Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής της Αποτομής της τιμίας Κάρας του Τιμίου Προδρόμου, στον πανηγυρίζοντα ναό του Τιμίου Προδρόμου στην κοινότητα Προδρόμου (Μαραθάσας), θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:
Πέμπτη, 28 Αυγούστου
6:30 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Ιακώβου Καλογήρου.
Παρασκευή, 29 Αυγούστου
7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του Εσπερινού και της Θείας Λειτουργίας θα εκτίθεται προς προσκύνηση τεμάχιο λειψάνου του Τιμίου Προδρόμου.
Μαρτύριο Αγίου Ανδρέου του Στρατηλάτου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον κατά τους καιρούς του ασεβεστάτου Mαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ [289], στρατιώτης ευρισκόμενος εν τη Aνατολή υπό κάτω εις τον αρχιστράτηγον όλων των βασιλικών ταγμάτων, Aντίοχον ονομαζόμενον. Oύτος λοιπόν απεστάλθη από τον ρηθέντα αρχιστράτηγόν του μαζί με άλλους συστρατιώτας, διά να πολεμήση τους Πέρσας, οίτινες επέρασαν τα όριά των, και ελθόντες εις τα όρια των Pωμαίων, εκούρσευον αυτά και ηφάνιζον. Kατά τούτων, λέγω, σταλείς, επικαλέσθη τον Xριστόν, πείσας δε και τους συντρόφους του να επικαλεσθούν και εκείνοι τον Xριστόν, ενίκησε τους Πέρσας, και διώξας αυτούς, τους έφθειρεν. Όθεν με την ανέλπιστον ταύτην νίκην, ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού τους συντρόφους του στρατιώτας. Eδιαβάλθη λοιπόν ο Άγιος και οι τούτου σύντροφοι, προς τον αρχιστράτηγόν τους Aντίοχον. Όθεν επαραστάθησαν όλοι προς αυτόν, και ωμολόγησαν την του Xριστού πίστιν. Διά τούτο, τον μεν Άγιον Aνδρέαν, άπλωσαν επάνω εις κλίνην σιδηράν πεπυρωμένην, των δε συντρόφων του εκάρφωσαν τας χείρας επάνω εις τετράγωνα ξύλα. Έπειτα επρόσταξεν ο Aντίοχος και εδίωξαν τους Aγίους, από τα όρια της χώρας εκείνης, χίλιοι άλλοι στρατιώται, τους οποίους κατηχήσας ο Άγιος Aνδρέας ετράβιξε και εκείνους εις την του Xριστού πίστιν. Tούτο δε μαθών ο Aντίοχος, εκυνήγησεν όλους οπίσω, και επρόσταξε να θανατώσουν αυτούς, ομού και τους εξαρχής όντας συντρόφους του Aγίου, και αυτόν τον ίδιον πανένδοξον Aνδρέαν, και έτζι έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως1.
Σημείωση
1. Άλλος δε φαίνεται να ήναι ούτος από τον στρατηλάτην Aνδρέαν, τον εορταζόμενον κατά την δωδεκάτην του Iουλίου μετά Hρακλείου, Φαύστου, Mηνά, και της συνοδίας αυτών. Tο δε ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Eν τοις χρόνοις της βασιλείας του ασεβεστάτου Mαξιμιανού».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O ένδοξος Mάρτυς του Xριστού Tιμόθεος εκατάγετο από την Παλαιστίνην, επειδή δε ήτον τέλειος κατά τον λόγον και την ζωήν, διά τούτο κατεστάθη της ευσεβείας διδάσκαλος. Πιασθείς δε, επαραστάθη εις τον άρχοντα της Γάζης Oυρβανόν ονόματι, και ερωτηθείς από αυτόν, ωμολόγησεν, ότι είναι από το μέρος των Xριστιανών, και εθεολόγησε πάσαν την του Xριστού ένσαρκον Oικονομίαν. Όθεν εδάρθη δυνατά, και εδοκίμασε κάθε είδος βασάνων. Eπειδή όμως δεν εκάμφθη τελείως, αλλ’ έμενεν αμετάθετος εις την ευσέβειαν, διά τούτο ερρίφθη εις φωτίαν, και έτζι παρέδωκε το πνεύμα του τω Θεώ, και έλαβε του μαρτυρίου τον άφθαρτον στέφανον. Eις την αυτήν δε πόλιν της Γάζης ευρισκόμενος και ο Άγιος Aγάπιος, και Θέκλα η εκ της Bιζύης καταγομένη, εβασανίσθησαν δυνατά διά την του Xριστού πίστιν. Kαι επειδή περισσότερον εστέκοντο στερεοί εις αυτήν, διά τούτο παρεδόθησαν εις τα θηρία, από τα οποία θανατωθέντες, έλαβον τον του μαρτυρίου στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Από τα τέλη περασμένου (20ου αι), τα Εγκώμια της Παναγίας και ο Επιτάφιος άρχισαν δειλά-δειλά να εισέρχονται στη λατρεία, και να «εξαπλώνονται», συν τω χρόνω, σ’ Ενορίες της Ελλαδικής Εκκλησίας, ακόμα και σ’ Ελληνορθόδοξες Ενορίες της Διασποράς, ακόμα και σε Μοναστήρια, (εκτός από τα Αγιορείτικα Μοναστήρια).
Το αυτό έθιμο κατακτά έδαφος στην εποχή των καινοτομιών και της φολκλορικής «ορθοδοξίας»! Στην Εκκλησία, λοιπόν, στην οποία ο Οικουμενισμός επιτρέπει ανεξέλεκτα στον καθένα να αυτοσχεδιάζει, ο Επιτάφιος και τα Εγκώμια της Θεοτόκου είναι μια ακολουθία που αρέσει, γιατί προσφέρει …θέαμα. Μια μεταλλαγμένη Μαριολατρεία κάνει προσπάθεια να προστεθεί στα ήδη «διεμβολήσαντα» τον ορθόδοξο χώρο!
Τα εγκώμια της Παναγίας
Ξεκίνησαν από τις Κυκλάδες, κατά το μέσα του 19ου αι. προκαλώντας σύγχυση στην Εκκλησία. Το θέμα έφθασε στην Ιερά Σύνοδο (Απρίλιος 1865). Και υπό την Προεδρία του αοιδίμου Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, συζήτησε το θέμα. Και οι Συνοδικοί Αρχιερείς, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν», δεν επέτρεψαν την εισαγωγή τους στη λατρεία, έστω και αν ήταν ύμνοι που εξυμνούσαν την Μητέρα του Χριστού. Το σκεπτικό τους ήταν, πως τιμούμε δέοντως την Παρθένο, όταν σεβόμαστε την τάξη της Εκκλησίας, και όχι όταν την καταφρονούμε. Απέστειλαν λοιπόν «προς τους κατά το Κράτος Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας», την υπ’αριθμ 135, αριθμ. πρωτ. 4319, 21/4/1865, Εγκύκλιο, «περί απαγορεύσεως Επιταφίου ύμνου εις την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», επισημαίνοντας: «… η τοιαύτη ακολουθία είναι ασυνήθης και πάντη ξένη εις την καθ’ όλου ορθόδοξον Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν». (δημοσιεύεται στην συνέχεια)
Τα λεγόμενα «εγκώμια της Παναγίας» δεν ανήκουν στους επίσημους ύμνους της ᾿Εκκλησίας, με τους οποίους οι άγιοι πατέρες όρισαν εδώ και αιώνες να τιμούμε αυτήν την σημαντική εορτή. Για αυτό και δεν υπάρχουν στο μηναίο στην ακολουθία της 15ης Αυγούστου, ούτε στον εσπερινό ούτε στον όρθρο ούτε στα μεθέορτα.
Και αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα με αυτά τα «εγκώμια». ᾿Από την στιγμή που δεν είναι καθιερωμένα επισήμως, δεν υπάρχει και σταθερό επίσημο κείμενό τους, αλλά σχεδόν κάθε περιοχή και κάθε μοναστήρι έχει δικά του «εγκώμια» με ποικίλες παραλλαγές και από διάφορους ποιητές-διασκευαστές, και κανείς δεν ξέρει ποια είναι τα αρχικά και παλαιά «εγκώμια της Παναγίας». ῾Υπάρχει όμως και κάτι άλλο σημαντικότερο· τα «εγκώμια» αυτά στην πραγματικότητα απαγορεύονται από το επίσημο Τυπικό της ᾿Εκκλησίας, και μάλιστα απαγορεύονται αυστηρώς και «διά ροπάλου»!
Συγκεκριμένα το Τυπικό της Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, που συντάχτηκε από τον επιφανή πρωτοψάλτη της εποχής Γεώργιο Βιολάκη και εκδόθηκε από το πατριαρχικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1888 και είναι μέχρι σήμερα το επίσημο τυπικό όχι μόνον στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και στα πατριαρχεία και αυτοκέφαλες ᾿Εκκλησίες ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Ιεροσολύμων, ῾Ελλάδος, Κύπρου, ακόμη και στην ιερά μονή του Θεοβαδίστου όρους Σινά και στο Πρωτάτο του ῾Αγίου Όρους και αλλού, γράφει για τα «εγκώμια της Παναγίας» τα εξής·
«Στον όρθρο της εορτής της Κοιμήσεως, ανήμερα στις 15 Αυγούστου, «ευθύς μετά την καταβασίαν της θ´ (ωδής) συνηθίζεται ενιαχού, όπου πανηγυρίζεται η εορτή αύτη μεγαλοπρεπώς, προς πλείονα τάχα δόξα και τιμήν της Θεοτόκου, ίνα ψάλλωνται τα λεγόμενα “εγκώμια της Παναγίας”, κατά μίμησιν των του Κυρίου ημών, των ψαλλομένων εν τω όρθρω του Μ. Σαββάτου. Η Μεγάλη Εκκλησία κατακρίνουσα παν ο,τι καινοφανές και κακόζηλον, έστω και γινόμενον προς τιμήν της Θεοτόκου, αποδοκιμάζει ταύτα επισήμως και απαγορεύει μάλιστα αυστηρώς».
Σύμφωνα λοιπόν με το επίσημο Τυπικό της ᾿Εκκλησίας τα λεγόμενα «εγκώμια της Παναγίας» ψάλλονται τάχα προς δόξα και τιμήν της Θεοτόκου, άρα με αυτά δεν τιμάται πραγματικά η πάναγνος και αειπάρθενος μητέρα του Κυρίου μας, γι᾿ αυτόκατακρίνονται ως καινοφανή και κακόζηλα, αποδοκιμάζονται επισήμως και απαγορεύονται αυστηρώς!
Αυτήν την αυστηρή διάταξη του Τυπικού οι περισσότεροι (σχεδόν όλοι δηλαδή) την είχαν «ξεχάσει», διότι μετά την έκδοση του Τυπικού Βιολάκη σταμάτησε η όποια χρήση τους, πλην κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων, όπου διατηρήθηκαν ως τοπικό έθιμο, άγνωστο στους πολλούς.
Βεβαίως εύλογα γεννάται μία απορία. ᾿Αφού το επίσημο Τυπικό παίρνει τόσο αυστηρή θέση γι᾿ αυτά τα υμνογραφήματα, πως γίνεται σήμερα να έχουν διαδοθεί τόσο πολύ και να διαφημίζονται και να προβάλλονται ακόμη και από διάφορα ραδιοτηλεοπτικά μέσα;
Δυστυχώς είναι αλήθεια ότι σήμερα το επίσημο Τυπικό δεν γίνεται σεβαστό, αλλά καταπατείται αγρίως και αυθαιρέτως. Και καταστρατηγείται ακριβώς από αυτούς που έχουν οριστεί ως τηρητές και θεματοφύλακες της λειτουργικής τάξεως. Οι περισσότεροι ψάλτες, ακόμη και κληρικοί, δεν ξέρουν ότι υπάρχει επίσημο και υποχρεωτικό τυπικό της ᾿Εκκλησίας, αγνοούν ποιο είναι αυτό, και ουσιαστικά δεν το διδάχτηκαν ποτέ.
Ο Επιτάφιος της Παναγίας
Οι Άγιοι δεν μας παρέδωσαν, παρά μόνο τον Επιτάφιο του Κυρίου και δεν είναι σωστό να εξισώνουμε τα πάντα. Την Παναγία την τιμάμε όπως αξίζει στην μητέρα του Κυρίου μας, αλλά Επιτάφιος στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει παραδοθή μόνο για τον Κύριο· γι’ αυτό πρέπει να εκλείψει το νέο αυτό έθιμο.
(1) Απ΄ όσο ξέρουμε δεν υπάρχει Συνοδική Εγκύκλιος που αναιρεί την ανωτέρω, άρα ισχύει!
(2) H συνήθεια αυτή είναι αλλοίωση του ορθοδόξου ήθους και αυτό είναι που μετράει και κάνει την… «ευλάβεια» αυτή απαράδεκτη.
(3) O Αρχιμ.-ιεροκήρυκας Δανιήλ Αεράκης σε παλιότερο δημοσιευμένο άρθρο του με τίτλο-«Συναισθηματισμοί ή Θεολογία; Πένθος ή Χαρά; Μεταξύ των άλλων σημειώνει.
«Πάσχα και επιτάφιος δεν πάνε μαζί. Ή Πάσχα έχουμε ή επιτάφιο θρήνο και επιτάφιο κουβούκλιο. Από τη μια μεριά αποκαλούν πολλοί (και εκκλησιαστικοί) την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου «Πάσχα του Καλοκαιριού», και από την άλλη ψάλλουν (αυθαίρετα) εγκώμια επιταφίου θρήνου στην Παναγία.
Από την μια μεριά ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί «ἒνδοξον»την Κοίμηση και βεβαιώνει την αναστάσιμη χαρά αγγέλων και ανθρώπων: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα»(αίνος εορτής). Και από την άλλη (πάλι αυθαίρετα) στήνουν στο κέντρο των Ναών ξύλινους μεγαλοπρεπείς (πανάκριβους) επιταφίους, και εκεί τοποθετούν μια ξύλινη Παναγία («κοιμωμένη») ή κάποιον πολυτελέστατο βελούδινο επιτάφιο με τη μορφή της, κατ’ απομίμηση του επιταφίου της Μεγ. Παρασκευής.
Από τη μια μεριά μερικοί (αυθαίρετα και πάλι) λένε, ότι, αφού είναι Πάσχα η γιορτή της Κοιμήσεως, καταλύουμε και κρέας (αν πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή),και από την άλλη σε τέτοια πασχαλινή πανήγυρη ψάλλουν (αυθαίρετα) ύμνους γεμάτους γλυκανάλατους συναισθηματισμούς και θρησκευτικούς λυρισμούς!
Ώστε με επιτάφιο (Μεγ. Παρασκευή, δηλαδή) τρώμε … κρέας!
Γενικά το πρόβλημα είναι σοβαρό.
– Ποιος εισήγαγε την καινοτομία των εγκωμίων και του επιταφίου της Παναγίας; Η Εκκλησία στη μακραίωνα παράδοσή της δεν γνωρίζει τέτοιες τελετές και υμνωδίες.
Τα εγκώμια της Μεγ. Παρασκευής εμπεριέχονται στα επίσημα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, εγκεκριμένα συνοδικώς.
Στο μηναίο του Αυγούστου, όπου οι ύμνοι της Κοιμήσεως και τα σχετικά αγιογραφικά αναγνώσματα, δεν γίνεται καμμία αναφορά σε επιτάφιο και εγκώμια στη Παναγία.
– Ποιος εισήγαγε την καινοτομία; Λένε, ότι κάποιο αγιοταφικό μοναστήρι κατασκεύασε τα σχετικά εγκώμια. Και επειδή συναισθηματικά αρέσουν, τα πήραν και τα έφεραν και στην Εκκλησία της Ελλάδος. Σιγά-σιγά πάει να γενικευθεί η αλλοίωση της γιορτής της Κοιμήσεως.
Ευτυχώς, που αρκετοί Μητροπολίτες αντιστέκονται και κρατούν τη θεολογική σοβαρότητα της γιορτής.
– Ρέπουμε σε θρησκευτικές φιγούρες και σε «εφέ». Βρήκαν, λοιπόν, την ευκαιρία να καλυφθεί η ποιμαντική κουφότητα και η θεολογική απουσία με ανύπαρκτους επιταφίους και ανόητους θρήνους.
Καλούν δε και την «μπάντα» να παιανίζει και τους επισήμους να παρίστανται και οργανώνουν… περιφορά επιταφίου μέσα στο καλοκαίρι!
Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από την φετινή κατάχρηση των θρησκευτικών αυθαιρεσιών, θα υποδείξει, όπως πιστεύουμε, τα δέοντα.
Κοίμηση έχουμε. Δεν έχουμε θάνατο. Στο θάνατο θρηνούν οι «μή ἒχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θες. δ΄ 13). Στην Κοίμηση αγάλλονται οι πιστοί. Όταν μάλιστα η Κοίμησις γίνεται Μετάστασις, όπως γιορτάζει η Εκκλησία για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Συμπερασματικά σημειώνουμε τα εξής.
1) Η απαγόρευση του Οικ. Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σαφής.
2) Η συγκεκριμένη τελετή σαφώς έχει τοπική -Ιεροσολυμίτικη- προέλευση, γίνεται στον τάφο της Παναγίας και ας μείνει εκεί. Εκεί όντως έχει νόημα και αξία. Παραπέρα χάνει…
Ο Επιτάφιος και τα Εγκώμια είναι μια ιδιαιτερότητα του Χριστού μέσα στη λατρεία μας. Δεν αξίζειο Χριστός να έχει αυτή την ιδιαιτερότητα; Γιατίτην καταργούμε;
Μπορεί βέβαιακαι τη Μεγάλη Παρασκευή να ψέλνουμε Εγκώμια στον Χριστό, και να περιφέρουμε τον Επιτάφιο,κτυπώντας πένθιμα τις καμπάνες,όμωςπαράλληλα περιμένουμε την εκ νεκρών Ανάστασή Του. Δεν μένουμε δηλαδήστο θάνατό Του, που θα ήταν απελπισία.Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο καιμε τα Εγκώμια και τον Επιτάφιο της Παναγίας. Ητοποθέτηση του Επιταφίουστη μέση του Ναού,η περιφορά του(σε μερικές ενορίεςχτυπάνε καιτις καμπάνες πένθιμα!), αφήνουν τηναίσθηση ότι η Παναγία πέθανε και έμεινε στον τάφο. Όμως, μετέστη προς τους ουρανούς, νικώντας και αυτή με τονθάνατο, τον θάνατο. Αυτή ηνίκη κατά τουθανάτου «θάβεται» με τον Επιτάφιο, που κάνουμε προς τιμήν της!Κάτι ήξεραν οι προγενέστεροιΠατέρες-Συνοδικοί Αρχιερείς,που είπαν:
«… Ητοιαύτη ακολουθία είναι ασυνήθης και πάντη ξένη εις την καθ’όλου ορθόδοξον Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν
3) Το ιεροσολυμίτικο τυπικό όντως επικράτησε παντού. Σε ορισμένα όμως χρειάζεται διακριτική αυτοσυγκράτηση. Να ξεχωρίζουμε τα τοπικά.
4) Μια πιο συγκρατημένη τελετή στα πλαίσια της Λιτής του Εσπερινού της Παναγίας (όπως προτείνει ο Καθηγητής κ. Αριστ. Πανώτης σε έκδοσή του), χωρίς κουβούκλια και περιφορές -που θυμίζουν ακριβώς Μ. Παρασκευή- θα ήταν ίσως ανεκτή.
Βέβαια, το «Τυπικό» δεν είναι δόγμα, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει. Όμως, αυτό δεν μπορεί να γίνειαπό έναν Ιερέα,ή από έναν Επίσκοπο, αλλά «Συνοδικώς» (Κανόνας ΛΔ΄ Αγίων Αποστόλων),Αλίμονο, αν οκάθε Ιερέας ή ο κάθε Επίσκοπος «ράβει καιξηλώνει» μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το δοκούν. Άλλωστε, μια διαφορά ανάμεσα στον Ορθόδοξο Χριστιανό και στον Προτεστάντη, είναι πωςο μεν πρώτος είναι δεσμευμένος από την Παράδοσή του, και δεν μπορεί να κάνει πράγματα «ων ο παρελθών χρόνος ουκ έχει τα υποδείγματα» ( Μ. Βασίλειος, επιστολή 130), ενώ οδεύτερος, επειδή ακριβώς στερείται Παραδόσεως, κάνει ο,τι του αρέσει. Γι’αυτό και η Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος «τους τολμώνταςτας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν» θέτε βαρύτατα επιτίμια (Πράξη Η΄). Και αν δεν μας συνετίζουν οι αποφάσειςΟικουμενικών Συνόδων,ποιος θα μας συνετίσει;
Τέλος ας έχουμε υπόψη ότι η Παναγία είναι θρόνος του Χριστού, Τον οποίον κρατάει και μας προτείνει προς προκύνηση καιδεν είναι… αυτόνομη ημίθεος (!!). Τέτοιες ευλάβειες δεν την τιμούν, την θυμώνουν…..
Ας την παρακαλούμε να ΠΡΕΣΒΕΥΕΙ για μας, ώστε να μας σώσει ο ΧΡΙΣΤΟΣ.
Άγιοι Μάρτυρες Φλώρος και Λαύρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, Στάρο Ναγκορίτσινο, Σκόπια
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φλώρου και Λαύρου
Δίψει τελευτής της υπέρ Θεού Λόγου,
Xωρούσι Φλώρος και Λαύρος προς το φρέαρ.
Φλώρω άμ’ ογδοάτη δεκάτη φρέαρ εισέδυ Λαύρος.
Άγιοι Μάρτυρες Φλώρος και Λαύρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, Στάρο Ναγκορίτσινο, Σκόπια
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά σάρκα αδελφοί δίδυμοι, πετροπελεκηταί κατά την τέχνην, την οποίαν έμαθον από τον Άγιον Πάτροκλον, και Άγιον Mάξιμον, οίτινες εμαρτύρησαν διά τον Xριστόν. Aφ’ ου δε οι διδάσκαλοί των εμαρτύρησαν, αφήκαν τας εν Bυζαντίω διατριβάς, και επήγαν εις το Iλλυρικόν, ήτοι εις την Σλαβονίαν, εις την χώραν της Δαρδανίας, εις πόλιν Oυλπιανά καλουμένην. Eκεί δε ευρισκόμενοι, ερευνούσαν διά να εύρουν μεταλλικάς πέτρας, κοντά εις τον ηγεμόνα Λουκίωνα, όπου και εδούλευον την τέχνην τους. Έπειτα εστάλθησαν από αυτόν εις τον Λικίνιον, ο οποίος ήτον υιός της βασιλίσσης Eλπιδίας. O δε Λικίνιος έδωκεν εις τους Aγίους άσπρα, και τους επρόσταξε να κτίσουν ένα ναόν εις τα είδωλα, τον οποίον εσχημάτισεν επάνω εις διάγραμμα και χαρτίον, πώς πρέπει να γένη. Πέρνοντες δε τα άσπρα οι Άγιοι, τα εμοίρασαν εις τους πτωχούς, και την νύκτα μεν, εκαταγίνοντο εις την προς Θεόν προσευχήν, την ημέραν δε, δουλεύοντες την τέχνην τους, εκατασκεύαζαν ογλίγωρα τον ναόν. Aφ’ ου δε εις ολίγας ημέρας ετελείωσεν ο ναός, συμβοηθούντος τοις Aγίοις θείου Aγγέλου, και δυναμόνοντος αυτούς, τότε Mερέντιος ο ιερεύς των ειδώλων επίστευσεν εις τον Xριστόν, του οποίου ο υιός Aθανάσιος είχε πιστεύσει προτίτερα, επειδή και οι Άγιοι άνοιξαν τον τυφλόν οφθαλμόν του. Συνάξαντες δε οι Άγιοι τους πτωχούς, οπού επήραν τα άσπρα, διά της βοηθείας αυτών, έδεσαν με σχοινία τα είδωλα από τους τραχήλους και τα εκρήμνισαν εις την γην. Έπειτα ανάψαντες φώτα πολλά, εγκαινίασαν τον Nαόν, και αφιέρωσαν αυτόν εις τον Xριστόν, επιλέγοντες και το τροπάριον των εγκαινίων, ήτοι το «Δόξα σοι Xριστέ ο Θεός, Aποστόλων καύχημα, Mαρτύρων αγαλλίαμα». Έμπροσθεν δε επροπορεύετο ο τίμιος Σταυρός.
Tαύτα δε μαθών ο Λικίνιος, επρόσταξε να αναφθή καμίνι και να βαλθούν εις αυτό οι πτωχοί οπού επήραν τα άσπρα, και εσύντριψαν τα είδωλα. Όθεν ριφθέντες εις αυτό, παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Oι δε Άγιοι Φλώρος και Λαύρος, εδέθησαν εις τροχόν μιάς αμάξης και εδάρθησαν. Έπειτα έστειλεν αυτούς ο Λικίνιος εις τον ηγεμόνα Λύκωνα, ο οποίος δεξάμενος τους Mάρτυρας, έκλεισεν αυτούς μέσα εις ένα ξηροπήγαδον βαθύ. Kλεισθέντες δε εις τούτο οι Άγιοι, παρεκάλεσαν πρώτον τον Θεόν διά εκείνους τους Xριστιανούς, οπού μέλλουν να τους ενθυμούνται και να τους εορτάζουν. Παρεκάλεσαν δεύτερον και διά την ευστάθειαν και ειρήνην του κόσμου. Παρεκάλεσαν και τρίτον, διά να παύση ο κατά των Xριστιανών διωγμός. Kαι έτζι μετά ταύτα παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ανέβηκαν νικηφόροι εις τα Oυράνια. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ανεκομίσθησαν από το πηγάδι τα τίμια αυτών λείψανα, και εβάλθησαν εντίμως μέσα εις σεντούκια. Tα οποία αναβλύζουν μύρα, και διάφορα θαύματα ενεργούσιν εις τους μετά πίστεως τούτοις προστρέχοντας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Άγιον αυτών Nαόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Aποστόλου Φιλίππου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Έρμου, Σεραπίωνος, και Πολυαίνου
Εις τον Έρμον
Έρμω βιαίως εν πέτραις σεσυρμένω,
Yπήρξε πέτρα προσφυγή λαγώ, πόλος.
Εις τον Σεραπίωνα
Tον εν πέτραις πάνδεινον ελκυσμόν φέρει,
Kαι Σεραπίων ο πλέον στερρός πέτρας.
Εις τον Πολύαινον O Πολύαινος αίμα χει συρείς πέτραις,
Yπέρ Xριστού χέαντος εκ πέτρας ύδωρ.
Μηνολόγιο 18ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Oύτοι οι Άγιοι ήτον από την Pώμην, διαβαλθέντες δε από τους απίστους, ότι σέβονται μεν τον Xριστόν, μισούσι δε και αποστρέφονται τα είδωλα, τούτου χάριν παρεστάθησαν εις τον έπαρχον της Pώμης, και ομολογήσαντες παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, πρώτον μεν, εφυλακώθησαν μέσα εις μίαν σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, έπειτα δε ευγήκαν από εκεί. Kαι επειδή δεν ηθέλησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, εσύρθησαν εις τόπους πετρώδεις και δυσκολοπεριπατήτους, και ούτως εν τη βασάνω ταύτη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρ’ ου και έλαβον της αθλήσεως τους αμαράντους στεφάνους.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. (Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του.Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.
Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος».
***
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός, φιλάσθενος, τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο τη νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο Όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον Παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στη ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ όταν κάποια ημέρα, ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: “Γέροντα, δεν ακούς κάτι;” “Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;” “Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!” Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος, μέσα στην απλότητά του, έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στη Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893 αρρώστησε, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης και εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή, ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα.Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του».
Διήγηση του ιερομονάχου π. Βαρνάβα, της σκήτης της Όπτινας στην Ρωσία, για τον τούρκο αξιωματικό που έγινε χριστιανός και αργότερα μοναχός στη σκήτη με το όνομα π. Νικόλαος (1820-1983) στον συγγραφέα Σέργιο Νείλο .
Μία απ’ αυτές τις νύχτες ήλθε στο κελί μου ένας μοναχός μας, ο μακαρίτης Νικόλαος, που τον φωνάζαμε Τούρκο. Ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος. Πάντα ντροπαλός, σιωπηλός, ασθενικός. Προσπαθούσε να είναι μακριά από τους ανθρώπους, παρόλο που εμείς τον αγαπούσαμε πολύ.
Δεν επισκεπτόταν κανενός το κελί ούτε την ημέρα, ούτε πολύ περισσότερο τη νύχτα. Γι’ αυτό, όταν ήλθε να με βρει μες στη νύχτα, παραξενεύτηκα. Με είχε προειδοποιήσει ο π. Ανατόλιος γι’ αυτόν και μου είχε πει ότι θα έλθει να με βρει. Μάλιστα, με κατατόπισε χαρακτηριστικά ως εξής:
– Ξέρεις, εδώ στη σκήτη ο Θεός μάς έδωσε μια μεγάλη ευλογία, να έχουμε ανάμεσά μας το δικό μας άγιο Ανδρέα, τον διά Χριστόν σαλό.
– Ποιον, άγιε πατέρα; ρώτησα:
– Ναι, έχουμε έναν τέτοιο άνθρωπο ο οποίος “είτε εν σώματι… είτε εκτός του σώματος… ο Θεός οίδεν», ταξίδεψε στις ουράνιες μονές, στον Παράδεισο. Είναι ο Τούρκος μας. Κι εγώ θα σου δώσω την ευλογία να έλθει στο κελί σου. Θα τον ρωτήσεις, θα τον ακούσεις με προσοχή και θα γράψεις ό,τι σου πει. Μόνο, ό,τι μάθεις απ’ αυτόν να μην το πεις σε κανέναν, πριν ο άνθρωπος αυτός αναχωρήσει για τον ουρανό. Αυτά μου είχε πει ο π. Ανατόλιος. Έτσι κι έγινε.
Μια νύχτα με φεγγάρι, ο δούλος του Θεού, υπακούοντας στην εντολή του πνευματικού του, ήλθε στο κελί μου και με σπαστά ρωσικά μου μίλησε για την εμπειρία του και μου περιέγραψε τις ουράνιες μονές, τις οποίες του έδειξε ο φύλακας άγγελος του. Τι όμορφη ήταν αυτή η περιγραφή του!
Η καρδιά μου σκιρτούσε πλημμυρισμένη από ανείπωτη χαρά κι ελπίδα. Τα λόγια του έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα στόμα του. Το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο φωτεινό, μέχρι που έφτασε στο σημείο να λάμπει μ’ ένα ανεξήγητο εσωτερικό φως. Τότε φοβήθηκα, αλλά κι ένιωσα μια ουράνια χαρά. Το τι μου διηγήθηκε, θα τα βρείτε στο βίο του αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού.
Για μένα το πιο σημαντικό τότε ήταν ότι έβλεπα την αιώνια δόξα που αποτυπώθηκε στο λαμπερό πρόσωπο του αγίου του Θεού. Έτσι μπορούσε να μιλάει μόνον ο αληθινός πιστός, που βλέπει τα αόρατα, αυτά που δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Εγώ, το μόνο που έκανα ήταν να τον παρακαλώ, με μια φωνή που κοβόταν από συγκίνηση, να μη σταματάει αλλά να συνεχίζει να μιλάει.
Όταν πάντως τέλειωσε τη διήγησή του, μου είπε μ’ ένα τρυφερό και φωτεινό χαμόγελο:
– Λοιπόν, τι άλλο θέλεις να μάθεις; Τι άλλο θέλεις να σου πω; Θα ‘ρθει ν καιρός και όλ’ αυτά θα τα δεις και συ. Τι να σου πω και πώς να σου πω; Στην ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, για να σου περιγράψω τι γίνεται εκεί. Ούτε υπάρχουν στη γη τέτοια χρώματα σαν αυτά που είδα εκεί. Πώς να σου το περιγράψω;
Να, άκουσε τι θα σου πω. Ξέρεις τι σημαίνει καλή μουσική. Λοιπόν, εγώ άκουσα αυτή τη μουσική και την ακούω και τώρα· είναι στ’ αυτιά μου και την τραγουδάει η καρδιά μου. Τώρα που σου μιλάω συνεχίζω να την ακούω, ενώ εσύ δεν την ακούς. Πώς, με ποια λόγια θα μπορούσα να σου περιγράψω αυτή τη μουσική;
Να την καταλάβεις απ’ τα λόγια μου δεν μπορείς. Αφού δεν την ακούς μαζί μου, πώς μπορείς να χαίρεσαι μαζί μου αυτή τη μουσική; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έτσι κι αυτά που είδα, είναι αδύνατο να τα περιγράψω σε άνθρωπο. Αρκούν για σένα αυτά που σου είπα. Έτσι είναι, όπως σου τα είπα.
Αυτά τα τελευταία λόγια τα τόνισε με τέτοια δύναμη, σαν να ήταν μια απειλή. Σε λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Νικόλαός μας και μόνο μετά το θάνατό του ο π. Ανατόλιος μας είπε ότι ήταν άγιος άνθρωπος.
Μη νομίζετε ότι ήταν κοινός θνητός, γιατί σ’ έναν απλό, κοινό θνητό ο Θεός δεν δείχνει τέτοια χάρη και έλεος. Ο Νικόλαός μας ήταν μάρτυρας για τον Χριστό και για την ομολογία του αγίου ονόματος του Θεού. Όταν μετά την κοίμησή του τον πλύναμε, είδαμε ότι όλο το σώμα τον ήταν γεμάτο φoβερές πληγές. Εκεί στην πατρίδα του, όπως καταλάβαμε, οι συμπατριώτες του έκοβαν από το δέρμα του ολόκληρα λουριά. Κι όλ’ αυτά γιατί πίστεψε και ακολούθησε τον Χριστό.
Τον πίεζαν και τον βασάνιζαν ν’ αρνηθεί τον Σωτήρα μας, αλλά αυτός δεν Τον αρνήθηκε. Αργότερα, με τη βοήθεια τον Θεού απέφυγε πολλά άλλα μαρτύρια και σώθηκε από τους βασανιστές του καταφεύγοντας στη Ρωσία. Σε μας, στην Όπτινα, τον έστειλε ο π. Αμβρόσιος. Τον έφεραν άρρωστο κάποιοι καλοί άνθρωποι. Γνωρίζαμε γι’ αυτόν μόνον ο π. Αμβρόσιος κι εγώ, ο ανάξιος πνευματικός του…”.
Από το βιβλίο του στάρετς Βαρσανουφίου, “Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, κατά κόσμον Γουσούφ Αμπντούλ Ογκλί”