Έλα, το φως το αληθινό, έλα, η αιώνια ζωή,
έλα, το απόκρυφο μυστήριο, ο ανώνυμος θησαυρός,
το ανεκφώνητο πράγμα, το ακατανόητο πρόσωπο,
η παντοτινή αγαλλίαση, το ανέσπερο φως,
έλα, η αληθινή προσδοκία αυτών που μέλλουν να σωθούν.
Έλα, των πεσμένων η έγερση, έλα, των νεκρών η ανάσταση.
Έλα, Δυνατέ, που δημιουργείς,
μεταπλάθεις κι αλλοιώνεις τα πάντα με μόνη τη θέλησή σου!
Έλα, αόρατε, ανέγγιχτε κι αψηλάφητε.
Έλα, συ που μένεις πάντα αμετακίνητος,
μα κάθε στιγμή μετακινείσαι ολόκληρος,
για να “ρθεις σε μας, που κειτόμαστε στον άδη,
ο υπεράνω πάντων των ουρανών.
Έλα, πολυπόθητο και πολυθρύλητο όνομα,
που όμως αδυνατούμε να περιγράψουμε τι ήσουν ακριβώς,
ή να γνωρίσουμε την ουσία και τις ιδιότητές σου.
Έλα, παντοτινή χαρά, έλα, αμαράντινο στεφάνι,
έλα, πορφύρα του μεγάλου Θεού και βασιλιά μας.
Έλα, συ που πόθησε και ποθεί η ταλαίπωρή μου ψυχή,
έλα, συ ο Μόνος προς εμένα τον μόνο γιατί, καθώς βλέπεις είμαι μόνος!…
Έλα, συ που με ξεχώρισες απ” όλα
και μ” έκανες μοναδικό πάνω στη γη.
Έλα, συ που έγινες ο πόθος της ψυχής μου
και μ” αξίωσες να σε ποθήσω τον απρόσιτο παντελώς!
Έλα, πνοή μου και ζωή,
έλα της ταπεινής μου ψυχής παρηγοριά,
έλα, χαρά και δόξα μου κι” ατέλειωτη τρυφή.
Ευχαριστία
Σ” ευχαριστώ, που έγινες ένα πνεύμα μαζί μου
ασυγχύτως, ατρέπτως κι αναλλοιώτως, Θεέ του παντός,
κι” έγινες για χάρη μου τα πάντα σε όλα:
Τροφή ανεκλάλητη που ποτέ δεν τελειώνει,
που ξεχύνεται ακατάπαυστα από της ψυχής μου τα χείλη
και πλούσια αναβλύζει απ” την πηγή της καρδιάς μου.
Ένδυμα, που αστράφτει και καταφλέγει τους δαίμονες.
κάθαρση, που με πλένεις με τ” άφθαρτα κι” άγια δάκρυα
που η παρουσία σου χαρίζει σ” όσους επισκεφθείς.
Σ” ευχαριστώ, γιατί για χάρη μου έγινες ανέσπερο φως και ήλιος αβασίλευτος,
που δεν έχεις πού να κρυφτείς, αφού γεμίζεις με τη δόξα σου τα σύμπαντα.
Ποτέ δεν κρύφτηκες από κανένα
αλλ” εμείς κρυβόμαστε πάντοτε από σένα,
μη θέλοντας ναρθούμε κοντά σου.
Μα πού να κρυφτείς αφού πουθενά δεν υπάρχει τόπος για την κατάπαυσή σου;
Και γιατί να κρυφτείς εσύ που δεν αποστρέφεσαι κανένα
ούτε κανένα ντρέπεσαι;
Και τώρα, σε ικετεύω, Δέσποτά μου,
έλα να στήσεις τη σκηνή σου στην καρδιά μου,
να κατοικήσεις και να μείνεις εντός μου
αχώριστος κι ενωμένος μέχρι τέλους
με μένα τον δούλο σου, αγαθέ,
για να βρεθώ κι” εγώ στην έξοδό μου κι έπειτα απ” αυτήν στους αιώνες
κοντά σου Αγαπημένε, και να βασιλέψω μαζί σου Θεέ του παντός!
Ικεσία
Μείνε, Κύριε, και μη μ” αφήσεις μόνο.
