τὸ 1075 δωρίζει στὸν Regnaud, ἐπίσκοπο τῆς Langres, τὸν ἕνα βραχίονα καὶ αἷμα (λύθρο) τοῦ ἁγίου. Τὸ τρίτο καὶ σπουδαιότερο λείψανο, ποὺ ἔρχεται τὸ 1209, εἶναι ἡ τιμία κάρα τοῦ ἁγίου (τὸ μεγαλύτερο, ἄνω τμῆμα της). Τὴν τιμία τούτη κάρα, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα λείψανα, εἶχε ἀνεύρει στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας κάποιος μοναχός, τὰ ὁποῖα μεταφέρει στὴ Βασιλεύουσα, πιθανῶς μὲ τὴν κατάληψη τῆς Καισάρειας ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους τὸ 1067. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰσαάκιος Ἄγγελος (1185-1195) ἀνοικοδόμησε τὸ τότε κατεστραμμένο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴν Ξυλόκερκο, ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, γιὰ νὰ ἀποθησαυρίσει τὸ τίμιο τοῦτο λείψανο ἐκεῖ. Τὸ 1200 ὁ Ρῶσος προσκυνητὴς Ἀντώνιος ἀπὸ τὸ Νοβγκορὸντ μαρτυρεῖ ὅτι τὸ εἶδε καὶ προσκύνησε στὸ Μοναστήρι αὐτό. Ὅταν οἱ Σταυροφόροι τῆς Δ´ Σταυροφορίας κατέλαβαν τὸ 1204 τὴν Κωνσταντινούπολη, μεταξὺ τῶν πολλῶν τιμαλφῶν καὶ ἱερῶν λειψάνων ποὺ ἀφάρπασαν ἦταν καὶ ἡ τιμία αὐτὴ κάρα, ποὺ τὸ 1209 θὰ καταλήξει στὴ Langres. Ἡ ἁγία κάρα διατηρεῖ τὴ σταυρόσχημη βυζαντινὴ ἀργυρὴ λειψανοθήκη-ἐπένδυσή της καὶ φέρει ἐγχάρακτη ἐπιγραφή: «ΑΓΙΟC MAMAC».

Περαιτέρω, ἀνὰ ἕνα τεμάχιο τῆς κάρας τοῦ ἁγίου Μάμαντος (προφανῶς ἀπὸ τὸ κάτω της τμῆμα, ποὺ ἐλλείπει ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς Langres), βρίσκεται στὶς μονὲς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἁγίου Γεωργίου Ἠλίων στὴν Αἰδηψὸ τῆς Εὔβοιας.

Ἡ ἀρχαία μαρμάρινη λάρνακα τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μάμαντος στὸν καθεδρικό του ναὸ στὴ Μόρφου, μὲ τὶς ὑπερκείμενες προσκυνηματικὲς εἰκόνες

Ἡ Κύπρος δὲν ὑστέρησε τῆς πλούσιας χάρης τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Τὸ πόσο πρώιμη ὑπῆρξε ἡ ἐδῶ τιμὴ τοῦ λαοφίλητου τούτου παιδομάρτυρα δὲν μᾶς εἶναι ἀκριβῶς γνωστό. Πιθανώτατα οἱ ρίζες τῆς τιμῆς αὐτῆς νὰ συνδέονται, τόσο μὲ τὶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες γνωστὲς ζῶσες σχέσεις τῆς μεγαλονήσου μὲ τὰ νότια τῆς Μικρασίας παράλια, ὅσο καὶ τὴν κατὰ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους ἔλευση καὶ ὑπηρεσία στὸ νησὶ ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων (Ἀκριτῶν-Μαρδαϊτῶν), ὅπως πιὸ πάνω ἀναφέραμε. Πάντως ναοί, τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες τοῦ ἁγίου σώζονται στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν 12ο/13ο αἰ. Ἄλλο πρόβλημα, ποὺ παραμένει ἀκόμη ἀνοικτό, εἶναι τὸ πότε ἔρχεται στὸ νησὶ ἡ λάρνακα μὲ τὰ τίμια λείψανά του, ποὺ βρίσκεται μέχρι σήμερα ἐντοιχισμένη στὸν ὁμώνυμό του ναὸ στὴ Μόρφου, καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ὁ πολιοῦχος ἅγιος. Ἡ Ἄννα Μαραβᾶ (1995, σσ. 78-79) ὑπέθεσε πὼς ἡ ἔλευση αὐτὴ πιθανὸν σχετίζεται μὲ τὴν καμπανικὴ οἰκογένεια τῶν de Dampierre, ποὺ διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴν ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν, καὶ ἰδιαίτερα  στὸ φραγκικὸ βασίλειο τῆς Κύπρου (13ος αἰ.). Ἄλλη πιθανότητα εἶναι ὅτι ἡ ἁγία αὐτὴ λάρνακα ἦλθε ἐνωρίτερα στὴ Μόρφου, μὲ τὶς μαρτυρούμενες μετακινήσεις προσφύγων ἀπὸ τὴ Συρία-Μικρὰ Ἀσία κατὰ τὸν 11ο αἰ., ἕνεκα τῆς καταλήψεως τῶν περιοχῶν ἐκείνων ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους μουσουλμάνους. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ὁ ἀρχικὸς ναὸς στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ (βασιλικὴ 6ου αἰ.) νὰ σχετίζεται μὲ τὴν τότε ἔλευση τῆς λάρνακας αὐτῆς, καὶ νὰ σήμανε τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐδῶ τιμῆς του.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, καθίστανται νομίζουμε πρόδηλοι οἱ λόγοι, ποὺ μᾶς ὁδήγησαν στὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Μάμαντος πρὸς ἔκδοση στὸ ὑπὸ παρουσίαση βιβλίο. Ὁ ἐν λόγῳ Βίος (BHG 1019),  μὲ πηγὲς ποὺ ἐξικνοῦνται στὸν 4ο αἰ., στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἐπικράτησε καὶ ἀφομοιώθηκε ἐνωρίτατα, πλουτεῖ 18 ἄμεσους καὶ ἔμμεσους  χειρόγραφους μάρτυρες (5ος/6ος-16ος αἰ.) καὶ ἀποτέλεσε τὴν πηγὴ γιὰ τοὺς μεταγενέστερους Βίους καὶ τὴ σχετικὴ πρὸς τὸν ἅγιο Μάμαντα ὑμνογραφικὴ καὶ ἁγιογραφικὴ (ζωγραφικὴ) παραγωγή. Πέραν ὅμως τῆς ἀρχαιότητας καὶ τῆς εὐρύτερης σπουδαιότητάς του, ἄλλος σημαντικὸς λόγος ἐπιλογῆς του εἶναι καὶ τὸ ὅτι μόλις πρὶν λίγα χρόνια ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορά, καὶ μάλιστα σὲ κριτικὴ ἔκδοση καὶ σὲ σύγχρονο ξενόγλωσσο ἐπιστημονικὸ περιοδικό, στὸ ὁποῖο δὲν ἔχει δυνατότητα πρόσβασης ὁ μέσος φιλάγιος ἀναγνώστης.

Ἡ Εἰσαγωγὴ ἐπισφραγίζεται ἀπὸ τὴν παράθεση τῶν σημαντικωτέρων πηγῶν καὶ ἐπιλεγμένης Βιβλιογραφίας, ποὺ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὸν καταρτισμό της.

Ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ ἁγίου Μάμαντος καὶ ἡ νεοελληνικὴ μετάφρασή του

Ἀκολούθως, τὶς σελ. 47-101 τοῦ βιβλίου, καταλαμβάνει ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ ἁγίου Μάμαντος, μὲ παράλληλη γλαφυρὴ ἀπόδοσή του στὴ νεοελληνικὴ γλώσσα, ἀπὸ τὸν διακεκριμένο Κύπριο διδάκτορα Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν καὶ Κοινωνιολογίας, δόκιμο λογοτέχνη καὶ ἐκλεκτὸ συνεργάτη τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως κ. Γιῶργο Κυθραιώτη. Τὸ τμῆμα τοῦτο ἀποτελεῖ ἀναμφίλεκτα τὴ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ βιβλίου μας.

Ὁ ἅγιος Μάμας καὶ οἱ ἅγιοι γονεῖς του Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα. Φορητὴ εἰκόνα διὰ χειρὸς Μαρίου Σταυρινοῦ (2009) στὸ ἐπισκοπεῖο Εὐρύχου

Ἀναφορικὰ πρὸς τὸ ἐκδιδόμενο πρωτότυπο κείμενο τοῦ ἑλληνικοῦ Βίου στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ὅπως σημειώνουμε, ἀποφύγαμε τὴν παράθεση τοῦ κριτικοῦ ὑπομνήματος ὡς ἀχρείαστη γιὰ τοὺς ἐκδοτικούς μας σκοπούς, ἐνῶ σὲ κάποια σημεῖα βελτιώσαμε τὸ κείμενο, τὴ στίξη καὶ τὴν ὀρθογραφία. Περαιτέρω, στὸ κείμενο τῆς νεοελληνικῆς μας μετάφρασης, ὅπου χρειαζόταν, προστέθηκαν ἐπεξηγηματικὲς λέξεις ἢ φράσεις γιὰ ἐξομάλυνση τῆς κειμενικῆς συνάφειας καὶ διευκόλυνση τῆς κατανόησης τοῦ κειμένου.

Ὅπως εὔστοχα σημειώνει καὶ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης μας στὸν Πρόλογό του: «Ὁ ἀνὰ χεῖρας Βίος τοῦ λαοφιλοῦς μεγαλομάρτυρος Μάμαντος… εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ποὺ ἔφθασε σ᾽ ἐμᾶς καὶ ποὺ μόλις πρὶν λίγα χρόνια ἐκδόθηκε σὲ ξενόγλωσσο καὶ δυσπρόσιτο στοὺς πολλοὺς ἁγιολογικὸ περιοδικό. Τώρα, ὁ κάθε Μορφίτης καὶ ὁ κάθε φιλάγιος ἀναγνώστης ἔχει γιὰ πρώτη φορὰ τὴ δυνατότητα νὰ ἐντρυφήσει στὸν Βίο τοῦτο, τόσο στὸ πρωτότυπο γλαφυρότατο βυζαντινὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα, ὅσο καὶ σὲ μία σύγχρονη ἀπόδοσή του στὴ νεοελληνική μας λαλιά».

Παρακλητικὸς Κανὼν καὶ Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τὸν ἅγιον Μάμαντα

Στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν (103-130), τὸ βιβλίο ὁλοκληρώνεται μὲ τὰ ἐκλεκτὰ ὑμνογραφήματα τῆς διακεκριμένης σύγχρονης ὑμνογράφου, Μοναχῆς Ἰσιδώρας, «Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὸν ἅγιον Μάμαντα» καὶ «Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τὸν ἅγιον Μάμαντα». Τὰ ὡραιότατα αὐτὰ λειτουργικὰ κείμενα ἐκδίδονται γιὰ πρώτη φορά, καθὼς συντάχθηκαν ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ Ὑμνογράφο κατὰ παράκληση τοῦ Μητροπολίτου μας, πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ὑπὸ παρουσίαση ἔκδοσης. Γιὰ νὰ δανεισθοῦμε καὶ πάλιν τὸν λόγο ἀπὸ τὸν κάλαμο τοῦ Μητροπολίτου, ὅπως σχετικὰ ἀναφέρει στὸν Πρόλογό του:

 «Ἡ ἁγιολογικὴ γλώσσα καὶ ἡ ἱστορία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε ἐκβάλλουν στὴν τιμὴ καὶ ὑμνολογία τῶν ἁγίων καὶ τὴ δόξα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, «τοῦ ἐνδοξαζομένου ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ», γιὰ νὰ γίνουν ψαλμωδία καὶ προσευχὴ τῶν πιστῶν. Τὸ διακόνημα τοῦτο ἐν ἐσχάτοις χρόνοις ὑπηρετεῖ σὺν ἄλλοις —ὡς ἄλλη Κασσιανὴ— καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς ἱερᾶς μονῆς Τιμίου Προδρόμου Μακρυνοῦ Μεγάρων μοναχὴ Ἰσιδώρα. Εὐχαριστοῦμε ἐκ βαθέων τὴ σεβαστὴ Γερόντισσα τοῦ ἐν λόγῳ γυναικείου παρθενῶνος Μακρίνα μοναχή, ποὺ μὲ τὶς εὐλογίες της ἐνεργοποιεῖ τὸ χάρισμα τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. Καρπὸ τοῦ εὐλογημένου τούτου χαρίσματος ἀποτελοῦν καὶ τὰ ἐκλεκτὰ ὑμνογραφήματα στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο, ἤτοι ὁ Παρακλητικὸς Κανὼν καὶ οἱ Χαιρετιστήριοι Οἶκοι πρὸς τὸν ἅγιον Μάμαντα».

Σημειώνουμε τὴ συνέκδοση στὸ τέλος τῶν ἐν λόγῳ ὑμνογραφημάτων σχετικῶν ἑρμηνευτικῶν λεξιλογίων, συνταγμένων ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ὑμνογράφο, καθὼς αὐτὴ ἀρέσκεται νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὑψηλὴ γλωσσικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας καὶ ἔχει συνείδηση τῆς δυσκολίας τοῦ μέσου συγχρόνου ἀναγνώστη γιὰ κατανόηση πολλῶν ἐμπεριεχομένων λέξεων.

Ὁ ἅγιος Μάμας. Ἔξεργη ”εὐλογία” τοῦ ἁγίου ἀπὸ ἐπιχρυσωμένο ὀρείχαλκο, διὰ χειρὸς τοῦ μακαριστοῦ Ρώσου ἁγιογράφου Ἀλεξάνδρου Σοκολὼφ (2014), φυλασσόμενη στὸ ἐπισκοπεῖο Εὐρύχου

Περατώνοντας τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου μας Ἅγιος Μάμας, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Μόρφου καί, μαζί, τῆς σημερινῆς μας Συνάντησης, θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω τὴ σημασία τῆς ἔκδοσης αὐτῆς ἀπὸ ἁγιολογικῆς καὶ λειτουργικῆς ἄποψης. Ὅπως θὰ ἀντιληφθήκατε, στόχος τῆς ἔκδοσής μας αὐτῆς, μαζὶ μὲ τὴν ἀπότιση τῆς ὀφειλόμενης τιμῆς στὸν κλεινὸ πολιοῦχο τῆς Μόρφου μεγαλομάρτυρα Μάμαντα, ἦταν νὰ προσφέρουμε στὸν σημερινὸ ἀναγνώστη τὴν ἀρχαιότερη καὶ αὐθεντικώτερη μορφὴ τοῦ Βίου του —ἄγνωστη στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα—, μαζὶ μὲ μία γλαφυρὴ καὶ κατανοητὴ μετάφρασή του σὲ σύγχρονο σοβαρὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα καί, ταυτόχρονα, νὰ ἀποδείξουμε τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Βίου τούτου, ἀναδεικνύοντας συνάμα τὴν ἱστορικότητα τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Καί, στὴ συνέχεια, μὲ βάση τὰ ἀσφαλὴ ἱστορικὰ καὶ ἁγιολογικὰ στοιχεῖα τοῦ Βίου τοῦ πολιούχου μας, ἡ σύνθεση τῶν ἐκλεκτῶν ὑμνογραφημάτων τοῦ βιβλίου μας ἀπὸ τὴν ταλαντοῦχο Ὑμνογράφο Μοναχὴ Ἰσιδώρα. Ἔτσι, ἡ ταπεινή μας αὐτὴ ἔκδοση, μαζὶ μὲ τὴν κατὰ δύναμη καλαισθησία καὶ πληρότητά της, ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, πιστεύουμε πὼς ἀποτελεῖ καὶ ἕνα πρότυπο πρὸς μίμηση γιὰ ἀνάλογες ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις.

Εὐχαριστῶ!

Η πνευματική τελείωση των Χριστιανών (κάθαρση, φωτισμός, θέωση)

Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης

Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση (29.05.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους  (2016-2017)   

Εισηγητής: Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης

Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης

Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 287- 368).

Πανιερώτατε,

Αγαπητοί εν Κυρίω πατέρες και αδελφοί,

Ο όρος «πνευματική τελείωση» των χριστιανών στην ορθόδοξη θεολογία δηλώνει τη σωτηριολογική πορεία του πεπτωκότος ανθρώπου προς το αρχέτυπο κάλλος της δημιουργίας, δηλαδή την πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού. Η πορεία αυτή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πορείας του ανθρώπου της πτώσης, ο οποίος καλείται να επανέλθει στην οντολογική κατάσταση της Δημιουργίας, που πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, ως του κατεξοχήν σωτηριώδους Θεανθρώπινου οργανισμού.

Η πτώση των πρωτοπλάστων από την κατάσταση του φωτισμού της Δημιουργίας προς το σκοτάδι της αγνωσίας και του εγωκεντρισμού, οδήγησε τελικά τον άνθρωπο στην αυτόβουλη υποδούλωσή του στα πάθη, τις επιθυμίες και τη λογική, σκοτίζοντας τον νου, που αποτελεί το μέσο και το αισθητήριο κοινωνίας του με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος αποποιήθηκε την ελευθερία του και έγινε δούλος της ύλης και του περιβάλλοντος κόσμου. Εντούτοις, η κατάσταση της υποδούλωσης του ανθρώπου στον κόσμο της πτώσης αντίκειται στην οντολογική του υπόσταση, που έχει ως βάση την ελευθερία που εκπηγάζει από την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία του.

Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, εντασσόμενη στο πλαίσιο της προαιώνιας Θείας Οικονομίας, αποσκοπεί στην κατάργηση της κατάστασης της δουλείας και τη «συμφιλίωση» του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο άνθρωπος καλείται να διέλθει από το στάδιο και την κατάσταση του δούλου στην προπτωτική κατάσταση του φίλου – υιού (κατά Χάρη) του Θεού. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος, με τη Χάρη του Θεού, ζώντας εντός της Εκκλησίας, καλείται να διέλθει από τρείς πνευματικές καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στη συνέχεια υιός του Θεού. Η διδασκαλία αυτή συναντάται σε ολόκληρη την αγιογραφική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ως δούλος, ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο, και ως υιός και φίλος του Θεού εφαρμόζει τις εντολές Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.

Τα τρία αυτά στάδια, συνδέονται παράλληλα και με τις τρεις βαθμίδες της πνευματικής πορείας των χριστιανών προς τον αρχέτυπο και τελικό τους προορισμό, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και τελικά η θέωση (ή δοξασμός). Η πορεία αυτή επιτυγχάνεται εντός της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον σωτηριώδη «χώρο» περιχώρησης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο τα αποτελέσματα της καθαρτικής και ζωοποιού του ενέργειας, αρκεί ο άνθρωπος αυτοπροαιρέτως να συναισθανθεί την πτωτική του κατάσταση και να ομολογήσει την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες των πειρασμών, προσφέροντας ταπεινά προς τον Σωτήρα και Δημιουργό την καρδιά και την ελπίδα του. Η συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναλόγως βεβαίως της οντολογικής κατάστασης του καθενός και όχι ισόρροπα, αποτελεί βασική προϋπόθεση της πορείας του ορθόδοξου πνευματικού αγώνα.

Ωστόσο, η πορεία προς τη θέωση, την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αποτελεί κατ’ ουσία δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, μέσω της «υιοθεσίας» του πεπτωκότος Αδάμ που πραγματοποιείται με την ενσάρκωση του Θεού, και δεν αποκτάται ως επιβράβευση του όποιου πνευματικού αγώνα. Κατά συνέπεια, οι διαστάσεις του πνευματικού αγώνα των χριστιανών δεν σχετίζονται με ηθικά και δεοντολογικά δεδομένα, ούτε σχετίζονται με ανταποδοτικά αποτελέσματα, αλλά καθορίζονται με άξονα τη συντριβή και την ποιότητα της ταπείνωσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φιλοθεΐα, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή». «Οι θεούμενοι είναι οι κατ’ εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις οδηγηθέντες προς την ‘‘ατέλεστη τελειότητα”».

Βασικό πυλώνα της ορθόδοξης ασκητικότητας, ο οποίος συνδέεται με την κατά Χάρη υιοθεσία του Θεού, αποτελεί η νοερά προσευχή, η οποία μεταβάλλεται σταδιακά (με τη Χάρη του Θεού) σε καρδιακή. Η προσευχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωταρχικός κώδικας κοινωνίας και επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και ως ένας δίαυλος μετοχής του ανθρώπου στη Χάρη των ακτίστων θείων ενεργειών. Κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων και αγίων είναι η νοερά και καρδιακή προσευχή, η οποία αποτελεί απόδειξη ότι ο άνθρωπος έχει καταστεί κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Ο χαρακτήρας και η ποιότητα της νοεράς προσευχής συνδέεται και μεταβάλλεται ανάλογα με την πορεία και τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως των χριστιανών.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «όταν κάνουμε λόγο για στάδια τελειώσεως δεν εννοούμε κάποια σταθερά και αμετάβλητα σημεία, αλλά αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Χάρη του Θεού στον άνθρωπο, ανεξαρτήτως χρονικών ή τοπικών συμβάσεων και περιορισμών. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, ενεργούν σε ολόκληρη την κτίση, συγκροτώντας και διέποντας τα δημιουργήματα, αναλόγως της υποστατικής τους δεκτικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τα πάθη λέγεται καθαρτική, όταν φωτίζει το σκότος του νοός λέγεται φωτιστική, και όταν τον οδηγεί στη θέωση λέγεται θεοποιός». «Ο άνθρωπος στην πορεία του προς την θέωση κατ’ αρχάς μετέχει της καθαρτικής ενέργειας, έπειτα της φωτιστικής και τέλος της θεοποιού ενέργειας του Θεού. Ασφαλώς υπάρχουν αυξομειώσεις στην πορεία αυτή, καθότι η θέωση του ανθρώπου αποτελεί διάσταση με τελολογική προοπτική, συνδέεται δηλαδή με την αιώνια βασιλεία του Θεού.»

