Αρχική Blog Σελίδα 442

Τελετουργικά στοιχεία και Ποιμαντική διακονία κατά τις περιόδους του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Οι εισηγητές: π. Χριστοφόρος και π. Κυριακός
Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους  (26/02/2014)
 
Εισηγητές: Πρωτοπρεσβύτερος Χριστοφόρος Κ. Δημητρίου και Οικονόμος Κυριακός Α. Παπαγιάννης

Αντί Εισαγωγής

Οι εισηγητές: π. Χριστοφόρος και π. Κυριακός

«Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι τὸ πᾶν. Τὸ ἔχω ζήσει αὐτό. Ἀρκεῖ πάντα νὰ γίνονται μὲ ἔρωτα, μὲ ἐνδιαφέρον, μὲ ἀκραιφνὴ λατρευτικὴ διάθεση πρὸς τὸν Χριστό. Ὄχι ἀγγάρια καὶ μηχανικά. Θέλει ἔρωτα, θεῖο ἐνθουσιασμό.

 Ἂν δὲν αἰσθανόμαστε ἔτσι, δὲν ἔχουνε ἀξία. Ὄχι μόνο δὲν ἔχουνε ἀξία, ἀλλὰ κάνουνε καὶ κακό. Θὰ μοῦ πεῖτε, ῾῾τότε νὰ μήν τὶς κάνομε;᾽᾽ Ὄχι, βέβαια. Ὅμως, ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ φεύγει ἀπ᾽ τὸν τύπο καὶ νὰ κοιτάζει τὴν οὐσία. Δηλαδὴ νὰ τὸ θέλει, νὰ τὸ ὀρέγεται, νὰ εὐχαριστεῖται μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ συνομιλία μετὰ τοῦ Θεοῦ.»

(Από το βιβλίο, Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, κεφάλαιο: «Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνονται πάντα μὲ ἔρωτα», Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ Κρήτης 201311, σ. 352).

ΑΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Στον Εσπερινό του Σαββάτου του Τελώνου και Φαρισαίου, σύμφωνα με την αρχαία μοναστηριακή, αλλά και την ενοριακή παράδοση, ο δεξιός ιεροψάλτης, προ του «Κύριε εκέκραξα …», κατέρχεται από το αναλόγιό του και λαμβάνει το βιβλίο του Τριωδίου, που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, κάνει τρεις μετάνοιες και πηγαίνει ξανά στο αναλόγιό του, όπου αποθέτει το βιβλίο αυτό.

Το Τριώδιο είναι, ως γνωστό, το λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τα επ´ Εκκλησίας ψαλλόμενα και αναγινωσκόμενα κατά τις ιερές Ακολουθίες της περιόδου από της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και του Μεγάλου Σαββάτου.

Το Τριώδιο κατά την εν λόγω περίοδο χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το Μηναίο και την Παρακλητική.

Το Σάββατο της εβδομάδος του Ασώτου, τελείται αποτελεί ένα από τα δύο κατεξοχήν Ψυχοσάββατα του λειτουργικού έτους, κατὰ τα οποία η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου…». Στον Εσπερινό της Παρασκευής, μετά το, «Νύν απολύεις …», ψάλλεται ή διαβάζεται ο Νεκρώσιμος Κανόνας του ήχου μέχρι την η΄ ωδή και ψάλλεται απαραίτητα η θ΄ ωδή του Κανόνα. Μετά το πέρας του Κανόνα λέγεται το τρισάγιο και τελείται το μνημόσυνο των κεκοιμημένων.

Σημείωση: Όπως και κάθε φορά πού έχουμε μνημόσυνα με κόλλυβα ή χωρίς κόλλυβα, η μνημόνευση γίνεται μπροστά από το τραπέζι και βλέπουμε προς ανατολάς. Ει δυνατόν, η μνημόνευση να γίνεται μπροστά από την εικόνα του Χριστού.

Στην περίπτωση που έχουμε κόλλυβα εορτής, αυτά τοποθετούνται σε άλλο τραπέζι μπροστά από την εικόνα του εορταζομένου αγίου και  γίνεται η δέηση, πάλιν ισταμένου του ιερέως προ της εικόνος του αγίου και βλέποντος προς ανατολάς.

Την επομένη, Σάββατο των Ψυχών, τελείται απαραίτητα η Θεία Λειτουργία. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται τα νεκρώσιμα Ευλογητάρια και γίνεται η μνημόνευση όπως και στον Εσπερινό.

Εβδομάδα των Απόκρεω:

Την Παρασκευή βράδυ προς Σάββατο της εβδομάδος αυτής τελείται στην καθ᾽ ημάς Μητροπολιτική Περιφέρεια η καθιερωμένη αγρυπνία προς τιμήν «Πάντων των εν τη Ιερά Μητροπόλει Μόρφου διαλαμψάντων αγίων» στον ιερό ναό των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα.

Κατανυκτικοί Εσπερινοί

Το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής τελείται ο πρώτος κατανυκτικός Εσπερινός, ο «της Συγγνώμης».

Κατανυκτικός λέγεται, διότι ψάλλονται κατανυκτικά τροπάρια από το Τριώδιο, που το περιεχόμενο τους διαποτίζεται από βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, το πένθος, τη συντριβή, τη μετάνοια και θερμή ικεσία για την άφεση τῶν αμαρτιών μας.

Εσπερινός «της Συγγνώμης» λέγεται, αυτός μόνον από τους κατανυκτικούς Εσπερινούς, διότι στο τέλος της ακολουθίας ο λαός ασπάζεται το ιερό Ευαγγέλιο, ζητώντας πρώτα από τον ιερέα συγχώρεση και στη συνέχεια οι πιστοί μεταξύ τους, ώστε συγχωρεμένοι και ανάλαφροι να αρχίσουν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Αυτοί οι κατανυκτικοί Εσπερινοί τελούνται κάθε Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την Ε´ Κυριακή των Νηστειών.

Κατά τους Εσπερινούς αυτούς, όπως και σε κάθε Εσπερινό με Είσοδο, ο Ιερεύς φέρει το επιτραχήλιο και το Φαιλόνιο. Μετά την Είσοδο στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς και το «Εσπέρας Προκείμενον» ή στο τέλος, συνηθίζεται να αλλάζει ο Ιερεύς μόνο τον διάκοσμο της αγίας Τράπεζας. Από πασχαλινή, δηλαδή, λόγω της Κυριακής, μεταπίπτει σε πένθιμη, λόγω της  νηστείας της Τεσσαρακοστής, οπόταν αλλάζουν τα λευκά άμφια με πορφυρά.

Η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου

Από την Καθαρά Δευτέρα και κάθε απόγευμα των ημερών Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης και Πέμπτης ολόκληρης της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την αγία και Μεγάλη Τρίτη, τελείται η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου.

Λέγεται «Απόδειπνο», διότι είναι ακολουθία που γίνεται μετά το δείπνο, δηλ. είναι η βραδυνή προσευχή των Χριστιανών.

Λέγεται και Μέγα, λόγω της εκτάσεως του και για να διακρίνεται από το Μικρό Απόδειπνο, που τελείται τον υπόλοιπο χρόνο. 

Ο Ιερεύς, φέρων το ράσο και το επιτραχήλιό του, τελεί την Ακολουθία του Αποδείπνου ευρισκόμενος έξωθεν του ιερού Βήματος, συνήθως στο δεξιό αναλόγιο.

Μετά το, «Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς …» και πρό του «Άσπιλε, αμόλυντε…» εισέρχεται δια της βορείου πύλης στο Ιερό, ασπάζεται ως συνήθως την αγία Τράπεζα και ανοίγει την ωραία πύλη.

Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών αναγινώσκει και το Ευαγγέλιον της Παννυχίδος. Τις υπόλοιπες εβδομάδες ανοίγει μόνον το καταπέτασμα (βήλον) της Ωραίας Πύλης.

Να σημειώσουμε, ότι οι δύο ευχές στο τέλος του Αποδείπνου, το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε,…» προς τη Θεοτόκο και το «Και δός ημίν, Δέσποτα…» προς τον Χριστό απαγγέλλονται από τους Αναγνώστες μπροστά από τις εικόνες τους.

Ο Ιερεύς, μετά την απόλυση, λέγει τα «Ευξώμεθα» στο κέντρο του ναού.

Ψαλλομένου του τροπαρίου, «Πάντων προστατεύεις» ή «Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ», ο ιερεύς, όπως και οι πιστοί,  στρέφονται προς ανατολάς και κάνουν τρεις μετάνοιες.

Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων

Όλες τις Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και όσες μέρες συμπέσει εορτή τιμωμένου αγίου, αλλά και την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, τελείται η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.

Να αναφέρουμε εδώ, ότι, η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας έχει εν χρήσει τρεις θείες Λειτουργίες, κατά τις οποίες τελείται η αναίμακτος Θυσία:

1. Τη Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

2. Τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.

3. Τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.

Υπάρχουν βέβαια και άλλες αρχαίες λειτουργίες ή αναφορές, όπως του αποστόλου Μάρκου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι οποίες όμως με τον χρόνο περιέπεσαν σε αχρηστία.

Όλες όμως αυτές οι Λειτουργίες έχουν πανηγυρικό και χαρμόσυνο χαρακτήρα.

Οι πρώτοι όμως χριστιανοί δεν μεταλάμβαναν των θείων Μυστηρίων μόνο κατά τα

Σάββατα και τις Κυριακές, αλλά συχνότερα.

Πώς όμως θα ήταν δυνατόν κοινωνούν συχνά οι πιστοί κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αφού πλήρης θεία Λειτουργία δεν επιτρέπεται να τελείται κατ᾽ αυτήν, παρά μόνο κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές;

Η Εκκλησία μας, ως φιλόστοργος μητέρα, μερίμνησε, βρήκε τρόπο: Καθόρισε από αρχαιότατους χρόνους να τελείται κατά τις καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μία άλλη Λειτουργία, η ως άνω Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.

Κατά τη Λειτουργία αυτή δεν τελείται Θυσία, δεν γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος έχουν ήδη προαγιασθεί (γι’ αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων) κατά την προηγηθείσα θεία Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής. Είναι δηλαδή πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψη στους πιστούς.

Πώς προετοιμάζεται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων:

Ο ιερέας από το προηγούμενο Σάββατο ή την προηγουμένη Κυριακή, αφού εξαγάγει τον «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνο εκείνο τεμάχιο του προσφόρου το σφραγισμένο με την επιγραφή, ΙΣ-ΧΣ ΝΙ-ΚΑ, από το οποίο θα κοινωνήσει και ο ίδιος και οι πιστοί κατά την ημέρα εκείνη και το τοποθετήσει επάνω στο ιερό Δισκάριο, θα εξαγάγει στη συνέχεια άλλους τόσους αμνούς, τον καθένα από ξεχωριστό πρόσφορο, όσες Προηγιασμένες Λειτουργίες θα τελέσει την ερχομένη εβδομάδα, τους οποίους θα θέσει επίσης πάνω στο άγιο Δισκάριο, και θα τελέσει ως σύνηθες τη θεία Λειτουργία. Μετ’ ολίγο, κατά τη στιγμή του «Σε υμνούμεν…», οι αμνοί αυτοί θα μεταβληθούν όλοι δια της ευλογίας του λειτουργού ιερέως σε αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι στο άγιο Ποτήριο, θα μεταβληθεί και αυτός σε αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου. Να σημειώσουμε, ότι την καθαγιαστική για τον άγιο άρτο ευχή τη λέγομε ενικώς, δηλ. «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», όσοι κι άν είναι οι προσκομισθέντες αμνοί, διότι ένας είναι ο Χριστός. Από αυτούς, ο ένας θα χρησιμοποιηθεί για τη θεία Μετάληψη της ημέρας εκείνης, οι δε άλλοι θα εμβαπτισθούν στο ιερό Ποτήριο, όπου το άγιο Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν σε ειδικό κιβωτίδιο-αρτοφόριο, το οποίο θα βρίσκεται πάνω στην αγία Τράπεζα και καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδος μέχρι τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων, όπου θα υπάρχει αναμμένο καντήλι ή η ακοίμητη κανδήλα του ιερού Βήματος αναμμένη. Έτσι, κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων, ο ιερέας θα μεταλάβει ο ίδιος και θα προσφέρει στους πιστούς προς μετάληψη τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα.

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινό. Οι παλαιοί Χριστιανοί κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής τηρούσαν αυστηρή νηστεία μέχρι των εσπερινών ωρών. Μπορούσαν λοιπόν να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν κατά τις εσπερινές ώρες.

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέρα. Συνηθέστερα όμως τελείται κατά τις πρωινές ώρες, προς διευκόλυνση των πιστών.

Εδώ να θυμίσουμε την περσινή μας απόφαση, πού λήφθηκε στο ιερατικό μας Σεμινάριο, και για τους ποικίλους λόγους που εκεί αναφέραμε, ότι στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Λειτουργία των Προηγιασμένων θα τελείται τουλάχιστο κάθε Τετάρτη και αυτή μόνον πρωί. Για να τελεσθεί απόγευμα, χρειάζεται η ευλογία του Πανιερωτάτου μας Μητροπολίτου.

Επίσης οι οφφικιάλιοι ιερείς κατά την τέλεση της Προηγιασμένης Λειτουργίας δεν φέρουν Σταυρό, ούτε επιγονάτιο.

Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων τελείται μόνον τις τρεις πρώτες μέρες ήτοι: Το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, το πρωί της Μεγάλης Τρίτης καιτο πρωί της Μεγάλης Τετάρτης.

Επίσης, τελείται και κατά τις ημέρες εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Εάν έχουν δοθεί ονόματα για μνημόνευση, ο λειτουργός ιερέας δεν θα τα μνημονεύσει στην Πρόθεση κατά τις ημέρες των Προηγιασμένων (αφού εξάλλου δεν γίνεται κατ᾽ αυτές Προσκομιδή), αλλά θα τα αφήσει για τη Λειτουργία του ερχομένου Σαββάτου ή της Κυριακής.

Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό: κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δέν τελούνται μνημόσυνα.

Εάν υπάρχει τιμώμενος άγιος σε Προηγιασμένη, μετὰ το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου …» θα ειπωθεί αποστολικό ανάγνωσμα και Ευαγγέλιο. Στην «Εκτενή» μπορούμε να μνημονεύσουμε τους εορτάζοντας.

Ακολουθία των Χαιρετισμών

Το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος των Νηστειών χαρακτηρίζεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας ως «Σάββατον του Ακαθίστου».

Οι Χαιρετιστήριοι Οίκοι προς τιμήν της Θεοτόκου, που απαγγέλλονται όλοι κατά το εν λόγω Σάββατον, απαγγέλλονται τμηματικώς κατά την ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Είναι μια από τις προσφιλέστερες Ακολουθίες, που συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευή βράδυ κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πλήθος πιστών.

Ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί όταν ψάλληκε στην αγρυπνία που έγινε στον ναό των Βλαχερνών επί Ηρακλείου του βασιλέως, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την τότε επιδρομή των Αβάρων, οι πιστοί παρέμειναν προσευχόμενοι όρθιοι συνεχώς, χωρίς να καθίσουν. Γιατί όμως ψάλλεται τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας αυτής εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψη τμηματικά κατά τα Απόδειπνα των Παρασκευών και πλήρως κατά το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος η Ακολουθία του Ακαθίστου.

Οι Οίκοι της Θεοτόκου απαγγέλλονται από τον ιερέα εμμελώς, σε λιτό κλιτό ύφος, όπως δηλ. την άχρονη εμμελή απαγγελία του αποστολικού και ευαγγελικού αναγνώσματος, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας στο μέσον του ναού ή κάτω από τον τρούλλο, εκεί που υπάρχει. Κατά την ακολουθία αυτή ο ιερέας φέρει επιτραχήλιο και φαιλόνιο.

Είναι γνωστό ότι στην θ΄ ωδή του Κανόνα («Άπας γηγενής») ο ιερεύς θυμιά χωρίς προηγουμένως να κάνει οποιαδήποτε εκφώνηση. Θυμιά τις εικόνες και τον λαό προ της ενάρξεως των Χαιρετισμών, καθώς επίσης και στο τέλος. Ασπάζεται την εικόνα της Θεοτόκου στην αρχή και στο τέλος κάνοντας τρεις μετάνοιες. Επίσης θυμιά 9 φορές (3Χ3) στο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», κάνοντας σχήμα (ελαφρά υπόκλιση) προς την εικόνα της Θεοτόκου, και 3 στο «Αλληλούια».

Να σημειώσουμε εδώ, εξ αφορμής της Ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου, ότι όλες οι Ακολουθίες, τελετές αλλά και κάποια Μυστήρια της Εκκλησίας μας τελούνται πάντοτε στο μέσον του ναού και όχι στον κατά λάθος ή κατ’ «επιβολή» σολέα, την επέκταση δηλαδή τοῦ κανονικού σολέα, που είναι τα μικρά σκαλιά μπροστά από την ωραία Πύλη.

Η καθιέρωση αυτού του εσφαλμένου τύπου σολέα έγινε επί Αρχιεπισκοπείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Χρυσοστόμου τοῦ Α΄ και επικράτησε εντεύθεν. Το αποτέλεσμα αυτής της επέκτασης του «σολέα», όπως θα έχουμε αντιληφθεί, είναι η απομάκρυνση των πιστών από τα τελούμενα.

Πού είναι η συμμετοχή των πιστών, όταν αυτοί βρίσκονται αρκετά μέτρα μακριά από τα τελούμενα; Παλαιοί ναοί δεν διέθεταν κάτι τέτοιο, παράδειγμα ο ναός της κοινότητας Περιστερώνας των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, πού βρισκόμαστε σήμερα.

Η εν μέσω του ναού ψαλμώδηση, μας παραπέμπει εξάλλου στην ψαλμώδηση των ύμνων κατά τη βυζαντινή περίοδο από του άμβωνος, που ακριβώς βρισκόταν εκεί.

Σημείωση: Επειδή είθισται στην Ακολουθία των Χαιρετισμών οι πιστοί να φέρνουν κόλλυβα και ονόματα κεκοιμημένων τους για μνημόνευση, αυτό θα γίνεται προ της ενάρξεως της Ακολουθίας.

Α’ Κυριακή των Νηστειών ή της Ορθοδοξίας

Η όλη Ακολουθία της Λιτής γίνεται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και τελείται σύμφωνα με την τάξη που διαλαμβάνουν οι «Τυπικαὶ Διατάξεις τῶν Ἱερῶν Ἀκουλουθιῶν» της Εκκλησίας Κύπρου.

Γ’ Κυριακή των Νηστειών  (της Σταυροπροσκύνησης)

Η συνήθης τάξη της τελετής της Σταυροπροσκυνήσεως τελείται κατά το ασματικό «Άγιος ο Θεός …» της Μεγάλης Δοξολογίας, σύμφωνα πάντα με το ανωτέρω  «Τυπικαὶ Διατάξεις».

Αυτό πού δεν περιλαμβάνεται εκεί, είναι μια μικρή λεπτομέρεια, ότι δηλαδή μπορούμε τον Τίμιο Σταυρό να τον έχουμε στο κέντρο του ναού  ή κάτω από τον τρούλλο μέχρι την επομένη Παρασκευή, πριν αρχίσει η Ακολουθία των «Χαιρετισμών», καθότι η όλη επομένη εβδομάδα είναι και λέγεται Σταυροπροσκυνήσιμος. Ωραίο θα είναι να γίνει μέριμνα ώστε να υπάρχουν αρκετά άνθη για όλους.

ΣΤ’ Κυριακή των Νηστειών  (Κυριακή των Βαΐων)

Προηγείται το Σάββατο με τη ανάσταση του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου του τετραημέρου.

Από την ημέρα αυτή μέχρι και την Κυριακή του Θωμά, συμπεριλαμβανομένων των ημερών αυτών, δεν τελείται με κανένα τρόπο μνημόνευση κεκοιμημένων, εκτός φυσικά στην Πρόθεση.

Την Κυριακή των Βαΐων επιτελούμε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ.

Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας τελείται η λιτή πέριξ του ναού και η ευλόγηση των βαΐων, που στην Κύπρο είθισται να είναι κλάδοι ελιάς.

Τα φύλλα της ελιάς, μετά την ευχή, με την οποία ευλογούνται, τα αφήνουν οι πιστοί στον ναό μέχρι την Πεντηκοστή.

Δεν είναι ορθό να τους λέμε να τα πάρουν πίσω μαζί τους, για διάφορους λόγους. Στο σπίτι και στα κοιμητήρια μπορούν οι πιστοί να θυμιάζουν και με την ελιά αυτή και με λιβάνι.  

Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η εβδομάδα πριν από το Πάσχα, από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ μέχρι του Μεγάλου Σαββάτου. Ονομάζεται «Μεγάλη», όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες ή ώρες από τις άλλες εβδομάδες, αλλά γιατί τα γεγονότα που τελούνται κατ᾽ αυτή είναι μέγιστα και κοσμοσωτήρια.

Η Εκκλησία από τη μεγάλη της φιλανθρωπία, για να μπορέσουν όσο είναι δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν στις Ακολουθίες, επέτρεψε ώστε, κατά τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, να ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας από το βράδυ της παραμονής. Π.χ. την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας.

Μεγάλη Δευτέρα (Κυριακή Βαΐων βράδυ)

Στην Ακολουθία του «Νυμφίου», όπως λέγεται διαφορετικά η Ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας, Τρίτης και Τετάρτης, ξεχωριστό είναι η έξοδος μόνον κατά το βράδυ της Κυριακής της εικόνος του Νυμφίου Χριστού, που τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Δεν βγαίνει «Νυμφίος» την Δευτέρα, την Τρίτη, ούτε την Τετάρτη.  Κατά την Κυριακή των Βαΐων εσπέρας προηγείται φυσικά ο εσπερινός της απόδοσης της εορτής των Βαΐων. 

Μεγάλη Τρίτη και Τετάρτη (Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη βράδυ)

Να σημειώσουμε, ότι τη Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη, πριν την Ακολουθία του «Νυμφίου», τελείται η Ακολουθία του «Μεγάλου Αποδείπνου» με τον κανόνα της ημέρας.

Μεγάλη Πέμπτη (Μεγάλη Τετάρτη βράδυ)

Είθισται, το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης να τελείται και το Μυστήριο του Ευχελαίου, κατά την περιλαμβανόμενη τάξη στο Ευχολόγιον, και στο μέσον του ναού, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω.

Μεγάλη Πέμπτη πρωί

Κατά τη θεία Λειτουργία καθαγιάζουμε και δεύτερο «αμνό», που φυλάττουμε στο αρτοφόριο για τις έκτακτες ανάγκες των ενοριτών καθόλο το έτος. Προτού φυλάξουμε τον νέο «αμνό», καταλύουμε τον περσινό.

Μετά τη θεία Λειτουργία το πρωί της Μ. Πέμπτης, τοποθετείται το μαύρο ύφασμα σε όλες τις εικόνες του εικονοστασίου.

Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ)

Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας.

Κατά την Ακολουθία των Παθών εξέρχεται ο Εσταυρωμένος και τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως προείπαμε.

Ποιμαντικά

1. Καλό είναι κατά την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, εάν υπάρχει κάποιος που έχει αναλάβει τα έξοδα των λουλουδιών του κουβουκλίου, να παραστέκεται με καπνιστήρι και μυροδόχη για να ραίνει τους προσκυνητές.

2. Μετά το πέρας της Ακολουθίας γίνεται το στόλισμα του κουβουκλίου. Το στόλισμα το αναλαμβάνουν άτομα της κοινότητάς μας και όχι το ανθοπωλείο. Καλόν είναι, όπου υπάρχει δυνατότης, τα άνθη να προέρχονται από τους κήπους των σπιτιών μας.

3. Επίσης, αν είναι δυνατόν, μπορεί να παρίσταται και ο ιερεύς στον ναό κατά την ώρα του στολίσματος, ώστε παράλληλα να προετοιμάζει τη χορωδία (εν είδει πρόβας) για την ψαλμώδηση των Εγκωμίων.

4. Παρούσα θα είναι, αν είναι δυνατόν, και μάλιστα να συμμετέχει στο στόλισμα, και η οικογένεια του δωρητή των ανθέων του επιταφίου.

Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωί και βράδυ)

Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί τελούνται οι εξής Ακολουθίες: α) Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, β) της Αποκαθήλωσης, δηλαδή της ανάμνησης της αποκαθήλωσης από τον Σταυρό και της Ταφής του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο τον Φαρισαίο, κρυφό μαθητή του Κυρίου.

Αποκαθήλωση:Σημειώνουμε τα ακόλουθα: Ενώ ο ιερεύς εκφωνεί την ευαγγελική περικοπή από της ωραίας πύλης, τη συγκεκριμένη ώρα γίνεται η αποκαθήλωση από λαϊκό ή τον δεύτερο ιερέα.

Αφού απλωθεί σινδόνα καθαρή στο έδαφος, κατεβάζουμε τον Χριστό (ή τον σταυρό ολόκληρο), τον τοποθετούμε «νεκρικά», να βλέπει δηλ. προς ανατολάς, και τον τυλίγουμε με την σινδόνα, και τον σηκώνουμε με τη βοήθεια και άλλων ατόμων, πού εμείς έχουμε ορίσει. Το σαβανωμένο σώμα του Κυρίου φέρουμε στο ιερό Βήμα από την ωραία Πύλη και όχι από τις πλαϊνές εισόδους του Βήματος! Τον παραλαμβάνει ο ιερεύς και τον τοποθετεί πάνω στην αγία Τράπεζα. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της αποκαθήλωσης, μυροφόρες γυναίκες ραίνουν με ροδοπέταλα και ροδόσταγμα τον Χριστό. 

Ενταφιασμός: Ενώ ψάλλονται τα απόστιχα, γίνεται η έξοδος του υφασμάτινου επιταφίου, που φέρει ο ιερεύς, από τη βόρεια είσοδο του ιερού Βήματος. Η πομπή κατευθύνεται στο κουβούκλιο όπου γίνεται ο ενταφιασμός, σύμφωνα με την τάξη του, στο ήδη δηλ. στολισμένο κουβούκλιο από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και τοποθετημένο στο κέντρο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω.

Απόλυση:Μετά το «Δι’ ευχών …», οι πιστοί προσέρχονται και προσκυνούν τον επιτάφιο και το ιερό ευαγγέλιο.

Ο ιερεύς, ιστάμενος δίπλα στον επιτάφιο μοιράζει το αντίδωρο στο εκκλησίασμα· πρόκειται για αποξηραμμένο αντίδωρο, αυτό που μας περίσσευε από τις προηγηθείσες «Προηγιασμένες Λειτουργίες».

Δίπλα στον ιερέα στέκει και ο δωρητής των ανθέων του επιταφίου με καπνιστήρι και ραίνει με μυροδόχη τους πιστούς.

Ο ναός καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας παραμένει ανοιχτός για να μπορούν οι προσκυνητές να προσέρχονται και ασπάζονται τον επιτάφιο.

Αγία και Μεγάλη Παρασκευή βράδυ (Όρθρος Μεγάλου Σαββάτου)

Μετά τον Ν´ ψαλμό κλείνει η Ωραία Πύλη και ο Ιερεύς ενδύεται πλήρη την ιερατική του στολή. Ανοίγει στην θ΄ ωδή του κανόνα. Γίνεται η θυμίαση. Αρχίζουν τα Εγκώμια· τον πρώτο στίχο τον ψέλνει ο Ιερέας και ακολουθεί η χορωδία. Στη αρχή κάθε στάσης γίνετε θυμίαση πέριξ του κουβουκλίου. Έπεται  η περιφορά του κουβουκλίου με τον επιτάφιο πέριξ του ναού ή στους κυριώτερους δρόμους των ενοριών και κοινοτήτων μας.

Διαδρομή:Στη πομπή της περιφοράς του επιταφίου προηγείται ο Τίμιος Σταυρός, τα εξαπτέρυγα, ακολουθούν ψάλλοντας τα εγκώμια τα άτομα που έψαλλαν στην Ακολουθία, ο ιερεύς με το ιερό ευαγγέλιο και το θυμιατό, ο Επιτάφιος αιρόμενος από ενορίτες και τέλος ακολουθεί ο λαός κρατώντας στο χέρι αναμμένη λαμπάδα.

Κατά τη διαδρομή του επιταφίου ο ιερεύς δύναται να μνημονεύει ζώντες και κεκοιμημένους, όπου του ζητηθεί.   

Επιστροφή:Η επιστροφή στον ναό γίνεται ως εξής: Αφού φθάσει η πομπή του επιταφίου προ των πυλών του ναού, βγαίνουν έξω και οι τυχόν εναπομείναντες και αφού σηκώσουν το «ύφασμα» του επιταφίου παίρνουν το κουβούκλιο όπως είναι στολισμένο σε μια γωνιά του ναού. Σηκώνουμε το ρούχο στη είσοδο και διέρχονται όλοι από κάτω. Αφού περάσουν όλοι, συνεχίζεται η Ακολουθίαὀπως διαλαμβάνει η Τυπική Διάταξη της ημέρας.

Τώρα τι γίνεται με τα λουλούδια του επιταφίου;

Από προηγουμένως θα συστήσουμε στον κόσμο μας να μην παίρνουν τα άνθη του επιταφίου. Το κουβούκλιο θα παραμείνει στολισμένο σε κάποι χώρο του ναού, έχοντας μέσα την ορθή εικόνα της αναστάσεως, δηλ. την εις «Άδου κάθοδον» και αναμμένο κανδήλι μέχρι το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή. Το Ψυχοσάββατο, μετά τη θεία Λειτουργία, θα πάρουμε τα ξηραμένα πλέον άνθη και θα τα τοποθετήσουμε σε σακκουλάκια, τα οποία θα προσφέρουμε μαζί με το αντίδωρο την Κυριακή της Πεντηκοστής στους εκκλησιαζομένους ως ευλογία.

Αυτά τα αποξηραμμένα πλέον άνθη θα τα χρησιμοποιούν οι πιστοί στο κοιμητήριο για να λιβανίζουν τους τάφους των κεκοιμημένων τους. Από αυτά τα άνθη θα χρησιμοποιούν και οι ιερείς, όταν τους καλούν για τρισάγια στα κοιμητήρια. 

Επειδή όμως ο κόσμος θα θέλει να πάρει και αυτό το βράδυ ως ευλογία στο σπίτι άνθη από τον επιτάφιο, ο ιερεύς θα μεριμνήσει να έχει αρκετά ροδοπέταλα πάνω στο ύφασμα του επιταφίου, οπόταν μετά το πέρας της Ακολουθίας θα τους τα προσφέρει ο ίδιος. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κεριά του επιταφίου: προσφέρονται από τον ιερέα ως ευλογία σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών, φοιτητών, γεωργών κ.ά.

Αγία Κυριακή – Πάσχα

Το Άγιο και Μέγα Σάββατο το πρωί

Αυτό που θα σημειώναμε εδώ είναι η έξοδος μας στο «Ανάστα ο Θεός …». Βγαίνουν πρώτα, από προηγουμένως, τα εξαπτέρυγα (άνευ του σταυρού) και στέκουν ένθεν και ένθεν της ωραίας πύλης, τα υψώνουν και ταυτόχρονα τα ριπίζουν κατά την έξοδο του ιερέα και τον ακολουθούν.

Ο ιερέας ραίνει όλο το εκκλησίασμα με δάφνες, και καλόν είναι να τον ακολουθεί και η εικόνα της Αναστάσεως, η «εις άδου κάθοδος», την οποία θα τοποθετήσει ο ίδιος στο προσκυνητάρι. Μην ξεχνάμε το κτύπημα των σκάμνων (ανάμνηση του μεγάλου σεισμού κατά την ώρα της Ανάστασης του Κυρίου) και το πέσιμο των μαύρων υφασμάτων από τις εικόνες!

Ποιμαντικά

Επίσης καλόν είναι το Μεγάλο Σαββάτο μετά τη θεία Λειτουργία ο ιερέας να πηγαίνει μαζί με τους ενορίτες στο κοιμητήριο για τρισάγια. Μπορεί επίσης να γίνουν από τον ιερέα μαζί με συνεργάτες του επισκέψεις σε εμπερίστατα άτομα ή οικογένειες. Εάν χρειάζεται και στις φυλακές, στο νοσοκομείο, σε γηροκομείο ή και αλλού.

Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου σε ορισμένες ορεινές κοινότητες τελείται το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου.

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Θα θέλαμε εδώ να καταθέσουμε τα εξής:  

α. Κατά το εναρκτήριο «Χριστός Ανέστη…», τούτο ψάλλει ο ιερέας τρείς φορές, ευρισκόμενος  εμπρός στο δισκέλιο, όπου βρίσκεται το ιερό ευαγγέλιο, έχοντας μπροστά την παράσταση της εις άδου καθόδου. Στούς στίχους, στεκόμαστε σε κάθε στίχο σε μία πλευρά του διασκελίου, και θυμιάζουμε το ευαγγέλιο 3Χ3.

β. Η ωραία και πανηγυρική είσοδος στον ναό, να γίνεται ψαλλομένου του  «Άρατε πύλας …», με τις σχετικές συμβολικές ερωταποκρίσεις. Μας κάνει εντύπωση ότι τη στιγμή αυτή, αν και υπάρχει πάρα πολύς κόσμος έξω, επικρατεί τόση ησυχία, που δεν χρειάζονται ούτε μικρόφωνα.

γ. Επίσης, στο Εξαποστειλάριο προσέρχονται οι πιστοί, ασπάζονται το ιερό ευαγγέλιο και χρίονται με το ιερό ευχέλαιο.

Τα τελευταία χρόνια επανήλθε η ορθή τάξη, να διαβάζεται δηλ. ο κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προ της θείας κοινωνίας των εκκλησιαζομένων. Αυτό μπορεί να γίνεται, είτε στο τέλος του Όρθρου, είτε στο Κοινωνικόν, αφού κοινωνήσει ο ιερεύς.

Ποιμαντικά

Μετά το πέρας της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας, στην οποία, δόξα τω Θεώ, όλο και περισσότεροι μένουν μέχρι τέλους, εισηγούμαστε όπου είναι εφικτό να γίνεται η εξής τάξη:

Ζητάμε από τους εκκλησιαζομένους να παραμείνουν στις θέσεις τους, ώστε ο αναγνώστης να διαβάσει την ακολουθία της θείας Ευχαριστίας, για να δοθεί χρόνος στον ιερέα να καταλύσει, να εκδυθεί τα ιερά του άμφια και να γίνει απόλυση.

Ο ιερεύς μαζί με τον Πρόεδρο της κοινότητας (αφού από προηγουμένως έχουν συνεννοηθεί), βγαίνουν πρώτοι από τον ναό και στην είσοδο ανταλλάσουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό ενώ  προσφέρει ο ιερεύς, τόσο στον Πρόεδρο, όσο και στον κάθε εκκλησιαζόμενο κόκκινο αυγό. Ο κάθε εξερχόμενος στέκει στη συνέχεια δίπλα στον Πρόεδρο. Εάν υπάρχει και η δυνατότητα προσφοράς ζεστού ροφήματος, έτι καλύτερο!

Έχουμε τη γνώμη, ότι όλα αυτά τα ποιμαντικά που εισηγούμαστε γίνονται πραγματικότητα μέσα από τις καλές σχέσεις του ιερέα με όλους τους φορείς της κοινότητας (Κοινοτικό Συμβούλιο, Σύνδεσμο Αποδήμων, αλλά και τους ίδιους τους συγχωριανούς).

Μην ξεχνάμε το γεγονός, ότι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας προετοίμασε με τη χάρη του Θεού στην ταπεινοφροσύνη, στη μετάνοια –  εξομολόγηση, στην προσοχή, την άσκηση, τη νηστεία και προσευχή, για τη συμμετοχή μας στα τελούμενα της Εκκλησίας κατά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.

Β. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ

Πεντηκοστάριο λέγεται το λειτουργικό βιβλίο, το οποίο περιέχει υμνολογικό υλικό, κυρίως του Εσπερινού και τοῦ Όρθρου, και χρησιμοποιείται μαζί με το Μηναίο στις ιερές Ακολουθίες της περιόδου, από της Κυριακής του Πάσχα μέχρι και της Κυριακής των Αγίων Πάντων.

Εκτός όμως από το βιβλίο αυτό, Πεντηκοστάριο ονομάζεται και η αναστάσιμη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τις επτά εβδομάδες από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής, καθώς και την εβδομάδα που ακολουθεί ως εβδομάδα του Αγίου Πνεύματος, που αποτελεί συνέχεια της εορτής της Πεντηκοστής, μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

ΠΑΣΧΑ των Χριστιανών είναι η ημέρα εξόδου μας από τη χώρα του θανάτου και από την τυραννία του Διαβόλου και αποτινάξεως του ζυγού της αμαρτίας.

Εσπερινός της «Αγάπης»

Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα οι απανταχού Ορθόδοξοι τελούν τον «Εσπερινό της Αγάπης». 

Ξεκινήσαμε με τον Εσπερινό της Συγγνώμης και ολοκληρώσαμε την πορεία μας μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή, φθάνοντας στον Εσπερινό της Αγάπης.

Η αγάπη και η ενότητα στην Εκκλησία ξεκινά από τον Επίσκοπο, ως δοχείο πλήρες της χάριτος και των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταδίδει την ευλογία στους ιερείς και εν συνεχεία στον λαό.     

Γονυκλισία την περίοδο αυτή και τις Κυριακές

Κανόνες της Εκκλησίας μας απαγορεύουν ρητά να προσεύχονται οι ιερείς και οι πιστοί γονατιστοί τις Κυριακές, καθώς και ολόκληρη την περίοδο της Πεντηκοστής. Και τούτο, διότι ζούμε στην Αναστάσιμη ημέρα και περίοδο, κατά την οποία, με την όρθια στάση μας στη θεία Λατρεία τονίζεται η πίστη μας στην Ανάσταση του Χριστού.

Ιδιαιτερότητες

Την κατεξοχήν αναστάσιμη αυτή περίοδο ο ιερέας μετά το πέρας κάθε Ακολουθίας δεν σκεπάζει το επί της αγίας Τραπέζης ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο έχει ορατή την αναστάσιμη πλευρά, ούτε και κλείνει τα βημόθυρα της ωραίας πύλης.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ

Από σήμερα παύεται το τρισάγιο στην αρχή των ακολουθιών και επίσης το «Δι’ ευχών…» στο τέλος των ακολουθιών: τα αντικαθιστούμε με το «Χριστός Ανέστη …» μέχρι την Απόδοση της εορτής του Πάσχα (επί 39 ημέρες).

Δεν λέμε επίσης το, «Βασιλεύ ουράνιε …» μέχρι την Πεντηκοστή και το «Δεύτε προσκυνήσωμεν …» μέχρι και την απόδοση του Πάσχα.

ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Είναι η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει το Σάββατο προ της Κυριακής του Θωμά. 

Ολόκληρη η εβδομάδα θεωρείται ως μία ημέρα, γι΄ αυτό όλες οι Ακολουθίες της εβδομάδος αυτής είναι ίδιες όπως τη νύκτα της Ανάστασης.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Α. Και κατά αυτή την ημέρα, όπως προείπαμε, δεν τελούνται μνημόσυνα.

Β. Από Κυριακή αυτή και μέχρι την Πεντηκοστή, κάθε Κυριακή και μετά την οπισθάμβωνο ευχή, γίνεται λιτανεία πέριξ του ναού με την εικόνα της αναστάσεως και άνευ δεήσεως.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Ποιμαντικά

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι σε μερικές κοινότητες την ημέρα αυτή εορτάζουν οι γυναίκες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία.

Τις τιμούν μνημονεύοντας όλων αυτών των γυναικών τα ονόματά τους κατά τη θεία Λειτουργία, κρατούν τη λαμπάδα κατά την μικρή Είσοδο, τις λαμπάδες κατά την ανάγνωση του ιερού ευαγγελίου, παίρνουν τα εξαπτέρυγα στη μεγάλη είσοδο, φέρουν την εικόνα της Αναστάσεως στη καθιερωμένη λιτανεία πέριξ του ναού, στέκουν δίπλα στο ιερέα κατά την ώρα του αντιδώρου και ραίνουν με μυροδόχη, κερνώντας μάλιστα με γλυκό το οποίο έφτιαξαν οι ίδιες στα σπίτια τους και τέλος κερνούν με πρόγευμα έξωθεν του ναού τους εκκλησιαζομένους.   

ΤΕΤΑΡΤΗ – ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

(Απόδοση της εορτής του ΠΑΣΧΑ)

Η Ακολουθία της ημέρας είναι όμοια προς την Ακολουθία που έγινε το βράδυ της Αναστάσεως και τις επόμενες ημέρες της Διακαινησίμου. 

Το ορθό είναι  η Λειτουργία αυτή να γίνεται πρωϊνή και όχι σε αγρυπνία, καθότι τούτο απάδει στην τυπική διάρθρωση της ημέρας. Εξάλλου, υποβαθμίζεται με αυτό τον τρόπο λειτουργικά η ακολουθούσα μεγάλη εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου.

ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(Σάββατο των Ψυχών ή Ψυχοσάββατο)

Είναι το δεύτερο του έτους. Το πρώτο είπαμε ότι είναι το Σάββατο προ της Απόκρεω. Ισχύουν και εδώ ακριβώς τα ίδια.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Μετά τη θεία Λειτουργία της ημέρας, ακολουθεί ο Εσπερινός τουτου Αγίου Πνεύματος, ο οποίος για λόγους οικονομίας τελείται πρωί. Στο αρμόδιο σημείο της Ακολουθίας, μετά τη σχετική εκφώνηση, «Ἔτι καὶ ἔτι, κλίναντες τὰ γόνατα, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», γονατίζουμε όλοι, οι κληρικοί βλέποντες προς ανατολάς και μάλιστα προς την αγία Τράπεζα, και μαζί με τους πιστούς  απευθύνουμε στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, ευχές δοξολογίας, ικεσίας και ευχαριστίας για μας, καθὼς και δέηση για τους κεκοιμημένους μας. Όπως προείπαμε τις Κυριακές δεν γονατίζουμε. Σήμερα όμως, παρ’ ότι Κυριακή, «κλίναντες τα γόνατα» προσευχόμαστε γονατιστοί, διότι είναι Εσπερινός της επομένης, δηλ. Εσπερινός της Δευτέρας, που τελείται πρωί.

Εν κατακλείδι

Περαίνοντας, Πανιερώτατε, την αναφορά μας στα τελετουργικά και ποιμαντικά στοιχεία αυτών των δύο μεγάλων περιόδων της Εκκλησίας μας, της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της περιόδου του Πεντηκοσταρίου, γεννάται ένα σημαντικό ερώτημα: «Τελικά, ποιός είναι άραγε ο κατεξοχήν σκοπός όλων αυτών των τελετουργικών και ποιμαντικών στοιχείων στη ζωή των χριστιανών;» Την απάντηση την παίρνουμε, ωραιότατα και θεολογικώτατα διατυπωμένη, μέσα από ένα διάλογο του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ με το «φίλο του Θεού», όπως τον αποκαλεί, Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Λέει λοιπόν εκεί ο όσιος Σεραφείμ:

«Ο Κύριος μου αποκάλυψε, μου είπε, ότι στην παιδική σας ηλικία επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σας συμβούλευαν να εκκλησιάζεσθε, να προσεύχεσθε, να κάνετε καλές πράξεις, διότι σ’ αυτά, σας έλεγαν, συνίσταται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Αυτή η απάντηση όμως δεν μπορούσε να σας ικανοποιήσει. Όντως η προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία, όπως και όλη η χριστιανική άσκηση είναι καλά καθ’ εαυτά.

Αλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι μόνο να εκπληρώσουμε αυτά, διότι αυτά είναι μόνο μέσα. Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζετε», συνεχίζει ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ προς τον κάθε φιλόθεο, και κλείνουμε την εισήγησή μας με αυτό, «ότι μόνο εκείνο το καλό έργο που έχει γίνει από αγάπη προς τον Χριστό φέρει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας».

Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα

Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα: Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (28/01/2014).

π. Ανδρέα Φιλίππου

π. Ανδρέας Φιλίππου

Στη σημερινή πέμπτη κατά σειρά συνάντηση του εφετινού ιερατικού μας  Σεμιναρίου, θα γίνει η παρουσίαση του ιστορικο – γεωγραφικού  Χάρτη της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας, και εν συνεχεία θα ασχοληθούμε με το σχετικό θέμα, πως η ιστορική συνείδηση του ιερέα μπορεί να τον βοηθήσει στο εν γένει ποιμαντικό  έργο του.

Δεν θα επιχειρήσω ασφαλώς να κάνω σήμερα ανάλυση της προϊστορικής και ιστορικής πορείας της μητροπολιτικής μας περιφέρειας· αυτό που θα επιχειρήσουμε, που είναι και επιθυμία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας, είναι να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή στο μεγάλο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας και γεωγραφίας της περιφέρειάς μας, ακριβώς για να δοθεί αφορμή να συζητηθούν θέσεις και προβληματισμοί σας, που θα προκύψουν από τη σημερινή ανακοίνωση και να εμπλουτισθεί περαιτέρω ή ακόμη να αναθεωρηθεί, όπου τυχόν χρειάζεται, η παρούσα εργασία.

Εν πρώτοις όμως, να μου επιτραπεί να εκφράσω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας, για την μεγάλη τιμή που μου έκανε και την εμπιστοσύνη, με την οποία με περιέβαλε, για να παρουσιάσω σήμερα ενώπιόν σας την παρούσα εισήγηση.

Χάρτης Μητροπολιτικής Περιφέρειας Μόρφου

Ο Χάρτης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, που σας έχει ήδη αποσταλεί και τον οποίο βλέπετε να προβάλλουμε,  είναι προϊόν μακρόχρονης και επίπονης έρευνας. Σ᾽ αυτήν συνέβαλαν και συνεργάστηκαν πολλοί, και πρώτος εξ αυτών ο επίσκοπός  μας, ο οποίος με την εκλογή, χειροτονία και ενθρόνισή του στη Μητρόπολη Μόρφου, άρχισε αμέσως να ερευνά και να καταγράφει την Αγιολογία, την ιστορία και τις παραδόσεις κάθε χωριού και χώρου της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι από τότε μέχρι σήμερα, 15 τόσα χρόνια, τόσο ο Πανιερώτατος, όσο και οι συνεργάτες του, αξιολογούσαν και κατέγραφαν κάθε ιστορική μαρτυρία που έφτανε κοντά τους. Τους συνεργούς του στο βαρυσήμαντο τούτοέργο προέτρεπε ο Πανιερώτατος να έχουμε  πάντοτε κατά νουν τη σοφή ρήση του μακαριστού πατρός Παύλου Εγγλεζάκη, «η ζωντανή Κύπρος δεν είναι παρά ένας χώρος, μία ιστορία και μία Εκκλησία. Ακριβώς διότι αυτό, που προσδιορίζει την ταυτότητα της Κύπρου, είναι η γεωγραφία, η ιστορία και η Εκκλησία της.»

Όλη αυτή τη μακραίωνα και ταραχώδη εκκλησιαστική, γεωγραφική, αρχαιολογική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα της Μητρόπολής μας, που πρόεκυψε από τις εν λόγῳ έρευνες και αξιολογήσεις των γραπτών πηγών, αλλά κυρίως των προφορικών ιστορικών παραδόσεων, που κινδύνευαν άμεσα να εξαφανιστούν, θελήσαμε και να τη χαρτογραφήσουμε, να την αποτυπώσουμε δηλαδή σε χάρτη, τον Χάρτη της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι αυτό, αφ᾽ ενός μεν για να κατευθύνουμε  τον αναγνώστη της ιστορίας της Μητρόπολής μας στον χώρο των πεπραγμένων ιστορικών γεγονότων, και αφ᾽ ετέρου για να καταγραφούν και αποτυπωθούν οικισμοί,  χωριά, ναοί, ερειπωμένοι ναοί, μονές, χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα, τοπωνύμια και μάλιστα τα αγιώνυμα τοπωνύμια, μεταλλεία, κ.λπ., που όλα τούτα  είναι άρρηκτα συνδεδεμένα  με την ιστορία μας και εν γένει με την Ορθόδοξη ταυτότητά μας.

Ο έντυπος αυτός Χάρτης, που έχουμε καταρχήν εκδώσει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, έχει διαστάσεις 70Χ70 εκατοστά και χωρίζεται σε 8 μέρη. Το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει το τμήμα της μητροπολιτικής μας περιφέρειας  σε κλίμακα 1:65.000 και περιλαμβάνει 93 οικισμούς (από τους οποίους οι 24 σήμερα είναι εγκαταλελειμμένοι), 251 ναούς, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια (50 των οποίων σώζονται μόνον τα ερείπια ή μαρτυρίες για πάλαι ποτέ ύπαρξή τους), 15 καθολικά ιερών Μονών, 5 χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα και 302 τοπωνύμια. Ταυτόχρονα, ετοιμάστηκε και ψηφιακός χάρτης (σε μορφή pdf), για εξειδικευμένη μελέτη, αφού επιτρέπει την αυξομείωση των πραγματικών  διαστάσεων, και κατ᾽ επέκταση την καλύτερη πλοήγηση στον Χάρτη.

Στη δεξιά πτέρυγα του Χάρτη τοποθετήθηκαν δύο πίνακες. Ο πρώτος πίνακας είναι το  Ειδικό  Υπόμνημα, ενώ ο δεύτερος πίνακας αναφέρεται  στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Κύπρου, όπως αυτές καθορίζονται  από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε πρόσφατα από την Ιερά Σύνοδο (Λευκωσία 2010). Ακολουθούν 4 ένθετα, που είναι περιοχές που λήφθηκαν από τον κυρίως Χάρτη, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα, έτσι ώστε να είναι πιο ευδιάκριτη η ανάγνωσή τους .

Στο Γενικό Υπόμνημα, στο κάτω μέρος του Χάρτη,  βρίσκεται η ταυτότητα του Χάρτη. Πιο συγκεκριμένα, εκεί αναγράφονται τα εξής: (α) Η συμβολή στην αποτύπωση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως του αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος. (β) Η επισήμανση, ότι δόθηκε, επεξεργάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για την αποτύπωση αυτή αρχειακό υλικό, που ανήκει στην καθ᾽ ημάς Μητρόπολη. (γ) Η σαφής ένδειξη, πως στον παρόντα Χάρτη δεν υιοθετούνται  τα υφιστάμενα σύνορα της κοινότητας του Ποταμού του Κάμπου, αφού μέχρι και την εκτύπωσή του δεν λήφθηκε η τελική υπουργική απόφαση περί των συνόρων Ποταμού του Κάμπου – Γαληνής – Καραβοστασίου. (δ) Όλα τα  πνευματικά δικαιώματα (το λεγόμενο copyright) ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου, και ως εκ τούτου απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση σ᾽ αυτόν ή χρήση του χωρίς τη γνώση και γραπτή συγκατάθεση της Μητροπόλεως Μόρφου. (ε) Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που καθιστά πλέον τον παρόντα Χάρτη ως γραπτή εγκεκριμένη ιστορική πηγή,  είναι η γραπτή συγκατάθεση και υιοθέτηση όλων των αναγραφέντων από την Μόνιμη Κυπριακή Επιτροπή Τυποποίησης γεωγραφικών ονομάτων.

Τα πλείστα ονόματα, που αναφέρονται στον Χάρτη, προσδιορίζουν ιστορικά και αγιολογικά γεγονότα.  Mεγάλος αριθμός  τοπωνυμίων και χωριών εντοπίστηκαν και καταγράφτηκαν από το μεγάλο και σπουδαιότατο κεφάλαιο της Μητρόπολής μας, που είναι αυτό της Αγιολογίας. Επιγραμματικά, αναφέρω  τα εξής παραδείγματα:

α. Το τοπωνύμιο «Στόμα του Ποταμού», που προσδιορίζει σημείο στην εκβολή του ποταμού Σέτραχου στο Συριανοχώρι, και πιθανώτατα ταυτίζεται με το αναφερόμενο στον παλαιό Βίο των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος σημείο-τοπωνύμιο «Στομάτιο». Όπως δηλ. αναφέρεται εκεί, αρκετά χρόνια μετά την οσιακή βιοτή και κοίμηση των αγίων αυτών στην Καππαδοκία, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η τίμια σορός των λειψάνων τους, με θαυμαστό τρόπο, έφτασε στα βόρεια παράλια της Κύπρου, σε τόπο καλούμενο Στομάτιο. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες, φαίνονται οι άγιοί μας σε κάποιο φιλόχριστο και ευσεβή άνδρα στους Σόλους, ονομαζόμενο Λεόντιο, στον οποίο φανέρωσαν τα ονόματά τους και εξιστόρησαν τα σχετικά με τη ζωή τους,  και συνάμα τον πρόσταξαν να πάρει τους δύο υιούς του να τους μεταφέρει από εκεί, όπως και έπραξε και μετέφερε την τιμία λάρνακα στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός τους στην Περιστερώνα. Πράγματι, το Στόμα του Ποταμού δεν είναι μακρυά από τους Σόλους, όπως υπονοεί ο Βίος των αγίων και για την τοποθεσία Στομάτιο.

β. Το τοπωνύμιο «Πολέμιος», που προσδιορίζει τοποθεσία στις όχθες του ποταμού Καρκώτη παρά το Καλό Χωριό Λεύκας, μας παραπέμπει στους οσίους  Πολέμιο και Θεοδόσιο, που ασκήτευσαν κοντά στη Μόρφου, σύμφωνα με τους τοπικούς Χρονογράφους (Λεόντιο Μαχαιρά, κώδικα Λονδίνου κ.ά.), που αρύονται από πηγή υστεροβυζαντινών χρόνων.

γ. Ο παλαιός ναός της Αγίας Αναστασίας, που σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση κοντά στις Γερακιές, μπορεί να ταυτισθεί με τον ομώνυμο ναό, που αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή. Εκεί, ο άγιος Ιωάννης οραματίζει μετά την κοίμησή του τον πατέρα του, ιερέα Κυριακό,  να πάει να δει πως είναι κτισμένος ο πλησιόχωρος στον Καλοπαναγιώτη ναός της Αγίας Αναστασίας και να έρθει να οικοδομήσει  ιδίου αρχιτεκτονικού ρυθμού ναό επάνω από τον τάφο του. Ασφαλώς, μία επιτόπια έρευνα θα αποδείξει του λόγου το αληθές.

δ. Στα βόρεια της κοινότητας των Καμιναριών, πλησίον του Γεφυριού της Ελιάς, εντοπίζεται το τοπωνύμιο «Θεοφάνης». Το τοπωνύμιο αυτό ίσως να συνδέεται με τον άγιο Θεοφάνη, επίσκοπο Σολέας, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η τοπική παράδοση, μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβηκε με τον οικονόμο της επισκοπής του, αναχωρεί και πηγαίνει στη Μονή της Παναγίας της Αγρίας, που βρίσκεται στα σύνορα των κοινοτήτων Μιλικουρίου – Καμιναριών (βλ. κείμενο κ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας).

Μεγάλη προσοχή και επιμέλεια  δείξαμε  και για τον εντοπισμό  οικισμών, που δια μέσου των αιώνων έχουν εγκαταλειφθεί . Για τον σκοπό αυτό μελετήθηκαν πέραν των 15 χαρτών της Κύπρου, αρχίζοντας από αυτούς του 16ου αιώνα, που είναι οι αρχαιότεροι γνωστοί, μέχρι και τους σύγχρονους. Σπουδαιότατη πηγή για την εν γένει καταγραφή και αποτύπωση των περιεχομένων στον Χάρτη ήταν και η Συναγωγή Τοπωνυμίων, το ογκωδέστατο και βαρυσήμαντο γνωστό έργο των Μενέλαου Χριστοδούλου και Κώστα Κωνσταντινίδη (Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis,  A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia 1987). Σημειώστε, ότι αυτό το έργο υποβλήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη (όπως και όλες οι χώρες έχουν υποβάλει αντίστοιχα έργα), για κατοχύρωση των τοπωνυμίων μας, και υπήρξε το καλύτερο παγκοσμίως!

Χάρτης Λεωνίδα Αττάρ,1542

Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα παράδειγμα εντοπισμού και αποτύπωσης στο Χάρτη μας ενός εγκαταλειφθέντος και εξαφανισθέντος παλαιού οικισμού της περιφέρειάς μας. Οοικισμός αυτός είναι της Λαμπαδούς ή Λαμπάδας, γνωστός από τους Βίους  των αγίων Ηρακλειδίου και Ιωάννου του Λαμπαδιστού, αφού ήταν η γενέθλιος γη τους, καθώς ήταν και του αποστολικού άνδρα, αγίου Τίμωνος. Ο οικισμός αυτός αναφέρεται επίσης σε ένα αρχαιότατο κυπριακό αγιολογικό έργο, χρονολογούμενο στον 5ο μ.Χ. αιώνα, το αποδιδόμενο στον Ιωάννη Μάρκο απόκρυφο σύγγραμμα, «Περίοδοι καὶ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου». Σ᾽ αυτό περιγράφονται τα σχετικά με το κήρυγμα των αποστόλων Βαρνάβα, Παύλου και Μάρκου κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους στην Κύπρο, και κατόπιν τα κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία των αποστόλων Βαρνάβα και Μάρκου στην Κύπρο. Η σπουδαιότητα αυτού του οικισμού έγκειται και στο γεγονός, πως αποτέλεσε σταθμό των αγίων αποστόλων κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ανωτέρω απόκρυφου έργου των Περιόδων του αποστόλου Βαρνάβα. Το έργο λοιπόν αυτό μας πληροφορεί, πως απαγορεύτηκε στους αποστόλους να εισέλθουν τότε στη Λάπηθο, ένεκα ειδωλολατρικών θυσιών. Έτσι οι απόστολοι βάδισαν διαμέσου των βουνών και, εισερχόμενοι στο εσωτερικό της κοιλάδας Σολέας, έφθασαν στην πόλη Λαμπάδα ή Λαμπαδιστού. Εκεί, ζήτησαν από τον ειδωλολάτρη ιερέα Ιεροκλή, να τους δώσει τον υιό του Ιερόκλεο, για να τους οδηγήσει μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι στο «Χιονώδες όρος», τη σημερινή δηλ. οροσειρά του Τροόδους, και από εκεί στην τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Πάφο. Πράγματι, ο Ιεροκλής θέτει υπό τη διάθεσή τους τον υιό του, ο οποίος στον διάλογο που είχε με τους αγίους αποστόλους καθοδόν προς την Πάφο, βεβαιώνεται για την αλήθεια της νέας θρησκείας, το Ευαγγέλιο, που του δίδαξαν οι απόστολοι, και ζητά να λάβει το άγιο Βάπτισμα.  Και οι απόστολοι τον βαπτίζουν στα νερά του Σέτραχου ποταμού, πλησίον της ιεράς Μονής που οικοδομήθηκε μερικούς αιώνες αργότερα προς τιμή και μνήμη του, και του δίνουν το όνομα Ηρακλείδιος. Η Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου αποτέλεσε και τη μονή μετανοίας ενός άλλου οσίου της Μητρόπολής μας και συγχωριανού του αγίου Ηρακλειδίου, του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή,  ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αιώνα. Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, μετά από μια περιπέτεια που είχε με την μέλλουσα μνηστή του (οι γονείς της από φθόνο τον τάισαν φαγητό, που είχαν παρασκευάσει με μάγια), απώλεσε τελείως το φως των ματιών του. Αυτή η τύφλωσή του ήταν η ευκαιρία να υλοποιήσει τον διακαή πόθο του σε πραγματικότητα, να ζήσει δηλ. τη μοναχική και ασκητική πολιτεία στην περίφημη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Έτσι, κατευθυνόμενος και αυτός, ένεκα της τύφλωσής του, από τον υπηρέτη, που του έδωσαν οι γονείς του, ονόματι Ιωάννη, μεταβαίνει από τη Λαμπάδα στον Καλοπαναγιώτη διαμέσου του μονοπατιού της κουφής, όπως είναι γνωστό στους Σολιάτες. Ο άγιος, θέλοντας  να ξεδιψάσει και να ευχαριστήσει  τον υπηρέτη και οδηγό του,  ως άλλος Μωυσής στην έρημο, κτυπά τον βράχο και αμέσως αναβλύζει ύδωρ πόσιμο. Μέχρι σήμερα, στη μέση του ανωτέρω μονοπατιού της κουφής, στα όρια της κοινότητας Οίκου (περιοχή ναού Παναγίας της Αγνιώτισσας), αναβλύζει το αγίασμα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, προς θεραπεία ψυχής τε και σώματος αυτών, που το λαμβάνουν με πίστη.

Μέχρι προσφάτως, το κομβικό σημείο των πιο πάνω θαυμαστών γεγονότων, δηλ. ο οικισμός της Λαμπάδας, δεν προσδιοριζόταν με σαφήνεια, και όσοι προσπαθούσαν να τον προσδιορίσουν χρησιμοποιούσαν πολλά διαζευτικά ῾ή᾽. Η εγκατάλειψη του οικισμού πιθανότατα επισυνέβη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από την θανατηφόρα ασθένεια της μαύρης πανώλης το 1692, και άφησε μεγάλο κενό και στην Αγιολογία, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την γενέθλια γη αυτών των μεγάλων αγίων. Ο Ρώσος Μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ αναφέρει σχετικά για την Λαμπάδα: « Ωνομάσθη Λαμπαδιστής (ο άγιος Ιωάννης) εκ του χωρίου Λαμπαδίς, όπου εγεννήθη ο άγιος, ως αναφερεται εν τη βιογραφία αυτού. Το χωρίον έχει τώρα εγκαταλειφθεί, ως διεπίστωσα, όταν ήμην εις την Σολέαν…».Χάριτι όμως Θεού, πέρυσι εντοπίστηκε από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας στον ιστορικής σημασίας Χάρτη του Λεωνίδα Αττάρ, που χρονολογείται στο 1542. Βέβαια, η λαϊκή παράδοση μας διέσωσε την ακριβή θέση της Λαμπάδας πολύ πριν εμείς εντοπίσουμε και αυτή την γραπτή τεκμηρίωση στον Χάρτη του Αττάρ. Αρκεί να αναφέρω, πως σε χειρόγραφο σημείωμα του γνωστού μάστρε Φίλιππου από τη Γαλάτα, προσδιορίζεται ήδη από το 1942 η Λαμπάδα, στό σημείο ακριβώς  που την αποτυπώνουμε εμείς σήμερα χαρτογραφημένη.

Άξια ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και που χρήζει πολλής ακόμη μελέτης, είναι και η περιοχή πέριξ της ιεράς Μονής της Ασίνου. Με τη βοήθεια παλαιών κατοίκων της γύρω περιοχής της Ασίνου, καθώς επίσης και με τον πατέρα Κυριακό Χριστοφή, μεταβήκαμε επανειλημμένως στην περιοχή, έχοντας προηγουμένως μελετήσει παλαιά τοπογραφικά σχέδια, που μας προσδιόριζαν πού ακριβώς βρίσκονται οι ερειπωμένοι ναοί. Στα δύσβατα βουνά της Ασίνου εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν 8 συνολικά ναοί, όλοι ερειπωμένοι, που αντιστοιχούν πιθανότατα  σε ισάριθμους οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί είναι οι εξής: 1) Άσπρους (Λαξιὲς τους Άσπρους), με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αυξίβιο, Α´ επίσκοπο Σόλων· 2) Αγίας Παρασκευής, με ομώνυμο ναό· 3) Τζερένιες, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή· 4) Καψάλια, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 5) Μαύρα χώματα, γνωστός και ως Φτερίτζι, με εκκλησία του Αγίου Ιωάννου (για ποιό άγιο Ιωάννη ακριβώς πρόκειται, δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ή παραδόσεις. Οι μαρτυρίες της προφορικής παράδοσης, όπως την κατέγραψε ο π. Κυριακός Χριστοφή, διίστανται μεταξύ αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού)· 6) του Καλάμου, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 7) του Γναφιού ή πιό γνωστός ως Μούττη του Σταυρού, με ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό,  και βέβαια, 8) ο οικισμός που αναπτύχθηκε πέριξ της ιεράς Μονής Παναγίας της Φορβιωτίσσης – Ασίνου, όπου εντοπίστηκαν, εκτός από το καθολικό της Μονής, ακόμη δύο ναοί, του Αγίου Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου και του αγίου Αυξιβίου. Σύμφωνα με την καταγραφή του π. Κυριακού, ο αριθμός των οικισμών σ᾽ αυτή την περιοχή πρέπει να ήταν ακόμη μεγαλύτερος.

Ιδιαίτερη χαρά μας προξένησε, όταν πληροφορηθήκαμε την πάλαι ποτέ ύπαρξη στα νότια της Ασίνου του ως άνω ναού του Αγίου Επιφανίου, αρχιεπισκόπου Κύπρου. Την πληροφορία αυτή την αντλήσαμε από τα επίσημα κατάστιχα κτηματικών περιουσιών της κοινότητας Νικηταρίου. Ο ναός αυτός, σύμφωνα με τα πιο πάνω  κατάστιχα, ήταν μεγάλων διαστάσεων. Περαιτέρω, έρευνα που είναι σε εξέλιξη, και για την οποία στην παρούσα φάση δεν θα επεκταθώ περισσότερο, είναι για το θέμα της καταγωγής του χωριού Αστρομερίτης από τον ανωτέρω οικισμό Άσπρους (δηλ. το Αστρομερίτης προήλθε από το Ασπρομερίτης, τα μέρη των Άσπρων).

Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να τονίσουμε, ασφαλώς επιγραμματικά σ᾽ αυτή την εισαγωγική μας προσέγγιση στο θέμα της σχέσης τοπωνυμίων και ιστορίας του νησιού μας, είναι και αυτό των διαχρονικών ανά τους αιώνες σχέσεων Κύπρου και Μικράς Ασίας-Συροπαλαιστίνης. Ένεκα δηλ. της άμεσης γειτνίασης της Κύπρου με τα μεσογειακά παράλια των χωρών αυτών, έχουμε από την αρχαιότητα και εφεξής μετάβαση Κυπρίων στις χώρες αυτές και τανάπαλιν έλευση Μικρασιατών και Συροπαλαιστινών στο νησί μας. Η έντονη τούτη διαχρονική σχέση αποτυπώνεται άριστα και στις κοινές παραδόσεις και στα κοινά τοπωνύμια. Στην Κύπρο δηλ. απαντώνται πλείστα όσα τοπωνύμια αλλά και πόλεις και οικισμοί, ταυτώνυμα με πόλεις και τοπωνύμια στη Μικρά Ασία, αλλά και άλλα, που δηλώνουν μετοικήσεις από τις χώρες αυτές στο νησί μας. Για παράδειγμα, όρος Καντάρα υπάρχει και στη Μικρά Ασία. Για να έρθουμε στην άμεση περιοχή μας, οι ονομασίες Συριανοχώρι και Συριάνοι υποδηλώνουν ακριβώς την έλευση και κατοίκηση στους χώρους αυτών μεταναστών από τη Συρία. Και τέτοιες μεταναστεύσεις μαρτυρούνται αρκετές στις πηγές, όπως κατά την προέλαση των Περσών και των Αράβων στις περιοχές αυτές (7ος αι.), καθώς και μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071), με την ήττα των βυζαντινών και την προέλαση των Σελτζούκων. Ακόμη, αρχαία πόλη με το όνομα Σόλοι υπήρχε στις απέναντί μας ακτές της Κιλικίας, που αργότερα μετονομάστηκε Πομπηιούπολη.

Η προσπάθεια όσων εργαστήκαμε στην ετοιμασία αυτού του Χάρτη, ήταν να παρουσιάσουμε σήμερα ενώπιόν σας ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Αστοχίες και παραβλέψεις σίγουρα υπάρχουν, αφού κάθε έργο ανθρώπινο είναι σφραγισμένο με την ατέλεια· αλλά είμαι βέβαιος, πως και με τη δική σας συμβολή και, πάνω απ᾽ όλα, με την καλόβουλη κριτική σας, θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν τυχόν παραβλέψεις και σφάλματά μας.

Επιγραμματικά, αναφέρουμε τις εξής παραβλέψεις ή, αν θέλετε, τις  αστοχίες,  που εντοπίσαμε:

Α) Ο ενοριακός ναός του Αποστόλου Ανδρέα  της κοινότητας Νικηταρίου αναφέρεται ως μονή, ενώ ως Μονή Αποστόλου Ανδρέα θα πρέπει να καταγραφεί ο ομώνυμος ναός της κοινότητας Πολυστύπου.

Β) Το Επισκοπείο της Μητρόπολής μας στη Μόρφου αποκλείνει αρκετά από τον πραγματικό του χώρο. Βέβαια η αποτύπωσή του στην παρούσα θέση δικαιολογείται κάπως, ένεκα του πυκνοκατοικημένου της Μόρφου. Παρόλ᾽ αυτά, θα προσπαθήσουμε να βρούμε την κατάλληλη μέθοδο βελτίωσης.

Γ) Παράβλεψη έγινε και στους οικισμούς Τρουλλινός και Μάραθος, οι οποίοι δεν αναγράφηκαν.

Σ᾽ αυτή τη συνάφεια, θέλω να αναφερθώ, Πανιερώτατε, και στους πατέρες και αδελφούς, που εργάστηκαν και εργάζονται στο θέμα καταγραφής των τοπικών μας λαϊκών παραδόσεων.Διότι σε πολλούς από εμάς δόθηκε η ευκαιρία, να καταγράψουμε τις λαϊκές παραδόσεις των χωριών μας. Τα  στοιχεία που συνέλεξαν οι φίλτατοι πατέρες, που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, διαμέσου των προσωπικών συνεντεύξεων που είχαν με ανθρώπους που βίωσαν την ιστορία του τόπου μας, αποτελούν πλέον ιστορική πηγή, πολύ βοηθητική στην έρευνα και καταγραφή της σύνολης ιστορίας μας. Η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων δεν είναι δευτερευούσης σημασίας, αλλ᾽ ούτε ευτελής ιστορική πηγή, αλλά, αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει και αυτούσια ιστορική πηγή.Στην Ευρώπη, η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων ονομάζεται «άυλος πολιτισμός».

Με την άδειά σας, Πανιερώτατε, τούτη την ώρα να ευχαριστήσουμε ονομαστικά τους ιερείς μας, που είχαν την καλοσύνη, να εκπονήσουν την καταγραφή τους αυτή. Τον π. Ιάκωβο Καλογήρου, ο οποίος εργάστηκε για τα χωριά Μουτουλλάς και Πεδουλάς και βρίσκεται στο τελικό στάδιο της συγγραφής των κειμένων. Τον π. Κυριακό Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν και ο πολυγραφότερος, αφού κατέγραψε τα σχετικά με τα χωριά Παλιόμυλος, Καμινάρια, Άγιος Δημήτριος και Γαλάτα. Τον π. Χριστοφόρο Δημητρίου, ο οποίος κατέγραψε τα Κατύδατα και ετοιμάζεται τώρα να εκπονήσει την καταγραφή που ετοίμασε για την  κοινότητά του Τεμπριά. Τον π. Παρασκευά Κίκα, ο οποίος ασχολήθηκε με τις κοινότητες Δένεια και Ακάκι, και βρίσκεται στο τελικό στάδιο για να εκπονήση και την καταγραφή της κοινότητας Μενοίκου. Τέλος, τον π. Αθανάσιο Βουδούρη, ο οποίος εργάστηκε για την κοινότητα της Κακοπετριάς.

Ακόμη, θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε και σε μία παράλληλη εργασία, που θεσμοθέτησε ο Πανιερώτατος, και που ασφαλώς έχετε υπόψη, η οποία αφορά στην καταγραφή και ψηφιοποίηση των ποικίλων παλαιών και νεωτέρων κειμηλίων της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Ο τομέας αυτός υποδιαιρείται σε δύο υποτομείς. Ο πρώτος,με υπεύθυνο τον π. Αθανάσιο Βουδούρη και συνεργάτες τον υποφαινόμενο  και τον διάκονο Φοίβο, καταγράφει και ψηφιοποιεί όλα τα εκκλησιαστικά μας και ιστορικά τιμαλφή (λειτουργικά σκεύη, εικόνες, ξυλόγλυπτα, κ.ά.) των ναών μας. Μέχρι τώρα καταγράφηκαν τα τιμαλφή των ναών 14 κοινοτήτων μας, όπου περιλαμβάνονται πέρα των 1100 εικόνων και ιερών σκευών. Ο δεύτερος, με υπεύθυνο τον π. Φώτιο Ιωακείμ, καταγράφει και ψηφιοποιεί τα χειρόγραφα και παλαίτυπα της περιφέρειάς μας. Αυτά τα αναφέρω εδώ, διότι η καταγραφή αυτή έχει άμεση σχέση με την αποτύπωση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και παρέχει ασφαλή δεδομένα και στην χαρτογράφηση της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Π.χ. κειμήλια που προέρχονται από εγκαταλελειμμένους οικισμούς και μαρτυρούν γι᾽ αυτούς. Στη συζήτηση που θα επακολουθήσει, ο π. Φώτιος θα μας αναφέρει κάτι σχετικό με το θέμα αυτό, που είναι υπό διερεύνηση.

Τα τοπωνύμια ενός τόπου είναι οι βουβοί, αλλά ταυτόχρονα οι λαλίστατοι, οι ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες της ιστορίας του.  Με τη μελέτη των τοπωνυμίων, αναπαρίσταται έγκυρα και εμπεριστατωμένα ολόκληρο το παρελθόν. Η ίδρυση οικισμών και χωριών, η προέλευση των οικιστών, η τοπογραφία και γεωμορφολογία ενός τόπου, τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, που έλαβαν χώραν εκεί, η κοινωνική διάρθρωση, η οικονομική και παραγωγική δομή του συστήματος, η πολιτιστική ανάπτυξη και κάθε τι άλλο, που σχετίζεται με ένα χώρο, μπορούν να εξαχθούν συχνά από τα ονόματα  των χωριών και των  τοπωνυμίων.

Έχοντας όλα αυτά ως  υπόβαθρο, θα τολμούσαμε να πούμε πως η μελέτη της ιστορίας του τόπου μας, ιδιαίτερα από εμάς τους κληρικούς,  δεν είναι πολυτέλεια,  ούτε άσκοπος στοχασμός,  αλλά επιτακτική ανάγκη, που μας βοηθά να θωρακίζουμε  την ιστορική συνείδηση μας.  Κι αυτή, στη συνέχεια, θα μας οδηγήσει να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε·  κι εμείς τότε, με τη σειρά μας, να κάνουμε το αυτονόητο, να κατηχήσουμε δηλαδή και να βοηθήσουμε το ποίμνιό μας να αποκτήσει και αυτό ιστορική συνείδηση, έτσι ώστε να μην παρασύρεται τόσο εύκολα από τις διάφορες κοσμικές ιδεολογίες και πολιτικές σκοπιμότητες. Η γνώση της ιστορίας είναι ικανή να  μας συγκρατήσει από τον σύγχρονο κατακλυσμό ιδεών, που πολλές απ᾽ αυτές κρίνονται άκρως επικίνδυνες, εξαιρέτως και ιδιαιτέρως για τη νέα γενιά, που έχει την τάση να θαμπώνεται από τα ευρωπαϊκά γυαλιστερά μα και κοφτερά στολίδια, τα χωρίς Πνεύμα και Χάρη.

Στην Κύπρο, όπως επισημαίνει και ο πατήρ Συμεών, ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου και διδάσκαλος του Μητροπολίτου μας, σε κείμενο-απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που του θέσαμε, αφαιρέσαμε από τη ζωή  μας την ιστορία του τόπου μας, αφήνοντας πολύ χώρο να εμφιλοχωρήσουν τα άκρα, δηλαδή ή ο ακραίος ζηλωτισμός ή ο επικίνδυνος  φανατισμός. Τα αίτια, που μας οδήγησαν στα επικίνδυνα τούτα άκρα είναι πρώτα η επιλεκτική ιστορική ανάγνωση και κατ᾽ επέκταση η επιλεκτική  γνώση,  που με τον καιρό μετατράπηκε σε κακή γνώση της ιστορίας μας και, δεύτερο και πιο ανησυχητικό αίτιο, είναι η πεισματική μας άρνηση να εντρυφήσουμε σε βάθος στην ιστορική παράδοση και σοφία του τόπου μας .

Η  γνώση της ιστορίας του τόπου μας, εξαιρέτως από εμάς τους ιερείς, θα μας οδηγήσει και στην  πλεονεκτική θέση να διδάξουμε και να κατευθύνουμε το λογικό ποίμνιο, τους ανθρώπους, που μας έταξε ο Θεός να ποιμάνουμε, ώστε να αγαπήσουν τον τόπο τους, να αγαπήσουν τους αγίους του τόπου τους, να αγαπήσουν τις παραδόσεις του τόπου τους.

Και πάλιν όμως ηχούν στα αυτιά μου, τούτη την ώρα, τα πικραμένα λόγια του πατρός Συμεών, που, αναστενάζοντας, μου ψιθύρισε: «Αλλά, πώς να αγαπήσεις ένα τόπο, όταν δεν τον  γνωρίζεις;»

Είναι οφειλή και χρέος πρώτα να γνωρίσουμε, έπειτα  να αγαπήσουμε τον τόπο τούτο και τέλος να προβάλουμε την αξία του τόπου τούτου. Ασφαλώς, είναι δυσκολότερο το έργο εμάς των νεωτέρων ιερέων, που εφημερεύουμε σε κοινότητες που δεν αποτελούν τη γενέτειρά  μας ή ακόμα που μεγαλώσαμε μακρυά και από τα όρια της Μητρόπολής μας, αλλ᾽ όμως από εμάς εξαρτάται να αγωνιστούμε για να επιτύχουμε τον ωραίο τούτο στόχο.

Και πρέπει νομίζω, να καυχόμαστε εν Κυρίῳ και να θεωρούμε προνομιούχους τους εαυτούς μας, που η θεία Πρόνοια μας έταξε να διακονούμε στη Νήσο τούτη των Αγίων, αλλά και ιδιαίτερα την ευλογημένη μας Μητρόπολη, με την τόσο πλούσια δισχιλιετή ιστορική πορεία. Τη Μητρόπολη, που θεμελίωσαν οι άγιοι απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος. Τη Μητρόπολη, που ποίμαναν με πολλή σοφία ο άγιος Αυξίβιος, στη συνέχεια ο μαθητής του αγίου Αυξιβίου και άξιος συνεχιστής του έργου του και ομώνυμός του άγιος Αυξίβιος ο Β´, και κατόπιν άλλοι μεγάλοι και φωτισμένοι ιεράρχες. Τη Μητρόπολη, που έχει πολιούχο και προστάτη και φύλακα, ακρίτα ψυχών και σωμάτων, τον άγιο Μάμα. Τη Μητρόπολη, που αγιάζουν  με την παρουσία τους τόσοι άγιοι: Ο ιερομάρτυρας Αρτέμωνας στην Αυλώνα, οι όσιοι Πολέμιος και Θεόδοσιος παρά τη Μόρφου, ο όσιος Ειρηνικός παρά τη Ζώδια, ο όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής στη Μαραθάσα. Τη Μητρόπολη, που οι άγιοι Μάρτυρες των Σόλων Άμμων και Αλέξανδρος και άλλοι ανώνυμοι 20, που μαρτύρησαν μαζί τους, καθώς επίσης και οι διάκονοι της ιεράς Μονής Αγίου Μάμα του Μόρφου, Μακρύδιακος και Χριστοφόρος στα έσχατα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στερέωσαν με το αίμα του μαρτυρίου τους και λάμπρυναν με τη μαρτυρική τους ομολογία την Ορθόδοξο Πίστη του τόπου τούτου. Τη Μητρόπολη, που χαριτώνεται και αγιάζεται από τα ιερά λείψανα των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, του οσίου Κυριακού της Ευρύχου, του αγίου Χαραλάμπους, του οσίου Σωζομένου. Τη Μητρόπολη, που γέννησε και ανάθρεψε τον έσχατο μάρτυρα της πίστεώς μας, άγιο Φιλούμενο. Τη Μητρόπολη, που κάθε χωριό της έχει τους ναούς  του,  τις παλαιές εικόνες του, τα παρεκκλήσια του,  την ιστορία του,  τις  παραδόσεις του. Τη Μητρόπολη, που εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια τα 26 της χωριά και πέραν από τους 75 ναούς της βρίσκονται υπό κατοχή, καθώς είναι τετμημένη στα δύο και εσταυρωμένη, για τούτο ευλογημένη και προσδοκώσα την Ανάσταση…

Το μεγάλο έγκλημα που συντελέστηκε το 1974, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες, θα διαιωνιζόταν, αν ως Εκκλησία δεν προστατεύαμε τη θρησκευτική και ιστορική συνείδηση των εκτοπισμένων μας. Γι᾽ αυτό, με τη σοφία που τη διακρίνει, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, με απόφασή της στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, διόρισε εκκλησιαστικούς επιτρόπους και στις κατεχόμενες ενορίες μας. Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν απλώς νομοτυπική, αλλά αποσκοπούσε στο να αφυπνίσει την ιστορικοθρησκευτική συνείδηση των προσφύγων συμπολιτών μας. Κι ας μην ξεχνούμε, ήδη στους συνοικισμούς μεγαλώνει η τρίτη γενιά προσφύγων.

Στα διαρρεύσαντα έκτοτε αυτά πέντε χρόνια, οι διορισθείσες προσφυγικές εκκλησιαστικές επιτροπές, κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να διασώσουν τη θρησκευτική συνείδηση αυτών των γενεών των συνοικισμών, διαμέσου των πανηγυρικών συνάξεων στη μνήμη των πολιούχων αγίων τους, με την αγιογράφηση εικόνων  των τιμωμένων αγίων τους,  την αποτύπωση και καταγραφή των βεβηλωμένων και συλημένων ναών τους. Σ᾽ όλη αυτή την προσπάθεια και η καθ᾽ ημάς Μητρόπολη έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα τις δύο εκθέσεις προσφυγικών εκκλησιαστικών κειμηλίων, που πραγματοποίησε σε Λευκωσία και Πάφο.

Όλα τούτα είναι η ψυχή της Μητρόπολής μας. Όλα τούτα είναι το ιστορικό υπόβαθρο και ο φωτεινός οδοδείκτης της ποιμαντικής μας διακονίας. Όσο εμείς τα περιφρονούμε και αποσιωπούμε αυτή τη λαμπρή πνευματική της ιστορία και δεν γινόμαστε παιδαγωγοί και κήρυκές της, οι νέοι μας θα έχουν κάθε δικαίωμα να   νιώθουν κόμπλεξ, πρώτα για την πατρίδα τους, έπειτα για τη θρησκεία τους και, τέλος, θα τους είναι παντελώς αδιάφορη η ιστορία του τόπου τους. Και αυτό το κόμπλεξ θα αναζητήσουν να το αναπληρώσουν στα ποικίλα κατά κόσμο κατορθώματα και επιτεύγματα της εκκοσμικευμένης και άθεης Δύσης, για να κορέσουν τη δίψα τους. Μα η δίψα τούτη σβήνεται μόνο στα καθάρια νάματα της αγίας μας Εκκλησίας, της αγίας μας Παράδοσης, των οποίων εμείς οι ταπεινοί ταχθήκαμε διάκονοι και φύλακες. Στώμεν λοιπόν, καλώς, στώμεν μετά φόβου στις επάλξεις της Πίστης μας, για την ευθύνη τούτη τη μέγιστη που επωμιστήκαμε, εντρεφόμενοι στην αγιοπνευματική μας Παράδοση, διαφυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού ό,τι ιερό και όσιο παραλάβαμε και μεταλαμπαδεύοντάς το, ως καλοί οικονόμοι της χάριτος, στις επερχόμενες γενεές.

Ευχαριστώ.

Ἡ νηστεία πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας

Δεύτερη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου: Ἡ νηστεία πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας.

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

(Προευχαριστιακὴ καὶ εὐχαριστιακὴ νηστεία)
 

Τὸ θέμα, ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴ σημερινή μας συνάντηση, εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ καὶ ἐκτεταμένο, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ προσπαθήσουμε στὰ περιορισμένα ἐκ τῶν πραγμάτων χρονικά μας πλαίσια νὰ κάνουμε μία διαχρονικὴ ἀναδρομὴ σ᾽ αὐτό, σκιαγραφῶντας τὶς σημαντικώτερες πτυχές του. Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ποῦμε, πὼς τὸ θέμα τῆς προευχαριστιακῆς νηστείας συζητήθηκε ἔντονα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἀπασχολεῖ, τόσο κληρικοὺς καὶ πfνευματικοὺς πατέρες, ὅσο καὶ μοναχούς, καθὼς καὶ ἀρκετοὺς λαϊκοὺς πιστούς.

Παρόλο δέ, ποὺ  εἰσέτι ἐκκρεμεῖ μία ἀποκρυσταλλωμένη ἐπίσημη Πανορθόδοξη Συνοδικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση, οἱ σχετικὲς συζητήσεις καὶ ἀπόψεις, ποὺ κατὰ τὰ τελευταῖα κυρίως χρόνια διατυπώθηκαν,  συνετέλεσαν σὲ μία ὀρθὴ προσέγγιση τοῦ ζητήματος, τόσο ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ὅσο καὶ σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο. Κι ἀσφαλῶς ἐδῶ δὲν θὰ καταλήξουμε σὲ μία δική μας ἀπόφανση, ἀλλὰ θὰ παρουσιάσουμε στὸ τέλος τὶς διάφορες τάσεις καὶ τοποθετήσεις τῶν ἡμερῶν μας.

Τὸ βασικὸ ἐρώτημα, ποὺ θὰ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ τεθεῖ, σχετικὰ πρὸς τὸ θέμα μας, εἶναι: Ἡ προευχαριστιακὴ νηστεία ἐντάσσεται ὄντως στὶς προϋποθέσεις προσελεύσεως στὴ θεία Κοινωνία, ὅπως αὐτές, σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, τίθενται στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς ἱεροὺς Κανόνες Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στὰ ἔργα τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καὶ στὴν ἀρχαιότατη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, δηλαδή, τελικά, στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ προϋποθέσεις, ἐννοοῦμε βεβαίως αὐτές, πέραν τῶν ἀπολύτως ἀπαραιτήτων καὶ ἐξ ὧν οὐκ ἄνευ, γιὰ τὴ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Εὐχαριστία, ὅπως ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ καὶ ὁλοκληρωμένου μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ βέβαιη καὶ ἀκράδαντη πίστη ὅτι διὰ τῆς θείας Κοινωνίας μετέχει ὁ πιστὸς αὐτοῦ τοῦ Σώματος  καὶ αὐτοῦ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐνσυνείδητη Μετάληψη ἀπὸ ζῶντες καὶ ὄχι κοιμηθέντες ἢ μὴ ἔχοντες συνείδηση ἐπιθανατίους καὶ ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου ὀρθοδόξως ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀποκλειομένων τελείως τῶν αἱρετικῶν, σχισματικῶν καὶ ἀκοινωνήτων.

Ἀλλά, ἂς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ παράδοση «τῶν καθ᾽ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων» ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γίνεται «δείπνου γενομένου» (Ἰω. 13,2), κατὰ τὸ ἔσχατο ἐκεῖνο δεῖπνο τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας μὲ τοὺς μαθητές Του στὸ ἀνώγαιο τῆς Σιών. Ἐνῶ δηλ. ἔτρωγαν («ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν»[Ματθ.26,26]), ὁ Κύριος, ἐκφωνῶντας τοὺς μέχρι σήμερα ἐπαναλαμβανόμενους ἱδρυτικοὺς τοῦ Μυστηρίου λόγους, «λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου…», «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ.26,26-27), παρέδωσε στοὺς ἀποστόλους καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τί ζήτησε τότε ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του; Τὴν καθαρότητα. Τὴν ἠθικὴ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γιὰ τοῦτο, πρὶν τὴν παράδοση καὶ κοινωνία τῶν θείων Μυστηρίων, ἀνεγνώρισε πὼς ἦσαν καθαροί: «καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ᾽ οὐχὶ πάντες» (Ἰω.13,11), ἐννοῶντας μὲ τὴν τελευταία φράση τὸν Ἰούδα, ποὺ ἦταν σπιλωμένος μὲ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ τυφλώθηκε καὶ πρόδωσε τὸν Διδάσκαλο. Τότε, γιατί, θὰ ἐρωτήσει κάποιος, ὁ Κύριος πρόσφερε τὰ ἄχραντα Μυστήρια καὶ στὸν Ἰούδα. Ἀσφαλῶς, «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, ἢ τίς σύμβουλος Αὐτοῦ ἐγένετο;» Ἀλλά, θὰ μπορούσαμε ἐν προκειμένῳ νὰ ἀπαντήσουμε, ὅτι, καταρχήν, γιὰ νὰ μὴν βρεῖ ἀφορμὴ ὁ Ἰούδας ὅτι, «ἐμένα δὲν μὲ κοινώνησε», καὶ νὰ ἔχει ἄλλοθι γιὰ τὴν προδοσία. Κυρίως ὅμως, διότι, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», καὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου. Καί, παρόλο ποὺ γνώριζε καὶ προγνώριζε τὸ ἀδιόρθωτο τῆς γνώμης τοῦ προδότη μαθητῆ (δὲν τὸ γνώριζε ἐξάλλου ἤδη, ὅταν τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐνέτασσε στὴ χορεία τῶν δώδεκα;), τοῦ δίνει μία τελευταία εὐκαιρία, νὰ κάνει αὐτοκριτική, νὰ ἔλθει σὲ συναίσθηση, νὰ εἰπεῖ, “δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ κοινωνήσω τῶν φρικτῶν τούτων Μυστήριων”, νὰ πληγωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄκρα τούτη συγκατάβαση καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μετανοήσει. Πρᾶγμα, ποὺ δὲν ἔπραξε! Καί, τέλος, νὰ παραμείνει ἐλεεινὸ ὑπόδειγμα τιμωρίας τῶν ἀναξίως κοινωνούντων. Γιατί, γνωρίζουμε τὶς συνέπειες: « καί, μετὰ τὸ ψωμίον, τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ἰω.13,27), δαιμονίστηκε δηλονότι πλήρως. Καὶ κατόπιν, ἁπλῶς “μετεμελήθη”, δὲν μετανόησε δηλαδὴ πραγματικά, καὶ «ἀπελθών, ἀπήγξατο» (Ματθ.27,5). Αὐτοκτόνησε!

Ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνημμένως σὲ δεῖπνο συνεχίστηκε στὴν ἀποστολικὴ καὶ μεταποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, καθὼς ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ.22,19) ἐξελήφθη κατὰ γράμμα. Ἀσφαλῶς, τὸ δεῖπνο δὲν ἦταν συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ Μυστηρίου. Ἄρα, μέχρις ἐδῶ, δὲν ὑπῆρξε κἂν θέμα ὁποιασδήποτε νηστείας πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Παράσταση δὲ στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρὶς συμμετοχὴ σ᾽ αὐτὴ ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Τῆς θείας Κοινωνίας ἀποκλείονταν μόνον ὅσοι εἶχαν ὑποπέσει σὲ σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Τὸ θέμα τοῦτο ἤδη τίθεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔργων του, μὲ ὁδηγὸ τὴν θεόπνευστη κατευθυντήρια ρήση του, «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ.14,40), ἀγωνίσθηκε νὰ ὀργανώσει ποικιλότροπα τὰ ἐσωτερικὰ τῶν ἀρτισυστάτων τότε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ καὶ τὰ τῶν λειτουργικῶν τους εὐχαριστιακῶν συνάξεων. Ἄριστο σχετικὸ δεῖγμα γραφῆς τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Ἐκεῖ θίγει καὶ τὸ θέμα τῶν ἀναξίως κοινωνούντων καὶ τῶν ἀναποδράστων συνεπειῶν: «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται (=πεθαίνουν) ἱκανοί»(στ.30). Ἐκεῖ θέτει καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἐπάξια συμμετοχὴ στὴ θεία Μετάληψη, μὲ μία κλασικὴ διατύπωση: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (στ.28), γιὰ νὰ ἐπεξηγήσει στὴ συνέχεια, ὅτι ἡ δοκιμασία αὐτὴ ἔγκειται στὴ διερεύνηση ἀπὸ τὸν καθένα τῆς συνειδήσεώς του πρὶν κοινωνήσει: ἂν τὸν ἐλέγχει γιὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα, νὰ μετανοεῖ καὶ ἐξομολογεῖται, κι ἀφοῦ ἔτσι διορθωθεῖ καὶ καθαρισθεῖ, τότε νὰ προσέρχεται μὲ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ πάλιν λοιπὸν οὐδεμία ἀναφορὰ στὴν ἀνάγκη προευχαριστιακῆς νηστείας. Τὸ ζητούμενο εἶναι καὶ πάλιν ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως. Ἐπειδὴ ὅμως σὺν τῷ χρόνῳ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν εὐχαριστιακῶν τούτων δείπνων, τῶν λεγομένων καὶ ἀγαπῶν, ἄρχισαν νὰ παρατηροῦνται παρέκτροπα, τὰ ὁποῖα ἤδη στηλιτεύει στὸ αὐτὸ κεφάλαιο τῆς πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς ὁ μέγας Παῦλος, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴ διακριτική της ἐξουσία ἀποδέσμευσε τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας ἀπὸ τὸ συνημμένο δεῖπνο καὶ καθιέρωσε τὴν πρωινή της τέλεση κεχωρισμένως, μάλιστα κατὰ τὴν ἀναστάσιμη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, μαζὶ μὲ ψαλμικὰ κ.ἄ. ἀναγνώσματα καὶ λειτουργικὲς εὐχές. Τότε ἄρχισε νὰ παρουσιάζεται σταδιακὰ καὶ τὸ ἔθιμο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἡ λεγομένη εὐχαριστιακὴ νηστεία, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθουμε.

Ἀναφέραμε ἤδη, ὅτι, ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱερολογία τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἡ τέλεσή του χωρὶς τὴ συμμετοχή σ᾽ αὐτὸ τῶν παρισταμένων ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Ἡ ὀρθὴ αὐτὴ πράξη καὶ τάξη ἄρχισε νὰ διασαλεύεται κατὰ τὴ μετὰ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἐποχή: τότε ἔχουμε ὁμαδικὲς Βαπτίσεις καὶ ἀθρόα ἔνταξη ἐθνικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὁπόταν εἰσέρχονται σ᾽ αὐτὴν καὶ ἄνθρωποι χωρὶς ἰδιαίτερες πνευματικὲς ἀναζητήσεις, πολλοὶ τῶν ὁποίων παρίσταντο στὶς λειτουργικὲς συνάξεις, χωρὶς ὅμως νὰ μεταλαμβάνουν. Γιὰ τὴν περιστολὴ τῆς ἐκτροπῆς αὐτῆς ἐργάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ διατυπώνονται σχετικοὶ ἱεροὶ Κανόνες. Χαρακτηριστικοὶ ἐν προκειμένῳ εἶναι οἱ Η΄ (8ος) καὶ Θ΄ (9ος) Ἀποστολικοὶ καὶ ὁ Β΄ (2ος) τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου (τοῦ ἔτους 341), οἱ ὁποῖοι ἐπισείουν  τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, τόσο γιὰ τοὺς κληρικούς, ὅσο καὶ τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν μέχρι τὸ τέλος καὶ δὲν μεταλαμβάνουν, τελουμένης προσφορᾶς (Λειτουργίας), χωρὶς σοβαρὸ λόγο (κώλυμα). Ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ,  ὅτι στὶς κατὰ τόπους ἀρχαῖες Ἐκκλησίες, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ σύγχρονη λειτουργιολογικὴ ἐπιστήμη, ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία τουλάχιστον τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ σχετικὸ κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀναφορικὰ μὲ τὴ συχνότητα προσέλευσης στὴ θεία Κοινωνία στὴν ἐπαρχία του: « Καὶ τὸ κοινωνεῖν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλὸν καὶ ἐπωφελές…Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ᾽ ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν·  ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καὶ τῷ Σαββάτῳ καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ᾗ μνήμη ἁγίου τινός.» (Ἐπιστολὴ 93, Πρὸς Καισαρίαν Πατρικίαν).

Γι᾽ αὐτὴ ὅμως τὴ συχνότατη καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες  καὶ τοὺς θεόπνευστους Πατέρες ἐπιβεβλημένη προσέλευση στὴ θεία Μετάληψη, τί προϋποθέσεις ἐτίθονταν; Ὅπως ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν, λειτουργικῶν, Κανονικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων, ἡ εὐχαριστιακὴ προπαρασκευὴ συνίστατο στὴν ἐξέταση τῆς συνειδήσεως (τό, «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν», ὅπως ἤδη προαναφέραμε), στὴ μετάνοια, τὴν ἐν φόβῳ Θεοῦ ζωή, τὴν καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωση, τὴν ἀμοιβαία συγχωρητικότητα, σημεῖα, στὰ ὁποῖα μάλιστα ἐπιμένουν τὰ ἴδια τὰ προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴ θεία Κοινωνία κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ καταλλαγὴ δηλ. μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ ἡ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα ὰπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Ἂς παραθέσουμε ἐδῶ σχετικὰ ἀποσπάσματα λειτουργικῶν κειμένων τῆς τοῦ Χρυσοστόμου Λειτουργίας: α. «..καὶ ἱκάνωσον ἡμᾶς…ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν…» (Α΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· β. «Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα,..ὅπως,…καθαρίσῃς ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος…» (Β΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· γ. «…Σὲ τοίνυν δυσωπῶ,…καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς…»(Εὐχὴ Χερουβικοῦ)· δ. γιὰ τὴ μεταξύ τῶν πιστῶν συνδιαλλαγή, ὁ πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης, στὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…», πράξη, ποὺ ἐπεβίωσε σήμερα μόνο στὸν μεταξὺ τῶν συλλειτουργούντων ἱερέων ἀσπασμό· ε. ἡ πρὸ τῆς μεταλήψεως ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς («Πάτερ ἡμῶν…»), ὅπου ἡ αἴτηση γιὰ συγχώρησή μας ἀπὸ τὸν Κύριο συναρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους μας συγχώρηση τῶν ὀφειλετῶν μας· στ. τὸ ἱερατικὸ παρακέλευσμα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ὅπου συνοψίζεται ἡ πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ προσερχόμενος νὰ μεταλάβει, κ.ἄ. Ἀντίστοιχες ἐπικλήσεις καὶ νοήματα ὑπάρχουν σ᾽ ὅλες τὶς ἀρχαῖες ἀναφορὲς (Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, Ἰακώβου ἀδελφοθέου, Μεγάλου Βασιλείου, Προηγιασμένων Δώρων). Ὁ Κανόνας ὅμως καὶ οἱ εὐχὲς τῆς θείας Μεταλήψεως κατεξοχὴν συγκεκριμενοποιοῦν τὶς εὐχαριστιακὲς προϋποθέσεις, ὅπου τονίζεται ἰδιαιτέρως ἡ μὲ συναίσθηση βίωση τῆς ἕνεκα τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀναξιότητάς μας ἐνώπιον τοῦ καθαρωτάτου Θεοῦ, καὶ ἡ καθαρτικὴ δύναμη τῶν κατανυκτικῶν δακρύων.

Πρέπει ἀκόμη στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσθέσουμε πώς, στὸ πλαίσιο τοῦ προευχαριστιακοῦ αἰτήματος γιὰ σωματικὴ καθαρότητα καὶ ἐγκράτεια ἐντάσσεται καὶ τὸ ζήτημα τῆς σωματικῆς ἀκαθαρσίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καθὼς καὶ τῆς σαρκικῆς μείξεως τῶν συζύγων, ὡς ἐμποδίου γιὰ τὴν ἄξια προσέλευση στὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὡς ἀκαθαρσία τοῦ ἀνδρὸς λογίζεται ἡ νυκτερινὴ ἀπροαίρετη ρεύση (ποὺ ἀξιολογεῖται κατὰ περίπτωση ἀπὸ τὶς σχετικὲς κανονικὲς διατάξεις) καὶ τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὰ καταμήνιά της.

Προευχαριστιακὴ λοιπὸν νηστευτικὴ ἀρίθμηση ἡμερῶν, ἔκταση χρόνου ἢ ποιότητα νηστείας καὶ λοιπῆς ἀσκήσεως δὲν ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐπίσημα λειτουργικὰ καὶ νομοκανονικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ μόνο, ποὺ ἦταν κατηγορηματικὴ ἡ σχετικὴ παράδοση, ἦταν ἡ Εὐχαριστία νὰ τελεῖται ὑπὸ νηστικῶν καὶ νὰ προσφέρεται σὲ νηστικούς, ὅπως σαφῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὸν 41ο (ΜΗ΄)  Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (ἔτος 419 μ.Χ.) καὶ ἐπισφραγίζεται ἀπὸ τὸν 29ο (ΚΘ΄) τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἔτη 691/692). Καί, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ 41ος τῆς Καρθαγένης ὁρίζει μία ἐξαίρεση σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔθος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας καθόλο τὸ ἔτος, τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴν ὁποία, τουλάχιστον σὲ κάποιες περιοχές, ὅπως αὐτὲς τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἡ Λειτουργία, κατὰ ἀπομίμηση τοῦ κατὰ τὴν ἑσπέρα ἐκείνη παραδοθέντος Μυστηρίου, ἐτελεῖτο μετὰ ἀπὸ δεῖπνο. Τὴν ἐξαίρεση αὐτὴ κατήργησε ὁ ἀνωτέρω 29ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Συνόδου. Ἀκόμη μία ἐξαίρεση στὴν ἴδια παράδοση, ἡ ὁποία βεβαίως ἰσχύει μέχρι καὶ σήμερα, ἐξαγμένη ἀπὸ τὴ διακριτικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξουσία, εἶναι αὐτὴ τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας στοὺς μελλοθανάτους, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἔχουν φάγει προηγουμένως, συμφώνως πρὸς τοὺς Κανόνες 13ο (ΙΓ΄) τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 9ο (Θ΄) τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Νικηφόρου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία, ἡ ἀποχὴ δηλ. ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἴσχυσε γενικὰ μέχρι καὶ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους, τόσο γιὰ τοὺς λειτουργούς-κληρικούς, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Στὸ κτητορικὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς Εὐεργέτιδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, ἕνα Τυπικὸ τοῦ 11ου αἰώνα, ποὺ υἱοθετήθηκε καὶ ἀκολουθήθηκε κατὰ τοὺς ἑπομένους αἰῶνες ἀπὸ πολλὲς ἀνὰ τὸν ὀρθόδοξο κόσμο Μονές, δὲν θεσμοθετεῖται ἄλλη νηστεία, πέραν τῶν καθιερωμένων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία περιόδων, καθὼς καὶ αὐτὴ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, καὶ ἐν τούτοις οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ μετέχουν τῶν  θείων Μυστηρίων τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ εὐχαριστιακὴ νηστεία οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε γιὰ τοὺς κληρικούς.

Εἶναι ἀργότερα, κυρίως ἀπὸ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰῶνα, καὶ κατὰ τὴν περίοδο ἐφεξῆς τῆς τουρκοκρατίας, καὶ σὲ Τυπικά, Ἐξομολογητάρια καὶ Νομοκάνονες, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ λεγομένου Κανοναρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ὅπου ἐπικρατοῦν σταδιακὰ διατάξεις, ποὺ ἀλλοιώνουν καὶ καταργοῦν τὴ σχετικὴ ἀρχαία παράδοση, καθὼς ὁρίζουν καθορισμένων ἡμερῶν ξηροφαγία (ἀπὸ τριήμερη μέχρι ἑβδομαδιαία) ὡς προευχαριστιακὴ νηστεία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί, ἀκόμη καὶ οἱ μοναχοί, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο πλέον! Τὸ Κανονάριο τοῦ Νηστευτοῦ, γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ μὲ συντομία, ἦταν ἕνα ψευδεπίγραφο ἐγχειρίδιο, ἀναγόμενο περίπου στὸν δέκατο αἰῶνα, ποὺ περιεῖχε ἀρχικὰ τὴν τάξη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως, ποὺ ἀργότερα ὅμως ἐμπλουτίζεται καὶ διαμορφώνεται σὲ συλλογὴ Κανόνων. Ὁ κάθε ἀντιγραφέας αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ὅπως καὶ τῆς συλλογῆς τῶν ἀποδιδομένων στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη τὸν Νηστευτὴ Κανόνων, πρόσθετε σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἐπιπλέον ὑλικό, τὸ ὁποῖο ἀντλοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση κάθε ἐποχῆς καὶ τόπου, ἐνῶ δὲν ἦταν σπάνιες οἱ περιπτώσεις, ποὺ αὐτοβούλως καταχώριζε καὶ δικούς του Κανόνες, ἢ παρενέβαινε ἀκόμη καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν Κανόνων καὶ τοὺς διαμόρφωνε κατὰ τὴν κρίση του. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ θέτει τὸ πρόβλημα, ὄχι μόνο τῆς ἀξιοπιστίας τῶν ἐν λόγῳ κανονικῶν συλλογῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς κανονικότητος καὶ ἐγκυρότητος κάποιων διατάξεων. Οἱ χειρόγραφες αὐτὲς συλλογὲς Νομοκανόνων ἀντιγράφονται καὶ συντάσσονται στὴ δημώδη ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ μοναχοὺς ἢ ἱερομονάχους καὶ χρησιμοποιοῦνται σχεδὸν δεσμευτικὰ ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς τουρκοκρατίας κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς, διοικητικῆς, δικαστικῆς, ἀκόμη καὶ λειτουργικῆς διακονίας τους. Εἶναι λοιπὸν ἀπὸ μία τέτοια ὄψιμη ἀλλοιωμένη κανονικὴ παράδοση, μέσα στὸ πνεῦμα μίας πλήρους λειτουργικῆς παρακμῆς τῆς ἐποχῆς, ποὺ τὰ ἐπιτίμια σὲ βαρέως ἁμαρτάνοντες ἢ τριγάμους μεταποιήθηκαν καὶ ἐφαρμόστηκαν στὸ ὅλο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἦταν πλέον ἡ συχνότητα μετοχῆς στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς κατὰ τὴν τουρκοκρατία, μὲ βάση τὶς πλεῖστες κανονικὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς, δηλ. 3-4 φορὲς τὸν χρόνο, σ᾽ ἕνα κλίμα ὑπέρμετρης αὐστηρότητας, ξένης πρὸς τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποξένωνε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ μία αὐθεντικὴ πνευματικὴ ζωή. Δημιουργήθηκε καὶ ἐπικράτησε μία πρόταξη τῆς ἀσκήσεως σὲ βάρος τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα λοιπὸν στὰ πλαίσια τῶν λαϊκῶν προευχαριστιακῶν ἀντιλήψεων περὶ νηστείας, ἀπὸ ἐπίδραση τῶν  πιὸ πάνω ψευδοκανονικῶν χειρογράφων συλλογῶν, καθὼς καὶ ἐξαιτίας τῆς περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως ἔριδας μεταξὺ τῶν φιλοκαλικῶν Κολλυβάδων πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν ἀντιπάλων τους, κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, καταγράφεται καὶ ὑποδεικνύεται γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, καθόσο μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε, τριήμερη πρὸ τῆς εὐχαριστίας νηστεία ἀπὸ τὸν πολὺ Νικηφόρο Θεοτόκη, ἀρχιεπίσκοπο Σκλαβενίου καὶ Χερσῶνος καὶ κατόπιν Ἀστραχανίου (1731-1800) (βλ. Κυριακοδρόμιον Εὐαγγελίων, Ὁμιλία εἰς τὴν Δ΄ Κυριακὴν τοῦ Ματθαίου, Μόσχα 1796, σσ. 181β καὶ 184β). Εἶναι δὲ ἐμφανὴς ἡ προέλευση τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου, ἀπὸ τὴν ἀναφορά του στὴν τριήμερη ἁγνευτικὴ κάθαρση καὶ ἐγκράτεια τῶν συζύγων, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ Μωσαϊκὴ προσταγὴ (« Γίνεσθε ἕτοιμοι, τρεῖς ἡμέρας μὴ προσέλθητε γυναικί» [Ἔξοδος 19,15]). Βεβαίως ὁ ἴδιος ὁ Θεοτόκης, ὅταν ἦταν νεώτερος, εἶχε συγγράψει μακρὺ λόγο Περὶ τῆς θείας Μεταλήψεως (Λόγοι εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Εἰς τὴν πέμπτην Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, Λειψία 1766, σ.55 κ.ἑξ.), στὸν ὁποῖο οὐδεμία νύξη κάνει γιὰ τριήμερη προευχαριστιακὴ νηστεία, ἀφοῦ ἐξάλλου αὐτή, ὅπως εἴδαμε, τυγχάνει ἀμάρτυρη στὶς πηγές. Κατόπιν ὅμως, καί, ὅπως φαίνεται, μέσα στὸ κλῖμα τῆς εὐχαριστιακῆς ἔριδας τῶν ἡμερῶν του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα ποιμαντικά, προβάλλει μέν τὴν ἀξία τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως, ὁρίζοντας ὅμως παράλληλα τριήμερη ἄσκηση νηστείας, γιὰ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀδιαφόρους νὰ εὐλαβηθοῦν τὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐριστικὰ ἐπιμένοντες ἀντιφρονοῦντες νὰ παύσουν τὶς ἀντιδράσεις καὶ κατηγορίες.

Μέσα στὸ ἴδιο τοῦτο πνεῦμα εἰρηνοποιοῦ ποιμαντικῆς τοποθετεῖται καὶ ὁ σύγχρονος τοῦ Θεοτόκη Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν ἐπισημαίνει μὲν ὀρθότατα τὴν ἔλλειψη νηστευτικῶν προευχαριστιακῶν προβλέψεων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, πλὴν τῆς ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου καὶ ἑξῆς πλήρους ἀσιτίας, ὑπερεξαίρει δὲ τὴν ἀξία καὶ τῆς πέραν ἀκόμη τοῦ τριημέρου νηστευτικῆς ἐγκράτειας, ὡς συνεχοῦς ὠφέλιμης ἄσκησης, γιὰ ὅσους δύνανται καὶ προαιροῦνται: «Ἐντεῦθεν συμπεραίνομεν ἐκ τοῦ μείζονος τὸ ἔλαττον, ὅτι, ἂν ᾖναι ἀρκετὴ εἰς ἑτοιμασίαν τῆς θείας κοινωνίας ἡ τριήμερος ἀποχὴ τῆς σαρκικῆς μείξεως, πολλῷ μᾶλλον εἶναι ἀρκετὴ εἰς αὐτὴν ἡ τριήμερος νηστεία. Καὶ μ᾽ ὅλον ὁποὺ ἀπὸ τοὺς θείους κανόνας νηστεία πρὸ τῆς μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα καλῶς ποιοῦσιν.» (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σ.230, ὑποσ.1).

Καρπὸς τῶν ἀγώνων τῶν Κολλυβάδων πατέρων ἦταν ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ μετά, τῆς τριήμερης νηστείας ὡς προετοιμασίας γιὰ τὴ θεία Μετάληψη, συνδυασμένη μὲ τὴν ἀνὰ δεκαπενθήμερο θεία Κοινωνία, γεγονός, τὸ ὁποῖο, οὕτως ἢ ἄλλως, ἀποτελεῖ πρόοδο σὲ σύγκριση μὲ τὴ μέχρι τότε παγιωμένη πράξη τῆς ἀνὰ τεσσαρακονθήμερο, τὸ συντομώτερο,  μετοχῆς στὰ Μυστήρια, ἢ τῆς, ἀκόμη χειρότερα, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο Κοινωνίας. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ σὺν τῷ χρόνῳ διαδόθηκε καὶ στοὺς ἐν κόσμῳ πιστοὺς καὶ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Αὐτό, ποὺ ἐν προκειμένῳ πρέπει νὰ τονισθεῖ, εἶναι ὅτι, τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων τιμῶνται πλέον ὡς Ἅγιοι, ἦταν ὅτι ἀποδέχονταν τὴν προευχαριστιακὴ νηστεία ὡς καλὴ συνήθεια συνεχοῦς ἄσκησης καὶ ἐγκρατείας, ποτὲ ὅμως ὡς τυποποιημένη ἡμεραρίθμηση κάποιας ὁρισμένης καὶ ἀναγκαστικῆς ὑποχρέωσης. Ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτοὺς ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἐπιβαλλόμενη ὑποχρέωση.

Τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς τριήμερης προευχαριστιακῆς νηστείας ἀπασχόλησε κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα, ὅπως προοιμιακὰ ἀναφέραμε.  Οἱ προμαχοῦντες τοῦ τριημέρου, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν τὸν Ἅγιο Νικόδημο, σχεδὸν δυστυχῶς παρεμήνευσαν τὶς θέσεις του, μὴ κατανοῶντας ὅτι οἱ Κολλυβάδες πατέρες δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴ νηστεία ὡς συνεχὴ ἁγιοποιὸ ἄσκηση, ἀλλὰ νὰ προτάξουν τὴν ὑπὸ τὶς ἀναγκαῖες πνευματικὲς προϋποθέσεις, ποὺ πιὸ πάνω ἀναπτύξαμε, συχνὴ μετοχὴ στὸ μέγιστο τῶν Μυστηρίων.

Ἡ ἐπιμονὴ στὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου ἢ ὅποιας ἄλλης σχετικῆς ἡμεραρίθμησης δημιουργεῖ καὶ ἄλλα προβλήματα. Ἕνεκα τῆς αὐστηρῆς ἀπαγορεύσεως ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς νηστείας (δηλ. τελείας ἀσιτίας ἢ ξηροφαγίας) κατὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ λόγους καθαρῶς θεολογικούς, ἐξαιρέσει μόνου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (Κανὼν ἀποστολικὸς ΞΔ΄ καὶ Πενθέκτης Συνόδου ΝΕ΄· βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σσ.82-84 καὶ 269-270, ἀντιστοίχως) ,  ἡ ἐπιβολὴ τοῦ τριημέρου σημαίνει στὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ μοναχὸς ἢ ὁ λαϊκὸς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ, οὔτε τὴν Κυριακή, οὔτε τὴν Δευτέρα, Τρίτη ἢ Τετάρτη. Εἰδικώτερα μάλιστα ὡς πρὸς τὴν Κυριακή, τοῦτο ὁδηγεῖ σὲ ἀντικανονικὲς πράξεις. Ἢ δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ θὰ κοινωνήσει θὰ νηστεύει τὸ Σάββατο, ἐναντιούμενος στοὺς ἀνωτέρω Κανόνες, ἢ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ Κοινωνία τὴν Κυριακή, ἀφοῦ χρειάζεται νηστεία κατὰ τὸ Σάββατο, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Θ΄ ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ τὸν Β΄ τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἀπαιτοῦν οἱ πιστοὶ τῆς Συνάξεως νὰ προσέρχονται στὴν κυριακάτικη εὐχαριστιακὴ προσφορά. Κατὰ τὸ ἴδιο σκεπτικό, ἡ κατάλυση εἰς πάντα κατὰ τὴ Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν τήρηση τοῦ ΞΣΤ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ποὺ ζητεῖ τὴν καθημερινὴ κατὰ τὴν ἀναστάσιμη τούτη ἑβδομάδα προσευχητικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκκλησιαστικὲς Συνάξεις.

Γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ἡ ἐπιβολὴ τῆς τριήμερης εὐχαριστιακῆς νηστείας ὀφείλεται σὲ λόγους ἱστορικούς, ἀφενὸς μὲν ὡς ἐπικράτηση ἀσκητικῶν τάσεων, γιὰ μία δηλ. τελειότερη κατὰ τὸ δυνατὸν προετοιμασία, ἀφετέρου δὲ λόγῳ τῆς αὐξηθείσας συνήθειας τῆς πολυχρόνιας ἀποχῆς ἀπὸ τὴν προσέλευση στὴν Εὐχαριστία. Τὸ γεγονὸς εἶναι, ὅτι βρισκόμαστε πλέον ἐνώπιον ἑνὸς δεδομένου, ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει στὴ συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ. Πῶς ἀντιμετωπίζεται λοιπὸν τὸ ζήτημα τοῦτο ;

Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονισθεῖ ἡ σχετικὴ πρὸς τὸ θέμα διακριτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πνευματικῶν πατέρων. Ὁ Πνευματικὸς θὰ κάνει ἐξατομίκευση τῶν πιστῶν καὶ θὰ ὁρίσει τὴν ἀνάλογη νηστεία καὶ ἐν γένει προπαρασκευὴ τοῦ ἐξομολογουμένου κατὰ περίπτωση. Ἀσφαλῶς, διαφορετικὰ θὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται ἐνσυνείδητα, προσεύχεται, ἔχει μετάνοια καὶ τηρεῖ μὲ συνέπεια τὶς καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, καὶ διαφορετικὰ ἕνας, ποὺ ἐξομολογεῖται γιὰ πρώτη φορά, δὲν νήστευε, ἢ δυσκολεύεται νὰ τηρήσει τὶς νηστεῖες τοῦ ὅλου ἔτους, καθὼς καὶ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἐνίοτε πολλοὶ Πνευματικοὶ κρίνουν τὴν τριήμερη νηστεία ὡς κατάλληλη γιὰ λαϊκούς, ποὺ δὲν νηστεύουν. Πάλιν, ὑπάρχουν πιστοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ τριήμερη νηστεία ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη καὶ καλὴ προπαρασκευή. Μία τάση, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ ἐξέχοντες ἐνάρετους σύγχρονους Πνευματικούς, ἀναφορικῶς πρὸς τὴ Μετάληψη τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ τηροῦνται καὶ οἱ Κανόνες ποὺ προαναφέραμε, εἶναι στὴν προευχαριστιακὴ νηστεία νὰ συναριθμοῦνται ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς προηγουμένης ἑβδομάδας, καὶ ἡ κατὰ τὸ Σάββατο κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου μέχρι τὸ γεῦμα καὶ ἡ ξηροφαγία κατὰ τὸ δεῖπνο. Ἔτσι φαίνεται πώς λύεται ὀρθότερα τὸ ζήτημα.

Καταλήγοντας, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὅταν ἡ νηστεία συνδέεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν συνηθίζουν νὰ νηστεύουν, γίνονται ἀπρόθυμοι καὶ ὡς πρὸς τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν καὶ ὡς πρὸς τὴν προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία. Ἡ ὑποχρεωτικὴ πρὸ τῆς Εὐχαριστίας τριήμερη νηστεία εἶναι δυνατόν, ἀντὶ νὰ παρωθεῖ πρὸς εὐλάβεια τὸ ἐν πολλοῖς δεδομένο ἀκηδιαστικὸ φρόνημα τῶν συγχρόνων ἀμελῶν χριστιανῶν, νὰ φέρνει ἀπωθητικοὺς προβληματισμούς, ὡς πρὸς τὴ συχνὴ εὐχαριστιακὴ μετοχή. Καλύτερα θὰ ἦταν ἴσως οἱ πιστοί, κατὰ τὴ λειτουργική τους παιδαγωγία, νὰ μαθαίνουν τὴν ἀξία τῆς νηστείας καθεαυτῆς, ὡς ἁγιαστικῆς δηλαδὴ ἄσκησης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία. Ὁ προευχαριστιακὸς νηστευτικὸς ἀγώνας εἶναι καλὸ νὰ παραμείνει στὴ διακριτικὴ ἐξουσία τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, ποὺ γνωρίζει τὶς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς καὶ τὶς πολυποίκιλες προσωπικὲς ἀνάγκες τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Οἱ προσπάθειες ἀκριβῶς τῶν πνευματικῶν πατέρων καὶ ποιμένων πρέπει νὰ κατατείνουν στὴν ἀναζωπύρωση τοῦ πόθου τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως, μέσα στὸ φιλοκαλικὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων, τὸ πνεῦμα τῆς αὐθεντικῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

 

Ἐπιλεγμένη βιβλιογραφία

1. Χρήστου Ἐνισλείδου, Ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, (ἐκδ.) Β.Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1972.
2. Ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἡ Νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἀποστολικὴ Διακονία,  Ἀθῆνα 2001.
3. Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Κανόνες καὶ Λατρεία, (ἐκδ.) Γ.Π.Δεδούσης, Θεσ/νίκη, 2001.
4. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, (ἐκδ.) Π. Πουρνάρας, Θεσ/νίκη 2004.
5. Πρωτοπρεσβ. Δημητρίου Βακάρου, Ἡ πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας νηστεία, Θεσ/νίκη 2008.
 

* Ὁμιλία στὸ ἐπιμορφωτικὸ Σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (10.12.2012)



Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας

Ο π. Κυριακός Παπαγιάννης

Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: Εἰσήγηση στή Δ΄ Συνάντηση τοῦ Β΄ Ἀκαδημιακοῦ ἔτους (2013-2014), τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (18.12.2013).

Ὁμιλητής: Οἰκονόμος Κυριακός Ἀ. Παπαγιάννης

Ο π. Κυριακός Παπαγιάννης

«ἐν περιβολῇ ἱματίων μή καυχήσῃ» (Σοφ. Σειρ. 11,4)

Πανιερώτατε,

Ἐν πρώτοις, θά ἤθελα ἀπό καρδιᾶς νά σᾶς εὐχαριστήσω  γιά τήν ἐμπιστοσύνη καί, ἐξαιρέτως, γιά  τήν τιμή πού δείξατε πρός τό πρόσωπό μου, μέ τήν ἀνάθεση σ᾽ ἐμένα τῆς ἔρευνας καί παρουσίασης στό ἱερατικό μας φροντιστήριο τοῦ θέματος, «Τά ἄμφια τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας».

Περαιτέρω, ζητῶ ταπεινά τήν κατανόησή σας, Πανιερώτατε καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τυχόν λάθη ἤ καί παραλείψεις μου.

Ἐπίσης,  καλό θά ἦταν, νά ὑπάρξει, στό πέρας τῆς παρουσίασης, μιά ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἤ ἀκόμη καί καλοπροαίρετης κριτική, ὥστε νά ἔχουμε, μαζί καί μέ τή δική σας συμβολή, τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα.

Α. Εἰσαγωγικό σημείωμα

Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἱστορική ἐμβάθυνση στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.   

Αὐτό ἀκριβῶς, φανερώνει τή θεϊκή καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ Θεός συναντᾶ καί σώζει τό δημιούργημά Του μέσα στήν ἱστορία. Ὁ κόσμος καί ἡ ἱστορία, πού ἐκτυλίσσεται σέ αὐτόν, ἀποτελοῦν τόν κατεξοχήν τόπο συναντήσεώς μας μέ τόν Θεό. Ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων κατέχει σημαντική θέση στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, κάθε ἐξωτερικό στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας χρῄζει ἑρμηνείας καί διευκρινίσεως, προκειμένου νά συμβάλει ἀποτελεσματικότερα στή συμμετοχή τῶν πιστῶν.

Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, κατανοεῖται καί ὁ πατερικός λόγος: «μή κάκιζε τήν ὕλην, οὐ γάρ ἄτιμός ἐστι. Οὐδέν γάρ ἄτιμον, ὅ παρά Θεοῦ γεγένηται … καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται...». Στά ἐξωτερικά καί ὑλικά στοιχεῖα τῆς θείας λατρείας ἀνήκουν καί τά ἱερά ἄμφια.

Β. Ἡ καθιέρωση τῶν ἱερῶν ἀμφίων

Ὁ ὅρος «ἄμφιον» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ἀμφιέννυμι». Στήν κοινή γλῶσσα σημαίνει τήν ἀμφίεση, τό ἔνδυμα. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, εἰδικότερα, ὡς «ἄμφια» ἐννοοῦνται, τόσο τά καλύμματα τῆς ἁγίας τράπεζας, ὅσο καί τά ἐνδύματα τῶν λειτουργῶν. Ἐπίσης, σέ νεώτερους χρόνουςσυναντῶνται καί μέ ἄλλες ὀνομασίες, ὅπως «λειτουργικά ἐνδύματα», «ἱερατικά ἄμφια» καί «λειτουργικά ἄμφια». Στά Εὐχολόγια ἀπαντῶνται καί οἱ ὅροι «ἀμφίεσις» ἤ «ἀπαμφίεσις». Προορισμός τῶν ἀμφίων εἶναι ἡ βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, προκειμένου νά ἐκφράσει τή λατρεία του πρός τόν Θεό μέ τήν καλύτερη καί πολυτιμότερη ὕλη. Ἐξάλλου, ἡ ἔνδυση τοῦ λειτουργοῦ μέ ἱερά ἄμφια, πρίν τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας, δηλώνει τή μετάβαση ἀπό τό κοσμικό στό ἱερό.

Τό ζήτημα τῆς ἀμφίεσης τῶν λειτουργῶν ἀπασχόλησε τήν πατερική διδασκαλία. Πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, ὅπως οἱ Σεβηριανός Γαβάλων (5ος αἰ.), Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (5ος αἰ.), Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.), Νικόλαος Καββάσιλας (14ος αἰ.) καί Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.).

Ἀρχικά, οἱ λειτουργοί δέν φοροῦσαν εἰδικά ἐνδύματα κατά τήν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἡ λειτουργική ἀμφίεση τοῦ κλήρου ἐπηρεάστηκε καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή λατρευτική παράδοση. Σ’ αὐτήν ὀφείλεται καί ἡ συμβολική χροιά, πού τά περιβάλλει, ὅπως μαρτυρεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά τή θέσπιση ἐλεύθερης ἄσκησης τῆς χριστιανικῆς λατρείας στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, τά ἱερά ἄμφια δέν διέκριναν ἁπλῶς τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ὑποδείκνυαν καί τόν ἀκριβῆ βαθμό τῆς ἱερωσύνης.

Τή θέσπιση τῶν ἀμφίων εὐνοοῦσε τότε καί ἡ κοσμική ἀντίληψη, πού ἐνίσχυε τήν ἐνδυματολογική διαφοροποίηση τῶν ἐπαγγελματικῶν καί κοινωνικῶν τάξεων. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει: «χρήσιμον δέ καί τό τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα, προκηρυττούσης ἕκαστον καί προδιαμαρτυρομένης τό ἐπάγγελμα τῆς κατά Θεόν ζωῆς». Τά ἱερά ἄμφια στήν Ὀρθοδοξία ἀναπτύχθηκαν ἀπό τόν 3ο αἰ. Ἐκτός ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση, καί ὁ μοναχισμός ἀποτέλεσε κύριο παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν βασικῶν ἱερατικῶν ἀμφίων. Τά ἱερά ἄμφια, σέ ἐπακριβῶς καθορισμένες μορφές καί χρώματα, συνοδεύουν τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἄλλων ἱερῶν τελετῶν, καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ μορφή τους ἀναπτύχθηκε πλήρως μέχρι περίπου τό τέλος τοῦ 9ου αἰώνα. Παρόλο πού αὐτά ἐξελίχθηκαν καί παγιώθηκαν στό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐξακολουθοῦν νά διατηροῦν τήν παλαιά τους μορφή.

Β.1. Τά ἱερατικά ἄμφια

Τά ἱερατικά ἄμφια εἶναι ἑπτά «διά τάς ἑπτά ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου  Πνεύματος» καί κατανέμονται στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἑξῆς:           

Τρία γιά τόν βαθμό τοῦ διακόνου (στιχάριο, ὁράριο καί ἐπιμάνικα), γιά τό ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ.

Πέντεγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἤτοι τά ἄμφια τοῦ διακόνου καί ἐπιπλέον ἡ ζώνη καί τό φαιλόνιο, κατά τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου.

Ἑπτὰγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή τά πέντε τοῦ ἱερέως καί ἐπιπλέον τό ὠμοφόριο καί τό ἐπιγονάτιο (ὁ σάκκος εἶναι στή θέση τοῦ φαιλονίου). Τά ἑπτά ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου δηλώνουν τήν πληρότητα τῆς ἱερωσύνης.

Ἐπιπλέον, πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι στούς χρόνους μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης προστέθηκαν στά ἀρχιερατικά ἄμφια τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἡ μίτρα, ὁ μανδύας καὶ ὁ σάκκος, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἰδιαίτερων προνομίων, πού ἔλαβε τότε ὁ πατριάρχης ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή. Στή συνέχεια, ἡ χρήση τῶν ἐπιπλέον τούτων ἀμφίων ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅλους τούς ἐπισκόπους. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὁ ὁποῖος κατέχει ὡς προνόμοια ἀπό τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνα, ἀπό τό 478 μ.χ., νά φέρει κατά τίς ἱεροτελεστίες πορφυροῦν μανδύα, νά κρατᾶ ἀντί τῆς ἐπισκοπικῆς πατερίτσας, αὐτοκρατορικό σκῆπτρο καί νά ὑπογράφει μέ κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι). Ἐπίσης ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καί ὁ Πατριάρχης τῶν Ρώσων, ὁ ὁποῖος φέρει κατά τις ἱεροτελεστίες πράσινο μανδύα, καί στίς δύο κάτω ἄκρες φέρει τά ἀρχικά του ὀνόματός του.

Ἀπό τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ, παράλληλα μέ τή διαμόρφωση ξεχωριστῶν χώρων γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, χρησιμοποιοῦνται στήν Ἀνατολή καί εἰδικά ἄμφια γιά τούς ἱερεῖς. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀκριβή προέλευσή τους, τά ἱερατικά ἄμφια θά διατηρήσουν κάποια ἰδιαιτερότητα στό χρῶμα καί τήν ἐξέλιξή τους, ὥστε νά αποτελέσουν εἰδικά ἄμφια γιά τόν κλῆρο.

Τό ὀράριο, πού φέρει ὁ διάκονος στόν ἀριστερό του ὦμο,συμβολίζει τά φτερά τῶν ἀγγέλων. Τό λευκό ἤ πορφυρό φαιλόνιο, πού φέρει ὁ πρεσβύτερος, συμβολίζει, εἴτε τήν καθαρότητα καί φωτεινότητα τῆς θείας Χάριτος, εἴτε τήν κόκκινη χλαμύδα πού φόρεσαν στόν Χριστό οἱ στρατιῶτες στόν καιρό τοῦ Πάθους. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό ὠμοφόριο, διακριτικό τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καί τῆς ἐξουσίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀρχικά μάλλινο, ἀπὸ ἔριο (μαλλί) προβάτου, συμβολίζοντας ἔτσι τό ἀπολωλός πρόβατο, πού ὁ Κύριος ἔφερε στούς ὤμους του. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος γίνεται μιμητής τοῦ ἀγαθοῦ καί μεγάλου Ποιμένα. Στά ἐπισκοπικά ἄμφια περιλαμβάνεται καί ὁ σάκκος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή λέξη «σάκ» καί σημαίνει τό ἔνδυμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως. Οἱ κωδωνίσκοι τοῦ σάκκου συμβολίζουν τό διδακτικό καί κηρυκτικό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ μανδύας, ἄμφιο πολυτελοῦς κατασκευῆς, φοριέται ἀπό τούς ἐπισκόπους πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Εἶναι διακοσμημένος μέ «ποταμούς», πού ἀποτελοῦν καί αὐτοί ἔκφραση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος. Στά ἐπισκοπικά ἐμβλήματα συμπεριλαμβάνονται ἡ μίτρα, σύμβολο τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου τοῦ Κυρίου, τό ἐγκόλπιο, εἰκόνισμα τοῦ Σωτῆρος ἤ τῆς Θεοτόκου, πού συμβολίζει τήν ἀξία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, καί ἡ ποιμαντική ράβδος ἤ πατερίτσα, σύμβολο τῆς πνευματικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας. Οἱ ὄφεις τῆς ποιμαντικῆς ράβδου, πού στρέφονται πρός τόν σχηματισμένο σταυρό, μᾶς θυμίζουν τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστέραι», κι ἀκόμη τή νίκη τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τῶν νοητῶν ὄφεων-διαβόλων.

Ἄλλα ἐμβλήματα, πού φέρονται ἀπό τούς ἐπισκόπους, ἀλλά καί τούς πρεσβυτέρους, εἶναι ὁ ἐγκόλπιος Σταυρός καί τόἐπιρριπτάριο – ἐπανωκαλύμαυχο. Ὁ Σταυρός ἔχει τήν προέλευσή του στά φυλακτά, πού φοροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Τό ἐπιρριπτάριο -ἐπανωκαλύμαυχο ἤ κουκκούλιο – θεωρείται σύμβολο τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης, καθώς καί τῆς ἐν Χριστῷ νηπιότητας καί παιδικῆς ἀκακίας.

Β.2. Παρουσίαση τῶν ἀμφίων μέ τούς συμβολισμούς ἑκάστου

Ἐκτός ὅμως ἀπό τά εἰδικά γιά τόν κάθε βαθμό ἄμφια, διακρίνουμε καί κάποια κοινά γιά τούς κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν: τό λευκό στιχάριο καί τά ἐπιμανίκια. Τό στιχάριο, ἐσωτερική ἐνδυμασία τῶν ἱερέων, συμβολίζει τήν περιβολή τῶν ἀγγέλων, τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμη καί τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀρχιερατικό στιχάριο εἶναι διακοσμημένο μάλιστα μέ «ποταμούς» (κατακόρυφες χρωματιστές ὑφασμάτινες λωρίδες), οἱ ὁποῖοι ἐξεικονίζουν τά χαρίσματα τῆς διδασκαλίας. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἐπιμανίκια, αὐτά συμβολίζουν τίς χειροπέδες, πού φόραγε ὁ Κύριος πηγαίνοντας στόν Καϊάφα, ἀλλά καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Κοινά ἄμφια γιά τούς πρεσβυτέρους καί τούς ἐπισκόπους εἶναι τό περιτραχήλιο ἤ ἐπιτραχήλιο, πού συμβολίζει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζώνη, σταθερή ὑπόμνηση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς καί εὐθύνης τοῦ ἱερέα, καί τό ἐπιγονάτιο, σύμβολο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτήρα καί τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου.

Ὅταν ὁ λειτουργός ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος ἐνδύονται τά ἱερά ἄμφια, εὐλογοῦν ἕνα ἕκαστο πού θά φορέσουν σταυροειδῶς καί τά ἀσπάζονται, ἀπαγγέλλοντας χωρία ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού συνδέονται μέ τόν συμβολισμό τοῦ κάθε ἀμφίου.

Β.3. Παραστάσεις-ἀπεικονίσεις ἐπάνω στά ἄμφια

Τά θέματα, πού παριστάνονται στά ἱερατικά ἄμφια, εἶναι ἀνάλογα μέ τόν ἰδιαίτερο συμβολισμό τους. Στό ἐπιτραχήλιο παριστάνονται σκηνές τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀπόστολοι, μάρτυρες καί ἱεράρχες, στό ἐπιγονάτιο ἡ Κάθοδος τοῦ Κυρίου στόν Ἄδη καί στόν σάκκο ἡ Μεταμόρφωση. Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχουν οἱ ἐπιγραφές ἀπό λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, πού συναντᾶμε κεντημένες πάνω στά ἄμφια καί σχετίζονται καί αὐτές μέ τόν συμβολισμό κάθε ἀμφίου, ὅπως ἡ ἀρχή τοῦ τρισάγιου ὕμνου, « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος», πού βρίσκεται κεντημένη στό ὀράριο τοῦ διακόνου.

Β.4. Κατασκευή τῶν ἀμφίων

Τά ἄμφια εἶναι κεντητά ἤ ὑφαντά. Τά κεντητά εἶναι συνήθως πολυτιμότερα, γιατί παρουσιάζουν μεγάλο πλοῦτο στήν τεχνική τοῦ κεντήματος καί γιατί τίς περισσότερες φορές χρησιμοποιοῦν πολύτιμη πρώτη ὕλη, ὅπως χρυσό ἤ ἀργυρό σύρμα καί διακόσμηση μέ πολύτιμους λίθους. Δυστυχῶς ἀπό τόν 17ο αἰῶνα καί μετά τό ὑψηλό κόστος ὀδήγησε στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῶν χρυσοκέντητων ἀμφίων. Ἐπανῆλθε φυσικά σταδιακά στίς μέρες μας. Δυστυχῶς ὅμως μέ ἀργά βήματα.

Ἡ ὕφανση τῶν πολύτιμων ἀμφίων στούς βυζαντινούς χρόνους γινόταν σέ εἰδικά ἐργαστήρια ὑφαντουργίας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα ὅμως γινόταν σέ γυναικεῖα μοναστήρια, πού συνέχισαν τήν ἐργασία τῆς ὑφαντουργικῆς ἱερορραφίας καί στήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, καί τὴ συνεχίζουν μέχρι τίς ἡμέρες μας. Τά χρώματα πού προτιμοῦσαν ἦταν φωτεινά γιά τίς τελετές σέ χαρούμενες ἡμέρες καί σκοῦρα γιά τίς τελετές σέ πένθιμες ἡμέρες. Ὡστόσο εἶναι γεγονός, ὅτι στά ἱερατικά ἄμφια ἐπικρατοῦσε γενικά τό λευκό χρῶμα, ὡς σύμβολο ἁγνότητας καί πνευματικῆς χαρᾶς. Περισσότερα ὅμως γιά τό χρῶμα θά ἀναφέρουμε στή συνέχεια.

Γ. Τά ἱερά ἄμφια στή χριστιανική τέχνη

Ἱερά ἄμφια ἔχουν διασωθεῖ σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἴτε σέ ἐκκλησίες, εἴτε σέ μουσεῖα. Ἀποτελοῦν, ἀναμφιβόλως, σημαντικά ἱστορικά τεκμήρια τοῦ παρελθόντος, πού φωτίζουν τό παρόν, ἀποτελώντας ταυτόχρονα καί προϊόντα τέχνης, μεγάλης σημασίας.

Ἐδῶ θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη εἶναι τέχνη λειτουργική. Πρόκειται γιά ἕνα ὀπτικό σύστημα, πού ὑπογραμμίζει πνευματικά γεγονότα. Καί ἕνα τέτοιο γεγονός εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν εἴσοδο τοῦ πνεύματος στήν ὕλη. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, κάθε γραμμή, κάθε χρῶμα, κάθε χαρακτηριστικό τῆς μορφῆς, ἀποκτᾶ ἕνα ἰδιαίτερο νόημα. Ἡ Ἐκκλησία δέν λησμονεῖ ποτέ τόν διακονικό ρόλο τῆς τέχνης, πού ὑπηρετεῖ τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Τελικά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης: νά μεταμορφώσει τόν ἄνθρωπο, πού γίνεται μέτοχος τῆς ὡραιότητάς της.

Τά ἱερά ἄμφια, ὡς προϊόν τῆς λειτουργικῆς τέχνης, ὑπάρχουν γιά νά ἀναδεικνύουν τά τελούμενα καί ὄχι τόν τελετουργό. Ἡ ἀναζήτηση πρωτοτυπίας καί ἐντυπωσιασμοῦ ὁδηγοῦν σέ ὑποταγή τοῦ ἤθους τῆς λατρείας σέ μία ἀτομική αἰσθητική καί στήν ἐπίδειξη – δηλαδή σέ μία ξένη λογική – ὁπόταν τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ὀπισθοδρόμηση καί ἡ καλλιτεχνική ἔκπτωση. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ὑψηλῆς αἰσθητικῆς, λιτότητας, κάλλους, μέτρου καί κλασικῆς συνέχειας.

Δ. Συμβολισμοί

Ὁ συμβολισμός ὑπῆρξε ἀρχαία συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία ἐκφράστηκαν ὑψηλές ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὁ συμβολισμός δέν ἦταν ἐφεύρημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γνωστός σέ ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τούς Ἰουδαίους. Ἀπό ἐκεῖ τόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τόν ἐμπλούτησε μέ ἐντελῶς νέο περιεχόμενο καί τοῦ ἔδωσε νέες δυνατότητες ἔκφρασης. Ἀπό τά σύμβολα τῶν κατακομβῶν μέχρι τόν συμβολισμό τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων, γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ μετάβαση ἀπό τά αἰσθητά καί ὁρατά στίς ὑπεραισθητές καί ὑπερβατικές ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Συνεπῶς, ὁ συμβολισμός εἶναι οὐσιῶδες συστατικό τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι γεγονός, ὅτι πίσω ἀπό τό μικρότερο στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας κρύβεται κάποιο θεολογικό νόημα. Λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «οὐδέν μικρόν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ. Οὐδέν δίχα λόγου, ὅτι αὐτοῦ τοῦ ζῶντος Λόγου ἡ Ἐκκλησία». Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἱερά ἄμφια. Δέν ἀποτελοῦν ἁπλά τελετουργικά ἐνδύματα, ἀλλά καί σύμβολα πνευματικῶν ἐννοιῶν: «χάριν ἔχουσι θείαν καί σημασίαν πνευματικήν ἕκαστον τούτων ἔχει τινά». α) Ὁ ἠθικός συμβολισμός: Σύμφωνα μέ αὐτόν, τά ἄμφια συμβολίζουν τήν ἀρετή, τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, στοιχεῖα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τόν κληρικό. β) Ὁ τυπολογικός συμβολισμός: Τά ἄμφια ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ὡς ἀρχιερέως, «εἰς τύπον καί τόπον» τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ὁ ἐνδεδυμένος αὐτά ἐπίσκοπος ἤ ἱερέας. γ) Ὁ συμβολισμός τοῦ θείου Πάθους: Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὁ χιτών, ὁ κάλαμος, τό φακεώλιον, καθώς καί ἄλλα ὄργανα τῶν ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου, συμβολίζονται ἀπό ἀνάλογα ἄμφια ἤ ἐμβλήματα. δ) Ἡ ἀλληγορία: Τά ἄμφια παραβάλλονται μέ τά ὅπλα τοῦ ἀγῶνος κατά τοῦ πονηροῦ, τόν ὁποῖο μάχεται ὁ κληρικός.

Ε. Οἱ χρωματικοί συμβολισμοί

Τά χρώματα, στούς διάφορους πολιτισμούς τῆς γῆς, γίνονται μία ἀνθρώπινη γλῶσσα γιά τήν ἔκφραση καί τήν ἐπικοινωνία τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων καί τῶν κοινῶν ἀξιῶν. Η γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ τά χρώματα γιά νά ἐκφράσει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στήν Καινή Διαθήκη, σέ ἀντίθεση μέ τήν Παλαιά, συναντᾶται ἐξαιρετικά περιορισμένη χρήση τῶν χρωμάτων. Αὐτό δέν ὀφείλεται σέ συνειδητή ἀποστροφή τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν, ἀλλά στήν ἀναγκαιότητα κρίσης τῶν πραγμάτων μέ πνευματικά κριτήρια. Τό βιβλίο, πού χρησιμοποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα τούς συμβολισμούς τῶν χρωμάτων, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἐπιτυγχάνοντας νά ἐκφράσει μέσῳ αὐτῶν τήν ἑκάστοτε θεολογική ἀλήθεια. Ἄς δοῦμε μερικά παραδείγματα τῆς χρήσης τῶν χρωμάτων στή βιβλική γλῶσσα:

Τό χρυσό συμβολίζει τήν ἀπαστράπτουσα λάμψη τοῦ Θείου, τήν οὐράνια δόξα, τήν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ καί τήν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Τό λευκό χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τή φύση. Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή τοῦ σώματος, ὑγιοῦς ἤ ἀσθενοῦς. Συμβολίζει τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τή λαμπρότητα, τή χαρά, τή νίκη καί τή δικαιοσύνη. Τό λευκό εἶναι τό κατεξοχήν ἱερατικό χρῶμα στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τό κόκκινο συναντᾶται στήν περιγραφή ἀκριβῶν ὑφασμάτων καί στίς τελετές ἐξαγνισμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Συμβολίζει, ἀνάλογα μέ τήν ἀπόχρωσή του, τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια, τόν πλοῦτο, τήν εὐημερία, τή βασιλική ἀξία, τό αἷμα, τή ζωή, τή θυσία, τή βία καί τόν πόλεμο.

Τό πορφυρό ἦταν τό πολυτιμότερο ἀπό τά ἀρχαῖα χρώματα. Προερχόταν ἀπό ἕνα ὀστρακόδερμο, πού βρισκόταν στή Μεσόγειο. Γιά τήν παραγωγή μιᾶς οὐγγίας βαφῆς (δηλ. περίπου 25 γραμμαρίων) ἀπαιτοῦνταν 250.000 μαλάκια. Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἡ μεγάλη ἀξία του. Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ὡς βασιλικό χρῶμα. Συμβολίζει τόν πλοῦτο καί τή βασιλική ἀξία. Μαζί μέ τό μπλέ καί τό κόκκινο χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή ἱερῶν καί πολύτιμων ὑφασμάτων.

Τό πράσινο χρησιμοποιεῖται συνήθως γιά τήν περιγραφή τῶν φυτῶν καί τήν ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κατά συνέπεια, συμβολίζει τή νέα βλάστηση, τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα.

Τό μπλέ συναντᾶται κυρίως στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά δηλώσει τά ἱερά ὑφάσματα. Σχετικά μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τό χρῶμα μίας πληγῆς ἤ μπορεῖ νά ἀναφέρεται καί στήν ἴδια τήν πληγή. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, ὡς σύμβολο πλούτου καί τῆς διαφορᾶς πού προκύπτει ἐξαιτίας του. Συμβολίζει τόν οὐρανό, τό στερέωμα, τόν παράδεισο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τό μαῦρο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά συχνότερα χρησιμοποιούμενα στήν Ἁγία Γραφή χρώματα. Περιγράφει τό μεσονύκτιο, τό ἀσθενές σῶμα, τά ὑγιῆ μαλλιά, τά πρόσωπα τῶν πτωμάτων, τόν οὐρανό, τή σκίαση τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Γενικά, συσχετίζεται μέ τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Συμβολίζει τήν ἁμαρτία, τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τόν θάνατο, τό πένθος· ἐπιπλέον, τή μετάνοια καί τή λύπη.

Μέχρι τόν 9ο αἰ. τά χρώματα τῶν ἀμφίων δέν εἶχαν καμία ἰδιαίτερη σημασία στή χριστιανική λατρεία. Ἀσφαλῶς κυριαρχοῦσε τό λευκό, ἐπειδή στόν μεσογειακό πολιτισμό ἦταν τό χρῶμα τῆς ἑορτῆς καί τῶν σημαντικῶν γεγονότων. Ἀπό τή διαδεδομένη χρήση του ἦταν εὔκολη ἡ μετάβαση στή συμβολική ἑρμηνεία. Ἡ ἀρχή ἑρμηνείας τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν ἔγινε μέ τόν λευκό βαπτισματικό χιτῶνα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στή Μυσταγωγική Κατήχηση τῶν νεοφωτίστων: «Πῆρες, λοιπόν, τά λευκά ἐνδύματα τῆς ἀκακίας κατά τόν προφητικό λόγο· “ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι”.» Ἰδιαίτερα κατά τή βυζαντινή περίοδο, τό βασικό χρῶμα τῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφίεσης εἶναι τό λευκό «διά τό καθαρόν τῆς χάριτός τε καί φωτεινόν». Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίοδος τῶν νηστειῶν, ὁπότε τό λευκό χρῶμα ἀντικαθίσταται ἀπό τό κόκκινο.

Στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἐντοπίζονται ἴχνη λειτουργικῶν χρωμάτων μέ τή σημερινή ἔννοια. Μεταξύ τοῦ 4ου καί τοῦ 5ου αἰ. ἔχουμε μαρτυρίες, πού κάνουν λόγο γιά «λαμπρά ἱμάτια». Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπόθεση, ὅτι ἀναφέρονται σέ πολυχρωμία καί λαμπρότητα. Σχετικά μέ τά ἄμφια τῶν λειτουργῶν στή θεία λατρεία, οἱ μαρτυρίες ἀπέχουν πολύ μεταξύ τους, τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ 8ου αἰ.

Ἐνῶ ἐξειδικεύονται τά ἄμφια γιά τή θεία λατρεία, σχετικά μέ τά χρώματα δέν ὑπάρχει κανένας κανονισμός καί ἰσχύει μεγάλη ἐλευθερία. Εἰδικά ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική τελετουργία ἔχει τή δυνατότητα νά προσλάβει διάφορες πολιτιστικές «προσχώσεις». Ἔτσι, ἔχει ἐνσωματώσει στό τυπικό της στοιχεῖα καί ἐπιδράσεις πολιτιστικές, ὅπως στοιχεῖα μεγαλόπρεπης συμβολικῆς ἀπό τό τυπικό τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

ΣΤ. Τό χρῶμα τῶν ἱερῶν ἀμφίων στή λειτουργική μας παράδοση

Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν βρίσκεται σέ ἰσχύ ἕνας κοινός χρωματικός κανόνας. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ἀθανάσιος: «Ὁ βυζαντινός λειτουργικός τύπος, ἀντιθέτως πρός τόν δυτικόν, δέν γνωρίζει διά τά ἄμφια χρωματικόν κανόνα ὑπό τήν στενωτέραν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ὅλα τά χρώματα ἐπιτρέπονται εἰς αὐτόν καί συμβάλλουν, παρά τήν ἀταξίαν των, εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ αἰσθήματος τῆς βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας κατά τάς ἱεράς τελετάς». Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀναγνωρίζει ὅτι μεταξύ τῶν χρωμάτων «τά φωτεινά (λευκόν, πράσινον, κίτρινον), προτιμῶνται κατά τάς ἑορτάς, ἐνῶ τά σκοτεινά (ἐρυθρόν, ἰῶδες, μέλαν) κατά τάς ἡμέρας μετανοίας καί πένθους». Συνεπῶς, ἀπό τή μία πλευρά, ὁμολογεῖται ἡ ἀταξία πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπουσία ἑνός χρωματικοῦ κανόνα, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀναγνωρίζεται ἡ σύνδεση μεταξύ χρωμάτων καί ἑορτῶν.

Παρόμοια σύνδεση συναντᾶται καί στά μοναστηριακά Τυπικά, τά ὁποῖα ἀνέκαθεν προέβλεπαν κάποιο χρωματικό κανόνα στά ἱερά ἄμφια. Μέ τή διαφορά, ὅτι δέν προτείνεται πάντοτε σ᾽ αὐτά μόνον ἕνα χρῶμα γιά κάθε ἑορτή, οὔτε ὑπάρχει ὁμοφωνία ἀπό Τυπικό σέ Τυπικό.

Ζ. Ἡ σημερινή πραγματικότητα

Στή λειτουργική μας πράξη, ἰδιαίτερα κατά τά συλλείτουργα, παρατηρεῖται μιά ἀναρχία καί, ὥς ἕνα βαθμό, σύγχυση σχετικά μέ τό χρῶμα τῶν ἀμφίων: «Ἔτσι γινόμαστε μάρτυρες τῶν πιό ἀπίθανων πολλές φορές πολυχρωμιῶν, χωρίς κανένα συνδυασμό ἤ χωρίς ἴχνος ἁρμονίας. Ἄλλο χρῶμα ἔχουν τά ἄμφια τῆς ἁγίας τράπεζας, ἄλλο τῆς προθέσεως, ἄλλο τά καλύμματα τῶν τιμίων δώρων, ἄλλο τά ἄμφια τοῦ ἀρχιερέα, ἄλλο τά ἄμφια καθενός ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἄλλο τῶν διακόνων. Ἀφήνουμε πώς πολλές φορές ἡ ἴδια ἡ ἱερατική στολή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα μωσαϊκό χρωμάτων καί ἀποχρώσεων …».

Πρέπει, ὅμως, νά παραδεχθοῦμε ὅτι, κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἡ αἰσθητική τῶν ἱερῶν ἀμφίων ἔχει βελτιωθεῖ. Ιδιαιτέρως στά ἱερά συλλείτουργα, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἱερῶν πανηγύρεων, ἤ ἄλλων Ἀκολουθιῶν, στὶς ὁποῖες οἱ συμμετέχοντες κληρικοί ἐνδείκνυται νά φέρουν, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὁμοιόχρωμα, ὁμοιόμορφα, καθαρά καί ἐπίσημα, ἀλλά πάντως οὐχί ἐξεζητημένα ἄμφια. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί μέ βάση ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν στίς προηγούμενες ἑνότητες, καθώς καί τή διαμορφωθεῖσα σύγχρονη πραγματικότητα, τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων θά μποροῦσαν νά κωδικοποιηθοῦν ὡς ἀκολούθως:

Α. Χρυσό ἤ κίτρινο –Συμβολισμοί.

Τό χρυσό χρῶμα φέρει τή σημασία τῆς βασιλικῆς ἀξίας καί τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητας. Ἡ συμβολική σημασία τοῦ χρυσοῦ, σέ πνευματικό ἐπίπεδο, ἀφορᾶ στή σημασία τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Ἡ βασιλική ἀξία τοῦ ἐπουράνιου βασιλέα ἑνώνεται μέ τή δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Δεσποτικές ἑορτές, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Μ. Σαββάτου.

β) Μνῆμες προφητῶν, ἀποστόλων καί ἱεραρχῶν.

γ)Ἐπίσημες ἑορτές καί τελετές, ἀντικαθιστώντας τό λευκό ἤ συνδυαζόμενο μέ ἄλλα χρώματα.

Β. Λευκό –Συμβολισμοί.

Ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἑορταστικό χρῶμα. Παραπέμπει στή λαμπρότητα τῶν ἐνδυμάτων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, στήν ἁγνότητα τῶν νεοφώτιστων καί, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, θά εἶναι τό ἔνδυμα τῶν σεσωσμένων.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή τοῦ Πάσχα καί σέ ὅλη τήν μεταπασχάλια περίοδο.

β) Κυριακές τοῦ ἔτους, ὅταν ἡ ἑορτολογική συγκυρία δέν ἐπιβάλλει τή χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος.

γ) Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

δ) Μυστήριο τοῦ Γάμου.

ε) Χειροτονίες.

στ) Νεκρώσιμες Ἀκολουθίες. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι «δέν πρέπει νά ἐνδυόμαστε σκοῦρα ἐνδύματα ἐδῶ πάνω στή γῆ, διότι στούς οὐρανούς ἐκεῖνοι (οἱ κεκοιμημένοι) ἤδη ἐνδύθηκαν λευκά ἐνδύματα», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρθαγένης. Εἶναι γεγονός, ὅτι τό λευκό ἐκφράζει πιό εὔγλωττα τόν πασχάλιο χαρακτῆρα τοῦ θανάτου καί τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν καί δεήσεων γιά τούς κεκοιμημένους. Ζητοῦμε τήν ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, καλύπτονται μέ τή λευκότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

ζ) Ἑορτές καί μνῆμες ἁγίων, ὅταν δέν προβλέπεται ρητά ἡ χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος ἤ ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ἄλλου χρώματος.

Σημ.: Τό στιχάριο (τοῦ ἱερέως καί τοῦ ἀρχιερέως) θά πρέπει νά εἶναι πάντοτε λευκό.

Γ. Μπλέ – Συμβολισμοί.

Τό μπλέ εἶναι τό χρῶμα, πού φανερώνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ χρήση τοῦ μπλέ δικαιολογεῖται μέ δεδομένο, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἀναδείχθηκε ἐκλεκτό δοχεῖο καί σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δύο φορές ἔγινε ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ Θεοτόκο, τήν πρώτη φορά κατά τόν Εὐαγγελισμό καί τή δεύτερη κατά τήν Πεντηκοστή.

Ἡ ἡγουμένη Ταϊσία τοῦ Λεουσένι μαρτυρεῖ ὅτι εἶδε σέ ὅραμα τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἐνδεδυμένο μέ βελούδινο ἔνδυμα, γαλάζιου χρώματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Θεοφάνεια.

β) Θεομητορικές ἑορτές.

γ) Μνῆμες ἀγγέλων.

Δ. Κόκκινο – Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στό αἷμα, πού ἔχυσε ὁ Χριστός κατά τό πάθος, καθώς καί τὸ αἷμα πού ἔχυσαν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς πίστεως. Συμβολίζει, ἀκόμη, τή ζέση τῆς πίστεως καί τή φλόγα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέχρι καί τή θυσία τοῦ αἵματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Πέμπτη (πρωί).

β) Ἑορτές μαρτύρων.

Ε. Πράσινο – Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στήν καρποφορία τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἶναι τό χρῶμα τῆς γῆς πού ἀνανεώνεται καί τῆς σταθερῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐποχῶν. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται τό κατεξοχήν χρῶμα τῆς ἐλπίδας, τῆς ὁσιακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, πού συντελεῖ στή ζωοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἕνα χρῶμα πού ξεκουράζει καί πού ἐκφράζει τήν καθημερινότητα, διαρκῶς καί σταθερά προσανατολισμένη στή μέλλουσα ζωή.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή Βαΐων.

β) Ἑορτές Τιμίου Σταυροῦ.

γ) Μνῆμες ὁσίων.

ΣΤ. Μώβ – Συμβολισμοί.

Χρῶμα, πού παραπέμπει στό θεῖο Πάθος. Γενικώτερα, ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς ταπείνωσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ σταυρικός θάνατος ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τοῦ ἐπίγειου ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού θυμίζει τήν ἀνάπαυση τοῦ Δημιουργοῦ κατά τήν ἕβδομη ἡμέρα. Μπορεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσει πόνο καί ἐλπίδα.  Τό μώβ εἶναι προτιμότερο ἀπό τό μαῦρο, διότι ὁμοιάζει περισσότερο μέ τό πορφυρό, πού ἦταν ἀνέκαθεν τό χρῶμα τῶν ἀμφίων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε, ἡ ἑβραϊκή λέξη πορφύρα περιλαμβάνει δύο εἴδη: τό κόκκινο καί τό βιολετί.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

β) Μεγάλη Ἑβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τῶν Μεγάλων Ὡρῶν (Μ. Παρασκευή πρωί).

«Ἐν κατακλεῖδι …»

Στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἡ λειτουργική ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κατέχει σημαντική θέση, μέ τούς συμβολισμούς κάθε ἀμφίου. Τό χρῶμα ἀποτελεῖ κυρίαρχο σύμβολο στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων. Τά σεμνά καί ὡραῖα χρώματα προκαλοῦν καί τά ἀνάλογα συναισθήματα. Ἡ χρωματική ἁρμονία βοηθᾶ αἰσθητικά τούς πιστούς νά μετέχουν στά τελούμενα, νά συγκεντρώνονται καί νά μή διασπᾶται ἡ προσοχή τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ εὐταξία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ χρωματική ἀταξία δέν συνδυάζεται μέ τήν οὐράνια τάξη τῆς θείας λατρείας. Ὁ καθορισμός συγκεκριμένων χρωμάτων στά ἱερά ἄμφια ἀφορᾶ, ὄχι μόνον τήν τελετουργική, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιολογία, καθώς ὀφείλουμε νά κάνουμε τά πάντα μέ εὐσχημοσύνη,σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια καί σημασία τῆς Παύλειας προτροπῆς στή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας«Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. 14,40)Ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη γιά εὐκοσμία καί τάξη, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν πατερική γραμματεία, ἐξωτερικεύεται δημιουργώντας παράδοση.

Θά πρέπει νά βροῦμε τό μέτρο μεταξύ τῆς ἀχαλίνωτης χρήσης τῶν χρωμάτων, πού δημιουργεῖ ἀταξία, καί τῆς τυπολατρικῆς συμμόρφωσης σέ ἕνα χρωματικό κανόνα. Τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων γίνονται σημαντικά μόνον ἐάν συνδέονται μέ τή μαρτυρία μίας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο.

Συνεπῶς, δέν ἀρκεῖ ἀπό μόνο του τό λευκό, γιά νά ἑορτάσουμε μία ἑορτή, οὔτε τό κόκκινο γιά νά μεταδώσουμε τή φλόγα τοῦ πνεύματος ἤ τόν ζῆλο τῶν μαρτύρων γιά τό Εὐαγγέλιο.

Σέ τελετουργικό ἐπίπεδο, τά χρώματα καθίστανται ἀπαραίτητα ἐπικοινωνιακά σύμβολα μόνον ἐάν συνδέονται μέ ἄλλα λειτουργικά στοιχεῖα, ἱκανά νά ἐκφράσουν τήν πνευματικότητα τοῦ λειτουργοῦ καί τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν, πού μετέχουν ἐνεργά καί ἐνσυνείδητα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Διαφορετικά, καί τά χρώματα τῶν ἀμφίων, ἀλλά καί τά ἴδια τά ἄμφια, παρά τήν ἱερότητά τους, καταντοῦν νά συνδέονται μέ μία ἰδιοτροπία, τή γραφικότητα ἤ, ἁπλῶς, μέ τή ματαιότητα.

——————–

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Σημ.: Βασικό βοήθημα στή σύνταξη τοῦ παρόντος ὑπῆρξε τὸ ἄρθρο τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, Πρωτοσυγκέλλου Μητροπόλεως Βερροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας, Τὰ ἄμφια (Ἱστορία-Θεολογία).Περαιτέρω, χρησιμοποιήθηκαν προφορικές πληροφορίες ἀρχιερέων, καθηγουμένων ἱερῶν μονῶν καί πολιῶν ἱερέων καί ἱερομονάχων, τοὺς ὁποίους καὶ ἀπὸ ἐδῶ γενικὰ εὐχαριστοῦμε. Περαιτέρω σημαντική βιβλιογραφία:

1.   Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη καί τόν συμβολισμό τῶν ἱερῶν ἀμφίων βλ. ἀναλυτικά PetrusVasileGregorian, VesminteleliturgiceinBisericaOrtodoxa, Craiova1941 καί

2.   Κωνσταντίνου Κούρκουλα, Τά ἱερατικά ἄμφια καί ὁ συμβολισμός αὐτῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι 1960 [1991].

3.   Cyril Edward Pocknee, Liturgical vesture. Its origins and development, Mowbray 1960.

4.   TanoPapas[Ἀθανασίου Παπᾶ, Μητροπ. Χαλκηδόνος], Studien zur geschichte der messgewander im byzantinichen ritus, [Miscellanea Byzantina Monacensia 3], München 1965.

5.   ΧρήστουἘνισλείδη, ΤάἱεράἄμφιατῶνἘκκλησιῶνἈνατολικῆςκαίΔυτικῆςἐξἐπόψεωςὀρθοδόξου, Ἀθῆναι1981.

6.   Janet Mayo, A history of ecclesiastical dress, ed. Holmes and Meier, New York 1984.

7.   ΕὐθυμίουΡίζου, ἐξέλιξητῆςμορφῆςτῆςλειτουργικῆςἀμφίεσηςτοῦκλήρουστήνἈνατολικήκαίΔυτικήἘκκλησίαἀπότήνπαλαιοχριστιανικήἐποχήκαίἔπειτα, Θεσσαλονίκη2005 (ἀνέκδοτημεταπτυχιακήἐργασία).

8.   Λουΐζας Μολέσκη, Τά ἱερά σκεύη καί ἄμφια καί οἱ λειτουργικοί συμβολισμοί τους, Θεσσαλονίκη 2007 (ἀνέκδοτη μεταπτυχιακή ἐργασία).

9.   Ene Braniste, «I storia şi semnificatia vesmintelor liturgice ortodoxe», ἀνάκτηση13-06-2011, http://www.facultate.regielive.ro.

10. Γεωργίου Σωτηρίου, «Τά λειτουργικά ἄμφια τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 20 (1949), 603-614.

11. Αἰμιλιανοῦ Τσιρπανλῆ, ἱερομ., «Περί τῶν ἀμφίων γενικῶς», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 42 (1959).

12. Παναγιώτου Τρεμπέλα, «Ἄμφια», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 4, ἔκδ. Φοῖνιξ, Ἀθῆναι [χ.χ.].

13. Δημητρίου Μωραΐτη, «Ἄμφια (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γενικῶς)», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Ἀθανάσιος Μαρτίνος, Ἀθῆναι 1963, 402-412.

14. Ἀριστείδη Πανώτη, «Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἀμφίων», Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, ἔκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002, 39-47.

15. Εὐαγγέλου Σκορδᾶ, πρωτοπρ., Τά λειτουργικά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἔκδ. ΝικόλαοςΠαναγόπουλος, Ἀθήνα 2006.

16. Ἰωάννου Φουντούλη, «Παράδοση καί ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων», Τελετουργικά Θέματα, τ. 2, [Λογική Λατρεία 12], ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2006, 171-184.

17. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα, «Ὁ συμβολισμός τῶν ἱερῶν ἀμφίων καί πέπλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διακόσμου τους σύμφωνα μέ τίς ἱερές πηγές», Ἀπόστολος Τίτος, τχ. 5 (Δεκέμβριος 2006), 123-171.

18. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα «Ἄμφια ἱερατικά», Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Στρατηγικές Ἐκδόσεις, [᾿Αθήνα 2011], 292-299. 

Ὁ ἱερέας καὶ ἡ οἰκογένειά του

Πρωτοπρεσβύτερος Πολύβιος Πέτρου

Ο πρωτοπρεσβύτερος Πολύβιος Πέτρου

Εἰσήγηση στὴ Γ΄ συνάντηση τοῦ δευτέρου ἔτους τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (27.11.2013)   

Εἶναι γεγονὸς ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι ἡ οἰκογένεια στὴν ἐποχή μας περνάει κρίση. Ἂν ἐξετάσουμε ψύχραιμα τὸ φαινόμενο, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ κρίση στὴν οἰκογένεια ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν βασικῶν θεσμῶν ποὺ σχετίζονται, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, μ’ αὐτὴν καὶ τὴν στηρίζουν. Γνωρίζουμε ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν ἀποχρωματισμὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δὲν ξεπέφτει κανεὶς ἀπότομα. Ἀρχίζει μέσα ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ οἰκογένεια μὲ μικροσυμβιβασμούς, χαλαρώσεις, καὶ μὲ τὸν καιρὸ οἱ θεσμοὶ μετατρέπονται στὴν ἀρχὴ σὲ τυπικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν συνέχεια σὲ προαιρετικὲς ἐκδηλώσεις.

Οἱ πιστοί, καὶ ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί, εἶναι καλὸ νὰ ἔχουμε ὡς ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ κρίση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ κληρικός, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πρέπει νὰ γνωρίζει νὰ κυβερνᾶ καλὰ τὸ σπίτι του. Νὰ εἶναι καλὸς οίκογενειάρχης.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Πιὸ συγκεκριμένα, στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε στὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν στὴν ἐπιτυχία τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας:

Ἁγιότητα

Πρῶτο καὶ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ τὴν ἐπιτυχία μας στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ὡς ἱερεῖς εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ τοὺς παρακάτω τρόπους:

Νὰ καλλιεργοῦμε τὸν «ἔσω ἄνθρωπον».

Νὰ εἴμαστε ἀσκητικοὶ καὶ «ἡσυχαστές», καλλιεργώντας τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος.

Νὰ ζοῦμε τὸ ἦθος τοῦ παραδείσου, ποὺ ὑποσυνείδητα ὑπάρχει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας.

Νὰ προσέχουμε, μήπως ἔχει καταπέσει μέσα μας ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεό.

Νὰ γίνουμε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι προσευχῆς.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε πρῶτος τὸ παράδειγμα. Ἀφιερώνει πολλὲς νύκτες στὴν προσευχή· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μέχρι καὶ τὴ δραματικὴ νύκτα στὴ Γεθσημανῆ καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ Σταυροῦ. Ἡ καρδιά μας πρέπει νὰ διψᾶ πάντοτε τὸν Θεὸ καὶ τὰ μάτια μας νὰ εἶναι πάντοτε στραμμένα στὸν οὐρανό. Καὶ στὸν ἱερὸ ναό, ὅταν τελοῦμε τὰ Μυστήρια, καὶ ἰδιαίτερα τὴ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ἔξω ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ καὶ «εἰς τὸ ταμιεῖον»[1] μας καὶ μὲ τὴν οἰκογένειά μας, νὰ καλλιεργοῦμε καθημερινὰ τὴ νοερὰ καρδιακὴ προσευχή.

Ἡ ὥρα τῆς οἰκογενειακῆς προσευχῆς εἶναι μιὰ ὄαση μέσα στὴν καθημερινότητα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ἱερέα, ὅπως καὶ τὸ κοινὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι. Αὐτὲς εἶναι οἱ στιγμές, ὅπου μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ πρῶτα μὲ τὸν κύκλο τῶν ἀνθρώπων του καὶ ὕστερα μὲ τὸ ποίμνιό του. Κουράγιο ἀκόμα ἀντλεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς ἡσυχίας στὸ κελλίον του, ὅπου μπορεῖ νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεὸ σὲ ζητήματα ὁριακά, ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, ἀναμένοντας τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορὲς ἡ προσευχή μας εἶναι ἐναγώνια στὸν προσωπικό μας κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ δυσκολίες καὶ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε στὸ ποιμαντικό μας ἔργο. Πρωταρχικὸ μέλημα τοῦ κάθε συζύγου-γονιοῦ, ἀλλὰ καὶ πνευματικοῦ πατέρα, πρέπει νὰ εἶναι νὰ ἑδραιώσει στὸ σπίτι του  καὶ τὸ ποίμνιό του τὴν εἰρήνη, τὴν ἐμπιστοσύνη, πάνω στὶς ὁποῖες κτίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης.

Ὁ ἱερέας μελετητὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ

«Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῖν πλουσίως»[2]. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, πολὺ περισσότερο ὅμως ἐπιβάλλεται γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ ἡ μελέτη αὐτὴ στὴν ἱερή μας διακονία. Ἡ Ἁγία Γραφὴ πρέπει νὰ εἶναι τὸ πρῶτο καθημερινό μας ἀνάγνωσμα. Παράλληλα, νὰ μελετοῦμε τὰ πατερικὰ ἔργα, ποὺ σήμερα ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ τὰ ἔχουμε μεταφρασμένα, τὰ λειτουργικὰ κείμενα, τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς σύγχρονους Γέροντες καὶ πολλὰ ἄλλα βιβλία καὶ περιοδικὰ, ὥστε νὰ εἴμαστε ἐνήμεροι γιὰ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ βρίσκουμε σωτήριες λύσεις σ’ αὐτά.

Ἄνθρωπος μυστηριακῆς ζωῆς

Ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας πρέπει νὰ ἐξομολογεῖται τακτικά, νὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτό του «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» καὶ ἔτσι νὰ μετέχει «ἀκατακρίτως» στὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση μᾶς κάνει πιὸ προσεκτικούς, μᾶς βοηθᾶ στὴν πνευματική μας πρόοδο καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ πιὸ βαθειὰ καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Μᾶς καταξιώνει νὰ παριστάμεθα «ἀκατακρίτως» ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματος. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καὶ φωτίσαι Θεῷ καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι, χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετὰ συνέσεως». Μόνο ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ δανείζουμε τὰ χέρια μας νὰ γίνουν χέρια Χριστοῦ, τὸ στόμα μας στόμα Χριστοῦ, τὰ μάτια μας νὰ γίνουν μάτια Χριστοῦ, νὰ χαρίζουμε τὴν ὕπαρξή μας, γιὰ νὰ γίνει ὅλη Χριστός. Καὶ ἡ ἱερωσύνη μας νὰ εἶναι ὅ,τι καὶ ἡ Ἐκκλησία.

Ἄνθρωπος πίστεως

Ἡ πίστη εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρὴ κινητήρια δύναμη, ποὺ μετακινεῖ ὄρη, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Νὰ θυμηθοῦμε τὸν ὁρισμὸ τῆς πίστεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»[3].

Ἡ πίστη δὲν εἶναι κάποια ἀόριστη καὶ ἀφηρημένη θεωρία, μιὰ ὡραία ἰδεολογία καὶ μιὰ συμφέρουσα θρησκευτικὴ ἄποψη. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι  πρῶτα βίωμα, ἦθος, τρόπος ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς εἰδικά, πίστη σημαίνει ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνει ζωή μας καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἀλήθεια.

Ἄνθρωπος ἀγάπης

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ κύριο γνώρισμά μας ὡς χριστιανῶν. Καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἱερέας, ποὺ εἶναι μαθητὴς καὶ διάκονος τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἔχει θερμὴ ἀγάπη, τόσο γιὰ τὴν οἰκογένειά του, ὅσο καὶ γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ὁ Κύριος διῆλθε τὴν ζωή του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος»[4]. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἦταν καρδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου: «τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;»[5]«Τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω»[6]. Ἀκόμη, ἂς θυμηθοῦμε τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης ἀναφέρει: «ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει»[7].

Ὁ ἱερέας δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐχθρούς. Μπορεῖ νὰ τὸν ἐχθρεύονται πολλοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν θὰ ἐχθρεύεται κανένα. Σ’ ἕναν κόσμο ποὺ φωνάζει, ἀπαντᾶ σιωπηλά κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

[*Στὴ συνέχεια θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωή του π. Σάββα Ζαράρη, ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», τόμ.Β΄[8].]

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κάποιες πρακτικές, ποὺ καθορίζουν τὴν ἐπιτυχία τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας:

«Κατ’ οἶκον ἐκκλησία»

Ἀφοῦ ὁ ἱερέας καλλιεργήσει τὴν ἁγιότητα βίου,ποὺ ὅπως ἀναφέραμε εἶναι τὸ κύριο καὶ τὸ πᾶν, τὰ ὑπόλοιπα γίνονται πιὸ εὔκολα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ γλυκὸ ἄρωμα τῆς εὐσέβειας νὰ εἶναι διάχυτο μέσα στὸ ἱερατικὸ σπίτι. Νὰ εἶναι μιὰ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία» μέσα σ’ ἕνα καθαρό, ἁπλό, τακτοποιημένο, χωρὶς πολυτέλειες σπίτι. Τὸ εἰκονοστάσι μὲ τὶς εἰκόνες, τὸ καντήλι πάντοτε ἀναμμένο, τὸ θυμιατήρι μὲ τὸ θυμίαμα νὰ συνοδεύει κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν προσευχὴ τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα τῆς εὐσέβειας μέσα στὴν οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ τὰ παιδιά. Εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτές οἱ στιγμὲς τῆς οἰκογενειακῆς λατρείας καὶ προσευχῆς, αὐτὸ τὸ βίωμα, θὰ τὰ συνοδεύει σὲ ὅλη τους τὴ ζωή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μεταμορφώσεις καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ ζωή.

Τήρηση νηστείας

Μέσα στὸ ἱερατικὸ σπίτι εἶναι καλὸ νὰ τηροῦνται οἱ καθιερωμένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἄσκηση μέσα ἀπὸ τὴ νηστεία ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς μας. Χωρὶς σοβαρὸ λόγο ὑγείας δὲν πρέπει νὰ καταλύομε τὴ νηστεία, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζουμε καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐξ ἄλλου, σήμερα, τόσο οἱ διατροφολόγοι, ὅσο καὶ οἱ διαιτολόγοι, τονίζουν τὴν ἀξία τῆς σωστῆς διατροφῆς, μέσα στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας κινοῦνται καὶ  οἱ παραδεδομένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Φιλοξενία

Ὁ ἱερέας καὶ ἡ οἰκογένειά του πρέπει νὰ εἶναι φιλόξενοι καὶ ἐλεήμονες. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ὄχι μόνο χριστιανικὸ καθῆκον, ἀλλὰ καὶ προγονικὴ ἑλληνικὴ ἀρετή. Ἐπίσης, νὰ θυμούμαστε τὴν παραβολὴ τῆς μελλούσης κρίσεως. Πάνω σ’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς ἀναφέρει: «Πλεῖστα γὰρ φιλεῖ τὴν ἐλεημοσύνην ὁ Κύριος καὶ ἀσπάζεται, ὡς πρώτην οὖσαν αὐτοῦ θυγατέραν, ὅτι ἀεὶ μετ’ Αὐτοῦ ἐστίν». Ὅσο πτωχοὶ καὶ ἂν εἴμαστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὴν ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλοξενία δὲν θέλει πολλὰ πράγματα: «Κρείσσων ξενισμὸς μετὰ λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ   παράθεσις μόσχων μετ’ ἔχθρας»[9].

Τεκνογονία

Ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια πρέπει νὰ εἶναι παράδειγμα καὶ στὸ θέμα τῆς τεκνογονίας. Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγάλη τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ γινόμαστε συνδημιουργοί Του καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ὑπάρχει πολὺς ἀτομισμός, φυγοπονία, εὐθυνοφοβία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀρκετὰ παιδιὰ νὰ μὴν προχωροῦν στὸν γάμο καὶ πολλοί, ἂν καὶ προχωροῦν στὸν γάμο, μένουν μ’ ἕνα ἢ δυὸ παιδιά, ἐνῶ ἄλλοι καταλήγουν στὸ διαζύγιο μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτέλεσματα. Στὶς «σχέσεις» τῶν σημερινῶν παιδιῶν παρατηρεῖται μιὰ εὔκολη ἀλλαγὴ προσώπων, μὲ ἀποτέλεσμα τὶς  σχέσεις αὐτὲς νὰ τὶς χαρακτηρίζει μιὰ ἀθλιότητα τῆς εὔκολης καὶ συχνῆς ἀλλαγῆς προσώπου, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον.

Ὁ Μέγας Βασίλειος πολὺ σωστὰ ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρῶτα «οἰκογενειακὸ ὂν» καὶ «κοινωνικόν». Ἔτσι, ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ εὑρύτερη οἰκογένεια στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀναγκαία συντροφικότητα, συναλληλία, κοινωνικότητα, συνεργασία, συμφωνία, ἀλλὰ καὶ ἀληθινὴ συμπάθεια· «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων»[10]. Συνισταμένη φυσικὰ ὅλων τῶν ΣΥΝ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι πολυδύναμη ἀρετή, θεμέλιο καὶ ὀροφὴ καὶ κόσμημα τοῦ ἀληθινοῦ  ἀνθρωπίνου προσώπου.

Βίωση λειτουργικοῦ χρόνου

Ἡ οἰκογένεια εἶναι μιὰ ἀγκαλιὰ προσώπων, ποὺ ἀγαποῦν καὶ ἀγαπιοῦνται γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, δηλ. εἰκόνες τοῦ Θεοῦ γεννημένοι γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μέσα στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφοί μου, αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἰδιαίτερα ὅμως νὰ τὸ ζοῦμε πρῶτα ἐμεῖς. Νὰ ζοῦμε μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο. Τυπικὰ γίνεται. Πρέπει νὰ γίνει ὅμως καὶ οὐσιαστικά. Μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο ζοῦμε τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. «Μεμνημένοι τοίνυν…» Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν γέννησή μας μέχρι τὸν τάφο. Βλέπουμε τὸν χρόνο ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι σωτηριώδης καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν θεωροῦμε. Εἶναι χρόνος, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ μᾶς ἐξασφαλίζει τὴν εὐλογημένη αἰωνιότητα. Αὐτὰ τὰ βιώματα πρέπει νὰ ζοῦμεμέσα στὴν οἰκογένεια. Ἡ οἰκογένεια, ὅπως ξέρουμε, δὲν εἶναι μιὰ ἀπρόσωπη ὁμάδα, ἀλλὰ ἑτερόφυλη ἑνότητα προσώπων καὶ ἑπομένως ὅλα τὰ μέλη της συνδέονται μεταξύ τους, ὅπως τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἔτσι, τὸ ἕνα μέλος δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἄλλου μέλους, εἴτε πνευματικά, εἴτε σωματικά.

Ἡ πρεσβυτέρα

Ἕνας σημαντικὸς παράγοντας ἐπιτυχίας τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας εἶναι ἡ πρεσβυτέρα. Εἶναι γεγονός, ὅτι πίσω ἀπὸ ἕναν ἐπιτυχημένο κληρικὸ ὑπάρχει μιὰ σωστὴ πρεσβυτέρα. Ἡ πρεσβυτέρα ἔχει ὡς πρότυπο τὴν Παναγία μας, ποὺ μᾶς διδάσκει ἄριστα μὲ τὸ βιωμένο παράδειγμά της. Ἡ πρεσβυτέρα στηρίζει, τόσο τὴ διακονία τοῦ ἱερέα-συζύγου της, ὅσο καὶ τὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἀναπληρώνοντας μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὸν σύζυγό της, ὅταν αὐτὸς ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ σπίτι ἐξαιτίας ἱερατικῶν ὑποχρεώσεων.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σύζυγος ἱερέας ἐπιβάλλεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐκτιμᾶ τὴν πρεσβυτέρα του ὅπως τὸν ἑαυτό του. Μέτρο τῆς ἀγάπης του πρὸς τὴν πρεσβυτέρα του πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία[11].Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι θυσιαστικὴ καὶ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Νὰ τὴν ἀνέχεται, νὰ μὴν τὴ μαλλώνει, νὰ μὴν τὴν καταπιέζει, οὔτε νὰ τῆς ἐπιβάλλει ἐργασίες πέραν τῶν δυνάμεών της. Πάντοτε νὰ τὴ βλέπει «ὡς σκεῦος ἀσθενέστερον»[12], νὰ τῆς φέρεται μὲ ἀγάπη, πραότητα, σύνεση, ἀνοχὴ καὶ διάκριση. Νὰ τὴ στηρίζει καὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ, ὅταν  αὐτὴ εἶναι στενοχωρημένη. Μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ νὰ τὴ βοηθήσει, ὥστε νὰ συμπορεύονται μαζὶ τὴν ἀσκητικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ

Δοκιμασίες

Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ ἔχει πολλὰ πλεονεκτήματα. Ἕχει ὅμως καὶ θλίψεις, στενοχώριες, ἀρρώστειες, προβλήματα, βάσανα, πειρασμοὺς κ.ἄ. Ἀσφαλῶς τέτοια ἔχει καὶ ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Μερικοὶ στενοχωριοῦνται ὑπερβολικά, ἀπογοητεύονται, χάνουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸν Θεὸ καὶ καμμιὰ φορὰ τὰ βάζουν καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἄλλοι ρίχνουν τὴν εὐθύνη στὴ σύζυγό τους, στὰ παιδιά τους, στοὺς γονεῖς τους καὶ ἄλλους.

Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»[13]. Καὶ ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφέρει: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε,  ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις»[14]. Νὰ πιστεύουμε ὅτι, ὅ,τι δοκιμασία ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Νὰ τὴν δεχόμαστε ἀγόγγυστα κι ἔτσι θὰ ἔχουμε τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Νὰ βιώνουμε καθημερινὰ αὐτὰ ποὺ λέμε στὴ Θεία Λειτουργία: «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ὡς καὶ τὸ «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε…».

Ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν

Ὅμως τὸ μεγαλύτερο μαρτύριο γιὰ ἕναν οἰκογενειάρχη ἱερέα, μποροῦμε σήμερα νὰ ποῦμε, εἶναι τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν. Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ κίνδυνοι καὶ πειρασμοὶ καὶ προκλήσεις ὑπάρχουν γιὰ ὅλα τὰ παιδιά. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας εἶναι ὅτι εἶναι δακτυλοδεικτούμενα. Δὲν ἀπολαμβάνουν τῆς χάριτος, τῆς κατανόησης, τῆς στοργῆς καὶ τῆς συγχωρήσεως, ποὺ συνήθως ἔχουν τὰ ἄλλα παιδιὰ γιὰ τὰ λάθη τους. Εἶναι καλό, ὅταν κάποτε συμβαίνουν αὐτὰ ὡς πειρασμοὶ γιὰ τὸν κάθε γονιὸ ἱερέα, νὰ τὰ δεχόμαστε ὡς μαθήματα καὶ μηνύματα, γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε καὶ νὰ μὴν «ὑπεραιρόμεθα»[15].

Σ’ αὐτὸ τὸ θέμα κανένας μας δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ, οὔτε νὰ λέει μεγάλα λόγια, οὔτε νὰ κρίνει, παρὰ μόνο μὲ πολλὴ προσευχή, ταπείνωση καὶ ἁγιότητα βίου νὰ δίνει ὁ ἴδιος τὸ παράδειγμα. Ὁ σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἔλεγε στοὺς γονεῖς: «Ἐσεῖς γίνετε καλύτεροι καὶ ἀφῆστε τὰ παιδιά σας ἥσυχα. Μὴν τὰ βασανίζετε.» Ἐκεῖνο ποὺ σώζει καὶ φτιάχνει καλὰ παιδιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν γονιῶν μέσα στὸ σπίτι. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια. Πρέπει ἐμεῖς νὰ γίνουμε ἅγιοι κοντὰ στὰ παιδιὰ μὲ τὴν πραότητά μας, τὴν ὑπομονή μας, τὴν ἀγάπη μας. Νὰ βάζουμε κάθε μέρα νέα ἀρχή, νέα σειρά, νέα διάθεση, ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγάπη στὰ παιδιά μας. Καὶ ἡ χαρά, ποὺ θὰ τοὺς ἔρθει, ἡ ἁγιωσύνη, ποὺ θὰ τὰ ἐπισκεφθεῖ, θὰ φέρει στὰ παιδιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τὰ παιδιὰ δὲν τὰ σώζουν, οὔτε οἱ συμβουλές, οὔτε ἡ πειθαρχία, οὔτε ἡ αὐστηρότητα. Ἂν δὲν ἁγιαζόμαστε πρῶτα ἐμεῖς οἱ γονεῖς καὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε, κάνουμε μεγάλο κακὸ καὶ μεταδίδουμε αὐτὸ τὸ κακὸ ποὺ ἔχουμε μέσα μας στὰ παιδιά μας. Ἐὰν ἐμεῖς οἱ γονεῖς δὲν ζοῦμε ἁγία ζωή, δὲν μιλοῦμε μὲ ἀγάπη, ὁ διάβολος μᾶς ταλαιπωρεῖ μὲ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμοψυχία, ἡ συνεννόηση ἐμᾶς τῶν γονιῶν εἶναι ὅ,τι πρέπει γιὰ τὰ παιδιά. Νὰ προσευχόμεθα σιωπηλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάζουμε τὰ παιδιά μας μυστικά. Ὅταν κάνουν ἀταξίες, νὰ παίρνουμε κάποια παιδαγωγικὰ μέτρα, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ καταπιέζουμε.

Δὲν πρέπει ὡστόσο νὰ ἀρνούμαστε, ἰδιαίτερα ἡ μητέρα, τὸ αἰσθητὸ χάδι γιὰ τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ νὰ προσφέρουμε συγχρόνως καὶ τὸ χάδι τῆς προσευχῆς. Τὸ παιδὶ αἰσθάνεται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὸ πνευματικὸ χάδι, ποὺ μυστικὰ στέλνει ἡ μητέρα του καὶ ἕλκεται πρὸς αὐτήν. Αἰσθάνεται ἀσφάλεια, σιγουριά, ὅταν ἡ μητέρα του μὲ τὴν συνεχῆ ἐπίμονη καὶ θερμὴ προσευχή της τὸ ἀγκαλιάζει μυστικὰ καὶ τὸ ἐλευθερώνει ἀντὶ νὰ τὸ καταπιέζει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τελειώνοντας, εἶναι καλὸ ἐμεῖς, ὡς ἱερατικὴ οἰκογένεια, ὅσο φυσικὰ οἱ δυνατότητες καὶ οἱ συγκυρίες τὸ ἐπιτρέπουν, νὰ εἴμαστε πρῶτα ἐμεῖς ὑπόδειγμα στὴν κοινότητα ὅπου ζοῦμε καὶ κινούμαστε, καὶ εὐρύτερα στὴν κοινωνία. Κανένας κληρικός, πιστεύω, ποτὲ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει προβληματικὴ οἰκογενειακὴ ζωὴ στὸ σπίτι του, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται τελικὰ στὴν ἱερατική του διακονία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνορία του. Ἂν ὁ κληρικὸς δὲν εἶναι καλὸς κυβερνήτης τῆς οἰκογένειάς του, πῶς θὰ κυβερνήσει καὶ θὰ φροντίσει τὴν ἐνορία του μὲ τόσα πολλὰ μέλη; Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;»[16]

Σήμερα, ποὺ τὰ πράγματα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ, ἡ ζωὴ τοῦ οἰκογενειάρχη ἱερέα εἶναι μιὰ συνεχὴς καὶ ἐναγώνιος ἄσκηση. Γιατὶ ἀπαιτεῖται πάντοτε μὲ διάκριση καὶ προσευχὴ νὰ σταθμίζουμε τὸν οἰκογενειακὸ καὶ ἱερατικό μας βίο, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν κενὰ καὶ προβλήματα. Ἔτσι, ἐνῶ ἀποφεύγουμε τοὺς συγχρωτισμούς, δὲν ἀποποιούμαστε ὅμως τὴν παρουσία μας σὲ ἐνοριακὲς καὶ κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις, πανήγυρεις τῆς ἐνορίας μας σὲ ἱεροὺς ναοὺς ἢ ἐξωκκλήσια, γάμους, βαπτίσεις, συνεστιάσεις συγγενῶν καὶ φίλων κ.ἄ. Πάντοτε βέβαια μέσα στὰ ὅρια, ποὺ μᾶς παρέχονται καὶ τὰ ὁποῖα ἐν σχέσει μὲ τοὺς κοσμικοὺς εἶναι περιορισμένα καὶ ἀσκητικά.

Ἐπίσης, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε σὲ ὅλα τὰ θέματα τὶς ὑπερβολὲς καὶ πάντοτε νὰ ἐφαρμόζουμε τὸ μέτρο. Νὰ μὴν προκαλοῦμε, οὔτε μὲ μεγάλα σπίτια, οὔτε μὲ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα ἢ νὰ προτρέχουμε σὲ ὅ,τι καινούργιο. Διότι σὲ περίπτωση, ποὺ ὑπάρχει κάποια πτώση -ἄνθρωποι εἴμαστε-, τότε ὑπάρχουν πολλοὶ «καλοθελητὲς» καὶ πολλοὶ «φαρισαῖοι», ποὺ θὰ μᾶς κρίνουν αὐστηρὰ καὶ μάλιστα ἔχοντας ἀντίκτυπο τὸ ἀνάλογο κόστος καὶ τὸν σχετικὸ διασυρμό μας στὴν κοινωνία. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί»[17]. Μόνο ποὺ συνήθως τὸ ξεχνᾶμε αὐτὸ καὶ πληρώνουμε τὸ ἀνάλογο τίμημα. 

Ὡστόσο, κι ἂν αὐτὸ συμβαίνει κάποτε, ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία ὅλων, ποὺ πράγματι ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς λειτουργούς της, ὥστε νὰ μᾶς ἀντιμετωπίζουν μὲ πνεῦμα φιλευσπλαγχνίας καὶ φιλοτιμίας, προσευχόμενοι καὶ γιὰ ᾽μᾶς. Γιατὶ τὸ ἔχουμε ἀνάγκη, ὅπως κι ἐκεῖνοι. «Ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ»[18]. «Καί, εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη»[19].


[1]Ματθ. 6, 6.

[2]Κολ. 3, 16.

[3]βρ. 11, 1.

[4]Πρ.10, 38.

[5]Β’ Κορ.11, 29,

[6]Α΄ Κορ.9, 22.

[7]Α΄ ω. 2, 9-10.

[8]Βλ. σκητς μέσα στν κόσμο. Β΄, Ἁγιον Ὄρος 2012, σ. 188-214.

[9]Παρ.15, 17.

[10]Ρωμ.12, 15.

[11]φ. 5, 25-30.

[12]Πρβλ. Α΄ Πετρ. 3, 7.

[13]Ρωμ. 8, 28.

[14]ακ.1, 2.

[15]Πρβλ. Β΄ Κορ. 12, 7.

[16]Α΄Τιμ.3, 5.

[17]Ματθ. 10, 16.

[18]Ρωμ.12, 5,

[19]Α΄ Κορ.12, 26.

 

Το κήρυγμα του ιερέα

Το κήρυγμα του ιερέα: Εισήγηση στη Β´ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (30/10/2013).

Πρεσβυτέρου Μιχαήλ Νικολάου

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Θέλω αρχικά να ευχαριστήσω  για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου  η ανάθεση αυτού του μεγάλου και πολύ σοβαρού θέματος. Είναι σίγουρο, ότι για το θέμα αυτό θα μπορούσαν να αναφερθούν, αναλύοντάς το, πιο ειδικοί και καταρτισμένοι θεολόγοι, καθώς επίσης και πιο έμπειροι ιεροκήρυκες. Εκλαμβάνοντας όμως την ανάθεση αυτή ως διακονία, την έχω αποδεχθεί και έχω προσπαθήσει, ερευνώντας και μελετώντας τις διάφορες πτυχές του θέματος και συσχετίζοντάς τες με την ελάχιστη προσωπική εμπειρία μου, να παρουσιάσω την πιο κάτω εισήγηση, την οποία έχω χωρίσει σε τέσσερα βασικά μέρη. 

Αρχικά, στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η διακονία του κηρύγματος ως έργο και αποστολή του κληρικού, στο δεύτερο μέρος  τονίζεται ποιος είναι ο βασικός σκοπός και χαρακτήρας του, στο τρίτο η σχέση του με την λατρεία της Εκκλησίας και στο τέταρτο αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την σύνταξη και εκφώνησή του. Εκ των προτέρων ζητώ την κατανόησή σας για τυχόν λάθη και παραλείψεις, καθώς επίσης  και τη συμβολή σας, μέσω μιας εποικοδομητικής  συζήτησης στο πέρας της εισήγησης, για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Α. Το κήρυγμα ως έργο και αποστολή του κληρικού

Πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου  και πρώτος διάκονος του Λόγου του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που ως Θεός Λόγος και Φως αληθινό σαρκώθηκε, για να φωτίσει και να αγιάσει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω.1,9). Μέσα στην ακτινοβολία και τη λάμψη του ανέσπερου αυτού αληθινού φωτός κινείται κάθε προσπάθεια του οποιουδήποτε μετέπειτα εργάτη του ευαγγελίου, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να οδηγεί τον άνθρωπο προς Αυτόν τον Θεό Λόγο, «ἵνα μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω.8,12).

Το χριστιανικό κήρυγμα εγκαινιάστηκε από τη στιγμή που ο Κύριος  «ἤρξατο κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.4,17). Αυτή την ευχάριστη είδηση της έλευσης της βασιλείας του Θεού, που προϋποθέτει και έχει σαν συνέπεια την βαθιά πίστη και την αληθινή  μετάνοια, είχε σαν βάση και στόχο όλο το κηρυκτικό έργο του Σωτήρος Χριστού κατά την επίγεια δράση Του και που αποτελεί ταυτόχρονα πλήρωση όλων όσων υποσχέθηκε στον περιούσιο λαό του Ισραήλ.

Στη συνέχεια οι Απόστολοι, που αποτελέσαν τους πρώτους δέκτες αυτής της μεγάλης χαράς, πήραν την εντολή και την αποστολή από τον Αναστάντα Κύριο να γίνουν συνεχιστές του Σωτηρίου έργου Του. Μαζί με την χαροποιό και ειρηνοποιό ευλογία της Αναστάσεως Του, “ἐνετείλατο αὐτοῖς”(Ματθ.17,9)· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ.28,19-20). Η αποστολή αυτή των Αποστολών για το κήρυγμα, ξεκινά θα λέγαμε επίσημα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με την χαρισματική προς αυτούς δωρεά του Παναγίου Πνεύματος. Από εκείνη τη στιγμή ήταν φυσικό οι Απόστολοι, μέσα σ’ ένα τέτοιο αποκαλυπτικά θεϊκό περιβάλλον να έχουν ως κύρια φροντίδα  την εξαγγελία του “λόγου τῆς σωτηρίας”(Πράξ.13,26) και την προσφορά του ως τροφής πνευματικής και μάννα ἐξ οὐρανοῦ, σύμφωνα με όσα“εἶδον καί ἤκουσαν καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν” (Πράξ.4,20).

Η εντολή αυτή υπήρξε για τους Αποστόλους ιερή. Τούτο διαπιστώνουμε από το γεγονός της εκλογής των επτά διακόνων, όταν οι Απόστολοι θεώρησαν ότι το έργο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου ήταν πρωταρχικότερο από τη διακονία των τραπεζών, καθώς και από τη βεβαιότητα του Απ. Παύλου ότι, το βασικό έργο, για το οποίο τον είχε αποστείλει ο Χριστός στα έθνη, δεν ήταν το Βάπτισμα, αλλά ἡ διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως τονίζει ο ίδιος· «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ» (Α´Κορ. 1,17).

Είναι επομένως σαφές, ότι μόλις οι Απόστολοι έλαβαν τη χάρη της ιερωσύνης, έλαβαν ταυτόχρονα και την εντολή να γίνουν διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και, συνεπώς, ότι το κηρυκτικό έργο αποτελεί έργο και καθήκον όλων των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των κληρικών. Ο επίσκοπος, σύμφωνα με την Β´ ευχή της χειροτονίας του, συγκαταλέγεται στους αθλητές υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου και καλείται να είναι «ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς ἐν τῷ σκότει, παιδευτὴς ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστὴρ ἐν τῷ κόσμω». Για τον πρεσβύτερο δε, σε μια από τις ευχές της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του, ο αρχιερέας αιτείται και παρακαλεί με τα ακόλουθα λόγια τον άγιο Θεό: “Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος … ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου“.

Την ανάληψη της ευθύνης αυτής του κηρύγματος του ευαγγελίου από τον επίσκοπο και τον εκπρόσωπό του ιερέα, επιβάλλει πέρα από την αποστολική διαδοχή και η ανάγκη της εκκλησιαστικής τάξεως, αφ’ ενός για την εξασφάλιση της γνησιότητας του κηρύγματος, και αφετέρου της προστασίας του από την κατά καιρούς εμφάνιση ποικίλων αιρετικών και ετεροδιδασκάλων. Για τον λόγο αυτό οι θεοφόροι πατέρες μας κατά τη θέσπιση των ιερών κανόνων ξεκαθάρισαν ότι το κήρυγμα είναι αποκλειστικό  έργο των προεστώτων των Εκκλησιών, των επισκόπων δηλαδή και των πρεσβυτέρων, καθορίζοντας μάλιστα και αυστηρές ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονται αμελώντας το. Στον 19ον Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζεται ξεκάθαρα, ότι οι προεστώτες έχουν ευθύνη, «ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους». Ο ίδιος Κανόνας στη συνέχεια ξεκαθαρίζει, ότι η πιο πάνω ερμηνεία των Γραφών δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη και να στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθεί την ερμηνευτική παράδοση των θεοφόρων πατέρων και να βρίσκεται σε συμφωνία με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. 

Από τα πιο πάνω, πέρα από την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι η διδασκαλία και η διδαχή είναι έργο των κληρικών, είναι πιθανόν να μας δημιουργηθεί και η εύλογος απορία, αν το  κήρυγμα απαγορεύεται να γίνεται και από τους λαϊκούς, κάτι που, όπως παρατηρούμε, συμβαίνει συχνά. Οπωσδήποτε πριν απαντήσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να έχουμε την ανάγκη να εκφράζουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου και τη χαρά της Αναστάσεως σε κάθε μας στιγμή. Πέρα όμως από την καθημερινή μαρτυρία μας ως χριστιανοί μέσα στον κόσμο, το δημόσιο  επίσημο κήρυγμα δεν μπορεί να ξεφεύγει από την εποπτεία του ποιμένα της κάθε επαρχίας. Για τούτο, ως απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε, θα λέγαμε ότι η οποιαδήποτε από λαϊκούς διδασκαλία επιβάλλεται να γίνεται κατόπιν ευλογίας και αδείας του επισκόπου, αφού τα όσα θα πει και κηρύξει δεν θα είναι αφ΄ εαυτού, αλλά εκ μέρους της Εκκλησίας, αναπληρώνοντας θα λέγαμε τα υστερήματα των αμέσων υπευθύνων για το έργο αυτό κληρικών.

Κανένας ιεροκήρυκας, αδελφοί μου, όσο τέλειος και έμπειρος στη διακονία αυτή και αν είναι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ιερέα ως διδάσκαλο. Και αυτό διότι, όπως είδαμε, η ιερωσύνη συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο επίσκοπος και – κατ’ εντολή του – ο Πρεσβύτερος, διδάσκει το Ευαγγέλιο όχι ως ευφυέστερος και περισσότερο μορφωμένος από ένα λαϊκό διδάσκαλο του Ευαγγελίου, αλλά ως εκείνος που έλαβε κατά τη χειροτονία του τη χάρη της ιερουργίας του λόγου και της διδαχής, δηλαδή τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο μέσα από την εμπειρία του θυσιαστηρίου. Η ερμηνεία και ευαγγελική διδαχή από τον ιερέα κατά τη Θεία Λειτουργία δεν είναι μία απλή εκπαιδευτική δραστηριότητα (όπως αυτή του δασκάλου ή του θεολόγου καθηγητή, που διδάσκει το Ευαγγέλιο),  αλλά αποτελεί φανέρωση της χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και προέκταση του αγιαστικού της έργου. Η ευαγγελική διδαχή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είναι μυσταγωγική κατήχηση, είναι τμήμα του έργου της σωτηρίας που επιτελείται διά της ιερατικής τελετουργίας και όχι θεωρητικός καταρτισμός των πιστών και προσθήκη θρησκευτικών και ευσεβών γνώσεων. Από την άλλη, ο ποιμένας της κάθε ενορίας είναι αυτός που γνωρίζει προσωπικά  τα μέλη της, κατοικεί μαζί τους, ξέρει τις ανάγκες και τα προβλήματά τους και παρακολουθεί νυχθημερόν την πνευματική τους πορεία.

Με όσα είπαμε μέχρι στιγμής γίνεται ξεκάθαρο, ότι ο ιερέας δεν έχει το δικαίωμα να αμελεί τη διακονία του λόγου, όσο δύσκολη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, υπόθεση κι αν είναι. Ο ιερέας είναι ο μόνος που μπορεί να μεταδώσει ζωή και προφητικό πνεύμα από τη χάρη που του έχει δοθεί άνωθεν. Είναι ο μόνος, ο οποίος, αφού έχει αφομοιώσει το μήνυμα του Χριστού, μπορεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να το προσφέρει ζωντανό και σύγχρονο, αγιάζοντάς το και μεταμορφώνοντάς το μυστηριακά  διά του λόγου στον λαό του Θεού .

Β. Ο σκοπός και ο χαρακτήρας του κηρύγματος

Η Ορθόδοξη πίστη, αλλά και ολόκληρη η ζωή και η πορεία της Εκκλησίας μας, στηρίζονται και υπάρχουν, γιατί υπάρχει η Ανάσταση  του Σωτήρος Χριστού. Όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»(Α´ Κορ.15,12). Άρα, όπως καταλαβαίνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά«τὸ φαιδρὸν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα», το οποίο,«ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι τοῖς ἀποστόλοις»,  κήρυττανότι«ἐσκύλευται ὁ θάνατος,   ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός,  δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα έλεος». Το κήρυγμα του ιερέα, από όποιο θέμα και αν λάβει αφορμή, οποιαδήποτε και αν είναι η πορεία και η μορφή του, πρέπει να έχει απαραιτήτως μέσα του τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Ο ιερέας καλείται να κηρύξει ό,τι κήρυξε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τον λόγο του, αλλά κυρίως με τη ζωή του. Καλείται να μεταφέρει στον κόσμο την καλή είδηση, το ευαγγέλιο της σωτηρίας του. Μια καλή είδηση, όμως,  που προϋποθέτει άρνηση του κόσμου,  Σταυρό και θάνατο. Για τούτο και πάλιν ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι, «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α´Κορ.15,12),καθιστώντας μας έτσι προετοιμασμένους να δεχτούμε ότι, αν έτσι είναι το κήρυγμά μας, δεν θα είναι εύκολα αποδεχτό και πιστευτό, αφού πολλές φορές ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μέσα του μια λανθασμένη εικόνα για το τι είναι ο Θεός, ανάλογα με ό,τι τον βολεύει. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να κάνει τον κόσμο πιο όμορφο και να βοηθήσει τον άνθρωπο  με ηθικολογίες και αλλαγές στα κοινωνικά συστήματα, να περάσει μια πιο καλή ζωή πάνω σε αυτόν, αλλά να τον καθοδηγήσει να ζήσει σωστά πριν να πεθάνει, για να μην πεθάνει ποτέ. Να τον οδηγήσει να ενστερνιστεί την προσδοκία του μέλλοντος αιώνος και στην αναζήτησητης μέλλουσας πόλης, όπως ακριβώς το εκφράζει και πάλιν ο Απόστολος· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν» (Ἑβρ.13,14).Με άλλα λόγια, τελικός σκοπός του κηρύγματος δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. Και αιώνια ζωή είναι η γνώση, η γεύση, η κοινωνία του ανθρώπου μαζί με Αυτόν Τον ίδιο τον αιώνιο Χριστό, όπως ο ίδιος το μαρτυρεί στην αρχιερατική Του προσευχή· «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ποιος είναι ο σκοπός του κηρύγματος και ότι αυτό πρέπει να είναι κυρίως Χριστολογικό. Ο Χριστός αποτελεί την βασική προϋπόθεση, το μέσο, και τον στόχο κάθε κηρύγματος. Ο Χριστός, όχι ως απλός σοφός  διδάσκαλος ή ως πρότυπο τέλειας και ανυπέρβλητης ηθικής ζωής, αλλά αυτός που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.Καλούμε τον άνθρωπο να συνδεθεί και να ενωθεί με τον Χριστό, μεταδίδοντάς του το μήνυμα ότι αυτή η σύνδεση, η σχέση, η κοινωνία  μαζί Του, δεν είναι ζήτημα νομικό, δεν είναι ζήτημα πειθαρχίας ή απειθαρχίας σε κάποιες προσταγές, αλλά είναι – πάνω απ’ όλα – ζήτημα ζωής. Για την Εκκλησία, η δημιουργία σχέσης με τον Θεό σημαίνει για τον άνθρωπο δυνατότητα να γίνει μέτοχος μιας ζωής δίχως λήξη. Μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης μπορεί να γίνει λόγος και κήρυγμα για τη Χριστιανική ηθική, της οποίας κέντρο και πρότυπο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του κληρονόμο της αιώνιας ζωής.

Η σχέση του ανθρώπου με το πρόσωπο του Χριστού είναι αποτέλεσμα της μετάνοιάς του. Η αγκαλιά του Χριστού ανοίγει, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μετανοιωμένος. Μόνο τότε είναι που δικαιούται να εισέλθει στο σπίτι του Θεού και είναι άξιος να μετέχει στο πασχαλινό τραπέζι της Θειας Ευχαριστίας. Για τούτο το κήρυγμα του ιερέα πρέπει να είναι κήρυγμα μετανοίας. Για να κηρύξει όμως μετάνοια, θα πρέπει ο ίδιος να ζει τη μετάνοια. Και η αίσθησή της βιώνεται όταν, από την μια ο ίδιος βλέπει να μειώνεται η ένταση της προσωπικής του αμαρτίας σε συγκεκριμένα πάθη, και από την άλλη όταν η καρδιά του μαλακώνει και ανοίγεται, ώστε να συγχωρέσει μέσα της τους άλλους. Ιερέας στενόκαρδος, με μνησικακία, δεν είναι άξιος, όχι μόνο να κηρύσσει, αλλά και να ιερουργεί και να μετέχει του Δείπνου, αφού ουσιαστικά είναι από μόνος του έξω από αυτήν την Θεία Κοινωνία, μοιάζοντας με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου.

Βασική πηγή και βοήθημα του ιερέα στη διακονία του λόγου, έτσι ώστε να μην εκτραπεί από το πιο πάνω θεολογικό και εκκλησιαστικό υπόβαθρο, είναι οπωσδήποτε τα συγγράμματα των θεοφόρων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο μυστήριο του Χριστού όσο κανείς άλλος και να βιώσουν τη μυστική ζωή του εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Βασισμένο στους πατέρες, το κήρυγμα μας γίνεται ταυτόχρονα και αγιογραφικό, αφού αυτοί, εμπνευσμένοι από την άνωθεν σοφία, ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα της Γραφής εκφράζοντας την εμπειρία της εν Χριστώ αποκαλύψεως. Έτσι  «ἑπόμενοι τοῖς θείοις  Πατράσι», δίνουμε στον λόγο μας την Ορθόδοξη  εγκυρότητα που διαφυλάχτηκε πιστά μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι το κήρυγμά μας δεν γίνεται πατερικό, όταν απλά μεταφέρουμε αυτούσιο ένα πατερικό λόγο ή όταν γεμίζουμε το κήρυγμα μας με παραθέσεις πατερικών γνωμών  και χωρίων ή ρήσεων,  αλλά όταν αντλούμε από τη διδασκαλία τους και διαποτιζόμαστε από το αληθινό πατερικό τους πνεύμα.

Η ζωή, τα θαύματα και το μαρτύριο των αγίων της Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα επίσης μια σημαντική πηγή για το κήρυγμα του ιερέα, δίνοντας του χαρακτήρα αγιολογικό. Και τούτο, διότι οι άγιοι είναι, όπως συχνά λέμε, το Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο  στην πράξη και αποτελούν τα πρότυπα ζωής, που καλούνται οι πιστοί να μιμηθούν, αφού ουσιαστικά στόχος και σκοπός της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο από την αγιότητα. Ο βίος και η τιμή ενός αγίου, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, στέλνει, χωρίς πολλές φορές επιπρόσθετα σχόλια, το μήνυμα ότι «ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Οι άγιοι αναφωνούν με την παρουσία τους, ότι ο άδης όντως επικράνθη, αφού ο θάνατός τους όχι μόνο δεν δημιουργεί πένθος και δάκρυα, αλλά χαρά και πανηγύρια. Έχοντας υπόψη αυτό, συνειδητοποιούμε ότι η παρουσίαση μέσα στο κήρυγμα της ζωής και των θαυμάτων ενός αγίου δεν γίνονται με σκοπό τη συγκίνηση και τον θαυμασμό απλά των πιστών, αλλά παρουσιάζονται ως σημεία στήριξης της πίστης και της ελπίδας της μελλούσης ζωής και Βασιλείας.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να ξεχνά ο ιερέας, είναι ότι ο λαός μας χρειάζεται κατήχηση, άρα και το κήρυγμά του πολλές φορές πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό, ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας, πριν προσέλθει κάποιος στο Βάπτισμα προηγείτο συστηματική κατήχηση, που διαρκούσε μάλιστα 3 χρόνια. Οι δε κατηχούμενοι, ανάλογα με το στάδιο της κατήχησης, αποκαλούνταν ακροώμενοι, κατηχούμενοι και φωτιζόμενοι. Έτσι για αυτούς το κήρυγμα μετά από το Βάπτισμα είχε συμπληρωματικό και υπομνηστικό χαρακτήρα. Μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, έχουμε μια ουσιαστική ανατροπή της σειράς αυτής, με αποτέλεσμα ο λαός μας να αγνοεί βασικά θέματα της πίστεως μας, τα οποία οπωσδήποτε θα πρέπει να μεταδώσει ο ιερέας στο ποίμνιό του. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να στηριχτεί το κήρυγμα σε οποιοδήποτε θέμα, αφού θα απουσιάζει  ουσιαστικά το βασικό  θεμέλιο. Τα βασικά όμως αυτά θέματα, λόγω της ευρύτητας τους, καλό θα ήταν να προσφέρονται στον λαό πέρα από το κήρυγμα και σε προκαθορισμένες απογευματινές συνάξεις, στις οποίες θα υπάρχει και περισσότερος χρόνος αλλά και η δυνατότητα διαλόγου.

Το κήρυγμα του ιερέα πρέπει ακόμη να είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις ανάλογες περιστάσεις και συνθήκες του σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι λόγος του Χριστού δεν είναι διαχρονικός. Όπως ο Χριστός είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας», έτσι και ο λόγος του «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ο ιεροκήρυκας όμως δεν θα πρέπει να ξεχνά, ότι το κήρυγμα αλλιώς γινόταν πριν χίλια χρόνια και αλλιώς πρέπει να γίνεται σήμερα, γιατί άλλα προβλήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε και αλλιώς σκέπτονταν σε σχέση, με τους τωρινούς. Το κήρυγμα πρέπει να είναι λόγος σωτηρίας σε άμεσο σύνδεσμο με τη σημερινή πραγματικότητα και σε στενή αναφορά προς τα καθημερινά φλέγοντα θέματα των ανθρώπων. Θα πρέπει να γίνεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στις μέρες μας, λόγος παρακλήσεως και  παρηγορίας,  που θα προκαλέσει την εν Χριστώ ειρήνη και την εν Αγίω Πνεύματι χαρά στις καρδίες των ανθρώπων. Ο ιερέας κηρύσσοντας, ως φορέας του λόγου του Θεού, καλείται να γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ» (Α´ Κορ. 9,22).

Επέλεξα να κλείσω την ενότητα αυτή για το σκοπό και τον  χαρακτήρα του κηρύγματος, με το να τονίσω ίσως το πιο ουσιαστικό από όλα τα χαρακτηριστικά του. Κάτι, που αν απουσιάζει, καθιστά τα λόγια του ιερέα να μοιάζουν ως«χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α´ Κορ. 13,2). Το κήρυγμα, για να έχει απήχηση, προϋποθέτει βαθιά πίστη και προσωπική εμπειρία της χριστιανικής αλήθειας και ζωής. Τα λεγόμενα του ιεροκήρυκα ιερέα πρέπει να είναι απαύγασμα της προσωπικής του μελέτης και γνώσεως και, κυρίως, καρπός του δικού του πνευματικού αγώνα. Αν λείπει αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας, το κήρυγμα δεν είναι πια λειτουργία του μυστικού σώματος του Χριστού, που ιερουργείται εν Αγίω Πνεύματι, ούτε ο ομιλητής στόμα Χριστού και όργανο του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλάβουμε τι εννοώ, ας φέρουμε λίγο στη σκέψη μας τους διάφορους λόγους των πολιτικών μας προσώπων που, ενώ είναι καλογραμμένοι και προσεγμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα από ειδικούς φιλόλογους και επικοινωνιολόγους, προκαλούν τις πλείστες φορές  τη δυσφορία και την αδιαφορία μας, αφού γνωρίζουμε πολύ καλά την ασυνέπεια των λόγων και των έργων αυτών, που τους εκφωνούν. «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ, καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», μας διαβεβαιώνει ο όσιος Νείλος ο Ασκητής. Αυτά πουαναδεικνύουν τους γνήσιους και ορθόδοξους ερμηνευτές των Γραφών και χαρακτηρίζουν τους θεολόγους και αληθινούς κήρυκες του ευαγγελικού μηνύματος είναι κυρίως η προσευχητική διάθεση, η καύση της καρδίας, ο θεϊκός έρωτας και ο θείος  φωτισμός για την ιερουργία του θεϊκού λόγου, στοιχεία που οδηγούν στη θεολογική καταξίωση. Μια καταξίωση, που διέρχεται μέσα από το χώρο της μυστικής εμπειρίας.

Γ. Το κήρυγμα ως αναπόσπαστο μέρος της λατρείας

Η όλη εκκλησιαστική προσπάθεια, αφού ως στόχο έχει τη σωτηρία των πιστών, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρέπει να οδηγεί και να κατευθύνει τον άνθρωπο στο μυστήριο της Σωτηρίας, στη Θεία Λειτουργία, αφού εκεί θα ενωθεί με Τον Χριστό σε αληθινή κοινωνία σαρκός και πνεύματος. Αυτόν λοιπόν τον σκοπό υπηρετεί και ο λόγος της, γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη παράδοση η Αγία Γραφή και η Λειτουργία θεσπίστηκαν για να συνυπάρχουν ενωμένες για πάντα. Η Αγία Γραφή αποτελεί την πηγή και τη βάση ολόκληρης της λειτουργικής και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Τα ιερά  αναγνώσματα, Ευαγγελικό και Αποστολικό, αποτελούν αδιάσπαστο τμήμα της ευχαριστιακής λειτουργίας. Δεν αποτελούν, όπως εσφαλμένα νομίζεται, εισαγωγή στο κυρίως Μυστήριο. Το «Μυστήριο του Λόγου» είναι αναπόσπαστο και αδιαίρετο από το «Μυστήριο της Ευχαριστίας». Χωρίς το πρώτο, το δεύτερο είναι ακατανόητο.

Ως λογική συνέπεια των παραπάνω, το κήρυγμα, που αποτελεί κυρίως ανάλυση του βιβλικού λόγου, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της ορθόδοξης λατρείας και δεν πρέπει να διαχωρίζεται απ’ αυτήν. Το κήρυγμα του λόγου του Θεού προσλαμβάνει τη θεολογική του σημασία και την αξία του στη συνάθροιση και την ορατή φανέρωση της ευχαριστιακής κοινωνίας. Ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, που  τρέφει και ζωογονεί την Εκκλησία ως κεφαλή της, προσφέρεται από την  Εκκλησία με δυο θα λέγαμε μορφές, προς αντίστοιχα δυο εισόδους του σαρκικού ανθρώπου. Ως Ευαγγέλιο, δια των αυτιών του, και ως Θεία Κοινωνία, δια του στόματός του. Αυτό ακριβώς παρουσιάζεται και στη Θεία Λειτουργία με τις αντίστοιχες δυο εισόδους της. Τη μικρή είσοδο του Ευαγγελίου και τη μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων.

Πραγματικά, δεν είναι δυνατό κάποιος να μετέχει στο ευχαριστιακό τμήμα της Θείας Λειτουργίας χωρίς να συμμετέχει στο κηρυγματικό της τμήμα. Στη Θεία Λειτουργία ο πιστός καθοδηγείται από το Βιβλίο της Ζωής καθ’ οδόν προς μια πλήρη επίγνωση της θείας αποκαλύψεως. Για τους Πατέρες, η ερμηνεία της Γραφής γίνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία,  γιατί αυτή τη δημιούργησε, αυτή τη διαφυλάσσει,  αυτή μόνη είναι που μπορεί εκφράσει το αληθινό της μήνυμα και τούτο μόνο εντός της λατρείας της. Γι’ αυτό τον λόγο  επαναλαμβάνουμε, ότι το κήρυγμα θα πρέπει να τελείται κανονικά μόνο από τον λειτουργό, αφού αποτελεί μυστήριο εντός του μυστηρίου. Είναι το μυστήριο  της μεταβολής του ανθρωπίνου λόγου της Γραφής σε Λόγο του Θεού, για να δοθεί στον λαό.

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές, ότι και από θεολογικής, άλλα και από Εκκλησιολογικής απόψεως, το κήρυγμα αποτελεί και θα αποτελεί πάντοτε αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Πέραν τούτου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κήρυγμα πολλές φορές γίνεται με στόχο την κατήχηση του πιστού για τη λατρεία και από την λατρεία, αφού η θεία λατρεία είναι μια βασική πηγή για το κήρυγμα. Ο ιερέας δηλαδή αναπτύσσει στον λαό τα νοήματα των ιερών τελετών, μυστηρίων, λειτουργικών πράξεων και συμβολισμών, με σκοπό την ενσυνείδητη συμμετοχή σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα πολλά στοιχεία της λατρείας  αποτελούν βασικά εργαλεία για το κήρυγμα, αφού προσφέρουν θέμα, υλικό και εποπτεία. Έτσι, λατρεία και κήρυγμα συμπληρώνουν και ζωντανεύουν το ένα το άλλο. Εδώ είναι απαραίτητη η γνώση της ιστορίας της λατρείας, για είναι δυνατή η διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες και για την αποτροπή λανθασμένων και αυθαιρέτων ερμηνειών.

Μέσα στα ίδια πλαίσια της ένταξης του κηρύγματος στη θεία λατρεία, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το πόσο αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί με θέματα που προσφέρουν πλουσιοπάροχα οι λεγόμενες εκκλησιαστικές ή λειτουργικές τέχνες. Η θεολογική ερμηνεία των εικόνων, η επεξήγηση των ύμνων, η αρχιτεκτονική του ναού καθώς επίσης και η διακόσμησή του, είναι απίστευτο πόσο μπορούν να εμπνεύσουν τον ιερέα στη διακονία του κηρύγματος. Ενδεικτικά αναφέρω την επεξήγηση στον λαό της τοποθέτησης πίσω από την Αγία Τράπεζα του ασημένιου Σταυρού και των εξαπτέρυγων και όχι του Εσταυρωμένου Χριστού της Μεγάλης Παρασκευής, με την ανάλογη εσχατολογική ερμηνεία. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί κατανοούν, αφενός μεν την αλήθεια που εκφράζει κάθε είδος λειτουργικής τέχνης και ευπρέπειας,  και αφετέρου αποκτούν ένα υγιές κριτήριο για να μπορούν με ορθό τρόπο να αξιολογούν τα επιτεύγματα των ιερών τεχνών και να διακρίνουν το πνευματικά από το κοσμικά ωραίο.  Η σωστή όμως μύηση του λαού στα θέματα αυτά, προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και μύηση πρώτα του ιδίου του ιερέα, που αρχίζει μεν από την θεολογική του κατάρτιση, συμπληρώνεται όμως συστηματικά από το προσωπικό ενδιαφέρον και μεράκι.    

Δ. Βασικές αρχές για τη σύνταξη και εκφώνηση του κηρύγματος

Όσο καλή διάθεση και αν έχει  ο ιερέας για να υπηρετήσει τη διακονία του λόγου, θα πρέπει απαραιτήτως να έχει υπόψη του κάποιες βασικές αρχές, τόσο στην καταγραφή, όσο και στην εκφώνηση του κηρύγματος, που θα τον προστατέψουν από βασικά λάθη, απαράδεχτες αυθαιρεσίες ή παραλήψεις, στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν την προσπάθεια του στο αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πώς και μόνο η λέξη  κήρυγμα για πολλούς ανθρώπους, είτε εκκλησιάζονται, είτε όχι, έχει φορτιστεί αρνητικά, με αποτέλεσμα ο κηρυγματικός λόγος να απαξιώνεται. Για τον λόγο αυτό, αφουγκραζόμενοι αυτή την απαξίωση, θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτό συμβαίνει και, αναζητώντας τις αιτίες της, να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε στην ουσία τον ίδιο τον εαυτό μας, ούτως ώστε να κάνουμε ξανά τους ανθρώπους να νιώσουν το κήρυγμα ως μια βασική ψυχική ανάγκη και όχι ως μια απλή  ομιλία, που είναι αναγκασμένοι να ακούσουν την Κυριακή.

Κατ᾽αρχάς, θα πρέπει ο ιερέας να ασχολείται με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προετοιμασία του για την εκφώνηση του κηρύγματος. Το να αρκείται στην έμπνευση της στιγμής ή αφήνεται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος δείχνει, θα λέγαμε, οκνηρία, επιπολαιότητα και έλλειψη ουσιαστικής ευθύνης απέναντι στο έργο που του έχει εμπιστευτεί η Εκκλησία. Ο ιερέας, αφού μελετήσει διεξοδικά το θέμα, στο οποίο θα αναφερθεί, θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσει στην κατάστρωση του διαγράμματός του. Στα πρώτα χρόνια της διακονίας του θα πρέπει απαραιτήτως να προχωρεί και στην πλήρη σύνταξη και καταγραφή του κειμένου του κηρύγματος, το οποίο στη συνέχεια θα εκφωνήσει εκ του χειρογράφου. Αυτό πρέπει, όπως είπαμε, να συμβαίνει για ένα σχετικά άπειρο ιεροκήρυκα, ούτως ώστε να μπορεί να λαμβάνει πλήρη συνείδηση του περιεχομένου του κηρύγματος, της διαπραγματεύσεώς του, του μήκους του, της διατυπώσεως και της μορφής του. Το γραπτό κείμενο επίσης θα βοηθήσει τον νέο ιεροκήρυκα να αποκτήσει πείρα και να ξεπεράσει τη φυσιολογική ψυχολογική πίεση, που συνοδεύει την από στήθους απαγγελία. Οπωσδήποτε όμως τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η απεξάρτηση του ιεροκήρυκα από το γραπτό κείμενο, που προϋποθέτει αναγκαστική προσκόλληση σε αυτό, αφού έτσι μειώνεται η φυσικότητα του λόγου και η άμεση επαφή με το ακροατήριο. Η  δεοντολογία του κηρύγματος απαιτεί ζωντανό και φιλικό λόγο, κάτι που προσφέρει η άνευ χειρόγραφου εκφώνησή του, κατά την οποία ο ομιλητής κινείται πιο άνετα και δεν κολλά σε ένα ψυχρό ανάγνωσμα, που πολλές φορές αποκοιμίζει τον ακροατή. Πολύ βοηθητικό για τον ιεροκήρυκα, όταν κηρύσσει από στήθους, θα ήταν να έχει γραμμένο σε μια μικρή σημείωση το διάγραμμα της πορείας του κηρύγματος και να το κρατά διακριτικά στο χέρι, για να το συμβουλευτεί, αν χρειαστεί, την ώρα που θα εκφωνεί το κήρυγμα.

Η μορφή και η πορεία του κηρύγματος αποτελεί θα λέγαμε το ανθρώπινο όχημα και σκεύος, που θα μεταφέρει το θείο μήνυμα από τον Θεό στον άνθρωπο μέσω του ιερέα. Γι᾽αυτό πρέπει ο ιεροκήρυκας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη κάποιους ομιλητικούς κανόνες, που πηγάζουν από τη μακραίωνη εξειδίκευση της Εκκλησίας στο κηρυκτικό έργο. Αυτοί θα του χαρίσουν τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη διακίνηση του λόγου, απαλλάσσοντάς τον από πολλούς κινδύνους. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ, θέλω να αναφερθώ με συντομία στις τρείς βασικές μορφές κηρυγμάτων, την καλούμενη  κατωτέρα ομιλία, την ανωτέρα ομιλία και τον Λόγο, για τις οποίες γίνεται λόγος  στο μάθημα της Ομιλητικής, που διδάσκεται στις Θεολογικές Σχολές .

Η κατωτέρα ομιλία είναι το πιο απλό είδος κηρύγματος, έχει τις λιγότερες απαιτήσεις από τον συντάκτη της και μπορεί να την κατανοήσει ο κάθε ακροατής. Δεν είναι, θα λέγαμε, τίποτα άλλο, από την ερμηνεία της περικοπής και την ανάπτυξη των διδαγμάτων της. Στην περίπτωση μάλιστα, που αυτά είναι πολλά, ο ομιλητής περιορίζεται σε κάποια από αυτά και τα υπόλοιπα τα αφήνει για να αποτελέσουν την βάση μιας άλλης παρόμοιας ομιλίας. Το είδος αυτό του κηρύγματος είναι σαφώς το πρώτο είδος, με το οποίο θα επιχειρήσει να ασχοληθεί ο ιεροκήρυκας στα πρώτα του βήματα, αλλά είναι και το πρώτο είδος, με το οποίο θα πρέπει να γαλουχηθεί ο κόσμος, αφού όπως είπαμε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα είδος ξεναγήσεως στον Λόγο του Θεού. Χωρίς ο άνθρωπος να γνωρίζει τον Λόγο του Θεού είναι σφάλμα, θα λέγαμε, να μιλούμε σε αυτόν για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

Η ανωτέρα ομιλία είναι τελειότερο, μπορούμε να πούμε, είδος κηρύγματος, που ενώ είναι βασισμένο πάνω σε μια ευαγγελική η αποστολική περικοπή προσφέρει τη δυνατότητα ενός πιο ελεύθερου λόγου στον ιεροκήρυκα, γύρω από όμως ένα συγκεκριμένο μήνυμα και θέμα που είναι παρμένο από την περικοπή. Έτσι, ολόκληρη η ερμηνεία  της περικοπής βασίζεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο δίδαγμα που έχει εκ των προτέρων καθορίσει ο ομιλητής ότι θέλει οι ακροατές να εισπράξουν. Έτσι, η προσοχή του ακροατή δεν διασπάται και ο ομιλητής μπορεί να αναλύσει πιο διεξοδικά ένα θέμα, αφού όλος ο χρόνος μπορεί να διατεθεί για αυτό.

Τρίτη και τελευταία  μορφή κηρύγματος είναι ο Λόγος. Το κήρυγμα στη μορφή αυτή είναι πιο ελεύθερο και δεν είναι αναγκαίο να βασιστεί μόνο σε μια περικοπή από τις Γραφές, αλλά αποτελεί μια ομιλία, με βάση βέβαια ένα πάλι θέμα που επιλέγει και καθορίζει ο ομιλητής, με ένα όμως δικό του αποκλειστικά σχέδιο και τρόπο. Το είδος αυτό είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει πολλή κόπο και πολλές θεολογικές και πνευματικές γνώσεις  και δεξιοτεχνία,  που αποκτούνται με τις ανάλογες εμπειρίες. Στη μορφή του Λόγου είναι επίσης πολύ σημαντικό ο ομιλητής να έχει ώριμο εκκλησιαστικό και ποιμαντικό φρόνημα, το οποίο θα μεταδοθεί στον κόσμο μέσω του λόγου του. Θα ήταν πιστεύω περιττό να τονίσουμε πως, για να επιχειρήσει ο ιεροκήρυκας αυτό το είδος του Λόγου, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία, χρησιμοποιώντας τις δυο προηγούμενες μορφές κηρύγματος.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι, με βάση τις πιο πάνω μορφές κηρυγμάτων,  έχουν διαμορφωθεί και κυκλοφορούν πολλές εκδόσεις έτοιμων θα λέγαμε ομιλιών,  λόγω κυρίως της παγίωσης του συστήματος των αναγνωσμάτων της Κυριακής. Είναι μάλιστα σε πολλούς γνωστά τα λεγόμενα Κυριακοδρόμια, των οποίων βέβαια ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους ιεροκήρυκες, αλλά προορίζονταν για την κατ’ ιδία πνευματική μελέτη των ανθρώπων του λαού. Σιγά-σιγά τα Κυριακοδρόμια έπαυσαν να είναι λαϊκό ανάγνωσμα, ή έστω έμμεσο βοήθημα των ιεροκηρύκων, και απέβησαν πηγές, ίσως και μοναδικές, για τους αμελείς εργάτες του λόγου του Θεού. Στις μέρες μας μάλιστα στο διαδίκτυο δημοσιεύονται συστηματικά και εβδομαδιαία  πολλά έτοιμα κηρύγματα και ομιλίες, τα οποία  βάζουν θα λέγαμε τον ιερέα σε πειρασμό, να μην καταβάλει προσπάθεια για να φτιάξει κάτι δικό του. Αυτό πρέπει να πούμε ότι είναι απαράδεκτο και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τον ιερέα, ώστε να μην  αντιγράφει απλώς ένα έτοιμο κήρυγμα, γιατί έτσι  παύει να είναι προσωπική μαρτυρία δική του, παύει να είναι έκφραση του περισσεύματος της καρδιάς του, προσφορά της δικής του πνευματικής εμπειρίας και γνώσεως των Γραφών και των Πατέρων. Ο ιερέας  παύει να είναι, όπως τον θέλει η παράδοση της Εκκλησίας, ο προφήτης, που εξαγγέλλει τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει για να γίνει κατανοητός στους ανθρώπους, και καταντά φερέφωνο και μεγάφωνο λόγου ανθρωπίνου. Ως προς τα έτοιμα κηρύγματα, πρέπει  να γίνει συνείδηση στους εργάτες του λόγου του Θεού, ότι μπορούν να τα χρησιμοποιούν μόνο  ως έμμεσο βοήθημα, αλλά ποτέ δεν πρέπει να γίνονται άμεσες πηγές του κηρύγματος. Πρακτικά θα λέγαμε, ότι η σωστή πορεία είναι ο ιερέας, μελετώντας καλά την περικοπή με πολλή προσευχή, να βγάζει από μέσα του αυτό που η αγάπη του για το ποίμνιό του έχει να του προσφέρει. Ο λόγος του πρέπει να βγαίνει από την καρδιά του, αφού, όπως εύστοχα λέγεται συχνά, «ό,τι βγαίνει από την καρδιά μπαίνει στην καρδιά». Ο ιερέας, ως ποιμένας  καλός, γνωρίζει  τα πρόβατά του ονομαστικά και αυτά τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν τη φωνή του και δεν ακολουθούν κανένα άλλο εκτός από αυτόν. Έτσι πρέπει να είναι ο καλός ποιμένας σύμφωνα πάντα με τον λόγο του Κυρίου. Θα πρέπει η κάθε του ενέργεια, όπως και το κήρυγμα, να μην είναι απόρροια μιας τυπικής υποχρέωσης προς το ποίμνιό του, αλλά της γνήσιας πατρικής του αγάπης. Μιας αγάπης γεμάτης πνεύμα θυσίας, αφού «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»(Ἰω. 10,11).

Από αυτή τη θυσιαστική αγάπη του ιερέα προς τον λαό πρέπει να πηγάζει και το ύφος του κατά την  εκφώνηση του κηρύγματος. Πομπώδεις εκφράσεις, ρητορικές εξάρσεις, επιδείξεις γνώσεων και σοφίας, θεατρικές χειρονομίες και άλλα παρόμοια είναι τελείως απρεπή και ασυμβίβαστα με τον χαρακτήρα και σκοπό του κηρύγματος. Τα πιο πάνω είναι σίγουρο ότι αποτελούν μια βασική αιτία του γεγονότος, ότι το κήρυγμα δέχεται σήμερα απαξίωση. Ο ιερέας κηρύσσοντας, όπως είπαμε, συνεχίζει το έργο του Χριστού με ταπείνωση και σεμνότητα , χωρίς καμία επιτήδευση, χωρίς την προσδοκία εντυπωσιασμού και επαίνου, αλλά με φόβο Θεού για την αποστολή που του έχει ανατεθεί.

Η διάρκεια επίσης του κηρύγματος είναι κάτι, που πρέπει ο ιερέας να προσέξει ιδιαίτερα, εάν θέλει να είναι αποδεκτό και ωφέλιμο στον λαό. Στη Θεία Λειτουργία, την οποία ο κόσμος παρακολουθεί νηστικός, συνήθως όρθιος, και κουρασμένος ήδη από την Ακολουθία του Όρθρου, νομίζουμε ότι είναι αρκετά τα 10 λεπτά της ώρας περίπου. Είναι αφάνταστο πόσα πολλά και ωφέλιμα μπορεί να πει ο καλά προετοιμασμένος και θεολογικά συγκροτημένος ιεροκήρυκας σε τόσο λίγη ώρα. Βέβαια η ανάπτυξη του θέματος δεν θα είναι διεξοδική ούτε εξαντλητική και το κήρυγμα πρέπει να αφήνει τη δυνατότητα για αυτενέργεια των πιστών. Η «απόλυση» εξάλλου  της Θειας Λειτουργίας  δεν είναι το τέλος ενός τελετουργικού, στο οποίο ο πιστός οφείλει να μετέχει με μυστική απάθεια, αλλά η αρχή μιας αέναης κίνησης και δράσης για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Για να αντεπεξέλθει όμως ο ορθόδοξος χριστιανός σ᾽αυτή την ουσιαστική αποστολή είναι απαραίτητο να έχει πλήρη επίγνωση και να έχει κατανοήσει τέλεια το μήνυμα, που ο Θεός του έχει μεταδώσει μέσω της λατρείας.

Άφησα τελευταίο ένα φλέγον θέμα, που αποτελεί πολλές φορές αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους διακόνους του κηρύγματος, και αυτό είναι η επιλογή της καταλληλότερης στιγμής εντός της Θείας Λειτουργίας για να γίνεται αυτό. Η κανονική θέση του από θεολογική άποψη είναι οπωσδήποτε μετά το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου,  αφού το πρώτο τμήμα της Θείας Λειτουργίας ανήκει στη διδαχή και το δεύτερο στην Ευχαριστία. Επιπλέον, κατά την ώρα αυτή οι μεν εκκλησιαζόμενοι έχουν πρόσφατα ακούσει τα αναγνώσματα πάνω στα οποία συχνά γίνεται το κήρυγμα και έτσι μπορούν πιο εύκολα να το κατανοήσουν, ο δε λειτουργός μπορεί στη συνέχεια απερίσπαστος να προχωρήσει στην τέλεση του μυστηρίου. Η κύρια αιτία που πολλοί ιεροκήρυκες μεταθέτουν το κήρυγμα, είτε στην ώρα του κοινωνικού, είτε προ της απολύσεως, είναι η καθυστερημένη προσέλευση του κόσμου στη Θεία Λειτουργία. Σε αυτό βέβαια δεν τους αδικούμε, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι  που δεν εκκλησιάζονται τακτικά αλλά έρχονται περιστασιακά στον ναό, λόγω κάποιας μεγάλης γιορτής ή κάποιου μνημοσύνου, ωφελήθηκαν από κάποιο κήρυγμα που άκουσαν και ξεκίνησαν μια πιο πνευματική ζωή. Από την άλλη όμως θα λέγαμε πως, με το ίδιο σκεπτικό που μεταθέτουμε το κήρυγμα, θα πρέπει να μεταθέσουμε και τα αναγνώσματα στο τέλος της Λειτουργίας. Πέραν τούτου, οι δυο άλλες αυτές χρονικές επιλογές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Την ώρα του Κοινωνικού η προτεραιότητα βρίσκεται στην Ευχαριστία και όχι στη διδαχή και καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση και προετοιμασία των χριστιανών για την προσέλευσή τους στη Θεία Κοινωνία, ενώ, επί πλέον, τα μικρά παιδιά, που έρχονται να κοινωνήσουν, μαζεύονται κοντά στην αγία πόρτα και ο ιερέας φαίνεται ότι τους ταλαιπωρεί με την καθυστέρηση που προκαλεί το κήρυγμα. Από  την άλλη, την ώρα της απολύσεως ο κόσμος πλέον είναι κουρασμένος από την όλη Ακολουθία και ψυχολογικά ετοιμάζεται για να φύγει και κατεβαίνει από τα στασίδια, πολλοί  εορτάζοντες ή και οι τελούντες μνημόσυνα πιστοί σπεύδουν στην προετοιμασία της διανομής των κολλύβων, και έτσι δημιουργείται μια αρνητική ατμόσφαιρα, τόσο για το ιεροκήρυκα στην εκφώνηση του κηρύγματος, όσο και για τους πιστούς στο να το ακούσουν. Αν το κήρυγμα είναι καλό, και γίνεται συνεχής διαφώτιση του λαού ότι πρέπει απαρέγκλιτα να ευρίσκονται οι πιστοί στον ναό από την αρχή της Λειτουργίας, δεν χρειάζεται θα λέγαμε  να γίνει η μετάθεση αυτή και θα πρέπει να γίνεται κανονικά στην κανονική του ώρα, ακριβώς μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Για το θέμα αυτό της επιλογής  κατάλληλης χρονικής στιγμής, που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα, όπως και για τα υπόλοιπα πρακτικά ζητήματα που το αφορούν, καλό θα ήταν στη συνεχεία να δημιουργηθεί  μια εποικοδομητική συζήτηση, ούτως ώστε, τουλάχιστο τα όρια της δικής μας Μητροπόλεως, να μην παρουσιάζονται παραφωνίες.

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Από την πιο πάνω παρουσίαση του θέματος γίνεται σαφές το πόσο σπουδαίο είναι από την μια, αλλά και πόσο υπεύθυνο πρέπει να είναι από την άλλη το κήρυγμα του ιερέα. Η διδαχή δεν είναι κάτι το προαιρετικό στην αποστολή ενός κληρικού, αφού αυτή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πίστη προς τον Θεό, στην προσευχή και στην  ένωση μαζί Του. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος, «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν ὃν οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ.10,14). Αυτό όμως που μας διασφαλίζει την κατανόηση του λόγου του Θεού, έτσι ώστε κι εμείς με τη σειρά μας να τον μεταδώσουμε απλανή στον λαό του Θεού, είναι ο φωτισμός, όχι τόσο του νου μας, όσο ο φωτισμός της καρδίας μας από το φως της Θεογνωσίας. Ας θυμηθούμε, ότι στην ευχή που διαβάζουμε πριν το ευαγγελικό ανάγνωσμα, ευχόμαστε  με τα εξής λόγια: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν». Ο φωτισμός αυτός είναι που μας οδηγεί, όχι μόνο στο φρονεῖν αλλά και στοπράττειν  τον λόγο του Θεού .

Ο υπηρέτης του λόγου του Θεού, όταν κηρύσσει,  παρουσιάζεται συχνά από πολλούς θεολόγους να έχει κάποια αναλογία με την ίδια την  Παναγία. Γιατί, όπως αυτή δέχτηκε τον Θεό Λόγο και τον μορφοποίησε με την σάρκα και το αίμα της, έτσι και ο ιεροκήρυκας δέχεται τον λόγο του Θεού, το ευαγγέλιο, για να το μορφοποιήσει με την ύπαρξή του, ώστε να το παρουσιάσει ζωντανό στους ακροατές του. Αν αυτή η αναλογία γίνει αποδεκτή, γίνεται σαφές πως ο ποιμένας καλείται να προσπαθεί να μοιάσει το κατά δύναμη στην αγιότητα, την καθαρότητα, την ταπείνωση, την προσευχή και γενικά σε όλα τα χαρίσματα της Παναγίας μας. Θα πρέπει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και να κάνει το θέλημα του Θεού θέλημα δικό του. Θα πρέπει να έχει πάντοτε στον νου του τα εξής  λόγια του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προδιαγράφουν τον ορθό τρόπο κηρύγματος: « Οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμών. Οὔτε γὰρ ποτὲ ἐν λόγῳ κολακείας ἐγεννήθημεν, καθώς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν» (Α´ Θεσ. 4 ,2).

Κλείνω την εισήγησή μου, θυμίζοντας το γνωστό περιστατικό εκείνο από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που τον επισκέπτονταν στην έρημο κάθε χρόνο τρεις μοναχοί, και ενώ οι δύο συνομιλούσαν μαζί του, ο ένας παρέμενε σιωπηλός, βλέποντας μόνο τον Άγιο. Έτσι, μια φορά ο άγιος του είπε: «Αδελφέ, τόσες φορές εσύ, ούτε ερώτησες, ούτε είπες κάτι. Τότε γιατί έρχεσαι;» Και εκείνος απήντησε με τον πολυσήμαντο λόγο: «Μου αρκεί μόνο το ότι σε βλέπω, Πάτερ!»

Όποιος καταφέρει, αδελφοί μου, να κάνει  χαρά και απόλαυση πρώτα δική του, τον λόγο και το θέλημα του Θεού, και νιώσει αυτό τον θείο έρωτα προς Αυτόν, τότε, όχι μόνο πετυχαίνει τη μετάδοσή του δια του λόγου, αλλά όλη η ζωή και παρουσία του είναι ένα αληθινό κήρυγμα.

Σας ευχαριστώ.

 

Οι βασικές διαφορές Ορθοδόξων και Λατίνων

Του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού Μηλιδώνη

Εισήγηση στην πρώτη συνάντηση του δευτέρου έτους του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου του Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, 24 Σεπτεμβρίου 2013.   

Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες

Η σημερινή εισήγηση είναι μέρος σειράς σύντομων μελετών για γνωριμία των χριστιανικών ομολογιών και του Ισλάμ, πίστεων που υπάρχουν στην Κύπρο.

Λατίνοι ή Καθολικοί ή Ρωμαιοκαθολικοί ή Δυτική Εκκλησία ή Παπική Εκκλησία ή Εκκλησία της Ρώμης λέγονται οι Χριστιανοί, οι οποίοι έχουν ως πνευματικό τους ηγέτη τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος είναι γνωστός ως Πάπας. Παλαιότερα, μέχρι και τον 18ο  αιώνα ονομάζονταν Λατίνοι, επειδή είχαν ως γλώσσα προσευχής τη λατινική. Στη συνέχεια και μέχρι τις αρχές του 20ού  αιώνα ονομάζονταν και Παπική Εκκλησία ή απλώς Παπισμός. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και εντεύθεν οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους «Ρωμαιοκαθολικοί», Roman Catholicism στα αγγλικά1 .

Οι Καθολικοί ήταν ενωμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι το 1054, οπότε επήλθε ο χωρισμός τους από εκείνη. Ο χωρισμός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το οριστικό ή μεγάλο Σχίσμα, επειδή προηγήθηκαν άλλα σχίσματα, τρία, τα οποία η Εκκλησία  διευθέτησε ειρηνικά και παρέμεινε ενωμένη.

Το πρώτο σχίσμα έγινε το 406/407, όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Ιννοκέντιος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος2. Η μετονομασία των επισκόπων των σημαντικών πόλεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε μητροπολίτη, αρχιεπίσκοπο, έξαρχο, πατριάρχη επήλθε σταδιακά3.  Το δεύτερο σχίσμα, γνωστό ως «ακακιανό σχίσμα» διήρκησε από το 484-5194. Το τρίτο σχίσμα έγινε το 649 όταν επίσκοπος Ρώμης ήταν ο Μαρτίνος Α΄ και επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Σέργιος. Αίτια και γεγονότα βλέπε εν Β. Στεφανίδου5

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379), τον οποίον αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Λατίνοι, μίλησε ήδη τον 4ο  αιώνα για τα σφάλματα των Λατίνων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποιά βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους. Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασο) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν »6

Τον 4ο  αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη το 325 μ. Χ. έγινε η «νέα Ρώμη», δηλαδή η καινούργια πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους7. Το όνομα Βυζάντιο, με το οποίο είναι γνωστό σήμερα το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 325 και μετά, είναι προσδιορισμός που δόθηκε τον 16ο  αιώνα από τον γερμανό ιστορικό Wollf για να τονίσει την πολιτισμική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στον Επίσκοπο Ρώμης η ίδια σύνοδος ανεγνώρισε «πρεσβεία τιμής», επειδή η Ρώμη ήταν μέχρι το 325 πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους. Τα αίτια των πρεσβείων τιμής του Ρώμης όρα εν Β. Στεφανίδου, ἐνθα ανωτέρω, σελ. 285-.

Τρεις αιώνες αργότερα, το 691 μ.Χ., η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Δυτικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν έδωσαν σημασία8.  Η Δύση προχωρούσε προς τον χωρισμό.

Τον 9ο  αιώνα, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών ακόμη, ο Πάπας θέλησε να εμφανιστεί, «Θείῳ δικαίῳ» (!), άρχοντας της Εκκλησίας και όλου του κόσμου, πάνω από τους άλλους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες του αναγνώριζαν το πρωτείο τιμής, το προβάδισμα δηλαδή μεταξύ ίσων, και αξίωσε υπέρτερη εξουσία !!! Από φιλοδοξία ανακατεύθηκε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας  Κωνσταντινουπόλεως, όταν Πατριάρχης της πόλεως αυτής ήταν άλλοτε ο Ιγνάτιος και άλλοτε ο Φώτιος9.

Από τη χρονική εκείνη στιγμή και μετά, όσο οι Δυτικοί απομακρύνονταν από την Ιερή Παράδοση της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, τόσο οι Ανατολικοί δεν συμφωνούσαν με τις αυθαίρετες καινοτομίες τους. Το Σχίσμα στην Εκκλησία του Χριστού ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ορατό. Έτσι, το 1054 φθάσαμε στον οριστικό χωρισμό. Συνέβη το εξής γεγονός: Τριμελής αντιπροσωπεία απεσταλμένη από τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) ο οποίος εν τῷ μεταξύ είχε πεθάνει, αφού προκάλεσε πολλά επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη, όρμησε με βρισιές στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, και ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο, με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον Αρχιεπίσκοπο Οχρίδος Λέοντα και όλους όσοι είχαν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις με αυτούς ως αιρετικούς. Τυπικά εξαιρούντο ο αυτοκράτορας και ο λαός10.

Από τότε οι Καθολικοί έπαψαν να έχουν επικοινωνία με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τότε απετελείτο από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, γεγονός θλιβερό που έρχεται σε αντίθεση με τον Ευαγγελικό Νόμο, ο Οποίος δεν θέλει να υπάρχει Σχίσμα μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.

Τα αίτια που οδήγησαν στο Σχίσμα και την εδραίωσή του είναι πολλά, άλλα μεγαλύτερης και άλλα μικρότερης σημασίας, άλλα εκκλησιαστικά, άλλα πολιτικά και άλλα ηθών και εθίμων11.

Τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά αίτια δεν είναι εύκολο να διακριθούν, διότι εκεί που κάποιος βλέπει αίτια εκκλησιαστικά στην πραγματικότητα υποκρύπτονται αίτια πολιτικά και το αντίθετο. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Γ΄ (1052 – 1056), άνθρωπος που αναμείχθηκε ενεργά στην υπόθεση του σχίσματος, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, συνιστούσε να αντιμετωπισθούν οι Λατίνοι ειρηνικά και με συμπάθεια, διότι οι Λατίνοι (τότε) βρίσκονταν μεταξύ βαρβάρων, γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει την εκ  μέρους των μη επακριβή τήρηση όλης της ορθόδοξης πίστης12. Είναι γεγονός ότι το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτόκρατορίας από τον 5ο  αιώνα κατακλύσθηκε από βάρβαρα τότε φύλα (Γότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι …). Στα μικρότερης σημασίας αίτια ο άρτι μνημονευθείς Πατριάρχης Αντιοχείας εντάσσει μεταξύ άλλων την ἐν χρῷ ἀποκοπή (= ξύρισμα) της γενειάδας των κληρικών και τον δακτύλιο των επισκόπων, θέματα τα οποία κατά την άποψή του δεν μπορούν να συζητούνται σε συσχετισμό με θέματα όπως το Filioque κ.ά.13.

Στη συνέχεια θα δούμε τις βασικότερες δογματικές, εκκλησιολογικές και άλλες διαφορές που έχουμε με τους Λατίνους.

1)  Η σπουδαιότερη δογματική διαφορά είναι το «πρωτείο» του Πάπα. Το περιεχόμενο του δόγματος αυτού το συνοψίζει επιγραμματικά ο άγιος Νεκτάριος ως εξής: «ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ ὁ μόνος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς· ὁ Πάπας εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος τοποτηρητὴς αὐτοῦ, ὁ τὰς κλεῖς ἔχων τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὁ μόνος συνδετικὸς κρῖκος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἑνῶν αὐτὰς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης»14. Το δόγμα αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τρείς βαθμίδες15. O άγιος Νεκτάριος στο άρτι μνημονευθέν έργο του, (τόμ. Α´, σ. 69) λέγει ότι στο δόγμα αυτό  «κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότερος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου». Η Παπική Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω στο δόγμα αυτό.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όρισε ιδρυτή της τον Απόστολο Πέτρο, όχι διότι ο Πέτρος πράγματι ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, αλλά διότι αυτή θέλησε να εκμεταλλευθεί ορισμένα χωρία των Ευαγγελίων, όπου αναφέρεται ο Απόστολος Πέτρος, και να στηρίξει πάνω σ᾿ αυτά το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Το κυριότερο χωρίο είναι εκείνο, όπου ο Ιησούς λέγει στον Πέτρο: «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»16.

Με τα λόγια αυτά του Κυρίου υποστηρίζουν οι Παπικοί, ότι δόθηκε στον Πέτρο και τους τάχα διαδόχους του, τους επισκόπους Ρώμης, τους Πάπες, το πρωτείο. Με άλλα λόγια οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι ο Χριστός είπε πως ο Πέτρος είναι η πέτρα, δηλαδή το θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του. Ο Χριστός όμως δεν λέγει και δεν ήταν δυνατό να πει κάτι τέτοιο. Ο Ιησούς λέγει ότι η πέτρα πάνω στην οποία θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του είναι η ομολογία, δηλαδή η παραδοχή από τον Πέτρο ότι Αυτός (ο Ιησούς) είναι η πνευματική πέτρα, η οποία αναφέρεται στην Α´ προς Κορινθίους Επιστολή (10, 4): « Ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός»17. Από την ερμηνεία που δίνουν στο χωρίο αυτό οι Παπικοί, γίνεται φανερό ότι εγκατέλειψαν τον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό, και οικοδομούν την Εκκλησία τους πάνω σε ανθρώπινα θεμέλια.

Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ερμηνεύουν σωστά το παραπάνω χωρίο του Ευαγγελίου, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέχεται πρωτείο στον επίσκοπο Ρώμης, διότι εκτός από την Εκκλησία της Ρώμης, υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν από τον Απόστολο Πέτρο, όπως οι Εκκλησίες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Καισαρείας Παλαιστίνης, Τριπόλεως, Λαοδικείας και Κορίνθου. Σύμφωνα με τον συλλογισμό των Παπικών, θα έπρεπε ο επίσκοπος κάθε μιας από τις Εκκλησίες αυτές να διεκδικεί πρωτείο για τον εαυτό του, ως διάδοχος του «Κορυφαίου» των Αποστόλων. Αν συνέβαινε αυτό, το δόγμα του πρωτείου θα καταντούσε καταγέλαστο. Αλλά οι επίσκοποι των πόλεων αυτών δεν έπεσαν στην πλάνη, στην οποία έπεσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι Εκκλησίες αυτές, παρατηρεί ο άγιος Νεκτάριος, αν και «ἐκαυχῶντο, ὅτι ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐθεμελιώθησαν, ἐν τούτοις ὅμως οὐδ᾿ ἐφαντάσθησαν νὰ διεκδικήσωσι πρωτεῖα καὶ ἡγεμονίας, ὀρθῶς κατανοοῦσαι τὰ ἐν τοῖς Ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ἀναφερόμενα ὑπέρ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ρητά· οὐδέ λόγον ποτὲ περί ἀξιώσεων ἐποιήσαντο, ἀλλὰ διὰ τὴν τιμὴν μόνον τῆς ἱδρύσεως. Τῆς φιλοτιμίας ταύτης δὲν καθυστέρησε καὶ ἡ μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ τῶν Ἱεροσολύμων Ἑκκλησία· διότι καὶ αὐτή, καίτοι ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἦν τετιμημένη, οὐχ ἧττον ἤθελε τὸν Πέτρον ὡς ἱδρυτὴν ἑαυτῆς»18.

Αναφορικά με τη συσχέτιση του πρωτείου του Πάπα με τον Απόστολο Πέτρο ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί τα εξής σημαντικά: « Ἐν ταῖς Πράξεσι (τῶν Ἀποστόλων) οὐδαμοῦ φαίνεται ἢ ὑποδηλοῦται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου. Οὐδεὶς τῶν Ἀποστόλων ἀποδίδωσιν αὐτῷ πρωτεῖα, ἢ ἕτερόν τι μαρτυροῦν ὑπεροχὴν ἢ ἀρχήν… Ἐν ταῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου οὐδὲν ἴχνος τοῦ πρωτείου τοῦ Πέτρου ἐμφαίνεται… Ἐν ταῖς καθολικαῖς Ἐπιστολαῖς τοῦ Πέτρου, Ἰακώβου, Ἰούδα καὶ Ἰωάννου οὐδαμοῦ φαίνεται νὰ συνιστᾶται τὸ πρωτεῖον τοῦ Πέτρου ἢ ἡ ἡγεμονία αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς τῶν Ἑκκλησιῶν· τοὐναντίον ὡς ἑνωτικὸν δεσμὸν θεωροῦσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀλήθειαν, αἵτινες στηρίζουσι τὴν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπίσης ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων οὐδὲν ἀπαντᾶ περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Πέτρου ὡς ἑνωτικοῦ δεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐν αὐτοῖς διαπνέον πνεῦμα περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Πνεύματι τῆς Καινῆς Διαθήκης… Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀπο-στόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»19.

Το δόγμα του πρωτείου του Πάπα αποδεικνύεται χωρίς βάση και από το γεγονός, ότι δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ότι ο Απόστολος Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης, ή ότι πήγε ποτέ στη Ρώμη. Ο άγιος Νεκτάριος, ο οποίος εξέτασε διεξοδικά το θέμα της ίδρυσης της Δυτικής Εκκλησίας από τον Απόστολο Πέτρο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οὐδαμόθεν μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετέβη εἰς Ρώμην, ἢ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἢ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ· τοὐναντίον μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας»20

Τέλος, μιλώντας ο άγιος Νεκτάριος για το πρωτείο του Πάπα από γενική ιστορική σκοπιά παρατηρεί: « Ἡ Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένη τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπα Ρώμης, οὐδὲ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεράρχην καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων»21

2)  Οι Λατίνοι αλλοίωσαν το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα προσθέτοντας αυθαίρετα τη φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» (filioque), διδασκαλία που είναι αλλότρια, ξένη, που δεν αναφέρεται, που δεν υπάρχει, στο Ιερό Ευαγγέλιο.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή πηγάζει και από το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας που είναι ο σαρκωθείς Λόγος, δηλαδή ο Χριστός, κάτι που δεν αναφέρεται στην αγία Γραφή. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, λέγει καθαρά ότι το «Άγιο Πνεύμα παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Κατά Ιωάν. 15, 26), γεγονός που όρισαν ως « Όρο Πίστεως», δηλαδή Δόγμα της Εκκλησίας, η Πρώτη (325 μ.Χ.) και η Δεύτερη (381 μ.Χ,) Οικουμενικές Σύνοδοι και στη συνέχεια υιοθέτησαν και οι υπόλοιπες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι «η αḯδιος (= συνεχής) εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός (= από τον Πατέρα), δηλαδή τον Θεό-Πατέρα, είναι μυστήριο όπως μυστήριο είναι και η αḯδιος (= συνεχής) Γέννηση του Χριστού εκ του Πατρός• δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η εκπόρευση και τι ακριβώς είναι η Γέννηση» (22). Το ίδιο λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος23.

Την αḯδιο εκπόρευση όπως και την αḯδιο γέννηση τις δηλώνουν τα ρήματα «εκπορεύεται» και «γεννάται» που είναι σε χρόνο ενεστώτα.

Η Δυτική Εκκλησία συγχέει την «εκπόρευση» με την «πέμψη» που αναφέρεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (15, 26): « Ὅταν ἔλθῃ (ἐν τῷ κόσμῳ) ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν», που είπε ο Χριστός στους μαθητές του. Η εκπόρευση είναι κάτι που γίνεται εντός της Αγίας Τριάδος και για την Αγία Τριάδα, ενώ η πέμψη γίνεται μεν εντός της Αγίας Τριάδος, αλλά δεν γίνεται για την Αγία Τριάδα, γίνεται για τον κόσμο.

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί επ’ αυτού: «Αν όντως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, δεν θα το απέκρυβε ο Χριστός, επειδή είναι αγαθός» όπως ακριβώς δεν απέκρυψε ότι πέμπεται και εξ αυτού. Και συνεχίζει ο άγιος: «Πώς τολμάς, ώ υπερήφανε, και καινοτομείς; Πώς χαρίζεις στον Χριστό ένα προνόμιο για το οποίο αυτός δεν κάνει λόγο; Ποιός ξέρει πιο πολλά για την άναρχο εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εσύ ἤ ο Χριστός;»24

Η δοξασία ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (qui ex patre filioque procedit) συζητήθηκε για πρώτη φορά στην τοπική σύνοδο του Τολέδου στην Ισπανία το 547 και προστέθηκε στο τοπικό Σύμβολο Πίστεως της περιοχής Τολέδου. Το 589 σε τοπική και πάλι σύνοδο στο Τολέδο η δοξασία προστέθηκε στο Σύμβολο Πίστεως της Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως25.

Αρχικά η προσθήκη δεν ενόχλησε την Εκκλησία της Ανατολής επειδή εξελήφθη ως απλή δοξασία, η οποία επίσημα δεν είχε περάσει σε λειτουργική χρήση. Στα μέσα του 8ου αιώνα η δοξασία αυτή υιοθετήθηκε από τα Σύμβολα Πίστεως του Φραγκικού κράτους. Ο πάπας Λέων Γ΄(795-816) στις αρχές του 9ου αιώνα τοποθέτησε στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη δύο αργυρές πλάκες, πάνω στις οποίες χάραξε το Σύμβολο της Πίστεως Ελληνικά και Λατινικά, χωρίς την προσθήκη της φράσης «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Το 1009 ο πάπας Σέργιος Δ΄ (1009-1012) σε ενθρονιστήρια επιστολή του παραθέτει σε ελεύθερη μετάφραση το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του Filioque. O Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (999-1019), «μετ’ άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς»26. Τα ονόματα των Προκαθημένων των Εκκλησιών δεν διαγράφονται από τα δίπτυχα ένεκα  «τοπικών εθίμων», αλλά ένεκα αιρέσεως! To 1014 ο πάπας Βενέδικτος Η΄ (1012-1024), ύστερα από απαίτηση του θείου του, αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄, ανήγαγε τη δοξασία «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (=Φιλιόκβε) σε δόγμα και το ενσωμάτωσε στο Σύμβολο της Πίστεως, πράξη η οποία απετέλεσε τον σοβαρότερο λόγο ρήξης των σχέσεων της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία27, δεν είχε, όμως, ως άμεσο αποτέλεσμα το Σχίσμα και μάλιστα το οριστικό Σχίσμα, το οποίο επήλθε το 1054 μετά από απόφαση Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία απεκάλεσε το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα»28.

3)  Οι Λατίνοι υποστηρίζουν ότι ο Πάπας έχει το αλάθητο σε θέματα πίστεως, όταν ομιλεί από καθέδρας, ex catedra στα λατινικά, θέση αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, επειδή υπονοεί «Απόλυτη Θεοπνευστία».

Η αιρετική αυτή θέση προτάθηκε στην πρώτη συνεδρία της Πρώτης Βατικανείου Συνόδου το 1870, έγινε αποδεχτή και ανακηρύχθηκε επίσημα σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις 18 Ιουλίου του 1870 κατά την τέταρτη συνεδρίασή της. Ο τότε πάπας Πίος Θ΄ ανέγνωσε ενώπιον της συνόδου το δεκρετάλιο (= διάταγμα)29: Pastor  aeternus   με το οποίο ανεγνώριζε το δικό του αλάθητο, των προκατόχων του θρόνου του και των μελλούμενων να τον δισδεχθούν.

Εμείς γνωρίζουμε και δεχόμεθα ότι απόλυτα Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι ήταν μόνο οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα, και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν30. Οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος ουδέποτε αξίωσαν (= απαίτησαν) να γίνει το δικό τους θέλημα• πάντα διαλεγόνταν (= συζητούσαν) μαζί με τους άλλους Αγίους Αποστόλους, και με τον τρόπο αυτό κατέληγαν, τόσον οι ίδιοι όσον και οι λοιποί Απόστολοι, στα Θεόπνευστα Συμπεράσματά τους. Οι Πρωτοκορυφαίοι ουδέποτε απεφάνθησαν (= αποφάσισαν) για κάποιο θέμα με τον δικτατορικό τρόπο που ενεργεί ο Πάπας, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του

– διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου
– αντιπρόσωπο του Χριστού στη γη (vicarius Christi στα λατινικά)
– ορατή κεφαλή της Εκκλησίας (το λεγόμενο «πρωτείο του Πάπα») και
– αλάνθαστο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως!!!

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει σαφέστατα ότι ο Χριστός είναι η Κεφαλή και Αρχηγός της Εκκλησίας, τόσο της Στρατευομένης εδώ στη Γη, όσο και της Θριαμβεύουσας στον Ουρανό (Εφεσ. 1, 22-23).

Αναφορικά με το δόγμα του αλάθητου του Πάπα ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί: «Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα…  Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον»31.

« Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διδασκόμεθα», γράφει παρακάτω ο άγιος Νεκτάριος, «ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον ἢ μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπι-σκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλά-θητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλη-σία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρου-σιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Ἡ συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν καὶ διεκδίκησιν τοιούτου προσόντος, καὶ διὰ κανόνων τὸν μέγα Ποντίφηκα ἐξίσωσαν πρὸς τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους»32.

Αν το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα ήταν ορθό, θα έπρεπε η ιστορία να βεβαιώνει ότι οι διάφοροι Πάπες υπήρξαν πράγματι αλάθητοι. Όμως η ιστορία αποδεικνύει εντελώς το αντίθετο. Στον πρώτο τόμο του έργου του για το Σχίσμα, ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει δέκα Πάπες που στάθηκαν «αἱρετικοὶ καὶ πεπλανημένοι», και προσθέτει ότι υπήρξαν και άλλοι Πάπες που έπεσαν σε αιρέσεις και πλάνες33. Στον δεύτερο τόμο του ιδίου έργου (σελ. 103) , μιλώντας για τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ´, που ήταν υπεύθυνος για την Δ´ Σταυροφορία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και τη λεηλασία και αυτών των ναών της από τους Φράγκους το 1204, παρατηρεί: «Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησαν ὅτι ὁ Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις».

Χωρίς βάση, λοιπόν, στα πράγματα είναι το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα, όπως είναι και το δόγμα του πρωτείου του Πάπα. Και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αίτια του χωρισμού των δύο Εκκλησιών.

Ως απόδειξη για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα χρησιμοποιείται από τους παπικούς το ακόλουθο εδάφιο της Καινής Διαθήκης: «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος• καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 16, 16-19)

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αυθαίρετος, επειδή θεμέλιο της Εκκλησίας είναι η ομολογία (= παραδοχή) του Πέτρου, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό φαίνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι ο Ιησούς λέγει «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» και όχι «ἐπὶ σοι» και από το γεγονός ότι η εξουσία, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε και στους υπόλοιπους αποστόλους. Είπε ο Χριστός: « Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.» (Ματθ.18,18).Τα κλειδιά για τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η εξουσία των αποστόλων να συγχωρούν τους ανθρώπους.

Από την Αγία Γραφή πληροφορούμεθα ακόμη

– ότι και ο απόστολος Πέτρος έκανε σφάλματα και ότι τον διόρθωσε ο απόστολος Παύλος! (Γαλ. β΄ 11-21) και
– ότι πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου στα Ιεροσόλυμα το 49, ήταν ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιάκωβος ο Αδελφόθεος  και όχι ο Πέτρος (Πράξ. Κεφ.15). Αυτό αποδεικνύει το πόσο παράλογες είναι οι αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης για πρωτείο και αλάθητο…

Ο Πάπας Ονώριος  Α΄ (625-638) όχι μόνο δεν ήταν αλάθητος, αλλά ασπάστηκε και τον Μονοθελητισμό ! Το 634 σε επίσημη απαντητική επιστολή προς τον Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο έγραψε «ὅθεν καί ἐν θέλημα ὁμολογοῦμεν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Η στ΄ Οικουμενική Σύνοδο τον αναθεμάτισε μαζί με τους επισκόπους Σέργιο, Θεόδωρο, Κύρο, Πέτρο, Πύρρο και Παύλο (Αποφάσεις 13, 16, 18) χαρακτηρίζοντάς τον όργανο του αρχαίου όφεως και εμπόδιο για την Εκκλησία (Απόφαση 18). Η κατηγορία κατά του Ονωρίου ενώπιον του αυτοκράτορα και της Συνόδου έγινε από τον  Πάπα Ρώμης Αγάθωνα (Απόφαση 13)34.

Ο Πάπας Λέων Β΄(682-683) με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα αναθεμάτισε τον Ονώριο, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της στ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ίδιο έπραξε με επιστολή του προς τους ισπανούς επισκόπους και με άλλη επιστολή του προς τον βασιλέα της Ισπανίας35.

Μήπως ήταν αλάθητος ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241), ο οποίος το 1233 έδωσε επίσημα διαταγή να ξεκινήσει η «Ιερά Εξέταση, inquisitio στα λατινικά»;

Κάποιοι Πάπες διαφωνούσαν μεταξύ τους πάνω σε θεμελιώδη δογματικά θέματα, πράγμα που δείχνει ότι κάποιος Πάπας είχε άδικο, όπως για παράδειγμα:

– Ο Πάπας Λέων Γ΄ (796-816) πολέμησε με επιμονή το filioque, ενώ ο Πάπας Σέργιος Δ (1009-1012) το ενσωμάτωσε αυθαίρετα στο Σύμβολο της Πίστεως.
– Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ το 1969, αψηφώντας την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και τους προγενέστερους Πάπες, διέγραψε από το Εορτολόγιο της Εκκλησίας της Ρώμης αρκετούς αγίους, όπως την Αγία Βαρβάρα.

Τα μόλις εκτεθέντα εγείρουν το ερώτημα: Γίνεται να είναι όλοι αλάθητοι και μεταξύ τους να διαφωνούν;

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Πάπας δεν είναι αλάθητος, ακόμα και όταν ομιλεί «υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών» και ότι πριν το σχίσμα δεν υπήρχε η παράλογη διδασκαλία περί παπικού αλαθήτου, παρά το γεγονός ότι ο Πάπας κατείχε σπουδαία θέση στην Εκκλησία.

4)   επέβαλαν στους κληρικούς τους υποχρεωτική αγαμία!  Όμως, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και ολόκληρη την Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, ο κάθε κληρικός είναι ελεύθερος να επιλέξει (= διαλέξει) μεταξύ γάμου και αγαμίας. Τη θέση της Εκκλησίας επί του θέματος παραθέτει και σχολιάζει διεξοδικά ο Andrew Louth ένθα ανωτέρω, σελ. 31-37 και 295-.

5)   διδάσκουν ότι υπάρχει «καθαρτήριον πυρ», γεγονός που δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή οι ψυχές μετά τον θάνατο καθαρίζονται από τις κηλίδες των αμαρτιών, από τις οποίες δεν είχαν καθαριστεί, όταν ζούσαν με το σώμα στη Γη!

Η Καινή Διαθήκη, όμως, διδάσκει με σαφήνεια, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός με τη Σταυρική Του Θυσία αναδείχθηκε «Ιλασμός των αμαρτιών μας», δηλαδή, η Χάρη του Χριστού που προήλθε από την Σταυρική Του Θυσία, δίνει την άφεση των αμαρτιών για όσο είμαστε στη Γη και Εξομολογούμαστε (Α’ Ιωάν., 2, 2). Ακόμα διδάσκει η Καινή Διαθήκη, ότι, όταν φύγουμε από την ζωή αυτή, δεν θα υπάρξει καμία κάθαρση των ψυχών μας, παρά μονάχα η Κρίση τους από τον Κύριο.

6)   διδάσκουν τα περί «περίσσειας αξιομισθίας» του Χριστού και των Αγίων, μία ακόμα αυθαίρετη και αιρετική, κατ’ εμέ, διδασκαλία, η οποία δεν αναφέρεται πουθενά, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε και στην Ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση!

«Περίσσεια αξιομισθία» είναι η παπική θεώρηση, ότι ο  Χριστός, η Θεοτόκος και οι Άγιοι έχουν κάνει περισσότερα καλά έργα, απ’ ότι χρειάζονται για τη σωτηρία τους, οπότε το  περίσσευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με τη μεσολάβηση κυρίως του Πάπα αλλά και άλλων που ενεργούν εκ μέρους του, για τη σωτηρία των ανθρώπων, που υστέρησαν σε έργα αρετής ή πέθαναν χωρίς μετάνοια, εν αμαρτίαις.

Η δογματική της αξιομισθίας στηρίζεται στη θεωρία, ότι ενώ ο Χριστός οφείλει υπακοή στη δικαιοσύνη και στην τιμή του Θεού, δεν οφείλει να πεθάνει, επειδή είναι αναμάρτητος και ως εκ τούτου ο Θάνατός Του θεωρείται «υπέρτατο έργο» (= υπέρτατη προσφορά, θυσία), που χρήζει υπέρτατης αξιομισθίας, δηλαδή αμοιβής, ανταμοιβής.

Ο Κύριος μας και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όμως, μας διαβεβαιώνουν ότι η κάθε ψυχή θα κριθεί μόνο σύμφωνα με τις πράξεις της, δηλαδή, ότι ο Θεός θα κρίνει τον καθένα, μόνο σύμφωνα με τα έργα του (Ματθ. 24, 36-44 και κεφάλ. 25, 1-3 και 31-46).

7)   διδάσκουν ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα (με τη λεγόμενη «άσπιλη σύλληψη»), ενώ η αλήθεια της Αγίας μας Εκκλησίας υποδεικνύει, ότι το Άγιο Πνεύμα Την καθάρισε από κάθε μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπε κατά τον Ευαγγελισμό Της «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ…» (Λουκ.1, 35).

8)  έχουν πέσει στην αίρεση της Μαριολατρείας, αφού πιστεύουν ότι η Θεοτόκος ανελήφθη στους ουρανούς όπως ο Χριστός και την λατρεύουν σαν θεά!

Η διδασκαλία αυτή είναι αντίθετη με όσα διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία. Σύμφωνα με  την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, το σώμα της Θεοτόκου μετέστη (= ανελήφθη) στους Ουρανούς την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της, για να μην γνωρίσει φθορά, διότι «δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κάτω από τη γη το σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο Θεός έπλασε όλο τον κόσμο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος.

9) επιδεικνύουν αιρετική συμπεριφορά και στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας. Δεν βαπτίζουν όπως δίδαξε ο Κύριος37, αλλά ραντίζουν! Βαπτίζω σημαίνει βυθίζω, βουτάω εξ ολοκλήρου στο νερό. Αντιθέτως, εκείνοι κατήργησαν την τριπλή κατάδυση και ραντίζουν απλώς και μόνο τον βαπτιζόμενο.

Εμείς οι Ορθόδοξοι ραντίζουμε κατ’ εξαίρεση το νήπιο, μόνο σε περίπτωση υψίστης ανάγκης, μόνο δηλαδή όταν κινδυνεύει να πεθάνει αβάπτιστο (οπότε κάνουμε Αεροβάπτισμα), και αργότερα εάν ζήσει κάνουμε μόνο το Χρίσμα.

10)  Το Χρίσμα το τελούν στα αγόρια στην ηλικία των 14ων  ετών και στα κορίτσια στην ηλικία των 12 ετών, ενώ εμείς σε νηπιακή ηλικία μαζί με το Βάπτισμα, και αμέσως μετά τα κοινωνούμε, κάνοντας έτσι πράξη τα θεόπνευστα Λόγια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας  μας, οι οποίοι διδάσκουν πως κατά τον νηπιοβαπτισμό υπάρχει ωφέλεια πνευματική, την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει ακόμα και χωρίς να καταλαβαίνει κάτι. Οι Άγιοι Πατέρες μιλούν για την πνευματική ωφέλεια, που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα και που λαμβάνει κάποιος με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, και η οποία εργάζεται μυστικά στο πνεύμα του βαπτιζομένου, ενώ τονίζουν πως κατά το Μυστήριο του Χρίσματος ο βαπτιζόμενος δέχεται από νήπιο ακόμη τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.

11)  Στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας οι Καθολικοί χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, δηλαδή ψωμί χωρίς προζύμι, – όπως έκαναν οι Εβραίοι το βράδυ πριν από την έξοδό τους από την Αίγυπτο ( Εξόδ. 11, 8) και όπως κάνουν έκτοτε κατ’ έτος κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα των -,  και από το 1200 και μετά, έπαψαν να μεταδίδουν στους πιστούς το Σώμα και το Αίμα, όπως εμείς, αλλά μεταδίδουν μόνο αγιασμένο άζυμο άρτο (!), κάτι που είναι κάθετα αντίθετο προς τους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε καθαρά: «αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα» (Κατά Ιωάν. 6, 53-54).

12)  Το Ιερό Ευχέλαιο οι Καθολικοί το τελούν μόνο προ του θανάτου ως εφόδιο (viaticum στα λατινικά) στην πορεία του ανθρώπου για την άλλη ζωή.

Η Αγία Γραφή, όμως, μας διδάσκει ότι το Ιερό Ευχέλαιο τελείται για ίαση των πιστών, όταν αυτοί ασθενούν (Επιστολή Ιακώβου, 5, 14). Πάνω στο Θέμα αυτό, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι τα Εφόδια προ του θανάτου για τους Χριστιανούς είναι η Εξομολόγηση και η Μετάληψη των Τιμίων Δώρων, δηλαδή η Θεία Κοινωνία.

Στο ερώτημα που τίθεται από πολλούς σήμερα, αν οι Λατίνοι ή Ρωμαιοκαθολικοί είναι σχισματικοί ή αιρετικοί απαντούν με σαφήνεια οι αποφάσεις της εν Τριδέντῳ συνόδου (1545-1563), η οποία θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς «Οικουμενική» και «κατέχει την πρώτη θέση στον κατάλογο των γενικών συνόδων» της Εκκλησίας των, επειδή

– καθόρισε με ευκρίνεια  το Λατινικό δόγμα και
– εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, γεγονότα πού είχαν σπουδαιότατες επιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Παπισμού. Η σύνοδος αυτή υπήρξε το ισχυρό όπλο της Αντιμεταρρύθμισης37

Με τη σύνοδο αυτή οι παπικοί αναθεματίζουν, εξοβελίζουν δηλαδή εκτός Εκκλησίας τούς Αποστόλους, τούς Πατέρες της Εκκλησίας και Αυτόν ακόμη τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.

Σε λίγους είναι γνωστό ότι, όπως γράφει ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ (1669-1707), η εν λόγω σύνοδος «αναθεματίζει την Καθολικήν Εκκλησίαν, τούς αγίους πατέρες, τούς Αποστόλους, και αυτόν τον Χριστόν»38. Θα αναφέρω λίγα μόνο σημεία από τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου39 και μάλιστα επιγραμματικά, τα οποία, νομίζω, θα βοηθήσουν στη συναγωγή των ορθών συμπερασμάτων.

1.  Όρος που αφορά το Σύμβολο της Πίστεως. Έγινε δόγμα στην τρίτη συνεδρία το Φεβρουάριο του 1546. Αφού παρατίθεται το Σύμβολο με την προσθήκη του filioque, ορίζεται ότι «όλοι όσοι δηλώνουν Χριστιανοί συμφωνούν απαραιτήτως» με αυτό, αλλιώς είναι αιρετικοί. Έτσι, αναθεματίζεται η Εκκλησία και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι θέσπισαν το Σύμβολο χωρίς την προσθήκη.

2. Κανόνες που αφορούν το Βάπτισμα. Ελήφθησαν στην έβδομη συνεδρία το Μάρτιο του 1547.

Κανών 3: «Εάν τις είπη ότι εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, η οποία είναι η μήτηρ και κυρία όλων των Εκκλησιών, δέν υπάρχει το αληθινόν δόγμα σχετικώς προς το μυστήριον του βαπτίσματος, ας είναι ανάθεμα». Υπενθυμίζω, ότι οι Λατίνοι βαπτίζουν με ραντισμό.

Ο πιο πάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων γράφει, «η καθολική Εκκλησία (δηλαδή η Ορθόδοξη) από των Αποστόλων παραλαβούσα, βαπτίζει εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις δια το τρισυπόστατον της Θεότητος και την τριήμερον Ανάστασιν». Οι  παπικοί, που καινοτόμησαν το βάπτισμα, αναθεματίζουν με την εν λόγω σύνοδο όποιον λέει ότι η καινοτομία αυτή δεν ήταν καλή. Αυτό σημαίνει ότι αναθεματίζουν την καθολική Εκκλησία, τούς Αποστόλους και τους αγίους πατέρες, οι οποίοι άφησαν σαφή παραγγελία για τη τελετουργία του βαπτίσματος40.

3.  Όροι και κανόνες που αφορούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εψηφίσθηκαν στις συνεδρίες της 13 Οκτωβρίου 1551 και 21 Ιουλίου 1562.

Στις εν λόγω συνεδρίες οι παπικοί εκαινοτόμησαν το μέγα τούτο μυστήριο κατά δύο τρόπους.  Πρώτον, αποφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στους πιστοὐς και με τα δύο είδη, δηλαδή του άρτου και του οίνου, αλλά αρκεί το ένα είδος.  Δεύτερον, απεφάσισαν ότι δεν είναι απαραίτητο τα θεία δώρα να μεταδίδωνται στα παιδιά. Και αναθεματίζουν όσους λένε ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έγιναν ορθά. Συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο της 21ης συνεδρίας εθέσπισαν τούς ακόλουθους κανόνες:

Κανών 1: «Εάν τις είπη ότι έκαστος και όλοι οι πιστοί του Χριστού υποχρεούνται, είτε κατόπιν εντολής του Θεού είτε από την ανάγκην δια την σωτηρίαν των, να λαμβάνουν και τα δύο είδη του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 2: «Εάν τις είπη ότι η αγία Καθολική Εκκλησία δέν ώρισεν δικαίως ότι οι λαϊκοί και οι κληρικοί πού δέν τελούν τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων πρέπει να κοινωνούν μόνον από το είδος του άρτου, ή ότι σφάλλει εις το θέμα τούτο, ας είναι ανάθεμα».

Κανών 4: «Εάν τις είπη ότι η κοινωνία της Ευχαριστίας είναι απαραίτητος δια τα μικρά παιδία πρίν αυτά φθάσουν εις ηλικίαν ώστε να αποφασίζουν μόνα των, ας είναι ανάθεμα».

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ γράφει επί του προκειμένου: «Ο Κύριος μόνος ώρισε, λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και οι άγιοι πατέρες ούτως εδέξαντο τούς λόγους του Κυρίου, ίνα πάντες οι Χριστιανοί δηλονότι τρώγωσι το σώμα και πίνωσι το αίμα, ο δε Πάπας εκαινοτόμησε κατά των αγίων και αυτού του Χριστού, και έκρινε τούς λαϊκούς μόνου του ενός είδους, ήτοι του άρτου κοινωνείν, τούτο δε εβεβαίωσαν πρότερον και εν Κωνσταντεία και Βασιλεία λατινικαί Σύνοδοι, απεδέχθη δε τούτο και η παρούσα μετά μεγάλης βλασφημίας, και γαρ αναθεματίζει τούς λέγοντας μη ευλόγως ποιή-σαι τούτο την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν»• και συνεχίζει: «Ο Κύριος είπε, Λάβετε, φάγετε, και πίετε εξ αυτού πάντες, και η καθολική Εκκλησία απαρχής παρείχε την κοινωνίαν του Μυστηρίου και τοις παιδίοις, η δε ρωμαϊκή, ήτοι η παπική Εκκλησία διώρισε μόνον τούς μεγάλους μεταλαμβάνειν, ουμήν και τα παιδία, τούς δε λέγοντας μη ευλόγως ταύτα πεποιηκέναι την παπικήν Εκκλησίαν και διορίσαι, αναθεματίζει, και ούτω πάλιν αναθεματίζει την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας, και αυτόν τον Χριστόν».

4. Κανόνες που αφορούν το μυστήριο του γάμου. Εψηφίσθηκαν στην εικοστή τετάρτη συνεδρία το Νοέμβριο του 1563.

 Κανών 7: «Εάν τις είπη ότι η Εκκλησία σφάλλει διδάσκουσα ότι συμφώνως προς το ευαγγελικόν και αποστολικόν δόγμα ο δεσμός του γάμου δέν δύναται να λυθή μονομερώς λόγω μοιχείας• και ότι αμφότεροι οι σύζυγοι, ή ακόμη και μόνον το αθώον μέλος πού δέν εμοίχευσε, δέν δύναται να συνάψη έτερον γάμον εν όσω ζη το έτερον μέλος• και ότι είναι ένοχος μοιχείας ο σύζυγος πού χωρίζει την μοιχαλίδα γυναίκα του δια να συζευχθή με άλλην, όπως είναι και η σύζυγος πού χωρίζει τον μοιχόν άνδρα της δια να συζευχθή με άλλον, ας είναι ανάθεμα»

Σχολιάζοντας ο παραπάνω μνημονευθείς πατριάρχης Ιεροσολύμων τον εν λόγω κανόνα, παρατηρεί ότι η σύνοδος «αναθεματίζει τούς δια μοιχείαν ποιούντας διαζύγιον, και ούτως αναθεματίζει τον ειπόντα:  Όστις απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, και την καθολικήν Εκκλησίαν, και τούς αγίους πατέρας». Δηλαδή, ενώ ο Χριστός είπε λόγο41 πού επιτρέπει το διαζύγιο (λόγω πορνείας), οι παπικοί τον αναθεματίζουν για τον λόγο αυτό!

Ευχαριστώ για την  προσοχή σας

Παραπομπές 

1.  Πρβλ. The New International Dictionary of the Christian Church, Editor: J.D. Douglas, 1974, ISBN: 0 85364 167 6.

2.  Πρβλ. Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, του λοιπού Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εβδόμη έκδοσις, Αθήναι 2007, σελ. 207-209

3.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 279-

4.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 209-245.

5.   L. Duchesne, L’ Église au VI siécle, Paris 1925 και Στεφανίδου, σελ. 244-245

6.  Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ1, 304.

7.   Πρβλ. The Church in History: Volume III, written by Andrew Loath, Greek East and Latin West, The Church ad 681-1071, new York 2007. P. 29 .

8.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 248.

9.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 343-351.

10.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 377-379.

11.  Πρβλ. Γ. Κρέμος, Ιστορία του σχίσματος των δύο Εκκλησιών, τόμ. Α΄ και Β΄, εν Αθήναις 1905-1907,  Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, Αθήνα 1912 και Ιωάννου Καλογήρου, Das grosse Schisma zwischen Ost- und Westkirche, in Byzanz 95 Vortragsfolge…, Berlin 1984,   M. Diet, Église et état selon Vatican II, 1978,  The Church in History, Volume III, written by Andrew Louth, Greek East and Latin West, The Church ad 681- 1071, st. Vladimir’s Semi nar press, Crestwood, New York 2007, pp. 305-318.

12.  Πρβλ. C. Will (εκδότης) Acta et scripta…, Leipzig-Marburg 1861, σελ. 189-204 και  A. Michel, Humbert und Kerullarios II, Paderborn 1930, σελ. 432-474, όπου και η άλληλογραφία του Πέτρου Γ΄ με τον Κηρουλλάριο και τον Πάπα Λέοντα Θ΄ (1049-1054) αντίστοιχα.

13.   Δακτύλιο, κοινώς δακτυλίδι, φέρουν και οι επίσκοποι της Αρμενικής Εκκλησίας.

14.   Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλά, Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Β´, σ. 6.

15.   Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 285-292).

16.  Ματθ. ιστ´ 18-19.

17.  Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Ἀθῆναι, 1898, σ. 40.

18.   Ένθ. ανωτ., Α´, σ. 13).

19.  Ένθ. ανωτ., σ. 72 ἑξ).

20.   Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 40.

21.  Ένθ. ἀνωτ., τόμ. Α´, σ. 67.

22.   Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (8) Περί της Αγίας Τριάδος.

23.   Θεολογικός Ε΄, 8.

24.   Τα Άπαντα, σελ. 417.

25.  Πρβλ. Στεφανίδου, σελ. 309.

26.  Στεφανίδου, σελ. 344.

27.  Πρβλ. M.-H. Gamilscheg, Kontroverse und das Filioque, Wien 1989

28.  Στεφανίδου, ένθα ανωτ., σελ.344.

29.  Νικ. Γρ. Ζαχαρόπουλος, Επίτομο ιστορικό-θεολογικό λεξικό, University Studio press, θεσσαλονίκη 2003

30.  Λουκ.6, 10, και Ιωάν. 14, 26, και, Κεφ. 16, 13.

31.  Αἱ Ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, Ἀθῆναι, 1892, σ. 22-23, 27.

32.  Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν Αἰτίων τοῦ Σχίσματος, τόμ. Α´, σ. 94.

33.  ένθα ανωτέρω σ. 159-160.

34.  Στεφανίδου, σελ. σελ. 246 – .

35.  Charles J. Hefele, «A History of the Councils of the Church», Edinburgh: Clark, 1896, Volume V, pp. 181-187.

36.  Μάρκ. 16, 16, και Ματθ. 28, 19

37.  Πρβλ. S. Merkle, Concilium Tridentinum, Freiburg 1931 καιCanons and Decrees of  the Council of Trent, Αγγλική μετάφρασις υπόRev. H.J. Schroeder, O.P., Tan Books and Publishers, Illinois (1978), σελ. Iii, καί Αρχιμ. Β.Κ. Στεφανίδου,΄Εκκλησιαστική ‘Ιστορία: Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, ΄Εκδ. Παπαδημητρίου, Β´ ΄Έκδ., 1959, σελ. 606-611.

38.  Πρβλ. Δωδεκάβιβλος, Βιβλία ΙΑ´ καί ΙΒ´, ΄Εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 34-36.

39.  Πρβλ. Canons and Decrees of the Council of Trent.

40.  Πρβλ. 50ον   Κανόνα των Αγ. Αποστόλων, Πηδάλιον, Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 62-66.

41.  Πρβλ. Ματ. 5:32 καί 19:9.

Πέρι Μνημοσύνων (Τελούνται Μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;)

Ομιλία στο πλαίσιο της Ζ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 30η Μαΐου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί  πατέρες,
 
Η εισήγησή μου διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα ιερά μνημόσυνα ἐν κοντῷ, εν συντομίᾳ (με το θέμα έχει ασχοληθεί ικανός αριθμός θεολόγων, πρβλ. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, Δρ. Θ.,
 Τά ιερά Μνημόσυνα, Εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2002 όπου αναφέρεται και η παλαιότερη βιβλιογραφία) και το δεύτερο, με επικεφαλίδα: «Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», ασχολείται διεξοδικά με το ερώτημα, σε ποιές άλλες ημέρες-εορτές του έτους, εκτός από τις γνωστές σε όλους, δεν τελούνται μνημόσυνα.
 
Μέρος Α΄: Περί μνημοσύνων γενικά
 
Η Αγία μας Εκκλησία, κινούμενη από αγάπη προς τους εν Χριστῴ κοιμηθέντας αδελφούς μας, καθιέρωσε ειδικές τελετές και προσευχές υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των ψυχών» αυτών, κοινώς μνημόσυνα, τα οποία όρισε να τελούνται σε καθωρισμένες ημέρες από την ημέρα της κοιμήσεως τους (τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή, τρίμηνα, εξάμηνα, εννιάμηνα, έτος και κάθε χρόνο η επέτειος της μνήμης). Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1639) στην Ομολογία του αναφέρει εκτός από τις γνωστές ημέρες την πρώτη και την εικοστή από την ημέρα της κοιμήσεως (πρβλ. Γιάννη Σουλιώτη, Τά κόλλυβα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986, υποσημείωση 10, σ. 24-25). Η λέξη μνημόσυνο παράγεται από το ρήμα μνημονεύω, που σημαίνει: «ανακαλώ εις την μνήμη, υπενθυμίζω, αναφέρω• μνημονεύω το γεγονός» (Πρβλ.Πάπυρος Λαρούς, Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 1972). Τα αίτια, που επέβαλαν το χρόνο τέλεσης των μνημοσύνων, οφείλονται α) σε δογματικούς λόγους και β) σε επιδράσεις από ανάλογες τελετές προχριστιανικών θρησκευμάτων (Ιουδαίων και Εθνικών-Ειδωλολατρών). 
 
Στους δογματικούς λόγους ανήκουν μεταξύ άλλων: 
 
– η πίστη της Εκκλησίας στην ενανθρώπηση του Χριστού, στο θάνατό Του, στην ταφή Του και την Ανάστασή Του, γεγονότα που νίκησαν τον Άδη και άνοιξαν τη διέλευση προς την αθανασία για όλους τους ανθρώπους. Τώρα, ενώ πεθαίνουμε στο σώμα, δεν παραμένουμε αιώνια στην κατάσταση αυτή, καθότι η Ανάσταση του Χριστού είναι προάγγελος και της δικής μας ανάστασης και
 
– η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο θάνατος δεν αίρει τη σχέση ανάμεσα στο στρατεύομενο και το θριαμβεύον τμήμα της.
 
Οι επιδράσεις από τα προχριστιανικά θρησκεύματα έχουν εξωτερικό μόνο χαρακτήρα και δεν αντιτίθενται στην ορθή χριστιανική πίστη. Πρόκειται για τα αρχαία «περίδειπνα» ή «νεκρικά δείπνα», τις μετέπειτα χριστιανικές «μακαρίες» και «μνήμες», με τις οποίες συγγενείς και φίλοι εύχονται, «μακαρία η μνήμη αυτού». 
 
Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλίον Η΄, κεφ. 43, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 169 και ΕΠΕ, τ. 1, σ. 466-469) αλλά και διασωθέντα αρχαία Δίπτυχα και ανευρεθείσες επιτύμβιες επιγραφές (Πρβλ. George Galavaris, Bread and the Liturgy, The symbolism of Early Christian and Byzantine bread stamps, The University of Wisconsin Press Madison, Milwaukee, & London 1970, Chapter: Commemorative Bread for Departed Christians, pp.161-166), καθώς επίσης αρχαίοι συγγραφείς, μαρτυρούν για προσευχές και ελεημοσύνες που βοηθούν τους νεκρούς• με τον ιερό Χρυσόστομο να διευκρινίζει «και αμαρτωλός εάν τις απέλθει, πάλιν αι ελεημοσύναι τον ωφελούσιν». Οι Αποστολικές Διαταγές (Βιβλία.6,30 και 8,41-42) ορίζουν τις υποχρεώσεις των χριστιανών έναντι των κεκοιμημένων, υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την τέλεση Θείας Λειτουργίας υπέρ του κεκοιμημένου και την παροχή ελεημοσυνών από τα υπάρχοντα του.
 
Σχετικά με το ερώτημα, «γιατί τελούνται μνημόσυνα;», επαρκούν, νομίζω, ως απάντηση οι παρακάτω λόγοι των αγίων Συμεών Θεσσαλονίκης και Νεκταρίου Πενταπόλεως:  «Γίνονται λοιπόν τά μνημόσυνα εἰς τούς προειρημένους καιρούς καθώς προείπομεν, διά τάς προγεγραμμένας αἰτίας• ἀπεκαλύφθη δέ καί εἰς πολλούς Ἁγίους, καί ἐφανερώθη ἡ ὠφέλεια, ἡ ὁποία προξενεῖται εἰς τούς κεκοιμημένους ἀπό αὐτά τά μνημόσυνα. Ὅθεν διά τοῦτο καί πρέπει νά ἐκτελέσωμεν ὅλοι μας αὐτάς τάς μνήμας, μέ ὅλην τήν δυνατήν σπουδήν καί ἐπιμέλειαν, καί μάλιστα τά τῆς φρικτοτάτης θυσίας (= Θ. Λειτουργία), καθότι αὐτή πρός τοῖς ἄλλοις, καί δι’ αὐτό τό τέλος ἀπό τόν Σωτῆρά μας ἐδόθη» ( Ἅπαντα Συμεών Θεσσαλονίκης, ἔκδοσις Ρηγοπούλου, «Περί τῶν προσφερομένων κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων» Κεφ. ΙΕ΄, Θεσσαλονίκη, χ.χ. [ἀκριβής ἀνατύπωσις έκδοσης του 1882], σσ. 312-314). «Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἱερᾶς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως, μακράν τοῦ νά νομίζῃ τά ἑαυτῆς τέκνα καθαρά ἀπό παντός ρύπου, εἰδυῖα τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, οὐ γάρ ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει, εὔχεται, παρακαλεῖ, καθικετεύει τόν φιλάνθρωπον Θεόν ὑπέρ τῶν κοιμηθέντων τέκνων αὐτῆς, θεωρεῖ δέ τά μνημόσυνα ὡς ἀναπόφευκτον ὑποχρέωσιν τῶν ζώντων πρός τούς κεκοιμημένους• διό, οὐ μόνον δι’ ἕνα ἕκαστον ἐπιτελεῖ μνημόσυνα, ἀλλά καί δύο γενικά ἐνιαύσια μνημόσυνα περί τῶν ἐν τῇ ξένῃ γῇ ἀποθανόντων, καί περί τῶν νενομισμένων μή τυχόντων…» (Ἁγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί ἱερῶν Μνημοσύνων, ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι 1972, σ. 101).     
 
Με τις προσευχές και τις δεήσεις υπέρ «μακαρίας μνήμης και αναπαύσεως των  ψυχών» υποβάλλουμε αίτηση χάριτος για τους κεκοιμημένους μας αδελφούς στον δίκαιο Κριτή, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και η τελική κρίση ακόμη δεν έγινε. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «Μεγίστην ὄνησιν πιστεύομεν ἔσεσθαι ταῖς ψυ-χαῖς, ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (=Πιστεύομεν, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ὠφέλεια θά ὑπάρξει στίς ψυχές ἐκείνων, γιά χάρη τῶν ὁποίων προσφέρεται ὡς δέηση ἡ φρικτή καί ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας) (πρβλ. PG 33, 1116Β και ΕΠΕ, τ. 1,σ. 188-191). Κατά την τελετή της σχετικής ιεροπραξίας, ο ιερέας εύχεται υπέρ των κεκοιμημένων (προσευχές), ενώ οι συγγενείς και φίλοι, τρώγοντας τα κόλλυβα με το σχετικό κέρασμα ή το γεύμα, που συνήθως προσφέρεται (ελεημοσύνες), εύχονται· «Ο Θεός να τον αναπαύσει». Ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος, γνωστός ως Κυρήνης Συνέσιος (†413/414), στην τρίτη επιστολή του (PG 61,1325) αναφέρει νεκρόδειπνο, που παρατέθηκε την έβδομη ημέρα από τον θάνατο κάποιου χριστιανού. Η περίπτωση αυτή πιστοποιεί την ιουδαϊκή επίδραση επί του χριστιανικού μνημοσύνου. Στην ιουδαϊκή παράδοση το πένθος, που συνοδεύει την εκδημία κάποιου ανθρώπου, διαρκεί επτά μέρες και τελειώνει με νεκρόδειπνο. Περίδειπνο αναφέρει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στην εικοστή όγδοη (28) ομιλία του εις την προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (PG, 61,235). 
 
Δέον να σημειώσω, ότι το μεγαλύτερο ίσως μέρος της νεκρώσιμης ακολουθίας αφορά τους ζώντες και όχι τους κεκοιμημένους. Οι ψαλμικοί στίχοι: «Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπό ἀκηδίας…», «Κλίνον τήν καρδίαν μου εἰς τά μαρτύριά σου καί μή εἰς πλεονεξίαν», «συνέτισόν με και μαθήσομαι τάς ἐντολάς σου», και οι στίχοι των Ευλογηταρίων: «τό ἀπολωλός πρόβατον ἐγώ εἰμι• ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καί σῶσόν με» και, «οἰκτείρησον τόν σόν πλάσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ», αφορούν τους ζώντες. Η άποψη, ότι οι στίχοι αυτοί αφορούν τους κεκοιμημένους, είναι λανθασμένη, καθ’ ότι υπονοούν ενέργειες παθών  και δυνατότητα μετάνοιας μετά θάνατο, κάτι που αντιβαίνει στο ψαλμικό, «ἐν τῷ ἅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» (Ψαλμ.6.5).
 
Όταν λέμε Μνημόσυνο, εννοούμε κυρίως τη μνημόνευση των κεκοιμημένων που γίνεται στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, α) όταν ο ιερεύς στην πρόθεση (προσκομιδή) ρίπτει μέσα στο άγιο Δισκάριο τη «μερίδα» με το όνομα του κεκοιμημένου, β) όταν ο ιερεύς μνημονεύει ονομαστικά τους κεκοιμημένους στην ευχή μετά το «Ἐξαιρέτως τῆς παναγίας ἀχράντου…» και γ) κατά τη συστολή των Τιμίων Δώρων• τότε ο ιερεύς λέγει χθαμαλῇ τῇ φωνῇ (χαμηλοφώνως): «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ ἁγίῳ• πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων σου τῶν ἁγίων». Η επίκληση (= καθικέτευση) αυτή αφορά και τους ζώντας, υπέρ των οποίων εναποτέθηκαν μερίδες στο άγιο δισκάριο στην προσκομιδή. Η προτροπή του ιερέως ή του διακόνου, όταν μετέχει ενεργά στη Θεία Λειτουργία, «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει, καί πάντων καί πασῶν», που γίνεται μετά την εκφώνηση, «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρός καί ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» αφορά και τους κεκοιμημένους. Στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου οι κεκοιμημένοι μνημονεύονται και στην οπισθάμβωνο ευχή, όχι όμως ονομαστικά, με τη φράση «… καί τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου…». 
 
Μνημόνευση των κεκοιμημένων, γενικά όχι ονομαστικά, γίνεται και στον εσπερινό της Πεντηκοστής, της Γονυκλισίας, ή, όπως λέγεται στην Κύπρο, του Γονατιστού. Πρβλ. α) την ευχή, «Ἡ ἀενάως βρύουσα ζωτική καί φωτιστική πηγή… καί ἀνάπαυσον τάς ψυχάς τῶν δούλων σου τῶν προκεκοιμημένων ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καί εἰρήνης καί ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς•…» καί, β) την ευχή, «Σόν γάρ ὡς ἀληθῶς… Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καί ἱκεσίας ἡμετέρας καί ἀνάπαυσον πάντας, τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλο ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου• καί κατάταξον τά πνεύματα αὐτῶν καί τά ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείσῳ τρυφῆς, διά τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τάς ἁγίας σου μονάς, συνεγείρων καί τά σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ὥρισας, κατά τάς ἁγίας σου καί ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας». Αλλά και κάθε προσευχή, που γίνεται στην Εκκλησία ή στον τάφο είναι ένδειξη αγάπης προς τον κοιμηθέντα και εκζήτηση του ελέους του Θεού γι΄ αυτόν. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, το μόνο κώλυμα για τη μνημόνευση των νεκρών είναι η αίρεση και όχι τα αμαρτήματα, όσο βαριά κι αν είναι.
 
Θα διερωτηθεί ίσως κανείς: Αφού «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια», τότε τι μπορούμε να προσφέρουμε στον νεκρό μας με τα Μνημόσυνα; Η απάντηση είναι, ότι η ευσπλαχνία του Θεού είναι πάντα μεγάλη και ότι κανείς μας δεν ξέρει τα κρυπτά του ανθρώπου. Κάποιον, που εμείς κρίνουμε αμαρτωλό, μπορεί να τον έχει δικαιώσει ο Θεός. Ποιός, λοιπόν, μας έδωσε το δικαίωμα να προκαταλαμβάνουμε την κρίση που ανήκει στο Θεό και να αποφασίζουμε εμείς ποιός σώζεται και ποιός όχι; Εμείς κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο νεκρό μας και ο Θεός έχει τον τελικό λόγο.
 
Τα μνημόσυνα τελούνται κανονικά την ημέρα του Σαββάτου που είναι ημέρα των κεκοιμημένων, εκτός του Αγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, του Σαββάτου του Αγίου Λαζάρου και του Σαββάτου πρό της Κυριακής του Θωμά, ενώ τις καθημερινές τελούνται τρισάγια. Τις Κυριακές, κανονικά, δεν τελούνται μνημόσυνα επειδή η Κυριακή είναι ημέρα αναστάσεως. Όμως, γιά διαφόρους λόγους, η Εκκλησία ανέχεται και επιτρέπει την τέλεσή τους ακόμη και την Κυριακή, όχι όμως όλες τις Κυριακές. Εξαιρούνται οι Κυριακές, κατά τις οποίες εορτάζουμε γεγονότα, που έχουν άμεση σχέση με τον Δεσπότη Χριστό, δηλαδή κατά τις  «Δεσποτικές Εορτές».
 
Να υπενθυμίσω, ότι η Αγία μας Εκκλησία όρισε δύο Σάββατα, τα γνωστά Ψυχοσάββατα, πρό της Απόκρεω και προ της Πεντηκοστής, να είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις μνήμες των κεκοιμημένων μας και μάλιστα «των απανταχού της Οικουμένης».
 
Μέρος Β΄: Τελούνται μνημόσυνα την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως; 
 
Στο ερώτημα, «επιτρέπεται να τελούνται επιμνημόσυνες δεήσεις, κοινώς μνημόσυνα, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;», απαντούμε αρνητικά (1). Η εορτή αυτή ανήκει στις ονομαζόμενες Δεσποτικές Εορτές, όπως και οι εορτές της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού στις ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής, παρουσίασης) του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού την α΄ Αυγούστου και του Αγίου Μανδηλίου στις ις΄ Αυγούστου (2). Στην Εκκλησία Ιεροσολύμων οι εορτές της Σταυροπροσκυνήσεως και του εν ουρανώ φανέντος σημείου του τιμίου Σταυρού τιμούνται με «Μεγάλη Παρρησία», η οποία περιλαμβάνει «Μεγάλη Λιτανεία», που διεξάγεται εντός ολοκλήρου του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπως και η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου και άλλες ένδεκα εορτές(2α). Δεσποτικό χαρακτήρα έχει και η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, Κυριακή της Ορθοδοξίας, καίτοι δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος (3). 
 
Το περιεχόμενο των Δεσποτικών Εορτών είναι χαρμόσυνο, εορταστικό, και στο πνεύμα αυτό δεν συνάδει το πένθιμο περιεχόμενο της επιμνημόσυνης δέησης, όπως σοφά παρατηρεί ένας από τους μεγαλύτερους κανονολόγους της Εκκλησίας μας, ο Ματθαίος Βλάσταρις (κληρικός του 14ου αιώνα) : «οὐδ’ ἐν ἑορταῖς δεσποτικαῖς αποιχομένων (=απερχομένων, τουτέστι κεκοιμημένων) μνημόσυνα ποιεῖν  ὅσιον ἤ μνήμας μαρτύρων ἐπιτελεῖν εὐπρεπές, βασιλικῶν γάρ ἐπινικίων, οὔτε τούς πεσόντας ἐν μάχη νόμος πενθεῖν, οὔτε δεσποτικοῖς τροπαίοις δουλικάς ἀριστείας ἀναμιγνύναι. Τοῖς γάρ δουλικοῖς ἀναμεμίχθαι τά τοῦ δεσπότου, τῶν ἐννομωτάτων και δικαιοτάτων, ἀθλοθετοῦντος καί στεφανοῦντος νικήσαντας. Τά δουλικά δέ τοῖς δεσποτικοῖς ἐπεισάγειν, τολμηρόν καί ἀνόητον, εἰ μήπου τινῶν Ἁγίων, διά τό περιφανές τῆς ἀθλήσεως» (4).   
 
Κατά την ημέρα αυτήν  γεραίρουμε την εύρεση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και των τιμίων ήλων, η οποία σύμφωνα με τις γραπτές πηγές (5) έγινε από τη μακαρία Ελένη την έκτη (ς΄) Μαρτίου, στο συναξάριο της ημέρας (ς΄ Μαρτίου) αναφέρεται:  «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπό τῆς μακαρίας Ἑλένης.» Στίχοι: «Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν, βλέπειν τό σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον» και, «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων». Στίχοι: «Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μέν κράνους, Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δέ κράτος» (6).
 
Επειδή όμως η ς΄ Μαρτίου εμπίπτει πάντοτε στη διάρκεια της μεγάλης τεσσαρακοστής νηστείας, κατά την οποία δεν επιτρέπεται «ἄρτον προσφέρειν, εἰμή ἐν Σαββάτῳ και Κυριακῇ» (7), οι αναδιαρθρώσαντες τις ακολουθίες του Τριωδίου Στουδίται πατέρες μετέθεσαν τη μνήμη της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού και των τιμίων ήλων στη μέση Κυριακή της τεσσαρακοστής (γ΄ Κυριακή των νηστειών), όπως ακριβώς μετέθεσαν και τις ακολουθίες των οσίων Ιωάννου της Κλίμακος (λ΄Μαρτίου) και Μαρίας της Αιγυπτίας (α΄Απριλίου) εις την δ΄ και την ε΄ Κυριακή των νηστειών αντιστοίχως, καθιερώσαντες και την εις προσκύνησιν πρόθεσιν του Σταυρού (8). Από το ίδιο πνεύμα εμφορούμενοι οι άγιοι πατέρες, μετέθεσαν και την εορτή (μνήμη της κοιμήσεως) του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις ιδ΄ Σεπτεμβρίου στις ιγ΄ Νοεμβρίου. Ως γνωστό, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκοιμήθη στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ημέρα της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (9). Το ίδιο πνεύμα οδήγησε την Εκκλησία μας, μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου, να μεταθέσει τις εορτές  του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (κγ΄ Απριλίου)  και των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης (θ΄ Απριλίου) στη Δευτέρα και Τρίτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος, αντιστοίχως.  
 
Να παρατηρήσω, ότι οι εορτές της Εκκλησίας ορίστηκαν από τους θείους Πατέρες με βάση το εν χρήσει τότε Ιουλιανό Ημερολόγιο, γνωστό ως Παλαιό Ημερολόγιο, και όχι με βάση το σήμερα εν χρήσει Γρηγοριανό Ημερολόγιο, το γνωστό ως νέον ημερολόγιο. Με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο έγινε και η αναδιάρθρωση των ακολουθιῶν από τους πατέρες της Μονής Στουδίου. Με βάση λοιπόν το ιουλιανό ημερολόγιο ακόμα και εφέτος, όπου το Πάσχα εορτάζεται κατά πολλούς αργά, στις ε΄ Μαΐου (νέο ημερολόγιο), η 6η Μαρτίου, μέ βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο, συμπίπτει με την Καθαρά Τρίτη. 
 
Mε την ονομασία Δεσποτικές εορτές χαρακτηρίζουμε όλες τις χριστιανικές εορτές, που συνδέονται με τα λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού και μας θυμίζουν «τους ποταμούς των χαρίτων και ευεργεσιών, τους οποίους εξέχεεν εις τον κόσμον ο Μονογενής Υιός του Θεού δια της ενσάρκου Του οικονομίας» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης), σε αντιδιαστολή προς τις Θεομητορικές εορτές, που είναι αφιερωμένες στην Παναγία.
 
Το γνωστό σε όλους μας «Δωδεκάορτο», που περιλαμβάνει δώδεκα εορτές αφιερωμένες στον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, δεν περιέκλειε πάντοτε μόνο δώδεκα εορτές. Ήδη τον ιβ΄ αιώνα αριθμούνται 18 εις το τυπικόν της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους (10). Στις Δεσποτικές εορτές ανήκουν και οι Ακολουθίες, εορτές στην ουσία, των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά την Αγία και Μεγά-λη Εβδομάδα (αυτός είναι ο λόγος, που δεν τελούνται μνημόσυνα από το Σάββατο του αγίου Λαζάρου -περιλαμβανομένου του Σαββάτου αυτού – μέχρι και την Κυριακή του Θωμά). Το Δωδεκάορτο ιστορεί στα κύρια (σε γενικές γραμμές) το σωτήριο έργο της Θείας Οικονομίας, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Επίτιμος Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, η οποία μνημονεύει και διευρυμένο Δωδεκάορτο στην Κύπρο του 14ου -15ου αιώνα(11). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις ακίνητες και τις κινητές, λαμβάνοντας τον χαρακτηρισμό αυτό από την σταθερή κατ’ έτος, ή όχι, ημερομηνία εορτασμού τους.
 
Έτσι στις ακίνητες περιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα, η Περιτομή του Ιησού,τα Θεοφάνεια,η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση και οι εορτές του Τιμίου Σταυρού (ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου, α΄ Αυγούστου) και του Αγίου Μανδηλίου (ις΄Αυγούστου). Οι κινητές Δεσποτικές εορτές έχουν ως επίκεντρο την εορτή της Αναστάσεως, η οποία εορτάζεται κατ’ έτος, σύμφωνα με τον καθορισμό της Α΄ Οικουμενκής  Συνόδου της Νίκαιας, την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. 
 
Ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές εορτές, καταφαίνεται και από το γενονός, ότι έχει, αντί του γνωστού Τρισαγίου Ύμνου, «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», τον ίδιο Τρισάγιο Ύμνο με τις εορτές της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, της ζ΄ Μαΐου, της Προόδου (=προβολής) του Τιμίου Σταυρού την α΄ Αυγούστου, του Αγίου Μανδηλίου ις΄ Αυγούστου και της πρώτης Κυριακής των Νηστειών: «Τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν» (12). Οι υπόλοιπες Δεσποτικές Εορτές έχουν διαφορετικό μεν, αλλά κοινό στη Θεία Λειτουργία ύμνο, αντί του Τρισαγίου Ύμνου: « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλάτ. γ΄27), μετά του επισφραγιστικοῦ, «Ἀλληλούϊα» (13).
 
Ένα άλλο στοιχείο, που καταδεικνύει ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως ανήκει στις Δεσποτικές Εορτές, είναι ότι έχει το ίδιο Απολυτίκιο με τις εορτές της Υψώσεως και της Προόδου του Τιμίου Σταυρού: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (14). Η εορτή του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού έχει Απολυτίκιο διαφορετικό μεν λεκτικά, όμοιο όμως ως προς το περιεχόμενο: «Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος νῦν ὑπέρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅν περ ἐξ ὅρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καί τήν ἐν αὐτῷ σου, Σῶτερ, ἰσχύν ἐτράνωσας, διά τούτου κρατύνας καί τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, οὕς καί περίσωζε διαπαντός ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Χριστέ ὁ Θεός, καί σῶσον ἡμᾶς».  
 
Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας γράφει: «Αφού ο Δημιουργός συνέδεσε τη ζωή μας με λύπες και φροντίδες, μας έδωσε και κάποιες ευκαιρίες αναψυχής και παρηγοριάς, ορίζοντας τις θείες εορτές. Τα θέματα των εορτών αυτών μας υπενθυμίζουν τις θείες δωρεές, αλλά και προμηνύουν την κατάργησι κάθε λύπης». Οι εορτές λοιπόν είναι ευκαιρίες πανηγυρισμού και ευφροσύνης πνευματικής και υλικής, και ταυτόχρονα τιμής των γεγονότων που γιορτάζουμε, που ξαναζούμε, που κάνουμε σύγχρονα (= επίκαιρα, παροντικά) (Πρβλ. www.monipetraki.gr). 
 
Οι Δεσποτικές εορτές αποτελούν τον κεντρικό άξονα της λατρευτικής ζωής μας. Η Εκκλησία, τελώντας τις εορτές αυτές, ξαναζεί τα λυτρωτικά γεγονότα σαν ένα αιώνιο παρόν. Και οι πιστοί, καθώς τα ξαναζούν και τα εορτάζουν, προσελκύουν τη θεία Χάρη και αγιάζονται. Οι ψυχές τους γεμίζουν ευγνωμοσύνη, κατάνυξη και ελπίδα των ουρανίων. Και όταν φεύγουν από τον τόπο της λατρείας, μεταφέρουν μέσα τους αυτές τις εμπειρίες, που διαποτίζουν ολόκληρη τη ζωή τους. Οι Δεσποτικές εορτές είναι δώρα του Θεού, που, αν τα γιορτάζουμε χριστιανοπρεπώς, «μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κορ.ε, 8), θα ωφεληθούμε ψυχικά.
 
Η βαρύνουσα θεολογική σημασία και το ιδιαίτερο πνευματικό νόημα, που έχουν οι Δεσποτικές Εορτές  στη ζωή της Εκκλησίας, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι και κατά την Απόδοση Δεσποτικῆς εορτής δεν τιμούμε αγίους, ακόμα και μάρτυρες. Ο άγιος ιερομάρτυρας Αυτόνομος – επίσκοπος –  μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στις δώδεκα (ιβ΄) Σεπτεμβρίου και  η Εκκλησία προψάλλει τη μνήμη του στις ένδεκα (ια΄) Σεπτεμβρίου, επειδή στις δώδεκα Σεπτεμβρίου είναι η Απόδοση των Γενεθλίων της Θεοτόκου. (Πρβλ. Μηναίο Σεπτεμβρίου, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος). 
 
Το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, καθώς και στον όρθρο της Παρασκευής προ της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια –  και στις προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες της τετάρτης και παρασκευής της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, παρουσιάζεται, όπως και στις εορτές του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ιδ΄ Σεπτεμβρίου, ζ΄ Μαΐου και α΄ Αυγούστου, όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς (15).  Προς επίρρωση των λεγομένων, παραθέτω ενδεικτικά ένα τροπάριο από την κάθε εορτή:
 
-Παρασκευή προ της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως – προεόρτια-, κάθισμα μετά τη β΄ στιχολογία:
 
« Τῷ τῆς βρώσεως ξύλῳ, πάλαι θανέντες βροτοί, τῷ σταυρῷ σου Οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν• οὗ τῇ δυνάμει, Ἀγαθέ, ἡμᾶς ἐνίσχυσον, τῆς ἐγκρατείας τόν καιρόν, ἐν κατα-νύξει διελθεῖν, ποιοῦντας τό θέλημά σου, καί κατιδεῖν τήν ἡμέραν, τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.»
 
-Γ΄ Κυριακή Νηστειών,  β΄ προσόμοιο εσπερίων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος παράδεισος, τό ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τό ἐξανθῆσαν ἡμῖν, αἰωνίου δόξης τήν ἀπόλαυσιν• δι’ οὗ τῶν δαιμόνων, ἀποδιώκονται φάλαγγες, καί τῶν Ἀγγέλων συνευφραίνονται τάγματα, καί συστήματα, τῶν πιστῶν ἑορτάζουσιν• ὅπλον ἀκαταγώνιστον, κραταίωμα ἄῤῥηκτον, τῶν βασι- λέων τό νῖκος, τῶν Ἱερέων τό καύχημα• Χριστοῦ νῦν τά πάθη, καί ἡμῖν δίδου προφθάσαι, καί τήν Ἀνάστασιν.»
 
-Τετάρτη της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, εσπερινός, γ΄ στιχηρό προσόμοιο:
 
« Σήμερον τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου προσκυνοῦντες, βοήσωμεν• 
Χαῖρε ζωῆς ξύλον, Ἅδου καθαιρέτα• 
χαῖρε χαρά Κόσμου, φθορᾶς ἀναιρέτα• 
χαῖρε ὁ τούς δαίμονας σκορπίζων τῆ δυνάμει σου• 
τῶν πιστῶν τό στήριγμα, τό ὅπλον τό ἄῤῥηκτον, τούς ἀσπαζομένους σε, φρούρησον, ἁγίασον δεόμεθα.»
 
-Παρασκευή της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, όρθρος, β΄ τροπάριο α΄ Ωδής:
 
« Ὁ ζωοδώρητος Σταυρός προκείμενος, καί καθορώμενος, φωτοειδῆ αἴγλην, ἀποπέμπει χάριτος, προσέλθωμεν καί λάβωμεν, φωτισμόν εὐφροσύνης, καί σωτηρίαν καί ἄφεσιν, αἴνεσιν Κυρίῳ προσάγοντες»
 
-ιδ΄ Σεπτεμβρίου, εσπερινός, α΄ τροπάριο αποστίχων:
 
«Χαίροις, ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα• δι’ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται, καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις, καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος.» 
 
-ζ΄ Μαΐου, ο Οἶκος (16) 
 
« Ἄνοιξόν μου τό στόμα, βασιλεῦ τῶν αἰώνων• καταύγασόν μου τόν νοῦν καί τάς φρένας, καί ἁγίασόν μου τήν ψυχήν, ἵνα ὑμνήσω, Λόγε, τό σεπτόν Ξύλον σου• κατάπεμψον τό Πνεῦμά σου καί δίδαξόν με, ἵνα πόθῳ κραυγάζω.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, οἰκουμένης δόξα • χαῖρε, Σταυρέ, Ἐκκλησίας κράτος.
 
  Χαῖρε, ἱερέων προπύργιον ἄσειστον• χαῖρε, βασιλέων διάδημα τίμιον.
 
  Χαῖρε, σκῆπτρον τοῦ παντάνακτος Δημιουργοῦ τοῦ παντός• χαῖρε, ὅτι κατεδέξατο προσπαγῆναί σοι Χριστός.
 
  Χαῖρε, τῶν θλιβομένων παραμύθιον μέγα• χαῖρε, τῶν ἐν πολέμοις τό ἀήττητον ὅπλον.
 
  Χαῖρε, Σταυρέ, Ἀγγέλων εὐπρέπεια• χαῖρε, Σταυρέ, πιστῶν ἡ ἀντίληψις.
 
  Χαῖρε, δι’ οὗ κατεπόθη ὀ ἅδης• χαῖρε, δι’ οὗ ἐξανέστημεν πάντες.
 
  Χαῖρε Ξύλον μακάριον».
 
Παρατήρηση: Ο άρτι μνημονευθείς Οίκος, όπως και το γ΄ στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού της τε- τάρτης της δ΄ Εβδομάδος των Νηστειών, που ανέφερα παραπάνω, και το α΄τροπάριο των Αίνων της α΄ Αυγούστου, που αναφέρεται στη συνέχεια, ανακαλούν στη μνήμη τους κοσμοχαρμόσυνους κδ΄ Οίκους – Χαιρετισμούς – εις την νοητήν κλίμακα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Πρβλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι Χαιρετισμοί πρός τιμή του Τιμίου Σταυρού εμφανίστηκαν μετά την εικονομαχία, πρβλ. την εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου  Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στο  Η΄  Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, μὲ θέμα: «Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον», 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, Βόλος. 
 
-α΄ Αυγούστου, όρθρος, α΄ τροπάριο Αίνων:
 
«Ἐν φωναῖς ἀλαλάξωμεν, ἐν ᾠδαῖς μελῳδήσωμεν, τόν Σταυρόν τόν τίμιον ἀσπαζόμενοι, καί πρός αὐτόν ἐκβοήσωμεν•  Σταυρέ παμμακάριστε, καθαγίασον ἡμῶν, τάς ψυχάς καί τά σώματα, τῇ δυνάμει σου• καί παντοίας ἐκ βλάβης ἐναντίων, διατήρησον ἀτρώτους, τούς εὐσεβῶς προσκυνοῦντάς σε.»
 
Να υπενθυμίσω, ότι η εορτή της Προόδου του Τιμίου Σταυρού έχει το ίδιο κοντάκιο με την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις ιδ΄ Σεπτεμβρίου: « Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως, τῇ ἐπωνύμῳ σου καινῇ πολιτείᾳ τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστέ ὁ Θεός• εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου τούς πιστούς βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς κατά τῶν πολεμίων• τήν συμμαχίαν ἔχοιεν τήν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον». Το κοντάκιο ιστορεί ἐν κοντῷ (= ἐν συντομίᾳ δηλαδή, θα έλεγε κάποιος επιγραμματικά), το γεγονός της εορτής, ἐξ οὗ και κοντάκιον. Η άποψη, ότι το τροπάριο αυτό ονομάζεται κοντάκιο επειδή ανεγράφετο επί σανίδος και ανυψούτο προς ανάγνωση, δίκην πανώ,  είναι κατ’ εμέ αφελής.
 
-ις΄ Αυγούστου, γ΄ τροπάριο εσπερίων
 
 « Πάλιν Δεσποτικῆς πάρεστι, πανηγύρεως θεία ἡμέρα• ὁ γάρ ἐν ὑψίστοις καθήμενος, νῦν ἡμᾶς σαφῶς ἐπεσκέψατο, διά τῆς σεπτῆς αὑτοῦ Εἰκόνος• ὁ ἄνω, τοῖς Χερουβίμ ὤν ἀθεώρητος, ὁρᾶται, διά γραφῆς οἷς περ ὡμοίωται, Πατρός ἀχράντῳ δακτύλῳ, μορφωθείς ἀῤῥήτως, καθ’ ὁμοίωσιν τήν αὐτοῦ• ἥν πίστει καί πόθω, προσκυνοῦντες ἁγιαζόμεθα».  
 
Σημείωση: Το τροπάριο αυτό ομιλεί αφ’ εαυτού και καλεί όλους μας να αναλογισθούμε,  αν η ις΄ Αυγούστου ανήκει στις Δεσποτικές εορτές ἤ όχι. Στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρ-φα στη Νοτιοανατολική Τουρκία), από όπου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου, η εορτή αυτή μετά το 843 συνεορτάζετο μαζί με την εορτή του θριάμβου της Ορθοδοξίας, Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (17). Πρβλ. ωσαύτως παραπομπή 2. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι δύο εορτές έχουν ως κοινό απολυτίκιο το εξής:  
 
«Τήν ἄχραντον εἰκόνα σου, προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός• βουλήσει γάρ ηὐδόκησας, σαρκί ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυ-ρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὕς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ• ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμεν σοι• χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα ὁ Σωτήρ ἡμῶν, παραγενόμενος, εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον.»          
                                                                                       
Να υπενθυμίσω, ότι την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Τίμιος Σταυρός στο τέλος της Μεγάλης Δοξολογίας μεταφέρεται με λιτανεία στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα και στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνησή Του (18). Λιτάνευση και εναπόθεση του Τιμίου Σταυρού στό κέντρο του ναού γίνεται και κατά τις άλλες τρείς εορτές του Τιμίου Σταυρού (19).
 
Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε, αν η φυσική και πνευματική προσπάθεια είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να γίνεται αισθητή και φανερή και η κόπωση. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, ενθάρρυνση, στήριξη και ενίσχυση. Ὁ Σταυρός του Κυρίου παρέχει ακριβώς θάρρος και ενίσχυση σε κάθε αγωνιζόμενη ύπαρξη, ώστε αυτή να επιτύχει να φθάσει νικηφόρα στο τέρμα.Την ημέρα αυτή καλούμεθα οι πιστοί να ατενίσουμε ευλαβικά τόν Σταυρό του Κυρίου, για να λάβουμε θάρρος, να δυναμώσει η πίστη μας και να ενθυμηθούμε πόσο ταπεινώθηκε ο Κύριος για τη δική μας σωτηρία. 
 
Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο, που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν την προσκύνηση του τιμίου Σταυρού στο μέσο της Σαρακοστής, «για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, και να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια, αλλά ζωογονούμαστε». 
 
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία, περιορισμένη βέβαια, που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του, και (έτσι) ας με ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).
 
Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να ακολουθήσουμε τον Χριστό, αν δεν ατενίζουμε τον Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάριο της Κυριακής: «Τῇ αὐτοῦ δυνάμει, Χριστέ ὁ Θεός, καί ἡμᾶς τῶν τοῦ πονηροῦ διαφύλαξον ἐπηρειῶν, καί τά Θεῖά σου Πάθη, καί τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν προσκυνῆσαι ἀξίωσον, τό τεσσαρακονθήμερον εὐμαρῶς διανύσαντας στάδιον  καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών και εμείς, κατά κάποιο τρόπο, σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με τον ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνεται η πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία,  ενισχύεται η πορεία μας στην έρημο, έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσα-λήμ με την ανάστασή Του (Πρβλ. www.monipetraki.gr).
 
Παραπομπές
 
1. Τρισάγια επί των τάφων επιτρέπεται να τελούνται καθημερινά, ακόμα και την Κυριακή της Λαμπροφόρου Αναστάσεως. Τα μνημόσυνα κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ενδείκνυται να τελούνται τα Σάββατα και μάλιστα στόν όρθρο, όπως στην Ελλάδα (Πρβλ. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2013 σ. 138-, 153-,159-,167-,). Ονόματα κεκοιμημένων, όμως, επιτρέπεται να μνημονεύονται μυστικά σε κάθε Θεία Λειτουργία στην ευχή, που λέγεται μετά το « Ἐξαιρέτως της Παναγίας, ἀχράντου,…». Γιά τη θεολογική σημασία της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων στο σημείο αυτό πρβλ. Αρχιμ. Γερβασίου Χ. Παρασκευόπουλου, Ερμηνευτική Επιστασία επί της Θείας Λειτουργίας, έκδοσις Β΄, Πάτραι 2005, σ. 416-. Η φράση-δέηση «… τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου ἀνάπαυσον, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου», που περιλαμβάνεται στην οπισθάμβωνο ευχή της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται εις επήκοον πάντων, φανερώνει εμφαντικά την πίστη της Εκκλησίας στην διαχρονικότητά της, δηλαδή στην ενότητα των δύο μερών της (τμημάτων της), του στρατευομένου και του θριαμβεύοντος. 
 
2. Η εικόνα του Σωτήρος είναι μία μαρτυρία της αληθινής σαρκώσεως του Θεού. Πρβλ. Εἰκών, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, στήλες 408-417. «Η ιερουργία αυτής της ημέρας (ις΄ Αυγούστου) δεν περιορίζεται στην απλή ανάμνηση της μεταφοράς της εικόνας από ένα μέρος σε άλλο. Το βασικό σημείο αυτής της ακολουθίας είναι η δογματική θεμελίωση του σεβασμού των εικόνων» Πρβλ. http: ||www. Agiazoni.gr|article. Php? Id=63446066057835044723).
 
Η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου εικονίζει ένα μανδήλιο, πάνω στο οποίο έχει ζωγραφιστεί το Πρόσωπο του Κυρίου. Το περιβάλλει ένσταυρος φωτοστέφανος, στις τρεις κεραίες του οποίου έχει χαραχτεί το όνομα του Θεού: Ο ΩΝ. Όταν ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει το όνομά Του, τότε που Εκείνος του παρουσιάστηκε στη φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο, «εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων, ἐγώ εἰμί ὁ ὤν» (Εξ. 3,14). Ο Θεός είναι αυτός που υπάρχει πραγματικά και αιώνια, σε αντίθεση με τους ψεύτικους θεούς. 
 
Ταυτόχρονα όμως με το όνομα της θείας φύσεως του Κυρίου (ὁ ὤν) σημειώνεται στο πάνω μέρος του Αγίου Μανδηλίου το όνομά Του (ο Χριστός), που θυμίζει στους πιστούς ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν πρέπει να πιστεύουμε ως «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» και ως «τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» (Σύμβολο της Πίστεως). 
 
Η όψη του Κυρίου δεν προδίδει τίποτε το γήινο και σαρκικό. Τα μεγάλα και στοχαστικά μάτια, τα τοξωτά φρύδια, η μακριά μύτη, το μικρό στόμα συνθέτουν μια μορφή που εμπνέει, εκφράζει την παναγιότητα του Κυρίου και «τά νοητά φωταυγεῖ» (β΄τροπάριο, δ΄ωδής Κανόνος εορτής Αγίου Μανδηλίου, ις´ Αυγούστου). Ένα άλλο τροπάριο λέγει: αν και ο Σωτήρας μας δεν είχε θεϊκό είδος ούτε κάλλος στον καιρό του πάθους, στην πραγματικότητα καταφώτιζε όλους. Αυτό δηλώνει η θέα της μορφής Του, της οποίας το ομοίωμα «ράκει ἐκτυπωθέν, ὥσπερ θησαυρός ἡμῖν δεδώρηται» (ωδή ς΄). Πρβλ. ωσαύτως: Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΕΙΚΟΝΑ  ΩΣ  ΤΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΤΡΟΠΟΣ  ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ  ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ, Εὐσταθίου Κ. Γιαννῆ, Θεολόγου-Ἁγιογράφου.
 
2α.  Πρβλ.  Αγιοταφιτικόν ημερολόγιον, 2013, σ. 39.    Οι εορτές της Προόδου του τιμίου Σταυρού και του       Αγίου Μανδηλίου, α΄και ις΄Αυγούστου αντίστοιχα, δεν τιμούνται με Μεγάλη Λιτανεία, όχι γιατί θεωρούνται υποδεέστερες από την Εκκλησία Ιεροσολύμων, αλλά διότι το Status Quo (=το Καθεστώς),δηλαδή η διεθνής συμφωνία, που διέπει τα Πανάγια Προσκυνήματα, δεν παρέχει τη δυνατότητα. Η εν λόγω διεθνής συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες αίματος των Αγιοταφιτών Πατέρων (άρχισαν την εποχή των σταυροφόρων) και κατωχυρώθηκε τελικά με το άρθρο 63 της συνθήκης του Βερολίνου στις 22 Ιουλίου του 1878, ορίζει επακριβώς πότε και πόσες Μεγάλες Λι-τανείες επιτρέπεται να τελεί κάθε θρησκευτική Κοινότητα εντός του κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως (Πρβλ. Χρυσοστόμου Λ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Επανέκδοσις 2010, σ. 592- και σ. 641). Προς αποφυγή μάλιστα διενέξεων καταχωρούνται κατ’ έτος στο Αγιοταφιτικόν Ημερολόγιο και οι Λιτανείες των Λατίνων και των Αρμενίων. Αιτία της διαμάχης είναι το γεγονός, ότι την ημέρα που τελείται Μεγάλη Λιτανεία από μία θρησκετική Κοινότητα, οι άλλες θρησκευτικές Κοινότητες τελούν τις ακολουθίες τους εν σπουδή και σε άβολες ώρες. Οι Ορθόδοξοι τελούν 13 Μεγάλες Λιτανείες και 3 επίσημες Δοξολογίες ετησίως, οι Λατίνοι 7 και οι Αρμένιοι 9 Λιτανείες. Επίσημες Δοξολογίες δεν επιτρέπεται να τελούν οι Λατίνοι και οι Αρμένιοι.  
 
3.  Πρβλ. Τάξις Λατρείας αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, στήλες 794-796.
 
4.  Πρβλ.: Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων, τομ. ΣΤ΄, σ. 465 και, Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 541-.
 
5.  Πρβλ. Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ.11, στήλες 434-439, ένθα αναφέρονται λεπτομερώς οι σχετικές πηγές.       
 
6.  Πρβλ. Συναξάριο ς΄ Μαρτίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
7. Κανών μθ΄ Λαοδικείας. Πρβλ. και Κανόνα νβ΄ της εν Τρούλλω, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανό-νων, τομ. Γ΄, σ. 216 και τόμ. Β΄ , σ. 427.
 
8. Πρβλ.: Αι Εορταί του Τιμίου Σταυρού, εν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, στήλες 434-439.
 
9. Πρβλ. Συναξάριο ιδ΄ Σεπτεμβρίου, Μηναίο, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί αναφέρεται και η αίτία της μεταθέσεως της μνήμης του Αγίου: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐν ταύτῃ γάρ ἀνεπαύσατο, ἀλλά διά τήν Ἑορτήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετετέθη ἡ τούτου Ἑορτή εἰς τόν Νοέμβριον μῆνα». 
 
10. Πρβλ. Εορταί Δώδεκα, ἐν: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 5, στήλη 741.
 
11. «Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού», στο συλλογικό ἐργο: ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ, Αθήνα 2001, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον. © 2002 Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. 
 
12. Πρβλ. Σύστημα Τυπικού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ έκδοση 2006, παράγραφοι 289 και 1571-1572  και μηναία Σεπτεμβρίου ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄, εκδόσεις Αποσττολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Γ. Βιολάκης (Τυπικόν, Αυγούστου α΄, παράγραφος 2) διατείνεται, ότι ο εν λόγω Τρισάγιος Υμνος ψάλλεται την α΄ Αυγούστου μόνο αν τελεσθεί σταυροπροσκύνηση. 
 
13. Πρβλ. Ιερατικόν Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και κάθε άλλο αντίστοιχο βιβλίο ή Μέγα Ευχολόγιο. 
 
14. Πρβλ. Τριώδιο, γ΄ Κυριακή των Νηστειών και τα παραπάνω μνημονευθέντα μηναία.  
 
15. Η ποίηση, ως προς το περιεχόμενό της, διακρίνεται σε τέσσερα είδη: Πένθιμη, Μελαγχολική, Εύθυμη και Υμνητική. 
 
16. Το τροπάριο αυτό ονομάζεται συμβολικά «Οίκος», διότι περιέχει εν περιλήψει την υπόθεση της εορτής. Γιά την ονομασία και την προέλευση του ύμνου πρβλ. Οίκος, εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, εκδόσεις Μαρτίνος, τομ. 9, στήλες 686-687. 
 
17.  Πρβλ. και Λεωνίδα Ουσπένσκυ, Η θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις Αρμός 1998, σ. 39, υποσημ 4. Οι σλαβόφωνοι έχουν πλήρη ακολουθία της εορτής του Αγίου Μαν-δηλίου και ο Ουσπένσκυ στηρίζεται επ΄ αυτής στην εν λόγω μελέτη του. Πρβλ. ωσαύτως  Ιστότο-πο: http:||analogion.com|forum|showthread.php?t=13852.
 
18. Πρβλ.Τυπικαί Διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου και Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 
19. Πρβλ. Μηναία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεπτεμβρίου  ιδ΄, Μαΐου ζ΄ και Αυγούστου α΄.

Η Ορθόδοξη Εικόνα: Η παράδοση της πίστεως στην εκκλησιαστική τέχνη

Αρχιμ. Αμβρόσιος

Του Αρχιμ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Αρχιμ. Αμβρόσιος


Ομιλία στο πλαίσιο της Δ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 25η Φεβρουαρίου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
 
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε ακέραιο ένα τεράστιο πνευματικό πλούτο, τόσο στον χώρο του λειτουργικού βίου και της πατερικής σκέψης, όσο και στον χώρο της εκκλησιαστικής τέχνης. Γνωρίζουμε, ότι η προσκύνηση των εικόνων κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και αυτό διότι η εικόνα δεν είναι μια απλή απεικόνιση, ούτε μια διακόσμηση, ούτε ακόμα μια εικονογράφηση της Αγίας Γραφής. Είναι κάτι περισσότερο: είναι ισότιμη προς το ευαγγελικό μήνυμα, είναι ένα λατρευτικό σκεύος, που συμμετέχει ολόκληρο στη λειτουργική ζωή. Έτσι εξηγείται η σπουδαιότητα, που η Εκκλησία αποδίδει στην απεικόνιση και όχι σε οποιανδήποτε αναπαράσταση, αλλά στη συγκεκριμένη απεικόνιση των ιερών εικόνων. Ο σημαντικός ρόλος της εικόνας φαίνεται φανερά στο πέρασμα της ιστορίας, κατά την πάλη της Εκκλησίας εναντίον της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων και, ιδιαιτέρως, στον μεγάλο αριθμό μαρτύρων και ομολογητών κατά τη διάρκεια της Εικονομαχικής περιόδου (8ος-9ος αι.).
 
Στην εικόνα η Εκκλησία δεν βλέπει μόνο μια μορφή ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά την καθολική έκφραση της Ορθοδοξίας, αυτή την ίδια την Ορθοδοξία. Επομένως, δεν μπορούμε, ούτε να καταλάβουμε, ούτε να εξηγήσουμε την εκκλησιαστική τέχνη έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Η εικόνα, η ιερή απεικόνιση, αποτελεί μια εκδήλωση της παράδοσης της Εκκλησίας, ισότιμη με τη γραπτή και την προφορική παράδοση. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων είναι ένα δόγμα της χριστιανικής πίστεως, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε και διατυπώθηκε στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας, της ομολογίας δηλαδή της ενανθρωπήσεως του Θεού. Η εικόνα του Θεανθρώπου είναι η μαρτυρία της πραγματικής και όχι φανταστικής σάρκωσής Του. Γι’ αυτό η αγιογραφία συχνά αποκαλείται εικαστική θεολογία. Αυτό το εκφράζει η Εκκλησία και στη λειτουργική της ζωή. Τα στιχηρά και οι κανόνες των εορτών διαφόρων εικόνων, όπως για παράδειγμα του αγίου Μανδηλίου (βλ. 16 Αυγούστου) και, ιδιαίτερα, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας αποκαλύπτουν το νόημα της εικόνας σε ολόκληρο το βάθος της. Καταλαβαίνει κανείς, πως το περιεχόμενο και η σημασία της εικόνας αποτελούν θεολογική μελέτη όμοια με της Αγίας Γραφής.
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάλευε πάντοτε για τη διαφύλαξη, την περιχαράκωση της λειτουργικής της τέχνης από την εκκοσμίκευση. Με τη φωνή των Συνόδων της, των ιεραρχών της, των πιστών της, αγωνιζόταν υπέρ της αυθεντικότητας της λειτουργικής της τέχνης, καθώς και εναντίων των ξένων στοιχείων της κοσμικής τέχνης, που την επηρέαζαν. Ας μην ξεχνάμε, πως και η σκέψη στον χώρο της Εκκλησίας δεν ήταν πάντα κάποιου θεολογικού επιπέδου, όπως και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν πάντα στο ύψος της αυθεντικής εικονογραφίας. Έτσι, δεν μπορούμε να θεωρούμε κάθε εικόνα, ακόμα και αν είναι παλαιά και ωραία, ως  αλάθητη και, περισσότερο, αν αυτή έχει γίνει σε περίοδο παρακμής. Μια τέτοια εικόνα μπορεί να συμφωνεί με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μπορεί και όχι, μπορεί να παραπλανεί αντί να διδάσκει. Δηλαδή, η διδασκαλία της Εκκλησίας μπορεί να αλλοιωθεί από την εικόνα το ίδιο, όπως και με το λόγο. Γι’  αυτό και η Εκκλησία πάλευε πάντοτε, όχι για την καλλιτεχνική ποιότητα της τέχνης, αλλά για την αυθεντικότητά της, όχι για την ωραιότητά της, αλλά για την αλήθεια της. Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί, πως από την αρχή κιόλας της συστάσεώς της κατενοείτο πλήρως η έννοια της εικόνας και η ύπαρξη της απεικόνισης. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι σ’ αυτήν είναι αμετάβλητη, εξαιτίας του ότι αυτή η στάση απορρέει από τη διδασκαλία της για τη σάρκωση του Υιού του Θεού.
 
Η απεικόνιση λοιπόν συνιστά στοιχείο της ίδιας της φύσεως του Χριστιανισμού, γιατί δεν αποτελεί μόνον αποκάλυψη του Λόγου του Θεού, αλλά και απεικόνιση του Θεού, που δόθηκε με την εμφάνιση του Θεανθρώπου.  Η Εκκλησία διδάσκει, ότι η απεικόνιση βασίζεται πάνω στη σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δεν πρόκειται εδώ για μια ρήξη, ούτε για μιαν αντίφαση με την Παλαιά Διαθήκη, ακόμα και με τα πιο αυστηρα κριτήρια, όπως ισχυρίζονται οι Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες), αλλά, το αντίθετο• πρόκειται για την άμεση ολοκλήρωσή της. Η παρουσία της απεικόνισης μέσα στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με την απουσία της στην Παλαιά. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, για την Εκκλησία η ιερή απεικόνιση πηγάζει ακριβώς από την απουσία της άμεσης απεικόνισης μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι η συνέπεια και η κατάληξή της. Πρόγονος της χριστιανικής απεικόνισης δεν είναι το είδωλο της αρχαίας λατρείας, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά είναι η απουσία της άμεσης και συγκεκριμένης απεικόνισης πριν τη σάρκωση του Υιού του Θεού, καθώς και το παλαιοδιαθηκικό  σύμβολο. Κι αυτό, για τον λόγο ότι, πρόγονος της Εκκλησίας δεν είναι ο ειδωλολατρικός κόσμος, αλλά ο αρχαίος Ισραήλ, ο εκλεκτός λαός του Θεού, που επιλέχθηκε ως δέκτης της αποκάλυψης του Θεού. Για την Εκκλησία είναι απόλυτα σαφές, πως η απαγόρευση της απεικόνισης, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο της Εξόδου (20,4-5) και του Δευτερονομίου (5,8-9) («οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς») είναι ένα πρόσκαιρο μέτρο, παιδαγωγικό, που περιορίζεται αποκλειστικά στην Παλαιά Διαθήκη και δεν αποτελεί αρχή απαγόρευσης της απεικόνισης. Διότι, παράλληλα με την απαγόρευση της συγκεκριμένης και άμεσης απεικόνισης, υπήρχε η θεϊκή προσταγή να δημιουργήσουν οι άνθρωποι σχηματικές συμβολικές απεικονίσεις- προτυπώσεις, όπως ήταν η σκηνή της Κιβωτού και όλα όσα περιείχε, προτυπώσεις, των οποίων και τις παραμικρές λεπτομέρειες υπέδειξε ο Θεός.
 
Η διδασκαλία της Εκκλησίας  εκφράστηκε πάνω σ’  αυτό το ζήτημα με μεγάλη σαφήνεια από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στους τρεις λόγους του, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας (PG 94, 1232-1420). Οι λόγοι αυτοί γράφτηκαν ως απάντηση προς τους εικονομάχους, οι οποίοι, στηριζόμενοι στην απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης, συνέχεαν τη χριστιανική απεικόνιση με το είδωλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί το νόημα αυτής της απαγόρευσης. Παραβάλλοντας κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δείχνει πως η χριστιανική απεικόνιση είναι, όπως το είπαμε ήδη, μια κατάληξη της Παλαιάς Διαθήκης, μια συμπλήρωσή της, διότι απορρέει από την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Η σκέψη του συνοψίζεται ως εξής: Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη η άμεση παρουσία του Θεού στον λαό Του πραγματοποιείται αποκλειστικά με τον ήχο, με τον λόγο. Ο ίδιος δεν αποκαλύπτεται, μένει αόρατος, και υπογραμμίζει το γεγονός, ότι ο Ισραήλ δεν βλέπει καμμιά εικόνα ακούγοντας τη φωνή Του. Ούτε ο λαός, ούτε ο Μωυσής είδαν κάποια εικόνα Του, μονάχα άκουσαν τη φωνή Του. Αφού δεν είδαν τον Θεό, δεν μπορούσαν να τον εικονίσουν. Εκείνο, που μπορούσαν όμως να κάνουν και έκαναν, ήταν να καταγράψουν τον θεϊκό λόγο. Και πώς μπορούσαν να αναπαραστήσουν το άυλο και απερίγραπτο, το ασχημάτιστο και αμέτρητο; Στην επιμονή όμως των βιβλικών χωρίων, που τονίζουν ότι ο Ισραήλ ακούει τον λόγο, δεν βλέπει όμως εικόνα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακαλύπτει τη μυστική ένδειξη της μελλοντικής δυνατότητας να δει και να αναπαραστήσει τον σαρκωμένο Θεό: «Τι ουν το μυστικώς μηνυόμενον; Δήλον, ως όταν ίδης δια σε γενόμενον άνθρωπον τον ασώματον, τότε δράσεις της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα• όταν ορατός σαρκί ο αόρατος γένηται, τότε εικονίσεις το του οραθέντος ομοίωμα• ότε ο ασώματος και ασχημάτιστος άποσός τε και απήλικος και αμεγέθης τῃ υπεροχῄ της εαυτού φύσεως, ο εν μορφῄ Θεού υπάρχων, μορφήν δούλου λαβών και χαρακτήρα περιθήται σώματος, τότε εν πίναξι χαράττεται. Χάραττε τούτου την άφατον συγκατάβασιν, την εκ Παρθένου γέννησιν, την εν Ιορδάνῃ βάπτισιν, την εν Θαβώρ μεταμόρφωσιν, πάντα γράφε, και λόγῳ και χρώμασιν, εν τε βίβλοις και πίναξιν.»
 
Έτσι, η απαγόρευση της αναπαράστασης του αοράτου Θεού στην Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβάνει εν ολίγοις και την αναγκαιότητα της αναπαράστασής Του στην εποχή της Χάριτος, αφού οι προφητείες ήδη τώρα ολοκληρώθηκαν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυπολογική απαγόρευση της αναπαράστασης του Θεού είναι συνδεδεμένη με τον γενικό προορισμό του ισραηλιτικού λαού. Η αιτία ύπαρξης του εκλεκτού λαού ήταν η διακονία του αληθινού Θεού. Το λειτούργημα αυτό συνίστατο, κατά τον μεσσιανικό του χαρακτήρα, στην προετοιμασία και προεικόνιση αυτού, που επρόκειτο να αποκαλυφθεί στην Καινή Διαθήκη.  Γι’  αυτό τον λόγο στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούσαν να υπάρχουν παρά μόνο συμβολικές προεικονίσεις, αποκαλύψεις των μελλόντων, αφού «ο νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά εικόνος προσκίασμα», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων»(Εβρ. 10,1). Διότι, «ο μη ορατός οράται, και ο μη αναπαριστώμενος, αναπαρίσταται». Στο εξής, ο Θεός δεν απευθύνεται πια στους ανθρώπους διά του λόγου μόνο και των προφητών. Φανερώνεται πλέον στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, που «σκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους».
 
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κύριος,  δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, που μίλησε στην Παλαιά Διαθήκη, τίμησε τους μαθητές Του και μαζί με εκείνους όλους αυτούς που ζουν κατά το παράδειγμά τους και ακολουθούν τα ίχνη τους:  «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμων, ότι ακούουσιν• αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν.» (Ματθ.13,16-17) Είναι φανερό πως, όταν ο Χριστός λέει στους μαθητές Του, ότι οι οφθαλμοί τους είναι μακάριοι, γιατί βλέπουν αυτό που βλέπουν και ακούνε  αυτό που ακούνε, αυτό αναφέρεται σε κάτι, που κανείς δεν είχε ποτέ δει ούτε ακούσει, γιατί οι άνθρωποι πάντοτε είχαν μάτια για να βλέπουν και αυτιά για να ακούνε. Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν αναφέρονται ούτε στα θαύματά Του, διότι και οι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες είχαν κάνει επίσης θαύματα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν, ότι οι μαθητές έβλεπαν και άκουγαν άμεσα Εκείνον, που ανήγγειλαν οι προφήτες, τον σαρκωμένο Θεό. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης,  «ο μονογενής υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν.,1,18).
 
M’ αυτό τον τρόπο, το διακριτικό σημείο της Καινής Διαθήκης είναι ο στενός δεσμός, που υπάρχει ανάμεσα στον λόγο και την απεικόνιση. Γι’  αυτό οι Πατέρες και οι Σύνοδοι, όταν μιλούν για την εικόνα, δεν παραλείπουν ποτέ να υπογραμμίσουν «καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν». Το έργο της νεοδιαθηκικής εικόνας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Πατέρες, συνίσταται ακριβώς στη φανέρωση, όσον το δυνατόν πιο πιστά και ολοκληρωμένα, της αλήθειας της σάρκωσης του Θεού, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της τέχνης. Η εικόνα του ανθρώπου Ιησού είναι η εικόνα του Θεού. Να γιατί οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έλεγαν, ως προς την εικόνα Του: «εκ δύο γαρ φύσεων ίσμεν τον Χριστόν, και εν δύο φύσεσιν αδιαιρέτως, ήγουν θείᾳ και ανθρωπίνῃ• η μία ουν απερίγραπτος, και η μία περιγεγραμμένη εν τῴ ενί Χριστῴ θεωρείται».
 
Όπως βλέπουμε, η εικόνα αναπαριστά, όχι τη φθαρτή σάρκα του, που πρόκειται να φθαρεί, αλλά τη μεταμορφωμένη, τη φωτισμένη από τη χάρη, τη σάρκα του μέλλοντος αιώνος. Μεταδίδει με μέσα υλικά, ορατά στα ανθρώπινα μάτια, την ωραιότητα και δόξα του Θεού. Γι’  αυτό τον λόγο οι Πατέρες λένε, πως η εικόνα είναι αγία και προσκυνητή, ακριβώς γιατί μεταδίδει τη θεϊκή κατάσταση του πρωτοτύπου της, του οποίου φέρει το όνομα. Έτσι η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σε αυτήν. Με άλλα λόγια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδεικνύει την αγιότητα, τόσο του αναπαριστώμενου προσώπου, όσο και της εικόνας του. Και είναι μέσα σε αυτή, που ενεργείται η σχέση ανάμεσα στον πιστό και τον άγιο, δια μέσου της εικόνας του. Συνεπώς, η εικόνα μετέχει στην αγιότητα του πρωτοτύπου της και μέσῳ της εικόνας μετέχουμε με τη σειρά μας σε αυτή την αγιότητα, όταν εμείς την προσκυνούμε προσευχόμενοι. Οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαχωρίζουν με προσοχή τις έννοιες εικόνα και προσωπογραφία: η πρώτη αναπαριστά έναν άνθρωπο ενωμένο με τον Θεό, η άλλη ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον. 
 
Διαφοροποιείται επομένως η εικόνα από την προσωπογραφία, από το ίδιο το περιεχόμενο, περιεχόμενο που δημιουργεί ειδικές εκφραστικές φόρμες, εντελώς δικές της, που την κάνουν να διαφέρει από οποιανδήποτε άλλη απεικόνιση. Η εικόνα δείχνει την αγιότητα με τρόπο που δεν επιτρέπει, ούτε να υπονοείται αυτή, ούτε να συμπληρώνεται από τη σκέψη μας, αλλά να είναι ορατή από τα σαρκικά μάτια μας. Η εικόνα της θεώσεως του ανθρώπου αναπαριστά την πραγματικότητα, που αποκαλύπτεται κατά τη Μετάμορφωση στο όρος του Θαβώρ. Σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Χριστός έδειξε τότε στους μαθητές την κατάσταση της θεώσεως, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι άνθρωποι. Έτσι, όπως δοξάστηκε και μεταμορφώθηκε το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού, λάμποντας από θεϊκή δόξα και άφατο φως, με τον ίδιο τρόπο το σώμα των αγίων δοξάζεται και γίνεται φωτεινό , μεταμορφωμένο από τη δύναμη της χάρης του Θεού. Αυτήν την ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώβ, όχι μόνον την εξηγεί, αλλά και την αποκαλύπτει άμεσα, ορατά στον Μοτοβίλωβ, μεταμορφούμενος μπροστά του. «Φανταστείτε», λέει ο Μοτοβίλωβ, «στη μέση του ήλιου, την πιο φωτεινή στιγμή του μεσημεριού, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που σας μιλά».
 
Μέσα στα έργα των Πατέρων, όπως και στους βίους των αγίων, συναντούμε συχνά μαρτυρίες κάποιου φωτός, που διαλάμπει εξωτερικά στα πρόσωπα των αγίων την υπέρτατη στιγμή της δόξας τους, έτσι όπως έλαμπε το πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος του Σινά και έπρεπε να το καλύψει μ’ ένα ύφασμα, γιατί ο λαός δεν μπορούσε να αντέξει τη λάμψη. Η μέλλουσα μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας, μας αποκαλύφθηκε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος του Θαβώρ: «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Η έκφραση αυτού του φωτός είναι το κυριότερο θέμα και ο απώτατος σκοπός της αγιογραφίας.
 
Σκοπός της εικόνας, επομένως, δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα. Η εικόνα δεν συγκινεί, δεν είναι συναισθηματική. Σκοπό έχει να κατευθύνει όλα τα αισθήματά μας προς τη μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεώς μας, αποβάλλοντας κάθε έξαρση αρρωστημένη και βλαβερή. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται η θέωση, χωρίς να καταργεί τίποτα από τα ανθρώπινα στοιχεία: ούτε τις ψυχολογικές ιδιότητες, ούτε τα διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Έτσι, η εικόνα ενός αγίου δεν παραλείπει να δείξει τη γήινη δραστηριότητά του, μέσα από την οποία μπόρεσε να εργαστεί πνευματικά, είτε αυτή ήταν εκκλησιαστική, όπως επίσκοπος, μοναχός, είτε κοσμική δραστηριότητα, όπως πρίγκηπας, στρατιώτης, γιατρός. Κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης, κάθε φαινόμενο της ζωής μας φωτίζεται και παίρνει το πραγματικό του νόημα και τη θέση του μέσα από τη συνάντησή του με το θείον. Με τον τρόπο, που αναπαριστούμε τον Θεάνθρωπο καθ᾽ όλα όμοιο μ’ εμάς, εκτός από την αμαρτία, με τον ίδιο τρόπο αναπαριστούμε και τον άγιο ως ένα πρόσωπο απελευθερωμένο από την αμαρτία. Η εικόνα μας δείχνει το σώμα ενός αγίου ανθρώπου, «σύμμορφον τω σώματι της δόξης (του Χριστού)». Ένα σώμα απελευθερωμένο από τη φθορά της αμαρτίας και «μέτοχο κατά κάποιον τρόπο των ιδιοτήτων του πνευματικού σώματος, που οφείλει να λάβει κατά την Ανάσταση των Δικαίων».
 
Η εκκλησιαστική τέχνη της Ορθοδοξίας είναι μια ορατή έκφραση του δόγματος της μεταμορφώσεως. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου κατανοείται και μεταδίδεται εδώ, ως καθορισμένη αντικειμενική πραγματικότητα, που συμφωνεί με την ορθόδοξη διδασκαλία. Δηλαδή, ό,τι δείχνει η εικόνα, δεν είναι μια ατομική ερμηνεία, ούτε μια αφηρημένη σύλληψη, λίγο πολύ αλλοιωμένη, αλλά μια αλήθεια, που διδάσκει η ίδια η Εκκλησία.
 
Το περιεχόμενο της εικόνας καθορίζει όχι μόνον τη δομή της, αλλά και την τεχνική και τα υλικά της. Ούτε η τεχνική, ούτε τα υλικά, που χρησιμοποιούνται για τις εικόνες, μπορούν να είναι τυχαία σε σχέση με τη λατρεία. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς, ακόμα και σε μια σχηματική αισθητική ανάλυση, ότι μια εικόνα θα μπορούσε να ήταν ζωγραφισμένη με οτιδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε υλικό. Πράγματι, όπως η αυθεντικότητα της εικόνας συνδέεται με την Ευχαριστία, το ίδιο και η αυθεντικότητα της κάθε ύλης, που παίρνει μέρος στη λατρεία, συνδέεται μαζί της: «τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν». Τα λόγια αυτά προέρχονται από την προσευχή του Δαβίδ πάνω στα συγκεντρωμένα υλικά για την οικοδόμηση του Ναού: «Ότι σα τα πάντα, εκ των σων δεδώκαμέν σοι» (Παραλειπ. Α´, 29,14). Η Εκκλησία διατήρησε αυτήν την αρχή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώθηκε, όπως είδαμε μέσα στην Ευχαριστία: η ύλη εξαγοράστηκε με τη σάρκωση και οδηγήθηκε στη συμμετοχή της λατρείας του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο, η ύλη μεσα στην εικόνα δεν αφορά μόνο στη διάρκεια και ποιότητα, αλλά πάνω απ’ όλα στην αυθεντικότητα. Η εικόνα μπαίνει στο σύνολο των λειτουργικών εκδηλώσεων του ανθρώπου προς τον Θεό. Σ’ αυτά, με τα οποία η Εκκλησία ολοκληρώνει το έργο της: τον αγιασμό και τη μεταμόρφωση του κόσμου μέσῳ του ανθρώπου, την ίαση της αρρωστημένης από την αμαρτία ύλης, που την καθιστά οδό προς τον Θεό και μέσο επικοινωνίας μαζί Του.
 
Υπάρχει όμως μια τοποθέτηση, η οποία βλέπει την εικόνα ως εμπόδιο στην επικοινωνία με τον Θεό στην προσευχή, εκλαμβάνοντας απόλυτα τον κανόνα της απαγόρευσης του ασκητισμού προς κάθε εικόνα που σχηματίζει ο νους την ώρα της προσευχής. Μια άποψη αρκετά διαδεδομένη συμπεριλαμβάνει και την εικόνα. Εδώ, όμως, πρόκειται περί μιας παρεξήγησης, διότι οι απαγορευμένες εικόνες του ασκητισμού αναφέρονται στις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις χριστιανικές, που είναι εικόνες της πραγματικότητας, της αληθινής και «ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως». Έτσι, όχι μόνο δεν συγκρίνεται μια ιερή εικόνα με μια φανταστική εικόνα, αλλά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσε μια Οικουμενική Σύνοδος να ομολογήσει και να δογματίσει την προσκύνηση κάποιου πράγματος, που εμποδίζει την προσευχή ή την στρέφει προς μια λανθασμένη κατεύθυνση; Εξάλλου, οι πιο θερμοί υποστηρικτές των εικόνων υπήρξαν οι μοναχοί, δηλαδή οι άνθρωποι, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσευχή. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας περιγράφει εν προκειμένῳ, πώς βρέθηκε σε κατάσταση θεοπτίας, προσκυνώντας κάποτε μια εικόνα της Θεοτόκου : «Μια μέρα, που πήγα να ασπασθώ την άσπιλη εικόνα της Τεκούσας Σε (Χριστέ μου), κι ενώ προσκυνούσα μπροστά της, Συ ο ίδιος, πριν ακόμα σηκωθώ, φάνηκες μέσα στην πενιχρή μου καρδιά• κι εγώ, σαν να είχα μεταμορφωθεί όλος σε φως, γνώρισα τότε ενσυνείδητα πως σε κατέχω εντός μου».
 
«Το γεγονός, ότι η εικόνα είναι ακριβώς μια ευεργετική βοήθεια για τον προσευχόμενο», λέει ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, «αποδεικνύεται από το ότι το πνεύμα μας, που ψάχνει για την παρουσία του Θεού, δεν πέφτει τότε (όταν ατενίζουμε μια εικόνα) σε χίμαιρες και οι σκέψεις συγκεντρώνονται και δεν σκορπίζονται. Η αγία εικόνα του Θεού, που παρουσιάζει τον Θεό σεσαρκωμένο, εμφανίζεται συγχρόνως και στην αισθητική όραση και στην πνευματική θέαση, συγκεντρώνοντας έτσι τα εξωτερικά και εσωτερικά συναισθήματα σε μία μοναδική θέαση του θείου».
 
Η εικόνα του προσώπου του Χριστού, ως μαρτυρία της σάρκωσής Του, είναι για τους απολογητές των εικόνων μαρτυρία της αλήθειας του ευχαριστιακού μυστηρίου. Έτσι, η αυθεντικότητα της εικόνας, του περιεχομένου της, εμφανίζεται κατ’ αναλογία στο μυστήριο. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαφέρει από τις άλλες θρησκείες χάρη στη συγκεκριμένη και φυσική κοινωνία με το αντικείμενό της. Διά μέσου αυτής της σχέσης, η πίστη γίνεται θέαση, γνώση, επικοινωνία ζωντανή μαζί Του. Αυτή η κοινή ζωή πραγματοποιείται μέσα στη θεία Ευχαριστία. Η προσευχή μπροστά στο άγιο Ποτήριο απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, γιατί μόνο σε μία προσωπική σχέση μαζί του μπορεί να έχει μετοχή σε ό,τι φέρει εκείνο το Πρόσωπο. Επομένως, αυτή η σχέση απαιτεί μια εικόνα, αφού ο άνθρωπος δεν απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό Χριστό, σε μια αφηρημένη θεότητα, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο: «συ ει αληθώς ο Χριστός[…], ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον σώμα Σου[…]». Στην Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος γίνονται διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το θείο Σώμα και Αίμα του αναστημένου και δοξασμένου Χριστού. Ο Χριστιανισμός δεν γνωρίζει πνευματική ανάσταση εκτός του σώματος. Η σωτηρία πραγματοποιείται και στο παρελθόν και στο παρόν και στο μέλλον διά μέσου του σώματος. Η ίδια η Ευχαριστία αναπαριστά για μας τη σωτηρία, ακριβώς γιατί είναι Σώμα. Επομένως, η εικόνα του προσώπου του Χριστού δεν αντιστοιχεί στο μυστήριο, αν αυτή η εικόνα δεν αναπαριστά ένα σώμα, που ο θάνατος δεν έχει ισχύ πάνω του, δηλαδή το δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η πραγματικότητα του δοξασμένου Σώματος του Χριστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με την αυθεντικότητα της προσωπικής του εικόνας, διότι το Σώμα του Χριστού πάνω στην εικόνα είναι αυτό το ίδιο «Σώμα του Θεού, που έλαμψε από θεία δόξα, άφθορη, αγία, ζωοποιό». Η εικόνα εδώ, ως μαρτυρία της σάρκωσης, συνδέεται με την εσχατολογία, γιατί το δοξασμένο σώμα του Χριστού είναι το σώμα της Δευτέρας Παρουσίας και Τελικής Κρίσης. Από εδώ προέρχεται η εξαγγελία του 3ου Κανόνα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου, ότι: «Ει τις ουν ου προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδῃ εν τη δευτέρᾳ παρουσίᾳ την τούτου μορφήν».
 
Και, γιά να συνοψίσομε καταλήγοντας: Ο ανεικόνιστος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης «εφανερώθη εν σαρκί». Άρα μπορεί να εξεικονιστεί με τη συγκεκριμένη μορφή. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε, σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ την ύλην, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι᾽ εμέ γενόμενον και εν ύλῃ κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι᾽ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον». Αυτοί, που πολεμούσαν τις εικόνες, πολεμούσαν ανεπίγνωστα τη σάρκωση του Λόγου. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό φιλοσοφικά: «Θεός τῃ ύλῃ ου μείγνυται» (Πλάτων). Έτσι όμως, ο Θεός παραμένει «άκοσμος» και ο κόσμος «άθεος». Αντίθετα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει και πάλιν: « Και σέβων ου παύσομαι τῃ ύλῃ, δι᾽ ης η σωτηρία μου είργασται».

Η Ενορία – Πως πρέπει να λειτουργεί Θεολογικά και Εκκλησιαστικά Πρωτοπρεσβυτέρου Πολυβίου Πέτρου

Ο ναός του Αγίου Νικολάου και μέρος της παλαιάς αυλής

Ομιλία στο πλαίσιο της Γ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 28η Φεβρουαρίου, 2013.

Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ευχαριστώ για την τιμή, που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτό το θέμα, το οποίο είναι βέβαια πολύπλευρο και δεν είναι αρκετή μια συνάντηση, για να καλυφθεί. Σήμερα, απλώς θα πάρουμε μια γεύση του. Θα προσπαθήσω με την εισήγησή μου, να σας παρουσιάσω αρχικά την έννοια της ενορίας, ιστορικά από τη μια, και από την άλλη θεολογικά, αλλά και το αλληλένδετο θέμα, τι είναι η Εκκλησία. Γιατί αρκετοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;». Αλλά, και το ερώτημα, «τι είναι Εκκλησία», το ακούμε και από ανθρώπους που εκκλησιάζονται, που είναι κοντά στην Εκκλησία. Κάποιοι πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία είναι ο ναός, ένας χώρος, στον οποίο έχουν καθήκον να πάνε, όπου συνήθως, για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελαν να ακούσουν ένα καλλίφωνο ιερέα, μαζί και καλούς ψάλτες. Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι! Την Εκκλησία πρέπει να τη δούμε βαθύτερα και θεολογικά, ως Σώμα Χριστού• πρώτα εμείς οι κληρικοί, που μας αξίωσε ο Θεός, παρόλη την αναξιότητά μας, να είμαστε αξιωματούχοι στο Σώμα της Εκκλησίας, κι έπειτα ο λαός, οι πιστοί, να καθοδηγηθούν σ᾽ αυτή την αντίληψη περί Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ευθύνη, να συνειδητοποιήσουμε τι βάρος κουβαλούμε στους ώμους μας. Και ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που τα προβλήματα της διαποίμανσης είναι πάρα πολλά και σε μικρές και σε μεγάλες ενορίες.

Προσωπικά, όταν χειροτονήθηκα ιερέας, μου ανετέθη μια μικρή ενορία στη Λάπηθο με 1200 ψυχές.Μετά την εισβολή, τον Οκτώβριο του 1974, διορίστηκα στα Κουφάλια, μια κωμόπολη του Νομού Θεσσαλονίκης, που εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Εδέσσης. Η κωμόπολη αυτή είχε δύο ενορίες. Υπηρέτησα στη μεγαλύτερη. Το 1986, όταν τελείωσαν όλα τα παιδιά μου το Λύκειο εκεί στα Κουφάλια, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκα σε μια ενορία είκοσι χιλιάδων. Η εμπειρία μου με δίδαξε, ότι την πιο καλή ποιμαντική σχέση, που είχα με τους ενορίτες μου απ’ αυτές τις τρεις ενορίες, την είχα στη Λάπηθο. Κι αυτό, γιατί εκεί γνώριζα όλο τον κόσμο, όλους, μικρούς και μεγάλους τους ήξερα με το όνομά τους. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι, που να μην έμπαινα μια φορά τον χρόνο για έναν αγιασμό, για μια ιεροτελεστία. Ακόμη, εκεί δεν υπήρχε κανείς αιρετικός. Ήταν όντως μια πραγματική ποιμαντική σχέση, την οποία δεν ξανασυνάντησα ύστερα. Γιατί; Στα Κουφάλια, για παράδειγμα, ήταν 5000 ψυχές οι ενορίτες μου και παράλληλα συνέπεσε τότε και δύσκολη περίοδος, γιατί, μετά την Αντιπολίτευση, υπήρχε έντονο αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα εκεί, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να τους γνωρίζω όλους, ούτε και είχα την δυνατότητα να επισκέπτομαι τα σπίτια όλων των ενοριτών μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και πολλή αγάπη κατορθώσαμε και είχαμε μια καλή επαφή με τον κόσμο εκεί και ήταν παράλληλα ένα καλό μεταβατικό στάδιο και για μένα και για τα παιδιά, την οικογένειά μου. Γιατί φύγαμε από τη Λάπηθο, που ήταν μια κωμόπολη (είχε Γυμνάσιο, ήταν μεγάλη ενορία). Αν πηγαίναμε απευθείας σε μια μεγαλούπολη, τα παιδιά μας θα κινδύνευαν ασφαλώς. Ήταν οικονομία Θεού, που πήγαμε στα Κουφάλια. Γι’ αυτό, σ᾽ αυτά τα θέματα, να αφηνόμαστε στα χέρια του Θεού και να αφήσουμε τον Θεό να κατευθύνει τη ζωή μας: «τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ.8,28)

Αυτά, σαν ένας μικρός πρόλογος.

Η Ενορία

Την ημέρα της Πεντηκοστής στην πόλη των Ιεροσολύμων, μετά το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου, πίστευσαν και βαπτίσθηκαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κατά την εντολή του Κυρίου, τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία του Χριστού, την πρώτη ενορία – κοινότητα.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και έτσι η Εκκλησία έχει προαιώνια ύπαρξη. Όπως όλο το έργο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και το μυστήριο της Εκκλησίας ήταν στο σχέδιο του Θεού από καταβολής κόσμου, το οποίο απεκαλύφθη με την ενανθρώπηση του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα – ενορία ήταν και η πρώτη ενορία – επισκοπή, με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Την κοινή πίστη στον Σωτήρα Χριστό.
2. Την κοινή λατρεία: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». (Πράξ. 1,42)
3. Την υπαγωγή υπό τον Α´ Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
4. Την αγάπη, ως εφαρμογή του ευαγγελικού κηρύγματος στη ζωή των μελών της,
και
5. Την προσδοκία της κοινής Ανάστασης και μετοχής στην ουράνιο Βασιλεία του Θεού.

Οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, που ζούσαν τα μοναδικά βιώματα της πρώτης τότε ενορίας («του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» “Πράξ.4,32”), απεδείκνυαν την αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, μέσα από το μυστήριο της ενορίας. Ήταν πραγματικά ιδανική η πρώτη αυτή χριστιανική κοινότητα – ενορία: Είχαν κοινοκτημοσύνη («είχον άπαντα κοινά», “Πράξ.2,44”), τα Κυριακά δείπνα – «Αγάπες», με ενσυνείδητη μετοχή στο μυστήριο της Ζωής, τη θεία Ευχαριστία.

Με το κήρυγμα των Αποστόλων εις πάντα τα έθνη, κατά την εντολή του Κυρίου, και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, παρά τους διωγμούς, έχουμε και τη συνακόλουθη αναγκαία χειροτονία επισκόπων και πρεσβυτέρων κατά τόπους. Σχετική είναι η εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο, «ίνα καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1,5). Οι πρώτες κοινότητες – ενορίες συνήθως λειτουργούσαν στις πόλεις. Για τη ζωή των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας έχουμε πολλές μαρτυρίες από τις Πράξεις των αποστόλων και τις Επιστολές του αποστόλου Παύλου. Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός, βρέθηκε στην ανάγκη της αποκέντρωσης. Αυτό γίνεται ειδικά μετά τη λήξη των διωγμών, οπότε έχουμε μαζική προσέλευση στην Εκκλησία και οι πνευματικοί πατέρες έπρεπε να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους πιστούς.

Κατά την περίοδο των αποστολικών Πατέρων έχουμε την εδραίωση του θεσμού της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας λέγει ότι ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος προσθέτει, «όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία» και, «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra Ecclesiam nulla salus “Κυπρ. Επιστ., 66.8”).

Μετά την παύση των διωγμών, έχουμε μαζική αύξηση των Χριστιανών και στην ύπαιθρο και περαιτέρω αποκέντρωση, και τη δημιουργία νέων επισκοπών και κατά τόπους ενοριών σε όλη τη Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, καταρχήν, διαμορφώνονται ως τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα (Πενταρχία των Πατριαρχών). Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στον βίο του αγίου Αθανασίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ότι είχε στη δικαιοδοσία του αρκετές αρχιεπισκοπές και 120 επισκόπους. Η ενορία, υπό τη σημερινή της μορφή, άρχισε να υφίσταται μεταξύ του 4ου – 5ου αι., με τη χειροτονία πολλών πρεσβυτέρων στην επαρχία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα – ενορία καθόριζε την καθημερινή ζωή και την ύπαρξη του Ρωμηού. Τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος.

Η ενορία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι η ίδια η Εκκλησία σε μικρογραφία. Εδώ τελεσιουργείται η διακονία της καταλλαγής, κηρύττεται και λατρεύεται ο Χριστός. Ο άνθρωπος προσεγγίζει εμπειρικά την Εκκλησία του Χριστού, στη μορφή κάποιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, στη ζωή της ενορίας.

Όπως είπαμε στην αρχή, η αποκάλυψη της Εκκλησίας έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και η εδραίωση με την αποστολή του αγίου Πνεύματος, ενώ η τελεία φανέρωση θα γίνει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά είναι βεβαίως θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν άμεση σύνδεση με τη ζωή μας. Άλλωστε, όλα τα προβλήματα πρέπει να τα λύνουμε θεολογικά, αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σωτηρία μας και να ζούμε σωστά και φυσικά. Για να σκεφτόμαστε θεολογικά, ασφαλώς δεν είναι αρκετό η απαραίτητο το πτυχίο μίας Θεολογικής η Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά, όπως λέγει ο όσιος Νείλος ο ασκητής, Θεολόγος είναι αυτός, που ξέρει να προσεύχεται («Ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη• και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» “Migne, P.G. 79, 1180”).

Αλλά εκκλησία λέγεται και ο ναός, ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να τελέσουν τα Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, κατεξοχήν δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γιατί η θεία Ευχαριστία αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της Εκκλησίας από τις άλλες θρησκείες. Για τον καθαγιασμό ενός χώρου ως ναού, όπου θα συναθροίζεται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, γίνεται ειδική τελετή, η τελετή των Εγκαινίων. Η καθιέρωση του ναού είναι ουσιαστικά καθιέρωση του θυσιαστηρίου. Ναός χωρίς θυσιαστήριο δεν είναι ναός, αλλά οίκος προσευχής, «μήτε σκήνωμα είναι της δόξης του Θεού χωρίς θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεού», κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόλαος Καββάσιλας, ότι το θυσιαστήριον καθιερώνεται από τον επίσκοπο με την τοποθέτηση λειψάνων αγίων μαρτύρων, που φανερώνουν τους τρεις πυλώνες οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι το θυσιαστήριο, ο επίσκοπος και οι άγιοι. Διαχωρισμός του ενός από τα άλλα δύο συνιστά απώλεια του ορθοδόξου ήθους.

Πάντως ο ναός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι ουρανός «ένδον του ιερού καταπετάσματος ώσπερ εν επουρανίαις σκηναίς, τον θρόνον έχων τον δεσποτικόν, εφ᾽ ου καθήμενος ο του παντός βασιλεύς, συναίρει λόγον αοράτως μετά των δούλων αυτού».

Η Καθολική Εκκλησία ενεργεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στην ενορία, που είναι η πνευματική μας οικογένεια. Στη μήτρα – κολυμβήθρα της ενορίας μας γεννηθήκαμε και στη ζωή της αναγεννώμαστε στο λειτουργικό γίγνεσθαι. Εκκλησία είναι η ενορία και συνιστά τον ναό ως το κέντρο της, τον κατεξοχήν χώρο της. Όπως το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο, τοπικά και λειτουργικά, του κοινοβίου, έτσι και ο ενοριακός ναός είναι στο κέντρο της κοινότητας. Παλαιότερα μάλιστα, στον περίβολο του ναού, οι ορθόδοξοι πιστοί εβίωναν την κοινωνία μεταξύ τους, ιδίως μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι η επι-κοινωνία των πιστών μεταξύ τους έξω από τον ναό ήταν συνέχεια και ήταν συνδεδεμένη με τη θεία Κοινωνία, που είχε προηγηθεί μέσα στον ναό.

Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τη συνάντηση των πιστών αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με τους γιορτάρηδες να κερνούν κι όσους είχαν μνημόσυνο να προσφέρουν τα κόλλυβα, τη ρακή. Συντελείτο μια ωραία επικοινωνία όλης της Κοινότητας στον περίβολο του ναού. Η επικοινωνία της κοινότητας-ενορίας φανερωνόταν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, το Πάσχα θα έπρεπε να έρθουν όλοι οι χωριανοί, για να πει τον Καλό Λόγο ο ιερέας. Έψαχναν μήπως έλειπε κανείς και, αν έλειπε, έστελναν κάποιο να του φωνάξει. Σήμερα, αυτή η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση, έχει μεν ατονήσει, αλλά μπορεί όμως να ανανεωθεί στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που υπηρέτησα, δημιουργήσαμε προς τον σκοπό αυτό πολλούς χώρους κάτω από τον ναό. Ένα παρεκκλήσι, μια αίθουσα 500 ατόμων, ένα αρχονταρίκι, αίθουσες κατηχητικών, βιβλιοθήκης, παιχνιδιού, υπολογιστών, ψυχαγωγίας. Όλα όσα γίνονται στους χώρους αυτούς υπηρετούν, τρόπον τινά, με σύγχρονους τρόπους αυτό, που ζούσαμε παλαιότερα στους περιβόλους των ναών.

Η Εκκλησία αρνείται να αφομοιωθεί με την άμορφη κοινωνία, αλλά εκτείνεται ως σωτηρία, που υπάρχει «εν ορίοις», πέραν μεν των χωρικών ορίων του ναού, μέσα σε καθορισμένα όμως όρια, που υποδηλώνουν ευθύνη. Δεν πρόκειται για όρια περιχαράκωσης και για τους μη υγιείς τοπικισμούς, που δημιουργούνται καμμιά φορά, όσο για σύνορα έγνοιας και μέριμνας. Ο εκκλησιαστικός ενοριακός κύκλος δεν κλείνει, αλλά ανοίγεται και διαλέγεται, προσεγγίζει και μεταδίδει το μυστήριο της κοινωνίας, μαρτυρεί τον Χριστό προς τους εγγύς και τους μακράν.

Η ενορία είναι η ευχαριστιακή οικογένεια, που γίνεται «ο,τι κοινωνεί», το μικρό ευχαριστιακό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα η σωτήρια δράση της ευρύτερης Εκκλησίας, η κλήση πάντων σε σύναξη. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά πραγματώνεται στην ενορία. Ενορία γίνεται ο χώρος σάρκωσης της Εκκλησίας, που για τον χριστιανό του κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε απομάκρυνση από αυτή είναι ξενητιά. Χωρίς ενορία, όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, που καταδυναστεύει μία άσαρκη ρομαντική ουτοπία, μία κοινότητα, που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού. Η ζωή υπερβαίνει το σύστημα. Και αυτή η υπέρβαση, η ελευθερία από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι η ενορία. Ο σύγχρονος μακαριστός κορυφαίος δογματικός θεολόγος, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ λέγει: «Δεν δίνουμε ορισμό σε κάτι, που είναι από μόνο του απόλυτα σαφές. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα, που την ζούμε, παρά αντικείμενο, που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε» (Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Εκδόσεις Αρμός, σ.13).

Ο απώτατος Θεός γίνεται εγγύτατος, ως Θεάνθρωπος, που γίνεται ψηλαφητός μέσα στην Εκκλησία δια της ενορίας, που είναι η εικόνα, η έκφραση και η εκδήλωση όλης της Εκκλησίας, «ο μεταμορφωμένος κόσμος μέσα στον κόσμο». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας στη λατρεία της, καλλιεργώντας σωστή σχέση με την ενορία, σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας.

Ο προεστώς της ενορίας, ως ποιμένας, αλλά και ως ποιμαινόμενος του επισκόπου, ενορίτης και ο ίδιος, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Επιδεής, βεβαίως, και ο ίδιος σωτηρίας, γίνεται δρόμος προς τον Χριστό, αντιμετωπίζει τους λαϊκούς αδελφούς, όχι ως παθητικούς θεατές, αλλ᾽ ως δυναμικούς συνοδοιπόρους στο ενοριακό έργο. Ως μέτοχος της ιερωσύνης του Χριστού, με την αίσθηση της αναξιότητάς του, την υπηρετεί και δεν τη χρησιμοποιεί ως δικαιωματικός της κάτοχος. Φροντίζει τα πρόβατά του ως να ανήκουν στον Χριστό και όχι στον ίδιο.

Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να κινείται ως πνευματικός πατέρας, φίλος και αδελφός, σύμβουλος και συμπαραστάτης, έχοντας ως προϋπόθεση το πατερικό πνεύμα, το ορθόδοξο φρόνημα και τις ησυχαστικές πρακτικές (ευχή, νηστεία, άσκηση, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στα πνευματικά του τέκνα). Πρέπει να θυμάται τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι», και, «γέγονα τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω», ενώ παράλληλα δεν πρέπει να υστερεί σε θέματα φιλανθρωπίας, κοινωνικής προσφοράς και ανιδιοτελούς αγάπης.

Στην ενορία πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το εγώ στο εσύ, γιατί η πραγματική ηθική αρχίζει, όταν μπαίνει στη σκηνή «ο ξένος», ο διαφορετικός. Το κάθε μέλος έχει και ξαναβρίσκει τη σχέση του ως «μέλος εκ μέρους». Και οι γυναίκες και οι άντρες, οι μικροί και οι μεγαλύτεροι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, που μας κάνουν πιο οικείους με την αιώνια ζωή. Η μνήμη τους δεν είναι αναπόληση, αλλά η μνημόνευσή τους σε κάθε προσκομιδή τους καθιστά κοινωνούς στη μνήμη του Θεού και στη ζωή μας μέσω της θείας Ευχαριστίας. Στη ζωή της ενορίας όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως «εν δυνάμει αγίους», ως συνοδοιπόρους και όχι ως απειλή. Η ενοριακή πίστη μας αυτή είναι: ο άλλος είναι ο πλησίον, ο Παράδεισός μου και όχι η Κόλασή μου, όπως διακήρυσσε ο άθεος Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σάρτρ. Η μόνη διάκριση, που γίνεται, είναι αυτή μεταξύ του αμετανοήτου – μη αναγεννημένου και του μετανοημένου – ευχαριστιακού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Νικολάου Γ. Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας. Συνδεόταν με τον πατέρα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη και τον Γέροντα Παΐσιο. Ήταν φιλομόναχος άνθρωπος και «τρελλός», με την τρέλλα, που όλοι πρέπει να έχουμε για τον Χριστό. Το απόσπασμα αναφέρεται στη σχέση μας με τους νεκρούς, που αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, και με μας, που αποτελούμε τη στρατευομένη. Είμαστε όμως όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, ένα αδιάσπαστο σώμα με κεφαλή τον Χριστό.

« Η Εκκλησία είναι το σώμα μου»

Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μοναχός εν᾽ απόγευμα, μπήκα στην εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορημένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ.
Τότε λοιπόν, παρά τις ελλειπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ᾽ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου ειν᾽ ένας άλλος.
Άλλος ο Χριστός και η αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος, που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τος αγαπώ ως εαυτόν μου. άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου, που μ᾽ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου». (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 66-67)

Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Στην ενορία τα άτομα αναδεικνύονται ξεχωριστά πρόσωπα, που εξελίσσονται στην ελευθερία χάρις στην ταπείνωση, που είναι η δύναμη να μη βασίζομαι μόνο στις δικές μου δυνάμεις και να εμπιστευθώ στον Θεό την ύπαρξή μου και να βάλω τον αδελφό στη ζωή μου, να θητεύσω στο θέλημα του Θεού για να ελευθερωθώ, να συσταυρωθώ με τον αδελφό μου, για να αναστηθώ. Το παράδοξο του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ουδετερότητα, αλλά με αγάπη. Να γίνει αγάπη.

Τέλος, οι ενορίες – κλήρος και λαός – δεν πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς ευχαριστιακές κοινότητες μέσα στα όρια της κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας, αλλά να εξαρτώνται από τη μία επισκοποκεντρική ευχαριστία, ως οργανικός της κλάδος. Εκεί διασφαλίζεται πνευματικά η ενότητα της Εκκλησίας, κάτω από το ωμοφόριο, την ευχή και την προσευχή του οικείου ποιμενάρχου της, εν αγάπη και υπομονή.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι χωρίς να γνωρίσουμε τι είναι Εκκλησία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποστολή μας, ως ιερείς.

Θέματα προς συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού.
2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας.
3. Επιλογή των συνεργατών μας.
4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα.
5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες.
6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
7. Αξιοποίηση των αποδήμων.
8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες.
9. Η αξιοποίηση της μαζικής προσέλευσης πιστών κατά τις μεγάλες εορτές, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα.
10. Η ιδιαίτερη φροντίδα μας για την ευπρέπεια του ναού, των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων.
11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών.
12. Αξιοποίηση του διαδικτύου.

Συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού

Η πνευματική ζωή του ιερέα περιλαμβάνει τη μυστηριακή ζωή, τη μετάνοιά του ενώπιον του Χριστού και του πνευματικού του, την προσευχή, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων. Αναμφίβολα, χωρίς μελέτη και χωρίς ανανέωση, ο ιερέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ποικιλότροπες ποιμαντικές ανάγκες της εποχής μας, που είναι πολύ δύσκολη. Έχουμε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, οι εξελίξεις τρέχουν και δεν τις προλαβαίνουμε. Οφείλουμε να έχουμε ενδιαφέρον να ενημερωνόμαστε μέσα από τα διαθέσιμα μέσα, και για τους νεώτερους υπάρχει και το διαδίκτυο, που συνιστά μια αξιόλογη πηγή ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, ο ιερέας οφείλει να μελετά, χωρίς όμως να αισθανθεί ποτέ την αυτάρκεια της γνώσης. Να έχει διαπαντός την αίσθηση της μαθητείας και την ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Να τρέφει σεβασμό προς όλους τους λαϊκούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους του, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να αντιμετωπίζει με πραότητα, υπομονή και καλωσύνη τις όποιες δύσκολες καταστάσεις και περιστατικά της ζωής.

Το χάρισμα της διάκρισης πρέπει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ιερέα. Αυτό αποκτιέται και καλλιεργείται με την προσωπική πνευματική του ζωή, και κυρίως την προσωπική καθημερινή του μετάνοια. Σ’ αυτό βοηθά, αν ανακρίνει καθημερινά τον εαυτό του γύρω από τους λογισμούς, τη στάση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες, που είχε από την επαφή του με συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, θα διαπιστώσει τις ελλείψεις του και θα επεκτείνει τα όρια της προσευχής του στους συνανθρώπους του, που πλήγωσε, που κατέκρινε, είτε με τους λογισμούς του, είτε με τις επιθυμίες του, τη γλώσσα του, τις ενέργειές του. Όταν αυτή η «ανάκριση» γίνεται καθημερινά, με το να προσεύχομαστε δηλαδή ονομαστικά για τους ανθρώπους, που πικράναμε, που κατακρίναμε, τότε αποκτούμε διάκριση, αποκτούμε αγάπη. Αυτό αποτελεί «αρχή μετανοίας», για να έλθει η μετάνοια. Για να φωτιστούμε και να αγιασθούμε, πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Ουδέποτε ενώνεται η χάρις του αγίου Πνεύματος με ακάθαρτο νου, με σώμα μολυσμένο.

Όταν ο καθένας κάνει αυτή την προσωπική εργασία, τότε τα όποια προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του Θεού. Τα προβλήματα, οι αποτυχίες μας σε ενορίες οφείλονται σε προσωπική μας έλλειψη. Πρέπει να αναλάβουμε προσωπικά την ευθύνη γι᾽ αυτή την έλλειψη. Δεν φτάνει μόνο η μελέτη και η διεκπεραίωση ακολουθιών από μέρους μας.

Το πιο σημαντικό για όλους μας είναι η καθημερινή μας μετάνοια• τα υπόλοιπα τα κατευθύνει το άγιο Πνεύμα. Να επιμελούμεθα και να ανανεώνουμε την προσωπική μας πνευματική ζωή, που η βάση της είναι η μετάνοια και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Σ’ αυτό μας κατευθύνει το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου και το πρώτο κήρυγμα του Δεσπότου Χριστού: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάθε μέρα να ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, για να μπορούμε να ανανεώνουμε την παράστασή μας, την παρουσία μας δηλαδή ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου. Εάν δεν ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, τότε δεν ανανεώνουμε την ευχαριστιακή μας σχέση, ούτε με τον Θεό, ούτε με τους συνανθρώπους μας.

2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας

Εδώ, βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι και σταυρός για μας. Γιατί ο κόσμος θεωρεί, ότι πρέπει να είμαστε ψηλά κι εμείς και η οικογένειά μας. Καμμιά φορά όμως, αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς και, ούτε μεγάλα λόγια πρέπει να λέμε, ούτε μπορεί κάποιος να καυχηθεί γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό κι εδώ χρειάζεται η προσωπική πνευματική μας ζωή και το παράδειγμά μας. Διαφορετικά, είναι επικίνδυνο και για την ποιμαντική μας προσπάθεια, αν αποτύχουμε στην οικογένειά μας, πράγμα, για το οποίο δεν είναι πάντα υπαίτιος ο ιερέας. Κι ασφαλώς, πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο για μια επιτυχημένη ιερατική οικογένεια. Είναι ένας σταυρός, που πρέπει να σηκώσουμε με την προσευχή μας και να προσπαθήσουμε με το παράδειγμά μας, όσο εξαρτάται από εμάς, να δώσουμε μια καλή μαρτυρία και μέσα από την οικογένειά μας. Ο ιερέας οφείλει να νοιάζεται την οικογένειά του. Να δίνει το παρόν του από τη μικρή ηλικία των παιδιών του μέχρι και την εφηβεία και την αποκατάστασή τους.

3. Επιλογή των συνεργατών

Στην επιλογή των συνεργατών μας να μην υπάρχουν διακρίσεις και αποκλεισμοί. Από μέρους του ιερέα χρειάζεται προσέγγιση ανθρώπων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Να δίνει ευκαιρία και σε καινούργια πρόσωπα, που θα ήθελαν να βοηθήσουν και να προσφέρουν, μεταφέροντας έτσι προς την κοινωνία το έργο της Εκκλησίας.

4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα

Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται καινούργιοι τρόποι προσέγγισης. Η πίστη μας παραμένει σαφώς η ίδια, αλλά να βρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων.

5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες

Η Κατήχηση αποτελεί σημαντική μας έλλειψη. Πολλά προβλήματα είναι ζήτημα απουσίας λόγου. Η κατήχηση δεν αφορά μόνο στα μικρά παιδιά, αλλά κατήχηση θέλουμε όλοι ανεξαιρέτως. Η μελέτη από τους ιερείς βοηθά στο να ανανεώνει ο ιερέας την ιερωσύνη του, να την εμπνέει, να την εμβαθύνει. Πρέπει να γίνει έμπρακτη μέσω του κηρύγματος, που βοηθά και επικοινωνιακά τη σχέση του ιερέα με τον λαό. Πολλοί ιερείς «φοβούνται» ότι θα εκτεθούν, ότι θα κριθούν. Ο κηρυγματικός λόγος αυτός, ιδιαίτερα όταν είναι μέσα στη θεία Λειτουργία, είναι βαπτισμένος μέσα στο αναστάσιμο σώμα του Κυρίου μας και βοηθά τον λαό. Ο ιερέας μοιράζεται τη συμμετοχή του με αυτό το σώμα.

Ο ιερέας πρέπει να έχει την έγνοια του ποιμνίου του. Πολλοί είναι οι ορθόδοξοι, που πλησιάζουν τους ιερείς με σκοπό να τους διαβαστεί η ευχή της βασκανίας, η να τους κάνουν ευχέλαιο. Τούτο το σημείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται μεν «ανώφελο», αποτελεί εντούτοις ένα σημείο επαφής, που φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα. Είναι μια καλή αφορμή για να τους πλησιάσουμε με αγάπη, χωρίς να αρνηθούμε να τους βοηθήσουμε . Κυρίως «να ακούσουμε» τον πόνο τους, και έτσι να τους αναπαύσουμε. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να αισθανθούν την Εκκλησία ως μητέρα τους, που τους νοιάζεται.

Όσον αφορά στους ξένους στην Κύπρο, έχουμε δύο περιπτώσεις: τους ορθοδόξους και τους μη ορθοδόξους. Για τους ορθοδόξους, πρέπει να εργαστούμε ουσιαστικά. Πρέπει πρώτα εμείς με το παράδειγμά μας, να αποδείξουμε ότι αυτή η Εκκλησία είναι και δική τους Εκκλησία, όχι μόνο για μας τους Έλληνες. Οι ιερείς οφείλουν να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθούν• να τους εντάξουν στο ποίμνιό τους, μια και αποτελούν ποίμνιό τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενταχθούν μέσα στην τοπική Εκκλησία. Ο καλύτερος τρόπος είναι μέσα από τα μυστήρια. Παράλληλα, να τους βοηθήσουμε και σε πρακτικά ζητήματα, όπως την επικοινωνία τους με τις κρατικές υπηρεσίες για την τακτοποίηση γραφειοκρατικών θεμάτων, που γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικά.

Αναμφίβολα, η παρουσία στη Μητρόπολή μας ιερέων από άλλες ορθόδοξες εθνότητες ωφελεί. Ο καθένας κουβαλά τις συνήθειές του, την κουλτούρα του και έτσι διαφαίνεται ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική, πράγμα που έγινε αντιληπτό στους Κυπρίους μόνο τα τελευταία χρόνια, επειδή οι ίδιοι οι Κύπριοι ήταν περιχαρακωμένοι στο εγώ τους.

Έχουμε ακόμα περιπτώσεις ανθρώπων αιρετικών η που είναι μπλεγμένοι με τη μαγεία, τα μέντιουμ η διάφορες ινδουϊστικές θεωρίες. Προληπτικά, είναι καλό ο ιερέας να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αυτές με προσευχή. Αλλά, παράλληλα, να γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του, διατηρώντας επικοινωνία με αυτό. Με ενδιαφέρον να συμπαραστέκεται, οδηγώντας τους πεπλανημένους προς την Ορθή πίστη. Να είναι ανοικτός και σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, αγκαλιάζοντάς τον με καλωσύνη.

Ο ιερέας οφείλει να κατηχεί τον ορθόδοξο λαό του προς την ορθόδοξη πίστη. Την ίδια στιγμή όμως να γνωρίζει την κουλτούρα των αλλοδόξων ανθρώπων (που πολλές φορές συμβιώνουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια), καθώς και τους τρόπους, τις μεθόδους και πολλές φορές τα αρνητικά μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσουν, εκπληρώνοντας τα πνευματικά τους καθήκοντα. Ο ρόλος του ιερέα είναι άκρως σημαντικός: ο ίδιος παρέχει ασφαλή προστασία στο ποίμνιό του, κατηχώντας από τη μια το ποίμνιό του πως να προσεύχεται, αντιστεκόμενος στα κακά πνεύματα και δυνάμεις, και από την άλλη, καθαγιάζοντας το ποίμνιό του μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς

Η σχέση του ιερέα με τους εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι στενή. Να επιδιώκει ο ιερέας να έχει σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαιτέρως στα σχολεία πρέπει να δίνουμε το παρόν μας στις εορτές τους, να προσφέρουμε, να προτείνουμε στους εκπαιδευτικούς η στα παιδιά ένα σχετικό βιβλίο, να κάνουμε μια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορεί να μην είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, έχουν εντούτοις αναζητήσεις. Όταν τους δώσουμε την ευκαιρία, βοηθιούνται οι ίδιοι και βοηθούν ταυτόχρονα και εμάς. Από την άλλη, στην περίπτωση, που εκπαιδευτικοί κατηγορούν την Πίστη μας και είναι εναντίον της Εκκλησίας, τότε καλό είναι το κάθε πρόβλημα να λύνεται, είτε σιωπηλά, είτε με τη βοήθεια και συνεργασία του εκάστοτε γυμνασιάρχη-λυκειάρχη, χωρίς να είμαστε εριστικοί, δημιουργώντας εχθρότητες. Το τελευταίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει.

Ο ιερέας οφείλει να συμμετέχει ενεργά, δυναμικά, αλλά και διεκδικητικά πολλές φορές, σε όλα τα δρώμενα της ενορίας του, η οποία αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τα όποια προβλήματά της. Να βοηθά στην επίλυση προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει επιθετικές προθέσεις, πράγμα που πολλές φορές κάνει το πρόβλημα μεγαλύτερο. Ούτε και είναι καλό για τον ιερέα να κρατά στάση δειλίας απέναντι στα προβλήματα, αλλά να αντιδρά άμεσα, εκφράζοντας ανοικτά την άποψή του, όπου χρειάζεται. Να έχει το θάρρος να υπερασπίζεται τα δίκαια της Εκκλησίας, γιατί είναι αποδεδειγμένο, όταν εμείς είμαστε σωστοί, οι άλλοι μας δέχονται. Ενώ, όταν είμαστε δειλοί, μη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της Εκκλησίας, δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που περιμένει από μας να είμαστε πρωτοστάτες σε αυτά τα θέματα. Ταυτόχρονα, αν ο ιερέας είναι προνοητικός, μπορεί πολλές φορές να προλάβει το πρόβλημα πριν την εμφάνισή του. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους του προσωπική εγρήγορση. Ο ίδιος να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να συνεργάζεται στα θέματα, που μπορεί να συνεργάζεται, εμπλεκόμενος κάθε φορά με τους σχετικούς κοινωνικούς φορείς. Σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις είναι ο Θεός, που φωτίζει τον ιερέα να ενεργήσει αναλόγως.

7. Αξιοποίηση των αποδήμων

Στα μικρά χωριά τα Σαββατοκυρίακα η ενορία μεγαλώνει με την παρουσία των αποδήμων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλό να συνεργαζόμαστε, προσπαθώντας να τους αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Έτσι, η ενορία θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά ταυτόχρονα τους βοηθούμε και προσωπικά, συνδέοντάς τους με την πρώτη τους ενορία, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί πατρίδα τους.

8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες

Αυτή η μέριμνά μας, θα μπορούσε έμπρακτα να οργανωθεί με την εύρεση καταλλήλων προσώπων. Στη Μητρόπολή μας ήδη συστάθηκαν για τον σκοπό αυτό μονάδες οικονομικής στήριξης και προσφοράς αναγκαίων τροφίμων και ειδών ένδυσης σε άπορα άτομα, με υπεύθυνους ιερείς.

9. Η αξιοποίηση των μεγάλων εορτών, οπόταν έχουμε μαζική προσέλευση πιστών, καθώς και των μυστηρίων και των μνημοσύνων

Εδώ είναι μια πρόκληση, που οφείλουμε να την κερδήσουμε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι των μεγάλων εορτών, των μνημοσύνων, των μυστηρίων, που δεν έχουν τακτική επαφή με την Εκκλησία και την ενορία, αν είμαστε οργανωμένοι, αν τελούμε τα μυστήρια με επίγνωση χωρίς να βιαζόμαστε και να κατανοούν οι άνθρωποι, τότε εύκολα προσεγγίζουν την Εκκλησία. Στην αρχή μπορούμε να λέμε μερικά λόγια, ώστε να υπάρχει μια τάξη και ησυχία. Είναι καλό τις μεγάλες εορτές να υπάρχει σωστή οργάνωση, να μην υπάρχουν κενά στην ακολουθία, ώστε να δημιουργούνται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτά, βοηθούν πολύ και πάρα πολλοί ευκαιριακοί επισκέπτες της ενορίας μπορούν να γίνουν τακτικοί, αν εμείς δίνουμε καλές εξετάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις.

11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών

Όλοι μας έχουμε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ένας αδελφός, που διαθέτει ένα χάρισμα, μια εμπειρία, να τη μοιράζεται, χωρίς να έχουμε την ιδέα ότι τα ξέρουμε όλα. Αλλά να έχουμε υπόψη μας την έννοια της «δια βίου γνώσεως», κάτι, που για όλους μας χρειάζεται, και να αξιοποιούμε με αυτό τον τρόπο τις εμπειρίες των άλλων αδελφών μας. Το χάρισμα του καθενός να το αξιοποιούμε με τη συνεργασία, με τον διάλογο και με τη συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών. Δείχνουμε έτσι στον κόσμο την ύπαρξη συνεργασίας και αγάπης μεταξύ μας.

Είναι απαραίτητη η συμμετοχή μας στη γειτονική ενορία, όταν αυτή πανηγυρίζει. Δίνουμε μια καλή μαρτυρία αγάπης και προς τον ιερέα, αλλά και προς τον εορταζόμενο Άγιο της ενορίας, που εορτάζει. Μία πρακτική, που εφαρμόζουν πολλοί ιερείς, είναι, όταν πανηγυρίζει μια γειτονική Κοινότητα, δεν λειτουργούν στην ενορία τους, αλλά μετέχουν με το ποίμνιό τους στην πανήγυρη της γειτονικής ενορίας. Η, καμμιά φορά, μπορεί να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα των ακολουθιών της ενορίας τους, ώστε να μπορέσουν οι ίδιοι να συμμετάσχουν και στη γειτονική πανήγυρη. Πάνω σ᾽ αυτό, είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «Εις την Καινήν Κυριακήν», στον οποίο παροτρύνει τον κόσμο, ιερείς και λαϊκούς, να πηγαίνουν σε μέρες πανήγυρης στα προσκυνήματα, γιατί κατ’ αυτή την ημέρα παρέχεται περισσότερη και ιδιαίτερη χάρις του αγίου Πνεύματος στους πιστούς, λόγω του εορταζομένου αγίου.

Με αφορμή το θέμα αγαστής συνεργασίας με τους συμπρεσβυτέρους μας, να θίξουμε κι ένα σημαντικό παρεμφερές: Πάντα να έχουμε ένα καλό λόγο για τους κληρικούς αδελφούς μας. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε εύκολα κατηγορίες για άλλους ιερείς, αλλά, αντίθετα, να τους υπερασπιζόμαστε, όταν τύχει σχετικός λόγος. Κι ακόμα, να προσπαθούμε να εμβάλουμε στους κατηγόρους καλούς λογισμούς για τους κατηγορουμένους κληρικούς. Γιατί, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθει και η δική μας η σειρά, οπότε θα θυμηθούμε ότι κακώς κι εμείς δεχτήκαμε μια κατηγορία εναντίον άλλου ιερέα αβασάνιστα και χωρίς να ερευνήσουμε το θέμα. Ο ιερέας επιβάλλεται να είναι προσεκτικός με τους ανθρώπους, ο οποίος ανοίγει διάφορα θέματα, τάχα από ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για να καταλήξουν όμως σε κατηγορία κάποιου εκκλησιαστικού προσώπου. Η συζήτηση αυτή καθοδηγείται ασφαλέστατα από τον δαίμονα της κατάκρισης. Ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει αυτό τον πειρασμό της κατάκρισης, όχι μόνο για άλλους ιερείς, αλλά, πολύ περισσότερο, και για αρχιερείς, γιατί θα το βρει μπροστά του. Θα βρει δηλαδή, σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο, πειρασμό, για να ταπεινωθεί και μετανοήσει. Η ιεροκατηγορία οδηγεί τον ιερέα σε ψυχικό θάνατο και σκανδαλίζει ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό μας.

12. Αξιοποίηση του διαδικτύου

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πολύπλευρης γνώσης και ενημέρωσης, που μπορεί να βοηθήσει πολύ στο ποιμαντικό μας έργο, και κυρίως για πληροφόρηση σε θέματα, που απασχολούν τους νέους μας. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι χρειάζεται από μέρους του ιερέα σύνεση στον τρόπο χρησιμοποίησης του εργαλείου αυτού. Καταρχήν, να μην παρασύρεται ο ίδιος από το «νεωτεριστικό πνεύμα», απολυτοποιώντας το. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι σε γνώση του ιερέα ο τρόπος λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα από τη χρήση του στο περιβάλλον της ενορίας του. Αν ο υπεύθυνος ιερέας αφήνει ανεξέλεγκτο τον χειρισμό του διαδικτύου από νέους, που θα το χειρίζονται στο πλαίσιο της κατηχητικής κίνησης της ενορίας του, χωρίς δηλ. να επιβλέπει και να έχει αίσθηση της σχετικής ευθύνης, τότε, πολύ εύκολα η κατάσταση θα ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια, και θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Πολλοί καλοπροαίρετοι ιερείς, ευρύτερα ομιλούντες, έκαναν πειράματα εκσυγχρονισμού, τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην εκκοσμίκευση. Στην προσπάθειά τους, να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο, οδηγήθηκαν σε λανθασμένο δρόμο, έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο λόγος είναι ότι δεν αξιοποιούμε τη μεγάλη δύναμη της εξαγιασμένης και μακρόπνοα δοκιμασμένης ιερής Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά επηρεαζόμαστε από το κοσμικό φρόνημα και από την τεχνολογία της επικοινωνίας (σύγχρονα πολυμέσα), που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φαινομενική πρόοδος, χωρίς Θεό, είναι ψεύτικη τελικά, και, άρα, χωρίς περιεχόμενο ουσιαστικό.

13. Σχέση ενορίας και μοναστηριών

Πολλές φορές δημιουργείται μια εχθρότητα στις ενορίες προς τους πιστούς, που πάνε στα μοναστήρια. Το γεγονός όμως τούτο δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Η σχέση αυτή των πιστών ενοριτών μας με κάποια μονή είναι τελικά ευεργετική, διότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθηθούν και θα γίνουν έτσι και καλύτεροι ενορίτες. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελέσουν τους καλύτερους συνεργάτες του ιερέα στην ενορία του. Αυτοί, είναι πιστοί, που αποκτούν περισσότερα αισθητήρια, ζουν καλύτερα τη μετάνοιά τους, αφού συχνάζουν σ᾽ ένα κατεξοχήν χώρο μετανοίας. Κάθε μοναστήρι, που αγωνίζεται να λειτουργεί σωστά, προτρέπει, και πρέπει να προτρέπει, τους πιστούς να ενταχθούν ενεργητικά στις ενορίες τους. Το μοναστήρι έτσι βοηθεί τον κάθε πιστό, να εκτιμήσει την ενορία του, αφού εκεί ανήκει οργανικά. Από την άλλη, είναι ωφέλιμο να υπάρχει μια επικοινωνία και επαφή του ιερέα και της ενορίας του με μοναστήρια, μάλιστα γειτνιάζοντα στην ενορία. Διότι καμμιά φορά γίνονται στο μοναστήρι ευκολώτερα γνωστά τα προβλήματα ενός ενορίτη, κι έτσι ο ιερέας του, σε συνεννόηση με το μοναστήρι, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώτερα την περίπτωση. Στα μοναστήρια, εξάλλου, οι μοναχοί και μοναχές πρέπει να εξυψώνουν στις ψυχές των πιστών τους ιερείς των ενοριών. Χρειάζεται, τελικά, μια λεπτότητα και μια ειλικρινής αμοιβαιότητα εκ μέρους και των μοναχών και των ιερέων.

Πηγές και βοηθήματα

1. Η Καινή Διαθήκη
2. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέος, Όσοι Πιστοί, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
3. Εφημέριος, Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Ημερολόγιον 2012.
5. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1-12, Αθήναι 1962-1968.