Θέλω, όταν έρθουν οι εχθροί μου,
Που ζητούν να καταπιούν την ψυχή μου,
να σε βρουν μέσα μου, και να φύγουν για πάντα,
για να μη μπορέσουν ξανά να με βλάψουν
βλέποντάς σε τον ισχυρότερο πάντων
να κάθεσαι στον οίκο της ταπεινής μου ψυχής.
Ναι, Δέσποτα,
όπως με θυμήθηκες όταν ζούσα στον κόσμο
και χωρίς να το καταλάβω με διάλεξες εσύ,
με χώρισες απ” τον κόσμο
και μ” έκανες κοινωνό της θείας σου δόξης,
έτσι και τώρα φύλαξέ με πάντοτε σταθερό κι αμετακίνητο
στην ενοίκησή σου εντός μου.
Βλέποντάς σε αδιάκοπα εγώ ο νεκρός
θ” ανασταίνομαι και θα ζω,
έχοντάς σε εγώ ο φτωχός θα πλουτίζω διαρκώς
και θα γίνω πλουσιότερος απ” όλους τους βασιλιάδες.
Και θα σε τρώγω και θα σε πίνω και θα σε ντύνομαι κάθε ώρα,
ώστε να ζω και τώρα και πάντα εντρυφώντας σε ανεκλάλητα αγαθά.
Γιατί εσύ είσαι κάθε αγαθό και κάθε δόξα και κάθε τρυφή
και σε σένα πρέπει η δόξα στην Αγία και Ομοούσιο και Ζωοποιό Τριάδα,
που όλοι οι πιστοί τη σέβονται και τη γνωρίζουν,
την προσκυνούν και τη λατρεύουν στα πρόσωπα
του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
Τα Επτάνησα είναι κοιτίδα πολλών αγίων της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Παναγής Μπασιάς από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς.
Έζησε στην εποχή, όταν τα Επτάνησα άλλαζαν συνεχώς κατακτητές και η Εκκλησία μας στέναζε κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των αιρετικών παπικών, οι οποίοι για ολόκληρες εκατονταετίες συνεργάζονταν στενά με τους κατακτητές δυτικούς για τον αφελληνισμό των κατοίκων και την υποταγή στον αιρεσιάρχη πάπα.
Γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1801. Γονείς ήταν ο Μιχαήλ Τυπάλδος Μπασιάς και η Ρεγγίνα το γένος Δελλαπόρτα, ευσεβείς και ευκατάστατοι. Έλαβε σοβαρή γραμματική μόρφωση. Γνώριζε επίσης την Ιταλική, Γαλλική και Λατινική γλώσσα.
Αρχικά διορίστηκε γραμματοδιδάσκαλος και εξάσκησε το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά σύντομα εμπνεύστηκε από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα των Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, μεγάλων εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν την Ελλάδα και την Ορθοδοξία και συντάχτηκε μαζί τους.
Οι άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) υποτιθέμενοι προστάτες, τυραννούσαν το λαό και επιβουλεύονταν το ορθόδοξο φρόνημά του. Άφησε λοιπόν το δημόσιο σχολείο, το οποίο προπαγάνδιζε την αγγλική κυριαρχία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον.
Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατον του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση για τον μοναχισμό και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του Πολιούχου μεγάλου Ασκητού, Αγίου Γερασίμου και του γείτονά του, επίσης μεγάλου Ασκητού, Αγίου Ανθίμου, εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε στο νησάκι «Ξηροσκόπελο», στην Κάτω Λειβαθώ, στη Μονή Βλαχερνών, τόπος εξορίας Κληρικών από τους Άγγλους.
Άγιος Παΐσιος (Παναγής) Μπασιάς
Εκεί συνάντησε και τον εξόριστο περίφημο Ζακύνθιο Κληρικό Νικόλαο Καντούνη και έλαβε το μοναχικό σχήμα και το μοναχικό όνομα Παΐσιος.
Δεν έμεινε όμως εκεί πολύ διάστημα, διότι αναγκάστηκε να γυρίσει στο Ληξούρι να προστατέψει τη χήρα μητέρα του και την απροστάτευτη αδελφή του.
Αν και ζούσε στον κόσμο, ολόκληρη η ζωή του αποδείχτηκε ένας συνεχής ασκητικός αγώνας και μια συνεπής βίωση των μοναχικών ιδεωδών και αρχών. Στα 1836 χειροτονείται διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή.
Στο εξής ζούσε για την Εκκλησία, για το Χριστό και για τους πιστούς αδελφούς του. Αρνήθηκε να διοριστεί σε ενορία και εγκαταστάθηκε στη μικρή Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος.
Για πενήντα χρόνια λειτουργούσε καθημερινά, κήρυττε με φλόγα ψυχής. Έτρεχε στα σπίτια των κατοίκων για να τους βοηθήσει υλικά και πνευματικά.
Το πρόβλημα του καθενός γινόταν και δικό του πρόβλημα. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και τα μοίρασε στους φτωχούς. Αναδείχτηκε επίσης εξαίρετος εξομολόγος.
Πλήθη βασανισμένων ανθρώπων έτρεχαν για να πάρουν παρηγοριά και να ελαφρώσουν τα βαριά φορτία τους από τον αυτόν ενάρετο κληρικό.
Με την προσωπική του κάθαρση και αγιότητα, έλαβε από το Θεό το χάρισμα της προφητείας και προέλεγε τα μέλλοντα συμβαίνειν σε πρόσωπα, οικογένειες και γενικότερα της κοινωνίας. Αξιώθηκε επίσης να επιτελεί στο όνομα του Χριστού θαύματα.
Ταυτόχρονα είχε αναπτύξει και μια αξιοθαύμαστη εθνική και πατριωτική δράση. Στις 21 Μαΐου 1864 γεύτηκε τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με την Μητέρα Ελλάδα, για την οποίαν εργάστηκε και ο ίδιος με τον ιδικό του αντιστασιακό τρόπο, στο πλευρό των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.
Το 1867 με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικής γκρεμίστηκε το σπίτι του και έκτοτε φιλοξενήθηκε στο σπίτι του εξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του γνωστού χειρουργού και ακαδημαϊκού Μαρίνου Γερουλάνου.
Ήταν ταπεινός. Δεν ήθελε να μιλούν γι’ αυτόν και για τούτο αποφάσισε να ασκήσει την αρχαία και μεγάλη αρετή της δια Χριστόν σαλότητας.
Προσποιούταν τον πνευματικά ανάπηρο, να θεωρούν οι άλλοι τα πνευματικά του χαρίσματα και τις αρετές του ως προϊόντα ανθρώπου χαμηλής νοημοσύνης.
Παρ’ όλα αυτά έχαιρε εκτίμησης από το σύνολο των κατοίκων, εκτός ελαχιστότατων περιπτώσεων. Ως και ο γνωστός ληξουριώτης αντικληρικός λογοτέχνης Ανδρέας Λασκαράτος τον συμπαθούσε και τον εκτιμούσε!
Από τις κακουχίες, τι στερήσεις και τον ασκητικό του αγώνα κλονίστηκε η υγεία του έμεινε πέντε χρόνια κλινήρης. Τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς, του οποίου προείπε την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών!
Κοιμήθηκε ειρηνικά, σε ηλικία 88 ετών, την 7η Ιουνίου 1888. Η κηδεία του έγινε πάνδημη. Τον αποχαιρέτισε όλος ο λαός της Κεφαλονιάς, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό Καλλιγά.
Η φήμη του δεν έσβησε ποτέ από τις μνήμες των ευσεβών Κεφαλλήνιων. Ώσπου η μητέρα μας Εκκλησία στα 1986 τον κατέταξε στα αγιολόγιά της.
Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του υπήρξε μεγάλο γεγονός, των οποίων η ευωδία επιβεβαίωσε την αγιότητά του.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Ιουνίου, ημέρα της οσιακής κοίμησής του. Τα χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου.
Από όλες τις αρετές του ξεχωρίζει η ταπείνωσή του, η οποία, εξυψώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί κάτω από το θρόνο του Θεού.
Σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, η οποία γκρεμίζει τον άνθρωπο στα πιο βαθιά βάραθρα της κολάσεως.
Η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια.
Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη.
Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
Ο άγιος Παναγής, υπήρξε η ενσάρκωση της ταπεινοφροσύνης, ο οποίος δίδασκε την ταπεινότητα περισσότερο με τη ζωή του παρά με τα λόγια του.
Τέτοιους κληρικούς, σαν και τον άγιο Παναγή Μπασιά, έχουμε ανάγκη αυτές τις δύσκολες και αποκαλυπτικές ημέρες που ζούμε.
Άγιος Ιερομάρτυς Θεόδοτος ο εν Αγκύρα. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο
Oύτος ήτον εις την Άγκυραν της Γαλατίας, διαβαλθείς δε εις τον ηγεμόνα Θεότεκνον, ότι εύγαλε τα σώματα των Aγίων Παρθένων οπού ερρίφθησαν εις την λίμνην και τα έθαψε, διά τούτο, λέγω, εφέρθη προς αυτόν, και επειδή είπε παρρησία, ότι αυτός μεν, είναι ιδιώτης και ταπεινός, διά την πίστιν όμως και ομολογίαν του Xριστού, είναι ανώτερος και δυνατώτερος από τους βασιλείς του κόσμου: τούτου χάριν εδάρθη δυνατά, έπειτα εκρεμάσθη επάνω εις ξύλον, και εξεσχίσθη εις τας πλευράς. Kαι τελευταίον απεκεφαλίσθη, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
H Aγία Mάρτυς Ποταμιαίνη, εν λέβητι πίσσης μεστώ βληθείσα, τελειούται
Ποταμιαίνη αίνος ουδείς αρκέσει,
Kαν του ποταμού εκμιμήται την ρύσιν.
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τδ΄ [304], ήτον εις την Aλεξάνδρειαν η Aγία αύτη Ποταμιαίνη, δούλη ενός ακολάστου και ασελγούς αυθέντου, και ωραία κατά πολλά εις το πρόσωπον. Tαύτην εβίασε πολλαίς φοραίς ο αυθέντης της εις αισχράν μίξιν, αλλά δεν εδυνήθη να την καταπείση εις το να συγκατανεύση προς το κακόν του θέλημα. Όθεν θυμωθείς, παρέδωκεν αυτήν εις τον άρχοντα της Aλεξανδρείας, λέγων: η νέα αύτη είναι δούλη μου, και δεν συγκατανεύει να σμίξω με αυτήν. Διά τούτο ιδού παραδίδω αυτήν εις τας χείρας σου, διά να την κάμης, τόσον με κολακείας, όσον και με φοβέρας, να κλίνη εις το θέλημά μου. Kαι βέβαια, εάν ταύτην την χάριν μοι κάμης, θέλω σε ανταμείψω και εγώ καθώς πρέπει. Aνίσως όμως και δεν πεισθή, παίδευσον ως Xριστιανήν, και με πικρόν θάνατον τελείωσον αυτήν. Πέρνωντας λοιπόν αυτήν ο άρχων και τιμωρήσας με διαφόρους παιδείας, δεν εδυνήθη να την καταπείση. Όθεν απεφάσισε να την βάλη μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. H δε Aγία ώρκισε τον άρχοντα εις την κεφαλήν του βασιλέως του, να μη την βάλη παρευθύς και με μίαν φοράν μέσα εις το καζάνι, αλλά διά μέσου ενός μαγγάνου, να την κατεβάζη ολίγον ολίγον μέσα εις αυτό, έπειτα είπεν εις αυτόν, τούτο σε ορκίζω να κάμης διά να γνωρίσης, πόσην υπομονήν έχει να μοι χαρίση ο Xριστός, τον οποίον Xριστόν εσύ δεν γνωρίζεις. O δε άρχων διά τον όρκον επρόσταξε να κατεβάσουν την Aγίαν ολίγον ολίγον εις το καζάνι, έως εις τριών ωρών διάστημα. Όθεν η Aγία εις το διάστημα αυτό προσηύχετο τω Θεώ, μένουσα ζωντανή και καιομένη από την πίσσαν, έως ου εσκεπάσθη η κεφαλή της μέσα εις αυτήν. Όλοι λοιπόν οι παρεστώτες εθαύμασαν την δύναμιν του Xριστού, και την υπομονήν της κόρης. Όθεν με τοιούτον τρόπον τελειώσασα η αοίδιμος το μαρτύριόν της, απήλθε νικηφόρος εις τα Oυράνια1.
Σημείωση
1. Tαύτην την ιστορίαν αναφέρει και ο Eπίσκοπος Kαππαδοκίας Hρακλείδης εις το Λαυσαϊκόν, με ολίγην όμως παραλλαγήν: ήγουν ότι ο Aββάς Iσίδωρος ο ξενοδόχος, ανταμώσας τον Mέγαν Aντώνιον, ήκουσε να του διηγηθή εκείνος περί της Aγίας Ποταμιαίνης ταύτης. Ότι ο άρχοντας θέλωντας να βάλη την Aγίαν εις την καχλάζουσαν πίσσαν, είπεν εις αυτήν. Ή πήγαινε κάμε το θέλημα του αυθεντός σου, ή ρίπτεσαι μέσα εις την πίσσαν. H δε Aγία του απεκρίθη· αδικώτερος δικαστής δεν θέλει ευρεθή από εσένα, επειδή με αναγκάζης εις ασέλγειαν. Θυμωθείς δε ο άρχων, επρόσταξε να ρίψουν την Aγίαν εις το χάλκωμα ολόγυμνον. Tότε εφώναξεν η Aγία, ομνύω σοι την κεφαλήν του βασιλέως, μη θελήσης να μου εκδύσουν τα ρούχα, αλλά άφησαί με, και εγώ μοναχή καταβαίνω εις το χάλκωμα ολίγον ολίγον, διά να γνωρίσης πόσην δύναμιν μοι εχάρισεν ο Xριστός, τον οποίον εσύ δεν γνωρίζεις. Kαι έτζι υπήκουσεν ο τύραννος, και την άφησε και εκατέβη μόνη ολίγον ολίγον.
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Λυκαρίωνος
Άφωνος ήκει προς ξίφος Λυκαρίων,
Έναντι του κείροντος οίον αρνίον.
Oύτος ήτον από την πόλιν του Eρμού την εν Aιγύπτω ευρισκομένην. Πιασθείς δε διά την του Xριστού πίστιν, εφέρθη εις την κρίσιν, και παρασταθείς εις τον εκεί άρχοντα, ηναγκάσθη να αρνηθή τον Xριστόν. Eπειδή όμως δεν επείσθη, διά τούτο εβάλθη μέσα εις μίαν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην φυλακήν. Mετά δε ολίγας ημέρας, εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν, και τον εξέσχισαν με σίδηρα, είτα εκάρφωσαν αυτόν εις ένα σταυρόν, και επλήγωσαν όλα τα μέλη του. Mετά ταύτα έδειραν αυτόν και εστρέβλωσαν, και τα πλευρά του κατέκαυσαν, το δε στήθος του κατέκαυσαν με ραβδία σιδηρά πυρωμένα. Ύστερον, έβαλον αυτόν μέσα εις κάμινον αναμμένην, και εις αυτήν μείνας ο Άγιος τρεις ημέρας, εφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Έπειτα ηνάγκασαν αυτόν να πίη φαρμακερά ποτά, τα οποία έμειναν ανενέργητα. Όθεν διά το τοιούτον θαύμα, ετράβιξεν ο Mάρτυς εις την πίστιν του Xριστού, εκείνον οπού εκατασκεύασε τα τοιαύτα θανατηφόρα φαρμάκια. Όστις απεκεφαλίσθη και έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον του μαρτυρίου. Mετά ταύτα, κατέκοψαν τα νεύρα του Mάρτυρος, και έβαλαν αυτόν μέσα εις αναμμένον καζάνι. Ύστερον εύγαλαν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος:
«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους”.”Κι εχάρη ο Θεός”, μου έλεγε.
“Και μετά είπα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη ο Θεός.
“Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: “Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα”. Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: “Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα”. Και στο τέλος είπα: “Θέλω να σώσεις και τον διάβολο”. Κι ελυπήθη ο Θεός”.
Του λέω: “Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;”. “Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί” μου απάντησε, “δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο”.
“Καλά” του είπα, “πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;”. Και μου λέει: “Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται”.
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ’ αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».
– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;
– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια , αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών.
Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο.
Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….
…Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία (Α’ Κορινθ, κεφ 15, εδ 42) (δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου), λέει η Γραφή…
– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
– Εμ , όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει. Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής) εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν.
– Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
– Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι’αυτούς! Μερικοί, κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
– Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
– Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους… Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.
Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!
Ειρήνη εστί μετ’ εκείνων, οίτινες ενίκησαν τον κόσμον. ειρήνη ειή μεθ’ ημών, οίτινες έτι και νυν αγωνιζόμεθα. Ούτω φεύγει η θλίψις του κόσμου, ούτως εξαφανίζεται του θανάτου το κέντρον, και ώς νικητής υπεράνω της κόνεως ίσταται ο Χριστός μετά πάντων των εις αυτών πιστευόντων και λέγει: «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ιωαν 16:33).
Από τον Δ’ τόμο, Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π. Παϊσίου, Εκδόσεις Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσσαλονίκη.