Το όνομα του φυτού προέρχεται από τις λέξεις «όρος» και «γάνος» (λαμπρότητα). Θεωρείται δηλαδή, το φυτό το οποίο λαμπρύνει το βουνό. Το φυτό αυτό, συναντάται κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και οι λαοί της περιοχής το γνώριζαν πολύ καλά και το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα.
Σήμερα, είναι γνωστό κυρίως ως μπαχαρικό και χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική και μεσογειακή κουζίνα. Πέραν όμως από την χρήση του ως καρύκευμα, έχει πάρα πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές, γνωστές από την αρχαιότητα, αποδεικνύονται και επιστημονικά στην σύγχρονη εποχή, όπου γίνονται και αναλύσεις για προσδιορισμό των συστατικών του.
Η ρίγανη περιέχει βιταμίνες A, C, Ε, K και μέταλλα όπως ο σίδηρος, το μαγνήσιο, το κάλιο και το ασβέστιο. Τα βασικότερα δραστικά συστατικά της ρίγανης είναι η καρβακρόλη και η θυμόλη. Είναι δύο ουσίες οι οποίες δρουν συνεργιστικά και γι’αυτό προσδίδουν στην ρίγανη τις θεραπευτικές αυτές ιδιότητες. Οι δύο αυτές ουσίες ανήκουν στις φαινόλες και συναντώνται και σε άλλα αρωματικά φυτά, συγγενικά με την ρίγανη, όπως είναι το θυμάρι.
Η ρίγανη και τα παράγωγά της είτε μπορούν να ληφθούν εσωτερικά (αφέψημα, έγχυμα κ.α) είτε να χρησιμοποιηθούν εξωτερικά (κατάπλασμα, επάλειψη ελαίου κ.α.), αναλόγως της ωφέλειας που προσδοκούμε να έχουμε.
Οι Έλληνες στην αρχαιότητα, έκαναν χρήση εσωτερική πίνοντας αφέψημα (αφήνω να ψηθεί). Έβραζαν, δηλαδή, σε νερό το ωφέλιμο μέρος του βοτάνου και το έπιναν σε δόσεις εντός 12 ωρών για δηλητηριάσεις, σπασμούς και κολικούς. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν και εξωτερικά για ανακούφιση πόνων. Οι σύγχρονοι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν την ρίγανη για τον πονόδοντο κάνοντας γαργάρες ή μασώντας χλωρό κλαρί.
Σήμερα, έχει επιβεβαιωθεί και επιστημονικά ότι η ρίγανη έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Οι σημαντικότερες παρατίθενται παρακάτω.
Ισχυρή αντιοξειδωτική δράση. Η υψηλή περιεκτικότητα της ρίγανης σε αντιοξειδωτικά μπορεί όχι μόνο να εξουδετερώσει τις βλάβες από τις ελεύθερες ρίζες, αλλά και να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι τα συστατικά της, ενδεχομένως να σκοτώνουν και τα καρκινικά κύτταρα. Η αντιοξειδωτική δράση της αξιολογήθηκε από πολλούς επιστήμονες περισσότερη από τα πλείστα φρούτα και λαχανικά που χαρακτηρίζονται για την δράση αυτή (μήλα,πορτκάλια κ.α. ).
Αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι διάφορα είδη ρίγανης μπορούν να αξιοποιηθούν ως αντιφλεγμονώδεις παράγοντες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε σκευάσματα για την πρόληψη ή την θεραπεία ασθενειών που σχετίζονται με τη φλεγμονή.
Αντιβακτηριακές ιδιότητες. Η υψηλότερη δραστικότητα της ρίγανης παρατηρήθηκε εναντίον του κολοβακτηριδίου Ε. Coli. Επίσης το έλαιο ρίγανης, όπως δοκιμάστηκε, δρα αποτελεσματικά κατά των μικροβίων που μεταδίδονται από τα τρόφιμα. Αυτό, δείχνει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συστηματικά για την καλυτέρευση της γαστρεντερικής υγείας και για την πρόληψη της τροφικής δηλητηρίασης.
Ισχυρή αντιιική δράση. Σε πολλές έρευνες, παρατηρήθηκε ότι η καρβακρόλη αδρανοποιεί τον νοροϊό, (ιική λοίμωξη που προκαλεί διάρροια, ναυτία και στομαχόπονο), ενώ αντίστοιχες μελέτες κατέδειξαν ότι η καρβακρόλη και η θυμόλη αδρανοποίησαν τον ιό του απλού έρπητα. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για καταπολέμηση του ιού της γρίπης καθώς και άλλων ιών.
Μεγάλη συνεισφορά στην προστασία του αναπνευστικού. Υψηλή αποτελεσματικότητα σε συμπτώματα και λοιμώξεις του αναπνευστικού καθώς και σε νοσήματα πνευμόνων. Δρα ως αποχρεμπτικό (εξαγωγή φλεγμάτων), είναι χρήσιμο για χρόνια βρογχίτιδα, ενώ πειράματα έδειξαν πολύ πιθανή την θεραπευτική επίδραση της καρβακρόλης στο άσθμα.Η καρβακρόλη είχε ,επίσης, θετική επίδραση σε έναν από τους κύριους δείκτες οξειδωτικού στρες που υπάρχουν στη διαδικασία πνευμονικής βλάβης.
Έντονη αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δραστηριότητα. Σε μελέτες, τα έλαια ρίγανης και θυμαριού, λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε καρβακρόλη και θυμόλη, παρουσίασαν σημαντική αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δράση. Το αντιμικροβιακό φάσμα της ρίγανης είναι ευρύ, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων.
Βοηθά στην ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Λειτουργεί ως στυπτικό (συσφίγγει τους χαλαρωμένους ιστούς) σε εντερικές διαταραχές και ανακουφίζει τα έντερα από αεροφαγία, τυμπανισμό και αέρια.
Έντονη δράση σε ρευματοπάθειες και μυοσκελετικά προβλήματα (εξωτερική χρήση). Το αιθέριο έλαιο, έχει την ικανότητα να διεισδύει στο δέρμα και να βοηθά το αρθρικό υγρό να κινείται. Επίσης έχει την ιδιότητα να αυξάνει και την ευελιξία των μυών, αλλά και να ανακουφίζει τους τένοντες από τους πόνους.
Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι οι ουσίες που εμπεριέχονται στην ρίγανη θα μπορούσαν, πιθανότατα, να παίξουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση ασθενειών που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα αντιβιοτικά.
ΡΙΓΑΝΕΛΑΙΟ (το αιθέριο έλαιο της ρίγανης)
Αιθέριο έλαιο κάθε φυτού, είναι το έλαιο που παράγεται από την απόσταξη των ωφέλιμων μερών του (φύλλα, βλαστός, άνθη, ρίζα κ.α.). Σήμερα, η χρήση αιθερίων ελαίων είναι εκτεταμένη, καθώς χρησιμοποιούνται ως κύρια συστατικά σε καλλυντικά, αρώματα, προϊόντα περιποίησης σώματος και μαλλιών, αντισηπτικά στοματικά διαλύματα, αποσμητικά αέρα κ.α.
Το αιθέριο έλαιο ρίγανης, εν αντιθέσει με πολλά άλλα αιθέρια έλαια, είναι πόσιμο, λαμβάνεται δηλαδή και εσωτερικά, αλλά πάντοτε αραιωμένο σε έλαιο βάσης (ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο) ή καθαρό αλκοόλ απόσταξης (τσίπουρο, ζιβανία). Τα συστατικά του είναι συμπυκνωμένα σε σχέση με άλλες μορφές (έγχυμα, αφέψημα, εκχύλισμα κ.α.), λόγω του ότι απαιτείται μεγάλη ποσότητα βοτάνου για την παραγωγή του. Γι’αυτό και αρκούν μόνο λίγες σταγόνες για την λήψη και δράση των ωφέλιμων στοιχείων του φυτού.
Συνεπώς, το ριγανέλαιο έχει όλες τις ευεργετικές ιδιότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καθώς οι δραστικές ουσίες του φυτού περιέχονται σε αυτό σε υψηλή συγκέντρωση. Δικαίως θεωρείται από πολλούς σύγχρονους βοτανολόγους ως φυσικό αντιβιοτικό με θετική επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Άτομα με αιμορραγικές διαταραχές, ή που πρόκειται να χειρουργηθούν πρέπει να κάνουν προσεκτική χρήση, καθώς η ρίγανη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Η ημερήσια εσωτερική χρήση ριγανελαίου να μην ξεπερνά τις 5-6 σταγόνες και για όχι περισσότερο από 5-6 ημέρες συνεχόμενες.
H χρήση ριγανελαίου δεν συνίσταται για εσωτερική χρήση σε εγκύους, θηλάζουσες και βρέφη, κάτι το οποίο ισχύει για τα πλείστα αιθέρια έλαια.
Μπορεί η ρίγανη να παρέχει πλειάδα θεραπευτικών δράσεων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η άμετρη κατανάλωση ρίγανης, σε οποιαδήποτε μορφή θα αποτρέψει όλες τις μολύνσεις και ασθένειες. Χρειάζεται και η ιατρική συμβουλή.
Το ριγανέλαιο, όπως και τα πλείστα αιθέρια έλαια, δεν διαλύονται εύκολα στο νερό. Χρειάζεται κάποιος οργανικός διαλύτης, έλαιο βάσης ή οινόπνευμα. Για εσωτερική λήψη χρειάζεται και μια ιατρική συμβουλή.
Την Τρίτη, 1 Φεβρουαρίου 2022 και ώρα 4:30 μ.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προστεί του πανηγυρικού εσπερινού της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου (δηλαδή την ανάμνηση του ερχομού Του στο ναό των Ιεροσολύμων και τον καθαρισμό της Παναγίας από τη «λοχεία» -σαραντησμός-), στον πανηγυρίζοντα ιερό ναό Παναγίας στην Σκουριώτισσα (παρά τα Κατύδατα). Στον ίδιο ιερό ναό ο Πανιερώτατος θα λειτουργήσει ανήμερα της εορτής.
Από χρόνια τώρα η εορτή των αγίων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, ένεκα της ευρύτατης κατά κόσμον μόρφωσής τους, αλλά και των θεοσόφων συγγραμμάτων τους, που τα έγραψαν σε ωραιότατη ελληνική γλώσσα και αποτελούν πηγή γνώσης και πυξίδα ασφαλή πνευματικής κατάρτισης, εορτάζεται από όλο τον Ελληνισμό με πανηγυρικές ομιλίες και έχει καθιερωθεί ως η «Εορτή των Γραμμάτων».
Αλλά, ποιά ήταν η έννοια της Παιδείας στους ιδίους τους Τρείς μέγιστους τούτους Ιεράρχες; Πώς την αντιλήφθηκαν, τη βίωσαν και τη δίδαξαν; Γι᾽ αυτούς Παιδεία δεν σήμαινε απλώς κατάκτηση γνώσεων, αλλά κατεξοχήν καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής: «Θεωρώ ως τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών το να καθοδηγείς ορθά τον άνθρωπο, το πολυτροπώτατο και ποικιλώτατο τούτο λογικό ζώο», δημηγορεί Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και, βεβαίως, η καθοδήγηση τούτη του ανθρώπου, κατά την κοινή αντίληψη των Πατέρων της Εκκλησίας μας, δεν μπορεί να είναι παρά χριστοκεντρική, με στόχο την εν Χριστώ επίτευξη του «καθ᾽ ομοίωσιν Θεού»: «Ομοίωση Θεού, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση. Αλλ᾽ η ομοίωση τούτη δεν επιτυγχάνεται χωρίς γνώση, η δε γνώση δεν κατορθώνεται χωρίς διδασκαλία», θεολογεί ο Μέγας Βασίλειος. Και επισημαίνει στη συνέχεια ο ιερός Χρυσόστομος, κάτι που και στις μέρες μας δυστυχώς συχνά συμβαίνει, σχετικά με την αγωγή των παιδιών: «Το ότι αμελούμε τα ίδια τα παιδιά μας, και φροντίζουμε μεν για τα υλικά τους αποκτήματα, αλλά περιφρονούμε τη φροντίδα των ψυχών τους, τούτο αποτελεί έσχατη παραφροσύνη».
Βεβαίως, η διδασκαλία των αγίων τούτων Πατέρων για πρόκριση της κατά Χριστόν αγωγής της ψυχής, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν την αξία ή σπουδαιότητα της απόκτησης γνώσεων, αλλά μία ιεράρχηση αξιών: Πρώτα το πνεύμα και η καλλιέργειά του, και μετά το σώμα και οι αναγκαίες γνώσεις για τον πρόσκαιρο τούτο βίο, όπως διασαφηνίζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Κι ας μη νομίζει κανείς ότι νομοθετώ να παραμένουν αμαθή τα παιδιά… Δεν εμποδίζω να μορφώνονται, λέγοντας αυτά, αλλ᾽ εμποδίζω να εστιάζεται η προσοχή τους μόνο στα σχολικά μαθήματα». Για τους Τρείς Ιεράρχες η Παιδεία αποτελεί μεγάλη υπόθεση, αφού ο Ιωάννης Χρυσόστομος καταλήγει στο να πεί τον βαρυσήμαντο λόγο: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι»!
Κι ακόμη κάτι, που θα τονίσουμε, τελειώνοντας το σύντομο τούτο κείμενό μας για το μεγάλο θέμα της Παιδείας, είναι το πόσο επιμένουν οι Τρείς Ιεράρχες στον θεμελιώδη ρόλο της ορθής διαπαιδαγώγησης των νέων, τόσο του δασκάλου, όσο και των γονέων, και κυρίως της ζωής και των πράξεών τους, του ζωντανού και φωτεινού τους παραδείγματος. Κι αυτό είναι κάτι, που πρέπει ιδιαίτερα να ληφθεί σήμερα υπόψη, όταν υπάρχει συχνότατα έλλειψη ή αδιαφορία κατήχησης των νέων στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, όταν το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία έχει συρρικνωθεί και συχνά αποστεωθεί, κι όταν όσα οργιάζουν στα τηλεοπτικά μέσα και το διαδίκτυο μπορούν μέσα σε ελάχιστο χρόνο να καταρρίψουν ό,τι με κόπο προσπαθεί ο παπάς κι ο δάσκαλος να οικοδομήσει σε μιά εύπλαστη, ευάλωτη κι αστήριχτη νεανική ψυχή.
Η ευθύνη όλων μας στο θέμα της Παιδείας είναι μεγάλη. Και η γραμμή των Τριών Ιεραρχών προς τούτο είναι σαφής, ταυτόσημη προς την οδό του Ευαγγελίου: Η απαιτούμενη θύραθεν κατάρτιση να συνδυάζεται με την οικοδομή πρώτα του εαυτού μας, των ποιμένων και διδασκάλων, εν Χριστώ, με μία συνεπή δηλ. χριστιανική ζωή. «Πρώτον ποιήσαι, ύστερον διδάξαι». Έτσι θα υπάρχει ελπίδα να καρποφορήσει με τη Χάρη του Θεού η διδασκαλία μας, και η Παιδεία του Γένους των Ρωμηών να επανέλθει στις παλαιές, αληθινές κι ασάλευτες ρίζες της, για να αναδεικνύει ανθρώπους ολοκληρωμένα μορφωμένους εν Χριστώ και νέους πολίτες της ουράνιας Βασιλείας.
Ομιλία στον Άγιο Γεώργιο Βροντάδου Χίου, στις 30/01/2012
Τρεις Ιεράρχες, 1835, Κύπρος
Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται, ως γνωστόν, η μνήμη τριών μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μεγάλου, επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του κατ’ εξοχήν Θεολόγου, και του Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου. Την ιδέα να εορτάζονται μαζί οι Τρεις Ιεράρχες συνέλαβε ο επιφανής λόγιος, ρήτορας και φιλόλογος, Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτών, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄ ο Κομνηνός.
Το σκεπτικό με το οποίο καθιερώθηκε ο εορτασμός έχει να κάνει με την ανάδειξης της αριστοτεχνικής σύνθεσης Λόγου και Πνεύματος, φιλοσοφίας και θεολογίας, γνώσης και πίστης την οποία πραγματοποίησαν με τη ζωή και το έργο τους οι τρεις Πατέρες. Η σημασία της σύνθεσης αυτής υπήρξε τεράστια, όχι μονάχα για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά για ολόκληρη τη μετέπειτα ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσω αυτής εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το ανθρώπινο πνεύμα, μια εποχή αρμονικής συνεργασίας και σύζευξης της ανθρώπινης λογικής με την ευαγγελική πίστη, προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις των καιρών. Διότι αυτό ακριβώς είναι που κατέστησε τους τρεις Ιεράρχες προσωπικότητες με οικουμενική εμβέλεια και διαχρονικό κύρος: το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν με τρόπο σαφή και ενορατικό ποιες ήταν οι ανάγκες και τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής τους, όχι μονάχα στο πνευματικό και θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της δράσης, της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Αυτό εξάλλου σημαίνει να είναι κανείς Πατέρας της Εκκλησίας: να είναι φορέας μιας συνείδησης ευαίσθητης και προφητικής, που συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής, συναισθάνεται τον πόνο, τις ανάγκες και τους καημούς του λαού του Θεού και δείχνει, με το λόγο και το παράδειγμα του, την οδό της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Το οξυμένο ιστορικό αισθητήριο των Πατέρων νομίζουμε, πως έχει ιδιαίτερη σημασία να προβληθεί σήμερα, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσιμες και μεταβατικές, όπου βασιλεύει η σύγχυση, η παθητικότητα και ο φόβος, και που μονάχα η σαφής κατανόηση της κατάστασής μας μπορεί να γεννήσει βάσιμες ελπίδες υπέρβασης της κρίσης.
Θα δώσουμε δυο μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ικανότητα των τριών μεγάλων Πατέρων να ερμηνεύουν σωστά την εποχή τους και να αναμετριούνται με τις προκλήσεις που αυτή έθετε ενώπιόν τους. Το πρώτο αφορά στη σφαίρα της θεωρίας, της παιδείας και του πολιτισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με την κριτική πολιτική παρέμβαση και την κοινωνική μέριμνα.
Είναι σε όλους γνωστή η εξαιρετική παιδεία και ευρυμάθεια την οποία είχαν οι τρεις Ιεράρχες. Φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική συγκαταλέγονται στο επιστημονικό τους οπλοστάσιο. Είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς όσο και επιμελείς –ξέρουμε ότι οι «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και συμφυείς» φοιτητές Γρηγόριος και Βασίλειος δυο δρόμους ήξεραν κατά τη διάρκεια των κοινών σπουδών τους στην Αθήνα: το δρόμο προς τη Σχολή και το δρόμο προς την Εκκλησία. Η ποσότητα και η ποιότητα του έργου τους τούς αναδεικνύουν σε πνευματικές προσωπικότητες πρώτου μεγέθους –είναι, στο χώρο της θεολογίας, ό,τι για το χώρο των φυσικών επιστημών είναι ένας Κοπέρνικος, ένας Νεύτωνας ή ένας Αϊνστάιν. Αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης. Δίχως έλλογο στοχασμό και αναλυτική εμβάθυνση –δηλαδή δίχως θεολογία– η πίστη κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε δεισιδαιμονία, στηριγμένη στην τυφλή υποταγή και τη φανατική προσήλωση. Γι’ αυτό κι όταν ο παλαιός συμφοιτητής τους στην Αθήνα Ιουλιανός –που ως Αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Παραβάτης»– εξέδωσε ένα Διάταγμα για την Παιδεία, με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς δασκάλους τη χρήση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, οι δυο Πατέρες αντέδρασαν άμεσα. Ο μεν Γρηγόριος υπερασπίζεται τη χρήση της έντεχνης γλώσσας εκ μέρους των χριστιανών, προκειμένου η αλήθεια του Ευαγγελίου να μπορέσει να γίνει κατανοητή και σεβαστή από τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ο Βασίλειος γράφει προς τους νέους, υποστηρίζοντας ότι το χάσμα ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στην κλασική παιδεία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεφυρωθεί. Αποφασίζοντας αυτοί, οι πλέον μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους, να διεκδικήσουν τα ελληνικά γράμματα που τόσο αγάπησαν, παραμένοντας ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί, ουσιαστικά εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Συνδέοντας την Πίστη του Ευαγγελίου με τον αρχαιοελληνικό Λόγο κατά τρόπο επιλεκτικό και διαλεκτικό έδωσαν τεράστια ώθηση στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει εν Χριστώ. Η δυναμική αυτής της σύνθεσης σημάδεψε τις μετέπειτα εξελίξεις, και ο Χριστιανισμός από χοντροειδής «ιουδαϊκή αίρεση», κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους και τους απλοϊκούς, μετατράπηκε σε οικουμενική θρησκεία υψηλής εκλέπτυνσης, ικανή να προσελκύσει και τους πλέον καλλιεργημένους. Αντλώντας στο εξής από τον μορφολογικό και εννοιολογικό πλούτο της θύραθεν γλώσσας και παιδείας, οι θεολόγοι της Εκκλησίας μπόρεσαν να επιτύχουν αρτιότητα και σαφήνεια στη διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενδιαφέρουσα και πειστική για τους ανθρώπους της εποχής τους. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα απομονωνόταν, το μήνυμά της θα έμενε άγνωστο στους πολλούς και το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου θα ακυρωνόταν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η σύνθεση αρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής γέννησε πολιτισμό υψηλής ποιότητας και καθόρισε τις τύχες της ανθρωπότητας για αιώνες.
Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται προσοχή, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις. Δεν μιλάμε εδώ για κανενός είδους σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το έργο των τριών Ιεραρχών σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδεολόγημα του «Ελληνοχριστιανισμού», το οποίο, ως γνωστόν, είναι προϊόν της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει ποικίλους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι υπό την επήρειά του καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών ως επίσημη εορτή των γραμμάτων και της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα –πρώτα από την Ιόνιο Ακαδημία το 1826 και στη συνέχεια από το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1842-43– όμως αυτό διόλου δεν σχετίζεται με το έργο και την πρόθεση των Πατέρων. Οι τελευταίοι περισσότερο από κάθε άλλον είχαν συναίσθηση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη πολιτισμικά και συμβολικά συστήματα ασύμπτωτα και αντιθετικά. Τα κοσμοείδωλά τους είναι τελείως διαφορετικά, οι θρησκειολογικές τους ταυτότητες είναι ανόμοιες, οι ηθικοί και αξιολογικοί τους κώδικες είναι ασύμβατοι, οι βιοθεωρίες τους αποκλίνουσες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι Πατέρες ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό, διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από τα θραύσματα των παλιών. Εκείνο που έκαναν οι τρεις Ιεράρχες ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της μορφής: προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η αλήθεια του Ευαγγελίου. Φυσικά ακόμη κι η επιλογή αυτή δεν έμεινε χωρίς αρνητικές παρενέργειες στο επίπεδο της θεολογίας –πως θα μπορούσε άλλωστε– ωστόσο τα θετικά στοιχεία, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ήταν απείρως περισσότερα των αρνητικών.
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με το κοινωνικό έργο και την δημόσια πολιτική παρουσία των τριών Ιεραρχών. Αν στο επίπεδο της θεωρίας και της θεολογίας η προσφορά του Βασιλείου και του Γρηγορίου ζυγίζει περισσότερο, όταν περνάμε στο επίπεδο της δράσης ανατέλλει το άστρο του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όχι πως υστερεί σε θεολογική εμβρίθεια ο Χρυσόστομος, καθώς πρόκειται για τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μεγάλης ερμηνευτικής παράδοσης της Αντιόχειας, που ανέδειξε το πολύσημο νόημα της Γραφής, συντελώντας στην πληρέστερη κατανόησή της από τους πιστούς. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το σημαντικότερο ίσως κείμενο της εκκλησιαστικής γραμματείας, τη Θεία Λειτουργία, που με τρόπο υποδειγματικό συνταιριάζει υψηλή ποίηση και βαθιά θεολογία. Όμως ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος μετατρέπεται σε πραγματικό πρότυπο πολιτικού θεολόγου. Υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, κατακρίνει τους αφιλάνθρωπους πλούσιους, εγκαινιάζει ιδρύματα για τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, οργανώνει συσσίτια για τους χιλιάδες φτωχούς της ξιπασμένης νεόπλουτης Βασιλεύουσας. Μα δεν είναι το τεράστιο φιλανθρωπικό τους έργο που τον καθιστά μεγάλο στη συνείδηση της Εκκλησίας. Φιλάνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί. Η διαφορά είναι ότι ο Χρυσόστομος συνδυάζει αγάπη και παρρησία. Συμπληρώνει το φιλανθρωπικό του έργο με δριμιά κριτική ενάντια στην εξουσία, ενάντια στους πολιτειακούς άρχοντες που θεσπίζουν άδικους νόμους και επιβάλλουν απάνθρωπη φορολόγηση στο λαό. Ακόμη και κατά της ίδιας της Αυγούστας Ευδοξίας βάλλει, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα και την πλεονεξία της. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι η φιλανθρωπία δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν λείπει ο πύρινος λόγος αναφορικά με τα αίτια και τους υπεύθυνους της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο για άνθρωπο που ελέγχει τους ισχυρούς και αντιστέκεται στην εξουσία, ο Χρυσόστομος εκδιώχθηκε, απειλήθηκε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε από τις κακουχίες σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πολιτική θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Πραγματικό πριγκιπόπουλο της ζωής από κάθε άποψη, επιλέγει μετά τις σπουδές του να αναχωρήσει για να ασκηθεί στην έρημο. Κι όταν μετά από χρόνια επιστρέφει και συναντιέται με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο εκείνος θα τον αναγνωρίσει μόνο από τη φωνή του. Οι μοναστικοί κανόνες που θα επεξεργαστεί υπήρξαν, ως γνωστόν, ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η μοναχική ζωή σε Ανατολή και Δύση. Όμως ο Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Συμπονά τους πάσχοντες και τους καταφρονημένους και για να τους ανακουφίσει ξοδεύει όλη την τεράστια περιουσία του για να οικοδομήσει το πρώτο συγκρότημα κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία της ανθρωπότητας, την περίφημη «Βασιλειάδα», με νοσοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες μέριμνας και περίθαλψης στις οποίες συμμετέχει προσωπικά και ο ίδιος. Δεν μένει όμως εκεί. Όμοια με το Χρυσόστομο συνοδεύει την πράξη με λόγο, τη φιλανθρωπία με θεολογία, την προσφορά με κριτική. Γράφει και κηρύττει κατά των πλουσίων που καταχρώνται τα κοινά θεόσδοτα αγαθά εις βάρος των φτωχών. Στηλιτεύει την απανθρωπιά τους, την ασέβεια και την αλαζονεία τους απέναντι στον πόνο του πλησίον. Ζητά δικαιοσύνη και έλεος, υπερασπίζεται την κοινοκτημοσύνη και καταδικάζει την αδιαφορία, την οποία θεωρεί συνενοχή. Και μόνο ο πρόωρος θάνατός του λίγο πριν κλείσει μισό αιώνα ζωής ανακόπτει την ορμή του για κοινωνική μαρτυρία και προσφορά.
Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού. Κι όταν πολύ σύντομα απογοητεύεται από τη διαγωγή των συνεπισκόπων του, τους οποίους δεν διστάζει να ελέγξει αυστηρά, με μεγάλη ευκολία –σχεδόν χαρούμενος– παραιτείται του λαμπρού αξιώματός και επιστρέφει στη γαλήνη της απομόνωσης. Ακόμη και με τον επιστήθιο φίλο του Βασίλειο ψυχραίνεται, που τον έμπλεξε με τα αξιώματα και τις έγνοιες της διοίκησης. Ακόμη και τότε όμως ομολογεί πως, παρά τα βάσανα και τους κόπους, αξίζει κανείς να δίνει τη μαρτυρία του, αναλαμβάνοντας πολιτική και κοινωνική δράση υπέρ των αδελφών εν Χριστώ, «και μάλιστα των ελαχίστων».
Η αποφασιστική αυτή στάση των τριών Ιεραρχών στα κοινωνικά ζητήματα προέκυψε ως απάντηση σε πιεστικά προβλήματα της εποχής, που είχαν να κάνουν με τη γενικευμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούσαν στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Διέγνωσαν δηλαδή οι Πατέρες ότι δεν αρκεί να ιερουργούν μόνο και να στηρίζουν τους ανθρώπους στην «αδάπανον ευσέβειαν», που έλεγε κι ο Βασίλειος, αλλά ως καλοί ποιμένες έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν και για την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής των συγκαιρινών τους. Και ως γενναίοι μαχητές που ήταν, αναδέχθηκαν αυτήν την ευθύνη, προτάσσοντας τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του λαού. Ακολουθούν σε αυτό τους Προφήτες της Π.Δ., που ελέγχουν τους ισχυρούς και υπερασπίζονται το όραμα της καθολικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος εξαρτά σαφώς την είσοδο στην τρισευλογημένη Βασιλεία Του από την αγάπη και τη φροντίδα που επιδεικνύει κανείς προς τον πλησίον –και μάλιστα αυτόν που έχει ανάγκη. Αποδεικνύουν έτσι οι Πατέρες εντελώς λανθασμένα τα σύγχρονα φληναφήματα περί της δήθεν πνευματικής αποστολής που οφείλει να έχει η Εκκλησία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πολλοί εντός και εκτός της Εκκλησίας, ότι δεν πρέπει να ασχολείται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα –να αδιαφορεί, μ’ άλλα λόγια, για τους υλικούς όρους της ύπαρξης. Λες και ο λαός του Θεού δεν αποτελείται από ανθρώπους με πιεστικές ανάγκες και πραγματικές ελλείψεις και επιθυμίες, αλλά από άσαρκους αγγέλους που τυρβάζουν ψάλλοντας εν ουρανοίς. Στους αντίποδες μια τέτοιας παρανόησης, το εμβληματικό υπόδειγμα των τριών Πατέρων μάς δείχνει, και στην περίπτωση αυτή, το σωστό δρόμο –το δρόμο της θυσίας και της διακονίας, που είναι ταυτόχρονα και δρόμος αντίστασης στο Κακό και κριτικής των αρχών και των εξουσιών του αιώνος τούτου. Τέτοιο ήταν πάντοτε το καθήκον όσων επιθυμούν να ονομάζονται και να είναι μαθητές του Χριστού.
Ας προσευχηθούμε ο Κύριος των Δυνάμεων να αξιώσει και να εμψυχώσει όλους μας, κλήρο και λαό, ώστε να αναλάβουμε πρόθυμα το καθήκον της μαρτυρίας υπέρ του δίκαιου και της προσφοράς υπέρ των αδυνάτων με «αρετή και τόλμη» στους σκοτεινούς καιρούς που έρχονται.