Αρχική Blog Σελίδα 445

Γιά ποιό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ Πατήρ ἤ τό Πνεῦμα• καί ποιές οἱ συνέπειες τῆς ἐνανθρώπησης (Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ)

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.

Ὁ Πατήρ δέν μεταπίπτει στόν Υἱό, παραμένει πάντα Πατήρ· ὁ Υἱός δέν μεταπίπτει στόν Πατέρα, παραμένει πάντα Υἱός· τό Πνεῦμα δέν μεταπίπτει στόν Πατέρα ἤ τόν Υἱό, παραμένει πάντα Πνεῦμα ἅγιο. Ἡ ἰδιότητα καθενός προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι σταθερή καί ἀμετάβλητη. Πῶς, ἄλλωστε, θά παρέμενε ἰδιότητα ἄν ἐναλασσόταν συνεχῶς περνώντας κάθε φορά σέ ἄλλο πρόσωπο; Γιαυτό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι πού γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά παραμείνει ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα ἀμετακίνητη. Γιατί, ὄντας Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παίρνοντας σάρκα ἀνθρώπου ἀπ’ τήν ἁγία Παρθένο, δέν ἀλλοτριώθηκε ἀπό τήν υἱική του ἰδιότητα.

Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γιά νά χαρίσει ξανά στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο δημιουργώντας τον τόν προόρισε. Τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τή δική του εἰκόνα, διανοητή καί ἐλεύθερο, προορισμένο νά τοῦ μοιάζει, δηλαδή νά ᾿ναι, ὅπως καί ὁ δημιουργός του, τέλεια ἐνάρετος, πράγμα κατορθωτό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί οἱ ἀρετές, δηλαδή ἡ νηφαλιότητα, ἡ ἠρεμία, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθοσύνη, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀνεξικακία εἶναι πρωταρχικά, γνωρίσματα τῆς θείας φύσης.

Ὁ Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο σέ πλήρη κοινωνία μαζί του ( τόν δημιούργησε γιά νά μείνει ἄφθαρτος, τόν ἀνέβασε στήν ἀθανασία μέ τό νά τόν κρατᾶ κοντά του). Ἐμεῖς, ὅμως, αὐτά τά γνωρίσματα τῆς θείας φύσης τά ἀλλοιώσαμε καί τά μπερδέψαμε μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς, καί περάσαμε στήν παράταξη τῆς κακίας μέ ἀποτέλεσμα νά χάσουμε τήν κοινωνία μέ τό Θεό. Τίς γάρ μετουσία φωτί πρός σκότος; Καί ὅταν πιά στερηθήκαμε τή ζώη, πέσαμε στή φθόρα τοῦ θανάτου.

Ἐπειδή, τώρα, ὁ Θεός μᾶς πρόσφερε τό ὕψιστο καί δέν τό διαφυλάξαμε, χρειάστηκε νά κατέβει αὐτός στό χείριστο, δηλαδή στή δική μας ξεπεσμένη φύση, ὥστε νά μᾶς ξαναδώσει, προσφέροντας καί ἐνεργώντας ὁ ἴδιος, τήν ἐξομοιωμένη μ᾿ αὐτόν εἰκόνα καί τόν ἀρχαῖο προορισμό. Κι ἀκόμα νά μᾶς διδάξει τό ἐνάρετο ἦθος τῆς βιωτῆς, αὐτό τό ἦθος πού ὁ ἴδιος μέ τήν ἐπίγεια ζωή του κατέστησε συγκεκριμένο καί εὐκολοκατόρθωτο. Κι ἀκόμα νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή φθορά φέρνοντάς μας πάλι σέ κοινωνία μέ τή ζωή, μέ τό νά ἀνοίξει ὁ ἴδιος τό δρόμο τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Καί ἀκόμα νά ξανακάνει καινούργιο τό θρυμματισμένο κι ἀγνώριστο κανάτι τῆς ὕπαρξής μας, νά λύσει τά δεσμά τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου ἐπάνω μας προκαλώντας μας νά ἀναγνωρίσουμε τήν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀκόμα νά μᾶς γεμίσει κουράγιο καί νά μᾶς ἐκπαιδεύσει νά πολεμοῦμε τόν τύραννο μέ τήν ὑπομονή καί τήν ταπείνωση.

Μέ τήν ἐνανθρώπηση, λοιπόν, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καταργήθηκε ἡ λατρεία τῶν δαιμόνων, ὅλη ἡ κτίση ἁγιάστηκε μέ τό θεῖο του αἷμα, οἱ βωμοί καί οἱ ναοί τῶν εἰδώλων κατεδαφίστηκαν, ρίζωσε ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, λατρεύεται πιά ἡ ὁμοούσια Τριάδα, ἡ ἄκτιστη θεότητα, ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. Τώρα πιά, πάλι, οἱ ἀρετές εἶναι κατορθωτός τρόπος ζωῆς, προσφέρθηκε ἡ ἐλπίδα μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· τώρα πιά οἱ δαίμονες τρέμουν τούς ἀνθρώπους πού προηγουμένως ἦταν τοῦ χεριοῦ τους. Καί τό πράγματι ἀξιοθαύμαστο, εἶναι πώς ὅλα αὐτά κατορθώθηκαν μέ τό σταυρό καί τά πάθη καί τό θάνατο. Κηρύχθηκε σ’ ὅλη τή γῆ τό Εὐαγγέλιο τῆς ὑποταγῆς στό Θεό, ὄχι μέ πολέμους καί ὅπλα καί στρατούς πού σύντριβαν τούς ἐχθρούς. Κηρύχθηκε ἀπό λίγους γυμνούς, φτωχούς καί ἀγράμματους, πού διώχνονταν ἀπό παντοῦ, πού δέχονταν χτυπήματα, πού θανατώνονταν, πού κήρυτταν ἕνα σταυρωμένο καί νεκρό, πού ὅμως ἐπικράτησαν ἀπέναντι στούς σοφούς καί τούς ἰσχυρούς γιατί ἀκριβῶς τούς ἀκολουθοῦσε ἡ ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ σταυρωμένου. Ὁ θάνατος, ὁ πρίν τρομακτικός, νικιέται, καί καταδικάζεται τώρα ὁ ἀπόβλητος καί μισητός τῆς ζωῆς.

Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· αὐτές εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἐπιβολῆς τῆς δύναμής του. Δέν ἔσωσε ἕνα λαό, ὅπως ὁ Μωυσῆς πού φυγάδευσε ἀπό τήν Αἴγυπτο τούς Ἑβραίους περνώντας τους μέσ’ ἀπό τή θάλασσα γιά ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραῶ. Ἔσωσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τή φθορά τοῦ θανάτου καί τόν γεμάτο ἀπό κακία τύραννο, τήν ἁμαρτία. Καί ἔσωσε τούς ἀνθρώπους ὅλους, ὄχι πειθαναγκάζοντάς τους νά ἀσκήσουν τήν ἀρετή, ὄχι παραχώνοντάς τους στό χῶμα, ὄχι καίοντάς τους καί διατάσσοντας νά λιθοβολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλά πείθοντάς τους μέ πραότητα, ὑπομονή καί συγχωρετικότητα νά διαλέξουν τήν ἀρετή καί νά συναγωνίζονται στούς κόπους γι᾿ αὐτήν κι ἔτσι νά ἱκανοποιοῦνται. Προηγουμένως ὅταν ἁμάρταναν ἐτιμωροῦντο μέ χτυπήματα κι ὅμως ἐπέμεναν στήν ἁμαρτία καί τήν εἶχαν θεοποιήσει· τώρα δέχονται νά ὑφίστανται χτυπήματα γιά χάρη τῆς ὑπακοῆς στό Θεό καί γιά χάρη τῆς ἀρετῆς, δέχονται νά κακοπαθοῦν καί νά θανατώνονται.

Δόξα σέ Σένα Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Σοφία καί Δύναμη καί Θεέ Παντοκράτορα. Τί νά Σοῦ ἀντιδωρίσουμε ἐμεῖς οἱ ἄπραγοι γιά ὅλα ὅσα μᾶς χάρισες; Ὅλα μᾶς τά ᾿χεις δοσμένα Ἐσύ καί τίποτ᾿ ἄλλο δέν ζητᾶς ἀπό μᾶς πάρα ν᾿ ἀποδεχτοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς πρόσφερες, δίνοντάς μας ἀκόμα καί τή δύναμη γιά νά τό κάνουμε. Καί τήν προσπάθειά μας πάλι νιώθεις γιά χάρη γιατί εἶσαι ἀπερίγραπτα ἀγαθός. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Ἐσένα πού μᾶς ἔδωσες τήν ὕπαρξη, μά καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια ζωή· Ἐσένα πού καί ὅταν τήν χάσαμε καί τήν ἀρνηθήκαμε, μᾶς ὁδήγησες πίσω σ’ αὐτήν μέ τήν ἐνανθρώπησή Σου πού καμιά γλώσσα δέν τολμᾶ νά ἑρμηνεύσει.

Πηγή: www.imaik.gr

Επιστολή γονέων που εναντιώνονται στον μεθοδευμένο-έμμεσο υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών

Επιστολή που λάβαμε από συνδέσμους γονέων και πολιτών, οι οποίοι εναντιώνονται στον μεθοδευμένο-έμμεσο υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών

Μακαριώτατε,
Πανιερώτατοι,
Θεοφιλέστατοι,

Με αισθήματα βαθύτατου σεβασμού και αγάπης προς εσάς τους πνευματικούς μας πατέρες, και έχοντας επίγνωση της πνευματικής σας εξουσίας, εκθέτουμε τον πόνο, την αγωνία και την διαμαρτυρία μας, για να λάβουν γνώση, ει δυνατόν, όλοι οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ιδιαιτέρως οι γονείς, για το σκανδαλώδες εγχείρημα το οποίο ήδη άρχισε να διενεργείται σε βάρος των παιδιών μας.

Πώς αλλιώς παρά σκανδαλώδες πρέπει να ονομαστεί αυτό το πειραματικό, χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, «εμβολιασμού» των μη αναπτυγμένων παιδικών οργανισμών, το οποίο με ένα ψευτοαθώο, ύπουλο και συγκαλυμμένο τρόπο προβάλλεται και θα επιχειρηθεί να επιβληθεί διά του υγειονομικού τρόμου και ενώ:

α) στο Ηνωμένο Βασίλειο που πρωτοστάτησε στον εμβολιασμό των ενηλίκων δεν έχει εγκριθεί το συγκεκριμένο είδος πειραματικού εμβολιασμού στα παιδιών 5-11 χρόνων, μετά τα πρώτα δείγματα γραφής από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

β) είναι ήδη γνωστές και πάμπολλες και μάλιστα μερικές μη αναστρέψιμες οι παρενέργειες του «εμβολιασμού» σε τόσους πολλούς ανθρώπους (θάνατοι, θρομβώσεις, μυοκαρδίτιδες, περικαρδίτιδες, εγκεφαλικά επεισόδια, παραλυσίες, τυφλώσεις, αποβολές εμβρύων, κ.λπ.),

Όπως αναφέρεται και στην επιστολή την οποία διά μέσου του έγκριτου Δικηγορικού Γραφείου Γιάννου Γεωργιάδου και συνεταίρων, αποστείλαμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Γενικὸ Εισαγγελέα, στον Γενικό Ελεγκτή, στον Αρχηγό της Αστυνομίας, στον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, στην Πρόεδρο της Βουλής, στα Κοινοβουλευτικά Κόμματα της Κυπριακής Βουλής, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου, στην Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων των παιδιών και την οποία κοινοποιήσαμε και σε σας Μακαριώτατε και Άγιοι Αρχιερείς, κατά κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και των Διεθνών Συμβάσεων, ουσιαστικά συντελείται στις μέρες μας ανοσιούργημα, με θύματα τα παιδιά μας, ηλικίας 12-19 ἐτῶν και δρομολογείται η θυματοποίηση και των παιδιών Δημοτικού.

Η πνοή και το μέλλον της πατρίδας, δηλαδή τα παιδιά της Κύπρου μας, τα οποία είναι και δικά σας τέκνα, αποφασίσθηκε να γίνουν οι πειραματάνθρωποι – τα «πειραματόζωα» σε ιατρικές δοκιμαστικές έρευνες, προκειμένου οι εταιρείες φαρμάκων να συλλέξουν και να αξιοποιήσουν δεδομένα για την αντίδραση των «εμβολίων» τους στις ως άνω ηλικίες.

Στόχος του «εμβολιασμού» (όπως απροκάλυπτα και ανερυθρίαστα ομολογεί το Υπουργείο Υγείας (Δελτίο Τύπου ημερ. 17/2/2021)) είναι ένας και μοναδικός: «Να συμπληρωθούν τα κενά της γνώσης σχετικά με την τρέχουσα πανδημία». Στον βωμό, δηλαδή, της «γνώσης», και κατ ̓ επέκταση της αὐξησης των αμύθητων κερδών των πολυεθνικών φαρμακευτικών βιομηχανιών, εμμέσως υποχρεώνονται / εξαναγκάζονται ή με παραπλάνηση «πείθονται» οι γονείς να οδηγήσουν τα παιδιά τους σε «εμβολιασμό», πανευρωπαϊκά πρώτοι με σκευάσματα άγνωστων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων παρενεργειών, μερικές από τις οποίες πιθανότατα να είναι σοβαρότατες και μη αναστρέψιμες (καρκινογενέσεις, αυτοάνοσα νοσήματα, στειρώσεις, αλλοιώσεις στο DNA, κ.ά.).

Εξάλλου είναι αδιαμφισβήτητα επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι τα παιδιά δεν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο από τον κορωνοϊό και ο κίνδυνος θνησιμότητας από αυτόν είναι έως και μηδενικός.

Σεβαστοί πνευματικοί μας πατέρες, έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε ενώπιον ιστορικών ευθυνών μας ως οι φυσικοί και Πνευματικοί γονείς και ότι τα προκείμενα δεδομένα δηλαδή ο έμμεσος υποχρεωτικός εμβολιασμός των παιδιών 5-18 ἐτῶν, θα ευαισθητοποιήσουν καίρια και άμεσα και εσάς, τους κατ ̓ εξοχήν εκπροσώπους της Ποιμαίνουσας Εκκλησίας, της ανά τούς αιώνες Μητέρας και Τροφού του μαρτυρικού λαού μας, έτσι ώστε ασκώντας την πνευματική εξουσία σας να απευθύνετε προς τους πολιτικούς άρχοντες του τόπου, «στεντορείᾳ τη φωνή», το: «Ουκ έξεστι υμίν βλάπτειν τα τέκνα της Πατρίδας»! Ναι! τίθεται «εν υψηλώ κινδύνῳ» αυτή τούτη η ψυχική και σωματική τους υγεία! Σταματήστε!

Μακαριώτατε καὶ Άγιοι Αρχιερείς, Ο Θεός μας είναι πλέον η μόνη μας ελπίδα και, κατ ̓ επέκταση, εσείς οι οποίοι είσθε οι Ποιμένες του λαού Του. Είμαστε σίγουροι ότι θα προστατεύσετε τα «αρνία» του Κυρίου, τα παιδιά και τους νέους μας, και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθείτε, διά της σιωπής σας, να γίνετε συνεργοί στον δρομολογούμενο σωματικό και ψυχικό εξανδραποδισμό τους, και κατ ̓ επέκταση στην «εθελούσια» γενοκτονία του ποιμνίου σας!

Λευκωσία,
Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Εκ μέρους Συνδέσμων Γονέων και Πολιτών της Δημοκρατίας

09 Δεκεμβρίου 2021

Ὁμιλία στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Μεγάλου Ἀθανασίου)

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, 16ος αι., Μιχαήλ Δαμασκηνού
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, 16ος αι., Μιχαήλ Δαμασκηνού

Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;

Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων-δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

Ὥστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,

δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».

Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης)

Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτικό 1818, Ιωάννη Αντώνιου Ζουλιάνη
Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χαρακτικό 1818, Ιωάννη Αντώνιου Ζουλιάνη

Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης: δηλ. α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας. “Πᾶν ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου” (Α’ Ἰω. 2, 16)1.

Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἀφοῦ γεννήθηκε στὴ γῆ, ἦρθε γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ σιωπηλό, καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία του.

Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου.

Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλὸ τὸ βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά. γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τ’ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.

Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξερριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. “Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία” (Α’ Τιμ. 6, 16). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. “ἐμὸν γάρ, τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ” (Ἀγγ. 2, 8). Στοχάσου ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε; Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες; Ποῦ οἱ μαῖες; Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα; Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων; Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου “ἀνεκλίθη”. Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. γιατί ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα, μόνος μὲ μόνη τὴν μητέρα του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ.

Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτωχεία σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανένα ἄνθρωπο. Ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφή. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεῖα. “Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι” (Λουκ. 2,7). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νοιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας του. Καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ κείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ κεῖνο τὸ θρόνο μίας εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ κείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου! “Ὤ πτώχεια ὑπερπλοῦτος! Ὤ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!”

Τώρα ἐσὺ πού μελετᾶς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, τί ἔχεις νὰ πεῖς; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο νομίζεις πὼς δικαιοῦται νὰ σὲ νικᾶ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστὸς πού νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος σὲ προτρέπει νὰ ζητᾶς πρῶτα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς πάλι σὲ συμβουλεύει μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του νὰ ζητεῖς πρωτίστως τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τὰ καλά τῆς γῆς σὰν ἕνα πηλό. “Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ” (Ματθ. 6,33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾶ νὰ στερεῖσαι τὰ γήινα ἀγαθὰ ἢ μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ἢ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τὰ πάντα γιὰ τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρὸ στὸν παράδεισο. “Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι” (Ματθ. 19, 21). Καὶ πάλι· “πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητὴς” (Λουκ. 14, 33).

Λοιπὸν ἐσύ, καὶ σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ σὰν φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς ἄνθρωπος, πρέπει ν’ ἀποφασίσεις νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις πράξη ἐκεῖνο πού σοῦ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅ,τι σοῦ ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατί δὲν θὰ σωθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν μόνο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη. (Ρωμ. 2, 13).

Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἂν εἶσαι λαϊκός, νὰ εἶσαι ἀκτήμων καὶ πάμπτωχος. εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτιμᾶς τόσο λίγο τὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποτὲ νὰ μὴν παρακινηθεῖς νὰ παραβεῖς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. τόσο δὲ νὰ εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ’ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ ἀποκτᾶς καὶ νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπροσπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ μὴ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ περιττὰ καὶ πάνω ἀπὸ ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθὼς λέγει ὁ Παῦλος. “Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν … ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι. παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29, 31).

Ἀλλά γι’ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ συζητήσεις μὲ τὸ Πανάγιο βρέφος, τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ νοιώσεις ντροπὴ μπροστά του, ποὺ ὡς τώρα εἶχες σὲ τόση ὑπόληψη καὶ ἀγάπη ἐκεῖνα τὰ πλούτη ποὺ τὸ Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι’ ἀκόμη πὼς ἔνοιωθες τόσο μίσος καὶ καταφρόνηση γιὰ τὴν πτωχεία ἐκείνη καὶ τὴν εὐτέλεια ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾶ. Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔκανες γιὰ ν’ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι’ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἢ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσεις παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη. Γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα, ἔτσι καὶ σὺ νὰ γίνεις φτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἀπὸ τὴ Θεότητά Του.”Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὧν, ἵνα ὑμεῖς τὴ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε” (Β’ Κορ. 2, 9). Ἀκόμη νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μὴ σ’ ἀφήσει ξανὰ νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο. ἀλλὰ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ ἄλλο σκοπό, παρὰ μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ τὴν αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο: “Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος” (Παροιμ. 13, 8).

Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν.

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι’ αὐτὸ δὲν κυριαρχεῖ πάνω σ’ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σὲ λογικὸ ὄν, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῶο καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του: τρέχει ἀχαλίνωτα γιὰ νὰ χαίρεται καὶ ν’ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς παρανομίες. Ἐπιζητεῖ τὴν ἡδονὴ σὰν σκοπὸ καὶ τὴν θεωρεῖ ἔντιμη, ἂν καὶ τὴ βρίσκει μέσα στὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες καὶ βρωμιές. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συμπόνια γιὰ τὴν τύφλωση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε γιὰ νὰ τὸν γιατρεύσει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

Γι’ αὐτό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα ἁπαλὸ σῶμα βρέφους γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καὶ ἀκολούθως γιὰ νὰ ὑποφέρει περισσότερο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ φυλακὴ ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, θέλησε νὰ ὑποφέρει κι’ ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σάν νὰ ἐστερεῖτο τὴν χρήση τοῦ λογικοῦ.

Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καὶ ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρομοίας μακαρίας ψυχῆς Του2. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴ θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολὺ ἁπαλό, πολὺ λεπτὸ καὶ τρυφερώτατο, κατάλληλο νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καὶ καμωμένο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται ἀπ’ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλους τούς πόνους, ὅπως τὸ πέλαγος δέχεται ὅλους τούς ποταμούς. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρὶς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τὰ σκουλήκια), ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ σάρκα του εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν “ἐγὼ δὲ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος” (Ψαλμ. 21, 6).

Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μὲ τὴν ἁφὴ τὴν προσβολὴ τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καὶ τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου. Μὲ τὴ φωνὴ κλαίει. Μὲ τὴν ὄσφρηση αἰσθάνεται τὴν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καὶ τῶν ζώων. Μὲ τὴν ὅραση βλέπει μία σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη σπηλιά. Καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ δὲν ἀκούει ἄλλο ἀπὸ τὶς τραχιὲς φωνὲς τῶν ἀγρίων ζώων. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του σὲ ἕνα χῶρο ὑπερβολικὰ στενὸ καὶ σὲ μία ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καὶ σὲ κάθε εἶδος ὀδύνης καὶ βασάνων ποὺ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἡλικία του. Ὤ! ἀφῆστε μὲ νὰ πάω κοντὰ στὴ φάτνη καὶ νὰ πῶ στὸν Ἰησοῦ. “Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητὸς Μεσσίας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εὐθὺς νὰ γεννηθῆς μὲ τοιαῦτα βάσανα;” Ναί, μοῦ ἀποκρίνεται. αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου. Νὰ καταργηθεῖ ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη. Αὐτὸ τὸ πατρικὸ θέλημα ἦρθα νὰ ἐκπληρώσω εὐθὺς μόλις γεννήθηκα στὸν κόσμο, καθὼς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸν Δαβὶδ ὁ Ἀπόστολος. “Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον ‘θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι’ τότε εἶπον. ἰδοὺ ἤκω τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὸ θέλημά σου” (Ἑβρ. 10, 5, 7), (Ψαλμ. 39, 7 . 8).

Ἐδῶ τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, νὰ γίνεις κριτὴς ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφασίσεις ποιὸς θὰ σ’ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Ποιὸν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖς, ἐκεῖνον πού θέλει τὴ σωτηρία σου μὲ τὴν ὀδύνη, ἢ ἐκεῖνον πού ζητεῖ τὴν ἀπώλειά σου μὲ τὴν ἡδονή; Εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ πρῶτο. “εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ὑμ{ιν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ” (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, ποὺ ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει, καθὼς λέγει ἡ ἴδια ἡ αὐτοαλήθεια. “καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γιγνώσκει αὐτὸ” (Ἰω. 14, 16-17). Ἐὰν λοιπὸν ἐσὺ θέλεις νὰ θεραπευθεῖς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν τυφλὸ κόσμο καὶ εἶσαι ἱκανοποιημένος νὰ κυβερνᾶς τὴ ζωή σου μὲ τὰ ψεύτικα διατάγματά του, ὢ ταλαίπωρος ποὺ εἶσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στὰ χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψών ποὺ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερὸς ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου εὐεργέτου σου. Γιατί θέλησες νὰ ὑπηρετεῖς τὶς αἰσθήσεις σου μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ προτίμησες μία ζωὴ τρυφηλή, μαλθακὴ καὶ ἡδονική, τὴν ὁποία τόσο πολὺ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἄφρονες ἀλάνθαστη καὶ ἀθώα!

Ἂχ ἀδελφέ μου! Καὶ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ πὼς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βασανίσει τόσο πολὺ τὸ πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατὰ τὴν γέννησή του ἀλλὰ καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ στὸ θάνατό του, ἐὰν δὲν ἦταν ἀναγκαῖο σὲ σένα νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἡδονὲς καὶ νὰ σκληραγωγεῖς τὸ σῶμα σου; Καὶ σὲ τί θὰ ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση ποὺ λὲς πὼς ὁ Χριστὸς δὲν σὲ προστάζει μὲ ἐντολὴ νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὅτι σὲ συμβουλεύει μόνο λέγοντας: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι”; (Μάρκ. 8,36). Καλά, καὶ ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσὺ τὶς συμβουλὲς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νὰ ἐξουσιάζεις (καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι) τὴν τρυφηλὴ ζωή σου; Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ μιμεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι προορισμένος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἀποφάσεις ποὺ φωνάζει μὲ δυνατὴ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ φάτνη τὸ Βρέφος ὁ Ἰησοῦς. “Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε. οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι” (Λουκ. 6,24-26). Τί ἀπαντᾶς σ’ αὐτὰ ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου μὲ ἀνέσεις κι’ ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι’ αὐτὸ νὰ βρίσκεις ἀκόμη καὶ δικαιολογίες; Θεωρεῖς πὼς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενὰ καὶ πώς ὁ Θεὸς μίλησε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια του; Αὐτὸ βγάλτο ἀπὸ τὸ μυαλό σου. “Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι” (Ματθ. 24, 35). Νὰ αἰσχύνεσαι λοιπόν, νὰ αἰσχύνεσαι γιὰ ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου πρόσβαλες πολὺ τὴν χριστιανική σου ἰδιότητα καὶ τόσες φορὲς προτίμησες νὰ ὑπηρετήσεις τὴ σάρκα σου παρὰ τὸν Θεό. Μὲ τὴν συμπεριφορά σου αὐτὴ ἔγινες αἰτία νὰ βλασφημεῖται ἀπὸ τὰ ἔθνη ὁ χριστιανισμὸς καὶ τὸ ὑπερύμνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει. “δι’ ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν” (Ἤσ. 52, 5).

Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε ἐπιτέλους νὰ ἀπαρνηθεῖς ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ ἀποδεδειγμένα δὲν εἶναι ἀπαραίτητες στὴ ζωή σου καὶ νὰ δεχτεῖς στὸ ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τους σταυροὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεός. Νὰ ἀγκαλιάσεις τὴν σκληραγωγία ποὺ περιλαμβάνει ἡ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπᾶς, παρὰ νὰ λογαριάζεις μόνο τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς γι’ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή του. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη σου θέλησε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια βάσανα. Καὶ προπάντων παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: ὅτι δηλ. ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι κι ὄχι γιὰ νὰ γελᾶς καὶ νὰ ξεφαντώνεις καθὼς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστῆς “καιρὸς τοῦ κλαίειν” (3, 4) καὶ μὲ τὸν Ἐκκλησιαστή καὶ ὁ Ἀπόστολος. “ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες… παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29).

Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῆς δόξας.

Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν ταπείνωσή του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται καὶ γενικὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων. Νὰ δίνει διαταγὲς μὲ δεσποτικὴ ἀλαζονεία, νὰ μιλάει ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἂν καμιὰ φορά τύχει κι ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτὸς καταφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾶ τὴ δική του δόξα.

Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καὶ διδασκαλίες ποὺ διδάσκει ὁ κόσμος στοὺς μαθητές του καὶ αὐτὰ τὰ σφάλματα ἦρθε νὰ θεραπεύσει ὁ λυτρωτής μας, ἀφότου ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο. Μποροῦσε ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς καὶ βρέφος ἀκόμη νὰ κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός. Μποροῦσε δηλ. μόλις γεννήθηκε νὰ μιλάει μὲ καθαρὴ ἄρθρωση. Μποροῦσε νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μιλάει τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν. Μποροῦσε νὰ ἔχει γύρω του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἡλιομόρφων Ἀγγέλων γιὰ νὰ τὸν παραστέκονται ὁλοφάνερα καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς του νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν χρόνο μὲ τὸ νὰ τρέχει στὸν κόσμο νὰ τὸν γεμίζει ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων του, νὰ τὸν φωτίζει μὲ τὶς λάμψεις τῆς διδασκαλίας του, νὰ τὸν διδάσκει μὲ τὴν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων του καὶ νὰ τὸν μεταστρέφει μὲ τὴ δύναμη τοῦ κηρύγματός του. Μ’ αὐτὰ ὅλα μποροῦσε νὰ δοξάσει τὸ ὄνομά του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στὸν κόσμο. Καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστάνες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὴν οὐράνια σοφία ποὺ διδάσκει ἕνα βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου ποὺ ξεκίνησε μέσα ἀπὸ τὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία καὶ ἦρθε ν’ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος. Νὰ ἔρχονται νὰ δοῦν ἕνα νήπιο νὰ φωτίζει τυφλούς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ ἀνορθώνει χωλούς, νὰ γιατρεύει ἀρρώστους, νὰ ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ γενικὰ νὰ κάνει παράδοξα καὶ φρικτὰ θαύματα, ὥστε ὅλοι νὰ τὸ ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τὸ δοξάζουν, ὅλοι νὰ τὸ εὐφημοῦν. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καὶ μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλὰ “σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν”, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλιπ. 2, 8) καὶ κρύβεται μὲ τὸν ἐρχομὸ του σ’ ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς της Ἰουδαίας καὶ σ’ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζώων σκεπάζει δὲ ὅλους τούς θησαυροὺς τῆς σοφίας του μέσα σ’ ἕνα κομμάτι σάρκας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν διανοητικὴ ἀδυναμία ἑνὸς ἀγνώστου ἀφώνου νηπίου. “ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι”! (Κολ. 2,3) Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας γιὰ τὴν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει. “…πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα…” (Ἤσ. 8, 4). Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καίσαρ- κυβερνοῦν τὸ κράτος τους μὲ ἀπογραφὲς καὶ ἐκδίδουν στοὺς λαοὺς νόμους καὶ φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καὶ ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ θεωρεῖται σὰν ἕνα μηδενικό. Ὢ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὢ γλυκύτατο ὄνομα, ὢ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τὸν προφήτη Ἀββακοὺμ νὰ χάσει σχεδὸν τὸ μυαλό του καὶ νὰ λέει· “Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήση” (Ἀββακ. 3, 2). Αὐτὴ ἡ ταπείνωση παρακίνησε τὸν ὅσιόν σου Ἰσαὰκ νὰ πεῖ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια. “ἡ ταπεινοφροσύνη στολὴ θεότητος ἐστιν. ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι’ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν… ἵνα μὴ ἡ κτίσις τῇ αὐτοῦ θεωρία καταφλεχθῆ” (Λογ. κ’).

Ἐπειδὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μεγαλύτερο καὶ στὸ μικρότερο, γι’ αὐτὸ ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γέννησή σου σηκώνεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπωλείας τοῦ κόσμου. Καὶ Σύ, ὁ ἀνώτερος καὶ “ὑπὲρ τὰ ὄντα ὦν”, ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καὶ ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τὰ κτίσματα, τόσο τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὅσο καὶ τὰ μικρότερα καὶ κατώτερα καὶ καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως, τὴν ταπείνωση, καθὼς θεολογεῖ ὁ δικός σου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας: “Ἐλευθερώνει μὲ παράδοξο τρόπο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τὸν ἄνθρωπο). καὶ αὐτὴ (ἡ αἰτία) ἦταν ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἡ κατωτερότητα ποὺ ἐνυπάρχει στὰ ὄντα. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καὶ ὁ δόλος καὶ οἱ φανερὲς καὶ κρυφὲς ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐδόκησε πρόσφατα (μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νὰ διαλύσει τὴν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ καταστρέφει τὰ λογικά του κτίσματα. Ἐξομοιώνει δηλ. τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐπειδὴ βέβαια ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἑαυτὸ τοη εἶναι ἴσος καὶ ὅμοιος κατὰ φύσιν, κάνει καὶ τὴν φύση ἴση κατὰ χάριν μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τὸν ἑαυτὸ του ἀπόρρητα καὶ μυστικά, κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἔσχατη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔδεσε μαζί του κατὰ τρόπο ἄλυτο καὶ ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ πτώχευσε σὰν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τὰ κάτω πάνω, μᾶλλον δὲ συνένωσε καὶ τὰ δύο σὲ ἕνα. Μὲ τὴ Θεότητα δηλ. συνένωσε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἔτσι ὑπέδειξε σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους” (Λόγος στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).

Τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, μπορεῖς νὰ βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ποιὸς εἶναι δίκαιο νὰ σ’ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός. Γιατί ὁ Χριστὸς οὔτε πλανᾶ οὔτε πλανᾶται, ἐνῶ ὁ κόσμος καὶ πλανᾶ καὶ πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ ποὺ γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλὰ θέλησε ἀκόμη νὰ γεννηθεῖ καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγῆς. “ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην” (Λουκ. 2,1) καὶ θέλησε νὰ φέρει ἄνω – κάτω ὅλα τὰ πράγματα, κυρίως ὅμως νὰ βάλει τὸν ἑαυτὸ του κάτω ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὑποταγή. “Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Βηθλεέμ… ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ” (Λουκ. 2, 4).

Ἐσένα ὅμως ἀδελφὲ φαίνεται πὼς σ’ εὐχαριστεῖ νὰ τὰ κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νὰ συγχύζεις ὅλο τὸν κόσμο, μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία σου, μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξεις ὅλους στὴ γνώμη σου, μόνο γιὰ νὰ γίνεις μεγάλος καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις δόξα στὸν κόσμο. Μ’ αὐτὸ ποὺ κάνεις φαίνεσαι νὰ λές: Ἐγὼ προτιμῶ ν’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ὢ πόσο θὰ σοῦ φανεῖ βαριὰ αὐτὴ ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στὸ φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θὰ δεῖς τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθὼς τώρα σοῦ φαίνονται καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ βρέφος, ποὺ τώρα βλέπεις μέσα στὴ φάτνη ἄδοξο καὶ ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας βασιλεὺς μὲ δύναμη καὶ δόξα πολλὴ γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ τί ἀπαντᾶς; Ναὶ ἐγὼ πρέπει νὰ παραβλέπω τὴν τιμή μου καὶ νὰ ταπεινώνομαι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι χωρὶς διάκριση καὶ μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν μὲ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε. Εὖγε, σωστὰ ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπὸν νὰ εἶναι κρυμμένη καὶ καταφρονημένη ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ δική σου τιμὴ καὶ ἡ ζωή, γιὰ νὰ φανερωθεῖς καὶ σὺ μὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός. “Ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ. ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε ὑμεῖς σὺν αὐτῶ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη” (Κολ. 3, 3-4).

Ἂς λέει ὁ κόσμος τὰ δικά του. τί σὲ νοιάζει; Ἐσὺ ν’ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι καὶ δικός σου ἐχθρὸς καὶ ἐχθρός του λυτρωτοῦ σου. Εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ καιρὸ τοῦ πάθους του, ἐνῶ παρακάλεσε τὸν οὐράνιο πατέρα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του, ὅμως γιὰ τὸν κόσμο δὲν θέλησε νὰ παρακαλέσει. “οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ” (Ἰω. 17, 9). Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ διαλέξεις ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἂν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ κόσμου. καὶ ἂν ἀντίθετα θελήσεις νὰ εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ Ἰησοῦ. “μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῆ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός του Θεοῦ καθίσταται” (Ἰακωβ. 4,4). Μά σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδὴ σὲ καταφρονεῖ καὶ σὲ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Αὐτὸ τὸ μίσος καὶ αὐτὴ ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλὸ σημάδι. Πώς δηλ. δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει. ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος” (Ἰω. 15, 19).

Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορὰ τὰ μάτια σου γιὰ τὸ καλό τῆς ψυχῆς σου καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πιὰ τὸν ψεύτη καὶ ἐπίβουλο κόσμο, καθὼς σὲ συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. “Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰώνα” (Σοφ. Σειρ. 12, 10). Πάρε σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μελετᾶς πάντοτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τοῦ φωτὸς τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανα σοῦ φωνάζει μὲ γλώσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ἔλεγχο. “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 6, 44) Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἔπαθε τόσα γιὰ νὰ σὲ διδάξει τὴν ἀλήθεια, παρακάλεσε τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις σ’ ὅλο τὸ βάθος τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶς τὴν ταπείνωσή του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀληθινὸ ὕψος καὶ δόξα. Νὰ μισεῖς ὅμως καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινὴ ἀτιμία καὶ ἀδοξία. Γιατί ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ γιατί στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στὸ χῶμα καὶ στὴν κοπριὰ σύμφωνα μὲ τὴ Δαβιτικὴ ἐκείνη κατάρα. “Καταδιῶξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου… καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνῶσαι” (Ψαλμ. 7, 5).

Σημειώσεις:

1. Αὐτὰ τὰ τρία πολέμησε ὁ Κύριος καὶ ὅταν ἀνέβηκε στὸ ὅρος καὶ πειράστηκε ἀπὸ τὸν διάβολο:

1) τὴν φιληδονία τὴν πολέμησε, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ κάνει τοὺς λίθους ἄρτους γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του καὶ εἶπε: “οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω ζήσεται ἄνθρωπος ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ. (Δεύτ. 6, 3),

2) τὴν φιλοδοξία, γιατί δὲν θέλησε νὰ πέσει κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιον τοῦ Ἱεροῦ, γιὰ νὰ δοξαστεῖ μὴ παθαίνοντας τίποτε, τότε εἶπε. “οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου” (Δεύτ. 6, 61),

3) τὴν δὲ φιλαργυρία τὴν πολέμησε μὴ θέλοντας νὰ προσκυνήσει τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ εἶπε. “Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσεις” (Δεύτ. 6, 13). 2. Οἱ θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ σῶμα δὲν ἦταν τέλειος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησε κατὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι. γιατί εἶχε καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα παθητὸ καὶ θνητό, ὥστε νὰ μπορέσει διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν οἰκονομία: κατὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ἦταν τέλειος διότι δὲν εἶχε μόνο τὴ φυσικὴ λεγόμενη γνώση καὶ φιλοσοφία καὶ τὴν θεόπνευστη, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν μακαρία ὅραση τοῦ θείου προσώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ χαιρόταν τὴν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας, τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀξιώνονται οἱ ἅγιοι μετὰ θάνατον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ’ βιβλίου “περὶ συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν” λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σὲ κανένα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ δεῖ τὸ Θεό, ὅπως σ’ ἐκεῖνον. Σ’ αὐτὸ συμβάλλουν καὶ τὰ ἑξῆς ρητά: “Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε. ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὧν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (Ἰω. 1, 18) καὶ πάλι “οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῶ” (Ἰω. 3, 13). Εἶναι δηλαδὴ φανερὸ ὅτι ἦταν στὸν οὐρανὸ διὰ μέσου της μακαρίας ὁράσεως (Βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν).

Πηγή: www.imaik.gr

Περί Ἐνανθρωπήσεως (Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου)

Άγιος Αθανάσιος
Άγιος Αθανάσιος

Ὁ παντοκράτωρ Θεός, ὅταν ἐδημιούργει διά τοῦ Λόγου του τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐγνώρισε καί τήν ἀδυναμίαν τῆς φύσεώς των καί ὅτι αὐτή δέν θά ἦτο ἱκανή μόνη της νά γνωρίσῃ τόν δημιουργόν, οὔτε κἄν νά λάβῃ ἔννοιαν Θεοῦ. Διότι αὐτός μέν ἦτο ἄκτιστος, αὐτοί δέ πλάσματα ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτός μέν ἦτο ἀσώματος, οἱ δέ ἄνθρωποι ἐπλάσθησαν μέ σῶμα κάπου ἐδῶ κάτω, καί γενικῶς μεγάλαι εἶναι αἱ ἐλλείψεις τῶν πλασμάτων, διά νά γνωρίσουν καί νά κατανοήσουν τόν πλάστην των. Καί πάλιν ὡς ἀγαθός Θεός εὐσπλαγχνίσθη τό ἀνθρώπινον γένος καί δέν τό ἀφῆκε μακριά ἀπό τήν γνῶσιν του, διά νά μή ἔχῃ ἄχρηστον ζωήν.

Ἀλλά ποία ἡ ὠφέλεια τῶν δημιουργημάτων, ὅταν δέν γνωρίζουν τόν δημιουργόν των; Ἤ πῶς θά ἦσαν λογικά, ὅταν δέν θά ἐγνώριζον τόν Λόγον τοῦ Πατρός, διά τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθησαν; Καθόλου μά καθόλου δέν ἐπρόκειτο νά διαφέρουν ἀπό τά ἄλογα, ἐάν δέν ἀνεγνώριζαν τίποτε περισσότερον ἀπό τά ἐπίγεια.

Διατί καί ὁ Θεός ἔκανεν αὐτούς, ἀπό τούς ὁποίους δέν ἤθελε νά γνωρίζεται; Διά νά μή συμβῇ λοιπόν αὐτό, ὁ ἀγαθός μετέδωκεν εἰς αὐτούς ἐκ τῆς ἰδίας εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ποιεῖ αὐτούς κατ᾿ εἰκόνα του καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὥστε διά τοῦ χαρίσματος αὐτοῦ, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τήν εἰκόνα, ἐννοῶ ἀσφαλῶς τόν Λόγον τοῦ Πατρός, νά δυνηθοῦν δι᾿ αὐτοῦ νά λάβουν ἔννοιαν τοῦ Πατρός, καί γνωρίζοντας τόν δημιουργόν των νά ζοῦν τήν ὄντως εὐτυχισμένην καί μακαρίαν ζωήν.

Ἀλλ᾿ οἱ ἄνθρωποι πάλιν παρεφρόνησαν καί παρημέλησαν τήν χάριν πού τούς ἐδόθη μ᾿ αὐτόν τόν τρόπον, καί τόσον πολύ ἀπεστράφησαν τόν Θεόν καί τόσον πολύ ἐθόλωσαν τήν ψυχήν των, ὥστε ὄχι μόνον ἐλησμόνησαν τήν ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ, ἀλλά καί ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων ἐπενόησαν εἰς τούς ἑαυτούς των. Διότι καί τά εἴδωλα κατεσκεύασαν διά τούς ἑαυτούς των ἀντί τῆς ἀληθείας, καί προετίμησαν τά ἀνύπαρκα ἀπό τόν πραγματικόν Θεόν, καί ἐλάτρευσαν «τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. 1, 25), καί τό χειρότερον ἀπ᾿ ὅλα εἶναι, ὅτι τήν τιμήν πού ἀνήκει εἰς τόν Θεόν τήν ἀπέδωκαν καί εἰς ξύλα καί εἰς λίθους καί εἰς κάθε ὕλην, καί εἰς ἀνθρώπους, καί ἀκόμη περισσότερα ἀπό αὐτά ἔκαναν, ὅπως ἐλέχθη εἰς τά προηγούμενα. Καί τόσον πολύ ἠσέβησαν, ὥστε εἰς τό ἑξῆς καί τούς δαίμονας ἐλάτρευον καί τούς ἀνεκήρυττον θεούς, ἱκανοποιοῦντες τάς ἐπιθυμίας των. Καί ἐθυσίαζαν ἄλογα ζῷα καί ἔσφαζον ἀκόμη καί ἀνθρώπους, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, κατά τήν λατρείαν τῶν θεῶν ἐκείνων, καί ἔτσι ὑπεδουλώνοντο ἀκόμη περισσότερον εἰς τήν ἀκόλαστον μανίαν ἐκείνων.

Διά τοῦτο λοιπόν ἐδιδάσκοντο ἀπό αὐτούς τάς μαγείας καί τά κατά τόπους μαντεῖα ἐπλάνευον τούς ἀνθρώπους καί ὅλοι ἀπέδιδον τά αἴτια τῆς γεννήσεως καί ὑπάρξεώς των εἰς τά ἄστρα καί εἰς ὅλα τά οὐράνια σώματα καί δέν ἐσκέπτοντο τίποτε περισσότερον ἀπό ὅσα ἔβλεπον. Καί γενικῶς ὅλα ἦσαν γεμάτα ἀπό ἀσέβειαν καί παρανομίαν καί μόνον ὁ Θεός καί ὁ Λόγος αὐτοῦ δέν ἀνεγνωρίζοντο, ἄν καί δέν ἀπέκρυψεν εἰς τήν ἀφάνειαν τόν ἑαυτόν του ἀπό τούς ἀνθρώπους, οὔτε ἔδωκεν εἰς αὐτούς ἀμυδράν γνῶσιν περί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους τήν ἐξήπλωσεν εἰς αὐτούς.

Τό χάρισμα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» ἦτο μόνον του ἀρκετόν, διά νά γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεόν Λόγον καί δι᾿ αὐτοῦ τόν Πατέρα. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός ἐγνώριζε τήν ἀδυναμίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐπρονόησε καί περί τῆς ἀμελείας αὐτῶν, ὥστε, ἐάν ἀμελοῦσαν νά γνωρίσουν μόνοι των τόν Θεόν, νά δύνανται διά τῶν ἔργων τῆς κτίσεως νά μή ἀγνοοῦν τόν δημιουργόν. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀμέλεια τῶν ἀνθρώπων ἐπεκτείνεται ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰς τά χειρότερα, καί πάλιν ὁ Θεός ἐπρονόησε δι᾿ αὐτήν τήν ἀδυναμίαν των, καί ἔστειλε τόν νόμον καί τούς προφήτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν γνώριμοι εἰς αὐτούς, ὥστε καί ἐάν διστάσουν νά σηκώσουν τό βλέμμα των εἰς τόν οὐρανόν, διά νά ἀναγνωρίσουν τόν ποιητήν, νά ἔχουν τήν διδασκαλίαν ἐκ τῶν πλησίον. Διότι οἱ ἄνθρωποι δύνανται ἀπό τούς συνανθρώπους των νά μάθουν διά τά ἀνώτερα πράγματα.

Ἦτο δυνατόν νά σηκώσουν αὐτοί τό βλέμμα εἰς τό μεγαλεῖον τοῦ οὐρανοῦ καί, ἀφοῦ κατανοήσουν τήν ἁρμονίαν τῆς κτίσεως, νά γνωρίσουν τόν ἡγεμόνα αὐτῆς τόν Λόγον τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος διά τῆς προνοίας του περί ὅλων γνωρίζει εἰς ὅλους τόν Πατέρα. Καί διά τοῦτο κινεῖ τά πάντα, διά νά γνωρίζουν, ὅλοι τόν Θεόν δι᾿ αὐτοῦ. Ἤ ἐάν καί τοῦτο τούς ἦτο κουραστικόν, ἠδύναντο νά συναναστρέφωνται τούς ἁγίους καί μέ τήν βοήθειαν αὐτῶν νά γνωρίσουν τόν δημιουργόν τῶν πάντων Θεόν, τόν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, καί ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων εἶναι ἀθεΐα καί γεμάτη ἀσέβειαν. Ἦτο ἐπίσης δυνατόν εἰς αὐτούς νά εἶχον γνωρίσει τόν νόμον καί νά παύσουν νά κάνουν κάθε παρανομίαν, καί νά ζήσουν βίον ἐνάρετον. Διότι δέν ἦτο μόνον διά τούς Ἰουδαίους ὁ νόμος, οὔτε δι᾿ αὐτούς μόνον ἐστέλλοντο οἱ προφῆται (ἀλλ᾿ ἐστέλλοντο πρός τούς Ἰουδαίους καί ἐδιώκοντο ἀπό τούς Ἰουδαίους)· ἦσαν ὅμως ἱερόν διδασκαλεῖον, διά νά γνωρίσῃ ὅλη ἡ οἰκουμένη τόν Θεόν.

Ἐνῷ λοιπόν τόσον μεγάλη ἦτο ἡ ἀγαθότης καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή ἐνικήθησαν ἀπό τάς προσκαίρους ἀπολαύσεις καί τάς σατανικάς φαντασίας καί ἀπάτας, δέν παρεδέχθησαν τήν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ἐγέμισαν τούς ἑαυτούς των μέ περισσότερα κακά καί ἁμαρτήματα, ὥστε νά μή φαίνωνται πλέον λογικοί, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς συμπεριφορᾶς των νά θεωροῦνται ἀνόητοι.

Ἔτσι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τό λογικόν των καί ἔτσι ἡ δαιμονική πλάνη ἐπεσκίαζε τά πάντα, καί ἀπέκρυπτε τήν γνῶσιν περί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τί ἔπρεπε νά κάνῃ ὁ Θεός; Νά σιωπᾷ διά μίαν τόσον μεγάλην πλάνην καί νά ἀφήνῃ τούς ἀνθρώπους νά πλανῶνται ὑπό τῶν δαιμόνων καί νά μή γνωρίζουν τόν Θεόν; Καί διά ποῖον λόγον ἐδημιουργήθη ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ; Ἦτο προτιμότερον νά δημιουργηθῇ ἁπλῶς ὡς ἄλογον ὄν, παρά ἀφοῦ ἐδημιουργήθη ὡς λογικόν, νά ζῇ τήν ζωήν τῶν ἀλόγων.

Καί ποία τέλος πάντων ἀνάγκη ὑπῆρχεν ἐξ ἀρχῆς νά λάβῃ ἔννοιαν περί Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα οὔτε τώρα εἶναι ἄξιος νά λάβῃ; Δέν ἔπρεπε νά τοῦ δοθῇ οὔτε ἀξ ἀρχῆς. Καί ποῖον θά ἦτο τό ὄφελος ἤ ἡ δόξα διά τόν ποιητήν Θεόν, ἐφ᾿ ὅσον δέν τόν προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι πού αὐτός ἐδημιούργησεν, ἀλλά νομίζουν ὅτι ἄλλοι εἶναι οἱ δημιουργοί των; Διότι ἐμφανίζεται ὁ Θεός νά τούς ἔχῃ δημιουργήσει δι᾿ ἄλλους καί ὄχι διά τόν ἑαυτόν του. Ἐξ ἄλλου, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι βασιλεύς, δέν ἀφήνει τάς χώρας πού κατέκτησεν ἐλευθέρας νά δουλεύουν εἰς ἄλλους, οὔτε νά καταφεύγουν εἰς ἄλλους, ἀλλά δι᾿ ἐγγράφων τούς ὑπενθυμίζει, πολλάκις δέ καί διά φίλων στέλλει ἐπιστολάς εἰς αὐτάς, καί ἀκόμη, ἐάν παραστῇ ἀνάγκη, ὁ ἴδιος πηγαίνει καί τούς κάνει νά συσταλοῦν ἀπό τήν παρουσίαν του, ὥστε νά μή ὑπηρετοῦν ἄλλους καί μένῃ ἀνεκτέλεστον τό ἰδικόν του ἔργον. Δέν θά λυπηθῇ ὁ Θεός πολύ περισσότερον τά πλάσματα του, ὥστε νά μή ἀποπλανηθοῦν μακράν αὐτοῦ καί νά μή ὑπηρετοῦν εἰς τά ἀνύπαρκτα, ἀφοῦ μάλιστα αὐτή ἡ πλάνη γίνεται ἡ αἰτία ἀπωλείας καί ἀφανισμοῦ των; Ἅπαξ καί ἔγιναν μέτοχα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν ἔπρεπε νά χαθοῦν.

Τί ἔπρεπε λοιπόν νά κάνῃ ὁ Θεός; Ἤ τί ἄλλο ἔπρεπε νά γίνῃ παρά νά ἀνανεωθῇ τό «κατ᾿ εἰκόνα», ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά δυνηθοῦν οἱ ἄνθρωποι πάλιν νά τόν γνωρίσουν; Καί πῶς ἄλλως θά ἠδύνατο νά γίνῃ αὐτό παρά διά τῆς προσελεύσεως αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿ ἀνθρώπων μέν δέν ἦτο δυνατόν, ἐπειδή αὐτοί εἶχον δημιουργηθῆ «κατ᾿ εἰκόνα»· ἀλλ᾿ οὔτε δι᾿ ἀγγέλων, διότι αὐτοί δέν εἶναι εἰκόνες. Διά τοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, διά νά ἐπιτύχῃ νά ἀναδημιουργήσῃ τόν «κατ᾿ εἰκόνα» ἄνθρωπον, αὐτός ὁ ὁποῖος ἦτο εἰκών τοῦ Πατρός. Καί δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ ἀλλιῶς, ἄν δέν ἐξηφανίζετο ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Διά τοῦτο εὐλόγως ἔλαβε θνητόν σῶμα, διά νά εἶναι δυνατόν καί ὁ θάνατος νά ἐξαφανισθῇ εἰς αὐτόν καί οἱ «κατ᾿ εἰκόνα» ἄνθρωποι νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν. Δι αὐτήν λοιπόν τήν ἀνάγκην δέν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο, παρά ἡ εἰκών τοῦ Πατρός…

Ὅπως λοιπόν ὁ καλός διδάσκαλος πού φροντίζει διά τούς μαθητάς του, ἐκείνους πού δέν δύνανται νά καταλάβουν τά πολύ μεγάλα, τούς ἐκπαιδεύει μέ συγκατάβασιν ἔστω καί διά τῶν ἁπλουστέρων, τοιουτοτρόπως καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ Παῦλος λέγει, «ἐπειδή ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας» (Α´ Κορ 1, 21). Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τήν ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ καί εἶχον ἐστραμμένα πρός τά κάτω τά μάτια, σάν νά εἶχον βυθισθῆ εἰς βυθόν, ἀνεζήτουν τόν Θεόν εἰς τήν δημιουργίαν καί τά αἰσθητά, κατεσκεύασαν ὡς θεούς των ἀνθρώπους θνητούς καί δαίμονας· διά τοῦτο ὁ φιλάνθρωπος καί κοινός Σωτήρ ὅλων, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει διά τόν ἑαυτόν σῶμα, καί μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἄνθρωπος συναναστρέφεται καί βοηθεῖ τάς αἰσθήσεις ὅλων.

Ἔτσι καί ἐκεῖνοι πού σκέπτονται ὅτι ὁ Θεός εἶναι σωματικός, διά τῶν ἔργων τά ὁποῖα ὁ Κύριος κάνει μέ τό σῶμα, δι᾿ αὐτῶν νά ἐννοήσουν τήν ἀλήθειαν καί δι᾿ αὐτοῦ νά σκεφθοῦν τόν Πατέρα. Ἐπειδή δέ ἦσαν ἄνθρωποι καί ἔβλεπον τά πάντα ὡς ἄνθρωποι, ὅσα καί ἄν ὑπέπιπτον εἰς τάς αἰσθήσεις των, ἔβλεπον νά βοηθοῦνται διά τῶν αἰσθήσεων, ὥστε μέ ὅλα νά διδάσκωνται τήν ἀλήθειαν. Εἴτε ἐλάτρευον μέ φόβον τήν κτίσιν, ὅμως τήν ἔβλεπαν νά ὁμολογῇ Κύριον τόν Χριστόν. Εἴτε ἦτο ἡ διάνοιά των προκατειλημμένη ἀπό ἀνθρώπους, ὥστε νά τούς θεωρῇ θεούς, ἀπό τά ἔργα ὅμως τοῦ Σωτῆρος, πού ἦσαν μοναδικά συγκρινόμενα πρός πάντα, ἀποδεικνύεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ὁ Σωτήρ μόνον Υἱός Θεοῦ, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔκαναν τόσον σπουδαῖα ἔργα, σάν αὐτά τά ὁποῖα ἔκανεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ἄν καί ἦσαν προκατειλημμένοι καί μέ τούς δαίμονας, βλέποντες ὅμως νά διώκωνται αὐτοί ὑπό τοῦ Κυρίου, ἀντελαμβάνοντο ὅτι μόνον αὐτός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι οἱ δαίμονες δέν εἶναι θεοί. Ἄν καί εἶχε κυριευθῆ ὁ νοῦς των ἀπό νεκρούς, ὥστε νά λατρεύουν τούς ἥρωας καί τούς θεούς πού ἀναφέρουν οἱ ποιηταί, βλέποντες τήν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, ὡμολόγουν ὅτι ἐκεῖνοι εἶναι ψευδεῖς καί μόνον ὁ Κύριος εἶναι ἀληθινός, ὁ Λόγος τοῦ Πατρός ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ καί ἐπί τοῦ θανάτου.

Διά τοῦτο καί ἐγεννήθη καί ὡς ἄνθρωπος ἔζησε καί ἀπέθανε καί ἀνέστη. Μέ τά ἰδικά του ἔργα ἐξησθένισε καί ἐπεσκίασε τά ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν, ὥστε ὅπου ἔχουν περιπέσει οἱ ἄνθρωποι νά τούς σηκώσῃ ἀπό ἐκεῖ, καί νά διδάξῃ τόν ἀληθινόν Πατέρα αὐτοῦ, ὅπως καί ὁ ἴδιος λέγει· «Ἦλθον σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός» (Λουκ. 19, 10).

Πηγή: www.imaik.gr 

Περὶ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ἁγίου Φιλαρέτου Μόσχας)

Άγιος Φιλάρετος
Άγιος Φιλάρετος

«Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»(Λουκ. 2, 13-14).

Σήμερα, χριστιανοί, σᾶς μιλοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι σᾶς ὑποδείχνουν τί πρέπει νὰ κάνετε γιὰ νὰ ὑπακούσετε σὲ αὐτό τὸ ἄγγελμα. Ποιὰ διδασκαλία μποροῦσε νὰ εἶναι καλύτερη καὶ τί ἄλλο μένει νὰ ἐπιθυμήσετε; Ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται καὶ λέει στοὺς ἀνθρώπους: «ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». 

Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ εἶχαν παρὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ ἕνα αἰώνιο Ἀμὴν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καλὸ ἄγγελμα. Κι ὅμως, γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἀγγελιαφόρο, ἄλλοι ἄγγελοι συνάχθηκαν νὰ τὸν ἀκούσουν ἀχόρταγα. Καὶ ξαφνικά, δηλαδή μόλις πρόφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, σύμπασα ἡ οὐράνια στρατιὰ ἀνεβόησε: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία!» Καὶ τόσο δυνατὰ ἔψαλαν τὸ θεϊκὸ ὕμνο τους, ὥστε ἀντηχοῦσε ὄχι μόνο στὰ οὐράνια δώματα πού κατοικοῦσαν, ἀλλά ἀκόμη καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς. Γιατί; Ἀναμφίβολα γιὰ νὰ ἐνωθεῖ ἡ φωνὴ τῆς γῆς μὲ τὴν οὐράνια καὶ νὰ ἑνώσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ φωνή τους μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων.

Ἂς ὑπακούσουμε λοιπὸν στὸ ἀγγελικὸ ἄγγελμα. «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν». «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!». Ἀλλά ἤδη εἴσαστε ἐδῶ γιὰ νὰ ἑορτάσετε τὴ γέννηση τοῦ Σωτῆρος. Ὁ ὕμνος πού ἡ Ἐκκλησία διδάχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, δὲν ἀντηχεῖ μονάχα στοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ ἀλλά καὶ μέσα στὶς κατοικίες σας. Ὁ ἀγγελικὸς λόγος, ἂν καὶ προφέρθηκε πρὶν τόσους αἰῶνες, κατέδειξε σήμερα ὅλη του τὴ δύναμη. Τὸ γεγονός, ὅπως φαίνεται, ἦρθε νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἐκπλήρωση.

Οἱ θεράποντες τοῦ λόγου ἐδῶ κάτω δὲν ἔχουν πιὰ παρὰ νὰ παραμείνουν σιωπηλοὶ καὶ ἥσυχοι, ὅταν λαμβάνει χώρα ἡ ἐκδήλωση τῶν θείων μηνυμάτων. Ὅμως, καθὼς τὸ ἀγγε- λικὸ ἰδίωμα εἶναι σύντομο καὶ ὡστόσο πλῆρες νοήματος, ὁ ὕμνος τοὺς ἀναγγέλλει ἕνα ἀπρόσμενο θαυμαστὸ γεγονός. Ἀφυπνίζει, χωρὶς νὰ τὸ προσέχουμε, τὸ θαυμασμό, κι αὐτός ὁ θαυμασμὸς μᾶς καλεῖ νὰ συλλογιστοῦμε καὶ νὰ μελετήσουμε.

Ὕστερα ἀναλογιζόμαστε ἔκπληκτοι ὅτι, ὅταν τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων διακήρυτταν τόσο θριαμβευτικὰ τὴ γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, ὅλος αὐτός ὁ ἐπίγειος κόσμος, μὲ ἐξαίρεση μερικοὺς βοσκούς, ἦταν βυθισμένος στὸν ὕπνο καὶ δὲν ἄκουγε οὔτε τὶς ἐπευφημίες τους οὔτε τοὺς ὕμνους τους. Θὰ ἦταν ἄραγε δυνατὸ —μπορεῖ νὰ ρωτήσουν κάποιοι— θὰ ἦταν λοιπὸν δυνατὸ κι ἐμεῖς ἐπίσης, νὰ μὴν ἀντιληφθοῦμε μέσα στὸν ὕπνο μας, τὴ λαμπρότητα τῆς θείας ἡμέρας καὶ νὰ μὴν ἀκούσουμε τὸν θριαμβευτικὸ ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας; Χωρὶς νὰ θέλω ἐδῶ νὰ μεμφθῶ κανένα, θὰ ἀρκεστῶ νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ Δαυίδ, πού γρηγοροῦσε ἀσφαλῶς καλύτερα ἀπὸ μᾶς ψάλλοντας τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔβρισκε ἀπαραίτητο νὰ ἀφυπνίσει καμιὰ φορά τοὺς ὕμνους του: «Ἀφυπνίσου, δόξα μου»! Ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς, μελετώντας τὴ Θεία δόξα στὴ γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, νὰ ἀφυπνίσουμε τὴ δόξα μας, ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε καθαρά, τὸ ζῆλο μας γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!» Μονάχα στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἡ γῆ ἄκουσε αὐτὸ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο· γιατί ὄχι πρωτύτερα; Ὡς τότε ὁ Θεὸς δὲν εἶχε δόξα ἐν ὑψίστοις;

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἀπολάμβανε αἰώνια τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς δόξας Του. Κατὰ τὴν ἔκφραση ἑνός μάρτυρα πού οἱ οὐρανοὶ ἀνοίχτηκαν στὰ μάτια του, εἶναι «ὁ Θεὸς τῆς δόξης», ὅτι δηλαδὴ ἡ δόξα Του συνάπτεται τόσο πολὺ μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ Ὄνομα, μὲ τὴν ἴδια Του τὴν οὐσία, πού δὲν θὰ ἦταν Θεὸς ἂν ἦταν χωρὶς δόξα. Ἡ δόξα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση, ἡ ἀντανάκλαση, τὸ ἔνδυμα τῆς ἒσω τελειότητας. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν Ἑαυτό Του διαιωνίως μὲ τὴν αἰώνια γέννηση τοῦ ὁμοούσιου Υἱοῦ Του καὶ μὲ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ὁμοουσίου Πνεύματός Του. Ἔτσι ἡ ἑνότητα μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα Του ἀστράφτει ἀπὸ οὐσιαστικὴ δόξα, ἄφθαρτη, ἀκίνητη. Ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι «ὁ πατὴρ τῆς δόξης». Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης αὐτοῦ», καὶ ὁ Ἴδιος εἶχε τὴ δόξα «πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί».

Κατά τὸν ἴδιο τρόπο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι «Πνεῦμα δόξης». Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν καθαρή, ἐνυπάρχουσα δόξα, ὁ Θεὸς ζεῖ σὲ πλήρη μακαριότητα, πάνω ἀπὸ κάθε δόξα, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη κανενὸς μάρτυρα, χωρὶς νὰ ἐπιδέχεται καμιὰ μοιρασιά. Καθὼς ὅμως, μέσα στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, ἐπιθυμεῖ νὰ μεταδώσει τὴ μακαριότητά Του, νὰ κάνει νὰ ὑπάρξουν εὐδαίμονες κοινωνοὶ τῆς δόξας Του, διεγείρει τὶς ἄπειρες τελειότητές Του καὶ αὐτὲς ἀποκαλύπτονται μέσα στὰ δημιουργήματά Του. Ἡ δόξα Του φανερώνεται στὶς οὐράνιες δυνάμεις, ἀντανακλᾶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ντύνεται τὴ λαμπρότητα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Τὴν προσφέρει, καί αὐτοὶ πού τοὺς καθιστᾶ κοινωνοὺς τὴν δέχονται, στή συνέχεια ἐπιστρέφει σὲ Αὐτόν, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἀέναη ἀνακύκληση, θά λέγαμε, τῆς θείας δόξης, συνίσταται ἡ εὐδαιμονία, ἡ μακαριότητα τῶν δημιουργημάτων.

Ἔτσι τὰ Χερουβεὶμ στέκονται μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, περιβεβλημένα τὴν πληρότητα τῆς δόξης του, ἀναβοώντας δυνατὰ ἀναμεταξύ τους, πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Τριάδος, τὸν τρισάγιο ὕμνο: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ». Κατακαλὺπτουν τὸ πρόσωπό τους μὲ τὶς φτεροῦγες τους, γιατί ἡ δόξα πού ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι «φῶς ἀπρόσιτον», ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ οὐράνια δημιουργήματα. Εἶναι πολυὸμματα γύρω καὶ ἐντός τους, γιατί ἡ θέρμη τους νὰ διαποτιστοῦν ἀπὸ τὴ θεία δόξα, ἐν θεωρίᾳ, μεταμορφώνει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή τους σὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ ὀφθαλμό, καὶ «ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτός», ὄχι γιατί ἡ ἀνάπαυλα τοὺς ἔχει ἀπαγορευτεῖ, ἀλλά γιατί ἡ μακαριότητα πού τὰ πληροῖ καθὼς θεωροῦν καὶ μετέχουν στὴ Θεία δόξα, καὶ ἡ ὁποία ἐκχέεται πάνω τους ὅπως δοχεῖο πού ξεχειλίζει, ἐκπέμπεται ἀδιάκοπα πρὸς τὰ ἔξω μέσα ἀπὸ ἕναν χαρμόσυνο ὕμνο τῆς μεγαλοσύνης, καὶ κατ’ αὐτό τὸν τρόπο ἡ δόξα ἡ «παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ» ἐπιστρέφει στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, στὴν πρωτόπλαστή του κατάσταση, ἦταν «εἰκών καὶ δόξα Θεοῦ»· καὶ ὄντας χωρὶς ἐνδύματα εἶχε ἄγνοια τῆς γυμνότητάς του, γιατί ἀκριβῶς ροῦχο του εἶχε αὐτὴ τὴ δόξα. Κατὰ ἀνάλογο τρόπο «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ… ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα καὶ νύξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν».

Ὅμως, ἐὰν ἡ Θεία δόξα ἐνοικεῖ στὸν Θεὸ προαιώνια, ἐὰν φανερώνεται ἀκόμη καὶ στὰ δημιουργήματα καὶ ὄχι μόνο σὲ αὐτὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά καὶ στὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ ἀδιάκοπα, γιὰ ποιὸ λόγο, ὅταν γεννιέται ὁ Χριστός, ὁ οὐρανός τὴν διακηρύσσει στὴ γῆ μὲ τρόπο καινούργιο καὶ ἐξαιρετικό, σὰν κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτοφανέρωτο; Χριστιανέ, εἶναι ἡ σειρά σου τώρα νὰ γίνεις ὅλος ὀφθαλμὸς καὶ προπαντὸς ἐσωτερικός. Στάσου μὲ προσοχὴ καὶ θεώρησε: ὑπάρχει ἐδῶ δόξα καὶ μυστήριο —μιὰ δόξα κρυμμένη μέσα στὸ μυστήριο, ἕνα μυστήριο πού ἀποκαλύπτεται μέσα στὴ δόξα.

Ὁ ἄνθρωπος ἔσπασε μέσα του τὸν αἰώνιο κύκλο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀποφάσισε νὰ μὴ τὴν ἐπιστρέφει στὸν Θεὸ ἀλλά νὰ τὴν σφετερίζεται, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ καταστεῖ, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ πειραστῆ, ὡς Θεός. Ἀπὸ αὐτό προῆλθε στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτό πού συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἄνθρωπο, ὅταν σταματᾶ ἡ κυκλοφορία τοῦ αἵματος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὰ νεκρὸς ὡς πρὸς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἤ τουλάχιστον ἔχει πέσει σὲ ἕνα λήθαργο, καθὼς βλέπει νὰ ἐξασθενεῖ μέσα του, σὲ σχέση μὲ τὴν προτέρα του κατάσταση, ἡ ψυχική του ζωντάνια, ὄντας ἐγκαταλειμμένος στὴ σκοτεινιά, στὴν ἀπομόνωση, στὴν (πνευματικὴ) ἀσιτία καὶ στὴ διαφθορά.

Καθὼς ὅμως ἡ Θεία δόξα διαδόθηκε σὲ ὁλόκληρο τὸν ἐπίγειο κόσμο κυρίως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀντανακλώμενη μέσα του ὅπως σὲ Θεία εἰκόνα, συνακόλουθα, ἀπὸ τότε πού κρύφτηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀνταυγάζεται πιὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ ἲδιο ὅπως στὴν ἀρχή. Παρ’ ὅλο πού ὁ Ψαλμωδὸς ἔχοντας καθάρει τὴν καρδιά καὶ τὶς αἰσθήσεις του, καὶ ἔχοντας ἀκούσει τούς οὐρανοὺς μετὰ ἀπὸ αὐτή τὴν κάθαρση νὰ «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν», ἡ ἀντήχηση, ἀναμφὶβολα, οὔτε τόσο ἔντονη εἶναι ὅπως ἐν ἀρχῇ οὔτε τόσο ὑπὲροχη. Γιατί τότε δὲν ἀκούονταν παρὰ οἱ γλυκιὲς καὶ μεγαλειώδεις συμφωνίες τῆς ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης, ἐνῶ τώρα παρεισφρύουν σπαραχτικὲς κραυγὲς πόνου καὶ θόρυβοι ἀπὸ ἐρείπια πού γκρεμίζονται. Αὐτό τὸ θλιβερὸ σκοτείνιασμα τῆς Θείας δόξας μέσα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ ὑλοποίησαν ἔκτοτε ἀφήνοντας ὅλες τους τὶς ἐπιθυμίες καὶ ὅλες τὶς σκέψεις νὰ ἀπορροφηθοῦν ἀπὸ τὴν κτίση, καὶ «ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων».

Ὁ Θεὸς τῆς δόξης, ξέροντας ὅτι, χωρὶς τὴ δόξα Του, δὲν νοεῖται εὐτυχία γιὰ τὰ δημιουργήματά Του, ἔκανε, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἐκφράσεις μας, ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι Του, νὰ τὴν ἐπαναφέρει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οἱ προσπάθειές Του ὅμως γιὰ καιρὸ ἀπέβησαν ἄκαρπες καί, ὄντως δὲν ἀποτέλεσαν παρὰ προετοιμασίες λίγο-πολὺ μακρινὲς καὶ ἐλλιπεῖς σὲ σχέση μὲ τὴν πραγματικὴ ἐπαναφορά, τὴν γενική, τὴ μόνη δυνατή, τῆς δόξας Του ἀνάμεσα στοὺς στερημένους, ἀφοῦ «πάντες γὰρ ἥμαρτον». Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκλείσθηκε ἀπὸ τὴ Θεία δόξα, ὁ Θεὸς τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρει: «Ἀδάμ, ποῦ εἰ;» Ἀλλά ὁ ἁμαρτήσας δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὴ θέα αὐτῆς τῆς δόξας, τράπηκε σὲ φυγὴ καὶ κρύφτηκε ἀπὸ προσώπου γῆς.

Ἀργότερα, γιὰ νὰ τὴν καταστήσει προσιτὴ στοὺς ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς τὴν ἔντυσε μερικὲς φορὲς μὲ τὴ μορφὴ τῶν ἀγγέλων Του, αὐτὲς ὅμως οἱ ἐμφανίσεις τρομοκράτησαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ δὲν στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τὴν κάνουν κοινωνὸ τῆς Θείας δόξης. «Καὶ εἶπε Γεδεών· ἆ, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι εἶδον τὸν ἄγγελον Κυρίου πρόσωπον πρὸς πρόσωπον»! «Καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ: θανάτῳ ἀποθανούμεθα, ὅτι Θεὸν εἴδομεν».

 Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅσο κι ἂν ἦταν προετοιμασμένος, καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ Μωυσῆ, γιὰ τὴ φανέρωση τῆς Θείας δόξας στὸ Σινᾶ, δὲν μπόρεσε οὔτε ἀπὸ μακριὰ νὰ ἀντέξει αὐτή τὴ φανέρωση· καὶ εἶπαν στὸ Μωυσῆ: «Λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν». Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἄλλες ἐμφανίσεις τῆς Θείας δόξης, ὅπου ὁ Θεός, βλέποντας νὰ ὑπερβαίνεται κάθε μέτρο ἀνθρώπινων ἀτοπημάτων, γιὰ νὰ μὴ διαψεύσει ὁ Ἴδιος τὴν ἁγιότητά του, δέν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους στὶς κραυγὲς θλίψης πού ἀνέβαιναν πρὸς Αὐτόν, ἀλλά ὑποχρεώθηκε νὰ ἀντιτάξει τοὺς αὐστηροὺς καὶ τιμωρητικοὺς κανόνες τῆς δικαιοσύνης Του, ὅπως ἔπραξε λόγου χάρη καταδικάζοντας τὸν Κάιν, προκαλώντας τὸν κατακλυσμὸ καὶ καταστρέφοντας τὰ Σόδομα; ὁ Θεὸς τῆς δόξης «ἐβρόντησε», ἡ γῆ σείστηκε, ὁ ἄνθρωπος ἀπολέσθηκε. Ποῦ νὰ βρεθεῖ θέση γιὰ τὴ χαρά; Ἀπὸ ποῦ θὰ ἐκπορεύονταν οἱ ὕμνοι στὴ μεγαλοσύνη Του;

Τί ἔκανε τελικὰ ὁ Θεός, ἀστείρευτος σὲ μέσα εὐσπλαχνίας καὶ σωτηρίας, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλπίδα τῆς δόξας; Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τὴ δόξα του, ὁ Θεὸς πλησίασε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἦλθε σὲ κοινωνία μὲ τὴν κατάπτωσή του. Γιὰ νὰ μὴν ἀποφεύγει πιὰ ὁ ἁμαρτωλὸς τὴ Θεία παρουσία, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε σὲ αὐτόν, ντυμένος «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας». Γιὰ νὰ μὴ μείνει τὸ ἀνάπηρο δημιούργημα ἔξω ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ, δὲν «ἐνεδύθη πιὰ ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν», ἀλλά μὲ τὴ μορφὴ παιδίου ἀδύναμου καὶ κλαυθμυρίζοντος, σπαργανωμένου φτωχικά. Ὅπως ἕνας ἱκανὸς γιατρός, ὅταν βλέπει ὅτι ὁ ἀσθενής του φοβᾶται ἕνα δυνατὸ φάρμακο, τοῦ τὸ δίνει παραλλαγμένο καὶ σώζει τὸν δύστυχο ἀπὸ τὸ θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, βλέποντας ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, προσβεβλημένη ἀπὸ τὴ θανάσιμη ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας, φοβόταν τὸ θεϊκὸ φάρμακο, πού ὡστόσο μόνο αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸν σώσει, περιέβαλε τὴ θεότητά του μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα δοκίμασε, προτοῦ τὸ ὑποψιαστεῖ, ὅλη τὴν ἀποτελεσματικότητα τοῦ θείου γιατρικοῦ, τοῦ οἰκουμενικοῦ ἰάματος τῆς Θείας Χάρης.

Μόλις ἡ θεότητα εἰσῆλθε στὴν ἀνθρωπότητα, «πάντα ἡμῖν τῆς θείας δυνάμεως αὐτοῦ τὰ πρὸς ζωὴν καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης». Γιὰ τὸ λόγο αὐτό ἡ ἀναπηρία μας πληροῦται μὲ τὴ θεία δύναμη, τὸ ψέμα μας τὸ σβήνει ἡ θεία ἀλήθεια, τὰ σκοτάδια μας φωτίζονται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, ὁ θάνατός μας ἡττᾶται ἀπὸ τὴ θεία ζωή. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς θείας δόξας, μᾶς κάνει νὰ βρίσκουμε τὴν ἐλπίδα της καὶ ὅταν ἡ δόξα αὐτή θὰ ἀποκαλυφθεῖ, δὲν θὰ μᾶς καταθαμβώσει, δὲν θὰ μᾶς τρομάξει, δὲν θὰ μᾶς ἐξουθενώσει. Ἀλλά καθὼς θὰ ὑψωθεῖ ἀπὸ πάνω μας, θὰ καταυγάσει τὸν κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ἐμεῖς τὴν βυθίσαμε στὴ σκοτεινιά. «Ὅτι Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν», κατὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἀποστόλου.

Ἰδοὺ τὸ ἔνδοξο μυστήριο τῆς μυστήριας δόξας αὐτῆς τῆς ἡμέρας! Οἱ οὐράνιοι διάκονοι τοῦ φωτὸς εἶδαν πρὶν ἀπὸ μᾶς τὴν αὐγὴ αὐτῆς τῆς δόξας, καὶ πάραυτα μᾶς εἰδοποίησαν ἀναβοῶντες: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!» Τώρα δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴν αὐγή, ἀλλά γιὰ τὸ καταμεσήμερο αὐτῆς τῆς δόξας: ἡ δική μας δόξα ὑψώνεται, ἀνέρχεται μὲ τὴ σειρά της στοὺς κατοίκους τῶν οὐρανῶν, ἀνεβαίνει μέσα ἀπὸ τὶς καρδιές μας, μεταφέροντας τὴν ἀγαλλίασή τους, ὡς τὸν ἲδιο τὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!»

Ἀδελφοί μου! Προσέξτε ὅτι οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στὸν Θεὸ αὐτό τὸν ἐπινίκιο ὕμνο γιὰ νὰ τὸν δοξάσουν, ὄχι γιὰ τὴ σωτηρία τους ἀλλά γιὰ τὴ δική μας. Μὲ τί ζέση λοιπὸν ὀφείλουμε νὰ τὸν δοξάσουμε ἐμεῖς! Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει μιὰ σπίθα τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς τῆς ἀγάπης τῶν ἀγγέλων γιὰ τὸν Θεό, νὰ καταφέρω νὰ ἀνάψω τὶς καρδιές σας, νὰ ψάλλετε καὶ σεῖς τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο, ἀδιάκοπα καὶ ἀτελεύτητα; Γνωρίζω ὅτι ὁ κόσμος ἑτοιμάζεται νὰ καταπνίξει μέσα στὴν ψυχὴ σας τὴν ἠχώ τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου μὲ τὶς θορυβώδεις γιορτές του, μὲ τὶς ἐπιπόλαιες διαχύσεις του, μὲ τὰ τραγούδια του πού διαφθείρουν τὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος, «μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ».

Ἔχετε τὸ νοῦ σας νὰ μὴ λυπήσετε μὲ τὶς πράξεις σας, στὶς κατοικίες σας, τὸν Θεὸ σωτήρα σας, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν δοξάσατε μὲ τὰ λόγια σας στὴν ἐκκλησία Του. «Τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται». Δὲν ἔχουμε, ἄλλωστε, πολὺ πρόσφατα ἀκόμη, μιὰ ἀρκετὰ σκληρὴ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἐξουθένωσης, ὅταν ὁ Κύριος παρέδωσε ὄχι μόνο τὰ σπίτια μας στὴ λεηλασία καὶ τὴ φωτιά, ἀλλά καὶ τοὺς ναοὺς Του ἀκόμη στὴ βεβήλωση; Γιατί αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη, ἐὰν ὄχι ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωή μας τὴν ἀνάξια τῆς δόξας Του. Τὸν περιφρονήσαμε μέσα στὴν κατοικία μας, μὲ τὴ νωχέλειά μας στὴν πίστη· Τὸν περιφρονήσαμε στοὺς ναούς Του; Νὰ ὅμως πού μᾶς συγχώρησε γιὰ μία ἀκόμη φορά καὶ μᾶς κάλεσε ξανὰ στὴ δόξα Του. Ἂς Τὸν δοξάσουμε γιὰ νὰ μὴ σηκώσουμε ἐνάντιόν μας τὴν ὀργή Του ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς ἀπειλεῖ ἤδη ἡ σφοδρὴ ἀνατροπὴ τῆς τάξης τῶν φυσικῶν νόμων. «Δότε δόξαν τῷ Θεῷ»! «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν»! Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης)

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

«Σαλπίστε τήν πρωτομηνιά μέ τή σάλπιγγα», λέει ὁ Δαβίδ, «τή χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς σας» (Ψαλ. 80, 4), καί οἱ διαταγές τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας εἶναι ὁπωσδήποτε νόμος γιά ὅσους ἀκοῦνε. Ἐπειδή λοιπόν ἦλθε ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μας, ἄς ἐφαρμόσω κι ἐγώ τό νόμο κι ἄς γίνω σαλπιγκτής τῆς ἱερῆς ἡμέρας. Ἡ σάλπιγγα τοῦ νόμου, ὅπως ὑποδεικνύει νά ἐννοήσομε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ λόγος. Γιατί λέει ὅτι δέν πρέπει ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας νά γίνεται ἀσαφής (Α´ Κορ 14, 7 ἑ), ἀλλά οἱ φθόγγοι νά εἶναι εὐδιάκριτοι, γιά νά εἶναι σαφεῖς σ᾿ ὅσους ἀκοῦνε.

 Ἄς ἀφήσομε λοιπόν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, κάποια λαμπρή ἠχώ πού ν᾿ ἀκουστεῖ μακριά καί πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τόν ἦχο τῆς κεράτινης σάλπιγγας. Γιατί κι ὁ Νόμος πού προδιαγράφει τήν ἀλήθεια μέ τούς τύπους τῆς σκιᾶς, νομοθέτησε τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας (Λευιτ. 23, 24). Καί τό θέμα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς σκηνοπηγίας. Σ᾿ αὐτήν συμπηγνύεται τό ἀνθρώπινο σκήνωμα ἐκείνου πού γιά χάρη μας φόρεσε τό ἀνθρώπινο σχῆμα.

 Σ᾿ αὐτήν τά σκηνώματά μας, πού διαλύει ὁ θάνατος, συμπηγνύονται πάλι ἀπό ἐκεῖνον πού οἰκοδόμησε ἀπό τήν ἀρχή τήν κατοικία μας. Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τά λόγια τῆς ψαλμωδίας, χορεύοντας ἀντάμα μέ τό μεγαλόφωνο Δαβίδ, «εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 25). Πῶς ἔρχεται; Ὄχι βέβαια ὅπως μέ ἕνα πλοῖο ἤ μιά ἅμαξα, ἀλλά πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη ζωή χωρίς φθορά παρθενική. «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, αὐτός ὁ Κύριος φανερώθηκε γιά μᾶς, γιά νά συστήσει αὐτή τήν ἑορτή μέ φοινικοφόρους ὥς τήν ἄκρη τοῦ θυσιαστηρίου» (Ψαλμ. 117, 27).

Ὁπωσδήποτε δέν ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί, τό μυστήριο πού κρύβεται στά λόγια αὐτά· ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἕνα ἀνάκτορο τοῦ Κυρίου τῆς Κτίσης. Ἀλλά, ἐπειδή ὅταν εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία κλείστηκαν τά στόματα ἐκείνων πού κυρίεψε ἡ κακία καί σώπασε ἡ φωνή τῆς χαρᾶς καί διαλύθηκε τό σύμφωνο τραγούδι τῶν ἑορταστῶν, ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο γένος δέ συνεόρταζε μέ τήν ὑπερκόσμια φύση, γι᾿ αὐτό ἦρθαν οἱ σάλπιγγες τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, πού ὁ νόμος τίς λέει «κεράτινες», ἐπειδή ἡ κατασκευή τους προερχόταν ἀπό τόν ἀληθινό μονόκερο. Αὐτές μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ἠχολόγησαν τό λόγο τῆς ἀλήθειας, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει ἡ ἀκοή ἡ φραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνει μιά σύμφωνη ἑορτή, πού μέ τόν εὐτρεπισμό τῆς σκηνοπηγίας τῆς κάτω κτίσης νά συμμελωδεῖ κι αὐτή μέ τίς ὑψηλές καί ὑπέρτερες δυνάμεις τίς γύρω ἀπό τό ἄνω θυσιαστήριο. Γιατί τά κέρατα τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου εἶναι οἱ Δυνάμεις οἱ ὑψηλές κι ἐξέχουσες τῆς νοερῆς φύσης, Ἀρχές καί Ἐξουσίες καί Θρόνοι καί Κυριότητες.

Μ᾿ αὐτές, μέ τή συμμετοχή τους στήν ἑορτή, συνάπτεται κατά τή σκηνοπηγία τῆς ἀνάστασης ἡ ἀνθρώπινη φύση εὐτρεπισμένη μέ τήν ἀνακαίνιση τῶν σωμάτων. Γιατί τό ̒πυκάζομαι᾿ σημαίνει ὅ,τι καί τό εὐτρεπίζομαι ἤ ντύνομαι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν ὅσοι γνωρίζουν αὐτά τά πράγματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ξεσηκώσομε τίς ψυχές μας γιά τόν πνευματικό χορό κι ἄς βάλομε πρωτοχορευτή καί ἀρχηγό καί κορυφαῖο τοῦ χοροῦ μας τό Δαβίδ κι ἄς ποῦμε μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν μελωδικό ἐκεῖνο στίχο πού ψάλαμε πρίν ἀπό λίγο.

Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.

Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.

Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.

Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;

Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).

Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.

Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.

Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.

Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.

Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.

Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.

Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.

Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.

Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.

Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).

Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι «εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.

Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.

Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.

Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.

«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».

Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».

Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.

Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;

 Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.

Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.

 Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).

Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.

Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.

Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;

Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.

Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;

Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).

Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.

Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.

Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.

Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.

Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ὑπόμνημα εἰς τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο – Δ΄ ΟΜΙΛΙΑ (Ἀπόσπασμα) – Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Η Γεννηση του Χριστού, 16ος αι.

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Η Γεννηση του Χριστού, 16ος αι.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὀνόμασε ὅλους τούς προγόνους καὶ ἔφτασε στὸν Ἰωσήφ, δὲν σταμάτησε σ’ αὐτό τὸ σημεῖο, ἀλλά πρόσθεσε: «Ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἄνδρας τῆς Μαρίας», ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἐξαιτίας της τὸν περιέλαβε στὸ γενεαλογικὸ δέντρο πού ἔκανε. Ἔπειτα ἀκούγοντας τὴ φράση «ἄνδρα Μαρίας», γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσης, πρόσεξε πῶς τὸ διορθώνει αὐτό μὲ τὰ παρακάτω πού λέει. Ἄκουσες, λέει, τὴ λέξη ἄνδρας, ἄκουσες τὴ λέξη μητέρα, ἄκουσες τὸ ὄνομα πού ὁρίσθηκε γιὰ τὸ παιδί, ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὸ πῶς γεννήθηκε αὐτό: «Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἔτσι». 

Γιὰ ποιὰ γέννηση μοῦ μιλᾶς; Πές μου, ἂν καὶ ἀνέφερες τοὺς προγόνους. Θέλω ὅμως νὰ μοῦ μιλήσεις καὶ γιὰ τὸ πῶς ἔγινε ἡ γέννηση. Εἶδες πῶς ἀνέβασε ψηλὰ τὸν ἀκροατή; Καθὼς ἐπρόκειτο κάτι πιὸ καινούργιο νὰ πεῖ, ὑπόσχεται νὰ μιλήσει καὶ γιὰ τὸν τρόπο.

Πρόσεξε τὴν ἄριστη συμφωνία τῶν λεγομένων. Δὲν πηγαίνει ὁ συγγραφέας κατευθείαν στὴ γέννηση, ἀλλά πρῶτα μᾶς θυμίζει σὲ ποιὰ σειρὰ βρισκόταν ἂν ἀρχίσουμε νὰ μετρᾶμε ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, σὲ ποιὰ σειρὰ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, σὲ ποιὰ ἀπὸ τὴ μετανάστευση ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα, καὶ μ’ ὅλα αὐτά ἀναγκάζει τὸν ἀκριβολόγο ἀκροατὴ νὰ ἐρευνήσει τὸν ἀριθμό τῶν ἐτῶν, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσαν οἱ προφῆτες. Ἂν μετρήσεις τὶς γενιὲς καὶ πεισθεῖς ἀπὸ τὸ μέτρημα τῶν χρόνων ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν οἱ προφῆτες, εὔκολα θὰ παραδεχτεῖς καὶ τὸν θαυματουργικὸ τρόπο τῆς γεννήσεώς του. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ πεῖ κάτι πάρα πολὺ σπουδαῖο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, προτοῦ νὰ λογαριάσει τὸν χρόνο, συγκαλύπτει αὐτό πού εἰπώθηκε «τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας», μᾶλλον συντομεύει τὴν ἴδια τὴ διήγηση τῆς γεννήσεως. Ἀπαριθμεῖ λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια, θυμίζοντας στὸν ἀκροατή, ὅτι αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει ἀφοῦ ἐξέλιπαν στὸ μέλλον οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων.

Γι’ αὐτόν ὁ προφήτης Δανιὴλ προφήτευσε ὅτι θὰ ἔλθει, ἀφοῦ περάσουν πολλὲς χρονικὲς περίοδοι πού τὶς ὀνομάζει «ἑβδομάδες». Ἂν θελήσει κάποιος τὰ χρόνια πού περιλαμβάνονται σ’ αὐτές τὶς χρονικὲς περιόδους, πού ὁ ἄγγελος ἀνέφερε στὸν Δανιήλ, νὰ τὰ ἀριθμήσει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν οἰκοδόμηση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φθάσει στὴ γέννησή του, θὰ δεῖ ὅτι συμφωνοῦν αὐτά μ’ ἐκεῖνα πού προφητεύτηκαν.

Νὰ σοῦ πῶ λοιπὸν πῶς γεννήθηκε; «Ἀφοῦ μνηστεύθηκε ἡ μητέρα του Μαρία». Δὲν εἶπε ἡ παρθένος, ἀλλά ἁπλά ἡ μητέρα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολα ἀποδεκτὸς αὐτός ὁ λόγος. Γι’ αὐτό προετοιμάζει πρῶτα τὸν ἀκροατὴ νὰ προσδοκᾶ νὰ ἀκούσει κάτι συνηθισμένο, καὶ ἀφοῦ τὸ πετυχαίνει αὐτό, τότε τὸν ξαφνιάζει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ παράδοξου γεγονότος, λέγοντας ὅτι: «Προτοῦ νὰ συνευρεθοῦν ἔμεινε ἔγκυος μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δὲν εἶπε: «Προτοῦ νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτή στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ», γιατί ἤδη κατοικοῦσε ἐκεῖ. Ὑπῆρχε ἔθιμο στοὺς παλιούς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὶς γυναῖκες πού μνηστεύονταν νὰ τὶς κρατοῦν στὸ σπίτι τους, πράγμα πού θὰ μποροῦσε νὰ συναντήσει κανεὶς νὰ συμβαίνει καὶ στὶς μέρες μας. Γιὰ παράδειγμα οἱ γαμπροὶ τοῦ Λὼτ κατοικοῦσαν μαζί του στὸ σπίτι του. Κι αὐτή λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ κατοικοῦσε στὸ σπίτι του.

Ρωτᾶς γιατί δὲν ἔμεινε ἔγκυος πρὶν ἀπὸ τὴ μνηστεία της; Ὅπως εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ συγκαλύψει τὸ γεγονὸς καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ Παρθένος ἀπὸ κάθε πονηρὴ ὑπόνοια. Γιατί ὅταν αὐτός, πού κυρίως ὀφείλει νὰ εἶναι ζηλιάρης περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἀποδεικνύεται ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν ἐκθέτει, οὔτε τὴν ἐξευτελίζει, ἀλλά τὴν ἀποδέχεται καὶ τὴν περιποιεῖται μετὰ τὴν κύηση, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος ὁ ἴδιος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προερχόταν αὐτό πού ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ, δὲν θὰ συγκρατιόταν ὁ ἴδιος καὶ δὲν θὰ ἔκανε ὅλα τὰ ἄλλα πού ἔκανε. Ἀκριβῶς μὲ ἔντονο τρόπο ἔγραψε καὶ τὸ «Ἔμεινε ἔγκυος», πού συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα πράγματα, πού δὲν τὰ περιμένει κανεὶς νὰ συμβοῦν. Μὴν προχωρεῖς λοιπὸν περισσότερο, μὴν ζητᾶς ν’ ἀκούσεις κάτι πέρα ἀπ’ αὐτά πού εἰπώθηκαν, μὴ λές: «Πῶς τὸ ἔκανε αὐτό τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ γίνει ἀπὸ μία παρθένο;». Ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δημιουργικὴ φύση διαμορφώνει τὰ πράγματα, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὰ παραπάνω ὅταν θαυματουργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Τὰ λέω ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρεῖς τὸν Εὐαγγελιστὴ οὔτε νὰ τὸν ἐνοχλεῖς συνέχεια μὲ τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἀφοῦ εἶπε ποιὸς ἔκανε τὸ θαῦμα, ἔκλεισε τὴν ὑπόθεση. Λέει, «Τίποτε περισσότερο δὲν γνωρίζω, παρὰ ὅτι αὐτό πού συνέβη ἔγινε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Πρέπει νὰ νιώθουν ντροπὴ ὅσοι λεπτολογοῦν τόσο πολὺ μὲ τὴ θεϊκὴ αὐτή γέννηση. Γιατί ἂν αὐτή ἡ γέννηση πού ἔχει μύριους μάρτυρες καὶ πού ἔχει προαναγγελθεῖ πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια καὶ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξετάσθηκε λεπτομερῶς ἀπὸ πολλούς, κανεὶς ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει, δὲν εἶναι τελείως τρελλοὶ αὐτοί πού περιεργάζονται τὸ ἀπόρρητο αὐτό γεγονὸς καὶ τὸ ἐξετάζουν μὲ περιέργεια; Γιατί οὔτε ὁ Γαβριήλ, οὔτε ὁ Ματθαῖος μπόρεσαν νὰ ποῦν κάτι παραπάνω, παρὰ μόνον ὅτι αὐτό συνέβη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τό πῶς συνέβη αὐτό ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, κανεὶς ἀπό τούς δύο δὲν προσπάθησε νὰ τὸ ἑρμηνεύσει, οὔτε βέβαια αὐτό ἦταν δυνατόν. Μὴ νομίσεις, ἀκροατή, ὅτι ἔμαθες τὰ πάντα ἀκούγοντας ὅτι αὐτά συνέβησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί πολλὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμη κι ἂν πληροφορούμασταν πῶς ὁ ἄπειρος βρίσκεται στὴ μήτρα, πῶς αὐτός πού συγκρατεῖ τὸ σύμπαν κυοφορεῖται ἀπὸ γυναίκα, πῶς γεννᾶ ἡ Παρθένος καὶ παραμένει παρθένος. Πές μου, πῶς δημιούργησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτόν τὸν ναό, δηλαδὴ τὸν Χριστό; Πῶς ἔλαβε ὁ Κύριος ἕνα μέρος τῆς σάρκας του ἀπὸ τὴ μήτρα καὶ τὸ αὔξησε αὐτό καὶ τὸ μορφοποίησε; Τὸ ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴ σάρκα τῆς Παρθένου, τὸ δήλωσε λέγοντας: «Τὸ παιδὶ πού περιμένει», καὶ ὁ Παῦλος εἶπε: «Γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα», ἀποστομώνοντας αὐτούς πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε σὰν νὰ πέρασε ἀπὸ κάποιο σωλήνα. Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί χρειαζόταν ἡ μήτρα; Ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε τίποτε κοινὸ μὲ μᾶς ὁ Χριστός, θὰ εἶχε κάποια ἄλλη σάρκα κι ὄχι ὅμοια μὲ τὴ δική μας. Πῶς ὅμως θὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί; Πῶς θὰ ἦταν ἡ ράβδος; Πῶς θὰ ὀνομαζόταν υἱὸς ἀνθρώπου; Πῶς θὰ εἶχε μητέρα τὴ Μαριάμ; Πῶς θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβίδ; Πῶς πῆρε τελικὰ μορφὴ δούλου; Πῶς «ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος»; Πῶς γράφει στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος: «Ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, πού ἐξουσιὰζει τὰ πάντα»; Τὸ ὅτι ὅμως κατάγεται ἀπό μᾶς καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας φύραμα καὶ ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἀποδεικνύεται κι ἀπ’ αὐτά καὶ ἀπὸ ἄλλα πολὺ περισσότερα. Τὸ πῶς συνέβησαν αὐτά, δὲν εἶναι καθόλου γνωστό. Λοιπὸν μὴν ἐρευνᾶς καὶ σύ, ἀναγνώστη, ἀλλά δέξου τὴν ἀποκάλυψη καὶ μὴν περιεργάζεσαι αὐτό πού ἀποσιώπησε ὁ Θεός.

Πηγή: www.imaik.gr

Γιατί ὁ Θεὸς῎Εγινε῎Ανθρωπος; (π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ)

«᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω» (᾿Αποκ. αʹ 8)

π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ

Τὸ χριστιανικὸ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως. ᾿Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

 Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν, τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στὴν πολεμική του κατὰ τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ, καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ Δʹ καὶ Εʹ αἰώνα. ≪᾿Εκεῖνο σώζεται ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό≫, λέγει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός1.

῾Η λυτρωτικὴ ἄποψη καὶ ἐπίδραση τῆς Σαρκώσεως τονίστηκαν μὲ ἔμφαση ἀπὸ τοὺς Πατέρες. ῾Ο σκοπὸς καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Σαρκώσεως ὁρίστηκαν μὲ ἀκρίβεια ὡς ἡ Λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἡ ἀποκατάστασή του στὴν ἀρχέγονη κατάσταση ποὺ καταστράφηκε ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία τοῦ κόσμου καταργήθηκε καὶ ἀπαλείφθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ενανθρωπήσαντα, καὶ Αὐτὸς μόνο, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό. ᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, δὲ θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ Πατέρες θεωροῦσαν αὐτὸ τὸ λυτρωτικὸ σκοπὸ ὡς τὴν μόνη αἰτία γιὰ τὴν ᾿Ενανθρώπηση, ἔτσι ὥστε ἡ ᾿Ενανθρώπηση νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ καθόλου, ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος.

῾Η ἐρώτηση μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ ποτὲ δὲν τέθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τὸ θέμα γιὰ τὸ ὕψιστο κίνητρο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν συζητήθηκε ἐπίσημα (formally) κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων. Τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεως ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως καὶ τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τῆς Δημιουργίας δὲν τὸ ἔθιξαν οἱ Πατέρες· δὲν ἐπεξεργάστηκαν ποτὲ αὐτὸ τὸ θέμα συστηματικά. ≪῎Ισως θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σκέψη μιᾶς ᾿Ενανθρωπήσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν Πτώση συμφωνεῖ μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς ῾Ελληνικῆς θεολογίας. Μερικὲς φράσεις τῶν Πατέρων φαίνεται νὰ δείχνουν πὼς ἡ σκέψη διατυπώθηκε μὲ σαφήνεια ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ, καὶ ἴσωςἀκόμα νὰ συζητήθηκε≫2.

Αὐτὲς οἱ ≪φράσεις τῶν Πατέρων≫δὲν συγκεντρώθηκαν καὶ δὲν ἐρευνήθηκαν. Πράγματι, στοὺς ἴδιους Πατέρες μπορεῖ νὰ παραπέμψει κανεὶς γιὰ τὴν ὑποστήριξη ἀντιθέτων ἀπόψεων. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκεντρώσουμε χωρία, παίρνοντάς τα ἔξω ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα καὶ ξεχνώντας τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι συχνὰ πολεμικός, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκαν ἐπὶ μέρους ἔργα. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ≪φράσεις τῶν Πατέρων≫ἦταν μόνο ≪περιστασιακὲς≫διατυπώσεις (≪occasional≫statements), καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται μόνο μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ σύνεση. ῾Η σωστὴ σημασία τους μπορεῖ νὰ ἐξακριβωθεῖ μόνο ὅταν διαβαστοῦν μέσα στὰ συμφραζόμενα, δηλαδὴ μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς σκέψεως κάθε ἐπὶ μέρους συγγραφέα….

Κατὰ τὴν μακροχρόνια αὐτὴ συζήτηση μιὰ σταθερὴ ἀναφορὰ γινόταν στὴ μαρτυρία τῶν Πατέρων. Κατὰ ἀρκετὰ περίεργο τρόπο, τὸ πιὸ σπουδαῖο χωρίο/ἀναφορὰ παραγνωριζόταν σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνθολογία τῶν περικοπῶν. ᾿Αφοῦ τὸ θέμα τοῦ κινήτρου τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν τέθηκε ρητὰ (formally) στὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, τὰ περισσότερα κείμενα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὶς μεταγενέστερες συζητήσεις δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν καμιὰ ἀκριβὴ καθοδήγηση3.

῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητὴς (580-662) φαίνεται πὼς εἶναι ὁ μόνος Πατέρας ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ἄμεσα γιὰ τὸ πρόβλημα, ἂν καὶ ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι τῆς Δύσεως. Εἶπε ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ ᾿Ενανθρώπηση θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Δημιουργία. ῾Η φύση τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως, αὐτῆς τῆς ἑνώσεως τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἀκατανόητο μυστήριο, ἀλλὰ μποροῦμε τουλάχιστον νὰ συλλάβουμε τὸν ≪λόγο≫καὶ τὸν ≪σκοπὸ≫αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου μυστηρίου. Κι᾿ αὐτὸς ὁ πρωταρχικὸς λόγος, ἢ ὁ ἔσχατος σκοπὸς ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ ᾿Ενανθρώπηση καὶ ὕστερα ἡ δική μας ἐνσωμάτωση μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος.

Οἱ λόγοι τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου εἶναι σαφεῖς καὶ ξεκάθαροι. ῾Η 60ὴ ≪ἐρώτησις πρὸς Θαλάσσιον≫εἶναι ἕνας ὑπομνηματισμὸςστὸ χωρίο Αʹ Πέτρου αʹ 19-20: ≪(῾Ο Χριστὸς ἦταν) ὡς ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, προεγνωσμένος πρὸ καταβολῆς κόσμου≫. ῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος πρῶτα συνοψίζει σύντομα τὴν ἀληθὴ διδασκαλία γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὕστερα συνεχίζει: ≪Αὐτὸ εἶναι τὸ εὐλογημένο τέλος, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου τὰ πάντα δημιουργήθηκαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας καὶ ποὺ τὸν ὀνομάζουμε προμελετημένη πλήρωση [προεπινοούμενον τέλος]. ῞Ολη ἡ δημιουργία ὑπάρχει γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς πληρώσεως, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ πλήρωση δὲν ὑπάρχει ἐξαιτίας κανενὸς ἀπὸ ὅσαδημιουργήθηκαν. ᾿Επειδὴ ὁ Θεὸς εἶχε κατὰ νοῦν αὐτὸτὸ τέλος, δημιούργησε τὶς φύσεις τῶν πραγμάτων. Αὐτὸεἶναι πράγματι ἡ πλήρωση τῆς θείας Πρόνοιας καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Διὰ μέσου αὐτῆς ὑπάρχει μιὰ ἀνακεφαλαίωση στὸ Θεὸ ὅσων δημιουργήθηκαν ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς αἰῶνες, τὸ φοβερὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἄπειρο καὶ ὑπάρχει ἀπείρως πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες. ῾Ο ῎Αγγελος (Messenger), ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πληρώσεως. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἦταν Αὐτὸς ὁ ῎Ιδιος ποὺ ἀποκατέστησε τὰ ὁλοκάθαρα ἐνδότερα βάθη τῆς καλωσύνης ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ φανέρωσε ἐν ῾Εαυτῷ τὴν πλήρωση, μὲ τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπέτυχε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως. Γιατὶ ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ μυστηρίου τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὅλος ὁ χρόνος καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ βρῆκαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους ἐν Χριστῷ. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν χρόνο τέθηκε μυστικὰ ὡς σκοπὸς μιὰ ἕνωση τῶν αἰώνων, τοῦ ὁρισμένου καὶ τοῦ ᾿Απροσδιόριστου, τοῦ μετρητοῦ καὶ τοῦ ᾿Αμέτρητου, τοῦ πεπερασμένου καὶ τοῦ ᾿Απείρου, τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ Δημιουργοῦ, τῆς κινήσεως καὶ τῆς ἀκινησίας—μιὰ ἕνωση ποὺ φανερώθηκε ἐν Χριστῷ κατὰ τοὺς τελευταίους τούτους καιροὺς≫(M., P.G., XC/90, 621, Α-Β). Πρέπει κανεὶς νὰ διακρίνει μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀνάμεσα στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Λόγου, στοὺς κόλπους τῆς ῾Αγίας Τριάδας, καὶ στὴν ≪οἰκονομία≫τῆς Σαρκώσεώς Του. ῾Η ≪πρόγνωση≫σχετίζεται ἀκριβῶς μὲ τὴ Σάρκωση: ≪῾Επομένως ὁ Χριστὸς προγνωρίστηκε, ὄχι ὅπως ἦταν κατὰ τὴν φύση Του, ἀλλὰ ὅπως ἐμφανίστηκε ἀργότερα σαρκωμένος γιὰ χάρη μας σύμφωνα μὲ τὴν τελικὴ οἰκονομία≫(M., P.G., XC/90, 624D).

῾Ο ≪ἀπόλυτος προορισμὸς≫τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται πολὺ καθαρά4. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση συμφωνοῦσε ἀπόλυτα μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τοῦ θεολογικοῦ συστήματος τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται στὸ πρόβλημα σὲ πολλὲς περιπτώσεις, καὶ στὶς ἀπαντήσεις του πρὸς Θαλάσσιον καὶ στὰ ≪᾿Αμφιβαλλόμενά≫του. Γιὰ παράδειγμα στὸ ᾿Εφεσ. αʹ 9 ὁ ῞Αγιος Μάξιμος λέγει: ≪(᾿Απὸ αὐτὴ τὴν Σάρκωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας) αὐτὸς μᾶς ἔδειξε γιὰ ποιό σκοπὸ δημιουργηθήκαμε καὶ ὅτι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ γιὰ μᾶς θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸ τῶν αἰώνων≫(M., P.G., XC/90, 1097C). ᾿Απὸ τὴν ἴδια τὴν σύστασή του ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται μέσα του ≪τὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ≫, τὴν τελικὴ ὁλοκλήρωση τῶν πάντων ≪ἐν τῷ Θεῷ≫.

῾Η ὅλη ἱστορία τῆς Θείας Προνοίας γιὰ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο διαιρεῖται σὲ δύο μεγάλες περιόδους: ἡ πρώτη κορυφώνεται στὴν Σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ (≪μέσα ἀπὸ τὴν Σάρκωση≫)·ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα τῆς θεώσεως, μιὰ ἐπέκταση, τρόπον τινά, τῆς Σαρκώσεως σ᾿ ὁλόκληρη τὴν δημιουργία. ≪Γι᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὸ χρόνο σὲ δύο τμήματα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιό του, καὶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καὶ τὰ δυό, δηλαδὴ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀνήκουν στὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς χάριτος… καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ συντομία: καὶ ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖνες ποὺ σημειώνουν τὴν ἔναρξη τῆς ἀνόδου τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό… ῎Η, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀκόμα καλύτερα, ἡ ἀρχή, τὸ μέσο καὶ τὸ τέλος ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐκείνων ποὺ ἔχουν περάσει, ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν στὸ παρόν, καὶ ἐκείνων ποὺ πρόκειται ἀκόμα νὰ ἔλθουν, εἶναι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς≫(M., P.G., XC/90, 320, B-C).

῾Η τελικὴ ὁλοκλήρωση συνδέεται κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου μὲ τὴν πρωταρχικὴ δημιουργικὴ θέληση καὶ τὸν πρωταρχικὸ δημιουργικὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ ὅλη ἀντίληψή του εἶναι αὐστηρὰ ≪θεοκεντρική≫, καὶ συγχρόνως ≪Χριστοκεντρική≫. ῞Ομως, αὐτὸ δὲν ἐπισκοτίζει καθόλου τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας, τῆς τέλειας ἀθλιότητας τῆς ἁμαρτωλῆς ὑπάρξεως. ῾Η μεγάλη ἔμφαση δίνεται πάντοτε ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο στὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν κάθαρση τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ κακοῦ. ᾿Αλλὰ βλέπει τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως καὶ τὴν ἀποστασία τῶν δημιουργημάτων μέσα στὴν εὐρύτερη προοπτικὴ τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τῆς Δημιουργίας5.

Ποιά εἶναι ἡ πραγματικὴ βαρύτητα τῆς μαρτυρίας τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου; ῏Ηταν αὐτὴ τίποτα περισσότερο ἀπὸ μιὰ ≪προσωπική του γνώμη≫, καὶ ποιό εἶναι τὸ κύρος τέτοιων ≪γνωμῶν≫;Εἶναι τελείως σαφὲς ὅτι στὸ θέμα τοῦ πρώτου καὶ ὕψιστου ≪κινήτρου≫τῆς Σαρκώσεως καμιὰ ἄλλη ἀπάντηση δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ παρὰ μόνο μιὰ ≪ὑποθετικὴ≫(ἢ ≪ἁρμόζουσα≫[convenient]) ἀπάντηση. Πολλές, ὅμως, δογματικὲς προτάσεις εἶναι ἀκριβῶς τέτοιες ὑποθετικὲς προτάσεις ἢ ≪θεολογούμενα≫6. Καὶ φαίνεται ὅτι ἡ ≪ὑπόθεση≫μιᾶς Σαρκώσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν πτώση τοὐλάχιστον εἶναι θεμιτὴ μέσα στὸ σύστημα τῆς ᾿Ορθόδοξης θεολογίας καὶ ταιριάζει πολὺ καλὰ μέσα στὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων.

Μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση στὸ θέμα τοῦ ≪κινήτρου≫τῆς Σαρκώσεως μπορεῖ νὰ δοθεῖ μόνο μέσα στὸ πνευματικὸ κλίμα τοῦ γενικοῦ δόγματος περὶ τῆς Δημιουργίας.

Σημειώσεις

1. ᾿Επιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον (M., P.G., 37, στλ. 118).
2. ᾿Επίσκοπος B.F. Westcott, ≪The Gospel of Greation≫ εἰς The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτηἔκδοση (Macmillan, 1892), σελ. 288.
 
Ἀπό τό βιβλίο: Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καὶ᾿Απολύτρωση,᾿Εκδόσεις Π. Πουρναρᾶ
 
Πηγή: www.imaik.gr

Διεθνές επιστημονικό συμπόσιο γιατρών για την Ηθική Covid (Μέρος Α’): «Τα εμβόλια mRNA μπορούν να «ξεγελάσουν» τον οργανισμό και να επιτεθούν σε υγιή κύτταρα»

Την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε το Διεπιστημονικό Συμπόσιο Covid, των Doctors for Covid Ethics και του UK Column, το οποίο φιλοξένησε ερευνητές που τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εκφράσει τις επιστημονικές αντιρρήσεις τους για τα εμβόλια mRNA, καθώς τα κρίνουν αναποτελεσματικά και επικίνδυνα.

Από τους συμμετέχοντες ξεχώρισε ο καθηγητής Sucharit Bhakdi, ομότιμος καθηγητής Ιατρικής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας και πρώην πρόεδρος του Ινστιτούτου Ιατρικής Μικροβιολογίας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου Johannes Gutenberg του Μάιντς. Ο δρ Bhakdi ανέλυσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με τον ίδιο, τα εμβόλια mRNA δεν θα λειτουργήσουν ποτέ, δηλώνοντας εμφατικά: «Όλα αυτά τα εμβόλια δεν μπορούν να λειτουργήσουν, δεν λειτουργούν και δεν θα λειτουργήσουν ποτέ, επειδή τα αντισώματα βρίσκονται στη λάθος μεριά του τοίχου».

Ο δρ Bhakdi υποστηρίζει πως τα συγκεκριμένα εμβόλια όχι μόνο δεν βοηθούν τον οργανισμό, αλλά μπορούν να τον «ξεγελάσουν» και να επιτεθούν σε υγιή κύτταρα, μέχρι και στα όργανα: «Όταν (το εμβόλιο) εισέλθει στο κυκλοφορικό, πηγαίνει στους λεμφαδένες σας και εισβάλλει στα κύτταρα των λεμφαδένων. Ως αποτέλεσμα, τα κύτταρα των λεμφαδένων και τα κύτταρα που έρχονται σε επαφή με το κυκλοφορικό σύστημα θα δημιουργήσουν την πρωτεΐνη ακίδας. Συνοπτικά, κάθε κύτταρο που τείνει να το κάνει αυτό θα δεχτεί επίθεση από το ανοσοποιητικό σας σύστημα, επειδή το ανοσοποιητικό σας σύστημα γνωρίζει αυτόν τον ιό. Ο ιός σχετίζεται με τους κορωνοϊούς που υπάρχουν από την αρχή της ανθρωπότητας και το ανοσοποιητικό σας σύστημα τους αναγνωρίζει και πρόκειται να καταπολεμήσει αυτά τα κύτταρα…

Επομένως, αυτό που πρέπει να φοβόμαστε ότι θα συμβεί είναι ότι θα υπάρξει μια μαζική επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος σε μυριάδες ιστούς και αγγεία».

Στη συνέχεια, ο δρ Bhakdi ανέλυσε περαιτέρω τις επιπτώσεις των εμβολίων mRNA με τη βοήθεια του παθολόγου Arne Burkhardt, ο οποίος στο παρελθόν ήταν επικεφαλής ιατρός του παθολογικού τμήματος των περιφερειακών κλινικών στο Reutlingen της Γερμανίας. Ο δρ Burkhardt επί τέσσερις μήνες εξέταζε τις σορούς ανθρώπων που απεβίωσαν μετά το εμβόλιο, ώστε να δει έως ποιον βαθμό έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον θάνατό τους. Ο ίδιος αποκαλύπτει πως στα δείγματα που είχε στη διάθεσή του δεν ήταν πάντα ξεκάθαρο αν οι ασθενείς κατέληξαν λόγω του εμβολίου, όμως σε κάποιες περιπτώσεις παρατήρησε δραστικές αλλαγές στα κύτταρα, τα οποία είχαν δεχτεί επίθεση από τον ίδιο τον οργανισμό. 

Εμβαθύνοντας στο θέμα, ο δρ Burkhardt κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα εμβόλια mRNA σκοτώνουν πολίτες, προκαλώντας μικροθρομβώσεις, φλεγμονές και αυτοάνοση αντίδραση στα αιμοφόρα αγγεία και στα ζωτικά όργανα του ανθρώπου, σε βραχυχρόνια, μεσοπρόθεσμη και μακροχρόνια βάση.

Τον λόγο, έπειτα, έλαβαν και άλλοι επιστήμονες, όπως οι δρ Michael Palmer, δρ Mike Yeadon και δρ Catherine Austin Fitts, ενώ το συμπόσιο έκλεισε με τον δρα Bhakdi να ζητάει, βουρκωμένος, απ’ όλους τους γιατρούς να μην υποχωρούν και να μην εγκαταλείπουν τα δικαιώματά τους (όσον αφορά στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού), καθώς αυτό θα έχει επιπτώσεις στο μέλλον για τους ίδιους, αλλά και τους απογόνους τους.

Πηγή: https://www.zougla.gr/ygeia/article/ta-emvolia-mrna-den-8a-litourgisoun-pote