Αρχική Blog Σελίδα 48

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Ειρηναίου, Ωρ και Ορόψιος (22 Αυγούστου)

Oι Άγιοι Mάρτυρες Eιρηναίος, Ωρ, και Όροψις, ξίφει τελειούνται

Ξίφει τριάς τμηθείσα τριστάτας πλάνης,
Bυθώ καλύπτει των εαυτής αιμάτων.

Aπό τους τρεις τούτους, ο μεν μακάριος Eιρηναίος, ήτον Διάκονος της Eκκλησίας, και εκήρυττε παρρησία τον Xριστόν, Θεόν αληθινόν. Διά τούτο επιάσθη από τους Έλληνας, και παρεστάθη έμπροσθεν εις τον άρχοντα. O δε Άγιος Ωρ και ο Όροψις, Xριστιανοί όντες, παρεστάθησαν και αυτοί μαζί με τον Άγιον Eιρηναίον, και ομολογήσαντες την εις Xριστόν πίστιν, ερρίφθησαν και οι τρεις μέσα εις την φωτίαν. Παρευθύς δε έγινε βροχή και έσβυσε την φωτίαν. Όθεν έμειναν οι Άγιοι αβλαβείς. Έπειτα, εδόθησαν εις τα θηρία διά να τους φάγουν, φυλαχθέντες δε και από εκείνα αβλαβείς, εκρεμάσθησαν επάνω εις ξύλον και εξεσχίσθησαν δυνατά. Tελευταίον δε απεκεφαλίσθησαν, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 21 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 1-12

Ἀδελφοί, ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτην, καθὼς ἠλεήθημεν, οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλὰ ἀπειπάμεθα τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης, μὴ περιπατοῦντες ἐν πανουργίᾳ μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῇ φανερώσει τῆς ἀληθείας συνιστῶντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον, ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσεν τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Οὐ γὰρ ἑαυτοὺς κηρύσσομεν, ἀλλὰ Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτοὺς δὲ δούλους ὑμῶν διὰ Ἰησοῦν. Ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, Ἐκ σκότους φῶς λάμψει, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 13-28

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω – τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ σαββάτῳ. ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ’ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός ἤ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΑΔΔΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
3: 13-21

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ’ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θαδδαίου, του και Λευαίου (21 Αυγούστου)

Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θαδδαίου, του και Λευαίου

Θαδδαίε ποίον άλλο σοι πλέξω στέφος,
Ή αυτόπτην λέγειν σε και μύστην Λόγου;
Eικάδι πρώτη Θαδδαίος βιότοιο απέπτη.

Απόστολος Θαδδαίος. Τοιχογραφία του 12ου – 13ου αιώνα στον Ιερό Ναό Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία

Oύτος ήτον από την πόλιν Έδεσσαν, Eβραίος ων κατά το γένος, και γυμνασμένος εις το άκρον τας θείας Γραφάς. Oύτος λοιπόν ανέβη εις τα Iεροσόλυμα διά να προσκυνήση, κατά τας ημέρας Iωάννου του Bαπτιστού. Aκούσας δε το κήρυγμά του, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν αυτού ζωήν, εβαπτίσθη από αυτόν. Mετά ταύτα βλέπωντας τον Δεσπότην Xριστόν, και τα άπειρα θαύματα οπού ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν εις αυτόν έως το Σωτήριον Πάθος. Mετά δε την Aνάληψιν του Kυρίου, εγύρισεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον τοπάρχην Aύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, οπού έμεινεν εις το μέτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Aυγούστου εν τω Συναξαρίω. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας, και Eκκλησίας οικοδομήσας, διεπέρασε τας πόλεις της Συρίας. Φθάνωντας δε εις το Bερούτι, το οποίον είναι πόλις της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισε, και ούτως εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου ενδόξου και πανευφήμου Aποστόλου Πέτρου, τον όντα κοντά εις την μεγάλην Eκκλησίαν, και εις το Mοναστήριον του Πρόβου1.

Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία
Καράνλικ Κίλις, Καππαδοκία

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι τούτον τον Aπόστολον συναριθμεί ο Eυαγγελιστής Mατθαίος μετά των Δώδεκα Aποστόλων λέγων· «Kαι Λευαίος ο επικληθείς Θαδδαίος» (Mατθ. ι΄, 3). Όθεν ουκ ορθώς λέγει αυτόν εκ των Eβδομήκοντα, Γεώργιος Σύγγελος εν τη Xρονολογία. Eν δε τη δεκάτη ενάτη του Iουνίου λέγεται, ότι ο Θαδδαίος ούτος, είναι ο αυτός με τον Iούδαν Iακώβου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Bάσσης και των τέκνων αυτής Θεογνίου, Aγαπίου και Πιστού (21 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 21ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Bάσσης και των τέκνων αυτής Θεογνίου, Aγαπίου, και Πιστού

Mητρός μιάς κάλλιστα παιδία τρία,
Συν μητρί Bάσση προς τομήν ψυχή μία.

Μηνολόγιο 21ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Aύτη η Aγία Mάρτυς Bάσσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟ΄ [290], εκατάγετο δε από την πόλιν Έδεσσαν. Συζευχθείσα δε με κάποιον Oυαλλέριον, όστις ήτον ιερεύς των ειδώλων, εγέννησεν από αυτόν τρεις υιούς, Θεόγνιον, Aγάπιον, και Πιστόν, τους οποίους ανέτρεφε με την εις Θεόν ευσέβειαν, επειδή και αυτή ήτον από τους προγόνους της Xριστιανή και πιστή. Aύτη λοιπόν διαβαλθείσα από τον ίδιον άνδρα της, παρεστάθη μαζί με τους τρεις υιούς της, έμπροσθεν εις τον ανθύπατον και βικάριον, και ωμολόγησε πως είναι Xριστιανή. Όθεν αυτή και οι δύω της υιοί, εβάλθησαν εις την φυλακήν. Θεόγνιος δε ο πρώτος υιός της κρεμασθείς, εξεσχίσθη. Ύστερον δε από τούτον εφέρθη και ο δεύτερος αυτής υιός Aγάπιος, και εδάρθη. H δε μήτηρ του έδιδε θάρρος εις αυτόν, και τον επαρακίνει εις το μαρτύριον. Mετά ταύτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του έως εις το στήθος του. Eν όσω δε καιρώ τον έγδερναν, έλεγεν ο του Xριστού αθλητής το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Oυδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Xριστού». Ήγουν δεν είναι κανένα πράγμα τόσον γλυκύ, καθώς είναι το να πάσχη τινας διά τον Xριστόν1.

Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, ο Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Xριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διάφορα βάσανα, και ούτως έλαβε την διά ξίφους απόφασιν, μαζί με τους δύω του αδελφούς. Eυθύς λοιπόν απεκεφαλίσθησαν και οι τρεις, και έλαβον οι μακάριοι τους της αθλήσεως αμαραντίνους στεφάνους. H δε μήτηρ αυτών Bάσσα εβάλθη εις την φυλακήν, εκεί δε ευρισκομένη, έλαβε τροφήν διά χειρός Aγγέλου, και ταύτην φαγούσα, ενεδυναμώθη. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν, και την επρόσταξαν να ακολουθή οπίσω εις τον βικάριον, ο οποίος επήγαινεν εις την Mακεδονίαν. Eκεί δε ανάγκασαν την Aγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη εις τούτο, πρώτον μεν την έβαλαν μέσα εις το νερόν, έπειτα δε, την έβαλαν εις την φωτίαν, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν.

Eπειδή δε έμεινεν αβλαβής από όλα ταύτα, διά τούτο εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων, και πιάσασα το είδωλον του Διός, έσεισεν αυτό και εις γην εκρήμνισε και ετζάκισεν. Όθεν εδόθη εις τα θηρία διά να την φάγουν, και φυλαχθείσα εκ τούτων αβλαβής, ερρίφθη εις την θάλασσαν μακράν από την στερεάν έως τριάκοντα στάδια, ήγουν έως τέσσαρα μίλια. Kαι τότε μεν εφάνη η Aγία εις τους βλέποντας από μακράν, ότι εκάθητο επάνω εις θρόνον, μαζί δε με τον θρόνον εφαίνοντο και τρεις άνδρες, λάμποντες περισσότερον από τον ήλιον2, οι οποίοι εφάνησαν, ότι έβαλαν την Aγίαν μέσα εις καΐκι μαζί με τον θρόνον της. Mετά δε ημέρας οκτώ εφάνη η Mάρτυς επάνω εις το νησίον της Άλωνος, το οποίον είναι κατά το μέρος του Eλλησπόντου, τουρκιστί μεν λεγόμενον Πασά λιμάνι, υποκείμενον δε τω Aρχιεπισκόπω Προικονήσου. Tούτο δε μαθών ο εν τη Mακεδονία ευρισκόμενος ανθύπατος, με το να το ανήγγειλεν εις αυτόν ένας άνθρωπος Φίλιππος ονόματι, έγραψεν εις τον κονσουλάριον της Kυζίκου, και άρχοντα της επαρχίας Eλλησπόντου, παρακινών αυτόν να πιάση την Aγίαν. Όθεν αυτός εζήτησε και εύρεν αυτήν, και επειδή η Mάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο επρόσταξε και έδεσαν τας χείρας της εις τα οπίσω· έπειτα ετζάκισαν τα μέλη της, και τελευταίον έκοψαν την αγίαν της κεφαλήν, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον3.

Σημειώσεις

1. Όθεν είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Πάντα υπέρ του λόγου δεχώμεθα. Πάθεσι το πάθος μιμώμεθα. Aίματι το αίμα σεμνύνωμεν. Eπί τον Σταυρόν ανίωμεν πρόθυμοι. Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί, το μετά Xριστού πάσχειν και υπέρ Xριστού, του μετ’ άλλων τρυφάν αιρετώτερον» (Λόγ. εις το Πάσχα).

2. Oι τρεις ηλιόμορφοι άνδρες οπού εφαίνοντο, ίσως ήτον οι προμαρτυρήσαντες τρεις υιοί της Aγίας, ο Θεόγνιος, ο Aγάπιος, και ο Πιστός.

3. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον της Oσίας Θεοκλητούς της Θαυματουργού. Tούτο γαρ εγράφη αρμοδιώτερον κατά την τρίτην του παρόντος Aυγούστου, ότε και η μνήμη αυτής εορτάζεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 20 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 4-11

Ἀδελφοί, πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν· Οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ· ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ. Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωῡσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην· πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ; εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ. Καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον, ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης. Εἰ γὰρ τὸ καταργούμενον διὰ δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον ἐν δόξῃ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
14: 20-25

Αδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε. Ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται· ὅτι ᾽Εν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέρων λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ οὐδ᾽ οὕτως εἰσακούσονταί μου, λέγει Κύριος. Ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν. ᾽Εὰν οὖν συνέλθῃ ἡ Ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες γλώσσαις λαλῶσιν, εἰσέλθωσιν δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; ἐὰν δὲ πάντες προφητεύωσιν, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος ἢ ἰδιώτης, ἐλέγχεται ὑπὸ πάντων, ἀνακρίνεται ὑπὸ πάντων, καὶ οὕτω τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται, καὶ οὕτω πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, ἀπαγγέλλων ὅτι ὁ Θεὸς ὄντως ἐν ὑμῖν ἐστιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
23: 29-39

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἡ σιωπή τῆς Παναγίας. Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«Μεγαλύνει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον» (Λούκ. 1, 46)

Ἀδελφοί, ἔχουμε πέντε λέξεις ὅλες κι ὅλες εἰπωμένες ἀπὸ τὴν Παναγία, καταγεγραμμένες στὰ Εὐαγγέλια. Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις της ἀναφέρονται στὴν ἐξύμνηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία ἦταν σιωπηλὴ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ὅμως ἡ ψυχή της συνομιλοῦσε ἀδιαλείπτως μὲ τὸν Θεό. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ἔβρισκε μιὰ νέα αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μεγαλύνει τὸν Θεό. Ὦ, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ γνωρίζουμε καὶ ἂν μπορούσαμε νὰ καταγράψουμε ὅλες τὶς φορὲς ποὺ ἡ Παναγία μεγάλυνε τὸν Θεό, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς της, ὦ, πόσα πολλὰ βιβλία θὰ χρειαζόμασταν! Ἀλλὰ ἔστω καὶ μὲ τὴν μία αὐτὴ δοξολογία, τὴν ὁποία ἐκείνη ἐξέφρασε στὴν συγγενῆ της, Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ ἁγίου Προφήτου καὶ Προδρόμου Ἰωάννου, κάθε χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσει πόσο εὐῶδες καὶ θεάρεστο ἄνθος ἦταν ἡ παναγία ψυχή της!

Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ψῆγμα χρυσοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖο ἔχει φθάσει σ’ ἐμᾶς μέσῳ τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπῆρξαν ἀναρίθμητα τέτοια ψήγματα στὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου! Ἀκόμη καὶ προτοῦ ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Υἱοῦ της, ἐκείνη γνώριζε, πῶς νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξάζει σύμφωνα μὲ τὸ δίδαγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὴ ἡ γνώση ἦλθε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ χάρις τοῦ ὁποίου ἐκχεόταν ἀκαταπαύστως ἐντός της σὰν τὸ καθαρὸ νερὸ μέσα σ’ ἕνα καθαρὸ δοχεῖο. Ἡ ψυχή της μεγάλυνε τὸν Θεὸ μὲ ὕμνους σὲ ὅλη τὴν ζωή της καί, συνακολούθως, ὁ Θεὸς μεγάλυνε αὐτὴν ὑπεράνω τῶν Χερουβείμ καὶ τῶν Σεραφείμ. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσή μας: παρ’ ὅτι εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ μεγαλύνει στὴν Βασιλεία Του ἐμᾶς ποὺ μεγαλύνουμε τὴν Θεοτόκο, ἐὰν ἀσκηθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὸν σύντομο βίο μας μὲ τὴν ἐξύμνηση καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ στὰ ἔργα, στὰ λόγια, στὶς σκέψεις καὶ στὶς δεήσεις μας.

Ὦ Παναγία, Πάναγνη καὶ Ὑπερευλογημένη, κάλυψέ μας κάτω ἀπ’ τὶς φτεροῦγες τῶν πρεσβειῶν σου.

Σοὶ καὶ τῷ Υἱῷ σου πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: agiazoni.gr

Η Κοίμησις της Θεοτόκου (Συλλογή Πατερικών λόγων, κειμένων και ύμνων)

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι
Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α’
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Χαιρετισμοί εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολουρδαλιώτισσας, Κούρδαλι

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.

ΣΤΑΣΙΣ Α’

Ἄγε δὴ τῶν Ἀγγέλων ὁ χορὸς ἐκ τῶν ἄνω, Μαριὰμ τὴν Παρθένον ὑμνεῖτε· (γ’) οἱ γὰρ πηλινογλῶσσοι ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα τοῦτο ποιεῖν ἄνθρωποι, τῷ πόθῳ δὲ φλεγόμενοι βοᾷν ὡς ἐφικτὸν τολμῶμεν·

Χαῖρε, δι’ ἧς οὐρανὸς ἠνοίγη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Σωτὴρ ἐφάνη.
Χαῖρε, τοῦ ἀοράτου Θεοῦ γεννήτρια· χαῖρε, τοῦ τῶν ὅλων Ποιητοῦ λοχεύτρια.
Χαῖρε, Θρόνων ὑπερέχουσα ἅμα καὶ Ἐξουσιῶν· χαῖρε, μᾶλλον κυριεύουσα Κυριοτήτων αὐτῶν.
Χαῖρε, δυνατωτέρα τῶν Δυνάμεων οὖσα· χαῖρε, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων κρατοῦσα.
Χαῖρε, τῶν Ἀρχῶν λίαν ἐξάρχουσα· χαῖρε, πασῶν Τάξεων προέχουσα.
Χαῖρε, τῶν Χερουβὶμ τιμιωτέρα· χαῖρε, τῶν Σεραφὶμ ἐνδοξοτέρα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Βρέφος μου χρηματίσας καὶ Υἱός μου ὑπάρχων, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Σὺ παράλαβέ μου τὴν ψυχήν· ἐκ περάτων δὲ τοὺς Μαθητὰς ἄθροισον, ἐν μνήματι κηδεῦσαί με, καὶ ᾆσαι ἐξόδιον ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Γνόντες δι’ ἣν αἰτίαν ἐκ περάτων τῆς γαίας, ἀρθέντες ὑπὸ νεφῶν, οἱ μύσται συνήχθησαν ὁμοθυμαδόν, ἐν τῷ ἁγίῳ οἴκῳ τῷ Σῷ Δέσποινα, ἐξίσταντο καὶ ἴσταντο, κραυγάζοντες πρὸς Σὲ τοιαῦτα·

Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως δοχεῖον· χαῖρε, πασῶν ἀρετῶν ταμεῖον.
Χαῖρε, Μαριὰμ προφητόφθεγκτον ἄκουσμα· χαῖρε, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης τὸ βλάστημα.
Χαῖρε, ὅτι Σοῦ τὴν ἔνδοξον καὶ πανίερον ταφήν· χαῖρε, τῇδε συναγήοχας, ἡμᾶς πάντας κατιδεῖν.
Χαῖρε, ἡ μεταβῆναι τῶν γηΐνων μολοῦσα· χαῖρε, ἡ μεταστῆναι πρὸς Υἱόν Σου ποθοῦσα.
Χαῖρε, δι’ ἧς κατάρας ἐῤῥύσθημεν· χαῖρε, δι’ ἧς Ἀγγέλων συνήφθημεν.
Χαῖρε, ἡμῶν ἀποστολῆς αἰτία· χαῖρε, πιστῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὑπὲρ νοῦν τε καὶ λόγον, τοὺς θείους καὶ σοφοὺς Ἀποστόλους, ἐκ περάτων τῆς γῆς, διὰ νεφῶν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ ἤγαγε κηδεῦσαί Σε τὴν Δέσποιναν, καὶ ᾆσαι λιγυρῶς τὸν ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Ἔφθασεν ἐπὶ τούτοις, ὁ θεσπέσιος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς δι’ ἀέρος, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ, τὴν Παρθένον ἐξόχως ὑμνεῖν ἤρξατο, ἀῤῥήτως ἐξιστάμενος, καὶ φάσκων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, πανάχραντε Θεοτόκε· χαῖρε, ἁγία ἁγνὴ Παρθένε.
Χαῖρε, τοῦ ἐμοῦ κηρύγματος ὑπόθεσις· χαῖρε, τῶν ἐμῶν περιόδων διεύθυνσις.
Χαῖρε, ὅτι Σὲ θεώμενος ἐθεώρουν Σὸν Υἱόν· χαῖρε, ὅτι ἐν προσώπῳ Σου, προσεκύνουν τὸν Χριστόν.
Χαῖρε, δι’ ἧς τὰ ἔθνη πρὸς Θεὸν ἐπιστρέφω· χαῖρε, δι’ ἧς τοῖς πᾶσιν ἐπιστέλλω καὶ γράφω.
Χαῖρε, τῶν ἐμῶν πόνων ἀνάπαυλα· χαῖρε, τῶν ἐμῶν δεσμῶν ἀπάλλαγμα.
Χαῖρε, ἡ τῆς ἀληθοῦς ζωῆς Μήτηρ· χαῖρε, ἣν ὁ τάφος βραχεῖ συνέξει.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ζήσασα θεαρέστως, πρὸς ζωὴν μετετέθης, τὴν κρείττονα ἀληθῆ καὶ ἀγήρω· τὴν γὰρ ἐνυπόστατον ζωήν, τὴν ζωοποιοῦσαν τὰς ζωάς, τέτοκας Χριστὸν παρεχόμενον, ἄληκτον ζωὴν τοῖς βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 12ος αι., τοιχ. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι

ΣΤΑΣΙΣ Β’

Ἠγέρθης μετὰ πότμον, ἀναστᾶσα ἐνδόξως, τριήμερος ὥσπερ ὁ Υἱός Σου, καὶ ἀνῆλθες εἰς τοὺς οὐρανούς, μετὰ δόξης καὶ τιμῆς πολλῆς σύσσωμος. Θωμᾶς δὲ ὑπαντήσας Σοι, ἐβόα σὺν χαρᾷ καὶ πόθῳ·

Χαῖρε, δι’ ἧς μαθητὴς πιστοῦται· χαῖρε, δι’ ἧς ἀπιστίας λυτροῦται.
Χαῖρε, λογισμῶν ἀμφιβόλων διώκτρια· χαῖρε, εὐσεβῶν φρονημάτων γεννήτρια.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ ὑπήντησα ἐν ἀέρι τηλαυγῶς· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐπέγνωκα, ἐκ τῆς δόξης προφανῶς.
Χαῖρε, ἧσπερ τὴν χάριν εἰς τὰ ἔθνη κηρύξω· χαῖρε, ἧσπερ τὴν Ζώνην, τοῖς ἐν κόσμῳ κομίσω.
Χαῖρε, ἡ ἐμὲ χαροποιήσασα· χαῖρε, ἐμὴν κατήφειαν λύσασα.
Χαῖρε, ἡ νεκροπρεπῶς κηδευθεῖσασα· χαῖρε, ἡ θεοπρεπῶς ἐγερθεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Θεοδόχον Σου σκῆνος, θεοκτόνων τὸ σμῆνος, ὁρῶν ἐκφερόμενον ἐνδόξως, φρυαττόμενον μανιωδῶς, θεομάχους χεῖρας κατ’ αὐτοῦ ὥπλιζεν· ἀλλ’ ἔτισε τῆς ὕβρεως δίκας, ὡς μὴ γινώσκων ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Ἴωμεν μετὰ πόθου, ὦ θεόφρονες πάντες, σπουδῇ εις Γεθσημανῇ χωρίον, ὀψόμενοι τάφον νοητῶς, οὗ σῶμα Θεομητορικὸν τέθαπται· τὰ χείλη δὲ καὶ ὄμματα προσψαύοντες αὐτῷ βοῶμεν·

Χαῖρε, Μητρὸς τοῦ Ὑψίστου τάφε· χαῖρε, νεκρᾶς τριημέρου τύμβε.
Χαῖρε, ὁ κενὸς μετὰ τρίτην φαινόμενον· χαῖρε, ὁ ἐκτὸς σώματος προσκυνούμενος.
Χαῖρε, ὅτι τὴν πανάχραντον ὑποδέδεξαι ἐν σοί· χαῖρε, ὅτι τὴν πανύμνητον περιέσχες ἐν βραχεῖ.
Χαῖρε, τὰ δευτερεῖα φέρων Ἁγίου Τάφου· χαῖρε, ὁ τὰ σημεῖα εὐμοιρήσας τᾀκείνου.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ἡ Θεόπαις τέθειται· χαῖρε, ἀφ’ οὗ ἡ αὐτὴ ἐγήγερται.
Χαῖρε, Σὲ γὰρ δι’ αὐτὴν προσκυνοῦμεν· χαῖρε, πάντες πρὸς αὐτὴν ἐκφωνοῦμεν.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Κήρυκες θεοφόροι, ὦ Ἀπόστολοι θεῖοι, ὁπαδοὶ φοιτηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου, ἐκ περάτων τῆς γῆς αὐθωρὸν εἰς χωρίον τὴν Γεθσημανῆ σπεύσαντες, κηδεύσατε τὸ σῶμά μου νεκροπρεπῶς ᾄδοντες ὕμνον·

Ἀλληλούϊα.

Λόγοις ὑπερκοσμίοις, Διονύσιος ἅμα, ἐγέραιρε σὺν Ἱεροθέῳ, τὴν ἄχραντον Μητέρα Θεοῦ, τὰ λοίσθια ἀνθρωπρεπῶς πνέουσαν, θεόληπτοι δεικνύμενοι καὶ ἐνθεαστικῶς βοῶντες·

Χαῖρε, ἡ ὄντως κρυφιομύστης· χαῖρε, ἐφ’ ἣν ἵδρυται ἡ πίστις.
Χαῖρε, τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος ἔποψις· χαῖρε, τῶν θείων ὀνομάτων ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, πέλαγος ἀόριστον, θεολογίας φημί· χαῖρε, θάλασσαν ἀπέραντον, ἡ διδάξασα προσπλεῖν.
Χαῖρε, Ταξιαρχίας σύνθημα τῆς ἄνω· χαῖρε, Ἱεραρχίας ὕμνημα τῆς κάτω.
Χαῖρε, μυστηρίων ἀποκάλυψις· χαῖρε, ἀποῤῥήτων διασάφησις.
Χαῖρε, δι’ ἧς οἱ νόες ἀνυψοῦνται· χαῖρε, δι’ ἧς πρὸς Θεὸν ἀφικνοῦνται.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Μὴ φίλοι τοῦ Υἱοῦ μου, μὴ ποιήσητε πένθους, ἡμέραν τῆς Μεταστάσεώς μου· μεμνημένοι δι’ ὡς εἶπον ὑμῖν, οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, τὴν λύπην ἀπωσάμενοι, διδάξατε τὰ ἔθνη λέγειν·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

ΣΤΑΣΙΣ Γ’

Νέα τὴν ἡλικίαν, κομιδῇ τε ἀκμαία, καὶ γήρατος δεινοῖς πρὶν ἐγκῦψαι, μετεπέμφθης πρὸς τοῦ Σοῦ Υἱοῦ εἰς Βασίλεια τῶν οὐρανῶν Δέσποινα· Αὐτῷ δὲ συμβασιλεύουσα περισώζοις τοὺς Σοὶ βοῶντας·

Χαῖρε, Παρθένε ἡ βρεφοτρόφος· χαῖρε, νηπίων νηπιοτρόφος.
Χαῖρε, τῶν καμνόντων παιδίων περίθαλψις· χαῖρε, τῶν ἐφήβων ὡσαύτως ἀνάπτυξις.
Χαῖρε, κάλλος παρθενεύοντος σώματος πανευπρεπές· χαῖρε, ἄνθος τῆς νεότητος, ἡ τηροῦσα ἀσινές.
Χαῖρε, ἀνδρῶν τελείων συντηροῦσα δυνάμεις· χαῖρε, γυναικῶν αὖθις κατευθύνουσα πράξεις.
Χαῖρε, λαμπρὰ προμήθεια πένητος· χαῖρε, στεῤῥὰ βακτηρία γήρατος.
Χαῖρε, καλὴ γηροτρόφε πρεσβύτου· χαῖρε, κοινὴ προστασία τοῦ κόσμου.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ξύμπαντες οἱ θεόπται, ἐφεστήκεισαν τότε, ἡνίκα πρὸς Θεὸν ἐξεδήμεις, καὶ σὺν Τιμοθέῳ τῷ σοφῷ, δύο Ἱεράρχαι Ἀθηνῶν ἄχραντε, τὰ θεῖα μεγαλεῖά Σου θαυμάζοντες καὶ ἐκβοῶντες·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ὁ ἐν τοῖς κόλποις, καθεζόμενος Λόγος, ἀνάρχου Πατρὸς ἀνεκφοίτητως, κατελήλυθεν ὅλος ἐν γῇ, τὴν τῆς Μητρὸς ἁγίαν ψυχήν, λήψεσθαι Ἀγγέλων Ἀρχαγγέλων τε, δωρυφορούντων καὶ λεγόντων·

Χαῖρε, ἡ Βασιλὶς καὶ Κυρία· χαῖρε, ἡ Θεοτόκος Μαρία.
Χαῖρε, τῷ Θεῷ ἡμῶν σάρκα δανείσασα· χαῖρε, τὸν Ποιητὴν γαλακτοτροφήσασα.
Χαῖρε, ὄνομα σεβάσμιον, καὶ Ἀγγέλοις καὶ βροτοῖς· χαῖρε, θέαμα ἐξαίρετον, οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς.
Χαῖρε, ἡ οἰκοῦσα ἐν Οὐρανῷ ἐμπυρίνῳ· χαῖρε, ἡ παρεστῶσα τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Θρόνῳ.
Χαῖρε, οὐρανίων ὑπερέχουσα· χαῖρε, τῶν ἐπιγείων δεσπόζουσα.
Χαῖρε, μετὰ Θεὸν λατρευομένη· χαῖρε, σὺν τῷ Υἱῷ προσκυνουμένη.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Πέτρος ὁ κορυφαῖος, Ἀποστόλων ἀκρότης, μεγίστης ἀθυμίας ἐπλήσθη, ἡπλωμένην ἰδών σε νεκράν, ἐμπόνως δακρύων ἐπὶ Σοὶ ἔτενε, καὶ πρώτιστος ἀπήρξατο τῶν ἐξοδίων ὕμνων ᾄδων·

Ἀλληλούϊα.

Ῥήμασι θεοφθέγκτοις, Θεολόγος ὁ Μέγας, ὁ θεῖος Μαθητὴς Ἰωάννης, ἐδεξιοῦτο Μητέρα τὴν ἑαυτοῦ, ἀπαίρειν πρὸς τὰς ἄνω σκηνὰς μέλλουσαν, πυκνῶς κατασπαζόμενος, ὑιοπρεπῶς τε ἀνακράζων·

Χαῖρε, Πατρὸς τοῦ ἀνάρχου Νύμφη· χαῖρε, Υἱοῦ συνανάρχου Μήτηρ.
Χαῖρε, Μαθητοῦ ἠγαπημένου καύχημα· χαῖρε, φοιτητοῦ ἐπιστηθίου σέμνωμα.
Χαῖρε, ἣν ἐγὼ παρέλαβον τότε ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ· χαῖρε, ἣν ἐγὼ ἐφύλαξα ὥσπερ κόρην ὀφθαλμοῦ.
Χαῖρε, ἡ ἐν κρανίῳ Μαθητῇ δωρηθεῖσα· χαῖρε, ἡ ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἐμῷ οἰκισθεῖσα.
Χαῖρε, Θεοῦ Μήτηρ ἀειπάρθενος· χαῖρε, κόσμου Μήτηρ θεοδώρητος.
Χαῖρε, ἡ Μήτηρ πάντων πιστευόντων· χαῖρε, ἡ σκέπη πάντων τῶν βοώντων.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Σύστειλόν μου τὸ σῶμα, ὦ υἱὲ Ἰωάννη, ἐν τάφῳ μητροπρεπῶς ὡς οἶδας· ὥσπερ δὲ ἤνεγκας καρτερῶς, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ ἐτέθειτο, ὁ σὸς καλὸς Διδάσκαλος, οὕτω τέτλαθι καὶ νῦν λέγων·

Ἀλληλούϊα.

Η Κοίμησις της Θεοτόκου. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Κασνίτζη, Καστοριά

ΣΤΑΣΙΣ Δ’

Τύπος ἦν τῆς Σῆς δόξης, τὸ σημεῖον ὦ Μῆτερ, ὃ εἶδον τρανῶς ἐν τῇ Ἀποκαλύψει· καὶ γὰρ ὤφθης μοι τότε γυνὴ ἐνδεδυμένη τὸν νοητὸν Ἥλιον, τὸν πάντας καταυγάζοντα, καὶ συνετίζοντα βοᾷν Σοι·

Χαῖρε, λαμπρῶς ἡ ἐστολισμένη· χαῖρε, φαιδρῶς ἡ κεκοσμημένη.
Χαῖρε, ἡ περιβεβλημένη τὸν Κύριον· χαῖρε, πεποικιλμένη Αὐτοῦ ἐνώπιον.
Χαῖρε, στέφος δωδεκάαστρον, φέρουσα ἐν κεφαλῇ· χαῖρε, δίσκον τὸν σελήνιον, ἔχουσα ἐν τοῖς ποσί.
Χαῖρε, Χριστὸν ἰδοῦσα ὑπεράνω Σου πάλιν· χαῖρε, καταπατοῦσα τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην.
Χαῖρε, ἰδοὺ ἀστέρες οἱ δώδεκα· χαῖρε, ἰδοὺ ἀσπασμόν Σοι ἔδωκαν.
Χαῖρε, τῶν Χριστιανῶν Μήτηρ· χαῖρε, Ἰωάννου Μαθητοῦ Μήτηρ.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὕμνους ᾖδον οἱ νόες, φλογερῶν τῶν στομάτων, συμψάλλοντες σεπτοῖς Ἀποστόλοις, καὶ τάφῳ φερόμενον νεκρόν, σῶμα τὸ Θεομητορικὸν προὔπεμπον, τιμὴν αὐτῷ ποιούμενοι, καὶ φθεγγόμενοι μετὰ δέους·

Ἀλληλούϊα.

Φέροντες οἱ θεόπται, τὸ κλινίδιον Κόρη, ἐν ᾧ τὸ θεοδόχον Σου σκῆνος, λύπης καὶ ἀθυμίας μεστοί, ἡρέμα λίαν καὶ ἡσυχῇ ὤδευον, τὰ θεῖα καὶ ἐξαίσια ἀνυμνοῦντες μυστήρια·

Χαῖρε, δι’ ἧς ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη· χαῖρε, δι’ ἧς ὁ σατὰν ἐτροπώθη.
Χαῖρε, μυστηρίου ἀρχαίου φανέρωσις· χαῖρε, ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένου δήλωσις.
Χαῖρε, ἧ περ καθυπέκλινας, δένδρα κορυφαὶ αὐτῶν· χαῖρε, ἥνπερ προσεκύνησαν, ἐν τῷ Ὄρει Ἐλαιῶν.
Χαῖρε, ἡ δι’ Ἀγγέλου εἰς τὰ ἄνω κληθεῖσα· χαῖρε, διὰ σημείου φοίνικος πιστωθεῖσα.
Χαῖρε, πρὸς τὸν Υἱὸν ἐνδημήσασα· χαῖρε, ἐν Παραδείσῳ σκηνώσασα.
Χαῖρε, ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν ἀρθεῖσα· χαῖρε, ἡμᾶς ὀρφανοὺς μὴ ἀφεῖσα.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Χεῖράς Σου παναχράντους, καὶ παλάμας ἀμώμους, ὑψώσασα ἁγνὴ πρὸς Υἱόν Σου, μητρικῶς ἀνεβόας αὐτῷ, οὕς μοι ἐκτήσω διηνεκῶς φύλαττε, ᾠδήν Σοι τὴν οὐράνιον, τῷ Δημιουργῷ προσφωνοῦντας·

Ἀλληλούϊα.

Ψαῦσαί τις μὴ τολμήσῃ, ἀμυήτων χεὶρ ταύτης, τῆς θείας Κιβωτοῦ ὡς ἐμψύχου, μόνα δὲ τὰ χείλη τῶν πιστῶν, κινείσθωσαν ἐπὶ τὸν αὐτῆς ἔπαινον, φωνήν τε τὴν χαρμόσυνον μελπέτωσαν τὴν τοῦ Ἀγγέλου·

Χαῖρε, ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου· χαῖρε, ἡ κλεὶς χλοεροῦ χωρίου.
Χαῖρε, ἀπροσίτῳ φωτὶ σελαγίζουσα· χαῖρε, τὰς ψυχὰς πάντων περιαυγάζουσα.
Χαῖρε, ὅτι Σὺ ἐφώτισας τοὺς τῶν ὕμνων ποιητάς· χαῖρε, ἣν ἐδοξολόγησαν, Ἰωάννης καὶ Κοσμᾶς.
Χαῖρε, ἡ Θεοδώρου καὶ Θεοφάνους νάβλα· χαῖρε, Ἰωσὴφ καὶ Ῥωμανοῦ κιθάρα.
Χαῖρε, Δαμασκηνοῦ χειρὸς ἴασις· χαῖρε, παντὸς πάθους ἀνακούφισις.
Χαῖρε, δὴ Κόρη! Καὶ δὸς ὃ αἰτήσω· χαῖρε, Μαρία ἵν’ εἰπὼν ἐκψύξω.

Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Ὦ πάσης εὐφημίας ὑπερέκεινα Μῆτερ, παντὸς ἐγκωμίου ἀνωτέρα (γ’), Ἥνπερ οὐδὲ νοῦς ἀγγελικός, σχολῇ γε ἀνθρώπειος ἐπαινεῖν δύναται!, τὸ πρόθυμόν μου πρόσδεξαι καὶ ἐλέησον ὅπως ψάλλω·

Ἀλληλούϊα.

Τῆς ἀθανάτου Σου Κοιμήσεως πανάχραντε, τὴν ἑορτὴν λαμπροφανῶς πανηγυρίζοντες, προσκομίζομεν τὸν ὕμνον Σοι Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς οὖσα συμπαθείας μέγα πέλαγος, δυσωπήθητι καὶ δὸς πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς Σοὶ κράζουσι· Χαῖρε Μῆτερ ἀπείρανδρε.

Μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου Σαμουήλ (20 Αυγούστου)

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Σαμουήλ

Mύσας τελευτή και Σαμουήλ ο βλέπων,
Tο ζων αεί φως και τελευτήσας βλέπει.
Bη δ’ ορόων μέλλοντα Σαμουήλ εικάδι ένθεν.

Προφήτης Σαμουήλ. Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1318 – 1320 μ.Χ. στον Ιερὀ Ναό Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου τής Ιεράς Μονής Γρατσάνιτσα (Κοσσυφοπέδιο)

Oύτος εκατάγετο από την Aρμαθαίμ Σιφά, εκ του βουνού του Eφραίμ, υιός Eλκανά και Άννης της Προφήτιδος. O δε Eλκανά είχε δύω γυναίκας, από τας οποίας η μεν μία, ωνομάζετο Άννα, η δε άλλη, Φεννάνα. Kαι η μεν Φεννάνα είχε παιδίον, η δε Άννα δεν είχεν. Aνέβη δε ο Eλκανά μαζί με την γυναίκα του Άνναν εις τον τόπον Σηλώμ, οπού ήτον τότε η Σκηνή και η Kιβωτός. Eκεί δε ήτον και ο ιερεύς Ηλεί, και οι δύω υιοί του, ο Oφνεί και ο Φινεές. O δε Kύριος απέκλεισε την μήτραν της Άννας, και δεν εγέννα παιδίον. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην ελυπούσεν αυτήν η αντίζηλός της Φεννάνα. H δε Άννα επροσευχήθη εις τον Θεόν μετά πόνου καρδίας, και διά τούτο ενθυμήθη αυτήν ο Θεός, και εγέννησεν υιόν τον μέγαν τούτον Προφήτην Σαμουήλ, (το οποίον ερμηνεύεται Θεαίτητος) αφιέρωσε δε αυτόν εις τον Θεόν η μητέρα του. Όθεν όταν αυξήνθη κατά την ηλικίαν, ελειτούργει εις τον Θεόν, και έγινε Προφήτης μεγάλος. O δε Ηλεί και οι υιοί του, εσυντρίφθησαν από την οργήν του Kυρίου και ηφανίσθησαν, διατί επαρώργιζον τον Θεόν. Έκρινε δε Σαμουήλ τον λαόν του Iσραήλ εις όλας τας ημέρας της ζωής του, και δώρα από κανένα δεν επήρεν. Oύτος έχρισε τον Σαούλ βασιλέα, ομοίως και τον Προφήτην Δαβίδ. Eλθών δε εις γήρας βαθύ, και πλήρης ημερών γενόμενος, απέθανεν. Eπρόλαβε δε την σάρκωσιν του Xριστού χιλίους τριανταπέντε χρόνους, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι ο Προφήτης ούτος Σαμουήλ συνέγραψε την πρώτην και δευτέραν των Bασιλειών. Όθεν και από τους Eβραίους τα δύω ταύτα βιβλία ως έν αριθμούμενα, Σαμουήλ ονομάζονται. Tο δε κέρατον του Σαμουήλ, εν ω το έλαιον του χρίσματος, με το οποίον έχρισε τον βασιλέα Δαβίδ ευρίσκετο εν Kωνσταντινουπόλει, εις την Mονήν την καλουμένην Mυριοκέρατον, και όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Ο Σαμουήλ ήταν άνθρωπος προσευχής. Ο Κύριος λόγω της πίστης του και της αφοσίωσής του, τον χρησιμοποίησε δυναμικά. Το όνομά του σημαίνει «Τον ζήτησα από τον Κύριο και το έλαβα» (Α’ Βασιλειών 1,20). Στους Ψαλμούς αναφέρεται ότι ο Σαμουήλ, ως ιερέας του Κυρίου επικαλούνταν τ’ όνομά του και ο Κύριος τον άκουγε και του μιλούσε μέσα από μια νεφέλη, όπως τον Μωυσή και τον Ααρών (Ψαλμοί 98,6-7).

Ο Σαμουήλ, λόγω των γηρατειών του, έκανε γνωστή στο λαό την αποχώρησή του. Ζήτησε από το λαό, ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον του βασιλιά Σαούλ, να του πουν, όσα χρόνια τους κυβέρνησε ως Κριτής, εάν έχουν κάποιο παράπονο ή εάν αδίκησε κανένα. Ο λαός απάντησε αρνητικά. Ο Σαμουήλ υπενθύμισε στο λαό τις επεμβάσεις του Θεού στην ιστορία τους, αλλά και την απιστία και την αχαριστία του λαού προς τον Κύριο. Τους προέτρεψε να σέβονται τον Κύριο, να τον λατρεύουν, να τηρούν τις εντολές του και να Τον ακολουθούν σε όλη τους τη ζωή (Α’ Βασιλειών 12,1-15).

Έπειτα ζήτησε από τον Κύριο να επιβεβαιώσει τα λόγια του, και να στείλει βροντές και βροχή παρόλο που ήταν εποχή ξηρασίας και εποχή του θερισμού και των σιτηρών, για να καταλάβουν οι Ισραηλίτες πόσο μεγάλη αμαρτία διέπραξαν που ζήτησαν βασιλιά.

Αμέσως ο Κύριος έστειλε βροντές και βροχή, κι όλος ο λαός φοβήθηκε πάρα πολύ τον Κύριο και το Σαμουήλ, και του είπαν: «Προσευχήσου για μας στον Κύριο, και παρακάλεσέ τον να μην πεθάνουμε, γιατί σ’ όλες τις αμαρτίες μας προσθέσαμε ακόμα μία: ζητήσαμε βασιλιά».

Τότε ο Σαμουήλ τους είπε: «Μη φοβάστε. Και βέβαια κάνατε μεγάλο κακό. Μην απομακρυνθείτε όμως από τον Κύριο, αλλά να τον λατρέψετε μ’ όλη σας την καρδιά. Μη λατρεύετε τα είδωλα, που δεν ωφελούν ούτε μπορούν να σώσουν κανέναν, αφού είναι ψεύτικα. Ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει το λαό τουγιατί ο ίδιος θέλησε να σας κάνει λαό του. Εγώ δεν θα σταματήσω να προσεύχομαι για σας και θα συνεχίσω να σας διδάσκω ποιος είναι ο ίσιος δρόμος και ο σωστός. Αλλά κι εσείς να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύετε ειλικρινά, μ’ όλη την καρδιά σας, γιατί βλέπετε τι θαυμαστά έργα έχει κάνει για σας. Αν όμως κάνετε το κακό, τότε κι εσείς κι ο βασιλιάς σας θα καταστραφείτε» (Α’ Βασιλειών 12,16-25).

Όταν ο Σαούλ εμπλάκηκε σε πόλεμο με τους Φιλισταίους, και ενώ είχε μαζέψει το στρατό του στα Γάλγαλα, επειδή ο Σαμουήλ είχε αργήσει να έρθει για να προσφέρει θυσία στο Θεό κι ο στρατός άρχισε να εγκαταλείπει το Σαούλ, τότε ο Σαούλ διέταξε να φέρουν τα ζώα για να κάνουν μόνοι τους τη θυσία στον Κύριο. Και πρόσφερε ο ίδιος το ολοκαύτωμα. Όταν τελείωσε ήρθε και ο Σαμουήλ, και ο Σαούλ βγήκε να τον προϋπαντήσει. Ο Σαμουήλ τον επέπληξε για την πράξη του αυτή και προφήτεψε ότι θα είχε ως τιμωρία τη μικρή διάρκεια της βασιλείας του: «Φέρθηκες ανόητα. Αν τηρούσες τις εντολές που σου έδωσε ο Κύριος, τότε αυτός θα έκανε την οικογένειά σου να βασιλεύει για πάντα στον Ισραήλ. Τώρα όμως η βασιλεία σου δε θα διατηρηθεί. Ο Κύριος θα ψάξει να βρει έναν άνθρωπο όπως τον θέλει και του δώσει την εντολή να βασιλεύσει, γιατί εσύ δεν τήρησες αυτά που σε διέταξε.» Κατόπιν ο Σαμουήλ αναχώρησε από τα Γάλγαλα (Α’ Βασιλειών 13,5-15)…

Ο Κύριος οργίστηκε με το Σαούλ και είπε στο Σαμουήλ, ότι ο Σαούλ δεν εκτέλεσε τις εντολές του. Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ.

Ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ να προσφέρει ως ολοκαύτωμα στον Κύριο τα καλύτερα από τα λάφυρα. Στη συνέχεια τον επέπληξε, γιατί δεν τήρησε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου.

Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε και τότε ο Σαμουήλ του είπε ότι, ο Κύριος τον έχρισε βασιλιά και τώρα που τον έστειλε να καταστρέψει τελείως τους Αμαληκίτες, αυτός δεν το έπραξε και δεν υπάκουσε στην προσταγή του Κυρίου, αλλά λυπήθηκε το βασιλιά τους και κράτησε τα καλύτερα λάφυρα, ενώ έπρεπε να τα καταστρέψει όλα.

Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε ότι υπάκουσε στην επιθυμία του λαού, αλλά ο Σαμουήλ του είπε: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ επιθυμεί να υπακούμε στις εντολές του. Η υπακοή είναι γι’ αυτόν καλύτερη από το πάχος των κριαριών.  Η ανυπακοή είναι αμαρτία και το ολοκαύτωμα που προσφέρεις, πιο πολύ μοιάζει με ειδωλολατρική θυσία παρά με ολοκαύτωμα στον Κύριο. Επειδή, λοιπόν, περιφρόνησες τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό κι εκείνος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά».

Τότε ο Σαούλ ζήτησε συγχώρεση για την πράξη του και θέλησε να επανορθώσει αλλά ο Σαμουήλ του είπε, ότι η απόρριψη του Κυρίου είναι οριστική. Και όπως γύρισε ο Σαμουήλ να φύγει, τον έπιασε ο Σαούλ από την άκρη του μανδύα του και του τον έσκισε. Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Ο Κύριος σήμερα έσκισε κι έκοψε από πάνω σου τη βασιλεία του Ισραήλ και θα την δώσει σ’ έναν άλλο, που θα είναι καλύτερος σου. Κάποια μέρα το βασίλειο θα χωριστεί στα δύο. Ο Κύριος αυτά θα τα πραγματοποιήσει και δεν αλλάζει γνώμη, διότι δεν είναι άνθρωπος για ν’ αλλάξει γνώμη» (Α’ Βασιλειών 15,10-29).

Ο Σαμουήλ χρίει το Δαβίδ βασιλιά

Παρόλο που ο Σαμουήλ βρισκόταν πια σε βαθιά γεράματα, ο Κύριος τον χρησιμοποίησε και πάλι για να χρίσει νέο βασιλιά στη Βηθλεέμ, το νεαρό τότε Δαβίδ. Έτσι ο Κύριος του είπε μια μέρα: «Ως πότε θα είσαι λυπημένος για το Σαούλ, που τον απέρριψα από το βασιλικό του αξίωμα; Γέμισε το δοχείο σου με λάδι και πήγαινε. Εγώ σε στέλνω στον Ιεσσαί από τη Βηθλεέμ, γιατί έχω βρει ανάμεσα στους γιους του, το βασιλιά που χρειάζομαι» (Α’ Βασιλειών 16,1-3).

Ο Σαμουήλ έκανε όπως του είπε ο Κύριος και πήγε στη Βηθλεέμ.

Μετά τη θυσία ο Σαμουήλ πήγε στο σπίτι του Ιεσσαί. Όταν είδε  τον μεγαλύτερο γιο του Ιεσσαί, τον Ελιάβ, σκέφτηκε: «Ασφαλώς αυτός θα είναι ο εκλεκτός του Κυρίου». Αλλά ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Μη παρασύρεσαι από την όψη του, από την ωραιότητά του και το ψηλό του ανάστημα, γιατί εγώ δεν τον εγκρίνω. Ο Θεός δεν βλέπει όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο, ο Θεός βλέπει την καρδιά».

Τότε κάλεσε ο Ιεσσαί τον Αμιναδάβ και τον παρουσίασε στο Σαμουήλ, αλλά ο Σαμουήλ είπε: «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος». Μετά ο Ιεσσαί παρουσίασε τον Σαμά. «Ούτε αυτόν τον διάλεξε ο Κύριος», είπε ο Σαμουήλ. Μετά ο Ιεσσαί παρουσίασε στο Σαμουήλ και τους άλλους τέσσερις γιους του. Κι ο Σαμουήλ του είπε: «Κανέναν απ’ αυτούς δεν έχει διαλέξει ο Κύριος». Μετά τον ρώτησε: «Αυτά είναι όλα τα παιδιά σου;» Εκείνος απάντησε: «Απομένει ακόμα ο μικρότερος, αλλ’ αυτός βόσκει τα πρόβατα». «Στείλε και φέρ’ τον», του είπε ο Σαμουήλ «δε θα καθίσουμε στο τραπέζι πριν να έρθει κι αυτός εδώ» (Α’ Βασιλειών 16,6-11).

Ο Ιεσσαί έστειλε κι έφερε το Δαβίδ, ο οποίος ήταν ξανθός, με ωραία μάτια και με ωραίο, αγαθό πρόσωπο. Ο Κύριος είπε στο Σαμουήλ: «Σήκω και χρίσε τον Δαβίδ ως βασιλιά, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου». Πήρε λοιπόν ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και τον έχρισε βασιλιά μπροστά στους αδερφούς του. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στο Δαβίδ κι από κείνη την ημέρα έμεινε μαζί του και τον καθοδηγούσε. Μετά ο Σαμουήλ γύρισε πίσω στην πατρίδα του την Αρμαθαΐμ (Α’ Βασιλειών 16,12-13, Α’ Παραλειπομένων 11,3).

Πηγή: iconandlight.wordpress.com

Μνήμη των Αγίων τριανταεπτά Μαρτύρων των εν Βιζύη της Θράκης μαρτυρησάντων. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Σεβήρου, Μέμνωνος Κεντυρίωνος, Λουκίου του Βουλευτού, Ηλιοδώρου και Δοσά (20 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 20ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)
Μηνολόγιο 20ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη των Aγίων τριανταεπτά Mαρτύρων, των εν Bιζύη της Θράκης μαρτυρησάντων

Tρεις ενδέουσι προς το τους κεκαυμένους,
Xάριν Tριάς σού τετράκις τελείν δέκα.

Aπό τους Aγίους Mάρτυρας τούτους, άλλοι μεν, ήτον από το Bυζάντιον· άλλοι δε, από την Φιλιππούπολιν. Πιασθέντες δε εις την Bιζύην της Θράκης από τον κατάρατον Aπελλιανόν, όστις ήτον τότε ηγεμών, εβασανίσθησαν με διάφορα βάσανα, επειδή και ωμολόγουν παρρησία τον Xριστόν. Tελευταίον δε, ανάφθη ένα καμίνι από κάτω από την γην, και αφ’ ου πρώτον έκοψαν των Aγίων τα χέρια και τα ποδάρια, έρριψαν αυτούς μέσα εις την κάμινον, και έτζι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν, από τον οποίον έλαβον τους αφθάρτους στεφάνους του μαρτυρίου.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Σεβήρου και Mέμνωνος Kεντυρίωνος

Εις τον Σεβήρον
Ξίφει παθών Σεβήρος εύρεν αξίως,
Έπαθλα λαμπρά του διά ξίφους πάθους.

Εις τον Μέμνωνα
Έχει το πυρ σε προς βραχύν Mέμνον χρόνον,
Mένει δε σε στέφανος εισαεί μένων.

Σεβήρος ο αήττητος του Xριστού αθλητής, ήτον από την Σίδην της Παμφυλίας, υιός ενός Θρακός, Πετρωνίου ονομαζομένου, μητρός δε, Mυγδονίας. Oύτος λοιπόν πηγαίνωντας εις την Φιλιππούπολιν, είδε τους ανωτέρω τριανταεπτά Aγίους Mάρτυρας, αγωνιζομένους διά τον Xριστόν. Όθεν παρρησία και αυτός ωμολόγησε τον Xριστόν. Διά τούτο εξεσχίσθη δυνατά, και δακτυλίδια σιδηρά πεπυρωμένα εδέχθη εις τα δάκτυλα των χειρών του. Eίτα τανυσθείς επάνω εις τέσσαρα ξύλα, επριονίσθη, και ύστερον εζώσθη με μίαν σιδηράν ζώνην πεπυρωμένην, και έτζι απεκεφαλίσθη ο αοίδιμος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Άγιος Mέμνων, ο και Kεντυρίων επονομαζόμενος, ετεντώθη πρότερον επάνω εις δύω κολόνας, και έτζι του εύγαλαν τρία λωρία από την κεφαλήν έως εις τα ποδάρια. Έπειτα έκοψαν τους πόδας του, και ούτως έρριψαν αυτόν εις καμίνι, και εκεί παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, από τον οποίον έλαβεν ο αοίδιμος τον αμαράντινον στέφανον της αθλήσεως.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Λουκίου του Βουλευτού

Bουλάς όλας παρήλθε τας Aχιτόφελ,
Bουλή μιά Λούκιος αθλήσας ξίφει.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού εν έτει σϟθ΄ [299], καταγόμενος από την πόλιν Kυρήνην, την εν Λιβύα ευρισκομένην. Yπήρχε δε πρώτος της εν τη πόλει Bουλής, και υπερείχεν όλους τους συνομηλίκους του κατά το μέγεθος του σώματος. Oύτος λοιπόν πρότερον μεν ήτον προσκολλημένος εις την θρησκείαν και πλάνην των ειδώλων. Aφ’ ου δε ανδρείως ηγωνίσθη ο Άγιος Iερομάρτυς Θεόδωρος, ο της ρηθείσης Kυρήνης Eπίσκοπος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον1, τότε και ο Λούκιος ούτος κατανυχθείς από την χάριν του Xριστού, επίστευσεν εις τον Xριστόν, και έλαβε το Άγιον Bάπτισμα. Όθεν έπεισε και τον ηγεμόνα Διγνιανόν και επίστευσεν εις τον Xριστόν, τον οποίον πέρνωντας μαζί του, επήγεν εις την Kύπρον. Bλέπωντας δε, πως επιάνοντο εκεί οι Xριστιανοί και εθανατόνοντο, παρέδωκε τον εαυτόν του εις τους βασανιστάς, κρυφίως από τον Διγνιανόν. Eπειδή δε κτυπήσας με το ποδάρι του, εκρήμνισε κάτω τον βωμόν, και εσκόρπισε τας θυσίας, οπού ήτον επάνω εις αυτόν, τούτου χάριν επρόσταξεν ο ηγεμών, και απεκεφάλισαν τον Άγιον, και έτζι ανέβη η ψυχή του νικηφόρος εις τα Oυράνια.

Σημείωση

1.  Oύτος εορτάζεται κατά την τετάρτην του Iουλίου


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Hλιοδώρου και Δοσά (ή Δοσαί)1

Hλιόδωρος και Δοσάς, οι γεννάδαι,
Ήθλησαν άμφω ανδρικώς Xριστού χάριν.

Eις τον πεντηκοστόν τρίτον χρόνον της βασιλείας του, Σαβώριος ο βασιλεύς των Περσών, ευγήκε με πολλά στρατεύματα εις ένα κάστρον των Pωμαίων, και άρχισε να κρημνίζη τας Eκκλησίας των Xριστιανών, να τζακίζη τας ιεράς και αγίας εικόνας, και να κατακαίη με την φωτίαν τα λείψανα των Aγίων. Tότε λοιπόν ο Άγιος ούτος Hλιόδωρος, και ο Άγιος Δοσάς επαρρησιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως, και ελέγξαντες την ασέβειάν του, ανεκήρυξαν την αληθή πίστιν του Xριστού, (ήτον δε τότε ο Άγιος Hλιόδωρος χρόνων εννενηνταπέντε) όθεν υπέμειναν οι μακάριοι πολλάς και διαφόρους βασάνους, και τελευταίον, έκοψαν τας μύτας των, και έκαυσαν τας κεφαλάς των. Όθεν οι Άγιοι ευχαριστούντες τω Θεώ, παρέδωκαν τας ψυχάς των και ανήλθον στεφανηφόροι εις τα Oυράνια2.

Σημειώσεις

1. Eν δε τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Mονής Σοδάς ούτος γράφεται.

2. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η εορτή του Aγίου Παύλου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως του νέου. Oύτος γαρ εορτάζεται κατά την τριακοστήν του παρόντος Aυγούστου, μετά Aλεξάνδρου και Iωάννου των Πατριαρχών Kωνσταντινουπόλεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)