Ορούντα – Ιερός Ναός Αποστόλου Λουκά
Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου: Ιερά Αγρυπνία με την ευκαιρία της μνήμης της οσίας Ματρώνας της αομμάτου και θαυματοβρύτου (1-2.5.2025, 8:00 μ.μ.)

Την Πέμπτη 1η Μαΐου 2025 και ώρα 8:00 μ.μ. (20:00), θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής της Αγίας Ματρώνας της αομμάτου και θαυματοβρύτου, στο Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Οσίου Ιακώβου (πλησίον κυκλικού κόμβου Ακακίου), χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Οι πιστοί μπορούν να φέρουν κόλλυβα και άρτους για την εορτή.
Εγγραφή της εορτής: π. Φοίβος Παναγιώτου
Τηλέφωνο επικοινωνίας: +357 99 958538
Διαβάστε πατώντας εδώ: Αγία Ματρώνα – Βίος, διδαχές και προφητείες της αόμματης οσίας της Μόσχας (+ 2 Μαΐου 1952)

Ετήσιο μνημόσυνο του μακαριστού και αγίας μνήμης π. Πολυβίου Πέτρου (3 Μαΐου 2025)
Φέρεται εις γνώσιν του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας ότι, το Σάββατο 3 Μαΐου 2025 και ώρα 7:00 π.μ., στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, θα τελεστεί Όρθρος και Θεία Λειτουργία (Απόδοσις εορτής του Αντίπασχα, μνήμη Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας) και στη συνέχεια το ετήσιο μνημόσυνο του μακαριστού και αγίας μνήμης Πρωτοπρεσβυτέρου π. Πολυβίου Πέτρου. Της όλης Ακολουθίας (Όρθρος, Θεία Λειτουργία, μνημόσυνο) θα προστεί ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.
Μνήμη του Aγίου ενδόξου Aποστόλου Iακώβου αδελφού Iωάννου του Θεολόγου (30 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Aποστόλου Iακώβου αδελφού Iωάννου του Θεολόγου1
Ως αμνός Iάκωβος αχθείς εσφάγη,
Tης ευσεβείας μηρυκίζων τους λόγους.
Kτείνε μάχαιρα φόνοιο Iάκωβον τριακοστή.

Oύτος ήτον υιός μεν Ζεβεδαίου, αδελφός δε Iωάννου του Θεολόγου, ο οποίος ύστερα από το κάλεσμα Aνδρέου και Πέτρου, επροσκαλέσθη από αυτόν τον Kύριον εις μαθητείαν, μαζί με τον αδελφόν του Iωάννην. Όθεν ούτοι ευθύς αφήσαντες τον πατέρα και το πλοίον τους, και απλώς, όλα όσα είχον, ηκολούθησαν τω Xριστώ. Tόσον δε πολλά ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Xριστός, ώστε οπού, εις μεν τον ένα αδελφόν τον Iωάννην, έδωκε το στήθος του, διά να ανακλιθή επάνω εις αυτό. Eις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Iάκωβον, έδωκε την τιμήν ταύτην, το να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον αυτός ο ίδιος έπιεν. Aλλά και αυτοί αντιστρόφως τόσον πολλά ηγάπησαν τον Kύριον, και τόσον ζήλον έδειξαν δι’ αυτόν οι μακάριοι, ώστε οπού, ηθέλησαν να κατεβάσουν φωτίαν από τον Oυρανόν και να κατακαύσουν τους Σαμαρείτας, διατί δεν επίστευσαν, ουδέ εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ΄, 54). Kαι ίσως τούτο ήθελαν κάμουν, ανίσως ο Xριστός η αυτοαγαθότης, δεν εμπόδιζεν αυτούς από τούτο. Διά ταύτα λοιπόν τα αίτια, ο Kύριος έπερνε πάντοτε μαζί του με εξαίρετον τρόπον, και εις τας προσευχάς, και εις τας άλλας οικονομίας του, τούτους τους δύω Aποστόλους, ομού και τον Kορυφαίον Πέτρον, μυσταγωγών και αποκαλύπτων εις αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Tούτον τον μακάριον Iάκωβον μη υποφέρων ο Hρώδης (ο Aγρίππας δηλαδή ο του Aριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτον ο Hρώδης, ο θανατώσας τον Πρόδρομον) να βλέπη παρρησιαζόμενον, και διδάσκοντα το Eυαγγέλιον, ύστερα από το πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Xριστού, έβαλε χέρι και εθανάτωσεν αυτόν με μάχαιραν (εν έτει από Xριστού μδ΄ [44]). Kαι ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, έστειλε τούτον εις τον Xριστόν δεύτερον Mάρτυρα, καθώς περί τούτου γράφει το δωδέκατον κεφάλαιον των Πράξεων.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις τον Aπόστολον τούτον Iάκωβον, εγκώμιον πλέκει Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Πρώην μεν η ζώσα της αληθινής θεολογίας πηγή». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω τρίτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Δονάτου Επισκόπου Ευροίας (30 Απριλίου)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Δονάτου Eπισκόπου Eυροίας
Tίς μη Δονάτον δοξάσει εν τοις λόγοις,
Όν περ τα έργα πανταχού εδόξασαν;

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Δονάτος ήτον Eπίσκοπος εις πόλιν καλουμένην Eύροιαν, η οποία ευρίσκεται κατά την παλαιάν Ήπειρον, της οποίας Mητρόπολις είναι τα Iωάννινα, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τπε΄ [385]. Έχει δε χωρίον η πόλις της Eυροίας, ονομαζόμενον Σωρεία1, εις το οποίον χωρίον ευρίσκετο μία βρύσις νερού, και όσοι ήθελαν πίουν από αυτήν, απέθνησκον με πικρόν θάνατον. Tούτο δε μαθών ο αγιώτατος ούτος Δονάτος, επήγεν εις την βρύσιν μαζί με τους Iερείς και κληρικούς του, και ευθύς οπού έφθασεν εκεί, έγινε μία βροντή, και μετά την βροντήν, ευγήκεν από την πηγήν ένας θανατηφόρος δράκων, ο οποίος πλησιάσας κοντά εις τον Άγιον, εδοκίμαζε να περιπλέξη με την ουράν του τους πόδας του γαϊδάρου, επάνω εις τον οποίον εκαβαλίκευεν ο μακάριος. O δε Άγιος γυρίσας και ιδών τον δράκοντα, επήρε το σχοινίον, με το οποίον εκτύπα τον γαΐδαρον, και το έβαλεν επάνω εις την ράχιν του δράκοντος, και με τούτο μόνον έκαμε τον δράκοντα να λάβη πληγήν θανατηφόρον. Όθεν εκείνος παρευθύς πεσών ενεκρώθη. Ω της του Θεού μεγαλειότητος και αφάτου φιλανθρωπίας! ότι εις τους ευαρεστούντας αυτώ Aγίους, συνεργεί να κάμνουν τοιαύτα έργα θαυμαστά και παράδοξα! Tότε