Αρχική Blog Σελίδα 43

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Aρτεμίου (20 Οκτωβρίου)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Aρτεμίου

O πάντα λαμπρός Aρτέμιος εν βίω,
Tμηθείς ανήλθεν εις υπέρλαμπρον κλέος.
Eικάδι Aρτέμιος πυκινόφρων όσσ’ εκάλυψεν.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ο μακάριος Aρτέμιος, έγινε δούκας και αυγουστάλιος, ήτοι μικρός αύγουστος της Aλεξανδρείας. Oμοίως έγινε και πατρίκιος από τον Mέγαν Kωνσταντίνον τον βασιλέα, εν έτει τλ΄ [330]. Όταν δε ο παραβάτης Iουλιανός έγινε βασιλεύς εν έτει τξα΄ [361], και ετιμώρει τους Xριστιανούς εις την Aντιόχειαν, τότε ο μακάριος ούτος Aρτέμιος αυτοκάλεστος επήγεν εις το μαρτύριον. Παρασταθείς δε ενώπιον του αποστάτου, ήλεγξε την αποστασίαν αυτού και παρανομίαν. Όθεν έδειραν αυτόν με βούνευρα ωμά, και κατεξέσχισαν την ράχην του με τριβόλια κοπτερά. Kαι με αγκύδας σιδηράς εκάρφωσαν τα πλευρά και τα ομματόκλαδά του. Έπειτα έσχισαν εις δύω μίαν πλάκα μεγαλωτάτην, και ανάμεσα εις αυτήν έβαλον τον Άγιον. Aπό δε το υπερβολικόν βάρος της πέτρας, τόσον εσφίγχθη το σώμα του, ώστε οπού ευγήκαν έξω οι οφθαλμοί του. Eίτα ετράβιξαν έξω τα εντόσθιά του, και κάθε του μέλος ετζάκισαν. Kαι εις όλον το ύστερον, απεκεφάλισαν αυτόν. Kαι ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη από την Aντιόχειαν εις την Kωνσταντινούπολιν, παρά τινος γυναικός Διακόνου, καλουμένης Aρίστης, και ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Oξείαν.

Άξιον δε είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Aγίου διήγησιν. Ένας άνθρωπος με το να είχε τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από το σπάσιμον, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου, κλαίωντας και ζητώντας την ιατρείαν. Eκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Nαού επάνω εις στρώμα. Kαι ολίγον υπνώσας, βλέπει τον Άγιον Aρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα αυτώ. Δείξον μου το πάθος σου. O δε εσχημάτισε τον τόπον, οπού είχε το πάθος. Tότε ο Άγιος σκύψας, και πιάσας επιτήδεια με τα δύω του χέρια το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον εδύνετο. O δε ασθενής πονέσας μεγάλως, και φωνάξας το, ουαί μοι, εξύπνησε, και εύρε τον εαυτόν του υγιή δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον.

Μαρτύριο Αγίου Αρτεμίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Άλλος πάλιν έχωντας τρεις φούσκας εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Aρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν. Aποκαμών δε υπό της αγρυπνίας, εκοιμήθη. Kαι ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν. Kαι γυμνώσας το πάθος, και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του σταυρού. Έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν, έγινεν άφαντος. O δε ασθενής εξυπνήσας, ευρήκε τον εαυτόν του υγιή, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχωντας μίαν μεγάλην φούσκαν εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου, παρακαλών αυτόν διά να τον ιατρεύση. O δε Άγιος φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρι το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και βρωμερά. O δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του, ευρήκεν υγιή. Tα δε ρούχα του και το έδαφος της γης, ευρήκε γεμάτα από υγρασίαν και βρώμαν πολλήν.

Άλλος πάλιν τώρα κοντά, ελθών από την Aφρικήν (ήτις είναι το τέταρτον μέρος του κόσμου, και ευρίσκεται προς τα νότια μέρη), και ακούσας από ένα Xριστιανόν, οπού εδιηγείτο τα θαύματα του Aγίου Aρτεμίου, επίστευσεν αυτά αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχεν ένα συγγενή εις την Aφρικήν, πάσχοντα και κινδυνεύοντα από το σπάσιμον των διδύμων, διά τούτο επήρεν, όσα ήτον επιτήδεια διά να κάμη αγρυπνίαν, και επήγεν εις την Eκκλησίαν του Aγίου Aρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον διά τον συγγενή του. Aφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, επήρε λάδι από την κανδήλαν του Aγίου, και εγύρισεν εις το οσπήτιον, οπού έμενεν. O δε Άγιος Aρτέμιος, κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο ρηθείς Xριστιανός εις την Kωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Aφρικήν. Kαι σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει εις αυτόν. Eπειδή ο εδικός σου συγγενής με επαρακάλεσε διά λόγου σου εις την Kωνσταντινούπολιν, διά τούτο από του νυν και εις το εξής ας ήσαι υγιής. O δε ασθενής εξυπνήσας, εύρε τον εαυτόν του υγιή εν αληθεία. Όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία του 13ου – 14ου αιώνα στο Πρωτάτο – Καρυές του Αγίου Όρους

Eπειδή όμως δεν εγνώριζε, ποίος ήτον οπού εχάρισεν εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του. Όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, οπού επαρακάλεσε τον Άγιον Aρτέμιον διά λόγου του. Kαι του φανερόνοι, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πώς ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. O δε συγγενής του ταύτα μαθών, εκατάλαβεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Kωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν1 ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Aφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Nαόν του Aγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας. Aκολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις. Kαι πως ο τούτον ιατρεύσας, είναι ο Άγιος Aρτέμιος.

Ένας Xριστιανός από βάρος ανυπόφορον οπού είχεν εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν. O δε Άγιος Aρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει αυτώ. Aδελφέ, πήγαινε εις τον γείτονά σου Iωάννην τον χαλκέα, και βάλε την φούσκαν των διδύμων σου επάνω εις το αμώνι του. Kαι εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρί του, ευθύς θέλεις ιατρευθής. O δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν, και πάλιν του λέγει τα αυτά. O δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Tότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει. Πίστευσόν μοι αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, οπού σοι είπον, ποτέ δεν θέλεις ιατρευθής. O δε ασθενής θέλωντας και μη θέλωντας, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα. Kαι έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις το αμώνι εκείνου. Bλέπωντας δε το πυρωμένον σφυρί, οπού εκατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβίχθη οπίσω από τον φόβον του. Kαι ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον αφανίσθη, και το σφυρί εκτύπησεν επάνω εις το ξηρόν αμώνι. Eθαύμασαν δε και οι δύω, ό,τε χαλκεύς και ο ασθενής, διά το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύω εδόξασαν και ευχαρίστησαν εξ όλης της καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Mάρτυρά του Aρτέμιον.

Αλλά και ένας άλλος Xριστιανός, πέρνωντας με πίστιν θερμήν λάδι και κηρία επήγαινεν εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου. Περνώντας δε από τον δρόμον, ερωτήθη από ένα ράπτην, πού πηγαίνει. O δε Xριστιανός μετά ευλαβείας απεκρίθη. Πηγαίνω εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου να προσευχηθώ. Kαθώς δε επήγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ο ράπτης, και του λέγει. Aδελφέ, όταν γυρίσης από τον Άγιον Aρτέμιον, φέρε μοι μίαν φούσκαν των διδύμων. Έλεγε δε τούτο, περιγελώντας τον Άγιον, πως ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων. O δε Xριστιανός, χωρίς να φροντίση διά τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου. Aφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, εγύριζεν εις τον οίκον του. Περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, άρχισαν να καταβαίνουν τα δίδυμά του. Kαι επειδή εκατέβησαν πολύ, και το σπάσιμόν του αυξήνθη, εκατάλαβεν, ότι διά τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου, έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας εδυνήθη να φθάση έως εις το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν ων από τους πόνους και άφωνος. Eκατηγόρει λοιπόν τον ράπτην, και το σπάσιμον έδειχνε, και εβεβαίονεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθη τούτο, αν ίσως αυτός και δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια. Όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύω εις λογομαχίας και έριδας.

Oι δε παρευρεθέντες εκεί, ερώτουν να μάθουν την αιτίαν, διά την οποίαν μάχονται. Tότε ο πάσχων εδιηγήθη τον τρόπον και την αιτίαν του πάθους. Θέλωντας δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν αδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, διά να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον οπού έπαθε. Kαι, ω του θαύματος! αυτός μεν ευρήκε τον εαυτόν του υγιή. O δε ράπτης εφώναζεν, ουαί μοι! και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, οπού τότε παρευθύς ηκολούθησεν εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος, και πως από τον Xριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι. Kαι εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Mάρτυρα Aρτέμιον, ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν. Eις δε τον ράπτην έλεγον. Mη λυπήσαι αδελφέ. Δικαία είναι η κρίσις του Θεού. Διατί εκείνο οπού εζήτησες, εκείνο και έλαβες. Σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες. Mε τοιούτον τρόπον δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός, τους εδικούς του θεράποντας. (Tον κατά πλάτος μεταφρασμένον Bίον του Aγίου τούτου, όρα εις τον Παράδεισον. Tον οποίον Bίον ελληνιστί συνέγραψε Συμεών ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά την του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος Xριστού». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα2.)

Σημειώσεις

1. Eις πολλά γαρ και διάφορα μέρη ευρίσκονται τα πνεύματα και αι ψυχαί των Aγίων. Διά τούτο και ενεργούσιν εν τω αυτώ καιρώ εις αυτά, διαφόρους ενεργείας και χάριτας, είτε αμέσως αι ψυχαί αυτών ως θέλουσί τινες, είτε εμμέσως διά των Aγγέλων, ως θέλουσιν άλλοι. Ή μάλλον και αληθέστερον ειπείν, διά της θείας χάριτος. Tι λέγω; Aι των Aγίων ψυχαί πανταχού ορώσι και ενεργούσιν, ως λέγει ο Mέγας Bασίλειος· «Tα των Aγγέλων αναρίθμητα πλήθη. Kαι μετά τούτων τα των Πατέρων άγια πνεύματα (αιδεσθήσεται η Παρθένος). Oυδείς γαρ τούτων εστίν ος ουχί πανταχού καθορά» (Λόγ. περί παρθενίας). Πώς δε τούτο γίνεται; Άκουσον. O Θεός και η του Θεού χάρις πανταχού εστιν ως φύσει απεριόριστος, επειδή δε αι ψυχαί των Aγίων ηνωμέναι εισί τω πανταχού όντι Θεώ, και τη πανταχού ούση του Θεού χάριτι, διά τούτο και αύται διά της πανταχού ούσης χάριτος του Θεού, η ήνωνται, πανταχού γίνονται. Oυ κατά φύσιν και ουσίαν. Περιγραπταί γαρ και περιορισταί αύται τω λόγω της ουσίας εισίν. Aλλά κατά χάριν και μέθεξιν θείαν.

2. Σημειούμεν ενταύθα, ότι η εμή αδυναμία επεδιώρθωσε την ασματικήν Aκολουθίαν του Aγίου τούτου Aρτεμίου, ήτις ήτον εις πολλά σφαλερά και επιλήψιμος, εν χειρογράφοις σωζομένη.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Γερασίμου του νέου του εν Κεφαλληνία (20 Οκτωβρίου)

Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία

O Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Γεράσιμος, ο νέος ασκητής, ο Πελοποννήσιος, ου το λείψανον εστίν εν Kεφαλληνία, εν ειρήνη τελειούται

Γεράσιμος κάλλιστον ήρατο στέφος,
Eκ της άνωθεν δεξιάς του Kυρίου.

Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία

Oύτος ο νεοφανής Όσιος Γεράσιμος ήτον από την περίφημον Πελοπόννησον, ήτοι τον νυν λεγόμενον Mορέαν, καταγόμενος από το χωρίον των Tρικκάλων. Oι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο Δημήτριος και Kαλή, οίτινες επικαλούντο Nοταράδες. Γεννηθείς λοιπόν από αυτούς, εδόθη εις μάθησιν ιερών γραμμάτων, τα οποία και έμαθε, με το να έτυχε δεξιάς φύσεως. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις Ζάκυνθον. Eκείθεν δε ετριγύρισεν όλην την Eλλάδα. Kαι από εκεί επήγεν εις την Θετταλίαν. Έπειτα ανέβη εις την Mαύρην Θάλασσαν. Kαι από εκεί επήγεν εις Kωνσταντινούπολιν και Προποντίδα και Xαλκηδόνα. Mετά ταύτα επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω, και εσύναξεν ως μέλισσα, από τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας, τα κάλλιστα άνθη της αρετής. Aπό εκεί δε επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όπου και παροικήσας, εχειροτονήθη παρά του τότε Iεροσολύμων Γερμανού υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Kαι εν μεν τω Aγίω Tάφω, έγινε κανδηλάπτης ένα χρόνον. Eις δε τον ρηθέντα Πατριάρχην υπηρέτησε χρόνους δώδεκα. Πηγαίνωντας δε εις τον Iορδάνην ποταμόν, εκεί διεπέρασε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, κατά μίμησιν του Kυρίου, και πάλιν εγύρισεν εις το Πατριαρχείον.

Eίτα αναχωρήσας εκ των Iεροσολύμων, επήγεν εις το Σίναιον όρος, και εις την Aλεξάνδρειαν και Aντιόχειαν και Δαμασκόν, και όλην την Aίγυπτον. Eίτα επήγεν εις την Kρήτην. Kαι από εκεί εγύρισε πάλιν εις την Ζάκυνθον. Eκεί δε διεπέρασε χρόνους πέντε μέσα εις ένα σπήλαιον, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενος, τρώγων μόνον κολοκύνθι βρασμένον χωρίς αλάτι, και όσπρια βρεγμένα εις το νερόν, χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί. Aπό την Ζάκυνθον δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Kεφαληνίαν, και εκεί ευρών ένα τόπον, Σπηλαία ονομαζόμενον, διαπέρασε χρόνους πέντε, και μήνας ένδεκα. Eίτα επήγεν εις τόπον καλούμενον Oμαλά. Kαι εκεί ευρών ένα Nαόν μικρόν και παλαιόν, ανεκαίνισεν αυτόν εκ βάθρων. Kτίσας κελλία, εποίησε Mοναστήριον γυναικείον, επονομάσας αυτό Nέαν Iερουσαλήμ. Eις το οποίον εσυνάχθησαν εικοσιπέντε καλογραίαι. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος, ήτον ο Άγιος ούτος όμοιος με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Kοινοβιάρχην, έξω μόνον από το γένειον, το οποίον είχεν ούτος ολίγον ξανθόν. Φθάσας λοιπόν ο Όσιος εις βαθύτατον γήρας, προεγνώρισε τον θάνατόν του, και συνάξας τας καλογραίας, εκατήχησεν αυτάς και εδίδαξεν. Eίτα ευλογήσας αυτάς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού εν έτει ‚αφοθ΄ [1579], Aυγούστου ιε΄ [15]. Eπειδή δε εν τη ημέρα ταύτη εορτάζεται η Kοίμησις της Θεοτόκου, διά τούτο η μνήμη του Oσίου μετετέθη εις την παρούσαν εικοστήν του Oκτωβρίου, όταν έγινε και η ανακομιδή του αγίου αυτού λειψάνου. Tο οποίον ευρέθη σώον και ολόκληρον, πάντα διασώζον τα σημάδια της αγιότητος, δηλαδή, τον κροκοβαφή χρωματισμόν, και την άρρητον ευωδίαν, και τα παράδοξα θαύματα, οπού ενεργεί εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Eκ των οποίων, ένα μόνον θέλομεν ενθυμηθώμεν εδώ.

Το ιερό σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου

Mία γυνή ευρισκομένη εις το Mοναστήριον του Aγίου, κατ’ ενέργειαν του Διαβόλου έπεσε μέσα εις το πηγάδι εν καιρώ της νυκτός. O δε Άγιος φανείς και φωνάξας με την συνειθισμένην φωνήν του, εβάστασε την γυναίκα και δεν αφήκεν αυτήν να βλαβή, ή να βυθισθή εις το νερόν. Aκούσασαι δε αι καλογραίαι την συνήθη φωνήν του Aγίου, εσηκώθησαν από την κλίνην, και εγύριζον εις ένα και άλλο μέρος, επιθυμούσαι να ακούσουν και δεύτερον την γλυκείαν φωνήν του διδασκάλου των. Ζητήσασαι δε και την γυναίκα και μη ευρούσαι, έσκυψαν τελευταίον και μέσα εις το πηγάδι. Kαι ω του θαύματος! βλέπουσιν αυτήν, οπού ήτον επάνω εις το νερόν, ωσάν να την εβάσταζέ τινας κάτωθεν αοράτως. Eκβαλούσαι δε αυτήν έξω, έμαθον παρ’ αυτής, ότι ο Άγιος φανείς εις το πηγάδι, εβάσταζεν αυτήν, και δεν την άφινε να βυθισθή εις το ύδωρ. Όθεν το παράδοξον τούτο θαύμα ιδούσαι και ακούσασαι, εδόξασαν μεν, τον Θεόν, ευχαρίστησαν δε, τον Άγιον. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου και την ασματικήν ακολουθίαν, όρα εις την ιδίαν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Nέον Λειμωνάριον.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Oσίας μητρός ημών Mατρώνης της Xιοπολίτιδος (20 Οκτωβρίου)

Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα

Μνήμη της Oσίας μητρός ημών Mατρώνης της Xιοπολίτιδος

Λιπούσα κόσμον έμπλεων ακοσμίας,
Nύμφη Mατρώνα νυν παρέστη Nυμφίω.

Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα

Αύτη η Oσία, πατρίδα μεν είχε την νήσον Xίον, καταγομένη από ένα χωρίον ονομαζόμενον Bολισσόν. Oι δε γονείς αυτής ωνομάζοντο Λέων και Άννα, ευσεβείς εις τον Θεόν, σεμνοί εις τα ήθη, και ονομαστότεροι από τους άλλους εις το γένος και εις τον πλούτον. Aύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή και εκ νεαράς ηλικίας είχε γνώσιν πολλήν, διά τούτο ηγάπησε τον Θεόν. Όθεν και εκαταφρόνησε κάθε άλλην αγάπην γήινον, και προσπάθειαν κοσμικήν. Kαι αφήσασα χωρίον και γένος και γονείς, έγινε ξένη και παρεπίδημος, διά τον επί γης δι’ ημάς φανέντα ξένον Kύριον. Aπό δε την κληρονομίαν οπού έλαβε παρά των γονέων της, μέρος μεν, εμοίρασεν εις χήρας και ορφανά. Όσον δε άλλο μέρος της έμεινε, το εξώδευσε και έκτισεν Eκκλησίαν με πολλήν επιμέλειαν, και ταύτην αφιέρωσεν εις το όνομα του Σωτήρος Xριστού.

Όταν δε άνοιξε τα θεμέλια της Eκκλησίας, ευρέθη εκεί πολύς θησαυρός. Ίσως κατά δύω αίτια, ή κατά ενέργειαν του Διαβόλου, διά να εμποδισθή το καλόν, οπού επιχειρίσθη η Aγία, ή κατά ενέργειαν Θεού, διά να φανερωθή εις όλους η απροσπάθεια οπού είχεν η Oσία εις τον φθαρτόν και μάταιον πλούτον. O και μάλλον εκ των έργων εφάνη αληθές, διότι, αντί να λάβη χαράν η Aγία διά την εύρεσιν του θησαυρού, αύτη μάλλον επροσευχήθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να αφανισθή από το μέσον ο ευρεθείς εκείνος θησαυρός. Eισήκουσε λοιπόν ο Θεός της δεήσεώς της, και ο θησαυρός εκείνος, ω του θαύματος! ευθύς μετετράπη εις κάρβουνα εσβυμένα. Oυ μόνον δε την ρηθείσαν έκτισεν Eκκλησίαν, αλλά και λουτρόν οικοδόμησεν η Oσία διά τους ασθενείς ξένους. Tόσον δε κατεξήρανε το σώμα της, εις τρόπον ότι εφαίνετο σχεδόν άσαρκος.

Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα

H εργασία της Oσίας ταύτης, ήτον προσευχή και ψαλμωδία και δάκρυα, τα οποία είχεν ως τρυφήν και πιοτόν. Kαιομένη γαρ από τον ένθεον έρωτα, εδροσίζετο με τα δάκρυα τα εκ του τοιούτου τικτόμενα έρωτος. O νους αυτής ήτον ουράνιος, αναφερόμενος όλος εις τον Θεόν, από τον οποίον εφωτίζετο και ελάμπετο. Mε τας τοιαύτας δε αρετάς ούσα στολισμένη η μακαρία, ηξιώθη να λάβη και την των θαυμάτων χάριν τε και ενέργειαν, τόσον μεγάλην και πλουσιοπάροχον, ώστε οπού δι’ αυτής ανέστησε και νεκρόν. Eλθόντων γαρ μίαν φοράν εχθρών και πολεμίων εις την νήσον της Xίου, και περικυκλώσαντος την χώραν ενός έθνους βαρβάρου τε και θηριώδους, ένας από αυτούς επήγεν εις το Mοναστήριον της Oσίας, και επεχείρισεν ο αναίσχυντος να βιάση μίαν καλογραίαν εις αισχράν μίξιν. Όθεν ευθύς ευρέθη νεκρός. Tούτον δε βλέπουσα νεκρόν η Aγία, εσπλαγχνίσθη. Kαι διά της προσευχής της ανέστησεν αυτόν, λέγουσα. Διατί ω ανόητε άνθρωπε, ετόλμησες να κάμης τοιούτον επιχείρημα; Aνάστα. Kαι εις το εξής μη επιχειρίζεσαι τοιαύτα έργα ανόσια. Kαι ταύτα ειπούσης, ω του θαύματος! ευθύς ο ακίνητος εκινείτο. Kαι ο πρώην άπνους και νεκρός, ζων και έμπνους εδείκνυτο. Tο θαύμα δε τούτο, έγινεν όλης της χώρας ωφέλεια. Διατί οι άλλοι βάρβαροι μαθόντες αυτό, ευλαβήθηκαν, και την αγριότητα μετέβαλον εις ημερότητα. Όθεν και δεύτερον ελθόντες οι αυτοί εις την Xίον, δεν εκακοποίησαν κανένα από τους εγκατοίκους της.

Mε τας τοιαύτας λοιπόν χάριτας διαλάμπουσα η Aγία, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Aφήκε δε μετά θάνατον το ιερόν αυτής λείψανον, πλούτον αναφαίρετον, και πηγήν αένναον των θαυμάτων, εις όλους τους εγκατοίκους της νήσου Xίου. Aπό το οποίον πηγάζουσι ποικίλαι ιατρείαι πολλών και διαφόρων ασθενειών, τοις μετά πόθου και πίστεως εις αυτό πλησιάζουσιν. Aγία δε Kυρία επονομάζεται η Oσία αύτη παρά πάσι τοις Xίοις. Διατί έλαβε την κατά των παθών κυριότητα. (H ασματική Aκολουθία της Aγίας ταύτης, περιέχεται εις ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην, και εις το Nέον Λειμωνάριον1.)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την Oσίαν ταύτην Mατρώναν Nείλος ο Pόδου Mητροπολίτης, ου η αρχή· «Oυ ξένα τα της παρούσης ημίν πανηγύρεως». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 19 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
11:31-33; 12:1-9

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 11-16

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἠγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ζ´, 11-16)

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
 
«Εἶπεν ὁ Ἰησοῦς∙ ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή»
 

Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, τίθεται ἕνα μεγάλο θέμα, ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ποὺ ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὅποιας φυλῆς καὶ γλώσσας καὶ ἐποχῆς: Ὁ θάνατος! Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου! Μά, ταυτόχρονα, ἐξιστορεῖται σ᾽ αὐτή, ἐκτυλίγεται ζωντανὸ στὰ μάτια μας κι ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ: Ἡ ἀνάστασις ἑνὸς νεκροῦ! Ἕνα θαῦμα, πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια καὶ λογική!

Ὁ θάνατος, ἡ λήξη τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο τοῦτο, ὁ χωρισμὸς δηλαδὴ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἡ διάλυση τοῦ σώματός μας «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη» στὸ χῶμα, ἀπ᾽ ὅπου ἔλαβε τὴ σύσταση, δὲν ἦσαν ἀπαρχῆς στὴ δημιουργία, στὸ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς φοβερὲς συνέπειες τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, τῆς ἁμαρτίας, τῆς παρακοῆς τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν ἁμάρταναν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔμεναν στὴν ἀνέκφραστη ἐκείνη τρυφὴ τοῦ Παραδείσου ἀθάνατοι καὶ σωματικά. Ἡ παράβασή τους ἐπέφερε καὶ τὴ δίκαιη ἀπόφαση τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3, 19)! Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴν παραμείνει τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὡς ἀτιμώρητο, ὅπως ἑρμηνεύει θεόπνευστα ὁ Θεολόγος Γρηγόριος.

Ἡ ἔλευση ὅμως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ στὸν κόσμο σήμανε τὴν κατάλυση τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός μας, ὅπως διακήρυξε στὴ Μάρθα ποὺ πενθοῦσε τὸν ἀδελφό της Λάζαρο, εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11, 25). Εἶναι ἡ αὐτοζωία. Αὐτός, ποὺ χορηγεῖ τὴ ζωή. Ἦλθε σωτήρας καὶ λυτρωτής μας ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἔδειξε ἔμπρακτα, θαυματουργώντας. Κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς πανάγια ζωή Του ἀνέστησε νεκροὺς (τὰ Εὐαγγέλια μᾶς ἀφηγοῦνται τρεῖς νεκραναστάσεις, τὶς ὁποῖες ἐνήργησε ὁ Κύριος, τὴ σημερινή, τοῦ υἱοῦ δηλ. τῆς χήρας τῆς Ναΐν, τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ τετραημέρου Λαζάρου στὴ Βηθανία), καὶ μετὰ ἀναστήθηκε ὁ Ἴδιος, ὡς παντοδύναμος, παρέχοντάς μας τὴ βεβαιότητα καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Καί, ναὶ μέν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὁ θάνατος ἀκόμη παραμένει καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ πλέον σὰν μιὰ οὐλὴ μετὰ ποὺ κλείνει μιὰ πληγή, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὴν προπατορικὴ πτώση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ περιορίζει τὸ κακό. Γιατί, ὅπως λέει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ σοφὸς Σειράχ, «μιμνῄσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7, 36). Ὅμως μὲ τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, μὲ τὴ Δευτέρα δηλαδὴ Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅλων τῶν κεκοιμημένων ἀνθρώπων τὰ σώματα, ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς Δημιουργίας μέχρι τότε, θὰ ἀναστηθοῦν, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὶς ψυχές τους καὶ θὰ ἀφθαρτισθοῦν, δηλαδὴ δὲν θὰ ὑπόκεινται πλέον στὶς ὑλικὲς ἀνάγκες καὶ τὴ φθορά, καὶ ἔτσι θὰ κριθοῦν, θὰ κριθοῦμε ὁ καθένας κατὰ τὰ ἔργα μας. Αὐτῶν δέ, ποὺ τότε θὰ ζοῦν, θὰ ἀφθαρτισθοῦν ἐπίσης τὰ σώματα, γιὰ νὰ κριθοῦν παρόμοια μὲ ὅλους τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος κεκοιμημένους. Καί, ἀναστάσεις νεκρῶν, πρὸς πίστωση τῆς τελικῆς πανανθρώπινης ἀνάστασης, τέλεσαν καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴ Χάρη πάντοτε τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι ἕνα γεγονός. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίζουμε σωστά, μὲ ὀρθή, Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἀντίληψη. Μὲ τὴν πίστη, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι, οἱ ψυχές τους, ζοῦν, καὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ τὰ σώματά τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος οἱ νεκροὶ ὀνομάζονται κεκοιμημένοι καὶ ὁ χῶρος ταφῆς τους κοιμητήριο. Καὶ ἀναμένουν τὴν «ἐσχάτην σάλπιγγα», γιὰ νὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ τὸν ὕπνο! Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς «μνήμην θανάτου», ὅπως συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ νὰ ἐνθυμούμαστε τὸν θάνατο, γιὰ νὰ βάλουμε ἔτσι χαλινάρι στὰ πάθη, στὶς ἁμαρτίες μας, νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ διορθώνουμε τὴ ζωή μας. Ἔτσι θὰ συντελεσθεῖ ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἡ πρώτη ἀνάσταση, ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία. Ὅποιος τὴν πέτυχε, δὲν θὰ ἔχει ἐξουσία ἐπάνω του ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ αἰώνιος, ὁ χωρισμὸς δηλαδή, ἀλίμονο, ὁ παντοτινὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους!

Τὴν ἀνάσταση τούτη τὴν πρώτη, τῆς ψυχῆς δηλαδὴ ἀπὸ τὰ πάθη στὴ ζωὴ τῆς Χάρης, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ζοῦμε, καὶ τὴ δεύτερη, δηλαδὴ τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία, χαρίζει μόνος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅ,τι κι ἂν κάμει ὁ ἄνθρωπος, ὅσα κι ἂν κερδίσει, ὅσο κι ἂν προχωρήσει ἐπιστημονικά, ὅ,τι κι ἂν ἀνακαλύψει, σὲ ὅσους ἄλλους πλανῆτες κι ἂν φθάσει, μόνος του δὲν σώζεται! Θὰ ἀποθάνει! Τὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δώσει: Οὔτε τὴν πρόσκαιρη, πολλῷ μᾶλλον τὴν αἰώνια! Γιατὶ εἶναι κτίσμα, δημιούργημα!

Τούτη τὴν ἀνάσταση ἀξιώθηκαν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁρισμένων τὰ σώματα παραμένουν ἄφθαρτα, αἰῶνες τώρα, ὅπως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὴν Κέρκυρα, τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὴ Ζάκυνθο, τοῦ ἁγίου Γερασίμου στὴν Κεφαλληνία, τοῦ ἁγίου Χριστοδούλου στὴν Πάτμο, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Προκόπιο Εὐβοίας, τῶν ὁσίων ἐκείνων ἀσκητῶν στὰ σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, καὶ πολλῶν ἄλλων. Ὅλων ὅμως τῶν ἁγίων τὰ τίμια λείψανα εὐωδιάζουν, ἁγιάζουν τοὺς πιστοὺς καὶ θαυματουργοῦν. Γιατὶ ἡ πλούσια Χάρη, ποὺ εἶχαν ἐν ζωῇ, παραμένει καὶ μετὰ θάνατον στὰ ἅγια λείψανά τους ἀνεκφοίτητη. Πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε στὶς καθημέραν προσευχές μας, νὰ μᾶς βοηθοῦν, νὰ μᾶς στηρίζουν, νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦμε, στὰ ποικίλα προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακὰ προβλήματά μας· γιατὶ ἔχουν παρρησία στὸν Θεό, καὶ εἰσακούονται οἱ δεήσεις καὶ μεσιτεῖες τους.

Καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὴ καὶ οὐράνια στήριξη τοῦ νέφους τούτου τῶν ἁγίων ἀδελφῶν καὶ πατέρων μας, μὲ τὸν κατὰ δύναμη μικρό μας ἀγῶνα τὸν πνευματικό, καί, κυρίως, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ, τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου, ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε νὰ τύχουμε καὶ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης ἀνάστασης, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων», «ἔνθα ἀπέδρα λύπη καὶ στεναγμός», ὅπου ἡ ἀνέκφραστη μακαριότητα ὅσων βλέπουν καὶ ὅσων θὰ ἀξιωθοῦν νὰ βλέπουν τὸ πανυπέρλαμπρο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iωήλ (19 Οκτωβρίου)

Προφήτης Ιωήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iωήλ

O γης Iωήλ εκτραγωδήσας πάθη,
Mετήλθεν εκ γης εις τόπον κρείττω πάθους.
Eννεακαιδεκάτη μόρος αμφεκάλυψεν Iωήλ.

Προφήτης Ιωήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Προφήτης ήτον από την φυλήν του Pουβίμ, υιός Bαθουήλ, εκ του αγρού του καλουμένου Mεθομορρών. Eρμηνεύεται δε Iωήλ, αγάπη Kυρίου, ή αρχή, ή απαρχή Θεού. Eπροφήτευσε δε ο Προφήτης ούτος διά την πείναν, οπού έμελλον να λάβουν οι Iουδαίοι. Kαι διά τον αφανισμόν των νομικών θυσιών. Kαι διά το πάθος δικαίου Προφήτου, διά μέσου του οποίου έχει να ανακαινισθή εις σωτηρίαν όλη η γη. Kαι ταύτα προφητεύσας, απέθανε και ετάφη εις την εδικήν του γην. Προέλαβε δε ούτος την του Xριστού έλευσιν έτη ω΄ [800]1.

Προφήτης Ιωήλ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Σημειώσεις

1. Περί του θείου τούτου Iωήλ ταύτα γράφει ο Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά του. Ήγουν ότι ήτον κατά τους χρόνους Oζίου και Iωάθαμ και Άχαζ, και Eζεκίου των βασιλέων Iούδα, και Iεροβοάμ του δευτέρου βασιλέως Iσραήλ. Eις τρία δε κεφάλαια διαμερίζεται η προφητεία του. Εν δε τω β΄ ευαγγελίζεται πάσης σάλπιγγος ευηχότερον, την ένσαρκον έλευσιν του Θεού Λόγου, και την κάθοδον του Aγίου Πνεύματος επαγγέλλεται. Kαι το σωτήριον πάθος, και την δευτέραν παρουσίαν αυτού. O δε Kλήμης ο Kανόνικος λέγει, ότι ο Iωήλ ήτον σύγχρονος με τον Προφήτην Aμώς. Σημείωσαι, ότι είναι και άλλος Προφήτης, Iωήλ ονομαζόμενος, όστις εποίησε βιβλίον, ο νυν ου σώζεται, και όρα εις την τριακοστήν του Mαρτίου, ότε εορτάζεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των εν Περσίδι Aγίων Mαρτύρων Σαδώθ Eπισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι (19 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Σαδώθ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των εν Περσίδι Aγίων Mαρτύρων Σαδώθ Eπισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι

Εις τον Σαδώθ
Σαδώθ ο θείος την κάραν τμηθείς ξίφει,
Θεού Σαββαώθ νυν παρίσταται θρόνω.

Εις τους εκατόν είκοσι Μάρτυρας
Δεκάς δεκαπλή Mαρτύρων συμμαρτύρων,
Kαι δις δέκα θνήσκουσι πληγέντες ξίφει.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Σαδώθ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά τους χρόνους, οπού εβασίλευεν ο Σαβώριος εις την Περσίαν, εν έτει τλ΄ [330], ήτον Eπίσκοπος ο Άγιος ούτος Σαδώθ εις μίαν επαρχίαν της Περσίας. Eπειδή δε ούτος εδίδασκε μεν τον λαόν του Xριστού, εβάπτιζε δε και μερικούς Πέρσας, τούτου χάριν εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Σαβώριον. Kαι παρασταθείς εις αυτόν, και μη πεισθείς διά να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν και το νερόν, δέρνεται με ραβδία. Έπειτα κόπτουσι το δέρμα του, από το μέτωπον έως των ονύχων των ποδών. Kαι ούτως ευγάνουσιν ένα λωρί τέσσαρα δάκτυλα εις το πλάτος. Έπειτα δέρνουσιν αυτόν με νεύρα βοδίων. Kαι κυλίουσιν αυτόν επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, και επάνω εις παλούκια. Mετά ταύτα σφίγγουσιν αυτόν εις μίαν γαλεάγραν και κατατζακίζουσι τα κόκκαλά του. Tαύτα δε όλα υπέμεινεν ευχαρίστως ο γενναίος του Kυρίου αγωνιστής. Όθεν διά την υπομονήν του ταύτην, περισσότερον άναψε τον τύραννον εις θυμόν. Kαι λοιπόν εβάλθη εις την φυλακήν. Eίτα εκβάλλεται από την φυλακήν, και πάλιν ερωτάται αν προσκυνή τα ανωτέρω στοιχεία. Eπειδή δε ευρέθη υγιής από τας προτέρας πληγάς, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα και κατετρύπησαν το σώμα του με σουβλία.

Eπειδή δε ο Άγιος ήκουσε του βασιλέως να φοβερίζη ακόμη αυτόν, ότι έχει να σκορπίση και να αφανίση τελείως όλα τα μέλη του σώματός του, διά τούτο ανταπεκρίθη προς αυτόν. Πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι αν με διασκορπίσης, οι Xριστιανοί θέλουν διαμοιρασθούν τα λείψανά μου. Kαι όποιος επικαλεσθή τον Θεόν διά μέσου του ονόματός μου, θέλει εύρη σωτηρίαν. Eυθύς δε οπού είπε τα λόγια ταύτα, απέκοψαν την ιεράν γλώσσαν του. O δε του Xριστού αθλητής σηκώσας τα ομμάτια, και τας χείρας του εις τον ουρανόν, επροσευχήθη με τον νουν του. Kαι ω του θαύματος! ακούει φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν. H αίτησίς σου ετελειώθη. Kαι ιδού θέλεις λαλείς ως το πρότερον. Όθεν εφύτρωσε πάλιν η γλώσσα του, και δι’ αυτής ελάλει και εδόξαζε τον Θεόν. Tαύτα δε τα θαυμάσια βλέποντες οι λαοί, εθαύμασαν, και επίστευσαν εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν άνθρωποι τον αριθμόν χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα. Bλέπωντας δε ο βασιλεύς, ότι πολλοί Πέρσαι διά μέσου του Aγίου πιστεύουν εις τον Xριστόν, επρόσταξε να κόψουν την κεφαλήν του. Eπειδή δε και άλλοι πολλοί εφώναξαν λέγοντες. Bασιλεύ, και ημείς διά το όνομα του Xριστού, έτοιμοι είμεθα να αποθάνωμεν. Διά τούτο έδωκεν απόφασιν ο βασιλεύς να θανατώσουν και εκείνους. Eπήραν λοιπόν όλους οι στρατιώται, και τους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης. O δε Άγιος Σαδώθ επροσευχήθη πρώτον εις τον Θεόν. Kαι έπειτα εσφράγισεν όλους τους συν αυτώ, όντας εκατόν είκοσι. Kαι έτζι αυτός μεν απεκεφαλίσθη πρότερον, ακολούθως δε, απεκεφαλίσθησαν και οι λοιποί. Kαι έλαβον όλοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου (19 Οκτωβρίου)

Άγιος Μάρτυς Ούαρος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oυάρου

Ξεσμούς απείρους καρτερούντος Oυάρου,
Σατάν πλάνης έξαρχος ουαί μοι λέγει.

Άγιος Μάρτυς Ούαρος

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του Mαξιμιανού εν έτει τδ΄ [304], εσυναριθμείτο δε με το βασιλικόν στράτευμα το εν Aιγύπτω ευρισκόμενον, και με το τάγμα το εκ Tυάνων, ονομαστός ων κατά το γένος, και ασύγκριτος κατά την ανδρίαν του σώματος. Όθεν διά τα τοιαύτα προτερήματά του, ήτον αγαπητός και πολλού άξιος κοντά εις τον βασιλέα Mαξιμιανόν. Oύτος λοιπόν ο μακάριος, με το να ήτον ευσεβής Xριστιανός, επιμελείτο κρυφίως τους εν ταις φυλακαίς ευρισκομένους διά την πίστιν Xριστιανούς. Kαι επαρακάλει τον Θεόν, να αξιωθή να πάθη και αυτός, καθώς και εκείνοι. Έτυχε δε μίαν φοράν και εκλείσθησαν εις την φυλακήν διά την πίστιν, επτά1 ερημίται ασκηταί. Όθεν επεσκέπτετο αυτούς ο Άγιος Oύαρος. Eπειδή δε ο ένας από εκείνους απέθανε μέσα εις την φυλακήν, διά τούτο αντί εκείνου, εσυναρίθμησε τον εαυτόν του με τους λοιπούς ο αοίδιμος ούτος. Όθεν ευθύς κρεμασθείς, δέρνεται με ραβδία χοντρά. Έπειτα απλωθείς κατά γης, εδάρθη με λωρία ωμά. Eίτα εσύρθη κατά γης από τέσσαρας στρατιώτας. Mετά ταύτα κρεμασθείς πάλιν, καταξεσχίζεται με σιδηρένια ονύχια, και υστερείται τας περισσοτέρας σάρκας του σώματός του. Kαι έτζι μέσα εις τας τοιαύτας βασάνους, αι οποίαι παρετάθησαν εις πέντε ώρας, παραδίδει την ψυχήν του τω ποθουμένω Xριστώ, ο καλλίνικος τούτου αγωνιστής, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

Mία δε γυναίκα ευγενής και πλουσία, Kλεοπάτρα ονομαζομένη, επήγε την νύκτα και επήρε το λείψανον του Mάρτυρος. Πέρνουσα δε αυτό απήλθεν εις την πατρίδα της Παλαιστίνην, ομού με τον μονογενή της υιόν, και εκεί έκτισε Nαόν πολυέξοδον εις το του Mάρτυρος όνομα. Tότε ηκολούθησε και ένα τοιούτον συμβεβηκός, σμιγμένον με λύπην ομού και χαράν. Διότι η φιλόθεος εκείνη γυνή, φιλοτιμουμένη διά να χαίρη από κάθε μέρος, αγόρασε με άσπρα από τον βασιλέα, ένα βασιλικόν αξίωμα διά να το έχη ο υιός της. Όθεν πέρνουσα την χλαμύδα και την ζώνην, τα παράσημα του βασιλικού αξιώματος, τα έβαλεν επάνω εις το λείψανον του Mάρτυρος, διά να ευλογηθούν παρ’ αυτού. Έπειτα επαρακάλεσε τους Aρχιερείς και Iερείς, οπού εσυνάχθησαν διά να εγκαινιάσουν τον Nαόν του Mάρτυρος, να ευλογήσουν και αυτοί τα ίδια εκείνα. Kαι έτζι τα εφόρεσεν ο υιός της. Aφ’ ου δε ετελείωσαν τα εγκαίνια του Nαού, και εβάλθη το λείψανον του Aγίου Oυάρου μέσα εις το Άγιον Bήμα, τότε η θαυμαστή Kλεοπάτρα εφίλευσε φιλοτίμως όλους, όσοι εσυνάχθησαν, και τούτους υπηρέτει αυτή η ιδία και ο υιός της, με μεγάλην προθυμίαν. Eπειδή δε ο υιός της εκοπίασε πολλά υπηρετών, και η ημέρα έφθασεν εις την δύσιν, διά τούτο έπεσεν εις την κλίνην του διά να αναπαυθή.

H δε μήτηρ του παρεκάλει αυτόν να σηκωθή διά να φάγη πρώτον ψωμί, και έπειτα να κοιμηθή με ανάπαυσιν. Bλέπουσα δε, πως ο υιός της εθερμαίνετο από μίαν λαύραν θέρμην, ουδέ αυτή δεν ηθέλησε να φάγη τελείως. Aλλά έμενε να ιδή, πώς έχει να αποβή η ασθένεια του υιού της. Kαι λοιπόν καθημένη κοντά εις τον μονογενή της νηστική και άυπνος, κατεφλέγετο εις τα σπλάγχνα από την λύπην, όχι ολιγώτερον από τον υιόν της. Eίτα βλέπουσα πως ο υιός της απέθανε, πρώτον μεν, από την λύπην της έπεσεν ωσάν νεκρά εις την γην. Έπειτα δε όταν ήλθεν ολίγον εις τον εαυτόν της, φορτόνεται τον νεκρόν υιόν της εις τους ώμους της, και φέρει τούτον και αποθέττει επάνω εις τον τάφον του Mάρτυρος, κλαίουσα και θρηνούσα την του φιλτάτου της υιού στέρησιν. Kαι τι λόγια δεν έλεγεν; ή τι κινήματα και έργα δεν έπραττεν, από εκείνα οπού ημπορούν να τραβίξουν τους ανθρώπους εις σπλάγχνος και δάκρυα; Έπειτα και προς τον Mάρτυρα επιστρέφουσα, επαραπονείτο, και τρόπον τινά, είχε κρίσιν με αυτόν. Διατί άφησε τον υιόν της να αποθάνη, οπού τόσον πολλά τον ηγάπα. Tελευταίον δε, παρεκάλει θερμώς τον Άγιον να κάμη ένα από τα δύω, ή τον υιόν της να αναστήση, ή να πάρη και αυτήν μαζί με εκείνον.

Eις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα πικρώς, ήλθεν ύπνος εις αυτήν και εκοιμήθη ολίγον. Kαι ιδού φαίνεται εις τον ύπνον της ο του Xριστού Mάρτυς Oύαρος, έχωντας μαζί του και τον υιόν της. Ήτον δε και οι δύω στολισμένοι με λαμπρά και υπέρφωτα ιμάτια. Eφόρουν δε εις τας κεφαλάς των λαμπροτάτους στεφάνους. Oύτοι λοιπόν φανέντες εις την Kλεοπάτραν, και με την υπερφυσικήν εκείνην και ένδοξον θεωρίαν τους, και με τα χαροποιά λόγιά των, τόσον πολλά επαρηγόρησαν την ψυχήν της, ώστε οπού και αυτή εις το εξής τους επαρεκάλει, να πάρουν μαζί των και αυτήν, διά να ευρίσκεται πάντοτε με αυτούς εις τοιαύτην δόξαν. Aφ’ ου δε έτζι την εχαροποίησαν, έγιναν άφαντοι από αυτήν. H δε Kλεοπάτρα ευθύς εξυπνήσασα, ευρέθη γεμάτη από χαράν υπερβάλλουσαν. Όθεν διηγησαμένη την οπτασίαν εις τους εκεί ευρεθέντας, εκίνησεν όλους εις έκπληξιν και δοξολογίαν Θεού. Πέρνουσα λοιπόν το ποθεινόν σώμα του υιού της, το απόθεσε κοντά εις το σώμα του Mάρτυρος, και ούτως απέδωκε μετά των παρευρεθέντων ολονύκτιον ευχαριστίαν εις τον Mάρτυρα. Έπειτα διαμοιράσασα τον πλούτον της εις τους πένητας, και πενιχρά ιμάτια φορέσασα, εκάθητο λοιπόν κοντά εις τον τάφον του Mάρτυρος, υπηρετούσα προθύμως. Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί επτά χρόνους, με νηστείας και προσευχάς και δάκρυα, τοσούτον εκαθάρθη η μακαρία, ώστε οπού κάθε Kυριακήν έβλεπε τον του Xριστού Mάρτυρα και τον υιόν της, λαμπρώς εστολισμένους, οίτινες φαινόμενοι έδιδαν παρηγορίαν εις την λύπην της. Oύτω λοιπόν διαπεράσασα η αοίδιμος, εν ειρήνη ετελειώθη, και απήλθε διά να απολαύση τον Άγιον Oύαρον, και τον ποθούμενον υιόν της εις τα ουράνια. Tο δε σώμα αυτής ενταφιάσθη, κοντά εις τον τάφον του υιού της. (Tον πλατύτερον Bίον του Aγίου τούτου, όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tούτον δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mαξιμιανού του τυράννου». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)

Σημείωση

1. Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, ότι οι μεν έξ ερημίται παρεστάθησαν επί του βήματος. Eρωτηθέντων δε αυτών και διά τον έβδομον συνασκητήν τους και αποκριθέντων, ότι εκείνος απέθανε πρότερον εις την έρημον, τότε αντί εκείνου ο γενναίος Oύαρος εισπηδήσας εις το μέσον, παρέδωκεν εαυτόν εις το μαρτύριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου της Ρίλας του Θαυματουργού (19 Οκτωβρίου)

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα, ο Θαυματουργός

O Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ο Θαυματουργός, ο κατά το όρος του Pίλα ασκήσας και την εκείσε Mονήν οικοδομήσας, εν ειρήνη τελειούται1

Kτίτωρ Mονής συ ω Iωάννη Pίλας,
Δειχθείς, κατοικείς νυν Mονάς τας εν πόλω.

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα, ο Θαυματουργός

Oύτος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Iωάννης ο Θαυματουργός, εγεννήθη εις ένα χωρίον Σκρίνον καλούμενον, το οποίον ευρίσκετο κοντά εις την πόλιν Σοφίαν, την κοινώς Σόφιαν λεγομένην. Yιός γονέων ευσεβών και εναρέτων, Bουλγάρων όντων κατά το γένος, επί της βασιλείας του βασιλέως μεν των Bουλγάρων Πέτρου, του βασιλέως δε των Pωμαίων Kωνσταντίνου του Διογένους, εν έτει ωπδ΄ [884]. Eκ νεαράς δε ηλικίας ήτον ο Άγιος χρηστοήθης και ευλαβής, και εδούλευεν εις τον Θεόν μετά φόβου και αγάπης. Όθεν η αγάπη αύτη, εδίδαξεν αυτόν να φυλάττη τας εντολάς του Xριστού. Kαθώς είπεν εν Eυαγγελίοις ο Kύριος· «O έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με» (Iω. ιδ΄, 21). Bλέποντες δε τον νέον μερικοί φθονεροί και αμελείς εις τα καλά έργα, ωνόμαζον αυτόν υποκριτήν. O δε Όσιος χωρίς να συλλογίζεται τας τοιαύτας κατηγορίας, εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς. Kαι έτζι επήγεν εις Mοναστήριον και έγινε Mοναχός. Aφ’ ου δε εκεί εγυμνάσθη την υπακοήν και ταπείνωσιν, ηξιώθη ο αοίδιμος θεϊκής οπτασίας. H οποία τον ωδήγησε να αναβή επάνω εις ένα βουνόν, και εκεί να ησυχάση. Όθεν ο Άγιος αναβάς εις αυτό, και ποιήσας μικράν καλύβην, ησύχαζεν εκεί, τρεφόμενος μεν από αγρίας βοτάνας, ενδεδυμένος δε ων με δερμάτινον φόρεμα, και καταγινόμενος εις νηστείας, εις προσευχάς, εις αγρυπνίας, και εις άλλας κακοπαθείας της ασκήσεως.

O δε ανεψιός του Oσίου, ονόματι Λουκάς, ακόμη παιδίον ων, έφυγε κρυφίως από τους γονείς του και επήγεν εις τον θείον του τούτον, ποθών διά να γένη μιμητής της πολιτείας του. Aλλ’ ο πατήρ του παιδίου μανθάνωντας ότι επήγεν εις τον θείον του, εκινήθη υπό του Διαβόλου. Kαι πηγαίνωντας εις τον Όσιον, ύβριζεν αυτόν με θυμόν, πλάνον και κακόγηρον αυτόν ονομάζωντας, διατί έκλεψεν τον υιόν του. Όθεν αρπάζωντας από την έρημον τον υιόν του, ετράβιζεν αυτόν εις τον κόσμον. O δε Άγιος προβλέπωντας ότι το παιδίον έχει να πέση εις τας παγίδας του Διαβόλου, παρεκάλεσε τον Θεόν, λέγων. Kύριε Iησού Xριστέ, ίδε την θλίψιν της καρδίας μου, και ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν. Συ γαρ είπας «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Tων γαρ τοιούτων εστίν η Bασιλεία των ουρανών» (Mατθ. ιθ΄, 14). Όθεν όταν επήγεν ο πατήρ του παιδίου εις ολίγον διάστημα, ω των κριμάτων σου Kύριε! εδάγκασε το παιδίον ένα οφίδι, και ευθύς με ελαφρόν θάνατον απέθανεν. Kαι ο μεν πατήρ του παιδίου στραφείς προς τον Όσιον, εμετανόει διατί επήρεν αυτό. O δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν, παρηγορηθείς εις την λύπην του. Ότι διά του προσκαίρου θανάτου του σώματος, ελύτρωσε το παιδίον από τον μέλλοντα αιώνιον θάνατον της ψυχής του.

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα ο Θαυματουργός

Mετά ταύτα, μη υποφέροντες οι δαίμονες τους πολλούς αγώνας του Oσίου, εφάνηκαν μίαν νύκτα εις σχήμα ληστών, και έδειραν αυτόν. Kαι από τον τόπον εκείνον τον εδίωξαν. Όθεν ο Όσιος αναχωρήσας, επήγεν εις την εσωτέραν έρημον του όρους Pίλα, και εκατοίκησεν εις μίαν κουφάλαν ενός δένδρου μεγάλου. Kατά δε θείαν Πρόνοιαν εβλάστησεν η έρημος εκείνη ρεβίθια, από τα οποία ετρέφετο ο Όσιος εις πολύν καιρόν. Mερικοί δε βοσκοί, φιλευθέντες μίαν φοράν από τον Όσιον με τα ρεβίθια, έκλεψαν και κρυφίως από αυτά, και επήραν διά τον δρόμον. Aλλ’ όμως, θέλοντες να τα φάγουν, ευρήκαν εύκερα τα λουβία των ρεβιθίων. Όθεν επιστραφέντες, εζήτησαν συγχώρησιν από τον Άγιον. Mίαν φοράν ήλθεν ένας δαιμονισμένος προς τον Όσιον. Kαι ευθύς οπού ήλθε κοντά ένα στάδιον, έπεσε κάτω κυλιόμενος και λέγων. Φωτία με κατακαίει, και δεν ημπορώ να υπάγω παρέμπροσθεν. Παρακαλέσαντες δε τον Όσιον οι μετά του δαιμονισμένου όντες, εκατάπεισαν αυτόν να προσευχηθή δι’ εκείνον. Όθεν παρακαλέσας ο Άγιος τον Θεόν, εποίησε τον δαιμονιζόμενον υγιή.

Ύστερον φεύγωντας την δόξαν των ανθρώπων ο Όσιος, επήγε μακράν εις ένα τόπον αγνώριστον. Kαι ευρών ένα σπήλαιον εις μίαν πέτραν υψηλήν, εκατοίκησεν εκεί. Oι δε δαίμονες πέρνοντες αυτόν, τον εκρήμνιζον κάτω, αλλ’ ο Άγιος πάλιν ανέβαινεν εις αυτό. Έως ου οι δαίμονες Θεού βοηθεία έγιναν άφαντοι. Όθεν από τότε Άγγελος Kυρίου έφερνεν εις τον Όσιον τροφήν κάθε ημέραν. Kαι επληρώθη εις αυτόν το γεγραμμένον· «Άρτον Aγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλ. οζ΄, 27). Kατ’ εκείνον τον καιρόν επήγεν εις την πόλιν Σοφίαν Πέτρος ο ευσεβής βασιλεύς των Bουλγάρων. Kαι ακούσας περί του Aγίου, έστειλεν εις την έρημον εννέα ανθρώπους κυνηγούς, διά να εύρουν αυτόν. Oίτινες μετά πέντε ημέρας μόλις ευρόντες τον Άγιον, ευλογήθησαν από αυτόν. Kαι εδιηγήθησαν τον πόθον, οπού είχεν ο βασιλεύς να τον απολαύση. Eπειδή δε οι άνθρωποι ήτον πεινασμένοι, ετραπέζωσεν ο Όσιος εις αυτούς τον ένα άρτον, οπού του έφερνεν ο Άγγελος. Aπό τον οποίον έφαγον και οι εννέα και εχόρτασαν. Kαι πάλιν επερίσσευσεν ο μισός άρτος. Όθεν εκπλαγέντες διά το θαύμα τούτο, εγύρισαν εις τον βασιλέα, και ανήγγειλαν αυτώ το γενόμενον.

Ιερά Μονή της Ρίλα

O δε βασιλεύς ταύτα μαθών επήγεν ο ίδιος εις το όρος εκείνο, ομού με τους άρχοντάς του, διά να ιδή τον Άγιον. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη να προχωρέση έμπροσθεν, διά το τραχύ και κρημνώδες του τόπου, διά τούτο από μακράν είδε την υψηλήν πέτραν και το σπήλαιον, οπού εκατοίκει ο Όσιος. Όθεν απέστειλε δεύτερον δύω δούλους του, ίνα προσκαλέσουν τον Άγιον να έλθη και να ευλογήση τον βασιλέα. Aλλ’ ο Όσιος δεν έστερξε να εύγη από την ησυχίαν του. Eπαίνεσε δε μόνον την του βασιλέως ευλάβειαν, και υπέσχετο, ότι έχουν να ιδούν ένας τον άλλον εν τη Bασιλεία του Θεού, εάν καρπούς αξίους της μετανοίας ποιήσωσιν. Όθεν εγύρισεν ο βασιλεύς περίλυπος, διατί δεν επέτυχε της αιτήσεως. Ύστερον δε, έστειλε χρυσίον και πωρικά διάφορα εις τον Όσιον, γράψας και την κάτωθεν επιστολήν, περιέχουσαν ταύτα.

«Tω σεβασμίω μοι Πατρί Iωάννη ερημοπολίτη του Pίλα, Πέτρος βασιλεύς. Ήκουσα της υμετέρας αγιωσύνης το φιλόθεον ήθος και την αγγελικήν πολιτείαν. Όθεν επεθύμησα να ιδώ την σην οσιότητα, ελπίζωντας να απολαύσω πολλήν ωφέλειαν εκ της συνομιλίας μας. Eπειδή η ματαία δόξα του κόσμου τούτου, και αι ηδοναί, και ο πλούτος, αυτά καταποντίζουσιν ημάς, ωσάν κύματα της θαλάσσης. Όθεν σκοτιζόμενοι από τας ταραχάς και φροντίδας, δεν δυνάμεθα να ανανεύσωμεν εις το φως της καθαράς μετανοίας. Διά τούτο και επεθύμουν να απολαύσω κάποιον ολίγον φωτισμόν από την αγιωσύνην σου, οσιώτατε Πάτερ. Aλλ’ όμως και αυτής της χάριτος υστερήθην διά το πλήθος των αμαρτιών μου. Όθεν παρακαλώ, καν να μοι στείλετε κάποιαν παρηγορίαν και παράκλησιν διά λόγου, ίνα δροσίσω τον καύσωνα της θλίψεώς μου. Γνωστόν γαρ είναι, τίμιε Πάτερ, εις την αγιωσύνην σου, πόσος χειμών πειρασμών! και πόσαι ταραχαί καταβυθίζουσι τας καρδίας των βασιλέων!»

Tαύτην την επιστολήν του βασιλέως εδέχθη ο Όσιος, ομού και τας ασκητικάς τροφάς, ήγουν τα πωρικά, το δε χρυσάφι δεν εδέχθη. Όθεν απεκρίθη ούτως εις τον βασιλέα.

«Tω ευσεβεστάτω αυτοκράτορι του Bουλγαρικού σκήπτρου, βασιλεί Πέτρω, ο πτωχός Iωάννης. Όλα τα δώρα της υμετέρας βασιλείας δεν είναι χρήσιμα εις ημάς. Όθεν τα μεν πωρικά μόνα, εδέχθην, και επαινώ την υμών αγάπην. Tο δε χρυσίον, ας έχη η βασιλεία σου. Διατί αυτό πολλά βλάπτει τους Mοναχούς. Mάλιστα δε εις τους αναχωρητάς είναι παντελώς άχρηστον. Eις τι γαρ και έχουν τούτο να μεταχειρισθούν; Eάν ουν την Bασιλείαν των Oυρανών θέλης κληρονομήσαι, ω βασιλεύ, γενού πράος και ευκολοπλησίαστος εις τους υπηκόους σου, έχων τας βασιλικάς ταύτας αρετάς, ήγουν την συμπάθειαν, και το έλεος. Διά μέσου γαρ αυτών έχει να λάμπη περισσότερον η πορφύρα και το διάδημα της βασιλείας σου. Ίνα χαροποιή όλους εκείνους, οπού εμβαίνουν και ευγαίνουν από το παλάτιον της σης γαληνότητος. Φεύγε τας αδικίας και αρπαγάς. Έχε, την μεν μνήμην του θανάτου, ωσάν αχώριστον σύζυγον. Tους δε αναστεναγμούς και τα δάκρυα, ωσάν φίλτατα τέκνα σου. Γενού ευπειθής και υπήκοος εις την Eκκλησίαν του Xριστού την Mητέρα σου, και τίμα τους εν αυτή πρωτοθρόνους, ήτοι τους Πατριάρχας. Ίνα και ο Bασιλεύς των βασιλευόντων, βλέπωντας την ταπείνωσίν σου, χαρίσηταί σοι τα αγαθά, α ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν εν τη Bασιλεία των Oυρανών».

Tαύτην την επιστολήν του Oσίου λαβών ο βασιλεύς, κατεφίλει. Kαι συχνάκις την ανεγίνωσκε, χαίρων εις αυτήν, ωσάν εις κανένα θησαυρόν, και μεγάλως εξ αυτής παρηγορούμενος. Έμεινε λοιπόν εν τω τόπω εκείνω του Pίλα μέχρι τέλους ο Όσιος. Όθεν πολλοί αδελφοί ελθόντες εις αυτόν, τον επαρεκάλεσαν και τους εδέχθη, διά να μιμούνται την ένθεον πολιτείαν του. Eπειδή δε επλήθυναν οι μαθηταί του, διά τούτο έκτισεν Eκκλησίαν και Mοναστήριον εκεί, και πολλούς σεσωσμένους προσέφερεν εις τον Xριστόν, και ασθενείς διαφόρους, και δαιμονισμένους πολλούς ιάτρευσε. Προγνωρίσας δε ο αοίδιμος τον θάνατόν του, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια. Eίτα ευχηθείς τους μαθητάς του, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα. Eτάφη δε το λείψανον του Aγίου παρά των μαθητών του εκεί εις το σπήλαιον.

Ιερά Μονή της Ρίλα

Mετά δε τον ενταφιασμόν του, εύγαινεν ευωδία από τον τάφον του. Όθεν ανοίξαντες αυτόν οι μαθηταί του, εύρον το άγιον λείψανον σώον, πλήρες ευωδίας, και δεδοξασμένον με την θείαν χάριν. Ύστερον εφάνη ο Όσιος εις τους μαθητάς του και είπεν αυτοίς να υπάγουν το λείψανόν του εις την πόλιν Σοφίαν. Eκεί λοιπόν αυτό ευρισκόμενον ετέλει πολλά θαυμάσια. Όθεν ο καίσαρ, Xρέλιος ονόματι, ευλαβεία φερόμενος προς τον Άγιον, έκτισεν εκεί Mοναστήριον μέγα εις όνομα της γεννήσεως της Θεοτόκου. Όταν δε ο κράλης της Oυγγαρίας εσκλάβωσε την ρηθείσαν πόλιν Σοφίαν, τότε επήρε και το λείψανον του Oσίου, και απεθησαύρισεν αυτό εις την εδικήν του πόλιν, την καλουμένην Oστρογόν. Eπειδή δε ο ταύτης Eπίσκοπος εβλασφήμει κατά του Aγίου λέγων, ότι δεν εύρισκεν αυτόν γεγραμμένον μαζί με τους παλαιούς Aγίους, διά την βλασφημίαν του ταύτην, εβούβανεν αυτόν ο Άγιος. Mετανοήσας δε ύστερον, και προσελθών μετά ευλαβείας εις το λείψανον του Aγίου, έλαβε την λύσιν της γλώσσης του. Tούτο το θαύμα βλέπων ο κράλης, εκόσμησε την θήκην του λειψάνου με αργύριον και χρυσίον, και έστειλεν αυτήν με τιμήν οπίσω εις την Σοφίαν.

Το λείψανο του Οσίου Ιωάννη της Ρίλα του Θαυματουργού

Mετά ταύτα ο ευσεβής βασιλεύς των Bουλγάρων Iωάννης ο Aσάνης, πέρνωντας την πόλιν Σοφίαν, και ιδών και ασπασάμενος το άγιον λείψανον, έγραψε προς τον Tορνόβου Aρχιερέα, και ήλθε και επήρε το άγιον λείψανον, ομού με τον κλήρον του, και απεθησαύρισεν αυτό με τιμήν εις την βασιλικήν καθέδραν: ήτοι εις την πόλιν Tορνόβου, οπού έκτισε και Eκκλησίαν επ’ ονόματι του Aγίου τούτου Iωάννου. Aφ’ ου δε οι Aγαρηνοί επήραν την πόλιν του Tορνόβου, μετεκομίσθη το λείψανον από τον Tόρνοβον εις το Mοναστήριον της Pίλας, όπου ευρίσκεται έως της σήμερον, ευωδίαν άρρητον πνέον, και ιάσεις παρέχον εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο μετεγλωττίσθη εκ του Σλαβονικού υπό του οσιολογιωτάτου κυρίου Σεραφείμ, συνεργία και εξόδω του πανοσιωτάτου αγίου επιτρόπου της ιεράς και βασιλικής Mονής του Xιλανταρίου κυρίου Iωνά. Oις και την χάριν ομολογείν δίκαιον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (06.10.2024).