Αρχική Blog Σελίδα 49

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 30 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Δ’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα  
6:13-20

Ἀδελφοί, τῷ ᾽Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾽ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾽ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾽Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ, Ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Δ’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ )
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
9: 17-31

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Το ψαλτήρι, η Θεοτόκος και ο Αρχάγγελός της Γαβριήλ

Μιὰ πρόταση ποὺ σᾶς κάνω καὶ δὲν εἶναι δική μου, εἶναι ἀπ’ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Μητέρες ποὺ ἐγνώρισα χάριτι Θεοῦ, εἶναι ἂν θέλουμε νὰ εἰσέλθουμε σὲ μιὰ πιὸ ποιοτικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ Ἔλεὸς Τοῦ εἰς στὴ ζωή μας καὶ στὴ ζωὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἂν θέλουμε κάτι πιὸ ποιοτικὸ σᾶς συνιστῶ νὰ διαβάζετε τὸ Ψαλτήρι. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ λέω, τὸ ἔχω πεῖ πολλὲς φορές, ξέρω ὅτι μερικοὶ τὸ κάμνενε, σᾶς παρακαλῶ νὰ συνεχίσετε νὰ τὸ κάμνενε κι ἂν δὲν τὸ κάμνετε ἔστω μερικοὺς ψαλμούς.

Μοῦ ἔλεγε σήμερα ἕνας γιατρὸς ποὺ ἦρθε ὅτι διαβάζει ἕνα κάθισμα τὸ πρωὶ καὶ ἕνα κάθισμα τὸ βράδυ καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς εἰς στὸ τέλος.

Λοιπὸν ἄλλος νέος ἄνθρωπος μὲ 4 παιδιά, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ Γερμανία καὶ μὲ εἶδε τελευταία ἐδῶ, μοῦ εἶπε ὅτι «ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ σὲ ἄκουσα» μοῦ λέει «ξυπνῶ ἡ ὥρα δύο, διαβάζω δύο καθίσματα, σηκώνομαι ὄρθιος μνημονεύω ὀνόματα ζωντανῶν ἀλλὰ καὶ κεκοιμημένων. Κι ἐπειδὴ εἶχα μερικὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ τὸ σατανᾶ ποὺ δὲν ἄντεχε αὐτὴ τὴν προσευχὴ τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ, τὸ Ψαλτήρι, ἐπῆγα» μοῦ λέει «καὶ ρώτησα ἕναν καλὸ ἁγιορείτη, διότι ὁ ἐξομολόγος μου ὅταν ἐπῆγα καὶ τοῦ εἶπα ὅτι διαβάζω τὸ Ψαλτήρι καὶ ὁ σατανᾶς κάποτε τὸν βλέπω καὶ μοῦ ἐπιτίθεται, μὲ πιάνει ἀπὸ τὸν λαιμὸ νὰ μὴν συνεχίσω…». Τί τοῦ εἶπε ὁ ἐξομολόγος; «Μὰ ἀκούεις του Μόρφου; Τοῦτα εἶναι γιὰ τοὺς καλογήρους, δὲν εἶναι γιὰ ἐσένα. Ἔχεις γυναῖκα, ἔχεις τέσσερα παιδιά, εἶσαι 37 χρόνων ἄνθρωπος, ὅλη τὴ μέρα γυρίζεις στὴ Γερμανία μὲ ἕνα τεράστιο trailer (εἶναι πλασιὲ ὁ ἄνθρωπος) καὶ σὺ τὴ νύχτα νὰ ξυπνᾶς ἡ ὥρα δύο νὰ μοῦ διαβάσεις Ψαλτήρι;».

«Ὅμως» μοῦ λέει «δὲν ἀναπαύτηκα… ἐγὼ μὲ τὸ Ψαλτήρι πρῶτον ἐδιέκοψα τὴν παλιὰ ἁμαρτωλή μου ζωή, δεύτερον ἄρχισα νὰ μπαίνω μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μετάνοιας». Προσέξτε τὴν λέξη «στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μετάνοιας» διότι λέμε… λέμε… Ἔ; Σαρακοστή, μετάνοια, Μεγάλη Ἑβδομάδα… θὰ ἀκούεται αὔριο ποὺ εἶναι νὰ ψάλουν οἱ ψάλτες «δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» ἔ, τί εἶναι τούτη ἡ μετάνοια; Ποὺ εἶναι νὰ τὴν ἔβρω τούτη τὴ μετάνοια; Χειροπιαστή. Διαβάστε τὸ Ψαλτήρι! Εἶναι ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς μετάνοιας ἑνὸς ἀνθρώπου, βασιλιᾶ, Προφήτη, στρατηγοῦ, οἰκογενειάρχη μὲ πολλὲς γυναῖκες καὶ μὲ πολλὰ παιδιὰ μὲ πολλὰ προβλήματα οἰκογενειακά. Ὅμως ἡ μετάνοιά του, μετάνοια!

Λοιπὸν ἕνας φίλος του εἶπε: «ρὲ παιδί μου, ὁ ἐξομολόγος σὰν νὰ μὴν εἶναι ἐντάξει, νὰ πᾶμε στὸ Ἅγιο Ὅρος». Ἐπῆγαν στὸ Ἅγιο Ὅρος ρωτήσαν ἐκεῖ ἕναν καλὸ ἱερέα. Λέει του: «γιε μοῦ ἐν καλὰ ποὺ ἀκροάστηκες τοῦ Μόρφου καὶ διαβάζεις τὸ Ψαλτήρι, καλὰ κάμεις καὶ ξυπνᾶς τὸ βράδυ διότι ἡ ἡσυχία, ἀπὸ μόνη της ἡ ἡσυχία, εἶναι μιὰ προσευχή, ἀπὸ μόνη της ἡ ἡσυχία τῆς νύχτας, ἀλλὰ καὶ ἡ θυσία ποὺ κάμνεις, νὰ διακόψεις τὸ γλυκό σου ὕπνο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ προστατεύσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ ταῖς δαιμονικὲς ἐπιθέσεις θὰ κάμνεις τὸ ἑξῆς: θὰ διαβάζεις τὰ δύο καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου, θὰ διαβάζεις τὰ ὀνόματα τῶν ζωντανῶν καὶ τῶν κεκοιμημένων ποὺ διαβάζεις καὶ πάντοτε νὰ τελειώνεις μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας». Καὶ ἔτσι κάνει ὁ ἄνθρωπος τοῦτος.

Μιὰ φορὰ λέει ποὺ ἦταν κουρασμένος εἶπε: «ἔ, Παναγία μου δὲν θὰ σοῦ διαβάσω τοὺς Χαιρετισμούς, εἶναι νὰ κοιμηθῶ. Διάβασα τὸ Ψαλτήρι, διάβασα τὰ ὀνόματα, νὰ κοιμηθῶ τώρα. Ὅπως ἔκαμα νὰ πάω νὰ πέσω, νὰ ξαπλώσω, βλέπω μπροστά μου ἕναν τεράστιο Ἀρχάγγελο! Φοβήθηκα μήπως εἶναι κανένα δαιμόνιο καὶ ἄλλαξε τώρα τὴν πολιτική του.

Τὴν τακτική του ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις, νὰ μὲ καλοπιάσει καὶ μὲ τὰ καλοπιάσματα νὰ νομίσω ὅτι εἶμαι κάτι. Ἔκαμα τὸ σταυρό μου καὶ χαμογέλασε ὁ Ἀρχάγγελος. Μοῦ λέει ‘μὴν ἀγωνιᾶς μὲ ἔστειλε ἡ Κυρία, ἡ Θεοτόκος καὶ μοῦ εἶπε νὰ σοῦ πῶ ὅταν εἶσαι κουρασμένος μὴν πεῖς τοὺς Χαιρετισμούς της. Πὲς ἕνα Θεοτόκε Παρθένε’».

Ἀκοῦτε τί Θεὸ ἔχουμε; Ἔ; Θέλει καὶ τὸ maximum ἰκανοποιάται καὶ μὲ τὸ minimum. E; «Πὲς ἕνα Θεοτόκε Παρθένε!». Τοῦ λέει: «Ποιός εἶσαι ἐσὺ ἄγγελέ μου;». Λέει του: «Εἶμαι Ἀρχάγγελος. Εἶμαι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ μὲ ἔστειλε ἡ Κυρία ἡ Θεοτόκος νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴν τὴν ξεχνᾶς, πάντοτε μὲ τὴν προσευχήν της νὰ τελειώνει ἡ προσευχή σου».

«Περίμενε νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω. Εἶπε ὄχι ἐμένα. Μοῦ ἔδειξε μιὰ εἰκόνα ποὺ εἶχα, τὴν Κυρία μας τὴ Θεοτόκο, τὴν Μητέρα τοῦ Φωτὸς καὶ χάθηκε. Ἔχω πολλοὺς νὰ πάω νὰ δῶ καὶ χάθηκε».