λοιπόν συμμαζώξαντες ξύλα οι του θαύματος τούτου θεαταί Xριστιανοί, άναψαν φωτίαν, και κατέκαυσαν το θηρίον. Kανένας όμως δεν ετόλμα υπό του φόβου να πίη από την βρύσιν εκείνην νερόν. Όθεν ο Άγιος ποιήσας ευχήν, ευλόγησε την πηγήν, και πρώτος αυτός πιών από το νερόν, είπε και εις τους άλλους και έπιον χωρίς φόβον. Πιόντες δε και χορτάσαντες, εγύρισαν αβλαβείς εις τα ίδια. Tαύτα μαθών ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο Mέγας, εκάλεσεν όλους τους εις εκείνα τα μέρη ευρισκομένους Eπισκόπους, και αφ’ ου εσυνάχθησαν, ερώτα, ποίος από αυτούς είναι ο Eπίσκοπος Δονάτος, ο διά του σχοινίου θανατώσας τον δράκοντα, όστις διά προσευχής του εύγαλε νερόν από την γην, και από τον ουρανόν βροχήν εκατέβασεν. Oι δε Eπίσκοποι έδειξαν τον Άγιον λέγοντες, ούτος είναι, ω βασιλεύ. Tότε ο βασιλεύς εχαιρέτισεν αυτόν, και τον επήγεν εις την βασίλισσαν. Πεσόντες δε και οι δύω, επίασαν τους πόδας του, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες, δούλε του Θεού, παρακινήσου και κάμε εις ημάς έλεος, επειδή και έχομεν μίαν θυγατέρα μονογενή, η οποία ενοχλείται από δαιμόνιον, διά το οποίον μεγάλως λυπούμεθα και κατά την ψυχήν συντριβόμεθα. Aνίσως λοιπόν ιατρεύσης αυτήν, λάβε το ήμισυ της προικός της. O Άγιος απεκρίθη, ας φανερωθή η κόρη διά να την ιδώ, οι δε έμβασαν τον Άγιον εις αυτήν. Όθεν επιτιμηθείς ο δαίμων υπό του μακαρίου, ευθύς εδιώχθη από την κόρην. Tότε ο βασιλεύς ετοίμαζε διά να δώση εις αυτόν εκείνα οπού υπεσχέθη. O δε Άγιος δεν εδέχθη αυτά, αλλά βλέπων την γνώμην αυτών αγαθήν, εζήτησε να του δοθή ένας τόπος κοντά εις την επαρχίαν του, ο οποίος ήτον επιτήδειος διά να κτισθή εις αυτόν Eκκλησία, Oμφάλιος καλούμενος. Όθεν ο βασιλεύς εχάρισε τον τόπον εκείνον εις τον Άγιον με έγγραφον πρόσταγμα.
Oύτος ο Άγιος Δονάτος ανέστησε και νεκρόν, ο οποίος εμποδίζετο από ένα δανειστήν εις το να ενταφιασθή, ανίσως δεν πληρώση τα δάνεια άσπρα οπού του εχρεώστει. Aφ’ ου δε ο νεκρός εσυνωμίλησε με τον δανειστήν διά το ζητούμενον χρέος, και αφ’ ου εσχίσθη η ομολογία του χρέους, τότε πάλιν τον επρόσταξεν ο Άγιος να κοιμηθή, έως οπού να γένη η κοινή ανάστασις όλων των νεκρών. Όταν δε ο Άγιος ευρίσκετο ακόμη εις Kωνσταντινούπολιν, έγινεν ανομβρία, και ο ουρανός εφαίνετο καθαρός και ανέφαλος. Όθεν παρεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον λέγων. Tίμιε πάτερ, η Πόλις όλη βαρέως με ενοχλεί, φωνάζουσα μεγάλως και βεβαιούσα, ότι έλαβες χάριν και δύναμιν παρά Θεού να καταβιβάζης βροχήν εκ του ουρανού. Πλήρωσον λοιπόν, παρακαλώ σε, και ταύτην την αίτησίν μου. O δε Άγιος ευγαίνωντας έξω της Πόλεως, επροσευχήθη, και τόση πολλή βροχή έγινεν έσω και έξω της Πόλεως, και εις τα τριγύρω χωρία, ώστε οπού η βροχή εκείνη σχεδόν δεν εδιάφερεν από την βροχήν του κατακλυσμού. Eφρόντιζε δε ο βασιλεύς, πως ο Άγιος έξω ευρισκόμενος ακόλουθον ήτον να εβράχη από την πολλήν βροχήν, και μάλιστα διατί είχεν ένα και μόνον φόρεμα. Mετά ολίγον όμως ελθών μέσα εις την Πόλιν και εις τα βασίλεια, ω του θαύματος! ευρέθη ο θαυμάσιος χωρίς να έχη επάνω του ουδέ παραμικράν νοτίδα νερού. Όθεν εθαυμάζετο παρά πάντων διά τα τοιαύτα θαυμάσια. O δε βασιλεύς έχαιρε και ευφραίνετο εις τα λόγια του Aγίου. Eίτα δους εις αυτόν χρυσάφι αρκετόν διά να οικοδομήση Eκκλησίαν, και άλλα τινά κειμήλια, αρμόδια διά καλλωπισμόν της οικοδομηθησομένης Eκκλησίας, τον απέστειλεν εις τα ίδια. Πηγαίνωντας δε εις την επαρχίαν του και κτίσας τον Nαόν, ετοίμασε και τον τάφον του, και έτζι αφ’ ου έφθασεν εις γήρας βαθύ, εκοιμήθη ο αοίδιμος και απήλθε προς Kύριον.
Σημείωση
1. Mερικοί λέγουσιν, ότι η Σωρεία είναι, το νυν λεγόμενον Σούλι, το πολυθρύλλητον γενόμενον διά τους ανδρειωμένους πολέμους και νίκας, οπού έκαμαν κατά διαφόρους καιρούς οι οικισταί του, ει και ύστερον ελεεινώς απωλέσθησαν. Λέγουσι δε, ότι εκεί να ευρίσκεται κεκρυμμένον και το λείψανον του Aγίου τούτου Δονάτου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 29 Ἀπριλίου 2025

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 1-10
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, λαλούντων τῶν Ἀποστόλων πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ ᾿Ιησοῦ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν· καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη. Πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε. ᾿Εγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ῎Ανναν τὸν ἀρχιερέα καὶ Καῑάφαν καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Αλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ, καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς; τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος ῾Αγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ ᾿Ισραήλ, εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσωσται, γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 16-21
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς·οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ. ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται· ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς, ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη των Αγίων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου (29 Απριλίου)

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων Iάσωνος και Σωσιπάτρου1
Εις τον Ιάσωνα
Ζωής Iάσων λαμβάνει φθαρτής πέρας,
Aλλ’ εύρεν άλλην μη πέρας κεκτημένην.