Η κάθαρση συνίσταται στην αποβολή των πτωτικών λογισμών και ενθυμήσεων του ανθρώπου, ώστε να παραμείνει στον νου και στην καρδιά του μόνο η μνήμη του Θεού, το ζωοποιό όνομα του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως, στην κατάσταση αυτή καθαρίζεται το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και επιθυμητικό του πεπτωκότος ανθρώπου, αυτό που θα λέγαμε με απλά λόγια, τα ανθρώπινα πάθη. Ο νους του ανθρώπου είναι το κέντρο των αισθήσεων, ο οποίος στην προπτωτική κατάσταση δεχόταν τη φωτιστική ενέργεια του Θεού. Εντούτοις, διαχεόμενος στον κόσμο της πτώσης και συνδεόμενος με τις ανθρώπινες αισθήσεις, αναπόφευκτα έχει μολυνθεί. Όταν όμως καθαρισθεί από τις προλήψεις και τους λογισμούς, τότε όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και πραγματοποιείται αυτό που ονομάζεται ενοειδής συνέλιξη του νου. Αυτό οδηγεί, με τη Χάρη του Θεού, στην κάθαρση του νοός. Στην καρδιά του ανθρώπου (με την αγιογραφική και πατερική έννοια του όρου) εδράζεται το παθητικό, το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής. Ο κεκαθαρμένος νους ενεργεί στην καρδιά μεταφέροντας εικόνες και προσλήψεις των αισθητών πραγμάτων. Μέσω της νοεράς προσευχής, ο νους κινεί την καρδιά σε αγάπη και ζήλο προς τον Θεό, μεταβάλλοντάς την σε κέντρο της προσευχής, η οποία από νοερά μεταβάλλεται σε καρδιακή.

Ο φωτισμός του ανθρώπου βιώνεται ως χωρισμός και ως απελευθέρωση του νου από τη λογική και ταυτόχρονα ως έλλαμψη (φωτισμός του νοός) από τη Χάρη του Θεού. Στο στάδιο αυτό η νοερά προσευχή αυτενεργεί υπερβατικά και ανεξάρτητα από τη λογική, η οποία αποτελεί την κατευθυντήρια δύναμη του ανθρώπινου παθητικού, καθώς ο φωτισμένος νους, δηλαδή η Χάρη του Θεού, διέπει και κατευθύνει το παθητικό μέρος της ψυχής». Με τον τρόπο αυτό ο φωτισμένος νους μπορεί να παρακολουθεί ανεξάρτητα τις κινήσεις της λογικής, αντιλαμβανόμενος τη συμβατικότητά της. Ωστόσο, η λογική δεν παύει να κινείται προσευχητικά.

Στη διάρκεια της θεώσεως η νοερά προσευχή μεταβάλλεται ανασταλτικά, καθώς ο νους του ανθρώπου βιώνει πλέον και βλέπει τη δόξα του Θεού, χωρίς όμως να καταργείται και η λογική του ενέργεια και προσευχή. Ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται στη θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει ρεαλιστικά την άκτιστη πραγματικότητα, όχι όμως εκστασιαζόμενος (όπως συμβαίνει π.χ. με διάφορες ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες), αλλά συνεχίζοντας να αντιλαμβάνεται την πτωτική του κατάσταση ως ανάγκη για μετάνοια και προσευχή. Στο στάδιο της θεώσεως, αν και δεν πραγματοποιείται αναστολή της λογικής ενέργειας του ανθρώπου, εντούτοις αναστέλλονται οι σωματικές του ενέργειες και λειτουργίες. Οι άγιοι μας διδάσκουν ότι κατά τη διάρκεια της θεοπτίας αναστέλλονται τα φυσικά αδιάβλητα πάθη (π.χ. πείνα, κόπωση, νύστα κ.ο.κ.) και ότι ο διάβολος καθίσταται παντελώς ανίσχυρος. Ο θεούμενος, ευρισκόμενος στην κατάσταση της θέωσης, ζει μέσα στη δόξα του Θεού, βιώνει την αναστολή των φυσικών ενεργειών του σώματος, όχι της ψυχής, συνεχίζοντας όμως να αποτελεί μία αδιάσπαστη ψυχοσωματική οντότητα, να είναι αυτό που θα λέγαμε με βάση τα κοσμικά κριτήρια «φυσιολογικός». Με τον τρόπο αυτό ο θεόπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας του Θεού, καθώς η θεοπτία-θεωρία προσφέρει την αληθινή θεολογία. Με άλλα λόγια, η αληθινή θεολογία είναι έκφραση της θεοπτικής εμπειρίας, έκφραση και διατύπωση της άκτιστης πραγματικότητας με κτιστά ρήματα και νοήματα. Επιπρόσθετα, η αφθαρτοποιός ενέργεια του Θεού, μέσω της μετοχής του θεουμένου στη δόξα της Αγίας Τριάδος, διέπει ολόκληρο τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, αφθαρτοποιώντας τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του. Τα λείψανα δηλαδή των αγίων, αποτελούν αποτέλεσμα (αν θέλετε και απόδειξη) της κατά Χάρη θεώσεώς τους.

Όπως προαναφέραμε, ομιλώντας για την πνευματική πορεία του ανθρώπου οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι δεν ομιλούμε για μία γραμμική και αμετάβλητη πορεία, καθώς αυτή μπορεί να ακολουθεί κυμαινόμενες, ακόμη και καθοδικές κατευθύνσεις.  «Ενώ υπάρχει μία πορεία ανόδου από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση, μπορεί αντιστρόφως να υπάρξει και μία πορεία καθόδου των σταδίων αυτών. Η θέωση, η οποία βιώνεται ως θεοπτική εμπειρία, συνήθως διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον όπως ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου), ενώ μετά από αυτή ακολουθεί η κάθοδος στην κατάσταση του φωτισμού. Ακόμη όμως και η διατήρηση του ανθρώπου στο στάδιο του φωτισμού δεν αποτελεί ενιαία και αμετάβλητη ποιοτικά κατάσταση, καθώς η Χάρη του Θεού μπορεί να αποκρύβεται και να επανέρχεται στον άνθρωπο, μη θέλοντας να καταργήσει το ανθρώπινο αυτεξούσιο και την προοπτική της συνέργειας στην εκπλήρωση της τελείωσης του πνευματικού αγώνα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικές μεταπτώσεις, καταβιβάζοντάς τον από την κατάσταση του φωτισμού στην τάξη των μετανοούντων, ενίοτε μάλιστα και σε ακόμη χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα σύγχυσης και αμαρτίας. Η έπαρση και η αλαζονεία οδηγούν σε καταστάσεις φαντασιακής πλάνης, παρασύροντας τον άνθρωπο σε αναπόφευκτη πτωτική και εωσφορική κατακρήμνιση.

Κομβικό σημείο για να κατανοήσουμε την πορεία αυτή, είτε προς την ανοδική είτε προς την καθοδική της κατεύθυνση, αποτελεί η έννοια της μετάνοιας του ανθρώπου, η οποία θα πρέπει να είναι συνεχής και ανατροφοδοτούμενη. Η έννοια της μετάνοιας είναι κατ’ εξοχήν έννοια με θεολογικές και όχι με ψυχολογικές διαστάσεις, τουλάχιστον όπως αυτές προβάλλονται από διάφορες επιστημονικοφανείς ιδεολογίες, όπως η λεγόμενη επιστήμη της ψυχολογίας. Στην Ορθόδοξη θεολογία, ως μετάνοια δεν χαρακτηρίζεται ούτε αυτό που ονομάζεται ενοχικό σύνδρομο, ούτε μία συναισθηματικού τύπου αναθεώρηση πράξεων και συμπεριφορών, αλλά η αλλαγή του νοός, ο αγώνας δηλαδή του ανθρώπου να οδηγηθεί από την κάθαρση προς τον φωτισμό και τη θέωση. Χωρίς την καλλιέργεια της μετάνοιας, ο μεταπτωτικός άνθρωπος (ο άνθρωπος δηλαδή της πτώσης) είναι καταδικασμένος να διέπεται από τις μεταπτώσεις του αναλαμβανόμενου πνευματικού του αγώνα, καθώς στο πλαίσιο της συνέργειας Θεού και ανθρώπου με σκοπό την πνευματική τελείωση των χριστιανών το μόνο συστατικό που μπορεί να συνεισφέρει ο άνθρωπος είναι η συντετριμμένη καρδιά του και ο σκοτισμένος του νους, προκειμένου να θεραπευθούν, να φωτιστούν και να θεωθούν.

Η Ορθόδοξη ασκητικότητα, η πορεία δηλαδή του ανθρώπου προς τον Θεό, συντελείται αποκλειστικά και μόνο εντός της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι μία ανθρωποκεντρική οργάνωση, όπως συμβαίνει με τις διάφορες αιρετικές εκκλησιοφανείς οργανώσεις της Δύσης, αλλά αποτελεί το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός, και μέλη της οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της θεώσεως, που ονομάζονται θεούμενοι. Οι άγιοι της πίστης μας αποτελούν την κατεξοχήν απόδειξη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, αλλά και τους ζώντες μεσίτες και πρεσβευτές των πιστών προς τον Σωτήρα Χριστό. Εκκλησία που δεν γεννά αγίους δεν είναι τίποτε άλλο από μία στείρα παρασυναγωγή.

Στον Χώρο της Εκκλησίας τα προσωπικά μας πάθη μεταποιούνται, με τη Χάρη του Θεού, σε δυνατότητες και ευκαιρίες συνάντησής μας με τον Πατέρα, που μας περιμένει, σαν τον άσωτο υιό, με ανοιχτές αγκάλες. Δεν μας κρίνει, δεν μας επιπλήττει, δεν μας κατηγορεί, ούτε μας απορρίπτει, δεν επιδιώκει να μας εξουθενώσει κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο και λέγοντάς μας «σου τά ᾽λεγα Εγώ!»· αλλά αναμένει το πρώτο μας μικρό βήμα, για να ανοίξει διάπλατα την απέραντη αγκαλιά Του, χωρίς να το αξίζουμε, χωρίς προϋποθέσεις και κανόνες, να μας σκεπάσει, να μας κατανοήσει, να μας καλύψει, να μας δεχθεί μετανοιωμένους, έχοντας συνειδητοποιήσει την αδυναμία μας να πορευθούμε μόνοι μας σε αυτή τη ζωή, δίχως την προσωπική μας σχέση μαζί Του. Να μας οδηγήσει τελικά στον σκοπό για τον οποίο μας έχει δημιουργήσει: από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν».

Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως

Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου

Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση (27.04.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους  (2016-2017)   

Εισηγητής: Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου

Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου

Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 251- 286).

Πανιερώτατε,

Θα ήθελα καταρχήν να σας ευχαριστήσω πού δείξατε εμπιστοσύνη σε μένα, έτσι ώστε να μού αναθέσετε να παρουσιάσω το ανωτέρω θέμα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του εισήλθε στην ιστορία, η Θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, και μέσα στο Σώμα Του ενεργείται η σωτηρία του ανθρώπου. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης  σαρκούται· «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» ( Ιω. α´, 14).

Η Εκκλησία υπήρχε και πρίν τη δημιουργία των Αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που έφθασαν μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται σαρκική -Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ενός μέν η Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία. Πτυχές αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού και ως κοινωνίας θεώσεως, θα εντοπισθούν στην  συνέχεια.

 Πρώτη πτυχή είναι:  Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία

Η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο και μόνον έτσι μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος οργανισμός. Εμείς γνωρίζουμε την Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ως Σώμα Χριστού. Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού.

Κατ΄αρχάς η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. «Και πρό της δημιουργίας υπήρχε η Εκκλησία η άκτιστη, ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα». Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία είναι άκτιστη, δηλαδή είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών (Γαλ. δ´, 26). Γι᾽ αυτό και το πολίτευμά μας «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20) και, επομένως, όπως η Βασιλεία του Θεού, έτσι και η Εκκλησία «ούκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη´ 36). Στη συνέχεια διά της ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία.

 «Διά του βουλεύματος του Θεού εκτίσθησαν οι αιώνες και οι εν αυτοίς ουράνιες δυνάμεις και οι ασώματοι νόες οι άγγελοι, και στη συνέχεια ο χρόνος και ο εν αυτώ κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκε και ο άνθρωπος».

Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως, όπως είδαμε σε προηγούμενη Συνάντησή μας, ζούσαν μέσα σε αυτή την άκτιστη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού-Εκκλησία. Όμως, μετά την πτώση τους έχασαν την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, οπότε η Εκκλησία διασώζεται στους δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά αυτοί, συγχρόνως, βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.

Η ενανθρώπηση του Χριστού φανέρωσε αυτή την άκτιστη Εκκλησία στο τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο καθίσταται πηγή της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού. 

Πάντως, όσοι ζουν μέσα στην άκτιστη Εκκλησία, που τώρα φανερώνεται τελειότερα στην σάρκα του Χριστού, αγιάζονται, μετέχοντας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, και μεταβαίνουν στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο, την ουράνια Εκκλησία, την άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος. Με αυτές τις προϋποθέσεις λέμε ότι η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού. Δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για άκτιστη δόξα

Επομένως, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, επειδή είναι η άκτιστη δόξα και η ανθρώπινη κτιστή φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αλλά και αυτή η κτιστή ανθρώπινη  φύση, που προσέλαβε ο Χριστός και θέωσε, μετέχει της ακτίστου Χάριτος της Θείας φύσεως δυνάμει της υποστατικής ενώσεως Θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην  υπόστασή Του, και γίνεται και αυτή πηγή της ακτίστου Χάριτος. Και όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι της ακτίστου δόξης του Θεού και Θεώνονται κατά χάρη, οπότε γίνονται άναρχοι και άκτιστοι κατά χάρη. Αυτό γίνεται με το Μυστήριο της Πεντηκοστής.

 Δεύτερη πτυχή του θέματος είναι: Το μυστήριο της Πεντηκοστής

Ο Χριστός μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς, έστειλε το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄, 1-13 ). Η Πεντηκοστή υπήρξε καίριο στάδιο στη ζωή των Αποστόλων.

Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του Θεανθρωπίνου  Σώματος του Χριστού. Ενώνονται με τον Χριστό και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής.

Γιατί όμως συνηθίζουμε να λέμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής; Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής! Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά γίνεται μία διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ. Δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία  ως Σώμα Χριστού. 

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.

Πεντηκοστή τι είναι; Η αποκάλυψη πάσης της αληθείας. Τότε η Εκκλησία γίνεται το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και γιορτάζουμε το γενέθλιο της Εκκλησίας, της αναστημένης εν Χριστώ, την ημέρα της Πεντηκοστής.  Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι.

Ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και  είναι πανταχού παρών σ’ όλο τον κόσμο.

Αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σ’ αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση, αγιότητα. 

 «Το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες, είναι ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, μερίζεται στον καθένα, αλλά αμερίστως εν μεριστοίς. Σημαίνει ότι μερίζεται όπως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Λέμε, ‘‘ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος’’ κ.τ.λ. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που γίνεται στη Θεία Ευχαριστία όσον αφορά στο Σώμα του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στην ενέργεια του Θεού, δηλαδή μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς.

Γι΄αυτό τον λόγο στη Θεία Ευχαριστία, όταν κοινωνούμε, δεν παίρνουμε ο ένας το δάκτυλο, ο άλλος το ποδαράκι, ο άλλος τη μύτη κ.λπ., αλλά στη Θεία Ευχαριστία καθένας παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.

Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής και γι΄ αυτό τον λόγο θεωρείται η Πεντηκοστή η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Εκκλησία της Πεντηκοστής που γεννιέται, ενώ υπήρχε Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι η Εκκλησία, η κατεξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή, στην οποία μένει ο Θεός και στην οποία πρέπει και εμείς να μένουμε. 

Την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές γνώρισαν ολόκληρη την αλήθεια. Επομένως εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει η πλήρης αλήθεια. Και η Εκκλησία έχει την αλήθεια, διότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. 

Ο Χριστός δεν απεκάλυψε πριν την Ανάστασή Του την «πάσαν αλήθειαν» στους Αποστόλους. Γιατί; Διότι δεν μπορούσαν να βαστάξουν την «πάσαν αλήθειαν». Δεν ήταν καταλλήλως προετοιμασμένοι ακόμη. Ποια είναι αυτή η «πάσα αλήθεια»; Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε άσαρκο Χριστό πού αποκαλύφθηκε. Έχουμε μετά ένσαρκο Χριστό που αποκαλύπτεται και με λόγια ανθρώπινα αποκαλύπτει τον εαυτό Του.  

Με την Πεντηκοστή γίνεται το μοίρασμα των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, ώστε ολόκληρος η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να βρίσκεται σε κάθε Απόστολο. Μια γλώσσα σε κάθε Απόστολο.  Αλλά με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος έχουμε και την κάθοδο του Χριστού. Δηλαδή είναι σαν μια δεύτερη ενσάρκωση. Η Εκκλησία μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού.

Γι’ αυτό έχουμε και μια αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητος στο Μυστήριο Της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί μεταβάλλεται ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά είναι ολόκληρος ο Χριστός παρών σε κάθε μόριο του άρτου και του οίνου. Αλλά ο κοινωνών δεν παίρνει ένα κομμάτι του Χριστού, όταν κοινωνεί. Παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.

Όποιος γνωρίσει τον Χριστό εκ πείρας, «πρόσωπον προς πρόσωπον», και έχει μέσα του αδιάλειπτη προσευχή, αυτός διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη βλέπει παντού τον Χριστό και τους Προφήτες να έχουν εμπειρία της νοεράς προσευχής και της θεωρίας του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου της δόξης. Και αυτός είναι ικανός να ερμηνεύσει την Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή  αυτός, στον οποίο έχει «μορφωθεί» ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί. «Μορφώνεται» ο Χριστός στον καθένα. 

Επομένως, εκείνος  έχει τον Χριστό μέσα του και είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και είναι Σώμα Χριστού και μετέχει στο χάρισμα της Πεντηκοστής.  Γι’ αυτό τον λόγο αυτός ο άνθρωπος διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταλαβαίνει. Διότι βλέπει ό,τι και οι Προφήτες. Ο κάθε προφήτης είχε αυτή την προσωπική επαφή με τον Χριστό, αλλά πάλι διά της προσευχής, οπότε αυτό είναι το Προφητικό χάρισμα. 

Κατά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι είδαν την δόξα του Θεού, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, που έγιναν εν Αγίω Πνεύματι, και έλαβαν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έλαβαν τις πύρινες γλώσσες και απέκτησαν το χάρισμα της διδασκαλίας. Ομιλούσαν στον λαό και ο λαός άκουε στη γλώσσα του την αποκαλυπτική διδασκαλία.      Η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η μεγαλύτερη Θεοπτική εμπειρία. Είναι η ανώτατη εμπειρία της Θεώσεως πρό της Δευτέρας Παρουσίας.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο που συνδέεται με το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι ότι η εμπειρία της Πεντηκοστής, ενώ είναι άπαξ γεγονός στην ιστορία  της Εκκλησίας, εν τούτοις οι άνθρωποι με κατάλληλες προϋποθέσεις ανέρχονται στο ίδιο ύψος της εμπειρίας της Πεντηκοστής. Οπότε το μυστήριο της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται διά μέσου των αιώνων.

Και είναι από την εμπειρία αυτή του μυστηρίου της Πεντηκοστής που βγαίνουν τα άγια λείψανα, όλη η λατρεία και ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάτι, πού, συχνά το καταλαβαίνουν καλύτερα οι απλοί πιστοί από μερικούς θεολόγους… Αυτοί που έχουν την ευλάβεια για τα άγια λείψανα, κάτι καταλαβαίνουν ή κάτι αισθάνονται από αυτό το φαινόμενο των αγίων λειψάνων. Λοιπόν, η επανάληψη αυτή της εμπειρίας της Πεντηκοστής μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, αυτή είναι η σπονδυλική στήλη και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Αγία Γραφή μαρτυρεί ότι μετά την Πεντηκοστή υπάρχει Πεντηκοστή και είναι στη ζωή αυτών των ανθρώπων που φθάνουν στη θέωση. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της Εκκλησίας έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων όπως είναι οι Απόστολοι, ο εκατόνταρχος Κορνήλιος κ.ο.κ. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, διότι η εμπειρία της Πεντηκοστής υπάρχει και στη Δύση, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα.

Έχουμε το παράξενο φαινόμενο, ότι ενώ έχουμε ιερά λείψανα στη Δύση, έχουμε αντιθέτως μια σχολαστική Θεολογία των Φράγκων του Μεσαίωνος, που δεν συμβαδίζει ολότελα με αυτή την εμπειρία της Θεώσεως. Βέβαια, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι μυστήριο και δεν συνδέεται με την λογική.

Η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κυκλικό χαρακτήρα. Είναι σαν ένας κύκλος. Όπου και αν ακουμπήσεις πάνω στον κύκλο, ξέρεις όλο τον κύκλο, γιατί όλος ο κύκλος ο ίδιος είναι. Όλα ανάγονται στην Πεντηκοστή, δηλαδή τα Μυστήρια της Εκκλησίας,  η Ιερωσύνη, ο Γάμος, το Βάπτισμα, η Εξομολόγηση κ.λπ., αλλά και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εν γένει η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκείνο είναι το κλειδί της Ορθοδόξου Θεολογίας, η Πεντηκοστή. Γι’ αυτό και εκείνος που φθάνει στη θέωση μετά την Πεντηκοστή οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν».

Και ποιά είναι η «πάσα αλήθεια»; Είναι κάτι, που υπερβαίνει τη λογική του ανθρώπου. Συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που έχει φθάσει στο φωτισμό και στη θέωση… Όταν σε μιά εποχή υπάρχουν άγιοι που φθάνουν στη θέωση, στην εμπειρία της Πεντηκοστής, τότε  αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται «χρυσούς αιών» της Εκκλησίας.

Όταν η πλειοψηφία των χριστιανών φθάνουν στον φωτισμό, στην κάθαρση της καρδιάς και πολλοί εξ αυτών στη θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Αυτό είναι και το κριτήριο για το πού βρισκόμαστε

Επομένως, κέντρο της αποκαλύψεως-Πεντηκοστής είναι ο Χριστός, που βίωσαν οι Προφήτες ασάρκως και οι Απόστολοι και Πατέρες σεσαρκωμένο, και αυτή είναι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Τρίτη πτυχή του θέματος είναι: Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία

Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». 

Είναι Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού· είναι Αγία, γιατί αγιάζεται από την Κεφαλή της και όσοι συνδέονται με αυτή αγιάζονται· είναι Καθολική, γιατί αυτή διαθέτει «πάσαν την αλήθειαν» και την ολοκληρωμένη πράξη, αλλά και γιατί βρίσκεται απλωμένη σε όλον τον κόσμο· και είναι Αποστολική, γιατί στηρίζεται στους Αποστόλους, και όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την αποστολική παράδοση και οι Κληρικοί έχουν την αποστολική διαδοχή.

 «Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση, έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται τη θέωση».

Πρώτη ανάσταση είναι η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού διά των αγίων Μυστηρίων, ενώ ο άνθρωπος ακόμη ζει τη βιολογική ζωή και είναι μέλος της Εκκλησίας, και δεύτερη ανάσταση είναι η βίωση της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετά θάνατο. 

 «Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και οι θεούμενοι».  

Στην Εκκλησία ανήκουν οι ζώντες χριστιανοί, που λαμβάνουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως σε αρραβώνα, και οι κεκοιμημένοι άγιοι, που βιώνουν τον πνευματικό γάμο και λέγονται θεούμενοι.

 «Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι το κατοικητήριο της ακτίστου δόξης του Θεού. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία, ούτε την Εκκλησία από τον Χριστό. Στον Παπισμό και Προτεσταντισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος και της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να μετέχει του Σώματος του Χριστού, χωρίς να είναι μέλος της Παπικής Εκκλησίας. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδύνατον».

Γι’ αυτό δεν υπάρχουν Εκκλησίες έξω από την Μία Εκκλησία. Όπως δεν μπορεί να ζή ένα μέλος του σώματος όταν αποκοπεί από όλον τον οργανισμό του σώματος.

 «Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Στους Διαμαρτυρομένους επικρατεί η γνώμη ότι η Εκκλησία είναι μόνο αόρατη, τα δε Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας είναι μόνο συμβολικές πράξεις και ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά μέλη της. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει και το ορατό της Εκκλησίας».

Οι άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας την συνύπαρξη ορατού και αοράτου στοιχείου της Εκκλησίας. Η εμφάνιση πολλών αγίων σε ζώντα θεούμενα μέλη της Εκκλησίας δείχνει αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αληθινή γνώση του τι είναι Εκκλησία έχουν όσοι έχουν προσωπική εμπειρία.

Κατά τους Καλβινιστές, ο Χριστός μετά την Ανάληψή του κατοικεί  στον ουρανό και, επομένως, είναι αδύνατη η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Υφίσταται παντελής απουσία του Χριστού. Το ίδιο περίπου τονίζεται και στην Παπική Εκκλησία, διότι διά της ευχής του ιερέως, ενώ ο Χριστός δεν ήταν παρών, τώρα κατέρχεται εκ των ουρανών και γίνεται παρών. Άρα ο Χριστός απουσιάζει από την Εκκλησία.

Στον Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος του Χριστού, στο οποίο αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο Πάπας, και του ευχαριστιακού Άρτου. Αυτή όμως η άποψη δεν ευσταθεί κατά την πατερική παράδοση. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος της Εκκλησίας και ευχαριστιακού Άρτου. 

Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία. Το κάθε επί μέρους είναι το όλο. Αυτό γίνεται και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε έναν «Μαργαρίτη», ένα μέρος του ευχαριστιακού Άρτου, τότε κοινωνούμε ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία που είναι το Σώμα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσαν πράξιν, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στη βίωσή της. 

Τοιουτοτρόπως, όταν τελούμε τη Θεία Ευχαριστία, κατά τη διδασκαλία των Πατέρων είναι παρών όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και όλοι οι άγιοι, όπως είναι παρόντες και οι χριστιανοί όλης της οικουμένης. Όταν δε κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο του αγίου Άρτου, λαμβάνουμε εντός μας ολόκληρο τον Χριστό. Συνερχόμενοι οι Χριστιανοί επί τω αυτώ, συνέρχεται ολόκληρη η Εκκλησία και όχι ένα μέρος αυτής. Για τον λόγο αυτό έχει επικρατήσει στην Πατερική παράδοση, η κεντρική εκκλησία ενός Μοναστηριού να ονομάζεται «Καθολικό».

Τα δόγματα, που είναι η διατύπωση της αποκαλυπτικής αληθείας, συνδέονται στενότατα με τα Μυστήρια. Υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ Ορθοδόξου Θεολογίας και Μυστηρίων.

 «Όπου δεν υπάρχει το Ορθόδοξο Δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποφανθεί περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων. Κατά τους Πατέρες, το Ορθόδοξο Δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την πνευματικότητα. Όπου υπάρχει εσφαλμένο Δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα και αντιθέτως. Πολλοί χωρίζουν το Δόγμα από την ευσέβεια. Αυτό είναι σφάλμα. Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους Ορθόδοξους είναι το Ορθόδοξο Δόγμα, ενώ για τους ετεροδόξους είναι η αποστολική διαδοχή. Για την Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους Αποστόλους, αλλά να έχουμε Ορθόδοξο Δόγμα. Ευσέβεια και Δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται. Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη.» 

Ο Χριστός σώζει τους ανθρώπους διά της Εκκλησίας Του και με οποιονδήποτε άλλον τρόπο Εκείνος γνωρίζει. Αλλά εμείς γνωρίζουμε τον τρόπο που σώζεται κανείς, ήτοι διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας, της προσευχής και της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση ή όπως αλλιώς λέγεται, πράξη και θεωρία.

 «Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Εάν κάποιος είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η «παραφυάς», στην οποία ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την «ομάδα-παραφυάδα» στην οποία ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός.»

 Τέταρτη πτυχή του θέματος είναι: Ο Σκοπός της Εκκλησίας

Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κ.λπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της εορτής των αγίων Πάντων.

Ποιος είναι ο σκοπός της Ορθοδοξίας φαίνεται σαφώς από το εορτολόγιο. Το Πάσχα γίνεται το Βάπτισμα του ύδατος. Την Πεντηκοστή γίνεται το Βάπτισμα του Πνεύματος. Οπότε, μέχρι την Πεντηκοστή γίνεται η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και το αποτέλεσμα τι είναι; Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Να συγκαταλεγούν δηλαδή όλοι οι Ορθόδοξοι μεταξύ των αγίων. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι η αγιοποίηση του ανθρώπου. Αυτός  είναι ο σκοπός του Βαπτίσματος.

Ο σκοπός της Εκκλησίας, που αποβλέπει στη θέωση-αγιασμό του ανθρώπου, είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των Πρωτοπλάστων. Αυτό φαίνεται ότι στην αγιότητα μπορούν να φθάσουν και τα μικρά παιδιά. Με τη γέννησή τους έχουν φωτισμένο νου, λειτουργεί η νοερά ενέργεια, αλλά η νοερά ενέργεια σκοτίζεται από το πνευματικό σκότος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα. Δεν υπάρχει ισότητα των πολιτών του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει ανισότητα. Είναι μια χαρισματούχος κοινωνία από ανθρώπους που αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Μέσα σε αυτούς διακρίνονται Πατριάρχες, Προφήτες, Απόστολοι, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι και λαϊκοί. Και μετά οι θεούμενοι, οι φωτισμένοι, οι προς κάθαρση, κ.ο.κ. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία.

Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι βαπτίζονται και χρίονται, όσοι κοινωνούν του Σώματος και Αίματος του Χριστού και έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά. Είναι όσοι έχουν λάβει το Άγιον Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ούς μέν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α´ Κορ. ιβ´, 28).

Ο Θεός έθεσε-θέτει τον άνθρωπο στην Εκκλησία, διότι στην αρχαία Εκκλησία εθεωρείτο μέλος της Εκκλησίας εκείνος στον οποίο ήλθε και κατοίκησε το Πνεύμα το Άγιον. Και απόδειξη ότι κατοικεί το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, ήταν η γλωσσολαλία. Δηλαδή, το να λαλεί μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιον, να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό ήταν το Χρίσμα.

Έτσι, όποιος δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν συνδέεται με τον Χριστό, δεν γνωρίζει τον Χριστό και φθάνει στην άρνηση του Χριστού. 

Η βασική διδασκαλία των Πατέρων για την Εκκλησία είναι ότι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους από την πτώση τους, η οποία είναι μια βαθειά πληγή. Να φανταστούμε ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της ήταν ένα ιατρείο, δηλαδή ένα νοσοκομείο, στο οποίο μπαίνουν οι άνθρωποι για να θεραπευτούν, και αυτή η θεραπεία ήταν η κάθαρση του νοός, μετά ο φωτισμός του νοός, μετά η θέωση του ανθρώπου, να έρχεται δηλαδή ο άνθρωπος σε μια φυσιολογική κατάσταση, να αγαπάει χωρείς να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, ο άνθρωπος δηλαδή να έχει την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» ( Α´ Κορ. ιγ´, 5).  

Μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την αρχαία Εκκλησία σαν ένα μεγάλο νοσοκομείο. Ο αρχηγός του νοσοκομείου αυτού λέγεται Επίσκοπος. Οι γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι και Διάκονοι. Οι Διάκονοι και οι Διακόνισσες, άς πούμε, είναι οι νοσοκόμες. Και ο Επίσκοπος είναι ο πρόεδρος του Πρεσβυτερίου. Δηλαδή του νοσοκομείου, δηλαδή της ενορίας. Οπότε το νοσοκομείο είναι η ενορία. Αυτό είναι το νοσοκομείο. Έχουμε όλα τα μέσα θεραπείας των ανθρώπων, πολύ μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία, και λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς να θεραπευτούν.

Σε κάποιες όμως περιόδους τα ποσοστά θεραπείας πέφτουν αρκετά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πάει καλά η ιατρική, διότι δεν συνεχίζεται η ιατρική επιστήμη σωστά. Δεν υπάρχει παράδοση που να τηρείται σωστά, διότι μπήκαν μέσα μερικοί σκάρτοι γιατροί, που δεν ξέρανε καλά, περιορίστηκαν στα λίγα και δεν αυξήσανε την ικανότητά τους στην ακρίβεια και έγιναν λιγάκι τσαπατσούληδες. Ενώ υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για να λειτουργήσει σωστά το νοσοκομείο και να θεραπεύονται οι άνθρωποι, έχουμε ένα διευθυντή του νοσοκομείου και γιατρούς, οι οποίοι δυστυχώς δεν ξέρουν να τα χειρίζονται σωστά τα πράγματα.

«Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι ότι, εάν κανείς τώρα εξετάσει την αρχαία Εκκλησία και τον κλήρο, τις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, λαϊκών κ.ο.κ., διαπιστώνει αμέσως κάτι το παράδοξο, ότι η αρχαία Ορθόδοξη Θεολογία ομοιάζει πάρα πολύ με τη σημερινή Ψυχιατρική. Διότι ο σκοπός της Θεολογίας και της ψυχιατρικής είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Και η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με συγκεκριμένη μέθοδο.»

 «Η Εκκλησία, αν αφεθεί στον εαυτό της, κάνει το έργο της, που είναι να θεραπεύει τους ανθρώπους από την κατάσταση που βρίσκονται, να τους περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζει τον κόσμο.»

Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, συνδέεται με την άλλη διδασκαλία, ότι οι Κληρικοί είναι θεραπευτές-ιατροί και εξασκούν διάγνωση και θεραπεία.

 «Η Εκκλησία έχει διάγνωση-θεραπεία. Πρέπει να κάνετε αυτό και αυτό για να θεραπευθείτε. Γιατί χρειάζεται θεραπεία; Διότι θα δεις την δόξα του Θεού και αν δεν έχεις πάθει μια μετατροπή στην προσωπικότητά σου, να μεταβληθεί η ιδιοτελής αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, τότε αν είσαι πωρωμένος στην καρδιά σου, αντί να δεις τον Θεό ως δόξα, θα τον δεις ως πύρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον.»

Όλοι θα δούμε τον Θεό, αλλά ο ένας θα τον δή έτσι και ο άλλος έτσι. Μετάνοια, τι είναι μετάνοια; Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νοός, πρέπει ο νούς να αλλάξει, να καθαρισθεί. Η επιτυχία όμως της Εκκλησίας, βρίσκεται στο κατά πόσον αγιάζει τον άνθρωπο.

 «Το βασικό κριτήριο αν πάει καλά η Εκκλησία, είναι η επιτυχία. Αν σε έναν αιώνα έχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε η Εκκλησία πάει καλά. Αν έχουμε ολιγοστεύσει, τότε κάτι δεν πάει καλά.» Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για επιτυχία της Εκκλησίας, εννοούμε να υπάρχουν νηπτικοί και ησυχαστές Πατέρες που θεραπεύουν τους Χριστιανούς. 

Μέσα σε αυτή την πορεία της Εκκλησίας, οι μεγάλοι θρίαμβοι της Εκκλησίας είναι η αγιοποίηση των ανθρώπων. Γι’ αυτό τον λόγο, μετά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έχουμε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας κ.λπ., αλλά και τα ιερά λείψανα. Είναι αποδεικτικά  σημεία, που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, διότι έχει αυτούς τους ανθρώπους ως αρχηγούς και πνευματικούς οδηγούς. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει άγια λείψανα. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός της Εκκλησίας. Διότι μέσα στα άγια λείψανα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το οικοδόμημα το δογματικό της Εκκλησίας.

 «Η εμπειρία της θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο. Όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Και από τα λείψανα γνωρίζουμε μετά την εκδημία του προς Κύριον, ότι πρόκειται περί θεουμένου και αυτομάτως κατατάσσεται μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και εμείς δεν έχουμε παράδοση σαν τους Παπικούς, να φτιάχνουμε τους αγίους, αλλά ο Θεός μας αποκαλύπτει τους αγίους, συνήθως μέσω των λειψάνων και των θαυμάτων κ.ο.κ.».

Τα ιερά λείψανα είναι μια πραγματικότητα που δείχνει τη νίκη επί του θανάτου. Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ένα άθροισμα κυττάρων, που με τον θάνατο διαλύονται. Όταν όμως σε έναν άνθρωπο παραμένει αδιάφθορο το σώμα, σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερτέρα δύναμη που δεν το αφήνει να διαλυθεί. Αυτή η δύναμη είναι η ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.  Όλο το σώμα είναι ένα σύστημα κυττάρων. Λοιπόν, επειδή τα κύτταρα παθαίνουν διάλυση, γι’ αυτό τον λόγο εξαφανίζεται το σώμα και γίνεται χώμα κ.ο.κ. Το λείψανο τι έχει πάθει; Έχει πάθει αναστολή της διαλύσεως των κυττάρων, γι’ αυτό  και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση και ευωδιάζει.

Υπάρχουν ολόκληρα σώματα αγίων που είναι αδιάφθορα, όπως του αγίου Σπυρίδωνος, του αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω, του αγίου Γερασίμου, κ.ά. Έτσι το θέμα των αγίων λειψάνων είναι ένα θεολογικό γεγονός.

Έπειτα, ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά  θάνατον. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στη σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με τη μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός.

Σας ευχαριστώ!