Αρχική Blog Σελίδα 470

Λεύκα

Μεγάλο μεικτό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, που αναφέρεται κι ως κωμόπολη, περί τα 52,5χμ. δυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Στα νότια της Λεύκας και μέσα στα διοικητικά της όρια βρίσκεται το χωριό Απλίκι.

Το χωριό Λεύκα είναι κτισμένο μεταξύ δυο ποταμών, του Σέτραχου στα ανατολικά και του Ξερού στα δυτικά, σε μέσο υψόμετρο 140Μ. Το τοπίο στην περιοχή είναι διαμελισμένο από τα ποτάμια δίκτυα των ποταμών αυτών.

Στην περιοχή της καλλιεργούντο, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα εσπεριδοειδή, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και λίγα αμπέλια. Οι καλλιέργειες παραμένουν και σήμερα οι ίδιες. Οι αρδευόμενες εκτάσεις βρίσκονται στην κοιλάδα του Σέτραχου και η άρδευση γίνεται από το φράγμα της Λεύκας, που βρίσκεται στα νότια του χωριού. Υπάρχουν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονται από άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, μαζιές και ξισταρκές. Μεγάλο μέρος του νότιου τμήματος του χωριού καταλαμβάνεται από το κρατικό δάσος της Πάφου.

Εκτός από τη γεωργία, πολύ ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία. Το 1973 υπήρχαν στην Λεύκα 412 κτηνοτρόφοι από τους οποίους εκτρέφονταν 2.196 κατσίκες, 744 πρόβατα, 21 αγελάδες και 3.627 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Λεύκα συνδέεται στα βορειοδυτικά με τα χωριά Καραβοστάσι (περί τα 4χμ.) και Ξερός (περί τα 4,5χμ.), στα νότια με το χωριό Απλίκι (περί το 1χμ.), και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Σκουριώτισσα (περί τα 4,5χμ.).

Στα νότια της Λεύκας και μέσα στα διοικητικά της όρια βρίσκονται τα γνωστά μεταλλεία χαλκούχου σιδηροπυρίτη του Μαυροβουνιού και του Απλικιού. Τόσο τα μεταλλεία αυτά όσο και το γειτονικό μεταλλείο της Σκουριώτισσας, οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού, και το λιμάνι του Καραβοστασίου βοήθησαν παλαιότερα, και πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού τόσο από τη Λεύκα όσο και από τα γύρω χωριά. Από τα μεταλλεία το μετάλλευμα μεταφερόταν με σιδηρόδρομο στα εργοστάσια επεξεργασίας στο Ξερό και στη συνέχεια γινόταν η φόρτωση στα πλοία για εξαγωγή από τις εγκαταστάσεις του Καραβοστασίου.

Οι προσοδοφόρες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και ιδιαίτερα η ανόρυξη του χαλκοπυρίτη και του σιδηροπυρίτη από τα μεταλλεία της περιοχής, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά και στην πληθυσμιακή αύξηση του χωριού, που υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή από το 1931 και μετά.

Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1881, η Λεύκα ήταν ο πέμπτος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας της μετά την πόλη της Λευκωσίας, τη Μόρφου, την Κυθρέα και το Καϊμακλί.

Το 1881 οι κάτοικοι της ήσαν 895 που αυξήθηκαν στους 907 το 1891, στους 1.143 το 1901, μειώθηκαν στους 1.008 το 1911 αλλά αυξήθηκαν στους 1.262 το 1921. Το 1931 οι κάτοκοι της Λεύκας ανέρχονταν στους 1.781 (1.415 Τουρκοκύπριοι και 366 Ελληνοκύπριοι) που αυξήθηκαν στους 3.752 το 1946 (2.685 Τουρκοκύπριοι, 981 Ελληνοκύπριοι και 86 άλλων εθνικοτήτων). Στη συνέχεια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων κατοίκων του χωριού το εγκατέλειψαν (κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59), και σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν αρκετοί Τουρκοκύπριοι από γειτονικά μεικτά χωριά. Έτσι από πολύ νωρίς η Λεύκα άρχισε να εξελίσσεται σε σημαντικό τουρκοκυπριακό θύλακο όπου μετακινούνταν Τουρκοκύπριοι από γειτονικά χωριά.

Το 1960 οι κάτοικοι της Λεύκας ήσαν 3.673, από τους οποίους οι 3.585 ήσαν Τουρκοκύπριοι, οι 34 Ελληνοκύπριοι και οι 54 άλλων εθνικοτήτων. Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, αρκετοί άλλοι Τουρκοκύπριοι από τη γύρω περιοχή εγκαταστάθηκαν στο χωριό όπου και αυτοεγκλωβίστηκαν, ενώ οι λιγοστοί εναπομείναντες Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο η Λεύκα απετέλεσε τον ισχυρότερο τουρκοκυπριακό θύλακο της περιοχής. Το 1973 οι κάτοικοι της Λεύκας ήσαν 4.544 (όλοι Τουρκοκύπριοι). Με βάση τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 1973, η Λεύκα ήταν ο όγδοος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας της μετά την πόλη της Λευκωσίας, τον Στρόβολο, τον ‘Αγιο Δομέτιο, το Καϊμακλί, τη Μόρφου, την Παλλουριώτισσα και την Αγλαντζιά.

Η μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή του μεταλλείου Μαυροβουνίου οδήγησε στην ανάπτυξη κοντά σ’ αυτό μεταλλευτικού οικισμού. Στην απογραφή πληθυσμού του 1881 αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του οικισμού αυτού ήσαν 200, το 1911 ήσαν 203, το 1921 μειώθηκαν στους 191, και το 1931 έφθασαν στους 718.

Η Λεύκα συγκαταλέγεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας.

Το χωριό υφίστατο με την ίδια ονομασία κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Lefca, ως Letca, ως Letta και ως Lefra. Κτισμένο σε ένα θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, στη στενή και όμορφη κοιλάδα του Σέτραχου, σε εύφορη γη, ήταν αρκετά πλούσιο και παραγωγικό ώστε να μη παραχωρηθεί σε ευγενείς αλλά να παραμείνει ως βασιλικό φέουδο. Ο ντε Μας Λατρί σημειώνει ότι η Λεύκα (Lefques) ανήκε στα βασιλικά κτήματα και ήταν μάλιστα μια από τις βαρωνίες της Κύπρου με πολλή διοικητική έκταση υπ’ αυτήν, και έδρα καπετάνιου (τοπικού διοικητή).

Στη Λεύκα, που ως βασιλικό φέουδο θα πρέπει να ήταν οχυρωμένη στα χρόνια της φραγκοκρατίας, αναφέρεται ότι είχε καταφύγει πληθυσμός από την πρωτεύουσα Λευκωσία κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1426. Αμέσως ακολούθησε η εξέγερση των Κυπρίων δουλοπαροίκων υπό τον ρήγα Αλέξη, στην οποία η Λεύκα ήταν μεταξύ των οικισμών που πρωτοστάτησαν κι απετέλεσαν, για αρκετούς μήνες, προπύργιο κι εστία των επαναστατών, μέχρι την καταστολή του κινήματος με βοήθεια από την Ευρώπη.

Μαρτυρία δίνει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 696): … Έβαλαν οι χωργιάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλον καπετάνον εις την Λεμεσόν, άλλον εις την Ορεινήν, και εις την Περιστερόναν άλλον, και εις του Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την ’πόταξίν του…

Ο ίδιος χρονογράφος σημειώνει κι ένα επεισόδιο των βιαιοτήτων κατά την εξέγερση εκείνη: … Ομοίως ένας Αρμένης καβαλλάρης [=ιππότης] έπαιρνεν την γεναίκαν του να πάγη εις την Πάφον, και εις το καπετανίκιν της Λεύκας εδυναστέψαν [=κακοποίησαν] την γεναίκαν του, και κείνον εσκότωσάν τον…

Μετά την καταστολή της εξέγερσης, μεταξύ εκείνων που τιμωρήθηκαν αυστηρά από τους Φράγκους ήσαν και οι τοπικοί αρχηγοί της στη Λεύκα. Σημειώνει ο Μαχαιράς (παρ. 697): … Και επήγαν [οι δυνάμεις των Φράγκων] και ηύραν τους καπετάνους του Μόρφου και της Λεύκας και έτερους, και τους μεν εφουρκίσαν [=απαγχόνισαν], τους δε εκόψαν τες μούττες τους, και άλλοι έφυγαν…

Φαίνεται ωστόσο ότι το χωριό είναι αρχαιότερο της περιόδου της φραγκοκρατίας, κι ότι υφίστατο και κατά τα προγενέστερα Βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία του, εξάλλου, είναι ελληνική και προέρχεται από την λεύκη (λεύκη η μελανή, κοινώς λεύκα [Populus nigra], το ωραίο αυτό δέντρο που αυτοφύεται στις κοιλάδες της Σολιάς κι είναι γνωστότερο στην Κύπρο με την τουρκικής προελεύσεως ονομασία καβάτζιν). Μερικοί μελετητές μάλιστα θεωρούν ως προερχόμενες από την ονομασία του δέντρου αυτού και τις ονομασίες Λευκωσία και Λεύκαρα.

Εξάλλου η περιοχή της Λεύκας, με τα μεταλλεύματά της, ήταν κατοικημένη και κατά την Αρχαιότητα. Έχουν μάλιστα βρεθεί και αντικείμενα της Προϊστορικής εποχής (εποχή του Χαλκού). Η Λεύκα δεν απέχει πολύ από την περιοχή όπου βρίσκονταν κατά την Αρχαιότητα οι πόλεις Αίπεια και Σόλοι και πιθανότατα η περιοχή της ανήκε στο βασίλειο των Σόλων που ήλεγχε και τα κοντινά μεταλλεία. Επίσης ο ποταμός που περνά από το χωριό, ο Σέτραχος, διασώζει την ονομασία αρχαίας πόλεως, σύμφωνα προς ό,τι διασώζει ο Τζέτζης που τον αποκαλεί Σάτραχον (Τζέτζης, Σχόλια εις Λυκόφρονα, 448): … το δε Σάτραχόν φασι πόλιν και ποταμόν Κύπρου (=κι ο δε Σάτραχος λένε ότι είναι πόλη και ποταμός της Κύπρου).

Δεν είναι γνωστό πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η αρχαία πόλη Σάτραχος ή και Σέτραχος, κι έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Είναι πάντως πολύ πιθανό ότι βρισκόταν στην περιοχή της Λεύκας, γύρω από την οποία εκτεινόταν, σύμφωνα προς τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα, οικισμός των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Μεταξύ των ευρημάτων σε αρχαίους τάφους περιλαμβάνονται αρκετά γυάλινα αντικείμενα που διακρίνονται για την ποικιλία και την κομψότητά τους, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τον καλλωπισμό.

Η Λεύκα εξακολούθησε να υφίσταται ως σημαντικό φέουδο και κατά τη σύντομη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, που ακολούθησε την περίοδο της φραγκοκρατίας. Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71), το φέουδο κατασχέθηκε από τους νέους κατακτητές. Σύντομα υπερίσχυσε το τουρκικό στοιχείο, αφού οι νέοι κυρίαρχοι κατέλαβαν τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα αγροκτήματα και επαύλεις των Φράγκων όπου κι εγκαταστάθηκαν.

Τα δυο τζαμιά των Τούρκων, το Ιμπραχίμ Αγά και το Ορτά, κτίστηκαν σε χώρους όπου πιο πριν υφίσταντο εκκλησίες, πιθανώς καθολικές κατά την άποψη τόσο του G. Jeffery όσο και του R.Gunnis, αλλά και σύμφωνα και προς τοπική παράδοση. Ο Jeffery (Historic Monuments of Cyprus, 1918, p. 292) γράφει ότι είδε αρκετά ερείπια εκκλησιών στη γύρω περιοχή της Λεύκας, κι ότι οι λίγοι Έλληνες κάτοικοι του χωριού εκκλησιάζονταν σε ναό κοντά στον ποταμό. Μνημονεύει επίσης διάφορες εκκλησίες που υφίσταντο (Αγ. Γεωργίου, Αγ. Νικολάου, Αγ. Παρασκευής, Προφήτη Ηλία).

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η Λεύκα ήταν διοικητική πρωτεύουσα του διαμερίσματος (καζά ή κατηλλικιού) της Λεύκας (βλέπε λήμμα κατηλλίκι, στον τόμο Στ΄, σσ. 347-348, όπου και χάρτης διοικητικής διαιρέσεως της Κύπρου κατά την τουρκοκρατία). Σύμφωνα προς την έκθεση του Έλληνα προξένου Γ.Σ. Μενάρδου (1869), το κατηλλίκι της Λεύκας, με πρωτεύουσα την Λεύκα, περιελάμβανε 42 χωριά (23 ελληνικά, 6 τουρκικά και 13 μεικτά) με συνολικό πληθυσμό 8.920 (8.301 Έλληνες και 619 Τούρκοι). Η έκθεση του προξένου βασίστηκε σε στοιχεία του 1862.

Η Λεύκα πλήρωσε ειδικό φόρο για τη συντήρηση των τουρκικών στρατευμάτων των Γενιτσάρων στην Κύπρο, που μέρος τους στάθμευσε στο χωριό αυτό. Γύρω στα 1690 ενεπλάκη στην αποστασία του Μεχμέτ αγά Βογιατζίογλου που ηττήθηκε εδώ σε μια σύγκρουση.

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ιστορία Χρονολογική…, 1788, σ. 41), λανθασμένα θεωρεί την Λεύκα ως μια από τις τρεις αρχαίες πόλεις που ονομάζονταν όλες Αρσινόη κι είχαν κτιστεί κατά τα Ελληνικά χρόνια, συγχέοντάς την προφανώς με την Πόλη της Χρυσοχούς, το αρχαίο Μάριον, που ανοικοδομήθηκε ως Αρσινόη, ή λογαριάζοντάς την ως τέταρτη. Γράφει ωστόσο ότι η Λεύκα αφθονεί από βαμβάκια, μετάξια, καρπούς και γεννήματα, παρομοίως της Λαπίθου. τον παλαιόν καιρόν καλλιεργείτο και η ζάχαρη, αλλά την σήμερον παντάπασιν. ο αήρ αυτής υγιεινός.

Ο Αθ. Σακελλάριος (Τα Κυπριακά, Α’, 1890, σ. 135) γράφει:… Νοτιοανατολικώς δε των Σόλων μίαν και ημίσειαν ώραν περίπου [=απόσταση με μουλάρι] κείται επί υψιπέδου η κώμη Λεύκα, έδρα νυν του διαμερίσματος και έχουσα 900 κατοίκους Μωαμεθανούς το πλείστον και πολλούς κήπους εξ’ οπωροφόρων δένδρων, πορτοκαλεών, λεμονεών και άλλων δένδρων. Προς νότον δε της κώμης ταύτης ευρίσκονται ερείπια αρχαία πόλεως, εκτεινόμενα μέχρι του Καλού Χωριού και της Περιστερώνας. Ταύτα πιθανώς είνε η πόλις Αιπεία, κειμένη κατά τον Πλούταρχον υπεράνω των Σόλων…

Η Αίπεια θεωρείται πάντως σήμερα ότι βρισκόταν πλησιέστερα προς τους Σόλους. Δυστυχώς επειδή ολόκληρη η περιοχή βρίσκεται από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή, περαιτέρω αρχαιολογικές έρευνες δεν έγιναν.

Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας, η Λεύκα ήταν διοικητικό κέντρο της περιοχής με αστυνομικό σταθμό από το 1905 και κτηνιατρικές υπηρεσίες από το 1900 περίπου. Από το 1919-20 λειτούργησε και κωμοδικείο. Ο δρόμος που την συνέδεε με τη Λευκωσία ολοκληρώθηκε το 1903, μέσω Αστρομερίτη και Πέτρας, ενώ ο δρόμος μέσω Ξερού δεν ήταν παρά μονοπάτι μέχρι το 1901.

Από το 1915 λειτούργησε ανώτερο τουρκικό σχολείο στη Λεύκα, ενώ από το 1950 λειτούργησε και τουρκικό λύκειο. Υπάρχει επίσης τουρκική τεχνική σχολή στα βορειοδυτικά κράσπεδα του χωριού. Το λύκειο συγκέντρωνε τουρκόπαιδες και από τα γύρω χωριά.

Από τη Λεύκα καταγόταν ο ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 Μάρκος Δράκος. Κατά την διάρκεια του αγώνα, όταν δημιουργήθηκαν με την προτροπή των Άγγλων οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις, προσφυγοποιήθηκαν το 1958 και οι πρώτοι Ελληνοκύπριοι από περιοχές της οποίες υπερτερούσε το τουρκικό στοιχείο, περιλαμβανομένης της Λεύκας. Από το 1964 η Λεύκα απετέλεσε ισχυρό τουρκοκυπριακό θύλακο και στην περιοχή ήταν, για την επόμενη δεκαετία, πολύ εμφανής η παρουσία των ειρηνευτικών στρατευμάτων της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Τα γειτονικά μεταλλεία συνέχισαν να λειτουργούν και μετά το 1964, με τη βοήθεια της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, μέχρι δε το 1974 εργοδοτούνταν σ’ αυτά και πολλοί Τουρκοκύπριοι, όπως βέβαια και πιο πριν.

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του καλοκαιριού του 1974, η Λεύκα κατελήφθη από τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις τον Ιούλη, αλλά κρατήθηκε μόνο για λίγες μέρες. Όλη η περιοχή κατελήφθη από τους Τούρκους κατά την δεύτερη προέλασή τους, τον Αύγουστο του 1974.

Οι Τούρκοι ονομάζουν το χωριό Lefka, που αποτελεί παραφθορά της ελληνικής του ονομασίας. Το 1977 ο Ξερός – που μετονομάσθηκε από τους Τούρκους σε Tenesll – «επίσημα» προσαρτήθηκε διοικητικά στη γειτονική Λεύκα.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΚΕΝΤΟΥΣ:

  • ΧΡΥΣΩ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΟΥΡΑΝΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ
  • ΜΑΡΙΑ ΔΡΑΚΟΥ ΜΑΡΚΙΔΟΥ
  • ΛΕΝΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
  • ΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΦΡΙΞΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Πεντάγυια

Μεικτό χωριό στο λεκανοπέδιο Μόρφου, περί τα 48 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τούρκικα στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Η Πεντάγυια είναι κτισμένη στην πεδιάδα της Μόρφου, σε μέσο υψόμετρο 25 μέτρων. Από τον κόλπο της Μόρφου απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο. Το ανάγλυφο στην περιοχή της είναι καμπίσιο με μια μικρή κλίση προς τη θάλασσα. Το τοπίο της είναι διαμελισμένο από τους ποταμούς Ατσά και Καρκώτη, ενώ κατά μήκος του ανατολικού της συνόρου ρέει ο ποταμός Ελιά.

Η κυριότερη καλλιέργεια, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήταν τα εσπεριδοειδή (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές) η έκταση των οποίων ανερχόταν τον Δεκέμβρη του 1966 στα 98 εκτάρια (733 σκάλες). Επίσης εκαλλιεργούντο διάφορα είδη λαχανικών και σιτηρά.

Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν 675 πρόβατα, 378 κατσίκες και 4.354 πουλερικά.

Η Πεντάγυια εξυπηρετείται με ένα πολύ καλό οδικό δίκτυο. Βρίσκεται δίπλα στον δρόμο Πύργου-Καραβοστασίου-Μόρφου μέσω του οποίου συνδέεται στα νοτιοδυτικά με το χωριό Ξερός (περί τα 5,5χμ.) και στα βορειοανατολικά με το χωριό Καζιβερά (περί τα 3,5 χμ.) και μέσω του με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 12χμ.). Συνδέεται επίσης στα νότια με το χωριό ‘Αγιος Γεώργιος Λεύκας (περί τα 6χμ.).

Οι προσοδοφόρες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και η σχετικά μικρή απόσταση του χωριού από την κωμόπολη της Μόρφου είναι οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν μόνο 84 που μειώθηκαν στους 77 το 1891 αλλά αυξήθηκαν στους 127 το 1901, στους 171 το 1911, στους 319 το 1921 και στους 420 το 1931. Το 1946 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 736 (716 Ελληνοκύπριοι, 10 Τουρκοκύπριοι και 10 άλλων εθνικοτήτων) στους 1.105 το 1960 (1.059 Ελληνοκύπριοι, 19 Τουρκοκύπριοι και 27 άλλων εθνικοτήτων) και στους 1.322 το 1973 (1.318 Ελληνοκύπριοι και 4 άλλων εθνικοτήτων).

Η περιοχή της Πεντάγυιας ήταν κατοικημένη από τα αρχαια χρόνια. Υπάρχει εκεί αρχαιολογικός χώρος που περιλαμβάνει τάφους των Ρωμαϊκών χρόνων σε απόσταση περί τα 2,5 χιλιόμετρα από το χωριό, όπου ο R. Gunnis (1936) γράφει ότι είχε επισκεφθεί τέτοιους τάφους, γύρω από την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει όμως και άλλος αρχαιότατος αρχαιολογικός χώρος, που αποδεικνύει την ύπαρξη συνοικισμού στην περιοχή της Πεντάγυιας κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού.

Κατά την Αρχαιότητα η Πεντάγυια και η περιοχή της θα πρέπει ν’ ανήκαν στη διοικητική έκταση του βασιλείου των Σόλων. Εξ άλλου κι αυτός ο ίδιος ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης των Σόλων βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά της Πεντάγυιας.

Αλλά και η ονομασία του χωριού το συνδέει με την Αρχαιότητα. Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη, από το αριθμητικό πέντε και την αρχαία λέξη αγυιά που σημαίνει δρόμος, οδός. ‘Αρα Πεντάγυια σημαίνει δρόμος, οδός. ‘Αρα Πεντάγυια σημαίνει πεντάδρομος (πρβλ. Και χωριό Ανάγυια [=’Ανω Αγυιά] κι άλλα κυπριακά τοπωνύμια όπως Αγυιά Κεπήρ [=Μεγάλος Δρόμος]. Επίσης στην Ελλάδα απαντώνται αρκετοί οικισμοί με την αρχαία ονομασία Αγυιά, όπως στην Κρήτη, στον νομό Λάρισας, στον νομό Πρέβεζας. Μπορούμε συνεπώς να υποθέσουμε ότι κατά την Αρχαιότητα στην περιοχή της Πεντάγυιας υφίστατο πόλη που ονομαζόταν Σέτραχος, όπως κι ο ομώνυμος ποταμός. Ο Τζέτζης (Σχόλια εις Λυκόφρονα, 448), γράφει: Σάτραχος (αντί Σέτραχος): το δε Σάτραχόν φασι πόλιν και ποταμόν Κύπρου (=ο δε Σάτραχος λένε πως είναι πόλη και ποταμός της Κύπρου). Ο Αθ. Σακελλάριος (Τα Κυπριακά Α’, 1890, σ. 137), αποδέχεται ανεπιφύλακτα ότι η Πεντάγυια (γράφει: Πεντάγεια) ήταν η αρχαία Σέτραχος.

Είναι όμως αμφίβολο εάν η πόλη Σέτραχος (ή Σάτραχος) βρισκόταν στην περιοχή της Πεντάγυιας. Γιατί ο ποταμός που έδωσε στην πόλη το όνομά του (ή το πήρε απ’ αυτήν) εκβάλλει δυτικότερα της Πεντάγυιας, διασχίζοντας τη Λεύκα.

Μερικοί γράφουν το χωριό στον τύπο Πεντάγια, θεωρώντας ως δεύτερο συνθετικό της ονομασίας του την λέξη αγιά (=αγία). Δεν υπάρχουν όμως μαρτυρίες που να συνδέουν την περιοχή με οποιεσδήποτε πέντε αγίες. Ο J. C. Goodwin (An Historical Toponymy of Cyprus), απιθάνως θεωρεί πιθανή την προέλευση της ονομασίας του χωριού από τη ξενική battaglia (=μάχη, σύγκρουση πολεμική).

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας η Πεντάγυια γνώρισε την μεγαλύτερή της ακμή. Όντας οικισμός που φαίνεται ότι προϋπήρχε κι ευημερούσε, απετέλεσε την διοικητική πρωτεύουσα διαμερίσματος και μια από τις 12 βαρωνίες του φράγκικου βασιλείου της Κύπρου. Και βέβαια μνημονεύεται επανειλημμένα στα μεσαιωνικά χρονικά, ο δε Μας Λατρί την περιλαμβάνει στον κατάλογο των βασιλικών κτημάτων (γράφοντας την Pendaia). Το χωριό βρίσκεται επίσης σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Pentaia και Pendaia.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει αρκετές φορές την Πεντάγυια:

Το 1363, επί βασιλείας του Πέτρου Α’ (1359-1369), ο Μαχαιράς σημειώνει επίθεση των Τούρκων στην Πεντάγυια με δύναμη από 12 καράβια υπό των Μωχάμεντ Ραϊς. Ορμώμενοι από την Αττάλεια οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Πεντάγυια κι αφού την λεηλάτησαν, έφυγαν παίρνοντας και πολλούς αιχμαλώτους: …και απεζεύσαν εις την Πενταγίαν, και εκουρσεύσαν πολλούς λας, και επήρεν τους [ο Μωχάμεντ Ραϊς] και πήγεν εις την Τουρκίαν…

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1373, ο Μαχαιράς αναφέρει προσπάθεια των Γενουατών, που είχαν εισβάλει τότε στην Κύπρο, να καταλάβουν την Πεντάγυια αφού πλησίασαν με 6 γαλέρες: …και εστράφησαν [οι γαλέρες] εις τον ‘Αγιον Ευξίφην και εις την Πενταγίαν… Στην Πεντάγυια όμως βρισκόταν ο κοντοσταύλης και στρατιωτικός αρχηγός της Κύπρου Ιάκωβος ντε Λουζινιάν (μετέπειτα βασιλιάς) με δύναμη από 300 στρατιώτες, που εκδίωξε τους επιδρομείς.