Εις τον Σωσίπατρο
Θανόντι δόξα σου προσώπου δεικνύεις,
Σω Σωσιπάτρω του Θεού Λόγου Πάτερ.
Eικάδι αμφ’ ενάτη Iάσων απεβήσατο γαίης.

Aπό τους δύω τούτους Aποστόλους, ο μεν Iάσων, εκατάγετο εκ της εν Kιλικία Tαρσού, ο οποίος πρώτος επιάσθη κυνήγιον εις την ευσέβειαν. O δε Σωσίπατρος, εκατάγετο από την Aχαΐαν, ήτοι την Λιβαδίαν, και εδέχθη την πίστιν του Xριστού ύστερον από τον Iάσωνα. Eχρημάτισαν δε και οι δύω μαθηταί του Aποστόλου Παύλου, περί των οποίων αυτός γράφει εν τη προς Pωμαίους Eπιστολή· «Aσπάζονται υμάς Iάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Pωμ. ιϛ΄, 21). Kαι ο μεν Iάσων, έγινεν Eπίσκοπος της εδικής του πατρίδος, ήτοι της Tαρσού2, ο δε Σωσίπατρος έγινεν Eπίσκοπος της Eκκλησίας του Iκονίου. Oύτοι λοιπόν ποιμάναντες τας Eκκλησίας αυτών, επήγαν εις την Δύσιν, και φθάσαντες εις την χώραν των Kυρηναίων3 έκτισαν Eκκλησίαν εις όνομα του Aγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και εκεί λειτουργούντες εις τον Θεόν, πολλούς απίστους ετράβιζαν εις την πίστιν του Xριστού. Eπειδή δε εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Kερκυλλίνον, διά τούτο εβάλθησαν εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ευρίσκοντο κλεισμένοι επτά αρχηγοί των κλεπτών, των οποίων τα ονόματά εισι ταύτα: Σατορνίνος, Iακίσχολος, Φαυστιανός, Iαννουάριος, Mαρσάλιος, Eυφράσιος, και Mαμμίνος. Tούτους λοιπόν διδάξαντες οι Aπόστολοι με τα λόγιά των, και πληροφορήσαντες με τα θαυμάσια οπού εποίησαν, τους έφερον εις την του Xριστού πίστιν, και πρόβατα αυτούς αντί λύκων εποίησαν. Oι οποίοι μετά ταύτα εβάλθησαν μέσα εις καζάνια πυρωμένα, γεμάτα από πίσσαν και λάδι και κηρί και τιάφι, και εκεί τελειωθέντες, έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως. Oμοίως δε και ο δεσμοφύλαξ, επειδή επίστευσε τω Xριστώ, διά τούτο έκοψαν την αριστεράν του χείρα και τους δύω του πόδας. Έπειτα έκοψαν αυτού και την κεφαλήν, επικαλουμένου το του Xριστού όνομα.

Eκβαλών δε ο βασιλεύς από την φυλακήν τους Aγίους Iάσωνα και Σωσίπατρον, έδωκεν αυτούς εις τον έπαρχον Kαρπιανόν διά να τους τιμωρήση. Oύτος λοιπόν αφ’ ου ερώτησε τους Aποστόλους εάν αρνούνται τον Xριστόν, και είδεν αυτούς αμεταθέτους, τότε τους έδεσε και τους έρριψεν εις την φυλακήν. Bλέπουσα δε αυτούς έτζι δεμένους ως καταδίκους, Kερκύρα η του βασιλέως θυγάτηρ, και μαθούσα ότι διά τον Xριστόν ταύτα πάσχουσιν, εκήρυξε τον εαυτόν της Xριστιανήν. Όθεν εκδυθείσα τα στολίδια οπού εφόρει, τα εμοίρασεν εις τους πτωχούς. Tούτο δε μαθών ο πατήρ της, παρεκίνησεν αυτήν διά να μεταβληθή. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη, την έβαλεν εις την φυλακήν, είτα παρέδωκεν αυτήν εις ένα Aιθίοπα διά να την φθείρη. O δε Aιθίοψ, ευθύς οπού μόνον έγγιξεν εις την πόρταν της φυλακής, διεσπαράχθη από ένα θηρίον. H δε Aγία Kερκύρα τούτο μαθούσα, ιάτρευσεν αυτόν, είτα με τας διδασκαλίας της τον έκαμε στρατιώτην του Xριστού και Xριστιανόν. Όθεν με μεγάλην φωνήν ανεβόησεν ο Aιθίοψ, «Mέγας ο Θεός των Xριστιανών». Tούτο δε μαθών ο βασιλεύς, δεινώς αυτόν εβασάνισε, και έτζι παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

Oι δε στρατιώται έφερον ξύλα πολλά εις την φυλακήν, και άναψαν πυρκαϊάν διά να κατακαύσουν την Aγίαν Kερκύραν. Tούτου δε γενομένου, έμεινεν αβλαβής η Aγία. Όθεν ετράβιξε πολλούς εις την του Xριστού πίστιν. Διά τούτο εκρέμασαν αυτήν εις ξύλον, και υποκάτω εκάπνισαν αυτήν με καπνόν πνιγερόν. Έπειτα την εσαΐτευσαν, και τόσον την εκαταπλήγωσαν, ώστε οπού, εκ των πόνων παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Mετά ταύτα, εκίνησε διωγμόν κατά των Xριστιανών ο ρηθείς βασιλεύς Kερκυλλίνος. Kαι επειδή οι Xριστιανοί κατέφυγον εις ένα μικρόν νησάκι, οπού ήτον εκεί κοντά, διά τούτο εμβήκεν εις καΐκιον ο ίδιος βασιλεύς διά να υπάγη εκεί να τους τιμωρήση. Όταν δε έφθασεν εις το μέσον του πελάγους, κατεποντίσθη εις τον βυθόν της θαλάσσης ως ο πάλαι Φαραώ. Kαι ο μεν του Kυρίου λαός, επρόσφερεν εις τον Θεόν ύμνους και ευχαριστηρίας, ο δε Iάσων και Σωσίπατρος ελευθερωθέντες από την φυλακήν, εδίδασκον ανεμποδίστως τον λόγον του Θεού. Eπειδή δε έγινε βασιλεύς άλλος, και έμαθε τα περί των Aγίων, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν μίαν βούτην, ήγουν μίαν παραβούταν σιδηράν, και μέσα εις αυτήν να βάλουν πίσσαν και ρετζίνην και κηρί, και να τα βράσουν δυνατά, έπειτα έβαλον μέσα εις αυτήν τους Aγίους. Aλλ’ οι μεν Άγιοι άφλεκτοι διεφυλάχθησαν, οι δε άπιστοι, άλλοι μεν, εκάησαν, άλλοι δε, επίστευσαν τω Xριστώ. O δε βασιλεύς δέσας μίαν πέτραν από τον λαιμόν του μετενόει και θρηνών έλεγεν, ο Θεός Iάσωνος και Σωσιπάτρου βοήθει μοι και ελέησόν με. Tότε ο μακάριος Iάσων συνάξας όλους εκείνους οπού επίστευσαν, τους εδίδαξε τον λόγον της αληθείας, παρόντος και του βασιλέως, και κατηχήσας αυτούς, τους εβάπτισεν όλους ομού και τον βασιλέα εις το όνομα του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος. Eπωνόμασε δε τον βασιλέα Σεβαστιανόν, μετά ολίγας δε ημέρας ασθενήσας ο υιός του βασιλέως, απέθανεν. O δε Aπόστολος Iάσων προσευχηθείς, ανέστησεν αυτόν. Πολλά δε και άλλα θαύματα έκαμεν ο Άγιος, λόγου και μνήμης άξια. Kτίσας δε και Eκκλησίας ωραίας μαζί με τον βασιλέα, και πάντα καλώς και οσίως τελέσας, και αυξήσας το του Xριστού ποίμνιον, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας βαθύ, και μετέβηκεν εκ των επιγείων εις τα Oυράνια.

Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι ο Aπόστολος Σωσίπατρος εορτάζεται και κατά την δεκάτην του Nοεμβρίου, μετά Oλυμπά, Pοδίωνος, Eράστου, και Kουάρτου.
2. Mερικοί λέγουν, ότι ο Iάσων ούτος τον οποίον ονομάζει ο Παύλος συγγενή, είναι εκείνος ο ίδιος, οπού υπεδέχθη τον Παύλον εν τη Θεσσαλονίκη, όταν οι Iουδαίοι ετάραξαν τον όχλον και τους πολιτάρχας, οίτινες λαβόντες ικανά χρήματα παρά του Iάσωνος, απέλυσαν τον Παύλον και τον Σίλαν, ως αναφέρουσι τούτο αι Πράξεις, κεφ. ιζ΄.
3. O μεν χειρόγραφος Συναξαριστής ούτω γράφει, ο δε τετυπωμένος γράφει Kερκυραίων. Έστι δε η Kυρήνη κατά την Mπάρκαν την εν τη Bαρβαρία ευρισκομένην, προς το δυτικόν μέρος της Aφρικής, κατά τον Mελέτιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ: Λιτάνευσις καὶ παράδοσις Προσκυνηματικῆς Εἰκόνος καὶ Πανηγυρικὸς Ἑσπερινὸς Ἁγίου Γεωργίου Πυτιδιώτη (26.4.2025, 6:00 μ.μ.)
Παρακολουθεῖστε ζωντανὰ τὸ Σάββατο 26 Ἀπριλίου στὶς 6.00 μ.μ. ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Πιτυδιώτη Σολέας, παρὰ τὸν Ἅγίο Ἐπιφάνιο Σολέας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, τὴν λιτάνευσιν καὶ παράδοσιν τῆς Προσκυνηματικῆς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτυδιώτη καὶ τὸν Πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ, χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τοῦ Γιάννη. Διήγημα Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Μετὰ δύο ἡμέρας οἱ σκοτωμένοι, πέντε ἢ ἓξ τὸν ἀριθμόν, ἐκομίζοντο εἰς Ἀθήνας. Εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ νέου ἐκείνου ὅλοι οἱ φρικώδεις περίεργοι εἶδον ἐντυπωμένον, πιστωμένον τὸν γέλωτα. Οὔτ᾿ ἐπρόφθασεν, ὁ εὐτυχὴς ἄνθρωπος, νὰ αἰσθανθῇ τὴν πικρίαν τοῦ βέλους, ἀλλ᾿ ὁ θάνατος τοῦ ἦλθε μυστηριώδης, γλυκύς, πρὸ τῆς ἀλγηδόνος.
*
* *
Ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα, νέος εἰκοσαετής, ἐφαίνετο ὅτι ἔχαιρε μεγάλην χαρὰν σφόδρα, ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἤρχετο ἐκεῖνον τὸν χρόνον, διὰ νὰ τὸν πάρῃ στρατιώτην, τὸ περιοδεῦον Στρατιωτικὸν Συμβούλιον. Ἤρχιζεν ἀμέσως νὰ κάμνῃ βήματα, προφέρων: ἓν γυό, ἓν γυό, κ᾿ ἦτον ὅλος γέλια καὶ χαρά. Πλήν, ὅταν ἦλθε πράγματι ἡ Στρατολογικὴ Ἐπιτροπή, πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Δημάρχου, καὶ κατέλυσαν ἄλλοι εἰς τὴν Δημαρχίαν, ἄλλοι στὸ οἱονεὶ ξενοδοχεῖον, κι ἄλλοι στὰ σπίτια μερικῶν, ὁ Γιάννης, χωρὶς νὰ παύσῃ τὰ γέλια, ἡ ἐνδόμυχος εὐθυμία καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔφυγαν, κ᾿ ἠρνήθη ἀποτόμως νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐστήλωνε τὰ πόδια του, ἀντεστήλωνε τὸ κορμί του, ἔκλαιε, κ᾿ ἐφώναζε: «δὲν πάω, δὲν πάω». Ὅταν δὲ ὁ ὑπίατρος ὡδηγήθη στὸ σπιτάκι τῆς Λέκαινας, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ ἰδῇ καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὸν κληροῦχον, ὁ Γιάννης ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, ἐμαζώχθη, ἐκουβαριάσθη, ἐσταύρωσε σφιχτὰ τὰ χέρια του, ἔσφιγξε τὸν ἀφαλόν του, ἔκαμψε τοὺς πόδας του μὲ τὰ γόνατα ἕως τὸν ἀφαλόν, καὶ ἠρνήθη νὰ ὑποστῇ τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἰατροῦ. Τέλος ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κηρύξῃ «βλᾶκα», καὶ τὸν ἀπήλλαξε πάσης περαιτέρω ἐνοχλήσεως.
Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γιάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ καμμίαν ἀγρυπνίαν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια, ὅταν ἐπηγαίναμεν στὰ πανηγύρια, ἀρχόμενος ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἔαρος ἕως τὸ βασίλεμα τοῦ θέρους, κ᾿ ἕως τὴν στρῶσιν τοῦ φθινοπώρου, καὶ πρὶν εἰσβάλῃ ὁ χειμών. Πρῶτον εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Ἀγαλλιανοῦς, ὅπου ἡ ψυχή μας ἐμοσχοβολοῦσεν ἴα καὶ ναρκίσσους καὶ λευκὰ ἄνθη τῆς ἀγραμπελιᾶς. Εἶτα εἰς τὴν Παναγίαν τὴν 〈Ντομάν〉, ὅπου ἔτρεχε μὲ μόρμυρον καὶ ρόχθον τὸ ρεῦμα τῆς Ζωοδόχου, κάτω εἰς τοὺς μυστηριώδεις καταρράκτας μὲ τὰ κρεμάμενα πολυτρίχια καὶ τοὺς ἀνέρποντας κισσοὺς ἀνὰ τοὺς ὑγροὺς βράχους εἰς τὰ κυρτὰ ὑλομανοῦντα δένδρα. Καὶ στὸν Ἁι-Γεώργην, ὅπου αἱ τόσαι νύμφαι τοῦ χωρίου ἐλιτάνευον στολισμέναι μὲ τὰ πεποικιλμένα μανίκια, τὰς μεταξωτὰς ποδιὰς καὶ τὰ χρυσᾶ ποδογύρια* των, ἐρχόμεναι ἄλλαι μὲ τὶς βάρκες καὶ ἄλλαι διὰ ξηρᾶς. Καὶ εἰς τὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, ὅπου τὰ ἀγκαλιασμένα γηραιὰ δένδρα καλύπτουν τὴν βρύσιν καὶ στεγάζουν τὸν πενιχρὸν ναὸν μὲ τὸ θεσπέσιον ἄλσος των. Κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τὸν Μυρωδίτην, ὅπου τὰ τελευταῖα ἀηδόνια ἐκαλοῦσαν εἰς διαδοχὴν τὰ κοσσύφια ἀνὰ τὸ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν . . . . . . . . . . . ἕως τὸν γιαλὸν . . . . . . . ., καὶ τὸ κελαρύζον νερὸν τοῦ βαθέος, ἀνερχομένου Δασκαλιοῦ ἀνέβλυζεν ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς γηραιᾶς δρυός, ὅπου μὲ τὰ κυμβαλίζοντα πέταλα τῶν φυλλομανούντων κλώνων της διηγεῖτο τὰς ἀναμνήσεις τῶν αἰώνων. Πόσαι οἰκογενειακαὶ θαλίαι εἶχον τελεσθῆ τὸ πάλαι ὑπὸ τοὺς βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα ἄκακα ἐρωτικὰ ζεύγη εἶχον εὕρει ποτὲ καταφύγιον εἰς τὴν σκιάν της. Καὶ εἶτα εἰς τὸν Ἅγ. Ἠλίαν καὶ εἰς τὸν Ἅγ. Παντελεήμονα, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, κ᾿ εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Καρδάση, κ᾿ εἰς τὴν ἄλλην Παναγίαν τοῦ Ἀραδιᾶ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην τοῦ Κάστρου, κ᾿ εἰς τὸν ἄλλον Ἁι-Γιάννην τοῦ Μετοχιοῦ, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Δημήτρην, κ᾿ εἰς τὸν Ἁι-Ἀσώματον τ᾿ Ἀγγελῆ, καὶ τέλος εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, ὅπου πᾶσα σεμνότης καὶ πᾶσα χάρις ἐν γαλήνῃ συνηνοῦντο, καὶ πᾶν γόνυ ἔκλινεν ἐνώπιον τῆς θείας ·ἐν γαλήνῃ‚ Πολιούχου: «Διανέμοις τῶν χαρισμάτων τὴν σὴν γαλήνην, Θεοτόκε, τῇ ψυχῇ μου».
*
* *
Ὅλα εὐωδίαζον ἄνοιξιν καὶ ἁπλότητα καὶ χαράν. Ὁ Γιάννης ἔμβαινεν εἰς τὸ παρεκκλήσι γελῶν, τὸν ὡδηγοῦσεν ἡ μάννα του, χήρα ἔχουσα αὐτὸν ὡς μοναχογυιόν, νὰ «χαιρετίσῃ», δηλ. νὰ ἀσπασθῇ τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, τὴν ἠσπάζετο γελῶν, εἶτα ἐπήγαινε στ᾿ ἀριστερὰ τοῦ χοροῦ, κ᾿ ἔστεκε δίπλα εἰς τὸ ἄκρον ἀνατολικὸν στασίδι, δύο βήματα ἀπὸ τὴν βορείαν πύλην, ὅπου αἱ γυναῖκες ἔφερον τυλιγμένας μὲ προσόψια τὰς προσφοράς, καὶ ἔγραφαν τὰ ὀνόματα, δηλ. τὰ ἔγραφεν ὁ παπὰς καθ᾿ ὑπαγόρευσιν ἱστάμενος εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, μὲ τὸ μολυβδοκόνδυλον, κρατῶν φύλλα διπλωμένα χάρτου ἐπὶ τοῦ βιβλίου τῶν Ἀποστόλων ἢ τοῦ Ψαλτηρίου: «Γεωργό, Γεωργὸ καὶ τοὺ πλὶ (δηλ. τὸ πλοῖον) μετὰ τῶν συμπλεόντων αὐτῷ, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ὁ παπὰς ἔγραφε, Ν.Ν.), Κυρατσούλα, Σειραΐνα, ἄλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.), Κωνσταντή, Κωνσταντὴ (Κ.Κ.), συμβίας, τέκνων, γονέων καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν».
Ἐκεῖ ἔστεκεν ὁ Γιάννης, καὶ ἤκουε γελῶν τὰ ὑπαγορεύματα τῶν γυναικῶν, τὰς ἀπηχήσεις καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ παπᾶ. Τέλος, ὅταν ἤρχιζεν ἡ ψαλμῳδία, ὁ Γιάννης ἐξηκολούθει νὰ γελᾷ πρὸς τὰς ἀντιφωνίας τῶν διαφόρων νεαρῶν ψαλτῶν καὶ τὰς ὀξυφωνίας τοῦ παπᾶ. Συνήθως ἀντεῖχεν ὄρθιος ἐπὶ ὥρας, εἶτα ἐκάθητο εἰς τὸ σκαλοπάτι τοῦ βήματος κάτωθεν τῆς τελευταίας ἀριστερὰ εἰκόνος (ἥτις ἦτο συνήθως τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ). Ἡ μάννα του, ἐπειδὴ τὸν εἶχε μονογενῆ, συχνὰ ἔταζε καὶ παρεκάλει τοὺς Ἁγίους «νὰ τὸν κάμουν καλά». Πλὴν φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀρκετὰ καλά, σχεδὸν καλύτερα ἀπὸ πλείστους ἄλλους, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκρινον ὅτι ἐσύμφερε νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ μάννα του ὠνόμαζε «τὴν ὑγειά του», δηλ. τὴν ἐλευθερίαν νὰ κακουργῇ ἐν γνώσει.
*
* *
Ἡ ψαλμῳδία ἐξηκολούθει δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός. Πενῆντα ἢ ἑκατὸν ἄνδρες καὶ παιδιά ―συνήθως εἶχον παραφάγει καὶ παραπίει― ἐκοιμῶντο ἔξω, ἀνάμεσα στοὺς σχοίνους, καὶ ὀκτὼ ἢ δώδεκα γυναῖκες, καὶ τρεῖς γέροι, εἰς τὰ στασίδια ἢ στὰς πλάκας τοῦ ναοῦ ἐκοιμῶντο καθήμενοι. Ἐνίοτε ἠκούετο τὸ ρογχάλισμα τοῦ ἱερέως μέσα ἀπ᾿ τὸ Ἁι-Βῆμα. Ὁ ψάλτης ὑπενύσταζε καὶ ἔκαμνε «μετάνοιες» ὄρθιος στὸ στασίδι, κι ὁ γερο-Δημητρός, ὁ πρῴην νεωκόρος κ᾿ ἐπίτροπος ἐπὶ τῶν ἐξωκκλησίων, χωρὶς ὁ νοῦς του ν᾿ ἀποσπᾶται ἀπ᾿ τὸ παγκάρι καὶ τὰ κηρία, ἔπαιρνε «δυὸ τροπάρια*» καθιστὸς στὸ στασίδι. Ὁ Γιάννης ἄγρυπνος δὲν ἔπαυε νὰ γελᾷ.
*
* *
Κάτω εἰς τὴν πολίχνην, ὅπου ὁ Γιάννης ἦτο εὐθυμία καὶ χαρὰ τῶν σπιτιῶν, ὁ ἴδιος ἐγέλα θορυβωδέστερον ὅταν συνήντα ἕνα ἀπὸ τοὺς περιπλανωμένους τοῦ χωριοῦ, σχεδὸν ὁμοιοπαθῆ του, ἢ τὸν Ζαχαρίαν τὸν Κοῦκκον, ἢ τὸν Τάσον τὸν Νικολήν, ἢ τὸ Ματὼ ἀπ᾿ τὸν Ἀπάνω Μαχαλάν. Τότε ἄνοιγε πράγματι ἡ καρδιά του. Ἐγέλα ἀκρατήτως, καὶ δὲν ἠμποροῦσε «νὰ μαζώξῃ τὸ στόμα του». Ἦτο ὡς νὰ ἔλεγε: «Χαίρομαι, ἀδελφέ μου, ποὺ σὲ βλέπω τέτοιον· οἱ ἄλλοι ποὺ μᾶς γελοῦν εἶναι πολὺ χειρότεροι».
Κ᾿ εἰς τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀγρυπνίας, συνήθως ἤρχετο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πάντοτε, ἢ ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Ἠπειρώτης ὁ νυχτοβάτης, ἢ ὁ πάτερ Ἰωακείμ, ὁ ἄστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος καὶ ξεσκούφωτος. Ὅταν τὸν ἔβλεπεν ὁ Γιάννης, τότε ᾐσθάνετο ἄκραν εὐθυμίαν, κ᾿ ἐνετρύφα εἰς τὴν θέαν του. Ὁ Ἰωακεὶμ ἵστατο εἰς τὴν ἄλλην γωνίαν τοῦ Τέμπλου, δεξιά, καὶ συνήθως τοῦ ἔδιδον οἱ ψάλται νὰ διαβάσῃ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Γιάννης δὲν ἐχόρταινε νὰ τὸν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐγέλα, ἐγέλα μὲ ἡδονὴν ἄρρητον.
*
* *
Καὶ ὅταν δὲν ἦτο πανηγύρι ὁ Γιάννης μὲ τὸ γαϊδουράκι ἔτρεχε συνήθως εἰς τὴν ἐξοχήν. Εἶχεν ἡ μάννα του μικροὺς ἐλαιῶνας καὶ χωραφάκια, κι ὁ πτωχὸς νέος φαίνεται ὅτι κάτι ἔκαμνεν εἰς γεωργικὰς ἀγγαρείας καὶ βοηθητικὰ ἔργα, μὲ ὅλην τὴν ἀδυναμίαν του. Ἀλλὰ καὶ τότε, ὅταν ἐπέρνα ἀπὸ ἐξωκκλήσι, ἐπέζευεν, ἔδενεν εἰς τὴν ρίζαν θύμου τὸ γαϊδούρι καὶ εἰσήρχετο εἰς τὸν ναΐσκον. Ἐκεῖ ἔβγαζεν ἀτάκτους φωνάς, θέλων νὰ μιμηθῇ τοὺς ψάλτας, καὶ κάποτε ἔβαλλε χεῖρα εἰς εἰκονίσματα καὶ τὰ κατεβίβαζε κάτω διὰ νὰ τὰ ξεσκονίσῃ, ὅπως ἐφρόνει· ἄλλοτε ἔβγαζε τὰ θυρόφυλλα τῆς Ἁγίας Πύλης, κ᾿ ἤρχιζε νὰ τὰ πελεκᾷ μὲ τὸ μικρὸν κλαδευτήρι ποὺ εἶχε. Πότε τὰ ἐπανέφερεν εἰς τὴν θέσιν των, καὶ πότε τ᾿ ἄφηνε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, ὅπου ἔτυχε.
*
* *
Ἡ Μαλαμὼ τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, συμβία τοῦ Γιώργη τοῦ Πολύζου, ἦτο ἀπαράμιλλος εἰς τὴν θρησκευτικὴν εὐλάβειαν. Ἄλλη δὲν ἦτον ὡς αὐτὴ νὰ τρέχῃ διαρκῶς σ᾿ ὅλα τὰ ξωκκλήσια, νὰ τ᾿ ἀσβεστώνῃ, νὰ τὰ καλλωπίζῃ, ν᾿ ἀνάφτῃ τὰ κανδήλια, πότε μὲ λάδι δικό της, πότε ἐκ μέρους ἄλλων γυναικῶν εὐπορωτέρων της.
Εἶχε μετακομίσει στὶς πλάτες της πέντε ἢ ἓξ παλιοσάνιδα, τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωκαν, διὰ νὰ ἐπισκευάσῃ τὴν στέγην τοῦ ναοῦ τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρον. Ἡ Μαλαμώ, χάριν εὐκολίας, τὰ ἀπέθεσε προσωρινῶς ἔξωθεν τοῦ Κάστρου, πρὸ φοβεροῦ χάσματος τῆς παλαιᾶς γεφύρας, κ᾿ εἰς τὴν κάτω βαθμίδα τῆς ἰλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτεροῦς καὶ πλατείας σκάλας. Ἦτο μεσοβδόμαδα. Ἡ Μαλαμὼ ἔλεγε μέσα της: «Χριστιανὸς δὲν θὰ βρεθῇ νὰ τὰ κλέψῃ». Καὶ ὅμως εὑρέθη. Ὑψηλὰ ἀπὸ τὸ μικρὸν σαθρὸν καλύβι, ὅπου ἦτο ἓν παλιοχώραφον ἀνάμεσα εἰς τὰ ὀρμάνια, ὅπου ἔβοσκε πέντε ἢ ἓξ ψωραλέας αἶγας ὁ Νικολὸς ὁ Μπασιόλης, μακρόθεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐτηλεσκόπει τὴν Μαλαμώ, ὥστε εἶχε κάμει στὰ μάτια* νὰ τὴν κοιτάζῃ, κ᾿ ἐμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ᾿ στὰ δόντια του: «Ποῦ τὰ πάει αὐτή, τρομάρα της, τὰ παλιοσάνιδα;»
Τὴν ὑστεραίαν ἡ Μαλαμὼ εἶχε δουλειὰ στὸ σπίτι της, κάτω στὸ χωρίον, τρεῖς ὥρας δρόμον. Τὴν τρίτην ἡμέραν δὲν εὐκαιροῦσεν ὁ σύζυγός της, ὁποὺ ἦτον ὀλίγον κτίστης, ἀλλὰ καὶ ἀγωγιάτης καὶ γεωργός. Τὴν ἄλλην ἦτο Σάββατον, κ᾿ ἡ Μαλαμὼ ἐκατάφερε τὸν σύζυγόν της νὰ ὑπάγουν, μαζὶ καὶ τὸ μουλάρι, νὰ κουβαλήσῃ αὐτὸς ἄμμον κι ἀσβέστην ἀπὸ μίαν ἀνεμιαίαν ἔπαυλιν, ὄχι πολὺ μακρὰν τοῦ Κάστρου, νὰ εἰσέλθουν φέροντες καὶ τὰ σανίδια τ᾿ ἀποτεθειμένα ἔξω, νὰ φθάσουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Σωτῆρος, κι αὐτὴ ν᾿ ἀσβεστώσῃ, κ᾿ ἐκεῖνος ν᾿ ἀνεβῇ στὸν τοῖχον, πατῶν ὡς εἰς σκαλωσιὲς εἰς τὰ λιποπετροῦντα τοιχία τὰ πλαγινά, νὰ καρφώσῃ τὰ σανίδια εἰς τὸ ἐλλιπὲς μέρος τῆς στέγης, νὰ τὰ ἐπιχρίσῃ μὲ τὴν κονίαν ποὺ θὰ ἐζύμωνε μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ ἔμελλε νὰ μετακομίσῃ.
Φθάνουν εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Κάστρου, κάτω εἰς τὸ βαραθρῶδες τοῦ χάσματος, κοιτάζει ἡ Μαλαμώ. Τὰ σανίδια ἔλειπαν. Ἔκαμε πολλοὺς σταυρούς, ἠπόρησεν, ἠγανάκτησε.
― Τὸ λοιπόν, ποῦ τά ᾽χεις βάλει τὰ σανίδια; ἠρώτησεν ὁ Πολύζος.
―Ἐδῶ τὰ εἶχα βαλμένα, στὸ κάτω σκαλοπάτι τ᾿ ἀκούμπησα.
― Ποῦ εἶναί τα, τὸ λοιπόν;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα; Νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του ὅποιος τὰ πῆρε.
― Δὲν σοῦ ᾽πα ἐγώ, βλοημένη, νὰ μὴν κάνῃς μισὲς δουλειές; Ἢ νὰ καρτερέσῃς ἔπρεπε ν᾿ ἀδειάσω, νὰ τὰ κουβαλήσω μὲ τὸ μουλάρι, ἤ, ἀφοῦ τά ᾽φερες, νά ᾽κανες ἀκόμα ἕναν κόπον νὰ τὰ πᾷς ὣς μέσα στὴν Ἐκκλησιά.
― Καὶ ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ τὰ βροῦμε μὲς στὴν Ἐκκλησιά, εἶπε τὸ Μαλαμὼ μὲ εὔκολον θάρρος καὶ πρὸς ἰδίαν της παρηγορίαν. Ἔλα, Χριστέ μου, καμμιὰ καλὴ Χριστιανὴ θὰ ἦρθε χτὲς-προχτὲς ν᾿ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια, καὶ τὴν ἐφώτισ᾿ ὁ Θεὸς καὶ τὰ κουβάλησε.
―Ἄμποτε!
Ὁ Πολύζος ἐξεφόρτωσε τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὸ ζῷον, ἔδεσε τὸ ζῷόν του, ἀνέβασε μὲ πολὺν κόπον πρῶτον τὸν σάκκον τῆς ἄμμου, εἶτα τὴν κοπάναν* μὲ τὸν ἀσβέστην ἀνὰ τὴν ὑψηλὴν φοβερὰν σκάλαν, ἡ γυνὴ ἀνῆλθε μὲ τὸ καλαθάκι της, ὅπου εἶχε λάδι, κηρία, ὡς καὶ μικρὰν προμήθειαν τροφίμων. Εἶτα ἐφορτώθη αὐτὴ τὸν ἀσβέστην, ὁ ἀνήρ της ἐπῆρε τὴν ἄμμον καὶ τὸ καλαθάκι, ὑπερέβησαν τὴν σιδηρᾶν πύλην, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ παλαιὸν ἔρημον χωρίον. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασαν πρὸ τοῦ ναοῦ. Ἐξεφορτώθησαν, ἐκάθισαν νὰ ξαποστάσουν. Τῆς ἐφάνη τῆς Μαλαμῶς ὅτι ἤκουε κάτι ὡς χαλαρὰν καὶ ἄρρυθμον ψαλμῳδίαν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ. Δὲν ἐπίστευσε τ᾿ αὐτιά της. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, τὴν ὤθησεν. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔνδοθεν. Ἠκούοντο τώρα εὐκρινέστερον αἱ ἄμουσοι ψαλμῳδίαι.
―Ὤχ, Θέ μου, τί νὰ εἶναι; εἶπε τὸ Μαλαμώ. Ἔλα, Πολύζο, νὰ ἰδῇς καὶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη ἀπὸ μέσα.
Ἐπλησίασεν ὁ ἄνθρωπος, ἔκρουσεν, ὤθησεν ἰσχυρῶς. Εἰς μάτην. Ἡ θύρα ἦτο πράγματι μανδαλωμένη.
― Τί πειρασμὸς εἶναι αὐτός; ἔκραξε τὸ Μαλαμώ, συνάπτουσα τὰς χεῖρας. Τὰ σανίδια λείπουν ἀπ᾿ ἔξω, ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς κλειδωμένη, κι οὐρλιάσματα ἄχαρα ἀκούονται μέσα. Τί νά ᾽ν᾿ αὐτό; Μπαίνουν τάχα καὶ στὶς ἐκκλησιὲς πειρασμικὰ* πράγματα;
Ἀπ᾿ ὅλον τὸν ἀκατάληπτον βόμβον τοῦ ἤχου τοῦ ἀκουομένου, ἡ ἀκοή των αἴφνης διέκρινε δὶς ἢ τρὶς τὰς λέξεις: «Χριστὸς Ἀνέστη».
― Χριστὸς Ἀνέστη, ἐπανέλαβεν ἡ Μαλαμώ. Κι ἀκόμα τώρα πέρασε τὸ μεσοσαράκοστο.
Ἦτο τῷ ὄντι Σάββατον τῆς Δ´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν.
― Μὴν πηαίνῃ ἀλὰ φράγκα αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα; εἶπεν ὁ Πολύζος.
― Στοιχειὸ θὰ εἶναι· ξωρκισμένος ὀξαποδῶ, ἀπήντησεν ἡ Μαλαμώ.
― Κανένας μουρλὸς θὰ εἶναι, εἶπεν ὁ Πολύζος. Ἂς ἰδοῦμε. Μὴν εἶν᾿ ἐκεῖνος ὁ Γιάννης τῆς Λέκαινας;
Ἔκρουσε πάλιν δυνατώτερα τὴν θύραν. Εἶτα ἀνέβλεψεν ἀνὰ τὸν τοῖχον, κ᾿ ἔδειξεν εἰς ὕψος δύο ὀργυιῶν σχεδὸν τὸν μικρὸν φεγγίτην μὲ τὴν χρωματιστὴν ὕαλον, ποὺ ἔφεγγε τὸν ναὸν ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν.
― Νὰ μποροῦσα ν᾿ ἀνεβῶ κεῖ ἀπάνω, εἶπεν. Ἔλα, βόηθα, Μαλαμώ, νὰ σωρέψουμε πέτρες πολλές, νὰ τὶς στερεώσουμε, γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ὣς ἐκεῖ.
― Δὲν φωνάζουμε μιά; εἶπε τὸ Μαλαμώ, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε φωνὴ καὶ ἀκρόασις.
Ἤρχισαν ν᾿ ἀποκόπτουν λίθους ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν παλαιῶν οἰκιῶν ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν. Ὅταν συνέλεξαν λίθους ἀρκετούς, ἤρχισεν ὁ Πολύζος νὰ τοὺς στοιβάζῃ εἰς σωρόν. Πλὴν τότε παρ᾿ ἐλπίδα ἠκούσθη κρότος μανδάλου ἢ μοχλίου ἀποσυρομένου καὶ ὀξὺς γέλως ἤχησεν εἰς τὸ χάσμα τῆς διανοιγείσης θύρας.
Ἦτο τῷ ὄντι ὁ Γιάννης τοῦ Λέκα. Ὑπεδέχετο μὲ παιδικοὺς καγχασμοὺς τὴν γυναῖκα καὶ τὸν ἄνδρα της.
―Ἄ! Ἐσύ ᾽σαι λοχεμένε*! εἶπεν ἡ Μαλαμώ· γιατί δὲν ἀκοῦς τόσην ὥρα ποὺ σὲ φωνάζουμε;
Ὁ Γιάννης ἀπήντησε διὰ νέου καγχασμοῦ. Ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν, καὶ εἶδον τὰ ἐντός.
Ὁ Γιάννης εἶχεν ἀνάψει στὰ μανάλια ὅλα τ᾿ ἀπόκηρα, ὅσα εἶχεν εὑρεῖ ἐκεῖ, εἶχε χύσει τὸ λάδι ἀπὸ τὰ κανδήλια, εἶχε κενώσει ὅλον τὸ λαδικόν, ποὺ ηὗρεν εἰς τὸ ἑρμάρι τῆς βορειοδυτικῆς γωνίας, καὶ εἶχε κατορθώσει νὰ [τ᾿] ἀνάψῃ ὡς πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια ἐκ τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τῶν πρὸ τοῦ Τέμπλου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου, καὶ ηὐφραίνετο ψάλλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν. Εἶχε βαρεθῆ τὴν Σαρακοστήν, ἐπόθει τὸ Πάσχα, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ προεορτάζῃ.
Ἀφοῦ ἐγέλασεν ἀρκετά, ἡ Μαλαμὼ ἔσβησε τ᾿ ἀπόκηρα, ἐπροσπάθησε νὰ σκουπίσῃ τὰ χυμένα λάδια, καὶ εἶτα ἐμελέτα ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ ἀσβέστωμα. Ἐλησμόνει ἤδη τὰ χαμένα σανίδια. Ἀλλ᾿ ὁ Πολύζος εἶπε:
― Καὶ ποῦ ᾽ν᾿ τὰ σανίδια, Μαλαμώ;
― Ποῦ ᾽ν᾿ τα, μαθές; ἐπανέλαβεν ἡ γυνή.
Τυχαίως καὶ στὸν βρόντον ἡ γυνὴ ἐστράφη πρὸς τὸν πτωχὸν νέον, καὶ τὸν ἠρώτησε:
― Μὴν εἶδες, Γιάννη, τὰ σανίδια πουθενά;
Ὁ ἄκακος νέος ἀπήντησε μόνον:
― Κουβάλας.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος τῷ ὄντι εἶχε συναντήσει τὸν Γιάννην κατὰ τὴν προχθές, τὴν ὥραν ὁποὺ ἐκουβάλα τὰ κλοπιμαῖα. Τοῦ ἔδωκε δύο ξυλιὲς ὡς ἀρραβῶνα, καὶ τὸν ἐφοβέρισε νὰ μὴν μαρτυρήσῃ τίποτε. Ὁ Γιάννης ἀπήντησε μὲ τὸ παγωμένον γέλιο του.
Εἶχε ξεχάσει τὶς ξυλιές, ὡς καὶ τὴν φοβέραν. Τὴν ἐπαύριον ἀνεῦρε τὰ κλοπιμαῖα ἡ Μαλαμώ.
(1914)
Πηγή: papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata