Αρχική Blog Σελίδα 437

Συριανοχώρι

Αμιγές ελληνικό χωριό στο λεκανοπέδιο Μόρφου, περί τα 42 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Το Συριανοχώρι είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 10 μέτρων και σ’ απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από τον κόλπο της Μόρφου. Από πλευράς αναγλύφου το τοπίο του είναι καμπίσιο σε μια ανεπαίσθητη κλίση προς τη θάλασσα, είναι δε διαμελισμένο από τον ποταμό Σερράχη που ρέει πολύ κοντά στα βόρεια του οικισμού.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές), η έκταση των οποίων, σύμφωνα με την απογραφή εσπεριδοειδών του 1966, ανερχόταν στα 212 εκτάρια (1.587 σκάλες).

Όσο αφορά τη κτηνοτροφία, το 1973 εκτρέφονταν 533 πρόβατα, 569 κατσίκες, 65 βόδια, 15 αγελάδες και 2.050 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Συριανοχώρι συνδέεται στα νοτιοανατολικά με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 6χμ.).

Τα εύφορα εδάφη του χωριού με τις προσοδοφόρες καλλιέργειες των εσπεριδοειδών και η γειτνίασή του με την κωμόπολη της Μόρφου υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη από το 1881 μέχρι το 1973. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 286 που αυξήθηκαν στους 290 το 1891, μειώθηκαν στους 285 το 1901 αλλά αυξήθηκαν στους 316 το 1911, στους 340 το 1921, στους 370 το 1931, στους 410 το 1946, στους 630 το 1960 και στους 775 το 1973.

Η παράκτια θέση του χωριού συνέβαλε στην ανάπτυξη της αλιείας. Στην περιοχή του λειτουργούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, αλιευτικό καταφύγιο καθώς και πειραματικός σταθμός καλλιέργειας θαλασσίων ειδών.

Το χωριό απαντάται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Sirianocari και ως Sirianicori. Υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας ήταν φέουδο, άγνωστο όμως σε ποιούς ευγενείς ανήκε.

Η ονομασία του χωριού σημαίνει χωριό των Σύρων (ή του Σύρου;), όπως δε κι άλλα τοπωνύμια στην Κύπρο σχετίζεται με στάθμευση, στην περιοχή, Σύρων, σε ακαθόριστο χρόνο (πρβλ. Συρκανιά Κυθρέας, Συρκά, περιοχή Λευκονοίκου κλπ.). Διότι, σύμφωνα προς μια άποψη, στην περιοχή στάθμευαν Σύροι στρατιώτες – μισθοφόροι, κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. ‘Αλλοι σχετίζουν το χωριό με εγκατάσταση Σύρων εμπόρων κατά την ίδια περίοδο, οπότε γνωρίζουμε ότι υπήρχαν εγκατεστημένοι πολλοί στην Κύπρο. τούτο όμως θεωρείται λιγότερο πιθανό, αφού οι έμποροι ζούσαν, βασικά, στις πόλεις λόγω του κύκλου εργασιών τους. Πάλι, ίσως το Σύρος να ήταν επώνυμο κάποιου πρώτου οικιστή κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Ο G. Jeffery θεωρεί ότι το χωριό είχε ιδρυθεί αρχικά από Μαρωνίτες (της Συρίας). Θα πρέπει, ίσως, να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, όπως και κατά την Αρχαιότητα, ως Συρία εθεωρείτο τεράστια γεωγραφική περιοχή, από τη Μικρά Ασία μέχρι την Αίγυπτο. Εάν, λοιπόν, το χωριό είχε ιδρυθεί από «Σύρους» που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά τα Βυζαντινά χρόνια (πράγμα που ήταν όχι σπάνιο φαινόμενο), δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε από πού ακριβώς ήλθαν και ποιοί ήσαν αυτοί.

Κοντά στο χωριό υφίστατο μικρή μεσαιωνική εκκλησία, γνωστή ως Μνασίν ή και Πνασίν (το). Φαίνεται ότι ήταν ο ναός μικρού μοναστηριού αφιερωμένου στον άγιο Μνάσωνα. Το τοπωνύμιο ήταν γνωστό κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Ο ντε Μας Λατρί σημειώνει Mnassi. O G. Jeffery (1918) αναφέρει την εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, γράφει δε ότι αυτή είχε ανακαινιστεί όταν την είχε δει.

Στην περιοχή του χωριού υφίστανται εκτάσεις βαλτοτόπων, όπου μεταξύ άλλων αφθονεί το καζάβιν (είδος που μοιάζει με μικρό καλάμι, επιστ. ονομ: Imperata cylindrical, πολύ διακοσμητικό, άνκαι ενοχλητικό ζιζάνιο, που οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν σε παλαιότερες εποχές για να φτιάχνουν καλύβες στα περιβόλια τους, όπως και είδος σχοινιού – τον τόνον – με τον οποίο έπλεκαν καρέκλες, καθώς και ψάθες).

Οι εκτενείς βαλτότοποι του Συριανοχωριού βρίσκονται στα νότια του χωριού, προς το χωριό Καζιβερά (η ονομασία που προέρχεται ακριβώς από το καζάβιν) και σχηματίζονται από θαλάσσιο νερό που λιμνάζει στην περιοχή ύστερα από τρικυμία, λόγω του ότι το υψόμετρο είναι πολύ χαμηλό. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας έγιναν και τεχνητές λίμνες στις οποίες εκτρέφονταν ψάρια, βασικά κέφαλοι. Ο πειραματικός σταθμός ιχθυοκαλλιέργειας, που λειτουργούσε μέχρι το 1974, είχε ιδρυθεί στην αντίθετη πλευρά, δηλαδή βορειοδυτικά του χωριού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Σερράχη. Οι εκβολές του ποταμού σχηματίζουν ένα «στόμα», όπως λέγεται, δηλαδή εκτεταμένη λίμνη, κατάφυτη από καλαμιώνες. Τόσο στους βατλότοπους του Συριανοχωριού όσο και στο «στόμα» του Σερράχη συγκεντρώνεται μεγάλο πλήθος διαφόρων ειδών υδροβίων και παρυδάτιων πουλιών. Σε παλαιότερες εποχές το «στόμα» του Σερράχη γινόταν κυνήγι πάπιας.

Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν το 1974, εκδιωγμένοι από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τουρκοκύπριοι, αλλά και πολλοί έποικοι από την Τουρκία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά του για τουρκοποίηση όλων των τοπωνυμίων στην κατεχόμενη Κύπρο, μετονόμασαν το χωριό σε Yayia Koyu, που μπορεί να μεταφραστεί ως Βασκοτόπια.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΣΥΡΙΑΝΟΧΩΡΙΟΥ:

  • ΧΡΙΣΤΟΣ Ν. ΜΑΤΘΑΙΟΥ
  • ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥ
  • ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΡΤΕΜΙΟΣ

Νικήτας Μόρφου

Αμιγές ελληνικό χωριό στην πεδιάδα της Μόρφου, περί τα 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της κωμόπολης Μόρφου. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Ο Νικήτας είναι κτισμένος σε μέσο υψόμετρο 35 μέτρων. Το ανάγλυφο στην περιοχή του είναι καμπίσιο χωρίς ιδιαίτερες μορφολογικές διακυμάνσεις.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, ο Νικήτας βρίσκεται πολύ κοντά στον κύριο δρόμου Πύργου-Καραβοστασίου-Μόρφου. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με την κωμόπολη της Μόρφου, ενώ στα δυτικά συνδέεται με σκυρόστρωτο δρόμο με το χωριό Πραστειόν (περί τα 2χλμ.).

Η κυριότερη καλλιέργεια στο χωριό, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήταν τα εσπεριδοειδή (123 εκτάρια το 1966). Σε πολύ μικρότερη έκταση καλλιεργούντο επίσης τα λαχανικά και τα σιτηρά.

Όσον αφορά τη κτηνοτροφία, το 1973 εκτρέφονταν από 80 κτηνοτρόφους 885 πρόβατα, 197 κατσίκες, 2 βόδια και 2.007 πουλερικά.

Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 160 που μειώθηκαν στους 151 το 1891, στους 136 το 1901, στους 130 το 1911 αλλά αυξήθηκαν στους 146 το 1921, στους 185 το 1931, στους 251 το 1946 και στους 740 το 1960. Το 1973 οι κάτοικοι του Νικήτα μειώθηκαν στους 428.

Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Nichita. Ήταν φέουδο, δεν γνωρίζουμε όμως σε ποια οικογένεια ευγενών ανήκε.

Η αρχική ονομασία του χωριού θα πρέπει να ήταν Άγιος Νικήτας (από το όνομα του Κυπρίου αγίου Νικήτα, επισκόπου Χύτρων), αλλά μετά τη φράγκικη κατοχή παρέμεινε μόνο το Νικήτας. Από την ονομασία του χωριού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τούτο είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια.

Από περιοχή κοντά στο χωριό περνούσε ο κυπριακός σιδηρόδρομος.

Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν όλα τα ελληνικά τοπωνύμια των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου, μετονόμασαν τον Νικήτα σε Gunes – koy (=ηλιόλουστο χωριό) το 1975. Τον επόμενο χρόνο φαίνεται ότι τροποποίησαν το όνομά τους σε Gunesli (=ηλιόλουστο).

Ο Ιερώνυμος Περιστάνης δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό δεν λειτούργησε σχολείο πριν από την αγγλική κατάκτηση (1878), παιδιά όμως από τον Νικήτα φοιτούσαν σε σχολείο στη Μόρφου.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΝΙΚΗΤΑ:

  • ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
  • ΛΙΤΣΑ ΚΑΪΣΗ
  • ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΡΑΓΙΑΛΗΣ
  • ΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Πέτρα

Μεικτό χωριό που βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχής της Κύπρου. Γειτονεύει με μερικά άλλα μεικτά χωριά, όπως το Καλό Χωριό Λεύκας, το Περιστερωνάρι, τη Λεύκα, την Πεντάγυια και τον Άγιο Γεώργιο της Λεύκας.

Η Πέτρα είναι κτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Ατσά, σε μέσο υψόμετρο 170 μέτρων.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια οσπρίων, λαχανικών, εσπεριδοειδών (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές), σιτηρών, νομευτικών φυτών και διάφορων ειδών φυλλοβόλων οπωροφόρων δέντρων (αχλαδιές, χρυσομηλιές, ροδιές και πιστακιές).

Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν 544 πρόβατα, 244 κατσίκες, 15 αγελάδες και 11.100 πουλερικά.

Η οδική σύνδεση της Πέτρας είναι αρκετά καλή. Στα βόρεια συνδέεται με το χωριό Ελιά (περί τα 3χμ.), στα δυτικά με το Καλό Χωριό Λεύκας (περί τα 3χμ.) και στα βορειοανατολικά με το χωριό Αγκολέμι (περί τα 5χμ.).

Σε μικρή απόσταση από το χωριό βρίσκονται τα μεταλλεία χαλκούχου σιδηροπυρίτη της Σκουριώτισσας, του Μαυροβουνιού και του Απλικιού. Τόσο τα μεταλλεία αυτά όσο και η μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού και το λιμάνι του Καραβοστασίου, απ’ όπου γινόταν η εξαγωγή του μεταλλεύματος, βοήθησαν πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού τόσο από την Πέτρα όσο και από τα γύρω χωριά.

Το χωριό γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1946. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή υπήρξε η αύξηση του πληθυσμού μεταξύ των ετών 1911 και 1931 (71% περίπου) και αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανόρυξη του χαλκοπυρίτη και του σιδηροπυρίτη από τα γειτονικά μεταλλεία. Το 1881 οι κάτοικοι της Πέτρας ήσαν 472 που αυξήθηκαν στους 477 το 1891, στους 537 το 1901, στους 574 το 1911 και στους 739 το 1921. Το 1931 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 983 (896 Ελληνοκύπριοι και 87 Τουρκοκύπριοι), τους 1.120 το 1946 (1.010 Ελληνοκύπριοι, 102 Τουρκοκύπριοι και 8 άλλων εθνικοτήτων) αλλά μειώθηκαν στους 1.034 το 1960 (966 Ελληνοκύπριοι, 63 Τουρκοκύπριοι και 5 Μαρωνίτες). Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών οι οποίες ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Πέτρας εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν στο γειτονικό τουρκοκυπριακό θύλακα της Λεύκας, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στην Κύπρο ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι του χωριού (όλοι Ελληνοκύπριοι) ανέρχονταν στους 910.

Η Πέτρα υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία. Βρίσκεται εξάλλου σημειωμένη σε παλαιούς χάρτες ως Petra. Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς μνημονεύει επανειλημμένα το χωριό στο Χρονικόν του (15ος αιώνας), γράφοντας ότι επί ημερών του βασιλιά Πέτρου Β΄ (1369-1382) ήταν φέουδο που ανήκε στον αξιωματούχο του βασιλείου Θιβάλτ Μπελφαράζ (Thibald Belfarage), μαζί με την ολόγυρα περιοχή. Ο Μπελφαράζ ήταν τουρκοπουλιέρης που, με τις συνεχείς και υπερβολικές απαιτήσεις και αξιώσεις του τελικά έχασε τη ζωή του. Κατά τον Μαχαιρά ήτο πουρζέζης, και ’ποίκες τον καβαλλάρην [=ιππότη] και τουρκοπουλιέρην, και ’χαρίσες του τήν Τριμιθείαν και την Πέτραν με την περιοχήν της και άλλα πολλά σενιάσματα…

Ο ντε Μας Λατρί γράφει ότι η Πέτρα (Petres) ήταν το 1315 ιδιωτικό φέουδο που ανήκε στον Βαρθολομαίο ντε Μοντολίφ, περιήλθε αργότερα στην ιδιοκτησία του βασιλιά κι ύστερα παραχωρήθηκε στον Μπελφαράζ (για να επανέλθει, προφανώς, και πάλι στην ιδιοκτησία του βασιλιά μετά τον θάνατο του Μπελφαράζ). Λανθασμένα όμως ο ντε Μας Λατρί τοποθετεί την Πέτρα στην περιοχή της Χρυσοχούς, κάνοντας λάθος στον κόλπο, αφού το χωριό βρίσκεται στην περιοχή του επόμενου κόλπου, εκείνου της Μόρφου. Μια άλλη πληροφορία λέγει ότι ο βασιλιάς Πέτρος Β’, παίρνοντας το χωριό από τον Μπελφαράζ, το παραχώρησε λίγο αργότερα σε έναν Κύπριο που λεγόταν Υπάτιος, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον πόλεμο κατά των Γενουατών το 1373-74.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Πέτρα ήταν ένα από διάφορα χωριά (μαζί με τις Περιστερώνες Μόρφου κι Αμμοχώστου κι άλλα) των οποίων οι φόροι πήγαιναν στον δευτερδάρ εφέντη, αρχηγό των τεσσάρων αγάδων της Λευκωσίας.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναφέρεται επίσης ότι μια εικόνα του Χριστού (ή μερικές εικόνες κατ’ άλλη εκδοχή) που εκλάπη από έναν Τούρκο από την Ασίνου, αφιερώθηκε τελικά στην εκκλησία της Πέτρας.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος (Χρυσοσώτηρος). Ήταν παλαιά εκκλησία που όμως ξανακτίστηκε εξ ολοκλήρου κατά τις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα. Ο R. Gunnis (1936) γράφει ότι στην εκκλησία αυτή είχε δει 6 συνολικά εικόνες που είχαν κλαπεί από την εκκλησία της Ασίνου, ενώ μνημονεύει κι εξαίρετη μεγάλη εικόνα της Παναγίας και του Βρέφους, χρονολογούμενη γύρω στα 1500. Ο G. Jeffery (1918) μνημονεύει και τα ξωκλήσια του Αγίου Βασιλείου, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Ζαχαρία.

Όσο για το τζαμί του χωριού, αυτό είναι μικρό θολωτό μεσαιωνικό οικοδόμημα, προφανώς μεσαιωνική εκκλησία που κατεσχέθη και μετετράπη σε τέμενος, μάλιστα πιθανώς με τοιχογραφίες κάτω από τους σοβάδες. Ο G. Jeffery γράφει ότι το τζαμί αυτό ήταν η αρχική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της οποίας ο θόλος αντικαταστάθηκε από ξύλινη στέγη. Αντίθετα, άλλοι αναφέρουν ότι το τζαμί αρχικά ήταν η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.

Η ονομασία του χωριού προέρχεται, προφανώς, από τη λέξη πέτρα, ή καλύτερα τη λέξη πέτρες (στον πληθυντικό), αφού κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας το χωριό απαντάται ως Petres. Μερικοί συνδέουν την ονομασία Petres με το όνομα του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου, απλώς επειδή το χωριό μνημονεύει ο Μαχαιράς επί των ημερών του μονάρχη αυτού. Όμως στην πραγματικότητα ο βασιλιάς αποκαλείτο, κι από τους Κυπρίους κι από ξένους, ρέ Πιέρ, κι όχι Πέτρος, άρα δεν μπορούσε να ονομαστεί το χωριό Πέτρα, εάν είχε πάρει απ’ αυτόν το όνομά του. Απλούστατα, το χωριό πήρε την ονομασία αυτή από κάποιες πέτρες που βρίσκονταν στην περιοχή του και που ίσως συνδέονταν με κάποια παράδοση ή κάποιο θρύλο (πρβλ. και ονομασίες Πέτρα του Διγενή, Πέτρα Ρωμιού κλπ.).

Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο Περιστιάνη, ο Παπά Κυριακός Ευθυμίου δίδασκε το «κοινά γράμματα» στο χωριό πριν από το 1875. Τον χρόνο εκείνο ιδρύθηκε αλληλοδιδακτικό σχολείο κοντά στην εκκλησία και τον ποταμό με δάσκαλο τον Λεωνίδα Μαχλουζαρίδη από τον Καλοπαναγιώτη, ο οποίος συνέχισε να διδάσκει και μετά την αγγλική κατοχή. Αυτός φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και φορούσε ράσο αλλά δεν τέλειωσε επειδή η Σχολή σταμάτησε τη λειτουργία της. Η κοινότητα πλήρωνε τον δάσκαλο 30 τουρκικές λίρες τον χρόνο κι οι γονείς ήσαν υποχρεωμένοι να σπείρουν με δικά τους έξοδα από μια σκάλα γης, να την θερίζουν και να του παραδίδουν το καθαρό γέννημα. Το πρώτο αυτό σχολείο παρασύρθηκε από τον ποταμό όταν πλημμύρισε και ξανακτίστηκε αλλού.

Η εκπαίδευση στο χωριό ενισχύθηκε σημαντικά κατά το πρώτο μισό του αιώνα μας από τον μεγάλο ευεργέτη Αναστάσιο Λεβέντη που καταγόταν από την Πέτρα. Ο Λεβέντης χρηματοδότησε κι άλλα έργα κοινής ωφελείας στο χωριό του.

Παλαιότερα οι Τούρκοι ονόμαζαν το χωριό Derely, ονομασία που μπορεί να μεταφραστεί ως παρά τον ποταμό. Μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 και την κατάληψη του χωριού, είχε φαίνεται λησμονηθεί η παλαιά αυτή τουρκική ονομασία. Το 1975, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να εξαλείψουν κάθε ελληνικό τοπωνύμιο από τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονόμασαν την Πέτρα σε Taskoy, που σημαίνει πετροχώρι.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΥΝΑΡΗΣ
  • ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΡΑΟΛΙΔΗΣ
  • ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΛΟΥΡΗΣ
  • ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Αμπελικού

Το μεικτό χωριό Αμπελικού βρίσκεται 51χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 19χλμ νοτιοδυτικά της Μόρφου, στο ανατολικό κατεχόμενο υπό τους τούρκους εισβολείς τμήμα της Τυλληρίας σε υψόμετρο 170μ.

Το χωριό είναι κτισμένο ανάμεσα σε δύο λόφους και διασχίζεται από μια κοιλάδα, η οποία ενώνεται βόρεια με την παράκτια πεδιάδα Ξερού, Καραβοστασίου και Ποταμού του Κάμπου. Νότια του χωριού βρίσκεται το δάσος Πάφου.

Το Αμπελικού συνδέεται στα βορειοανατολικά με το Καραβοστάσι καθώς και με τον παράλιο δρόμο Πύργου, Καραβοστασίου και Μόρφου και στα νοτιοδυτικά με τον κύριο δρόμο Ποταμού του Κάμπου, Κάμπου και Κύκκου.

Μετά την τουρκική εισβολή ένα μέρος του χωριού σήμερα είναι κατεχόμενο, ένα άλλο μικρό ευρίσκεται στην ουδέτερη ζώνη και το υπόλοιπο στην ελεύθερη Κύπρο.

Το όνομα Αμπελικού εικάζεται ότι το πήρε από το αμπέλι αν και οι κάτοικοι ασχολούνταν πολύ λίγο με την αμπελουργία.

Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν σιτηρά, χαρουπιές, εσπεριδοειδή (λεμονιές και πορτοκαλιές).

Πριν την Εισβολή στο χωριό εκτρέφονταν 459 πρόβατα και 1.711 κατσίκες. Επίσης πολλοί κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στο μεταλλείο της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας και τις μεταλλευτικές και άλλες εγκαταστάσεις στον Ξερό, που γειτνίαζαν.

Ο G. Jeffery στο βιβλίο του A Description of the Historic Monuments of Cyprus (1918) κατέγραψε τις ερειπωμένες εκκλησίες των αγίων Γεωργίου, Σεργίου και αρχαγγέλου Μιχαήλ κι ο R.Gunnis κάνει λόγο κι αυτός για ένα μη ενδιαφέρον μικρό χωριό, το οποίο όμως περιστοιχίζεται από μεγάλο αριθμό ρωμαϊκών τάφων.

Το 1960 κατοικούσαν στην κοινότητα αυτή 485 Τουρκοκύπριοι και 63 Ελληνοκύπριοι. Οι ελληνοκύπριοι όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό μεταξύ 1963 και 1964 και την ίδια περίοδο μετακινήθηκαν τουρκοκύπριοι από τον Ξερό και το Καραβοστάσι (R. Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict 1963-1971). Έτσι το Αμπελικού και η Λεύκα που ευρίσκεται ανατολικά του χωριού, έγιναν τουρκοκυπριακοί θύλακοι. Το 1973 η κοινότητα αριθμούσε 613 κατοίκους.

Στα όρια της κοινότητας βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου.
Αρχαιολογικός χώρος Αμπελικού

Το άμεσο συνοριακό περιβάλλον και η ευρύτερη περιοχή του χωριού Αμπελικού, από τη δυτική όχθη του ποταμού Άγιος Λιόντης μέχρι τα ψηλότερα κεντρικά σημεία της ανατολικής πλευράς του στενόμακρου βουνού με την ονομασία Αλέτρι, συνδέονται με δυο σημαντικούς προϊστορικούς αρχαιολογικούς χώρους, που χρονολογούνται διαδοχικά στις τελευταίες φάσεις της Χαλκολιθικής εποχής και της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και στους δυο αυτούς χώρους ερευνήθηκαν δοκιμαστικά σε πολύ μικρή κλίμακα από τον Πορφύριο Δίκαιο* το 1942 και το 1953.

Ο πρώτος αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος και γειτονεύει με τη βορειοανατολική άκρη του χωριού, που απέχει επτά περίπου χιλιόμετρα από το αρχαίο βασίλειο των Σόλων, στη βορειοδυτική παραλιακή περιοχή του νησιού. Πρόκειται για μικρό συνοικισμό γεωργο-κτηνοτρόφων, από τον οποίο οι δοκιμαστικές έρευνες έφεραν στο σως μόνο μια καταστρεμμένη κυκλική κατοικία, που η όλη αρχιτεκτονική κατασκευή και σύνθεσή της θυμίζει τις μονώροφες και μονοθάλαμες θολωτές χαλκολιθικές καλύβες της Ερήμης. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των κυκλικών τοιχωμάτων της ήταν κτισμένα από αργούς λίθους και χαλίκια σε έξι συνολικά στρώσεις και το υπόλοιπο μέρος υπολογίζεται ότι συμπλήρωναν πάσσαλοι, καλυμμένοι με πηλό και με ελαφρά εσωτερική απόκλιση, που σταδιακά σχημάτιζαν κανονικό θόλο. Τη θολωτή στέγη υποβάσταζε στερεός ξύλινος πάσσαλος, που στηριζόταν στο κεντρικό μέρος του γήινου δαπέδου. Στο βορειοδυτικό τμήμα του κυκλικού τοιχώματος υπήρχε μικρό άνοιγμα, πλάτους 0,54 μ., που, αναμφίβολα, αποτελούσε την είσοδο της κατοικίας.

Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα πλεονάζουν τα κεραμικά όστρακα, που ανήκουν στα ερυθρά στιλπνά, στα ερυθρά με ερυθρή γραμμική διακόσμηση, στα ερυθρά με μελανή γραμμική διακόσμηση και στα λευκά ερυθροβαφή αγγεία, που αντιπροσωπεύουν τους χαρακτηριστικούς τύπους αγγειοπλαστικής της Χαλκολιθικής εποχής. Απότα λευκά ερυθροβαφή όστρακα έχει συμπληρωθεί ολόκληρο ένα, μοναδικό στο είδος του, τριποδικό κύπελλο, που μέχρι σήμερα ξεχωρίζει ακόμη ανάμεσα στ’ άλλα κεραμικά χαλκολιθικά εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου. Από τ’ άλλα κινητά μικροαντικείμενα αξιόλογα είναι ένα πήλινο καλούπι, που πιθανότατα χρησίμευε στην αποτύπωση και κατασκευή χάλκινων αξινών, ένας αμφίκυρτος λίθινος τριπτήρας κι ένας λίθινος χειρόμυλος με μία επίπεδη και μια κυρτή όψη.

Τα χρονολογικά όρια του υστεροχαλκολιθικού αυτού συνοικισμού στον Άγιο Γεώργιο τοποθετούνται μεταξύ του 3000 και του 2500 μ.Χ.

Ο δεύτερος αρχαιολογικός χώρος, που απέχει τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα του πρώτου, επισημάνθηκε το 1942 από τον τότε διευθυντή της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Κ. Μαγγλή, στη διάρκεια ερευνών για ανεύρεση μεταλλείου χαλκού στο Αλέτρι. Οι δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες του Π. Δίκαιου, που ακολούθησαν, είχαν σαν αποτέλεσμα την αποκάλυψη μικρού τμήματος ενός άλλου συνοικισμού, μεταγενέστερου του πρώτου, που χρονολογείται από το 2000 μέχρι το 1900 π.Χ.

Παράλληλα με τα αμυδρά δείγματα οικιακών καταλοίπων, στο μικρό αυτό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής, εφοδιασμένο μ’ ένα πρωτόγονο φούρνο για το ψήσιμο των αγγείων, και ένα άλλο εργαστήριο για την επεξεργασία του χαλκού με αρκετή ποσότητα χάλκινης σκουριάς στο γήινο δάπεδό του. Εκτός από τα υπολείμματα της χάλκινης σκουριάς, στο εργαστήριο του χαλκού βρέθηκαν δυο καλούπια για την κατασκευή χάλκινων αξινών, το ένα πήλινο και τ’ άλλο λίθινο, και μια πήλινη χοάνη -χωνευτήρι- με χάλκινη σκουριά, ενσωματωμένη στα εσωτερικά τοιχώματα της. Η ανακάλυψη της εργαστηριακής αυτής εγκατάστασης ανάμεσα στ’ άλλα κατάλοιπα του συνοικισμού στο Αλέτρι αποτελεί αδιάσειστη μαρτυρία για την τέλεια γνώση της επεξεργασίας του χαλκού στην περιοχή αυτή της βορειοδυτικής Κύπρου σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Το πολύτιμο αυτό μέταλλο προφανέστατα προερχόταν από τα πλούσια χαλκωρυχεία της Σκουριώτισσας, που απέχουν μόνο εννέα χιλιόμετρα από το Αλέτρι και που πιθανό να προμήθευαν κι άλλους, άγνωστους μέχρι σήμερα, συνοικισμούς στην περιοχή των Σόλων, ίσως και αρχαιότερους από τους δυο μικρούς συνοικισμούς στην Αμπελικού.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

ΚΟΙΝΟΤΑΡΧΗΣ ΑΜΠΕΛΙΚΟΥ:
ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ

Φιλιά

Το χωριό Φιλιά βρίσκεται 25χλμ δυτικά της Λευκωσίας και 9χλμ ανατολικά της Μόρφου. Είναι κτισμένο στο λεκανοπέδιο Μόρφου σε μέσο υψόμετρο 130μ. Την καμπίσια περιοχή του χωριού διαμελίζει ο ποταμός Οβγός, που ρέει βόρεια του χωριού.

Η Φιλιά συνδέεται στα ανατολικά με το χωριό Γερόλακκος (15χλμ.), στα δυτικά με το χωριό Μάσαρη (1,5χλμ.) και μέσω του με την κωμόπολη της Μόρφου (10χλμ.). Στα βορειοδυτικά συνδέεται με το χωριό Κυρά (3,5χλμ.).

Κατά μία εκδοχή το όνομα του χωριού προήλθε από τη λέξη φίλος, φιλία, επειδή οι κάτοικοι του λέγεται ήσαν φιλιωμένοι και αδελφωμένοι. Αλλά, το πιθανότερο είναι το όνομα να προήλθε από την αρχαιότητα επειδή εκεί υπάρχει ο πολύ σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της Φιλιάς.

Επίσης, σε παλαιούς χάρτες σημειώνεται χωριό με την ονομασία Φιλιά ανατολικά του χωριού Κυθρέα, και η Φιλιά αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές με αποτέλεσμα ορισμένοι να υποθέτουν ότι το χωριό πιθανόν να ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου.

Οι κάτοικοι της Φιλιάς ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών, λαχανικών και σιτηρών. Επίσης, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το 1973 εκτρέφονταν 1.362 πρόβατα, 1.429 κατσίκες, 71 αγελάδες και 10.735 πουλερικά.

Το 1960 ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 731 κατοίκους και το 1973 σε 1042.

Στα όρια του χωριού βρίσκονται οι εκκλησίες Αγίου Γεωργίου και Προφήτη Ηλία και τα ερείπια των εξωκλησιών Αξώπετρα και Παλιοεκκλησιά.

Στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο που κατά τη σχολική χρονιά 1973-74 σε αυτό φοιτούσαν 186 μαθητές.

Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν τα ελληνικά ονόματα μετονόμασαν το χωριό σε Serhatkoy (χωριό των συνόρων»).

Ο αρχαιολογικός χώρος Φιλιάς

Τα μέχρι σήμερα γενικά αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα από το στενό συνοριακό περιβάλλον της Φιλιάς, γύρω στα 10 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόρφου και 20 χιλιόμετρα δυτικά της Λευκωσίας, μαρτυρούν ότι στην τοποθεσία Δράκος του τουρκοκρατούμενου αυτού χωριού αναπτύχθηκαν δυο σημαντικοί προϊστορικοί κυπριακοί συνοικισμοί.

Ο αρχαιότερος συνοικισμός ανασκάφηκε τμηματικά μεταξύ των ετών 1965 και 1970 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και του Εδιμβούργου υπό τη διεύθυνση του καθηγητή T. Watkins. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά πορίσματα των Βρετανών αρχαιολόγων τα αποκαλυφθέντα οικιστικά κατάλοιπα του συνοικισμού αυτού, που είναι πολύ αμυδρά, χρονολογούνται από το 5300 μέχρι το 3800 περίπου π.Χ. και αντιπροσωπεύονται από τρεις διαδοχικές πολιτιστικές φάσεις, που εντάσσονται στην Κεραμική Νεολιθική περίοδο. Η πρώτη φάση παραλληλίζεται με τον πολιτισμό του συνοικισμού στο Αγρίδι του Δαλιού, η δεύτερη με την τελευταία φάση του πολιτισμού στον συνοικισμό του Τρουλιού και η Τρίτη φάση με τον πολιτισμό των παρόμοιων νεολιθικών συνοικισμών στον Άγιο Επίκτητο και στη Σωτήρα.

Τα κατάλοιπα των κατοικιών στον Δράκο της Φιλιάς φαίνεται να αποτελούσαν μικρό οικιστικό σύνολο γεωργοκτηνοτρόφων. Οι κατοικίες που ανήκουν στην πρώτη και δεύτερη φάση του συνοικισμού ήσαν απροσδιόριστου σχήματος. Οι κατοικίες όμως της τρίτης φάσης είχαν ακανόνιστο τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα με στρογγυλεμένες γωνίες και οι τοίχοι τους ήσαν λιθόκτιστοι στο κάτω μέρος και πλινθόκτιστοι στο πάνω μέρος. Οι στέγες τους υπολογίζεται ότι ήσαν επίπεδες, καμωμένες από καλάμια και ξύλα, επενδυμένες με παχύ, συμπαγές στρώμα πηλού και στηριγμένες σ’ ένα κεντρικό πάσσαλο, στερεωμένο στο γήινο δάπεδο, που έφερε κυκλικές εστίες και χαμηλά έδρανα, όπως ακριβώς στις αντίστοιχες νεολιθικές κατοικίες στη Σωτήρα και τον Άγιο Επίκτητο. Στο νότιο και δυτικό τμήμα του συνοικισμού αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οχυρωματικού τοίχου και μια τάφρος, πλάτους 2 μέτρων και βάθους 1,5 μέτρου, που ανήκουν στην αρχική του φάση. Στη δεύτερη φάση του συνοικισμού, όπως και στον Άγιο Επίκτητο, τα οχυρωματικά αυτά έργα καταστράφηκαν και οι κατοικίες επεκτάθηκαν πολύ πιο πέρα απ’ αυτά.

Οι ταφές των νεκρών γίνονται σε ειδικό χώρο πολύ κοντά στον συνοικισμό. Σ’ ένα από τους τάφους, που είναι αβαθές, ορθογώνιο, όρυγμα, βρέθηκε ένας σκελετός σε συνεσταλμένη στάση, χωρίς κτερίσματα.

Εκτός από την ομοιογένεια του καθημερινού τρόπου ζωής, της οικιακής αρχιτεκτονικής, των ταφικών εθίμων και του συστήματος οχύρωσης, τα λίθινα αγροτικά εργαλεία και τα οικιακά σκεύη καθώς και τα βιοτεχνικά είδη του Δράκου της Φιλιάς, τόσο στην ποιότητα όσο και στην τεχνική κατασκευή, είναι πανομοιότυπα μ’ εκείνα των νεολιθικών συνοικισμών στη Σωτήρα και στον Άγιο Επίκτητο. Από το είδος, τον αριθμό, την ποικιλία και την ποιότητα των αγροτικών εργαλείων και των οικιακών σκευών φαίνεται καθαρά ότι οι κύριες ασχολίες των κατοίκων των κατοίκων της μικρής αυτής κοινότητας ήσαν η γεωργία, η βοσκή αιγοπροβάτων, η εκτροφή χοίρων και η βιοτεχνία. Το κυνήγι κατατάσσεται στις δευτερεύουσες, ευκαιριακές ασχολίες τους. Τα διάφορα αυτά ευρήματα αντιπροσωπεύονται από λίθινες αξίνες, τριπτήρες, κοπάνους, πυριτολιθικές λεπίδες, κύπελλα και άλλα είδη οικιακών σκευών. Μερικά μικρά διάτρητα περίαπτα από στεατιίτη και οστέινα δείγματα καρφίδων και ψήφων περιδεραίων είναι επιπρόσθετες σαφείς αποδείξεις εξελιγμένης μικροτεχνίας και καλαισθησίας. Τα περισσότερα από τα αγροτικά εργαλεία ακολουθούν στους τύπους την προκεραμεική νεξολιθική παράδοση και ο σκληρός γκριζόμαυρος ανδεσίτης είναι το βασιλικό υλικό για την κατασκευή τους.

Τα πρώιμα δείγματα αγγειοπλαστικής περιλαμβάνουν μερικά όστρακα, παρόμοια μ’ εκείνα που βρέθηκαν στο Αγρίδι του Δαλιού, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια χονδροειδή και ατημέλητη κατασκευή με καταφανή την άγνοια στην τεχνική της τέλειας όπτησης. Η ακόσμητη επιφάνειά τους είναι καμένη και μαυρισμένη και ο πηλός σχεδόν ακατέργαστος και άψητος. Στα ανώτερα στρώματα του συνοικισμού βρέθηκαν και τα πρώτα δείγματα κεραμεικών οστράκων με τη χαρακτηριστική ερυθρωπή ή καστανή διακόσμηση πάνω στη λευκή επιφάνεια του αγγείου, που, υποθετικά, χρονολογούνται στις αρχές της πέμπτης χιλιετίας π.Χ. Στα ίδια στρώματα βρέθηκαν επίσης και μερικά όστρακα με τη χαρακτηριστική «κτενιστή» διακόσμηση, που ακολουθούν την τεχνοτροπία τα πανομοιότυπα πρότυπα των αγγείων της Σωτήρας.

Ο δεύτερος προϊστορικός συνοικισμός στην ίδια τοποθεσία της Φιλιάς, ο λεγόμενος Δράκος Β’ εντάσσεται στην τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου (2900-2500 π.Χ.). Οι ανασκαφές στον συνοικισμό αυτό έγιναν σε πολύ μικρή κλίμακα το 1943 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την διεύθυνση του Πορφύριου Δίκαιου. Τα ελάχιστα δείγματα των κατοικιών, που αποκαλύφθηκαν, παρουσιάζουν κτυπητές ομοιότητες με τις κατοικίες των συνοικισμών της ίδιας περιόδου, που βρέθηκαν στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος του χωριού Αμπελικού. Οι κατοικίες αυτές συνεχίζουν την αρχιτεκτονική παράδοση των προγενέστερων νεολιθικών κατοικιών με τα λιθόκτιστα θεμέλια και τα γήινα επίπεδα δάπεδα. Πάνω στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν αρκετά κεραμικά όστρακα, λίθινα αγροτικά εργαλεία, οικιακά σκεύη και βιοτεχνικά είδη, που περιλαμβάνουν αξίνες, οστέινες βελόνες, κοπάνους, τριπτήρες και διάφορα άλλα αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού, που χαρακτηρίζουν την τελευταία φάση της Χαλκολιθικής περιόδου. Τα κεραμεικά όστρακα ανήκουν σε ερυθρά και μελανά στιλπνά αγγεία, σε λευκά ερυθροβαφή αγγεία και σε αγγεία με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση. Η προέλευση των προτύπων των αγγείων με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση πολύ πιθανό να είναι από τη νοτιοδυτική περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί παρόμοια αγγεία βρέθηκαν και στην Ταρσό.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ
  • ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΑΛ. ΣΟΛΩΜΟΥ
  • ΣΟΛΩΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ
  • ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
  • ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΚΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
  • ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΜΑΡΑ

Χρυσηλιού

Μικρό αμιγές ελληνικό χωριό περί τα 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της κωμόπολης Μόρφου στα διοικητικά όρια της οποίας περιλαμβάνεται. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Το χωριό είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 60 μέτρων.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών και με την κτηνοτροφία. Το 1973 εκτρέφονταν από 19 κτηνοτρόφους 410 πρόβατα, 35 κατσίκες και 353 πουλερικά.

Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν 92 που μειώθηκαν στους 81 το 1891, στους 74 το 1901, αυξήθηκαν στους 75 το 1911, μειώθηκαν στους 40 το 1921, στους 31 το 1931 αλλά αυξήθηκαν στους 52 το 1946 και στους 60 το 1960.

Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και απαντάται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Crusulin. Δεν είναι γνωστό σε ποιά οικογένεια ευγενών ανήκε κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Πιθανώτατα είτε στην οικογένεια των ντε Μόρφου, που κατείχαν τη γειτονική Μόρφου, είτε στην οικογένεια των ντε Νόρες που είχαν φέουδο στην περιοχή, απ’ όπου και η ονομασία Τενούριν κοντινού μεσαιωνικού οικισμού (φέουδο γνωστό ως csal Zenuri ή Tenari, από το επίθετο de Nores).

Το χωριό φαίνεται να είχε ιδρυθεί ακόμη πιο πριν, κατά την περίοδο των Βυζαντινών χρόνων, αν κρίνουμε από την ονομασία του, προερχόμενη πιθανώτατα από το οικογενειακό επίθετο κάποιου Βυζαντινού ιδιοκτήτη της περιοχής. Το όνομα Χρυσήλιος (ή και Χρυσουλιός), είναι βυζαντινό κι απ’ εδώ φαίνεται ότι πήρε και το χωριό την ονομασία του (κι όχι από λέξεις χρυσός ήλιος όπως μερικοί υποθέτουν). Μάλιστα ο Σίμος Μενάρδος (Τοπωνυμικόν της Κύπρου) προχωρεί να υποθέσει ότι ο άγνωστος ιδιοκτήτης της Χρυσήλιος ή Χρυσουλιός ήτο πιθανώτατα ιδρυτής του ναΐσκου του Σωτήρος, όστις κοινώς ονομάζεται Αγιά Σωτήρα.

Η αναφερόμενη εκκλησία του Σωτήρος στην Χρυσηλιού είναι μικρή μεσαιωνική εκκλησία κτισμένη με πελεκητές πέτρες.

Μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974, και στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό τοπωνύμιο από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονόμασαν την Χρυσηλιού σε Yuvacik, που μπορεί να μεταφραστεί ως φωλιά.

Ο αρχαιολογικός χώρος Χρυσηλιού

Ο αρχαιολογικός αυτός προϊστορικός χώρος, που ερευνήθηκε κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, βρίσκεται όχι μακριά από τον σημαντικό αρχαιολογικό χώρο της Τούμπας του Σκούρου και κοντά σε τοποθεσία όπου το 1960 ανεσκάφη μικρό ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Εξ άλλου, στην ίδια περίπου περιοχή της Μόρφου, είχε εντοπιστεί εκτεταμένη νεκρόπολη.

Όλα τα πιο πάνω αρχαιολογικά κατάλοιπα ανήκουν σε διαφορετικές εποχές και αποδεικνύουν μια μακρά συνέχιση κατοίκησης στην πεδιάδα της Μόρφου (βλέπε λεπτομέρειες στο λήμμα Μόρφου). Η νεκρόπολη, στην τοποθεσία «Αμπέλια», χρονολογήθηκε από τους Γεωμετρικούς έως του Ελληνιστικούς χρόνους. Στα Ελληνιστικά χρόνια χρονολογήθηκε και το αγροτικό ιερό της Αφροδίτης. Ο αρχαιολογικός χώρος της Τούμπας του Σκούρου, που ανεσκάφη μεταξύ του 1971 και τουα 1973, είναι κατά πολύ αρχαιότερος και αποτελεί τα κατάλοιπα τμήματος μιας από τις πιο σημαντικές αρχαίες κυπριακές πόλεις της ‘Υστερης εποχής του Χαλκού (1650 – 1050 π.Χ.). Κατά πολύ αρχαιότερος είναι ο αρχαιολογικός χώρος στη Χρησηλιού, που χρονολογείται στη Χαλκολιθική ΙΙ περίοδο (2900 – 2500 π.Χ.) και στην πρώτη φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (2500 – 2075 π.Χ.).

Τα αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί στη Χρυσηλιού την εντάσσουν στο γενικότερο πλαίσιο του λεγόμενου «πολιτισμού της Φιλιάς» (ή της «φάσης της Φιλιάς») και τη συνδέουν με τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της δυτικής πεδιάδας της Κύπρου και ιδίως τους χώρους κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Οβγού (Χρυσηλιού, Κυρά, Φιλιά, Δένεια, Μόρφου). Κύριο χαρακτηριστικό της «φάσης της Φιλιάς» είναι η κεραμεική με ερυθρά και μελανά στιλπνά αγγεία, με λευκά ερυθροβαφή αγγεία και με αγγεία με μελανό επίχρισμα και «κτενιστή» διακόσμηση. Τα τελευταία παρουσιάζουν ομοιότητες με κεραμική της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Γι’ αυτό προβλήθηκε και η θεωρία ότι πιθανό μια καταστροφή που έφερε το τέλος της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στη Μικρά Ασία, οδήγησε Μικρασιάτες πρόσφυγες να έλθουν στην Κύπρο και να εγκατασταθούν σε συνοικισμούς κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Οβγού, περιλαμβανομένης της Χρυσηλιού.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ:

  • ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ
  • ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
  • ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
  • ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
  • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Καραβοστάσι

Μεικτό χωριό στην ημικατεχόμενη περιοχή της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Το χωριό βρίσκεται περί τα 54 χλμ. δυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας κι από την κωμόπολη της Μόρφου, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά, απέχει περί τα 18 χλμ. Μέσα στα διοικητικά όρια του Καραβοστασίου βρίσκονται οι οικισμοί Ποταμός του Κάμπου (περί τα 2 χλμ. δυτικά) και Ξερός (περί το 0,5 χλμ. ανατολικά).

Το Καραβοστάσι είναι κτισμένο στην πεδιάδα της Μόρφου, σε μέσο υψόμετρο 5 μέτρων. Το καμπίσιο τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο στα ανατολικά από τον Ξερό ποταμό και στα δυτικά από τον ποταμό του Κάμπου.

Οι κυριότερες καλλιέργειες στο Καραβοστάσι, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήσαν τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, λεμόνια, γκρέιπφρουτ και κιτρόμηλα) και λίγα σιτηρά. Η έκταση των κήπων εσπεριδοειδών ανερχόταν στο 1966 στα 49 εκτάρια (366 σκάλες). Η κτηνοτροφία του χωριού περιοριζόταν στην εκτροφή λίγων προβάτων και αιγών.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Καραβοστάσι συνδέεται οδικά στα βορειοανατολικά με το χωριό Πεντάγυια (περί τα 6 χλμ.) μέσω Ξερού, και στα βορειοδυτικά με το χωριό Κάτω Πύργος (περί τα 15 χλμ.) μέσω του Ποταμού του Κάμπου. Συνδέεται επίσης στα νοτιοανατολικά με το χωριό Λεύκα (περί τα 4 χλμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Αμπελικού (περί τα 4 χλμ.).

Τα γειτονικά μεταλλεία του Μαυροβουνίου, της Σκουριώτισσας και του Αμπλικιού, οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού καθώς και το λιμάνι του Καραβοστασίου βοήθησαν, πριν από την τουρκική εισβολή, στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού τόσο από το Καραβοστάσι όσο και από τα γύρω χωριά. Από τα μεταλλεία της περιοχής, το μετάλλευμα μεταφερόταν με σιδηρόδρομο στα εργοστάσια επεξεργασίας στον Ξερό, και στη συνέχεια γινόταν η φόρτωση στα πλοία για εξαγωγή από το λιμάνι του Καραβοστασίου, το οποίο διέθετε όλες τις σύγχρονες εγκαταστάσεις για το σκοπό αυτό.

Το Καραβοστάσι γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την αυξομείωση στην παραγωγή και εξαγωγή μεταλλευμάτων από την περιοχή. Το 1881 οι κάτοικοι ήσαν 38, που μειώθηκαν στους 21 το 1891 αλλά αυξήθηκαν στους 29 το 1901, στους 81 το 1911 (62 ο οικισμός και19 το λιμάνι), στους 142 το 1921 (131 ο οικισμός και 11 το λιμάνι) και στους 395 το 1931 (305 ο οικισμός και 90 το λιμάνι). Το 1946 οι κάτοικοι του χωριού ήσαν 1.759 (1.443 ‘Ελληνες, 277 Τούρκοι και 39 άλλων εθνικοτήτων). Κατά την απογραφή του 1960 ο πληθυσμός του Καραβοστασίου συνυπολογιζόταν με τον πληθυσμό του γειτονικού χωριού Ξερός και οι κάτοικοι ήσαν 1.510 (1.111 ‘Ελληνες, 333 Τούρκοι και 66 άλλων εθνικοτήτων). Από το 1965 και μετά ο πληθυσμός του Καραβοστασίου άρχισε να ελαττώνεται αισθητά, σαν αποτέλεσμα της σημαντικής μείωσης στην παραγωγή και εξαγωγή μεταλλευμάτων, ιδιαίτερα από το μεγάλο σε αποθέματα μεταλλείο του Μαυροβουνίου. Έτσι το 1973 οι κάτοικοι του Καραβοστασίου ήσαν μόνο 334 (305 Έλληνες και 29 άλλων εθνικοτήτων).

Η περιοχή του Καραβοστασίου κατοικείτο από την Αρχαιότητα και ήταν πολύ σημαντική. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη των Σόλων και στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το χωριό, υφίστατο κατά την Αρχαιότητα το λιμάνι των Σόλων. Στην ίδια τοποθεσία στάθμευαν καράβια και στα νεώτερα χρόνια, γι’ αυτό και το χωριό ονομάστηκε Καραβοστάσι, που σημαίνει ακριβώς στάση (σταθμός) καραβιών. Κατά τον Τζέφρυ, το λιμάνι του Καραβοστασίου χρησιμοποιείτο (κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) από καράβια που στάθμευαν εκεί και φόρτωναν υλικά οικοδομών από τα ερείπια της γειτονικής αρχαίας πόλεως των Σόλων.

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας το Καραβοστάσι και η περιοχή του αναφέρεται με την ονομασία Άγιος Αυξίβιος και πρόκειται για τον Α΄ Επίσκοπο των Σόλων.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 709), αναφέρει ότι στο λιμάνι του Αγίου Αυξιβίου, δηλαδή στο Καραβοστάσι, είχε αποβιβαστεί η Ελένη Παλαιολογίνα όταν έφτασε στην Κύπρο από τον Μοριά για να παντρευτεί τον βασιλιά του νησιού Ιωάννη Β΄: …Και την Κυριακήν της Τυρινής, τη β’ Φεβραρίου, αυμα’ Χριστού [=2.2.1441], ήλθεν η κυρά η Ελένη Παλαιολό(γ)ου κόρη του δεσπότου του Μοριά, εις τον Άγιον Αυξίβιον…

Ο δρόμος που συνδέει τη Λευκωσία με το Καραβοστάσι συμπληρώθηκε στην αρχή του αιώνα, το 1900, ενώ τον επόμενο χρόνο είχε αρχίσει η κατασκευή του παραλιακού δρόμου από το Καραβοστάσι προς τον Πωμό και την Πόλη Χρυσοχούς. Κατά το 1901 κατασκευάστηκε κι ο δρόμος από το Καραβοστάσι προς τη Λεύκα.

Η περιοχή βομβαρδίστηκε από την τουρκική πολεμική αεροπορία τον Αύγουστο του 1964, καθώς επίσης και 10 χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.

Το λιμάνι, που πιο πριν εξυπηρετούσε τα πλοία που φόρτωναν μετάλλευμα από τα γειτονικά μεταλλεία του Μαυροβουνίου και της Σκουριώτισσας, χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους εισβολείς μετά την κατάληψή του, τον Αύγουστο του 1974, ως ναυτικός σταθμός.

Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για αλλοίωση και εξάλειψη των ελληνικών ονομασιών στις κατεχόμενες απ’ αυτούς περιοχές της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονόμασαν το Καραβοστάσι σε Gemikonagi, ονομασία που σημαίνει ό,τι και η ελληνική, δηλαδή, σταθμός καραβιών.

*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας


ΚΟΙΝΟΤΑΡΧΗΣ ΚΑΡΑΒΟΣΤΑΣΙΟΥ:
ΘΗΣΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΕΒΡΟΣ

Καπούτι

Το χωριό Καπούτι βρίσκεται 31χλμ δυτικά της πόλης της Λευκωσίας και 6χλμ βορειοανατολικά της πόλης της Μόρφου, στις νότιες υπώρειες του Πενταδακτύλου στη γεωγραφική περιφέρεια Μόρφου, σε υψόμετρο 150μ.

Το χωριό συνδέεται στα βόρεια με το χωριό Διόριος (9χλμ), στα νοτιοανατολικά με το χωριό Κυρά (5,5χλμ) και στα νοτιοδυτικά με την κωμόπολη της Μόρφου (7χλμ). Στα νοτιοδυτικά του χωριού βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος στην τοποθεσία Τούμπα του Σκούρου. Το τοπίο του χωριού διαμελίζεται από τους ποταμούς Αλουπός, στα βόρεια του χωριού, και Οβγός στα νότιά του

Η ονομασία Καπούτιν αποτελεί παραφθορά του ιταλικού ονόματος Καπούτσι, και μας παραπέμπει στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Στους παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Capuci, ονομασία με την οποία αναφέρει το χωριό και ο Mas Latrie στον κατάλογο των αρχοντικών φέουδων που απετέλεσε αργότερα περιουσία της βασιλικής οικογένειας της Κύπρου.

Ο πληθυσμός του χωριού το 1960 ανερχόταν σε 766 κατοίκους και το 1973 αυξήθηκε στους 933.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια εσπεριδοειδών (κιτρόμηλα και πορτοκάλια), λαχανικών, κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών.

Στα βόρεια και ανατολικά του χωριού μια μεγάλη έκταση είναι ακαλλιέργητη και σ’ αυτή φυτρώνουν πεύκα και θαμνώδης φυσική βλάστηση. Υπάρχει επίσης περιοχή με ερείπια με το τοπωνύμιο Ντεμαντονα. Η ονομασία παραπέμπει στα χρόνια της φραγκοκρατίας.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και είναι κτίσμα του 15ου – 16ου αι.

Στο χωριό πριν την τουρκική εισβολή λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο που σε αυτό φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74, 141 μαθητές.

Οι Τούρκοι στην προσπάθεια τους για παραχάραξη της ιστορίας και της εξαφάνισης των ελληνικών ονομάτων μετονόμασαν το χωριο σε Kalkanli (ασπίδα).

  * Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:
  • ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΤΕΡΛΙΚΚΑΣ
  • ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
  • ΕΛΕΝΗ ΠΑΥΛΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΛΟΥΡΗΣ
  • ΑΝΤΡΟΣ ΕΥΑΓΟΡΟΥ

Λεύκα

Μεγάλο μεικτό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, που αναφέρεται κι ως κωμόπολη, περί τα 52,5χμ. δυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Στα νότια της Λεύκας και μέσα στα διοικητικά της όρια βρίσκεται το χωριό Απλίκι.

Το χωριό Λεύκα είναι κτισμένο μεταξύ δυο ποταμών, του Σέτραχου στα ανατολικά και του Ξερού στα δυτικά, σε μέσο υψόμετρο 140Μ. Το τοπίο στην περιοχή είναι διαμελισμένο από τα ποτάμια δίκτυα των ποταμών αυτών.

Στην περιοχή της καλλιεργούντο, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα εσπεριδοειδή, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και λίγα αμπέλια. Οι καλλιέργειες παραμένουν και σήμερα οι ίδιες. Οι αρδευόμενες εκτάσεις βρίσκονται στην κοιλάδα του Σέτραχου και η άρδευση γίνεται από το φράγμα της Λεύκας, που βρίσκεται στα νότια του χωριού. Υπάρχουν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονται από άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, μαζιές και ξισταρκές. Μεγάλο μέρος του νότιου τμήματος του χωριού καταλαμβάνεται από το κρατικό δάσος της Πάφου.

Εκτός από τη γεωργία, πολύ ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία. Το 1973 υπήρχαν στην Λεύκα 412 κτηνοτρόφοι από τους οποίους εκτρέφονταν 2.196 κατσίκες, 744 πρόβατα, 21 αγελάδες και 3.627 πουλερικά.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Λεύκα συνδέεται στα βορειοδυτικά με τα χωριά Καραβοστάσι (περί τα 4χμ.) και Ξερός (περί τα 4,5χμ.), στα νότια με το χωριό Απλίκι (περί το 1χμ.), και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Σκουριώτισσα (περί τα 4,5χμ.).

Στα νότια της Λεύκας και μέσα στα διοικητικά της όρια βρίσκονται τα γνωστά μεταλλεία χαλκούχου σιδηροπυρίτη του Μαυροβουνιού και του Απλικιού. Τόσο τα μεταλλεία αυτά όσο και το γειτονικό μεταλλείο της Σκουριώτισσας, οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού, και το λιμάνι του Καραβοστασίου βοήθησαν παλαιότερα, και πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού τόσο από τη Λεύκα όσο και από τα γύρω χωριά. Από τα μεταλλεία το μετάλλευμα μεταφερόταν με σιδηρόδρομο στα εργοστάσια επεξεργασίας στο Ξερό και στη συνέχεια γινόταν η φόρτωση στα πλοία για εξαγωγή από τις εγκαταστάσεις του Καραβοστασίου.

Οι προσοδοφόρες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και ιδιαίτερα η ανόρυξη του χαλκοπυρίτη και του σιδηροπυρίτη από τα μεταλλεία της περιοχής, υπήρξαν παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά και στην πληθυσμιακή αύξηση του χωριού, που υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή από το 1931 και μετά.

Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1881, η Λεύκα ήταν ο πέμπτος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας της μετά την πόλη της Λευκωσίας, τη Μόρφου, την Κυθρέα και το Καϊμακλί.

Το 1881 οι κάτοικοι της ήσαν 895 που αυξήθηκαν στους 907 το 1891, στους 1.143 το 1901, μειώθηκαν στους 1.008 το 1911 αλλά αυξήθηκαν στους 1.262 το 1921. Το 1931 οι κάτοκοι της Λεύκας ανέρχονταν στους 1.781 (1.415 Τουρκοκύπριοι και 366 Ελληνοκύπριοι) που αυξήθηκαν στους 3.752 το 1946 (2.685 Τουρκοκύπριοι, 981 Ελληνοκύπριοι και 86 άλλων εθνικοτήτων). Στη συνέχεια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων κατοίκων του χωριού το εγκατέλειψαν (κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59), και σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν αρκετοί Τουρκοκύπριοι από γειτονικά μεικτά χωριά. Έτσι από πολύ νωρίς η Λεύκα άρχισε να εξελίσσεται σε σημαντικό τουρκοκυπριακό θύλακο όπου μετακινούνταν Τουρκοκύπριοι από γειτονικά χωριά.

Το 1960 οι κάτοικοι της Λεύκας ήσαν 3.673, από τους οποίους οι 3.585 ήσαν Τουρκοκύπριοι, οι 34 Ελληνοκύπριοι και οι 54 άλλων εθνικοτήτων. Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, αρκετοί άλλοι Τουρκοκύπριοι από τη γύρω περιοχή εγκαταστάθηκαν στο χωριό όπου και αυτοεγκλωβίστηκαν, ενώ οι λιγοστοί εναπομείναντες Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο η Λεύκα απετέλεσε τον ισχυρότερο τουρκοκυπριακό θύλακο της περιοχής. Το 1973 οι κάτοικοι της Λεύκας ήσαν 4.544 (όλοι Τουρκοκύπριοι). Με βάση τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 1973, η Λεύκα ήταν ο όγδοος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας της μετά την πόλη της Λευκωσίας, τον Στρόβολο, τον ‘Αγιο Δομέτιο, το Καϊμακλί, τη Μόρφου, την Παλλουριώτισσα και την Αγλαντζιά.

Η μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή του μεταλλείου Μαυροβουνίου οδήγησε στην ανάπτυξη κοντά σ’ αυτό μεταλλευτικού οικισμού. Στην απογραφή πληθυσμού του 1881 αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του οικισμού αυτού ήσαν 200, το 1911 ήσαν 203, το 1921 μειώθηκαν στους 191, και το 1931 έφθασαν στους 718.

Η Λεύκα συγκαταλέγεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας.

Το χωριό υφίστατο με την ίδια ονομασία κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Lefca, ως Letca, ως Letta και ως Lefra. Κτισμένο σε ένα θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, στη στενή και όμορφη κοιλάδα του Σέτραχου, σε εύφορη γη, ήταν αρκετά πλούσιο και παραγωγικό ώστε να μη παραχωρηθεί σε ευγενείς αλλά να παραμείνει ως βασιλικό φέουδο. Ο ντε Μας Λατρί σημειώνει ότι η Λεύκα (Lefques) ανήκε στα βασιλικά κτήματα και ήταν μάλιστα μια από τις βαρωνίες της Κύπρου με πολλή διοικητική έκταση υπ’ αυτήν, και έδρα καπετάνιου (τοπικού διοικητή).

Στη Λεύκα, που ως βασιλικό φέουδο θα πρέπει να ήταν οχυρωμένη στα χρόνια της φραγκοκρατίας, αναφέρεται ότι είχε καταφύγει πληθυσμός από την πρωτεύουσα Λευκωσία κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1426. Αμέσως ακολούθησε η εξέγερση των Κυπρίων δουλοπαροίκων υπό τον ρήγα Αλέξη, στην οποία η Λεύκα ήταν μεταξύ των οικισμών που πρωτοστάτησαν κι απετέλεσαν, για αρκετούς μήνες, προπύργιο κι εστία των επαναστατών, μέχρι την καταστολή του κινήματος με βοήθεια από την Ευρώπη.

Μαρτυρία δίνει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 696): … Έβαλαν οι χωργιάτες καπετάνον εις την Λεύκαν, άλλον καπετάνον εις την Λεμεσόν, άλλον εις την Ορεινήν, και εις την Περιστερόναν άλλον, και εις του Μόρφου καπετάνον, και εις το Λευκόνικον ρήγαν Αλέξην, και όλοι οι χωργιάτες εδόθησαν εις την ’πόταξίν του…

Ο ίδιος χρονογράφος σημειώνει κι ένα επεισόδιο των βιαιοτήτων κατά την εξέγερση εκείνη: … Ομοίως ένας Αρμένης καβαλλάρης [=ιππότης] έπαιρνεν την γεναίκαν του να πάγη εις την Πάφον, και εις το καπετανίκιν της Λεύκας εδυναστέψαν [=κακοποίησαν] την γεναίκαν του, και κείνον εσκότωσάν τον…

Μετά την καταστολή της εξέγερσης, μεταξύ εκείνων που τιμωρήθηκαν αυστηρά από τους Φράγκους ήσαν και οι τοπικοί αρχηγοί της στη Λεύκα. Σημειώνει ο Μαχαιράς (παρ. 697): … Και επήγαν [οι δυνάμεις των Φράγκων] και ηύραν τους καπετάνους του Μόρφου και της Λεύκας και έτερους, και τους μεν εφουρκίσαν [=απαγχόνισαν], τους δε εκόψαν τες μούττες τους, και άλλοι έφυγαν…

Φαίνεται ωστόσο ότι το χωριό είναι αρχαιότερο της περιόδου της φραγκοκρατίας, κι ότι υφίστατο και κατά τα προγενέστερα Βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία του, εξάλλου, είναι ελληνική και προέρχεται από την λεύκη (λεύκη η μελανή, κοινώς λεύκα [Populus nigra], το ωραίο αυτό δέντρο που αυτοφύεται στις κοιλάδες της Σολιάς κι είναι γνωστότερο στην Κύπρο με την τουρκικής προελεύσεως ονομασία καβάτζιν). Μερικοί μελετητές μάλιστα θεωρούν ως προερχόμενες από την ονομασία του δέντρου αυτού και τις ονομασίες Λευκωσία και Λεύκαρα.

Εξάλλου η περιοχή της Λεύκας, με τα μεταλλεύματά της, ήταν κατοικημένη και κατά την Αρχαιότητα. Έχουν μάλιστα βρεθεί και αντικείμενα της Προϊστορικής εποχής (εποχή του Χαλκού). Η Λεύκα δεν απέχει πολύ από την περιοχή όπου βρίσκονταν κατά την Αρχαιότητα οι πόλεις Αίπεια και Σόλοι και πιθανότατα η περιοχή της ανήκε στο βασίλειο των Σόλων που ήλεγχε και τα κοντινά μεταλλεία. Επίσης ο ποταμός που περνά από το χωριό, ο Σέτραχος, διασώζει την ονομασία αρχαίας πόλεως, σύμφωνα προς ό,τι διασώζει ο Τζέτζης που τον αποκαλεί Σάτραχον (Τζέτζης, Σχόλια εις Λυκόφρονα, 448): … το δε Σάτραχόν φασι πόλιν και ποταμόν Κύπρου (=κι ο δε Σάτραχος λένε ότι είναι πόλη και ποταμός της Κύπρου).

Δεν είναι γνωστό πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η αρχαία πόλη Σάτραχος ή και Σέτραχος, κι έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Είναι πάντως πολύ πιθανό ότι βρισκόταν στην περιοχή της Λεύκας, γύρω από την οποία εκτεινόταν, σύμφωνα προς τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα, οικισμός των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Μεταξύ των ευρημάτων σε αρχαίους τάφους περιλαμβάνονται αρκετά γυάλινα αντικείμενα που διακρίνονται για την ποικιλία και την κομψότητά τους, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τον καλλωπισμό.

Η Λεύκα εξακολούθησε να υφίσταται ως σημαντικό φέουδο και κατά τη σύντομη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, που ακολούθησε την περίοδο της φραγκοκρατίας. Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71), το φέουδο κατασχέθηκε από τους νέους κατακτητές. Σύντομα υπερίσχυσε το τουρκικό στοιχείο, αφού οι νέοι κυρίαρχοι κατέλαβαν τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα αγροκτήματα και επαύλεις των Φράγκων όπου κι εγκαταστάθηκαν.

Τα δυο τζαμιά των Τούρκων, το Ιμπραχίμ Αγά και το Ορτά, κτίστηκαν σε χώρους όπου πιο πριν υφίσταντο εκκλησίες, πιθανώς καθολικές κατά την άποψη τόσο του G. Jeffery όσο και του R.Gunnis, αλλά και σύμφωνα και προς τοπική παράδοση. Ο Jeffery (Historic Monuments of Cyprus, 1918, p. 292) γράφει ότι είδε αρκετά ερείπια εκκλησιών στη γύρω περιοχή της Λεύκας, κι ότι οι λίγοι Έλληνες κάτοικοι του χωριού εκκλησιάζονταν σε ναό κοντά στον ποταμό. Μνημονεύει επίσης διάφορες εκκλησίες που υφίσταντο (Αγ. Γεωργίου, Αγ. Νικολάου, Αγ. Παρασκευής, Προφήτη Ηλία).

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η Λεύκα ήταν διοικητική πρωτεύουσα του διαμερίσματος (καζά ή κατηλλικιού) της Λεύκας (βλέπε λήμμα κατηλλίκι, στον τόμο Στ΄, σσ. 347-348, όπου και χάρτης διοικητικής διαιρέσεως της Κύπρου κατά την τουρκοκρατία). Σύμφωνα προς την έκθεση του Έλληνα προξένου Γ.Σ. Μενάρδου (1869), το κατηλλίκι της Λεύκας, με πρωτεύουσα την Λεύκα, περιελάμβανε 42 χωριά (23 ελληνικά, 6 τουρκικά και 13 μεικτά) με συνολικό πληθυσμό 8.920 (8.301 Έλληνες και 619 Τούρκοι). Η έκθεση του προξένου βασίστηκε σε στοιχεία του 1862.

Η Λεύκα πλήρωσε ειδικό φόρο για τη συντήρηση των τουρκικών στρατευμάτων των Γενιτσάρων στην Κύπρο, που μέρος τους στάθμευσε στο χωριό αυτό. Γύρω στα 1690 ενεπλάκη στην αποστασία του Μεχμέτ αγά Βογιατζίογλου που ηττήθηκε εδώ σε μια σύγκρουση.

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ιστορία Χρονολογική…, 1788, σ. 41), λανθασμένα θεωρεί την Λεύκα ως μια από τις τρεις αρχαίες πόλεις που ονομάζονταν όλες Αρσινόη κι είχαν κτιστεί κατά τα Ελληνικά χρόνια, συγχέοντάς την προφανώς με την Πόλη της Χρυσοχούς, το αρχαίο Μάριον, που ανοικοδομήθηκε ως Αρσινόη, ή λογαριάζοντάς την ως τέταρτη. Γράφει ωστόσο ότι η Λεύκα αφθονεί από βαμβάκια, μετάξια, καρπούς και γεννήματα, παρομοίως της Λαπίθου. τον παλαιόν καιρόν καλλιεργείτο και η ζάχαρη, αλλά την σήμερον παντάπασιν. ο αήρ αυτής υγιεινός.

Ο Αθ. Σακελλάριος (Τα Κυπριακά, Α’, 1890, σ. 135) γράφει:… Νοτιοανατολικώς δε των Σόλων μίαν και ημίσειαν ώραν περίπου [=απόσταση με μουλάρι] κείται επί υψιπέδου η κώμη Λεύκα, έδρα νυν του διαμερίσματος και έχουσα 900 κατοίκους Μωαμεθανούς το πλείστον και πολλούς κήπους εξ’ οπωροφόρων δένδρων, πορτοκαλεών, λεμονεών και άλλων δένδρων. Προς νότον δε της κώμης ταύτης ευρίσκονται ερείπια αρχαία πόλεως, εκτεινόμενα μέχρι του Καλού Χωριού και της Περιστερώνας. Ταύτα πιθανώς είνε η πόλις Αιπεία, κειμένη κατά τον Πλούταρχον υπεράνω των Σόλων…

Η Αίπεια θεωρείται πάντως σήμερα ότι βρισκόταν πλησιέστερα προς τους Σόλους. Δυστυχώς επειδή ολόκληρη η περιοχή βρίσκεται από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή, περαιτέρω αρχαιολογικές έρευνες δεν έγιναν.

Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας, η Λεύκα ήταν διοικητικό κέντρο της περιοχής με αστυνομικό σταθμό από το 1905 και κτηνιατρικές υπηρεσίες από το 1900 περίπου. Από το 1919-20 λειτούργησε και κωμοδικείο. Ο δρόμος που την συνέδεε με τη Λευκωσία ολοκληρώθηκε το 1903, μέσω Αστρομερίτη και Πέτρας, ενώ ο δρόμος μέσω Ξερού δεν ήταν παρά μονοπάτι μέχρι το 1901.

Από το 1915 λειτούργησε ανώτερο τουρκικό σχολείο στη Λεύκα, ενώ από το 1950 λειτούργησε και τουρκικό λύκειο. Υπάρχει επίσης τουρκική τεχνική σχολή στα βορειοδυτικά κράσπεδα του χωριού. Το λύκειο συγκέντρωνε τουρκόπαιδες και από τα γύρω χωριά.

Από τη Λεύκα καταγόταν ο ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 Μάρκος Δράκος. Κατά την διάρκεια του αγώνα, όταν δημιουργήθηκαν με την προτροπή των Άγγλων οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις, προσφυγοποιήθηκαν το 1958 και οι πρώτοι Ελληνοκύπριοι από περιοχές της οποίες υπερτερούσε το τουρκικό στοιχείο, περιλαμβανομένης της Λεύκας. Από το 1964 η Λεύκα απετέλεσε ισχυρό τουρκοκυπριακό θύλακο και στην περιοχή ήταν, για την επόμενη δεκαετία, πολύ εμφανής η παρουσία των ειρηνευτικών στρατευμάτων της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Τα γειτονικά μεταλλεία συνέχισαν να λειτουργούν και μετά το 1964, με τη βοήθεια της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, μέχρι δε το 1974 εργοδοτούνταν σ’ αυτά και πολλοί Τουρκοκύπριοι, όπως βέβαια και πιο πριν.

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του καλοκαιριού του 1974, η Λεύκα κατελήφθη από τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις τον Ιούλη, αλλά κρατήθηκε μόνο για λίγες μέρες. Όλη η περιοχή κατελήφθη από τους Τούρκους κατά την δεύτερη προέλασή τους, τον Αύγουστο του 1974.

Οι Τούρκοι ονομάζουν το χωριό Lefka, που αποτελεί παραφθορά της ελληνικής του ονομασίας. Το 1977 ο Ξερός – που μετονομάσθηκε από τους Τούρκους σε Tenesll – «επίσημα» προσαρτήθηκε διοικητικά στη γειτονική Λεύκα.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΚΕΝΤΟΥΣ:

  • ΧΡΥΣΩ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΟΥΡΑΝΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ
  • ΜΑΡΙΑ ΔΡΑΚΟΥ ΜΑΡΚΙΔΟΥ
  • ΛΕΝΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
  • ΣΑΒΒΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
  • ΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΦΡΙΞΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Πεντάγυια

Μεικτό χωριό στο λεκανοπέδιο Μόρφου, περί τα 48 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τούρκικα στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Η Πεντάγυια είναι κτισμένη στην πεδιάδα της Μόρφου, σε μέσο υψόμετρο 25 μέτρων. Από τον κόλπο της Μόρφου απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο. Το ανάγλυφο στην περιοχή της είναι καμπίσιο με μια μικρή κλίση προς τη θάλασσα. Το τοπίο της είναι διαμελισμένο από τους ποταμούς Ατσά και Καρκώτη, ενώ κατά μήκος του ανατολικού της συνόρου ρέει ο ποταμός Ελιά.

Η κυριότερη καλλιέργεια, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, ήταν τα εσπεριδοειδή (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές) η έκταση των οποίων ανερχόταν τον Δεκέμβρη του 1966 στα 98 εκτάρια (733 σκάλες). Επίσης εκαλλιεργούντο διάφορα είδη λαχανικών και σιτηρά.

Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν 675 πρόβατα, 378 κατσίκες και 4.354 πουλερικά.

Η Πεντάγυια εξυπηρετείται με ένα πολύ καλό οδικό δίκτυο. Βρίσκεται δίπλα στον δρόμο Πύργου-Καραβοστασίου-Μόρφου μέσω του οποίου συνδέεται στα νοτιοδυτικά με το χωριό Ξερός (περί τα 5,5χμ.) και στα βορειοανατολικά με το χωριό Καζιβερά (περί τα 3,5 χμ.) και μέσω του με την κωμόπολη της Μόρφου (περί τα 12χμ.). Συνδέεται επίσης στα νότια με το χωριό ‘Αγιος Γεώργιος Λεύκας (περί τα 6χμ.).

Οι προσοδοφόρες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και η σχετικά μικρή απόσταση του χωριού από την κωμόπολη της Μόρφου είναι οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην πληθυσμιακή του ανάπτυξη. Το 1881 οι κάτοικοί του ήσαν μόνο 84 που μειώθηκαν στους 77 το 1891 αλλά αυξήθηκαν στους 127 το 1901, στους 171 το 1911, στους 319 το 1921 και στους 420 το 1931. Το 1946 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 736 (716 Ελληνοκύπριοι, 10 Τουρκοκύπριοι και 10 άλλων εθνικοτήτων) στους 1.105 το 1960 (1.059 Ελληνοκύπριοι, 19 Τουρκοκύπριοι και 27 άλλων εθνικοτήτων) και στους 1.322 το 1973 (1.318 Ελληνοκύπριοι και 4 άλλων εθνικοτήτων).

Η περιοχή της Πεντάγυιας ήταν κατοικημένη από τα αρχαια χρόνια. Υπάρχει εκεί αρχαιολογικός χώρος που περιλαμβάνει τάφους των Ρωμαϊκών χρόνων σε απόσταση περί τα 2,5 χιλιόμετρα από το χωριό, όπου ο R. Gunnis (1936) γράφει ότι είχε επισκεφθεί τέτοιους τάφους, γύρω από την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει όμως και άλλος αρχαιότατος αρχαιολογικός χώρος, που αποδεικνύει την ύπαρξη συνοικισμού στην περιοχή της Πεντάγυιας κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού.

Κατά την Αρχαιότητα η Πεντάγυια και η περιοχή της θα πρέπει ν’ ανήκαν στη διοικητική έκταση του βασιλείου των Σόλων. Εξ άλλου κι αυτός ο ίδιος ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης των Σόλων βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά της Πεντάγυιας.

Αλλά και η ονομασία του χωριού το συνδέει με την Αρχαιότητα. Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη, από το αριθμητικό πέντε και την αρχαία λέξη αγυιά που σημαίνει δρόμος, οδός. ‘Αρα Πεντάγυια σημαίνει δρόμος, οδός. ‘Αρα Πεντάγυια σημαίνει πεντάδρομος (πρβλ. Και χωριό Ανάγυια [=’Ανω Αγυιά] κι άλλα κυπριακά τοπωνύμια όπως Αγυιά Κεπήρ [=Μεγάλος Δρόμος]. Επίσης στην Ελλάδα απαντώνται αρκετοί οικισμοί με την αρχαία ονομασία Αγυιά, όπως στην Κρήτη, στον νομό Λάρισας, στον νομό Πρέβεζας. Μπορούμε συνεπώς να υποθέσουμε ότι κατά την Αρχαιότητα στην περιοχή της Πεντάγυιας υφίστατο πόλη που ονομαζόταν Σέτραχος, όπως κι ο ομώνυμος ποταμός. Ο Τζέτζης (Σχόλια εις Λυκόφρονα, 448), γράφει: Σάτραχος (αντί Σέτραχος): το δε Σάτραχόν φασι πόλιν και ποταμόν Κύπρου (=ο δε Σάτραχος λένε πως είναι πόλη και ποταμός της Κύπρου). Ο Αθ. Σακελλάριος (Τα Κυπριακά Α’, 1890, σ. 137), αποδέχεται ανεπιφύλακτα ότι η Πεντάγυια (γράφει: Πεντάγεια) ήταν η αρχαία Σέτραχος.

Είναι όμως αμφίβολο εάν η πόλη Σέτραχος (ή Σάτραχος) βρισκόταν στην περιοχή της Πεντάγυιας. Γιατί ο ποταμός που έδωσε στην πόλη το όνομά του (ή το πήρε απ’ αυτήν) εκβάλλει δυτικότερα της Πεντάγυιας, διασχίζοντας τη Λεύκα.

Μερικοί γράφουν το χωριό στον τύπο Πεντάγια, θεωρώντας ως δεύτερο συνθετικό της ονομασίας του την λέξη αγιά (=αγία). Δεν υπάρχουν όμως μαρτυρίες που να συνδέουν την περιοχή με οποιεσδήποτε πέντε αγίες. Ο J. C. Goodwin (An Historical Toponymy of Cyprus), απιθάνως θεωρεί πιθανή την προέλευση της ονομασίας του χωριού από τη ξενική battaglia (=μάχη, σύγκρουση πολεμική).

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας η Πεντάγυια γνώρισε την μεγαλύτερή της ακμή. Όντας οικισμός που φαίνεται ότι προϋπήρχε κι ευημερούσε, απετέλεσε την διοικητική πρωτεύουσα διαμερίσματος και μια από τις 12 βαρωνίες του φράγκικου βασιλείου της Κύπρου. Και βέβαια μνημονεύεται επανειλημμένα στα μεσαιωνικά χρονικά, ο δε Μας Λατρί την περιλαμβάνει στον κατάλογο των βασιλικών κτημάτων (γράφοντας την Pendaia). Το χωριό βρίσκεται επίσης σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Pentaia και Pendaia.

Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει αρκετές φορές την Πεντάγυια:

Το 1363, επί βασιλείας του Πέτρου Α’ (1359-1369), ο Μαχαιράς σημειώνει επίθεση των Τούρκων στην Πεντάγυια με δύναμη από 12 καράβια υπό των Μωχάμεντ Ραϊς. Ορμώμενοι από την Αττάλεια οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Πεντάγυια κι αφού την λεηλάτησαν, έφυγαν παίρνοντας και πολλούς αιχμαλώτους: …και απεζεύσαν εις την Πενταγίαν, και εκουρσεύσαν πολλούς λας, και επήρεν τους [ο Μωχάμεντ Ραϊς] και πήγεν εις την Τουρκίαν…

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1373, ο Μαχαιράς αναφέρει προσπάθεια των Γενουατών, που είχαν εισβάλει τότε στην Κύπρο, να καταλάβουν την Πεντάγυια αφού πλησίασαν με 6 γαλέρες: …και εστράφησαν [οι γαλέρες] εις τον ‘Αγιον Ευξίφην και εις την Πενταγίαν… Στην Πεντάγυια όμως βρισκόταν ο κοντοσταύλης και στρατιωτικός αρχηγός της Κύπρου Ιάκωβος ντε Λουζινιάν (μετέπειτα βασιλιάς) με δύναμη από 300 στρατιώτες, που εκδίωξε τους επιδρομείς.

Σε άλλη περίπτωση, στο τέλος του 1373, οι βασιλικές δυνάμεις της Κύπρου που μάχονταν κατά των Γενουατών ζήτησαν, κατά τον Μαχαιρά, ενισχύσεις από Βούλγαρους μισθοφόρους που στάθμευαν στην Πεντάγυια.

Το 1374, όταν οι Γενουάτες πολιορκούσαν την Κερύνεια, ο κοντοσταύλης Ιάκωβος μάζεψε επανειλημμέν τρόφιμα από την Πεντάγυια κι άλλες περιοχές για τις ανάγκες της πολιορκημένης πόλης.

Τέλος, ο Μαχαιράς αναφέρει την Πεντάγυια (και τον γειτονικό ‘Αγιο Αυξίβιο) το πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ των Γενουατών και του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Α’ το 1385. Βάσει της συμφωνίας η Πεντάγυια δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιείται πλέον για προσέγγιση καραβιών που έρχονταν από την Τουρκία (για εμπόριο). Η αναφορά αυτή του Μαχαιρά υπονοεί ότι στην περιοχή της Πεντάγυιας υπήρχε λιμάνι απ’ όπου διεξαγόταν θαλασσινό εμπόριο.

Ο Γεώργιος Βουστρώνιος πάλι, στο δικό του Χρονικόν, αναφέρει αρκετές φορές την Πεντάγυια:

Ως έδρα του τζιβητάνου (=διοικητή του διαμερίσματος) Τζάν τα Μιλά (=Ιάκωβος ντε Μιλάν), το 1460.

Σε σχέση με το ναυάγιο μιας γαλέρας στην περιοχή: …εβγήκεν το κάτεργον του φρέ Πούσουλα απέ την Κερίνια, διά να πάγη εις την Ρόδον, και εις την Πενταγίαν ετζακίστη…

Το 1473 αναφέρει την Πεντάγυια ως χώρο αποβίβασης του νεαρού Βαλεντίνου ντε Μοντολίφ, προερχόμενου από τη Ρόδο, οπότε συνελήφθη ως κατάσκοπος και εστάλη εις τον τζιβητάνον [=διοικητή] της Πενταγίας, και αξαμινιάσαν τον [=τον ανέκριναν]…

Κατά την διάρκεια της διαμάχης για τον θρόνο της Κύπρου μεταξύ της Καρλόττας και του Ιακώβου Β’, ο Βουστρώνιος αναφέρει επίσης μάχη που διεξήχθη το 1464 στην Πεντάγυια μεταξύ μικρών δυνάμεων της Καρλόττας υπό τον Σόρ ντε Νάβες, και του τότε τζιβητάνου (=διοικητή) της Πεντάγυιας που ήταν ο γνωστός Δημήτριος ντε Κορόν.

Ο Βουστρώνιος, επιβεβαιώνοντας τον Μαχαιρά για ύπαρξη λιμανιού στην περιοχή της Πεντάγυιας, σημειώνει την άφιξη, στις 18.2.1474, στην Πεντάγυια τριών βενετσιάνικων καραβιών που έφεραν στην Κύπρο στρατιωτικές ενισχύσεις από την Κρήτη, υπό τον Μάρκο Βενέριο, συγγενή της βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο.

Η ακμή της Πεντάγυιας τερματίστηκε μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71). ‘Ανκαι για κάποιο διάστημα είχε πιθανώς υπάρξει έδρα διαμερίσματος (αναφέρεται κατηλλίκι Μόρφου και Πεντάγυιας), ωστόσο ο οικισμός περιέπεσε σε μαρασμό με αποτέλεσμα να έχει, στα τέλη της τουρκοκρατίας, μόνο 8-10 σπίτια.

Ωστόσο με τις νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά την αγγλική κατοχή (1878) της Κύπρου, ιδίως δε με την λειτουργία των μεταλλείων της περιοχής και την δημιουργία εγκαταστάσεων επεξεργασίας του μεταλλεύματος στην περιοχή Καραβοστασίου απ’ όπου άρχισαν εξαγωγές, όπως ακόμη η ίδρυση και λειτουργία του σιδηροδρόμου που ένωσε την Πεντάγυια με τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, η Πεντάγυια άρχισε ν’ αναπτύσσεται γοργά. Τούτο διαφαίνεται και στον πίνακα του πληθυσμού της, από το 1881 και ύστερα. Μεταξύ άλλων, κοντά στην Πεντάγυια είχε ιδρυθεί και νοσοκομείο, βασικά για τις ανάγκες των μεταλλείων, όμως εξυπηρετούσε κι όλη την γύρω περιοχή. Το νοσοκομείο εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το 1960, έως το 1974.

Η κύρια εκκλησία της Πεντάγυιας είναι αφιερωμένη στους αγίους Σέργιο και Βάκχο. Κοντά στην Πεντάγυια βρισκόταν και μικρό μοναστήρι, γνωστό ως Ξεροπόταμος, που αποτελούσε μετόχι του μοναστηριού του Κύκκου. ‘Ηταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο κι αναφέρεται ότι είχε δωρηθεί στον Κύκκο από κάποιον δούκα Γεώργιο στα τέλη των Βυζαντινών χρόνων.

Οι κάτοκοι της Πεντάγυιας προσφυγοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1974 κι έκτοτε το χωριό κατέχεται από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Επειδή η περιοχή (ιδίως το Καραβοστάσι) είναι στρατιωτική, στην Πεντάγυια οι Τούρκοι δεν επέτρεψαν την μαζική εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων αλλά κυρίως Τούρκων εποίκων. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν όλα τα ελληνικά τοπωνύμια από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, μετονόμασαν την Πεντάγυια σε Yasilyurt που σημαίνει πράσινη περιοχή.

* Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:

  • ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ ΚΟΥΣΠΟΓΕΝΗΣ
  • ΑΝΘΟΥΛΛΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
  • ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
  • ΤΑΚΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