Αρχική Blog Σελίδα 434

Ρίγανη και Ριγανέλαιο: Το γνωστό αρωματικό βότανο με το φυσικό αντιβιοτικό παράγωγο

Επιμέλεια κειμένου: Αντρέας Παπαναστασίου, δασολόγος – περιβαλλοντολόγος

Το όνομα του φυτού προέρχεται από τις λέξεις «όρος» και «γάνος» (λαμπρότητα). Θεωρείται δηλαδή, το φυτό το οποίο λαμπρύνει το βουνό. Το φυτό αυτό, συναντάται κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και οι λαοί της περιοχής το γνώριζαν πολύ καλά και το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα.

Σήμερα, είναι γνωστό κυρίως ως μπαχαρικό και χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική και μεσογειακή κουζίνα. Πέραν όμως από την χρήση του ως καρύκευμα, έχει πάρα πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές, γνωστές από την αρχαιότητα, αποδεικνύονται και επιστημονικά στην σύγχρονη εποχή, όπου γίνονται και αναλύσεις για προσδιορισμό των συστατικών του.

Η ρίγανη περιέχει βιταμίνες A, C, Ε, K και μέταλλα όπως ο σίδηρος, το μαγνήσιο, το κάλιο και το ασβέστιο. Τα βασικότερα δραστικά συστατικά της ρίγανης είναι η καρβακρόλη και η θυμόλη. Είναι δύο ουσίες οι οποίες δρουν συνεργιστικά και γι’αυτό προσδίδουν στην ρίγανη τις θεραπευτικές αυτές ιδιότητες. Οι δύο αυτές ουσίες ανήκουν στις φαινόλες και συναντώνται και σε άλλα αρωματικά φυτά, συγγενικά με την ρίγανη, όπως είναι το θυμάρι.

Η ρίγανη και τα παράγωγά της είτε μπορούν να ληφθούν εσωτερικά (αφέψημα, έγχυμα κ.α) είτε να χρησιμοποιηθούν εξωτερικά (κατάπλασμα, επάλειψη ελαίου κ.α.), αναλόγως της ωφέλειας που προσδοκούμε να έχουμε.

Οι Έλληνες στην αρχαιότητα, έκαναν χρήση εσωτερική πίνοντας αφέψημα (αφήνω να ψηθεί). Έβραζαν, δηλαδή, σε νερό το ωφέλιμο μέρος του βοτάνου και το έπιναν σε δόσεις εντός 12 ωρών για δηλητηριάσεις, σπασμούς και κολικούς. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν και εξωτερικά για ανακούφιση πόνων. Οι σύγχρονοι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν την ρίγανη για τον πονόδοντο κάνοντας γαργάρες ή μασώντας χλωρό κλαρί.

Σήμερα, έχει επιβεβαιωθεί και επιστημονικά ότι η ρίγανη έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Οι σημαντικότερες παρατίθενται παρακάτω.

  • Ισχυρή αντιοξειδωτική δράση. Η υψηλή περιεκτικότητα της ρίγανης σε αντιοξειδωτικά μπορεί όχι μόνο να εξουδετερώσει τις βλάβες από τις ελεύθερες ρίζες, αλλά και να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι τα συστατικά της, ενδεχομένως να σκοτώνουν και τα καρκινικά κύτταρα. Η αντιοξειδωτική δράση της αξιολογήθηκε από πολλούς επιστήμονες περισσότερη από τα πλείστα φρούτα και λαχανικά που χαρακτηρίζονται για την δράση αυτή (μήλα,πορτκάλια κ.α. ).
  • Αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι διάφορα είδη ρίγανης μπορούν να αξιοποιηθούν ως αντιφλεγμονώδεις παράγοντες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε σκευάσματα για την πρόληψη ή την θεραπεία ασθενειών που σχετίζονται με τη φλεγμονή.
  • Αντιβακτηριακές ιδιότητες. Η υψηλότερη δραστικότητα της ρίγανης παρατηρήθηκε εναντίον του κολοβακτηριδίου Ε. Coli. Επίσης το έλαιο ρίγανης, όπως δοκιμάστηκε, δρα αποτελεσματικά κατά των μικροβίων που μεταδίδονται από τα τρόφιμα. Αυτό, δείχνει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συστηματικά για την καλυτέρευση της γαστρεντερικής υγείας και για την πρόληψη της τροφικής δηλητηρίασης. 
  • Ισχυρή αντιιική δράση. Σε πολλές έρευνες, παρατηρήθηκε ότι η καρβακρόλη αδρανοποιεί τον νοροϊό, (ιική λοίμωξη που προκαλεί διάρροια, ναυτία και στομαχόπονο), ενώ αντίστοιχες μελέτες κατέδειξαν ότι η καρβακρόλη και η θυμόλη αδρανοποίησαν τον ιό του απλού έρπητα. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για καταπολέμηση του ιού της γρίπης καθώς και άλλων ιών.
  • Μεγάλη συνεισφορά στην προστασία του αναπνευστικού. Υψηλή αποτελεσματικότητα σε συμπτώματα και λοιμώξεις του αναπνευστικού καθώς και σε νοσήματα πνευμόνων. Δρα ως αποχρεμπτικό (εξαγωγή φλεγμάτων), είναι χρήσιμο για χρόνια βρογχίτιδα, ενώ πειράματα έδειξαν πολύ πιθανή την θεραπευτική επίδραση της καρβακρόλης στο άσθμα. Η καρβακρόλη είχε ,επίσης, θετική επίδραση σε έναν από τους κύριους δείκτες οξειδωτικού στρες που υπάρχουν στη διαδικασία πνευμονικής βλάβης.
  • Έντονη αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δραστηριότητα. Σε μελέτες, τα έλαια ρίγανης και θυμαριού, λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε καρβακρόλη και θυμόλη, παρουσίασαν σημαντική αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δράση. Το αντιμικροβιακό φάσμα της ρίγανης είναι ευρύ, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων.
  • Βοηθά στην ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Λειτουργεί ως στυπτικό (συσφίγγει τους χαλαρωμένους ιστούς) σε εντερικές διαταραχές και ανακουφίζει τα έντερα από αεροφαγία, τυμπανισμό και αέρια.
  • Έντονη δράση σε ρευματοπάθειες και μυοσκελετικά προβλήματα (εξωτερική χρήση). Το αιθέριο έλαιο, έχει την ικανότητα να διεισδύει στο δέρμα και να βοηθά το αρθρικό υγρό να κινείται. Επίσης έχει την ιδιότητα να αυξάνει και την ευελιξία των μυών, αλλά και να ανακουφίζει τους τένοντες από τους πόνους.

Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι οι ουσίες που εμπεριέχονται στην ρίγανη θα μπορούσαν, πιθανότατα, να παίξουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση ασθενειών που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα αντιβιοτικά. 

ΡΙΓΑΝΕΛΑΙΟ (το αιθέριο έλαιο της ρίγανης)


Αιθέριο έλαιο κάθε φυτού, είναι το έλαιο που παράγεται από την απόσταξη των ωφέλιμων μερών του (φύλλα, βλαστός, άνθη, ρίζα κ.α.). Σήμερα, η χρήση αιθερίων ελαίων είναι εκτεταμένη, καθώς χρησιμοποιούνται ως κύρια συστατικά σε καλλυντικά, αρώματα, προϊόντα περιποίησης σώματος και μαλλιών, αντισηπτικά στοματικά διαλύματα, αποσμητικά αέρα κ.α.

Το αιθέριο έλαιο ρίγανης, εν αντιθέσει με πολλά άλλα αιθέρια έλαια, είναι πόσιμο, λαμβάνεται δηλαδή και εσωτερικά, αλλά πάντοτε αραιωμένο σε έλαιο βάσης (ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο) ή καθαρό αλκοόλ απόσταξης (τσίπουρο, ζιβανία). Τα συστατικά του είναι συμπυκνωμένα σε σχέση με άλλες μορφές (έγχυμα, αφέψημα, εκχύλισμα κ.α.), λόγω του ότι απαιτείται μεγάλη ποσότητα βοτάνου για την παραγωγή του. Γι’αυτό και αρκούν μόνο λίγες σταγόνες για την λήψη και δράση των ωφέλιμων στοιχείων του φυτού.

Συνεπώς, το ριγανέλαιο έχει όλες τις ευεργετικές ιδιότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καθώς οι δραστικές ουσίες του φυτού περιέχονται σε αυτό σε υψηλή συγκέντρωση. Δικαίως θεωρείται από πολλούς σύγχρονους βοτανολόγους ως φυσικό αντιβιοτικό με θετική επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα.

ΠΡΟΣΟΧΗ 

  • Άτομα με αιμορραγικές διαταραχές, ή που πρόκειται να χειρουργηθούν πρέπει να κάνουν προσεκτική χρήση, καθώς η ρίγανη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας.
  • Η ημερήσια εσωτερική χρήση ριγανελαίου να μην ξεπερνά τις 5-6 σταγόνες και για όχι περισσότερο από 5-6 ημέρες συνεχόμενες.
  • H χρήση ριγανελαίου δεν συνίσταται για εσωτερική χρήση σε εγκύους, θηλάζουσες και βρέφη, κάτι το οποίο ισχύει για τα πλείστα αιθέρια έλαια.
  • Μπορεί η ρίγανη να παρέχει πλειάδα θεραπευτικών δράσεων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η άμετρη κατανάλωση ρίγανης, σε οποιαδήποτε μορφή θα αποτρέψει όλες τις μολύνσεις και ασθένειες. Χρειάζεται και η ιατρική συμβουλή.
  • Το ριγανέλαιο, όπως και τα πλείστα αιθέρια έλαια, δεν διαλύονται εύκολα στο νερό. Χρειάζεται κάποιος οργανικός διαλύτης, έλαιο βάσης ή οινόπνευμα. Για εσωτερική λήψη χρειάζεται και μια ιατρική συμβουλή.

Πανήγυρις της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου στην Σκουριώτισσα (1 – 2 Φεβρουαρίου 2022)

Υπαπαντή, 16ος αιώνας, Μητρόπολη Μόρφου

Την Τρίτη, 1 Φεβρουαρίου 2022 και ώρα 4:30 μ.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προστεί του πανηγυρικού εσπερινού της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου (δηλαδή την ανάμνηση του ερχομού Του στο ναό των Ιεροσολύμων και τον καθαρισμό της Παναγίας από τη «λοχεία» -σαραντησμός-), στον πανηγυρίζοντα ιερό ναό Παναγίας στην Σκουριώτισσα (παρά τα Κατύδατα). Στον ίδιο ιερό ναό ο Πανιερώτατος θα λειτουργήσει ανήμερα της εορτής.

Συλλογή κειμένων για τους Τρεις Ιεράρχες

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’

Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Οι Τρεις Ιεράρχες και η Παιδεία του Γένους μας (αρχιμ. Φώτιος Ιωακείμ)

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Αρχιμ. Φωτίου Ιωακείμ

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Από χρόνια τώρα η εορτή των αγίων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, ένεκα της ευρύτατης κατά κόσμον μόρφωσής τους, αλλά και των θεοσόφων  συγγραμμάτων τους, που τα έγραψαν σε ωραιότατη ελληνική γλώσσα και αποτελούν πηγή γνώσης και πυξίδα ασφαλή πνευματικής κατάρτισης, εορτάζεται από όλο τον Ελληνισμό  με πανηγυρικές ομιλίες και έχει καθιερωθεί ως η «Εορτή των Γραμμάτων».

Αλλά, ποιά ήταν η έννοια της Παιδείας στους ιδίους τους Τρείς μέγιστους τούτους Ιεράρχες; Πώς την αντιλήφθηκαν, τη βίωσαν και τη δίδαξαν; Γι᾽ αυτούς Παιδεία δεν σήμαινε απλώς κατάκτηση γνώσεων, αλλά κατεξοχήν καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής: «Θεωρώ ως τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών το να καθοδηγείς ορθά τον άνθρωπο, το πολυτροπώτατο και ποικιλώτατο τούτο λογικό ζώο», δημηγορεί Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και, βεβαίως, η καθοδήγηση τούτη του ανθρώπου, κατά την κοινή αντίληψη των Πατέρων της Εκκλησίας μας, δεν μπορεί να είναι παρά χριστοκεντρική, με στόχο την εν Χριστώ επίτευξη του «καθ᾽ ομοίωσιν Θεού»: «Ομοίωση Θεού, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση. Αλλ᾽ η ομοίωση τούτη δεν επιτυγχάνεται χωρίς γνώση, η δε γνώση δεν κατορθώνεται χωρίς διδασκαλία», θεολογεί ο Μέγας Βασίλειος.  Και επισημαίνει στη συνέχεια ο ιερός Χρυσόστομος, κάτι που και στις μέρες μας δυστυχώς συχνά συμβαίνει, σχετικά με την αγωγή των παιδιών: «Το ότι αμελούμε τα ίδια τα παιδιά μας, και φροντίζουμε μεν για τα υλικά τους αποκτήματα, αλλά περιφρονούμε τη φροντίδα των ψυχών τους, τούτο αποτελεί έσχατη παραφροσύνη».

Βεβαίως, η διδασκαλία των αγίων τούτων Πατέρων για πρόκριση της κατά Χριστόν αγωγής της ψυχής, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν την αξία ή σπουδαιότητα της απόκτησης γνώσεων, αλλά μία ιεράρχηση αξιών: Πρώτα το πνεύμα και η καλλιέργειά του, και μετά το σώμα και οι αναγκαίες γνώσεις για τον πρόσκαιρο τούτο βίο, όπως διασαφηνίζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Κι ας μη νομίζει κανείς ότι νομοθετώ να παραμένουν αμαθή τα παιδιά… Δεν εμποδίζω να μορφώνονται, λέγοντας αυτά, αλλ᾽ εμποδίζω να εστιάζεται η προσοχή τους μόνο στα σχολικά μαθήματα». Για τους Τρείς Ιεράρχες η Παιδεία αποτελεί μεγάλη υπόθεση, αφού ο Ιωάννης Χρυσόστομος καταλήγει στο να πεί τον βαρυσήμαντο λόγο: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι»!

Κι ακόμη κάτι, που θα τονίσουμε, τελειώνοντας το σύντομο τούτο κείμενό  μας για το μεγάλο θέμα της Παιδείας, είναι το πόσο επιμένουν οι Τρείς Ιεράρχες στον θεμελιώδη ρόλο της ορθής διαπαιδαγώγησης των νέων, τόσο του δασκάλου, όσο και των γονέων, και κυρίως της ζωής και των πράξεών τους, του ζωντανού και φωτεινού τους παραδείγματος. Κι αυτό είναι κάτι, που πρέπει ιδιαίτερα να ληφθεί σήμερα υπόψη, όταν υπάρχει συχνότατα έλλειψη ή αδιαφορία κατήχησης των νέων στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, όταν το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία έχει συρρικνωθεί και συχνά αποστεωθεί, κι όταν όσα οργιάζουν στα τηλεοπτικά μέσα και το διαδίκτυο μπορούν μέσα σε ελάχιστο χρόνο να καταρρίψουν ό,τι με κόπο προσπαθεί ο παπάς κι ο δάσκαλος να οικοδομήσει σε μιά εύπλαστη, ευάλωτη κι αστήριχτη νεανική ψυχή.

Η ευθύνη όλων μας στο θέμα της Παιδείας είναι μεγάλη. Και η γραμμή των Τριών Ιεραρχών προς τούτο είναι σαφής, ταυτόσημη προς την οδό του Ευαγγελίου: Η απαιτούμενη θύραθεν κατάρτιση να συνδυάζεται με την οικοδομή πρώτα του εαυτού μας, των ποιμένων και διδασκάλων, εν Χριστώ, με μία συνεπή δηλ. χριστιανική ζωή. «Πρώτον ποιήσαι, ύστερον διδάξαι». Έτσι θα υπάρχει ελπίδα να καρποφορήσει με τη Χάρη του Θεού η διδασκαλία μας, και η Παιδεία του Γένους των Ρωμηών να επανέλθει στις παλαιές, αληθινές κι ασάλευτες ρίζες της, για να αναδεικνύει ανθρώπους ολοκληρωμένα μορφωμένους εν Χριστώ και νέους πολίτες της ουράνιας Βασιλείας.

Εὐχὴ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Ὁ ἀγαθὸς
καὶ φιλάνθρωπος Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει
καὶ ὁ ἀγαθὸς ἐν οἰκτιρμοῖς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τέλειος
καὶ ἀθάνατος νοῦς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς
καὶ ἀπερινόητος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πρὸ ἑωσφόρου
γεννηθεὶς Κύριος καὶ Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ δημιουργὸς
καὶ Κτίστης ἁπάντων τῶν ὄντων,
Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν ψυχὴν θήσας
καὶ τὸ σῶμα βουλήσει τοῦ Πατρός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν εὐδιάκριτον ὕλην σχηματίσας
καὶ τὸν κόσμον συστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν οὐρανὸν ἐκτείνας
καὶ τοῖς ἄστροις κατακοσμήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν γῆν θεμελιώσας
καὶ ἄνθεσι χλοεροῖς
καὶ εὐκόσμοις κατακοσμήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰς ἀβύσσους κατακλείσας
καὶ τὴν θάλασσαν τειχίσας
τῷ Σῷ προστάγματι,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τετράποδα ζῶα, ἑρπετά τε
καὶ πετεινὰ πτερωτὰ ποιήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ κήτη ποιήσας
καὶ τοὺς ἰχθύας προστάξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πέτρας θεμελιώσας
ἐν τοῖς ὕδασι καὶ τὰ ὄρη
καὶ τοὺς βουνοὺς
δράσας ἐν ὑψηλοῖς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν ἥλιον
καὶ τὴν σελήνην θεμελιώσας,
ὁ μόνος Ποιητὴς
τῶν ἁπάντων καὶ Κύριος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν ἄνθρωπον
ἰδίαις χερσὶ πλάσας
καὶ κατάρχειν τούτων
ἁπάντων προστάξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ καιροὺς καὶ χρόνους
καὶ μῆνας καὶ ἡμερῶν
καὶ νυκτῶν μέτρα θέμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἡ πανσωστικὴ αἰτία
καὶ ἡνίοχος ἁπάντων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐπιτιμῶν τοῖς ἀνέμοις
καὶ νεύματι τὴν γῆν σαλεύων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πῦρ καὶ κρύσταλλον θησαυρίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν γῆν ὑετίζων
καὶ πηγὰς ἐκβλύζων
καὶ ποταμοὺς ῥυθμίζων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ ὄρη καὶ βουνοὺς Παλαιῶν,
ὁ τὴν θάλασσαν
μαινομένην κατευνάζων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ πάντα
ἐν ῥοπῇ ζυγῷ σταθμίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ ὄντα καταρτίσας
ἐκ τῶν μὴ ὄντων
βουλήσει τοῦ Πατρός,
μόνε Δημιουργέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν διάβολον ἐκτρίψας
καὶ σειραῖς ταρτάρου
ζόφοις παραδώσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ διὰ τὴν αὐτοῦ ὑπερηφανίαν
τοῦτον τῶν οὐρανίων
ἀσπίδων ἀποσπινθηρίσας
καὶ εἰς τέλεον ἐξαφανίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν πανουργίαν
τοῦ ὄφεως χειρωσάμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἀδὰμ συμπαθήσας
κατὰ τὴν ἄφατόν σου
φιλανθρωπίαν,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἄβελ συναθλήσας
καὶ τὸν Νῶε κυβερνήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Ἀβραὰμ ὁδηγήσας
καὶ δι’ αὐτοῦ πατριάρχας
ἡμῖν χαρισάμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἰσαὰκ συνδεθεὶς
καὶ τῷ Ἰακὼβ συγξενιτεύσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἰωσὴφ συμπραθεὶς
καὶ τῷ Μωυσεῖ συστρατηγήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Ἰσραὴλ νομοθετήσας
καὶ αὐτὸν κληροδοτήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐκ Παρθένου σαρκωθεὶς
καθὼς αὐτὸς εὐδόκησας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν Βηθλεὲμ ἄνθρωπος γεννηθεὶς
ἐκ τῆς Παρθένου καὶ μετὰ τόκον ἄφθορον
φυλάξας τὴν Παρθένον,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν φάτνῃ σπάργανα
λαβὼν καὶ ἀνακλιθεὶς
καὶ ὑπὸ ἀλόγων γνωρισθεὶς
Κύριος καὶ Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπ’ ἀγγέλων ὑμνούμενος
καὶ δοξασθεὶς ἐπὶ γῆς
καὶ ὑπὸ ποιμένων γνωρισθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπ’ ἀστέρος μηνυθεὶς
καὶ ὑπὸ μάγων προσκυνηθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἀπὸ Ἡρῴδου ἀποδράσας
ἐν Αἰγύπτῳκαὶ τὰ χειροποίητα
Αἰγύπτου συσσείσας τῇ σῇ ἐπιδημίᾳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν Ναζαρὲτ οἰκίσας
καὶ φόρους τελέσας,
διὰ τὸ θέλειν σε αὐτὸ ὑπεῖναι,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἰωάννου προκηρυχθεὶς
καὶ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ μαρτυρηθεὶς ὑπὸ ἀχράντου Πατρὸς
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πέμψαντος ἐπὶ σέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον
τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν ἐρήμῳ πειρασθεὶς
καὶ Κύριος καὶ Θεὸς εὑρεθεὶς
καὶ ἐπιτιμήσας τῷ διαβόλῳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν τῷ ναῷ προσενεχθεὶς
καὶ ὑπὸ τοῦ Συμεὼν ἐναγκαλισθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν τῷ ναῷ ὀφθεὶς
καὶ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀπιστηθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς χωλοὺς θεραπεύσας
καὶ τοὺς λεπροὺς καθαρίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς τυφλοὺς φωταγωγήσας
καὶ τοὺς νεκροὺς ἀναστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ κόπον ὑπομείνας
καὶ τὸν παράλυτον ἰασάμενος λόγῳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ δίψαν ὑπομείνας
καὶ τὸ ὕδωρ εἰς οἶνον μεταβαλών,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Λάζαρον κλαύσας
καὶ τεταρταῖον νεκρὸν ἀναστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς ἀποστόλους συναθροίσας
καὶ βασιλείας οὐρανῶν
κληρονόμους ἀναδείξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἰουδαίων συλληφθεὶς
καὶ ὑπὸ ἀρχιερέων παραδοθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἡρῴδου προαχθεὶς
καὶ ὑπὸ Πιλάτου ἀνακριθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν σταυρῷ σαρκὶ προσηλωθεὶς
καὶ ἐπὶ ξύλου αὐτοῦ κρεμασθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοῖς ἐν τῷ ᾅδῃ εὐαγγελισάμενος
καὶ τῇ τριημέρῳ Σου ἀναστάσει
ἐκ νεκρῶν ἀναστάς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ταῖς γυναιξὶ τὸ τῆς ἀναστάσεώς Σου
μυστήριον φανερώσας
καὶ τοῖς μαθηταῖς χαρὰν δώσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς ἀποστόλους
πληροφορήσας
διὰ τύπων τῶν ἥλων
καὶ τῆς πλευρᾶς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ συναυλισθεὶς τοῖς μαθηταῖς
ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα
καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναληφθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καθήμενος
καὶ Ἐρχόμενος πάλιν κρῖναι
ζῶντας καὶ νεκρούς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἡνίοχος τῶν χερουβὶμ
καὶ ἐποχούμενος τοῖς σεραφίμ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῶν ἀγγέλων
καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἡ ἀνάστασις τῶν τεθανατωμένων
καὶ σωτηρία τῶν ἀπολλυμένων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης
καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁδηγὲ τῶν πεπλανημένων
καὶ καταφυγὴ τῶν ἀπεγνωσμένων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ καλὸς Ποιμὴν τῶν προβάτων
καὶ Νυμφίος τῆς ἐκκλησίας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Θεὲ ἐκ Θεοῦ, Θεὲ ἀληθινὲ
ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ,
μονογενῆ Υἱὲ τοῦ Πατρός,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ὁ Σωτὴρ ὁ Σταυρωθεὶς
ἐν σαρκὶ δι’ ἡμᾶς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Οι Τρεις Ιεράρχες ως φορείς της προφητικής συνείδησης της Εκκλησίας (Δημητρίου Μπεκριδάκη)

Τρεις Ιεράρχες, 1835, Κύπρος
Δημήτρης Μπεκριδάκης, Θεολόγος-Εκπαιδευτικός
Ομιλία στον Άγιο Γεώργιο Βροντάδου Χίου, στις 30/01/2012
 

Τρεις Ιεράρχες, 1835, Κύπρος

Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται, ως γνωστόν, η μνήμη τριών μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μεγάλου, επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του κατ’ εξοχήν Θεολόγου, και του Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου. Την ιδέα να εορτάζονται μαζί οι Τρεις Ιεράρχες συνέλαβε ο επιφανής λόγιος, ρήτορας και φιλόλογος, Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτών, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄ ο Κομνηνός. 

Το σκεπτικό με το οποίο καθιερώθηκε ο εορτασμός έχει να κάνει με την ανάδειξης της αριστοτεχνικής σύνθεσης Λόγου και Πνεύματος, φιλοσοφίας και θεολογίας, γνώσης και πίστης την οποία πραγματοποίησαν με τη ζωή και το έργο τους οι τρεις Πατέρες. Η σημασία της σύνθεσης αυτής υπήρξε τεράστια, όχι μονάχα για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά για ολόκληρη τη μετέπειτα ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσω αυτής εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το ανθρώπινο πνεύμα, μια εποχή αρμονικής συνεργασίας και σύζευξης της ανθρώπινης λογικής με την ευαγγελική πίστη, προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις των καιρών. Διότι αυτό ακριβώς είναι που κατέστησε τους τρεις Ιεράρχες προσωπικότητες με οικουμενική εμβέλεια και διαχρονικό κύρος: το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν με τρόπο σαφή και ενορατικό ποιες ήταν οι ανάγκες και τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής τους, όχι μονάχα στο πνευματικό και θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της δράσης, της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Αυτό εξάλλου σημαίνει να είναι κανείς Πατέρας της Εκκλησίας: να είναι φορέας μιας συνείδησης ευαίσθητης και προφητικής, που συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής, συναισθάνεται τον πόνο, τις ανάγκες και τους καημούς του λαού του Θεού και δείχνει, με το λόγο και το παράδειγμα του, την οδό της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Το οξυμένο ιστορικό αισθητήριο των Πατέρων νομίζουμε, πως έχει ιδιαίτερη σημασία να προβληθεί σήμερα, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσιμες και μεταβατικές, όπου βασιλεύει η σύγχυση, η παθητικότητα και ο φόβος, και που μονάχα η σαφής κατανόηση της κατάστασής μας μπορεί να γεννήσει βάσιμες ελπίδες υπέρβασης της κρίσης.

Θα δώσουμε δυο μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ικανότητα των τριών μεγάλων Πατέρων να ερμηνεύουν σωστά την εποχή τους και να αναμετριούνται με τις προκλήσεις που αυτή έθετε ενώπιόν τους. Το πρώτο αφορά στη σφαίρα της θεωρίας, της παιδείας και του πολιτισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με την κριτική πολιτική παρέμβαση και την κοινωνική μέριμνα.

Είναι σε όλους γνωστή η εξαιρετική παιδεία και ευρυμάθεια την οποία είχαν οι τρεις Ιεράρχες. Φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική συγκαταλέγονται στο επιστημονικό τους οπλοστάσιο. Είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς όσο και επιμελείς –ξέρουμε ότι οι «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και συμφυείς» φοιτητές Γρηγόριος και Βασίλειος δυο δρόμους ήξεραν κατά τη διάρκεια των κοινών σπουδών τους στην Αθήνα: το δρόμο προς τη Σχολή και το δρόμο προς την Εκκλησία. Η ποσότητα και η ποιότητα του έργου τους τούς αναδεικνύουν σε πνευματικές προσωπικότητες πρώτου μεγέθους –είναι, στο χώρο της θεολογίας, ό,τι για το χώρο των φυσικών επιστημών είναι ένας Κοπέρνικος, ένας Νεύτωνας ή ένας Αϊνστάιν. Αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης. Δίχως έλλογο στοχασμό και αναλυτική εμβάθυνση –δηλαδή δίχως θεολογία– η πίστη κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε δεισιδαιμονία, στηριγμένη στην τυφλή υποταγή και τη φανατική προσήλωση. Γι’ αυτό κι όταν ο παλαιός συμφοιτητής τους στην Αθήνα Ιουλιανός –που ως Αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Παραβάτης»– εξέδωσε ένα Διάταγμα για την Παιδεία, με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς δασκάλους τη χρήση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, οι δυο Πατέρες αντέδρασαν άμεσα. Ο μεν Γρηγόριος υπερασπίζεται τη χρήση της έντεχνης γλώσσας εκ μέρους των χριστιανών, προκειμένου η αλήθεια του Ευαγγελίου να μπορέσει να γίνει κατανοητή και σεβαστή από τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ο Βασίλειος γράφει προς τους νέους, υποστηρίζοντας ότι το χάσμα ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στην κλασική παιδεία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεφυρωθεί. Αποφασίζοντας αυτοί, οι πλέον μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους, να διεκδικήσουν τα ελληνικά γράμματα που τόσο αγάπησαν, παραμένοντας ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί, ουσιαστικά εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Συνδέοντας την Πίστη του Ευαγγελίου με τον αρχαιοελληνικό Λόγο κατά τρόπο επιλεκτικό και διαλεκτικό έδωσαν τεράστια ώθηση στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει εν Χριστώ. Η δυναμική αυτής της σύνθεσης σημάδεψε τις μετέπειτα εξελίξεις, και ο Χριστιανισμός από χοντροειδής «ιουδαϊκή αίρεση», κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους και τους απλοϊκούς, μετατράπηκε σε οικουμενική θρησκεία υψηλής εκλέπτυνσης, ικανή να προσελκύσει και τους πλέον καλλιεργημένους. Αντλώντας στο εξής από τον μορφολογικό και εννοιολογικό πλούτο της θύραθεν γλώσσας και παιδείας, οι θεολόγοι της Εκκλησίας μπόρεσαν να επιτύχουν αρτιότητα και σαφήνεια στη διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενδιαφέρουσα και πειστική για τους ανθρώπους της εποχής τους. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα απομονωνόταν, το μήνυμά της θα έμενε άγνωστο στους πολλούς και το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου θα ακυρωνόταν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η σύνθεση αρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής γέννησε πολιτισμό υψηλής ποιότητας και καθόρισε τις τύχες της ανθρωπότητας για αιώνες.

Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται προσοχή, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις. Δεν μιλάμε εδώ για κανενός είδους σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το έργο των τριών Ιεραρχών σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδεολόγημα του «Ελληνοχριστιανισμού», το οποίο, ως γνωστόν, είναι προϊόν της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει ποικίλους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι υπό την επήρειά του καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών ως επίσημη εορτή των γραμμάτων και της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα –πρώτα από την Ιόνιο Ακαδημία το 1826 και στη συνέχεια από το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1842-43– όμως αυτό διόλου δεν σχετίζεται με το έργο και την πρόθεση των Πατέρων. Οι τελευταίοι περισσότερο από κάθε άλλον είχαν συναίσθηση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη πολιτισμικά και συμβολικά συστήματα ασύμπτωτα και αντιθετικά. Τα κοσμοείδωλά τους είναι τελείως διαφορετικά, οι θρησκειολογικές τους ταυτότητες είναι ανόμοιες, οι ηθικοί και αξιολογικοί τους κώδικες είναι ασύμβατοι, οι βιοθεωρίες τους αποκλίνουσες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι Πατέρες ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό, διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από τα θραύσματα των παλιών. Εκείνο που έκαναν οι τρεις Ιεράρχες ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της μορφής: προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η αλήθεια του Ευαγγελίου. Φυσικά ακόμη κι η επιλογή αυτή δεν έμεινε χωρίς αρνητικές παρενέργειες στο επίπεδο της θεολογίας –πως θα μπορούσε άλλωστε– ωστόσο τα θετικά στοιχεία, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ήταν απείρως περισσότερα των αρνητικών.

Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με το κοινωνικό έργο και την δημόσια πολιτική παρουσία των τριών Ιεραρχών. Αν στο επίπεδο της θεωρίας και της θεολογίας η προσφορά του Βασιλείου και του Γρηγορίου ζυγίζει περισσότερο, όταν περνάμε στο επίπεδο της δράσης ανατέλλει το άστρο του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όχι πως υστερεί σε θεολογική εμβρίθεια ο Χρυσόστομος, καθώς πρόκειται για τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μεγάλης ερμηνευτικής παράδοσης της Αντιόχειας, που ανέδειξε το πολύσημο νόημα της Γραφής, συντελώντας στην πληρέστερη κατανόησή της από τους πιστούς. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το σημαντικότερο ίσως κείμενο της εκκλησιαστικής γραμματείας, τη Θεία Λειτουργία, που με τρόπο υποδειγματικό συνταιριάζει υψηλή ποίηση και βαθιά θεολογία. Όμως ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος μετατρέπεται σε πραγματικό πρότυπο πολιτικού θεολόγου. Υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, κατακρίνει τους αφιλάνθρωπους πλούσιους, εγκαινιάζει ιδρύματα για τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, οργανώνει συσσίτια για τους χιλιάδες φτωχούς της ξιπασμένης νεόπλουτης Βασιλεύουσας. Μα δεν είναι το τεράστιο φιλανθρωπικό τους έργο που τον καθιστά μεγάλο στη συνείδηση της Εκκλησίας. Φιλάνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί. Η διαφορά είναι ότι ο Χρυσόστομος συνδυάζει αγάπη και παρρησία. Συμπληρώνει το φιλανθρωπικό του έργο με δριμιά κριτική ενάντια στην εξουσία, ενάντια στους πολιτειακούς άρχοντες που θεσπίζουν άδικους νόμους και επιβάλλουν απάνθρωπη φορολόγηση στο λαό. Ακόμη και κατά της ίδιας της Αυγούστας Ευδοξίας βάλλει, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα και την πλεονεξία της. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι η φιλανθρωπία δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν λείπει ο πύρινος λόγος αναφορικά με τα αίτια και τους υπεύθυνους της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο για άνθρωπο που ελέγχει τους ισχυρούς και αντιστέκεται στην εξουσία, ο Χρυσόστομος εκδιώχθηκε, απειλήθηκε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε από τις κακουχίες σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πολιτική θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Πραγματικό πριγκιπόπουλο της ζωής από κάθε άποψη, επιλέγει μετά τις σπουδές του να αναχωρήσει για να ασκηθεί στην έρημο. Κι όταν μετά από χρόνια επιστρέφει και συναντιέται με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο εκείνος θα τον αναγνωρίσει μόνο από τη φωνή του. Οι μοναστικοί κανόνες που θα επεξεργαστεί υπήρξαν, ως γνωστόν, ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η μοναχική ζωή σε Ανατολή και Δύση. Όμως ο Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Συμπονά τους πάσχοντες και τους καταφρονημένους και για να τους ανακουφίσει ξοδεύει όλη την τεράστια περιουσία του για να οικοδομήσει το πρώτο συγκρότημα κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία της ανθρωπότητας, την περίφημη «Βασιλειάδα», με νοσοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες μέριμνας και περίθαλψης στις οποίες συμμετέχει προσωπικά και ο ίδιος. Δεν μένει όμως εκεί. Όμοια με το Χρυσόστομο συνοδεύει την πράξη με λόγο, τη φιλανθρωπία με θεολογία, την προσφορά με κριτική. Γράφει και κηρύττει κατά των πλουσίων που καταχρώνται τα κοινά θεόσδοτα αγαθά εις βάρος των φτωχών. Στηλιτεύει την απανθρωπιά τους, την ασέβεια και την αλαζονεία τους απέναντι στον πόνο του πλησίον. Ζητά δικαιοσύνη και έλεος, υπερασπίζεται την κοινοκτημοσύνη και καταδικάζει την αδιαφορία, την οποία θεωρεί συνενοχή. Και μόνο ο πρόωρος θάνατός του λίγο πριν κλείσει μισό αιώνα ζωής ανακόπτει την ορμή του για κοινωνική μαρτυρία και προσφορά.

Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού. Κι όταν πολύ σύντομα απογοητεύεται από τη διαγωγή των συνεπισκόπων του, τους οποίους δεν διστάζει να ελέγξει αυστηρά, με μεγάλη ευκολία –σχεδόν χαρούμενος– παραιτείται του λαμπρού αξιώματός και επιστρέφει στη γαλήνη της απομόνωσης. Ακόμη και με τον επιστήθιο φίλο του Βασίλειο ψυχραίνεται, που τον έμπλεξε με τα αξιώματα και τις έγνοιες της διοίκησης. Ακόμη και τότε όμως ομολογεί πως, παρά τα βάσανα και τους κόπους, αξίζει κανείς να δίνει τη μαρτυρία του, αναλαμβάνοντας πολιτική και κοινωνική δράση υπέρ των αδελφών εν Χριστώ, «και μάλιστα των ελαχίστων».

Η αποφασιστική αυτή στάση των τριών Ιεραρχών στα κοινωνικά ζητήματα προέκυψε ως απάντηση σε πιεστικά προβλήματα της εποχής, που είχαν να κάνουν με τη γενικευμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούσαν στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Διέγνωσαν δηλαδή οι Πατέρες ότι δεν αρκεί να ιερουργούν μόνο και να στηρίζουν τους ανθρώπους στην «αδάπανον ευσέβειαν», που έλεγε κι ο Βασίλειος, αλλά ως καλοί ποιμένες έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν και για την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής των συγκαιρινών τους. Και ως γενναίοι μαχητές που ήταν, αναδέχθηκαν αυτήν την ευθύνη, προτάσσοντας τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του λαού. Ακολουθούν σε αυτό τους Προφήτες της Π.Δ., που ελέγχουν τους ισχυρούς και υπερασπίζονται το όραμα της καθολικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος εξαρτά σαφώς την είσοδο στην τρισευλογημένη Βασιλεία Του από την αγάπη και τη φροντίδα που επιδεικνύει κανείς προς τον πλησίον –και μάλιστα αυτόν που έχει ανάγκη. Αποδεικνύουν έτσι οι Πατέρες εντελώς λανθασμένα τα σύγχρονα φληναφήματα περί της δήθεν πνευματικής αποστολής που οφείλει να έχει η Εκκλησία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πολλοί εντός και εκτός της Εκκλησίας, ότι δεν πρέπει να ασχολείται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα –να αδιαφορεί, μ’ άλλα λόγια, για τους υλικούς όρους της ύπαρξης. Λες και ο λαός του Θεού δεν αποτελείται από ανθρώπους με πιεστικές ανάγκες και πραγματικές ελλείψεις και επιθυμίες, αλλά από άσαρκους αγγέλους που τυρβάζουν ψάλλοντας εν ουρανοίς. Στους αντίποδες μια τέτοιας παρανόησης, το εμβληματικό υπόδειγμα των τριών Πατέρων μάς δείχνει, και στην περίπτωση αυτή, το σωστό δρόμο –το δρόμο της θυσίας και της διακονίας, που είναι ταυτόχρονα και δρόμος αντίστασης στο Κακό και κριτικής των αρχών και των εξουσιών του αιώνος τούτου. Τέτοιο ήταν πάντοτε το καθήκον όσων επιθυμούν να ονομάζονται και να είναι μαθητές του Χριστού.

Ας προσευχηθούμε ο Κύριος των Δυνάμεων να αξιώσει και να εμψυχώσει όλους μας, κλήρο και λαό, ώστε να αναλάβουμε πρόθυμα το καθήκον της μαρτυρίας υπέρ του δίκαιου και της προσφοράς υπέρ των αδυνάτων με «αρετή και τόλμη» στους σκοτεινούς καιρούς που έρχονται.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες και τό ἀσκητικό ἦθος ὑπό τό πρίσμα τῆς κρίσης τῶν καιρῶν μας (Βάνας Πασούλη)

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Ὁμιλία στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Ντύσσελντορφ ἀπό την φιλόλογο και Διευθύντρια τοῦ Γυμνασίου Ντύσσελντορφ, Βάννα Πασούλη, Κυριακή, 30 Ἰανουαρίου 2011.

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Στήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς μετανεωτερικότητας, στήν κοινωνία τῶν νέων ταχυτήτων τοῦ διαδικτύου καί τῆς σύγχρονης τεχνολογίας, στόν καινούργιο κόσμο πού ἀνατέλλει χάρις στά έπιτεύγματα τῆς βιοτεχνολογίας καλούμαστε σήμερα, 17 αίῶνες ἀφότου ἔζησαν καί ἔδρασαν μοναδικά οἱ «τρεῖς μέγιστοι φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος» νά ἑορτάσουμε μίαν ἐπέτειο πού συνδέει τήν Παιδεία μαζί τους. Καί αὐτό ὡς ἀπόρροια μιᾶς βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης, πού συνδέεται μέ τήν ταυτότητα καί τήν ἱστορική συνείδηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Παραδεχόμαστε, δηλαδή, ὅτι αὐτό πού ὀνομάζουμε Παιδεία Ἑλληνική στηρίχτηκε σέ δύο ἄξονες: στον ὀρθολογισμό, στή σπουδή δηλαδή τῆς ἑλληνικῆς σκέψης ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῶν διανοητῶν τῆς ἀρχαιότητας καί στή σπουδή τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Καί οἱ τρεῖς τους ὑπῆρξαν πρωτοπόροι στή ζωή καί στή δράση τους καί ἐφάρμοσαν στό ἔπακρο τό ψαλμικό «δράξασθαι παιδείας». Παρόλο πού κατάγονταν ἀπό χριστιανικά περιβάλλοντα, τόλμησαν νά σπουδάσουν ὅλη τή θύραθεν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους στίς εἰδωλολατρικές σχολές πού λειτουργοῦσαν ἀκόμη. Ὁ Μέγας Βασίλειος σπούδασε στίς φημισμένες σχολές τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν Ἀθηνῶν. Στήν Κωνσταντινούπολη γνώρισε καί μαθήτευσε στόν περιβόητο Λιβάνιο, ὅπου ἀργότερα θά μαθητεύσει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Στήν Ἀθήνα ἔμεινε γύρω στά τέσσερα χρόνια, τρυγώντας σάν τή μέλισσα τό μέλι μονάχα, ἀπ’ τά ποικιλώνυμα ἄνθη τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας κι ἐπιστήμης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ὁποῖος συνδέθηκε μαζί του με μακροχρόνια καί ἀληθινή φιλία, μᾶς λέει, στόν ἐπιτάφιο πού ἔγραψε γιά τόν Μέγα Βασίλειο πώς, ἐκτός ἀπό τή φιλοσοφία καί τή ρητορική σπόύδασε στήν Ἀθήνα καί ἐπιστῆμες ἄλλες ὅπως ἀστρονομία, μαθηματικά καί ἰατρική.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔλαβε πανεπιστημιακή ἕδρα στήν Ἀθήνα ἐνῶ  ἦταν ἀκόμη φοιτητής. Τόση ἦταν ἡ ἐπίδοσή του πού οἱ καθηγητές του ἤθελαν νά τόν κρατήσουν γιά πάντα στήν Ἀθήνα. Δίδαξε μόνο γιά δύο χρόνια καί κατόπιν ἔφυγε μαζί μέ τόν Βασίλειο γιά τήν πατρίδα του, τόν Πόντο, γιά νά γνωρίσει τήν ἀσκητική ζωή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλαβε πανεπιστημιακή μόρφωση στή μεγάλη σχολή τῆς Ἀντιόχειας. Ὁ δέ ἐπιφανής εἰδωλολάτρης ρήτορας Λιβάνιος, ὅταν στά τέλη τῆς ζωῆς του ρωτήθηκε γιά τό πρόσωπο πού θα μποροῦσε νά τόν διαδεχθεῖ ὡς καθηγητής στή σχολή του, ἀπάντησε ὅτι θά ὅριξε τόν Χρυσόστομο ἄν δέν τόν εἶχαν κερδίσει οἱ χριστιανοί.

Ἡ παιδεία τους ἦταν στηριγμένη στα ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα. Δεν προσπάθησαν να πείσουν ὅμως, ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπολογητές, ὅτι τά ἀρχαῖα κείμενα ἤ ὁρισμένα ἀπό αὐτά ἦταν μιά προετοιμασία γιά τόν χριστιανισμό. Εἶχαν ξεκάθαρη ἄποψη, ἦταν σίγουροι γιά τήν πίστη τους ἀλλά καί σίγουροι γιά τήν ἀξία τῶν κλασικῶν κειμένων. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν τόν ἀρχαῖο κόσμο στό σύνολό του καί τό πόσο ἀγαποῦν αὐτά τά κείμενα τόσο γιά τίς ἰδέες πού ξεπηδοῦν ἀπό αὐτά, ὅσο, κυρίως, γιά τήν ὀμορφιά τους καί τήν απόδοση τῶν ἀρετῶν τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὅταν ἀναφέρεται στόν πλοῦτο καί τόν χρυσό, ἀντί νά ἀνατρέχει στήν Ἁγία Γραφή, ἀναφέρεται στούς δύο μεγάλους γλύπτες τῆς ἀρχαιότητας, τόν Φειδία καί τόν Ἀλκαμένη καί τά χρυσελεφάντινα ἀγάλματα τοῦ Διός στήν Ὀλυμπία καί τῆς Ἥρας στό Ἄργος. Συγκεκριμένα, σημειώνει γιά τούς σπουδαίους αὐτούς καλλιτέχνες ὅτι, ἄν καμάρωναν γιά τό χρυσό καί τό ἐλεφαντόδοντο πού τοποθέτησαν ἐκεῖ θἀ ἦταν καταγέλαστοι, ἀνόητοι, γιατί γνώριζαν αὐτοί ὅτι ἡ τέχνη τους ἦταν πιό ἄξια ἀπό τόν χρυσό καί τό ἐλεφαντόδοντο , καί ἡ τέχνη τους ἦταν αὐτή πού ἔκανε τόν χρυσό πολυτιμότερο καί ὡραιότερο. Καί ὁ Γρηγόριος, σέ ἀνάλογη περίπτωση, σέ καθαρῶς ἐκκλησιαστικό κείμενο, ἀναφέρεται στους μεγάλους ζωγράφους τῆς ἀρχαιότητας, ἐπί παραδείγματι στον Ζεύξη. Ἐπομένως, εἶναι προφανές ὅτι χρησιμοποιοῦν ἄριστα την γλώσσα, ἀλλά παράλληλα γνωρίζουν καί ἐκτιμοῦν τίς ἰδέες καἰ τήν ὀμορφιά τῶν ἀρχαίων κειμένων.  Τήν βαθειά ἐπιρροή τῆς ἀρχαίας σκέψης τήν βρίσκουμε καί στή χρήση τῶν δύο βασικῶν ἐννοιῶν «ἄνθρωπος»-ὅπως χρησιμοποιεῖται στή σπουδαία φράση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ «ὁ μικρός οὗτος κόσμος- ὁ ἄνθρωπος» καί «ἔλεος».  Ἐξετάζοντας τά κείμενά τους έκτός ἀπό τή βιβλική ἄποψη τοῦ «ἐλέους τοῦ Θεοῦ» ὑπάρχει βαθύτατα και ἡ ἔννοια  τοῦ ἐλέους τῆς τραγωδίας. Σέ ἄλλο κείμενο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ φαίνεται αὐτή ἡ ἀναγωγή, ὅταν ἀναφέρεται μέ ὅρους καθαρά ἀριστοτελικούς στά δεινά τῆς ζωῆς  ἤ ὅταν ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι πολλοί μύθοι ἀπό τίς μεγάλες οἰκογένειες τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν μύθων-καί παίρνει ὡς παράδειγμα τήν οἰκογένεια τῶν Ἀτρειδῶν- ἀναπλάσθηκαν, προκαλώντας μιά ἡδονή πού μᾶς παραπέμπει στόν Ἀριστοτέλη. Ὅσο ἀπρόβλεπτη εἶναι ἡ ζωή γιά τούς τραγικούς, ἔτσι ἀντιμετωπίζεται καί ἀπό τούς τρεῖς Ἱεράρχες, μόνο πού οἱ τελευταῖοι μεταφέρονται ἀπό τόν κόσμο τῆς τραγωδίας στόν κόσμο τῆς σωτηρίας, έκεῖ ὅπου τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ὅλα νά τά καλύψει καί νά τά ἁγιάσει.

ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΙ

Ἀναφερόμενοι στήν Παιδεία καί τήν ἀγωγή οἱ τρεῖς αὐτοί παιδαγωγοί ἔχουν προτάσεις ἀξιοζήλευτες καθώς μποροῦν να συγκριθοῦν μέ τίς πιό προωθημένες τῆς ἐποχῆς μας στούς τομεῖς τῆς Παιδαγωγικῆς καί Ψυχολογίας. Τό ἀξίωμα τοῦ δασκάλου  «εἶναι μέγα και θαυμαστόν»(ΜG 48,650)‚ἀναφέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ καλός δάσκαλος ἐμπνέει περισσότερο ἀπό τόν φυσικό πατέρα, προσελκύει καί πείθει(MG 62,213). Ἀποδοτική γίνεται ἡ διδασκαλία ὅταν ὁ δάσκαλος ἀγαπᾶ τόν μαθητή καί ἀγαπιέται ἀπ’αὐτόν, «τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει(57,327). Ὁ λόγος τοῦ  δασκάλου πρέπει να εἶναι «λόγος ἀνθρώπου  πού διδάσκει μᾶλλον παρά ἐλέγχει, πού παιδαγωγεῖ παρά τιμωρεῖ, πού βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει, πού διορθώνει παρά πού ἐπεμβαίνει στη ζωή τοῦ ἄλλου» (MG 61,593-594).

Τό διδασκαλικό ἀξίωμα δέν εἶναι τιμή, ἀλλά ε ὐ θ ύ ν η, «γιατί εἶναι διαφορετικό νά σφάλλει ὁ μαθητής καί διαφορετικό νά σφάλλει ὁ δάσκαλος» (MG 50,726. 60,37). Δέν μπορεῖ οὔτε τήν ἀπειρία να ἐπικαλεστεῖ, οὔτε νά προφασιστεῖ ἄγνοια, οὔτε να προβάλει ὡς δικαιολογία τήν ἀνάγκη καί τήν βία…Γ’ αὐτό τό σκοπό ἀνέβηκε στό διδασκαλικό θρόνο, γιά νά σαλπίζει στούς ἄλλους τήν ἀλήθεια. (MG 48,678).

Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖο ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἀποκαλεῖ    παιδαγωγό τῆς νεότητος, ἀναφέρει ὅτι ἐπειδή τό γένος τῶν ἀνθρώπων εἶναι δυσάγωγον πρός ἀρετήν  καί ἐπιρρεπές πρός ἡδονήν γιά  νά γίνεται μέ εὐχάριστο τρόπο ἡ διδασκαλία καί τά διδάγματα νά παραμένουν στή μνήμη τῶν μαθητῶν καί  τῶν πλέον ὀκνηρῶν ἀκόμη, καλό εἶναι νά συνοδεύονται ἀπό τούς Ψαλμούς. Τό μέλος τῶν Ψαλμῶν ἐπινοήθηκε ὥστε τά  παιδιά καί οἱ ἔφηβοι νά νομίζουν ὅτι τραγουδοῦν στήν πραγματικότητα δέ νά ἐκπαιδεύουν τίς ψυχές τους. Στό δέ ἔργο του «Πρός τούς νέους ὅπως ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο γραμμάτων» χαράσσει τή μέση ὁδό μετάξύ τῆς ὑπερεκτιμήσεως τῆς θύραθεν παιδείας καί τῆς ἀπορρίψεώς της. Θεωρεῖ τήν κλασική παιδεία ὡς προθάλαμο γιά τήν εἴσοδο στήν ἀληθινή σοφία, δηλαδή τήν εὐαγγελική ἀλήθεια.

Στό βιβλίο του «Εἰς την ἀρχή τῶν Παροιμιῶν» λέγει ὅτι ὁ δάσκαλος πρέπει νά εἶναι σαφής, νά μήν ὁμιλεῖ συγχρόνως γιά πολλά πράγματα, νά ἐπαναλαμβάνει αὐτά πού λέει καί νά χρησιμοποιεῖ πολλά παραδείγματα καί ἐποπτικά μέσα δεδομένου ὅτι τά πράγματα εἶναι τῶν ὀνομάτων ἰσχυρότερα. Ὑπογραμμίζει δέ καί τήν σημασία τῶν ἀμοιβῶν «ὥστε μετά τερπνότητος καί ἀνέσεως ἀλύπως» νά ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός τῆς Παιδείας πού εἶναι μετάληψις ἁγιότητος.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θεωρεῖ  “τήν παίδευσιν τῶν παρ’  ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τό πρῶτον. Καί ἐννοῶ, συμπληρώνει,παίδευσιν τήν σοφίαν ὄχι τῶ λόγω λαμπρυνομένη ἀλλά τῶν ἔργων ἐλεγχομένη».

Συνοψίζοντας, θά σημειώναμε ὅτι τά βασικά στοιχεῖα τῆς Παιδείας κατά τους Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι: ἡ διά τῆς ἀγάπης καί ἐλευθερίας μετάδοση τῆς γνώσεως καί ἡ ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τοῦ μαθητῆ. Μέ μιά λέξη  ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.  «Ὅτι πρόκειται ἡμῖν ὁμοιωθῆναι Θεῶ, κατά τό δυνατόν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δέ οὐκ ἄνευ γνώσεως ἡ δέ γνῶσις ἐκ διδαγμάτων».

Σχετικά μέ τήν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ πολύ ἀξιόμισθους ἀπό τόν Θεό τούς γονεῖς πού δίνουν καλή ἀνατροφή στά παιδιά τους. «Δέν θά πάψω νά σᾶς παρακαλῶ, νά σᾶς ἰκετεύω καἰ νά σᾶς ἐξορκίζω, ὥστε πρίν ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα ἔργα σας νά φροντίζετε γιά τή σωστή ἀγωγή τῶν παιδιῶν σας. Ἀνάθρεψε τό παιδί σου μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά γίνει ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ(MG 62,546). Ἀλλοῦ ὅμως λέει ὅτι  ´´ἡ αἰτία τῆς διαστροφῆς τῶν παιδιῶν δέν εἶναι καμιά ἄλλη παρά ἡ μανία τῶν γονέων γιά τά βιοτικά πράγματα γιατί, στηρίζοντας τίς ἐλπίδες τους μόνον σ’ αὐτά, δέ θέλουν νά ἀσχοληθοῦν μέ τίποτε ἄλλο πνευματικότερο ἔτσι ἀναγκάζονται νά ἀμελοῦν καί τά παιδιά καί τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς τους’’.

Ὅμως, παρά τίς θυσίες καί τόν ἀγῶνα γιά τίς βιοτικές μέριμνες τά ἀφήνουν πεινασμένα μή προσφέροντας στίς ψυχές τους τροφή. Καί συνεχίζει: Αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ πλεονεξία , ἡ ἔλλειψη τοῦ μέτρου. Γιατί, ἄν ἐπιδιώκαμε μόνον τά ἀπαραίτητα, τό  ἀνθρώπινο γένος θά εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπό μεγάλη ἀρρώστια.

ΤΟ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΗΘΟΣ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ  ΤΟΥΣ  ΑΓΩΝΕΣ

Ὑπῆρξαν καί οἱ τρεῖς ἀσκητές. Ἀπαρνήθηκαν τά πλούτη καί τούς τίτλους πού τούς ἐξασφάλισαν οἱ εὐγενεῖς καταγωγές τους καί ἡ φήμη τους.. Ἔζησαν καί ἔδρασαν μέ πρωτοφανή αὐτοθυσία κοντά στούς φτωχούς καί κατατρεγμένους. Ὑπῆρξαν στήν πράξη κοινωνικοί ἐπαναστάτες. Δέν φοβήθηκαν τήν ἐξουσία, ἦρθαν ἀντιμέτωποι μαζί της, ἀπειλήθηκαν, ἐξορίστηκαν, ἀλλά στάθηκαν ἀκλόνητοι στό ἐργο τους. Ἀφοῦ δοκίμασαν τίς ἀντοχές τῆς σχέσης τους μέ τό Θεό  στήν ἔρημο, ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν πνεῦμα, ἐπέστρεψαν στόν κόσμο, στό ποίμνιό τους ὅπου ὡς καλοί ποιμένες θυσίασαν τή ζωή τους ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους. Ἀφουγκράστηκαν τή φωνή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ τους ὡς ἄλλοι Πέτροι: «Ἀγαπᾶς με; ποίμανε τήν ποίμνην μου». Και ἔγιναν ἐπίσκοποι ὄχι δεσπότες.

Καί ρίχτηκαν στόν ἐκκλησιαστικό ἀγῶνα, δηλαδή στόν κοινωνικό ἀγῶνα ἐνάντια στήν ἐξουσία, στόν παράνομο πλουτισμό, στήν πλεονεξία, στήν καταπίεση  σ΄ ὅλα ὅσα προκαλοῦν τήν κοινωνική ἀδικία.  Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέει στο Περί φιλοπτωχίας ἔργο του: «Οἱ κοινωνικές  ἀνισότητες δέν  εἶναι θέλημα  Θεοῦ. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο….  Μέ τήν  πτώση θρυμματίστηκε ἡ ἀρχική ἑνότητα καί ἰσοτιμία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, οἱ θρασύτεροι μέ τή βοήθεια τοῦ πολιτικοῦ νόμου, τόν ὁποῖο κατέστησαν ὄργανο καταδυναστεύσεως, ἐπιβλήθηκαν στούς ἀσθενέστερους καί ἔτσι οἱ ἄνθρωποι χωρίστηκαν σέ πλούσιους καί φτωχούς, ἐλεύθερους καί δούλους καί σέ πολλές ἄλλες κατηγορίες. Ἐμεῖς ὅμως, ὡς χριστιανοί ὀφείλουμε νά ἀποβλέπουμε καί νά τείνουμε στήν ἀρχική ἑνότητα καί ὄχι στην κατοπινή διαίρεση, στό νόμο τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στό νόμο τοῦ ἰσχυροῦ», (Περί Φιλοπτωχίας ΡG 35, 892 A B).

Οἱ κοινωνικές τους θέσεις εἶναι τόσο ριζοσπαστικές καί ἄκρως ἐπίκαιρες σάν νά γράφτηκαν τώρα, στίς κρίσιμες αὐτές μέρες πού ζοῦμε. Ὁ Νικόλας Μπερντιάεφ ἕνας μεγάλος Ρῶσος διανοητής τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἀναφέρει: «στόν Μεγάλο Βασίλειο ὅπως καί στόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ἡ κοινωνική ἀδικία, δημιούργημα τῆς κακῆς διανομῆς τοῦ πλούτου κριτικάρεται μέ μιά δριμύτητα πού θά ἔκανε τόν Προυντόν καί τόν Κάρλ Μάρξ νά χλωμιάσουν».

Ἡ μανία τοῦ πλούτου και τά συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν εὐθύνονται για την κατάντια τῶν κοινωνιῶν, τήν πείνα, τήν ἐξαθλίωση, τήν ἀποθηρίωση τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει ἐπ΄ αὐτοῦ ὁ Μέγας Βασίλειος «ἕως πότε θά κυβερνᾶ ὁ πλοῦτος πού εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου»; Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οἱ πόλεμοι γίνονται ἀπό τόν ἔρωτα γιά τά χρήματα». Τέλος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συμπληρώνει: «Μητέρα τῶν πολέμων εἶναι ἡ πλεονεξία, οἱ πόλεμοι με τη σειρά τους γεννοῦν την ὑψηλή φορολογία, πού εἶναι ἡ αύστηρότατη καταδίκη τῶν πολιτῶν».(ΒΕΠ 59,141).

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι αὐτό  πού ὀνομάζουμε σήμερα παγκόσμια οἰκονομική κρίση εἶναι κυρίως κρίση τῶν ἠθῶν. Ἡ οἰκονομία ἀναφέρεται στήν πολιτική μέ τόσο ἄμεσο τρόπο πού δικαίως τιτλοφορεῖται Πολιτική Οἰκονομία, ἀφοῦ οἱ οἰκονομικές ἐπιλογές ἔχουν πολιτικό χαρακτήρα. Μαζί ὅμως  μέ τήν οἰκονομία καί τήν πολιτική συνυπάρχει ἡ ἠθική, δηλαδή ἡ θεωρία τοῦ ἤθους, τοῦ τρόπου συμπεριφορᾶς μας ἐντός τῆς ζωῆς.

Ἡ ἠθική εἶναι συνισταμένη τῆς πολιτικῆς καί τῆς οἰκονομίας. Τά δύο αὐτά μείζονα μεγέθη τῆς ζωῆς μας εἶναι δύο συνιστῶσες τῆς ἠθικῆς. Μόνον στόν ὁρίζοντα τῆς ἠθικῆς εἶναι δυνατόν νά τεθοῦν ὀρθά καί νά ἀπαντηθοῦν σωστά ὅλα τά μεγάλα ἐρωτήματα τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας ἀνέκαθεν.

Μιά τέτοια τοποθέτηση φαντάζει σάν δῆθεν ἰδεαλιστική, ρομαντική ἤ οὐτοπική. Δέν ἀληθεύει ὅμως κάτι τέτοιο. Καί αὐτό ἀποδεικνύεται περίτρανα σήμερα μέ τήν καλπάζουσα οἰκονομική κρίση πού ἐπέρχεται στήν ὑφήλιο καί ἐνσκήπτει σάν πανδημία σαρώνοντας χρηματιστήρια, τράπεζες, ἑταιρεῖες, κυβερνήσεις καί λαούς.

Ποιά μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἠθική ἀντιμετώπιση  τῆς οἰκονομικῆς κρίσης; Χρειαζόμαστε ἐπειγόντως μιάν ἀσκητική ἠθική τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας. Πρόκειται γιά τόν ριζικό ἐπαναστοχασμό ἐπιλογῶν, προτεραιοτήτων και ἱεραρχήσεων τοῦ οἰκονομικοῦ μας βίου στό φῶς τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας χιλιετιῶν ἀπό ὅλες τίς πανάρχαιες παραδόσεις τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ὡς ἀσκητική στό ἐπίπεδο τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας δέν νοεῖται καμιά θρησκευτική πραγμάτωση τοῦ βίου μας οὔτε ὑπονοεῖται κάποια φυγή άπό τόν κόσμο, μήτε καμιά ἀποφυγή τοῦ πολιτισμοῦ μας.

Ἀσκητική εἶναι το ἦθος τῆς αὐτοκυριαρχίας, ἡ πρακτική τῆς αὐτοσυγκράτησης, ἡ τεχνική τοῦ αὐτοελέγχου τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καί τό ἦθος τῆς αὐτάρκειας στήν καθημερινή μας ζωή.

Σύμφωνα με τον Κάρλ Φρήντριχ φόν Βάϊτσαίκερ (Carl Freidrich von Weizsäcker 1912-2003): «Το ἠθικό πρόβλημα τῆς ἀσκητικῆς συνίσταται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τά διαθέσιμα ἀγαθά καί ὄχι μέ τήν ἔλλειψή τους. Δέν εἶναι ἡ φτώχεια ἀλλά ὁ πλοῦτος πού θέτει τέτοιο πρόβλημα. Δέν εἶναι σύμπτωση ὅτι ἡ διαμόρφωση ἀσκητικῶν ἰδεωδῶν συνδυάζεται μέ τήν ἐξέλιξη ἀνωτέρων εἰσοδηματικῶν κλάσεων…Τά ἀσκητικά ἰδεώδη τῶν προφητῶν τῆς Βίβλου, τῶν φιλοσόφων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας_ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας θα προσθέταμε ἐμεῖς_ἀναδεικνύονται, ὅταν διαβάζει κανείς τά ἀρχαῖα κείμενα καί ἀντιληφθεῖ ὅτι ἐπρόκειτο για κίνημα διαμαρτυρίας τῶν διανοουμένων ἐναντίον τῆς τότε ἀκμάζουσας πρακτικῆς τῆς οἰκονομίας».

Πιό συγκεκριμένα θα μπορούσαμε νά ἐπισημάνουμε μερικά σημεῖα τῆς σύγχρονης ἀσκητικῆς ἠθικῆς τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας:

1.  Ἀ ν ά π τ υ ξ η, π ο σ ό τ η τ α καί π ο ι ό τ η τ α. Σίγουρα χρειαζόμαστε την ἀνάπτυξη , ἀλλά ὄχι τήν ποσοτική. Δέν ἐνδιαφέρει πλέον ἡ αὔξηση ἀγαθῶν, πόρων καί ὑπηρεσιῶν, ἀλλά προέχει ἡ ἀναβάθμιση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς μέ τήν ἀειφόρο ἀνάπτυξη σέ οἰκολογική ἰσορροπία καί κοινωνική δικαιοσύνη.

2.  Κ α τ α νά λ ω σ η, π α ρ α γ ω γ ή, καί  ἀ ν α π α ρ α γ ω γ ή. Ἰδεῶδες δέν μπορεῖ πιά νά εἶναι ἡ αὔξηση τῆς κατανάλωσης  τῶν ἀγαθῶν. Ἡ παραγωγικότητα ἀποτελεῖ τόν αὐθεντικό μοχλό τῆς οἰκονομίας. Ἡ παραγωγή ἀψύχων ἀγαθῶν πρέπει νά εἶναι στήν ὑπηρεσία τῆς ἀναπαραγωγῆς ἐμψύχων ὑποκειμένων τῆς ἱστορίας, δηλαδή ἀνθρώπων. Τό δημογραφικό πρόβλημα εἶναι τό ὑποπροϊόν τοῦ ἀσύδοτου καταναλωτισμοῦ καί ἡ παρενέργεια τῆς ἀντιπαραγωγικότητας.

3.  Ἐ π ά ρ κ ε ι α,  α ὐ τ ά ρ κ ε ι α , ὀ λ ι γ ά ρ κ ε ι α. Ἀπόλυτη ἐπάρκεια πόρων εἶναι ἀνύπαρκτη, ἀφοῦ ἀποτελεῖ  σχετικό μέγεθος καθοριζόμενο ἀπό τήν κοινωνία. Ἡ αὐτάρκεια  προϋποθέτει ὀλιγάρκεια κι αὐτή μέ τήν σειρά της ἐπιτυγχάνεται μόνο ἀπό τό ΄ἀσκητικό ἦθος τῆς ἐλεύθερης, ἐκούσιας καί συνειδητῆς αὐθυπέρβασης τῆς φιλαυτίας πρός χάριν τῆς φιλαλληλίας. Ὀ ἀλτρουϊσμός ἀντί γιά τόν  ἀτομικισμό μπορεῖ νά σώσει τήν κοινωνία μας. Ἄς ἀναρωτηθοῦμε για ἄλλη μια φορά προς τι ἡ εὐμάρεια; Ποιές εἶναι οἱ πραγματικές ἀνάγκες μας, ἀλλά καί ποιες οἱ ἀληθινές, οἱ αὐθεντικές ἀξίες τῆς ζωῆς;  Μιά μεγάλη ἀντίθεση παρουσιάζεται μπροστά μας: ἀπό τό ἕνα μέρος ἄμετρη, ἀχαλίνωτη, προκλητική ἐπιζήτηση πλουτισμοῦ, καταναλωτισμός, πολυτέλεια, ἐπίδειξη καί ἀπό τό ἄλλο ἀκραία, ἔσχατη πενία καί ἔνδεια. Αἰτίες; ἡ ἀπαιδευσία, ὁ ἀτομικισμός, ὁ ὠχαδερφισμός, ἡ  δυσλειτουργία τῶν θεσμῶν.

Καί ποιό εἶναι τό στρατήγημα τοῦ καταναλωτισμοῦ;  Ὁ ὑλικός εὐδαιμονισμός πού θεωρεῖ τά εἴδη πολυτελείας προϋποθέσεις εὐζωϊας καί ἐπομένως τό περιττό μετατρέπεται σέ ἀναγκαῖο. Καί αὐτό ὁδηγεῖ στήν δημιουργία τοῦ «μονοδιάστατου ἀνθρώπου» κατά τόν Μαρκοῦζε ἤ στήν «ἀποξένωση» (ἀλλοτρίωση), ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ Π.Π. Παζολίνι: «Ὁ καταναλωτισμός εἶναι αὐτό πού θεωρῶ καινούργιο φασισμό. Τώρα πού μπορῶ νά κάνω μιά σύγκριση, καταλαβαίνω κάτι πού θά σοκάρει πολλούς ὅπως σόκαρε κι ἐμένα: ὅτι ἡ φτώχεια  δέν εἶναι τό χειρότερο κακό, οὔτε ἡ ἐκμετάλλευση. Δηλαδή, τό μεγάλο κακό τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι οὔτε ἡ φτώχεια οὔτε ἡ ἐκμετάλλευση, ἀλλά ἡ ἀπώλεια τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικότητας κάτω ἀπό το κράτος τοῦ καταναλωτισμοῦ».

Ἀλλά πρωτύτερα ἀπό τόν Μαρκοῦζε καί τόν Παζολίνι προειδοποιοῦσε ἤδη ὁ Ἅγιος τῶν γραμμάτων μας κυρ-Ἁλέξανδρος Παπαδιαμάντης:  «ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ ἀληθής ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾶ τήν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τήν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καί ψυχάς. Αὕτη παράγει τήν κοινωνικήν σεπηδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς».

Καί ἕνας ἄλλος ταπεινός τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μας, ὁ Φώτης Κόντογλου, γράφει:

«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νά ἀπολάψη πολλά, χωρίς νά μπορῆ νά τά προφτάξη ὅλα. Καί βάσανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σέ μιά κατάσταση πού νά ευχαριστιέται μέ τά λίγα καί νά μή θέλη πολλά, ἔστω καί ἀπό οἰκονομία νά τά’ἀποχτήση, ἐκεῖνος λοιπόν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δέν τό κάνει ἀπό οἰκονομία, οὔτε γιατί ἔχει τήν ἰδέα πώς τά πολλά τόν βλάφτουνε στήν ψυχή ἤ στό σῶμα. Ἀλλά γιατί στά λίγα καί στά ἁπλά  βρίσκει πιό ἁγνή ἰκανοποίηση.Καί περισσότερο ἀπ’  ὅλα, ἐπειδή με τά ἁπλά καί μέ τά λίγα δέν χάνει τόν ἑαυτό του.Τ ίς ἐστί πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγω ἀναπαυόμενος».

«Πολλά δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά’ ν’ ἥμερος, να’ν’ ἄκακος. Λίγο ψωμί, λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση», λέει ὁ νομπελίστας ποιητής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης.

Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀπολαμβάνει διαρκῶς μιάν ἐξαιρετική, πνευματικά ἔξοχη ἀτομικότητα, οἱ περισσότερες ἀπό τίς γενικά ἐπιζητούμενες ἀπολαύσεις εἶναι τελείως περιττές, καί ἐπιπλέον ὀχληρές καί ἐπιβαρυντικές. Γιά τοῦτο, ὁ Σωκράτης, ὅταν εἶδε νά πουλοῦν στην ἀγορά εἴδη πολυτελείας, εἶπε: «Πόσο πολλά πράγματα ὑπάρχουν πού δέν τά ἔχω ἀνάγκη!».

Καί τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε σήμερα στά παιδιά μας μέσα στό σημερινό ἐκπαιδευτικό σύστημα ὅπου ἀναγκάζονται να ἀπομνημονεύουν ξερές καί ἀνούσιες, χωρίς ἠθικό ἀντίκρυσμα γνώσεις, πού δέν πείθουν γιά τήν ἀξία τους καί τίς πςερισσότερες φορές δέν ἔχουν πρακτική ἀφαρμογή στή ζωή τους; Γιά ποιά ζωή τά ἑτοιμάζουμε, πού ἔχουμε ἀποδυθεῖ μαζί τους σ’ ἕναν ἀγῶνα δρόμου ἀμφιβόλου ἐκβάσεως, προπονώντας τα νά γίνουν πρωταθλητές, νά εἰσαχθοῦν σέ κάποια ‘καλή σχολή γιά νά ἐνσαρκώσουν ἴσως τά ὄνειρα τῶν γονιῶν τους καί νά μποῦν κι ἐκεῖνα στό μαγγανοπήγαδο πού συνθλίβει ἰδιαιτερότητες, ταλέντα, ὄνειρα… Οἱ πιό σκληρά ἐργαζόμενοι, κατά κάποιες ἐκτιμήσεις. Ἀπό τό ἑπτάωρο τοῦ σχολείου στό ἀπαιτητικό πρόγραμμα τοῦ φροντιστηρίου κι ἀπό τό φροντιστήριο στό σπίτι γιά τή συνέχεια. Ξεκόψαμε τή γνώση ἀπό τή ζωή, τόν ἔρωτα, τήν ὀμορφιά. Τά πάντα κινοῦνται στά πλαίσια τοῦ κατεστημένου καί τῆς μετριότητας. Μέτρια μαθαίνουμε, μέτρια ὀνειρευόμαστε, μέτρια ἀγαπᾶμε… «Εἶμαι μετρίως μέτριος καί πάντα μετρημένος» λέει ὁ τραγουδιστής. «Μέτρια κι ὅλα μέτρια καί μέτρια παντοῦ. Κι οἱ ἀγάπες μου κι οἱ πόθοι μου κι ὅ,τι ἡ καρδιά μου ἀνειώνει, κι ἡ φαντασία τῆς ψυχῆς καί τό εἴδωλο τοῦ νοῦ με σφίγγουν  ὅλα μέτρια, τό μέτριο μέ παγώνει», θά γράψει ὁ νομπελίστας μας Γιῶργος Σεφέρης. Μᾶς παγώνει τό μέτριο, τό χλιαρό, αὐτό πού οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἀνεχεται καί θά ἐμέσει. Χάθηκε ἡ μεταφυσική προέκταση τῶν πραγμάτων κι ὅλα ἀφέθηκαν στό ἐπικαιρικό καί στήν τυχαιότητα. Γι’ αὐτό καί ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ, ἡ δυσπιστία ἀπέναντι στόν θεσμό τῆς Παιδείας. Κι ἄν κάποτε οἱ νέοι ἔμοιαζαν μέ μπουμπούκια ἕτοιμα ν’ ἀνθίσουν, σήμερα μοιάζουν μαραμένοι μηδενιστές καί ὅλοι ὅσοι συμμετέχουν σ’ αὐτόν τόν τρελό ἀγῶνα δρόμου μέ «καματερά ἀνθρωπόμορφα σπρωγμένα ἀπ’ τή βουκέντρα», ὅπως θα’ λεγε κι ὁ μεγάλος Κωστῆς Παλαμᾶς.

Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἔχουμε κάνει λάθος στή συνταγή τῆς εὐημερίας. Μήπως ἀντί νά προσθέτουμε καταναλωτικά πρότυπα καί νά ἐξαγοράζουμε τήν ἀγάπη τῶν παιδιῶν μας μέ συνεχεῖς παροχές γιά νά ξεφύγουμε ἀπό τίς ἐνοχές μας, θά εἴχαμε ὠφεληθεῖ ἐάν ἀλλάζαμε τά πρότυπα καί ἐπανατοποθετούσαμε ὁλόκληρο τόν βίο μας πάνω σέ πνευματικότερη βάση; Γιατί «ἄν ὁ ἀγώνας γιά τό ψωμί μου εἶναι ζήτημα ὑλικό, ὁ ἀγώνας γιά τό ψωμί τοῦ διπλανοῦ μου εἶναι ζήτημα πνευματικό».Πόσες ἄραγε ἐργατοῶρες θα ἔπρεπε νά ἔχουμε καταναλώσει γιά νά ἀξιοποιήσουμε στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς πού μᾶς δόθηκε ἁπλόχερα; Θά’ρθει σίγουρα ἡ στιγμή, ἄν δεν ἦρθε κιόλας, πού θά ἀναλογιστοῦμε τά λόγια τοῦ ποιητῆ: «Λυπᾶμαι γιατί ἄφησα νά περάσει ἕνα πλατύ ποτάμι μέσα άπό τά δάχτυλά μου, χωρίς νά πιῶ οὔτε μιά στάλα».Αὐτή τήν πνευματική δίψα θά εἴχαμε ἀποφύγει ἄν τά εἴχαμε κατακτήσει ἤδη μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, καί κυρίως μέσω τῆς Παιδείας. Καί τότε δέν θά μποροῦσε κανείς νά μᾶς τά πάρει. Καμιά τράπεζα, κανένα χρηματιστήριο, καμιά κρίση.

Ἡ  Ἀρετή τήν ὁποία διδάσκονται στήν Τρίτη Λυκείου τά παιδιά μας στά περίφημα ἔργα Πρωταγόρας τοῦ Πλάτωνα καί  Ἠθικά Νικομάχεια τοῦ Ἀριστοτέλη, ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι ἕξις καί ὅτι ὡς τέτοια πρέπει νά ἐθίζονται σ’αὐτήν οἱ ἄνθρωποι ἀπό μικρή ἡλικία (εὐθύς ἐκ νέων), ἀλλά φαίνεται ὅτι κι αὐτό ὡς ἐξεταστέα ὕλη τῶν Πανελληνίων τοποθετήθηκε στή χώρα τῆς χρησιμοθηρίας καί μόνο, ἀποστηθίζεται πρός στιγμήν γιά τίς ἐξετάσεις καί μετά πηγαίνει κατευθεῖαν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων, οὔτε κἄν στό καλάθι τῆς ἀνακύκλωσης.

Ὅμως  ὁ στόχος τῆς Παιδείας πρέπει νά εἶναι «ἡ κατά κεφαλήν καλλιέργεια καί ὄχι τό κατά κεφαλήν εἰσόδημα» ὅπως  εἶχε πεῖ κάποτε  ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, «ἡ διά βίου χαρά κι ὄχι ἡ διά βίου ἀμάθεια» ἐπιμένουμε, ἡ ἀγάπη γιά τό πρόσωπο κι ὄχι ἡ ὅποια πολιτική καί οἰκονομική  ἀναγκαιότητα. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι πιό γλυκειά κι ἀπ’ τή ζωή ὅπως εἶπε κι ἕνας σύγχρονος  Ἅγιός μας. Τί νά τήν κάνουμε τή ζωή χωρίς ἀγάπη; Μά καί χωρίς ἀγάπη, πῶς θά φτιάζουμε Παιδεία ζωῆς;. «Καμιά δέ θ’ἀγγίξετε καρδιά, ἄν ὁ λόγος δέ βγαίνει ἀπ’ την καρδιά σας» λέει ὁ Γκαῖτε. Ἀλλιῶς καί ἡ ζωή και ἡ Παιδεία θα εἶναι σκέτος παιδεμός.

Ἡ Παιδεία, πού προτείνουν οἱ τρεῖς Ἱεράρχες μας,  ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο. Δέν  τόν έξαναγκάζει, δέν  τόν κάνει δυστυχισμένο καί καταθλιπτικό. Σέβεται το πρόσωπό του. Κάτι πού δέν τό κάνει καμιά οἰκονομική θεωρία, καμιά ἰδεολογία.

Ἡ ἁπλότητα καί τό ἀσκητικό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσής μας πολλά μποροῦν νά διδάξουν τόν σύγχρονο κόσμο. Ἡ κρίση μπορεῖ νά ξεπεραστεῖ ἄν δείξουμε πνεῦμα μετανοίας, δηλαδή ἀλλάξουμε σκέψη καί συμπεριφορά, ὥστε νά φτιάξουμε σχολεῖα μέ πνευματικά «προσανάμματα» τούς κλασικούς καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἀφήσουμε τά παιδιά μας ἀνυπεράσπιστα μέσα στη δίνη τοῦ μεταμοντέρνου μηδενισμοῦ.

Σᾶς εὐχαριστῶ.

ΠΗΓΕΣ:

1. Βασιλείου Χαρώνη: «Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία  Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου», Ἀθήνα, 1993.

2. Π. Χρήστου: «Ὁ Μέγας Βασίλειος, Βίος και πολιτεία,Συγγράμματα,Θεολογικήσκέψις»Θεσ/νίκη

1978.

3.  Π.Πάσχου: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα,1979.

4.  Ἠλίας Μουτσούλας, Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο,Ἀθήνα 1979.

5.   Γ. Χρυσάφης, «Οὐρανοβάμονες, ἐπίγειοι ἄγγελοι», Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

6.   Φώτη Κόντογλου: «Εὐλογημένο Καταφύγιο», Ἀκρίτας, Ἀθήνα,1985.

7.   Περιοδικό Εὐθύνη,2009.

Πηγήhttp://www.agiosandreas.de/

Παιδαγωγικές ἀντιλήψεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (Σχοινᾶς Φώτιος)

Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχει θεσπισθεῖ ἤδη ἀπό τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 1843/44 ἀπό τή Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας ὡς ἡ ἑορτή τῆς παιδείας. Ἡ καθιέρωση αὐτή ὀφείλεται  στό γεγονός ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐπεχείρησαν καί ἐπέτυχαν τή σύζευξη τοῦ χριστιανικοῦ σωτηριολογικοῦ μηνύματος μέ τήν ἑλληνική παιδεία, τή χριστιανική Πίστη μέ τόν ἑλληνικό Λόγο. Οἰ ἑλληνομαθεῖς χριστιανοί Πατέρες ἔδωσαν καινές, χριστιανικοῦ περιεχομένου, ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα – θεολογικά, ὀντολογικά, κοσμολογικά, γνωσιοθεωρητικά, ἠθικά καί ἀνθρωπολογικά – πού ἀπασχολοῦσαν τήν ἑλληνική ἀπορητική διανόηση.

Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ἀποδόμησαν ἕνα παλαιό, γερασμένο καί θνήσκοντα κόσμο καί δόμησαν ἕνα καινούργιο κόσμο μέ καινούργιες θέσεις σέ παμπάλαια, πανανθρώπινα ἐρωτήματα. Δύο κόσμοι, ὁ ἑλληνικός καί ὁ χριστιανικός, δύο στάσεις, δύο νοοτροπίες, δύο ὡς τότε ἀσύμπτωτα καί ὡς ἕνα βαθμό ἀντιμαχόμενα πολιτισμικά μεγέθη συναντήθηκαν, ἀλληλοδιαποτίστηκαν καί παρήχθη ἕνα νέο πολιτισμικό κατόρθωμα πού ἐπρόκειτο νά ἀποτελέσει τόν πυρήνα τοῦ Μεσαίωνα καί τό γονιμοποιό σπέρμα τῆς νεώτερης Εὐρωπαϊκῆς νεωτερικότητας. Ἡ συνάντηση καί ἀλληλοδιαπλοκή τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό ὑπῆρξε τό μέγιστον πολιτισμικό γεγονός στήν πνευματική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ ἰστορική συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό ὑπῆρξε χωρία ἀμφιβολίαν τό μεγαλύτερο κοσμοϊστορικῆς σημασίας γεγονός πού ἐπήγαγε τήν βαθύτερη καί ριζικώτερη τομή στήν καθόλου ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος» (Μιχ. Φ. Δημητρακοπούλου, Μελέτες κριτικῆς φιλοσοφίας καί μεταφυσικῆς, Ἀθῆναι 2005, σελ. 288). Καί αὐτή τήν κοσμοϊστορικῆς σημασίας συνάντηση ἐπέτυχαν κυρίως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες (καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης βεβαίως).

Μέ τό παρόν σημείωμά μου θέλω νά ὑπογραμμίσω ὁρισμένες (ἐλάχιστο δεῖγμα) παιδαγωγικές θέσεις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν πού διατηροῦν τήν ἐπικαιρότητά τους στή σύγχρονη ἐποχή. Κατ᾿ἀρχήν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μιλώντας γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου γράφει τά ἑξῆς: «Αὕτη μοι φαίνεται εἷναι τέχνη τις τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἄνθρωπον ἄγειν τό ποικιλώτατον ζῶον καί πολυτροπώτατον». (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 35, 425). Ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι πολυδύναμο καί πολυσύνθετο ὄν καί ἡ διαπαιδαγώγησή του εἶναι ὑψίστη τέχνη καί ὑψίστη ἐπιστήμη ταυτόχρονα. Ἡ ἀποστολή τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι σύνθετη, δύσκολη καί κυρίως λεπτή καθότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερο ὄν καί ὁποιαδήποτε καθοδήγησή του προϋποθέτει τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυδύναμο καί σύνθετο ὄν (ποικιλώτατον καί πολυτροπώτατον ζῶον) καί ἡ καθοδήγησή του ἀπαιτεῖ τόν συνδυασμό καί τήν ἐναρμόνιση ἐναντίων καί ἐν πολλοῖς ἀντιμαχόμενων ψυχικῶν τάσεων καί ροπῶν τοῦ νέου ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει τούς γονεῖς καί παιδαγωγούς ὡς ἑξῆς: «Μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν, οἷον οἱ πολλοί ποιοῦσιν…οὐχ ὡς ἐλευθέροις, ἀλλ’ὡς ἀνδραπόδεις (=ὡς σκλάβους)» (Χρυσόστομος P.G. 62, 150). Ἐπίσης ὁ Μ. Βασίλειος συμβουλεύει: «Πατρικῇ μέν εὐσπλαγχνία, λόγῳ δέ ἐπιστημονικῷ τά ἁμαρτήματα τῶν νέων ἐπανορθοῦσθαι δεῖ» (Μ. Βασίλειος P.G. 31, 953). Εἴπαμε ὅτι ὁποιαδήποτε ἀγωγή τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει ὡς θεμελιώδη πυρήνα καί ἀπαράβατη προϋπόθεσή της τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας του. Τοῦτο εἶναι δύσκολο ἔργο πού ἐγγίζει τά ὅρια τοῦ ἀκατόρθωτου. Ὁ Φρόϋντ γράφει ὅτι τό ἔργο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς δύσκολο, ἀλλά ἀδύνατο, καθότι πρέπει νά ἀναπτύξει τήν ἐλεύθερη προσωπικότητα τοῦ νέου, ταυτόχρονα καταστέλλοντάς τον καί ἀναγκάζοντάς τον νά πειθαρχήσει σέ ὁρισμένους κανόνες. Ὁ Πλάτων γράφει «χαλεπή δή καί δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περί ἡμᾶς ἡνιόχησις» (Φαῖδρος 246 b).

Ὁ Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς γιά τήν παιδαγωγική σχέση: « οὐδέν οὕτω πρός διδασκαλίαν ἐπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι» (Χρυσόστομος P.G. 62, 529. Ἡ ἀμφίδρομη ἀγάπη μεταξύ διδασκόντων καί μαθητῶν εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς παιδαγωγικῆς σχέσης. Καί ἡ παιδαγωγική σχέση εἶναι ὁ καθοριστικότερος παράγοντας γιά τήν συγκρότηση, μετάδοση (ἤ κατά τή σύγχρονη διδακτική ἀντίληψη) ἐνεργητική κατάκτηση τῆς γνώσης ἀπό τό μαθητή. Καθοριστικότερος καί ἀπό τήν ἀρτιότερη ἐπιστημονική κατάρτιση καί τό ὁποιοδήποτε σχέδιο διδασκαλίας καί τήν ὁποιαδήποτε Διδακτική Μεθοδολογία (ἐννοεῖται ὅτι δέν παραθεωροῦμε τήν ἐπιστημονική καί θεωρητική παιδαγωγική καί διδακτική κατάρτιση, ἀλλά χωρίς τήν ἔμπρακτη, ἀγαπητική παιδαγωγική σχέση, αὐτή ἀκυρώνεται). Τοὐλάχιστον αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Πεσταλότσι. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ὅπου τό παιδί παρουσιάζει ἔλλειμμα ἀγάπης τό ζωντανό, εἰλικρινές, πηγαῖο καί διακριτικό ἐνδιαφέρον γι᾿αὐτό ἴσως εἶναι τό βασικότερο προσόν τοῦ σύγχρονου ἐκπαιδευτικοῦ.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει «ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου» (Γρηγόριος Θεολόγος P.G. 37,929) καί ἐπίσης «μισῶ διδάγματα, οἷς ἐναντίος ὁ βίος» (Γρηγόριος Θεολόγος Ε.Π.Ε. 10,174).  Ἡ συνέπεια λόγων καί πράξεων εἶναι βασική ἀρετή τοῦ διδάσκοντος. Μάλιστα ὁ διδάσκων, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Γιούγκ, διδάσκει περισσότερο μέ αὐτό πού εἶναι παρά μέ αὐτό πού λέει.  Ἄλλωστε κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱ μαθητές«οὐ τοῖς παρ᾿ἡμῖν λεγομένοις οὕτω προσέχουσιν, ὡς τοῖς ὑφ᾿ἡμῶν πραττομένοις» (Χρυσόστομος P.G. 60, 18). Ἐνίοτε καί ἡ σιωπηλή παρουσία τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀποτελεῖ τό πλέον εὔγλωττο μάθημα. Μόνο ἔτσι οἱ διδάσκοντες μποροῦν νά ἀποτελέσουν πειστικά πρότυπα γιά τά παιδιά. Τά παιδιά ἔχουν κατ᾿ἐξοχήν ἀνάγκη προτύπων γιά νά ἀναπτυχθοῦν ὁμαλά καί φυσιολογικά, γιά νά πετύχουν τήν ὁλοκλήρωσή τους. «Τά ἀρχέτυπα ἠφάνισται, διά τοῦτο οὐδέ οἱ νέοι γίνονται θαυμαστοί» (Χρυσόστομος P.G. 60, 189) θρηνεῖ γιά τήν ἐποχή του ὁ Χρυσόστομος. Οἱ παράγοντες ἀγωγῆς γιά τούς νέους εἶναι ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο καί κατ᾿ἐξοχήν ἡ κοινωνία (ΜΜΕ, δημόσιος καί πολιτικός βίος, περιρρέουσα κοινωνική ἀτμόσφαιρα κλπ.). Πρότυπα γιά τούς νέους εἶναι οἱ γονεῖς τους, οἱ καθηγητές τους, οἱ πολιτικοί, οἱ καλλιτέχνες καί οἱ ἀθλητές. Σήμερα πού ἡ οἰκογένεια διέρχεται βαθειά κρίση καί ἡ κοινωνία νοσεῖ βαρύτατα, οἱ ἐκπαιδευτικοί καλοῦνται νά ἀναπληρώσουν αὐτό τό κενό καί νά λειτουργήσουν ὡς ἀντίβαρο στή δηλητηριασμένη κοινωνική ἀτμόσφαιρα. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «τά σχολεῖα ἔχουν ἀναγκαστεῖ νά ἀναλάβουν ὅλο καί περισσότερα καθήκοντα πού παραδοσιακά θεωροῦνταν ἁρμοδιότητα τῆς οἰκογένειας» (John MacBeath, Michael Schartz, Denis Meuret, Lars Jacobsen, Ἡ αὐτοαξιολόγηση στό Εὐρωπαϊκό σχολεῖο, μετάφραση Μαρία Δεληγιάννη, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2005, σελ. 150).

Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει καί ἕνα ἄλλο σημαντικό παράγοντα τῆς διδακτικῆς διαδικασίας: τό χαρούμενο ὕφος τοῦ δασκάλου, τό χαρίεν στύλ καί τό εὐχάριστο στοιχεῖο στή διδακτική δραστηριότητα: «βίαιον μέν μάθημα οὐ πέφυκεν παραμένειν, τά δέ μετά τέρψεως καί χάριτος εἰσδυόμενα μονιμώτερον πως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐνιζάνει». ( Μ. Βασίλειος P.G. 29, 213). Τό στοιχεῖο τῆς βίας καί τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἔχει προσωρινό μόνο ἀποτέλεσμα κατά τόν Καππαδόκη Ἱεράρχη ἐνῶ τό στοιχεῖο τῆς εὐχαρίστησης καί τῆς τέρψης προκαλεῖ μονιμώτερα ἀποτελέσματα στήν παιδική ψυχή. Βέβαια γιά νά εἴμαστε ρεαλιστές ὁ σύγχρονος ἐκπαιδευτικός ἀντιμετωπίζει καθημερινά τήν παγερή καί ἀδιαπέραστη ἀδιαφορία τῶν μαθητῶν, γι᾿αὐτό καί ἡ διδασκαλία ἐνέχει τόν παράγοντα τῆς ἐναντίωσης στό μαθητή πού κατά κανόνα ρέπει ἐγγενῶς στή ραστώνη.Ἡ ἔγερση τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ μαθητῆ ἀποτελεῖ τήν ἀχίλλειο πτέρνα τῆς σύγχρονης διδακτικῆς πράξης. Ἄλλωστε ἡ ἀδιαφορία τοῦ μαθητῆ ὀφείλεται σέ ἄλλους παράγοντες μή ὑποκείμενους στήν ἐξουσία καί τό ἔλεγχο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ.Ὅμως ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὑπενθυμίζει στόν διδάσκοντα ὅτι «κἄν σήμερον μή πείθηται (ὁ μαθητής) τοῖς παρά σοῦ λεγομένοις, τῇ ἑξῆς (= τήν ἑπομένη) πεισθήσεται» (Χρυσόστομος P.G. 53, 377). Ὁ καθηγητής μου Β. Σφυρόερας ἔλεγε ὅτι ἐμεῖς οἱ ἐκπαιδευτικοί πεθαίνουμε πενήντα χρόνια μετά τό φυσικό μας θάνατο, γιατί ζοῦμε στή μνήμη τῶν μαθητῶν μας. Ἴσως τώρα ἀδιαφοροῦν οἱ μαθητές, ἀλλά στό μέλλον, ὅταν θά ἔχουν ὡριμάσει ἀπό τήν ἀδυσώπητη πραγματικότητα τῆς ζωῆς, ἐκτιμοῦν τήν προσφορά τῶν δασκάλων τους σίγουρα διαφορετικά ἀπό ὅ,τι τώρα.

Γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ μαθητῆ στήν διδακτική δραστηριότητα ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά γιά τήν ἐποχή του: «οὐ τῶν διδασκάλων ἐστί τό πᾶν, ἀλλ᾿εἰ μή τό πλέον, τό γοῦν ἥμισυ καί τῶν μαθητῶν» (Χρυσόστομος P.G. 62, 483). Ἡ μαθησιακή διαδικασία, ἄν μή κατά τό περισσότερο μέρος της, τοὐλάχιστον κατά τό ἥμισυ ἀνήκει στούς μαθητές. Οἱ διδάσκοντες ὀφείλουν  νά ὀργανώνουν κατά τέτοιο τρόπο τό μάθημα, ὥστε οἱ μαθητές νά συμμετέχουν ἐνεργῶς στή μαθησιακή δραστηριότητα ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τους (οἱ διδάσκοντες) ὅτι ἡ γνώση δέν παρέχεται, ἀλλά κατακτᾶται. Ὁ μαθητής δέν πρέπει νά περιορίζεται σέ παθητικό ρόλο, ἀλλά νά ἐνθαρρύνεται νά ἀναπτύσσει ἐνεργό ρόλο κατά τή διδακτική δραστηριότητα, γιά νά εἶναι αὐτή πιό ἀποτελεσματική. Ἄλλωστε καί ὁ ρόλος τοῦ διδάσκοντος ἔχει ἀλλάξει κατά τή σύγχρονη Παιδαγωγική. Ὁ ἐκπαιδευτικός δέν νοεῖται πλέον ὡς ὁ αὐθεντικός μεταδότης τῆς γνώσεως, ἀλλά ὁ διευκολυντής, ὁ συντονιστής, ὁ ἐνορχηστρωτής τρόπο τινά τῆς διδακτικῆς δραστηριότητας.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει τά ἑξῆς πρωτοποριακά ὄχι μόνο γιά τήν ἐποχή του, ἀλλά καί γιά τή σύγχρονη ἐποχή σχετικά μέ τήν ἀποτελεσματικότητα καί τήν οὐσιαστική ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ: «Παιδαγωγοῦ μέγιστον ἐγκώμιον γένοιτ᾿ἄν, τό μηκέτι δεῖσθαι…τῆς παρ᾿αὐτοῦ φυλακῆς εἰς σωφροσύνην τόν ὑπ᾿αὐτοῦ παιδαγωγηθέντα νέον, εἰς μείζονα ἐπιδόντα ἀρετήν» (Χρυσόστομος P.G. 48, 859- 860 καί 63, 768). Ἡ ἀξία τοῦ παιδαγωγοῦ ἀποδεικνύεται ὅταν δέν τόν ἔχουν ἀνάγκη οἱ παιδαγωγούμενοι. Συναφῶς ὁ Παιδαγωγός, ὁ John Dewey (σημειωτέον ἐν παρόδῳ ὅτι ὅπως στήν ἀρχαιότητα  λέγοντας ὁ Ποιητής ἐννοοῦσαν τόν Ὅμηρο, στό Μεσαίωνα λέγοντας ὁ Φιλόσοφος ἐννοοῦσαν τόν Ἀριστοτέλη, ἔτσι καί στή σύγχρονη ἐποχή λέγοντας ὁ Παιδαγωγός ἐννοοῦμε τόν John Dewey), γράφει: «Ἐάν ἀφαιρεθεῖ ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ νά παράσχει μιά δραστηριότητα στό παιδί, μέ τήν ὁποία αὐτό θά ἀσχοληθεῖ μέ δική του πρωτοβουλία, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό, τότε ἡ ἐκπαίδευση μετατρέπεται σέ καταπίεση γιά τό τίποτε» (John Dewey, Education today, London 1942, σ. 4. Παράθεμα ἀπό τό Πόπη Πηγιάκη, Προετοιμασία, σχεδιασμός καί ἀξιολόγηση τῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2004, σ. 69).

Θέλω ἀκόμη νά σημειώσω ὅτι ὁ χρυσορρήμων Ἀντιοχεύς Ἱεράρχης δέν παραλείπει νά τονίσει ὅτι οἱ παιδαγωγοί πρέπει νά ἀμείβονται ὄχι ἁπλῶς ἱκανοποιητικά, ἀλλ’ἀφθόνως γιά τήν σπουδαιότατη ἀποστολή τους: «Δεῖ μετά ἀφθονίας ἐπιρρέειν τοῖς διδασκάλοις τήν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν ἵνα μή κάμνωσι, μηδέ ἐκλύωνται, μηδέ περί τά μικρά σχολάζοντες τῶν μεγάλων ἀποστερῶσιν ἑαυτούς∙ ἵνα τά πνευματικά ἐργάζωνται, μηδένα τῶν βιωτικῶν ποιούμενοι λόγον» (Χρυσόστομος P.G. 62, 581). Δυστυχῶς ἡ σύγχρονη Ἑλληνική κοινωνία καί πολιτεία πράττουν τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, παρέχοντας πενιχρή ἀμοιβή στους δασκάλους.

Τέλος στίς μέρες γίνεται πολύς λόγος καί σχεδόν ἐξοβελίζεται ἤ μετασχηματίζεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό Ἑλληνικό Λύκειο. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως γράφει: «Εἰ τούς παῖδας πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ καί τά πνευματικά ἐδιδάσκομεν μαθήματα ἀντί τῶν ἄλλων καί πρό τῶν ἄλλων ἁπάντων, πάντα ἄν ἀπεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων κακῶν ἀπηλλάγη ὁ βίος ὁ παρών, ἐντεῦθεν ἄν ἐκαρποσώμεθα πάντες». (Χρυσόστομος P.G. 47, 381). Ἡ προτεραιότητα ἔναντι τῶν ἄλλων  μαθημάτων δίδεται στά Θρησκευτικά κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά τήν ἀποφυγή τῶν λυπηρῶν καί κακῶν στόν παρόντα βίο. Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία πράττει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο!

Πηγή: http://www.antifono.gr/

Παναγιώτης Νεοχωρίτης: Χερουβικό σύντομο (από στήθους), ήχος πλ. α’

Ψάλλει ο κος Παναγιώτης Νεοχωρίτης ΑΠτΜτΧΕ.

Πάνσεπτος Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου – Φανάρι, Κωνσταντινούπολη – 16.09.2017.

Πηγή: https://youtu.be/0ocjMFVAhWg