Αρχική Blog Σελίδα 451

Ευρύχου

Ενοριακοί Ναοί:

  • Αγίου Γεωργίου
  • Αγίας Μαρίνας
Εφημέριοι:
  • Αρχιμ. Φώτιος Ιωακείμ, τηλ. 97611777
  • Οικον. Κωνσταντίνος Κυριακίδης, τηλ. 22923634
  • Πρεσβ. Θωμάς Παπαστεργίου, τηλ. 99247292

Ψάλτες:

  • Μορφάκης Σωτηρίου
  • Γιώργος Δημητρίου
  • Ανδρέας Φυλακτού

Επίτροποι:

  • Πρεσβ. Θωμάς Παπαστεργίου (πρόεδρος)
  • Οικον. Κωνσταντίνος Κυριακίδης (αντιπρόεδρος)
  • Παναγιώτα Κατσαρά (γραμματέας)
  • Αγάθη Χατζηκώστα Γεωργιάδη (ταμίας)
  • Τούλα Νικολάου (σύμβουλος)
  • Ανδρέας Αντωνίου (σύμβουλος)

Παρεκκλήσια:

  • Προφήτη Ηλία
  • Αγίου Νεκταρίου

Εξωκκλήσια:

  • Οσίου Κυριακού της Ευρύχου
  • Αγίου Ανδρονίκου και Αθανασίας

Προσκυνητάρια:

  • Οσίου Κυριακού της Ευρύχου
  • Αγίου Νικολάου
  • Προφήτη Ηλία
  • Αγίου Γεωργίου

Γαλάτα

Ενοριακός Ναός: Παναγίας Οδηγήτριας

Εφημέριος: Οικον. Κυριακός Χαραλάμπους, τηλ. 99720918

Ψάλτες:

  • Φρίξος Κυνηγόπουλος
  • Μακάριος Παπαχριστοφόρου
  • Δήμος Αριστοδήμου
  • Νίκος Σόλωνος

Επίτροποι: 

  • Οικον. Κυριακός Χαραλάμπους (πρόεδρος – ταμίας)
  • Αθανάσιος Τρύφωνος (γραμματέας)
  • Δημήτριος Πετρίδης (σύμβουλος)
  • Ιωάννης Σοφοκλέους (σύμβουλος)

Ιερές Μονές:

  • Καθολικά Παναγίας (Ποδίθου) – Μνημείο Ουνέσκο
  • Θεοτόκου (Αρχαγγέλου Μιχαήλ)

Παρεκκλήσια:

  • Αγίου Σωζόμενου
  • Αγίας Παρασκευής
  • Αγίου Γεωργίου
  • Αγίου Νικολάου

Εξωκκλήσι: Αγίου Τυχικού

Άγιος Θεόδωρος (Σολέας)

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ενοριακός Ναός: Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτου

Εφημέριος: Οικον. Βαρνάβας Παπανδρέου, τηλ. 99889640

Ψάλτες: 

  • Νεοκλής Θεοφυλάκτου
  • Ανδρέας Πρωτοπαπάς
  • Χρήστος Κέλλουρας
  • Σταύρος Αριστείδου

Επίτροποι:

  • Οικον. Βαρνάβας Παπανδρέου (πρόεδρος)
  • Μαρούλλα Κυπριανού (ταμίας)
  • Χρήστος Κέλλουρας (μέλος)

Προσκυνητάρι: Αγίου Θεοδώρου

Θέατρο των Σόλων

The theatre of Soloi, 2nd century A.D. (restored in 1962 by the dept. of Antiquities) Το θέατρο των Σόλων, κτίστηκε το 2ο αιώνα μ.χλ., καταστράφηκε στα μέσα του 4ου αιώνα μ.χ. και ανοικοδομήθηκε το 1962 απο το Τμήμα Αρχαιοτήτων
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η πόλη των Σόλων κτίστηκε καθ’ υπόδειξη του Σόλωνα, προς τιμή του οποίου δόθηκε στην πόλη το όνομα της. Οι Σόλοι υπήρξαν ένα από τα αρχαία βασίλεια της Κύπρου και το 498 π. Χ. έλαβε μέρος στην εξέγερση εναντίον των Περσών ενώ αργότερα έστειλε βοήθεια στο Μέγα Αλέξανδρο κατά τις εκστρατείες του στην Ανατολή. Η πόλη άκμασε κατά την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή και την Πρωτο – Βυζαντινή περίοδο. Η έκταση της αρχαίας πόλης των Σόλων έχει υπολογιστεί αλλά εκτός από το Θέατρο, δεν έχουν αποκαλυφθεί άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Τις ανασκαφές στους Σόλους και στο Βουνί ανέλαβε από το 1927 μέχρι το 1931 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή. Από το 1965 μέχρι την Τουρκική εισβολή του 1974 στους Σόλους διεξήγαγε έρευνα το Καναδικό Πανεπιστήμιο του Laval, Quebec. Επίσης το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει ανασκάψει αρκετούς τάφους στη γύρω περιοχή των Σόλων.

Το Ρωμαϊκό Θέατρο ανασκάφηκε το 1929 από τη Σουηδική Αποστολή. Χρονολογείται στα τέλη του 2ου αι. ή στις αρχές του 3ου αι. μ. Χ. Το Θέατρο κτίστηκε στη βόρεια πλαγιά λόφου πολύ κοντά στη θάλασσα. Το κοίλο του Θεάτρου, (το οποίο προτού ανασκαφεί ήταν εν μέρει ορατό στο ψηλότερο σημείο της βορειοανατολικής κατωφέρειας του λόφου) ήταν λαξευμένο στο βράχο του λόφου, είχε εξ ολοκλήρου καταστραφεί και ξανακτίστηκε το 1962 – 1964. Το κοίλο έχει διάμετρο 52 μ. και είχε κερκίδες από ασβεστόλιθο. Το ημικύκλιο της ορχήστρας έχει διάμετρο 17 μ. και χωριζόταν από το κοίλο με χαμηλό τοίχο. Το δάπεδο είχε υπόστρωμα από χαλίκια και καλυπτόταν από σκυροκονίαμα. Η σκηνή, η οποία είχε ορθογώνιο σχήμα (36,15 μ. Χ 13,20 μ.) σώζει σήμερα μόνο το υπόβαθρό της. Στο κοίλο έφτανε κανείς μέσω δύο παρόδων οι οποίες οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Το 1931 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή απεκάλυψε στη θέση «Χολάδες» (σε ύψωμα 250 μ. από τη δυτική πύλη των καθορισθέντων τειχών της αρχαίας πόλης) μεγάλο σύμπλεγμα πέντε διαδοχικών ναών οι οποίοι χρονολογούνται από το 250 π. Χ. μέχρι τις αρχές του 4ου αι. μ. Χ. Δύο από τους ναούς ήταν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη Ορεία, δύο στη Ίσιδα και ο πέμπτος στο Σέραπη (αρχές 4ου αι. μ. Χ).Σόλοι: Θέατρο

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η πόλη των Σόλων κτίστηκε καθ’ υπόδειξη του Σόλωνα, προς τιμή του οποίου δόθηκε στην πόλη το όνομα της. Οι Σόλοι υπήρξαν ένα από τα αρχαία βασίλεια της Κύπρου και το 498 π. Χ. έλαβε μέρος στην εξέγερση εναντίον των Περσών ενώ αργότερα έστειλε βοήθεια στο Μέγα Αλέξανδρο κατά τις εκστρατείες του στην Ανατολή. Η πόλη άκμασε κατά την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή και την Πρωτο – Βυζαντινή περίοδο.

Η έκταση της αρχαίας πόλης των Σόλων έχει υπολογιστεί αλλά εκτός από το Θέατρο, δεν έχουν αποκαλυφθεί άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Τις ανασκαφές στους Σόλους και στο Βουνί ανέλαβε από το 1927 μέχρι το 1931 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή. Από το 1965 μέχρι την Τουρκική εισβολή του 1974 στους Σόλους διεξήγαγε έρευνα το Καναδικό Πανεπιστήμιο του Laval, Quebec. Επίσης το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει ανασκάψει αρκετούς τάφους στη γύρω περιοχή των Σόλων.
Το Ρωμαϊκό Θέατρο ανασκάφηκε το 1929 από τη Σουηδική Αποστολή. Χρονολογείται στα τέλη του 2ου αι. ή στις αρχές του 3ου αι. μ. Χ. Το Θέατρο κτίστηκε στη βόρεια πλαγιά λόφου πολύ κοντά στη θάλασσα. Το κοίλο του Θεάτρου, (το οποίο προτού ανασκαφεί ήταν εν μέρει ορατό στο ψηλότερο σημείο της βορειοανατολικής κατωφέρειας του λόφου) ήταν λαξευμένο στο βράχο του λόφου, είχε εξ ολοκλήρου καταστραφεί και ξανακτίστηκε το 1962 – 1964. Το κοίλο έχει διάμετρο 52 μ. και είχε κερκίδες από ασβεστόλιθο. Το ημικύκλιο της ορχήστρας έχει διάμετρο 17 μ. και χωριζόταν από το κοίλο με χαμηλό τοίχο. Το δάπεδο είχε υπόστρωμα από χαλίκια και καλυπτόταν από σκυροκονίαμα. Η σκηνή, η οποία είχε ορθογώνιο σχήμα (36,15 μ. Χ 13,20 μ.) σώζει σήμερα μόνο το υπόβαθρό της. Στο κοίλο έφτανε κανείς μέσω δύο παρόδων οι οποίες οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Το 1931 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή απεκάλυψε στη θέση «Χολάδες» (σε ύψωμα 250 μ. από τη δυτική πύλη των καθορισθέντων τειχών της αρχαίας πόλης) μεγάλο σύμπλεγμα πέντε διαδοχικών ναών οι οποίοι χρονολογούνται από το 250 π. Χ. μέχρι τις αρχές του 4ου αι. μ. Χ. Δύο από τους ναούς ήταν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη Ορεία, δύο στη Ίσιδα και ο πέμπτος στο Σέραπη (αρχές 4ου αι. μ. Χ).

Από το 1965 μέχρι το 1974 το Πανεπιστήμιο Laval, Quebec διεξήγαγε συστηματικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία της θέσης «Παλαιά Χώρα». Η Αποστολή απεκάλυψε τα κατάλοιπα Παλαιοχριστιανικής βασιλικής στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Επίσης ανασκάφηκαν τα κατάλοιπα μεγάλων διαστάσεων πλακόστρωτου χώρου (πιθανόν η Ρωμαϊκή Αγορά της πόλης) και στο κατώτατο άκρο της βόρειας πλευράς του λόφου βρέθηκαν διάφορα κτίρια που ανήκουν σε χρονολογικά διαδοχικές περιόδους. Στην ακρόπολη του λόφου βρέθηκαν μνημειώδεις τοίχοι ενώ στη Νεκρόπολη (η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση στα νοτιοανατολικά της πόλης) βρέθηκαν 28 τάφοι που χρονολογούνται από την Κυπρο – Γεωμετρική μέχρι και την Ύστερο – Κλασσική περίοδο.

Τέλος, το 1972 το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέσκαψε 28 τάφους πάλι στη Νεκρόπολη των Σόλων. Όλοι οι τάφοι έχουν ακανόνιστο κυκλικό σχήμα με ορθογώνιο δρόμο και είναι λαξευμένοι στο φυσικό βράχο. Οι ανασκαφές των τάφων έδειξαν ότι η Νεκρόπολη των Σόλων ήταν σε χρήση από την Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο μέχρι την Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο.

*Πηγή: Τμήμα Αρχαιοτήτων

Ανάκτορο Βουνίου

Το ανάκτορο του Βουνίου βρίσκεται περίπου 4 χιλιόμετρα δυτικά της αρχαίας πόλης των Σόλων στο δυτικό τμήμα της βόρειας ακτής του νησιού. Είναι κτισμένο στην κορυφή ενός επιβλητικού λόφου. Οι ανασκαφές στο Βουνί έγιναν από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή το 1928 – 1929, υπό τη διεύθυνση του Εinar Gjerstad.
Η ανοικοδόμηση του παλατιού ξεκίνησε γύρω στο 500 π. Χ. και καταστράφηκε από πυρκαγιά στις αρχές του 4ου αι. π. Χ. χωρίς να ξανακτιστεί. Μετά από εξέταση της αρχιτεκτονικής και της κεραμικής του χώρου, οι ανασκαφείς διαπίστωσαν ότι στο παλάτι διακρίνονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις. Κατά τη δεύτερη περίοδο ανοικοδόμησης το παλάτι επεκτάθηκε με την προσθήκη νέων δωματίων αλλά ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας παρέμεινε ο ίδιος με την πρώτη φάση του κτιρίου. Κατά την τρίτη οικοδομική φάση το παλάτι πήρε την οριστική του μορφή η οποία διαφέρει από αυτήν της πρώτης φάσης. Κατά την τέταρτη φάση έγιναν κάποιες μικρές αλλαγές και προσθήκες στο χώρο χωρίς όμως να αλλοιώνουν το σχέδιο της τρίτης φάσης.

Η πρώτη φάση του Παλατιού χαρακτηρίζεται έντονα από Ανατολικά αρχιτεκτονικά στοιχεία με την τριμερή οργάνωση των επίσημων διαμερισμάτων. Αυτό ίσως να οφείλεται στα ιστορικά γεγονότα της εποχής αφού το 499 π. Χ., το βασίλειο των Σόλων συμμετείχε στην εξέγερση των κυπριακών βασιλείων εναντίον των Περσών κατακτητών. Μετά από πολιορκία πέντε μηνών οι Πέρσες κατέστειλαν την εξέγερση και είναι τότε που πιθανόν το βασίλειο του Μαρίου (στην περιοχή της σημερινής Πόλης της Χρυσοχούς, επαρχία Πάφου) έκτισε το παλάτι των Σόλων με σκοπό να ελέγχει τη γύρω περιοχή. Το 449 π. Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Κίμωνας κατέλαβε το γειτονικό βασίλειο του Μαρίου, καθαίρεσε τον φίλο-περσικό άρχοντα και τοποθέτησε φιλέλληνα βασιλιά. Κατά την ίδια περίοδο πιθανόν να μετακίνησε και τον άρχοντα στο παλάτι του Βουνίου αφού βλέπουμε ότι τα Ανατολικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική του παλατιού αντικαταστάθηκαν με αρχιτεκτονικά στοιχεία προερχόμενα από τον Ελληνικό χώρο. Έτσι, η τριμερής διαρρύθμιση των επίσημων δωματίων άλλαξε και ο κεντρικός χώρος του παλατιού πήρε τη μορφή μεγάρου με Μυκηναϊκά χαρακτηριστικά.

Τόσο το παλάτι όσο και τα άλλα μικρότερα κτίσματα γύρω του (ως επί τω πλείστον ιερά) περιβάλλονταν από τείχος δίνοντας έτσι την εντύπωση οχυρού. Η αρχική είσοδος του παλατιού βρισκόταν στα νοτιοδυτικά. Σε μεταγενέστερο στάδιο όμως η είσοδος αυτή σφραγίστηκε και μετακινήθηκε στα βορειοανατολικά με μια εντυπωσιακή κλίμακα που οδηγούσε σε ορθογώνια εσωτερική αυλή μπροστά από τα επίσημα διαμερίσματα. Τρεις στοές περιέβαλλαν την εσωτερική αυτή αυλή στις τρεις της πλευρές. Τα μεγαλύτερο μέρος της αυλής το κατέβαλλε μια δεξαμενή. Τα ιδιωτικά διαμερίσματα βρίσκονταν γύρω από την αυλή και στη νοτιοανατολική γωνία των διαμερισμάτων υπήρχαν τρία δωμάτια που λειτουργούσαν ως λουτρά.

Στο ανατολικό τμήμα του παλατιού βρισκόταν μια μεγάλη ανοικτή αυλή με δύο σειρές από αποθηκευτικά δωμάτια τα οποία ήταν διώροφα. Προς το μέρος της θάλασσας υπήρχε δεξαμενή με μεγάλο στόμιο η οποία σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση. Οι δεξαμενές ήταν ουσιαστικά στοιχεία στη θέση αυτή αφού το Βουνί δε διέθετε φυσικές πηγές νερού. Στα νοτιοδυτικά η αυλή επικοινωνούσε με την κουζίνα και τους χώρους υπηρεσίας. Στην αυλή των δωματίων της κουζίνας, κάτω από μια ξύλινη κλίμακα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο του παλατιού, βρέθηκε ο γνωστός θησαυρός του Βουνίου: χρυσά και αργυρά κοσμήματα και νομίσματα. Στα δάπεδα των αποθηκευτικών χώρων διατηρούνται σήμερα τα κωνικά βαθουλώματα τα οποία συγκρατούσαν αποθηκευτικά αγγεία.

Κατά μήκος της βόρειας πλευράς και της νότιας γωνιάς του παλατιού βρίσκεται αριθμός ιερών. Τα ιερά αυτά ήταν απλά ορθογώνια κτίσματα με ανοικτές αυλές και διαφόρων ειδών βωμούς. Το σημαντικότερο ιερό βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του λόφου, στα νότια του παλατιού και έχει ταυτιστεί με ιερό της Αθηνάς. Το ιερό αυτό είχε τη μορφή μεγάλης ορθογώνιας αυλής με αγάλματα. Οι θήκες των αγαλμάτων διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στα δεξιά της εισόδου της αυλής βρισκόταν ένας μεγάλος ημικυκλικός βωμός. Το κυρίως ιερό βρισκόταν πίσω από την αυλή, στα δυτικά και περιλάμβανε ένα μικρό ορθογώνιο δωμάτιο στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκαν τα διάσημα χάλκινα αγάλματα. Στα νοτιοανατολικά του ιερού υπήρχαν τρία παρακείμενα δωμάτια τα οποία λειτουργούσαν ως θησαυροφυλάκια σχεδιασμένα με πρότυπα αυτά των Δελφών. Στα δωμάτια αυτά φυλάσσονταν τα αναθήματα προς τη θεά.         

*Πηγή: Τμήμα Αρχαιοτήτων
 

Τούμπα του Σκούρου

Η αρχαιολογική θέση Τούμπα του Σκούρου βρίσκεται στη βόρεια όχθη του ποταμού Όβγου, κοντά στην πόλη της Μόρφου. Η περιοχή αυτή από το 1974 βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Τούρκικων κατοχικών δυνάμεων. Οι αρχαιολογικές έρευνες στη θέση αυτή έγιναν από το 1971 – 1974 από την αρχαιολογική Αποστολή του Harvard University και το Museum of Fine Arts, Boston υπό τη διεύθυνση της Εmily T. Vermeule. Η Τούμπα του Σκούρου βρίσκεται στο κέντρο μιας ομάδας από ερευνημένες αρχαιολογικές θέσεις κοντά στη δυτική ακτή του νησιού (Πέτρα του Λιμνίτη: Νεολιθικής περιόδου, Σόλοι: Μυκηναϊκή μέχρι Ρωμαϊκή περίοδος, Πεντάγυα: τάφοι Εποχής Χαλκού, Αγία Ειρήνη: απολιθωμένα κατάλοιπα πυγμαίων ιπποπόταμων, τάφοι Εποχής Χαλκού, Ρωμαϊκός οικισμός, Στεφάνια: Τάφοι Εποχής Χαλκού και Μύρτου Πηγάδες: ιερό Εποχής Χαλκού).

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην Τούμπα του Σκούρου αποτελούν τμήμα μιας μεγαλύτερης πόλης της Εποχής του Χαλκού η οποία όμως δεν διασώζεται ολόκληρη εξαιτίας μεταγενέστερων επεμβάσεων στο πρόσφατο παρελθόν όταν οι λίθοι από τα κτίσματα της αρχαίας αυτής πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Επιπλέον, τη θέση περιβάλλουν περιβόλια με εσπεριδοειδή τα οποία πιθανότατα καλύπτουν τις αρχαιότητες. Η θέση αποτελείται από μια ψηλή επιμήκη τούμπα στο βόρειο μέρος η οποία χωρίζεται από μια σειρά κτιρίων στα νότια με μια ράμπα από χαλίκια. Οι είσοδοι των κτιρίων αυτών τα οποία ήταν οικίες, έβλεπαν σε δρόμο ο οποίος κατασκευάστηκε παράλληλα με τον ποταμό. Η νεκρόπολη βρίσκεται στα ανατολικά.

Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν κάτοικοι γύρω στο 1600 π. Χ., πιθανόν ερχόμενοι από την κοντινή Λάπηθο στην επαρχία Κερύνειας, στη βόρεια ακτή του νησιού. Στην περιοχή της Μόρφου υπάρχουν αρκετές θέσεις της Νεολιθικής περιόδου και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, όμως για την Τούμπα του Σκούρου δεν έχει εντοπιστεί πρωιμότερη θέση. Προς το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού κατοικούνται πολλές από τις σημαντικές θέσεις στο νησί. Οι νέοι κάτοικοι στην Τούμπα του Σκούρου κατασκεύασαν ένα τεράστιο αναλημματικό τείχος με μήκος πάνω από 30μ. Ένα υδρευτικό κανάλι που αποκαλύφθηκε στο ανατολικό τμήμα του χώρου αποτελεί πιθανή ένδειξη ότι η περιοχή ήταν βαλτώδης και ότι κατά συνέπεια η τούμπα πάνω στην οποία κτίστηκε ο οικισμός, να είχε κατασκευαστεί εξ αρχής τεχνητά, δημιουργώντας την εντύπωση νησίδας.

Στην θέση αυτή κτίστηκαν κτίρια τα οποία πιθανόν να λειτουργούσαν ως εργαστήρια, χωρισμένα μεταξύ τους με χαμηλούς τοίχους που μοιάζουν με έδρανα, οι οποίοι καλύπτονταν με γύψο. Ο μεγάλος αριθμός κεραμικών οστράκων και τα ίχνη σειρών από αγγεία που ήταν τοποθετημένα κατά μήκος ενός από τους τοίχους υποδηλώνουν την ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων. Οι διάφοροι πηλοί, πιθανόν προερχόμενοι από τις όχθες του Όβγου, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μιας μεγάλης ποικιλίας αγγείων ιδιαίτερα καλής ποιότητας (fine ware) που είναι χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου από την Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Ο οικισμός καταστράφηκε γύρω στο 1550 π. Χ. πιθανόν από σεισμό και ακολούθησε μια φάση όπου έγινε επίχωση ολόκληρης της θέσης και η ανύψωσή της 2μ ψηλότερα από το προηγούμενο της επίπεδο. Κατά τη φάση αυτή στρώθηκαν νέα δάπεδα, έγινε εγκατάσταση νέων εδράνων και καμινιών. Επίσης, κατά μήκος της νότιας πλευράς της τούμπας κτίστηκε μια εντυπωσιακή βιοτεχνική εγκατάσταση για την επεξεργασία του πηλού. Το κτίριο της εγκατάστασης είχε ύψος 2 μ. και διαστάσεις 14.50 Χ 6.0μ., στεγανοποιημένο δάπεδο με συνδεδεμένες λεκάνες και μεγάλους πίθους οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι μέσα στο δάπεδο. Πιθανόν το δωμάτιο αυτό να το χρησιμοποιούσαν οι κεραμείς για να επεξεργάζονταν τους πηλούς τους.

Γύρω στο 1400 π. Χ έγιναν αλλαγές στο πιο πάνω κτίριο στο οποίο κτίστηκαν νέοι τοίχοι με πλίνθους και άλλες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Υπάρχουν στοιχεία ότι κατά τη νέα αυτή φάση στο κτίριο λειτουργούσε και μικρή βιοτεχνία επεξεργασίας μετάλλων. Τα τρία ορθογώνια κτίρια στα νότια της ράμπας, προς το ποτάμι ανακαινίστηκαν με νέα δάπεδα, τοίχους και πηγάδια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Οικία Β (House B) που περιλαμβάνει έξι δωμάτια με δάπεδα στρωμένα με ασβεστοκονίαμα και λιθόστρωση. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο βρέθηκε μεγάλος αριθμός πίθων μερικοί από τους οποίους ξεπερνούσαν τα έξι πόδια σε ύψος. Το δωμάτιο αυτό πιθανόν να λειτουργούσε ως κατάστημα όπου πωλούνταν πίθοι. Η τελευταία φάση της Οικίας Β τοποθετείται περίπου στο 1220 π. Χ. Στην εσωτερική αυλή τα ευρήματα δείχνουν ότι διεξάγονταν υφαντικές δραστηριότητες.

Τα κατάλοιπα της Μυκηναϊκής περιόδου (12ος αι. π. Χ.) στην Τούμπα του Σκούρου δεν διατηρήθηκαν στη θέση τους και βρέθηκαν διαταραγμένα εκτός της τούμπας. Η επόμενη φάση κατοίκησης τοποθετείται στην Κυπρο- Γεωμετρική ΙΙΙ μέχρι την Αρχαϊκή Ι (περίπου 700 π. Χ), τα κατάλοιπα της οποίας έχουν βρεθεί αποσπασματικά.

Τάφοι

Ο πρωιμότερος τάφος στην Τούμπα του Σκούρου (Τάφος V) είναι σύγχρονος με την ίδρυση του οικισμού στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Ήταν ομαδικός τάφος με αρκετά άτομα και τα κτερίσματα περιλάμβαναν εισηγμένα αγγεία (Tell el Yehudiyeh) αλλά και απομιμήσεις εισηγμένων.

Ο μεγάλων διαστάσεων κυκλικός Τάφος Ι χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. π. Χ. (1550 – 1525 π. Χ.) και διανοίχθηκε κάτω από την τούμπα. Περιλαμβάνει 13 κόγχες για την ταφή βρεφών και τρεις θαλάμους για την ταφή περίπου 36 ενηλίκων. Ο τάφος αυτός είναι ο μεγαλύτερος και πλουσιότερος τάφος της επαρχίας Μόρφου και βρισκόταν σε χρήση για τουλάχιστον εκατόν χρόνια. Τα κτερίσματα του μπορούν να θεωρηθούν ως ένα αντιπροσωπευτικό δειγματολόγιο για τα είδη αγγείων της περιοχής της Μόρφου μέχρι τα τέλη του 15ου αι. π. Χ. Στον τάφο αυτό βρέθηκαν οκτακόσια αγγεία, χρυσά, αργυρά και χάλκινα αντικείμενα, αντικείμενα από ελεφαντοστό, κοσμήματα και κυλινδρικοί σφραγιδόλιθοι. Επιπλέον βρέθηκαν και εισηγμένα αγγεία (αγγεία Tell el Yehudieh, Παλαιστινιακά αγγεία του Δίχρωμου ρυθμού και όστρακα από Μινωικά αγγεία).

Η νεότερη ταφή που έχει βρεθεί στον οικισμό ανακαλύφθηκε στον Τάφο 2 (θάλαμος 4) και ανήκει στην ούτω καλούμενη περίοδο “Amarna”, γύρω στο 1350 π. Χ. Μια νεαρής ηλικίας γυναίκα είχε ταφεί στον ήδη υπάρχοντα θάλαμο και περιβαλλόταν από πλούσια κτερίσματα (ελεφαντοστό, γυάλινα αντικείμενα και lapis lazuli).

Βιβλιογραφία:
Vermeule, E. 1974, Toumba tou Skourou. The Mound of Darkness: A Bronze Age Town on Morphou Bay in Cyprus. Cambridge.
Vermeule, E., F. Wolsky. 1990, Toumba tou Skourou. A Bronze Age Potter’s Quarter on Morphou Bay in Cyprus. Boston.

*Πηγή: Τμήμα Αρχαιοτήτων

Αρχαιολογικός Χώρος Αμπελικού

Το άμεσο συνοριακό περιβάλλον και η ευρύτερη περιοχή του χωριού Αμπελικού, από τη δυτική όχθη του ποταμού Άγιος Λιόντης μέχρι τα ψηλότερα κεντρικά σημεία της ανατολικής πλευράς του στενόμακρου βουνού με την ονομασία Αλέτρι, συνδέονται με δυο σημαντικούς προϊστορικούς αρχαιολογικούς χώρους, που χρονολογούνται διαδοχικά στις τελευταίες φάσεις της Χαλκολιθικής εποχής και της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και στους δυο αυτούς χώρους ερευνήθηκαν δοκιμαστικά σε πολύ μικρή κλίμακα από τον Πορφύριο Δίκαιο το 1942 και το 1953.

Ο πρώτος αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος και γειτονεύει με τη βορειοανατολική άκρη του χωριού, που απέχει επτά περίπου χιλιόμετρα από το αρχαίο βασίλειο των Σόλων, στη βορειοδυτική παραλιακή περιοχή του νησιού. Πρόκειται για μικρό συνοικισμό γεωργο-κτηνοτρόφων, από τον οποίο οι δοκιμαστικές έρευνες έφεραν στο φως μόνο μια καταστρεμμένη κυκλική κατοικία, που η όλη αρχιτεκτονική κατασκευή και σύνθεσή της θυμίζει τις μονώροφες και μονοθάλαμες θολωτές χαλκολιθικές καλύβες της Ερήμης. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των κυκλικών τοιχωμάτων της ήταν κτισμένα από αργούς λίθους και χαλίκια σε έξι συνολικά στρώσεις και το υπόλοιπο μέρος υπολογίζεται ότι συμπλήρωναν πάσσαλοι, καλυμμένοι με πηλό και με ελαφρά εσωτερική απόκλιση, που σταδιακά σχημάτιζαν κανονικό θόλο. Τη θολωτή στέγη υποβάσταζε στερεός ξύλινος πάσσαλος, που στηριζόταν στο κεντρικό μέρος του γήινου δαπέδου. Στο βορειοδυτικό τμήμα του κυκλικού τοιχώματος υπήρχε μικρό άνοιγμα, πλάτους 0,54 μ., που, αναμφίβολα, αποτελούσε την είσοδο της κατοικίας.

Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα πλεονάζουν τα κεραμεικά όστρακα, που ανήκουν στα ερυθρά στιλπνά, στα ερυθρά με ερυθρή γραμμική διακόσμηση, στα ερυθρά με μελανή γραμμική διακόσμηση και στα λευκά ερυθροβαφή αγγεία, που αντιπροσωπεύουν τους χαρακτηριστικούς τύπους αγγειοπλαστικής της Χαλκολιθικής εποχής. Από τα λευκά ερυθροβαφή όστρακα έχει συμπληρωθεί ολόκληρο ένα, μοναδικό στο είδος του, τριποδικό κύπελλο, που μέχρι σήμερα ξεχωρίζει ακόμη ανάμεσα στ’ άλλα κεραμεικά χαλκολιθικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου. Από τ’ άλλα κινητά μικροαντικείμενα αξιόλογα είναι ένα πήλινο καλούπι, που πιθανότατα χρησίμευε στην αποτύπωση και κατασκευή χάλκινων αξινών, ένας αμφίκυρτος λίθινος τριπτήρας κι ένας λίθινος χειρόμυλος με μία επίπεδη και μια κυρτή όψη.

Τα χρονολογικά όρια του υστεροχαλκολιθικού αυτού συνοικισμού στον Άγιο Γεώργιο τοποθετούνται μεταξύ του 3000 και του 2500 μ.Χ.

Ο δεύτερος αρχαιολογικός χώρος, που απέχει τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα του πρώτου, επισημάνθηκε το 1942 από τον τότε διευθυντή της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Κ. Μαγγλή, στη διάρκεια ερευνών για ανεύρεση μεταλλείου χαλκού στο Αλέτρι. Οι δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες του Π. Δίκαιου, που ακολούθησαν, είχαν σαν αποτέλεσμα την αποκάλυψη μικρού τμήματος ενός άλλου συνοικισμού, μεταγενέστερου του πρώτου, που χρονολογείται από το 2000 μέχρι το 1900 π.Χ.

Παράλληλα με τα αμυδρά δείγματα οικιακών καταλοίπων, στο μικρό αυτό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής, εφοδιασμένο μ’ ένα πρωτόγονο φούρνο για το ψήσιμο των αγγείων, και ένα άλλο εργαστήριο για την επεξεργασία του χαλκού με αρκετή ποσότητα χάλκινης σκουριάς στο γήινο δάπεδό του. Εκτός από τα υπολείμματα της χάλκινης σκουριάς, στο εργαστήριο του χαλκού βρέθηκαν δυο καλούπια για την κατασκευή χάλκινων αξινών, το ένα πήλινο και τ’ άλλο λίθινο, και μια πήλινη χοάνη -χωνευτήρι- με χάλκινη σκουριά, ενσωματωμένη στα εσωτερικά τοιχώματα της. Η ανακάλυψη της εργαστηριακής αυτής εγκατάστασης ανάμεσα στ’ άλλα κατάλοιπα του συνοικισμού στο Αλέτρι αποτελεί αδιάσειστη μαρτυρία για την τέλεια γνώση της επεξεργασίας του χαλκού στην περιοχή αυτή της βορειοδυτικής Κύπρου σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Το πολύτιμο αυτό μέταλλο προφανέστατα προερχόταν από τα πλούσια χαλκωρυχεία της Σκουριώτισσας, που απέχουν μόνο εννέα χιλιόμετρα από το Αλέτρι και που πιθανό να προμήθευαν κι άλλους, άγνωστους μέχρι σήμερα, συνοικισμούς στην περιοχή των Σόλων, ίσως και αρχαιότερους από τους δυο μικρούς συνοικισμού στην Αμπελικού.

Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια 1981-1990, εκδ. Φιλόκυπρος, Λευκωσίας.

Αρχαιολογικός Χώρος Φιλιά

Από τα αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα που έχουμε μέχρι σήμερα, αυτά μαρτυρούν ότι στην τοποθεσία Δράκος του χωριού αναπτύχθηκαν δυο σημαντικοί προϊστορικοί κυπριακοί συνοικισμοί.

Οι ανασκαφές για την ανεύρεση του αρχαιοτέρου συνοικισμού διενεργήθηκαν μεταξύ των ετών 1965 και 1970 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου του Μπίρμιγχαμ και του Εδιμβούργου υπό τη διεύθυνση του καθηγητή T. Watkins. Τα οικιστικά κατάλοιπα του συνοικισμού αυτού χρονολογούνται από το 5300 έως το 3800 π.Χ. και αντιπροσωπεύονται από τρεις διαδοχικές πολιτιστικές φάσεις, που εντάσσονται στην Κεραμική Νεολιθική περίοδο. Η πρώτη φάση παραλληλίζεται με τον πολιτισμό του συνοικισμού στο Αγρίδι του Δαλιού, η δεύτερη με την τελευταία φάση του πολιτισμού στον συνοικισμό του Τρουλιού και η τρίτη φάση με τον πολιτισμό των παρόμοιων νεολιθικών συνοικισμών στον Άγιο Επίκτητο και στη Σωτήρα.

Τα κατάλοιπα των κατοικιών στον Δράκο της Φιλιάς φαίνεται να αποτελούσαν μικρό οικιστικό σύνολο γεωργοκτηνοτρόφων. Οι κατοικίες που ανήκουν στην πρώτη και δεύτερη φάση του συνοικισμού ήσαν απροσδιόριστου σχήματος. Οι κατοικίες όμως της τρίτης φάσης είχαν ακανόνιστο τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα με στρογγυλεμένες γωνίες και οι τοίχοι τους ήσαν λιθόκτιστοι στο κάτω μέρος και πλινθόκτιστοι στο πάνω μέρος. Οι στέγες τους υπολογίζεται ότι ήσαν επίπεδες, καμωμένες από καλάμια και ξύλα, επενδυμένες με παχύ, συμπαγές στρώμα πηλού και στηριγμένες σ’ ένα κεντρικό πάσσαλο, στερεωμένο στο γήινο δάπεδο, που έφερε κυκλικές εστίες και χαμηλά έδρανα, όπως ακριβώς στις αντίστοιχες νεολιθικές κατοικίες στη Σωτήρα και τον Άγιο Επίκτητο. Στο νότιο και δυτικό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οχυρωματικού τοίχου και μια τάφρος, πλάτους 2 μέτρων και βάθους 1,5 μέτρου, που ανήκουν στην αρχική του φάση. Στη δεύτερη φάση του συνοικισμού, όπως και στον Άγιο Επίκτητο, τα οχυρωματικά αυτά έργα καταστράφηκαν και οι κατοικίες επεκτάθηκαν πολύ πιο πέρα απ’ αυτά.

Οι ταφές των νεκρών γίνονται σε ειδικό χώρο πολύ κοντά στον συνοικισμό. Σ’ ένα από τους τάφους, που είναι αβαθές, ορθογώνιο, όρυγμα, βρέθηκε ένας σκελετός σε συνεσταλμένη στάση, χωρίς κτερίσματα.

Εκτός από την ομοιογένεια του καθημερινού τρόπου ζωής, της οικιακής αρχιτεκτονικής, των ταφικών εθίμων και του συστήματος οχύρωσης, τα λίθινα αγροτικά εργαλεία και τα οικιακά σκεύη καθώς και τα βιοτεχνικά είδη του Δράκου της Φιλιάς, τόσο στην ποιότητα όσο και στην τεχνική κατασκευή, είναι πανομοιότυπα μ’ εκείνα των νεολιθικών συνοικισμών στη Σωτήρα και στον Άγιο Επίκτητο. Από το είδος, τον αριθμό, την ποικιλία και την ποιότητα των αγροτικών εργαλείων και των οικιακών σκευών φαίνεται καθαρά ότι οι κύριες ασχολίες των κατοίκων των κατοίκων της μικρής αυτής κοινότητας ήσαν η γεωργία, η βοσκή αιγοπροβάτων, η εκτροφή χοίρων και η βιοτεχνία. Το κυνήγι κατατάσσεται στις δευτερεύουσες, επευκαιριακές ασχολίες τους. Τα διάφορα αυτά ευρήματα αντιπροσωπεύονται από λίθινες αξίνες, τριπτήρες, κοπάνους, πυριτολιθικές λεπίδες, κύπελλα και άλλα είδη οικιακών σκευών. Μερικά μικρά διάτρητα περίαπτα από στεατιίτη και οστέινα δείγματα καρφίδων και ψήφων περιδεραίων είναι επιπρόσθετες σαφείς αποδείξεις εξελιγμένης μικροτεχνίας και καλαισθησίας. Τα περισσότερα από τα αγροτικά εργαλεία ακολουθούν στους τύπους την προκεραμεική νεξολιθική παράδοση και ο σκληρός γκριζόμαυρος ανδεσίτης είναι το βασιλικό υλικό για την κατασκευή τους.

Τα πρώιμα δείγματα αγγειοπλαστικής περιλαμβάνουν μερικά όστρακα, παρόμοια μ’ εκείνα που βρέθηκαν στο Αγρίδι του Δαλιού, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια χονδροειδή και ατημέλητη κατασκευή με καταφανή την άγνοια στην τεχνική της τέλειας όπτησης. Η ακόσμητη επιφάνειά τους είναι καμένη και μαυρισμένη και ο πηλός σχεδόν ακατέργαστος και άψητος. Στα ανώτερα στρώματα του συνοικισμού βρέθηκαν και τα πρώτα δείγματα κεραμεικών οστράκων με τη χαρακτηριστική ερυθρωπή ή καστανή διακόσμηση πάνω στη λευκή επιφάνεια του αγγείου, που, υποθετικά, χρονολογούνται στις αρχές της πέμπτης χιλιετίας π.Χ. Στα ίδια στρώματα βρέθηκαν επίσης και μερικά όστρακα με τη χαρακτηριστική «κτενιστή» διακόσμηση, που ακολουθούν την τεχνοτροπία τα πανομοιότυπα πρότυπα των αγγείων της Σωτήρας.

Ο δεύτερος προϊστορικός συνοικισμός στην ίδια τοποθεσία της Φιλιάς, ο λεγόμενος Δράκος Β’ εντάσσεται στην τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου (2900-2500 π.Χ.). Οι ανασκαφές στον συνοικισμό αυτό έγιναν σε πολύ μικρή κλίμακα το 1943 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την διεύθυνση του Πορφύριου Δίκαιου. Τα ελάχιστα δείγματα των κατοικιών, που αποκαλύφθηκαν, παρουσιάζουν κτυπητές ομοιότητες με τις κατοικίες των συνοικισμών της ίδιας περιόδου, που βρέθηκαν στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος του χωριού Αμπελικού. Οι κατοικίες αυτές συνεχίζουν την αρχιτεκτονική παράδοση των προγενέστερων νεολιθικών κατοικιών με τα λιθόκτιστα θεμέλια και τα γήινα επίπεδα δάπεδα. Πάνω στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά κεραμεικά όστρακα, λίθινα αγροτικά εργαλεία, οικιακά σκεύη και βιοτεχνικά είδη, που περιλαμβάνουν αξίνες, οστέινες βελόνες, κοπάνους, τριπτήρες και διάφορα άλλα αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού, που χαρακτηρίζουν την τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου. Τα κεραμεικά όστρακα ανήκουν σε ερυθρά και μελανά στιλπνά αγγεία, σε λευκά ερυθροβαφή αγγεία και σε αγγεία με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση. Η προέλευση των προτύπων των αγγείων με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση πολύ πιθανό να είναι από τη νοτιοδυτική περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί παρόμοια αγγεία βρέθηκαν και στην Ταρσό.

Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια 1981-1990, εκδ. Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

Ποταμός του Κάμπου

Το χωριό Ποταμός του Κάμπου βρίσκεται 51 χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 18 χλμ δυτικά της Μόρφου και είναι κτισμένο στον κόλπο της Μόρφου, σε μέσο υψόμετρο 10μ.

Ο Ποταμός του Κάμπου συνδέεται στα ανατολικά με το χωριό Καραβοστάσι (2 χλμ.) και στα βορειοδυτικά με το χωριό Λιμνίτης (7 χλμ.).

Η ονομασία του χωριού προήλθε από τοπωνύμιο της περιοχής διότι εκεί εκβάλλει ο ποταμός του Κάμπου, ο οποίος ξεκινά από το χωριό Κάμπος της Τσακκίστρας στα βουνά του Κύκκου.

Το χωριό ιδρύθηκε μετά το 1920 κυρίως από κατοίκους του χωριού Γαληνής, αλλά κι άλλων χωριών. Στην πραγματικότητα είναι οικισμός μεταλλωρύχων που εργάζονταν στα γειτονικά μεταλλεία του Μαυροβουνίου, της Σκουριώτισσας, του Απλικίου, στις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού και του λιμένα του Καραβοστασίου.

Εκτός από τα μεταλλεία οι κάτοικοι ασχολούνταν και με τη γεωργία καλλιεργώντας εσπεριδοειδή (λεμονιές, πορτοκαλιές και κιτρομηλιές) και λίγες αχλαδιές, ροδακινιές, δαμασκηνιές και αμυγδαλιές. Αλλά και με την κτηνοτροφία όπου το 1973 εκτρέφονταν 573 πρόβατα, 305 κατσίκες, 2 βόδια και 5.564 πουλερικά.

Το 1960 ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν στους 461 κατοίκους και το 1973 στους 1.010.

Στα όρια της κοινότητας αυτής βρίσκεται η εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέα.

Στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο που κατά τη σχολική χρονιά 1973-74 σε αυτό φοιτούσαν 120 μαθητές.

Οι Τούρκοι που ζούσαν στη γύρω περιοχή (Λεύκα, Λιμνίτης, Αμπελικού κλπ.) ονόμαζαν το χωριό Kambo Deresi (Ποταμός του Κάμπου). Μετά την τουρκική εισβολή οι Τούρκοι μετονόμασαν το χωριό σε Yedilalga (επτά κύματα).

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ:

  • ΦΕΙΔΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
  • ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΜΠΙΤΗΣ
  • ΦΟΙΒΗ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ
  • ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ
  • ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΑΔΑΜΟΥ
  • ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ

Ξερός

Από φωτογραφικό υλικό Μιχάλη Γεωργιάδη
Από φωτογραφικό υλικό Μιχάλη Γεωργιάδη

Το μεικτό χωριό Ξερός βρίσκεται 54χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 18χλμ της Μόρφου και είναι κτισμένο κοντά στη θάλασσα σε υψόμετρο 10μ., ανατολικά του ποταμού Ξερού.

Ο Ξερός βρίσκεται δίπλα στον δρόμο Καραβοστασίου – Μόρφου και στα βορειοανατολικά συνδέεται με το χωριό Πεντάγυια (5,5χλμ.) και μέσω του με τη Μόρφου (18χλμ), δυτικά με το χωριό Καραβοστάσι (0,5χμ.) και νοτιοανατολικά με τη Λεύκα (4,5χμ.).

Η ονομασία του χωριού προήλθε από τον ποταμό Ξερό που ρέει στην περιοχή και η περιοχή Ξερού – Καραβοστασίου ανήκε στην αρχαία πόλη των Σόλων.

Ως λιμάνι, με την ονομασία Άγιος Αυξίβιος, αναφέρεται και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Αλλά και η νεώτερη ονομασία Καραβοστάσι (=σταθμός καραβιών, αγκυροβόλιο) φανερώνει τη χρησιμοποίηση της περιοχής ως σταθμού καραβιών και κατά τα νεώτερα χρόνια.

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (πορτοκάλια, λεμόνια, γκρέιπφρουτ, κιτρόμηλα) και λίγων σιτηρών. Αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού δούλευαν στα γειτονικά μεταλλεία του Μαυροβουνίου, της Σκουριώτισσας, του Απλικιού, του Ξερού και στο λιμάνι του Καραβοστασίου.

Το 1931 οι κάτοικοι του χωριού ήσαν 454 (408 Ε/κ και 46 Τ/κ). Το 1964 λόγω των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία (η περιοχή Ξερού-Καραβοστασίου βομβαρδίστηκε από την τουρκική αεροπορία τον Αύγουστο του 1964) και οι Τουρκοκύπριοι κατόπιν εντολών από την Άγκυρα μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή τουρκοκυπριακά και μεικτά χωριά, για να δημιουργηθούν στο νησί ισχυροί τουρκοκυπριακοί θύλακες. Το 1973 οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του Ξερού ανέρχονταν στους 625.

Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

Οι τούρκοι στην προσπάθεια τους για παραχάραξη της ιστορίας και της εξαφάνισης των ελληνικών ονομάτων μετονόμασαν τον Ξερό σε Denezll και το χωριό υπήχθη διοικητικά στη Λεύκα.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ: ΞΕΡΟΥ – ΝΕΟΙ ΣΟΛΟΙ:
  • ΕΛΕΝΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