Σε άλλη περίπτωση, στο τέλος του 1373, οι βασιλικές δυνάμεις της Κύπρου που μάχονταν κατά των Γενουατών ζήτησαν, κατά τον Μαχαιρά, ενισχύσεις από Βούλγαρους μισθοφόρους που στάθμευαν στην Πεντάγυια.

Το 1374, όταν οι Γενουάτες πολιορκούσαν την Κερύνεια, ο κοντοσταύλης Ιάκωβος μάζεψε επανειλημμέν τρόφιμα από την Πεντάγυια κι άλλες περιοχές για τις ανάγκες της πολιορκημένης πόλης.

Τέλος, ο Μαχαιράς αναφέρει την Πεντάγυια (και τον γειτονικό ‘Αγιο Αυξίβιο) το πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ των Γενουατών και του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Α’ το 1385. Βάσει της συμφωνίας η Πεντάγυια δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιείται πλέον για προσέγγιση καραβιών που έρχονταν από την Τουρκία (για εμπόριο). Η αναφορά αυτή του Μαχαιρά υπονοεί ότι στην περιοχή της Πεντάγυιας υπήρχε λιμάνι απ’ όπου διεξαγόταν θαλασσινό εμπόριο.

Ο Γεώργιος Βουστρώνιος πάλι, στο δικό του Χρονικόν, αναφέρει αρκετές φορές την Πεντάγυια:

Ως έδρα του τζιβητάνου (=διοικητή του διαμερίσματος) Τζάν τα Μιλά (=Ιάκωβος ντε Μιλάν), το 1460.

Σε σχέση με το ναυάγιο μιας γαλέρας στην περιοχή: …εβγήκεν το κάτεργον του φρέ Πούσουλα απέ την Κερίνια, διά να πάγη εις την Ρόδον, και εις την Πενταγίαν ετζακίστη…

Το 1473 αναφέρει την Πεντάγυια ως χώρο αποβίβασης του νεαρού Βαλεντίνου ντε Μοντολίφ, προερχόμενου από τη Ρόδο, οπότε συνελήφθη ως κατάσκοπος και εστάλη εις τον τζιβητάνον [=διοικητή] της Πενταγίας, και αξαμινιάσαν τον [=τον ανέκριναν]…

Κατά την διάρκεια της διαμάχης για τον θρόνο της Κύπρου μεταξύ της Καρλόττας και του Ιακώβου Β’, ο Βουστρώνιος αναφέρει επίσης μάχη που διεξήχθη το 1464 στην Πεντάγυια μεταξύ μικρών δυνάμεων της Καρλόττας υπό τον Σόρ ντε Νάβες, και του τότε τζιβητάνου (=διοικητή) της Πεντάγυιας που ήταν ο γνωστός Δημήτριος ντε Κορόν.

Ο Βουστρώνιος, επιβεβαιώνοντας τον Μαχαιρά για ύπαρξη λιμανιού στην περιοχή της Πεντάγυιας, σημειώνει την άφιξη, στις 18.2.1474, στην Πεντάγυια τριών βενετσιάνικων καραβιών που έφεραν στην Κύπρο στρατιωτικές ενισχύσεις από την Κρήτη, υπό τον Μάρκο Βενέριο, συγγενή της βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο.

Η ακμή της Πεντάγυιας τερματίστηκε μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71). ‘Ανκαι για κάποιο διάστημα είχε πιθανώς υπάρξει έδρα διαμερίσματος (αναφέρεται κατηλλίκι Μόρφου και Πεντάγυιας), ωστόσο ο οικισμός περιέπεσε σε μαρασμό με αποτέλεσμα να έχει, στα τέλη της τουρκοκρατίας, μόνο 8-10 σπίτια.

Ωστόσο με τις νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά την αγγλική κατοχή (1878) της Κύπρου, ιδίως δε με την λειτουργία των μεταλλείων της περιοχής και την δημιουργία εγκαταστάσεων επεξεργασίας του μεταλλεύματος στην περιοχή Καραβοστασίου απ’ όπου άρχισαν εξαγωγές, όπως ακόμη η ίδρυση και λειτουργία του σιδηροδρόμου που ένωσε την Πεντάγυια με τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, η Πεντάγυια άρχισε ν’ αναπτύσσεται γοργά. Τούτο διαφαίνεται και στον πίνακα του πληθυσμού της, από το 1881 και ύστερα. Μεταξύ άλλων, κοντά στην Πεντάγυια είχε ιδρυθεί και νοσοκομείο, βασικά για τις ανάγκες των μεταλλείων, όμως εξυπηρετούσε κι όλη την γύρω περιοχή. Το νοσοκομείο εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το 1960, έως το 1974.

Η κύρια εκκλησία της Πεντάγυιας είναι αφιερωμένη στους αγίους Σέργιο και Βάκχο. Κοντά στην Πεντάγυια βρισκόταν και μικρό μοναστήρι, γνωστό ως Ξεροπόταμος, που αποτελούσε μετόχι του μοναστηριού του Κύκκου. ‘Ηταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο κι αναφέρεται ότι είχε δωρηθεί στον Κύκκο από κάποιον δούκα Γεώργιο στα τέλη των Βυζαντινών χρόνων.

Οι κάτοκοι της Πεντάγυιας προσφυγοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1974 κι έκτοτε το χωριό κατέχεται από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Επειδή η περιοχή (ιδίως το Καραβοστάσι) είναι στρατιωτική, στην Πεντάγυια οι Τούρκοι δεν επέτρεψαν την μαζική εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων αλλά κυρίως Τούρκων εποίκων. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν όλα τα ελληνικά τοπωνύμια από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, μετονόμασαν την Πεντάγυια σε Yasilyurt που σημαίνει πράσινη περιοχή.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ ΚΟΥΣΠΟΓΕΝΗΣ
  • ΑΝΘΟΥΛΛΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
  • ΤΑΚΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Κυρά

Κατεχόμενο χωριό της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου που βρίσκεται περί τα 29,5 χμ. δυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

Η Κυρά είναι κτισμένη σε πεδινή περιοχή σε μέσο υψόμετρο 100 μέτρων. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο απο το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Οβγού, ο οποίος ρέει στα βόρεια του οικισμού. Εξάλλου κατά μήκος των νοτίων συνόρων του χωριού ρέε ο ποταμός Σερράχης·

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και αμμώδεις μάργες), οι αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν καφκάλλες, ξερορεντζίνες, ασβεστούχα και προσχωσιγενή εδάφη.

Η Κυρά δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται περί τα 320 χιλιοστόμετρα. ‘Ομως το νότιο τμήμα του χωριού βρίσκεται στην περιοχή του σημαντικότερου υδροφόρου στρώματος της Κύπρου, εκείνου της δυτικής Μεσαορίας ή Μόρφου. Στην περιοχή έχουν ανορυχθεί αρκετές διατρήσεις που, μαζί με την αξιοποίηση των νερών των ποταμών Σερράχη και Οβγού, συνέβαλαν στην επέκταση των αρδευομένων εκτάσεων στο χωριό. Εξάλλου το φράγμα του ποταμού Οβγού χωρητικότητας 845.000 μ3 νερού, που βρίσκεται μέσα στη διοικητική έκταση του χωριού, βοή­θησε στην άρδευση αρκετής έκτασης γης. Οι κυριότερες καλλιέργειες στην Κυρά, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήσαν τα εσπεριδοειδή (κυρίως πορτοκάλια και κιτρόμηλα), τα λαχανικά, τα σιτηρά και τα νομευτικά φυτά. Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν από 78 κτηνοτρόφους 589 πρόβατα, 520 κατσίκες και 1.410 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Κυ­ρά συνδέεται στα βορειοδυτικά με το Καλό Χωριό Μόρφου ([Καπούτι], περί τα 5,5 χμ.), στα δυτικά με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 6 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Μάσαρι (περί τα 2 χμ.) και Φιλιά (περί τα 3,5 χμ.) και μέσω της με την πρωτεύουσα.

Η Κυρά γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σ’ αυτό συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, οι προσοδοφόρες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, η καλή οδική της σύνδεση και η γειτνίασή της με την κωμόπολη της Μόρφου. Το 1881 οι κάτοικοι του χωριού ήσαν 193 που αυξήθηκαν στους 196 το 1891, στους 239 το 1901, στους 247 το 1911, στους 248 το 1921, στους 264 το 1931, στους 362 το 1946, στους 580 το 1960 και στους 782 το 1973.

Το χωριό υφίστατο τουλάχιστον από την περίοδο της φραγκοκρατίας και βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Chora. Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας το χωριό ήταν φέουδο που ανήκε αρχικά στους Ναΐτες ιππότες, μετά τη διάλυση του τάγματος τους όμως περιήλθε στην κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών, αποτελούσε δε ιδιοκτησία της κομμανταρίας του Τέμπλους.

Με την περίοδο της φραγκοκρατίας φαίνεται να συνδέεται και τοπική παράδοση, την οποία αναφέρει ο Νέαρχος Κληρίδης, σχετική και με την ονομασία της Κυράς: Στην περιοχή του χωριού διέμενε μια βασίλισσα (ή ευγενής;) δηλαδή μια κυρά. Υπήρχε δε και μεγάλη, δεξαμενή διαστάσεων (κατά τον Κληρίδη) 200X100X10 ποδών, στην οποία η κυρά αυτή των μεσαιωνικών χρονών λουζόταν αλλά έκανε ακόμη και τη βαρκάδα της. Σώζονται κοντά στο σχολείο του χωριού τα θεμέλια της δεξαμενής αυτής η οποία, πιθανώτατα, εξυπηρετούσε αρδευτικούς σκοπούς. Η δεξαμενή ετροφοδοτείτο με νερό από μια πηγή που υπήρχε στη γειτονική εκκλησία. Η πηγή στέρεψε αργότερα, πιθανόν εξαιτίας των πολλών διατρήσεων που έγιναν στην περιοχή.

Ο G. Jeffery σημειώνει ότι στην περιο­χή του χωριού υφίστατο, κατά την περί­οδο της φραγκοκρατίας, μεγάλο κτήμα (casal) ονομαζόμενο Zenuri ή και Tenuri. Η ονομασία του κτήματος αποτελεί πα­ραφθορά του επωνύμου de Nores (ντε Νόρες*], της μεγάλης και γνωστής μεσαιωνικής οικογένειας της Κύπρου. Ο Gunnis θεωρεί πιθανό ότι στην ίδια περιοχή υφίστατο και μικρός πύργος ή παρατηρητήριο.

Ωστόσο η ονομασία του χωριού φαίνεται να είναι παλαιότερη της περιόδου της φραγκοκρατίας και ανάγεται στην Βυζαντινή περίοδο, οπότε Κυρά απεκαλείτο η Παναγία. Ο Ν. Κληρίδης (Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, 1961, σ. 127) δίνει και την επιπρόσθετη πληροφορία ότι στην περιοχή του χωριού υφίστατο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία την Κυρά. Η προσωνυμία Κυρά της Παναγίας απαντάται και σε αρκετά άλλα μέρη της Κύπρου.

Η εκκλησία του χωριού εξάλλου, κτισμένη πάνω από την πηγή που τροφοδο­τούσε την μεγάλη δεξαμενή, είναι αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα. Πρόκειται για οικοδόμημα του 16ου αιώνα που όμως ανακαινίστηκε το 1879.

Στην περιοχή του χωριού Κυρά βρίσκονται και άλλα αξιόλογα χριστιανικά κατάλοιπα. Στ’ ανατολικά, σε κορφή ενός λόφου, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη (το επώνυμο Ρηγάτης, από το ρήγας=βασιλιάς, παραπέμπει και πάλι σε μεσαιωνικούς θρύλους). Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό μικρού μοναστηριού που αποτελούσε μετόχι του Παναγίου Τάφου (βλέπε γι’ αυτήν στο λήμμα Γεωργϊου Αγίου εκκλησίες, τόμος Δ’, σσ. 54-55). Η εκκλησία πήρε το επώνυμο Ρηγάτης επειδή σ’ αυτήν πήγαινε να προσευχηθεί η ρήγαινα που κατοικούσε στην περιοχή, σύμφωνα προς τοπική παράδοση.

Εξάλλου με τον άγιο Γεώργιο συνδέεται και τοποθεσία περί τα 6 χμ. βόρεια του χωριού Κυρά. Η τοποθεσία ονομάζε­ται Λαξιά τ’ άη Γιώρκη, και σ’ αυτήν έχουν βρεθεί αρχαία κατάλοιπα.

Το μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου κατείχε στην περιοχή του χωριού αρκετή κτηματική περιουσία.

Ως μεσαιωνικό φέουδο, η Κυρά ή τουλάχιστον αρκετή από την διοικητική της έκταση, περιήλθε υπό τουρκική κατοχή μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570/71. Μέχρι και πρόσφατα αρκετή περιουσία στηυ περιοχή του χωριού ανήκε στο Εβκάφ.

Η περιοχή, ωστόσο, στην οποία βρίσκεται το χωριό, ήταν κατοικημένη από τα αρχαιότατα χρόνια και αποτελεί σημαντική αρχαιολογική ζώνη των Προϊστορικών χρόνων. Υπάρχουν, κοντά στο χωριό, συνοικισμοί της Χαλκολιθικής II περιοδου (2900-2500 π.Χ.) και της Πρώιμης εποχής του Χαλκού I περιόδου (2500-2075 π.Χ), από τους οποίους και προήλθαν διάφορα αρχαία ευρήματα. Εξάλλου η περιοχή των συνοικισμών αυτών εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή της δυτικής πεδιάδας (πεδιάδα Μόρφου) που ήταν πυκνοκατοικημένη κατά τα Προϊστορικά χρόνια (συνοικισμοί Κυράς, Φι­λιάς, Δένειας, Χρυσηλιού, Μόρφου κ.α.), επί του ποταμού Οβγού.

Στην περιοχή του χωριού Κυρά είναι γνωστοί δυο προϊστορικοί συνοικισμοί. Ο ένας βρίσκεται στην τοποθεσία Αλώνια, σε απόσταση λιγότερη του ενός χμ. νοτιοανατολικά του χωριού, σε υψόμετρο περί τα 100 μέτρα. Φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλος συνοικισμός της Χαλ- κολιθικής II περιόδου, σύμφωνα και προς τα ανασκαφικά δεδομένα. Ανα­σκαφές έγιναν το 1945-46. Ο δεύτερος συνοικισμός, λίγο μεταγενέστερος του προηγουμένου, βρίσκεται στην τοποθεσία Καμινάρια, όχι μακριά από τον συνοικισμό στα Αλώνια. Ανασκαφές έγιναν το 1946.

Αρχαία κατάλοιπα που βρέθηκαν στην περιοχή του χωριού μαρτυρούν ότι αυτή είχε κατοικηθεί και αργότερα, κατά τους Ιστορικούς χρόνους, μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, κι εξαιτίας αυτής, όλοι οι ‘Ελληνες κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν. Αργότερα εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό Τουρκοκύπριοι που μεταφέρθηκαν από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, καθώς και αριθμός Τούρκων εποίκων. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους για εξάλειψη όλων των ελληνικών τοπωνυμίων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονό­μασαν το χωριό το 1975 σε Mevlevi.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΚΥΡΑΣ:
  • ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
  • ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΛΕΑ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΥΛΛΟΥΡΟΣ

Αυλώνα

Κατεχόμενο χωριό της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου στην πεδιάδα Μόρφου, 160 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι κτισμένο στην ανατολική όχθη του ποταμού του Ακακίου, 4 χμ. στα ΒΑ. της Περιστερώνας και 3,4 χμ. στα ΒΔ. του Ακακίου.

Από γεωλογικής απόψεως κυριαρχούν οι άργιλλοι, οι άμμοι και τα χαλίκια των αποθέσεων της Ολόκαινης και της Πλειστόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στις αποθέσεις αυτές αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες, ενώ κατά μήκος της κοίτης των ποταμών, βρίσκονται αλλουβιακά εδάφη.

Το χωριό βρίσκεται κοντά στη συμβολή τριών ποταμών, του Μερικά ή Μέρικου στ’ ανατολικά, του ποταμού του Ακακίου στο μέσο και του ποταμού της Περιστερώνας στα δυτικά. Και οι τρεις μαζί στα ΒΔ. της Αυλώνας δημιουργούν τον μεγάλο ποταμό Σερράχη, που αρδεύ­ει την πεδιάδα Μόρφου και τελικά χύνεται στον κόλπο Μόρφου.

Το τοπίο του χωριού είναι καμπίσιο αν και παρατηρείται κλίση από τα ανα­τολικά στα δυτικά και από τα νότια στα βόρεια. Συγκεκριμένα το υψόμετρο πέ­φτει από τα 200 μ. μεταξύ Κοκκινοτριμιθιάς και Αυλώνας στα 140 μ. μεταξύ Αυ­λώνας και Κατωκοπιάς. Επίσης από τα 190 μ. μεταξύ Αυλώνας και Περιστερώνας πέφτει στα 150 μ. βόρεια του οικισμού της Αυλώνας.

Με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 300 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνταν πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 κυρίως εσπεριδοειδή, λαχανικά, φρουτόδεντρα, σιτηρά, νομευτικά φυτά και ποικίλα άλλα προϊόντα. Πριν από την εισβολή στο χωριό εκτρέφονταν 979 πρόβατα και 314 κατσίκες.

Ο πληθυσμός του χωριού αυξανόταν συνεχώς από το 1881 μέχρι το 1973. Συγκεκριμένα από 160 κατοίκους το 1881 ο πληθυσμός αυξήθηκε στους 220 το 1911, στους 406 το 1946 και στους 684 το 1973.

Η Αυλώνα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των λουζινιανο-βενετικών φεούδων του ντε Μας Λατρί με το όνομα Avelone. Σε βενετικούς χάρτες εμφανίζεται ως Avdona.

Ο Τζέφρυ αναφέρεται στην Αυλώνα ως ένα από τα κυριότερα κέντρα της Μεσαορίας κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ίσως, κατά τον ίδιο συγγραφέα, η ονομασία να προέρχεται από το αλώνι. Ο Γκάννις μνημονεύει την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, κτίσμα του 18ου αιώνα. Επίσης αναφέρεται στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που ανοικοδομήθηκε το 1535.

 

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσία
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΑΥΛΩΝΑΣ:
  • ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΗ
  • ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ
  • ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ

Κατωκοπιά

Το χωριό Κατωκοπιά βρίσκεται 29χλμ δυτικά της πόλης της Λευκωσίας και 6χλμ νοτιοανατολικά της πόλης της Μόρφου, σε υψόμετρο 125μ και είναι κτισμένο σ’ ένα καμπίσιο τοπίο, βόρεια του περνάει ο ποταμός Σερράχης

Η Κατωκοπιά συνδέεται στα βορειοδυτικά με το χωριό Αργάκι (1,5 χλμ) και την κωμόπολη της Μόρφου (6χλμ), στα βορειοανατολικά με το χωριό Μάσαρι (2,5χλμ) και στα νότια με το χωριό Αστρομερίτης (4χλμ) .

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές που μία από αυτές λέει ότι η ονομασία Κατωκοπιά παράγεται από το αρχικό Κακοτοπιά (κακός τόπος), εξαιτίας του γεγονότος ότι η περιοχή ήταν γεμάτη από πέτρες. Επίσημα το χωριό γράφεται σαν Κατωκοπιά και η ονομασία αυτή πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις «κάτω» και «τόπος», δηλαδή Κατωτοπιά-Κατωκοπιά.

Το χωριό υπήρχε στα Μεσαιωνικά χρόνια και σημειώνεται στους παλαιούς χάρτες όπως το χάρτη του Abraham Ortelius, του 1573. Επίσης στους χάρτες της Κύπρου του 1538 (Matheo Pagano) και του 1566 (Giovanni Francesco Camocio), ως Carocopia. Επίσης, το συναντώμαι σε διάφορα παλιά έγγραφα του 14ου αιώνα ( (καταχωρήσει που προέρχονται από τον Παρισινό Κώδικα αρ.1590 που εξέδωσε ο Zean Darrouzes «Λογοτεχνία και ιστορία Βυζαντινών Χειρογράφων Λονδίνο, 1972». Σε χειρόγραφο του 1063, το οποίο προέρχεται από την Ιερά Μονή Παναγίας της Ασίνου και σε χειρόγραφο ευαγγέλιο που σώζεται στην κοινότητα Αστρομερίτη, όπου στο περιθώριο του αναγράφεται η τοποθεσία ζωτοκατοκοπία.

Τον 16ο αι., ο Φλώριος Βουστρώνιος γράφει ότι η Catocopia ήταν φέουδο του ευγενούς Jean Ferrer (15ος αι.). Και σε άλλο χειρόγραφο (Λειμωνίδα), αναφέρεται ότι η Κατωκοπιά ήταν φέουδο της ευγενούς Μαργαρίτας. Σε έκθεση που συντάχθηκε την περίοδο της Βενετοκρατίας από ένα βενετό αξιωματούχο, γράφει το χωριό ως Cacotopia και αναφέρει και πάλι ότι μαζί με τα χωριά Καλαβασό και Συριάτη ανήκαν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ίδιας ευγενούς.

Οι κάτοικοι της Κατωκοπιάς ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (πορτοκάλια, λεμόνια, κιτρόμηλα και γκρέιπφρουτ), λαχανικών (πεπονοειδή, ντομάτες, πατάτες και αγγούρια) και λίγα σιτηρά. Τα πορτοκάλια της Κατωκοπιάς όπως και της Κάτω Ζώδιας ήταν ξακουστά σε όλη την Κύπρο. Ασχολούνταν επίσης με την κτηνοτροφία και πριν την τουρκική εισβολή το 1973 στο χωριό εκτρέφονταν 615 πρόβατα, 351 κατσίκες κα 39 αγελάδες.

Οι κάτοικοι του χωριού το 1960 ανέρχονταν σε 1198 και το 1973 αυξήθηκαν στους 1578.

Αναφέρεται από τον R.Gunnis ότι η παλαιά εκκλησία του χωριού που είναι αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα 16ος αιώνας, ανακαινίστηκε το 1818, και μέσα στο ναό διασώζονταν τοιχογραφίες στα τέλη 16ου αι., όπως η Ανάσταση του Λαζάρου και τμήμα μεγάλης τοιχογραφίας που απεικονίζει τον αρχάγγελο Μιχαήλ, καθώς και μερικές που ο ίδιος θεωρεί ότι ήταν ζωγραφιές ξένων αγιογράφων. Οι κάτοικοι οικοδόμησαν νέο ναό προς τιμήν της Παναγίας Ελεούσας.

Στο χωριό λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο που σε αυτό φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 190 μαθητές.

Από την περιοχή του χωριού περνούσε ο κυπριακός σιδηρόδρομος, που είχε εκεί σταθμό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε συνθήκες προσφυγιάς το αθλητικό σωματείο Δόξας Κατωκοπιάς όπως κι ο Διγενής Ακρίτας Μόρφου δηλώνουν την παρουσία τους στα πολιτιστικά και αθλητικά πράγματα του τόπου συμμετέχοντας στο κυπριακό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.

Οι Τούρκοι μετονόμασαν την Κατωκοπιά το 1975 σε Zumruthkoy (σμαραγδένιο χωριό), μέσα στην προσπάθεια τους για αλλοίωση της ιστορίας και εξαφάνισης των ελληνικών ονομασιών.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΚΑΤΩΚΟΠΙΑΣ:
  • ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ
  • ΜΑΡΙΑ ΤΤΟΠΟΥΖΗ
  • ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
  • ΜΑΡΙΑ Φ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
  • ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
  • ΦΩΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΣ
  • ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΗΣ
  • ΒΑΣΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Αργάκι

Το κατεχόμενο σήμερα χωριό Αργάκι βρίσκεται 30χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 4χλμ νοτιοανατολικά της Μόρφου, στην πεδιάδα της Μόρφου σε υψόμετρο 103μ.

Η ονομασία Αργάκι στην τοπική διάλεκτο προφέρεται Αρκάτζιν, που σημαίνει ρυάκι και πιθανόν να πήρε το όνομα του από αυτό.

Σύμφωνα με τον κατάλογο του Mas Latrie, το Αργάκι εμφανίζεται ως βασιλικό κτήμα κατά την περίοδο των Ενετών κι αναφέρεται ως Argaglia στην περιφέρεια Μόρφου, που ίσως να είναι το όνομα του σημερινού Αργακιού. Επίσης, το χωριό Ariati, που σημειώνουν οι ενετικοί χάρτες, ανατολικά της Μόρφου, πιθανόν να είναι το σημερινό Αργάκι.

Στους βυζαντινούς χρόνους βρίσκομαι την Μονή του Ρύακος προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Η Μόνη είχε άμεση σχέση με τη Μονή του Πίπη (Σημερινός καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου). Μέχρι σήμερα η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο και μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες του Αργακιού έχει το επίθετο Πίπη. Ο ιστορικός Κώστας Κύρρης συνδέει την άφιξη της οικογένειας Πίπη ως επίσης και των οικογενειών Μασούρα και Κούρρη με την πτώση της Άκρας το 1291.

Το 1960 ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν στους 1219 Ελληνοκύπριους και 72 Τουρκοκύπριους, οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό πολύ πριν το 1974. Το 1973 οι κάτοικοι αυξήθηκαν στους 1599.

Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν όλα τα είδη εσπεριδοειδών, λαχανικά, πεπονοειδή, φρούτα κ.ά. και είχαν ανεπτυγμένη κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και αγελάδων. Πριν την τουρκική εισβολή το 1973 εκτρέφονταν 1766 περίπου αιγοπρόβατα και 88 αγελάδες.

Το 1962 πάνω στο Σερράχη ποταμό, στα βόρεια του χωριού, κατασκευάστηκε το γνωστό φράγμα Μόρφου και το 1973 το επίσης γνωστό φράγμα, Μάσαρη. Πριν την τουρκική εισβολή περίπου το 77% της διοικητικής έκτασης του χωριού αρδευόταν, ένα 13% ήταν ξηρική καλλιεργούμενη γη και το υπόλοιπο ήταν ακαλλιέργητη γη.

Ο ενοριακός ναός του χωριού είναι προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κι ανοικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνος. Προφανώς η εκκλησία κτίστηκε επί των ερειπίων της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μονής του Ρύακος. Επίσης, οικοδομήθηκε σύγχρονος ναός αφιερωμένος στην Αγία Βαρβάρα. Καθώς και τα εξωκλήσια Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας και Αγίου Κοσμά που σήμερα είναι ερείπιο.

Πριν την τουρκική εισβολή λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο που σε αυτό φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74, 199 μαθητές

Ο Λοίζος Φιλίππου αναφέρει τα εξής:

«Εις το χωρίον τούτο το πρώτον σχολείον ιδρύθη τω 1873 με διδάσκαλον τον Ιεροδιάκονον Χαρίτωνα, όστις ευρίσκετο εν τη υπηρεσία του Μητροπολίτου Κυρηνείας και απελύθη. Εδίδαξεν επί εν και μόνον έτος αποθανών τω 1874 εις την γενέτειράν του Αργάκι. Από του 1874 – 1877 εδίδαξεν ο εκ Μόρφου Ιωάννης Κυριακίδης, ο μετά ταύτα διδάσκαλος και μουχτάρης Μόρφου, όστις ήτο γνωστός καθ’ όλον το διαμέρισμα ως «διδάσκαλος». Επί των ημερών του ιδρύθη και το σχολείον Αργακιού διά δαπάνης και εργασίας των κατοίκων. Το σχολείον τούτο χρησιμοποιείται και σήμερον ως Παρθεναγωγείον. Από του 1877 εδίδασκεν ο εκ του χωρίου τούτου Νεόφυτος Παπαδόπουλος, όστις τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τω χωρίω του και έπειτα ηκολούθησε μαθήματα εν τη λειτουργούση εν τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος εν Μύρτου Σχολή. Είτα μετέβη εις την Μικράν Ασίαν παρά τινι θείω του κληρικώ και δαπάναις αυτού απεπεράτωσε το Σχολαρχείο Μαλάσων της Καρίας. Ούτος εξηκολούθησεν υπηρετών μέχρι του 1923, ότε απεχώρησε λόγω ορίου ηλικίας».

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΑΡΓΑΚΙΟΥ:
  • ΠΡΩΤ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΠΗΣ
  • ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΝΕΚΝΑΣ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΥΣΙΑΣ
  • ΝΙΤΣΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
  • ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ζώδια ή Ζώδκια

Η κατεχόμενη από τους Τούρκους εισβολείς Ζώδια χωρίζεται σε δύο χωριά την Κάτω Ζώδια και Πάνω Ζώδια.
 
Όσον αφορά το διαχωρισμό του χωριού σε Κάτω και Πάνω Ζώδια, αυτός πρέπει να έγινε αργότερα, πιθανόν την περίοδο της τουρκοκρατίας, γιατί στις περισσότερες πηγές αναφέρονται σαν ένα χωριό. Επίσης δεν είναι εξακριβωμένο ποιό από τα δυο χωριά δημιουργήθηκε πρώτο και ποιο ακολούθησε. Από τις διάφορες ενδείξεις που έχουμε η Πάνω Ζώδια είναι νεώτερος οικισμός από την Κάτω και στην ουσία αποτελεί προέκτασή της.
 
Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας στην Κύπρο δεν υφίστατο αυτός ο διαχωρισμός και οι δύο οικισμοί σημειώνονται σε παλαιούς χάρτες ως ένας με την ονομασία Zothia αλλά και με την ονομασία Zodies (=Ζώδιες). Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Ζώθκια. Οι Φράγκοι μην μπορώντας να προφέρουν το γράμμα θήτα το αντικατέστησαν με το γράμμα ταυ και έτσι η Ζώθκια έγινε Ζωτία. Το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο παρατηρούμε και στην κωμόπολη της Μόρφου τον 10ο αι. όπου οι βυζαντινοί συγγραφείς την ονομάζουν Θεομόρφου και οι Φράγκοι μην μπορώντας να προφέρουν το γράμμα θήτα μεταποιούν τη Θεομόρφου σε Ντεμόρφου.

 

Στο Χρονικόν του ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρεται στη Ζώδια σαν έναν οικισμό με την ονομασία Ζωτία, στην οποία γράφει ότι ασκήτευσε ένας εκ των 300ων Αλαμάνων Αγίων, ο Άγιος Ειρηνικός.

Στην Ιστορία του όμως ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρεται σε δύο Ζώδιες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.

Επίσης στον χάρτη του Mas Latrie οι δυο Ζώδιες σημειώνονται ως χωριστά χωριά, με την ένδειξη ότι και τα δυο ανήκαν στην κατηγορία των κυπριακών χωριών που είχαν πληθυσμό μεταξύ 200 και 500 κατοίκων. 

Η περιοχή γύρω από τις δύο Ζώδιες ήταν κατοικημένη από αρχαιοτάτων χρόνων κι έχουν βρεθεί σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα σε γύρω χωριά ή τοποθεσίες.

Ο G. Jeffery στο βιβλίο του A Description of the Historic Monuments of Cyprus (1918) σημειώνει ότι η Ζώδια είναι ένα μεγάλο χωριό που χωρίζεται σε Πάνω και σε Κάτω. Αναφέρει δε και τις εκκλησίες του Σταυρού, του Αγίου Γεωργίου και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ο Νέαρχος Κληρίδης στο βιβλίο του Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, 1961, αναφέρεται σε μία τοπική παράδοση που άκουσε σχετικά με την ονομασία των δυο χωριών: Η παράδοση αναφέρει ότι ένα ζώδκιον (=φάντασμα στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα) κατοικούσε σε μια σπηλιά που υφίσταται ακόμη σε περιοχή της Πάνω Ζώδιας κι έτρωγε ανθρώπους που τύχαινε να περάσουν από την περιοχή του. Για να σκοτώσουν αυτό το φάντασμα (που είχε μορφή δράκου) εννέα γενναίοι άντρες του χωριού το επισκέφθηκαν κουβαλώντας μαζί τους και άφθονο κρασί καθώς και πολλούς μεζέδες. Γλέντησαν με το φάντασμα/δράκο κι αφού κατόρθωσαν να το μεθύσουν, το έλουσαν με πετρέλαιο και το έκαψαν.

Μια δεύτερη τοπική παράδοση που έχει διασωθεί αναφέρεται σε μια ωραία Ρήγαινα η οποία κατοικούσε στη Μόρφου η οποία ήταν κατάξερη λόγω της ελλείψεως νερού και κάποιον Ρήγα ο οποίος κατοικούσε στην ανθισμένη Περιστερώνα που το νερό υπήρχε άφθονο. Ο Ρήγας ζήτησε να νυμφευθεί την ωραία Ρήγαινα, αλλά εκείνη του ζήτησε για να τον παντρευτεί να ανοίξει έναν αυλάκι από το οποίο θα της παραχωρούσε ποσότητα νερού ικανό να παρασύρει ένα φορτίο από ακανθώδεις θάμνους (παλλούρες). Έτσι και έγινε. Το αυλάκι ανοίχθηκε και το νερό έτρεξε μέχρι το παλάτι της Ρήγαινας. Αλλά το φορτίο με τις παλλούρες σκάλωσε σε κάποια στροφή του αυλακιού στη Ζώδια. Τότε ο Ρήγας και η Ρήγαινα θεώρησαν ότι το μέρος που σκάλωσαν οι παλλούρες ήταν σημάδι για να κτιστεί το παλάτι τους, για να μπορούν να επιβλέπει η Ρήγαινα τα κτήματα της προς τη Μόρφου και ο Ρήγας προς την Περιστερώνα. Το μέρος εκείνο ονομάστηκε Στυαρός και εκεί ήταν που κάποτε διαχωρίστηκε η παροχή νερού για τη Μόρφου, τη Ζώδια και το Αργάκι.

Πάνω Ζώδια

Η Πάνω Ζώδια βρίσκεται 32χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 4χλμ νοτιοανατολικά της Μόρφου, στη δυτική Μεσαορία, σε υψόμετρο 100μ.

Το χωριό συνδέεται στα βορειοδυτικά με την Κάτω Ζώδια και δια μέσου της με τη Μόρφου (4,5χλμ) και στα νοτιανατολικά συνδέεται με το χωριό Αστρομερίτης (3,5χλμ).

Το 1960 ο πληθυσμός της κοινότητας αυτής ανερχόταν σε 1345 και το 1973 σε 1630. Η Πάνω Ζώδια ήταν το έκτο σε πληθυσμό χωριό της γεωγραφικής περιφέρειας Μόρφου.

Όπως και στην Κάτω Ζώδια οι κάτοικοι καλλιεργούσαν εσπεριδοειδή, λαχανικά, σιτηρά κι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία αιγοπροβάτων.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το πρώτο εργοστάσιο κατασκευής λινών ιδρύθηκε και λειτούργησε μέχρι το 1950 στην Πάνω Ζώδια κι ανήκε στη Μονή Κύκκου.

Στα όρια της Πάνω Ζώδιας βρίσκεται η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και το εξωκλήσι της Παναγίας της «Αφέγγας», Αφέντρας.

Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κτίστηκε αρχές του 20ου αι. στην τοποθεσία όπου κατά την παράδοση λειτουργούσε τα παλιά χρόνια η Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κι αυτό το αποδεικνύουν οι βάσεις επί των οποίων στηρίζονται οι καμάρες του βορείου ηλιακού της εκκλησίας.

Η Παναγία η Αφέντρα ανοικοδομήθηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 αφού προηγουμένως φανέρωσε με όραμα η Παναγία τη θέληση της για ανέγερση μικρού ναού.

Επίσης στο κέντρο του παλαιού χωριού σώζεται ναός της τουρκοκρατίας προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου.

Στα σύνορα της Πάνω Ζώδιας με τον Αστρομερίτη υπάρχει σπήλαιο με την ονομασία «Σπήλιος Σωζομένου» και πιθανόν να ασκήτευσε εδώ ο Όσιος Σωζόμενος που τιμάται στην κοινότητα Γαλάτα με παλαιό ναό ως επίσης και στην τοποθεσία «Αγιόπετρα» στην κοινότητα Γερακιές.

Στην Πάνω και Κάτω Ζώδια λειτουργούσαν 2 Δημοτικά Σχολεία που σ’ αυτά φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74, 570 μαθητές.

Από την κοινότητα της Πάνω Ζώδιας κατάγεται ο ήρωας του απελευθερωτικού μας αγώνα 1955-59 Νικόλαος Π. Γιάγκου.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσία

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΚΑΤΩ ΖΩΔΙΑΣ:

 

  • ΠΡΩΤ. π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΣΥΜΕΟΥ
  • ΜΑΡΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
  • ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Χ. ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΛΗ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ
  • ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΑΤΤΙΡΤΖΗΣ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΠΙΟΣ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΣΕΤΤΗΣ
  • ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΜΠΑΣ
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΑΝΩ ΖΩΔΙΑΣ:
  • ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ
  • ΣΤΕΛΛΑ ΜΙΤΣΗ
  • ΧΑΡΙΤΟΣ Π. ΓΙΑΓΚΟΥ
  • ΧΑΡΗΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ
  • ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΓΚΑΣ
  • ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΓΚΑΣ

Θυρανοίξια ιερού παρεκκλησίου Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού στην Περιστερώνα (Μόρφου) 22.5.2021

Η Ανεγερτική Επιτροπή του ιερού παρεκκλησίου Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού και η Εκκλησιαστική Επιτροπή του ιερού ναού οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος Περιστερώνας, σας προσκαλούν στα Θυρανοίξια του ιερού παρεκκλησίου του Αγίου Νικηφόρου που έχει ανεγερθεί πλησίον του Πολυδύναμου Κέντρου Ηλικιωμένων «Άγιος Αντώνιος» στην Περιστερώνα το Σάββατο 22 Μαΐου, 2021. Τα Θυρανοίξια θα τελέσει ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος και θα ακολουθήσει Πανηγυρικός Εσπερινός για πρώτη φορά, εις μνήμη του οσίου Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη, πνευματικού τέκνου του αγίου Νικηφόρου του Λεπρού. Οι Aκολουθίες θα μεταδίδονται σε απευθείας διαδικτυακή μετάδοση από το κανάλι του You Tube: ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ και την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

Σάββατο 22 Μαΐου,2021 και ώρα 6.00 μ.μ.: Τελετή Θυρανοιξίων παρεκκλησίου αγίου Νικηφόρου του Λεπρού από τον Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο και πανηγυρικός Εσπερινός εις μνήμη του οσίου Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη.

Κυριακή 23 Μαΐου, 2021 και ώρα 6.30 π.μ.: Όρθρος, αρχιερατική Θεία Λειτουργία και εορτασμός του οσίου Γέροντος Ευμενίου Σαριδάκη. (Σήμερα δεν θα τελεστούν μνημόσυνα )

Κυριακή 23 Μαΐου, 2021 και ώρα 6.30 μ.μ.: Ακολουθία Παρακλητικού Κανόνα του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού. Κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας θα εκτεθούν για προσκύνηση και ευλογία των πιστών, τεμάχιο ιερού λειψάνου και το μπαστούνι του Αγίου Νικηφόρου.

Για εισφορές μπορείτε να επικοινωνείτε στα τηλέφωνα: 99523597 και 99527607. Επίσης, ὀσοι επιθυμούν με την ευκαιρία της εορτής του οσίου Γέροντος Ευμενίου μπορούν να γράψουν εορτές και παρακλήσεις .

ΕΙΣΦΟΡΕΣ μέσω ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD
Account number: Ιερό Παρεκκλήσιο Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού- Περιστερώνα
ΙΒΑΝ number paper format: CY15 0050 0161 0001 6101 G436 4601
ΙΒΑΝ number electronic format: CY150050016100016101G4364601
Hellenic Bank SWIFT: HEBACY2N

Εκ της Ανεγερτικής Επιτροπής

«Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων». ΙΣΤ΄ Πνευματικὴ σύναξη διαλόγου (21.5.2021)

Φέρεται εἰς  γνῶσιν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τὴν Παρασκευὴ  21 Μαΐου, 2021 καὶ ὥρα 18:30 στὸν ὑπαίθριο χῶρο τῆς πίσω αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν Ἀγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὸ χωριὸ Μένικο τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ΙΣΤ΄ πνευματικὴ σύναξη διαλόγου «Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων» μὲ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο. Στὶς πνευματικὲς αὐτὲς συνάξεις ὁ Πανιερώτατος ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις τῶν πιστῶν ποὺ τοῦ ὑποβάλλονται εἴτε γραπτῶς εἴτε προφορικῶς, ἐπώνυμα ἢ ἀνώνυμα. Ἐρωτήματα μποροῦν νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρονικὴ διευθύνση: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Πατήρ Σάββας Αχιλλέως: Τα Θεοφάνεια (6.1.2010)