Μουσείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς Καμινάρια
Πληροφορίες
τηλ. 99563456
Εικονοφυλάκιο Λεμύθου
ΕΙΚΟΝΟΦΥΛΑΚΙΟ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΕΜΥΘΟΥ
Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου στη Λεμύθου
Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου στη Λεμύθου ανήκει στον χαρακτηριστικό τύπο του ξυλόστεγου ναού που συναντάται σε μεγάλη έκταση στην οροσειρά του Τροόδους. Πρόκειται για μονόχωρο ναό μικρών διαστάσεων (4,50 Χ 10,80 μ) ο οποίος χρονολογείται στο 16ο αιώνα. Κατά το 18ο αι. έγινε προσθήκη κλειστής στοάς στα νότια και δυτικά του και διάνοιξη δύο παραθύρων στο βόρειο τοίχο. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 10 Οκτωβρίου 1974 και επισκευάστηκε την επόμενη χρονιά με δωρητή τον Μιχαήλ Μούσκο. Από την πυρκαγιά καταστράφηκαν οι περιορισμένες τοιχογραφίες στο βόρειο και δυτικό τοίχο καθώς και οι εικόνες και το εικονοστάσιο του.
Στο ναό έγιναν συμπληρωματικές εργασίες συντήρησης από το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου κατά το έτος 2003. Την επόμενη χρονιά, με δαπάνη του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, κατασκευάστηκαν, νέο εικονοστάσιο, νέα στασίδια και αναλόγιο και προθήκες για φύλαξη και έκθεση Εικόνων και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Παράλληλα έγινε εγκατάσταση συστήματος ασφαλείας και φωτισμού και έγινε διαμόρφωση και φύτευση του περιβάλλοντα χώρου του ναού. Με δαπάνες και πάλι του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη, επί σειρά ετών, συντηρήθηκαν και συντηρούνται τα παλαιά βιβλία, οι εικόνες, ξυλόγλυπτα και άλλα κειμήλια των ναών της Λεμύθου. Ορισμένα από αυτά παρουσιάζονται στο ναό του Αγίου Θεοδώρου. Με δαπάνες του Ιδρύματος κατασκευάστηκαν και οι νέες εικόνες του εικονοστασίου.
Το Εικονοφυλάκιο
Με τη λειτουργία του Εικονοφυλακίου στο ναό του Αγίου Θεοδώρου εκπληρώνεται ακόμα ένας στόχος του Πανιερώτατου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου που αφορά την καταγραφή, συντήρηση, διαφύλαξη και προβολή του ανεκτίμητου αυτού θησαυρού.
Οι παλαιές εικόνες που εκτίθενται χρονολογούνται από το 13ο έως και τον 19ο αιώνα και αντιπροσωπεύουν ποικίλα καλλιτεχνικά ρεύματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Από τις εικόνες ξεχωρίζουν οι ακόλουθες:
Η εικόνα της Παναγίας στον τύπο της Κυκκώτισσας (13ος αι.) μαρτυρεί τη διάδοση του εικονογραφικού τύπου, πρότυπο του οποίου θεωρείται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης της Μονής Κύκκου, έργο κατά την παράδοση του Απ. Λουκά.
Η εικόνα του Αγίου Νικολάου (14ος αι.) προέρχεται από τον ομώνυμο ναό του εξαφανισθέντος χωριού Λιβάδι, πλησίον της Λεμύθου. Τεχνοτροπικά ο άγιος αποδίδεται στο πλαίσιο της παλαιολόγειας καλλιτεχνικής παράδοσης.
Από τον ίδιο ναό προέρχεται και η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα (15ος αι.). Παρόλο που ο Χριστός αποδίδεται στο πλαίσιο της παλαιολόγειας παράδοσης, φέρει κάποια δυτικά δάνεια όπως ο ήπιος εξανθρωπισμός του προσώπου και τα χρυσά ανθόκρινα που κοσμούν τον κόκκινο σταυρό του φωτοστέφανου.
Οι εικόνες με τους αγίους Ιωάννη Πρόδρομο, άγιο Αντώνιο με την αγία Αναστασία την Φαρμακολύτρια, την αγία Παρασκευή, τον άγιο Γεώργιο και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ είναι έργα του ιεροδιάκονου Γαβριήλ του πρώτου μισού του 18ου αι.
Σε μια προθήκη εκτίθενται εικόνες μικρών διαστάσεων του 18ου και 19ου αι. από τις οποίες ξεχωρίζουν η εικόνα των Αγίων Προκοπίου και Ευτυχίου, του Αγίου Μηνά και τρεις εικόνες αγιορείτικης προέλευσης με τη Μεταμόρφωση του Χριστού, την Παναγία Ρόδον το Αμάραντο και τον άγιο Μάμα (18ος αι.) και του Αγίου Χαραλάμπους (19ος αι.).
Στην ίδια προθήκη εκτίθενται ορισμένα δείγματα εκκλησιαστικής αργυροχοίας, όπως Άγιον Ποτήριον και Δισκάριο με τα καλύμματα τους του 19ου αι.
Σε δύο προθήκες εκτίθενται παλαίτυπες εκκλησιαστικές εκδόσεις των ελληνικών τυπογραφείων της Βενετίας του 16ου-18ου αι. Στα παλαίτυπα αυτά υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις που παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Λεμύθου και τον κόσμο της.
Πληροφορίες
τηλ. 99546953
Μουσείο Πεδουλά
Ομιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατα τη διάρκεια των εγκαινίων του Βυζαντινού Μουσείου Πεδουλά, στις 23/6/1999
Είναι ιδιαίτερη η χαρά μας που ανοίγει σήμερα τις πύλες του το Μουσείο αυτό που στεγάζει ένα κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, ένα μέρος από τον εαυτό μας.
Σε μια εποχή ποικίλων ανατροπών που έχει σαν μόνο σταθερό χαρακτηριστικό της τη διαρκήαλλαγή, είναι πραγματική παρηγοριά να βρίσκουμε ένα στέρεο έδαφος να πατήσουμε. Έδαφος οικείο, του τόπου και του τρόπου του γένους μας. Γι’ αυτό νοιώθουμε ότι η δημιουργία αυτού του Μουσείου ήταν για μας ένα χρέος. Και ήταν χρέος για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα για να διασωθεί και να διαφυλαχθεί μια κληρονομία και μια συνέχεια πίστεως, για την οποία οι προηγούμενες γενιές έδωσαν μέχρι και το αίμα τους ακόμα. Από την άλλη, αφού η εποχή μας δεν μπορεί δυστυχώς να φτάσει σε τέτοιες κορυφώσεις, για να μπορούμε οι σημερινές γενιές να επανασυνδεόμαστε με τη λειτουργική τέχνη, που δεν είναι μόνο τέχνη αλλά εκφράζει το δογματικό βάθος της πίστεώς μας. Ακόμα, για να μπορεί και ο πέραν της νήσου μας κόσμος που έχει δίψα του κάλλους και της αλήθειας να εντρυφεί και να αναπαύεται στα έργα αυτά της λατρείας.
Δεν βλέπουμε λοιπόν το μουσείο αυτό ως χώρο κατάληξης κειμηλίων και θησαυρών του παρελθόντος. Αλλά ως χώρο αφετηρίας, ως χώρο έναρξης εσωτερικών διαδρομών και αναζητήσεων. Δεν πρόκειται απλά για ένα εικονοφυλάκιο, αλλά για ένα χώρο όπου το παρελθόν ξαναβρίσκει τη θέση του μέσα μας και όπου το παρόν μας συνάπτεται με τη μακρά διαχρονία της παραδόσεως. Ευελπιστούμε δε ότι το Βυζαντινό Μουσείο του Πεδουλά θα συμβάλει στην ευρύτερη προσπάθεια του Ελληνισμού να ανακαλύψει την εικόνα του εαυτού του.
Λένε πως ο εικοστός αιώνας έφερε τον πολιτισμό της εικόνας. Μιας εικόνας όμως μονοδιάστατης που δεν μπορεί να υπερβεί τα φαινόμενα. Η δική μας Ορθόδοξη Εικόνα, όμως, είναι ένα θαύμα της πίστεως. Δεν παρουσιάζει μόνο τα φαινόμενα, αλλά καθιστά παρούσες τις «ουσίες». Προεκτείνεται δηλαδή πέρα από το αισθητό και φθάνει στο αόρατο. Δεν αποσκοπεί στο να γαργαλίσει τη σαρκική μας όραση αλλά απευθύνεται στα μάτια της καρδιάς. Έτσι, η ορθόδοξη εικόνα, της οποίας το κάλλος και τη θεολογία ο Ελληνισμός προσπαθεί να υπηρετήσει ανελλιπώς μέσα από τους αιώνες, αποτελεί σήμερα τη μόνη αντιπρόταση στον πολιτισμό της οθόνης.
Ιδιαιτέρως μας τιμά η παρουσία σήμερα εδώ του εντίμου Δημάρχου Αθηναίων κυρίου Αβρααμόπουλου, η οποία δείχνει μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα είναι πάντοτε παρούσα. Και είναι παρούσα με διάφορους τρόπους, κυρίως δε με το ήθος της και το ελληνικό μέτρο. Η Αθήνα έβαλε τις βάσεις ενός πολιτισμού ο οποίος υπήρξε πάντοτε ανοικτός στο επέκεινα. Έδωσε στον κόσμο μια ανυπέρβλητη γλώσσα και μια εννοιολογία που απετέλεσαν προϋποθέσεις για κάθε είδους ανθρώπινη δημιουργία. Η τέλεση των εγκαινίων του Βυζαντινού αυτού Μουσείου από το Δήμαρχο Αθηναίων, έχει λοιπόν και συμβολικό χαρακτήρα. Καταδεικνύει την υπέρβαση του σαρκικού χαρακτήρα της αρχαίας Ελλάδας, και μας θυμίζει πως ο Ελληνισμός βρήκε τελικά, με τη βυζαντινή σύνθεση, την οριστική απάντηση στο αρχαιοελληνικό δράμα. Γι’αυτό, στη σημερινή παρουσία του κυρίου Δημάρχου βλέπουμε τον Ελληνισμό, στη διαχρονική και μακραίωνη παρουσία του.
Τα έργα του πολιτισμού προϋποθέτουν συνήθως το μεράκι και την αφοσίωση συγκεκριμένων προσώπων. Και το βυζαντινό αυτό μουσείο δεν αποτελεί εξαίρεση. Η υλοποίησή του κατέστη δυνατή χάρη στη γενναιοδωρία και τη στήριξη του κυρίου Α. Έλληνα ο οποίος, ως όντως και άξιος Έλληνας, επροίκησε τον Πεδουλά αλλά και την Κύπρο, με το έργο αυτό της μνήμης και της αγάπης. Τον ευχαριστούμε θερμά για την προσφορά του.
Θα πρέπει επίσης να ευχαριστήσω τον π. Χαράλαμπο Κούρρη που με αγάπη και προσωπική έγνοια, φρόντισε όλ’ αυτά τα χρόνια να διαφυλαχθούν και να συντηρηθούν όλοι αυτοί οι θησαυροί. Ευχαριαστώ ακόμα όλους όσοι εργάστηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για να γίνει πραγματικότητα το Βυζαντινό Μουσείο του Πεδουλά.
Το μικρό αυτό, εν τόπω και χρόνω, Μουσείο, με σεμνότητα φυλάττει εντός του κάποιες μαρτυρίες, εικονογραφικές κυρίως, ενός φωτός που όμως δεν περιορίζεται από τον τόπο και το χρόνο. Οι εικόνες της Εκκλησίας δεν έχουν ύπαρξη καθ’ εαυτές. Υπάρχουν στο βαθμό που οδηγούν στα ίδια τα όντα και στον Ποιητή τους. Η εικόνα έχει παιδαγωγική αξία και παρακινεί προς την αναζήτηση και τη μίμηση της αγιότητος.
Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, θέλουμε να βλέπουμε το χώρο του Μουσείου αυτού ως ένα χώρο μύησης στο κάλλος, στη λογική και στη θεολογία της εικόνας. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και μόνοι σας κοιτάζοντας τις εικόνες που φυλάττονται εδώ, η διάσταση του κάλλους είναι τέτοια, που τα λόγια μας πραγματικά περιττεύουν.
Πληροφορίες
Όλγα Σελλά, τηλ. 22953636
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Ι΄ Περίοδος
Ι΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Πραξικόπημα, Εισβολή, Κατοχή, Προσφυγιά, Αστυφιλία
Μέσα από έναν εμφύλιο που διεξάγεται προ του 1974 μια μειοψηφία ελληνοκυπρίων σε συνεργασία με τη Χούντα της Ελλάδος, οδηγείται στο προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του Εθνάρχου Μακαρίου του Γ΄. Δίνοντας έτσι την αφορμή που χρόνια αναζητούσε η Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο την 20ή Ιουλίου 1974.
Η Μόρφου καταλαμβάνεται εξ ολοκλήρου μαζί με 23 χωριά του γόνιμου κάμπου της, από την Αυλώνα μέχρι τους ιστορικούς Σόλους κι ο Επίσκοπος Μόρφου μεταφέρει για άλλη μια φορά την έδρα του στα ορεινά μέρη της Σολέας, στην Ευρύχου, προσωρινή έδρα της μητροπόλεως.
Σήμερα περίπου 25 χιλιάδες πρόσφυγες είναι διασκορπισμένοι σε όλη την Κύπρο κι αρκετές χιλιάδες από τα ορεινά μέρη της μητροπόλεως μας μετοίκησαν στις μεγάλες πόλεις της Λευκωσίας και Λεμεσού, ένεκεν αστυφιλίας. Η ελεύθερη περιοχή της Μητροπόλεως Μόρφου μετά βίας συγκεντρώνει 20000 πληθυσμό.
Όταν τον Απρίλιο του 2003 με τη διάνοιξη του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου βρεθήκαμε ξανά στην κατεχόμενη γη μας κι επισκεφτήκαμε την κωμόπολη Μόρφου και τις άλλες 23 κοινότητες της μητροπολιτικής περιφέρειάς μας, που βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή από το 1974, μας κατέλαβε μεγάλη λύπη. Ιδιαίτερα όταν είδαμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι εκκλησίες, τα παρεκκλήσια και τα εξωκλήσια μας. Δέκα από τους ναούς μας μετατράπηκαν σε τεμένη, δύο έγιναν πολιτιστικά κέντρα, ένας έγινε νεκροτομείο, ενώ άλλοι βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση που ενίοτε αγγίζει τα όρια της ερείπωσης.
Δεν χάσαμε όμως την ελπίδα μας, διότι όταν υπάρχει διάθεση και παράδοση του πόθου μας στο θέλημα του Θεού, ο Πλάστης μας εν καιρώ, όποτε κρίνει Αυτός, θα ανοίξει πόρτες και παράθυρα, δρόμους και χωριά. Ο Θεός, όταν μας βλέπει καμιά φορά επίμονα να ζητούμε κάτι, μας δίδει ένα μικρό κομματάκι από αυτό που ζητούμε, για να κρίνει και να ζυγίσει, πόσο έχουμε αίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στο θαύμα. Ένα μικρό θαύμα δημιουργεί μικρές ευθύνες, ένα μεγάλο θαύμα δημιουργεί μεγάλες ευθύνες. Τις μικρές μας ευθύνες τις αντιληφθήκαμε εισερχόμενοι στην κατεχόμενη γη με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, τις αναλάβαμε. Τώρα διαβλέπουμε ότι έρχεται η ώρα για τις μεγάλες ευθύνες!
Είδαμε την ορθόδοξή μας ευθύνη απέναντι σ’ ένα πολιτισμό ο οποίος είναι ελληνικός, αλλά και την ευθύνη απέναντι στις άλλες κοινότητες που ζουν στο νησί.
Τώρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα της ψυχής μας και βλέπουμε κάποια πράγματα καταλάβαμε τον λόγο του Κυρίου που λέει: «και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης…». Ξέρομε ότι η πνευματική πατρότητα ενός ορθοδόξου επισκόπου δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στους Έλληνες, άλλα να απλώνεται παντού, σε όλους τους μόνιμους κατοίκους αυτού του τόπου και σε όσους θέλουν ν’ ακούσουν τον ήχο της χριστιανικής ψυχής. Άρα, το τι κάμνουμε σήμερα αφορά και δημιουργεί συνθήκες μελλοντικές. Άρα, έχουμε ευθύνη, απέναντι στο ιστορικό παρελθόν, απέναντι στο τραγικό παρόν της λεηλασίας και της καταστροφής κι απέναντι στο προσδοκώμενο μέλλον που έρχεται για το οποίο προσευχόμαστε να είναι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουμε σήμερα.
Όλα αυτά, δεν λέγονται για να δημιουργήσουμε κρίσεις συνειδήσεως στους άλλους, αλλά εσωτερικές κρίσεις στη δική μας στενόθωρη συνείδηση, ώστε να γίνουν οι διεργασίες των ανοιγμάτων με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και η αίσθηση της πατρότητας να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Ώστε, να φτάσουμε όλοι οι Κύπριοι να βλέπομε στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου την εικόνα του Θεού και να αναλάβομε έκαστος τις προσωπικές μας ευθύνες που κυοφορούνται στα γεγονότα τους μέλλοντος.
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Θ΄ Περίοδος
Θ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Μητρόπολις Μόρφου 1973
Ο άγιος Ιερομάρτυρας Φιλούμενος
Μητρόπολις Μόρφου
Η Επισκοπή των Σόλων με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ανασυστάθηκε το 1973. Πρώτος Μητροπολίτης Μόρφου ο Χρύσανθος Σαρηγιάννης (1973-1997), με τη φήμη του Μητροπολίτη Μόρφου και Προέδρου των Σόλων. Έτσι η παλαίφατη Επισκοπή των Σόλων γεννά τη σημερινή Μητρόπολη Μόρφου με ιστορία δύο χιλιάδων χρόνων τέχνης και αγιότητας.
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Φιλούμενος ο νέος
Κατά τον 20ό αιώνα, τη σκυτάλη του μαρτυρίου και της αγιότητος παραλαμβάνει ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλούμενος, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την κοινότητα Ορούντας και την πνευματικότητά του από το Σταυροβούνι. Ο Ιερομάρτυς Φιλούμενος είναι ο τελευταίος γνωστός Κύπριος άγιος και είναι τιμή και ευλογία που κατάγεται από την περιοχή μας. Υπήρξε φύλακας πιστός στους Αγίους Τόπους, στο Φρέαρ του Ιακώβ.
Σε μια εποχή όπου όλοι φεύγουν, υπό τον φόβο των Σιωνιστών Εβραίων και των Αράβων Ισλαμιστών, αυτός μένει και επιμένει να φυλάσσει τ’ άγια προσκυνήματα. Μέχρι το 1979, οπόταν δολοφονείται με τσεκούρι από δύο φανατικούς Εβραίους την ημέρα της εορτής του, εκεί, στο Φρέαρ του Ιακώβ, και γίνεται μάρτυρας και ιερομάρτυρας.
Η μορφή του Αγίου Φιλουμένου, προεικονίζει το μέλλον μας, η τουλάχιστον μια από τις όψεις του, που θα είναι η οριοθέτηση της ύπαρξής μας μεταξύ ενός φανατικού Ισλάμ και ενός μεσσιανικού Σιωνισμού.
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Η΄ Περίοδος (1878-1960)
Η΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1878-1960)
Αγγλοκρατία
Το 1878, στο συνέδριο του Βερολίνου, μετά από παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας, η Κύπρος παραχωρείται στη Μεγάλη Βρετανία και τη διακυβέρνηση του τόπου αναλαμβάνουν οι Άγγλοι.
Στα πρώτα χρόνια οι Άγγλοι πλήρωναν ενοίκιο στην Τουρκία για την Κύπρο με χρήματα που εισέπρατταν από φορολογίες που υπέβαλαν στον λαό. Όταν όμως η Τουρκία το 1914 συμμετείχε στον πόλεμο με το μέρος των Γερμανών, η Αγγλία ακύρωσε τις συμφωνίες και με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), αναγνωρίζεται από την Τουρκία η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία.
Το 1925 η Κύπρος ανακηρύχθηκε αποικία του αγγλικού στέμματος και ο λαός αντιλαμβάνεται ότι η ελπίδα που είχαν για ένωση με τη μητέρα πατρίδα την Ελλάδα κινδυνεύει και αποφασίζει να μπει σε δυναμικές εκδηλώσεις. Προηγουμένως, είχε προηγηθεί η Μικρασιατική καταστροφή το 1922 όπου κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο κλείνει η πόρτα της Κύπρου που έβλεπε προς ανατολάς. Οπόταν, πλέον, οι Κύπριοι έμπλεοι ανασφάλειας και φόβου στρέφουν τις ελπίδες τους για ελευθερία και δικαιοσύνη προς το αθηναϊκό κέντρο, απομακρύνονται από την αίσθηση της Ρωμιοσύνης που μέχρι τότε τους γαλουχούσε και εισέρχονται στο αίσθημα που γίνεται σιγά σιγά συναίσθημα και σύνθημα την «Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγομεν πέτρες». Η Ελλάδα ταυτίζεται με τον ελληνισμό και η Ρωμιοσύνη ακούεται μόνο ως ποιητική ηχώ στο ποίημα «Η 9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Το 1931 όλα αυτά διατυπώνονται με τα γνωστά «Οκτωβριανά» και η Μόρφου και η Ζώδια έχουν τους πρώτους νεκρούς. Σημειώστε δε, ότι η περιοχή ανήκει στη Μητρόπολη Κυρηνείας που περισσότερο άλλης πάλλεται από το εθνικό ιδεώδες της «ενώσεως».
Στον αγώνα του 1955-59 ήρωες μεγάλης διαμέτρου κατάγονται από τα όρια της Μητροπόλεως Μόρφου. Οι Μάρκος Δράκος, Χαρίλαος Μιχαήλ, Αντρέας Ζάκος, Νικόλαος Π. Γιάγκου είναι μερικοί που καταξιώνουν τη γενιά των Ακριτών στον 20ο αιώνα. Ανάλογο άθλημα σε άλλο επίπεδο την ίδια εποχή μας αφήνει ο Λουκής Ακρίτας, ο νέος με καλές συστάσεις, που έλαμψε στην πολιτική, λογοτεχνική και δημοσιογραφική ζωή της Αθήνας, για να τελειωθεί ως Υφυπουργός Παιδείας της Ελλάδος.
Παράλληλα με τον αγώνα για εθνικό προσδιορισμό η μεν Εκκλησία αντιστέκεται στην ύπουλη παραχάραξη της ελληνικότητας των Κυπρίων και επιμένει σε μια ελληνοκεντρική παιδεία. Ταυτόχρονα, αρχιερείς όπως ο Χρύσανθος Ιωαννίδης και ο Κύριλλος-γνωστός ως Κυριλλάτσος- επαναφέρουν τους λινοβάμβακους της περιοχής Τυλληρίας στην πατρογονική τους πίστη. Ο Μακάριος Β΄ όπως και ο Κύριλλος Γ΄ (Κυριλλούδι) αφιερώνουν τη βιωτή τους στη μεταλαμπάδευση και στήριξη της ελληνικής και ορθόδοξης παιδείας του λαού.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα μεταλλεία της Φουκάσας, Σκουριώτισσας και Μαυροβουνίου σφυρηλατούν το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, κατέρχονται σε απεργίες, διεκδικούν το δικαίωμα στο οκτάωρο, στην απεργία, των υγιεινών συνθηκών στην εργασία. Με όλα αυτά η περιοχή της Μόρφου, Ορεινή και Πεδινή, πρωταγωνιστεί τόσο στην ελληνορθόδοξη ταυτότητα, αλλά και στην κοινωνική δικαιοσύνη του αγρότη και του εργάτη.
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Ζ΄ Περίοδος (1571-1878)
Ζ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1571-1878)
Τουρκοκρατία, ο άγιος Νεομάρτυρας Μακρύδιακος της Μόρφου
Τουρκοκρατία
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, ανασυστάθηκε η Επισκοπή των Σόλων, μέχρι το 1660. Τότε, καθορίστηκαν οι σχέσεις Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών οπόταν, με βάση τη νέα ρύθμιση, η Εκκλησία της Κύπρου είχε ένα Αρχιεπίσκοπο και τρεις Μητροπόλεις: Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Η παλαίφατη Επισκοπή των Σόλων, υπήχθη στην Μητρόπολη Κυρηνείας, ρύθμιση που διήρκεσε μέχρι το 1973.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους και καταλαμβάνουν και την Κύπρο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία Κύπρου αναλαμβάνει τα παλαιά της προνόμια κι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου γίνεται «μιλλέτ πασάς», εθνάρχης. Ταυτόχρονα κλήρος και λαός προσπαθούν να αγοράσουν από τους σπάχηδες (ιππείς) του στρατού τους νέους κατακτητές τη γη τους και πολλά μοναστήρια, ενορίες και λαϊκοί τα καταφέρνουν παρόλες τις δυσκολίες. Οπόταν, παρατηρείται πλέον το φαινόμενο να έχομε μεγάλα τσιφλίκια αγάδων και πασάδων. Σε μεγάλα και εύφορα χωριά του κάμπου της Μόρφου όπως Λεύκα, Καζιβερά, Αγκολέμι, Ελιά παρατηρούνται εξισλαμισμοί και αυτά γίνονται αμιγώς τουρκοκυπριακά. Ενώ πριν κατοικούντο από ορθόδοξους και Λατίνους. Χωριά της περιοχής όπως Αργάκι, Μόρφου, Ακάκι, Περιστερώνα, Κοράκου, Φλάσου, Λινού, Άγιος Επιφάνιος Σολέας κ.α. γίνονται μειχτά. Ενώ, οι Λατίνοι της περιοχής είτε γίνονται ορθόδοξοι είτε εξισλαμίζονται είτε μεταναστεύουν στη Βενετιά, με αποτέλεσμα η λατινική κοινότητα να εξαφανιστεί.
Την 19η Ιουλίου του 1727, ο ορθόδοξος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι Κιεβοπολίτης Μοσχοβορώσσος φτάνει στην Μόρφου και περιγράφει με έκπληξη τον ναό του Αγίου Μάρτυρος Μάμαντος: «είναι λαμπράς αρχιτεκτονικής, όσον ουδείς άλλος εις χείρας των Χριστιανών σήμερον…η μονή αύτη υπήρξε κάποτε, όταν εκυριάρχει ο Χριστιανισμός [προ της Τουρκικής κατοχής] πλουσία και είχε πολλούς μοναχούς˙ διότι, ευρίσκεται, δυστυχώς, εντός ενός χωρίου ουχί μακράν μιας πόλεως, της οποίας το ήμισυ των κατοίκων είναι Τούρκοι, οι οποίοι φορολογούν βαρέως την μονήν από φθόνον, δια την ωραίαν αρχιτεκτονικήν της. Κάποτε οι απόγονοι της Άγαρ εσκέπτοντο να αρπάσουν τον ναόν από τους μοναχούς και να τον μετατρέψουν εις τέμενος δια τας θρησκευτικάς των ανάγκας. Δεν διέμενον τότε Τούρκοι εις το χωρίον, αλλ’ ότε εταξίδευον από την πόλιν η διέβαινον εκείθεν δι’ εργασίαν κάπου αλλού, διενυκτέρευον ούτοι εκεί. Και αφού δεν είχον τέμενος εκεί, απεφάσισαν να αρπάσουν τον ναόν εις τας χείρας των. Εάν ήθελεν ο Θεός, θα ήτο πολύ εύκολον δια τους Τούρκους και θα εγίνετο τούτο, αλλά ο Θεός, υπακούων εις τας προσευχάς του Αγίου Μάμαντος, δεν επέτρεψε να συμβή τοιαύτη βεβήλωσις. Ο Ηγούμενος της μονής ικέτευσε τους Μουσουλμάνους να μη πάρουν τον ναόν και τους υπεσχέθη να τους οικοδομήση νέον τέμενος, το οποίον και έπραξεν (ο Θεός να σώση την ψυχήν του) και έσωσε τοιουτοτρόπως την μονήν από τας χείρας των απίστων».
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως γράφει ο Κώστας Καλαθάς, μυθιστοριογράφος της Μόρφου, «στις αναβροσιές έπιαναν μαύρες στράτες ουκ ολίγοι Μορφίτες και περιέφεραν την τραγική τους μοίρα σε πόλεις της νότιας Μικρασίας, από την Αττάλεια μέχρι τον κόλπο της Αλεξανδρέττας, και επέστρεφαν σε καλοχρονιές». Η κωμόπολη, όπως την χαρακτηρίζει ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, γνώρισε φοβερές ανομβρίες και θεομηνίες. Οι κάτοικοι της, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ανήρχοντο σε δύο χιλιάδες και με τα πέριξ χωρία σε εφτά χιλιάδες.
Ο άγιος Νεομάρτυρας Μακρύδιακος
Την περίοδο αυτή, έτυχε να πέσει μεγάλη ξηρασία, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αναφέρεται ότι στην περιοχή Μόρφου πέθαναν περί τα 1500 άτομα, κυρίως παιδιά και ηλικιωμένοι. Χειρόγραφο ιερέα από το Αργάκι, ανευρεθέν από τον αγρότη και διανοούμενο Χατζηματθαίο Χατζηνικόλα, περιγράφει την τραγική κατάσταση: «με τους πολλούς θανάτους από την πείνα λόγω αστοσιάς, ήλθαν πολλές ακρίδες. Ο Κορτζιής και ο Μουτίρης έρχονταν με σεϊμένιδες και με τις ματσούκες τους εχτυπούσαν και τους έπερναν φυλακή. Σπάνια είχαν άρτον καθ’ όλον το έτος και μη δυνάμενοι να υποφέρουν την απάνθρωπον τυρρανίαν, επιθυμούσιν να γίνωσι Τούρκοι».
Τον πειρασμό του εξισλαμισμού υπέστη και ο Μακρύδιακος του Άι Μάμα. Με την άρνησή του να τουρκέψει, έγινε ο πρώτος γνωστός Νεομάρτυρας της Μόρφου. Εν έτει 1750, ο Μακρύδιακος, διάκονος στον Άγιο Μάμα, προπάππος του δικαστή Χριστόπουλου και του Νικόλα του Διάκου, πατέρα των Γιώργου, Πολυκάρπου, Χρίστου, Βασιλάκη, Σωκράτη και Αρίστου Γαβριηλίδη, υψηλού αναστήματος, ισχυρής σωματικής διάπλασης, ωραίας κατατομής και γλυκείας φωνής, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και να σπουδάσει χότζας στην Κωνσταντινούπολη. Έντρομη η οικογένειά του προσπάθησε να τον φυγαδεύσει. Οι Τούρκοι όμως τον εντόπισαν στην Αγία Ειρήνη, τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό κράτηση. Προσπάθησαν με υποσχέσεις και διάφορα τεχνάσματα να τον πείσουν να αλλαξοπιστήσει, αλλά απέτυχαν.
Απελπισμένος ο Σαλίχ, πασάς της Μόρφου, διέταξε τον θάνατό του με αποκεφαλισμό, ορίζοντας την εκτέλεσή του στη μεγάλη πλατεία των αλωνιών, έναντι των κυβερνητικών γραφείων. Η μεσολάβηση του Εθνάρχη Αρχιεπισκόπου Φιλοθέου, δεν απέφερε αποτέλεσμα. Την ημέρα της εκτέλεσης «αποζέξαν ούλλα τα ζευκάρκα, βούδκια, μούλες που αλωνεύκαν τζιαι ένας ένας επήαν στα σπίθκια τους…», έλεγε ο Χ”Φανης Χ”Γιωρκης αφηγούμενος το γεγονός.
Οδήγησαν τον Μακρύδιακο τον Μάιο του ιδίου έτους στον τόπο του μαρτυρίου με τα χέρια του δεμένα οπισθάγκωνα, τον γονάτισαν, έβαλαν την κεφαλή του επί κομμένου κορμού δένδρου και τον ρώτησαν τρεις φορές αν «τουρτζιεύκει». Απήντησε επανειλημμένα με ένα όχι και τότε ένας μαύρος δήμιος του απέκοψε με «κουνιάν» την κεφαλή. Η μητέρα του, περίλυπη έως θανάτου, επί 30 ημέρες έπινε μόνο νερό και στις σαράντα πέθανε…
Κατά τον μεγάλο σεισμό του 1753, η Μόρφου εσείσθη εκ θεμελίων, η γη και οι τοίχοι ήνοιγαν, οι στέγες κατέπιπταν και υπόγειος βρυχηθμός κατατρόμαξε πολλούς. Ο άγριος Σαλίχ πασάς καταπλακώθηκε με το χαρέμι του των έξι γυναικών, στις οποίες περιλαμβανόταν και μια δεκαπενταετής ορφανή Ελληνίδα, που περιμάζεψαν «μίαν εσπέραν οι σεϊμένιδες».
Στις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821, ο Ιεροδιάκονος του Αγίου Μάμα, ονόματι Χριστοφόρος αρνείται να αλλαξοπιστήσει, πράγμα που έκανε δυστυχώς ο Πρωθιερέας Νικόλαος μετονομαζόμενος σε Ντερβίς Χασάν. Ο Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος καρατομήθηκε όπως τόσοι άλλοι κληρικoί και λαϊκoί της Κύπρου, τις αγιασμένες εκείνες ημέρες της 9ης Ιουλίου 1821.
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – ΣΤ΄ Περίοδος (1489-1571)
ΣΤ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1489-1571)
Ενετοκρατία
Ο Άγιος Θεοφάνης Επισκόπου Σολίας. Η απόπειρα εκλατινισμού έχει αποτύχει. Το κτίσιμο του σημερινού τέταρτου ναού του Αγίου Μάμα. Η Φεουδαρχία συνεχίζεται.
Στα χρόνια της Ενετοκρατίας, το φέουδο της Μόρφου πέρασε σε πλούσια ορθόδοξη οικογένεια, τους Συγκλητικούς. Επιφανές μέλος της οικογένειας αυτής, ο Ευγένιος Συγκλητικός, Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος, αγόρασε αντί του ποσού των 40 χιλιάδων δουκάτων το φέουδο της Μόρφου. Το 1538 γίνεται, με τη διαθήκη του, κτίτορας του σημερινού ναού του Αγίου Μάμαντος. Γράφει συγκεκριμένα στη διαθήκη του: «2000 δουκάτα να χορηγούνται ετησίως υπέρ του αγίου Μάμαντος της Μόρφου, για να οικοδομηθεί τόσο η εκκλησία όσο και το μοναστήρι του». Την ευθύνη για τις δαπάνες της οικοδόμησης, έδινε εντολή να την έχουν οι εκάστοτε σύνδικοι και πληρεξούσιοι επίτροποι, που θα ορίζονται ως υπεύθυνοι για την οικοδόμηση της εκκλησίας και του μοναστηριού του Αγίου Μάμαντος. Επιπλέον έδινε εντολή όπως γίνουν δύο άγιες τράπεζες-θυσιαστήρια στην εκκλησία του Αγίου Μάμαντος Μόρφου, ώστε να είναι εύκολο να τελούνται δύο λειτουργίες, τόσο η ορθόδοξη όσο και η λατινική. Εξέφραζε την επιθυμία στην περίπτωση που θα τύγχανε να πεθάνει σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου εκτός της Λευκωσίας, να μεταφερθεί η σορός του και να ενταφιασθεί στον Άγιο Μάμα της Μόρφου, μπροστά στην εικόνα του αγίου. Άφηνε στην εκκλησία του Αγίου Μάμαντος Μόρφου 800 βυζάντια ετησίως και εις το διηνεκές, με την υποχρέωση οι μοναχoί του μοναστηριού της ίδιας εκκλησίας να τελούν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δύο λειτουργίες ετησίως. Ο ευσεβής Ευγένιος όμως δεν λησμόνησε στην διαθήκη του ούτε τα χρέη των φτωχών συμπατριωτών του. Όριζε, λοιπόν, όπως όλοι οι χωρικoί τόσο οι πάροικοι όσο και οι απελεύθεροι (φραγκομάτοι), από τα χωριά που είχε στην ιδιοκτησία του, είτε ως κληρονομικά φέουδα είτε που τα απέκτησε με αγορά, να είναι απαλλαγμένοι από οποιοδήποτε χρέος προς τον ίδιο, είτε παλιό είτε πρόσφατο. Τέλος, έδινε εντολή όπως μετά το θάνατό του οι δύο πάροικοι που τον υπηρετούσαν ως σκλάβοι, ο Γεώργιος από την Μόρφου και ο Νικόλαος από την Λάρνακα, να είναι πλέον ελεύθεροι και στον καθένα άφηνε επίσης από δέκα δουκάτα. Τρία χρυσοΰφαντα ενδύματα τα πρόσφερε, ένα στον Τίμιο Σταυρό στη Βενετία, άλλο στην εκκλησία του Αγίου Μάμαντος Μόρφου και το τρίτο στην εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Λευκωσία. Στον προσφιλή του Άγιο Μάμα αφήνει και 25 ασημικά.
Όμως, ο Κύπριος Κροίσος δεν είχε την τύχη να ταφεί στην εκκλησία του αγαπημένου του αγίου, του παιδομάρτυρος και Χριστομάρτυρος Αγίου Μάμαντος, όπως διατύπωνε στην διαθήκη του. Ο Ευγένιος πέθανε την ίδια ημέρα που έγραψε την διαθήκη του. Εκοιμήθη την 6η Ιουνίου 1538 στη Βενετία. Οι θαυμαστές αυτές πληροφορίες για τον κτίτορα του τέταρτου ναού του Αγίου Μάμαντος Μόρφου οφείλονται στην κυρία Νάσα Παταπίου, που ο Θεός να δώσει δι’ ευχών του Αγίου Μάμαντος να έρθει από το Καρπάσι σε μια ελεύθερη Μόρφου να τελέσουμε μαζί στις 6 του Ιούνη μνημόσυνο υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως του δούλου του Θεού Ευγενίου, αειμνήστου κτίτορος της ιεράς μονής ταύτης…
Άγιος Θεοφάνης Επισκόπου Σολίας
Τον καιρό της Ενετοκρατίας, το 1550, το Τρόοδος απόλαυσε την αγιαστική ενέργεια του εν Αγίοις Πατρός ημών Θεοφάνους Επισκόπου Σολίας.
Ο άγιος Θεοφάνης αρχικά κάρηκε μοναχός στην παλαίφατη βυζαντινή μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στη Λευκωσία. Ένεκα της αγιότητος του βίου του εξελέγη, παρά τη θέλησή του, επίσκοπος Σολέας, με έδρα τότε το χωριό Λεύκα, όπως αφήνει να διαφανεί η Έκθεση περί Κύπρου που αντιγράφηκε από τον Franc Bustron στις 13 Δεκεμβρίου 1538.
Ο Άγιος αυτός, αφού διετέλεσε Επίσκοπος Σολίας επί 18 χρόνια, αποσύρθηκε στην Μονή του Μέσα Ποταμού στην καρδιά του Τροόδους, σε αυστηρή μόνωση και συντονισμένη άσκηση.
Ο άγιος διέμενε σε σπήλαιο, περί τα 70 μέτρα προς τα βόρεια της Μονής, στην τοποθεσία που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Μονή του Γουμένου».
Μετά την κοίμηση του αγίου, οι κάτοικοι του παλιού οικισμού της Τζεράμης έκτισαν εκκλησία στο όνομά του. Όταν ανοίχθηκε ο τάφος του οσίου 5 η 6 χρόνια μετά τον θάνατο του, το λείψανό του βρέθηκε να ευωδιάζει. Στη συνέχεια το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στο καθολικό της μονής και εναποτέθηκε ευλαβικά στο νάρθηκα. Η τίμια κάρα του Αγίου που διατηρούσε ακόμη τις σάρκες, τοποθετήθηκε από τους μοναχούς σε αργυρή λειψανοθήκη μέσα στο ναό και αναφέρεται ότι ενεργούσε ποικίλα θαύματα.
Τα στοιχεία αυτά του βίου του Αγίου Θεοφάνους, μας διέσωσε ο Στέφανος Λουζινιανός, που ήταν σύγχρονος του.
Στις μέρες μας βρήκαμε στις Τρεις Ελιές Μαραθάσας, την μοναδική παλαιά εικόνα του που σώζεται από την εποχή εκείνη.
Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Ε΄ Περίοδος (12ος -15ος αι. μ.Χ)
Ε΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (12ος -15ος αι. μ.Χ)
Φραγκοκρατία
Φεουδαρχία και απόπειρα εκλατινισμού
των Ορθοδόξων της Κύπρου
Έτσι, η Κύπρος πωλείται το 1192 στον Γάλλο φεουδάρχη Γουΐδο ντε Λουζινιάν και η Φραγκοκρατία εφαρμόζει την πάγια τακτική της σε Ανατολή και Δύση. Επιβάλλει φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης σε ανθρώπους και πράγματα και αποπειράται να εκλατινίσει τον τοπικό ορθόδοξο πληθυσμό. Με σχετική βούλα του πάπα Ιννοκεντίου Γ , οι 14 επισκοπές της Κύπρου μειώνονται σε 4 (με έδρα τις πόλεις Λευκωσία, Αμμόχωστο, Λεμεσό και Πάφο) και αργότερα, οι 4 Ορθόδοξοι Επίσκοποι εξορίζονται σε χωριά των επαρχιών τους. Καταργείται επίσης ο τίτλος και ο θεσμός του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, πρώτος δε τη τάξει Κύπριος ιεράρχης θεωρείται ο Επίσκοπος Λευκωσίας, με τον τίτλο του Επισκόπου Σολίας. Με την Bulla Cypria που εξέδωσε ο πάπας Αλέξανδρος ο Δ τὸ 1260, η επισκοπή των Σόλων καταργήθηκε οριστικά.
Η Μόρφου στην περίοδο της Φραγκοκρατίας είναι σημαντικό γεωργοκτηνοτροφικό αγροτικό κέντρο και παραχωρείται στον φεουδάρχη Λοράν ντε Πλεσί, ο οποίος πρόσθεσε τότε στο οικογενειακό του όνομα και τον τίτλο ντε Μόρφου. Οι ορθόδοξοι πρόγονοί μας γίνονται δουλοπάροικοι και αγωνίζονται να κρατήσουν την ορθόδοξή τους πίστη και την ρωμαίϊκη λαλιά τους σε συνθήκες χριστιανικής λατινικής δουλείας.
Το 1268, λίγο πριν την τελική πτώση της Αντιόχειας της Πισιδίας στα χέρια των απίστων, μεταφέρονται οι κάρες των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού και Ιουστίνης από ορθόδοξους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και κατατίθενται στο χωριό Μένοικο. Με τα χρόνια, η εκκλησία των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού και Ιουστίνης, αναδεικνύεται σε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα του τόπου. Οι ως άνω άγιοι ενισχύουν με τα χαριτόβρυτά τους λείψανα και τα πολλά τους θαύματα τους ορθοδόξους, όχι μόνο της περιοχής αλλά, όπως δείχνει ο μεγάλος αριθμός προσκυνητών που συρρέουν εκεί από άλλες χώρες, και των απανταχού γης.
Σε έγγραφο του 1468, από το βιβλίο των καταγραφών της γραμματείας του κυπριακού βασιλείου, διαβάζουμε τα εξής: «Ακριβoί και ηγαπημένοι μας, πολομούμεν σας να ηξεύρετε ως ότι εχαρίσαμεν του Γεωργίου του Τζαπερλάνου του δουλευτή μας, το κοπέλλι το έχει εις την δούλεψίν του από το χωρίο μας της Θεομόρφου, ονόματι Φίλιππον Θοδόσην Βέντορη. Δια τούτο μηνούμε και ορίζομέν σας να μηδέν του δώσετε τίποτες παντζίασμαν δια τον αυτόν κόπελλον». Όπως βεβαιώνει το εν λόγω έγγραφο, τον 15ο αιώνα η Μόρφου εξακολουθεί να ονομάζεται Θεομόρφου. Τα δε κοπέλια της, οι νέοι της, βρίσκονται στη δούλεψη των Λατίνων φεουδαρχών οι οποίοι τα παραχωρούν ο ένας στον άλλο.
Η δουλεία σε όλο της το μεγαλείο! Τα κοπέλια της Μόρφου είχαν τη σκληρή τύχη να γνωρίσουν τον πολιτισμό που εξήγαγε η Ευρώπη σ’ όλο τον πλανήτη, πολύ πριν τον γνωρίσουν οι Αφρικανoί και οι ιθαγενείς της Αμερικής… Τα κοπέλια, οι δουλοπάροικοι της Θεομόρφου, αγγαρεύονταν σε εργασίες των φεουδαρχών στις μεγάλες φυτείες ζαχαροκαλάμου που υπήρχαν την εποχή της Φραγκοκρατίας στην περιοχή Μόρφου-Συριανοχωρίου.