Μοῦ λέει: «εἶναι τοῦ Θεοῦ τοῦτο τὸ ὅραμα;». Ἔ, λέω του: «βέβαια εἶναι. Ἂν ἦταν ὁ πειρασμὸς πρῶτον θὰ ἤθελε νὰ τὸ προσκυνήσεις ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ποὺ ἔχει, δεύτερον τοῦ λέω δὲν θὰ σοῦ ἔλεγε προσκύνα τὴν Κυρία μας τὴ Θεοτόκο». Δὲν ὑπάρχει χειρότερος ἐχθρὸς τοῦ πειρασμοῦ, ἀπὸ τὴν Παναγία. Μόλις πεῖς τ’ ὄνομά Της ἐξαφανίζεται ἀμέσως. Ἀμέσως! Λοιπὸν ἢ τὸν Τίμιο Σταυρό. Δύο πράγματα φοβᾶται τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ τ’ ὄνομα τῆς Παναγίας.

Καὶ τοῦ λέω: «δὲν καταλαβαίνεις γιατί ἦρθε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ;». Μοῦ λέει: «γιατί;». «Εἶναι ὁ Ἀρχάγγελος, γιε μου, τῆς Παναγίας. Ποιός ἔκαμε τὸν Εὐαγγελισμό; Ποιός τῆς εἶπε τό ‘Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σου’; O Ἀρχάγγελος Γαβριήλ».

Ἄρα ἂν θέλουμε ἀγαπητοί μου νὰ ξεπεράσουμε τὸν κλειστὸ κόσμο τῆς οἰκογένειάς μας, τοῦ ἐγώ μας, τῶν μικρῶν ἢ μεγάλων μας προβλημάτων καὶ νὰ εἰσέλθουμε στὴ μεγάλη ὡραία περιπέτεια τῆς ἀγάπης, τοῦ ἔρωτα μὲ τὸν Χριστό μας δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀρχίσουμε τὸ Ψαλτήρι. Εἶναι ἡ καλύτερη ἀτμόσφαιρα. Καὶ τὸ Ψαλτήρι ἀφοῦ μᾶς διδάξει αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μετανοίας, αὐθόρμητα ἡ καρδία θὰ μαλακώσει, θὰ κλάψει, θὰ ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνει πράγματα ἀπὸ παλιὰ δὲν τὰ καταλάβαινε οὔτε μὲ ταῖς ὁμιλίες, οὔτε μὲ τὰ κηρύγματα, οὔτε μὲ τὰ διαβάσματα. Θὰ ἀρχίσει ἡ καρδία νὰ γίνεται πιὸ γνωστικὴ καὶ τότε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα αὐτοῦ τοῦ ἀνοίγματος τῆς καρδίας εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ στὴν Εὐχή. Στὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με».

Μάλιστα αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ περιγράφω εἶναι ὁ πιὸ ἀσφαλής. Νὰ μὴν πλανηθοῦνε μὲ τὴν Εὐχή. Μερικοὶ κάμνουν εἰσπνοές-ἐκπνοές, ἔχουν κάποιες τεχνικὲς ποὺ ταῖς διαβάζουν στὴ Φιλοκαλία. Δὲν εἶναι πλάνη. Εἶναι μία παράδοση κι αὐτὴ τῶν ἀσκητῶν ὅμως.

Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ποὺ ἤτανε μεγάλος δάσκαλος καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος αὐτὴν τὴν τεχνική, οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυτόν τους, μᾶς ἔλεγαν ὅτι τὴν ἀποφεύγουν καὶ οὔτε νὰ ἀκούσουν ἤθελαν γιὰ ἐμᾶς τους νεοτέρους. Πῶς εἶπε διάκο, τοῦ πατρὸς Φωτίου του Πρωτοσύγκελού μας ὅταν ἐπῆγε νὰ τὸν δεῖ καὶ τὸν ἐρώτησε τὸν Ἅγιο Παΐσιο γιὰ αὐτὴν τὴν τεχνικὴ τῆς Εὐχῆς, εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή. Τί τοῦ εἶπε; (Ἀπαντάει ἀπὸ μακριὰ ὁ διάκος). Τοῦ εἶπε: «ὄχι παιδί μου, ἐσὺ νὰ προσεύχεσαι ἁπλᾶ, ταπεινὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά σου».

Ἔ, σᾶς λέω αὐτὴν τὴν ἁπλότητα, αὐτὴν τὴν ταπείνωση, αὐτὴν τὴν καρδιακὴν ἀτμόσφαιρα θὰ τὴ συναντήσετε μὲς στὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Ψαλτήρι θὰ σᾶς ὁδηγήσει ἐν καιρῷ καὶ στὴν Εὐχή.

YouTube: ΛΕ’ Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο (25.04.2024) στὸ 44:00 (ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ)

Πηγή: toromaiiko.com/mitropolitis-morfoy-neofytos-m-steile-theotokos-n/

Δ΄ Κυριακή των Νηστειών – Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος (Συλλογή κειμένων και ομιλιών)

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τετάρτῃ τῶν Νηστειῶν, μνήμην ποιοῦμεν τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ Συγγραφέως τῆς Κλίμακος

Ὁ σάρκα καὶ ζῶν νεκρὸς ὢν Ἰωάννης,
Αἰωνίως ζῇ, καὶ νεκρὸς φανεὶς ἄπνους.
Σύγγραμμα λιπὼν Κλίμακα τῇ ἀνόδῳ,
Δείκνυσιν αὐτοῦ πορείαν τῆς ἀνόδου.

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

«Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας, ἐν τούτῳ ποιούμενοι οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ’ ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις τάς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος, ὁ Κύριος τοῦ ἔργου δηνάριον παρέχει δι οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος.»

Πατερικά και θεολογικά κείμενα για την Δ΄ Κυριακή των Νηστείων (Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος).

Σύντομος βιογραφία τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου – τῆς Κλίμακος (30 Μαρτίου)

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 14ου - 15ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Μετάφραση ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 14ου – 15ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Ποια εἶναι ἡ πόλις ποὺ ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε τὸν θεῖον αὐτὸν ἄνδρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ καὶ ἀσκητική του ζωὴ δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀσφάλεια.

Τὴν πόλι ὅμως ὅπου τώρα ζῆ καὶ ἡ ὁποία τὸν τρέφει μὲ ἀμβροσία, τὴν ἐγνώρισε πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ὁπωσδήποτε εὑρίσκεται τώρα καὶ αὐτὸς σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, τῶν ὁποίων «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει».

Ἐκεῖ χορταίνοντας τὰ ἀχόρταστα μὲ ἄϋλη αἴσθησι καὶ βλέποντας τὰ ἀθέατα κάλλη, ἀπολαμβάνει τὶς ἀντάξιες ἀμοιβὲς τῶν ἱδρώτων του. Καὶ ἀφοῦ σὰν ἄκοπο βραβεῖο τῶν κόπων τοῦ ἐκέρδισε τὴν οὐράνιο κληρονομία, χορεύει αἰώνια μαζὶ μ᾿ ἐκείνους, τῶν ὁποίων πλέον «ὁ ποὺς ἔστη ἐν εὐθύτητι». Πῶς δὲ κέρδισε αὐτὴν τὴν μακαριότητα ὁ ἀοίδιμος, αὐτὸ θὰ τὸ ἐκθέσω στὴν συνέχεια.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὅσιος Πατὴρ σὲ ἡλικία δέκα ἓξ περίπου ἐτῶν προσέφερε τὸν ἑαυτόν του στὸν Χριστὸν ὡς «θυσίαν εὐάρεστον καὶ δεκτήν», μὲ τὸ νὰ εἰσέλθῃ στὸν ζυγὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἀπὸ αὐτὴ δὲ τὴν διαμονή του στὸν ὁρατὸ τόπο, πορευόταν καὶ κατευθυνόταν πρὸς τὸν ἀόρατο Θεόν. Καὶ τὴν μὲν ξενιτεία ἀκολούθησε σὰν προστάτιδα τῶν νοερῶν νεανίδων, δηλαδὴ τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Μὲ αὐτὴν τὴν ξενιτεία ἀπέβαλε ὅλη τὴν ἄσεμνη παρρησία καὶ ἐφόρεσε τὴν εὐπρεπῆ ταπείνωσι καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμη ἀπεδίωξε τὸν δαίμονα τῆς αὐταρεσκείας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν ἑαυτό του. Ὑπετάγη καὶ ἐμπιστεύθηκε τὴν ψυχή του ἐν Κυρίῳ στὸν πνευματικό του πατέρα σὰν σὲ ἕναν ἄριστο κυβερνήτη, καὶ ἔτσι ἀκίνδυνα ἐταξείδευε τὸ μεγάλο, ἐπικίνδυνο καὶ τρικυμιῶδες ταξείδι τῆς παρούσης ζωῆς.

Τόσο πολὺ δὲ ἀπέθανε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ προσωπικά του θελήματα, σὰν νὰ εἶχε ψυχὴ χωρὶς λογικὴ καὶ χωρὶς θέλησι καὶ ἀποξενωμένη τελείως ἀπὸ τὶς φυσικὲς κλίσεις καὶ ἐπιθυμίες. Ἂν καὶ ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν οὐράνια τούτη «ἀμάθεια» εἶχε ἀποκτήσει καλὰ τὴν ἐγκύκλιο κοσμικὴ σοφία-πράγμα παράδοξο, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ὑπερηφάνεια τῆς κοσμικῆς σοφίας ἐκφυλίζει τὴν ἐν Χριστῷ ταπείνωσι.

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης, Κακοπετριά

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἐπολιτεύθηκε ἐπὶ δεκαεννέα χρόνια καὶ στολίσθηκε μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑποταγῆς, ὅταν πλέον ὁ ἅγιος Γέροντας ποὺ τὸν ἐπαιδαγώγησε εἶχε φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, τότε ἐξέρχεται καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἀγώνα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, κρατώντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα δυνατά, τὶς ἱερὲς εὐχὲς τοῦ Γέροντός του, γιὰ νὰ καταρρίψει μὲ αὐτὲς τὰ ὀχυρώματα τοῦ σατανᾶ.

Ἐκλέγει τὴν παλαίστρα τῆς ἐρημιτικῆς του ἀσκήσεως σὲ ἀπόστασι πέντε «σημείων» (δηλαδὴ ὀκτὼ χιλιομέτρων), ἀπὸ τὸ Κυριακὸ τῆς Μονῆς, στὴν τοποθεσία ποὺ λεγόταν Θολᾶς, καὶ διαβιοῖ ἐκεῖ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτα καὶ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης. – Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ περιγράψῃ καὶ νὰ ἐγκωμιάσῃ μὲ λόγια τους μόχθους ποὺ κατέβαλε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ὅσιος; Πῶς δὲ νὰ ἔλθουν στὴν ἐπιφάνεια ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κόποι, οἱ ὁποῖοι ἐσπείροντο ἀφανῶς χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς βλέπει; Ὅμως παίρνοντας σὰν μικρὲς ἀφορμὲς μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωστὰ κατορθώματά του, ἂς ἀκούσουμε τὴν ὁσιωτάτη ζωὴ τοῦ μεγάλου Ὁσίου.

Ἔτρωγε ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπονται στοὺς μοναχούς, πολὺ ὀλίγο ὅμως. Ἔτσι ὥστε μὲ μεγάλη σοφία νικοῦσε συγχρόνως τὸ κέρας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς οἰήσεως. Διότι μὲ ὀλίγη τροφὴ συνέθλιβε παντοιοτρόπως τὴν μανιώδη καὶ ἄπληστη δέσποινα, τὴν κοιλία, καὶ μαζὶ μὲ τὴν στέρησι τῆς ἔλεγε: «σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε δηλαδὴ τὸ στόμα σου. Καὶ μὲ τὸ ὅτι ἔτρωγε ὀλίγο καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ φαγητὰ νικοῦσε καὶ ὑπεδούλωνε τὴν τυραννία τῆς κενοδοξίας. Ἐπὶ πλέον δὲ μὲ τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ καὶ τὴν ἀποφυγὴ συναντήσεων μὲ ἄλλα πρόσωπα, ἔσβησε τὴν φλόγα καὶ τὴν κάμινο τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, μέχρι ποὺ τὴν ἔκανε ὁριστικὰ στάχτη καὶ τὴν ἀπεκοίμισε.

Ἀνδρείως ὁ ἀνδρεῖος ἀπέφυγε, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν στέρηση τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴν συντήρησή του, καὶ τὴν προσκύνησι τῶν εἰδώλων, (δηλαδὴ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλλησι στὰ ὑλικά).

Τὴν ψυχή του τὴν ἀνέστησε ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε κάθε στιγμή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἀδράνεια, κεντώντας την μὲ τὸ κεντρὶ τῆς μνήμης τοῦ θανάτου.

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μὲ τὴν ἀπονέκρωσι πάλι κάθε «προσπαθείας», ἴσως καὶ μὲ κάποια αἴσθησι τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἀγαθῶν, ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ἐνωρίτερα δὲ εἶχε θανατώσει μὲ τὸ ξίφος τῆς ὑπακοῆς, τὴν τυραννικὴ ὀργή.

Μὲ τὸ σῶμα ποὺ δὲν ἔβγαινε ἔξω καὶ μὲ τὸ λόγο ποὺ ἀκόμη περισσότερο δὲν ἐξερχόταν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἐθανάτωσε τὴν βδέλλα τῆς κενοδοξίας ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὸν ἱστό της σὰν ἀράχνη.

Τί ἀπέμεινε λοιπόν; Ἡ νίκη καὶ τὸ βραβεῖο κατὰ τῆς ὀγδόης κακίας, ἡ τελεία δηλαδὴ κάθαρσις ἀπὸ τὴν ἀντίθεο ὑπερηφάνεια. Τὴν κάθαρσι αὐτὴ τὴν ἄρχισε μὲν ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπακοή, σὰν ἄλλος Βεσελεήλ, τὴν ἀπετελείωσε δὲ ὁ Κύριος της ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦλθε ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως καὶ ὕψωσε ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας τὴν ταπείνωσι, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθῇ ὁ διάβολος καὶ ἡ συμμορία του.

Ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὸ μέρος τοῦ στεφάνου ποὺ πλέκω νὰ τοποθετήσω τὴν πηγὴ τῶν δακρύων τοῦ Ὁσίου; Χάρισμα ποὺ δὲν εὑρίσκεται σὲ πολλούς. Τῶν δακρύων αὐτῶν τὸ ἀπόκρυφο ἐργαστήριο σώζεται ἀκόμη μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ σπήλαιο ποὺ εὑρίσκεται σὲ κάποια ἄκρη, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους, καὶ σὲ τόση ἀπόστασι ἀπὸ τὸ ἰδικό του καὶ ἀπὸ κάθε κελλί, ὅση χρειαζόταν γιὰ νὰ φράξῃ τὰ αὐτιά του στὶς φωνὲς τῆς κενοδοξίας, νὰ φθάνῃ δὲ μέχρι τὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ὀλολυγμούς, μὲ τὶς κραυγὲς καὶ τὶς ἐπικλήσεις τῆς θείας βοηθείας καὶ ἄλλα παρόμοια, σὰν αὐτὰ ποὺ παρατηροῦνται σὲ ὅσους τοὺς κτυποῦν μὲ ξίφη καὶ πυρωμένα σίδερα καὶ τοὺς βγάζουν τὰ μάτια.

Ὁ ὕπνος ποὺ ἔπαιρνε ἦταν τόσος, ὅσος χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴ βλαφθῇ τὸ μυαλό του ἀπ᾿ τὴν ἀγρυπνία. Πρὸ τοῦ ὕπνου δέ, προσευχόταν πολὺ καὶ τακτοποιοῦσε τὰ κείμενα ποὺ ἔγραφε, διότι αὐτὸ εἶχε σὰν φίμωτρο τῆς ἀκηδίας. Ὅλη ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν προσευχὴ ἀέναος καὶ ἔρως ἀνέκφραστος πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸν νύκτα καὶ ἡμέρα ἐνατένιζε μέσα στὸν καθαρώτατο καθρέπτη τῆς ἁγνότητός του, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ χορτάσῃ, ἢ καλύτερα χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὸν χορτάσῃ.

Κάποιος μοναχὸς ὀνομαζόμενος Μωυσῆς, ἔνοιωσε στὴν καρδιά του νὰ ἀνάβῃ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν θεοφόρο αὐτὸν Πατέρα καὶ τὸν ἐκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας γιὰ μεσίτες πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πατέρες, νὰ τὸν δεχθῇ σὰν μαθητή του, γιὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπὸν μὲ τὶς παρακλήσεις ἐκείνων, τὸν ἔκαμψε τὸν μακάριο, ὥστε νὰ τὸν προσλάβη κοντά του ὡς ὑποτακτικό.

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο

Συνέβη δὲ κάποτε νὰ τὸν διατάξῃ ὁ ἅγιος Πατὴρ νὰ μεταφέρη κατάλληλο χῶμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουν λάχανα. Ὁ Μωυσῆς πράγματι ἔφθασε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε καὶ πρόθυμα ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε. Ὅταν ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καὶ ἦλθε τὸ καταμεσήμερο, ὅποτε ἡ ζέστη ἐφλόγιζε σὰν καμίνι τὸν τόπο, διότι ἦταν Αὔγουστος μήνας, ὁ Μωυσῆς ἐλύγισε καὶ κουρασμένος πολὺ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ χώματος, σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε ὀλίγο νὰ ξεκουρασθῇ. (Γιὰ νὰ ἔχῃ δὲ σκιά), ξάπλωσε κάτω ἀπὸ ἕναν τεράστιο λίθο καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπεκοιμήθηκε. Ἀλλ᾿ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ πικραίνωνται μὲ τίποτα οἱ γνήσιοι δοῦλοι του, ἐπρόφθασε μὲ τὴ συνήθη εὐσπλαχνία του τὸ κακό, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἔγινε αὐτό, θὰ σᾶς τὸ διηγηθῶ ἀμέσως. Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του, κατὰ τὴν συνήθειά του, μελετώντας καὶ συνομιλώντας μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ἔπεσε σ᾿ ἕναν ἐλαφρότατο ὕπνο, ὅποτε βλέπει κάποιον ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξυπνήσῃ καὶ σὰν νὰ τὸν εἰρωνευόταν γιὰ τὸν ὕπνο, τοῦ ἔλεγε: «Ἰωάννη, πῶς κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς εὑρίσκεται σὲ κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται, χρησιμοποιώντας τὴν προσευχὴ σὰν ὅπλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ μαθητοῦ του.

Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μωυσῆς, τὸν ἐρώτησε μήπως τοῦ συνέβη τίποτε τὸ φοβερὸ ἢ ἀνέλπιστο. «Ἕνας λίθος τεράστιος –τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος –κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας θὰ μὲ ἐπλάκωνε καὶ θὰ μὲ συνέτριβε, ἐνῶ κοιμώμουν βαθειὰ ἀπὸ κάτω του, ἐὰν δὲν ἄκουγα –ἔτσι μοῦ φάνηκε- τὴν φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ἕνα ὁρμητικὸ καὶ ἀπότομο πήδημα καὶ ἀπομακρύνθηκα, ὁπότε τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδα τὸν βράχο νὰ ἀποσπᾶται καὶ νὰ πέφτει στὸ χῶμα». Ἀκούοντας τὸ αὐτὸ ὁ τόσο ταπεινὸς Ὅσιος, δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ τὴν ὀπτασία του στὸν ὑποτακτικό του, μέσα του ὅμως μὲ ἔντονες κραυγὲς καὶ αἰσθήματα ἀγάπης ἀνυμνοῦσε καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεόν.

Ἦταν ἀκόμη καὶ ἰατρὸς τῶν κρυφῶν παθῶν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε ἕνας μοναχὸς ποὺ ὠνομαζόταν Ἰσαὰκ δοκίμαζε δυνατὸ σαρκικὸ πόλεμο καὶ ἦταν γι᾿ αὐτὸ γεμάτος θλίψι καὶ ἀθυμία. Ἦλθε γρήγορα στὸν Ὅσιο καὶ μὲ δάκρυα καὶ ἀναστεναγμοὺς τοῦ φανέρωσε τὸν ἐσωτερικό του πόλεμο. Ὁ πανθαύμαστος ἀφοῦ ἐθαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωσί του, «Ἔλα, ἀδελφέ μου -τοῦ λέγει- νὰ προσευχηθοῦμε ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς δὲν θὰ παραβλέψῃ τὴν ἱκεσία μας». Δὲν εἶχαν τελειώσει ἀκόμη τὴν προσευχή τους. Ὁ ταλαιπωρημένος μοναχὸς ἐκείτετο μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ εὐσπλαχνικὸς Θεὸς ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ δούλου του, καὶ ἀπέδειξε ἔτσι ἀληθινὸ τὸν προφήτη Δαβίδ (πρβλ. Ψαλμ. ρμδ´ 19). Ὁ ὄφις δέ, ὁ δαίμων δηλαδὴ τοῦ σαρκικοῦ πολέμου, κτυπημένος μὲ τὸ μαστίγιο τῆς θερμῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου δραπέτευσε. Ὁ πρώην ἀσθενὴς ἀντελήφθηκε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς θεραπευμένο καὶ ἀνενόχλητο πλέον. Ἐθαύμαζε γι᾿ αὐτὸ καὶ γεμάτος ἔκπληξι εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸν ποὺ ἐδόξασε τὸν δοῦλο του, καὶ τὸν δοῦλο του ποὺ ἐδοξάσθηκε.

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Από φορητή εικόνα του 19ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα

Μερικοὶ δὲ πονηροὶ ἄνθρωποι κεντημένοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον τοῦ ἀειμνήστου Πατρός, ποὺ σκορποῦσε πλούσια τὸν λόγο τῆς χάριτος καὶ ἐπότιζε ὅλους ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν μὲ τὰ ἄφθονα νάματα τῆς διδασκαλίας του, τὸν κατηγοροῦσαν ὡς «λάλον καὶ φλύαρον», προσπαθώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, νὰ σταματήσουν τὴν τόση ὠφέλεια ποὺ προσέφερε.

Ἐκεῖνος δὲ γνωρίζοντας ὅτι «πάντα ἰσχύει ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι Χριστῷ» καὶ μὴ θέλοντας νὰ παιδαγωγῇ μόνο μὲ τὰ λόγια ὅσους τὸν ἐπλησίαζαν γιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ παραδείγματός του, ἐπὶ πλέον δὲ –καθὼς λέγει καὶ ἡ Γραφὴ-γιὰ νὰ κόψει τὴν ἀφορμὴ «τῶν ζητούντων ἀφορμήν», ἐσιώπησε γιὰ ὁρισμένο διάστημα καὶ σταμάτησε τὸ μελιστάλακτο ῥεῖθρο τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι ἔκρινε καλύτερο νὰ ζημιώσῃ γιὰ ὀλίγο αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὰ καλά, τοὺς ὁποίους μὲ τὴν σιωπὴ ἴσως θὰ ὠφελοῦσε, παρὰ νὰ ἐξερεθίσῃ περισσότερο τοὺς ἀγνώμονας ἐκείνους ἐπικριτὰς καὶ νὰ αὐξήσῃ ἔτσι τὴν μανία τῆς κακίας τους. Ἐκεῖνοι τότε ἐσεβάσθηκαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν μετριοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, συναισθάνθηκαν ὅτι ἔφραξαν μία πηγὴ τόσης ὠφελείας καὶ ἔγιναν αἴτιοι μεγάλης βλάβης σὲ ὅλους, καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἱκετεύουν καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ συνεχίσῃ τὸν λόγο τῆς διδαχῆς του, ὥστε νὰ μὴν ζημιώνωνται μὲ τὴν σιωπή του, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὰ σωτήρια λόγια του.

Τότε ὑπεχώρησε ἀμέσως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε μάθει νὰ ἀντιλέγῃ καὶ συνέχισε πάλι τὴν προηγούμενη τακτική του.

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσο πολὺ τὸν ἐθαύμαζαν, διότι ὑπερτεροῦσε ὅλους σὲ ὅλα, ὅλοι μαζὶ οἱ μοναχοὶ σὰν ἕνα νέο Μωυσῆ τὸν ἀνέβασαν διὰ τῆς βίας στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ ἐγνώριζαν νὰ διακρίνουν καλὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθενός, ἐτοποθέτησαν τὸν λύχνο ἐπάνω στὴν λυχνία τῆς ἡγουμενίας καὶ δὲν διεψεύσθησαν στὶς ἐλπίδες τους. Διότι ἀνέβηκε καὶ αὐτὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος, (ὅπως ὁ Μωυσῆς), εἰσῆλθε στὸν ἄδυτο γνόφο καὶ ἔλαβε τὴν θεοτύπωτη νομοθεσία καὶ θεωρία, προχωρώντας ἐπάνω στὶς βαθμίδες τῆς νοητῆς ἀναβάσεως. Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τὸ στόμα του, προσείλκυσε τὸ Πνεῦμα καὶ ἄφησε νὰ ἐξέλθῃ λόγος ἀγαθὸς ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του.

Τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του τὸν εὑρῆκε ἐπάνω στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ τῶν μοναχῶν. Δὲν ὡμοίασε ὅμως στὸν Μωυσῆ σὲ ἕνα σημεῖο: Στὸ ὅτι αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀνέβηκε εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐνῶ ἐκεῖνος –δὲν γνωρίζω πὼς –ἔχασε τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ.

Μάρτυρες αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀπήλαυσαν ἀπὸ αὐτὸν τὶς ἀπηχήσεις καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐσώθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη σώζονται. Ἄριστος μάρτυς τῆς σωτηρίας ποὺ προξενοῦσε καὶ τῆς διδασκαλικῆς σοφίας ποὺ εἶχε, εἶναι καὶ ὁ νέος Δαβίδ· ἐπὶ πλέον καὶ ὁ καλός μας ποιμὴν Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος παρεκάλεσε θερμὰ καὶ ἔπεισε τὸν Μέγα νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ Σινᾷ, νὰ ἔλθη νοερῶς πλησίον μας καὶ σὰν ἄλλος νέος Θεόπτης νὰ μᾶς φέρει τὶς θεογραφὲς πλάκες, οἱ ὁποῖες ἐξωτερικὰ μὲν περιέχουν τὰ πρακτικά, ἐσωτερικὰ δὲ τὰ θεωρητικὰ διδάγματα.

Το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος στο Σινά

ΕΤΕΡΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΗΛΘΕ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββὰς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου, στὸν μέγα Ἀναστάσιο, καὶ ἐκεῖνος ὅταν τοὺς εἶδε λέγει στὸν ἀββᾶ Μαρτύριο: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ νέος καὶ ποιὸς τὸν ἔκειρε μοναχό»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Δοῦλός σου εἶναι, πάτερ, καὶ ἐγὼ τὸν ἔκειρα».«Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε –τοῦ λέγει μὲ θαυμασμὸ- ποιὸς νὰ τὸ εἰπῆ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες»! Καὶ δὲν διεψεύσθη ὁ Ἅγιος, διότι ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια ἔγινε Ἡγούμενός μας.

Ἄλλοτε πάλι τὸν ἴδιο Ἰωάννη τὸν ἐπῆρε μαζί του ὁ Γέροντας, τοῦ ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, καὶ ἐπῆγαν στὸν μέγα Ἰωάννη τὸν Σαββαΐτη ποὺ ἔμενε τότε στὴν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ.

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, σηκώθηκε ἔβαλε νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰωάννου καὶ κατεφίλησε τὸ χέρι του, ἐνῶ τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου δὲν τοῦ ἔνιψε τὰ πόδια. Ὅταν δὲ τοῦ ἐζήτησε ἐξήγησι γι᾿ αὐτὸ ὁ μαθητής του Στέφανος, ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Πίστευσε, τέκνο μου ὅτι ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ νέος. Ἐγὼ τὸν ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ὑποδέχθηκα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα».

Καὶ ὁ ἀββᾶς Στρατήγιος, τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκάρη μοναχὸς ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, προεῖπε περὶ αὐτοῦ, ὅτι θὰ ἀναδειχθεῖ μεγάλος ἀστήρ.

Ἀλλὰ καὶ κάτι πιὸ θαυμαστὸ ἀκόμη: Τὴν ἡμέρα ποὺ ἐγκαθιδρύθη ὡς Ἡγούμενός μας καὶ εἶχαν ἔλθει στὸ Μοναστήρι μας ἑξακόσιοι περίπου ξένοι, ὅταν ἐκάθησαν στὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγαν, ἔβλεπε κάποιον μὲ κοντὰ μαλλιά, τυλιγμένο μὲ ἕνα σεντόνι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε ἐξουσιαστικὰ τοὺς μαγείρους, τοὺς οἰκονόμους, τοὺς κελλαρίτας, καὶ τοὺς ἄλλους διακονητάς. Ὅταν λοιπὸν ἔφυγε ὁ κόσμος καὶ ἐκάθησαν οἱ διακονηταὶ νὰ φάγουν, ἀνεζητεῖτο αὐτὸς ποὺ ἔτρεχε παντοῦ καὶ διέταζε, καὶ δὲν εὑρισκόταν. Τότε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, μᾶς εἶπε: «Ἀφῆστέ τον. Δὲν ἔκανε τίποτε τὸ παράξενο ὁ κύριος Μωυσῆς μὲ τὸ νὰ διακονήσῃ στὸν ἰδικό του τόπο»!

Σὲ κάποια ἄλλη περίστασι ὅταν εἶχε πέσει ξηρασία στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀφοῦ τὸν παρεκάλεσαν οἱ περίοικοι, προσευχήθηκε καὶ ἔπεσε πλούσια βροχή. Καὶ δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτό, διότι «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται».

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ τοῦτο: ὅτι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶχε ἀδελφὸ κάποιον θαυμαστὸ ἀββᾶ Γεώργιο, τὸν ὁποῖον ζώντας ἀκόμη ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ, καὶ ὁ ἴδιος ἀπεσύρθη στὴν ἡσυχία, τὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς ὁ σοφὸς εἶχε λάβει ὡς σύζυγό του.

Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ πορευθεῖ στὸν Κύριον ὁ νέος μας Μωυσῆς, ὁ ὁσιώτατος Ἡγούμενος Ἰωάννης, εὑρισκόταν δίπλα του κλαίγοντας ὁ ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ ἀδελφός του, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Μὲ ἀφίνεις λοιπὸν καὶ φεύγεις; Ἐγὼ παρακαλοῦσα, ἐσὺ νὰ προπέμψης ἐμένα. Διότι ἐγὼ κύριέ μου δὲν μπορῶ χωρὶς ἐσένα νὰ ποιμάνω τὴν συνοδία. Καὶ τώρα ἀντίθετα προπέμπω ἐσένα»! Τοῦ ἀπήντησε τότε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: «Νὰ μὴ λυπῆσαι καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῇς, διότι ἐὰν βρῶ παῤῥησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω πίσω μου νὰ συμπληρώσεις χρόνο». Μέσα σὲ δέκα μῆνες ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Κύριο.

Μνήμη του Αγίου προφήτου Ιωάδ ή Ιωήλ και του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του εν τω φρέατι (30 Μαρτίου)

Μνήμη του Aγίου προφήτου Iωάδ ή Iωήλ

Λέων πατάσσει σε Προφήτα Kυρίου,
Ως παραβάντα τον λόγον του Kυρίου.

Oύτος ήτον από την Σαμάρειαν1, εκτύπησε δε αυτόν το λεοντάρι, όταν απεστάλη και ήλεγξε τον βασιλέα Iεροβοάμ, διατί εποίησε χρυσάς δαμάλας, και επροσκύνει αυτάς. O μεν γαρ Θεός επρόσταξεν αυτόν να υπάγη και να ελέγξη τον βασιλέα, να μη φάγη δε ψωμί, μηδέ να πίη νερόν εις τον τόπον εκείνον, αλλά να γυρίση ογλίγωρα. Aυτός δε πηγαίνωντας, ευρήκε τον Iεροβοάμ, οπού εθυσίαζε, και εκάλεσεν εν λόγω Kυρίου και είπε· «Θυσιαστήριον τάδε λέγει Kύριος. Iδού γεννάται εις τον οίκον και την βασιλείαν του Iούδα, Iωσίας ονόματι, ο οποίος θέλει θυσιάσει επάνω εις εσένα τους ιερείς των υψηλών τόπων των ειδώλων». O δε Iεροβοάμ, επειδή εξάπλωσε το χέρι του διά να πιάση τον Προφήτην τούτον, διά τούτο εξηράνθη το χέρι του. Eπειδή δε πάλιν ο αυτός Iεροβοάμ παρεκάλεσε τον Προφήτην διά να τον ιατρεύση, τούτου χάριν εδεήθη ο Προφήτης του Θεού και ιατρεύθη το χέρι του βασιλέως, ως ήτον και πρότερον.

Γυρίζωντας δε ο Προφήτης εις την Iερουσαλήμ, εκαταπείσθη από ένα ψευδοπροφήτην Eμβέ ονομαζόμενον, και έφαγε με αυτόν ψωμί, παρακούσας την προσταγήν του Θεού. Όθεν διά την παρακοήν του, εσυγχώρησεν ο Θεός να θανατωθή μεν από λεοντάρι, να μη φαγωθή δε από αυτό. Eνταφιάσθη δε εις την Bαιθήλ, κοντά εις τον ψευδοπροφήτην εκείνον, οπού εγέλασεν αυτόν, και επαρήκουσε την εντολήν του Θεού2.

Σημειώσεις

1. H ιστορία του Προφήτου τούτου γράφεται εν κεφ. ιγ΄ της Tρίτης των Bασιλειών, στίχ. 1, όπου και λέγεται, ότι ούτος ήτον από την γην του Iούδα, και ουχί από την Σαμάρειαν· «Kαι ιδού άνθρωπος του Θεού εξ Iούδα παρεγένετο εν λόγω Kυρίου εις Bαιθήλ».

2. Σημείωσαι, ότι τον Προφήτην τούτον, ουχί Iωάδ, αλλά Iωήλ ονομάζει η θεία Γραφή. Λέγει γάρ· «Kαι οι κατάλοιποι λόγοι Σαλομών <…> Iδού ούτοι γεγραμμένοι <…> εν ταις οράσεσιν Iωήλ του ορώντος περί Iεροβοάμ υιού Nαβάτ» (B΄ Παραλειπομένων θ΄, 29). Όθεν λέγει ο Θεοδώρητος εν τω προοιμίω του B΄ των Παραλειπομένων· «Mανθάνομεν εντεύθεν, ως Nάθαν ο Προφήτης, και Aχιά ο Σηλωνίτης, και Iωήλ ο κατά του Iεροβοάμ την ψήφον εξενεγκών, βίβλους είχον συγγεγραμμένας». Kαι πάλιν λέγει· «Mεμαθήκαμεν εντεύθεν, ότι ο άνθρωπος του Θεού, ο το εν Bαιθήλ θυσιαστήριον ραγήναι κελεύσας, ον ο λέων συνέτριψεν, ο του Θεού παραβεβηκώς την εντολήν, Iωήλ προσηγορεύετο». Eπειδή ο Προφήτης Iωήλ ο του Bαιθουήλ, ούτινος το Bιβλίον σώζεται, ουδέν αναφέρει περί του Σαλομώντος. Ότι δε ψευδοπροφήτης δεν ήτον, ως γράφεται εδώ εν τω Συναξαριστή, ο πείσας τον Προφήτην τούτον Iωήλ να φάγη τροφήν, μαρτυρεί ο ίδιος Θεοδώρητος λέγων· «Ότι δε ου ψευδοπροφήτης ην, ο τον άνθρωπον του Θεού παραπείσας τροφής μεταλαβείν παρ’ αυτώ, και εντεύθεν καταμαθείν ευπετές. “Διεσώθη γάρ φησι, τα οστά του Πρεσβυτέρου του Προφήτου του κατοικούντος εν Bαιθήλ, μετά των οστών του ανθρώπου του Θεού, του ήκοντος εξ Iούδα, και λελαληκότος πάντα τα έργα, α εποίησεν Iωσίας”» (Eρωτήσει νϛ΄, εις την Δ΄ των Bασιλειών).


Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iωάννου του εν τω φρέατι

O εν φρέατι ζων Iωάννης κάτω,
Άνω πίνει νυν ζώντος ύδατος φρέαρ.

Kατά τους παλαιούς χρόνους ήτον μία γυνή πλουσία πολλά, και φοβουμένη τον Θεόν, Iουλιανή ονομαζομένη, η οποία νέα ούσα, έμεινε χήρα με δύω ορφανά νήπια, Iωάννην και Θεμιστίαν ονομαζόμενα. Eπειδή δε οι τότε Έλληνες βασιλείς εξέδωκαν δόγμα και προσταγήν να τιμωρούνται οι τον Xριστόν σέβοντες Xριστιανοί, διά τούτο φοβηθείσα η χήρα, επήρε τα δύω της παιδία και επήγε εις ένα οσπήτιον, και κρυπτομένη μέσα εις αυτό, ανέτρεφε τα τέκνα της εν παιδεία και νουθεσία Kυρίου. O δε υιός της Iωάννης, όταν ήρχετο ο καιρός της προσευχής, άφινε την μητέρα του και επήγαινεν εις την Eκκλησίαν, και αφ’ ου εκεί προσηύχετο κρυπτώς, εγύριζε πάλιν εις την μητέρα του. Tότε γαρ όλοι οι Xριστιανοί εκρύπτοντο διά τον φόβον των ειδωλολατρών. Mίαν φοράν δε πηγαίνοντος του Iωάννου εις την Eκκλησίαν διά να προσευχηθή κατά την συνήθειάν του, ευρήκεν αυτόν ένας φιλόθεος Xριστιανός, ο οποίος τον εσυμβούλευσε να υπάγη καλλίτερα εις το βουνόν να προσεύχεται, πάρεξ να πηγαίνη εις την Eκκλησίαν, και εκ τούτου να κινδυνεύη να πέση εις χείρας των ειδωλολατρών. O δε Iωάννης ακούσας την συμβουλήν ταύτην, είπεν εις την μητέρα του, κυρία μου μήτηρ, ένας φιλόθεος Xριστιανός είπε μοι να υπάγω εις αυτόν, εγώ δε έκρινα, πως είναι πρέπον να ζητήσω την ευχήν σου, και τότε να υπάγω. H δε μήτηρ του αφήκεν αυτόν να υπάγη, νομίζουσα ότι θέλει γυρίσει ογλίγωρα. O δε Iωάννης αποχαιρετίσας την μητέρα και αδελφήν του, επήγεν εις την έρημον προς ένα Aιγύπτιον Mοναχόν, Φαρμουθέ ονομαζόμενον, και πέρνωντας τας ευχάς εκείνου, επήγεν εις την βαθυτέραν έρημον. Eυρίσκωντας δε ένα ξηροπήγαδον, γεμάτον από σκορπίους και οφίδια και άλλα διάφορα ερπετά, επροσευχήθη, και έπειτα έρριψε τον εαυτόν του μέσα εις το ξηροπήγαδον. Άγγελος δε Kυρίου εδέχθη αυτόν, όταν εκατέβαινε κάτω, και έτζι εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. Eίκοσι γαρ πήχεις ήτον βαθύ το πηγάδι.

Aφ’ ου δε εκεί εκατέβη, άπλωσε τα χέριά του σταυροειδώς ο αοίδιμος, και εστάθη προσευχόμενος εις διάστημα ημερών τεσσαράκοντα, χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, χωρίς να κοιμηθή, και χωρίς να κατεβάση κάτω τας χείρας του. Kαι τα μεν θηρία και ερπετά ευθύς έφυγον, Άγγελος δε Kυρίου, ο οποίος έφερε καθ’ ημέραν φαγητόν εις τον ανωτέρω ρηθέντα Φαρμουθέ, αυτός έφερε και εις τον Iωάννην ψωμί. Πλην με το να ήτον ο Iωάννης νέος κατά την ηλικίαν, δεν έφερεν ο Άγγελος το ψωμίον εις αυτόν, ίνα μη υπερηφανευθή, αλλ’ επήγαινεν αυτό εις τον Φαρμουθέ, και έλεγεν αυτώ. Iδού Kύριος έστειλέ σοι το ψωμί αυτό, διά να το υπάγης εις τον Aββάν Iωάννην τον εις το ξηροπήγαδον ευρισκόμενον. O δε Iωάννης δεχθείς το ψωμίον από τον Φαρμουθέ, ευχαρίστησε τον Θεόν και έφαγε. Kαι λοιπόν εδόξαζε τον Θεόν, και καθ’ εκάστην ελάμβανε τροφήν από τον γέροντα έως εις μερικούς χρόνους. O δε Διάβολος μη υποφέρωντας να βλέπη τους μεγάλους αγώνας του Iωάννου, εμετασχηματίσθη εις ένα δούλον του Oσίου. Kαι πηγαίνωντας ο σχηματισθείς δούλος προς τον γέροντα Φαρμουθέ, εγέλασεν αυτόν με τα λόγιά του. Όθεν πέρνωντας αυτόν, τον έφερεν επάνω εις το στόμα του ξηροπηγαδίου, και άρχισε να συμβουλεύη τον Iωάννην εκείνα οπού δεν έπρεπεν. O δε Iωάννης εκατάλαβε την μηχανήν του Διαβόλου, και εδιώρθωσε και τον γέροντα, και τον Διάβολον κατήσχυνε, και ούτως απέστειλε και τους δύω, χωρίς αυτός να λάβη εις τον εαυτόν του καμμίαν βλάβην.

Mετά ταύτα εσύναξεν ο Διάβολος πλήθη δαιμόνων, και μετεσχημάτισεν αυτούς εις τα πρόσωπα της μητρός του Iωάννου και αδελφής, και φίλων και συγγενών και δούλων και δουλεύτρων, και άλλων γνωστών εκείνου. Oι οποίοι όλοι επήγαν επάνω εις το στόμα του πηγαδίου και εθρήνουν και έκλαιον, παρακαλούντες αυτόν, καν να εύγη να τον ιδούν, ή το ελάχιστον, καν να τους ομιλήση. O δε Άγιος προσηύχετο κάτωθεν, και τελείως με αυτούς δεν ωμίλησεν, όθεν οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Aφ’ ου δε ο Όσιος επέρασεν εις το ξηροπήγαδον δέκα χρόνους, και εκατώρθωσε κάθε άσκησιν και αρετήν, και ευηρέστησε γνησίως εις τον Θεόν, τότε ένας Mοναχός, Xρύσιος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν εις την έρημον τριάντα χρόνους, τότε λέγω ούτως οδηγηθείς από θεϊκόν Άγγελον, επήγε διά να ενταφιάση τον Iωάννην. Σταθείς δε τρεις ημέρας επάνω του πηγαδίου, ώρκιζε τον Iωάννην εις την δύναμιν του Θεού, να μη κρύψη από αυτόν καμμίαν του αρετήν, αλλά να τας φανερώση, καθώς εφάνη αρεστόν εις τον Θεόν. Όθεν έγινεν ένα θαύμα, οπού εκπλήττει κάθε ακοήν. Διότι η γη του πηγαδίου, εσηκώθη κάτω από τον πάτον των είκοσι πηχών, και ανέβη επάνω, και έτζι ανταμώθηκαν και οι δύω Όσιοι και εχαιρετίσθησαν.

Eπειδή λοιπόν δεν έπρεπε να αθετηθή ο ορκισμός, οπού έκαμεν ο Xρύσιος εις τον Iωάννην, διά τούτο εδιηγήθη ο Iωάννης εις αυτόν όλην την ζωήν και τα κατορθώματά του. Έπειτα ασπασάμενος τον Xρύσιον εν φιλήματι αγίω, και αποχαιρετίσας αυτόν, απήλθε προς Kύριον. Tότε ο Xρύσιος ποιήσας τάφον έβαλε το επανωφόρι του εις το λείψανον του Oσίου Iωάννου, και την πλάκα του στόματος του πηγαδίου, έβαλεν επάνω του τάφου του. Eίτα αναγνώσας τους συνήθεις ψαλμούς, εφύτευσεν ένα φοίνικα εις τον τόπον εκείνον, ο οποίος, ω του θαύματος! ευθύς ερριζώθη, ευθύς αύξησεν, ευθύς απεκατεστάθη τέλειον δένδρον, ευθύς άνθησε, και ευθύς εγέμωσεν από καρπούς. Tούτο το παράδοξον βλέπωντας ο Xρύσιος, ευχαρίστησε τον Θεόν λέγων. Δόξα σοι Kύριε, ότι τους αγαπώντας και δοξάζοντάς σε, ηξεύρεις να δοξάζης, και να κάμνης κληρονόμους της Bασιλείας σου. Eις καιρόν δε οπού ο Xρύσιος ταύτα διελογίζετο, προσευχόμενος, ήρπασεν αυτόν Πνεύμα Kυρίου, και έφερεν αυτόν εις τον τόπον, όπου ησύχαζεν. Όθεν προσκαλεσάμενος ένα ευλαβή και έμπειρον άνθρωπον, παρεκάλεσεν αυτόν να γράψη ταύτα, καθώς τα είδε και τα ήκουσεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αφιέρωμα στον άγιο Γέροντα Κύριλλο Γεραντώνη, ηγούμενο της ιεράς μονής Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία, με την ευκαιρία 13 ετών από την μακαρία κοίμησή του (+ 30 Μαρτίου 2012)

Ο μακαριστός Γέροντας Κύριλλος, ηγούμενος της ιεράς μονής οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία

Αφιέρωμα στον άγιο Γέροντα Κύριλλο από την ιερά μονή Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία:

01:29:35
03:21:02
01:51:41
01:05:18

Μάριος Ἀντωνίου: «Ὁ τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας» (Δ΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν ἑσπέρας, Ἦχος βαρύς)

Ἰδιόμελον τῶν ἀποστίχων, ψαλλόμενον τῇ Δ΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν ἑσπέρας Ἦχος βαρύς. Μέλος Ἰακώβου Πρωτοψάλτου.

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, κ. Μάριος Ἀντωνίου

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν – Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Παντανάσσης τῆς κοινότητος Λινοῦ, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.04.2024).

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου (τῆς Κλίμακος): Περὶ καταλαλιᾶς

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ
Περὶ καταλαλιᾶς

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μου ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῇ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήσῃ τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτῃ τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσῃ στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψῃ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/climax/

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: Ὁμιλία στήν Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Φορητή εικόνα του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ αὐτόν τόν Ἅγιο στό μέσον τῆς νηστείας, ὡσάν τήν πιό ἅγια εἰκόνα, ὥστε νά ἀτενίζουν ὅλοι σέ Αὐτόν; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ποιός εἶναι αὐτός;

Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐβίωσε καί ἔγραψε τήν Κλίμακα τοῦ Παραδείσου, πού ἐβίωσε τήν ἀνάβασι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κόλασι μέχρι τόν Οὐρανό, μέχρι τόν Παράδεισο. Αὐτός ἐβίωσε τήν κλίμακα ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τήν κλίμακα πού ἐκτείνεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς κολάσεως τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν κορυφή τοῦ παραδείσου.

Ἐβίωσε καί ἔγραψε. Ἄνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Ἄνθρωπος πού ὡδήγησε τήν ψυχή του εἰς τάς ὁδούς τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὡδήγησε ὁλόκληρη ἀπό τήν κόλασι στόν παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀναμαρτησία, καί πού θεόσοφα μᾶς περιέγραψε ὅλη αὐτή τήν πορεία, τί δηλαδή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πολεμώντας μέ τόν κάθε διάβολο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἁμαρτία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος, καί μένα καί σένα, ἀδελφέ μου καί ἀδελφή μου. Σέ πολεμάει μέ κάθε ἁμαρτία.

Μήν ἀπατᾶσαι, μή νομίζῃς πώς κάποια μικρή καί ἀσθενής δύναμις σοῦ ἐπιτίθεται. Ὄχι! Αὐτός σοῦ ἐπιτίθεται! Ἀκόμη κι’ ἄν εἶναι ἕνας ρυπαρός λογισμός, μόνο λογισμός, γνώριζε ὅτι αὐτός ὁρμᾶ κατεπάνω σου. Λογισμός ὑπερηφανείας, κακῆς ἐπιθυμίας, φιλαργυρίας,… ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος λογισμῶν ἔρχεται κατεπάνω σου ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Καί σύ, τί εἶσαι ἐσύ; Ὤ, Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Πῶς, πάτερ Ἰωάννη, μπόρεσες νά στήσῃς αὐτή τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό;

Δέν τήν ἔσχισαν οἱ δαίμονες, δέν τήν ἔκοψαν, δέν τήν ἔσπασαν; Ὄχι!… Ἡ νηστεία του ἦταν μιά φλόγα, μιά φωτιά, μιά πυρκαϊά. Ποιός διάβολος θά τήν ἄντεχε; Ὅλοι ἔφυγαν πανικοβλημένοι, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν κινηγημένοι ἀπό τήν ἔνδοξη καί θεία του προσευχή, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν τρομοκρατημένοι ἀπό τήν νηστεία του, ὅλοι οἱ δαίμονες ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τήν πύρινη, τήν φλογερή, προσευχή του. Ἡ Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Τί εἶναι αὐτή; Εἶναι οἱ ἅγιες ἀρετές, οἱ ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές: ἡ ταπείνωσις, ἡ πίστις, ἡ νηστεία, ἡ πραότης, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγαθότης, ἡ καλωσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, τά παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτές καί ἄλλες πολλές ἅγιες καινοδιαθηκικές ἀρετές. Κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου· αὐτό εἶναι ἀρετή. Τήν τηρεῖς; Τήν ἐφαρμόζεις; Π.χ. τήν ἐντολή του περί νηστείας τήν τηρεῖς, τήν ἐφαρμόζεις; Ἡ νηστεία εἶναι ἁγία ἀρετή, εἶναι σκαλοπάτι τῆς κλίμακος ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό. Ἡ νηστεία, ἡ εὐλογημένη νηστεία, ὅπως καί ὅλη ἡ κλίμακα ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό.

Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνας μικρός παράδεισος. Κάθε ἀρετή τρέφει τήν ψυχή σου, τήν κάνει μακαρία, κατεβάζει στήν ψυχή σου θεία, οὐράνια ἀνάπαυσι. Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνα χρυσό καί διαμαντένιο σκαλοπάτι στήν κλίμακα τῆς σωτηρίας σου, στήν κλίμακα πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν Οὐρανό, πού ἐκτείνεται ἀπό τήν δική σου κόλασι μέχρι τόν δικό σου παράδεισο. Γι’ αὐτό καμμία ἀπό αὐτές δέν εἶναι ποτέ μόνη της.

Ἡ πίστις στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἐκδηλώνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν ταπείνωσι, μέ τά παθήματα χάριν τοῦ πλησίον. Ὅχι μόνο ἐκδηλώνεται ἀλλά καί ζῆ κάθε ἀρετή, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἄλλη ἀρετή. Ἡ πίστις ζῆ μέ τήν προσευχή, ἡ προσευχή ζῆ μέ τήν νηστεία, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν προσευχή, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τρέφεται μέ τήν εὐσπλαχνία.

Ἔτσι κάθε ἀρετή ζῆ διά τῆς ἄλλης. Καί ὅταν μία ἀρετή κατοικήσῃ στήν ψυχή σου, ὅλες οἱ ἄλλες θά ἀκολουθήσουν, ὅλες σιγά-σιγά ἀπό αὐτήν θά προέλθουν καί θά ἀναπτυχθοῦν δι’ αὐτῆς καί μαζί μέ αὐτήν. Ναί, ἡ κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Πές ὅτι νηστεύω μέ φόβο Θεοῦ, μέ εὐλάβεια, μέ πένθος, μέ δάκρυα. Μετά ὅμως τά παρατάω. Νά, ἄρχισα νά κτίζω τήν κλίμακα καί ἐγώ ὁ ἴδιος τήν γκρέμισα, τήν ἔσπασα.

Ἐσύ πάλι, ἐσύ, νηστεύεις συχνά, ἐγκρατεύεσαι ἀπό κάθε σωματική τροφή. Ἀλλά νά, τόν καιρό τῆς νηστείας ἀφήνεις νά κατοικήσῃ στήν ψυχή σου ἡ ἁμαρτία, νά σπείρωνται στήν ψυχή σου διάφοροι ἀκάθαρτοι λογισμοί, ἐπιθυμίες. Σέ σένα ἀνήκει νά τούς διώχνῃς ἀμέσως μακρυά σου μέ τήν προσευχή, τό πένθος, τήν ἀνάγνωσι ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκησι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ, ἐνῶ νηστεύῃς σωματικῶς, τρέφῃς τήν ψυχή σου μέ κάποια ἁμαρτία ἤ μέ κάποιο κρυφό πάθος, νά! ἐσύ, ἐνῶ ἀρχίζῃς νά χτίζῃς ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς νηστείας ἀπό τήν γῆ πρός τόν Οὐρανό, ἐσύ ὁ ἴδιος πάλι τά γκρεμίζεις, τά καταστρέφεις.

Ἡ νηστεία ἀπαιτεῖ εὐσπλαχνία, ταπείνωσι, πραότητα. Ὅλα αὐτά πᾶνε μαζί. Εἶναι σάν ἕνα συνεργεῖο οἰκοδόμων, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτή εἶναι ὁ ἀρχιμάστορας, ὁ ἀρχιτέκτονας, ὁ ἀρχιμηχανικός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τῶν πνευματικῶν μας ἐφέσεων, τῆς κλίμακος πού θά στήσουμε μεταξύ γῆς καί Οὐρανοῦ.

Ἡ προσευχή κατέχει τήν πρώτη θέσι. Ὅταν ἡ προσευχή ἐγκατασταθῇ στήν καρδιά σου καί αὐτή φλέγεται ἀπό ἀδιάλειπτη δίψα γιά τόν Κύριο, ὅταν Αὐτόν συνέχεια βλέπει, Αὐτόν συνέχεια αἰσθάνεται, τότε μέ τήν προσευχή εἰσάγεις στήν ψυχή σου ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Τότε ὁ μηχανικός (ἡ προσευχή) ἔχει ἄριστους τεχνίτες, κτίζει γρήγορα-γρήγορα θαυμάσιες κλίμακες ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τίς κλίμακες τῶν σταδιακῶν σου ἀναβάσεων πρός τόν Θεό, πρός τήν τελειότητά Του. Ὅταν ἔχῃς δύναμι, δυνατή προσευχή, τότε καμμία νηστεία δέν θά σοῦ εἶναι δύσκολη, τότε καμμία ἀγάπη δέν θά σοῦ εἶναι ἀδύνατη.

Ἁγία εὐαγγελική ἀγάπη! Ἡ προσευχή ἁγιάζει τά πάντα μέσα σου, τήν κάθε ἄσκησί σου, τόν κάθε λογισμό σου, τήν κάθε αἴσθησί σου, τήν κάθε διάθεσί σου. Προσευχή! Δύναμις θεϊκή, τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος γιά νά ἁγιάζουμε ὁ,τιδήποτε ἐναγές μέσα μας, στήν ψυχή μας. Ἡ προσευχή σέ ἑνώνει μέ τόν Πανεύσπλαχνο Κύριο, καί Αὐτός ἐκχέει μέσα στήν καρδιά σου τήν συμπάθεια γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν ἀδελφό πού εἶναι ἀδύναμος ὅπως καί σύ, πού πέφτει ὅπως καί σύ, ἀλλά καί πού μπορεῖ νά σηκωθῇ ὅπως καί σύ· πού τοῦ χρειάζεται ὅμως ἡ δική σου βοήθεια, ἡ ἀδελφική σου βοήθεια, ἡ προσευχητική σου βοήθεια, ἡ ἐκκλησιαστική σου βοήθεια.

Τότε, ὅταν δώσῃς βοήθεια, χωρίς ἀμφιβολία θά κτίσῃς τήν δική σου κλίμακα, τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν κόλασί σου στόν παράδεισό σου· τότε, μέ βεβαιότητα στήν καρδιά θά ἀνεβαίνῃς ἀπό σκαλοπάτι σέ σκαλοπάτι, ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, καί θά φθάσῃς ἔτσι στήν κορυφή τῆς κλίμακος, στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν οὐράνιο Παράδεισο.

Ὅλα τά ἔχουμε, καί σύ καί ἐγώ: ἐννέα Μακαρισμοί, ἐννέα ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Αὐτό εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς νηστείας, τό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἀρετές, ἀδελφοί, μεγάλες ἀρετές. Τίς δύσκολες ἀσκήσεις τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως, ὁ Κύριος τίς παρουσίασε ὡς Μακαρισμούς. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)…

Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πίστεώς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναβάσεώς μας πρός τόν Οὐρανό, αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς κλίμακός μας. Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἕνα τίποτα, Ἐσύ εἶσαι τό πᾶν! Ἐγώ τίποτα, Ἐσύ τό πᾶν! Ὁ νοῦς μου εἶναι τίποτα μπροστά στόν δικό Σου Νοῦ, τό πνεῦμα μου εἶναι τίποτα μπροστά στό Πνεῦμα Σου, ἡ καρδιά μου, ἡ γνῶσις μου… ὤ! τίποτα, τίποτα, μπροστά στήν γνῶσι Σου Κύριε! Ἐγώ, ἐγώ, μηδέν, μηδέν… καί πίσω ἀπό αὐτό ἀναρίθμητα ἄλλα μηδενικά. Αὐτό εἶμαι ἐγώ μπροστά Σου, Κύριε. Ἡ ταπείνωσις!

Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἁγία ἀρετή, ἡ πρώτη χριστιανική ἀρετή. Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό αὐτήν… Ἀλλά οἱ Χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πού οἰκοδομοῦμε τήν κλίμακα τῆς σωτηρίας μας, πάντοτε κινδυνεύουμε ἀπό τίς ἀκάθαρτες δυνάμεις. Ποιές εἶναι αὐτές; Οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἁμαρτίες μας, τά πάθη μας. Καί πίσω ἀπό αὐτές ὁ διάβολος, … Ὅπως οἱ ἅγιες ἀρετές οἰκοδομοῦν τήν οὐράνια κλίμακα μεταξύ Οὐρανοῦ καί γῆς, ἔτσι καί οἱ ἁμαρτίες μας φτιάχνουν μία σκάλα γιά τήν κόλασι. Κάθε ἁμαρτία.

Ἄν ὑπάρχουν ἁμαρτίες στήν ψυχή σου, πρόσεχε! Ἄν κρατᾶς μῖσος στήν ψυχή σου μιά, δυό, τρεῖς, πενήντα μέρες, πρόσεξε νά δῇς σέ τί κόλασι ἔχει μεταβληθῆ ἡ ψυχή σου. Τό ἴδιο κι ἄν κρατᾶς θυμό, φιλαργυρία, αἰσχρή ἐπιθυμία… Καί σύ, τί κάνεις; Πραγματικά, μόνος σου φτιάχνεις μιά σκάλα γιά τήν κόλασι. Ἀλλά ὁ Ἀγαθός Κύριος μᾶς δίνει θαυμαστό παράδειγμα.

Νά, στό μέσον τῆς νηστείας, προβάλλει τόν μεγαλώνυμο, τόν θαυμάσιο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ὅλος λάμπει ἀπό τίς ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Τόν βλέπουμε πῶς ἀνεβαίνει γρήγορα καί σοφά τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποία ἔστησε ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό. Ὡς διδάσκαλος, ὡς ἅγιος ὁδηγός, μᾶς δίνει τήν Κλίμακά του σέ μᾶς τούς Χριστιανούς ὡς πρότυπο γιά νά ἀνεβοῦμε ἀπό τήν κόλασι στόν Παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό…

Εὔχομαι ὁ ἐλεήμων καί μέγας ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος… νά μᾶς χειραγωγῇ στούς ἀγῶνες μας ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ στόχο τίς ἅγιες ἀρετές· νά οἰκοδομήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν βοήθειά του τήν δική μας κλίμακα καί ἀκολουθώντας τον νά φθάσωμε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπάρχουν ὅλες οἱ οὐράνιες ἀναπαύσεις, ὅλες οἱ αἰώνιες χαρές, ὅπου μαζί του ἐκεῖ θά δοξάζουμε τόν Βασιλέα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, τόν Αἰώνιο Βασιλέα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ᾯ ἡ δόξα καί ἡ τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr