Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση (29.05.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης
Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 287- 368).
Πανιερώτατε,
Αγαπητοί εν Κυρίω πατέρες και αδελφοί,
Ο όρος «πνευματική τελείωση» των χριστιανών στην ορθόδοξη θεολογία δηλώνει τη σωτηριολογική πορεία του πεπτωκότος ανθρώπου προς το αρχέτυπο κάλλος της δημιουργίας, δηλαδή την πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού. Η πορεία αυτή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πορείας του ανθρώπου της πτώσης, ο οποίος καλείται να επανέλθει στην οντολογική κατάσταση της Δημιουργίας, που πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, ως του κατεξοχήν σωτηριώδους Θεανθρώπινου οργανισμού.
Η πτώση των πρωτοπλάστων από την κατάσταση του φωτισμού της Δημιουργίας προς το σκοτάδι της αγνωσίας και του εγωκεντρισμού, οδήγησε τελικά τον άνθρωπο στην αυτόβουλη υποδούλωσή του στα πάθη, τις επιθυμίες και τη λογική, σκοτίζοντας τον νου, που αποτελεί το μέσο και το αισθητήριο κοινωνίας του με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος αποποιήθηκε την ελευθερία του και έγινε δούλος της ύλης και του περιβάλλοντος κόσμου. Εντούτοις, η κατάσταση της υποδούλωσης του ανθρώπου στον κόσμο της πτώσης αντίκειται στην οντολογική του υπόσταση, που έχει ως βάση την ελευθερία που εκπηγάζει από την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία του.
Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, εντασσόμενη στο πλαίσιο της προαιώνιας Θείας Οικονομίας, αποσκοπεί στην κατάργηση της κατάστασης της δουλείας και τη «συμφιλίωση» του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο άνθρωπος καλείται να διέλθει από το στάδιο και την κατάσταση του δούλου στην προπτωτική κατάσταση του φίλου – υιού (κατά Χάρη) του Θεού. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος, με τη Χάρη του Θεού, ζώντας εντός της Εκκλησίας, καλείται να διέλθει από τρείς πνευματικές καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στη συνέχεια υιός του Θεού. Η διδασκαλία αυτή συναντάται σε ολόκληρη την αγιογραφική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ως δούλος, ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο, και ως υιός και φίλος του Θεού εφαρμόζει τις εντολές Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.
Τα τρία αυτά στάδια, συνδέονται παράλληλα και με τις τρεις βαθμίδες της πνευματικής πορείας των χριστιανών προς τον αρχέτυπο και τελικό τους προορισμό, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και τελικά η θέωση (ή δοξασμός). Η πορεία αυτή επιτυγχάνεται εντός της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον σωτηριώδη «χώρο» περιχώρησης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο τα αποτελέσματα της καθαρτικής και ζωοποιού του ενέργειας, αρκεί ο άνθρωπος αυτοπροαιρέτως να συναισθανθεί την πτωτική του κατάσταση και να ομολογήσει την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες των πειρασμών, προσφέροντας ταπεινά προς τον Σωτήρα και Δημιουργό την καρδιά και την ελπίδα του. Η συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναλόγως βεβαίως της οντολογικής κατάστασης του καθενός και όχι ισόρροπα, αποτελεί βασική προϋπόθεση της πορείας του ορθόδοξου πνευματικού αγώνα.
Ωστόσο, η πορεία προς τη θέωση, την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αποτελεί κατ’ ουσία δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, μέσω της «υιοθεσίας» του πεπτωκότος Αδάμ που πραγματοποιείται με την ενσάρκωση του Θεού, και δεν αποκτάται ως επιβράβευση του όποιου πνευματικού αγώνα. Κατά συνέπεια, οι διαστάσεις του πνευματικού αγώνα των χριστιανών δεν σχετίζονται με ηθικά και δεοντολογικά δεδομένα, ούτε σχετίζονται με ανταποδοτικά αποτελέσματα, αλλά καθορίζονται με άξονα τη συντριβή και την ποιότητα της ταπείνωσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φιλοθεΐα, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή». «Οι θεούμενοι είναι οι κατ’ εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις οδηγηθέντες προς την ‘‘ατέλεστη τελειότητα”».
Βασικό πυλώνα της ορθόδοξης ασκητικότητας, ο οποίος συνδέεται με την κατά Χάρη υιοθεσία του Θεού, αποτελεί η νοερά προσευχή, η οποία μεταβάλλεται σταδιακά (με τη Χάρη του Θεού) σε καρδιακή. Η προσευχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωταρχικός κώδικας κοινωνίας και επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και ως ένας δίαυλος μετοχής του ανθρώπου στη Χάρη των ακτίστων θείων ενεργειών. Κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων και αγίων είναι η νοερά και καρδιακή προσευχή, η οποία αποτελεί απόδειξη ότι ο άνθρωπος έχει καταστεί κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Ο χαρακτήρας και η ποιότητα της νοεράς προσευχής συνδέεται και μεταβάλλεται ανάλογα με την πορεία και τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως των χριστιανών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «όταν κάνουμε λόγο για στάδια τελειώσεως δεν εννοούμε κάποια σταθερά και αμετάβλητα σημεία, αλλά αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Χάρη του Θεού στον άνθρωπο, ανεξαρτήτως χρονικών ή τοπικών συμβάσεων και περιορισμών. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, ενεργούν σε ολόκληρη την κτίση, συγκροτώντας και διέποντας τα δημιουργήματα, αναλόγως της υποστατικής τους δεκτικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τα πάθη λέγεται καθαρτική, όταν φωτίζει το σκότος του νοός λέγεται φωτιστική, και όταν τον οδηγεί στη θέωση λέγεται θεοποιός». «Ο άνθρωπος στην πορεία του προς την θέωση κατ’ αρχάς μετέχει της καθαρτικής ενέργειας, έπειτα της φωτιστικής και τέλος της θεοποιού ενέργειας του Θεού. Ασφαλώς υπάρχουν αυξομειώσεις στην πορεία αυτή, καθότι η θέωση του ανθρώπου αποτελεί διάσταση με τελολογική προοπτική, συνδέεται δηλαδή με την αιώνια βασιλεία του Θεού.»
Η κάθαρση συνίσταται στην αποβολή των πτωτικών λογισμών και ενθυμήσεων του ανθρώπου, ώστε να παραμείνει στον νου και στην καρδιά του μόνο η μνήμη του Θεού, το ζωοποιό όνομα του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως, στην κατάσταση αυτή καθαρίζεται το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και επιθυμητικό του πεπτωκότος ανθρώπου, αυτό που θα λέγαμε με απλά λόγια, τα ανθρώπινα πάθη. Ο νους του ανθρώπου είναι το κέντρο των αισθήσεων, ο οποίος στην προπτωτική κατάσταση δεχόταν τη φωτιστική ενέργεια του Θεού. Εντούτοις, διαχεόμενος στον κόσμο της πτώσης και συνδεόμενος με τις ανθρώπινες αισθήσεις, αναπόφευκτα έχει μολυνθεί. Όταν όμως καθαρισθεί από τις προλήψεις και τους λογισμούς, τότε όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και πραγματοποιείται αυτό που ονομάζεται ενοειδής συνέλιξη του νου. Αυτό οδηγεί, με τη Χάρη του Θεού, στην κάθαρση του νοός. Στην καρδιά του ανθρώπου (με την αγιογραφική και πατερική έννοια του όρου) εδράζεται το παθητικό, το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής. Ο κεκαθαρμένος νους ενεργεί στην καρδιά μεταφέροντας εικόνες και προσλήψεις των αισθητών πραγμάτων. Μέσω της νοεράς προσευχής, ο νους κινεί την καρδιά σε αγάπη και ζήλο προς τον Θεό, μεταβάλλοντάς την σε κέντρο της προσευχής, η οποία από νοερά μεταβάλλεται σε καρδιακή.
Ο φωτισμός του ανθρώπου βιώνεται ως χωρισμός και ως απελευθέρωση του νου από τη λογική και ταυτόχρονα ως έλλαμψη (φωτισμός του νοός) από τη Χάρη του Θεού. Στο στάδιο αυτό η νοερά προσευχή αυτενεργεί υπερβατικά και ανεξάρτητα από τη λογική, η οποία αποτελεί την κατευθυντήρια δύναμη του ανθρώπινου παθητικού, καθώς ο φωτισμένος νους, δηλαδή η Χάρη του Θεού, διέπει και κατευθύνει το παθητικό μέρος της ψυχής». Με τον τρόπο αυτό ο φωτισμένος νους μπορεί να παρακολουθεί ανεξάρτητα τις κινήσεις της λογικής, αντιλαμβανόμενος τη συμβατικότητά της. Ωστόσο, η λογική δεν παύει να κινείται προσευχητικά.
Στη διάρκεια της θεώσεως η νοερά προσευχή μεταβάλλεται ανασταλτικά, καθώς ο νους του ανθρώπου βιώνει πλέον και βλέπει τη δόξα του Θεού, χωρίς όμως να καταργείται και η λογική του ενέργεια και προσευχή. Ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται στη θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει ρεαλιστικά την άκτιστη πραγματικότητα, όχι όμως εκστασιαζόμενος (όπως συμβαίνει π.χ. με διάφορες ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες), αλλά συνεχίζοντας να αντιλαμβάνεται την πτωτική του κατάσταση ως ανάγκη για μετάνοια και προσευχή. Στο στάδιο της θεώσεως, αν και δεν πραγματοποιείται αναστολή της λογικής ενέργειας του ανθρώπου, εντούτοις αναστέλλονται οι σωματικές του ενέργειες και λειτουργίες. Οι άγιοι μας διδάσκουν ότι κατά τη διάρκεια της θεοπτίας αναστέλλονται τα φυσικά αδιάβλητα πάθη (π.χ. πείνα, κόπωση, νύστα κ.ο.κ.) και ότι ο διάβολος καθίσταται παντελώς ανίσχυρος. Ο θεούμενος, ευρισκόμενος στην κατάσταση της θέωσης, ζει μέσα στη δόξα του Θεού, βιώνει την αναστολή των φυσικών ενεργειών του σώματος, όχι της ψυχής, συνεχίζοντας όμως να αποτελεί μία αδιάσπαστη ψυχοσωματική οντότητα, να είναι αυτό που θα λέγαμε με βάση τα κοσμικά κριτήρια «φυσιολογικός». Με τον τρόπο αυτό ο θεόπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας του Θεού, καθώς η θεοπτία-θεωρία προσφέρει την αληθινή θεολογία. Με άλλα λόγια, η αληθινή θεολογία είναι έκφραση της θεοπτικής εμπειρίας, έκφραση και διατύπωση της άκτιστης πραγματικότητας με κτιστά ρήματα και νοήματα. Επιπρόσθετα, η αφθαρτοποιός ενέργεια του Θεού, μέσω της μετοχής του θεουμένου στη δόξα της Αγίας Τριάδος, διέπει ολόκληρο τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, αφθαρτοποιώντας τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του. Τα λείψανα δηλαδή των αγίων, αποτελούν αποτέλεσμα (αν θέλετε και απόδειξη) της κατά Χάρη θεώσεώς τους.
Όπως προαναφέραμε, ομιλώντας για την πνευματική πορεία του ανθρώπου οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι δεν ομιλούμε για μία γραμμική και αμετάβλητη πορεία, καθώς αυτή μπορεί να ακολουθεί κυμαινόμενες, ακόμη και καθοδικές κατευθύνσεις. «Ενώ υπάρχει μία πορεία ανόδου από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση, μπορεί αντιστρόφως να υπάρξει και μία πορεία καθόδου των σταδίων αυτών. Η θέωση, η οποία βιώνεται ως θεοπτική εμπειρία, συνήθως διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον όπως ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου), ενώ μετά από αυτή ακολουθεί η κάθοδος στην κατάσταση του φωτισμού. Ακόμη όμως και η διατήρηση του ανθρώπου στο στάδιο του φωτισμού δεν αποτελεί ενιαία και αμετάβλητη ποιοτικά κατάσταση, καθώς η Χάρη του Θεού μπορεί να αποκρύβεται και να επανέρχεται στον άνθρωπο, μη θέλοντας να καταργήσει το ανθρώπινο αυτεξούσιο και την προοπτική της συνέργειας στην εκπλήρωση της τελείωσης του πνευματικού αγώνα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικές μεταπτώσεις, καταβιβάζοντάς τον από την κατάσταση του φωτισμού στην τάξη των μετανοούντων, ενίοτε μάλιστα και σε ακόμη χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα σύγχυσης και αμαρτίας. Η έπαρση και η αλαζονεία οδηγούν σε καταστάσεις φαντασιακής πλάνης, παρασύροντας τον άνθρωπο σε αναπόφευκτη πτωτική και εωσφορική κατακρήμνιση.
Κομβικό σημείο για να κατανοήσουμε την πορεία αυτή, είτε προς την ανοδική είτε προς την καθοδική της κατεύθυνση, αποτελεί η έννοια της μετάνοιας του ανθρώπου, η οποία θα πρέπει να είναι συνεχής και ανατροφοδοτούμενη. Η έννοια της μετάνοιας είναι κατ’ εξοχήν έννοια με θεολογικές και όχι με ψυχολογικές διαστάσεις, τουλάχιστον όπως αυτές προβάλλονται από διάφορες επιστημονικοφανείς ιδεολογίες, όπως η λεγόμενη επιστήμη της ψυχολογίας. Στην Ορθόδοξη θεολογία, ως μετάνοια δεν χαρακτηρίζεται ούτε αυτό που ονομάζεται ενοχικό σύνδρομο, ούτε μία συναισθηματικού τύπου αναθεώρηση πράξεων και συμπεριφορών, αλλά η αλλαγή του νοός, ο αγώνας δηλαδή του ανθρώπου να οδηγηθεί από την κάθαρση προς τον φωτισμό και τη θέωση. Χωρίς την καλλιέργεια της μετάνοιας, ο μεταπτωτικός άνθρωπος (ο άνθρωπος δηλαδή της πτώσης) είναι καταδικασμένος να διέπεται από τις μεταπτώσεις του αναλαμβανόμενου πνευματικού του αγώνα, καθώς στο πλαίσιο της συνέργειας Θεού και ανθρώπου με σκοπό την πνευματική τελείωση των χριστιανών το μόνο συστατικό που μπορεί να συνεισφέρει ο άνθρωπος είναι η συντετριμμένη καρδιά του και ο σκοτισμένος του νους, προκειμένου να θεραπευθούν, να φωτιστούν και να θεωθούν.
Η Ορθόδοξη ασκητικότητα, η πορεία δηλαδή του ανθρώπου προς τον Θεό, συντελείται αποκλειστικά και μόνο εντός της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι μία ανθρωποκεντρική οργάνωση, όπως συμβαίνει με τις διάφορες αιρετικές εκκλησιοφανείς οργανώσεις της Δύσης, αλλά αποτελεί το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός, και μέλη της οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της θεώσεως, που ονομάζονται θεούμενοι. Οι άγιοι της πίστης μας αποτελούν την κατεξοχήν απόδειξη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, αλλά και τους ζώντες μεσίτες και πρεσβευτές των πιστών προς τον Σωτήρα Χριστό. Εκκλησία που δεν γεννά αγίους δεν είναι τίποτε άλλο από μία στείρα παρασυναγωγή.
Στον Χώρο της Εκκλησίας τα προσωπικά μας πάθη μεταποιούνται, με τη Χάρη του Θεού, σε δυνατότητες και ευκαιρίες συνάντησής μας με τον Πατέρα, που μας περιμένει, σαν τον άσωτο υιό, με ανοιχτές αγκάλες. Δεν μας κρίνει, δεν μας επιπλήττει, δεν μας κατηγορεί, ούτε μας απορρίπτει, δεν επιδιώκει να μας εξουθενώσει κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο και λέγοντάς μας «σου τά ᾽λεγα Εγώ!»· αλλά αναμένει το πρώτο μας μικρό βήμα, για να ανοίξει διάπλατα την απέραντη αγκαλιά Του, χωρίς να το αξίζουμε, χωρίς προϋποθέσεις και κανόνες, να μας σκεπάσει, να μας κατανοήσει, να μας καλύψει, να μας δεχθεί μετανοιωμένους, έχοντας συνειδητοποιήσει την αδυναμία μας να πορευθούμε μόνοι μας σε αυτή τη ζωή, δίχως την προσωπική μας σχέση μαζί Του. Να μας οδηγήσει τελικά στον σκοπό για τον οποίο μας έχει δημιουργήσει: από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν».
Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση (27.04.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου
Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 251- 286).
Πανιερώτατε,
Θα ήθελα καταρχήν να σας ευχαριστήσω πού δείξατε εμπιστοσύνη σε μένα, έτσι ώστε να μού αναθέσετε να παρουσιάσω το ανωτέρω θέμα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του εισήλθε στην ιστορία, η Θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, και μέσα στο Σώμα Του ενεργείται η σωτηρία του ανθρώπου. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης σαρκούται· «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» ( Ιω. α´, 14).
Η Εκκλησία υπήρχε και πρίν τη δημιουργία των Αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που έφθασαν μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται σαρκική -Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ενός μέν η Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία. Πτυχές αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού και ως κοινωνίας θεώσεως, θα εντοπισθούν στην συνέχεια.
Πρώτη πτυχή είναι: Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία
Η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο και μόνον έτσι μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος οργανισμός. Εμείς γνωρίζουμε την Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ως Σώμα Χριστού. Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού.
Κατ΄αρχάς η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. «Και πρό της δημιουργίας υπήρχε η Εκκλησία η άκτιστη, ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα». Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία είναι άκτιστη, δηλαδή είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών (Γαλ. δ´, 26). Γι᾽ αυτό και το πολίτευμά μας «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20) και, επομένως, όπως η Βασιλεία του Θεού, έτσι και η Εκκλησία «ούκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη´ 36). Στη συνέχεια διά της ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία.
«Διά του βουλεύματος του Θεού εκτίσθησαν οι αιώνες και οι εν αυτοίς ουράνιες δυνάμεις και οι ασώματοι νόες οι άγγελοι, και στη συνέχεια ο χρόνος και ο εν αυτώ κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκε και ο άνθρωπος».
Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως, όπως είδαμε σε προηγούμενη Συνάντησή μας, ζούσαν μέσα σε αυτή την άκτιστη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού-Εκκλησία. Όμως, μετά την πτώση τους έχασαν την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, οπότε η Εκκλησία διασώζεται στους δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά αυτοί, συγχρόνως, βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.
Η ενανθρώπηση του Χριστού φανέρωσε αυτή την άκτιστη Εκκλησία στο τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο καθίσταται πηγή της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού.
Πάντως, όσοι ζουν μέσα στην άκτιστη Εκκλησία, που τώρα φανερώνεται τελειότερα στην σάρκα του Χριστού, αγιάζονται, μετέχοντας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, και μεταβαίνουν στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο, την ουράνια Εκκλησία, την άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος. Με αυτές τις προϋποθέσεις λέμε ότι η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού. Δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για άκτιστη δόξα
Επομένως, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, επειδή είναι η άκτιστη δόξα και η ανθρώπινη κτιστή φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αλλά και αυτή η κτιστή ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε ο Χριστός και θέωσε, μετέχει της ακτίστου Χάριτος της Θείας φύσεως δυνάμει της υποστατικής ενώσεως Θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην υπόστασή Του, και γίνεται και αυτή πηγή της ακτίστου Χάριτος. Και όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι της ακτίστου δόξης του Θεού και Θεώνονται κατά χάρη, οπότε γίνονται άναρχοι και άκτιστοι κατά χάρη. Αυτό γίνεται με το Μυστήριο της Πεντηκοστής.
Δεύτερη πτυχή του θέματος είναι: Το μυστήριο της Πεντηκοστής
Ο Χριστός μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς, έστειλε το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄, 1-13 ). Η Πεντηκοστή υπήρξε καίριο στάδιο στη ζωή των Αποστόλων.
Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού. Ενώνονται με τον Χριστό και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής.
Γιατί όμως συνηθίζουμε να λέμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής; Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής! Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά γίνεται μία διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ. Δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία ως Σώμα Χριστού.
Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.
Πεντηκοστή τι είναι; Η αποκάλυψη πάσης της αληθείας. Τότε η Εκκλησία γίνεται το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και γιορτάζουμε το γενέθλιο της Εκκλησίας, της αναστημένης εν Χριστώ, την ημέρα της Πεντηκοστής. Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι.
Ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και είναι πανταχού παρών σ’ όλο τον κόσμο.
Αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σ’ αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση, αγιότητα.
«Το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες, είναι ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, μερίζεται στον καθένα, αλλά αμερίστως εν μεριστοίς. Σημαίνει ότι μερίζεται όπως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Λέμε, ‘‘ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος’’ κ.τ.λ. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που γίνεται στη Θεία Ευχαριστία όσον αφορά στο Σώμα του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στην ενέργεια του Θεού, δηλαδή μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς.
Γι΄αυτό τον λόγο στη Θεία Ευχαριστία, όταν κοινωνούμε, δεν παίρνουμε ο ένας το δάκτυλο, ο άλλος το ποδαράκι, ο άλλος τη μύτη κ.λπ., αλλά στη Θεία Ευχαριστία καθένας παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.
Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής και γι΄ αυτό τον λόγο θεωρείται η Πεντηκοστή η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Εκκλησία της Πεντηκοστής που γεννιέται, ενώ υπήρχε Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι η Εκκλησία, η κατεξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή, στην οποία μένει ο Θεός και στην οποία πρέπει και εμείς να μένουμε.
Την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές γνώρισαν ολόκληρη την αλήθεια. Επομένως εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει η πλήρης αλήθεια. Και η Εκκλησία έχει την αλήθεια, διότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως.
Ο Χριστός δεν απεκάλυψε πριν την Ανάστασή Του την «πάσαν αλήθειαν» στους Αποστόλους. Γιατί; Διότι δεν μπορούσαν να βαστάξουν την «πάσαν αλήθειαν». Δεν ήταν καταλλήλως προετοιμασμένοι ακόμη. Ποια είναι αυτή η «πάσα αλήθεια»; Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε άσαρκο Χριστό πού αποκαλύφθηκε. Έχουμε μετά ένσαρκο Χριστό που αποκαλύπτεται και με λόγια ανθρώπινα αποκαλύπτει τον εαυτό Του.
Με την Πεντηκοστή γίνεται το μοίρασμα των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, ώστε ολόκληρος η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να βρίσκεται σε κάθε Απόστολο. Μια γλώσσα σε κάθε Απόστολο. Αλλά με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος έχουμε και την κάθοδο του Χριστού. Δηλαδή είναι σαν μια δεύτερη ενσάρκωση. Η Εκκλησία μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού.
Γι’ αυτό έχουμε και μια αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητος στο Μυστήριο Της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί μεταβάλλεται ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά είναι ολόκληρος ο Χριστός παρών σε κάθε μόριο του άρτου και του οίνου. Αλλά ο κοινωνών δεν παίρνει ένα κομμάτι του Χριστού, όταν κοινωνεί. Παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.
Όποιος γνωρίσει τον Χριστό εκ πείρας, «πρόσωπον προς πρόσωπον», και έχει μέσα του αδιάλειπτη προσευχή, αυτός διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη βλέπει παντού τον Χριστό και τους Προφήτες να έχουν εμπειρία της νοεράς προσευχής και της θεωρίας του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου της δόξης. Και αυτός είναι ικανός να ερμηνεύσει την Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή αυτός, στον οποίο έχει «μορφωθεί» ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί. «Μορφώνεται» ο Χριστός στον καθένα.
Επομένως, εκείνος έχει τον Χριστό μέσα του και είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και είναι Σώμα Χριστού και μετέχει στο χάρισμα της Πεντηκοστής. Γι’ αυτό τον λόγο αυτός ο άνθρωπος διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταλαβαίνει. Διότι βλέπει ό,τι και οι Προφήτες. Ο κάθε προφήτης είχε αυτή την προσωπική επαφή με τον Χριστό, αλλά πάλι διά της προσευχής, οπότε αυτό είναι το Προφητικό χάρισμα.
Κατά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι είδαν την δόξα του Θεού, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, που έγιναν εν Αγίω Πνεύματι, και έλαβαν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έλαβαν τις πύρινες γλώσσες και απέκτησαν το χάρισμα της διδασκαλίας. Ομιλούσαν στον λαό και ο λαός άκουε στη γλώσσα του την αποκαλυπτική διδασκαλία. Η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η μεγαλύτερη Θεοπτική εμπειρία. Είναι η ανώτατη εμπειρία της Θεώσεως πρό της Δευτέρας Παρουσίας.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που συνδέεται με το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι ότι η εμπειρία της Πεντηκοστής, ενώ είναι άπαξ γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας, εν τούτοις οι άνθρωποι με κατάλληλες προϋποθέσεις ανέρχονται στο ίδιο ύψος της εμπειρίας της Πεντηκοστής. Οπότε το μυστήριο της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται διά μέσου των αιώνων.
Και είναι από την εμπειρία αυτή του μυστηρίου της Πεντηκοστής που βγαίνουν τα άγια λείψανα, όλη η λατρεία και ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάτι, πού, συχνά το καταλαβαίνουν καλύτερα οι απλοί πιστοί από μερικούς θεολόγους… Αυτοί που έχουν την ευλάβεια για τα άγια λείψανα, κάτι καταλαβαίνουν ή κάτι αισθάνονται από αυτό το φαινόμενο των αγίων λειψάνων. Λοιπόν, η επανάληψη αυτή της εμπειρίας της Πεντηκοστής μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, αυτή είναι η σπονδυλική στήλη και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Αγία Γραφή μαρτυρεί ότι μετά την Πεντηκοστή υπάρχει Πεντηκοστή και είναι στη ζωή αυτών των ανθρώπων που φθάνουν στη θέωση. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της Εκκλησίας έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων όπως είναι οι Απόστολοι, ο εκατόνταρχος Κορνήλιος κ.ο.κ. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, διότι η εμπειρία της Πεντηκοστής υπάρχει και στη Δύση, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα.
Έχουμε το παράξενο φαινόμενο, ότι ενώ έχουμε ιερά λείψανα στη Δύση, έχουμε αντιθέτως μια σχολαστική Θεολογία των Φράγκων του Μεσαίωνος, που δεν συμβαδίζει ολότελα με αυτή την εμπειρία της Θεώσεως. Βέβαια, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι μυστήριο και δεν συνδέεται με την λογική.
Η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κυκλικό χαρακτήρα. Είναι σαν ένας κύκλος. Όπου και αν ακουμπήσεις πάνω στον κύκλο, ξέρεις όλο τον κύκλο, γιατί όλος ο κύκλος ο ίδιος είναι. Όλα ανάγονται στην Πεντηκοστή, δηλαδή τα Μυστήρια της Εκκλησίας, η Ιερωσύνη, ο Γάμος, το Βάπτισμα, η Εξομολόγηση κ.λπ., αλλά και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εν γένει η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκείνο είναι το κλειδί της Ορθοδόξου Θεολογίας, η Πεντηκοστή. Γι’ αυτό και εκείνος που φθάνει στη θέωση μετά την Πεντηκοστή οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν».
Και ποιά είναι η «πάσα αλήθεια»; Είναι κάτι, που υπερβαίνει τη λογική του ανθρώπου. Συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που έχει φθάσει στο φωτισμό και στη θέωση… Όταν σε μιά εποχή υπάρχουν άγιοι που φθάνουν στη θέωση, στην εμπειρία της Πεντηκοστής, τότε αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται «χρυσούς αιών» της Εκκλησίας.
Όταν η πλειοψηφία των χριστιανών φθάνουν στον φωτισμό, στην κάθαρση της καρδιάς και πολλοί εξ αυτών στη θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Αυτό είναι και το κριτήριο για το πού βρισκόμαστε
Επομένως, κέντρο της αποκαλύψεως-Πεντηκοστής είναι ο Χριστός, που βίωσαν οι Προφήτες ασάρκως και οι Απόστολοι και Πατέρες σεσαρκωμένο, και αυτή είναι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Τρίτη πτυχή του θέματος είναι: Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία
Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική».
Είναι Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού· είναι Αγία, γιατί αγιάζεται από την Κεφαλή της και όσοι συνδέονται με αυτή αγιάζονται· είναι Καθολική, γιατί αυτή διαθέτει «πάσαν την αλήθειαν» και την ολοκληρωμένη πράξη, αλλά και γιατί βρίσκεται απλωμένη σε όλον τον κόσμο· και είναι Αποστολική, γιατί στηρίζεται στους Αποστόλους, και όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την αποστολική παράδοση και οι Κληρικοί έχουν την αποστολική διαδοχή.
«Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση, έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται τη θέωση».
Πρώτη ανάσταση είναι η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού διά των αγίων Μυστηρίων, ενώ ο άνθρωπος ακόμη ζει τη βιολογική ζωή και είναι μέλος της Εκκλησίας, και δεύτερη ανάσταση είναι η βίωση της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετά θάνατο.
«Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και οι θεούμενοι».
Στην Εκκλησία ανήκουν οι ζώντες χριστιανοί, που λαμβάνουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως σε αρραβώνα, και οι κεκοιμημένοι άγιοι, που βιώνουν τον πνευματικό γάμο και λέγονται θεούμενοι.
«Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι το κατοικητήριο της ακτίστου δόξης του Θεού. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία, ούτε την Εκκλησία από τον Χριστό. Στον Παπισμό και Προτεσταντισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος και της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να μετέχει του Σώματος του Χριστού, χωρίς να είναι μέλος της Παπικής Εκκλησίας. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδύνατον».
Γι’ αυτό δεν υπάρχουν Εκκλησίες έξω από την Μία Εκκλησία. Όπως δεν μπορεί να ζή ένα μέλος του σώματος όταν αποκοπεί από όλον τον οργανισμό του σώματος.
«Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Στους Διαμαρτυρομένους επικρατεί η γνώμη ότι η Εκκλησία είναι μόνο αόρατη, τα δε Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας είναι μόνο συμβολικές πράξεις και ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά μέλη της. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει και το ορατό της Εκκλησίας».
Οι άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας την συνύπαρξη ορατού και αοράτου στοιχείου της Εκκλησίας. Η εμφάνιση πολλών αγίων σε ζώντα θεούμενα μέλη της Εκκλησίας δείχνει αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αληθινή γνώση του τι είναι Εκκλησία έχουν όσοι έχουν προσωπική εμπειρία.
Κατά τους Καλβινιστές, ο Χριστός μετά την Ανάληψή του κατοικεί στον ουρανό και, επομένως, είναι αδύνατη η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Υφίσταται παντελής απουσία του Χριστού. Το ίδιο περίπου τονίζεται και στην Παπική Εκκλησία, διότι διά της ευχής του ιερέως, ενώ ο Χριστός δεν ήταν παρών, τώρα κατέρχεται εκ των ουρανών και γίνεται παρών. Άρα ο Χριστός απουσιάζει από την Εκκλησία.
Στον Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος του Χριστού, στο οποίο αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο Πάπας, και του ευχαριστιακού Άρτου. Αυτή όμως η άποψη δεν ευσταθεί κατά την πατερική παράδοση. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος της Εκκλησίας και ευχαριστιακού Άρτου.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία. Το κάθε επί μέρους είναι το όλο. Αυτό γίνεται και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε έναν «Μαργαρίτη», ένα μέρος του ευχαριστιακού Άρτου, τότε κοινωνούμε ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία που είναι το Σώμα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσαν πράξιν, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στη βίωσή της.
Τοιουτοτρόπως, όταν τελούμε τη Θεία Ευχαριστία, κατά τη διδασκαλία των Πατέρων είναι παρών όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και όλοι οι άγιοι, όπως είναι παρόντες και οι χριστιανοί όλης της οικουμένης. Όταν δε κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο του αγίου Άρτου, λαμβάνουμε εντός μας ολόκληρο τον Χριστό. Συνερχόμενοι οι Χριστιανοί επί τω αυτώ, συνέρχεται ολόκληρη η Εκκλησία και όχι ένα μέρος αυτής. Για τον λόγο αυτό έχει επικρατήσει στην Πατερική παράδοση, η κεντρική εκκλησία ενός Μοναστηριού να ονομάζεται «Καθολικό».
Τα δόγματα, που είναι η διατύπωση της αποκαλυπτικής αληθείας, συνδέονται στενότατα με τα Μυστήρια. Υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ Ορθοδόξου Θεολογίας και Μυστηρίων.
«Όπου δεν υπάρχει το Ορθόδοξο Δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποφανθεί περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων. Κατά τους Πατέρες, το Ορθόδοξο Δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την πνευματικότητα. Όπου υπάρχει εσφαλμένο Δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα και αντιθέτως. Πολλοί χωρίζουν το Δόγμα από την ευσέβεια. Αυτό είναι σφάλμα. Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους Ορθόδοξους είναι το Ορθόδοξο Δόγμα, ενώ για τους ετεροδόξους είναι η αποστολική διαδοχή. Για την Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους Αποστόλους, αλλά να έχουμε Ορθόδοξο Δόγμα. Ευσέβεια και Δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται. Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη.»
Ο Χριστός σώζει τους ανθρώπους διά της Εκκλησίας Του και με οποιονδήποτε άλλον τρόπο Εκείνος γνωρίζει. Αλλά εμείς γνωρίζουμε τον τρόπο που σώζεται κανείς, ήτοι διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας, της προσευχής και της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση ή όπως αλλιώς λέγεται, πράξη και θεωρία.
«Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Εάν κάποιος είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η «παραφυάς», στην οποία ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την «ομάδα-παραφυάδα» στην οποία ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός.»
Τέταρτη πτυχή του θέματος είναι: Ο Σκοπός της Εκκλησίας
Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κ.λπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της εορτής των αγίων Πάντων.
Ποιος είναι ο σκοπός της Ορθοδοξίας φαίνεται σαφώς από το εορτολόγιο. Το Πάσχα γίνεται το Βάπτισμα του ύδατος. Την Πεντηκοστή γίνεται το Βάπτισμα του Πνεύματος. Οπότε, μέχρι την Πεντηκοστή γίνεται η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και το αποτέλεσμα τι είναι; Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Να συγκαταλεγούν δηλαδή όλοι οι Ορθόδοξοι μεταξύ των αγίων. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι η αγιοποίηση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός του Βαπτίσματος.
Ο σκοπός της Εκκλησίας, που αποβλέπει στη θέωση-αγιασμό του ανθρώπου, είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των Πρωτοπλάστων. Αυτό φαίνεται ότι στην αγιότητα μπορούν να φθάσουν και τα μικρά παιδιά. Με τη γέννησή τους έχουν φωτισμένο νου, λειτουργεί η νοερά ενέργεια, αλλά η νοερά ενέργεια σκοτίζεται από το πνευματικό σκότος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα. Δεν υπάρχει ισότητα των πολιτών του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει ανισότητα. Είναι μια χαρισματούχος κοινωνία από ανθρώπους που αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Μέσα σε αυτούς διακρίνονται Πατριάρχες, Προφήτες, Απόστολοι, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι και λαϊκοί. Και μετά οι θεούμενοι, οι φωτισμένοι, οι προς κάθαρση, κ.ο.κ. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία.
Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι βαπτίζονται και χρίονται, όσοι κοινωνούν του Σώματος και Αίματος του Χριστού και έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά. Είναι όσοι έχουν λάβει το Άγιον Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ούς μέν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α´ Κορ. ιβ´, 28).
Ο Θεός έθεσε-θέτει τον άνθρωπο στην Εκκλησία, διότι στην αρχαία Εκκλησία εθεωρείτο μέλος της Εκκλησίας εκείνος στον οποίο ήλθε και κατοίκησε το Πνεύμα το Άγιον. Και απόδειξη ότι κατοικεί το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, ήταν η γλωσσολαλία. Δηλαδή, το να λαλεί μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιον, να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό ήταν το Χρίσμα.
Έτσι, όποιος δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν συνδέεται με τον Χριστό, δεν γνωρίζει τον Χριστό και φθάνει στην άρνηση του Χριστού.
Η βασική διδασκαλία των Πατέρων για την Εκκλησία είναι ότι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους από την πτώση τους, η οποία είναι μια βαθειά πληγή. Να φανταστούμε ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της ήταν ένα ιατρείο, δηλαδή ένα νοσοκομείο, στο οποίο μπαίνουν οι άνθρωποι για να θεραπευτούν, και αυτή η θεραπεία ήταν η κάθαρση του νοός, μετά ο φωτισμός του νοός, μετά η θέωση του ανθρώπου, να έρχεται δηλαδή ο άνθρωπος σε μια φυσιολογική κατάσταση, να αγαπάει χωρείς να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, ο άνθρωπος δηλαδή να έχει την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» ( Α´ Κορ. ιγ´, 5).
Μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την αρχαία Εκκλησία σαν ένα μεγάλο νοσοκομείο. Ο αρχηγός του νοσοκομείου αυτού λέγεται Επίσκοπος. Οι γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι και Διάκονοι. Οι Διάκονοι και οι Διακόνισσες, άς πούμε, είναι οι νοσοκόμες. Και ο Επίσκοπος είναι ο πρόεδρος του Πρεσβυτερίου. Δηλαδή του νοσοκομείου, δηλαδή της ενορίας. Οπότε το νοσοκομείο είναι η ενορία. Αυτό είναι το νοσοκομείο. Έχουμε όλα τα μέσα θεραπείας των ανθρώπων, πολύ μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία, και λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς να θεραπευτούν.
Σε κάποιες όμως περιόδους τα ποσοστά θεραπείας πέφτουν αρκετά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πάει καλά η ιατρική, διότι δεν συνεχίζεται η ιατρική επιστήμη σωστά. Δεν υπάρχει παράδοση που να τηρείται σωστά, διότι μπήκαν μέσα μερικοί σκάρτοι γιατροί, που δεν ξέρανε καλά, περιορίστηκαν στα λίγα και δεν αυξήσανε την ικανότητά τους στην ακρίβεια και έγιναν λιγάκι τσαπατσούληδες. Ενώ υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για να λειτουργήσει σωστά το νοσοκομείο και να θεραπεύονται οι άνθρωποι, έχουμε ένα διευθυντή του νοσοκομείου και γιατρούς, οι οποίοι δυστυχώς δεν ξέρουν να τα χειρίζονται σωστά τα πράγματα.
«Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι ότι, εάν κανείς τώρα εξετάσει την αρχαία Εκκλησία και τον κλήρο, τις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, λαϊκών κ.ο.κ., διαπιστώνει αμέσως κάτι το παράδοξο, ότι η αρχαία Ορθόδοξη Θεολογία ομοιάζει πάρα πολύ με τη σημερινή Ψυχιατρική. Διότι ο σκοπός της Θεολογίας και της ψυχιατρικής είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Και η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με συγκεκριμένη μέθοδο.»
«Η Εκκλησία, αν αφεθεί στον εαυτό της, κάνει το έργο της, που είναι να θεραπεύει τους ανθρώπους από την κατάσταση που βρίσκονται, να τους περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζει τον κόσμο.»
Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, συνδέεται με την άλλη διδασκαλία, ότι οι Κληρικοί είναι θεραπευτές-ιατροί και εξασκούν διάγνωση και θεραπεία.
«Η Εκκλησία έχει διάγνωση-θεραπεία. Πρέπει να κάνετε αυτό και αυτό για να θεραπευθείτε. Γιατί χρειάζεται θεραπεία; Διότι θα δεις την δόξα του Θεού και αν δεν έχεις πάθει μια μετατροπή στην προσωπικότητά σου, να μεταβληθεί η ιδιοτελής αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, τότε αν είσαι πωρωμένος στην καρδιά σου, αντί να δεις τον Θεό ως δόξα, θα τον δεις ως πύρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον.»
Όλοι θα δούμε τον Θεό, αλλά ο ένας θα τον δή έτσι και ο άλλος έτσι. Μετάνοια, τι είναι μετάνοια; Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νοός, πρέπει ο νούς να αλλάξει, να καθαρισθεί. Η επιτυχία όμως της Εκκλησίας, βρίσκεται στο κατά πόσον αγιάζει τον άνθρωπο.
«Το βασικό κριτήριο αν πάει καλά η Εκκλησία, είναι η επιτυχία. Αν σε έναν αιώνα έχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε η Εκκλησία πάει καλά. Αν έχουμε ολιγοστεύσει, τότε κάτι δεν πάει καλά.» Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για επιτυχία της Εκκλησίας, εννοούμε να υπάρχουν νηπτικοί και ησυχαστές Πατέρες που θεραπεύουν τους Χριστιανούς.
Μέσα σε αυτή την πορεία της Εκκλησίας, οι μεγάλοι θρίαμβοι της Εκκλησίας είναι η αγιοποίηση των ανθρώπων. Γι’ αυτό τον λόγο, μετά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έχουμε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας κ.λπ., αλλά και τα ιερά λείψανα. Είναι αποδεικτικά σημεία, που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, διότι έχει αυτούς τους ανθρώπους ως αρχηγούς και πνευματικούς οδηγούς. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει άγια λείψανα. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός της Εκκλησίας. Διότι μέσα στα άγια λείψανα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το οικοδόμημα το δογματικό της Εκκλησίας.
«Η εμπειρία της θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο. Όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Και από τα λείψανα γνωρίζουμε μετά την εκδημία του προς Κύριον, ότι πρόκειται περί θεουμένου και αυτομάτως κατατάσσεται μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και εμείς δεν έχουμε παράδοση σαν τους Παπικούς, να φτιάχνουμε τους αγίους, αλλά ο Θεός μας αποκαλύπτει τους αγίους, συνήθως μέσω των λειψάνων και των θαυμάτων κ.ο.κ.».
Τα ιερά λείψανα είναι μια πραγματικότητα που δείχνει τη νίκη επί του θανάτου. Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ένα άθροισμα κυττάρων, που με τον θάνατο διαλύονται. Όταν όμως σε έναν άνθρωπο παραμένει αδιάφθορο το σώμα, σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερτέρα δύναμη που δεν το αφήνει να διαλυθεί. Αυτή η δύναμη είναι η ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Όλο το σώμα είναι ένα σύστημα κυττάρων. Λοιπόν, επειδή τα κύτταρα παθαίνουν διάλυση, γι’ αυτό τον λόγο εξαφανίζεται το σώμα και γίνεται χώμα κ.ο.κ. Το λείψανο τι έχει πάθει; Έχει πάθει αναστολή της διαλύσεως των κυττάρων, γι’ αυτό και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση και ευωδιάζει.
Υπάρχουν ολόκληρα σώματα αγίων που είναι αδιάφθορα, όπως του αγίου Σπυρίδωνος, του αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω, του αγίου Γερασίμου, κ.ά. Έτσι το θέμα των αγίων λειψάνων είναι ένα θεολογικό γεγονός.
Έπειτα, ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά θάνατον. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στη σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με τη μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός.
Εισήγηση στην Α΄ συνάντηση (23.11.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζημιχαήλ
Από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Α´, 2η έκδοση: σελ. 102-269)
Πανιερώτατε,
Σας ευχαριστώ που μου εμπιστευτήκατε την παρουσίαση των θεμάτων ‘‘Δόγμα και Ηθική. Η εμπειρία της αποκαλύψεως. Οι φορείς της αποκαλύψεως’’. Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, γιατί μου δώσατε το έναυσμα να μελετήσω το βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου Βλάχου, Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις Προφορικές παραδόσεις του Π. Ιωάννου Ρωμανίδη και να έλθω σε μία πρώτη επαφή και γνωριμία με την Θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ευτυχώς, αρνείται πεισματικά να διαχωρίσει την Θεολογία από τον ποιμαντικό ρόλο που έχει στην Εκκλησία, εν αντιθέσει προς την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών διδασκάλων των Θεολογικών Σχολών.
Οι άγιοι Πατέρες, όταν διδάσκουν τους πιστούς περί Αγίας Τριάδος χρησιμοποιούν τις Θεοφάνειες, δηλαδή τις αποκαλύψεις του Θεού στην Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή διαθήκη. Η δογματική ορολογία ‘τρεις υποστάσεις’, ‘μία ουσία’, ‘ομοούσιος’ κ.λπ. χρησιμοποιούνται όταν εμφανίζονται οι αιρέσεις και με τη διδασκαλία τους αλλοιώνουν την αποκαλυπτική αλήθεια. Τότε συνέρχονται οι άγιοι Πατέρες σε Συνόδους και οριοθετούν την Ορθόδοξη Πίστη, διατυπώνουν δηλαδή την αποκαλυμμένη αλήθεια. Μάλιστα, δεν έκαναν αφηρημένες φιλοσοφικές συζητήσεις περί της Αγίας Τριάδος, αλλά κεντρικό Πρόσωπο για το οποίο συζητούσαν ήταν ο Χριστός, ο Οποίος εμφανίζεται στους Προφήτες και αποκαλύπτει μέσα στον εαυτό Του τον Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι. Τα δόγματα δείχνουν τον αποκαλυπτόμενο εν δόξη Χριστό. Τα δόγματα δεν είναι μόνιμη κατάσταση: ο θεούμενος τα υπερβαίνει, αφού βλέπει τον Χριστό εν δόξη.
Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δόγματος και μυστηρίου, αφού άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, που βιώνεται όσο είναι δυνατόν από τον θεούμενο άνθρωπο, αλλά είναι αδύνατο να διατυπωθεί ή να κατανοηθεί, και άλλο είναι το δόγμα, δηλαδή η διατύπωση περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδας. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο παραμένει μυστήριο. Το δόγμα είναι η έκφραση του μυστηρίου, αλλά σίγουρα δεν είναι κατανόηση του μυστηρίου. Γιατί, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι αδυνατότερον».
Το δόγμα, αφενός αποτελεί διατύπωση της εμπειρίας της Θεώσεως που είχαν οι Θεόπτες Πατέρες -και επειδή είχαν την ίδια αποκάλυψη γι᾽ αυτό κι όταν συναντήθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους συμφώνησαν και στη διατύπωση του δόγματος-, αφετέρου δε οδηγεί στη Θέωση-Αγιασμό αυτούς που το αποδέχονται και γίνεται βίωμά τους. Διότι δεν αρκεί να αποδεχθούμε το δόγμα εξωτερικά, αλλά αφού το αποδεχθούμε να γίνει βίωμά μας, δηλαδή δι’ αυτού να φτάσουμε στη Θέωση-Αγιασμό και να έχουμε την ίδια εμπειρία-αποκάλυψη που είχαν οι άγιοι.
Την εμπειρία στη ζωή της Εκκλησίας αποτελούν τα στάδια της κάθαρσης, του φωτισμού και της θεώσεως-αγιασμού. Ό,τι συμφωνεί με αυτή την εμπειρία είναι Ορθοδοξία. Αυτή την εμπειρία είναι που τελικά αμφισβήτησαν οι αιρέσεις και χρειάστηκε η διατύπωση των δογμάτων ως θεραπεία. Για να ξέρουν οι πιστοί ποιοι είναι οι σωστοί δάσκαλοι που μπορούν να τους βοηθήσουν να φτάσουν στον αγιασμό.
Ο σκοπός των δογμάτων και της Θεολογίας είναι να χρησιμοποιούνται ως φάρμακα που θεραπεύουν τις αιρέσεις και τις πνευματικές αρρώστιες. Ο άνθρωπος είναι άρρωστος γιατί δεν είναι σε θέση να βλέπει τον Θεό και χρησιμοποιεί τα δόγματα-φάρμακα για να φτάσει στον αγιασμό. Το κριτήριο της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι, όπως είπαμε, η κάθαρση, ο φωτισμός και ο αγιασμός. Τι θα ωφελούσε το Ορθόδοξο δόγμα, αν δεν οδηγούσε κανένα στον αγιασμό; Επομένως το δόγμα δεν υπάρχει απλώς για να πιστευτεί, αλλά για να βιωθεί. Γιατί δόγμα χωρίς βίωμα είναι αίρεση.
Τα δόγματα συνδέονται στενά με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Όλη η Ορθόδοξη Πίστη είναι μια έκφραση της Ορθοδόξου Θεολογίας και Δογματικής. Δόγματα δεν είναι μόνο οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Είναι και το Ευαγγέλιο, η εκκλησιαστική μουσική, η εικονογραφία, η αρχιτεκτονική. Την Ορθόδοξη Παράδοση πρέπει να τη βλέπουμε ολοκληρωμένα κι όχι απομονωμένα Μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι όλα τα στοιχεία που συνιστούν τη σύνθεση της όλης Εκκλησίας. Μέσα σ᾽ αυτή την προοπτική πρέπει να δούμε και την αξία των λειψάνων. Όταν φτάνει κανείς στον αγιασμό, αγιάζεται και το σώμα, το οποίο γίνεται ιερό λείψανο. Δηλαδή τα λείψανα έχουν δογματικό χαρακτήρα, είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας των δογμάτων.
Ιστορικά, στη διατύπωση του δόγματος συμβαίνει να προστίθενται νέες ορολογίες και μερικές φορές η αρχική σημασία μιας ορολογίας να αλλάζει, ανάλογα με την πολεμική των αιρέσεων, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις. Υπάρχουν δογματικοί όροι, που χρησιμοποιούνται τον 4ο αιώνα, οι οποίοι τον 1ο αιώνα δεν είχαν την ίδια θεολογική σημασία. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Δυτικούς θεολόγους να μιλούν για εξέλιξη της Θεολογίας και βαθύτερη κατανόηση των δογμάτων με την πάροδο του χρόνου. Αυτό βέβαια είναι απαράδεκτο για την Ορθόδοξη Θεολογία, αφού δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε ποτέ το δόγμα. Ούτε υπάρχει εξέλιξη στην Πίστη, η οποία αποκαλύφθηκε εφάπαξ, αλλά πρόκειται για εξέλιξη στη χρήση της ορολογίας.
Στην Ορθόδοξη Πίστη το δόγμα δεν είναι ποτέ προϊόν στοχασμού των αγίων Πατέρων, αλλά έκφραση της εμπειρίας και της αποκάλυψης του Θεού στους αγίους. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν Θεολόγοι-Θεόπτες κι όχι φιλόσοφοι, ούτε και χρησιμοποιούσαν τη φιλοσοφία για να κατανοήσουν με τη λογική το δόγμα. Αυτό το έκαναν οι αιρετικοί.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται τη μεταφυσική, διότι η μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του αμετάβλητου. Ενώ στην Πατερική Θεολογία τα δόγματα είναι απλώς μέρος των ασκητικών μέσων, δια των οποίων ο άνθρωπος φθάνει, αν φθάσει ποτέ, στην εμπειρία του αγιασμού. Η Δυτική Θεολογία συνδέθηκε στενά με τη μεταφυσική και αμφισβητήθηκε έντονα από τον Διαφωτισμό, ο οποίος δεν δέχεται τίποτα που δεν βασίζεται στην εμπειρία του ανθρώπου. Επίσης στην Δύση ταυτίστηκε το δόγμα με το μυστήριο.
Ο ιερός Αυγουστίνος είναι ο μόνος Ορθόδοξος θεολόγος της αρχαιότητος που σύγχυσε το δόγμα με το μυστήριο και νόμισε ότι μέσω του δόγματος μπορεί να καταλάβει κανείς το μυστήριο. Στη Θεολογία του Αυγουστίνου βρίσκονται και οι βάσεις για την υιοθέτηση στη Δύση της Σχολαστικής Θεολογίας.
Βεβαίως οι δογματικές διαφορές με τη Δύση οφείλονται σε κάποιο βαθμό και σε ιστορικούς λόγους. Σήμερα γίνεται διάλογος με τους παπικούς, όσο και με τους προτεστάντες, αλλά γίνεται σε λάθος βάση. Ο διάλογος αυτός ίσως είχε κάποια ελπίδα επιτυχίας αν τονιζόταν ο θεραπευτικός χαρακτήρας του δόγματος.
Σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα, εκτός από τις θεωρίες υπάρχει και η πρακτική εφαρμογή τους. Αυτό λέγεται Ηθική. Αυτή η κοσμική Ηθική μπορεί να διαπλάσει καλούς και ηθικούς ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Η διδασκαλία του Χριστού έχει τη δική της πρακτική εφαρμογή, η οποία διασώζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συνίσταται στην ασκητική. Στις άλλες ομολογίες η Ηθική έγινε επιφανειακή και εξέπεσε σε ηθικολογία. Κατά την παπική Ηθική το έργο της Θείας Χάριτος είναι να βοηθά τον άνθρωπο να γίνει ενάρετος, όπως δίδασκαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτή η Ηθική επηρεάζει εν συνεχεία πολλές προτεσταντικές παραδόσεις. Η ηθικολογία αυτή επηρέασε και τον μοναχισμό και όλη τη χριστιανική ζωή στην Δύση. Και στη σημερινή εποχή είναι υπό κατάρρευση.
Στην Ορθόδοξη ασκητική δεν μπορεί να διαχωριστεί η Θεολογία από την Ηθική. Η ασκητική έχει καθαρά δογματικό χαρακτήρα. Αν το δόγμα χωριστεί από την Ηθική, τότε επικρατεί αφ’ ενός ο στοχασμός, αφ’ ετέρου η ηθικολογία. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι μια εξωτερική ηθική ζωή, που καταντά ηθικολογία, αλλά η μετάνοια ως θεραπεία του ανθρώπου, που οδηγεί στην κάθαρση και τον φωτισμό.
Οι Πνευματικοί Πατέρες είναι γιατροί, δεν είναι ηθικοπατέρες. Ουσιαστικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει Ηθική, που να σκοπεύει στη διάπλαση καλών και ενάρετων ανθρώπων. Υπάρχει μόνο η ασκητική, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας. Απαλλάσσει τον άνθρωπο από την φιλαυτία και τον οδηγεί στην ανιδιοτελή αγάπη.
Οι Πατέρες έδιναν μεγάλη σημασία στον νου του ανθρώπου, που διαφοροποιείται από τη λογική, και είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Έτσι για τους Πατέρες υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που έχουν εσκοτισμένο τον νου, και αυτοί που έχουν φωτισμένο τον νου. Επομένως το κέντρο της ασκητικής είναι ο φωτισμένος ή εσκοτισμένος νους και όχι μια απλή εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου. Σκοπός λοιπόν της ασκητικής είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νοός. Ο Χριστιανισμός υπάρχει με μοναδικό σκοπό να περνάει τους ανθρώπους από την κάθαρση και να τους οδηγεί στον φωτισμό του νοός. Αυτός είναι και ο σκοπός του Βαπτίσματος, που λέγεται καὶ Φώτισμα.
Η πτώση του ανθρώπου δεν είναι ηθική αλλά πραγματική· συντέλεσε στη διαφθορά του ανθρώπου, επηρέασε ακόμα και την κτίση. Η πτώση εκφράζεται ως σκοτασμός του νου, ως στέρηση της δόξης του Θεού. Η ασκητική δεν μπορεί να μετατραπεί σε Ηθική, αφού στη βάση της είναι θεραπευτική της όλης προσωπικότητας του ανθρώπου. Υπάρχουν δηλαδή σ᾽ αυτήν τρόποι θεραπείας του ανθρώπου. Βεβαίως δεν πρόκειται για εξωτερικούς τρόπους, αλλά για συνεργία Θεού και ανθρώπου, αφού η Χάρη ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.
Ο Θεός, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο, αλλά αποκαλύπτεται ο ίδιος στην καρδιά του ανθρώπου. Δηλαδή η αλήθεια περί του Θεού είναι αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στους αγίους δια μέσου των αιώνων. Ουσιαστικά η αποκάλυψη είναι η εμπειρία της Θεώσεως. Ο θεούμενος βρίσκεται σε κατάσταση επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, έχει το Άγιο Πνεύμα που προσεύχεται μέσα του. Αυτή είναι εμπειρία της νοεράς προσευχής, που γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όμως είναι δυνατόν ο άνθρωπος, έχοντας την νοερά προσευχή, να φθάσει και στην εμπειρία της θεώσεως, στην οποία μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος, οπότε καθίσταται πραγματικός θεόπτης και θεολόγος μέσα στην Εκκλησία.
Όλη η πνευματική ζωή του Χριστιανού έχει σχέση με την εμπειρία. Στην αρχή ο άνθρωπος δέχεται την εμπειρία των πεπειραμένων και έπειτα μπορεί να αποκτήσει κι ο ίδιος πνευματική εμπειρία, καθοδηγούμενος από αυτούς. Φυσικά, όταν γίνεται λόγος για προσωπική εμπειρία, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται από την Εκκλησία και ζει ατομική ζωή, αλλά η εμπειρία αποκτάται μέσα στην Εκκλησία και υπάρχει συνδυασμός Μυστηρίων και ασκήσεως.
Η εμπειρία είναι η βάση της Ορθόδοξης Θεολογίας, γι’ αυτό και η Θεολογία δεν είναι θεωρητική επιστήμη αλλά θετική. Όλες οι θετικές επιστήμες στηρίζονται στην παρατήρηση. Ο αστρονόμος ξέρει να χρησιμοποιεί το τηλεσκόπιο, ξέρει να διαβάζει τον χάρτη των άστρων, παρατηρεί τα άστρα και τα περιγράφει, ώστε να γνωρίσουν και άλλοι για τα άστρα και κάποιοι διδάσκονται και οι ίδιοι να τα παρατηρούν. Έτσι και στην Πατερική παράδοση: Εκείνος που βλέπει ως φωτισμένος και έχει την εμπειρία του φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος που περιγράφει όσα βλέπει, ώστε και άλλοι να έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού. Η μόνη διαφορά είναι ότι η επιστήμη παρατηρεί κτιστά πράγματα, που μπορούν να περιγραφούν, ενώ η Θεολογία άκτιστα και απερίγραπτα. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία είναι αποφατική. Για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, μιλώντας για τον Θεό, χρησιμοποιεί την κατάφαση, αλλά για να μην ταυτιστεί ο Θεός με κτιστές περιγραφές, διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις (δηλ. του τι δεν είναι ο Θεός).
Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της θεώσεως είναι Θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες Θεία εμπειρία είναι Θεόπνευστοι. Η σωστή Θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της θεώσεως· αυτό έκαναν οι Πατέρες. Δεν μπορεί κάποιος να θεολογεί με τη σκέψη του. Πρέπει να αποκτήσει την εμπειρία, να περάσει από την κάθαρση, να φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού θα έχει τον φωτισμό. Τότε, αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, βλέπει την δόξα του Θεού και είναι σε θέση να οδηγήσει και άλλους σε αυτή την κατάσταση. Εκεί στηρίζεται και η πνευματική πατρότητα.
Η εμπειρία της θεώσεως σημαίνει αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος· βλέπει ο άνθρωπος τη δόξα του Θεού, μετέχει του ακτίστου φωτός και γνωρίζει από την πείρα του ότι ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Ο Θεός υπερβαίνει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στην ίδια την αποκάλυψη ο Θεός παραμένει μυστήριο.
Οι άγιοι είχαν ταυτότητα εμπειριών και επομένως έχουν την ίδια γνώση· αυτοί είναι η αυθεντία μέσα στην Εκκλησία. Και γίνονται γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Φθάνουν βέβαια σε αυτό το σημείο γιατί υπάρχει ο Θεάνθρωπος Χριστός, στον οποίο ενώθηκε η ανθρώπινη φύσις υποστατικώς. Εμείς αποκτούμε γνώση του Θεού μέσω των εμπειριών των θεουμένων.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας γνωρίζουν εκ πείρας ότι η σχέση με τον Θεό είναι εμπειρική. Διδάσκουν ότι όλοι θα δουν τη δόξα του Θεού ή ως φως θέλγον ή ως πυρ καταφλέγον.
Όταν κανείς φθάσει στην εμπειρία των θεουμένων, γνωρίζει πλέον ακριβώς τι είναι και τι δεν είναι η εμπειρία. Έτσι λοιπόν γνωρίζει τι γνωρίζει και τι όχι κατά τρόπο σαφέστατο.
Ο άνθρωπος που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα έχει πολλές και γνήσιες εμπειρίες. Όλη η χριστιανική ζωή μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την άσκηση είναι εμπειρική.
Γενικά, η εμπειρία των Πατέρων διακρίνεται σε εμπειρία φωτισμού και εμπειρία θεώσεως. Το στάδιο της θεώσεως δεν είναι μόνιμη κατάσταση στη ζωή αυτή, αλλά διαρκεί ένα ορισμένο διάστημα που ποικίλλει σε κάθε περίπτωση. Πάντοτε όμως ο θεούμενος επανέρχεται στην κατάσταση του φωτισμού. Η σταθερή πνευματική κατάσταση, είναι η κατάσταση του φωτισμού.
Η εμπειρία της θεώσεως έχει διάφορους βαθμούς. Είναι η έλλαμψις, η θέα, η διαρκής θέα, και ο φωτισμός (περιγράφεται και ως θεωρία, η οποία θεωρία είναι και ο φωτισμός, είναι και η θέωση).
Ένα είδος εμπειρίας είναι και η έκσταση, η οποία είναι μικρότερη εμπειρία της αρπαγής. Όταν ο άνθρωπος χάνει τον προσανατολισμό του, αυτή είναι η έκσταση. Αλλά είναι μια προσωρινή κατάσταση, όταν συνεχίζεται η αρπαγή, δεν είναι πλέον έκσταση και συμμετέχει όλος ο άνθρωπος.
Κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νου, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο. Όταν ο προσευχόμενος αξιώνεται της θέας του ακτίστου Φωτός, τότε βιώνει τον αγιασμό. Η εμπειρία της θεώσεως λέγεται δοξασμός, γιατί ο θεούμενος μετέχει στη δόξα-φως του Θεού. Δόξα του Θεού είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού που οράται ως φως. Η εμπειρία της θεώσεως-δοξασμού λέγεται και εμπειρία της Πεντηκοστής, της οποίας μετείχαν και οι απόστολοι και είναι ο μεγαλύτερος βαθμός αποκαλύψεως.
Οι άγιοι της Εκκλησίας, που μετέχουν της ακτίστου θεοποιού ενέργειας του Θεού, γνωρίζουν εκ πείρας αν κάποια εμπειρία είναι αληθινή η ψευδής. Αυτό λέγεται στην πατερική γλώσσα διάκριση.
Είναι άλλο να ακούμε από τους προφήτες, τους αποστόλους και τους αγίους να μας διδάσκουν με λέξεις τον λόγο του Θεού, και άλλο να έχει κάποιος προσωπική θεοπτική εμπειρία. Επίσης υπάρχει διάκριση μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως.
Σημαντικό είναι ότι οι άγιοι διακρίνουν σαφώς την Ορθόδοξη εμπειρία της θεώσεως-αγιασμού από τους μυστικισμούς των διάφορων θρησκειών και φιλοσοφιών. Δεν έχει καμία σχέση η θέωση με τον υπνωτισμό ή οποιαδήποτε δαιμονική εμπειρία. Άλλωστε μόνο η Ορθόδοξη εμπειρία της θεώσεως έχει ως αποτέλεσμα τα ιερά λείψανα, αφού μόνο αυτή αγιάζει τον όλον άνθρωπο
Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει πλούσια η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φωτίζει και αγιάζει τον άνθρωπο. Οι Πνευματικοί Πατέρες, που έχουν την εμπειρία της πνευματικής ζωής, βοηθούν τα πνευματικά τους παιδιά να αποκτήσουν κι εκείνα πνευματική εμπειρία. Προκειμένου να φθάσει κανείς στην θεοπτία, πρέπει να καθαρισθεί τελείως ο νους του από όλους τους λογισμούς. Ακόμα και οι καλοί λογισμοί πρέπει να φύγουν και να αναπτυχθεί η νοερά προσευχή. Οι άγιοι Πατέρες καταρχήν απενεργοποιούσαν τη λογική ενέργεια με την υπακοή στις εντολές του Θεού και στον Πνευματικό τους Πατέρα. Συγχρόνως ανέπτυσσαν τη νοερά ενέργεια με την προσευχή και την άσκηση, οπότε η νοερά ενέργεια αποκτούσε εμπειρία του Θεού. Γιατί στην καρδιά πρέπει να υπάρχει ένας λόγος, η ευχή με το όνομα του Χριστού. Γι’ αυτό προηγείται η κάθαρση και ακολουθεί ο φωτισμός και η θέωση. Τον άνθρωπο που φθάνει στον αγιασμό δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος και η εμπειρία της θεώσεως συνεχίζει και μετά τον θάνατο.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό του στους θεούμενους, και αυτοί μεταφέρουν την εμπειρία τους, προφορικώς ή γραπτώς, στα πνευματικά τους παιδιά, για να τα οδηγήσουν στη βίωση της ίδιας εμπειρίας. Αυτός είναι ο πυρήνας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η ουσία της Παραδόσεως είναι η μετάδοση αυτής της εμπειρίας.
Η αποκάλυψη του Θεού δίνεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους, οι οποίοι έφθασαν σε ένα βαθμό πνευματικής ζωής και είδαν τον Θεό και έτσι γνώρισαν την αποκάλυψη. Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται φορείς της Θείας αποκαλύψεως. Έτσι ο Θεός δεν φανερώνεται απλώς στην ιστορία, αλλά στους αγίους που ζουν στην ιστορία.
Οι θεούμενοι, Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι της Εκκλησίας, έχουν άμεση εμπειρία του Θεού. Αυτοί ενώνονται με τον Χριστό, ο οποίος ενώνει στην υπόστασή του το κτιστό με το άκτιστο. Έτσι διά του Χριστού και οι θεούμενοι αποκτούν εμπειρία του ακτίστου.
Ο κατεξοχήν άνθρωπος είναι ο Χριστός. Αλλά ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Έτσι ο πιο φυσικός άνθρωπος είναι ο θεούμενος, διότι ο νους του λειτουργεί κατά φύση, φθάνει στον αγιασμό και επιτυγχάνει τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου, που είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Οι θεόπτες γνωρίζουν τον Θεό και στη συνέχεια αναδεικνύονται αληθινοί θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Η γνώση του Θεού είναι πραγματική, διότι είναι μέθεξη των ενεργειών του Θεού, και σε κάθε εμπειρία μετέχεται ολόκληρος ο Θεός, όχι ως προς την ουσία Του βέβαια, αλλά ως προς τις ενέργειες Του. Όταν ο θεούμενος δει την Αγία Τριάδα, ξέρει ότι είναι άκτιστη και η δόξα, αλλά διακρίνει μεταξύ ακτίστων ενεργειών του Θεού και κτιστών ενεργειών της κτίσεως. Για να περιγράψει την εμπειρία του χρησιμοποιεί καθημερινές εικόνες των ανθρώπων, για να μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Βέβαια έχει εμπειρία ενός ακτίστου Θεού, ο οποίος δεν έχει ομοιότητα με τα κτίσματα. Οπόταν, όποια γλώσσα κι αν χρησιμοποιήσει ο θεόπτης, ο Θεός παραμένει απερίγραπτος. Ο Θεός δεν αποκαλύπτει τις λέξεις, οι λέξεις είναι του θεουμένου στη δική του γλώσσα. Η αποκάλυψη είναι του Ακτίστου. Γι᾽ αυτό κι ο καθένας στην Πεντηκοστή ακούει στη δική του γλώσσα.
Όλοι οι θεούμενοι έχουν την ίδια εμπειρία του Θεού, έχουν και την ίδια διδασκαλία, ακόμα κι αν διαφέρει η ορολογία. Κι εμείς παραδεχόμαστε τη διδασκαλία αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό οι θεούμενοι είναι η βάση της εκκλησιαστικής ζωής.
Θεούμενοι, που είχαν μέθεξη της ακτίστου ενέργειας του Θεού, υπάρχουν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Βέβαια υπάρχουν και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν έχει προσλάβει ακόμα το σώμα και οι Προφήτες δέχονταν προσωρινή θέωση και δεν απαλλάσσονταν από το κράτος του θανάτου. Μετά την ενσάρκωση, το κέντρο της εμπειρίας είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Οι θεούμενοι βλέπουν τον Χριστό. Διότι είναι αδύνατον κανείς να βλέπει τον Πατέρα, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα εν Χριστώ. Και αυτή η θεοπτία συνοδεύεται από την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Οι θεούμενοι χαρακτηρίζονται ως άγιοι, διότι ενώνονται εν Αγίω Πνεύματι με τον Χριστό και δι’ Αυτού γνωρίζουν τον Πατέρα δια της θεοποιού ακτίστου ενεργείας του. Οι άγιοι είναι δέκτες, φύλακες και μεταδότες της Ιεράς Παραδόσεως. Και χωρίζονται σε γνωστικούς και πιστούς. Γνωστικοί είναι οι αυτόπτες μάρτυρες της Θεότητος του Χριστού. Αυτοί είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι. Και πιστοί είναι αυτοί που αποδέχονται εν Αγίω Πνεύματι, με παιδική απλότητα, τη μαρτυρία και τη διδασκαλία των θεοπτών αγίων.
Ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός που αποκαλύφθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους αγίους της Εκκλησίας. Βεβαίως για να φθάσουν οι άγιοι στη θεοπτία περνούν πρώτα από την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού.
Η μέθεξη της καθαρτικής και φωτιστικής χάριτος του Θεού, που καταλήγει στη Θεοποιό χάρη, είναι καρπός της ησυχαστικής ζωής. Γι’ αυτό όλοι οι Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι ήταν ησυχαστές. Οπότε ο ησυχασμός δεν εμφανίζεται τον 13ο αιώνα, αλλά είναι στοιχείο που διακρίνει τους αγίους όλων των εποχών. Και, όλοι οι άγιοι διαχρονικά κατάλαβαν τη διάκριση Ουσίας και Ενέργειας στον Θεό, γιατί γνώριζαν ότι μετείχαν και κοινωνούσαν της ενέργειας, και όχι της ουσίας του Θεού.
Προφήτης χαρακτηρίζεται ο άγιος που έχει κοινωνία με τον Θεό, γνωρίζει δι᾽ αποκαλύψεως το θέλημά του, έχει φτάσει στη θέωση-αγιασμό και γίνεται ο αυθεντικός διδάσκαλος του λαού. Προλέγει τα μέλλοντα και διδάσκει τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι άνθρωποι με πνευματική εμπειρία. Αρχή της πνευματικής τους εμπειρίας ήταν η ενέργεια της αδιάλειπτης προσευχής στην καρδιά. Άλλωστε ο Ν´ Ψαλμός στην πατερική παράδοση είναι περί νοεράς ευχής, οπότε ο προφητάναξ Δαυίδ είχε νοερά προσευχή. Έτσι οι Προφήτες δια της νοεράς ευχής πέρασαν από την κάθαρση και έφθασαν στον δοξασμό, δηλαδή στη θέωση. Είχαν θέα της ακτίστου δόξης του ασάρκου Λόγου, δηλαδή είχαν τη θέωση χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αυτή η θέωση ήταν προσωρινή, δεν συνοδευόταν από τη σωτηρία, έτσι οι Προφήτες πεθαίνουν όπως και οι υπόλοιποι. Με την Ανάσταση του Χριστού ανίστανται και οι Προφήτες, όπως αυτό αποτυπώνεται θεολογικά και στην εικόνα της Αναστάσεως.
Με την Θέωση οι Προφήτες έγιναν φίλοι του Θεού και ο λαός τους εμπιστεύεται, τους δέχεται ως αυθεντία και τους ακολουθεί για να φτάσει κι αυτός στη θεοπτία. Γι᾽ αυτό έχουν και μαθητές οι Προφήτες, πνευματικά τέκνα δηλαδή, για να τους οδηγούν στον φωτισμό και τη θέωση. Οπότε υπάρχει πνευματική πατρότητα και στην Παλαιά Διαθήκη.
Προφήτες δεν υπάρχουν μόνο στην Παλαιά, αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Ο Πρόδρομος ήταν ο τελευταίος προφήτης της Παλαιάς και ο πρώτος της Καινής διαθήκης. Έτσι έχουμε τον συνδετικό κρίκο, από την Παλαιά Διαθήκη στην Καινή, όχι με κείμενα αλλά με τη ζωντανή μαρτυρία της εμπειρίας της θεώσεως. Όπως στην Παλαιά έτσι και στην Καινή Διαθήκη όποιος δει τον Θεό εν δόξη γίνεται προφήτης. Αυτός στην αρχαία Εκκλησία λέγεται Θεόκλητος, γιατί σ’ αυτόν εμφανίσθηκε ο Θεός και έχει κληθεί κατευθείαν από τον Θεό. Οι Προφήτες ήταν ό,τι και οι Απόστολοι. Η διαφορά τους είναι ότι οι Προφήτες ήταν επίσκοποι μιας τοπικής Εκκλησίας, ενώ οι Απόστολοι δεν είχαν επισκοπή. Ιδρύανε επισκοπές και ήταν για όλη την Εκκλησία.
Ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στην προφητεία, τη συνδέει με την ερμηνεία και τη διδασκαλία. Λέει· «θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε», δηλαδή να αποκτήσετε τη νοερά προσευχή για να μπορείτε να ερμηνεύετε. Εκείνος που γνωρίζει πρόσωπο με πρόσωπο τον Θεό και έχει την αδιάλειπτη ευχή μέσα του, αυτός διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και βλέπει τον Χριστό σε κοινωνία με τους Προφήτες.
Ο Χριστός με την έναρξη του έργου του εξέλεξε δώδεκα μαθητές, οι οποίοι καλούνται Απόστολοι, γιατί τους απέστειλε να κηρύξουν. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος επικοινωνεί μέσω των Προφητών. Μετά την ενανθρώπησή του επικοινωνεί μέσω της ανθρώπινης φύσης του. Μαζεύονται οι Απόστολοι γύρω από τον σαρκωθέντα Λόγο, όπως μαζεύτηκαν οι δώδεκα φυλές γύρω από τον Θεό μέσω του Μωυσέως. Και αντί του κτιστού νόμου είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τον άκτιστο νόμο και είναι παιδαγωγός του ακτίστου νόμου. Ο Χριστός καθίσταται Πνευματικός Πατέρας των Αποστόλων, οι οποίοι δια του Χριστού πέρασαν από την κάθαρση στον φωτισμό και ανυψώθηκαν στη θέωση. Γνώρισαν τον Χριστό κατά σάρκα προ της Αναλήψεως και κατά πνεύμα την Πεντηκοστή. Δηλαδή οι μαθητές του Χριστού πριν την Πεντηκοστή έβλεπαν τον Χριστό κατά σάρκα, και μερικές φορές μέσα από την ανθρώπινη σάρκα έβλεπαν ακτίνες της Θείας Δόξης. Μετά από την Πεντηκοστή βλέπουν τον Θεάνθρωπο Χριστό εν Πνεύματι μέσα στο φως.
Ο Χριστός αποκαλύπτει στους Αποστόλους τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού με τη διδασκαλία. Στη Μεταμόρφωση οι Απόστολοι είδαν τη Βασιλεία-Δόξα του Θεού. Στην έλλαμψη του Χριστού στη Μεταμόρφωση οι μαθητές βρίσκονταν μέσα στο φως που προχεόταν από τη σάρκα του Χριστού, η οποία όμως ήταν έξω από τους μαθητές. Από την Πεντηκοστή και έπειτα οι μαθητές έγιναν μέλη του σώματος του Χριστού, οπότε το σώμα ενεργούσε έσωθεν. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής. Οι Απόστολοι ήταν Θεόπνευστοι από την ημέρα της Πεντηκοστής και ό,τι έκαναν ήταν καρπός και αποτέλεσμα της θεώσεως.
Η αποστολική ζωή, παράδοση και διαδοχή είναι η μέθεξη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Όποιος βρίσκεται στην προοπτική του αγιασμού, βιώνει την αποκαλυπτική παράδοση, ενώ όποιος βρίσκεται έξω από αυτήν, περιπίπτει σε θεολογικά λάθη. Η αλήθεια βρίσκεται στη θεοπτία. Οι επίσκοποι είναι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων, όχι μόνο από μια σειρά χειροτονιών, αλλά επειδή μετέχουν της ίδιας αποστολικής ζωής και είδαν τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού.
Η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνον η Χάρη να τελεί κάποιος μυστήρια, αλλά και να είναι Πνευματικός Πατέρας και να θεραπεύει. Γιατί η ουσία της αποστολικής διαδοχής και παραδόσεως είναι ότι Πνευματικός Πατέρας μπορεί να γίνει κανείς μόνο από Πνευματικό Πατέρα και, κατ᾽ επέκταση, ο επίσκοπος είναι ο κατεξοχήν Πνευματικός Πατέρας και φορέας της διαγνωστικής και θεραπευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρόλος των κληρικών, να κάνουν δηλ. σωστή διάγνωση και σωστή θεραπεία, αφού η Εκκλησία λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο.
Η αποστολική ζωή διασώζεται στον μοναχισμό. Εκεί καλλιεργείται η ζωή της κοινοκτημοσύνης και του ησυχαστικού αγώνα για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Οι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή. Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι αποστολική, επειδή είναι πατερική. Οι Πατέρες δεν είναι σοφοί επιστήμονες που απέκτησαν την ανθρώπινη γνώση, αλλά εκείνοι που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, είχαν μέθεξη της Θεοποιού ενέργειας του Θεού. Απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και τη διατύπωσαν με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και την παιδεία που είχαν. Οι Πατέρες, ως θεούμενοι, γέννησαν εν Χριστώ πνευματικά παιδιά για να τα οδηγήσουν προς τον αγιασμό. Έτσι οι Πατέρες γνώρισαν τη διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, αλλά γνώρισαν και τον δρόμο για να οδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά στην εμπειρία και τη γνώση του Τριαδικού Θεού.
Οι Πατέρες παρέλαβαν την ησυχαστική παράδοση των Προφητών και των Αποστόλων και δια της καθάρσεως έφτασαν στον φωτισμό και τη θέωση. Και αφού θεραπεύτηκαν οι ίδιοι, γνώρισαν τον Θεό και στη συνέχεια θεράπευαν την πνευματική ασθένεια των ανθρώπων. Η Πατερική Θεολογία είναι η πνευματική ιατρική.
Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα γιατί και οι ίδιοι ήταν θεόπνευστοι και είχαν εμπειρία της Πεντηκοστής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος, ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει θεοπνεύστως. Αλλά δεν γράφει θέματα που δεν έχουν σχέση με τη θεοπνευστία. Σε αυτή τη συνάφεια και η Θεοπνευστία των Οικουμενικών Συνόδων βασίζεται στο γεγονός ότι έλαβαν μέρος σε αυτές θεόπνευστοι άγιοι Πατέρες. Και οι αποφάσεις τους ήταν έκφραση της εμπειρίας θεώσεως που είχαν οι Πατέρες.
Ένα θέμα που χρήζει διευκρίνισης είναι και η περίοδος της Πατερικής παραδόσεως, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η πατερική παράδοση αρχίζει από τον Αβραάμ, και οι τότε άγιοι λέγονται Πατέρες της Παλαιάς Διαθήκης, που διαχωρίζονται σε Πατέρες προ Νόμου, εν Νόμω και μετά Νόμον. Μετά έχουμε τους Αποστόλους, έχουμε την ενσάρκωση του Λόγου, την περίοδο μεταξύ ενσάρκωσης και Πεντηκοστής, μετά έχουμε τα μετά την Πεντηκοστή. Έτσι, η Πατερική παράδοση είναι συνεχής στην Εκκλησία, χωρίς να διακόπτεται.
Άγιοι λέγονται όσοι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχουν της αγιοποιού-θεοποιού ενέργειας του Θεού. Άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά όσοι συνδέονται με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, τον Χριστό. Η αγιότητα είναι το κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Ασκητών. Όλοι είναι άγιοι, διότι έχουν την αγιοποιό ενέργεια του Θεού, και είναι Πατέρες, διότι γεννούν πνευματικά παιδιά.
Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να αγιάσει τα μέλη της, αλλά και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο για να επιτύχει αυτό τον στόχο. Η αγιότητα βιώνεται με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου. Ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.
Εισήγηση στην Στ΄ συνάντηση (24.02.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Δ΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2015-2016)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Μιχαήλ Νικολάου
Πανιερώτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Το πόσο ξεχωριστή θέση κατέχει στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας μας η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και ποια είναι η σωτηριολογική σημασία της, φανερώνεται εύστοχα από τους Θεοφόρους αγίους Πατέρες μας, μέσω αυτού και μόνου του απολυτικίου της εορτής. Σ’ αυτό τονίζεται πως το γεγονός που εορτάζουμε αποτελεί το κεφάλαιο, δηλ. το θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αποτελεί την αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών, αλλά και συνάμα την απαρχή όλων των σωτηριωδών γεγονότων, τα οποία έγιναν για την απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε λαμπρώς την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού στην πάναγνη σάρκα της αγίας Παρθένου, ώστε δι’ Αυτού να πραγματοποιηθεί το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αποτελεί, όπως και πάλιν ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής, την φανέρωσιν του απ᾽ αιώνος μυστηρίου του Θεού, την εκπλήρωση της πιο ελπιδοφόρας υποσχέσεως που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, όταν οι πρωτόπλαστοι γενάρχες μας παράκουσαν τη θεία εντολή στην Εδέμ και προτίμησαν τον δρόμο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Τότε ακριβώς, ο απόλυτα αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε τη μεγάλη υπόσχεση, το πρώτο χαρμόσυνο άγγελμα, το πρώτο Ευαγγέλιο, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον, όταν, απευθυνόμενος προς τον αρχέκακον όφιν, του προλέγει: «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα» (Γεν. 3, 14-15). Με τα λόγια αυτά, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Θεός προαναγγέλλει τη συντριβή και ήττα του διαβόλου με την ενανθρώπηση, τη διδασκαλία, τα θαύματα , τα άγια Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού μας.
Μετά την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο άρχισε το μεγάλο δράμα του ανθρωπίνου γένους, με την αποξένωσή του από την πηγή της ζωής. Γιατί η αμαρτία τους δεν ήταν ένα απλό ηθικό ή νομικό παράπτωμα, αλλά μια καταστροφική κίνηση με οντολογικές διαστάσεις. Η απεξάρτηση του ανθρώπου από την πηγή της ύπαρξης είχε ως συνέπεια και την κίνηση και φορά του προς το μη όν, με κύριο γνώρισμα τη φθορά και τον θάνατο. Το πρόβλημα βέβαια αυτής της διακοπής της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου θα μπορούσε εξ αρχής να λυθεί, εάν -όπως θεολογούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας-, εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό. Αν γινόταν αυτό, ο Κύριος θα τους αποκαθιστούσε στην προπτωτική κατάστασή τους. Δυστυχώς όμως ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα επίγνωσης του μεγέθους της ανυπακοής και της ανταρσίας τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη γνήσιας μετάνοιας και αίτημα συγγνώμης προς τον Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δεν θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους.
Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους, με τη γεύση της αμαρτίας και με την προσμονή αυτής της καλής είδησης, της καλής αγγελίας, που φέρνει στον άνθρωπο η εορτή του Ευαγγελισμού. Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός, είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί, από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία μας είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο νέος Αδάμ, Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ. Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στη Μαρία. Με αυτό τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας και άνοιξε ξανά ο δρόμος για τον παράδεισο.
Το γεγονός του Ευαγγελισμού καταγράφεται από μόνο τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 1, 26-38). Όπως λοιπόν αυτός περιγράφει στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, «απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ· και το όνομα της παρθένου Μαριάμ· και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί». Με τα λόγια αυτά του αγγέλου αντιλαμβανόμαστε το ύψος της καθαρότητος και το μέγεθος της ηθικής προκοπής, που είχε φθάσει η Παναγία μας μέχρι της ώρας του Ευαγγελισμού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους αγίους Πατέρες, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθεί, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του ναού του Σολομώντος, έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Καί, όπως περαιτέρω θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, η Θεοτόκος Μαρία κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να φθάσει στον Θεό με τη λογική, την αίσθηση, τη φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νοός. Έτσι, νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νου. Με αυτό τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και τη θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δανείσει τη σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά τη θεοποιό Χάρη του Θεού, το πλήρωμα της Χάριτος. Γι᾽ αυτό και την αποκάλεσε ο Γαβριήλ κεχαριτωμένην.
Για την πνευματική τελειότητα και το πνευματικό ύψος της τόσο μικρής σε ηλικία Μαρίας, είναι αναμφίβολο ότι συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η αγία καταγωγή της. Όλοι γνωρίζουμε πως η ίδια αποτέλεσε τον καρπό της προσευχής των για πολλά χρόνια άτεκνων γονέων της. Οι άγιοι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα, παρόλο τον ονειδισμό που δέχονταν από το περιβάλλον τους ένεκα της ατεκνίας τους -καθότι, σύμφωνα με τα εβραϊκά ήθη εκείνης της εποχής, η ατεκνία ήταν γεγονός ατιμωτικό, σημείο θεϊκής απαρέσκειας-, δεν απελπίστηκαν, ούτε ολιγοπίστησαν, αλλά συνέχισαν να περιμένουν το θαύμα με εμπιστοσύνη στον Θεό, κάτι το οποίο συντελέστηκε στη σύλληψη και γέννηση της Θεοτόκου. Αλλά και οι γονείς της αγίας Άννας ήταν ένα επίσης άγιο ζεύγος, ο ιερέας Ματθάν, απόγονος του βασιλιά και προφήτη Δαβίδ, και η αγία Μαριάμ. Με τέτοιους λοιπόν αγίους προγόνους η Παναγία μας, και από απόψεως κληρονομικότητας, αλλά και με την αναμφισβήτητα αγία ανατροφή που της έδωσαν, είχε όλες τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του προσωπικού της αγιασμού· κάτι το οποίο χάριτι Θεού πέτυχε στον μεγαλύτερο δυνατό για τον άνθρωπο βαθμό, ένεκα του οποίου και αξιώθηκε να καταστεί κατοικητήριο του Θεού.
Το πόσο σημαντική και καθοριστική για την προσωπική αγιότητα της Θεοτόκου υπήρξε η αγιότητα των προγόνων της, διαπιστώνεται και στις μέρες μας, με την πρόοδο της ιατρικής και ειδικώτερα της γενετικής επιστήμης. Είναι αυτό, που αποκαλεί η επιστήμη DNA, ο γενετικός κώδικας κάθε ζωντανού οργανισμού, και οπωσδήποτε και του ανθρώπου, όπου αποθηκεύονται οι βιολογικές του καθενός πληροφορίες. Ειδικώτερα, είναι αυτό που αποκαλείται κυτταρική μνήμη, η μνήμη που αποθηκεύεται στα κύτταρα του ανθρώπου με τη σύλληψή του από τους γονείς του, η κληρονομικότητα δηλαδή και των χαρακτηριστικών του σώματος αλλά και της ψυχής. Ο άνθρωπος, εξ άκρας συλλήψεως, πλάθεται συνεχώς και κουβαλά μέσα του πάθη και αρετές των προγόνων του. Είναι αυτή τη μνήμη, που τονίζει και ο σύγχρονος μεγάλος άγιος Πορφύριος, όπως μας τη μεταφέρει και ο Μητροπολίτης μας κ. Νεόφυτος μέσα από την εμπειρία του με τον άγιο. Δεδομένης λοιπόν αυτής της σύνθετης και με πάθη και αμαρτωλές ροπές κυτταρικής μνήμης, επιβάλλεται στον πιστό χριστιανό ο διηνεκής αγώνας κάθαρσης. Και ο καθαρισμός αυτός της κυτταρικής μνήμης επιτυγχάνεται με τη μετάνοια. Αυτή λοιπόν η κυτταρική μνήμη για τη Θεοτόκο ήταν αγνή και αγιασμένη, λόγων των αγίων καταβολών της και, ιδιαίτερα, λόγω των αγίων γονέων της.
Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Παναγία μας έφερε και αυτή το προπατορικό αμάρτημα, ως μέτοχος της ανθρωπίνης φύσεως. Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει πως η αγία Παρθένος «ουχ ετέρως γεγεννημένη παρά την των ανθρώπων φύσιν, αλλά καθώς πάντες εκ σπέρματος ανδρός και μήτρας γυναικός». Και ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει· «αδελφή γαρ ημών η Μαρία, επεί και πάντες εκ του Αδάμ εσμέν». Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται μόνον η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος.
Έτσι λοιπόν, ενώ η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Σε προσωπικό όμως επίπεδο, με τον πνευματικό της αγώνα, είχε την αναμαρτησία, αφού, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, ούτε και με τον λογισμό είχε υποπέσει σε αμαρτία. Tη δε στιγμή, που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στη γαστέρα της Παναγίας, αυτή πρώτη γεύεται την απελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Από τότε η Παναγία μας είναι η κεχαριτωμένη στους αιώνες. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χαρακτηρίζει την Παναγία ως «ιερωτάτην περιστεράν, ακεραίαν και άκακον ψυχήν και τω Θεώ καθιερωμένην Πνεύματι…, θυγάτριον ιερώτατον, το λαθόν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Την Παναγία Παρθένο το Άγιο Πνεύμα «καθήρεν αυτήν και δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέσχεν, άμα δε και γεννητικήν».
Η χάρη, που δέχεται η Θεοτόκος κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και η τιμή που αξιώνεται, την καθιστά οπωσδήποτε ανώτερη από κάθε άνθρωπο, αφού λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό δεν απαλλάχθηκε απλώς από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά θεώθηκε στην ψυχή και το σώμα, γευόμενη το τέλος (τον σκοπό) της δημιουργίας του ανθρώπου. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού.
Στη συνέχεια, για να επανέλθουμε στην ευαγγελική περικοπή για τον Ευαγγελισμό, ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει την αντίδραση της Μαρίας στον χαιρετισμό και την αποκάλυψη του Αρχαγγέλου: «Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. Και είπεν ο άγγελος αυτή· μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Και ίδου συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» Η απορία της Παρθένου Μαρίας την ώρα του Ευαγγελισμού δεν είναι αποτέλεσμα απιστίας! Το αντίθετο μάλιστα! Η άνευ σποράς σύλληψη και κυοφορία είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι ανατροπή των νόμων της φύσεως, είναι το θαύμα των θαυμάτων. Η ερώτησή της, «πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος. Επειδή, υπήρξαν μεν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως. Γι’ αυτό η Θεοτόκος, ως άνθρωπος και αυτή, εξέφρασε τη δικαιολογημένη απορία της προς τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Αν η απορία της ήταν απιστία, θα θεωρούσε το γεγονός ως μια ψευδαίσθηση, μια ψεύτικη οπτασία, και δεν θα έδινε τη μεγάλη συγκατάθεση.
Η αποκάλυψη του ακατάληπτου και ανερμήνευτου τρόπου της συλλήψεως, συμπληρώνεται στη συνέχεια με την ευλογημένη και σωτήρια αποδοχή του θελήματος του Θεού από την Παναγία μας. «Και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι, διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Και απήλθεν απ᾽ αυτής ο άγγελος.»
Η καλή αγγελία της έλευσης του Μεσσία δεν της προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, διότι η αγνή Παρθένος της Ναζαρέτ ανήκε στη μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι μελετούσαν τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Λυτρωτή. Η Θεοτόκος είχε γαλουχηθεί από τους ευσεβείς γονείς της και το ευσεβές ιερατείο του Ναού, όσο καιρό βρισκόταν εκεί, στην προσδοκία της έλευσης του Σωτήρα. Ασφαλώς λοιπόν η αναγγελία του ερχομού Του γέμισε την αγνή ψυχή της με ανείπωτη χαρά και ουράνια αγαλλίαση.
Ο αποφασιστικός αυτός λόγος της Θεοτόκου, «ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», αποτελεί την απαρχή της υλοποιήσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του κόσμου. Αν, καθ᾽ υπόθεση, η Παρθένος Μαρία αρνιόταν να γίνει μητέρα του Θεού, θα αναστέλλετο και το έργο της σωτηρίας. Όμως εκείνη, πλημμυρισμένη από ακράδαντη πίστη, γεμάτη ταπείνωση και υπακοή στη θεία εντολή, θέλησε να γίνει «η επουράνιος κλίμαξ, δι’ ης κατέβη ο Θεός», και «η γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς Ουρανόν», δίνοντας έτσι ξανά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανενωθεί με τον Ποιητή του.
Εδώ, αναδεικνύεται εμφανέστατα η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, στο Θείο βούλημα, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει τη λογική της στο θέλημα του Θεού. Και τούτο, διότι η Παναγία είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα πνευματικής τελειότητας, που ήταν αδύνατο να αρνηθεί το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθεί για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου Του. Και, δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί ακριβώς είχε την πραγματική ελευθερία. Όπως σχετικά τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ήταν απαλλαγμένη από το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, που οδηγεί τον άνθρωπο στην άγνοια ενός πράγματος και την αμφιβολία και, τελικά, στην αδυναμία επιλογής. Η Θεοτόκος Μαρία είχε μόνο το λεγόμενο φυσικό θέλημα, την κατάσταση δηλαδή, που κάποιος οδηγείται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας. Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Μέχρι ο άνθρωπος να φθάσει στην κατάσταση της θέωσης, έχει γνωμικό θέλημα και ατελή ελευθερία, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύεται για το τι και το πώς πρέπει να πράξει.
Το ιερώτατο στόμα της Θεομήτορος τη στιγμή της εκούσιας αποδοχής του Θείου θελήματος αντιπροσώπευε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και την αγωνία του να σωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας και του διαβόλου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθεί και δεν υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως, αν ο Θεός προσέφερε ως υπέρτατο δώρο στην ανθρωπότητα τον Υιό Του για τη σωτηρία της, η ανθρωπότητα έδωσε ως δώρο την Παρθένο Μαρία, που σημαίνει ότι η γεμάτη ταπείνωση συγκατάθεσή της να γίνει συνεργός στο έργο της απολυτρώσεως είναι μέρος της υπέρτατης δωρεάς του Θεού για τον πεσόντα άνθρωπο.
Όλα όσα αφηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς για το σωτήριο αυτό γεγονός του Ευαγγελισμού, τα προβάλλει χρωματουργικά η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού. Η στάση των προσώπων, η έκφραση και οι χειρονομίες τους, καθώς τα χρώματα και οι λεπτομέρειες της παράστασης, υπομνηματίζουν το γεγονός. Αξίζει λοιπόν στο σημείο αυτό να προσπαθήσουμε λίγο, διαβάζοντας την παράσταση της εικόνας, να δούμε πως ο ορθόδοξος αγιογράφος προσπαθεί να αποδώσει εικονογραφικά τα όσα αναφέραμε πιο πάνω.
Αριστερά της εικόνας βλέπουμε τον αρχάγγελο Γαβριήλ, τον πρωτοστάτη άγγελο, τον αγγελιοφόρο του Θεού, που «ουρανόθεν επέφθη ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε». Η στάση του σώματός του εκφράζει τη χαρά που έφερε το άγγελμά του. Παρόλο που ο αρχάγγελος βρίσκεται στο έδαφος, παρουσιάζεται με ορμή κίνησης, όπως άλλωστε μαρτυρεί το άνοιγμα των ποδιών του. Η στάση του αγγέλου δίνει με αριστουργηματικό τρόπο την εντύπωση πως η πτήση του δεν έχει τελειώσει, καθώς μιλάει στη Θεοτόκο. Ο Γαβριήλ, με το αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο, που συμβολίζει τον αγγελιοφόρο, και όχι κρίνο, όπως μάς έχει συνηθίσει η δυτική ζωγραφική. Το δεξί του χέρι απλώνεται με βίαιη κίνηση προς τη Θεοτόκο σε σχήμα ομιλίας. Βοά σ’ αυτήν, κατά το γνωστό τροπάριο, «ποίον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον; τι δε ονομάσω σε; απορώ και εξίσταμαι. Διό, ως προσετάγην , βοώ σοι· Χαίρε, η Κεχαριτωμένη».
Από την άλλη πλευρά, στα δεξιά της εικόνας βρίσκεται η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών, η Θεοτόκος. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη υπογραμμίζεται η υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας, ως γνωστό, υμνούμε τη Θεοτόκο, ως «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ» (όλων δηλαδή των αγγελικών ταγμάτων). Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ενωτίζεται καλύτερα, κατά κάποιο τρόπο, το θείο μήνυμα.
Σε κάποιες εικόνες ο αγιογράφος είναι συνεπής και προς τη διήγηση του απόκρυφου έργου, Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου, που γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθισε στον θρόνο της και την έγνεθε, κατά παραγγελία των ιερέων του Ναού, ένα ύφασμα για το καταπέτασμα του Ναού. Και εκείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Παρουσιάζουν μάλιστα να πέφτει από το φόβο της το αδράχτι με το νήμα, που, σύμφωνα με την παράδοση, κρατούσε στο χέρι της.
Η Παναγία επίσης παρουσιάζεται να είναι σκεπτική. Σκεπτόταν τη σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, αλλά, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου εκφράζονται σε κάποιες άλλες παραστάσεις με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει αυτό, που ψέλνουμε στο β’ στιχηρό προσόμοιο της Ακολουθίας του Εσπερινού του Ευαγγελισμού· «Γάμου υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;»
Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν κυρίως τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του Αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται με σκυμμένο το κεφάλι, έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της, στοιχεία που μας θυμίζουν το, «ιδού η δούλη Κυρίου…». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος φαίνεται να συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με ελαφρώς σκυμμένο το κεφάλι, αλλά ταυτοχρόνως να είναι και βαθιά σκεπτόμενη.
Στο πάνω μέρος της εικόνας παρατηρούμε το τμήμα του κύκλου και τις ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό, και που καταλήγουν στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Αυτό μαρτυρεί τη διαβεβαίωση πως η σύλληψη και ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού γίνεται «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια ψάλλει, «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται, Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν», γιατί η σάρκωση του Λόγου είναι έργον, όχι μόνον του Πατρός και της δυνάμεώς Του και του Πνεύματος, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε συνοπτικά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για το γεγονός της συλλήψεως του Κυρίου. Αρχικά πρέπει να αναφέρουμε πως δεν μεσολάβησαν μερικές ώρες και ημέρες για να γίνει η σύλληψη, αλλά έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Όπως ψάλλουμε στο γνωστό θεοτοκίο του πρώτου ήχου, «Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι, Παρθένε, το χαίρε, σύν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης». Η ίδια ακριβώς θεολογία αποτυπώνεται και στον πρώτο οίκο των Χαιρετισμών της Παναγίας μας, όπου επίσης ψάλλουμε· «Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε· και συν τη ασωμάτῳ φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε…»
Επίσης η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε από το Πανάγιο Πνεύμα δημιουργικώς και όχι σπερματικώς, γιατί έπρεπε να αναλάβει ο Χριστός την καθαρή φύση που είχε ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Η σάρκα δηλαδή του Χριστού από απόψεως καθαρότητος ήταν όπως το προ της παραβάσεως σώμα του Αδάμ, από απόψεως δε θνητότητος και φθαρτότητος ήταν το μετά την παράβαση σώμα του Αδάμ. Ακριβώς αυτό το γεγονός συνδέεται στενώτατα με το ότι η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήταν ανήδονος, άκοπος και ανώδινος. Εφαρμόσθηκε έτσι η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης» (Ησ. 19, 1), αφού η ανθρώπινη σάρκα ήταν τόσο πολύ ελαφρά, ώστε δεν προξένησε κανένα βάρος και κόπο στην Παναγία, κατά το διάστημα της εννεαμήνου κυοφορίας. Η άσπορη και ανήδονη σύλληψη της Παναγίας και η άκοπη κυοφορία συνδέεται στενά με την άφθορη και ανώδινη γέννηση του Χριστού. Η γέννηση του Χριστού δεν έφθειρε την παρθενία της Θεοτόκου, όπως ακριβώς η σύλληψη δεν έγινε με ηδονή, και η κυοφορία με βάρος και κόπο. Εκεί, που ενεργεί το Πανάγιο Πνεύμα, «νικάται φύσεως τάξις».
Όπως έχουμε αναφέρει, η σύλληψη έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Αυτό σημαίνει πως άμεσα με τη σύλληψη το θείο βρέφος ήταν πλήρως διαμορφωμένο. Ενώ δηλαδή άρχισε να αυξάνεται και να μεγαλώνει, εντούτοις δεν μεσολάβησε διάστημα μεταξύ σύλληψης και διαμόρφωσης των μελών του σώματος, κάτι το οποίο συμβαίνει σε κάθε φυσιολογική κυοφορία. Είναι αυτό, που τονίζει ο Μεγας Βασίλειος· «ευθύς γαρ τέλειον ην τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν».
Επίσης πολύ σημαντικό να αναφερθεί είναι το γεγονός πως από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Συνέπεια και συνέχεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού αυτή γέννησε πραγματικά τον Θεό, τον οποίο κυοφόρησε εννέα μήνες στην κοιλία της, και όχι έναν άνθρωπο που είχε την Χάρη του Θεού, ή που θεοποιήθηκε εκ των υστέρων. Είναι σύμφωνα με αυτή τη δογματική πίστη, που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας στη Γ´ Οικουμενική Σύνοδο το 431 καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε πως το βρέφος που κυοφορήθηκε από τη Μαρία δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος, και ότι η σάρκα του Χριστού ήταν απλώς συνημμένη με τη φύση της Θεότητος. Με τέτοιες προϋποθέσεις ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Η Παναγία μας όμως είναι Θεοτόκος, επειδή γέννησε κατά άνθρωπο τον Θεό, αφού όπως είπαμε, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε αμέσως με την ένωσή της με τη θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου.
Από την στιγμή της ασπόρου συλλήψεως και για εννέα μήνες η Παναγία δίνει το αίμα της στον Χριστό, αλλά και ο Χριστός τη Χάρη και ευλογία Του σ᾽ αυτήν. Η κυοφορία του Σωτήρος Χριστού δεν επηρέασε τη Θεοτητα του. Η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως, αμέσως από τη στιγμή της συλλήψεως. Έχοντας υπόψη τη στενή και οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε κυοφορούμενο βρέφος με τη μητέρα του, κατανοούμε τις συνέπειες που είχε για το πρόσωπο της Θεοτόκου η ένωσή της με τον Θεό. Η Παναγία μας πρώτη γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, τη θέωση. Αυτό, που οι Μαθητές του Χριστού γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή, και εμείς μετά το Βάπτισμα, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μιλώντας για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προχωρούν και σε μια προσωπική και υπαρξιακή προσέγγιση του γεγονότος αυτού. Γιατί, δεν αρκεί μόνο να εορτάζουμε εξωτερικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά να τα πλησιάζουμε υπαρξιακά και πνευματικά. Κατά τους αγίους Πατέρες (άγιο Γρηγόριο Νύσσης, άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, κ.ά.), αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε ένα, του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Χριστός, που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντα κατά Πνεύμα από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνους δια των αρετών. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να παύουν να νικούν οι επιθυμίες για τη διάπραξη της αμαρτίας, και να μην ενεργούν τα πάθη στον άνθρωπο, να μισήσει ο άνθρωπος την αμαρτία και να θέλει διαρκώς να πράττει το θέλημα του Θεού. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, ναός και κατοικητήριο του Θεού.
Πανιερώτατε, σεβαστοί πατέρες,
Είναι γνωστό πως στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στα πολυάριθμα βυζαντινά προσκυνήματα της Ορθοδοξίας, ξεχωριστή θέση κατέχει -λόγω κυρίως των εξαιρετικών ψηφιδωτών της-, η γνωστή Μονή της Χώρας. Σ᾽ αυτή λοιπόν τη Μονή, όταν εισέρχεται ο προσκυνητής, βλέπει στη είσοδο του ναού να τον υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού, «Η χώρα των ζώντων». Προχωρώντας λίγο παρακάτω, εντός του κυρίως ναού αντικρίζει τη μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας, με την επιγραφή, «Η χώρα του Αχωρήτου». Έχοντας υπόψη αυτές τις δυο εικόνες, έχουμε την εντύπωση πως, μέσα στο το κοινό τους θεολογικό θέμα, περικλείεται και όλο το θεολογικό μήνυμα της εορτής του Ευαγγελισμού.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο αχώρητος είναι ο Θεός, δηλ. άπειρος και απερίγραπτος, που δεν Τον χωράει τίποτε, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε κανένας ναός ή οτιδήποτε άλλο. Σ᾽ ένα ωραιότατο κάθισμα στην Ακολουθία του Όρθρου των Χριστουγέννων ψάλλουμε· «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της μητρός; Πάντως ως οίδεν, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν.» Με την ενανθρώπησή του όμως ο Αχώρητος Θεός γίνεται «χωρητός διά φιλανθρωπίαν», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και προσθέτει: «αλλ’ επειδή κατέρχεται και επειδή κενούται δι’ ημάς… διά τούτο χωρητός γίνεται». Από το γεγονός αυτό, της σαρκώσεως του Χριστού από την Παναγία Θεοτόκο και την εικονογράφηση της Παναγίας με τον Θεάνθρωπο Χριστό στους κόλπους Της, προήλθε δίκαια η ονομασία της Παναγίας και της ομωνύμου εικόνας Της «Η Χώρα του Αχώρητου».
Το πιο πάνω μπορεί να γίνει κατανοητό και να ερμηνευθεί σωστά μόνο σε συσχέτιση με το όνομα του Χριστού, στην άλλη εικόνα του Χριστού που προαναφέραμε στην είσοδο της Μονής, με την ονομασία «Η Χώρα των ζώντων». Αληθινά ζωντανός άνθρωπος είναι αυτός που ζει εντός του Θεού, ενωμένος μαζί Του. Έτσι ο Χριστός είναι η αιώνια ζωή και σωτηρία μας, το αιώνιο φως στην επουράνιο Βασιλεία, στην επουράνια χώρα η επουράνια πατρίδα όλων των τέκνων του Θεού, των σεσωσμένων από τον Χριστό και εν τω Χριστώ, χάρη στην αγάπη Του, διά της οποίας εδέχθη και ανέλαβε και εχώρησε εντός Του όλους εμάς.
Από τα πιο πάνω γίνεται κατανοητό, πως το γεγονός του Ευαγελισμού της Θεοτόκου, το σωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας, είναι ότι εχώρεσε η Παναγία τον Χριστό, και έγινε χώρα του αχωρήτου, για να μπορέσει ο Χριστός να χωρέσει όλους εμάς και να γίνει για όλους μας η Χώρα των ζώντων. Αυτή η μυστηριακή πραγματικότητα βιώνεται μόνον εντός του χώρου της Εκκλησίας, αφού Εκκλησία είναι ίδιος ο Χριστός, τον οποίο εμείς κοινωνούμε και εντός του οποίου ζούμε.
Όταν σε κάθε θεία Λειτουργία, αδελφοί μου, η σύναξη των πιστών, δια στόματος ημών των λειτουργών, αιτείται και λέγει «κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ΄ημάς», κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνει τα λόγια της Αειπαρθένου, «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» Και έτσι ιερουργείται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Εκκλησίας. Κάθε θεία Λειτουργία είναι ένας καινούργιος Ευαγγελισμός. Με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η αγία μας Εκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ο Παράκλητος κατέρχεται σ᾽ αυτήν και στα δώρα Της. Μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος, και προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής. Η Εκκλησία δέχεται την τελείωση «τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»: «Τούτο εστί το σώμα μου… Τούτο εστί το αίμα μου.»
Όταν κάθε χρόνο, εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, εορτάζουμε παράλληλα και τον ευαγγελισμό όλου του ανθρωπίνου γένους, το γεγονός δηλαδή ότι ενηνθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Το γεγονός της εορτής αυτής δίνει τη δυνατότητα στον καθένα μας να οδηγηθούμε στον προσωπικό μας ευαγγελισμό, που δεν είναι άλλος από την ένωσή μας μαζί με το ζωηφόρο Σώμα και Αίμα του Δεσπότου Χριστού, το οποίο ομολογούμε και πιστεύουμε ότι έλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου δια την ημών σωτηρίαν .
Της παναχράντου και αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!
Ὁ ἑβραίος νεκρός πρέπει νά θάβεται τό συντομότερο δυνατό μετά τό θάνατό του. Τό σῶμα τοῦ νεκροῦ πρέπει νά εἶναι ντυμένο στά λευκά. Ἡ ταρίχευση και ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν ἀπαγορεύονται. Σύμφωνα μέ τούς ἑβραίους, τό σῶμα πρέπει νά μένει μέσα στή γῆ.
– Emil SchṺrer, The History of the jewish people in the Age of Jesus Christ (175 B.C. – A.D. 135), Vol. I and vol. II, Revised by Geza Vermes and Fergus Millar and edited by Pamela Vermes, Edinburgh 1973and 1979 respectivly
– Henry W. Soltau,The Holy Vessels and furniture of the Tabernacle, Kregel Publications, Grand Rapids, Michigan 49501, USA, Reprinted 1975
– Frédéric Manns, Jewish Prayer in the time of Jesus, Franciscan Printing Press, Jerusalem, 1994, Reprinted 2001
– Χα ΡαβΙ.Μ. Λάου, Γιαχαντούτ, Χαλαχάλ εμαασσέ, Τβαρίμ Σσεμπεαλπέ(= Ἰουδαϊσμός θεωρία καί πράξις προφορική παράδοση), ἐκδόσεις: Modan Publishing House Ltd, Israel 1998 (στάἑβραϊκά)
– Περί Πίστεως, Διαλογισμοί περί τῆς ἐννοίας τῆς Πίστεως καί τῆς ἱστορίας της κατά τήν ἰουδαϊκήν παράδοση, τῶν: Μoshe Halbertal, David Kurzweil καί Avi Sagi, ἐκδόσεις: Κέτερ, Ἰσραήλ 2005 (στά ἑβραϊκά)
Εισήγηση στην Η΄ συνάντηση (28.04.2015) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ακαδημαϊκού Έτους(2014-2015)
Εισηγητής: Δρ. Ιωάννης Κιτρομηλίδης, Ψυχίατρος
Γενικά
Οι διαταραχές προσωπικότητας άρχισαν να αναγνωρίζονται σαν ειδική μορφή ψυχικών διαταραχών πριν μερικές δεκαετίες. Μέχρι τότε θεωρούνταν ακραίες παραλλαγές του φυσιολογικού, όπου φυσιολογικό εννοούμε την ικανότητα προσαρμογής και λειτουργικής σύνδεσης με το περιβάλλον, και ο λόγος ήταν γιατί οι διαταραχές προσωπικότητας δεν ήταν εμφανείς και χαρακτηριστικά επεισοδιακές, όπως οι γνωστές ψυχικές διαταραχές, αλλά πιο διακριτικές, και για να εκδηλωθούν έπρεπε το άτομο να εκτεθεί σε ορισμένες συνθήκες μέσα στο περιβάλλον του.
Σταδιακά άρχισαν να γίνονται πιο εμφανείς, λόγω της αύξησης της συχνότητας και σοβαρότητας τους και, επομένως, της αυξανόμενης και μονιμότερης δυσλειτουργίας που προκαλούσαν σε ατομικό και οικογενειακό περιβάλλον μέσα σε μια κοινωνία που συνεχώς εξελίσσεται και γίνεται πιο σύνθετη και απαιτητική. Είναι οι κατ’ εξοχήν παθολογίες των σχέσεων και της προσαρμοστικότητας.
Ο όρος «προσωπικότητα» αναφέρεται στους ιδιαίτερους τρόπους, με τους οποίους ένα άτομο σκέφτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται, αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον και αλληλεπιδρά με αυτό. Κριτήρια φυσιολογικότητας μιας προσωπικότητας είναι η ικανότητα ομαλής προσαρμογής στο περιβάλλον και δημιουργικής συνύπαρξης, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα. Η παθολογία της προσωπικότητας αναφέρεται σε δυσπροσαρμοστικά και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά, που είναι ανελαστικά και ακραία.
Οι διαταραχές προσωπικότητας απαντώνται στο 5-15% του ενήλικα γενικού πληθυσμού, με αυξητική, όπως φαίνεται, τάση. Στην πλειοψηφία τους αυτά τα άτομα δεν έχουν επίγνωση της διαταραχής τους και δεν αναζητούν θεραπεία. Και όμως υποφέρουν από μια χρόνια δυσχέρεια στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική τους λειτουργία και παρουσιάζουν μια αυξημένη ροπή προς την χρήση ουσιών και συχνές προστριβές με τη δικαιοσύνη. Οι διαταραχές προσωπικότητας δεν είναι επεισοδιακές, όπως οι άλλες ψυχικές διαταραχές, η κατάθλιψη και οι ψυχώσεις, για παράδειγμα, που αποκαθίστανται μετά την θεραπεία και το άτομο ανακτά μια κανονική λειτουργικότητα. Είναι διάχυτες και διαρκείς, σταθερά και μόνιμα δυσπροσαρμοστικές και αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ συνηθισμένη άρνηση για βοήθεια, κάνει τα άτομα με διαταραχή προσωπικότητας τους συχνότερους επισκέπτες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ταυτόχρονα αυτούς με τους οποίους οι λειτουργοί της ψυχικής υγείας έχουν τις πιο συχνές θεραπευτικές αποτυχίες.
Σε αντίθεση με την φυσιολογική προσωπικότητα, η παθολογική προσωπικότητα χαρακτηρίζεται από στρεβλή δόμηση και ανισορροπία. Σαν μια οικοδομή, όπου οι δοκοί είναι τοποθετημένες με λάθος τρόπο οπότε οι χώροι είναι παραμορφωμένοι, υπάρχει μειωμένη αντοχή στην δύναμη της βαρύτητας που την πιέζει και το οικοδόμημα κινδυνεύει με κατάρρευση στην παραμικρή σεισμική δόνηση. Η παθολογική προσωπικότητα έχει σοβαρά ελλείμματα στην ανάπτυξη της. Σημαντικές της περιοχές παρέμειναν υποανάπτυκτες, με αποτέλεσμα μειωμένες ικανότητες προσαρμογής στο περιβάλλον, σύναψης σχέσεων και διαχείρισης δυσκολιών. Τα αναπτυξιακά ελλείμματα συμπληρώνονται από ανώριμες πλευρές της προσωπικότητας που υπερτρέφονται. Έτσι, η συμπεριφορά που εκδηλώνεται είναι η ταυτόχρονη έκφραση του ελλείμματος των ώριμων πλευρών και της υπερτροφίας των ανώριμων, πρωτόγονων στοιχείων.
Γενικά γνωρίσματα των παθολογικών προσωπικοτήτων
Γνωστικές διαταραχές.Πρόκειται για διαταραχές στον τρόπο σκέψης και αντίληψης. Τα άτομα αυτά συχνά φαίνεται να έχουν παράξενες ιδέες, να σκέφτονται με ένα ασυνήθιστο τρόπο και να αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν με ένα ιδιαίτερο τρόπο, που δεν είναι κατανοητός πολλές φορές από τους άλλους. Αυτό οδηγεί σε παράξενες και απρόβλεπτες αντιδράσεις. Φαίνονται να έχουν μια πολύ προσωπική και παραμορφωμένη εικόνα του περιβάλλοντος, επομένως και των προθέσεων των άλλων, αλλά και της ίδιας της πραγματικότητας γενικά. Μοιραία έχουν και μια ελλιπή ή παραμορφωμένη εικόνα του εαυτού και της ταυτότητας τους. Συχνά έχουν ψεύτικες αναμνήσεις, «θυμούνται», δηλαδή, περιστατικά που δεν συνέβησαν, και έτσι μπορούν να ψεύδονται με άνεση και να πιστεύουν ακράδαντα τα ψέματα τους.
Παρορμητικότητα και επιθετικότητα.Αποτέλεσμα μειωμένου ελέγχου των ενορμήσεων και της παραμορφωμένης αντίληψης, που προκαλεί λανθασμένες ερμηνείες αυτών που συμβαίνουν, και αυξημένη αίσθηση ότι απειλούνται. Νιώθουν αναγκασμένοι να αντεπιτεθούν, για να ελέγξουν το επικίνδυνο περιβάλλον. Δεν έχουν υπομονή και πλήττουν πολύ γρήγορα, οπότε επιδιώκουν συνεχείς αλλαγές και δυνατές συγκινήσεις σε ακραίες και δραματικές συμπεριφορές. Έτσι οδηγούνται συχνά στους αυτοτραυματισμούς και αυτοκτονικότητα, την βία και την χρήση ουσιών και γενικά στις επικίνδυνες συμπεριφορές.
Συναισθηματική αστάθεια.Είναι οι συχνές και μεγάλες αλλαγές της διάθεσης, που χαρακτηρίζουν τον παράδοξο τρόπο αντίδρασης και την υπερευαισθησία στις προκλήσεις του περιβάλλοντος. Προκλήσεις, πραγματικές ή φανταστικές, όπως οι αποχωρισμοί, οι απώλειες, οι ματαιώσεις, η κριτική, η απόρριψη, προκαλούν δραματικές συναισθηματικές αντιδράσεις, οι οποίες εύλογα προκαλούν με τη σειρά τους μια πραγματική απόρριψη. Το τυπικό συναισθηματικό μοτίβο αυτών των ατόμων είναι οι συνεχείς και γρήγορες μετακινήσεις από τον ενθουσιασμό και την «τρελλή» χαρά στην θλίψη και την απελπισία. Τυπική έκφραση της συναισθηματικής αστάθειας είναι η γρήγορη και ενθουσιώδης σύναψη σχέσεων και αισθηματικών δεσμών και η εξ ίσου γρήγορη απογοήτευση και οι απότομες ρήξεις.
Άγχος.Συνέπεια της υπερευαισθησίας και της υπερβολικής αίσθησης κινδύνου. Τα άτομα αυτά συχνά είναι υπερβολικά συνεσταλμένα, φοβικά προς τους άλλους και καχύποπτα. Βρίσκονται σε μια αγωνιώδη αναμονή κινδύνων, τους οποίους συχνά δημιουργούν οι ίδιοι για να δικαιολογήσουν αυτό που νιώθουν, την μόνιμη εσωτερική δυσφορία. Ακόμα και συνηθισμένες μεταβολές στο περιβάλλον εκλαμβάνονται ως απειλητικές και οδηγούν σε δραματικές συμπεριφορές αποφυγής ή επιθετικότητα. H Κατάθλιψη είναι εδώ μια συχνή επιπλοκή του άγχους, γιατί οι απογοητεύσεις και ματαιώσεις είναι πολύ εύκολες σε αυτά τα άτομα που νιώθουν να καταρρέει ο κόσμος τους.
Παραλλαγές παθολογικών προσωπικοτήτων
Οι διαταραχές προσωπικότητας εκδηλώνονται στο τέλος της εφηβείας, αν και τα άτομα αυτά συνήθως παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες ήδη από την παιδική ηλικία, ιδίως αν συνδυάζονται με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως, π.χ. η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα. Συχνά οι γονείς τα περιγράφουν σαν πολύ φρόνιμα και υπάκουα μωρά, που ξαφνικά ή σταδιακά άλλαξαν στο Γυμνάσιο. Ταξινομούνται σε ομάδες, ανάλογα με το κυρίαρχο γενικό γνώρισμα που τις διακρίνει. Έτσι διακρίνουμε:
Εκκεντρική ομάδα.Παρανοϊκή, Σχιζοειδής και Σχιζοτυπική προσωπικότητα. Είναι οι προσωπικότητες, που διακρίνονται από τις παράξενες ιδέες, τον παράδοξο τρόπο αντίληψης και ερμηνείας των γεγονότων, την καχυποψία και τις τάσεις απομόνωσης. Είναι απόμακροι, ψυχροί και δεν συνδέονται συναισθηματικά. Εσείς είναι πιο πιθανό να δείτε άτομα με παρανοϊκή προσωπικότητα, που έχουν μια συνωμοσιακή αντίληψη του κόσμου και θα έρθουν να σας μιλήσουν για προβλήματα που οφείλονται στην καχυποψία τους. Έχουν μια χαρακτηριστική μνησικακία και αμετανοησία, ποτέ δεν αναγνωρίζουν προσωπικές ευθύνες και δεν συγχωρούν.
Δραματική ομάδα.Οριακή, Ναρκισσιστική, Αντικοινωνική και Οιστριονική προσωπικότητα. Διακρίνονται από τις έντονες αντιδράσεις, την παρορμητικότητα και την επιθετικότητα, που εύκολα φτάνει στην βία. Έχουν υπερβολική ανάγκη αναγνώρισης της αξίας τους και ικανοποίησης των συναισθηματικών τους αναγκών, κάτι που τους κάνει απαιτητικούς, ανικανοποίητους και πιεστικούς. Η ανάγκη για αναγνώριση οφείλεται στην ελλειμματική αίσθηση ταυτότητας και εικόνας εαυτού, και αυτό τους αναγκάζει να συγκρούονται με τους άλλους ή νααυτοτραυματίζονται για να πάρουν μια αίσθηση ταυτότητας και προσωπικών ορίων. Έχουν μια υπερβολική αίσθηση πλήξης, την οποία προσπαθούν να αποφύγουν με θορυβώδεις και επικίνδυνες δραστηριότητες. Εδώ βρίσκουμε τους χούλιγκαν, πολλούς κακοποιούς, ναρκομανείς και τους διάφορους φανατικούς που συγκροτούν επιθετικές ομάδες που δικαιολογούν την ύπαρξη τους με διάφορες ιδεολογίες και εκφράζονται με καταστρεπτικό μίσος για τον κόσμο. Βρίσκουμε ακόμα άτομα με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που συμπεριφέρονται με έπαρση και αλαζονεία και χρησιμοποιούν τους άλλους για να ικανοποιούν εγωιστικές ανάγκες. Πιστεύουν, ότι οι άλλοι οφείλουν να είναι στην υπηρεσία τους, ενώ οι ίδιοι δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν το παραμικρό. Σ’ αυτή την ομάδα βρίσκονται πολλοί φυγόστρατοι και κοπέλες με αδιάκριτη σεξουαλική ζωή και πολλαπλές εκτρώσεις. Σε σας είναι πιο πιθανό να έρθουν οι γονείς και συγγενείς αυτών των ατόμων να σας περιγράψουν τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούν στην οικογένεια και τον περίγυρο, τα προβλήματα στον γάμο τους, βία στην οικογένεια, προβλήματα στη δουλειά τους ή με έντονη και κατά συρροήν παραβατικότητα. Είναι τα άτομα που χαρακτηριστικά δεν μαθαίνουν από τα λάθη και παθήματα τους και κάνουν εύκολα απόπειρες αυτοκτονίας.
Είναι οι διαταραχές, που έχουν συσχετιστεί αιτιολογικά περισσότερο με τις στερήσεις και κακοποιήσεις κατά την παιδική ηλικία και με μια ειδική ανεπάρκεια ή κακής ποιότητας μητρική φροντίδα. Είναι η ομάδα ατόμων, που έχουν την μεγαλύτερη σχέση με τα πάθη, είτε με την μορφή κακών συνηθειών, είτε ως εγωιστική στάση ζωής με σκληροκαρδία και αναλγησία. Είναι οι άνθρωποι με πολύ φθόνο και με την μεγαλύτερη ανευθυνότητα και αμετανοησία, με καταστρεπτικό μίσος για τους άλλους, γιατί τους φταίει όλος ο κόσμος.
Αγχώδης ομάδα.Ψυχαναγκαστική, Εξαρτητική και προσωπικότητα Αποφυγής. Είναι άτομα συνεσταλμένα, φοβικά και τελειομανή. Αποφεύγουν τις σχέσεις και τις πρωτοβουλίες, φοβούνται τις αλλαγές στη ζωή τους και αναζητούν ασφάλεια με το να προσκολλώνται σε πρόσωπα του περιβάλλοντος τους, που θεωρούν ισχυρά. Σε αντίθεση με τα άτομα της προηγούμενης δραματικής ομάδας, τα άτομα της αγχώδους ομάδας είναι πιο πιθανό να είναι τα ίδια θύματα βίας, την οποία μπορεί να προκαλούν με την αγχώδη τους προσκόλληση που μπορεί να είναι αρκετά επιθετική και ασφυκτική. Εσείς είναι πιο πιθανό να δείτε άτομα ψυχαναγκαστικά που έρχονται να εξομολογηθούν επανειλημμένα για ασήμαντα θέματα. Έχουν έντονες και βασανιστικές ενοχές, που δεν αναπαύονται με την Εξομολόγηση, και γίνονται κουραστικοί. Είναι οι άνθρωποι οι πιο επιρρεπείς στους λογισμούς.
Εδώ να επισημάνουμε, ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό των παθολογικών προσωπικοτήτων είναι ότι προκαλούν έντονα συναισθήματα στους άλλους, χωρίς αυτοί να καταλαβαίνουν γιατί. Έχουν πολύ ανεπτυγμένη ικανότητα εξωλεκτικής επικοινωνίας και μεταδίδουν στους άλλους αυτό που έχουν μέσα τους, κάνοντας τους να νιώθουν φόβο, οργή, απελπισία, αίσθηση κινδύνου. Επίσης αντιλαμβάνονται διαισθητικά τις ευαισθησίες και αδυναμίες των άλλων και τους εκβιάζουν συναισθηματικά, χρησιμοποιώντας τις. Συχνά τους αρέσει να βασανίζουν και να κακοποιούν ψυχικά. Έτσι, αν κάποτε κι εσείς νιώθετε παράξενα με κάποιους που έρχονται σε σας για βοήθεια, αν σας κάνουν να νιώθετε άγχος, τύψεις, θυμό, μια έντονη ανάγκη να τους σώσετε ή μια αίσθηση αδιεξόδου και απόγνωσης μαζί τους, τότε να ξέρετε ότι έχετε να κάνετε με μια διαταραχή προσωπικότητας. Ειδικά, μάλιστα, αν, χωρίς να το θέλετε, βρεθείτε σε προστριβή με την οικογένεια τους εξ αιτίας τους. Τις οικογένειες που, ας σημειωθεί, συχνά δείχνουν μια παράξενη άγνοια και ανοχή της παθολογίας αυτής και συνήθως μετατρέπονται ολόκληρες σε παθολογικά συστήματα, δίνοντας σας την αίσθηση ότι «δεν βγάζετε άκρη» μαζί τους. Ο κυριότερος μηχανισμός ψυχικής λειτουργίας της παθολογικής προσωπικότητας είναι ο διαχωρισμός των άλλων σε «καλούς» και «κακούς», σε σύμμαχους και εχθρούς της. Και συχνά οι άλλοι παρασύρονται και παίζουν αυτούς τους ρόλους και συγκρούονται μεταξύ τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Είμαι σίγουρος, ότι έχετε παρατηρήσει τέτοια φαινόμενα.
Η λεγόμενη φυσιολογική προσωπικότητα μπορεί να είναι και κάπως ανιαρή, γιατί είναι ισορροπημένη και δεν παρουσιάζει εξάρσεις κανενός τύπου. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά για τις παθολογικές προσωπικότητες, είναι ότι ποτέ δεν είναι ανιαρές! Κάνουν τους άλλους να μιλούν γι’ αυτούς και να ασχολούνται συνεχώς μαζί τους και κρατούν, χαρακτηριστικά, τις οικογένειες τους «σε αναμμένα κάρβουνα», εκτός κι αν τις έχουν ρυμουλκήσει στην παθολογία τους. Ακόμα όμως και τότε, κάποιος φυσιολογικός μπορεί να βρεθεί στην οικογένεια να αντιδρά, οπότε θα παρατηρούνται χρόνιες ενδοοικογενειακές διαμάχες, που θα φτάνουν μέχρι σ᾽ εσάς. Και όμως -και γι’ αυτό τις λέμε «κρυμμένες» παθολογίες- αυτά τα άτομα σε εξωτερικούς παρατηρητές συχνά φαίνονται ευγενικά, κοινωνικά και ιδιαίτερα συμπαθητικά, σε σημείο που ο παρατηρητής να διερωτάται αν μιλούμε για το ίδιο πρόσωπο! Κι αυτό, γιατί δείχνουν μια χαρακτηριστική διπλοπροσωπία, ένα «δημόσιο» πρόσωπο, που μπορεί να είναι πολύ αρεστό, και ένα «ιδιωτικό», με το οποίο ταλαιπωρούν τους πολύ κοντινούς τους ανθρώπους. Ένα άλλο, συναφές, χαρακτηριστικό τους είναι η απότομη αλλαγή του τρόπου που βλέπουν τα πράγματα. Μπορεί να σας προσβάλουν και να σας επιτεθούν με τον χειρότερο τρόπο, αν θεωρήσουν ότι τους φταίξατε, και την επόμενη στιγμή να είναι ξανά πολύ φιλικοί, σαν να μην συνέβη τίποτε. Μπορεί να προκαλούν την μεγαλύτερη δυστυχία στους γύρω τους και αυτοί να συμπεριφέρονται σαν να μην τους αφορά.
Πώς δημιουργούνται οι παθολογικές προσωπικότητες
Η παθογένεση των διαταραχών προσωπικότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετη. Όπως σε όλες τις ψυχικές διαταραχές, ρόλο παίζουν βιολογικοί και γενετικοί παράγοντες και επομένως σε κάποιο βαθμό η κληρονομικότητα. Οι γενετικοί παράγοντες καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες αυτού που λέμε ταμπεραμέντο, τις ιδιαίτερες ευαισθησίες και αντοχές στις ψυχικές πιέσεις και, επομένως, την προδιάθεση για ψυχικούς τραυματισμούς. Άλλοι παράγοντες είναι περιβαλλοντικοί, το οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον με τις προσδοκίες, πιέσεις, απαιτήσεις και απογοητεύσεις που επιβάλλουν στα άτομα, αλλά και σε όλο το οικογενειακό και κοινωνικό σύστημα. Επίσης ρόλο σημαντικό παίζουν οι κρατούσες κοινωνικές και πολιτισμικές απόψεις για το τι είναι φυσιολογικό και τι παθολογικό και επομένως τα περιθώρια ανοχής, αποδοχής και «περιχώρησης» του περιβάλλοντος. Τα περιθώρια αυτά θα καθορίσουν τις δυνατότητες προσαρμογής και ομαλής λειτουργίας στο περιβάλλον. Αυτός είναι ο λόγος που οι διαταραχές προσωπικότητας έχουν αναδειχθεί και δημιουργούνται με μεγαλύτερη σαφήνεια στις δυτικές, προτεσταντικές κυρίως, κοινωνίες, που είναι ατομικιστικές και απαιτούν από τα άτομα να είναι ανεξάρτητα, αυτόνομα και να παλεύουν για προσωπικούς στόχους, σε αντίθεση με άλλες πιο παραδοσιακές -σήμερα τις λέμε καθυστερημένες- κοινωνίες, που είναι πιο ομαδικές, η ατομικότητα αναδεικνύεται λιγότερο και ευνοούν τις αλληλεξαρτήσεις.
Ο κυριότερος, όμως, παράγοντας παθογένεσης φαίνεται ότι είναι οι αντιξοότητες και ατυχήματα κατά την παιδική ηλικία, που επηρεάζουν ή παρεμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας. Και λέγοντας παιδική ηλικία, θα μπορούσαμε να περιλάβουμε σ’ αυτήν και την ενδομήτριο ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας συχνά τίθενται οι καταβολές μελλοντικών νευροαναπτυξιακών διαταραχών που θα είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η διαταραχή προσωπικότητας. Αυτό γίνεται σε περιπτώσεις αλκοολικών ή τοξικομανών μητέρων και κάποτε λόγω λοιμώξεων και άλλων ασθενειών, που επηρεάζουν το έμβρυο, οπότε το παιδί γεννιέται με νευροβιολογικές βλάβες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του.
Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας. Στην προσωπική ιστορία ατόμων με διαταραχή προσωπικότητας βρίσκουμε συχνά πρώιμες σοβαρές στερήσεις -υλικές και συναισθηματικές-, παραμέληση, φυσική και ψυχολογική κακοποίηση και μια χαρακτηριστική δυσλειτουργία ή και ανυπαρξία του οικογενειακού πλαισίου. Οι γονείς είναι κατά κανόνα απόμακροι, παράξενοι ή και πιο φανερά διαταραγμένοι. Έχει φανεί ξεκάθαρα από την εμπειρία, ότι πολλοί κακοποιοί και γενικά βίαιοι άνθρωποι είχαν υποστεί οι ίδιοι βία και συστηματική κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Να πούμε επίσης ότι η υπερπροστατευτικότητα και η υπερβολική ικανοποίηση αναγκών του παιδιού, για τις οποίες αποφασίζει ο γονιός πριν καν τις νιώσει το ίδιο το παιδί, είναι εξίσου παθογόνες με τις στερήσεις και κακοποιήσεις. Κι αυτό, γιατί η φυσιολογική ανάπτυξη χρειάζεται συνθήκες ανεκτής στέρησης και με μέτρο ικανοποίησης αναγκών, μετά που το παιδί τις έχει συνειδητοποιήσει. Μόνο έτσι το παιδί αποκτά αίσθηση του μέτρου, των ορίων και της πραγματικότητας και αρχίζει να εκπαιδεύεται στην ικανότητα της υπομονής, που είναι εξαιρετικά σημαντική. Στο επίκεντρο των διαταραχών προσωπικότητας βρίσκεται πάντοτε μια χαρακτηριστική έλλειψη υπομονής και αίσθησης ορίων.
Τι έχει, λοιπόν, μια φυσιολογική, ή ώριμη, προσωπικότητα που δεν έχει η παθολογική;
Το ώριμο άτομο έχει αίσθηση ταυτότητας, ορίων εαυτού και άλλων. Γνωρίζει ποιος είναι και «πόσος» είναι και διαθέτει, έτσι, επίγνωση των ικανοτήτων και δυνατοτήτων του, επομένως και της πραγματικότητας. Αυτό δημιουργεί και μια βασική αίσθηση ταπείνωσης, που επιτρέπει την περιχώρηση και την συγχωρητικότητα. Όλα αυτά συνιστούν την ικανότητα προσαρμογής και σύναψης σχέσεων στο κοινωνικό περιβάλλον. Η επίγνωση της πραγματικότητας επιτρέπει την κριτική σκέψη και διάκριση και, επομένως, την ικανότητα μετάνοιας.
Το ώριμο άτομο είναι συνεπές και αξιόπιστο και μπορεί να συνεργαστεί αποτελεσματικά. Κάνει τους άλλους να θέλουν να συνεργαστούν μαζί του, γιατί τους εμπνέει εμπιστοσύνη, και δεν έχει ανάγκη να επιδεικνύει την αξία του.
Το ώριμο άτομο έχει αναπτυγμένη αίσθηση ευθύνης απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους. Αυτό το οδηγεί να φροντίζει για τον χώρο του και να δείχνει έγνοια και σεβασμό προς τους άλλους. Κατανοεί πώς μπορεί να αισθάνεται ο άλλος κι αυτό λέγεται συναισθηματική νοημοσύνη, κάτι που του επιτρέπει να συγκρατεί τις ανάγκες και επιθυμίες του, προκειμένου να βοηθήσει αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από αυτό. Έτσι μπορεί να είναι ικανό να υπομένει, δηλαδή να αντέχει την αναβολή της ικανοποίησης των επιθυμιών του. Ένα συγκλονιστικό παράδειγμα ψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης, βγαλμένο από την πρόσφατη αεροπορική τραγωδία όπου ο νεαρός συγκυβερνήτης έριξε το αεροπλάνο, είναι αυτό που είπε ο πατέρας ενός από τα θύματα: «Περισσότερο και από τον αδικοχαμένο μας γιο σκέφτομαι τους γονείς αυτού του παιδιού, που θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους ξέροντας πως ο γιος τους παρέσυρε σκόπιμα στον θάνατο 150 ανθρώπους…». Πόσοι, άραγε, μπορούν να πουν κάτι τέτοιο;
Το ώριμο άτομο δεν έχει υπέρμετρες ανασφάλειες και φόβο των άλλων, ούτε ανάγκη να χρησιμοποιεί τους άλλους για προσωπική ικανοποίηση. Έτσι μπορεί να αναπτύξει την δυνατότητα της ανυπόκριτης αγάπης και της σύναψης πραγματικών σχέσεων, χωρίς να εξαρτάται και να χάνει την αυτονομία του. Η πραγματική αγάπη χρειάζεται «καθαρότητα καρδίας», δηλαδή ανιδιοτέλεια και ειλικρίνεια, αλλά και προσωπική ανεξαρτησία. Μόνο άτομα που είναι ανεξάρτητα και έχουν καλή σχέση με τον εαυτό τους μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά και να συνδεθούν δημιουργικά. Αυτό ισχύει και για την ικανότητα πραγματικής, ανυπόκριτης Πίστης. Θα είναι δύσκολο για μια παθολογική προσωπικότητα να δοθεί στην Αγάπη, γιατί στερείται ειλικρίνειας, ανιδιοτέλειας και αυτονομίας και κατατρύχεται από πολλαπλές ανασφάλειες και ψυχικές συγκρούσεις που είναι πηγές παθών.
Το ώριμο άτομο μπορεί να αισθάνεται ενοχές, όταν σφάλλει και αδικεί. Όχι τις νοσηρές ενοχές της κατάθλιψης, που παραλύουν και καταστρέφουν, αλλά ενοχές βγαλμένες μέσα από την πραγματικότητα που κινητοποιούν τους μηχανισμούς αναζήτησης συγγνώμης και επιθυμίας επανόρθωσης. Αυτή η ικανότητα συνδέεται με την ικανότητα να αισθάνεται ευγνωμοσύνη, αναγνωρίζοντας πότε ευεργετείται, αλλά και με την ικανότητα συγχώρησης και μετάνοιας, μέσα από την αναγνώριση ότι, όπως μπορεί να πέσει ο άλλος, έτσι μπορεί να πέσει και ο ίδιος.
Το ώριμο άτομο διατηρεί σεβασμό στα γονεϊκά πρότυπα (γονείς, δάσκαλοι, κοινωνικοί θεσμοί), χωρίς όμως να τα φοβάται. Αν κρίνει ότι χρειάζεται, μπορεί να τα αμφισβητήσει, χωρίς να γίνει καταστρεπτικός. Μπορεί, αν χρειαστεί, να είναι τολμηρός και να γίνει ανατρεπτικός, χωρίς να γίνεται αδίστακτος και ανάλγητος. Αυτά χρειάζονται μια επαρκή ικανότητα διάκρισης.
Το ώριμο άτομο μπορεί να ικανοποιεί τις επιθυμίες του χωρίς να υποδουλώνεται σ’ αυτές και αντέχει την αναβολή της ικανοποίησης. Τα «πάθη» του είναι πιο πιθανό να είναι δημιουργικά παρά καταστρεπτικά. Τέχνη, διάβασμα, συλλογές, καλή κουζίνα, σπορ, καλό κρασί, έρωτας για τον σύντροφο του, παρά τζόγος, προσκόλληση στον υπολογιστή, απληστία, γαστριμαργία, χουλιγκανισμός, χρήση ουσιών, αλκοολισμός, αδιάκριτη σεξουαλική συμπεριφορά. Είναι πηγές δημιουργικής ευχαρίστησης με πνευματική διάσταση και όχι καταναγκαστικές, βλαβερές ή αυτοκαταστροφικές συνήθειες, που επιδιώκουν την ικανοποίηση πρωτόγονων, δηλαδή αναπτυξιακά κατώτερων αναγκών και που δεν αποτελούν πηγή πραγματικής ευχαρίστησης. Οι παθολογικές προσωπικότητες είναι πιο επιρρεπείς στα πάθη, γιατί κυριαρχούνται από αναπτυξιακά κατώτερες πλευρές, που σχετίζονται με τις σωματικές ικανοποιήσεις και τον εγωισμό, και παρορμητικότητα, που οφείλεται σε αδυναμία ελέγχου των κατώτερων επιθυμιών και της επιθετικότητας. Έτσι έχουν χαμηλό βαθμό ελευθερίας και διάκρισης.
Τελευταίο αφήνω το χιούμορ, μιας από τις πιο εξελιγμένες εκφράσεις ωριμότητας. Την ικανότητα να αποστασιοποιούμαστε για λίγο από τα πράγματα και να τους προσδίδουμε μια εύθυμη χροιά, ακόμα κι είναι δυσάρεστα, την ικανότητα να γελούμε κάποτε και με τον εαυτό μας αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες μας, χωρίς να φοβόμαστε να τις παραδεχτούμε στους άλλους. Το χιούμορ δεν απαντάται σε καμιά ψυχική διαταραχή, σε καμιά διαταραχή προσωπικότητας και ούτε ακόμα και σε σημαντικό ποσοστό των κατά τα άλλα φυσιολογικών ατόμων. Προϋποθέτει διάκριση και επαρκή έλεγχο ανασφαλειών και φόβων.
Εννοείται, ότι σε αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω για την ώριμη προσωπικότητα, οι παθολογικές προσωπικότητες μειονεκτούν και δυσλειτουργούν σοβαρά. Όμως να διευκρινίσουμε, ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού. Όλοι φέρουμε μέσα μας έναν παθολογικό, ανώριμο εαυτό, κατάλοιπο των φάσεων προσωπικής εξέλιξης που περάσαμε. Παθολογικά και ανώριμα στοιχεία παρατηρούνται σε προσωπικότητες, που γενικά αξιολογούνται ως φυσιολογικές, ενώ προσωπικότητες που γενικά λειτουργούν παθολογικά, μπορεί να επιδεικνύουν εξαιρετικές επιδόσεις σε δημιουργικούς τομείς, όπως είναι οι τέχνες και οι επιστήμες, ενώ η προσωπική τους ζωή βλέπουμε να είναι χαοτική. Η κρίσιμη διαφοροποίηση γίνεται στο επίπεδο της προσαρμοστικότητας και του τρόπου σύναψης σχέσεων, και δεν είναι καθόλου θέμα ευφυΐας.
Πώς η σύγχρονη κοινωνία ευνοεί την διαμόρφωση παθολογικών προσωπικοτήτων αλλά και την ανάπτυξη παθολογικών χαρακτηριστικών σε φυσιολογικές προσωπικότητες
Διάβρωση και δυσλειτουργία της οικογένειας. Ο ρόλος του οικογενειακού πλαισίου είναι απόλυτα κρίσιμος για την διαμόρφωση μιας προσωπικότητας, γιατί είναι το πρώτο πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται το άτομο ερχόμενο στον κόσμο και καθορίζει την στάση και προσαρμογή του σε κάθε άλλο πλαίσιο στο οποίο θα βρεθεί στη ζωή του. Είναι το περιβάλλον που θα διαμορφώσει τον ψυχικό κόσμο του παιδιού. Είναι υπεύθυνο να μεταδώσει στο παιδί τις βασικές έννοιες της ζωής, την αντίληψη της πραγματικότητας, των ορίων, της ιεραρχίας και των προτύπων, των αξιών, να εμπνεύσει ασφάλεια και επομένως αγάπη για τον κόσμο και να καλλιεργήσει την αυτονομία. Βλέπουμε πολλές οικογένειες να δυσλειτουργούν ή να διαλύονται, γονείς απόντες, ανεύθυνους και υποβαθμισμένους, γονείς που δεν εκτιμούν ο ένας τον άλλον και χρησιμοποιούν τα παιδιά στις μεταξύ τους διαμάχες, υποχρεώνοντάς τα σε βασανιστικά συναισθηματικά διλήμματα, ανώριμους γονείς που παντρεύονται βιαστικά και χωρίζουν εξίσου γρήγορα και δραματικά. Η αύξηση των διαζυγίων και η κακοποίηση παιδιών παίρνουν μορφή κοινωνικής επιδημίας. Η αύξηση των διαζυγίων εκφράζει ένα από τα κυριώτερα συμπτώματα της σύγχρονης κοινωνίας, που είναι ο φόβος της δέσμευσης και η αδυναμία αλληλοπεριχώρησης.
Η συζυγική απιστία, συνέπεια της απουσίας αγάπης και εκτίμησης, είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας φθοράς. Και δεν είναι μόνο θέμα θρησκευτικής ή κοινωνικής ηθικής. Είναι θέμα τάξης -είμαστε μαζί κι αυτά είναι τα παιδιά μας-, θέμα αποσαφήνισης αξιών -εκτιμούμε και αγαπούμε ο ένας τον άλλον-, και θέμα σταθερότητας και ασφάλειας του περιβάλλοντος των παιδιών -οι γονείς μας είναι παρόντες και μαζί μας και δεν μπαινοβγαίνουν άγνωστοι στον χώρο μας. Αυτό μπορεί να σημαίνει και ότι οι αξίες προστατεύονται καλύτερα με ένα ήρεμο διαζύγιο που μπορούν να κατανοήσουν τα παιδιά αφού τους εξηγηθεί, και όχι με την συντήρηση μιας συγκρουσιακής, ψυχρής ή εχθρικής συμβίωσης.
Η κακοποίηση των παιδιών μπορεί να είναι φυσική ή ψυχολογική, αλλά μπορεί να έχει και την μορφή της υπερπροστατευτικότητας, που παρεμποδίζει την ομαλή ανάπτυξή του, και της υπέρμετρης και πρόωρης ικανοποίησης υλικών αναγκών που το παιδί δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει, ακόμα και της δημιουργίας ψεύτικων αναγκών που οι γονείς αποφασίζουν για δικούς τους λόγους και επιβάλλουν στο παιδί. Αυτό δημιουργεί τους «κακομαθημένους», εξαρτητικούς χαρακτήρες και παρεμποδίζει την ισορροπημένη ανάπτυξη που βασίζεται στην αποδεκτή και κατανοητή από το παιδί στέρηση και την ανάπτυξη της υπομονής του. Μια ειδική μορφή κακοποίησης είναι η πληθώρα υλικών προσφορών, για να καλυφθεί το έλλειμμα της συναισθηματικής παρουσίας και πραγματικής αγάπης των γονιών.
Μια οικογένεια και μια κοινωνία, όπου επικρατεί ο εγωισμός, ο ανταγωνισμός και η διαμάχη δεν μπορεί να διδάξει στο παιδί την βασική ταπείνωση και ευγνωμοσύνη. Θα έχετε προσέξει πόσο η γλώσσα μας δεν «γυρίζει», όπως λέμε, το «παρακαλώ», « ευχαριστώ» και «συγγνώμη». Είναι λέξεις τόσο δύσκολες να τις αρθρώσουμε, ώστε τις έχουμε αντικαταστήσει με ξένες (π.χ., please, thank you, sorry). Αυτό δείχνει μια προδιάθεση προς την αχαριστία και την αμετανοησία, οι οποίες συνθέτουν την σκληροκαρδία.
Η σημασία του οικογενειακού πλαισίου φαίνεται και από το ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι πάσης φύσεως φασισμοί επιχειρούν τον έλεγχο και την χειραγώγηση των ατόμων μέσα από την καταστροφή δύο πραγμάτων. Χτυπούν την οικογένεια και την κριτική σκέψη, δηλαδή την ατομικότητα. Έτσι ο «φωτισμένος» ηγέτης και το κίνημ;a του αυτοαναγορεύονται σε οικογένεια των ατόμων και «σκέφτονται» και αποφασίζουν για λογαριασμό τους. Τα άτομα που πείθονται μετατρέπονται σε αγέλη και μπορεί να είναι αδίστακτα επιθετικά, μια και ο ηγέτης τους απαλλάσσει από τους ηθικούς φραγμούς, έχοντας γίνει ο ίδιος και η ιδεολογία του η νέα ηθική.
Η εμμονή για κοινωνική και επαγγελματική επιτυχία. Είναι σε όλους γνωστή η πίεση που ασκείται πάνω στους σημερινούς νεαρούς για ψηλή επίδοση στο σχολείο, ψηλές βαθμολογίες, βασανιστικές συγκρίσεις με συμμαθητές. Πρέπει να μπουν στα καλύτερα σχολεία, στα καλύτερα πανεπιστήμια και, αν δεν το καταφέρουν, νιώθουν άχρηστοι και αναπτύσσουν αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη. Οδηγούνται στο να εξαρτούν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και την αυτοεκτίμηση τους από τις εξωτερικές -ορατές στους άλλους- επιτυχίες, οπότε η αίσθηση ταυτότητάς τους γίνεται ασταθής, αβέβαιη και υπό διαρκή απειλή. Αυτό οδηγεί και σε μια αλλοίωση της αντίληψης της ίδιας της πραγματικότητας, γιατί πραγματικό και σωστό γίνεται μόνο αυτό που θέλουν και εγκρίνουν οι άλλοι, οι οποίοι βιώνονται ως απαιτητικοί και ανικανοποίητοι. Η σχολική και ακαδημαϊκή επιτυχία γίνεται το παν, η μεγαλύτερη αξία στη ζωή. Συχνά προέρχεται κι αυτό από την οικογένεια, όταν οι γονείς προβάλλουν ματαιόδοξες προσδοκίες στα παιδιά τους, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν δικές τους ανικανοποίητες επιθυμίες τους μέσα από την ζωή των παιδιών.
Η πίεση για επιτυχίες συνεχίζεται αμείλικτη και στους μελλοντικούς χώρους εργασίας. Εκεί απαιτείται να είναι κανείς ευχάριστος και καλός στις δημόσιες σχέσεις. Πρέπει να είναι πειστικός, και σ’ αυτό βοηθά να μπορεί να υποκρίνεται και να λέει ψέματα με άνεση. Οικοδομεί έναν ψεύτικο εαυτό, μιαν επιφάνεια, με την οποία σχετίζεται. Οι σχέσεις είναι επιφανειακές και ευκαιριακές, ευνοείται η χρησιμοποίηση των άλλων για επίτευξη των προσωπικών επιδιώξεων. Απαραίτητη γίνεται η απουσία εντροπής, ενοχών και δισταγμών, και το άτομο σταδιακά καταλήγει στην σκληροκαρδία, αναλγησία και ανευθυνότητα και καθίσταται ανίκανο να αγαπά. Μοιραία επηρεάζεται και η προσωπική του ζωή, όπου προκαλεί δυστυχία σε αυτούς που μοιράζονται τη ζωή τους μαζί του. Εξελίσσεται σε αυτό που αποκαλούμε κοινωνικοπαθητική προσωπικότητα. Η αναζήτηση της επιτυχίας, που γίνεται αυτοσκοπός, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη, τους δεσμούς με τους συναδέλφους -οι οποίοι ή θα χρησιμοποιούνται ή θα πρέπει να παραμερίζονται-, αλλά και την ίδια την συναισθηματική επένδυση στην εργασία. Αλλοιώνονται, έτσι, οι έννοιες της δεοντολογίας και των ηθικών φραγμών, κάτι που με φόβο αναρωτιόμαστε τι μορφές θα πάρει μελλοντικά στις επαγγελματικές, κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Και, κάθε ομοιότητα με τους πολιτικούς χώρους, είναι συμπτωματική!
Μια άλλη παρενέργεια, είναι και ο εκφοβισμός στους χώρους εργασίας. Ο εκφοβισμός που έχει ξεφύγει πια από τα σχολεία και γίνεται μέσο, με το οποίο οι πιεσμένοι εργαζόμενοι εκτονώνονται πάνω στους αδύνατους. Οι απαιτήσεις και το άγχος της σύγχρονης ζωής ευνοούν την εκδήλωση επιθετικότητας, αλλά και του φθόνου, της ευχαρίστησης από την φθορά και πτώση των άλλων, που γίνονται αντιληπτοί σαν επικίνδυνοι ανταγωνιστές.
Η απώλεια ή παρεμπόδιση της αυτοεκτίμησηςείναι συχνά μια συνέπεια της σύγχρονης εργασιακής οργάνωσης και πρακτικής. Όταν οι εργαζόμενοι νιώθουν ότι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση για την απόδοση τους και γνωρίζουν ότι είναι απολύτως αναλώσιμοι, ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να χάσουν τη δουλειά τους και να αντικατασταθούν από άλλους, συμπεραίνουν ότι δεν έχουν καμιά αντικειμενική αξία και ότι κανένας δεν τους χρειάζεται πραγματικά. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» γίνεται βασικός κανόνας επιβίωσης.
Η κατασκευή και η διαθεσιμότητα της σύγχρονης μητέρας. Μέσα στην πίεση για επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία, η απόκτηση παιδιού έπαψε να είναι αξία και προτεραιότητα και τείνει να αντιμετωπίζεται σαν κοινωνική υποχρέωση ή ατύχημα. Το παιδί, από πηγή ευτυχίας και ψυχικού πλούτου, βιώνεται σαν εμπόδιο και βάρος. H πλειοψηφία των φοιτητών στα δυτικά πανεπιστήμια είναι κοπέλες και η ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού συνεχώς μετατίθεται για αργότερα. Να ξεκαθαρίσουμε, ότι η αναβάθμιση της θέσης της γυναίκας είναι ευλογία για μια κοινωνία. Πολλά από τα κακά που μαστίζουν ορισμένες κοινωνίες οφείλονται ακριβώς στο ότι η γυναίκα παραμένει αμόρφωτη και κλεισμένη στο σπίτι, μια ανισορροπία που οδηγεί τους άντρες σε καταστάσεις βίαιης τρέλλας. Τώρα αναφερόμαστε στις παρενέργειες της αναπόφευκτης και αναγκαίας κοινωνικής εξέλιξης. Οι σύγχρονες μητέρες πιέζονται να γεννήσουν γρήγορα και να επιστρέψουν στην εργασία τους το συντομότερο, είτε από προσωπική φιλοδοξία, είτε υπό την απειλή να χάσουν τη δουλειά τους. Έτσι χαλά η διαδικασία της ψυχολογικής προετοιμασίας της μέλλουσας μητέρας και περιορίζεται καίρια η επαφή με το παιδί της. Η σύγχρονη μητέρα είναι ολοένα και πιο απούσα από τα πρώτα στάδια της ζωής του παιδιού της. Πειράματα με ανώτερα θηλαστικά έδειξαν, ότι η μειωμένη φυσική επαφή με την μητέρα επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου του νεογέννητου, ενώ σε νεογέννητα ανθρώπου μετρήθηκαν τριπλάσιοι δείκτες stress κατά τη διάρκεια αποχωρισμού από την μητέρα. Η Ψυχανάλυση πιστεύει, ότι μια κακή μητέρα είναι προτιμότερη από μια φυσικά απούσα μητέρα και ότι ο βρεφικός ψυχισμός ερμηνεύει ως εγκατάλειψη ακόμα και τους σύντομους φυσικούς αποχωρισμούς. Ακόμη, και ότι η εγκατάλειψη από την μητέρα στην βρεφική ηλικία καταστρέφει την ικανότητα σύνδεσης με άλλους και δημιουργεί κακή σχέση με τον εαυτό μας, που προδιαθέτει στην κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές. Πριν μερικά χρόνια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι τα τελευταία 50 χρόνια οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 60%. Η Ψυχανάλυση λέει ακόμα, ότι η φτωχή διαθεσιμότητα της μητέρας προκαλεί διαταραχές της αίσθησης ταυτότητας και εικόνας εαυτού. Και είναι ενδιαφέρουσα η συσχέτιση που έχει γίνει με την κατακόρυφη αύξηση των επεμβάσεων κοσμητικής χειρουργικής στις δυτικές κοινωνίες. Επεμβάσεις, που στην ουσία συνιστούν συμβολική αλλαγή ταυτότητας.
Η πιο καίρια, όμως, συνέπεια της υποβάθμισης της χαράς και της απόλαυσης του δεσμού μητέρας-παιδιού στις σύγχρονες κοινωνίες θα είναι η αδυναμία ανάπτυξης της ικανότητας αποδοχής του εαυτού μας και των άλλων στο σύνολο μας, με τα καλά και τις αδυναμίες μας. Και επομένως της ικανότητας να αγαπούμε και να κάνουμε να μας αγαπούν.
Μοναξιά.Η ανάδειξη της ατομικότητας ως υπέρτατης αξίας στον δυτικό πολιτισμό, μαζί με την ανταγωνιστικότητα που επιβάλλει η ανάγκη για επιτυχία και την θεσμοθετημένη τάση να αφήνονται οι νέοι να τα καταφέρουν μόνοι τους, βοήθησε ώστε η μοναξιά να αναδειχθεί σε μείζον πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας. Η πιο θεμελιώδης, ίσως, αντινομία του ανθρώπου είναι, ότι η αναγκαία και αναπόφευκτη εξέλιξη της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί τις βαθύτερες ανάγκες του, που τείνουν προς την ένωση, την συμβίωση και την κατά το δυνατό κατάργηση των ορίων μεταξύ μας. Οι ώριμες προσωπικότητες φτάνουν σε ένα ισορροπημένο και λειτουργικό συνδυασμό της ατομικότητας και της συμβίωσης, όπου τα όρια διατηρούνται και καταργούνται παροδικά και συμβολικά στην αγάπη, στην διασκέδαση, στον έρωτα. Κατευνάζουν, έτσι, το άγχος της μοναξιάς, που είναι το τίμημα της επίγνωσης της ατομικότητας και της αυτονομίας. Η αποτυχία στη διαπραγμάτευση του ζητήματος της ισορροπίας μεταξύ ατομικότητας και συναισθηματικών δεσμών ευνοεί την διαμόρφωση παθολογικής προσωπικότητας. Οι διαταραχές προσωπικότητας μπορούν να ιδωθούν και σαν δυσλειτουργικές διευθετήσεις στην διαχείριση των συνδέσεων, έχοντας την μοναξιά στο επίκεντρο της προβληματικής τους. Αυτές της Εκκεντρικής ομάδας επιλέγουν την μοναξιά ως τρόπο ζωής, γιατί φοβούνται την αγάπη, οι στενές σχέσεις νιώθουν να τους απειλούν. Οι προσωπικότητες της Δραματικής ομάδας παλεύουν απεγνωσμένα να αποφύγουν την μοναξιά, επειδή αυτή απειλεί την ψυχική τους συνοχή γιατί δεν μπορούν να βρίσκονται μόνοι με τον εαυτό τους. Το άγχος της εγκατάλειψης και ο αδέξιος, πιεστικός τρόπος με τον οποίο επιδιώκουν να σχετιστούν, όμως, τους φέρνει τελικά πάντα σε σύγκρουση με το περιβάλλον αντί σύνδεση. Το πρόβλημα της μοναξιάς επιλύεται δυσλειτουργικά με μιαν ατέλειωτη διαδικασία συγκρούσεων. Η Αγχώδης ομάδα διαπραγματεύεται την μοναξιά με υπερβολική εξαρτητικότητα, αποφυγή ή έλεγχο των σχέσεων, με αποτέλεσμα και πάλι να βρίσκονται μόνοι.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικός από τη φύση του, επιδιώκει ενστικτωδώς την κοινωνία και την σύνδεση. Λόγω των αντινομιών του, όμως, οικοδόμησε μια κοινωνία, όπου ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός έγιναν η σύγχρονη θρησκεία και όπου αυτό που μετρά είναι μόνο «να νικήσει» κάποιος.
Η κοινωνική απομόνωση έχει συσχετιστεί με σοβαρά προβλήματα υγείας. Υπέρταση, άνοια, αλκοολισμό και ψυχικές παρενέργειες, όπως η κατάθλιψη, παράνοια και η αυτοκτονία. Η μοναξιά έχει υπολογιστεί ότι σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους από την παχυσαρκία.
Αντί να ζούμε την ζωή μας παρακολουθούμε την ζωή των άλλων στην τηλεόραση. Η τηλεόραση, αυτή η σπουδαία επινόηση του εικοστού αιώνα, από μέσο μαζικής επικοινωνίας έχει γίνει μέσο μαζικής αποξένωσης, μας έχει κλείσει στα σπίτια μας και μας εμποδίζει πλέον να επικοινωνούμε και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Κάθε δωμάτιο και τηλεόραση, τα παιδιά να ανατρέφονται μόνα μπροστά στην τηλεόραση και να παχαίνουν καταναλώνοντας ανθυγιεινές τροφές. Ζούμε την εποχή της απόλυτης τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης και της απόλυτης ψυχικής αποσύνδεσης.
Η ποιότητα ζωής έχει υποβαθμιστεί σε ζήτημα καταναλωτισμού και η επιθυμία για συντροφιά και παρέα σε ανάγκη επίδειξης. Η αναζήτηση της συντροφικής ευχαρίστησης που εμπλουτίζει, αντικαθίσταται από έναν καταναγκαστικό, μοναχικό και άχαρο ηδονισμό, βασισμένο στην κατανάλωση. Μια ομάδα νεαρών που κάνει χρήση ουσίας και μια ομάδα σε θορυβώδες club κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Βρίσκονται στον ίδιο χώρο σε αναζήτηση ευχαρίστησης, αλλά ο καθένας είναι μόνος του. Η αποξενωτική ουσία και η αποξενωτικά δυνατή μουσική τους κρατούν σωματικά μαζί, αλλά δεν τους επιτρέπουν να επικοινωνήσουν. Αναπαράγουν ένα άλλο μεγάλο κοινωνικό σύμπτωμα, την παραίτηση από την συνδεσιμότητα. Καταναλώνουν χωρίς να μιλούν. Αναπαριστούν το δράμα της σύγχρονης κοινωνίας, την παλινδρόμηση του Στόματος. Το στόμα είναι το όργανο της πιο πρωτόγονης ψυχικής λειτουργίας, της κατανάλωσης, και η πηγή της πιο εξελιγμένης λειτουργίας, του Λόγου. Και η παλινδρόμησή του οδηγεί σε υπερκατανάλωση, απληστία και αφασία.
Η σύγχρονη «ελευθερία» έχει καταντήσει μια αυταπάτη. Ποτέ οι πολίτες δεν ήταν τόσο τυπικά ελεύθεροι και ποτέ δεν ήταν τόσο «καλουπωμένοι». Ποτέ δεν υπήρχε τόση αφθονία και ποτέ η κοινωνία δεν ήταν τόσο στερητική επί της ουσίας. Ποτέ προηγουμένως δεν είχαμε τόση ελευθερία έκφρασης, μόνο που αυτή η ελευθερία είναι αναποτελεσματική· όλοι μπορούν να μιλούν ελεύθερα και κανένας δεν ακούει κανέναν. Και η δήθεν ελεύθερη ζωή μας είναι γεμάτη περιορισμούς και κανονισμούς (συμβολικό παράδειγμα, τα αυτοκίνητα φτιάχνονται ολοένα και πιο γρήγορα και οι περιορισμοί στην ταχύτητα ολοένα και πιο αυστηροί) , κάτι που ευνοεί και ακόμα εξωθεί, θα έλεγα, προς την παραβατικότητα, την βία και την χρήση ουσιών, γιατί η ανθρώπινη φύση θα αντισταθεί σε κάθε απόπειρα περιορισμού των ενορμήσεων και επιθυμιών της. Και όμως οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι, το κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στον περιορισμό της ατομικής ελευθερίας, ειδικά αυτής που είναι κοντά στην ασυδοσία. Για να «κοινωνήσουμε» θα πρέπει να παραιτηθούμε από ένα μέρος των επιθυμιών μας!
Είναι ενδιαφέρον, ότι μιλούμε για τις περιπέτειες και αντιφάσεις της έννοιας της ελευθερίας στο κομμάτι που μιλούμε για την μοναξιά. Κι αυτό, γιατί η ατομική απελευθέρωση φέρνει και μοναξιά. Θυμίζω την κλασσικότερη μορφή κοινωνικού ελέγχου, το «τι θα πει ο κόσμος», πολύ αποτελεσματικού, που όμως προϋποθέτει έναν πολύ συνεκτικό κοινωνικό ιστό, όπου η ατομική ζωή βρίσκεται υπό «επιτήρηση» που δρα ανασταλτικά, και επομένως ανάλογα περιορισμένη ατομική ελευθερία. Η αμφισβήτηση αυτού του ελέγχου, που μπορεί να είναι αναγκαία για την προσωπική ανάπτυξη, εκθέτει στο άγχος της ευθύνης να αποφασίσει κανείς ο ίδιος για τον εαυτό του, μοναξιά που φέρνει η απελευθέρωση.
Η σύγχρονη τεχνολογία. Η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία, αλλά η φύση του Homo Sapiens δεν έχει αλλάξει τις τελευταίες πολλές χιλιάδες χρόνια. Ζούμε δραστικές αλλαγές στους τρόπους που λειτουργούμε, αντιλαμβανόμαστε, μαθαίνουμε και επικοινωνούμε. Και εν τέλει, κρίνουμε και αισθανόμαστε!
Παρ’ όλο που ακόμα δεν έχουμε επαρκή εμπειρία για τις συνέπειες της σύγχρονης τεχνολογίας στον ψυχισμό -ήδη, όμως, ξέρουμε τις εξαρτήσεις από το διαδίκτυο-, μπορούμε να πιθανολογήσουμε παρατηρώντας κάποια φαινόμενα. Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν μπροστά από οθόνες και με ένα τηλέφωνο στο χέρι, μια δική τους, προσωπική τηλεφωνική γραμμή, που προστατεύουν με κωδικούς. Αυτό σημαίνει ήδη, ότι κατακλύζονται από πληροφορίες και μαθαίνουν να επικοινωνούν πολύ διαφορετικά από μας και έχουν μια διαφορετική ιδέα του προσωπικού χώρου. Συγκροτούν, χωρίς υπερβολή, μια διαφορετική γενιά ανθρώπων. Εμείς οι γονείς είμαστε, από αυτή την άποψη, πιο κοντά στους παππούδες μας απ’ ότι στα παιδιά μας!
Να ξεκαθαρίσουμε, ότι η τεχνολογία είναι εξ ορισμού καλή, γιατί είναι μέρος του πολιτισμού. Στοχαζόμαστε πάνω στην εισβολή της στη ζωή μας με ρυθμούς που δεν προλαβαίνουμε να αφομοιώσουμε, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην κατάχρηση, καθώς και στα νεαρά άτομα, που δεν προλαβαίνουν να αναπτύξουν και σταθεροποιήσουν τους πιο παραδοσιακούς, ανθρώπινα, μηχανισμούς διαχείρισης της πληροφορίας και της επικοινωνίας, που βασίζονται στην φυσική, πρόσωπο με πρόσωπο, επαφή. Πριν αποκτήσουν επίγνωση της αντικειμενικής πραγματικότητας τα παιδιά εισάγονται σε μια εικονική πραγματικότητα, με εντυπωσιακές εικόνες, απεριόριστες πληροφορίες -πολλές ακατάλληλες για την ηλικία τους-, απεριόριστες δυνατότητες, που μάλλον συγχύζουν και αγχώνουν, και πλήρη απασχόληση με εντυπωσιακά και συχνά βίαια ηλεκτρονικά παιγνίδια. Έτσι αποκτούν μια προσωπική ζωή, την οποία οι γονείς τους αγνοούν και στην οποία δεν μπορούν να τα συντροφεύσουν, να τα καθοδηγήσουν και ακόμα να τα προστατεύσουν. Πριν φτάσουν στο τέλος της εφηβείας, κυριολεκτικά τα έχουν δει και τα έχουν ακούσει όλα. Έχουν εκτεθεί σε εικόνες και πληροφορίες, που μας είναι αδιανόητες, αναπτύσσοντας έτσι μια παράξενη απάθεια· τίποτε πια δεν τους εντυπωσιάζει, τίποτε δεν τους σοκάρει. Αλλά και τίποτε δεν φαίνεται να τους ενθουσιάζει ή να τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ένα ειδικότερο αλλά σχετικό θέμα, που με προβληματίζει, είναι ο σταδιακός εθισμός όλων μας στην κακότητα, την εγκληματικότητα και την δυστυχία που υπάρχει στον κόσμο και που παρακολουθούμε καθημερινά στις παγκοσμιοποιημένες οθόνες μας. Μια τρέχουσα, πραγματική δυστυχία, που στο μυαλό μας υποβαθμίζεται σε θέση κινηματογραφικής ταινίας και καταλήγει να μη μας κάνει πλέον αίσθηση. Αυτό σε νεαρά άτομα μπορεί να προδιαθέσει σε αδιαφορία για τον πλησίον, αναλγησία και σκληροκαρδία.
Η άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο, επικοινωνία αντικαθίσταται από μια έμμεση· κρυβόμαστε πίσω από οθόνες, πράγμα που ευνοεί την ανωνυμία και επομένως την αγένεια, επιθετικότητα και ανευθυνότητα. Οι κακοποιοί του κυβερνοχώρου αυξάνονται με γεωμετρικούς ρυθμούς, τα παραδείγματα τα ακούμε καθημερινά.
Τα κινητά τηλέφωνα, μια άλλη σπουδαία κατάκτηση, που μπορεί να σώζει ζωές, εύκολα γίνεται μέσο παρενόχλησης και επιθετικότητας και μπορεί να χωρίσει ανδρόγυνα και να καταστρέψει σχέσεις, εκτρέφοντας την καχυποψία και την παράνοια. Γιατί είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να επιδιώκει πρώτα την ικανοποίηση των ενστικτικών ενορμήσεων και των κατώτερων αναγκών και ύστερα των ανώτερων- και λιγότερο εγωιστικών- επιθυμιών.
Η αναπόφευκτη κατάχρηση των κινητών τηλεφώνων έχει υποβαθμίσει και την ίδια την αισθητική της ανθρώπινης επαφής και την αισθητική των δημόσιων χώρων. Άνθρωποι καθηλωμένοι σε μικρές πολύχρωμες οθόνες, νεαροί που κάθονται μαζί αλλά δεν μιλούν ο ένας στον άλλον, άνθρωποι με ακουστικά στ’ αυτιά που δεν επικοινωνούν με το περιβάλλον, άλλοι που συζητούν την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή εις επήκοον όλων, παραβιάζοντας το σοφό «τα εν οίκω μη εν δήμω», οδηγοί που γίνονται εν γνώσει τους επικίνδυνοι, γιατί πρέπει απαραίτητα να τηλεφωνήσουν μόλις μπουν στο αυτοκίνητο. Το τηλέφωνο έγινε μέρος του χεριού, όπως παλιά το κουτί με τα τσιγάρα -τουλάχιστον από εκείνο το κουτί μπορούσες να προσφέρεις και στους άλλους- και δεν απενεργοποιείται ποτέ, τηλέφωνα χτυπούν στο θέατρο, στην εκκλησία, παντού και πάντοτε. Το πρωτόγονο ανακλαστικό της παλάμης είναι μόνιμα ενεργοποιημένο για να κρατά το τηλέφωνο. Καλλιεργείται μια ψευδαίσθηση, ότι είμαστε τόσο σημαντικοί, που πρέπει να είμαστε διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή· δεν αφήνουμε στον εαυτό μας ώρες προσωπικές που δεν είμαστε διαθέσιμοι. Επιτρέπουμε, συχνά ενθαρρύνουμε, στους άλλους να εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο. Έχω διαπιστώσει, ότι την πιο βαριά κατάχρηση του κινητού τηλεφώνου την κάνουν άτομα με διαταραχή προσωπικότητας.
Τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εισάγουν καινούργιες διαστάσεις στις σχέσεις. Αλλάζει η έννοια του τι είναι «φίλος». Έχουμε, τώρα πια, χιλιάδες «φίλους», τους περισσότερους από τους οποίους δεν έχουμε συναντήσει ποτέ, και οι οποίοι είναι εφήμεροι, μπορούμε ανά πάσα στιγμή να τους αποκλείσουμε από φίλους. Εικονικές φιλίες. Αυτό θυμίζει την ευκολία, με την οποία οι παθολογικές προσωπικότητες κάνουν περιστασιακές «φιλίες» με ημερομηνία λήξης. Ευνοούνται οι επιφανειακές, ευκαιριακές σχέσεις σε βάρος των πραγματικών δεσμών, που βασίζονται σε φυσικά δεδομένα. Ευνοείται, ακόμα, η επιδειξιομανία, αφού μια επιτηδευμένα όμορφη προσωπική ζωή διαφημίζεται σε όλο τον πλανήτη! Πόσο ωραίοι και ευτυχείς είμαστε! Κάτι που θα προκαλέσει φθόνο και αισθήματα κατάθλιψης στους πιο ευάλωτους παρατηρητές που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η υπερπροσφορά πληροφορίας και η απεριόριστη δυνατότητα επικοινωνίας έχουν δραματικές παρενέργειες, επιβλαβείς σε σημαντικότατα ζητούμενα της ζωής. Η πληθώρα πληροφορίας παρεμποδίζει την απόκτηση πραγματικής, λειτουργικής γνώσης και η εύκολη επικοινωνία με πάρα πολλούς ανθρώπους παρεμποδίζει την ανάπτυξη βαθειάς, ζωντανής σύνδεσης και πραγματικής φιλίας. Το να κάνεις υπομονή έξω από ένα τηλεφωνικό θάλαμο ή να στέλνεις μια επιστολή και να αναμένεις την απάντηση ήταν δυναμωτική τροφή για τις σχέσεις. Τώρα ο Άλλος είναι στην άκρη των δακτύλων μας ανά πάσα στιγμή. Αναλογιστείτε τις πιθανές συνέπειες. Η αρετή της Υπομονής θα είναι σίγουρα ένα από τα μεγάλα θύματα της σύγχρονης τεχνολογίας, που καλλιεργεί την ιδέα ότι όλα μπορούν να γίνουν γρήγορα και εύκολα, ειδικά η ικανοποίηση επιθυμιών που γειτονεύουν με τα πάθη.
Η φθορά του Λόγου και κατ’ επέκταση των αξιών. Είναι σε όλους γνωστό ότι η γλωσσική μας επάρκεια πάσχει. Ο Λόγος μας φτωχαίνει και δυσκολεύεται να επιτελέσει την λειτουργία του, που είναι η σύνδεση του ψυχικού κόσμου με το περιβάλλον και τους άλλους. Ακόμα ένας παράγοντας αποξένωσης. Σκεφτόμαστε, στοχαζόμαστε και εκφραζόμαστε λιγότερο. Μια κοινωνία σε προϊούσα αφασία, από ζωντανός και συνεκτικός οργανισμός εξελίσσεται σε σύνολο μονάδων αποξενωμένων μεταξύ τους. Το κοινό αισθητήριο αντικαθίσταται αναγκαστικά από νόμους και κανονισμούς. Η μία συλλογική πραγματικότητα αντικαθίσταται από τις πολλές ατομικές πραγματικότητες. Η πτώχευση του Λόγου και ο εγωισμός φέρνουν την φθορά των εννοιών, των συμφωνημένων κοινών υπονοούμενων που μας συνδέουν. Θα χρησιμοποιήσω έναν όρο που χρησιμοποιείτε κι εσείς. Φτάνουμε σε «έσχατους καιρούς». Με την έννοια ότι χάνονται πλέον τα αυτονόητα, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να διακρίνει κανείς τι είναι «φυσιολογικό», ορθό, καλό. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τι συνιστά μια καλή ζωή! Η Διάκριση θα είναι το άλλο μεγάλο θύμα της σύγχρονης εποχής.
Ζούμε την εποχή της απο-ιδεολογικοποίησης, της κατάργησης των ιδεολογιών. Αυτό είναι πρόοδος, γιατί καταργεί τις ομαδοποιήσεις και αποτρέπει τον φανατισμό. Έχει όμως και παρενέργειες. Αναδεικνύει το ατομικό συμφέρον σε απόλυτη αξία. Και γίνεται το κοινωνικό αντίστοιχο της κατάργησης του σεβασμού προς τα γονεϊκά πρότυπα, κάτι που φέρνει την κατάργηση των ηθικών ορίων και ευνοεί τον εγωισμό και την αδιστακτότητα.
Και η φθορά των εννοιών, που δεν εκφέρονται πλέον επαρκώς με τον Λόγο, οδηγεί και στην φθορά των ίδιων των αξιών. Η Ψυχανάλυση λέει, ότι ο ψυχικός κόσμος είναι δομημένος σαν την Γλώσσα. Οπότε η πτώχευση του Λόγου οδηγεί σε αποσιώπηση των εννοιών που εκφέρει και ξεθώριασμα των αξιών που είναι ενσωματωμένες στον ψυχισμό, ο οποίος σταδιακά αδρανοποιείται. Έννοιες βαρυσήμαντες αντικαθίστανται από “light”, «εύπεπτες» λέξεις, που μας απαλλάσσουν από ευθύνες. Έτσι ο σύζυγος υποβαθμίζεται σε σύντροφο, ο σύντροφος υποβαθμίζεται σε συγκάτοικο, ο συγκάτοικος περιορίζεται στην έννοια του φίλου εραστή. Το «ήμαρτον» και το «συγγνώμη» γίνονται “sorry”, που δεν ανήκει στην μητρική, ριζωμένη μέσα μας, γλώσσα και έτσι μπορούμε να το προφέρουμε χωρίς να κινητοποιηθεί η εσωτερική διαδικασία της μετάνοιας, γιατί δεν συνδέεται με ηθικούς ή συναισθηματικούς συνειρμούς.
Τα πάθη.Η μοντέρνα κοινωνία καλλιεργεί τα πάθη, δηλαδή τις κατώτερες αναπτυξιακά επιθυμίες και ανάγκες, σωματικές και εγωιστικές, γιατί τα έχει κάμει εμπόριο, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Μας πιέζει να γίνουμε ακόρεστοι καταναλωτές, μας επιβάλλει αισθητικά κριτήρια με μόδες και life style περιοδικά, ενισχύει την έπαρση των δήθεν πετυχημένων, ενώ συνθλίβει τους μη προνομιούχους. Μας τυφλώνει με εντυπωσιακές εικόνες, μας ξεκουφαίνει με κύμβαλα αλαλάζοντα και μας καθιστά άφωνους με αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν. Διαφθείρει διαχρονικές αξίες, τις οποίες ανάγει κι αυτές σε μόδα ή γραφικότητα. Ένας μοντέρνος τρόπος διαφθοράς αξιών και αξίων ανθρώπων είναι η επιχείρηση υπερπροβολής τους στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Μας έπεισε, ότι είναι βλακεία να είσαι τίμιος ή πατριώτης και κοινωνική δεξιότητα να είσαι κλέφτης και απατεώνας. Επιδιώκει, εν τέλει, την συλλογική αφασία, για να παρεμποδίσει την δυνάμει σωτήρια διαδικασία Λόγος-Διάλογος-Διάκριση.
Και με την σύγχρονη τεχνολογία διευκολύνει τα μέγιστα τον τζόγο, την πορνεία, πάσης φύσεως κατανάλωση, την επίδειξη, την παρενόχληση, την απάτη, την κακία. Παρεμποδίζει την πνευματικότητα με τον εντυπωσιασμό και την καλλιέργεια της κουλτούρας της αναζήτησης των άμεσων ικανοποιήσεων.
Τα πάθη είναι αρρώστια της ψυχής, ενός ελλειμματικού, αδύναμου ψυχισμού, και ως τέτοια είναι άλογα -προϋποθέτουν την ατροφία της Λογικής και του Λόγου-, ασίγαστα και καταστρεπτικά. Ζούμε σε μια χώρα, που έχει καταστραφεί από τα πάθη απληστίας, εγωισμούκαι καταστρεπτικά αντικοινωνικής ιδιοτέλειας «φυσιολογικών», υποτίθεται, ανθρώπων -που όμως τώρα πια μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε ως κοινωνικοπαθητικές προσωπικότητες-, συνεχίζει να καταστρέφεται από την ιδιοτέλεια και φαίνεται ότι μόνο με αυτό που στην Εκκλησία αποκαλούμε «θαύμα» μπορεί να διασωθεί.
Συμπέρασμα
Κάθε μεταβολή και εξέλιξη στον κόσμο γίνεται με κάποιο τίμημα. Από την στιγμή που εξελιχθήκαμε και οργανωθήκαμε σε πολυκύτταρους οργανισμούς, γίναμε φθαρτοί. Όταν αποκτήσαμε την όρθια στάση, αποκτήσαμε και προβλήματα με την μέση και κιρσούς. Όταν αναπτύξαμε την ύψιστη πνευματική ικανότητα του Λόγου, αποκτήσαμε και την σοβαρότερη πνευματική διαταραχή, την Σχιζοφρένεια. Όταν αποκτήσαμε επίγνωση της ατομικότητας μας και της εν δυνάμει μοναξιάς, αναπτύξαμε το άγχος και την κατάθλιψη. Και όταν παραιτηθήκαμε από ένα μέρος της ατομικής ελευθερίας για να αλληλοπεριχωρηθούμε και να οργανωθούμε ως κοινωνία που αναγκαστικά εξελίσσεται, εμφανίστηκαν οι Διαταραχές Προσωπικότητας, δηλαδή οι αποτυχίες προσαρμογής και σύνδεσης. Οι οποίες γίνονται πιο εμφανείς, όσο η κοινωνία οργανώνεται και γίνεται πιο απαιτητική και πιο στερητική συναισθηματικά, οπότε θα στενεύουν τα περιθώρια ανοχής προς τις αποκλίσεις από το γενικά αποδεκτό. Αυτό θα οδηγήσει σε ένα δυσάρεστο και επικίνδυνο φαινόμενο, την εύκολη ψυχιατρικοποίηση της διαφορετικότητας και των μειωμένων ψυχικών αντοχών. Και όσο οι απαιτήσεις και οι περιορισμοί του περιβάλλοντος κλιμακώνονται, τόσο πιο συχνές, εμφανείς και δυσλειτουργικές θα γίνονται οι διαταραχές της προσαρμογής και των σχέσεων, που πιστεύω ότι θα συνιστούν τις παθολογίες του μέλλοντος μέσα σε μια κοινωνία όπου η έννοια του φυσιολογικού θα είναι ολοένα και πιο δυσδιάκριτη, ασαφής και αμφιλεγόμενη. Όπου και οι αποκλίσεις από το υποτιθέμενο, πλέον, φυσιολογικό, θα μεγαλώνουν και τα δικά τους παιδιά. Όπου το κοινό αισθητήριο και κριτήριο, που μας επέτρεπαν να καταλαβαινόμαστε και μας ένωναν για αιώνες, θα αντικαθίσταται από την υποκειμενική αντίληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας, με μοιραία συνέπεια τις αντικοινωνικές εκτροπές που θα αντιμετωπίζονται με ολοένα πιο σκληρούς νόμους και αυστηρούς κανονισμούς και η εξουσία θα μεταλλάσσεται σε έναν αυταρχικό μηχανισμό επιτήρησης και ελέγχου. Οι Έσχατοι Καιροί, όπου «θα πουν το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο», όπως προφήτεψε και ο Κοσμάς ο Αιτωλός…
Γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1958. Οι γονείς του ήταν φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί, ο Μίκης και η Μάγδα.
Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1976 και μετά την στρατιωτική θητεία σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Στη συνέχεια εργάστηκε σαν Αγροτικός γιατρός στον νομό και στο νοσοκομείο Πρεβέζης.
Από το 1986 μέχρι το 1991 ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική στο Μομπελιέ της Γαλλίας και από το 1992 ασκεί ιδιωτικά την Ψυχιατρική στην Λευκωσία. Παράλληλα ασκεί την Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία, στην οποία εκπαιδεύτηκε από το 1993 μέχρι το 2000 με την Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου και είναι μέλος της Κυπριακής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.
Είναι νυμφευμένος και έχει μια θυγατέρα.
——————
Πέρυσι, στο Επιμορφωτικό μας Σεμινάριο, ο κ. Κιτρομηλίδης μας ανέπτυξε το θέμα, «Τα ψυχιατρικά νοσήματα και η συνεργασία ιερέων και ιατρών για την αντιμετώπισή τους», το οποίο είναι ήδη αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας.