Αρχική Blog Σελίδα 426

Ἡ τελετουργικὴ τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

π. Ιάκωβος Καλογήρου

Εἰσήγηση στὴν ς΄ συνάντηση (26.02.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2014-2015)

Εἰσηγητής:  Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Καλογήρου

π. Ιάκωβος Καλογήρου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
 
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ κάμω ἀρχὴ τῆς εἰσήγησής μου αὐτῆς, ποὺ ἀφορᾶ στὴν τελετουργικὴ τῆς Νεκρωσίμου ἢ Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, μὲ μία λαϊκὴ παροιμία, ἕνα σχετικὸ πρὸς τὸ θέμα μας ἀπόφθεγμα τῆς περιοχῆς Μαραθάσης:

«Τὸ θαφκιὸν φέρνει χαράν, τζιαὶ τὸ στεφάνιν κλάμα».

Βεβαίως, ὅπως τὸ ψάλλει θεοστόχαστα ἡ Ἐκκλησία μας, «ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον». Ἀλλά, αὐτὸ τὸν φυσικὸ φόβο πρὸ τοῦ θανάτου, ἀπότοκο τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὅταν τὸν ἰδοῦμε μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, ἀλλάζει ἡ θέαση: Γιὰ μᾶς, τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς, ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, εἶναι πάσχα, δηλαδὴ  διάβαση, πέρασμα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια καὶ ἀπὸ τὰ παρερχόμενα στὰ ἀσάλευτα. Καί, ὅσοι πιστεύουν στὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριον, ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ μεταμορφώνεται σὲ ἕνα γεγονὸς γεμᾶτο νόημα. Γίνεται ἕνα πασχάλιο μυστήριο, δηλαδὴ σωτήρια διάβαση πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ξεπήγασε ἀπὸ τὸ κενὸ τοῦ Κυρίου μνημεῖο.

Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία ψάλλεται σὲ ὅλους τοὺς κοιμηθέντας: βασιλεῖς, πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ εἰς ἄνδρας καὶ γυναίκας, μικροὺς καὶ μεγάλους,  καὶ μόνο στὰ κεκοιμημένα βρέφη διαφοροποιεῖται ριζικά.

Ἡ Ἀκολουθία στὸν οἶκο τοῦ κεκοιμημένου καὶ στὸν ναὸ

Τελευτήσαντος κάποιου Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ, ἀμέσως προσκαλεῖται ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς ὁ ἱερεὺς στὸν οἶκο, ὅπου γίνεται τὸ τρισάγιον. Ὁ ἱερέας φέρει τὸ ράσο του, πετραχήλι, καλυμμαύχιον καὶ θυμιατό. Γίνεται μετὰ ἡ πομπὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ καθοδὸν οἱ ψάλτες μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα ψάλλουν τὸ Ἅγιος ὁ Θεὸς σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, τὸν κατεξοχὴν πένθιμο ἦχο. Προπορεύονται αὐτοί, ποὺ κρατοῦν τὸ πιάτο μὲ τὸ ἀναμμένο κανδήλι, τὸ κόλλυβο καὶ ὁ σταυρός.

Σὲ περίπτωση, ποὺ ὁ κεκοιμημένος μεταφέρεται στὸν ναὸ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, τότε ὁ ἱερέας, ἐνδεδυμένος ὡς ἀνωτέρω καὶ μαζὶ μὲ τὴ συνοδία του (ψάλτες, σταυρό, κ.λπ., ὅπως προηγουμένως), ὑποδέχεται τὸ λείψανο ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, γίνεται ἐκεῖ τὸ τρισάγιον, καὶ εἰσοδεύουν στὸν ναό, ψάλλοντας τὸ νεκρώσιμο Ἅγιος ὁ Θεός. Ἀνάλογα, ἐὰν θὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο κ.λπ. στὸ σπίτι του ὁ κεκοιμημένος μὲ τὴ νεκροφόρα, θὰ ἦταν καλὸ νὰ γίνει μέσα στὸ σπίτι τὸ τρισάγιον, ἤ, ἐὰν ὑπάρχουν πρακτικὲς δυσκολίες (πολυκατοικία, σκαλιά, κ.ἄ.), νὰ γίνει ἐκεῖ ποὺ εἶναι βολικό, πρὶν ξεκινήσει ἡ πομπὴ γιὰ τὸν ναό.

Εἰσερχομένης τῆς νεκρικῆς πομπῆς στὸν ναό, τὸ φέρετρο τοποθετεῖται πάνω σὲ τραπέζι, ὅπου καὶ ἀνοίγεται τὸ κάλυμμά του. Μόνο σὲ περίπτωση, ποὺ θὰ ἔχουμε κάποιο σοβαρὸ λόγο ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, δὲν ἀνοίγεται τὸ κάλυμμα. Ὁ κεκοιμημένος πρέπει νὰ εἶναι μέσα στολισμένος μὲ ὡραῖα ἀρωματικὰ λουλούδια καὶ βότανα, σὰν νὰ κοιμᾶται σὲ τόπον χλοερόν. Δίπλα στὸ φέρετρο τοποθετεῖται τὸ δισκέλιο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ὄψη του ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ στὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τὸ ἀσπάζονται ὅλοι οἱ πιστοί. Στὸ πάτωμα, στὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κεκοιμημένου, θέτουμε τὸ πιάτο μὲ τὸ καντήλι καὶ τὸ κόλλυβο. ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ φερέτρου, κοντὰ στὰ πόδια τοῦ κηδευομένου, τοποθετεῖται μικρὸ μανουάλι μὲ λαμπάδα ἀναμμένη καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ θυμιατὸς ἀναμμένος.

Ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερέας, ἐφόσον δὲν παρίσταται ἀρχιερέας, εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ ἐνδύεται τὴ στολή του, δηλαδὴ λευκὸ πετραχήλιο καὶ λευκὸ φαιλόνιο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ διάκονος, ἐὰν ὑπάρχει, πρέπει νὰ φέρει στιχάριο καὶ ὀράριο λευκοῦ χρώματος. Οἱ ὑπόλοιποι κληρικοὶ φέρουν ἐξώρασο καὶ λευκὸ ἐπίσης ἐπιτραχήλιο καὶ εἶναι καλυμμένοι μὲ τὰ καλυμμαύχιά τους. Ἐξέρχονται λοιπὸν ἔξω στὸν σολέα, ἢ κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ τροῦλλο, ἀναλόγως, ὅπου ἔχει τοποθετηθεῖ τὸ φέρετρο μὲ τὸν κεκοιμημένο, καὶ στέκονται πλησίον τῆς κεφαλῆς τοῦ νεκροῦ, στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς.

Ἐδῶ, νὰ κάνουμε μία ἀναγκαία παρένθεση. Πάντοτε, οἱ κληρικοὶ κάνουν  ὅλες οἱ μνημονεύσεις τῶν κεκοιμημένων ἐνῶ εἶναι στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς. Τὸ πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι, ὅπου συνήθως τοποθετεῖται καὶ τὸ τραπέζι μὲ τὰ μνημόσυνα, καθόσον ὅλες οἱ σχετικὲς ἐπιμνημόσυνες εὐχὲς ἀπευθύνονται πρὸς τὸν Χριστό.

Ὁ Διάκονος λοιπὸν ἐκφωνεῖ τό, Εὐλόγησον Δέσποτα, καὶ ὁ ἱερέας ἢ ὁ ἀρχιερέας τό, Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἀρχίζουν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψάλτες καὶ ψάλλουν ἐναλλὰξ τοὺς καθορισμένους στίχους ἐκ τοῦ Ἀμώμου (Ψαλμοῦ 117) σὲ  τρεῖς στάσεις, καὶ στὸ πέρας κάθε στάσης γίνεται ἡ μνημόνευση. Ἂν ὑπάρχουν δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι ἱερεῖς, στὸ τέλος κάθε στάσης γίνεται μνημόνευσις κατὰ τάξιν, «Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἂν ἔχει πάνω ἀπὸ τρεῖς ἱερεῖς, στὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια, μετὰ ἀπὸ κάθε τροπάριο, συνεχίζονται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ μνημονεύσεις. Ἐδῶ σημειώνουμε, ὅτι στὴν ἐπὶ κληρικοῦ Ἐξόδιο Ἀκολουθία, συνηθίζεται νὰ ψάλλονται καὶ τὰ δύο εὐλογητάρια «Οἱ τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ κηρύξαντες» καὶ «Οἱ τὴν ὀδὸν τὴν στενὴν βαδίσαντες». Μετὰ τὸ «Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια, δόξα σοι ὁ Θεός» (ἐκ τρίτου) στὸ τέλος τῶν εὐλογηταρίων, οἱ ψάλτες  ψάλλουν τὸ «Μετὰ τῶν ἁγίων». Κατόπιν ψάλλονται τὰ κατ᾽ ἦχον νεκρώσιμα ἰδιόμελα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ ἐπισφραγίζονται μὲ τὰ τροπάρια σὲ πλάγιο τοῦ τετάρτου, «Δόξα Πατρί. Ὁ Θάνατός Σου Κύριε», «Καὶ νῦν. Ἁγνὴ Παρθένε». Οἱ νεκρώσιμοι Μακαρισμοὶ συνήθως παραλείπονται, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐνορίες, ὅπου κατ᾽ ἔθος ψάλλονται.

Στὴ συνέχεια, οἱ παρόντες κληρικοὶ ψάλλουν τὸ προκείμενον τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἦχο γ´, «Μακαρία ἡ ὁδὸς», μιὰ φορά, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουν οἱ χοροὶ δύο φορές, καὶ μετὰ ὁ ἀναγνώστης ἀπαγγέλλει σὲ ἄχρονη ἐμμελὴ ἀπαγγελία καὶ σὲ ὕφος κλιτὸν τὴν καθορισμένη ἀποστολικὴ περικοπή. Μετὰ ὁ διάκονος τὸ «Σοφία· ὀρθοί», καὶ ὁ ἱερέας ἀναγιγνώσκει τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κεκοιμημένου, βλέποντας πρὸς ἀνατολάς. Στὴν κατάληξη τοῦ Εὐαγγελίου, στρέφεται πρὸς δυσμὰς καὶ εὐλογεῖ σταυροειδῶς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν λαό. Ὁ διάκονος κάνει τὴ μνημόνευση, « Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός», καὶ μετὰ ὁ ἱερέας τὴν εὐχή, «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός» καὶ τὴν ἐκφώνηση «Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅτι τὶς συγχωρητικὲς εὐχές, ποὺ εὑρίσκονται στὴ συνέχεια μέσα στὸ Εὐχολόγιο, μόνον ὁ ἀρχιερέας ἐπιτρέπεται νὰ τὶς ἀναγνώσει καὶ κανένας ἄλλου βαθμοῦ κληρικὸς, οὔτε καὶ ἄν εἶναι Πνευματικός. Σὲ περίπτωση δὲ κεκοιμημένου ἱερέως, ἐδῶ διαβάζεται πάλι ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα ἡ συγχωρητικὴ πρὸς ἱερέα εὐχή.

Μετὰ τὶς εὐχὲς αὐτές, γίνεται παρὰ τοῦ ἀρχιερέως ἢ τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἱερέως ἡ νεκρώσιμος ἀπόλυσις: «Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων… », καὶ στὸ τέλος τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη». Στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ πρὶν τὸ «Δι᾽ εὐχῶν», ἐκφωνοῦνται οἱ ἐπικήδειοι λόγοι ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα, ἢ τὸν ἱερέα, ἢ λαϊκοὺς καὶ συγγενεῖς τῶν κεκοιμημένων.

Ἀκολουθεῖ κατόπιν ὁ τελευταῖος ἀσπασμὸς τοῦ λειψάνου, ἐνῶ οἱ χοροὶ ψάλλουν τὰ προσόμοια σὲ ἦχο β´, « Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν» καὶ τὰ λοιπά, «Δόξα. Ὁρῶντές με ἄφωνον», «Καὶ νῦν. Πρεσβείαις τῆς τεκούσης σε».  Καὶ ὁ ἀρχιερέας ἢ ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερέας, τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων».

Ἡ Ἀκολουθία στὸν τάφο, στὸ Κοιμητήριο

Ἐνῶ μεταβαίνουμε στὸ Κοιμητήριο καὶ στὸν τάφο, ψάλλεται ἀργῶς καὶ σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου τὸ ᾈσματικὸ Τρισάγιο. Ἐδῶ, νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι σὲ κάποια χωριά, οἱ γυναῖκες ραντίζουν τὸν δρόμο ἀπ᾽ ὅπου θὰ περάσει ὁ κεκοιμημένος, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ εὕρει τὴ δροσιὰ τοῦ Παραδείσου! Ἀφοῦ δὲ κατατεθεῖ ὁ νεκρὸς στὸ μνημεῖο, ὁ ἱερέας παίρνει τὴν κανδήλα ποὺ εἶναι γεμάτη μὲ ἐλαιόλαδο καὶ μόνον, καὶ τὸ ρίχνει σταυροειδῶς τρεῖς φορὲς ἐπάνω στὸ λείψανο, ἐκφωνῶντας «Πρόσχωμεν» (ἐκ τρίτου) καὶ οἱ ψάλτες τὸ «Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια» (γ).

Μετά, ὁ ἱερέας μὲ τὸ φτυάρι παίρνει χῶμα ἀπὸ τὶς τέσσερεις μεριὲς τοῦ τάφου σταυροειδῶς, λέγοντας ταυτόχρονα: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει.»

Κατόπιν, ὁ βοηθὸς τοῦ ἱερέα παίρνει τὴν στάμνα μὲ τὸ νερὸ καὶ ρίχνει τρεῖς φορὲς νερὸ μέσα στὸ φτυάρι, ἐνῶ λέγει ὁ ἱερέας: «Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνια λευκανθήσομαι».  Καὶ ρίχνει ὁ ἱερέας τὸν πηλό τοῦτο ἐπάνω στὸ λείψανο, ψάλλοντας, «Τὸν πηλόν, ὁ κεραμεύς, ζωοπλαστήσας ἐνέθηκάς μοι, σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ πνοὴν καὶ ζωήν. Ἀλλ᾿, ὦ ποιητά μου, Λυτρωτά μου καὶ Κριτά, μετανοοῦντα δέξαι με.» (Πρόκειται γιὰ τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος, καὶ ψάλλεται σὲ ἦχο εἱρμολογικὸ πλ. β´.) Μετά, ρίχνει μέσα στὸν τάφο καὶ τὴν πρώτη φτυαριὰ μὲ χῶμα καὶ ψάλλει τὸν ἑξῆς εἱρμὸ σὲ εἱρμολογικὸ πλ. β´: «Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτὸν· Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». Στὴ συνέχεια, ρίπτεται τὸ χῶμα μέχρι νὰ καλυφθεῖ ὁ τάφος, μπαίνουν τὰ λουλούδια, ἕνας πρόχειρος ξύλινος σταυρὸς καὶ τὸ κανδήλι, καὶ ραντίζουμε τὸν τάφο μὲ τὸ νερὸ τῆς κανάτας, ποὺ περίσσεψε, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ πλένονται οἱ παριστάμενοι. Κατόπιν, ὁ ἱερέας, Εὐλογητός, ὁ ἀναγνώστης τὸ Τρισάγιο, καὶ ψάλλονται τὰ νεκρώσιμα τροπάρια «Μετὰ πνευμάτων». Ὅταν τελειώσει ἡ Ἀκολουθία τοῦ νεκρωσίμου Τρισαγίου, γίνεται ἡ ἀπόλυσις ἀπὸ τὸν ἱερέα, κατὰ τὸν ἀνωτέρω στὸν ναὸ τύπο («Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων… », καὶ στὸ τέλος τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη»).

Στὴν ἔξοδο τοῦ κοιμητηρίου βρίσκεται ἡ παρηορκά, ἡ παρηγορία,  δηλαδὴ τὸ κόλλυβο, παξιμάδια ἀφρούγια (τὰ λεγόμενα στὴν περιοχή μας κούμουλλα), κρασί, χαλλούμι, ἐλιές, ποὺ τὰ τρῶμε γιὰ συγχώρεση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου ἀδελφοῦ μας. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ λέξη κούμουλλα εἶναι πιθανὸν σημιτικῆς (ἑβραϊκῆς) προέλευσης, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη κούμ, ποὺ σημαίνει ἔγερση, ἀνάσταση (νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴ φράση τοῦ Κυρίου, ὅταν ἀνάστησε τὴ νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «ταλιθᾶ, κοῦμι, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον σοὶ λέγω, ἔγειρε» [Μᾶρκ. 5, 41]). Τὰ κούμουλλα, λοιπόν, δὲν εἶναι νεκρόψωμα, ἀλλὰ ἄρτος ποὺ προσφέρεται σὲ ἐνθύμηση τῆς ἀνάστασης τῶν κεκοιμημένων.

Ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους κατὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα

Κατὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα δὲν ψάλλουμε τὴ συνηθισμένη νεκρώσιμο Ἀκολουθία, ἀλλὰ ὅλη τὴν ἀναστάσιμη Ἀκολουθία, δηλαδὴ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα μὲ τὶς καταβασίες «ἀναστάσεως ἡμέρα», καθὼς διαλαμβάνεται στὰ Εὐχολόγια γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή. Ἡ αὐτὴ Ἀκολουθία τελεῖται καὶ τὴν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

Σὲ ὅλη τὴν περίοδο τῶν σαράντα ἡμερῶν ἀπὸ τοῦ Πάσχα μέχρι καὶ τὴν ἀπόδοσή του, ψάλλεται ἡ συνήθης νεκρώσιμος Ἀκολουθία, μὲ τὶς ἑξῆς ὅμως διαφορές: Τὸ Τρισάγιον ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ « Χριστὸς Ἀνέστη» (ἐκ τρίτου), καὶ ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν», ψάλλεται τὸ Δοξαστικὸν τῶν Αἴνων τοῦ Πάσχα, «Ἀναστάσεως ἡμέρα». Αὐτὸ ψάλλουμε καὶ μέχρι τοῦ τάφου.

Στὸ τέλος ἑκάστης ᾠδῆς γίνεται μνημόνευσις τῶν ἱερέων κατὰ τάξιν, μὲ τὴν ἀκροτελεύτια ἐκφώνηση: «Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου».

Μετὰ τὴν θ´ ᾠδήν, τὸ ἐξαποστειλάριον, «Σαρκὶ ὑπνώσας ὡς θνητός» (δίς), ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας. Κατόπιν ἡ δέησις,  «Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός… Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων.. καί, Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἡ ἀπόλυσις, «Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι. Ὁ ἀναστάς… Αἰωνία ἡ μνήμη».  Κατόπιν, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ψάλλουμε ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν…» κ.λπ. τό, «Δόξα… Καὶ νῦν. Ἀναστάσεως ἡμέρα». Ἐπὶ τοῦ τάφου ἀκολουθεῖται ἡ ἴδια τάξη τοῦ ὑπολοίπου ἔτους, μὲ τὶς ἑξῆς διαφορές: Στὴν ἀρχή, μετὰ τὸ Εὐλογητός, ἀντὶ Τρισαγίου, τὸ Χριστὸς ἀνέστη (γ´), κ.λπ. καὶ ἀπόλυσις, Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν. Στὴν πομπὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία ψάλλεται τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἐνῶ στὴν πομπὴ πρὸς τὸ κοιμητήριο τὸ Δοξαστικὸν τοῦ Πάσχα, Ἀναστάσεως ἡμέρα.

*   *   *

Πρὶν ὁλοκληρώσω τὴ μικρή μου αὐτὴ Εἰσήγηση, ἔκρινα καλὸ νὰ σᾶς ἀναφέρω μιὰ παράδοση, ποὺ ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἐπικρατεῖ στὸ χωριό μου Μουτουλλᾶς, σχετικὰ μὲ τὰ μετὰ τὴν ταφὴ ἐπιμνημόσυνα ἔθιμα, ποὺ συνιστοῦν μία ὀρθόδοξη θεολογικὰ λειτουργικὴ πράξη.

Στὸ τριήμερο, ἐννιαήμερο  καὶ σαρανταήμερο μνημόσυνο, γίνεται πλήρης Ἀκολουθία στὸν ναό, μὲ Ἑσπερινὸ μικρὸ καὶ τὸ πρωὶ Ὄρθρος καὶ Θεία Λειτουργία. Κάθε δὲ Κυριακή, μέχρι τὶς σαράντα μέρες ἀπὸ τὴν κοίμηση κάποιου χωριανοῦ, τελεῖται καὶ μνημόσυνο. Θὰ ἐρωτήσει κάποιος: Γιατί γίνονται τόσα πολλὰ γιὰ τὸν κεκοιμημένο κατὰ τὴν περίοδο αὐτή; Ἐπειδὴ εἶναι οἱ πιὸ κρίσιμες μέρες τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ κατ᾽ αὐτὲς ἑτοιμάζεται νὰ ἀνεβεῖ νὰ κριθεῖ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Στὶς σαράντα λοιπὸν ἡμέρες, ἡ οἰκογένεια τοῦ κεκοιμημένου θὰ πᾶνε «ὄρθρου βαθέως εἰς τὸ μνῆμα», πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, γιὰ νὰ σηκώσουν τὰ στεφάνια καὶ νὰ ἰσοπεδώσουν τὸν τάφο. Αὐτό, τὸ ὀνομάζουμε «νὰ ᾽ποτσυλλίσουμε» τὸν τάφο, δηλ. νὰ ἀποκυλίσουμε τὸ χῶμα ἀπὸ ἐπάνω του. Θὰ ἀνάψουν τὸ καντήλι, θὰ ραντίσουν τὸν τάφο καὶ θὰ τὸν θυμιάσουν σταυροειδῶς. Ὅταν τελειώσουν ἀπὸ τὸ κοιμητήριο, πηγαίνουν ἀπευθείας στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ ἱερέας τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλοι μετὰ κοινωνοῦν τὸ ἀναστημένο Σῶμα καὶ Αἶμα τοῦ Κυρίου μας.

Αὐτὸ τὸ τυπικὸ, μᾶς φέρνει στὴ μνήμη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς νύχτας τῆς Ἀνάστασης, τό, «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» (Β´ Ἑωθινό), ποὺ μᾶς διηγεῖται ὅτι οἱ Μυροφόρες ἦρθαν «ὄρθρου βαθέως εἰς τὸ μνῆμα» καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· ποιός θὰ μᾶς σηκώσει, ποιός θὰ μᾶς ἀποκυλίσει («᾽ποτσυλλίσει») τὸν λίθο, ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου; Καὶ ἔλαβαν τελικὰ τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα ἀπὸ τὸν ἄγγελο, καὶ ἐπέστρεψαν στὴ συνέχεια, τρέχοντας μὲ χαρά, πρὸς τοὺς συναθροισμένους ἄλλους μαθητές. Τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ἐπαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα: Φεύγουν οἱ συγγενεῖς ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τρέχουν πρὸς τὴ Σύναξη στὴν Ἐκκλησία, ὅπου μεταφέρουν τὸ μήνυμα τῆς ἀνάστασης καὶ ἀντιλαμβάνουν τὸν Ἀναστάντα Κύριο.

Τὸ κοιμητήριό μας εἶναι ὅσο γίνεται πιὸ λιτό. Ὁ χῶρος ἐκεῖ εἶναι κοινὸς γιὰ ὅλους: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς»! Δὲν ἔχει ἰδιωτικοὺς τάφους. Μὲ τὴ σειρὰ θάβονται καὶ ξεκουράζονται ἐκεῖ ὅλοι οἱ χωριανοί, σὲ δύο μικρὰ κρατόνια, σὲ τέσσερις σειρές. Εἶναι ἀρκετὲς γιὰ νὰ χωρέσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν γεμίζει ποτέ. Τοὺς τάφους τοὺς ἀνοίγει ὁ ἱερέας μὲ τὴ σειρά, καὶ ἔτσι γνωρίζει τὴ σειρὰ τῆς ταφῆς. Ἡ ταφὴ γίνεται χωρὶς φέρετρο. Ὁ νεκρὸς κατεβαίνει στὸν τάφο μὲ τὸ σινδόνι, ὅπως δηλαδὴ κηδεύτηκε ὁ Κύριός μας: «σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασι». Καὶ μετά, περίπου στοὺς ἕξι μῆνες, μπαίνει μόνο ἕνας μαρμάρινος σταυρὸς μὲ τὸ καντήλι.

Αὐτὰ ἤθελα νὰ πῶ ἀπόψε στὴν ἀγάπη σας, Πανιερώτατε καὶ σεβαστοί μου πατέρες. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρόσκληση ποὺ μοῦ ἔγινε νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτὴ τὴν ἱερὰ Ἀκολουθία, ποὺ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο πιστὸ, εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμή, ἡ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ἐξέρχεται τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀπέρχεται «εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα», ποὺ μεταβαίνει ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια.

Καλὸν παράδεισο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.  Σᾶς εὐχαριστῶ.

Θεολογικὴ καὶ ποιμαντικὴ προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου καὶ τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

π. Κυριακός Χαραλάμπους

Εἰσήγηση στὴν ς΄ συνάντηση (26.02.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2014-2015)

Εἰσηγητής:  Οἰκονόμος Κυριακὸς Χαραλάμπους, ἐφημέριος χωρίου Γαλάτας

π. Κυριακός Χαραλάμπους
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.»  
 
Πανιερώτατε,
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,


Αρχίζοντας την εισήγησή μου αυτή με μία αναφορά στο μυστήριο του θανάτου, ενθυμήθηκα το κλασικό πλέον απόφθεγμα του οσίου πατρός ημών Νεοφύτου του Εγκλείστου για την ωφέλεια της μνήμης του θανάτου, που καταγράφει στην εισαγωγή της Τυπικής Διαθήκης του (έτος 1214): «Ἀγαθὸν ὑπέρτερον παντὸς ἀγαθοῦ, Θεοῦ φόβος καὶ μνήμη θανάτου». Περαιτέρω, ο όσιος πατήρ ημών Παΐσιος ο Αγιορείτης μας υπενθυμίζει μια άλλη σχετική ψυχωφελή ρήση ενός συγχρόνου εναρέτου Αγιορείτη μοναχού, που έλεγε αντί χαιρετισμού στους συνασκητές του:«Αδελφέ, θα πεθάνουμε!» Και συνεχίζει: «Η ζωή είναι τυλιγμένη με τη θνητή σάρκα. Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, ούτε θέλουν να ακούσουν για θάνατο.»

Όπως εύστοχα επισημαίνει και ο μακαριστός πλέον Κύπριος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ανδρέας Θεοδώρου, στο σπουδαίο του βιβλίο, «Άμωμοι εν οδώ· αλληλούια», ένα εξαίρετο υπομνηματισμό στη Νεκρώσιμη Ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σελ. 9), ο θάνατος είναι σημείο οριακό για κάθε ύπαρξη. Είναι γεγονός που την ορίζει, την περιορίζει και την εξαντλεί. Είναι το τέρμα μιας πορείας, μιας ζωτικής διαδικασίας. Ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός με τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατάργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβεί, ζώντας μέσα στην Εκκλησία. Και, όπως θεολογεί υμνολογικά η Εκκλησία το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Ο αναστάς Κύριος, με τον θάνατο και την τριήμερο ανάστασή Του, νίκησε τον θάνατο, δίνοντας το ελπιδοφόρο μήνυμα της επανένωσης του ανθρώπου με τον Πλάστη και Δημιουργό του. Τούτο τονίζεται και μέσα από τον θεόπνευστο Κατηχητικό Λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Κυριακή του Πάσχα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον. Ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος…». Σε απλή μετάφραση: «Κανένας δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, διότι έχουμε ελευθερωθεί από την εξουσία του θανάτου με τον θάνατο του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού. Ο Κύριός μας, κατά την τριήμερο κατοχή του από τον θάνατο, εξουδετέρωσε το κράτος και τη δύναμή του.» Καί,  «καθὼς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μέγα ἔλεος». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μέγας δογματικός θεολόγος και κορυφαίος υμνογράφος της Ορθοδοξίας, συνέθεσε τον επινίκιο του Θεανθρώπου Σωτήρα μας Ιησού Χριστού κατά του θανάτου με τον θάνατό του, στο Δοξαστικό των νεκρωσίμων ιδιομέλων της Εξοδίου Ακολουθίας: «Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο». Δηλ., «Ο θάνατός σου, Κύριε, έγινε πρόξενος αθανασίας· διότι, αν δεν ενταφιαζόσουν στο μνήμα, ο Παράδεισος δεν θα ανοιγόταν στους ανθρώπους.» Ο ανακαινισμένος εν Χριστώ άνθρωπος, με τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, την ειλικρινή μετάνοια, την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, και εφαρμόζοντας γενικά το θείο θέλημα, κοινωνώντας μάλιστα το Σώμα και το Αίμα του Δεσπότου Χριστού, έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στην παραδείσια Ζωή, και να απολαύσει την αιώνια ζωή και το άπειρο έλεος του Θεού, μαζί με τους αγίους και τους δικαίους. 

Ακριβώς το όλο νόημα των νεκρωσίμων Ευλογηταρίων, είναι η υπενθύμηση της θείας καταγωγής του ανθρώπου, η παραπλάνηση και απομάκρυνσή του από τον Θεό του και η κατόπιν επιστροφή του στον Θεό, και η δέηση της Εκκλησίας, όπως ο φιλάνθρωπος Κύριος συγχωρέσει τον κεκοιμημένο και πάλιν να τον κάνει   πολίτη του Παραδείσου. Όλα αυτά συνοψίζονται ιδιαίτερα στο δεύτερο τροπάριο των ευλογηταρίων, και εξαιρέτως στο, στίχο, «τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι». Η μετάφραση και το όλο νόημα αυτού του τροπαρίου έχει ως εξής: «Είσαι ευλογημένος, Κύριε, γι’ αυτό και δίδαξέ μου τα δικαιώματά σου. Εσύ, που κατά τη δημιουργία με έπλασες από το μηδέν και με τίμησες με τη δική σου θεία εικόνα, αλλά, αφού παρέβηκα την εντολή σου, με γύρισες πάλιν πίσω στη γη, από την οποία με έπλασες, σε παρακαλώ να με επαναφέρεις στο καθ’ ομοίωσιν, ώστε να ανακτήσει η φύση μου το αρχέγονο προπτωτικό της μεγαλείο.» Τόσο στα Ευλογητάρια, όσο και στην όλη Νεκρώσιμη Ακολουθία, φαίνεται για μια ακόμη φορά ο συνδυασμός της μελωδικής ποίησης με το δογματικό περιεχόμενο, που με τόση μαεστρία κατάφερε να συνθέσει ο υμνωδός άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η υμνογραφία συμβάλλει και στις χαρές, αλλά και στις θλίψεις των ανθρώπων, ευφραίνει τους χαίροντας και παρηγορεί τους θλιβομένους. Μέσω της θεόπνευστης υμνογραφίας διδασκόμαστε πολλές από τις αλήθειες της Πίστεώς μας.

Το ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μία προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλη τους την ελπίδα στον Χριστό. Τούτο φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργά τους λείψανα. Γι’ αυτό και το σωστό είναι να αποκαλούμε τον χώρο ταφής κοιμητήριο και όχι νεκροταφείο, και να λέμε ότι μνημονεύουμε κεκοιμημένους και όχι νεκρούς, και καλλιεργούμε ζώντες, υπό την έννοια της προοπτικής της θεραπείας και σωτηρίας της ψυχής τους.

Ο Θεός της Αγάπης δεν δημιούργησε τον θάνατο, ούτε αυτός είναι τιμωρία από τον Θεό. Αυτή την εσφαλμένη δογματικά αντίληψη ασπάστηκε, μαζί με πολλές άλλες κακοδοξίες, η Παπική εκκλησία και κατέληξε δυστυχώς στο βλάσφημηο δογματισμό του λεγομένου «καθαρτηρίου πυρός» . Ακόμη, ο Παπισμός έδωσε βαρύτητα στον σταυρικό θάνατο του Χριστού παρά στην Ανάστασή του, και με την ποιμαντική των απαγορεύσεων, των αφορισμών, των απειλών και των τιμωριών οδήγησε σε αδιέξοδα τον άνθρωπο.  Αλλά, κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία, ο    θάνατος προστέθηκε στην ανθρώπινη φύση αμέσως μετά από την παρακοή των πρωτοπλάστων, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομάκρυνσής του από τον Θεό, και ενεργεί ως παιδαγωγικό μέσο για τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου. Ήταν καθαρά συνέπεια της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου από την κακή χρήση του αυτεξουσίου του. Ο άγιος Γρηγόριος ο  Παλαμάς λέγει χαρακτηριστικά: «Ο Θεός φανέρωσε πριν την πτώση το θέλημά του, που οδηγούσε στην αθανασία. Και προείπε φανερά και προειδοποίησε, ότι ἡ αθέτηση της ζωοποιού θείας εντολής θα ήταν θάνατος («ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ, ᾖ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» [Γεν. 2,17])».

Τρεις δρόμους θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οι πρωτόπλαστοι για να αποφύγουν το θάνατο. Τον πόθο κοινωνίας με τον Θεό, που οδηγούσε στον δεύτερο δρόμο, την αληθινή θεογνωσία, και τον δρόμο που εμπνέει ο θείος φόβος, για την απώλεια των θείων χαρισμάτων (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, Κεφ. 47, PG150, 1153D). Ο σοφός Σολομώντας, επιγραμματικά αναφέρει, πως «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἀπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ.Σολ. 1, 13), και «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισεν τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος ἐποίησεν αὐτόν, φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον, πειράζουσιν δὲ αὐτόν οἱ τῆς ἐκείνου μερίδος ὄντες» (Σοφ. Σολ. 2, 23-24). Σε συντομία, το νόημα αυτών των στίχων είναι, πως ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και με το χάρισμα της αθανασίας, να είναι αθάνατος, αλλά μετά από τον φθόνο και την πανουργία του Διαβόλου, και την παρακοή των πρωτοπλάστων, μπήκε στον κόσμο ο θάνατος. Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός τόσο πολύ αγάπησε αυτό το τέλειο δημιούργημά του,  τον άνθρωπο, που τον στόλισε με τόσες πολλές αρετές και χαρίσματα, και του έδωσε την δυνατότητα από το κατ’ εικόνα να φθάσει στο καθ’ ομοίωση. Γι’ αυτό και μετά την παρακοή του ανθρώπου, από άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία θέλησε να γίνει ένα μαζί του, να γίνει και άνθρωπος, να γεννηθεί και να πεθάνει, για να τον σώσει και να τον έχει και πάλι κοντά του.

 Είναι γι᾽ αυτό, που σε μία από τις συγχωρητικές ευχές της Εξοδίου Ακολουθίας γίνεται αναφορά στο ωραιότερο και χαρισματικότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο, ο οποίος παρέβηκε την εντολή του Θεού και απομακρύνθηκε  από κοντά Του· και, για να μη γίνει αθάνατο το κακό, κατά τη ρήση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας τὴν κρᾶσιν καὶ μῖξιν ταύτην, καὶ τὸν ἄῤῥηκτόν σου τοῦτον δεσμόν…τῷ θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεσθαι καὶ διαλύεσθαι». Από άπειρη δηλαδή φιλανθρωπία επέτρεψε ο Θεός να διαλύεται η κράση και η μίξη αυτή που δημιούργησε, το σύνολο δηλ. των διαφόρων φυσικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών και η σύνθεση των διαφόρων στοιχείων ενός προσώπου  να διαλύονται, και να κόβεται προσωρινά ο δεσμός του σώματος με την ψυχή. Είναι από αυτό προφανώς, που βγήκε η φράση «ο τάδε έχει δυνατή κράση». Εδώ εννοείται, όχι μόνον δυνατός οργανισμός, αλλά και δυνατή ψυχή. Και η μεν ψυχή, μετά τον χωρισμό τούτο, πηγαίνει εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή τον Θεό, ώσπου να γίνει η κοινή ανάσταση των νεκρών και, μάλιστα, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, «ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27), μετά τον θάνατο κρίνεται η ψυχή του αποθανόντος. Το δε σώμα διαλύεται σε αυτό που δημιουργήθηκε, δηλαδή το χώμα, κατά την απόφαση του Κυρίου μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων: «Γῆ εἶ, καὶ εὶς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19). Το σώμα λοιπόν πρέπει να διαλύεται στο χώμα και όχι στην πυρά. Η αποτέφρωση, καθώς αντιβαίνει στή ρητή τούτη απόφανση του Δημιουργού, απαγορεύεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Και, βεβαίως, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπόταν θα γίνει και η Ανάσταση των νεκρών, θα ξαναενωθεί η ψυχή του κάθε κεκοιμημένου με τό σώμα του .

Ο θάνατος διακρίνεται σε σωματικό ή φυσικό, ψυχικό, πνευματικό και αιώνιο. Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως (2, 11), αναφέρεται δεύτερος θάνατος, που υπονοείται ο πνευματικός και αιώνιος. Ο πνευματικός θάνατος είναι η απώλεια του Αγίου Πνεύματος ως συστατικού της ύπαρξης του ανθρώπου, που είναι η πηγή κάθε χάριτος. Όσο ο άνθρωπος παραμένει στη σωματική ζωή στη γη μπορεί να μετανοήσει και να επανέλθει σε κοινωνία με το Άγιο Πνεύμα, όπως ο άσωτος υιός της παραβολής. Ο σωματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ο ψυχικός είναι η άρση, η απομάκρυνση της Χάριτος του Θεού από την ψυχή του κεοιμημένου, γι’ αυτό και η ψυχή περιπλανάται μακριά από το Θεό, και ο αιώνιος είναι η πλήρης αποχή από τη Θεία Χάρη, του οποίου θα λάβουν πείρα κατά τη Δευτέρα Παρουσία όσοι θα κολασθούν. Με άλλα λόγια, μετά το σωματικό θάνατο μπορεί να υπάρξει ο ψυχικός θάνατος, αλλά με τη βοήθεια ζώντων με μνημόσυνα μετά κολλύβων και άρτων, προσευχές, δεήσεις, ελεημοσύνες και τακτικές μνημονεύσεις κατά την Προσκομιδή και κατά τη Θεία Λειτουργία, όπως αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μπορεί να επιτευχθεί παύση του ψυχικού θανάτου. Αν όχι, τότε κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όπως αποφαίνεται ο Κύριος στην ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον», θα συντελεσθεί ο αιώνιος θάνατος, δηλ. η πλήρης αποκοπή των αμαρτωλών από τη Θεία Χάρη. Αν δεν υπάρξει ψυχικός θάνατος, τότε η ψυχή απολαμβάνει την αιώνιο ζωή. Στα θέματα αυτά αναφέρεται η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου στην Καινή Διαθήκη. Από αυτή την παραβολή μαθαίνουμε ακόμη, το τι γίνεται μετά τον θάνατο.  Ο μεν πλούσιος στα εγκόσμια ζούσε μία άνετη ζωή, με τιμές και δόξες και με πολλές απολαύσεις, ο δε φτωχός Λάζαρος, με πολλές στερήσεις. Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ η ψυχή του Πλουσίου στον Άδη. Μετά τον θάνατο οι όροι αντιστράφηκαν. Ο φτωχός Λάζαρος δεν ζει με στερήσεις, αλλά ζει την Παραδείσια κατάσταση και απολαμβάνει την αιώνια ζωή και το άμετρο έλεος του Θεού, μαζί με τους αγγέλους, τους αγίους και τους δικαίους. Ενώ ο πλούσιος με το άγνωστο όνομα από μακριά εκλιπαρεί τον πατριάρχη Αβραάμ να του στείλει τον Λάζαρο απλά και μόνον να αλείψει με λίγες σταγόνες νερού το στόμα του, γιατί είναι ανυπόφορος εκείνος ο τόπος της βασάνου, κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει.

Σχετικοί με τα ανωτέρω είναι και οι σοφοί λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου: «Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος»· όποιος δηλ. είναι κοντά στον Θεό, είναι αδιαλείπτως ζωντανός, διότι ο Θεός είναι η Ζωή, και αυτός που θα στερηθεί αυτή την Ζωή, τότε θα οδηγηθεί στον Θάνατο. Βεβαίως, όπως αλλού τονίζει ο αυτός Μέγας Βασίλειος, «οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». Σχολιάζοντας ο Πανιερότατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. κ. Νεόφυτος (Ι.Μ.Μόρφου, Εορτολόγιο 2015, σελ. 14-15), το ρητό τούτο («Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός») αναφέρει σχετικά: «Στο μέτρο, λοιπόν, που ο άνθρωπος ερμηνεύει πνευματικά τον πόνο (ο οποίος προήλθε από ένα ξαφνικό θάνατο, ασθένεια, φτώχεια, κ.λπ.) και τον εισάγει μέσα στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τον καθένα μας  αναπαύεται, γιατί αρχίζει να βιώνει ότι ο Θεός ξέρει καλύτερα κι από τον ίδιο, ποιο είναι το δικό του συμφέρον… Ο θάνατος, επαναλαμβάνω, θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως μία παιδαγωγία και γι’ αυτούς που μένουν, διότι οι θλίψεις και οι δυστυχίες της ζωής δεν συμβαίνουν χωρίς λόγο, αλλά αποτελούν μία ευκαιρία για να δοκιμαστεί η πίστη, η υπομονή, και η αγάπη προς τον Θεό.  Παράδειγμα προς μίμηση προβάλλεται και ο δίκαιος Ιώβ, ο οποίος παρόλο που έχασε τα υλικά αγαθά του και τα παιδιά του, δεν καταφέρθηκε στον Θεό, αλλά είπε: ‘‘Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας’’. Επίσης από τους σύγχρονους αγίους του 20οῦ και 21οῦ αιώνα, όπως ο όσιος Νικηφόρος ο λεπρός, αισθανόταν τη λέπρα ως Αγάπη Χριστού, και το μέσο για τη δική του πνευματική πρόοδο. Ο ἅγιος Παΐσιος είπε και κάτι το πολύ συγκλονιστικό: « Όσον ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ήταν τόσο, όσον από την άσκηση.  Ότι μας επιτρέπει ο Θεός είναι για το πνευματικό μας συμφέρον».

Όμως, τα λόγια αυτά είναι πολύ δύσκολο να τα δεχτούν όλοι οι άνθρωποι.  Δεν είναι εύκολο να παρηγορήσεις μία μητέρα που έχασε ξαφνικά το παιδί της. Χρειάζεται μεγάλη πίστη και υπομονή, για να αντιμετωπιστεί αυτό το γεγονός. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει πως ένας αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως δεν κατάφερε να παρηγορήσει μία μάνα που έχασε το παιδί της. Το κατάφερε μία άλλη ταλαιπωρημένη μάνα που είχε την ίδια τραυματική εμπειρία, αλλά με τη δύναμη της πίστεως και της απόλυτης εμπιστοσύνης στον Θεό, κατάφερε να ορθοποδήσει και να αντιμετωπίσει πνευματικά αυτό το γεγονός του θανάτου. Στο σημείο αυτό να προσθέσω κάποιες ζωντανές εμπειρίες μίας πολύτεκνης μάνας, της κ. Δήμητρας Νικολάου από χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Από συγγενείς πληροφορήθηκε τον θάνατο του εικοσάχρονου φοιτητή της Σχολής Ευελπίδων και πρωτότοκου παιδιού της, του Λευτέρη, σε δυστύχημα με μοτοσυκλέττα, που έγινε στην Αθήνα. Ο οδηγός ήταν άλλο πρόσωπο. Σε μελέτη που συνέγραψε, έβαλε για πρωτοσέλιδο μια άποψη του Ρούτερφοντ: «Τα παιδιά σου είναι λουλούδια, που σου δανείζει ο Θεός· αν τα λουλούδια πεθάνουν ή μαραθούν, ευχαρίστησε το Θεό που σου τα παραχώρησε για ένα καλοκαίρι». Περί αυτού μίλησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα νεκρώσιμα ιδιόμελα: «Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος», σαν λουλούδι δηλ. μαραίνεται, και σαν όνειρο φεύγει, και διαλύεται κάθε άνθρωπος. Είναι εδώ ακριβώς το σημείο, το πώς αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος το γεγονός του θανάτου. Σε άλλη της μελέτη, η ως άνω κ. Δήμητρα έκανε εκτενή αναφορά στις συνέπειες του πένθους από ξαφνικό θάνατο στη λειτουργικότητα του θεσμού της οικογένειας, τους μηχανισμούς άμυνας, αλλά και τις πηγές στήριξης και τις στρατηγικές που ενεργοποιούν οι οικογένειες στην προσπάθεια τους για καλή προσαρμογή στη δύσκολη αυτή κατάσταση (Δήμητρας Νικολάου, Συνέπειες του πένθους μετά από ένα ξαφνικό θάνατο στη λειτουργικότητα της κυπριακής οικογένειας, σελ. 15). Η ίδια βρήκε τη δύναμη και το κουράγιο να σηκώσει αυτό το σταυρό της, με τη βοήθεια πνευματικών ιερέων, μελέτη διαφόρων βιβλίων, επιστημονικών και θρησκευτικών, και τη συμμετοχή της στις λατρευτικές συνάξεις, ιδιαιτέρως σε αγρυπνίες, όπου κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.

Είναι εδώ, που ο ποιμένας θα πρέπει να βοηθήσει τους γονείς, τους συγγενείς, και τους φίλους, «να κατανοήσουν, ότι οι γονείς είναι κηδεμόνες και προστάτες των παιδιών τους, και όχι ιδιοκτήτες» (Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Γκίκα, Θέματα Ποιμαντικής, 1-4, σελ. 118). Τα παιδιά ανήκουν στον Θεό και εκείνος γνωρίζει γι’ αυτά καλύτερα από όλους. Τα νήπια θεωρούνται ένα με τους αγγέλους, και έτσι πηγαίνουν κατευθείαν στον Θεό. Γι’ αυτό υπάρχει ξεχωριστή Νεκρώσιμη Ακολουθία επί νηπίοις, που είναι από επτά ετών και κάτω, και στην οποία πουθενά δεν αναφέρονται αμαρτίες. Παλαιότερα, όπως μου είπε ο μακαριστός Παπᾶ Χριστοφόρος της Γαλάτας, στο τέλος της Βάπτισης, στο σημείο  που θα έδινε ο ιερέας το νεοφώτιστο στη μητέρα του έλεγαν: «…και φύλατε αυτό έως ετών επτά». Αν ένας νέος αποχωρίστηκε πρόωρα από τη ζωή, είναι μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Είναι εδώ που με πολλή πίστη, προσευχή και υπομονή θα μας φανερωθεί σε μελλοντικό χρόνο, γιατί ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο ενός νέου. Σίγουρα αυτό έγινε για τη σωτηρία της ψυχής του.  Ο ποιμένας, για τέτοιες περιπτώσεις νέων που ήταν γαλουχημένοι μέσα στην Εκκλησία, θα δανειστεί τον λόγο της Σοφίας Σολομῶντος (4, 13-14): «τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας». Δηλ. αφού τελειοποιήθηκε σε σύντομο χρόνο, κάλυψε πολλά έτη λόγω της ενάρετης ζωής του· και επειδή η ψυχή του άρεσε στον Κύριο, γι᾽ αυτό επισπεύτηκε να βγει μέσα από την πονηρία, την κακία του κόσμου. Έπειτα ο ποιμένας θα αναφέρει κάποια από τα χαρίσματα ή κάποιες από τις αρετές του νέου. Στους υπόλοιπους νέους, να τονισθούν ιδιαιτέρως κάποιες αρετές τους και πως ο Κύριος τους πήρε νωρίς κοντά Του, για να τους αποτρέψει από πιθανόν χειρότερες αμαρτίες, και σε μελλοντικό χρόνο θα αποκαλύψει ο Κύριος τον πραγματικό λόγο. Ο καλύτερος παρηγορητικός λόγος προς τους γονείς, είναι αυτός που θα τους πείσει ότι επιτέλεσαν σωστά το καθήκον τους απέναντι στα παιδιά τους, στο μέτρο των δυνάμεων τους, χωρίς να τους επιρρίψουμε ευθύνες.    Αυτοί μόνοι τους θα το καταλάβουν, αν υπάρχουν, σε μελλοντικό στάδιο. Ως επέκταση αυτών, θα πρέπει να τονισθεί η προσέλευση στην Εξομολόγηση, η άσκηση στη μετάνοια, τη νηστεία  και τη συγκράτηση των παθών, για να μπορέσουν να κοινωνήσουν άξια το αναστημένο Σώμα και Αίμα Χριστού, του νικητή του θανάτου, κατά τα μνημόσυνα που θα γίνουν  ή σε άλλες Θείες Λειτουργίες. Η πράξη αυτή αποτελεί ομολογία Πίστεως, και είναι μία πνευματική ανακούφιση, για  την ψυχή του αγαπημένου τους προσώπου. Ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης λέγει σχετικά με τους κεκοιμημένους και τη μετάνοια: «Οι κεκοιμημένοι έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί¬σκονται στον Άδη, μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή¬σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι,  δεν μπορούν πια μό¬νοι τους να καλυτερεύσουν τη θέση τους, αλλά περι¬μένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας». Το μυστικό ενός άλλου συγχρόνου αγίου, του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, ήταν η διαρκής μετάνοια. Την εμπνεύστηκε από την Κυριακή Προσευχή, το Πάτερ ημών, από τον στίχο: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»!  Η ερμηνεία του: και χάρισέ μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως και εμείς τα χαρίζουμε στους δικούς μας οφειλέτες. Για να γίνει αυτό, μόνο ένα πράγμα χρειάζεται: η διαρκής μετάνοια. αυτό τονίζουν οι Μακαρισμοί, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται και στην Εξόδιο Ακολουθία και ανακεφαλαιώνουν τη θεολογία της ταπείνωσης, είναι ο ύμνος της ταπείνωσης, η οποία πηγάζει από τη Μετάνοια. Οι Μακαρισμοί έχουν χαρακτήρα αναβαθμών· δηλαδή, αν δεν περάσεις τον πρώτο δεν μπορείς να μεταβείς τον δεύτερο. Από τους Μακαρισμούς και γενικά από το όλο περιεχόμενο της Εξοδίου Ακολουθίας, διαβλέπουμε δομή Όρθρου και Θείας Λειτουργίας. 

Ωφέλεια για τις ψυχές των κεκοιμημένων προέρχεται ακόμη με μία μικρή εισφορά σε ναούς, δίνοντας το δίπτυχο των ζώντων και των κεκοιμημένων, με το όνομα του προσφιλούς κεκοιμημένου ή ελεημοσύνη σε άπορες οικογένειες, και ιδιαιτέρως σε ορφανά. Η καθημερινή προσευχή, το άναμμα ενός κεριού ή καντηλιών κάποιου ιερού ναού ή παρεκκλησίου, το άναμμα του καντηλιού του τάφου στις σαράντα πρώτες μέρες, και στη συνέχεια τουλάχιστο κάθε Σάββατο, που είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, όλα αυτά θα βοηθήσουν σε μέγιστο βαθμό την ψυχή του κεκοιμημένου και θα απολαύσει και αυτή εκ των πηγών της Θείας Χάριτος και κληρονομία  της αιωνίου ζωής.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας αναφέρει σε τροπάρια της Νεκρωσίμου Ακολουθίας για τη φοβερή ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα: «Όντως φοβερώτατον, το του θανάτου μυστήριον, πως ψυχή εκ του σώματος, βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας». Είναι δηλ. πράγματι φοβερό το μυστήριο του θανάτου, το πως η ψυχή βίαια χωρίζεται από την αρμονική της σχέση με το σώμα. Και, αλίμονο, «πόσο αγώνα έχει η ψυχή όταν παλεύει να βγει από το σώμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε και δεν υπάρχει κανείς να την ελεήσει. Βλέπει προς τους Αγγέλους, χωρίς όμως ανταπόκριση. Προς τους ανθρώπους τείνει τα χέρια, χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει κάποιος. Γι᾽ αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, αφού κατανοήσουμε το μικρό διάστημα της ζωής μας, ας παρακαλέσουμε τον Χριστό να χαρίσει ανάπαυση στην ψυχή του μεταστάντος και στις ψυχές μας  το μεγάλο Του έλεος». Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν τη φθαρτότητα και τη θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στη ζωή μας. Ακόμη και οι σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε, ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι “το υπάρχειν προς θάνατον”. Κανείς όμως δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνει.

Ιδιαιτέρως θα πρέπει να προσέξουμε το «βραχύ της ζωής», το μικρό διάστημα της ζωής μας. Ο ποιμένας με τακτικά κηρύγματα και μικρές ομιλίες να τονίζει ιδιαιτέρως τον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας, με την ανάμνηση της αιωνίου ζωής, και τα μέσα και τους τρόπους επίτευξης αυτού του σκοπού, τεκμηριώνοντας τις απόψεις του μέσα από την Αγία Γραφή και τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι λόγοι γενικά του ποιμένα να είναι τέτοιοι, ώστε οι πιστοί να είναι προετοιμασμένοι για το αναπάντεχο γεγονός του θανάτου. Στην ευαγγελική περικοπή της Εξοδίου Ακολουθίας αναφέρεται, ότι, όποιος πιστεύει στον Κύριο, «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Η μετάβαση στην ζωή είναι η επουράνιος, η αιώνιος ζωή, η μακαρία ανάπαυση των ψυχών, η υπέρβαση  του θανάτου και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι η κληρονομία της Βασιλείας του Θεού. Η προσδοκία των πιστών να κορυφώνεται στον επίλογο του Συμβόλου της Πίστεώς μας, «Προσδοκῶ ἀνάστασιν  νεκρῶν και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».  Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής της Αγάπης, θεωρεί την αμαρτωλή εδώ ζωή ως θάνατο· διότι, από τη στιγμή που παρά την προειδοποίηση του Θεού προς τους Πρωτοπλάστους, ότι η αθέτηση της ζωοποιού θείας εντολής θα ήταν θάνατος, αυτοί παρήκουσαν, τότε μπήκε στην ζωή τους η αμαρτία και ο θάνατος.  Η Παραδείσια ζωή των Πρωτοπλάστων ήταν  Ζωή, γιατί ήταν κοντά στο Θεό. Η ζωή μακριά του Παραδείσου, που εννοείται ο Θεός, είναι αυτό που προειδοποίησε ο Θεός, δηλαδή θάνατος. από όσα λέχθηκαν, φαίνεται και μία άλλη παράμετρος για τον θάνατο, ότι αποτελεί οικονομία του Θεού και μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για τον άνθρωπο, διότι του δίνει τη δυνατότητα της επανενώσεώς του με τον Τριαδικό Θεό σε Ζωή αιώνιο. Εκδημεί μεν, εκ του σώματος, ενδημεί δε προς Κύριο, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Β´ Κορ., 5,8).

Η Εξόδιος Ακολουθία αποτελεί τη συμπύκνωση της χριστιανικής διδασκαλίας περί του θανάτου και της ζωής. Είναι η ελπίδα  και το φως στον απελπισμένο, το μήνυμα της αληθινής ζωής. Στο περιεχόμενό της φαίνεται ο πανηγυρικός χαρακτήρας της Εκκλησίας, ότι ο άνθρωπος δεν χάνεται, αλλά εξακολουθεί να ζει με τη δύναμη του Χριστού, ελπίζοντας στην ανάσταση του σώματος που νεκρώθηκε. Εγγύηση αυτού η ζωηφόρος Ανάσταση του Κυρίου. Το πλούσιο υμνολογικό περιεχόμενο της Νεκρωσίμου Ακολουθίας παρουσιάζει πλήρως το νόημα του θανάτου και της ζωής, της αιώνιας ζωής. Το φαινόμενο του θανάτου είναι μυστήριο, όσο μυστήριο είναι και το φαινόμενο της ζωής. Είναι γνωστά τα υπαρξιακά ερωτήματα, “γιατί υπάρχουμε, από πού ξεκινάμε, που πηγαίνουμε”. Ο χαρακτήρας της Εξοδίου Ακολουθίας είναι διφυής. Από τη μια τονίζεται η ματαιότητα των εγκοσμίων και η μηδαμινότητα του ανθρώπου, και από την άλλη η αθανασία και η παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος είναι ο νικητής του θανάτου και ο τόπος της αναπαύσεως. Τα λόγια αυτά συνοψίζονται στο ιδιόμελο, «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα», στο δοξαστικό των ιδιομέλων, «Ο θάνατός Σου, Κύριε, αθανασίας γέγονε πρόξενος», και στο ωραιότατο προκείμενο του αποστολικού αναγνώσματος, «Μακαρία η οδός, η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Ακόμη και η μελωδικότητα της Εξοδίου Ακολουθίας, γαληνεύει, παρηγορεί και ανακουφίζει τους πιστούς. Το γεγονός του θανάτου βοηθάει τον άνθρωπο να έλθει σε αυτοσυνειδησία και αυτογνωσία. Η συμφιλίωση με τον θάνατο είναι δείγμα μεγάλης σοφίας και αυτό είναι πράγμα δύσκολο. Με τον θάνατο ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου, ακόμη και αυτού του πιστού, όμως δεν κυριεύει την ψυχή του η απελπισία. Διότι, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της Νεκρωσίμου Ακολουθίας, οι Χριστιανοί δεν είναι όπως και οι λοιποί, «οι μη έχοντες ελπίδα». Να λυπούμαστε, αλλά να μην απελπιζόμαστε. Η λύπη είναι ένα φυσικό ανθρώπινο αίσθημα. Ο Θεάνθρωπος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο, και ως Θεός και νικητής του θανάτου, ανάστησε τον τετραήμερο Λάζαρο. Αν δεν ελπίζουμε στην Αιωνιότητα και Βασιλεία του Θεού, τότε πολύ δύσκολα θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός του θανάτου. Σε αυτή την πορεία μας προς την αιωνιότητα έχουμε καθοδηγητικούς φάρους τους αγίους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι, είτε υπέφεραν από μαρτύρια, είτε από θλίψεις, είτε από ασθένειες, και όλα τα υπέμειναν με την ελπίδα για τη σωτηρία της ψυχής τους, για την αιώνιο ζωή και προς ένωση με τον Σωτήρα Χριστό.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, αν κάποιος πεθάνει κατά τη διάρκεια της Διακαινησίμου Εβδομάδος, η Εξόδιος Ακολουθία θα τελεσθεί μέσα στο κλίμα της αναστάσιμης χαράς. Αντί των νεκρωσίμων ιδιομέλων ψάλλονται οι καταβασίες του Πάσχα και το εξαποστειλάριον “Σαρκί υπνώσας ως θνητός”, αντί δε του “Δεύτε τελευταίον ασπασμόν”, ψάλλεται το “Αναστάσεως ημέρα”.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως η Εξόδιος Ακολουθία συνδέεται με το Μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος. Είναι η αρχή και το τέλος της επίγειας ζωής για τον κάθε πιστό άνθρωπο. Με το άγιο Βάπτισμα, εισάγεται ο πιστός στην Εκκλησία, τη Στρατευόμενη Εκκλησία, και εξέρχεται δια του μυστηρίου του θανάτου. Στο μυστήριο του Βαπτίσματος συναποθνήσκει ο «παλαιός άνθρωπος». Γεννιέται ο νέος και ανακαινίζεται «κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν». Ο βαπτιζόμενος χρίεται με λάδι. Προετοιμάζεται για τους πνευματικούς αγώνες. Ακολουθεί τον Χριστό και καλείται να αναστηθεί από την αμαρτία και να καταργήσει την κυριαρχία του θανάτου. “Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει”, όπως αναφέρεται στο Αποστολικό Ανάγνωσμα του Μυστηρίου της Βαπτίσεως (Ρωμ. 6,9). Το Βάπτισμα είναι σύμβολο του θανάτου του Χριστού. Είναι ταυτόχρονα πνευματική γέννηση και χάρισμα, δώρο Θεού, διότι σφραγίζεται διά του Αγίου Μύρου. Ἡ χρίση του Χριστιανού με λάδι κατά την Ακολουθία του αγίου Βαπτίσματος ερμηνεύεται ως πνευματική βοήθεια κατά την πορεία του νεοφωτίστου προς τους αγώνες της τελείωσης. Η έκχυση του ελαίου στους κεκοιμημένους κατά την ταφή τους και με τα ίδια λόγια («Πρόσχωμεν, ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια»), επισφραγίζει το τέλος των πνευματικών αγώνων του ανθρώπου, με την ευχή να αξιωθεί πλέον του θείου ελέους και της αιωνίου Βασιλείας του Θεού.

Θα αναφέρω εδώ απόσπασμα από την επιγραφή κτητορική επιγραφή του παρεκκλησίου του Αγίου Σωζομένου στη Γαλάτα, που γράφτηκε από τον γνωστό αγιογράφο Συμεών Αξέντη το έτος 1513 και που εμπνέεται από την Ορθόδοξη περί Εκκλησίας θεολογία: «Εκκλησία εστίν επίγειος ουρανός, ενώ ο επουράνιος Θεός κατοικεί και ενοικεί και εμπεριπατεί, αντιτύπουσα την Σταύρωσιν και την Ταφήν και την Ανάστασιν Χριστού». Σε ελεύθερη μετάφραση και με μερικά επιπρόσθετα σχόλια: Η Εκκλησία είναι επίγειος ουρανός. Οπότε ο επουράνιος Θεός, ο οποίος είναι Πνεύμα και πηγή της ζωής και είναι πανταχού παρών, ταπεινώνεται και συγκατοικεί. Συγχρόνως η Εκκλησία, εφόσον είναι επίγειος ουρανός, αναβιώνει, τόσο τη Σταυρική Θυσία και Ταφή του Θεανθρώπου Χριστού, όσο και τη λαμπροφόρο Ανάστασή του. Και σε αυτή οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, του νικητή του θανάτου, για τη σωτηρία της ψυχής τους και ζωή αιώνιο. Η Εκκλησία, που είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, είναι ο χώρος εκείνος όπου βιώνουμε τη θριαμβευτική Του νίκη εναντίον του θανάτου, και μετέχουμε από τώρα, ως εν αρραβώνι, της Βασιλείας του Θεού. Ο Σωτήρας Χριστός πονάει και υποφέρει για χάρη της ανθρωπότητας. Ο Θεός, πολύ ενδιαφέρεται για το πιο τέλειο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, διότι είναι εικόνα Του, και του χάρισε την δυνατότητα, να ομοιάσει μαζί Του. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό, όταν ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και έχει καθαρή καρδιά, απαλλαγμένη από κάθε αμαρτία. Η καρδιά του ανθρώπου να μοιάζει σαν το πνευματικό θυσιαστήριο, που μίλησε ο προφήτης Ιερεμίας, που εννοούσε την σημερινή αγία Τράπεζα. Το λαμπροφόρο φως της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού, επισκιάζει το θάνατο, και ανοίγει το δρόμο για την αιωνιότητα, φτάνει εμείς το ποθήσουμε.

Σέ κάθε περίπτωση, οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις γιά τά ἔσχατα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῆς Δυτικῆς. Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καταρχήν, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ σωτηρία εἶναι θεραπεία τραυμάτων τοῦ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἀθανασία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέθεξης στίς θεῖες ἐνέργειες. Ἡ παραδείσια ζωή εἶναι φιλία καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ κόλαση ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, «ἀμεθεξία», «ἀκοινωνησία», ἀφιλία καί ἀνέραστη ζωή. Τέλος, βασικὸ ρόλο ὡς πρός τήν ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ διαδραματίζει τὸ αὐτεξούσιο. Ἀντίθετα στή Δύση, ἡ θεώρηση τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης μέσα ἀπό τό δικαιϊκὸ σχῆμα τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας ὁδήγησε στό καθαρτήριο πῦρ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι σαφές, ὅτι μία σωφρονίζουσα ποιμαντική θεολογία τῶν ἀπαγορεύσεων, τῶν ἀφορισμῶν, τῶν ἀπειλῶν καί τῶν τιμωριῶν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Γιά τή Δυτική χριστιανοσύνη, ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τιμωρία, πρόσφερε ἄπειρη ἱκανοποίηση, ὥστε νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ Πατρός καί νά δοθεῖ νομική συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο στή Δύση δίδεται ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ παρά στήν Ἀνάστασή του. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἔνδειξη τῆς θεότητάς Του καί ὄχι νίκη πάνω στό θάνατο. Ἄν αὐτό ἰσχύει σέ θεολογικό ἐπίπεδο, κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο. Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ. ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση καί δέν ἀποσιωπεῖται. Δέν ἀφορᾶ μόνο τό ἄτομο. Ἔχει κοινωνικό, κοινοτικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα μέ διπλή ἔννοια. Πρῶτον: «Θάνατος σημαίνει ἀπώλεια τοῦ προσώπου, διαπροσωπικῶν καί κοινωνικῶν σχέσεων, μιᾶς δημιουργικῆς ζωῆς ὁποιασδήποτε μορφῆς». Καί, δεύτερον: Ὁ ἑτοιμοθάνατος δέν ἐγκαταλείπεται μόνος. Εἰσπράττει τήν ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων καί γνωστῶν καί περνάει στή χώρα τῶν «συγχωρημένων». Ὁ λαός μας λέει πολύ σωστά ὁ τάδε «συγχωρέθηκε». Δέν έχουμε κρατούμενα μαζί του.

Το πένθος στη ζωή μας και η ψυχολογική στήριξη των πενθούντων

H κα. Αγάθη Βαλανίδου

Εισήγηση στη Β΄ συνάντηση (27.10.2014) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ακαδημαϊκού Έτους  (2014-2015)

Εισηγητής: Δρ.Αγάθη Βαλανίδου, Ψυχίατρος

H κα. Αγάθη Βαλανίδου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Κυρίες και κύριοι,
 
Ο άνθρωπος  δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ορίζουμε την ταυτότητά μας μέσα από τις σχέσεις μας. Η απώλεια κάποιας σημαντικής σχέσης μπορεί να είναι πραγματική- αντικειμενική ή συμβολική, αλλά και στις δύο περιπτώσεις οδηγεί στο πένθος.
 
Το πένθος λοιπόν,  είναι η φυσιολογική αντίδραση απέναντι στην απώλεια. Πενθούμε, θρηνούμε δηλαδή, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τη διακοπή σημαντικών σχέσεων, την απώλεια αγαπημένων αντικειμένων.  Αν και το πένθος έχει συνδεθεί με την απώλεια λόγω θανάτου, πενθούμε και όταν χωρίζουμε, όταν χάνουμε την υγεία μας ή όταν ένα δικό μας πρόσωπο νοσεί, όταν χάνουμε μία σημαντική για εμάς δουλειά, όταν χάνουμε μία φιλία, ένα κατοικίδιο ζώο, ακόμα και όταν μία σημαντική φάση της ζωής μας τελειώνει π.χ. όταν μετακομίζουμε, όταν συνταξιοδοτούμαστε κ.α. Όσο πιο σημαντική η απώλεια τόσο πιο έντονο και «βαρύ» είναι και το πένθος.
 
Το πένθος, πέραν της αντικειμενικής του διάστασης, η οποία είναι η οδύνη του πενθούντα και ο πόνος του, έχει και μία εσωτερική διάσταση: αυτή της εσωτερικής διεργασίας για την αποδοχή της απώλειας όπως και μία κοινωνική διάσταση. Το πένθος είναι όλες αυτές οι εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες, που οδηγούν στην αποδοχή της πραγματικότητας και επιτρέπουν στον πενθούντα να αγαπήσει ξανά και να επαναδραστηριοποιηθεί στη ζωή του. Με υπομονή, υποστήριξη, βοήθεια από τους συγγενείς και φίλους, οι περισσότεροι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν το πλήγμα του θανάτου του αγαπημένου τους προσώπου. Ο πόνος μειώνεται και παραμένουν οι προσφιλείς αναμνήσεις.
 
Το πένθος περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων, όπως λύπη, θυμό, απελπισία, ενοχές, φόβο. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να παρουσιάσει ένα διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και σωματικών ενοχλήσεων.
 
Έχετε σκεφτεί, ότι για τη σύγχρονη κοινωνία ο θάνατος είναι ακόμα ταμπού, ότι δεν μιλάμε για τον θάνατό μας; Κατά συνέπεια, δεν αφήνουμε και τα παιδιά μας να συμμετάσχουν στο μοναδικό μάθημα ζωής, τη διαδικασία πένθους.
 
Ας δούμε όμως κάποιες διαφορές του χθες από το σήμερα, σχετικά με το θέμα μας:
 
Σήμερα
 

•Προσπαθούμε όπως- όπως να σταματήσουμε τον πόνο.

•Με χάπια και με παυσίπονα.

•Με το να απέχουν τα παιδιά από κηδείες και νοσοκομεία.

•Με ψέματα, για το πού πήγε η γιαγιά και ο παππούς που πέθαναν.

Παλιότερα

•Το πένθος ήταν πανηγύρι.

•Σε κάποιες πρωτόγονες φυλές θεωρούν, ότι ο πόνος είναι ψυχολογικό κομμάτι και για αυτό γελάνε στον θάνατο, ώστε να μην «πάθουν».

Ας ρίξουμε μια ματιά γενικά στα στάδια πένθους:

1ο στάδιο: Σοκ και άρνηση. Κυρίως όταν είναι κάτι ξαφνικό. Η λειτουργία αυτή προστατεύει τον πενθούντα.

2ο στάδιο: Παζάρεμα και διαπραγμάτευση. Αυτός, που πενθεί, φλερτάρει με την ιδέα να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Από εδώ και κάτω τα στάδια διαπλέκονται.

3ο στάδιο: Θυμός. Προς τον Θεό, τον απολεσθέντα και όλους.

4ο στάδιο: Ενοχές.  Για όλα. Για ό,τι δεν πρόλαβε να γίνει. Για ό,τι έγινε. Για το ότι είναι ζωντανός ο πενθούντας.

5ο στάδιο: Άγχος. Τι θα ήθελε ο άλλος να κάνει; Συνειδητοποίηση της θνησιμότητάς μας.

6ο στάδιο: Κατάθλιψη. Στο γεγονός, ότι πρέπει να το αποδεχτώ.

7ο στάδιο: Συνειδητοποίηση και Αποδοχή. Ενσωμάτωση των καλών στοιχείων.

Περιπλεγμένο πένθος: Ένταση, χωρίς δυνατότητα να βγει κάποιος εύκολα από αυτό.

Ας έχουμε υπόψη μας, ότι το μη αναστρέψιμο του θανάτου το συνειδητοποιεί το παιδί γύρω στα 5 χρόνια του. Καλό είναι να αποφεύγουμε να απαντάμε γραμμικά στις ερωτήσεις των παιδιών και να τα παίρνουμε στις κηδείες, ώστε να συμφιλιωθούν με το ανθρώπινο κομμάτι του θανάτου.

Μερικές απώλειες:

•Το διαζύγιο

•Το πέρασμα στην εφηβεία και αργότερα στην ενήλικη ζωή

•Πρώτη και μετέπειτα ερωτικές απογοητεύσεις

•Χάσιμο φίλων

•Διάγνωση σωματικής ή νοητικής μειονεξίας του παιδιού

•Απόπειρα αυτοκτονίας

•Ψυχική ασθένεια

•Σωματική ασθένεια ή βλάβη

•Ανάμειξη αστυνομίας

•Αποτυχία στο σχολείο

•Βία

•Αποχώρηση από το σχολείο

H διαδικασία του πένθους

Το πένθος είναι επίπονο και ο πόνος που προκαλεί είναι πολλές φορές αφόρητος. Αυτό συμβαίνει, γιατί κατά τη διάρκεια του πένθους ανάμικτα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν προκαλώντας συναισθηματική σύγχυση. Το πόσο διαρκεί και το μέγεθος της δυσκολίας του εξαρτάται από διάφορους παράγοντες: από τη σχέση του επιζήσαντα με αυτόν που έχασε, από τις συνθήκες του θανάτου, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση αυτών που…έμειναν πίσω. Το πένθος μπορεί να κρατήσει εβδομάδες, μήνες, ακόμα και χρόνια. Το μόνο που είναι σίγουρο, είναι ότι δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο…πρόγραμμα∙ ωστόσο πάντα ο πόνος απαλύνεται  με την πάροδο του χρόνου.

Ακριβώς επειδή το πένθος είναι κάτι τόσο επίπονο, πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να το «ξεπεράσουν» με το να αρνούνται τον πόνο. Όμως οι έρευνες υποστηρίζουν, πως όταν δεν δουλεύουμε τα συναισθήματά μας, τότε ο πόνος δεν εξαφανίζεται ως διά μαγείας. Απλά παραμένει και μπορεί να έρχεται στην επιφάνεια με άλλους τρόπους, με άλλα συναισθήματα και συμπτώματα.

Τα συναισθήματα του πένθους

Σύμφωνα με την Elisabeth Kübler-Ross, που πρώτη αναφέρθηκε επιστημονικά στην εμπειρία του πένθους, υπάρχουν 5 στάδια που περνά κανείς κατά τη διάρκεια του πένθους:

1. Άρνηση (Αποκλείεται, δεν μπορεί να έχασα τον αγαπημένο μου!). Οι συνηθέστερες πρωταρχικές αντιδράσεις είναι η άρνηση της πραγματικότητας. Το άτομο μπορεί να μην πιστεύει ότι συνέβη αυτό, έτσι μπλοκάρεται κάθε συναισθηματική αντίδραση. Υπάρχει ανάγκη να βρεθεί στο σημείο που συνέβη ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου, να πάρει πληροφορίες, αναζητά συνεχώς διαβεβαιώσεις, ή αντίθετα έχει μία ανάγκη φυγής. Πολλοί άνθρωποι καθησυχάζονται αναζητώντας αγαπημένα αντικείμενα που τους θυμίζουν το πρόσωπο που έχασαν. Άλλοι μπορεί να μη νιώθουν συναισθήματα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, περιμένουν να τον δουν ξανά, και άλλοτε να βυθίζονται στη θλίψη. Αυτή η περιστασιακή απόσταση από την πραγματικότητα λειτουργεί προστατευτικά για αυτόν που πενθεί.

2. Θυμός (Είναι άδικο, γιατί σ᾽ εμένα; Δεν πρόλαβα να ζήσω με τον άνθρωπό μου αυτά που ήθελα!). Ανάμεσα στις πρώτες αντιδράσεις είναι και ο θυμός. Ο πενθών θυμώνει και εξεγείρεται γι᾽ αυτό που συνέβη. Μπορεί να είναι εχθρικός και επιθετικός απέναντι στους άλλους, στον Θεό, στη μοίρα. Μπορεί να ψάχνει εναγωνίως να βρει υπαίτιο για αυτό που συνέβη. Άμεσα προκύπτουν και σωματικές αντιδράσεις  όπως η απώλεια της όρεξης, η απώλεια ύπνου, το αίσθημα κόπωσης ή μία υπερκινητικότητα  και υπερένταση. Οι πενθούντες υποφέρουν από σωματικές ενοχλήσεις, όπως πόνους στην πλάτη, το κεφάλι, πικρή γεύση στο στόμα, στεγνό λαιμό, τυμπανισμούς, δύσπνοια, απώλεια μαλλιών ή άσπρισμα μαλλιών, ταχυπαλμίες, ζαλάδες και ρίγη.

3. Διαπραγμάτευση (Τουλάχιστον, ας μην μου συμβεί κάτι άλλο κακό, δεν θα το αντέξω). Σταδιακά,  ο πενθών περνάει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Αρχίζει να συνειδητοποιεί και να διαπραγματεύεται την πραγματικότητα, την απώλεια.

4. Κατάθλιψη (Δεν έχω ελπίδες, απλώς θα περιμένω να πεθάνω για να πάω να βρω τον άνθρωπό μου). Η αναγνώρισης της απώλειας συνάδει με τη φάση της κατάθλιψης. Σε αυτή τη φάση, ο πενθών αναζητά να συζητά  για το αγαπημένο του πρόσωπο, να βρίσκει φωτογραφίες, μουσική και ό,τι του θυμίζει τη σχέση του. Στο στάδιο αυτό το κλάμα είναι μία θετική εκτόνωση για τον πενθούντα, και είναι κυρίως οι άνδρες, που δυσκολεύονται να εκφραστούν έτσι. Παράλληλα εμφανίζονται διαταραχές του ύπνου, εφιάλτες, αφυπνίσεις, παραισθήσεις, υπνηλία, αλλά και απώλεια ή αύξηση της όρεξης. Λόγω της κακής ψυχικής διάθεσης αλλά και της διαταραχής του ύπνου, προκύπτουν και διάφορα προβλήματα υγείας. Το άτομο μπορεί να αυτοκατηγορείται για πράγματα που έκανε ή δεν έκανε, να έχει ενοχές και να παρουσιάζει μία συνεχή κόπωση. Σε αυτή τη φάση μπορεί να εκδηλώσει και άγχος, φόβο ότι τρελαίνεται, ότι θα πεθάνει και εκείνο, αγωνία για εκκρεμότητες που έχει αφήσει ο θανών.  Προβλήματα, τα οποία τον απομακρύνουν από το αίσθημα οδύνης.  Ταυτόχρονα μπορεί να εμφανίζει δυσκολίες συγκέντρωσης, προσοχής, μνήμης και αντίληψης. Ακόμα και ο λόγος του πενθούντα μπορεί να επιβραδύνεται. Δείχνει θλιμμένος, είναι ευσυγκίνητος, απαισιόδοξος, απελπισμένος, νιώθει μόνος, είναι συναισθηματικά ασταθής και παραπονιάρης. Μπορεί να αποφεύγει τον κόσμο και συγκεντρώσεις στο περιβάλλον του, γιατί τον βυθίζουν σε μεγαλύτερη θλίψη. Φαίνεται να χάνει τους στόχους του. Μπορεί ακόμα να νιώσει απελπισία, μέχρι τον βαθμό να σκεφτεί την αυτοκτονία. Άλλες φορές ταυτίζεται με το νεκρό, παρουσιάζει τα ίδια σωματικά συμπτώματα με εκείνον, μιμείται τη συμπεριφορά του, ακολουθεί τα ενδιαφέροντά του. Άλλοτε τον εξιδανικεύει και άλλοτε έχει αμφιθυμία απέναντί του.

5. Αποδοχή (Εντάξει, ο χρόνος θα μου δείξει πως όλα θα πάνε καλά!).  Στην ουσία ο πενθών χρειάζεται με το πέρασμα του χρόνου να αναβιώσει όλες τις κοινές αναμνήσεις, ώστε να αποδεχθεί ότι έχουν παρέλθει και να αποδεσμευθεί από κάθε προσδοκία για επανένωση.

Οι έρευνες μαρτυρούν, πως οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν από τα παραπάνω στάδια με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Ωστόσο η εμπειρία στην ψυχοθεραπεία μιλά για μεγάλη απόκλιση, αναλόγως τον κάθε άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Αρκετές φορές μάλιστα, όπως προείπαμε, αυτά τα συναισθήματα  συνυπάρχουν, με αποτέλεσμα να οδηγούν τον άνθρωπο που πενθεί σε ψυχολογικό αδιέξοδο.

Πως μπορώ να διαχειριστώ το πένθος μου

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το πένθος είναι μία πολύ προσωπική εμπειρία για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος βρίσκει διαφορετικούς τρόπους να επεξεργαστεί αυτό που του συμβαίνει και να προχωρήσει στη ζωή του. Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθούν αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα, αλλά σίγουρα υπάρχει τρόπος να τα διαχειριστούμε.

•Μιλήστε: Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν βοηθητικό να μιλούν για τα συναισθήματά τους και τις σκέψεις τους σε άλλους, οπότε και είναι καλό να αναζητάτε τα κοντινά σας πρόσωπα για συντροφιά. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να εκφράζονται στους άλλους, είτε από φόβο μην τους επιβαρύνουν, είτε από φόβο μην γίνουν κουραστικοί και έτσι συσσωρεύουν τα συναισθήματά τους χωρίς να τα μοιράζονται. Είναι καλό να συζητάτε για αυτά που νιώθετε, να εκφράζεστε. Ακόμα και αν δεν έχετε ανθρώπους για να σας βοηθήσουν σε αυτό, αναζητήστε κάποια ομάδα υποστήριξης/αλληλοβοήθειας ή κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, που μπορεί να σας βοηθήσει να εκφραστείτε.

•Πίστη:  Πολλοί άνθρωποι αντλούν δύναμη από τη θρησκεία και την πίστη τους. Οι θρησκευτικές ενασχολήσεις, όπως η προσευχή, μπορούν να σας προσφέρουν την παρηγοριά και την ελπίδα που αναζητάτε.

•Γράψτε: Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν βοηθητικό να καταγράφουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους με μορφή ημερολογίου ή ακόμα και γράμματος. Η καταγραφή είναι ένας τρόπος να εκτονωθούν όλα τα συναισθήματα, αλλά και να «μπουν σε μία τάξη»

•Ασκηθείτε: Η φυσική άσκηση, ο σωματικός κάματος είναι πολύ βοηθητικός, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία εκφορτίζεται η ένταση που νιώθετε.

•Διαβάστε: Πολλοί είναι αυτοί που παίρνουν υποστήριξη μέσα από την ανάγνωση βιβλίων που διαπραγματεύονται ανάλογα βιώματα.

•Βγείτε: Συχνά ο πενθών αποφεύγει να εμπλέκεται σε κοινωνικές δραστηριότητες, γιατί νιώθει ότι βυθίζεται περισσότερο στη θλίψη ή ακόμα ότι αποτελεί «κακή» παρέα για τους άλλους. Είναι καλό όμως να επαναδραστηριοποιηθείτε κοινωνικά, να συναντηθείτε με φίλους, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό.

•Μην βιάζεστε: Πολλοί προσπαθούν να μην αλλάξουν καθόλου την καθημερινότητά τους, επιστρέφουν αμέσως στη δουλειά, οργανώνουν τις εκκρεμότητες, παίρνουν αποφάσεις. Η αλήθεια είναι, ότι η απασχόληση βοηθάει τον πενθούντα να αποσπάται η προσοχή του, αλλά δεν είναι απαραίτητο να πιέσετε τον εαυτό σας να γίνουν όλα αμέσως. Μην αγνοείτε την ανάγκη σας να πενθήσετε.  Μην βιάζεστε να πάρετε αποφάσεις, γιατί το μυαλό δεν σκέφτεται καθαρά κάτω από την πίεση όλων αυτών των δυσάρεστων συναισθημάτων. Αναβάλετε για λίγο τις μεγάλες αποφάσεις π.χ. τη μετοίκηση, την αλλαγή εργασίας κ.τ.λ. και γίνετε λίγο πιο ευέλικτοι με το πρόγραμμά σας, γιατί σίγουρα χρειάζεστε προσωπικό χρόνο.

•Οργανώστε τις επετειακές ημερομηνίες: Γιορτές, επέτειοι, αλλά και ημερομηνίες κλειδιά για την απώλεια είναι συχνά μέρες, στις οποίες πυροδοτούνται όλα τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας. Είναι καλό τέτοιες μέρες να έχετε προετοιμαστεί, με ποιους θα είστε και τι θα κάνετε, ώστε να έχετε την υποστήριξη που χρειάζεστε.

Τι ανάγκες έχει αυτός, που βιώνει την απώλεια

Πολλοί είναι αυτοί, οι οποίοι παραδέχονται ότι δεν ξέρουν πώς να φερθούν στον πενθούντα, και πώς να τον στηρίξουν. Σίγουρα, τα ειλικρινή συλλυπητήρια ανακουφίζουν, γιατί είναι η λεκτική έκφραση του πόσο συν-λυπούμαστε -πόσο ταυτιζόμαστε- με τον πόνο του. Βέβαια, η απώλεια και η απομόνωση γίνεται αντιληπτή μετά τη θρησκευτική τελετή, καθώς σταδιακά ο πενθών απομονώνεται κοινωνικά. Πολλές φορές η ίδια η στάση του πενθούντα (αμφιθυμία, επιθετικότητα, παράπονα) μπορεί να καθιστά δύσκολες τις κοινωνικές επαφές, όμως ακόμα και σε αυτές τις καταστάσεις απαιτείται υπομονή και συμπαράσταση ακόμα και στον πενθούντα που είναι θυμωμένους με όλους και με όλα. Η κοινωνική υποστήριξη φαίνεται να παρέχει τη συναισθηματική αλλά και πρακτική βοήθεια την οποία χρειάζεται ο πενθών, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μικρότερο αριθμό καταθλιπτικών φάσεων, σε αντίθεση με κάποιο μοναχικό πενθούντα. Τον ίδιο ρόλο παίζουν και οι ομάδες υποστήριξης και αλληλοβοήθειας.

•Άκου

•Πρόσφερε πρακτική βοήθεια

•Μην αποφεύγεις να αναφέρεις το όνομα του νεκρού

•Μην μειώνεις την απώλεια

Αυτό το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει το περιβάλλον είναι όταν:

•Δεν υπάρχει εξωτερικευμένη αντίδραση απέναντι στην απώλεια και θα πρέπει να αναζητήσουν υποστήριξη από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας.

•Όταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πενθών δεν φαίνεται να οδηγείται στην αποδοχή της απώλειας, είναι καλό να δεχθεί υποστήριξη από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.

Τα συμπτώματα του πένθους

Είναι πολύ πιθανό κατά τη διάρκεια του πένθους να προκύψουν διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ειδικά στην περίπτωση που αυτός που πενθεί βρίσκεται σε διαρκή άρνηση. Είναι τότε, που αυξάνονται οι πιθανότητες να έρθουν στην επιφάνεια συμπτώματα σωματικά που όμως υποδηλώνουν ψυχολογική κόπωση και κατάπτωση. Για παράδειγμα, εμφανίζονται πολλές φορές τα παρακάτω: διαταραχές της όρεξης, διαταραχές του ύπνου, έντονο στρες, έντονος θυμός, που όμως έχει λάθος δέκτες (π.χ. θυμός προς τα παιδιά, ενώ πέθανε η μητέρα τους). Επειδή αυτά τα συμπτώματα μπορεί να αποβούν εξαιρετικά επιβλαβή, προτείνονται τα παρακάτω.

Πως εκφράζεται το πένθος

Ανέκαθεν και σε όλους τους πολιτισμούς το πένθος τείναμε να το διαχειριζόμαστε μέσα από την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών και καθηκόντων, και το εκφράζαμε μέσα από τη θλίψη, τα «μοιρολόγια» και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Ο δρόμος του πένθους είναι μοναχικός  και επίπονος, ιδιαίτερα στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου οι παραδοσιακές τελετουργίες τείνουν να εξαλειφθούν και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα τείνουν να θεωρηθούν ακατάλληλα και παλεύουμε να τα καταπνίξουμε. Όμως, το πένθος, είναι και μία διαφορετική εμπειρία για τον κάθε άνθρωπο: άλλος μπορεί να πενθεί ανοιχτά και να εκφράζεται, ενώ άλλος όχι. Για άλλους  το πένθος είναι μία σύντομη διεργασία και για άλλους μπορεί να διαρκεί πολύ καιρό. Η ένταση και η βαρύτητα των συναισθημάτων εξαρτάται και από τις ιδιαίτερες συνθήκες της απώλειας. Μία ξαφνική απώλεια είναι πιο δύσκολη από μία αναμενόμενη απώλεια. Όσο πιο σημαντικό ήταν το πρόσωπο για τη ζωή του πενθούντα, τόσο πιο δύσκολη η διεργασία του πένθους. Επιπλέον, ο τρόπος που θα βιώσει ο καθένας το πένθος του εξαρτάται τόσο από τη σχέση που είχε, από την προσωπικότητά του, από την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, τις συνθήκες που ζει αλλά ακόμα και από τυχαία γεγονότα στη ζωή του. Το μόνο που είναι σίγουρο, είναι ότι χρειάζεται χρόνο και  η αποδοχή έρχεται σταδιακά, και γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται υπομονή.

Δεν υπάρχει σωστός τρόπος να πενθήσει κανείς, αλλά κάποια συναισθήματα, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκφράζονται, είναι κοινά σε όλους που έχουν πενθήσει ή ακόμα πενθούν. Αυτά τα κοινά συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές οι ειδικοί τα έχουν «οργανώσει» με τη μορφή σταδίων του πένθους. Τα στάδια του πένθους είναι μία γνωστή έκφραση σε πολλούς, αλλά αυτό που είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς είναι ότι τα στάδια δεν είναι σαφή «βήματα» που πρέπει κάθε ένας να κάνει. Σε πολλές περιπτώσεις κάποια στάδια εμφανίζονται ταυτόχρονα, σε άλλους ανθρώπους αυτές οι διεργασίες διαδέχονται η μία την άλλη γρήγορα, σε άλλους ανθρώπους  αυτή η διεργασία μπορεί να γίνει αργά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να μην προκύψει η ολοκλήρωση των σταδίων και συνεπώς να μην καταλήξει το άτομο στην αποδοχή της νέας πραγματικότητας.

Τι επιπλοκές υπάρχουν στην ψυχική υγεία από το πένθος

Το πένθος μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για την εκδήλωση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη.  Το πένθος έχει πολλά κοινά σημεία με την κατάθλιψη και τη μελαγχολία, αλλά διαφέρει και σημαντικά από αυτή. Τα κοινά χαρακτηριστικά είναι η καταθλιπτική διάθεση, η αναστολή των καθημερινών δραστηριοτήτων, η έλλειψη ενδιαφερόντων, το κλάμα, οι διαταραχές του ύπνου (αϋπνίες, υπνηλία, αφυπνίσεις, νυχτερινοί εφιάλτες) όπως και οι διαταραχές στη διατροφή. Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε το παθολογικό από το φυσιολογικό πένθος.  Κυριότερα μπορεί να διακριθεί, όταν τα συμπτώματά του και η βαριά καταθλιπτική διάθεση συνοδεύονται από αυτοκαταστροφικές τάσεις και από σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ατόμου για παραπάνω από 6 μήνες. Το παθολογικό πένθος διακρίνεται από την αδυναμία του ατόμου να αποδεχθεί την πραγματικότητα και σταδιακά να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις τους για τις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί επίμονο άγχος, υποχονδρίαση, τάσεις αυτοκτονίας, άρνηση αποδοχής του θανάτου, επίμονη προσήλωση σε ό,τι αφορά τον νεκρό. Αν τα συναισθήματα του πένθους δεν υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου, είναι πιθανό να έχει εξελιχθεί σε κάτι πιο σοβαρό και περιπλεγμένο. Σε αυτή την περίπτωση είναι καλό να αναζητήσετε βοήθεια από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας.

Πως μπορεί να βοηθήσει ένας Ειδικός Ψυχικής Υγείας

Ο ειδικός μπορεί να βοηθήσει να εκφραστείτε, να σας βοηθήσει στη διεργασία αυτών των συναισθημάτων και σταδιακά να σας ενθαρρύνει να επαναδραστηριοποιηθείτε. Ειδικά στις περιπτώσεις, όπου τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα, σας στερούν από την καθημερινότητά σας και δεν υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου, είναι σημαντικό να αναζητήσετε βοήθεια.

Σε περιπτώσεις βαριού πένθους, ο θεράπων ιατρός  μπορεί να κρίνει ότι απαιτείται και κάποια φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως χορηγούνται αντικαταθλιπτικά, τα οποία μειώνουν την ένταση των δυσφορικών συμπτωμάτων και ανακουφίζουν τον πενθούντα.

Γιατί είναι σημαντικό να ξέρουν τα παιδιά για το θάνατο;

•Γιατί συμφιλιωνόμαστε με κάτι που αφορά τους πάντες

•Βάζει ένα μέτρο στη ζωή μας και δημιουργεί φιλοσοφία ζωής

•Δίνει νόημα στην αξία, την πραγματική αξία της ζωής

•Μας κάνει να κατανοούμε καλύτερα την αίσθηση της όμοιας ανθρώπινης μοίρας

Έτσι, και η Σαρακοστή και το Πάσχα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να μιλήσουμε στα παιδιά μας για το πένθος και την απώλεια. Λίγα παιδιά γνωρίζουν, πως η Σαρακοστή είναι περίοδος πένθους για 40 μέρες, όπως έχουμε και στον νεκρό. Αποφεύγουμε να τα ενημερώσουμε γι᾽ αυτό. Κι όμως, το πένθος είναι κάτι που το παιδί μας, όπως και εμείς, μπορεί να το ζήσει με την κάθε απώλεια. Απώλειες είναι, όταν τσακωθεί με έναν φίλο, όταν χάσει ένα αγαπημένο αντικείμενο, όταν μεγαλώσει και αποχαιρετίσει τη μία ηλικιακή φάση (παιδική προς εφηβεία) και πάει στην επόμενη, στην απώλεια ενός κατοικίδιου και, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή πόνου, όταν χαθεί κάποιο πρόσωπο από τη ζωή του.

Είναι σημαντικό να περάσουμε στα παιδιά, ανάλογα προς την ηλικιακή τους φάση, το μήνυμα της θνησιμότητας, και να τα μάθουμε να χαίρονται τη ζωή τους μέσα στα ανθρώπινα και πραγματικά πλαίσια.

Σύντομο βιογραφικό της κ. Αγάθης Βαλανίδου

Κατάγεται από τη Μόρφου. Είναι έγγαμος, παντρεμένη με τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο, κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και μητέρα 5 παιδιών.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική.
Ψυχίατρος από το 1998, διορισμένη στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
Από το 2011 είναι Βοηθός Διευθύντρια Κλινικής /Τμήματος, Υπεύθυνη Νοσοκομείου Αθαλάσσας.

Τα ψυχικά νοσήματα και η συνεργασία ιερέων και ιατρών για την αντιμετώπισή τους

Ο κ. Γιάννος Κιτρομιλίδης
Εισήγηση στην Η΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους  (2013-2014)
Η΄ Συνάντηση (28.04.2014)
 
Ομιλητής: Δρ. Γιάννης Κιτρομηλίδης, Ψυχίατρος
 
Ο κ. Γιάννος Κιτρομιλίδης

Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Αγαπητοί αδελφοί,
Χριστός ανέστη!
 
Τι είναι νόσος γενικά
 
Νόσος είναι κάθε βλάβη και δυσλειτουργία της φυσικής και διανοητικής μας υπόστασης. Είναι συνέπεια του ότι είμαστε φυσικά φθαρτοί. Και το να είμαστε φθαρτοί, είναι συνέπεια της υψηλής οργάνωσης, συνθετότητας, διαφοροποίησης και, κατά κάποιο τρόπο, «απομάκρυνσης» από την Φύση που μας χαρακτηρίζει, και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδιότητα της ύλης να ρέπει προς καταστάσεις ομογενοποίησης, χαμηλής ενέργειας και αταξίας. Με άλλα λόγια είμαστε, κατά κάποιο τρόπο, σαν ξένα σώματα μέσα στην φύση και, από την στιγμή που δημιουργούμαστε, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση προς το «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19), η φύση αρχίζει να μας φθείρει, μέχρι να μας αφομοιώσει ξανά δια του θανάτου.

Είναι ενδιαφέρον, ότι σε ένα άλλο σύστημα αναφοράς η φθορά επίσης αποδίδεται σε μιαν άλλη «διαφοροποίηση», αυτήν του προπατορικού αμαρτήματος, μιας αποστασίας εκ προαιρέσεως, με την οποία διαχωρίσαμε την θέση μας από την Αρχήν την συνέχουσαν πάντα, καθιστώντας τον εαυτό μας ξένο σώμα μέσα στην Εδέμ.

Τι είναι ψυχική νόσος

Με ανάλογο τρόπο, υπόκειται στη φθορά και δυσλειτουργία και το ψυχικό όργανο, πολλώ μάλλον αφού πρόκειται για το πιο εξελιγμένο όργανο-σύνολο λειτουργιών, που μας καθιστά μοναδικούς. Και η ποικιλία νόσων και διαταραχών, που εδώ αντιμετωπίζουμε, είναι εξίσου μοναδική. Εδώ ο όρος «διαταραχή» είναι προτιμότερος, γιατί η ψυχική νόσος συνήθως δεν είναι οργανική, δεν οφείλεται σε βλάβη του φυσικού υποστρώματος, αλλά είναι λειτουργική, είναι απορύθμιση της αρμονικής συνεργασίας των διάφορων μερών του πολυσύνθετου ψυχικού οργάνου. Απορύθμιση, που γίνεται πιο πιθανή, όσο πιο σύνθετος και εξελιγμένος γίνεται ο ψυχισμός.

Τα αίτια της ψυχικής νόσου είναι ποικίλα, γιατί προέρχονται από τις διάφορες συνιστώσες που συνθέτουν το ψυχικό όργανο και αλληλοκαθορίζονται. Έτσι είναι οργανικά-γενετικά, και επομένως πιθανόν κληρονομικά, επίκτητα, που οφείλονται σε βιώματα και εμπειρίες, και εκείνα που επιβάλλονται από το περιβάλλον, τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες. Τέλος, είναι τα ιδιοσυγκρασιακά, που αφορούν τις ιδιαίτερες ευαισθησίες και ευαλωτότητες της προσωπικότητας του ατόμου.         

Ο όρος «ψυχικές νόσοι» δεν αναφέρεται στην Ψυχή μας, που όλοι γνωρίζουμε, αλλά στις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου, που είναι η Σκέψη, ο Λόγος, το Συναίσθημα και η Συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει, ότι τα λεγόμενα «ψυχοφάρμακα» δεν επηρεάζουν την Ψυχή, που είναι άυλη και δεν εδράζεται σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος, αλλά μόνο τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Σημαίνει, ακόμα, ότι ψυχικές διαταραχές είναι δυνατό να παρουσιάσουν και άνθρωποι που πιστεύουν στον Θεό και βρίσκονται σε κατάσταση προχωρημένου πνευματικού αγώνα, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες, που η κατάθλιψη είναι συχνή και εμφανίζεται και η διανοητική έκπτωση, λόγω της φθοράς του εγκεφαλικού ιστού.

Οι  ψυχικές λειτουργίες βρίσκονται σε στενή και συνεχή αλληλεπίδραση, η μια καθορίζοντας την άλλη, σε ένα δυναμικό και σε συνεχή κίνηση σύνολο που αποτελεί τον ψυχικό κόσμο, ο οποίος σε ομαλές συνθήκες βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής -όχι στατικής- ισορροπίας και σε θέση προσαρμογής στον περιβάλλοντα κόσμο. Κάθε ψυχική νόσος ανατρέπει αυτή την ισορροπία σε βαθμούς που κυμαίνονται από τις  ήπιες μορφές –που θεωρούνται παραλλαγές του φυσιολογικού, το να θεωρείται κάποιος «εκκεντρικός» ή «ιδιόρρυθμος»- μέχρι τις πιο σοβαρές, που χαρακτηρίζονται από ακραίες διαταραχές των ψυχικών λειτουργιών, όπως αποδιοργάνωση της Σκέψης, Λόγο που απουσιάζει ή δεν επικοινωνεί, συναίσθημα σε πλήρη δυσαρμονία με το περιβάλλον, συμπεριφορά επικίνδυνη ή αυτοκαταστροφική.

Η ψυχική διαταραχή παρουσιάζει μια ρευστότητα και εξελικτικότητα, γιατί παρακολουθεί τις εξελίξεις της κοινωνίας και χρησιμοποιεί δεδομένα του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται. Αυτό είναι αναπόφευκτο, αφού το ψυχικό όργανο είναι το μέσον προσαρμογής μας στον κόσμο. Έτσι, μια ψυχική κατάσταση, που θεωρείται διαταραγμένη σε μια δεδομένη εποχή ή κουλτούρα, μπορεί να είναι αποδεκτή σε μια άλλη, αν είναι καλύτερα προσαρμοσμένη μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η παρατήρηση δημιούργησε ερωτήματα για το τι  είναι η ψυχική νόσος και ακόμα αν, τελικά, υπάρχει. Χαρακτηριστική ήταν και η απουσία αντικειμενικών ευρημάτων στις αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις. Μόνο πρόσφατα είναι που η προηγμένη Βιολογική Ψυχιατρική εντοπίζει συγκεκριμένες αλλαγές σε βιολογικούς δείκτες και στη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου, που φαίνεται να σχετίζονται με ψυχικές διαταραχές.

Αυτός είναι ο λόγος, που θα παρουσιάσω το νόημα της ψυχικής νόσου όχι στη βάση των συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί κάποτε και να μην φαίνονται, αλλά στη βάση της συνολικής θεώρησης και εκτίμησης ενός ατόμου, που χαρακτηρίζεται ως ψυχικά πάσχον. Εκτίμησης του τρόπου, με τον οποίο υπάρχει και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον αυτό το άτομο. Δεν θα αναφερθώ από την αρχή στη λεγόμενη κλινική εικόνα, γιατί αυτή είναι ασταθής και ποικίλλουσα, άλλοτε κραυγαλέα και πασιφανής και άλλοτε εξαιρετικά διακριτική ή συγκεκαλυμμένη. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα χωρίς ουσιαστική νόσο και νόσοι χωρίς εμφανή συμπτώματα.

Θα βασιστώ λοιπόν στη φαινομενολογία της ψυχικής διαταραχής, που είναι η υπαρξιακή ουσία, ο τρόπος που διάγει ένα άτομο, που βρίσκεται πέρα από τα όποια συμπτώματα και μπορεί να είναι λιγότερο ορατός, αλλά περισσότερο αισθητός. Αυτό σημαίνει, ότι συχνά τη διαπίστωση της διαταραχής δεν την κάνουμε με αυτό που βλέπουμε, αλλά με αυτό που αυτά τα άτομα μας κάνουν να αισθανόμαστε ή από την επίδραση που βλέπουμε να έχουν στο περιβάλλον τους.  

Φαινομενολογία των ψυχικών διαταραχών

Ενώ η κλινική εικόνα, δηλ. τα συμπτώματα, μπορεί να διαφέρουν και να ποικίλλουν πολύ από τη μια διαταραχή στην άλλη, αλλά και συμπτώματα μπορεί να υπάρχουν και σε καταστάσεις που συνιστούν παραλλαγές του φυσιολογικού, υπάρχει ένα σύνολο γνωρισμάτων που ανευρίσκονται και είναι κοινά σε όλες τις ψυχικές διαταραχές και που, όταν συνυπάρχουν, τότε κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται όντως για ασθένεια. Τα γνωρίσματα αυτά είναι τα εξής:

                α. Διαταραχή της «κοινωνίας» (σχέσεων, συναναστροφής και επικοινωνίας).

                β. Διαταραχή της αγάπης.

                γ. Διαταραχή της ελευθερίας.

                δ. Διαταραχή της υπευθυνότητας.

                ε. Διαταραχή της περιχώρησης.

α. Διαταραχή της «κοινωνίας»

Η κοινωνία μεταξύ των ατόμων βασίζεται σε κοινά αποδεκτές έννοιες, ένα κώδικα, που αποτελείται από ένα σύνολο συμφωνημένων υπονοουμένων και μια κοινή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Το ψυχικά πάσχον άτομο έχει ανώμαλες σχέσεις με τους άλλους ή είναι απομονωμένο. Οι συναναστροφές του είναι επεισοδιακές, διακεκομμένες ή παύουν να υπάρχουν, και η επικοινωνία του φτωχή, ασταθής, άλλοτε φορτική και άλλοτε ανύπαρκτη και, κυρίως, μη παραγωγική. Ο λόγος δεν εκφέρει τα φυσιολογικά αναμενόμενα μηνύματα. Δεν ανταποκρίνεται στις κοινά αναγνωριζόμενες συνθήκες, αλλά εκφράζει μια υποκειμενική ξεχωριστή πραγματικότητα, που δεν είναι κατανοητή από τους άλλους, και την οποία το άτομο επιμένει να τους επιβάλει. Στις σοβαρότερες ψυχικές διαταραχές, το άτομο κατασκευάζει και δικές του λέξεις, τους λεγόμενους «νεολογισμούς». Τον 19ο αιώνα, στις απαρχές της Ψυχιατρικής, οι ψυχίατροι λέγονταν «aliénistes», δηλαδή εκείνοι που ασχολούνταν με τους «αποξενωμένους» (aliéné), όπως χαρακτήριζαν τους ψυχασθενείς.

Το ψυχικά πάσχον άτομο βρίσκεται σε κατάσταση «ακοινωνησίας», είναι απομονωμένο, και μέρος των συμπτωμάτων του προέρχεται ακριβώς από την -συχνά αποδιοργανωμένη, ανάρμοστη, απέλπιδα και αναποτελεσματική- προσπάθεια να επικοινωνήσει με τους άλλους για να βγει από την μοναξιά του. Ο φόβος της μοναξιάς είναι θεμελιώδης σε όλους μας. «Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον», (Γεν. 2,18), είναι το πρώτο σχόλιο που έγινε για τον άνθρωπο από τον ίδιο τον Δημιουργό,  σαν προδιαγραφή της φύσης μας και της πιο θεμελιώδους υπαρξιακής μας ανάγκης.

β. Διαταραχή της αγάπης

Το ψυχικά πάσχον άτομο δεν αγαπά και δεν εμπνέει αγάπη. Στις σοβαρές ψυχικές διαταραχές, τις ψυχώσεις και παράνοιες, το άτομο νιώθει να ζει σε έναν εχθρικό κόσμο που τον καταδιώκει, τον παρακολουθεί με κάμερες και αυτοκίνητα και συνωμοτεί για να του κάμει κακό. Μέρος της συνωμοσίας γίνονται και τα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, οι φίλοι και συγγενείς, ο ψυχίατρος που θα τον δηλητηριάσει με φάρμακα και, ακόμα, και ο Πνευματικός, που μέχρι χτες εμπιστευόταν. Είναι μια διαταραχή, που βασίζεται στην παντελή αποδυνάμωση κάθε πίστης σε κάτι καλό. Το μόνο που υπάρχει είναι η ακλόνητη πεποίθηση και «γνώση», ότι υπάρχει συνομωσία εναντίον του, που διευρύνεται με ολοένα περισσότερα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι, ότι το άτομο γίνεται εχθρικό, παίρνει παράλογα μέτρα αυτοπροστασίας και απομονώνεται αποφεύγοντας τους άλλους. Οι άλλοι, μη καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει, απομακρύνονται ή γίνονται κι αυτοί εχθρικοί. Στις βαρειές καταθλίψεις το άτομα στρέφει την εχθρότητα  κατά του ίδιου του εαυτού του και μπορεί να αυτοκτονήσει, πιστεύοντας πως δεν αξίζει να ζει και θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για όλα τα κακά στον κόσμο. Σε λιγότερο σοβαρές διαταραχές συναντούμε ανώριμα υποκατάστατα αγάπης, όπως την εξαρτητικότητα, την κτητικότητα, τη ζήλεια, τον φόβο εγκατάλειψης.

Ως Πνευματικοί, θα έχετε γνωρίσει θρήσκους ανθρώπους που βρίσκονται στην Εκκλησία, κυρίως για τον φόβο της Θείας τιμωρίας, τον υπολογισμό της κατοπινής ανταμοιβής ή για την προφύλαξη από εχθρικές δυνάμεις, όπως ο φθόνος και η βασκανία. Όχι από πραγματική αγάπη. Η πραγματική αγάπη προϋποθέτει καθαρότητα καρδίας, η οποία παρεμποδίζεται από τις πολλαπλές στιβάδες του δερμάτινου χιτώνα μας, που προκαλούν εσωτερικές συγκρούσεις με τις επιθυμίες, ανάγκες, ελλείμματα και φόβους τους η καθεμιά. (Η έννοια του δερμάτινου χιτώνα έχει το ψυχιατρικό και ψυχαναλυτικό της ανάλογο. Αναγνωρίζουμε μια τοπογραφία του ψυχικού κόσμου με περιοχές διαφορετικού αναπτυξιακού επιπέδου, που δημιουργούν συγκρούσεις.)

γ. Διαταραχή της ελευθερίας

Ο ψυχικά πάσχων είναι δέσμιος της διαταραχής του, τελεί σε κατάσταση προχωρημένης ανελευθερίας. Δεν μπορεί να προσφέρει επιλογές στον εαυτό του, δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις ή κινείται παρορμητικά και απερίσκεπτα, με τρόπους κατά κανόνα επιζήμιους. Ο τρόπος που ζει υπαγορεύεται από τους φόβους και το άγχος και, σε πιο σοβαρές διαταραχές, επιβάλλεται από τη φανταστική πραγματικότητα του αποξενωμένου κόσμου του. Η ζωή του χαρακτηρίζεται από στερεότυπη επανάληψη των ίδιων σκέψεων και συμπεριφορών, γιατί δεν μπορεί να δει εναλλακτικές λύσεις.  Τον διακρίνει μια χαρακτηριστική «ακαμψία» αντίληψης, σαν να φέρει πνευματικές παρωπίδες. Η σκέψη του είναι μονοδιάστατη και οι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις του τον κάνουν τελείως προβλέψιμο. Ένα συχνό και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ψυχαναγκαστική νεύρωση, που όλοι θα έχετε ακούσει, η οποία, στις σοβαρές της μορφές, φτάνει σε αυτοπεριορισμό των κινήσεων, μέχρι πλήρους εγκλεισμού στο σπίτι για τον φόβο της ακαθαρσίας και των μικροβίων, ενώ η ζωή είναι εγκλωβισμένη μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά τελετουργιών (ορισμένος αριθμός και τρόπος πλυσιμάτων, ατέλειωτοι έλεγχοι απλών πραγμάτων, ορισμένος τρόπος να γίνονται οι απλές καθημερινές πράξεις). Το άτομο εξελίσσεται σε τύραννο της οικογένειας, η οποία συχνά νιώθει υποχρεωμένη να ζει σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται και η ίδια από τον κόσμο.

Ο περιορισμός της ελευθερίας εκφράζεται και με μια ηθική και συναισθηματική ακαμψία, όπου το άτομο φαίνεται αδιάλλακτο και σκληρό και ανίκανο να αντιληφθεί την άποψη ή την συναισθηματική κατάσταση των άλλων. Διακρίνεται από αυτό που χαρακτηρίζουμε σαν ιδιαίτερα χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη.

δ. Διαταραχή της υπευθυνότητας

Το ψυχικά πάσχον άτομο δεν αντιλαμβάνεται και δεν αναλαμβάνει τις προσωπικές του ευθύνες, τις οποίες φορτώνει συστηματικά στους άλλους. Για όλα φταίνε και πρέπει να φροντίσουν κάποιοι άλλοι, ο ίδιος δεν ευθύνεται ποτέ για τίποτε, είναι το αιώνιο θύμα των περιστάσεων και των κακών προθέσεων των άλλων.  Οι άλλοι οφείλουν να του ικανοποιούν όλες τις ανάγκες και να του κάνουν όλες τις εξυπηρετήσεις, ενώ ο ίδιος δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν. Αυτό μοιραία οδηγεί σε σχέσεις εξαρτητικές και τυραννικές προς το οικογενειακό περιβάλλον. Είμαι σίγουρος, πως τέτοιες καταστάσεις έχετε δει με εφήβους και νεαρά άτομα μέσα στις οικογένειες τους, οι οποίες πρόθυμα καλύπτουν και καλλιεργούν την παθολογία του παιδιού τους, βυθιζόμενες οι ίδιες στην παθολογία. Μια συχνή έκφραση αυτής της οικογενειακής ψυχοπαθολογίας είναι οι περιπτώσεις φυγοστρατίας και των πρόωρων διαζυγίων.

Το αντίθετο της απόλυτης ανευθυνότητας είναι η απόλυτη υπευθυνοποίηση, που συναντούμε στις βαρειές καταθλίψεις, τις Μελαγχολίες, όπου το άτομο αισθάνεται υπεύθυνο για όλα τα κακά του κόσμου και επιχειρεί να αυτοκτονήσει, για να τιμωρήσει τον εαυτό του και να απαλλάξει  τον κόσμο από το βάρος και το μίασμα της ύπαρξής του.

ε. Διαταραχή της περιχώρησης

Στον κόσμο του ψυχικά πάσχοντος δεν υπάρχει θέση για άλλους, αλλά ο ψυχικά πάσχων επιζητεί κυρίαρχη θέση στον κόσμο των άλλων για να τον ελέγξει. Οι άλλοι δεν υπάρχουν ως πραγματικά, ζωντανά πρόσωπα, με τα οποία ενδιαφέρεται να επιδράσει αμοιβαία, αλλά ως αντικείμενα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ανάλογα σε αναπαράσταση του χαλασμένου, τρομακτικού ή κενού από ζωντανές καλές παρουσίες εσωτερικού του κόσμου. Είναι μόνος στον κόσμο του και κάθε άλλη παρουσία υποβαθμίζεται, περιφρονείται ή αποκλείεται ως επικίνδυνη, ή μετατρέπεται ο ίδιος σε αντικείμενο, για να τον χρησιμοποιήσει ο άλλος κατά το δοκούν. Έτσι είναι ανίκανος να συγχωρήσει ή, στο άλλο άκρο, με τον τρόπο του προκαλεί την επιθετικότητα των άλλων και ανέχεται πρόθυμα κάθε εκτροπή και ακόμα κακοποίηση, μπαίνοντας σε θέση μαζοχιστική.

Οι κυριότερες κατηγορίες ψυχικών διαταραχών

α. Ψυχώσεις: Σχιζοφρένεια, Παράνοια, Μανία.

Οι ψυχώσεις είναι οι πιο σοβαρές ψυχικές διαταραχές, και η σοβαρότητα τους έγκειται στο ότι συνιστούν απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα κατάργηση της επικοινωνίας με το περιβάλλον και σοβαρές διαταραχές της συμπεριφοράς. Το άτομο κλείνεται σε μια προσωπική πραγματικότητα, όπου επικρατούν τα πιο πρωτόγονα στοιχεία του ψυχισμού, κυρίως φόβοι, αγωνία αφανισμού και ιδέες μεγαλείου στην Μανία. Το κοινό γνώρισμα των ψυχώσεων είναι το λεγόμενο παραλήρημα, που είναι μια ακατάσχετη εξωτερίκευση παράλογων ιδεών.

Η σχιζοφρένεια είναι η σοβαρότερη ψυχική διαταραχή, γιατί πλήττει και διαλύει τον ψυχισμό στον πυρήνα του, αποδιοργανώνοντας όλες τις ψυχικές λειτουργίες στον μέγιστο βαθμό. Θεωρείται ότι είναι το τίμημα που πληρώνουμε ως άνθρωποι για το υπέρτατο και μοναδικό επίτευγμα  της  ανάπτυξης και κατοχής του λόγου, γι’ αυτό και στο επίκεντρο της βρίσκεται μια χονδροειδής διαταραχή του λόγου, κατ’ ακρίβειαν κατάργηση της ικανότητας εκφοράς λόγου και διατύπωσης νοήματος και μηνυμάτων, σε τελική ανάλυση συνολική κατάργηση της επικοινωνίας στις σοβαρότερες κλινικές μορφές της.   

Στη σχιζοφρένεια χάνεται και ο ειρμός της σκέψης, και ο ασθενής κατασκευάζει δικές του λέξεις, που δεν έχουν νόημα για τους άλλους. Στη μανία έχουμε υπερκινητικότητα, σωματική διέγερση και ο ασθενής συχνά λέει ότι μιλά με τον Θεό, ο οποίος του έχει αναθέσει μια σπουδαία αποστολή, συνήθως να σώσει τον κόσμο.

Είναι αμφίβολο αν θα σας επισκεφθεί ένας σχιζοφρενής ή μανιακός στην οξεία φάση της ασθένειας, γιατί αυτές οι καταστάσεις είναι αρκετά σοβαρές ώστε να πηγαίνουν -να τους παίρνουν- απευθείας στον ψυχίατρο, και μάλιστα για νοσηλεία. Αυτός, που είναι πολύ πιθανό να σας επισκεφθεί, είναι ο παρανοϊκός, γιατί είναι ο λιγότερο αποδιοργανωμένος και είναι λογικοφανής. Θα τον καταλάβετε, όταν αρχίσει να σας μιλά για συνωμοσίες διεθνείς ή εναντίον του, ότι τον παρακολουθούν, τον ηχογραφούν, τον φωτογραφίζουν, ότι προσπαθούν να τον δηλητηριάσουν. Ένα πολύ συχνό θέμα, για το οποίο μπορεί να έρθει σε σας, είναι η παθολογική ζήλεια, ότι τον απατά η γυναίκα του, απιστία για την οποία δεν έχει σοβαρές ενδείξεις, αλλά είναι απόλυτα πεπεισμένος διαισθητικά. Συνδέει ασήμαντα καθημερινά περιστατικά, για να τα θεωρήσει ατράνταχτες αποδείξεις των ισχυρισμών του. Αυτοί οι ασθενείς μπορεί να γίνουν και  επικίνδυνοι για εκείνους τους οποίους υποψιάζονται. Μπορεί να έρθει απελπισμένη η γυναίκα του να σας πει πως της έκαμε τον βίο αβίωτο με την καχυποψία του, τους ελέγχους και τις παρακολουθήσεις του. Και αν αμφισβητήσετε τα λεγόμενά του, θα γίνετε κι εσείς μέρος της συνωμοσίας, ιδίως αν τον συμβουλεύσετε να δει ψυχίατρο.

β. Κατάθλιψη

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας είναι η κατάθλιψη, η νόσος της σύγχρονης κοινωνίας. Είμαι σίγουρος, ότι έχετε δει πολλούς καταθλιπτικούς ανθρώπους.

Ο καταθλιπτικός αισθάνεται ότι έχει χάσει ανεπανόρθωτα κάτι ζωτικής σημασίας και θα έρθει να σας μιλήσει για τον αβάσταχτο ψυχικό του πόνο, την απελπισία του και, ακόμα, τις ιδέες αυτοκτονίας που κάνει. Δεν βλέπει νόημα στη ζωή, έχασε κάθε ενδιαφέρον και χαρά και νιώθει πως όλα έχουν χαθεί. Έχει βασανιστικές τύψεις για πραγματικές ή φανταστικές αμαρτίες και πολύ χαρακτηριστικά η Εξομολόγηση δεν τον αναπαύει, νιώθει ότι οι αμαρτίες του δεν μπορούν να συγχωρεθούν. Αν δεν έρθει ο ίδιος, θα έρθει η οικογένεια να σας εκφράσει την ανησυχία της για τη μεγάλη επιδείνωση στη διάθεσή του και την τάση του να απομονώνεται, να μένει στο κρεβάτι και να αδρανεί. Μπορεί να έχει ήδη κάμει κάποια απόπειρα να βλάψει τον εαυτό του.

Ο καταθλιπτικός, όμως, μπορεί να είναι συνεννοήσιμος και να συνεργαστεί μαζί σας, γιατί νιώθει πόνο και θα ήθελε να γίνει καλά. Έτσι, θα ακούσει τη συμβουλή σας και θα δει γιατρό. Αυτό όμως δεν γίνεται στις πολύ βαρειές καταθλίψεις, τις Μελαγχολίες, που είναι σαν τις ψυχώσεις, και στις οποίες έχει χαθεί η επαφή με την πραγματικότητα. Εδώ ο μελαγχολικός δεν θέλει να βοηθηθεί, και κρίνει πως η αυτοκτονία είναι η μόνη λογική λύση. Είναι μια σοβαρότατη κατάσταση και χρειάζεται άμεση νοσηλεία. Κάποιοι μελαγχολικοί θα αυτοκτονήσουν, χωρίς το περιβάλλον τους να καταλάβει ότι δεν ήταν καλά, ή ενώ είχαν αρχίσει θεραπεία και είχαν αρχίσει να βελτιώνονται. Είναι η πιο τραγική και ματαιωτική κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας ψυχίατρος και κάτι που ενοχοποιεί βαθύτατα τον περίγυρο.

Σε μοναστικούς κύκλους και περιβάλλον προχωρημένης πνευματικής άσκησης, η κατάθλιψη μπορεί να εκληφθεί ως Ακηδία και πρέπει να γίνει η διάκριση. Τα χαρακτηριστικά της ακηδίας, όπως τα συνοψίζει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι: «Παράλυσις της ψυχής καί έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία πρός την  άσκησι, μίσος πρός τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη) αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι ευσπλαγχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας καί αδυναμία την ώρα της προσευχής» .

Τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα μπορούν να δώσουν αυτή την διάκριση, γιατί στην ακηδία συχνά απουσιάζει ο ψυχικός πόνος και υπάρχει κάποια έπαρση, ενώ στην κατάθλιψη υπάρχει  συντριβή και οδύνη -που ξεπερνούν τα όρια της πραγματικής ταπείνωσης- και παραίτηση και απελπισία, που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μετάνοια και ανάνηψη.

γ. Αγχώδεις διαταραχές

Τι είναι το Άγχος;

Είναι η πιο κοινή και καθολική ψυχική διαταραχή, τόσο κοινή, που θεωρείται σχεδόν φυσιολογική. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς άγχος. Κατ’ ακρίβειαν, η παντελής απουσία άγχους είναι παθολογική και συνιστά την ψυχική διαταραχή της αναισθησίας και αναλγησίας, ένα είδος ψυχικής αδράνειας και εγωιστικής ακοινωνησίας που δεν έχει, βέβαια, καμμιά σχέση με την Απάθεια που βρίσκεται κοντά στην αγιότητα. Και πάλι στην Κλίμακα βρίσκουμε την περιγραφή της παθολογικής αυτής αναισθησίας: «Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησις, η οποία από χρονία ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθεί. Η αναλγησία είναι πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψις…είναι παγίδα της πνευματικής προθυμίας.»

Το άγχος είναι ένας ακαθόριστος φόβος, που δημιουργείται και συντηρείται από την αίσθηση και αναμονή των προκλήσεων της ζωής που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Αισθανόμαστε μόνοι απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Το άγχος είναι η ψυχική αντίδραση στην επίγνωση της ατομικότητας μας, ότι είμαστε άτομα ξεχωριστά και μοναδικά και επομένως και μόνα. Είναι η πρώτη ψυχική αντίδραση, που αναφέρεται στην ιστορία του ανθρώπου. Και είναι το πρώτο συναίσθημα που έχουμε μετά τη γέννησή μας, όταν διαπιστώσουμε ότι η μητέρα μας δεν είναι πάντα κοντά μας.

Ο άνθρωπος αγχώθηκε για πρώτη φορά μετά την προπατορική παράβαση. Τότε ανακάλυψε ότι ήταν γυμνός, δηλαδή απέκτησε επίγνωση της ατομικότητάς του. Βγήκε από την αγαπητική ένωση με τον Δημιουργό, ένιωσε μόνος και φοβήθηκε. Διαχωρίστηκε. Και τότε, «Ἀδὰμ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» (Γεν. 4,1). Είναι ενδιαφέρον, ότι η ερωτική συνάντηση, που προϋποθέτει δυο ξεχωριστά άτομα, αποδίδεται με το «ἔγνω», αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους ως ξεχωριστά και μεμονωμένα άτομα, που ήθελαν να ξαναενωθούν. Και από τότε, από τον διαχωρισμό εκείνο, είμαστε αγχωμένοι και αποζητούμε την επανένωση με κάθε τρόπο, μέσα από την κοινωνική και προσωπική μας ζωή.

Εδώ να αναφέρουμε και την πιο θεμελιώδη αντινομία του ανθρώπου. Η αναγκαία ψυχική ανάπτυξή μας ως προσώπων απαιτεί τον αποχωρισμό από τη μητέρα μας και την εξατομίκευσή μας, αλλά η διαδικασία αυτή κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από τη βαθύτερη οντολογική ανάγκη μας να είμαστε ενωμένοι. Και αυτό είναι μια υπαρξιακή σύγκρουση, και επομένως μια μόνιμη πηγή άγχους.

δ. Παραλλαγές αγχωδών διαταραχών

Γενικευμένο Άγχος

Η πιο χαρακτηριστική αγχώδης διαταραχή, που, όπως λέει και το όνομα της, πρόκειται για καθημερινό συνεχές άγχος που αφορά όλες τις δραστηριότητες, ιδιαίτερα την εργασία και τη σχολική απόδοση. Το άτομο έχει διαρκώς έγνοια, γίνεται νευρικό και κουρασμένο, έχει σωματική ένταση και χαλασμένο ύπνο.

Διαταραχή Πανικού

Χαρακτηρίζεται από επεισόδια πολύ έντονου άγχους με αρχή και τέλος και έντονα σωματικά συμπτώματα, μέχρι λιποθυμίας. Αρχικά είναι αραιά, αλλά έχουν την τάση να πυκνώνουν μέσα στον χρόνο, μέχρι που γίνονται καθημερινά. Συχνά οι κρίσεις συνδυάζονται με Αγοραφοβία, δηλαδή φόβο των δημόσιων χώρων και του συνωστισμού, όπου προκαλούνται πιο εύκολα, και σταδιακά το άτομο επιλέγει να απομονώνεται.

Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

Πολύ γνωστή κατάσταση• θα έχετε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Το άτομο μπορεί να έχει μανία με την τάξη και να επιμένει να τοποθετεί τα αντικείμενα με έναν ορισμένο τρόπο, να φοβάται τα μικρόβια, σε σημείο που δεν κυκλοφορεί και δεν αγγίζει πουθενά ή να φορά γάντια ή να πλένεται αμέτρητες φορές την ημέρα και να καταστρέφει το δέρμα των χεριών με απορρυπαντικά. Άλλοτε πάλι χάνει πολύ χρόνο ελέγχοντας ξανά και ξανά πόρτες και παράθυρα, ηλεκτρικούς διακόπτες και ό,τι άλλο φανταστείτε.

Στις πιο «καθαρές» περιπτώσεις έχουμε μόνο ιδεοληψίες, δηλαδή έμμονες ιδέες γύρο από συγκεκριμένα θέματα, οι οποίες δεν αφήνουν το άτομο να ησυχάσει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Πνευματικό έχουν έμμονες ιδέες για θέματα ηθικής, αμαρτιών και ενοχών, που δεν κατευνάζονται όσες φορές και αν εξομολογηθούν και είναι φανερά υπερβολικές. Συχνά αυτά τα άτομα διακατέχονται από παράλογους φόβους, ότι θα κάμουν κακό στους άλλους. 

Κοινωνική Φοβία

Είναι ο φόβος της επαφής με τους άλλους, της αλληλεπίδρασης με αυτούς, φόβος να μας βλέπουν και να μας παρατηρούν. Συνδυάζεται συνήθως με Αγοραφοβία, δηλαδή φόβο των δημόσιων χώρων. Φοβόμαστε να μιλήσουμε μπροστά σε ακροατήριο, φοβόμαστε μήπως δεν τα πάμε καλά σε μια συνέντευξη, όπου θα είμαστε το κέντρο του ενδιαφέροντος. Ο φόβος αυτός μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση πανικού και οδηγεί κι αυτός σταδιακά σε απομόνωση.

Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες

Μια αγχώδης διαταραχή, που συναντούμε ολοένα και πιο συχνά, λόγω της αύξησης των δυστυχημάτων και των περιστατικών κακοποίησης. Βλέπουμε το άτομο να περιορίζεται λειτουργικά και να αναβιώνει νοερά και δραματικά τις περιστάσεις του τραυματισμού του, σωματικού ή ψυχικού, με τρόπο ακατάσχετο, που δεν ανταποκρίνεται σε νουθεσίες και ανακινείται με κάθε νέα ψυχοπιεστική εμπειρία.

Διαταραχές Προσωπικότητας

Είναι η λιγότερο γνωστή κατηγορία ψυχικών διαταραχών, αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα. Κατά κάποιο τρόπο, οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι οι διαταραχές του μέλλοντος, γιατί αυξάνονται ραγδαία και τις συναντούμε καθημερινά. Αρχικά περιλάμβαναν τις ακραίες παραλλαγές του φυσιολογικού, αλλά τώρα πια θεωρούνται ψυχοπαθολογία, λόγω της αυξανόμενης σοβαρότητάς τους. Είναι οι διαταραχές, που συνδέονται περισσότερο με την εξέλιξη της Κοινωνίας και τα προβλήματα του θεσμού της οικογένειας.

Τις διαταραχές αυτές παρουσιάζουν οι προσωπικότητες με σοβαρά ελλείμματα στη δόμηση τους από ανεπαρκή και προβληματική ανατροφή, συχνά από διαλυμένες ή δυσλειτουργικές οικογένειες, όπου δεν υπάρχουν σαφείς γονεϊκές παρουσίες και ρόλοι, ή προσωπικότητες με ανάπτυξη που παρεμποδίστηκε και παραμορφώθηκε από κακοποίηση σε νεαρή ηλικία• και οι κακοποιήσεις παιδιών, φυσικές και ψυχολογικές, προσλαμβάνουν πλέον μορφή κοινωνικής επιδημίας. Σε κάθε περίπτωση ισχύει το «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», αλλά και τους ίδιους. Είναι ίσως οι μόνες διαταραχές, για τις οποίες ευθύνονται οι γονείς σε τόσο μεγάλο βαθμό, έχοντας αποτύχει να δώσουν αγάπη και πραγματική φροντίδα στα παιδιά τους και να τους παράσχουν ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο να αναπτυχθούν. Κατά κανόνα οι γονείς είναι οι ίδιοι προβληματικοί και δυσλειτουργικοί και δεν έχουν καλή σχέση μεταξύ τους, οπότε και δεν μπορούν να δώσουν στα παιδιά τους πρότυπα, τα οποία να ενσωματώσουν και να κάμουν τις απαραίτητες για την ομαλή ανάπτυξη τους ταυτίσεις.

Παραβατικότητα, βία και φυλακίσεις, ανωριμότητα, πρόωροι γάμοι και γρήγορα διαζύγια, φυγοστρατία, τοξικομανία, αδιάκριτη σεξουαλική συμπεριφορά, επανειλημμένες εκτρώσεις, απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμοί είναι μερικά πολύ γνωστά συμπτώματα των διαταραχών αυτού του είδους.

Αυτά τα άτομα εκ πρώτης όψεως φαίνονται φυσιολογικά, επικοινωνούν κανονικά και μπορεί να έχουν οικογενειακή και επαγγελματική ζωή. Αν όμως δούμε από κοντά τη ζωή τους, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι επεισοδιακή, χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια, ασυνέπεια, εντάσεις και ρήξεις στις σχέσεις τους, με συχνές αλλαγές δουλειάς και φίλων και αδυναμία διατήρησης μακροχρόνιων σχέσεων, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και πρόκληση δυσφορίας και δυστυχίας στον περίγυρο, ενώ αυτοί συμπεριφέρονται σαν και η κατάσταση που δημιουργούν να μην τους αφορά. Είναι χαρακτηριστικά αναξιόπιστοι, παρορμητικοί και, επομένως, απρόβλεπτοι.

Αυτά τα άτομα θα έρθουν να σας παραπονεθούν για τη συμπεριφορά των άλλων και σπάνια θα αναγνωρίσουν δικές τους ευθύνες. Ζουν σε μια κατάσταση χαρακτηριστικής ανευθυνότητας, φορτώνοντας όλη την ευθύνη της ύπαρξης τους στους άλλους, από τους οποίους αναμένουν να λύνουν όλα τα προβλήματά τους. Είναι απαιτητικοί, ανυπόμονοι,  ανικανοποίητοι και καταρρέουν με την πρώτη πίεση και δυσκολία. Ένα παράδειγμα είναι οι γνωστοί «κακομαθημένοι» κάθε οικογένειας, ένας συνήθης τρόπος, με τον οποίο αρχίζει τη διαδρομή της μια διαταραχή προσωπικότητας, που είναι κατά κανόνα χρόνια.

Αυτά τα άτομα παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή αδυναμία να μάθουν από τα λάθη και παθήματα τους και εκδηλώνουν επανειλημμένα τις ίδιες συμπεριφορές και αντιδράσεις, που είναι συνήθως αυτοκαταστροφικές. 

Εκείνο, που μπορεί να σας κάμει εντύπωση με αυτά τα άτομα, είναι ότι η οικογένεια συχνά δεν αναγνωρίζει τον παθολογικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους, όπως με τις άλλες ψυχικές διαταραχές, και παρασύρεται να δικαιολογεί τη συμπεριφορά τους και να τους βρίσκει άλλοθι, βουλιάζοντας η ίδια στην παθολογία. Αυτό κάνει τις διαταραχές προσωπικότητας οικογενειακή παθολογία, όπου βλέπουμε ολόκληρες οικογένειες να ζουν στον ρυθμό των αναγκών και απαιτήσεων αυτών ατόμων ή να διχάζονται σε «καλούς» και «κακούς», ανάλογα με την ανοχή που δείχνουν.

Όταν έρθουν σε σας, είναι πολύ πιθανό να σας κάμουν να νιώσετε ότι είστε σε αδιέξοδο και αδυναμία να βοηθήσετε ή να σας βάλουν στο δίλημμα να γίνετε κι εσείς «καλοί» ή «κακοί». Θα σας κάμουν να νιώσετε έντονα, να θελήσετε να γίνετε οι σωτήρες τους, να τους προστατέψετε από τους «κακούς», από τους οποίους σας έπεισαν ότι κινδυνεύουν ή βασανίζονται ή, αντίθετα, θα σας δημιουργήσουν τύψεις ότι δεν ενδιαφερθήκατε αρκετά και ίσως τους βλάψατε.

Προσοχή, λοιπόν! Έντονα συναισθήματα σημαίνουν μάλλον ότι έχετε να κάμετε με παθολογική προσωπικότητα, οπότε πρέπει να επιδιώξετε να δείτε και την οικογένεια, τους γονείς, αν πρόκειται για νεαρά άτομα, και να συστήσετε όλοι τους να δουν ειδικούς, ψυχολόγους και ψυχίατρους. Και να επιμείνετε να μάθουν να αναλαμβάνουν τις προσωπικές τους ευθύνες, έστω κι αν αυτό σας κάνει να φαίνεστε «κακοί»!

Η συνεργασία ιερέων και ιατρών

Όπως είπαμε στην περιγραφή της φαινομενολογίας, οι ψυχικά νοσούντες πάσχουν από ακοινωνησία και απουσία αλληλοπεριχώρησης. Αυτό σημαίνει, ότι εκείνοι που θα προσπαθήσουν να τους βοηθήσουν πρέπει απαραίτητα να βρίσκονται σε κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση. Θα πρέπει, δηλαδή, να καταλαβαίνουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου και να αναγνωρίζουν και αποδέχονται τη θέση και το λειτούργημα ο ένας του άλλου. Θα είναι πολύ καλό να γνωρίζονται και να μπορούν να επικοινωνούν, για να ανταλλάζουν απόψεις και εκτιμήσεις. Θα πρέπει ακόμα να γνωρίζουν τα όρια των δυνατοτήτων τους, και τι έχουν να προσφέρουν, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν πόσο μπορούν να βοηθήσουν και πόσο θα χρειαστεί η συνδρομή του άλλου. Γι’ αυτό και πρέπει οι Πνευματικοί να είναι ενήμεροι για την πραγματικότητα της ψυχικής διαταραχής και οι ψυχίατροι να καταλαβαίνουν, ακόμα κι αν δεν πιστεύουν, τη σημασία που έχει για κάποιον να έχει Πνευματικό, γιατί οφείλουν να γνωρίζουν την αξία ενός στηρικτικού πλαισίου σχέσεων, που μπορεί να προσφέρει περίεξη και συγκράτηση.

Παραδοσιακά, υπήρχε μια καχυποψία και ανομολόγητη αντιπαλότητα μεταξύ Πνευματικών και ψυχιάτρων. Οι Πνευματικοί, κάποτε όχι άδικα, επέκριναν τους ψυχίατρους, ότι μετατρέπουν αδιάκριτα τους ανθρώπους σε χρόνια ψυχιατρικά περιστατικά και είναι επιθετικοί με τα φάρμακά τους, με τα οποία αλλοιώνουν τη συνειδησιακή κατάσταση κάποιου. Ότι επιβάλλουν και διαδίδουν την ψυχική νόσο, αντί να τη θεραπεύουν. Και οι ψυχίατροι είχαν να πουν, ότι οι ιερείς είναι σκοταδιστές και παρεμποδίζουν το έργο της επιστήμης με την άγνοιά τους. Και οι δυο οχυρώνονταν πίσω από τις απόψεις και τις πεποιθήσεις του λειτουργήματός τους και ήταν εύκολο  να παρασυρθούν -να παρασύρουν ο ένας τον άλλον- σε μια πολεμική, την οποία, βεβαίως, στο τέλος, να πληρώνει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο εξομολογούμενος ή ο θρησκευόμενος ασθενής. Να οδηγείται σε σύγχυση και να στερείται την ευκαιρία μιας πιο ολοκληρωμένης βοήθειας, που θα λαμβάνει υπόψιν όλες του τις ανάγκες και θα αξιοποιεί καλύτερα και συνολικά τις δυνάμεις του.

Είναι τα δυο αυτά συστήματα αναφοράς ασυμβίβαστα; Πιστεύουμε και προσευχόμαστε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Όλα τα συστήματα, που παράγουν πραγματική γνώση και είναι ειλικρινή, ανιδιοτελή και φιλάνθρωπα, θα συγκλίνουν νομοτελειακά και θα λένε τα ίδια πράγματα, έστω με διαφορετικές λέξεις. Οι γνήσιες κατακτήσεις μιας προσωποκεντρικής Επιστήμης θα προσεγγίζουν αυτό, που η Εκκλησία πιστεύει ότι είναι καλό για τον άνθρωπο. Και καλό για τον άνθρωπο είναι να βρίσκεται μέσα σε ένα πλαίσιο, το οποίο να είναι υποστηρικτικό και να παρέχει νόημα και προοπτική στη ζωή του.

Τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσεται ένας κλάδος της Ψυχιατρικής, που λέγεται Διασυνδετική Ψυχιατρική. Είναι αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ανάγκης να πάψει η Ψυχιατρική να ασχολείται μόνο με τις βαριές περιπτώσεις των ψυχιατρείων και να βγει στον πραγματικό κόσμο της υπόλοιπης Ιατρικής, του φυσιολογικού καθημερινού ανθρώπου και των αναγκών του. Είναι η αναγνώριση της σημασίας των σχέσεων και δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, ως απαραίτητου υποστηρικτικού και σταθεροποιητικού παράγοντα. Ότι οι άνθρωποι έχουν ζωτική ανάγκη να μπορούν να συνδέονται με άλλους και αυτό έχει δραστική θεραπευτική επίδραση στις ψυχικές διαταραχές, που χαρακτηρίζονται από μοναξιά και ακοινωνησία.

Αυτό υποδεικνύει σε αυτούς, που φροντίζουν ανθρώπους, ότι πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ακριβώς το υποστηρικτικό πλαίσιο που όλοι χρειάζονται, ακόμα και αυτοί που φροντίζουν.    Οι φροντιστές δεν είναι ανεξάρτητοι, ούτε ανεπηρέαστοι από τη φροντίδα που παρέχουν, γιατί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της σχέσης φροντίδας και αυτό τους καθιστά υπεύθυνους για την έκβαση αυτής της σχέσης. Είναι γι’ αυτό, που χρειάζονται και κάποιον συνυπεύθυνο φροντιστή, που θα τους στηρίξει και συμπληρώσει στην άσκηση της φροντίδας τους.

Είναι εξαιρετικά βοηθητικό και παρήγορο για ένα ψυχίατρο να ξέρει, ότι δεν είναι μόνος με την ψυχική διαταραχή, ότι ο ασθενής του έχει και Πνευματικό καθοδηγητή, και πιστεύω πως είναι παρόμοια χρήσιμο και για έναν Πνευματικό, να ξέρει ότι μπορεί να μοιραστεί τη φροντίδα ενός ψυχασθενή εξομολογούμενου με έναν αξιόπιστο ψυχίατρο, που σέβεται και στηρίζει την ποιμαντική σχέση. Δημιουργείται, έτσι, μια μικρή «πολυθεματική» ομάδα, που μπορεί να χειριστεί πολύ πιο αποτελεσματικά ένα διαταραγμένο άνθρωπο και να μετριάσει το άγχος αυτών που τον φροντίζουν, όταν θα ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι μαζί του. Η σημασία μιας τέτοιας αμοιβαίας στήριξης είναι πιο εμφανής, όταν χρειάζεται να γίνουν και παρεμβάσεις προς την οικογένεια, η οποία, κατά κανόνα, χρειάζεται διαφώτιση, καθοδήγηση και στήριξη.

Από την εμπειρία μου ως ψυχιάτρου και ως ψυχοθεραπευτή -όπου ψυχοθεραπεία είναι η κατ’ εξοχήν επιστημονική καλλιέργεια υποστηρικτικής σχέσης- αντλώ την πεποίθηση, ότι μια από τις καλύτερες υπηρεσίες που Πνευματικοί και ψυχίατροι μπορούν να παρέχουν στους ανθρώπους που φροντίζουν, είναι οι Πνευματικοί να ενθαρρύνουν τη σύνδεση των πιθανών ψυχασθενών που εξομολογούν με ψυχίατρο, και στη συνέχεια να στηρίζουν αυτή τη σύνδεση, και οι ψυχίατροι να παραπέμπουν στους Πνευματικούς επιλεγμένους  ασθενείς τους, σεβόμενοι και  στηρίζοντας τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Γιατί είναι εξαιρετικά σημαντικό, να αξιοποιούνται και να ενισχύονται όλα τα κοινωνικά στηρίγματα. Έτσι, στηρίζοντας ο ένας τη σύνδεση με τον άλλο, διαμορφώνεται ένα πλέγμα σχέσεων, μέσα στο οποίο η ψυχική διαταραχή μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και να στηριχτεί και αυτός που φροντίζει. Κατευνάζεται η αγωνία της μοναχικότητας και εγκατάλειψης, που βασανίζει αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και η δική μας αντίστοιχη αγωνία, σαν συνάνθρωποι που είμαστε και  έχουμε να παλέψουμε κι εμείς και με τις δικές μας προσωπικές ανασφάλειες.

Η σχέση φροντίδας είναι πάντα ένας Σταυρός και μια δοκιμασία, που μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες μας τις αδυναμίες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο, για να ελαφρύνουμε αυτό το φορτίο και να βοηθήσουμε καλύτερα.

Συζήτηση

Σχόλιο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου

Βρίσκω πολύ σημαντικό αυτό, που ειπώθηκε για τη σύγκλιση της αληθινής γνώσης. Είχα την τιμή να το ακούσω από ένα σύγχρονο άγιο, τον όσιο Πορφύριο, που εκοιμήθη πριν λίγα χρόνια (1991) και του οποίου η αγιότητα διακηρύχθηκε επίσημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο προ ολίγων μηνών. Συγκεκριμένα,  έλεγε ο όσιος (κι αυτό ήταν περί το 1985), ότι όλοι οι επιστήμονες, όλων των ειδικοτήτων, έχουν προσεγγίσει την αληθινή γνώση μόνο στο τέσσερα τοις εκατόν. Και προείπε, ότι σε λίγα χρόνια το ποσοστό θα αυξηθεί, και οι επιστήμονες θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν τις αλήθειες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κι όταν το ποσοστό προσέγγισης της αληθινής γνώσης αυξηθεί ακόμα περισσότερο, θα εκπλαγείτε, έλεγε, να δείτε τη σύγκλιση των επιστημών και της Ορθοδοξίας, κάτι που θα γίνει πολύ σύντομα, γιατί η Επιστήμη αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς.  Και όταν η γνώση του σύμπαντος κόσμου αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, ο κόσμος θα θέλει να επιστρέψει στην Ορθοδοξία, έχοντας συνειδητοποιήσει, ότι η σύγκλιση με την Επιστήμη είναι το αποτέλεσμα της γνωστικής προόδου. Η ίδια η Ορθοδοξία, ως προοπτική, θα είναι αποτέλεσμα της προόδου της γνώσης.

Ερωτήσεις από το ακροατήριο

Ερ. Υπάρχουν κοπέλες, που, μόλις γεννήσουν, παρουσιάζουν μια διαταραχή. Είναι ψυχική διαταραχή και πώς αντιμετωπίζεται;

Απ. Ναι, είναι ψυχική διαταραχή, και στη συνηθέστερή της μορφή είναι μια κατάθλιψη, που λέγεται επιλόχειος κατάθλιψη. Είναι συνέπεια των πολύ μεγάλων και απότομων αλλαγών, σωματικών και ορμονικών, που υφίσταται η γυναίκα. Είναι και συναισθηματικό θέμα, λόγω του φυσικού αποχωρισμού από το μωρό, που είχε μέσα της εννέα μήνες. Πιο πιθανό είναι να εμφανίσουν επιλόχεια κατάθλιψη κοπέλες, που είχαν ξανακάμει ή που έχουν προδιάθεση προς την κατάθλιψη. Χαρακτηριστικά παρουσιάζουν μια αποστροφή προς το νεογέννητο, το οποίο απορρίπτουν και δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ασχοληθούν μαζί του. Μπορεί να είναι αρκετά σοβαρή κατάσταση και να χρειάζεται θεραπεία, ενώ υπάρχουν και ήπιες μορφές, που υποχωρούν αυθόρμητα.

Ερ. Θα λέγατε, ότι αυτή η κοπέλα πρέπει να θηλάσει;

Απ. Ναι, αν δεν θα πάρει φάρμακα. Σε περιπτώσεις που χρειάζεται φαρμακευτική θεραπεία, δεν ενθαρρύνουμε τον θηλασμό, γιατί τα φάρμακα βγαίνουν στο μητρικό γάλα και δεν είναι επιθυμητό να τα παίρνει και το βρέφος με αυτό τον τρόπο. Εκτός πια κι αν κρίνουμε, για λόγους που έχουν να κάμουν με την ψυχική οικονομία της μητέρας, ότι είναι σημαντικό για την ίδια να θηλάσει, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Πάντοτε «σχοινοβατούμε», ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο.

Ερ. Μπορεί να πάθει κατάθλιψη μια μητέρα, αν δεν μπορεί να θηλάσει μετά τη γέννηση;

Απ. Δεν το αποκλείω, αν και θα είναι σπάνιο. Εκτός αν μια γυναίκα έχει την προδιάθεση προς την κατάθλιψη και εκλάβει την αδυναμία της να θηλάσει ως ανεπάρκεια και αναξιότητα. Ιδίως, μάλιστα, αν δέχεται και πιέσεις και κριτική από το περιβάλλον της γι’ αυτό το θέμα, ειδικά από άλλες γυναίκες που θήλασαν.

Ερ. Ίσως η ασθένεια οφείλεται, στο ότι κάποιος βρίσκεται εκτός της θείας Χάριτος.

Απ. Η ψυχική διαταραχή δεν φαίνεται να κάνει διακρίσεις, όπως και όλες οι ασθένειες. Μπορούν να ασθενήσουν ακόμα και άγιοι, ιδίως τώρα, που με την αύξηση του μέσου όρου ζωής αυξάνονται πολύ οι περιπτώσεις άνοιας που οφείλεται σε καταστροφή του εγκεφαλικού ιστού. Αν δεχτούμε την άποψη που αναφέρατε, θα οδηγηθούμε στο αυθαίρετο και λανθασμένο συμπέρασμα, ότι οι άνθρωποι που παραμένουν υγιείς είναι γιατί είναι δίκαιοι και ζουν μέσα στη Χάρι. Και τότε «ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης»! Ξέρουμε πολύ καλά, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Γνωρίζουμε αγίους, που έπασχαν από σοβαρότατες ασθένειες, ενώ άνθρωποι χωρίς πίστη ή εγκληματίες συχνά χαίρουν άκρας υγείας. Άλλωστε, για να είναι κάποιος κακοποιός, συνήθως πρέπει να είναι και υγιής!

Μητροπολίτης. Κάνατε μια πολύ σημαντική διάκριση, τι είναι Ψυχή και τι είναι ψυχική νόσος, γιατί χωρίς αυτή την διάκριση δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι Ψυχιατρική. Όπως υπάρχουν σταυρωμένοι άνθρωποι, λόγω AIDS, καρκίνου, έτσι υπάρχουν και σταυρωμένοι άνθρωποι, λόγω νόσου στην ψυχική τους διάσταση. Και οι μεν και οι δε, λόγω αυτού του σταυρού, έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να λάβουν τη Χάρι από τους φαινομενικά υγιείς. Και όταν λέμε Χάρις, εννοούμε την ενεργειακή παρουσία του Χριστού στον άνθρωπο, την οποία αισθάνεται κάποιος μέσα του, και ένας σωματικά ασθενής και ένας ψυχικά ασθενής. Αν πούμε ότι η νόσος είναι απουσία εφαρμογής του λόγου του Θεού, είμαστε λανθασμένοι, γιατί ξέρουμε ότι όλοι είμαστε ελλιπείς και αμαρτωλοί. «Οὐδεὶς εὑρεθήσεται καθαρὸς ἀπό ρύπου», ὅπως λέει μια ευχή στο άγιον Ευχέλαιον. Αν πούμε, ότι η ψυχική νόσος οφείλεται στην έλλειψη Χάριτος, τότε οι ψυχικά πάσχοντες είναι υποψήφιοι για την Κόλαση, όπου Κόλαση είναι η αδυναμία του ανθρώπου να δεχτεί τη Χάρι.

Απ. Ενώ ξέρουμε, ότι πολλοί εγκληματίες και, εν πάση περιπτώσει, άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη Χάρι, είναι υγιέστατοι.

Μητροπολίτης. Υπενθυμίζω πως διευκρινίστηκε, ότι οι ψυχικές νόσοι είναι οι διαταραχές των ανώτερων λειτουργιών του εγκεφάλου. Του λόγου, της σκέψης, του συναισθήματος, της συμπεριφοράς. Κι όταν λέμε Ψυχή, κατά την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία δεν εννοούμε τον εγκέφαλο.

Απ. Διότι υπάρχουν και οι κατώτερες λειτουργίες, όπως η αισθητικότητα, η κινητικότητα, τα αντανακλαστικά, οι πέντε αισθήσεις κλπ.

Μητροπολίτης. Στην Ορθόδοξη Ανθρωπολογία οι ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου ονομάζονται εγκεφαλική μνήμη. Κατά τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, υπάρχει και η κυτταρική μνήμη στον άνθρωπο, που είναι τα καλά και κακά των προγόνων μας, που γενετικά κληρονομούμε. Και, κατά τους αγίους Πατέρες, υπάρχει και μία τρίτη μνήμη, η νοερά μνήμη της καρδίας. Σ᾽ αυτή γίνεται όλη η εργασία της νήψης («καρδία νήφουσα»), εκεί φωτίζεται ο νους, η προσοχή του νου δηλαδή, και όταν ενωθούν αυτές οι τρείς μνήμες (εγκεφαλική, κυτταρική και νοερά) εν Χριστώ Ιησού, τότε προκύπτει η αγιότητα, ως ένωση Δημιουργού και δημιουργήματος, κτιστού και ακτίστου. Αυτό, που ονομάζει η Ψυχιατρική ιατρεία της ψυχής, για την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία είναι η θεραπεία της εγκεφαλικής μνήμης, αγνοώντας τις άλλες δύο μνήμες, που στα τελευταία χρόνια άρχισε να τις υποψιάζεται.

Απ. Με αφορμή αυτό, που ειπώθηκε για τη σχέση με τη θεία Χάρι, μπορούμε να πούμε ότι κάποιος που πιστεύει πραγματικά, μπορεί να έχει καλύτερη πρόγνωση στην ασθένειά του. Αν ένας καταθλιπτικός προσεύχεται, συμμετέχει στην εκκλησιαστική ζωή, έχει τον Πνευματικό του, μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα με τη διαταραχή του από κάποιον που δεν πιστεύει και πιθανόν να μην επενδύει ούτε σε άλλα αξιόπιστα κοινωνικά στηρίγματα. Πιο συγκεκριμένα, θα έλεγα ότι η πραγματική Πίστη προφυλάσσει δραστικά από την αυτοκτονία στις καταθλίψεις, αν και αυτό είναι αμφίβολο αν μπορεί να ισχύσει στις ψυχώσεις που είναι πιο σοβαρές, γιατί εκεί χάνονται όλα.

Ερ. Μπορεί να θεραπευτεί κάποιος με τα Μυστήρια της Εκκλησίας;

Απ. Δεν μπορώ να το αποκλείσω, γιατί ξέρουμε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις ιάσεων, που είναι ανεξήγητες ιατρικά. Οπωσδήποτε, όμως, τα Μυστήρια δεν πρέπει να θεωρηθούν ως υποκατάστατο μιας θεραπείας. Σκεφτείτε, ότι στις πιο σοβαρές διαταραχές, τις ψυχώσεις, έχουμε μια συνολική αποδιοργάνωση του ψυχικού κόσμου και τότε όλα χάνονται, ακόμα και η Πίστη. Οπότε, θα έλεγα, η θεραπεία με φάρμακα, όπου χρειάζεται, αποκαθιστά την Πίστη και την επαφή με τα Θεία, γιατί επιδιορθώνει την ακοινωνησία που χαρακτηρίζει τις ψυχικές διαταραχές.

Ερ. Πού τελειώνει η φαρμακοθεραπεία και αρχίζει η ψυχοθεραπεία;

Απ. Το κριτήριο για τα φάρμακα είναι η διαταραχή της επαφής με την πραγματικότητα, οι σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς, η επικινδυνότητα προς εαυτόν και προς άλλους και μια κατάθλιψη ή υπερβολικό άγχος, που προκαλούν σοβαρή προσωπική δυσλειτουργία. Η ψυχοθεραπεία ενδείκνυται σε πιο ήπιες καταστάσεις, όπου υπάρχει επαρκής αντίληψη της πραγματικότητας και επιθυμία για αυτογνωσία και προσωπική αλλαγή. Στο όριο μεταξύ τους υπάρχει αλληλοεπικάλυψη, δηλαδή καταστάσεις, που χρειάζονται και τις δυο θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως οι διαταραχές προσωπικότητας, οι αγχώδεις διαταραχές και οι αντιδραστικές καταθλίψεις, που οφείλονται στα περιστατικά της ζωής. Με δυο λόγια, τα φάρμακα χρειάζονται εκεί που υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα, που δεν μπορούν να ελεγχθούν με προσωπική προσπάθεια. Και, όπως τα φάρμακα είπαμε ότι αποκαθιστούν την Πίστη και την κοινωνία, με ανάλογο τρόπο διευκολύνουν και την ψυχοθεραπεία, που είναι κι αυτή μια μορφή κοινωνίας. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα ψυχίατροι, που δεν πιστεύουν στην ψυχοθεραπεία και πιστεύουν ότι όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν με φάρμακα. Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για όλη την Ιατρική, η οποία, παρασυρόμενη από ιδέες παντοδυναμίας που της δημιουργούν η εξέλιξη και ανάπτυξή της, τείνει να βλέπει τον ασθενή, όχι σαν πρόσωπο, αλλά σαν σύνολο συμπτωμάτων, τα οποία πολεμά, αγνοώντας το πρόσωπο και τις ιδιαιτερότητές του. Τι θα γίνει, όμως, με αυτό τον άνθρωπο, με τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τους φόβους του; Ποιος θα ασχοληθεί με αυτά; Κι αυτά πρέπει να αλλάξουν, για να γίνουν πιο λειτουργικά και να πάψουν να είναι πηγή δυστυχίας.

Μητροπολίτης. Στην Εκκλησιαστική γλώσσα, αυτά που περιγράφετε είναι μια διαδικασία μετάνοιας. Με πρώτη την επίγνωση και μετά την συντριβή. Και τα φάρμακα θα βοηθήσουν, ώστε ο άνθρωπος να έλθει στην επίγνωση.

Απ. Και να γίνει προσιτός στον λόγο, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις ελλείπει ή είναι βαρύτατα διαταραγμένος.

Ερ. Οι διαταραχές προσωπικότητας είναι πιο συχνές σε μικρές κοινωνίες;

Απ. Όχι, υπάρχουν και σε μεγάλες κοινωνίες. Δεν έχουν σχέση με το μέγεθος μιας κοινωνίας, αλλά με τη δομή και λειτουργικότητα της οικογένειας. Είναι διαταραχές στη δόμηση της προσωπικότητας, με ελλείμματα και πλευρές που δεν ωρίμασαν, που οφείλονται κυρίως στις πρώιμες εμπειρίες -που συχνά περιλαμβάνουν κακοποιήσεις- και στο ότι ένα άτομο μεγαλώνει σε περιβάλλον δυσλειτουργικό, νοσηρό, ασταθές και ανασφαλές. Είναι συχνές σε πολυμελείς-πολύτεκνες οικογένειες, όπου ευνοείται η παραμέληση και όπου οι μεγάλες διαφορές ηλικιών μεταξύ των παιδιών ευνοούν τις κακοποιήσεις. Ένας πολύ σημαντικός νοσογόνος παράγοντας είναι η μοναχικότητα. Ο άνθρωπος πάσχει από μοναξιά. Και σε δυσλειτουργικές οικογένειες, που δεν παρέχουν επαρκή συναισθηματική κάλυψη στα παιδιά τους, πολλά παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους. Αναπτύσσουν έτσι σοβαρές ανασφάλειες και γίνονται εξαρτητικά ή αντικοινωνικά, με αποτέλεσμα να έχουν σοβαρές δυσκολίες σύναψης ισορροπημένων σχέσεων.

Μητροπολίτης. Με αφορμή αυτά που ακούσαμε για τις διαταραχές προσωπικότητας και ότι είναι οι ασθένειες του μέλλοντος, γιατί αυξάνονται ραγδαία, σκέφτομαι τα χωριά μας. Τα διαζύγια, τα ναρκωτικά, τις διαλυμένες οικογένειες, την παραβατικότητα… Και δεν μιλώ για τις «αμαρτωλές» μεγαλουπόλεις, μιλώ για τα «ευλογημένα» χωριά μας, ενόψει όλων αυτών των προβλημάτων, που αυξάνονται. Αυτοί που μας περιγράφετε, οι νέοι των χωριών μας, οι ναρκομανείς, οι μοναξιασμένοι άνθρωποι του διαδικτύου, όλοι αυτοί οι «άσχετοι», άσχετοι με τη φύση, άσχετοι με τον Θεό, άσχετοι με τον πατέρα και τη μάνα, που κυριολεκτικά δεν έχουν σχέση, θα είναι οι μελλοντικοί οικογενειάρχες. Θα αντέξουμε; Και τα αίτια αυτών των διαταραχών είναι εκεί και αυξάνονται.

Απ. Είναι και κάτι άλλο, που όλοι θα ξέρετε. Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας με το ίντερνετ, την εικονική πραγματικότητα, τα κινητά τηλέφωνα, τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook), εντέλει προάγει τη μοναξιά. Τα κινητά τηλέφωνα, ενώ μπορούν να σώσουν ζωές, μπορούν και να χωρίσουν ανδρόγυνα, ανάλογα με τη χρήση που τους γίνεται. Είναι γνώριμο το θέαμα νεαρών που, ενώ κάθονται μαζί, είναι απορροφημένοι με τα κινητά τους και δεν μιλούν μεταξύ τους. Οι νέοι -και όχι μόνο-, που περνούν όλη τη μέρα στο facebook, νομίζοντας ότι επικοινωνούν, ή απομονώνονται παίζοντας βίαια παιγνίδια, είναι τελικά πολύ μοναξιασμένοι. Όλα αυτά αποτελούν επιπλέον πηγές ασθενειών και προαγωγή ακοινωνησίας. Έτσι κατασκευάζονται οι αντικοινωνικές προσωπικότητες, πρόσωπα που κρύβονται πίσω από οθόνες και εθίζονται στην ανωνυμία. Για να μην αναφέρουμε και την προσβολή και μεγάλη υποβάθμιση της γλώσσας και του λόγου, που παρατηρούμε στους τρόπους αυτούς επικοινωνίας. Η αντικατάσταση των βιβλίων από την εικονική πραγματικότητα και μια αφύσικη και φτωχή εκδοχή του γραπτού λόγου είναι επίσης παθογόνα.

Μητροπολίτης. Δεν μας απαντάτε, μάλλον επιβεβαιώνετε την αγωνία μας… Το ερώτημα είναι, πώς ο σύγχρονος ιερέας, μέσα σε όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση, θα αντέξει, για να μπορέσει να πει, έστω με κάποια συστολή, το «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι…» .

Απ. Δύσκολη ερώτηση, γιατί δεν είμαι Πνευματικός ! Όμως, φαντάζομαι ότι τα λειτουργήματά μας έχουν κοινά σημεία, γιατί η ποιμαντική σχέση έχει μιαν έντονη ψυχοθεραπευτική πλευρά, στον βαθμό που προάγει την ενδοσκόπηση και υπευθυνοποίηση και, επομένως, την αλλαγή-μετάνοια. Πιστεύω, ότι χρειάζεται μια συνολική αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης όπου επικρατούν στοιχεία ανευθυνότητας και αυτοκαταστροφής. Να κινητοποιηθούν όλα τα πιθανά στηρίγματα κάποιου. Να ευαισθητοποιηθεί η οικογένεια, να τεθεί προ των ευθυνών της, να μη μείνει μόνος ο Πνευματικός με το προβληματικό άτομο. Να παραπέμψει, εν ανάγκη, και σε άλλον Πνευματικό άτομα του ιδίου περιβάλλοντος, που επίσης χρειάζονται βοήθεια. Ο στόχος είναι πάντοτε να καταπολεμηθεί η ανευθυνότητα και η ακοινωνησία, να αποκατασταθούν οι δεσμοί και να ενθαρρυνθεί η επικοινωνία. Μια καλή σχέση με τον Πνευματικό, όπως και με τον ψυχοθεραπευτή, μπορεί να αποτελέσει το πρότυπο, από το οποίο θα ωφεληθούν και οι άλλες σχέσεις.

Μητροπολίτης. Μιλήσατε για καθαρότητα καρδίας, ως προϋπόθεση για την πραγματική αγάπη. Θα αναφερθώ σε ένα πρόβλημα, που κάποτε έχουμε με τους συναδέλφους σας τους ψυχιάτρους. Εμείς ασχολούμαστε πολύ με την καθαρή καρδία -«καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός»-, και καρδίαν εννοούμε επιθυμίες. Όταν οι επιθυμίες γίνουν ανεξέλεγκτες, επειδή δεν υπάρχει γρήγορος νους και νήφουσα καρδία, οι επιθυμίες γίνονται λογισμοί και οι λογισμοί πράξεις. Και, ως Πνευματικοί, προσπαθούμε να βάλουμε τον άνθρωπο στη διαδικασία ελέγχου των λογισμών και επιθυμιών που σπρώχνουν προς τα πάθη -γιατί πάθη είναι η επανάληψη των επιθυμιών-, ενισχύοντας τον γρήγορο νου και την νήφουσαν καρδίαν. Δυστυχώς, ορισμένοι ψυχίατροι, άθεοι συνήθως, ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, γιατί έτσι θα γίνουν καλά, τους λένε. «Μην ακούτε τους παπάδες, θα σας κάμουν ανέραστους ανθρώπους, γλεντήστε τις επιθυμίες σας!». Και γίνονται μετά οι άνθρωποι ερείπια…

Απ. Και βεβαίως συγχύζονται με τις συγκρουόμενες παραινέσεις. Και είναι αυτό η πηγή της καχυποψίας μεταξύ Πνευματικών και ψυχιάτρων, όταν οι γνώσεις τους αλλά και η κατανόηση των αναγκών ενός ανθρώπου δεν συναντώνται. Ο Πνευματικός δεν πρέπει να διστάσει να παραπέμψει στον ψυχίατρο, όταν κρίνει ότι χρειάζεται. Όμως καλό θα είναι να ξέρει πού παραπέμπει, να είναι ένας ψυχίατρος, ο οποίος, αν μη τι άλλο, θα σεβαστεί τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη, που μπορεί να κάνει ένας θεραπευτής ψυχικής υγείας, είναι να επιτεθεί κατά των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός ψυχικά πάσχοντος. Αυτές οι πεποιθήσεις είναι συχνά το μεγαλύτερο στήριγμα μέσα στην απομόνωση και την οδύνη της ψυχικής διαταραχής και η προσβολή τους είναι σοβαρό θεραπευτικό σφάλμα. Με τι θα αντικαταστήσει ο θεραπευτής ένα τέτοιο στήριγμα; Έχει κάποιο άλλο καλύτερο και πιο αξιόπιστο να εισηγηθεί; Είναι γι’ αυτό που λέω, ότι και οι θεραπευτές πρέπει να έχουν ταπείνωση στην άσκηση του λειτουργήματος. Ποιος είμαι εγώ, που θα αμφισβητήσω το στήριγμα του άλλου; Με τι θα το αντικαταστήσω;

Μητροπολίτης. Με τι θα αντικαταστήσεις την Παναγία;

Ερ. Ποιος είναι ο ρόλος των ψυχολόγων και ποιοι ασκούν την ψυχανάλυση;

Απ. Ο ψυχολόγος μπορεί να είναι μια πολύ καλή αρχή στην αντιμετώπιση μιας ψυχικής διαταραχής. Ειδικά ένας κλινικός ψυχολόγος είναι κατάλληλος, γιατί είναι σε θέση να αναγνωρίσει μια ψυχική νόσο και να παρέχει θεραπευτικές υπηρεσίες ή να κρίνει αν χρειάζεται και συνδρομή ψυχιάτρου για φαρμακευτική αγωγή. Και βεβαίως να πείσει σχετικά τον ασθενή, γιατί πολλοί προσφεύγουν στους ψυχολόγους για τον φόβο των φαρμάκων. Την ψυχανάλυση την ασκούν κλινικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι, που έχουν κάμει επιπρόσθετη ειδική εκπαίδευση σ’ αυτήν, που δεν περιλαμβάνεται στον κύριο κορμό των σπουδών τους.

Μητροπολίτης. Στη διακονία σας ως ψυχίατρος, έχετε δει περίπτωση ασθενή, που έχει επιβαρυνθεί από λάθος καθοδήγηση ιερέα;

Απ. Κάπως δύσκολη ερώτηση. Όμως έτυχε να δω ενίσχυση ενοχών σε ψυχαναγκαστικούς ή καταθλιπτικούς ασθενείς, λόγω επικρίσεων και υπερτονισμού της έννοιας της αμαρτίας. Αυτοί οι άνθρωποι ήδη, λόγω της διαταραχής τους, έχουν ενοχές, οι οποίες εύκολα επιδεινώνονται από την κριτική μιας σημαντικής μορφής εξουσίας, όπως ο Πνευματικός. Κάτι άλλο, που είδα μερικές φορές, είναι να πιεστεί μια γυναίκα να υποταχθεί σε ένα δυσλειτουργικό σύζυγο, που μπορεί να είναι ψυχασθενής και αρνείται να ζητήσει βοήθεια, όπου και οι δικοί του αρνούνται την ύπαρξη της διαταραχής. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε να εξωθείται προς την ψυχική νόσο, κατάθλιψη συνήθως, η υγιής σύζυγος. Ίσως πιο συχνά βλέπουμε γυναίκες να πιέζονται, με ανακίνηση ενοχών περί αμαρτίας, να παραμένουν σε δυστυχισμένους γάμους όπου φθείρονται, υπολειτουργούν και παραιτούνται από τη ζωή ή εξωθούνται σε εξωσυζυγικές σχέσεις. Και, εντέλει, να απομακρύνονται και από την «καταπιεστική» Εκκλησία.

Μητροπολίτης. Τις ενοχές εμείς οι Πνευματικοί τις θέλουμε μέχρι την Εξομολόγηση. Και καλλιεργούμε τη μετάνοια, δεν θεραπεύουμε τα πάθη, αλλά δια της Εξομολογήσεως τα προσφέρουμε στον Χριστό και, ό,τι μεταμορφώνεται, το μεταμορφώνει. Έχουμε να διαχειριστούμε και την παρούσα ζωή και την αιώνια ζωή. Αν οι ενοχές επιμένουν και μετά την Εξομολόγηση, τότε υπάρχει πρόβλημα και πρέπει να σκεφτούμε τον ψυχίατρο.

Απ. Αν έχετε κάποιον, που έρχεται επανειλημμένα για να εξομολογηθεί τα ίδια πράγματα και δεν αναπαύεται με την Εξομολόγηση, τότε να έχετε κατά νουν ότι μπορεί να είναι καταθλιπτικός ή ψυχαναγκαστικός.

Περί παθών. Επειδή αναφέρθηκε η καλλιέργεια των παθών με την ελεύθερη ικανοποίηση των επιθυμιών, χρειάζεται να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παθών, που είναι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες, επιτακτικές και κατά κανόνα επιζήμιες επιθυμίες, από τις ρεαλιστικές και θεμιτές, συχνά επωφελείς, επιθυμίες που πρέπει να μπορούμε να ικανοποιούμε. Η ματαίωση και αδυναμία ικανοποίησης των θεμιτών επιθυμιών είναι πηγή ασθενειών, αλλά περισσότερο ακόμα παθογόνος είναι η άμεση ικανοποίηση των παθών. Τα πάθη είναι καθηλώσεις σε πρωτόγονα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης και είναι λάθος η ενθάρρυνση της ικανοποίησης τους. Επειδή είναι καθηλώσεις, δεν ωριμάζουν, δεν εξελίσσονται και επαναλαμβάνονται με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, ζητώντας άμεση ικανοποίηση με προσωπική συχνά ζημιά. Στη θεραπεία, προσπαθούμε να συγκρατήσουμε και να αποτρέψουμε την άμεση ικανοποίηση τους, γιατί αυτό δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στην εξαγρίωση και εξαθλίωση του ατόμου. Παράλληλα, ενθαρρύνουμε την ικανοποίηση των θεμιτών και δημιουργικών επιθυμιών, γιατί αυτό οδηγεί σε προσωπική ανάπτυξη και καλύτερη λειτουργικότητα. Τα πάθη συχνά είναι καθηλώσεις σε ένα πρώιμο στάδιο ψυχικής ανάπτυξης, που η Ψυχανάλυση ονόμασε στοματικό, και εκφράζονται, είτε άμεσα με την γαστριμαργία, είτε πιο συγκεκαλυμμένα με την απληστία, την “καταλαλιά” (δηλ. στοματική επιθετικότητα), τη χρήση ουσιών, τον αλκοολισμό, τον τζόγο, την αχαλίνωτη σεξουαλική συμπεριφορά, την προσκόλληση στο διαδίκτυο, κλπ. Και δεν είναι τυχαίο που και η Εκκλησία καθιέρωσε την νηστεία ως μέσον περισυλλογής και χαλιναγώγησης των παθών.

Ερ. Πόσο διαρκεί μια φαρμακευτική θεραπεία και μπορεί κάποτε να σταματήσει;

Απ. Μια συχνή ερώτηση και ένα μεγάλο ζήτημα. Η θεραπεία με φάρμακα σταματά μετά από την ικανοποιητική αποθεραπεία ενός πρώτου επεισοδίου ασθένειας και διαρκεί μερικούς μήνες για την κατάθλιψη και μέχρι δυο χρόνια για πρώτο επεισόδιο ψύχωσης. Επειδή όμως οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες είναι χρόνιες, έχουν την τάση να υποτροπιάζουν μετά την διακοπή της φαρμακοθεραπείας, οπότε αναγκαζόμαστε να επαναλάβουμε τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος, που πολλοί ασθενείς καταλήγουν να παίρνουν φάρμακα για ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και όχι γιατί άρχισαν κάποτε τα φάρμακα. Τα φάρμακα δεν προκαλούν εξάρτηση, αντίθετα προστατεύουν τον εγκέφαλο από την τοξική επίδραση που ασκούν πάνω στα νευρικά κύτταρα οι ψυχικές διαταραχές. Μόνο τα ηρεμιστικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν εξάρτηση μετά από μακρά χρήση, αλλά ούτως ή άλλως αυτά δεν είναι θεραπευτικά και συχνά δεν είναι απαραίτητα σε χρόνιες θεραπείες. Να υπενθυμίσουμε και τις βλαπτικές επιδράσεις του χρόνιου άγχους πάνω στα αγγεία και την καρδία, με την υπέρταση και τις ταχυπαλμίες που προκαλεί, πάνω στο στομάχι και το έντερο με έλκη, γαστρίτιδα και κολίτιδες. Η δε κατάθλιψη φάνηκε ότι αυξάνει τη θνησιμότητα από καρδιακά και ενδεχομένως καρκίνο, ενώ όταν είναι χρόνια φαίνεται ότι προδιαθέτει για άνοια. Πάντοτε σταματούμε τα φάρμακα μετά την αποθεραπεία του πρώτου επεισοδίου, γιατί μερικές φορές τα επεισόδια είναι μεμονωμένα και δεν επαναλαμβάνονται. Αν υπάρξει δεύτερο επεισόδιο και αποθεραπευτεί κι αυτό καλά, πάλι σταματούμε τα φάρμακα. Αν όμως υπάρξει και τρίτο, τότε σκεφτόμαστε να διατηρήσουμε τη θεραπεία προφυλακτικά επ’ αόριστον. Εδώ κρίνουμε και από τη συχνότητα και σοβαρότητα των επεισοδίων.

Μητροπολίτης. Ποιες ψυχικές διαταραχές θα λέγατε ότι είναι τόσο καθοριστικές, ώστε ένας επίσκοπος να μην πρέπει να χειροτονήσει ιερέα κάποιον, που πάσχει από αυτές;

Απ. Θα έλεγα οι ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, και οι βαρειές διαταραχές προσωπικότητας. Στις ψυχώσεις περιλαμβάνω και τη διπολική διαταραχή, την πρώην μανιοκατάθλιψη, όπου αντένδειξη χειροτονίας μπορεί να είναι επεισόδια μανίας και συχνά επεισόδια μελαγχολίας με αυτοκτονικές τάσεις. Εδώ το κριτήριο είναι η συχνότητα και σοβαρότητα των επεισοδίων. Οι διαταραχές προσωπικότητας αποτελούν αντένδειξη, λόγω της αδυναμίας αγάπης, της παρορμητικότητας και ασυνέπειας και της απουσίας αντοχών στις πιέσεις και αντιξοότητες.  Οι αγχώδεις διαταραχές και η απλή χωρίς επιπλοκές καταθλιπτική νόσος δεν θα έλεγα ότι συνιστούν αντενδείξεις.

Ερ. Σαν Πνευματικοί και στα πλαίσια μιας πολύ καλής συνεργασίας με τους ψυχιάτρους, μπορούμε να πούμε στον ασθενή ότι δεν είναι άρρωστος ή ότι η ασθένειά του είναι ευλογία και τον φέρνει πιο κοντά στον Θεό; Φαίνεται κάποτε σαν καταδίκη να του πούμε, ότι είναι ψυχασθενής, σαν να είναι «του ψυχιατρείου»!

Απ. Σαν γιατροί εμείς, δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ευλογία,  και εδώ έχετε ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση μ᾽ εμάς,  αν βέβαια και ο ασθενής είναι σε πνευματική θέση να το ακούσει. Αυτό, που προσπαθούμε να κάνουμε, όμως, είναι να βοηθήσουμε τον ασθενή να ωφεληθεί από την ασθένειά του, κάνοντας χρήσιμες παρατηρήσεις και εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα. Προσπαθούμε να μετουσιώσουμε τον πόνο σε κάτι, που μπορεί να εμπλουτίσει και να δυναμώσει την ψυχή. 

Ερ. Η ασθένεια μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση της ψυχής -«γιατί εγώ, Θεέ μου;»-, και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, και να ενθαρρύνουμε τους αρρώστους.

Απ. Ασφαλώς και θα τους ενθαρρύνουμε. Πρώτα με τη σχετικοποίηση της ασθένειας, ότι είναι κάτι συχνό, συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, κάτι που θεραπεύεται πολύ καλά και, μετά, με την ανάδειξη των πιθανών ωφελημάτων από αυτήν, μέσω ενίσχυσης των υγειών πλευρών που διαθέτει ακόμα και ο πιο άρρωστος άνθρωπος. Θα του υποδείξουμε, ότι η ασθένεια μπορεί και να είναι μια χρήσιμη εμπειρία, μέσω της οποίας θα γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και θα τον καταστήσει ικανό να βοηθήσει άλλους ανθρώπους, που θα βρεθούν σε παρόμοια κατάσταση. Το ζητούμενο δεν είναι να αρνηθούμε την ασθένεια, που θα ήταν να τη φοβηθούμε, αλλά, αναγνωρίζοντάς την, να την εντάξουμε στις εμπειρίες του ατόμου και να την αξιοποιήσουμε με τρόπο ωφέλιμο. Εσείς έχετε ακόμα ένα πλεονέκτημα σε σχέση με μας, κατά κανόνα γνωρίζετε αυτούς τους ανθρώπους πριν να ασθενήσουν. Επομένως, θα τους στηρίξετε, θυμίζοντας τους πώς ήταν πριν, ότι μπορούν να ξαναγίνουν καλά, ότι η ασθένεια δεν τους κάνει χειρότερους ανθρώπους. Και βέβαια, όχι λιγότερο υπεύθυνους. Βοηθούμε, όταν υπενθυμίζουμε, με τρόπο όχι ενοχοποιητικό, τις ευθύνες που έχουν απέναντι στην οικογένειά τους, τους βάζουμε στην ίδια θέση με όλους τους άλλους, τους ξανασυνδέουμε με το σύνολο. Μπορούμε να κάνουμε πολλά, αν δεν φοβηθούμε την ασθένεια.

Ερ. Υπάρχουν και εκείνοι, που δεν θέλουν να δουν γιατρό, αρνούνται την ιατρική βοήθεια.

Απ. Πάντοτε θα υπάρχουν και αυτοί. Δυστυχώς, θα υπάρχουν πάντα ορισμένοι, για τους οποίους δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτε, εκτός, ίσως, από την υποχρεωτική νοσηλεία, αν υπάρχει εμφανής επικινδυνότητα. Αν, όμως, είναι συνεννοήσιμοι, τότε δείτε τους εσείς περισσότερο,  πείτε τους να έρχονται πιο συχνά.

Ερ. Να τους επισκεπτόμαστε στο σπίτι τους…

Απ. Αυτό θα ήταν ευχής έργον, ένα ακόμα πλεονέκτημα, που έχετε απέναντί μας, η ευχέρεια να επισκεφθείτε, που δεν έχουμε εμείς. Δείτε τους στο σπίτι τους, με την οικογένειά τους. Πλαισιώστε τους! Το χρειάζονται αυτό!

Σύντομο βιογραφικό του ομιλητή

Ο κ. Γιάννης Κιτρομηλίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1958. Οι γονείς του ήταν φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί, ο Μίκης και η Μάγδα.

Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1976 και, μετά τη στρατιωτική θητεία, σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Στη συνέχεια εργάστηκε σαν Αγροτικός γιατρός στον νομό και στο νοσοκομείο Πρεβέζης.

Από το 1986 μέχρι το 1991 ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική στο Μομπελιέ της Γαλλίας και από το 1992 ασκεί ιδιωτικά την Ψυχιατρική στη Λευκωσία. Παράλληλα ασκεί την Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία, στην οποία εκπαιδεύτηκε από το 1993 μέχρι το 2000 με την Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου, και είναι μέλος της Κυπριακής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.

Στοιχεία επικοινωνίας: Ιατρείο: Αννης Κομνηνής 29, Λευκωσία 1061. Τηλ. 22 756029.

Η κατάθλιψη και η αντιμετώπισή της

Η κα Αγάθη Βαλανίδου

Εισήγηση στην Ζ΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους  (2013-2014)

Ομιλητής: Δρ. Αγάθη Βαλανίδου, Ψυχίατρος

Η κα Αγάθη Βαλανίδου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Κυρίες και κύριοι,

Αρχίζοντας τη σημερινή μου εισήγηση, που είναι αφιερωμένη στην ψυχική διαταραχή της κατάθλιψης και τους τρόπους αντιμετώπισής της, θα ήθελα ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι: Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια, που αντιμετωπίζεται, αλλά αντιμετωπίζεται καλύτερα, όταν αντιμετωπίζεται έγκαιρα.

Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή, που εμφανίζεται συχνότερα. Ένα στα δέκα άτομα θα νοσήσει από κατάθλιψη κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του. Από επιδημιολογικές έρευνες, υπολογίζεται ότι το 6% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, που έχει επεξεργαστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα του ΟΗΕ, με βάση το δείκτη  βαρύτητας που μετρά τη συνολική επιβάρυνση στην προσωπική επαγγελματική και κοινωνική ζωή, πέντε από τις δέκα αρρώστιες με τον υψηλότερο δείκτη είναι ψυχικές. Η κατάθλιψη καταλαμβάνει σήμερα την τέταρτη θέση και υπολογίζεται ότι θα αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση της κατάταξης μέχρι το 2020.            

Το ψυχικό τούτο νόσημα εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, τους διαζευγμένους και τους κατοίκους αγροτικών περιοχών. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Έχει διαπιστωθεί, ότι στη διάρκεια της ζωής τους στο 20% των γυναικών και στο 12% των ανδρών θα εμφανιστεί καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ το 10% των γυναικών και μόλις το 5,8% των ανδρών θα νοσήσουν μέσα σε ένα έτος. Παρά τις βιολογικές συνιστώσες στην αιτιολογία της κατάθλιψης και τις ορμονικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, πιστεύεται ότι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και τα διαφορετικά στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (τοκετοί, ανατροφή παιδιών), στα οποία εκτίθενται οι γυναίκες, διαμορφώνουν τα ποσοστά αυτά.

Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν αναγνωρίζονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία, ενώ 10% περίπου των καταθλιπτικών ασθενών αυτοκτονούν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προβλέπει ότι μέχρι το έτος 2020 η κατάθλιψη θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προσβάλλοντας πιθανόν περισσότερο από το 25% του πληθυσμού και μέχρι τότε, η βαριά κατάθλιψη θα αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο αίτιο θανάτου και ανικανότητας, αν και η κατάθλιψη είναι θεραπεύσιμη.        

Η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία (από 15-70 χρονών), η έναρξή της, όμως, τοποθετείται συνήθως στη μέση ηλικία.

Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην εφηβική ηλικία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή. Τα καταθλιπτικά επεισόδια, που συναντούμε σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες, έχουν ενοχοποιηθεί για την αυξημένη χρήση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.

Η βαρύτητα της νόσου ποικίλλει. Τα επεισόδια που αναδύονται κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά. Μπορεί να εμφανιστεί ένα και μοναδικό επεισόδιο ή η νόσος να μεταπέσει σε χρόνια ή υποτροπιάζουσα μορφή.               

Με τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα, η κατάθλιψη είναι μια νόσος που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, μόνο το 10-25% των ασθενών υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή. Η πολυμορφία, με την οποία εμφανίζεται, η άτυπη πολλές φορές συμπτωματολογία της, η ικανότητά της να υποδύεται και να μιμείται οποιαδήποτε νόσο, ξεγελούν πολλές φορές τους μη ειδικούς ιατρούς, με αποτέλεσμα μόνο στο 50% των ασθενών να γίνεται σωστή διάγνωση από τους γενικούς ιατρούς.

Επιπλέον, η προκατάληψη και ο στιγματισμός, που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές, αποθαρρύνουν ή αποτρέπουν τους πάσχοντες να απευθυνθούν στους ειδικούς. Γι’ αυτό τον λόγο συχνά δεν αναγνωρίζεται (διαγιγνώσκεται) και δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά μια νόσος, που μπορεί να επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή του ατόμου (κατάχρηση ή εξάρτηση από ουσίες, πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων), όπως, επίσης, στις οικογενειακές σχέσεις και στις επαγγελματικές του δραστηριότητες.  

Προεξάρχει, βεβαίως, πέραν των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Η κατάθλιψη είναι η νόσος που, συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ένας στους δέκα ασθενείς επιλέγει την αυτοχειρία ως λύση στον ψυχικό πόνο που τον κατακλύζει και τα αδιέξοδα που θεωρεί ότι τον περιβάλλουν.

Πιο συγκεκριμένα στοιχεία, για την εμφάνιση της κατάθλιψης

Φύλο: Οι γυναίκες διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σύγκριση με τους άνδρες, χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία. Οι γυναίκες εμφανίζουν κατάθλιψη δύο φορές σχεδόν πιο συχνά απ’ ότι οι άνδρες. Η διαφορά αυτή δεν έχει πλήρως εξηγηθεί. Κατ’ αρχήν, ένα μέρος της μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι οι γυναίκες μπορεί να παραδέχονται πιο εύκολα από τους άνδρες τα καταθλιπτικά τους συμπτώματα στις σχετικές εργασίες. Η διαφορά όμως είναι αρκετά μεγάλη και έτσι πιστεύεται ότι συνδυασμός βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων συμβάλλει στη μεγαλύτερη συχνότητα.

Κοινωνική – οικονομική κατάσταση: Τα ποσοστά κατάθλιψης μειώνονται ελαφρά, όσο αυξάνεται το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο. Οι περισσότερο σοβαρές μορφές συσχετίζονται επίσης με την κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση, αν και δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς αν η κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση ευθύνεται για την κατάθλιψη ή η κατάθλιψη οδηγεί στην κατώτερη  κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Σήμερα, σε καιρούς οικονομικής κρίσης, η ανεργία και η μείωση των απολαβών συμβάλλουν πολύ στην εμφάνιση της κατάθλιψης.

Οικογενειακό ιστορικό: Η κατάθλιψη είναι δύο ή τρεις φορές πιο συχνή σε οικογένειες καταθλιπτικών ασθενών.

Διαζευγμένοι: Οι χωρισμένοι ή διαζευγμένοι έχουν τριπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη απ’ ότι οι παντρεμένοι. Οι διαζευγμένοι άνδρες φαίνεται πως διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις διαζευγμένες γυναίκες.

Ηλικία: Ο κίνδυνος της κατάθλιψης εθεωρείτο πως αυξάνεται με την ηλικία, αλλά πρόσφατες μελέτες δείχνουν σήμερα ότι όλες οι ηλικίες είναι επιρρεπείς για την εμφάνισή της. Η κατάθλιψη φαίνεται να είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους, αν και συχνά δεν ανιχνεύεται και δεν υποβάλλεται σε θεραπεία σε αυτή την ομάδα ασθενών. Η κατάθλιψη των ηλικιωμένων σχετίζεται επίσης με μακρύτερη χρονική διάρκεια και σημαντικότερο κίνδυνο υποτροπής και αυτοκτονίας. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν περισσότερα σωματικά  συμπτώματα, όπως  κόπωση, δυσκοιλιότητα και απώλεια βάρους παρά θλίψη. Οι διαταραχές μνήμης είναι επίσης συνηθισμένες και συχνά αποδίδονται εσφαλμένα σε σωματική νόσο, άνοια («ψευδοάνοια») ή τη γήρανση. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν,  ότι η κατάθλιψη είναι δύο φορές πιο συχνή σε άτομα που υποφέρουν από σωματικές παθήσεις.          

Παιδιά: Τα τελευταία  χρόνια αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, πως η κατάθλιψη προσβάλλει συχνά παιδιά και εφήβους, σε ποσοστό 2% έως 5%. Ο ίδιος αριθμός κοριτσιών και αγοριών υποφέρουν από κατάθλιψη ως παιδιά, κατά τη διάρκεια όμως της εφηβείας ο αριθμός των κοριτσιών που παρουσιάζει κατάθλιψη διπλασιάζεται. Τα παιδιά χωρισμένων γονιών, αυτά έχασαν τον ένα γονιό πρόωρα στη ζωή τους και τα παιδιά που υποφέρουν από εγκατάλειψη είναι περισσότερο ευάλωτα στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη κατά την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε κακή επίδοση στο σχολείο, κακές σχέσεις με τους υπόλοιπους και κατάχρηση ουσιών.

Τι εννοούμε με τον όρο «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική

Ο όρος «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική υποδηλώνει μια συγκεκριμένη νόσο, δηλαδή μια διαταραχή, η οποία προκαλεί ένα συνδυασμό συμπτωμάτων, που δεν συναντάται σε άλλη νόσο (οι γιατροί συνηθίζουν να ονομάζουν αυτούς τους συνδυασμούς συμπτωμάτων, που εμφανίζονται μαζί πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα περίμενε κανείς μόνο από τύχη, ως σύνδρομα). Ένα από τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου της Κατάθλιψης είναι και η άσχημη διάθεση, και γι’ αυτό το σύνδρομο ονομάστηκε έτσι. Δεν είναι όμως το μοναδικό, ενώ μερικές φορές μπορεί και να απουσιάζει. Σαν αρρώστια, η Κατάθλιψη έχει κάποιους προδιαθεσικούς και αιτιολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, μια συγκεκριμένη πορεία, πρόγνωση και θεραπεία.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος και της κλινικής κατάθλιψης;

Είδαμε πιο πριν, ότι ένα από τα συμπτώματα της Κατάθλιψης είναι και το καταθλιπτικό συναίσθημα. Η διαφορά αυτού του συναισθήματος από το φυσιολογικό είναι ότι στην Κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση και είναι μόνιμο. Δεν επηρεάζεται από τις καταστάσεις που ζει ο ασθενής, π.χ., ο ασθενής δεν θα γελάσει και δεν θα αισθανθεί παροδικά καλύτερα, όταν συμβεί κάτι χαρούμενο. Επίσης, στην κατάθλιψη το συναίσθημα μπορεί να είναι χειρότερο το πρωί σε σχέση με το βράδυ, ενώ στους φυσιολογικούς ανθρώπους, που απλά νιώθουν στενοχωρημένοι, η διάθεση είναι συνήθως καλύτερη όταν σηκώνονται το πρωί.

Πόσο συχνή είναι η Κατάθλιψη;

Από έρευνες, που έχουν γίνει, υπολογίζεται ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή 5% του πληθυσμού εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ κατά την διάρκεια ενός έτους 10% του πληθυσμού θα εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους, 20% των γυναικών και 12% των ανδρών εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με κατάθλιψη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τα νούμερα αυτά περιλαμβάνουν όλες τις μορφές κατάθλιψης, από τις ελαφριές μέχρι τις σοβαρές, γι’ αυτό και είναι λίγο ψηλά.

Έχω κατάθλιψη;

Όλοι θα νιώσουμε κατά καιρούς αυτά τα ενοχλήματα. Είναι φυσιολογικό. Αν έχετε διαπιστώσει, όμως, ότι μερικά από τα συμπτώματα που ακολουθούν εμφανίζονται για δύο ή τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο, επισκεφτείτε τον ψυχολόγο σας ή τον ψυχίατρο, για να αξιολογήσει αν έχετε κατάθλιψη.

Συμπτώματα της κατάθλιψης

α. Αλλαγή στη διάθεση

Νιώθετε συνεχώς λυπημένος, απογοητευμένος, απελπισμένος, άκεφος. Δακρύζετε με το παραμικρό, εκνευρίζεστε εύκολα. Είστε ανήσυχος, αγχωμένος, χωρίς πολλές φορές να ξέρετε το γιατί. Σας απασχολούν μικροπράγματα, για τα οποία στο παρελθόν θα αδιαφορούσατε. Δεν χαίρεστε, δεν απολαμβάνετε πια δραστηριότητες και χόμπι που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Τίποτα δε σας ευχαριστεί, «σαν να στέρεψε η χαρά της ζωής».

β. Αλλαγές στη σωματική ευεξία

Δυσκολεύεστε να κοιμηθείτε, ξυπνάτε συχνά τη νύχτα ή πολύ νωρίς το πρωί ή έχετε υπερβολική υπνηλία στη διάρκεια της μέρας. Η όρεξή σας και το βάρος έχουν μειωθεί, κάποιες φορές όμως μπορεί και να αυξηθούν. Έχετε πονοκεφάλους και ναυτία, ζαλάδες, πόνους στα πόδια, στα χέρια. Δεν έχετε επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις. Όταν ξυπνάτε το πρωί, δεν νοιώθετε την ευεξία που επιφέρει ο ύπνος. Νοιώθετε νευριασμένος και κουράζεστε εύκολα. Δραστηριότητες, που πριν λίγο καιρό τις πραγματοποιούσατε εύκολα, τώρα σας φαίνονται «βουνό». Πολλές φορές δεν έχετε διάθεση να σηκωθείτε από το κρεβάτι.

γ. Αλλαγές στον τρόπο σκέψης

Όλα σας φαίνονται μάταια. Κατακλύζεστε από ιδέες ενοχής, τα βάζετε με τον εαυτό σας, νιώθετε ότι δεν αξίζετε, νιώθετε μόνος, αβοήθητος, εγκλωβισμένος σε αδιέξοδα. Το μέλλον σας τρομάζει, φαντάζει ζοφερό και απειλητικό. Νιώθετε τη σκέψη σας σαν να μη λειτουργεί. Δυσκολεύεστε να συγκεντρωθείτε, με πολύ κόπο ανακαλείτε πληροφορίες που προσφάτως έχετε δεχθεί. Σκέπτεστε μόνο τις δυσάρεστες πτυχές των πραγμάτων και τις διογκώνετε.

δ. Αλλαγές στην καθημερινότητα

Δεν επιθυμείτε, πλέον, τη συναναστροφή με ανθρώπους που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Δεν έχετε διάθεση να μιλήσετε. Όλα μοιάζουν πληκτικά, ανιαρά, χωρίς νόημα. Κλείνεστε στο σπίτι. Αδιαφορείτε για την προσωπική σας υγιεινή, δεν μεριμνάτε για την εμφάνισή σας.

Έντονη θλίψη ή Κατάθλιψη;

Αρνητικά αισθήματα θλίψης, στενοχώριας και απογοήτευσης είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Αισθανόμαστε απογοήτευση μετά από μια αποτυχία ή θλίψη μετά από ένα χωρισμό ή μια απώλεια. Τα αρνητικά αυτά αισθήματα είναι φυσιολογικά και δεν επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε στις καθημερινές μας υποχρεώσεις. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι είναι και χρήσιμα, στο βαθμό που μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Η θλίψη μας σκληραγωγεί και μας εκπαιδεύει, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε δυναμικά τις αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν αργότερα στη ζωή μας. Η αυτογνωσία, που προκύπτει μέσα από τις αρνητικές εμπειρίες, μας βοηθά να  κάνουμε προσπάθειες να αλλάξουμε τον εαυτό μας, ώστε να αποφεύγουμε στο μέλλον τις αρνητικές συνέπειες των ανώριμων συμπεριφορών. Όταν η θλίψη, αντί να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται πιο έντονη και διαρκεί περισσότερο από δύο εβδομάδες, εμποδίζοντας τις φυσιολογικές δραστηριότητες της ομαλής ζωής, όπως είναι η δουλειά, η διατροφή, ο ύπνος και οι στενές μας σχέσεις, τότε είναι πιθανόν να υποφέρουμε από κατάθλιψη και να χρειαζόμαστε τη βοήθεια κάποιου ειδικού για να την αντιμετωπίσουμε. Αυτό που χαρακτηρίζει την κατάθλιψη δεν είναι η παρουσία των αρνητικών αισθημάτων, αλλά η μεγάλη ένταση και η μακρά τους διάρκεια.

Η κατάθλιψη σε κάνει… αδύναμο!

Το πρόβλημα είναι ότι, όταν υποφέρουμε από κατάθλιψη, αισθανόμαστε ότι τίποτε δεν μπορεί να μας παρηγορήσει. Ακόμη και όταν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ανεβάσει τη διάθεσή μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Η γνώση από μόνη της δεν μπορεί να μας ελευθερώσει. Ξέρουμε, αλλά δεν μπορούμε. Οι συμβουλές που μας δίνουν τα αγαπημένα μας άτομα είναι περιττές και μάταιες. Ακόμη και όταν συμφωνούμε μαζί τους, ότι όλα όσα μας προτείνουν θα μπορούσαν πράγματι να μας φτιάξουν τη διάθεση, νιώθουμε ότι μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι που θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Αυτό που νιώθουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η αδυναμία μας να επιθυμήσουμε κάτι, να εμπνευσθούμε από κάτι, να ενδιαφερθούμε για κάτι. Σαν να έχει αρρωστήσει μέσα μας ο ψυχικός μηχανισμός, που μας βοηθά να δημιουργούμε δεσμούς νοήματος με την πραγματικότητα. Έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιθυμούμε και να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, αλλά δεν νιώθουμε να μας ενδιαφέρει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας αρέσει, αλλά δεν μας αρέσει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που οι άλλοι θέλουν από εμάς, αλλά δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε. Και δεν μπορούμε ούτε να ελπίσουμε, ότι σε λίγο καιρό θα νιώθουμε καλύτερα. Έχουμε χάσει την ελπίδα ή καλύτερα η ελπίδα έπαψε να λειτουργεί μέσα μας. Η κατάθλιψη δεν επιτρέπει στην παρούσα φάση της ζωής μας να ελπίζουμε. Δεν υπάρχει μέσα μας η ελπίδα, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τη θεραπευτική αλλαγή. Ακριβώς επειδή έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιδιώκουμε αυτό που είναι ωφέλιμο για εμάς και για τους άλλους, νιώθουμε ενοχές και κατηγορούμε τον εαυτό μας για όσα δεν μπορούμε να καταφέρουμε. Είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στην αδυναμία και την ενοχή. Νιώθουμε κατώτεροι, μειωμένοι, ανάξιοι, άχρηστοι. Είναι όμως αδύνατο να ελευθερωθούμε από την παγίδα της κατάθλιψης μόνο με τις δικές μας συνειδητές προσπάθειες. Όσο περισσότερο προσπαθούμε, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Εφόσον δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και όλες οι προσπάθειες που κάνουμε επιβαρύνουν τη θέση μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδεχτούμε όσο πιο φιλικά γίνεται αυτή την αδυναμία. Αντί να προσπαθούμε βίαια να αλλάξουμε τον εαυτό μας, να συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε, με αυτό που νιώθουμε και με αυτό που μπορούμε. Η θλίψη θα μειωθεί και θα φύγει από πάνω μας, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς θα γίνει αυτό. Η θεραπευτική μας πορεία θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Κάθε στιγμή κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Δεχόμαστε όμως ήσυχα και την αδυναμία μας. Ζούμε μαζί της. Συμβιώνουμε όσο πιο αρμονικά γίνεται με την κατάθλιψή μας, μέχρι να απαλλαγούμε από αυτήν. Δεν μας αρέσει η κατάθλιψη, αλλά καταλαβαίνουμε ότι είναι μάταιο να την πολεμούμε δυναμικά, αφού άλλωστε στην παρούσα φάση της ζωής μας αυτό που μας λείπει είναι η δύναμη, η αποφασιστικότητα και η αγωνιστικότητα.

Μερικοί Μύθοι και Αλήθειες σχετικά με την Κατάθλιψη

ΜΥΘΟΣ: Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα προκαλούν εθισμό και αλλάζουν την προσωπικότητα.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση και εθισμό ούτε αλλάζουν την προσωπικότητα. Όταν η θεραπεία έχει ολοκληρωθεί, ο ασθενής, με την καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού, μπορεί να διακόψει τα φάρμακα, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα.

ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος, που έχει κατάθλιψη, κάνει απλά υπομονή και περιμένει, η νόσος θα περάσει.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί να μην υποχωρήσει από μόνη της. Σε κάποιους ασθενείς διαρκεί χρόνια, αν δεν αντιμετωπιστεί. Η κατάθλιψη, στις σοβαρότερες τουλάχιστον μορφές της, είναι μια βιολογική νόσος, που απαιτεί βιολογικά μέσα -φάρμακα- για να αντιμετωπιστεί.

ΜΥΘΟΣ: Μόνο οι ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής (αυτοκτονίας) χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η φαρμακευτική αγωγή δεν απευθύνεται μόνο στους ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής. Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βοηθήσουν όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν να γίνουν καλά, να ζουν τη ζωή τους με τον τρόπο που επιθυμούν και να την απολαμβάνουν.

ΜΥΘΟΣ: Η κατάθλιψη εκδηλώνεται πάντα ως αντίδραση σ’ ένα τραυματικό ή δυσάρεστο γεγονός της ζωής, όπως το διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή η απώλεια της εργασίας.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί, πράγματι, να πυροδοτείται από δυσάρεστα ή τραυματικά γεγονότα ζωής, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Στην αιτιολογία της εμπλέκονται και βιολογικοί συντελεστές, όπως η διαταραχή της ισορροπίας βιοχημικών ουσιών του εγκεφάλου, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές.

ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος δεν καταφέρει να συνέλθει από την κατάθλιψη, αυτό σημαίνει ότι είναι αδύναμος χαρακτήρας.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη δεν υποδηλώνει ότι κάποιος είναι αδύναμος χαρακτήρας. Αντιθέτως, σε κάποιες μορφές της προσβάλλονται οι εξωστρεφείς, συμπαθείς, συνεπείς και δημιουργικοί συνάνθρωποί μας, άτομα, δηλαδή, με σταθερή, υγιή και λειτουργική προσωπικότητα.

Παράγοντες εμφάνισης

Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό αίτιο, που θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση των καταθλιπτικών επεισοδίων. Η κατάθλιψη είναι μια νόσος πολυπαραγοντική και οφείλεται στην αλληλεπίδραση γενετικών, βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Οι βαρύτερες μορφές της προκαλούνται κυρίως από βιολογικούς παράγοντες, ενώ οι ηπιότερες από ψυχοκοινωνικούς.

α. Γενετικοί Παράγοντες

Οι επιδημιολογικές έρευνες, που έχουν γίνει σε οικογένειες και διδύμους, καθώς και οι μελέτες υιοθεσίας, κατέδειξαν ότι ο κίνδυνος νόσησης (η πιθανότητα δηλαδή να νοσήσει κάποιος) από κατάθλιψη είναι: Για τους συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά) περίπου τριπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς δευτέρου βαθμού (παππούδες, εγγόνια, θείοι, ανήψια, ετεροθαλή αδέλφια) διπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς τρίτου βαθμού (πρώτα ξαδέλφια) ελαφρώς αυξημένος, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Η επικρατέστερη σήμερα άποψη είναι, ότι κληρονομείται μια ευαισθησία (ευαλωτότητα) για τη νόσο, η οποία θα εκδηλωθεί, εάν επιδράσουν ψυχοκοινωνικοί στρεσσογόνοι παράγοντες.

β. Βιολογικοί Παράγοντες

Από τη δεκαετία του ’50, ήδη, έχουν προκύψει από ερευνητικά δεδομένα ισχυρές ενδείξεις, που κατοχυρώνουν τον ρόλο ουσιών, των νευροδιαβιβαστών, στην αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης. Οι νευροδιαβιβαστές είναι βιοχημικές ουσίες, μέσω των οποίων επικοινωνούν τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιασθεί στους νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και νοραδρεναλίνη, και διαπιστώθηκε ότι στην κατάθλιψη τα νευροδιαβιβαστικά αυτά συστήματα υπολειτουργούν. Ο μηχανισμός δράσης, άλλωστε, των περισσότερων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, τα οποία δρουν ενισχύοντας τη νευροδιαβίβαση που επιτελείται μέσω της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης, έρχεται να συμφωνήσει με την υπόθεση αυτή. Επίσης, μερικές μη ψυχιατρικές νόσοι του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (Κ.Ν.Σ.), όπως η νόσος του Parkinson, η επιληψία, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οι όγκοι, που επηρεάζουν τη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου οι οποίες ρυθμίζουν το συναίσθημα, εκδηλώνονται με καταθλιπτικά συμπτώματα. Ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός, νόσος του Cushing), λοιμώδη και αυτοάνοσα νοσήματα (πνευμονία, λοιμώδη μονοπυρήνωση, φυματίωση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, AIDS), αναιμίες, καθώς και όγκοι του γαστρεντερικού (π.χ. καρκίνος της κεφαλής του παγκρέατος), εκδηλώνονται επίσης με καταθλιπτικά συμπτώματα. Αρκετές εξαρτησιογόνες ουσίες (ιδιαίτερα η κοκαΐνη και το αλκοόλ) και φάρμακα (αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά, αντιυπερτασικά, κυτταροστατικά, ορμόνες και νευρολογικά) μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη.

γ. Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες

Από ερευνητικά δεδομένα προκύπτει, ότι οι τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της ζωής, ιδιαίτερα η στέρηση των γονέων, η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τον γονεϊκό ρόλο, οι συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις, η έκθεση σε σωματική ή φυσική βία, καθιστούν το άτομο επιρρεπές στο να αναπτύξει κατάθλιψη στο μέλλον. Τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής είναι δυνατόν να δράσουν ως εκλυτικοί παράγοντες σε άτομα με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες ή σε άτομα εκτεθειμένα σε χρόνιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, οι οποίες συνιστούν προδιαθεσικούς -για την εμφάνιση της κατάθλιψης- παράγοντες. Τέτοια γεγονότα είναι αυτά που εκλαμβάνονται από το άτομο ως απειλητικά και επικίνδυνα, εκείνα που συνδέονται με απώλειες (π.χ. χωρισμός) και εκείνα που αποτυπώνουν δυσαρμονία στις σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Ο τρόπος, τέλος, με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, αντιλαμβάνονται και αναπαριστούν τον κόσμο και την πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, να επιδεινώσει την συμπτωματολογία της και να επιμηκύνει τη διάρκειά της.

Η κατάθλιψη είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που μπορεί να επηρεάσει άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων. Το βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης είναι το επίμονο και διαρκές συναίσθημα θλίψης, η ευερεθιστότητα και η απουσία ενδιαφέροντος ή ικανοποίησης από οποιαδήποτε δραστηριότητα. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων που επηρεάζουν την όρεξη, τον ύπνο, τα επίπεδα δραστηριότητας και συγκέντρωσης, την αυτοπεποίθηση του ατόμου και την εικόνα του για τον εαυτό του. Η κλινική κατάθλιψη είναι πολύ διαφορετική από το αίσθημα κακής διάθεσης ή από τα αισθήματα λύπης ή πένθους, που συνήθως συνοδεύουν την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Η κατάθλιψη δεν οφείλεται σε προσωπική αδυναμία του ατόμου, ούτε σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για μια ψυχική ασθένεια, που επηρεάζει όλο το σώμα και έχει αντίκτυπο στον τρόπο που ένα άτομο αισθάνεται, σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Τα παιδιά και οι έφηβοι με κατάθλιψη είναι συνήθως θλιμμένα, ενώ σε γενικές γραμμές βιώνουν την ασθένεια με παρόμοιο τρόπο με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Η κατάθλιψη, που δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη σχολική αποτυχία, την κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, αλλά και την αυτοκτονία.

Στοιχεία για την κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους

Περίπου 2-3% των παιδιών μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους είναι το ίδιο αποτελεσματική με την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ενήλικες. Η κατάθλιψη κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι κληρονομική, αν και τα βιώματα του κάθε παιδιού μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Όσο μικρότερο είναι το παιδί κατά την έναρξη της νόσου, τόσο πιο δύσκολη είναι η πρόγνωση.

Παράγοντες κινδύνου

Τα παιδιά που βρίσκονται σε κατάσταση έντονου στρες, που έχουν βιώσει μια σημαντική απώλεια, έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη. Η εφηβεία είναι ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια. Τα παιδιά, που εμφανίζουν κλινική κατάθλιψη, συνήθως προέρχονται από οικογένειες με ιστορικό κατάθλιψης.

Επιπτώσεις

 Τα παιδιά που έχουν περάσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, είναι πολύ πιθανό στα επόμενα πέντε χρόνια να εμφανίσουν ένα δεύτερο επεισόδιο. Η κατάθλιψη στην παιδική ηλικία μπορεί να προοιωνίζει σοβαρότερες καταστάσεις κατά την ενήλικη ζωή. Η κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους είναι συνδεδεμένη με τον αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.

Πως η κατάθλιψη επηρεάζει την οικογένεια και πως η οικογένεια επηρεάζει την κατάθλιψη

Φαίνεται πως είναι πιο πιθανό να υπάρχει σχέση μεταξύ του πόσο ευάλωτο είναι το καταθλιπτικό άτομο και της σταθερότητας της οικογένειας. Σε περίπτωση που η οικογένεια αντιμετωπίζει προβλήματα και ταυτόχρονα υπάρχουν μέλη στην οικογένεια που αντιμετωπίζουν ψυχικές ή σωματικές διαταραχές, τότε η κατάθλιψη πιθανόν να χειροτέρευσει η να αργήσει να ξεπεραστεί. Επομένως η επίδραση είναι μια αρνητική ανατροφοδότηση, όπου η τρωτότητα του ατόμου και τα οικογενειακά προβλήματα τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Η κάθε οικογένεια έχει διάφορους βαθμούς προσαρμοστικότητας. Κάποιες προσαρμόζονται καλά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες με επιτυχία. Η δυνατότητα να προσαρμόζονται επηρεάζεται από διάφορες συνθήκες, όπως οι κοινωνικο-οικονομικές πηγές της, η σύνθεση της οικογένειας, η διαθεσιμότητα κοινωνικής υποστήριξης, η παρουσία ή η απουσία άλλων ψυχικών ή σωματικών ασθενειών και η κατάσταση της οικογένειας την κάθε στιγμή. Αν η οικογένεια μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, η καταθλιπτική φάση μπορεί να διαρκέσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μπορεί το επεισόδιο να είναι παρατεταμένο και να συμβαίνουν πολλές υποτροπές, εξασθενώντας ακόμα πιο πολύ την αποτελεσματικότητα της οικογένειας, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.

Τι συμβαίνει στην οικογένεια, όταν κάποιο μέλος παρουσιάσει κατάθλιψη; Όταν υπάρχει μια ασθένεια σωματική, αργά ή γρήγορα θα γίνει φανερό πως κάτι δεν πάει καλά. Η διαφορά με την κατάθλιψη είναι πως συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή. Ένα επεισόδιο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως απλή φάση που θα περάσει, μπορεί να ερμηνευτεί ως προβλήματα στη δουλειά ή στον γάμο. Πολλές φορές το άτομο που περνάει το επεισόδιο δεν καταλαβαίνει και το ίδιο τι συμβαίνει, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση για το άλλο μέρος, καθώς αναρωτιέται για πιο λόγο παρουσιάζεται αυτή η αρνητική, αποτραβηγμένη, ευερέθιστη και ευέξαπτη  στάση. Ταυτόχρονα το άτομο που βιώνει κατάθλιψη προσπαθεί να βγάλει την ημέρα σκεπτόμενο τι κάνει λάθος, πως ο/η σύζυγός του/της θεωρεί πως είναι απαίσια/ος και πως είναι θέμα χρόνου πότε θα θυμώσει. Έτσι, όταν εκφραστεί ο προβληματισμός για τον λόγο της απόμακρης και απαισιόδοξης στάσης, είναι δύσκολο να μην αποτραβηχτεί περισσότερο, αφού επιβεβαιώνεται ο χειρότερος φόβος του/της. Επιπλέον το καταθλιπτικό άτομο πολύ δύσκολα δέχεται υποστήριξη από τον/τη σύζυγό του/της. Όταν έχεις κατάθλιψη, δεν μετράς την αγάπη. Δεν βοηθάει η διαβεβαίωση του/της συζύγου, πως το αγαπάει και το εκτιμά. Αυτό, που σκέφτεται, είναι για ποιον λόγο τα λέει αυτά. Δεν μπορεί να βλέπει πόσο απαίσιο άτομο είμαι και να με αγαπά. Αν παρ´ όλα αυτά πειστεί, τότε αναρωτιέται τι πάει λάθος στον/στη σύζυγο, για να έχει τέτοια άποψη. Το καταθλιπτικό άτομο είναι συνεχώς βυθισμένο στις σκέψεις του βάζοντας την κατάθλιψη ανάμεσα σε εκείνο και τον/τη σύζυγό του. Έχοντας κατάθλιψη, η ικανότητα να σχετιζόμαστε με τους άλλους μειώνεται σημαντικά και η αντίληψη της σχέσης μας διαστρεβλώνεται. Οι έρευνες δείχνουν πως η κόπωση, τα συναισθήματα απελπισίας, συνεχούς ανησυχίας και η απουσία ενδιαφέροντος για κοινωνική ζωή διασπά τη σταθερότητα μιας σχέσης.

Περιέργως η θλίψη δεν είναι κάτι που θα δει κάποιος ως κάτι που επεμβαίνει στις σχέσεις, όπου ένα η περισσότερα άτομα έχουν κατάθλιψη. Στην πραγματικότητα η θλίψη εμφανίζεται στις μισές περιπτώσεις. Στις άλλες μισές το άγχος και η απάθεια κυριαρχούν. Οι καταθλιπτικοί συχνά αγχώνονται υπερβολικά με την υγεία τους ή με τα οικονομικά τους. Από την άλλη, μπορεί να μην νιώθουν τίποτα στην πραγματικότητα, ούτε θετικό ούτε αρνητικό, και να μην νοιάζονται καθόλου. Αυτά τα άτομα απλά παρατηρούν παθητικά από απόσταση τη φθορά των σχέσεων τους.

Από όσα έχουν ειπωθεί έως τώρα, είναι φανερό πως η επίδραση της κατάθλιψης έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μέλη μιας οικογένειας την κατάσταση. Κάποιος ή κάποια, που συνήθως ήταν ευδιάθετος/η και είχε αυτοπεποίθηση, ξαφνικά είναι ευερέθιστος/η και πιο απαισιόδοξος/η. Το άλλο μέλος συχνά αναλαμβάνει την ευθύνη για την καταθλιπτική διάθεση του/της συντρόφου, χωρίς να γνωρίζει με ποιον τρόπο μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη δεν έχουν την ικανότητα να συγκεντρώνονται σε μια σχέση και νιώθουν ανόητοι, ενώ δεν είναι. Δεν είναι τόσο επαρκείς, όσο ήταν, και δεν μπορούν να εκφράσουν τις επιθυμίες τους και τις ανάγκες τους με ακρίβεια. Μπορεί να νιώθουν πως είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι είναι. Όλα αυτά κάνουν τις κοντινές σχέσεις πολύ δύσκολες, καθώς η κατάθλιψη διαλύει την εγγύτητα. Συνήθως τα άτομα με κατάθλιψη ντρέπονται να πουν πως νιώθουν, φοβούμενοι πως θα ακουστούν τρελοί ή κακοί. Νιώθουν ενοχές, που επιβάλλουν στον/στη σύζυγό τους την κατάθλιψή τους, και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος απόσυρσης από τη σχέση. Έτσι η επικοινωνία μεταξύ του ζευγαριού γίνεται προβληματική, ειδικά αναφορικά  με την αυτο-αποκαλυπτική δυνατότητα του καταθλιπτικού μέλους, και μάλιστα όταν το υγιές μέλος αρνείται την ύπαρξη κάποιας τριβής στη σχέση, το μέλος με κατάθλιψη νιώθει ακόμα περισσότερο θυμωμένο, ειδικά όταν υπάρχει επίγνωση της κατάστασης. Τέτοια απόκριση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη καταθλιπτική διάθεση ή σε κάποιο μανιακό ξέσπασμα. Επίσης μπορεί ο θυμός να στραφεί προς τον εαυτό. Αυτή η διαδικασία κάνει πιο δύσκολη την αναγνώριση, την έκφραση και την διαχείριση των συγκρούσεων.

Άλλη μια σοβαρή επίδραση της κατάθλιψης στην οικογένεια αφορά την ικανότητα του μέλους με κατάθλιψη να είναι γονιός. Ενώ είναι πιο “εύκολο” να υπάρξει επέμβαση σε περίπτωση βαριάς κατάστασης, όπου γίνεται επαρκής διάγνωση και θεραπεία, το πρόβλημα είναι εντονότερο σε περιπτώσεις ήπιας καταθλιπτικής διαταραχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ζητείται βοήθεια και γίνεται προσπάθεια από το μέλος να αντιμετωπίσει μόνο του την κατάσταση. Όμως τα παιδιά και ο/η σύντροφος υποφέρουν, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο που συμβαίνει αυτό. Έχοντας αυτό στον νου, ένας γονιός που βρίσκεται σε καταθλιπτική διάθεση χρειάζεται να αναζητήσει βοήθεια. Μάλιστα δεν χρειάζεται να κρύβεται, αλλά να είναι ευθύς και ξεκάθαρος γι᾽ αυτό που συμβαίνει, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία λεπτομερούς ανάλυσης, αλλά και να πει στα παιδιά αυτά που “χρειάζονται” να ακούσουν. Για παράδειγμα, ” είμαι λυπημένος/η, γιατί έχω μια ασθένεια και για την οποία έχω βοήθεια και θα γίνω καλά”. Τα παιδιά έχουν την τάση να παρατηρούν και να προσέχουν την απόσυρση   και την ευέξαπτη, ευερέθιστη διάθεση. Ειδικά ο γονιός, που περνάει περισσότερες ώρες με τα παιδιά, θα έχει και περισσότερες ευκαιρίες να νιώσει έτσι, κάνοντας την κατάσταση αφόρητα δύσκολη για όλους.

Τι συμβαίνει όμως, όταν ένα άτομο με κατάθλιψη δέχεται μια θεραπευτική διαδικασία και ξεκινά τον δρόμο για ανάρρωση; Ξανά εξαρτάται από την οικογένεια. Αν και η κατάσταση βελτιώνεται, η οικογένεια αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα από τις άλλες οικογένειες. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να εντοπίσει κάποιες αιτίες ανάπτυξης ή πρόκλησης της κατάθλιψης. Οι συζυγικοί καβγάδες μπορεί να ενταθούν μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων, αν το υγιές μέλος περιμένει την άμεση επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, κάτι που μπορεί να πάρει αρκετό καιρό. Αν και μπορεί να ακουστεί περίεργο, σε πολλούς ανθρώπους, ειδικά άντρες, η ανάρρωση από κατάθλιψη έχει και θετικά στοιχεία. Οι αναφορές λένε για μια θετική αύξηση στην ευαισθησία στις σχέσεις τους. Η επαφή με τη μοναξιά φαίνεται να επικεντρώνει την προσοχή στα στοιχεία της ζωής που πραγματικά έχουν αξία και στα άτομα που νοιάζονται για τα άτομα που βίωσαν κατάθλιψη. Αυτή η πτυχή έχει σημασία, καθώς δείχνει πως η κατάθλιψη δεν έχει μόνο μόνιμα καταστρεπτική επίδραση στις σχέσεις, αρκεί να γίνει από όλα τα μέλη κατανοητό το τι συμβαίνει και να ζητείται βοήθεια.  

Τι μπορώ να κάνω

Το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε για κάποιο άτομο με κατάθλιψη στον κοντινό σας περίγυρο ή στον ευρύτερο, είναι να τον βοηθήσετε να ζητήσει θεραπεία. Αυτό μπορεί να σημαίνει να τον ενθαρρύνετε να αναζητήσει βοήθεια από κάποιον ειδικό και να παραμείνει στη θεραπεία, όταν την ξεκινήσει. Αυτό επίσης, που μπορείτε να κάνετε, είναι να του προσφέρετε συναισθηματική υποστήριξη, που σημαίνει κατανόηση, υπομονή, στοργή και ενθάρρυνση. Εμπλέξτε το άτομο σε συζητήσεις και δραστηριότητες και, σε περίπτωση που αρνηθεί, επιμείνετε, χωρίς όμως να ασκείτε πίεση. Θυμείστε στο άτομο, ότι με τον καιρό και την κατάλληλη θεραπεία, θα αισθανθεί καλύτερα.

Πριν από δυόμισι χιλιετίες, ο Ιπποκράτης αποκάλεσε την κατάθλιψη μελαγχολία. Σήμερα εκτιμάται ότι παγκοσμίως ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη ξεπερνά τα εκατόν εκατομμύρια. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος δεν την αναχαιτίζουν. Ο πάσχων έχει ανάγκη από ειδικό γιατρό και από τη δέουσα συμπεριφορά των γύρω του, για να ξεπεράσει την “ανηδονία”, δηλαδή την αδυναμία για άντληση ευχαρίστησης, ή το άγχος και τον φόβο, τη λύπη και την ενοχή, τον θυμό και τη ντροπή.

Θεραπεία

Χωρίς θεραπεία, ένα επεισόδιο κατάθλιψης σε νέους ασθενείς διαρκεί κατά μέσο όρο δέκα μήνες (μπορεῖ να εκταθεί από λίγες μέρες έως πολλά χρόνια) και περίπου 2 χρόνια στους ηλικιωμένους. Η θεραπεία είναι σημαντική, όχι μόνο για την υποχώρηση ενός μεμονωμένου επεισοδίου το συντομότερο δυνατό, αλλά και για να προληφθούν μελλοντικά επεισόδια. Πολλοί άνθρωποι, που υπέστησαν ένα επεισόδιο κατάθλιψης, παρουσιάζουν και άλλα επεισόδια (δηλ. υποτροπές). Ο κίνδυνος υποτροπών αυξάνεται με τον αριθμό και τη σοβαρότητα προηγούμενων επεισοδίων.

Η Θεραπεία της κατάθλιψης συνήθως περιλαμβάνει δύο στάδια:

1. Θεραπεία του οξέος σταδίου.

2. Συντήρηση του αποτελέσματος, που επιτεύχθηκε στο στάδιο (1).

Ο στόχος του σταδίου 1 είναι να θεραπεύσει τα συμπτώματα της κατάθλιψης, έτσι ώστε ο ασθενής να αρχίσει πάλι να νιώθει καλά και να ξαναγυρίσει στις συνηθισμένες του δραστηριότητες. Συνήθως αυτό το στάδιο, όταν χρησιμοποιείται φαρμακευτική θεραπεία, κρατάει περίπου ένα μήνα.    Έρευνες έδειξαν, ότι οι ασθενείς που σταματούν τη θεραπεία στο στάδιο 1 έχουν μεγάλη πιθανότητα υποτροπής τους στους αμέσως επόμενους μήνες. Αντίθετα, αυτοί που συνεχίζουν τη θεραπεία και στο στάδιο 2, θεωρείται ότι θεραπεύονται από το παρόν επεισόδιο κατάθλιψης. Η συνέχιση αυτή της θεραπείας συνήθως εκτείνεται από 3-6 μήνες. Μερικοί ασθενείς, που παθαίνουν συχνά επεισόδια κατάθλιψης στη ζωή τους, μπορεί να ωφεληθούν από τη συνεχή χορήγηση αντικαταθλιπτικής θεραπείας. Έχει βρεθεί, ότι εάν κάποιος έχει ιστορικό τουλάχιστον τριών διαφορετικών επεισοδίων κατάθλιψης στη ζωή του, τότε μπορεί να ωφεληθεί από τη χρόνια προληπτική θεραπεία, με μεγάλες πιθανότητες να μην ξαναπάθει επεισόδιο στη ζωή του.

Είδη θεραπείας

Οι κύριοι τύποι θεραπείας, που υπάρχουν για την κατάθλιψη, είναι οι εξής :

1. Ψυχοθεραπεία

2. Αντικαταθλιπτική φαρμακευτική θεραπεία

3. Συνδυασμός φαρμακευτικής θεραπείας και ψυχοθεραπείας

4. Άλλες θεραπείες (κυρίως Ηλεκτροσπασμοθεραπεία)

Για τις σοβαρές μορφές κατάθλιψης η φαρμακευτική θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική. Η ψυχοθεραπεία μόνη της δεν έχει δοκιμαστεί σε τέτοιες μορφές.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς

Αν οι γονείς ή άλλα ενήλικα πρόσωπα στη ζωή του παιδιού ή του εφήβου υποψιάζονται την ύπαρξη κατάθλιψης, θα πρέπει να αναζητήσουν εξειδικευμένη βοήθεια. Η κατάθλιψη θεραπεύεται. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά είναι πολύ σημαντική. Η διάγνωση γίνεται μέσα από την εκτίμηση του παιδιού και της οικογένειάς του και με τη βοήθεια ψυχολογικών tests. Γενικότερα, η συνεργασία της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη και αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στο παιδί. Πολλές φορές, το παιδί εκφράζει με την κατάθλιψη το πρόβλημα που υπάρχει στην οικογένεια, στο ζευγάρι των γονιών ή στα αδέλφια του. Είναι, επομένως, πολύ σημαντική η διαγνωστική εκτίμηση όλης της οικογένειας, εάν αυτό είναι εφικτό, ή η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για τις συνθήκες, τις σχέσεις και τη δυναμική της οικογένειας. Συχνά, η αναζήτηση βοήθειας και η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση του ζευγαριού των γονιών έχει τη δύναμη να θεραπεύει την κατάθλιψη του παιδιού. Η αλλαγή των στάσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών μέσα στην οικογένεια, μέσω οικογενειακών συναντήσεων με ειδικούς ψυχοθεραπευτές (θεραπεία οικογένειας), είναι καθοριστικής σημασίας.

 Η ατομική ψυχοθεραπεία του παιδιού μπορεί να έχει επίσης καλά αποτελέσματα. Καινούργιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η παιγνιοθεραπεία (play therapy), μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να επεξεργαστεί τα καταθλιπτικά συναισθήματα μέσα από το παιχνίδι. Φαρμακευτική αγωγή δίνεται σπάνια στα παιδιά, σε πολύ σοβαρές μορφές κατάθλιψης, που συνήθως συνυπάρχουν με οργανικά αίτια (άλλες ασθένειες).

——————–

Σύντομο βιογραφικό της κ. Αγάθης Βαλανίδου

Κατάγεται από τη Μόρφου. Είναι έγγαμος, παντρεμένη με τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο, κ.-Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και μητέρα 5 παιδιών.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική.
Ψυχίατρος από το 1998, διορισμένη στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
Από το 2011 είναι Βοηθός Διευθύντρια Κλινικής /Τμήματος, Υπεύθυνη Νοσοκομείου Αθαλάσσας.

Γενικὴ εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία

Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Εἰσήγηση στὴν Θ΄ συνάντηση τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2013-2014)
Θ΄ Συνάντηση (27.05.2014)
 
Ὁμιλητής: Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
 
Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Πανιερώτατε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Πρὶν εἰσέλθουμε στὸ καθαυτὸ θέμα τῆς ἀποψινῆς μας εἰσήγησης, ποὺ εἶναι μία γενικὴ εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία, θεώρησα καλὸ νὰ ἐνδιατρίψουμε πρῶτα μὲ συντομία γύρω ἀπὸ τὸν ὅρο ἅγιος καὶ τὴν ἔννοιά του, καθὼς καὶ τὸ τί ὁρίζουμε ὡς Ἁγιολογία.

Ἡ λέξη ἅγιος ἑτυμολογεῖται  ἀπὸ τὸ ρῆμα ἅζεσθαι (ἅζομαι), ποὺ σημαίνει ἐντρέπομαι, φοβοῦμαι, σέβομαι, καὶ ποὺ ἐκφράζει τὴ στάση, τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θείου, τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ γραμματεία τὸ ρ. ἅζεσθαι ἔχει τὴ σημασία τῆς ἐκδηλώσεως φόβου πρὸς τὸν Θεό. Ἅγιος ἐκεῖ εἶναι ὁ καθιερωμένος, ἀφιερωμένος στοὺς θεούς, ὁ ἱερός. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα παράγονται τὸ ἅγος (ποὺ σημαίνει σέβας, εὐλάβεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωσή τους, δηλ. θῦμα, θυσία) καὶ τὸ ἁγνός, ποὺ σημαίνει καθαγιασμένος, ἱερὸς καί, κατὰ συνέπεια, καθαρός. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ λέξη ἅγιος ἀποτελεῖ μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ ἐπιθέτου gadoshἢ τοῦ οὐσιαστικοῦ godesh, λέξεων, ὅρων, ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα, ὅσα ἀνήκουν στὴ λατρεία, πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κατόπιν οἱ ἱερωμένοι ἄνθρωποι, τὰ πράγματα, ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος, εἶναι ἅγια, δηλαδὴ χωρισμένα ἀπὸ τὴν κοινὴ βέβηλη χρήση. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἅγιος ἀποκαλεῖται κατεξοχὴν ὁ Θεός, ὁ τρισυπόστατος Θεός. Ἀκόμη, ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ ἄγγελοι, οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι. Τέλος, ἅγιοι ἀποκαλοῦνται καὶ ὅλοι οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοί, καθόσον ἔχουν μὲ τὰ Μυστήρια ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό, ἔχοντας λάβει τὴν ἁγιαστική του θεία Χάρη. Καὶ βεβαίως ὁ προσωπικός μας ἁγιασμός, ἡ προσοικείωση δηλαδὴ τῆς θεοποιοῦ θείας Χάρης, ἀποτελεῖ ἐντολὴ Θεοῦ («ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι») καὶ τὸν ἀπώτερο στόχο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ εἶναι «κλητοὶ ἅγιοι», ὡς «κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Κατόπιν τούτων, ἅγιος ἄνθρωπος (ἢ ἅγιο πράγμα), μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια, ἀποκαλεῖται καὶ χαρακτηρίζεται ὁ ἀφιερωμένος (ἢ τὸ ἀφιερωμένο) πλήρως στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν εἰδικώτερη δὲ ἔννοια, ἅγιος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται, εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός, μέλος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος, διὰ τῆς μετοχῆς τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν καὶ τοῦ ἐν γένει προσωπικοῦ ἐν Χριστῷ ἀγῶνος καὶ μὲ τὴν ἀπαραίτητη συνέργεια τῆς ἁγιαστικῆς θείας Χάριτος, ἀποκάθηρε τὸ «κατ᾽ εἰκόνα», ἔλαβε τὸν ἐνυπόστατο θεῖο φωτισμὸ καὶ ἔφθασε στὸ μέτρο τῆς θεώσεως, ἔγινε δηλαδὴ κατὰ χάριν θεός, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὸ προηγούμενον ἢ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, τὸν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναπλάσεώς του.

Ἁγιολογία εἶναι ὁ κλάδος ἐκεῖνος τῆς Χριστιανικῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει καὶ ἐρευνᾶ ἐπιστημονικὰ ὁτιδήποτε σχετίζεται μὲ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας (σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέρω δεύτερη, εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ἅγιος) καὶ τὴν τιμή τους. Πρωτίστως ἐρευνᾶ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα (Μαρτύρια, Βίους ἁγίων, Συναξάρια, Ἐγκώμια καὶ πανηγυρικοὺς Λόγους, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ψυχωφελεῖς Διηγήσεις, κ.λπ.), καὶ δευτερευόντως τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα, ποὺ ἔχουν ὡς πηγή τους τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, καθὼς καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ θέματα καὶ προβλήματα, ἱστορικά, θεολογικά, ἐκκλησιαστικὰ κ.λπ. Ἡ Ἁγιολογία καλύπτει εὐρύτατα χρονικὰ ὅρια, ποὺ ἐκτείνονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δικαίων καὶ προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέχρι τὶς ἡμέρες μας, μὲ τὴν ἐπίσημη διακήρυξη νέων ἁγίων ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἢ τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἑπομένως, ἡ Ἁγιολογία εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἕνας εὐρύτατος καὶ πολυδιάστατος κλάδος, ποὺ συνδέεται ἄμεσα καὶ ὀργανικὰ μὲ πλείστους ὅσους ἄλλους κλάδους τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης καὶ ἀποτελεῖ χῶρο συνάντησής τους, ὅπως τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία, τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν Ὑμνολογία, τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχαιολογία καὶ τὴ Λειτουργική, ὅπως καὶ ἄλλων ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ἡ Φιλολογία, ἡ Ἱστορία, ἡ Ἀρχαιολογία, ἡ Λαογραφία καὶ οἱ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Ἀσφαλῶς ἡ Ἁγιολογία δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο στὸ ἱστορικοφιλολογικὸ σκέλος της. Βεβαίως οἱ διάφορες παράμετροι καὶ τὰ πορίσματά της ἐνδιαφέρουν τὰ μέγιστα τοὺς ὡς ἄνω ἐπιστημονικοὺς κλάδους, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴ θεολογία τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων καὶ λοιπῶν πηγῶν της, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὲς ἀναδύεται ἀνάγλυφα ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς ἐπίτευξη τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καὶ οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις της, καθὼς καὶ τὰ συναφῆ θεολογικὰ θέματα (τιμὴ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἱερῶν τους λειψάνων, τὰ θαύματα τῶν ἁγίων καὶ ἡ παρρησία τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κ.ἄ.). Ἔτσι, ἡ Ἁγιολογία ἀποτελεῖ, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ, ποιμαντικὸ ὄργανο στὰ χέρια τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς σωτηρία τῶν πιστῶν.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἡ Κυπριακὴ Ἁγιολογία ἐξετάζει ἐπιστημονικά, μέσα στὸ πλαίσιο τῶν προδιαγραφῶν τῆς σύγχρονης εὐρύτερης ἐπιστήμης τῆς Ἁγιολογίας, ὁτιδήποτε ἀφορᾶ στοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους καὶ στὴ διαχρονικὴ τιμή τους. Εἰσαγωγὴ στὴν Κυπριακὴ Ἁγιολογία, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μία εἰσαγωγή, εὐρύτερα νοούμενη, στὴν ἐκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα στὴν πολιτικὴ μετὰ Χριστὸν ἱστορία τῆς Κύπρου, καθόσον ὁ διαχρονικὰ σταθερώτερος ἱστορικὸς καὶ συνεκτικὸς θεσμὸς στὴ νῆσο ὑπῆρξε ἡ τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βεβαίως τοῦτο ἐκφεύγει τῶν σκοπῶν τῆς παρούσης συνοπτικῆς εἰσήγησης. Ἐφεξῆς, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ συντομία, σὺν Θεῷ, τὴ διαχρονικὴ παρουσία στὴ μεγαλόνησό μας τῆς ἐκλεκτῆς μεγίστης χορείας τῶν «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διαλαμψάντων σ᾽ αὐτὴ ἁγίων, σύμφωνα καὶ πρὸς νεώτερα δεδομένα, ἀκολουθῶντας τὴν κατὰ ὁμάδες παρουσίασή τους (ἀπόστολοι, μάρτυρες καὶ ὁμολογητές, ἱεράρχες, ὅσιοι) .

Πρὶν ὅμως προχωρήσουμε, πρέπει νὰ διασαφήσουμε, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς βυζαντινῆς Κύπρου, ποὺ ἀκολούθησε τὴν πρωτοχριστιανική της περίοδο (1ος αἰ.-324), ὑποδιαιρεῖται συμβατικὰ στὶς ἑξῆς ὑποπεριόδους: Πρωτοβυζαντινὴ ἢ παλαιοχριστιανικὴ (324-649/650), μεσοβυζαντινὴ ἢ περίοδος τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649/650-965) καὶ ὑστεροβυζαντινὴ (965-1191). Κατόπιν ἀκολουθεῖ μακραίωνη περίοδος δουλείας (φραγκοκρατία [1191-1570], τουρκοκρατία [1570-1878] καὶ ἀγγλοκρατία [1878-1960]).

Ἀναμφίλεκτα, ἡ φιλόχριστος νῆσος τῆς Κύπρου ἀπόλαυσε πλούσιες τὶς εὐλογίες τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος. Ἔχοντας δεχθεῖ πρώτη μετὰ τὴ Συροπαλαιστίνη τὸν ἅγιο σπόρο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλάστησε ἄφθονους τοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπάνω στὴ μακαρία της γῆ εἶδε νὰ ἀναθάλλουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολυάριθμο στίφος ἀμαράντων βλαστῶν τοῦ νοητοῦ Παραδείσου: Ἀπόστολοι, μάρτυρες, ἱεράρχες, ὁμολογητές, ὅσιοι καὶ δίκαιοι. Καθόλο τὸ εὖρος καὶ μῆκος της ἡ κλεινή μας νῆσος σεμνύνεται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τους λειψάνων καὶ εἰκόνων, τάφων καὶ ἀσκητηρίων καὶ μονῶν καὶ ναῶν τους, τόπων ἁγιασμοῦ, χώρων θεοφανείας, τρόπων παρηγορίας. Γιὰ τοῦτο καὶ δίκαια ἀπέσπασε τὸν ἐπίζηλο τίτλο τῆς ἁγιωνυμίας, ἀποκληθεῖσα «ἁγία νῆσος» καὶ χαρακτηρισθεῖσα ὡς ἡ κατεξοχὴν «νῆσος τῶν ἁγίων».

Τὴ χριστιανικὴ πίστη δέχθηκε ἡ Κύπρος ἐνῶ τελοῦσε ὑπὸ ρωμαϊκὴ κυριαρχία (30 π.Χ.-330 μ.Χ.). Οἱ πρῶτοι ποὺ ἦλθαν, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Χριστὸ στὴ νῆσο, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, ἦταν Χριστιανοὶ ἐξ Ἰουδαίων, μαθητὲς τῶν ἁγίων ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι, ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ ποὺ ἐπακολούθησε τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, «διασπαρέντες…διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας» (Πράξ. 11,19) περὶ τὸ 34 μ.Χ., κηρύττοντας πρῶτα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔπειτα δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Ἔτσι, προπαρασκεύασαν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ μετέπειτα ἱεραποστολικὴ δράση τῶν Κυπρίων στὴν καταγωγὴ ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ (Ἰωάννου) Μάρκου τοῦ ἀνεψιοῦ του καὶ Εὐαγγελιστῆ, ποὺ ἦλθαν στὴν Κύπρο ἀρχικὰ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο περὶ τὸ 45-46, καὶ κατόπιν χωριστὰ ἀπὸ αὐτὸν περὶ τὸ 49. Μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ τὶς χειροτονίες ἐπισκόπων θεμελιώθηκε στὴ νῆσο ὁ Χριστιανισμός, γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ κάθε δίκαιο ὁ Βαρνάβας θεωρήθηκε καὶ μέχρι σήμερα τιμᾶται ὡς ὁ θεμελιωτὴς καὶ προστάτης τῆς ἁγιώτατης τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἄρδευσε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, καθόσον τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Σαλαμίνα περὶ τὸ 55. Σύγχρονα πνευματικὰ ἀναστήματα καὶ διάδοχοι τῶν ὡς ἄνω ἀποστόλων στὸ πολύμοχθο ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς νήσου ἀναδείχθηκαν κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα οἱ ἅγιοι ἱεράρχες Ἡρακλείδιος, Μνάσων καὶ Ρόδων τῆς Ταμασσοῦ, Αὐξίβιος ὁ Ρωμαῖος, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Σόλων, Λάζαρος ὁ τετραήμερος καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ στὸ Κίτιον, Φιλάγριος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ Ἐπαφρᾶς, ὁ ἀκόλουθος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν Πάφο, ὁ ἐπίσης συνέκδημος τοῦ Παύλου Τυχικὸς στὴ Νεάπολη (σημ. Λεμεσό), καθὼς καὶ ὁ ἀποστολικὸς ἄνδρας Τίμων, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἐπισημότερους ἀπὸ αὐτούς. Γιὰ ἀρκετοὺς τῶν ἁγίων τούτων σώζονται ἀναφορὲς σὲ πρωιμότατα ἁγιολογικὰ κείμενα.

Κατὰ τοὺς στὴ συνέχεια διωγμοὺς τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ρώμης μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ εὐλογημένη μας νῆσος εὐμοίρησε νὰ προσφέρει στὸν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν πλειάδες ἐνδόξων μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ ἱερό τους αἷμα πότισαν καὶ στερέωσαν τὸ νεοπαγὲς δένδρο τῆς πίστης. Χρονολογημένες μαρτυρίες γιὰ ὀργανωμένους διωγμοὺς στὸ νησί μας σώζονται γιὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (τὸν τελευταῖο τοῦτο μεγάλο διωγμὸ κήρυξαν ὁ Διοκλητιανὸς μὲ τὸν Καίσαρα Γαλέριο στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303). Εἶναι κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦτο, ποὺ μαρτύρησαν πλεῖστοι ὅσοι γνωστοὶ μάρτυρες στὴν Κύπρο, ὅπως οἱ ἱερομάρτυρες Θεόδοτος Κυρηνείας, Φιλωνίδης Κουρίου καὶ οἱ ὁμολογητὲς Γελάσιος Σαλαμῖνος καὶ Πάππος Χύτρων (ποὺ χειροτόνησε ἀργότερα ἀρχιεπίσκοπο τῆς νήσου τὸν Μέγα Ἐπιφάνιο), οἱ μάρτυρες στὴ Σαλαμίνα Ἀριστοκλῆς πρεσβύτερος, Δημητριανὸς διάκονος καὶ Ἀθανάσιος ἀναγνώστης, καθὼς καὶ Λούκιος ὁ βουλευτὴς ἀπὸ τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης. Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἐξορίζονται στὴν Κύπρο πολλοὶ ἀνώνυμοι ὁμολογητὲς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, ἐπισκόπου Καισαρείας, καὶ ἀφικνύεται στὸ νησί μας ἕνας ἄλλος μέγας ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἀρτέμων, πρεσβύτερος Λαοδικείας τῆς Συρίας, γιὰ νὰ τελειωθεῖ εἰρηνικὰ λίγο ἀργότερα στὸν ἀρχαῖο Αὐλῶνα τῆς Σολίας (τὴ σημερινὴ Αὐλῶνα), κατάλοιπα τοῦ ναοῦ τοῦ ὁποίου προσφάτως ἐντοπίστηκαν καὶ ἀνασκάπτονται. Σὲ ἄγνωστο χρόνο μαρτύρησαν ἀκόμη ὁ ἱερομάρτυς Θεράπων, ἐπίσκοπος Κιτίου, οἱ μάρτυρες Ρηγῖνος καὶ Ὀρέστης στὴ Φασούλλα τῆς Λεμεσοῦ, Ἀλέξανδρος καὶ Ἄμμων μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι ἀνωνύμους στοὺς Σόλους, Νεμέσιος, Ποτάμιος καὶ Δίδυμος, καθὼς καὶ οἱ ἑπτάριθμοι μάρτυρες Φαίνοντες ἢ Φανέντες, ποὺ τὸ μαρτύριό τους (σήμερα μουσουλμανικὸ τέμενος) βρίσκεται περὶ τὸ ἕνα χιλιόμετρο βορείως τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Ἐπίκτητος Κερύνειας, ἐπάνω στὴ βραχώδη ἐκεῖ ἀκτή.

Ἀλλά, ἡ μαρτυρικὴ Ἐκκλησία Κύπρου προσέφερε μάρτυρες στὸν βωμὸ τῆς Πίστεως καὶ κατὰ τὴν μετέπειτα ἱστορική της πορεία, μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀραβικῶν κατ᾽ αὐτῆς ἀπηνῶν ἐπιδρομῶν ἀναβλαστάνει συστοιχία νέων μαρτύρων ( χαρακτηριζομένων ἔτσι ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς, πρὸς διάκρισή τους ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τοὺς πρώτους διωγμούς). Τέτοιοι γνωστοὶ ἅγιοι, ποὺ βασανίσθηκαν καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικῶς ἀπὸ τοὺς Ἄραβες ἐπιδρομεῖς, εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος τῆς Ὁρμιτείας (σημ. Ὁρμίδειας), Δημητριανὸς Ἀνδριδιώτης παρὰ τὸ Ἰδάλιον Λευκωσίας, Σώζων ὁ θαυμαστὸς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παιδομάρτυρες ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ Πλακουντούδιον πλησίον τῆς Ἀσπρογιᾶς Πάφου, ἡ ἔνθεος τετρακτὺς τῶν Γρηγορίου, Διογένους, Δομετίου καὶ Θεοτέκνου, πιθανῶς δὲ καὶ Γεώργιος ὁ Μαχαιρωμένος, ὁ παρὰ τὸν Ἀναλιόντα Λευκωσίας. Μὲ αὐτοὺς συναριθμεῖται καὶ ὁ γενναῖος βυζαντινὸς δρουγγάριος (ναύαρχος) Θεόφιλος ὁ νέος, ποὺ μαρτύρησε μαχόμενος γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Κύπρου καὶ πιθανὸν τελειώθηκε στὴ νῆσο μας. Ἐξάλλου, κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἡ Κύπρος ἁγιάζεται μὲ τὴν παρουσία πολλῶν ἀνωνύμων εἰκονοφίλων ὁμολογητῶν μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἐκτυφλώνονται καὶ ἐξορίζονται ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἀμείλικτο εἰκονομάχο στρατηγὸ Μιχαὴλ Λαχανοδράκοντα τὸ 771. Γιὰ νὰ ἔρθουμε τώρα στοὺς ζοφώδεις χρόνους τῆς φραγκοκρατίας, τὴν καταδιωκόμενη Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων τῆς νήσου ἔρχεται νὰ ἑδραιώσει τὸ μαρτύριο τῶν δεκατριῶν ὁσιομαρτύρων τῆς μονῆς Παναγίας Κανταριωτίσσης, μὲ ἡγούμενο τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἀντιστάθηκαν γενναῖα στὶς παπικὲς πλάνες, μετὰ ἀπὸ πολυειδεῖς κακώσεις τριετοῦς φυλάκισης στὴ Λευκωσία, ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο στὶς 19 Μαΐου 1231. Ἐπίσης, καὶ κατὰ τὴ δεινὴ δουλεία τῆς τουρκοκρατίας, ποὺ ἐπακολούθησε, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν» ὁ Κύριος, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ δόξα Του, ἀναδεικνύοντας λαμπρὴ χορεία σεπτῶν Κυπρίων νεομαρτύρων, γιὰ νὰ μεγαλυνθεῖ καὶ πάλιν ἡ Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ καταισχυνθοῦν οἱ τῆς Ἄγαρ υἱοί.  Τέτοιοι ὑπῆρξαν Ἰωάννης (ὁ παραμείνας γνωστὸς ὡς Γεώργιος), ὁ ἐν Πτολεμαΐδι (Ἄκκρᾳ) τῆς Παλαιστίνης, Μιχαὴλ ὁ ἐν Σαμοθράκῃ καὶ Πολύδωρος ὁ ἐν Νέᾳ Ἐφέσῳ. Καὶ ἄλλοι ὅμως κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἴδια περίοδο, τοὺς ὁποίους σὺν τῷ χρόνῳ ἡ Ἐκκλησία μας θὰ πρέπει, συγκεντρώνοντας τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα, νὰ ἐξετάσει κατὰ περίπτωση καὶ νὰ ἐντάξει, ἐὰν κριθεῖ τελικῶς πρέπον, καὶ ἐπίσημα στοὺς χοροὺς τῶν νεομαρτύρων. Σ᾽ αὐτοὺς συγκαταλέγονται οἱ ἐκ Κύπρου ἱεράρχες Νικομηδείας Ἀθανάσιος Καρύδης (1791-1821) καὶ Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζῆς (1795-1821), Μακρύδιακος καὶ Χριστοφόρος, οἱ κληρικοὶ τῆς μονῆς Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου, ὅπως καὶ οἱ μεταγενεστέρως «πεπελεκυσμένοι διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ», ἀρχιμανδρίτης Ματθίας Παυλίδης ἀπὸ τὴ Γύψου (1878-1919) καὶ παπᾶ Χαράλαμπος Μιχαηλίδης, ὁ ἁγνὸς ἱεραπόστολος τῶν τῆς Λουρουκίνας κρυπτοχριστιανῶν, ὁ κατὰ τὸ 1924 βαναύσως σφαγεὶς ὑπὸ φανατικῶν ἰσλαμιστῶν. Περατώνουμε τὸν ἀπέραντο τοῦτο μαρτυρικὸ κατάλογο μὲ τὸν ἐξ Ὀρούντης καταγόμενο καὶ εἰς τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ κατὰ τὸ 1979 μαρτυρικῶς ὑπὸ φανατικῶν Ἑβραίων καὶ ἀπηνῶς σφαγέντα νέον ἱερομάρτυρα Φιλούμενο τὸν πολυθαύμαστο.  

Γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς νήσου ἱεραρχῶν, ὅταν ἐπιτέλους ἡ Ἐκκλησία ἐξέρχεται τῶν κατακομβῶν ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀρχίζει καὶ γιὰ τὴν Κύπρο λαμπρὴ περίοδος πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀκμῆς. Τὴν ἀπαρχὴ τῆς περιόδου αὐτῆς ἀσφαλῶς σηματοδοτεῖ ἡ κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ἐπίσκεψη τῆς νήσου ἀπὸ τὴ βασιλομήτορα ἁγία Ἑλένη. Ἤδη ἡ νῆσος μετέχει ἐνεργῶς τῶν δύο Οἰκουμενικῶν καὶ ἄλλων τοπικῶν Συνόδων τοῦ δ´ αἰώνα (λ.χ. τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς [Σόφιας Βουλγαρίας, ἔτος 343]), καὶ ἀναδεικνύει ἐξέχουσες πατερικὲς μορφές, πλήρεις σοφίας καὶ ἁγιότητας. Κυριακὸς ἢ Κύριλλος Πάφου, ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματα Σπυρίδων Τριμιθοῦντος ὁ πολύδοξος καὶ Τριφύλλιος Λήδρων (Λευκωσίας) ὁ μαθητής του, Τύχων Ἀμαθοῦντος ὁ θαυματουργός, Φίλων καὶ Συνέσιος οἱ Καρπασίας, Νίκων, Ἀρίστων καὶ Ἀρκάδιος οἱ Ἀρσινόης ποιμενάρχες, ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, καταπολεμώντας τὶς ποικίλες αἱρέσεις ἀλλὰ  καὶ τὴν εἰσέτι ἐμπνέουσα στὴ νῆσο εἰδωλολατρία. Κατὰ τὸν ἴδιο αἰῶνα τίθενται τὰ θεμέλια τῆς κανονικῆς ὀργάνωσης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑδράζεται ἡ ὑπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου ἐσωτερικὴ διαίρεσή της σὲ 15 συνολικῶς ἐπισκοπικὲς περιφέρειες. Εἶναι τότε, ποὺ ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, στὸ πρόσωπο τοῦ ἐξέχοντος μοναχικοῦ ἡγέτη καὶ θαυματουργοῦ Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ἀρχιεπισκόπου της (367-403) διασφαλίζει τὸ αὐτοκέφαλο καὶ τὰ «ἄνωθεν καὶ ἐξαρχῆς» προνόμιά της, τὰ ὁποῖα τελικῶς καὶ κανονικῶς κατοχυρώθηκαν ἀπὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Η´ Κανών). Νὰ τονισθεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου μετέσχε μὲ ἐκλεκτοὺς ἐκπροσώπους καὶ ἁγίους ἐπισκόπους της σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους (ἐκτὸς τῆς Ε´), οἱ ὁποῖοι, σὲ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές, διαδραμάτισαν σημαντικὸ ρόλο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Κύπριους ἱεράρχες τῶν πρωτοβυζαντινῶν χρόνων, μὲ τοὺς ἄτρυτους ποιμαντικοὺς καμάτους καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή τους ἁγίασαν καὶ ἔτυχαν ἐνωρίτατα τιμῆς, ὁ ὁποία ἐνίοτε ἐξῆλθε καὶ τῶν ὁρίων τῆς νήσου, ὅπως ἀποδεικνύει σὺν ἄλλοις ἡ περίληψή τους σὲ Μαρτυρολόγια, Καλενδάρια καὶ Μηνολόγια εὐαγγελισταρίων τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν 9ο αἰ. κ.ἑξ.

Κατὰ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς γιὰ τὴ νῆσο χρόνους (7ος-10ος αἰ.), ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ἀναδεικνύει ὡσαύτως οὐρανομήκεις βλαστούς, ποὺ ὁδηγοῦν τὸ λογικό τους ποίμνιο «πρὸς νομὰς σωτηρίους», στηρίζοντάς το μάλιστα σὲ περιόδους σάλου αἱρέσεων καὶ ἐπιδρομῶν τῶν Ἀράβων. Σταχυολογοῦμε τὶς μορφὲς τῶν ἁγιωτάτων ἀρχιεπισκόπων Κύπρου Ἀρκαδίου (625-641/642), Σεργίου τοῦ διαδόχου του, ποὺ ἐξεμέτρησε τὸν βίο ὡς ἁπλοῦς μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ, Ἐπιφανίου τοῦ Β´, Ἰωάννου τοῦ Α´, Δαμιανοῦ, Σωφρονίου καὶ Εὐσταθίου, ἀλλὰ καὶ Ἰωάννου τοῦ Ἀμαθοῦντος, πνευματικοῦ πατρὸς τοῦ ἐξ Ἀμαθοῦντος Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, καὶ τοῦ ἐπισκόπου Χύτρων Δημητριανοῦ, ποὺ ἔθεσε τὴν ψυχή του χάριν τοῦ ποιμνίου του καὶ τὸ ἀκολούθησε ἑκὼν στὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία (στὴ Βαγδάτη), συνεργήσας μεγάλως στὴν ἀπελευθέρωσή του. Μεγάλη ἀκμὴ γνώρισε ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους (11ος-12ος αἰ.), ὁπόταν, μὲ τὴ  συναρωγὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀνεστύλωσε πολλὰ καταστραφέντα ἀπὸ τοὺς Ἄραβες μνημεῖα, ναοὺς καὶ μονές, ἐνῶ ἀνήγειρε καὶ ἀρκετὰ νέα ἱερὰ καθιδρύματα ἐκ βάθρων. Μνημονευτέοι ἐδῶ οἱ ἅγιοι ἀρχιεπίσκοποι τῆς νήσου, Νικόλαος ὁ Μουζάλων, Ἰωάννης ὁ Κρητικὸς καὶ ὁ διάδοχός του Βαρνάβας ὁ Γ´ ὁ θεοπτικώτατος, καθὼς καὶ ὁ Τριμιθοῦντος Θεοφύλακτος. Τοὺς δύο τελευταίους εἶδε σὲ συλλείτουργο μαζί τους ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Λεόντιος νὰ λάμπουν «ὑπὲρ τὸν ἥλιον». Ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς μεταγενέστερους χρόνους τῆς ξένης κυριαρχίας ἀνέτειλαν θεοφόροι ἀρχιερεῖς στὴ νῆσο, ποὺ στερέωσαν τὴν πίστη τῶν ὑποδούλων Κυπρίων μὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία τους καὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα, ποὺ ἐπιτέλεσαν. Τέτοιοι ὑπῆρξαν ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ νέος, ἐπίσκοπος Σολέας (†1550), ὁ παραιτηθεὶς τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τελειωθεὶς ἀσκητικῶς στὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμοῦ, καὶ ὁ ἀφανὴς ἀσκητὴς καὶ σιδηροφόρος μέσα στὸν κόσμο Πανάρετος ὁ Πάφου (†1790), ποὺ δοξάσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ζῶν καὶ μετὰ θάνατον, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα διακηρύχθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μόλις 4 ἔτη μετὰ τὴν ἁγία του κοίμηση.

Ἀναφορικῶς τώρα πρὸς τὴ γένεση καὶ ἀκμὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Κύπρο, πρέπει ἐδῶ νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα, κατὰ τὴ μαρτυρία πρωιμοτάτων ἁγιολογικῶν πηγῶν καὶ παραδόσεων, παρατηρεῖται στὴ ζωὴ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου μία μορφὴ ἀρχεγόνου ἀσκητισμοῦ, συνυφασμένου μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν. Ὁ κλεινὸς πρωθιεράρχης τῆς Ταμασσοῦ, ἅγιος Ἡρακλείδιος, ὅπως καὶ οἱ συνεργάτες καὶ διάδοχοί του στὸν θρόνο Μνάσων καὶ Ρόδων, μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῆς πρώτης αὐτῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, διαβιοῦν ἀσκητικῶς μέσα σὲ μεγάλο ἀρχαῖο σπήλαιο τῆς Ταμασσοῦ, ὅπου καὶ ἐνταφιάστηκαν• αὐτό, ποὺ σώζεται σήμερα ἐνσωματωμένο στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου. Παράλληλα, σὲ σπήλαιο διαβιοῦν ἀσκητικῶς καὶ οἱ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Ἀριστοκλειανὸς (σὲ περιοχὴ μεταξὺ Κουρίου καὶ Ἀμαθούντας) καὶ Τίμων (σώζεται στὴ Βάσα Κοιλανίου• πρόκειται γιὰ ρωμαϊκὸ ταφικὸ σπήλαιο μὲ ἀρκοσόλια). Ἔτσι ὁ μοναδικὴ πολιτεία συγγεννᾶται καὶ συναυξάνεται στὴ νῆσο μας μαζὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Πάντως, συμφώνως πρὸς βυζαντινὲς πηγές, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν ὡς ἄνω λαμπρὴ ἄνθηση τῆς τοπικῆς ἱεραρχίας, τὸ θεοβλαστούργητο δένδρο τοῦ Μοναχισμοῦ ἤδη θάλλει στὴν Κύπρο. Χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ ὁσίου Ἀρκαδίου τοῦ Κυπρίου (ἡ μνήμη του στὶς 6 Μαρτίου). Τὰ θεμέλια ὅμως μιᾶς πλέον ὀργανωμένης μορφῆς ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ καὶ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἐφεξῆς πρὸς μίμηση, θὰ θέσουν λίγα χρόνια ἀργότερα δύο συνασκητὲς καὶ φίλοι ἐν Κυρίῳ, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱστορία ἐπεφύλαξε τὸν ζηλευτὸ τίτλο τοῦ Μεγάλου: Πρῶτος, Ἱλαρίων ὁ Μέγας, μαθητὴς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος στὴν Παλαιστίνη, μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν Κύπρο (περὶ τὸ 363/364) καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ βιοτὴ σὲ λαξευμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο σπήλαιο μέχρι τὴν ὁσιακή του ἐδῶ τελευτὴ (περὶ τὸ 371), ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο καὶ τὴν κρηπῖδα γιὰ μεγάλο ἀριθμὸ μοναστῶν, ποὺ ἦλθαν κάτω ἀπὸ ποικίλες περιστάσεις καὶ κατὰ διάφορες ἐποχὲς στὴ νῆσο μας καὶ τελειώθηκαν ἀσκητικῶς σ᾽ αὐτή. Ὁ δὲ Μέγας Ἐπιφάνιος, ποὺ κατέληξε στὴ Σαλαμῖνα περὶ τὸ 367 κατὰ προτροπὴ καὶ πρόγνωση τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ στὴ συνέχεια ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγαλονήσου, ἀποβαίνει ὄχι μόνον «πατὴρ τοῦ Κυπριακοῦ Αὐτοκεφάλου»  , ἀλλὰ καὶ πατριάρχης τοῦ κοινοβιακοῦ ἐνταῦθα μοναχισμοῦ, μετατρέποντας τὴ μητροπολιτική του καθέδρα σὲ μονή,  καὶ ἱδρύοντας συνάμα πολυάριθμες μοναστικὲς ἀδελφότητες. Τὶς μονὲς τοῦτες θὰ περιέλθει προσκυνηματικῶς περὶ τὸ 385 ἡ ἐκ ῾Ρώμης συγκλητικὴ ὁσία Παῦλα, μαθήτρια τοῦ περιωνύμου Δυτικοῦ Πατρὸς Ἱερωνύμου, παρέχοντας ἀφθονοπάροχη σ᾽ αὐτὲς ἐλεημοσύνη . Περαιτέρω, καὶ συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, στὴ νῆσο θὰ ἀνθήσει ἐφεξῆς, ὄχι μόνον ὁ κοινοβιακὸς καὶ ἐρημητικὸς μοναχισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἔγκλειστος καὶ ὁ στυλιτικὸς βίος ( ἂς θυμηθοῦμε λ.χ. τὰ περὶ τοῦ ἀββᾶ Καϊουμᾶ τοῦ στυλίτη στὴν Ἀμμόχωστο ἀπὸ τὸν Κύπριο ὅσιο Ἀναστάσιο τὸν Σιναΐτη στὰ «Ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ διηγήματα», ποὺ γράφει περὶ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰώνα). Ἰσχυροὶ ἱστορικοὶ λόγοι, ἐν προκειμένῳ, ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, καθὼς καὶ ἔντονες τοπικὲς παραδόσεις, συνδέουν τὶς ὀνομασίες τῶν χωριῶν Στύλων τῆς Ἀμμοχώστου καὶ Ἀγκλεισίδων (τὸ λει νὰ γράφεται  μὲ ει!) τῆς Λάρνακας πρὸς τὴν ἐκεῖ παρουσία καὶ διαβίωση στυλιτῶν καὶ ἐγκλείστων, ἀντιστοίχως. Ἡ μοναδικὴ πολιτεία λοιπὸν ἀναπτύσσεται καὶ ὀργανώνεται στὴν ἁγία νῆσο συγχρόνως, μὲ ἀλληλοπεριχώρηση καὶ παραλλήλως πρὸς τὰ παραμεσόγεια μεγάλα μοναστικὰ κέντρα (Αἰγύπτου, Συρίας, Φοινίκης καὶ Παλαιστίνης) καί, πολὺ πρὶν ἡ οὐράνια εὐωδία της ἀφιχθεῖ σὲ ἄλλα μεταγενεστέρως γνωστὰ κέντρα, αὐτὴ ἔχει καταμυρίσει τὴν Κύπρο.

Σ’ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς νήσου θὰ συναντήσουμε μονές, σὲ λειτουργία ἢ διαλελυμένες, ἀσκητήρια, ἔγκλειστρα, τόπους ἁγιασμοῦ, θεοφανείας καὶ παράκλησης.Τὰ περίχωρα τῶν βυζαντινῶν Λήδρων (Λευκωσίας), ἡ ἀρχαία ἀσκητικὴ περιοχὴ τοῦ Ἀχερᾶ-Ἀγροκηπιᾶς τῆς Ταμασσοῦ, ἡ Ἀμμόχωστος μὲ τὴ Μεσαορία, ἡ ἀπόκοσμη Καρπασία, ὁ Πενταδάκτυλος, τὰ βόρεια παράλια,  τὰ ὀρεινὰ τῆς Λεμεσοῦ, ἡ ἀσκητοπλημμύριστη Πάφος μὲ τὴν Πέγεια καὶ τὴ Γεροσκήπου, ὁ οὐρανοβάμονας Ἀκάμας μὲ τὶς 101 ἐκκλησίες καὶ ἀσκητήρια, γιὰ νὰ κάνουμε μία ταχύτατη  γεωγραφικὴ περιδιάβαση, ἀποτελοῦν ἁπτοὺς μάρτυρες, μὲ τὰ σωζόμενα λαξευτὰ σπήλαια-ἀσκητήριά τους, τοῦ ἀσφαλοῦς τοῦ λόγου! Ἐδῶ, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι ὅσιοι, «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, χαμευνία καὶ προσευχὴ δάμασαν τὰ πάθη, νεκρώθηκαν γιὰ τὸν κόσμο καὶ κατέστησαν σκεύη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Περαιτέρω, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ πρακτικὴ στὴ νῆσο, μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ ὁσιακὴ τελείωση κάποιου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ τοπικοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, ἀνεγείρεται ναὸς πρὸς τιμή του στὸ πλησιέστερο δυνατὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του καὶ λατρευτικῶς προσβάσιμο σημεῖο: Συνηθέστερα πάνω ἢ δίπλα ἀπὸ τὸ Μαρτύριό του (τὸν χῶρο δηλονότι τοῦ ἀναιμάκτου τῆς συνειδήσεως μαρτυρίου καὶ τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς μαρτυρίας του), ἀναλόγως πρὸς τὴ γεωφυσιολογία τοῦ χώρου τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐνίοτε αὐτὸ τοῦτο τὸ σπήλαιο, ὁ μάρτυρας τῶν ποικίλων τοῦ ὁσίου (ἢ τῆς ὁσίας) ἀσκητικῶν παλαισμάτων, καθιερώνεται σὲ ναό. Σπουδαιότατο ἐν προκειμένῳ τὸ κατάγραφο σπήλαιο/ναὸς τοῦ Ὁσίου Σωζομένου στὴν Ποταμιὰ Λευκωσίας, ἡ πρώιμη φάση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ὁποίου θὰ μποροῦσε νὰ χρονολογηθεῖ στὸν 10ο αἰῶνα.

Βεβαίως, καθόλη τὴ βυζαντινὴ γιὰ τὴν Κύπρο περίοδο ἀκμάζει ἐδῶ ὁ μοναχισμός. Φαίνεται ὅμως ὅτι μεγάλο μέρος τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τῆς νήσου διαλάμπει κατὰ τοὺς πρωτοβυζαντινοὺς χρόνους (4ος-7ος αἰ.). Πρέπει ἀκόμη νὰ τονίσουμε, ὅτι ἡ Κύπρος ἀποτέλεσε περίφημο μοναστικὸ καταφύγιο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ παρατηρεῖται διαχρονικά, τόσο ἔλευση σ᾽ αὐτὴν ὁσίων μοναχῶν ἀπὸ πλησιόχωρα μεγάλα μοναστικὰ κέντρα, ὅσο καὶ μετάβαση Κυπρίων μοναχῶν πρὸς ἄσκηση καὶ τελείωση στὰ κέντρα αὐτά. Στὴν πρώτη κατηγορία ἐντάσσονται καὶ οἱ ὡς τριακόσιοι στὸν ἀριθμὸ θεωρούμενοι ἅγιοι ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι, κάτω ἀπὸ ποικίλες ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ σὲ διάφορες ἐποχὲς ἦλθαν στὴ νῆσο μας, τελειώθηκαν ἐδῶ ἀσκητικῶς καὶ τύγχαναν ἀνέκαθεν ἰδιαίτερης τιμῆς καὶ εὐλάβειας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς Κυπρίους. Σ᾽ αὐτοὺς ἐντάσσονται, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς γνωστότερους, οἱ ἅγιοι Ἀναστάσιος στὴν Περιστερωνοπηγὴ Μεσαορίας, Βαρνάβας στὴ Βάσα Λεμεσοῦ, Βαρνάβας καὶ Ἱλαρίων στὴν Περιστερῶνα τῆς Μόρφου, Ἐπίκτητος στὸ ὁμώνυμο χωριὸ τῆς Κερύνειας, Εἰρηνικὸς παρὰ τὴ Ζώδεια, Εὐφημιανὸς καὶ Συνέσιος παρὰ τὴ Λύση Ἀμμοχώστου, Θεοδόσιος καὶ Πολέμιος παρὰ τὴν Μόρφου, Κενδέας στὸ Αὐγόρου, Ἡλιόφωτος καὶ οἱ συνασκητές του παρὰ τὴν Κάτω Μονὴ Λευκωσίας, Ἡράκλειος ὁ ἐπίσκοπος μὲ πλειάδα συνασκητῶν στὰ περίχωρα τῆς Κοφίνου Λάρνακος, οἱ κλεινοὶ Θεράποντες παρὰ τὰ χωριὰ Σίντα Μεσαορίας καὶ Κοιλάνι Λεμεσοῦ, ἡ σεπτὴ δυάδα τῶν Κασσιανῶν παρὰ τὴν Ἀλέκτορα καὶ τὴν Αὐδήμου, Ἐπείγων παρὰ τὴν Κούρδακα καὶ Ἀλέξανδρος στὴν Ἀξύλου τῆς Πάφου, ἡ ὁμώνυμη ξυνωρίδα τῶν Σωζομένων καὶ Φώτιος στὴν Ἀθιένου. Ἄλλοι ἅγιοι ἀσκητὲς, ποὺ δὲν γνωρίζουμε ἂν εἶναι τοπικοὶ ἢ ἦλθαν ἀπὸ ἀλλοῦ,  εἶναι οἱ ὅσιοι Ἀββακοὺμ στὴν Καλαμιθάσα Φτερικουδίου, Βηχιανὸς (=Βασσιανὸς) καὶ Νόμων παρὰ τὴν Ἀνάγεια, Εὐτύχιος ὁ κτήτωρ τῆς μονῆς τῶν Ἱερέων στὴν Πάφο, Κυριακὸς στὴν Εὐρύχου καὶ Κόνων ὁ ἐρημίτης τοῦ Ἀκάμαντα. Κύπριοι στὴν καταγωγὴ ὅσιοι, ποὺ τελειώθηκαν ἐκτὸς Κύπρου, εἶναι οἱ αὐτάδελφοι Γεώργιος καὶ Ἡρακλείδης οἱ Χοζεβίτες, καθὼς καὶ οἱ ἐξ Ἀμαθοῦντος Ἀναστάσιος καὶ Στέφανος οἱ Σιναΐτες. Κατὰ δὲ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους  ἀνέλαμψαν στὸ νοητὸ τῆς νήσου στερέωμα ὁ ταπεινὸς στὸν βίο καὶ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματα Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστής, οἱ ὅσιοι Κυριακὸς τῆς Εὐρύχου καὶ Γεώργιος ὁ κτήτωρ τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου τοῦ Κουτζοβένδη (11ος/12ος αἰ.), καὶ οἱ ἐπὶ Κομνηνῶν ἀκμάσαντες κτήτορες τῶν μεγάλων σταυροπηγιακῶν μοναστικῶν καθιδρυμάτων Ἡσαΐας τοῦ Κύκκου, Νεῖλος ὁ τοῦ Μαχαιρᾶ, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ταμασσοῦ, καὶ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ἱδρυτὴς τῆς ὁμωνύμου εὐκλεοῦς μονῆς. Ἰδιαιτέρως μνημονευτέος ὁ ἱερὸς τοῦτος πατήρ, ὁ πολυγραφώτατος καὶ θεόπτης, ποὺ στήριξε, ἔργῳ καὶ λόγῳ, τὸν περιούσιο τῆς νήσου λαὸ στὶς ἀντιξοότατες περιστάσεις πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν ὑποδούλωση στοὺς Φράγκους τῆς πολύκλαυστης πατρίδας μας.

Ἀλλὰ καὶ ὅσιες γυναῖκες ἀνέδειξε ἡ Κύπρος, ὅπως Δομνίκη τὴ μητέρα τοῦ ἁγίου Τριφυλλίου, ἐπισκόπου Λήδρων, Εἰρήνη, τὴ θυγατέρα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος, Κωνσταντία, τὴ μαθήτρια τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος, Τιμώ, τὴ σύζυγο τοῦ ἁγίου Θεμισταγόρα στοὺς Σόλους καὶ Φωτεινή, τὴ λαοφιλὴ θαυματουργὸ γιὰ ὀφθαλμικὲς παθήσεις, ποὺ ἔζησε ἀσκητικῶς, τελειώθηκε καὶ τάφηκε σὲ ἀρχαία ὑπόσκαφη κατακόμβη στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος Καρπασίας.

Οἱ κυριώτερες πηγὲς τῆς Κυπριακῆς Ἁγιολογίας, γιὰ νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ καὶ στὸ κεφάλαιο αὐτό, εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Βίοι, μαρτύρια καὶ συναξάρια. Βίοι, δηλαδὴ ἐκτενέστερα ἱστορικοβιογραφικὰ κείμενα, ἢ μαρτύρια, δηλαδὴ κείμενα ποὺ ἀναγράφουν τὸν βίο καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου, γιὰ πολὺ λίγους ἀπὸ τοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους διασώθηκαν (ὅπως λ.χ. Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἡρακλειδίου Ταμασσοῦ, Αὐξιβίου Σόλων, Θεοδότου Κυρηνείας, Ἐπιφανίου καὶ Ἱλαρίωνος τῶν Μεγάλων, Σπυρίδωνος Τριμιθοῦντος, Τύχωνος Ἀμαθοῦντος, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Δημητριανοῦ Χύτρων). Γιὰ ἕνα μεγαλύτερο ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας σώζονται συναξάρια, δηλ. συντομώτερα βιογραφικὰ κείμενα, συχνὰ τελείως ἐπιγραμματικά, ποὺ ἐντάχθηκαν, εἴτε στὸ περίφημο Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (συναξαριακὴ συλλογή, ὅπως αὐτὴ στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα, ποὺ ἀπαρτίστηκε κατὰ τοὺς 10ο-12ο αἰῶνες), εἴτε σὲ μεμονωμένες μεταγενέστερες κυπριακὲς λειτουργικὲς φυλλάδες (ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. κ.ἑξ.). Σχεδὸν ὅλες οἱ ἀνωτέρω πηγὲς ἔχουν ἐκδοθεῖ, εἴτε σὲ ξεχωριστὲς κριτικὲς ἐκδόσεις, εἴτε συμπεριλήφθηκαν στὴ σειρὰ Κύπρια Μηναῖα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου. Ἐδῶ νὰ προσθέσουμε, ὅτι ἀναφορὲς σὲ Κυπρίους ἁγίους συναντοῦμε σὲ Βίους ἢ συναξάρια καὶ ἄλλων, μὴ Κυπρίων ἁγίων.

β. Δεύτερη σημαντικὴ πηγὴ εἶναι οἱ γνωστὲς ᾀσματικὲς Ἀκολουθίες τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, ἐκδεδομένες ἢ ἀνέκδοτες (ποὺ βρίσκονται δηλ. ἀκόμη σὲ χειρόγραφα), καθὼς αὐτὲς συχνὰ ἀρύονται ἀπὸ προγενέστερους Βίους, ποὺ σήμερα ἔχουν ἀπολεσθεῖ (ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ὁσίων Ἡλιοφώτων) .

γ. Σπουδαία ἐπίσης γραπτὴ πηγὴ ἀποτελοῦν τὰ Καλενδάρια ἢ Μαρτυρολόγια (κατάλογοι τιμωμένων κατὰ ἡμέρα ἁγίων διαφόρων πόλεων καὶ μονῶν), τὰ Μηνολόγια τῶν χειρογράφων Εὐαγγελισταρίων, καθὼς καὶ τὰ λειτουργικὰ Τυπικά. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ συμπεραίνουμε τὴν ἐξάπλωση τῆς τιμῆς ὁρισμένων ἀπὸ τοὺς ἐν Κύπρῳ ἁγίους, ἀπὸ τὴ μεσοβυζαντινὴ ἤδη περίοδο, σὲ πλεῖστα μέρη τῆς Ὀρθόδοξης οἰκουμένης.

δ. Σημαντικὴ γραπτὴ πηγὴ ἀποτελοῦν βεβαίως καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τῶν τοπικῶν χρονογράφων (μεσαιωνικῶν καὶ μεταγενεστέρων), ὅπως τῶν Λεοντίου Μαχαιρᾶ (15ος αἰ.), ἀνωνύμου γραφέα τοῦ Κώδικος τῆς Βρεταννικῆς Βιβλιοθήκης Λονδίνου BLAdditional 34554 (16ος αἰ.), Νεοφύτου Ροδινοῦ (17ος αἰ.) καὶ ἀρχιμανδρίτη Κυπριανοῦ Κουριοκουρίτου (18ος αἰ.). 

δ. Ἀσφαλῶς, ἄλλη σημαντικὴ πηγὴ ἀποτελοῦν οἱ εἰκονογραφικὲς παραστάσεις τῶν ἁγίων (τοιχογραφίες ἢ φορητὲς εἰκόνες).

ε. Παράλληλα, ναοί, μονές, τάφοι καὶ ἀσκητήρια, ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ σημαντικώτερη ἢ μοναδικὴ πηγὴ γιὰ ὁρισμένους τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων.

ϛ. Σπουδαία περαιτέρω πηγὴ ἀποτελοῦν τὰ ἁγιώνυμα τοπωνύμια τῆς νήσου, ποὺ μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων μας ἤ, ἐνίοτε, ἀποτελοῦν καὶ τὴ μοναδικὴ μαρτυρία γιὰ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτοὺς καὶ διασώζουν τὴ μνήμη τους.

ζ. Ἀκόμη, συναριθμοῦμε στὶς πηγές μας καὶ τὶς ποικίλες τοπικὲς προφορικὲς παραδόσεις, ἐνίοτε πολὺ ἔντονες, ποὺ λειτούργησαν ὡς σωστικὴ κιβωτός, ἕνεκα τῶν πολλῶν περιπετειῶν καὶ συμφορῶν τῆς νήσου μας, ποὺ τὴ στέρησαν ἀπὸ σπουδαίους θησαυρούς, μνημεῖα παλαιῶν γεγονότων. Βεβαίως, οἱ προφορικὲς παραδόσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ νηφαλιότητα καὶ περισυλλογή, μάλιστα οἱ ἀναφερόμενες σὲ ἀπέχοντα χρονικὰ πολὺ ἀπὸ ἐμᾶς πρόσωπα καὶ γεγονότα, καθὼς περιέχουν μὲν ἀσφαλὴ ἱστορικὸ πυρῆνα, εἶναι ὅμως εὔλογο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων νὰ ἔχουν προσλάβει ἑτερογενὴ στοιχεῖα.

ζ. Τελευταῖο στὸν συνοπτικὸ τοῦτο κατάλογο ἀφήσαμε τὸ περίφημο καὶ δυστυχῶς στὶς μέρες μας ὄχι πολὺ γνωστὸ Συνοδικὸν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἤ, πιὸ σύντομα, Κυπριακὸν Συνοδικόν. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τί εἶναι αὐτὸ τὸ κείμενο, θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν προϊστορία του. Ὅπως εἶναι γνωστό, μὲ τὴ λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὸ 843, συντάχθηκε κείμενο ἀπὸ τὴν τότε συνελθοῦσα τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (ἐξ οὗ καὶ Συνοδικόν), στὸ ὁποῖο κατοχυρώνεται δογματικὰ ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ συνάμα πολυχρονίζονται καὶ ἐπευφημοῦνται μὲν οἱ Ὀρθόδοξοι βασιλεῖς, ἀρχιερεῖς καὶ ὁμολογητές, ἀναθεματίζονται δὲ οἱ εἰκονομάχοι. Τὸ συνοδικὸ τοῦτο κείμενο ἐντάχθηκε σὲ λειτουργικὴ χρήση κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τότε ὀνομάσθηκε ἔτσι ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καὶ καταχωρίσθηκε στὸ λειτουργικὸ βιβλίο τοῦ Τριῳδίου, ἀποτελέσαν τὸ περιώνυμο Συνοδικὸν τῆς (Κυριακῆς τῆς) Ὀρθοδοξίας. Τὸ κείμενο τοῦτο δέχθηκε κατὰ καιροὺς προσθῆκες, τόσο ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ὅρους, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὰ μακαριζόμενα καὶ ἀναθεματιζόμενα πρόσωπα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς προσθῆκες στὸ Συνοδικὸν στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. κ.ἑξ., καὶ οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἐνέταξαν σὺν τῷ χρόνῳ στὸ ἀρχικὸ κείμενο ἐπευφημίες σημαινόντων ἐκκλησιαστικῶν σ᾽ αὐτὲς προσώπων. Τὸ αὐτὸ συνέβηκε καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ὅπου, ἐπὶ τῶν Κομνηνῶν, πιθανώτατα ἐπὶ Μανουὴλ Α´ τοῦ Κομνηνοῦ (1143-1180), ἐντάσσονται στὸ ἀρχικὸ Συνοδικὸ τὰ δίπτυχα τῶν μέχρι τότε ἐπιφανῶν ἀρχιεπισκόπων τῆς νήσου, ἀλλὰ καὶ τῶν κατὰ τὶς κυπριακὲς ἐπισκοπὲς ἁγίων ἀρχιερέων. Ἔτσι ἀπαρτίσθηκε τὸ Κυπριακὸν Συνοδικόν, ποὺ σώζεται σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα. Λειτουργικὴ ἐπισφράγιση τῆς κατάρτισης τοῦ Κυπριακοῦ Συνοδικοῦ ἀποτελεῖ καὶ ἡ κατὰ τοὺς 11ο-12ο αἰῶνες ἔνταξη τῶν περιφανῶν Κυπρίων ἁγίων ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων στὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο τοῦ Βήματος τῶν ναῶν (λ.χ. τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, τῆς Παναγίας Ἀσίνου, τῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος, τῆς Παναγίας τῆς Ἀμασγοῦ, κ.λπ.).

Περαιτέρω, πιθανώτατα κατὰ τοὺς 11ο/12ο αἰῶνες, ἡ ἀνασυγκροτηθεῖσα καὶ ἀναδιοργανωθεῖσα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐπανένταξη τῆς Κύπρου στὸ βυζαντινὸ κράτος τοπικὴ Ἐκκλησία συνέταξε ἕνα εἶδος Ἁγιολογίου (καταλόγου ἁγίων), ποὺ περιλάμβανε τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἁγίους, ποὺ τὴν εἶχαν λαμπρύνει. Εἶναι ἀπὸ τὸ Κυπριακὸν Συνοδικὸν καὶ τὸ ἐν λόγῳ τοπικὸ Ἁγιολόγιο, ποὺ ἀρύονται καὶ οἱ ἀνωτέρω μεσαιωνικοὶ χρονογράφοι καὶ ἐντάσσουν παραθέματα στὰ ἁγιολογικὰ τμήματα τοῦ ἔργου τους.

Καταλήγοντας, ἡ Ἁγιολογία, ὡς προσέγγιση τῶν Βίων τῶν ἁγίων καὶ τῶν χώρων καὶ μορφῶν τιμῆς τους, τότε θεωρεῖται ὅτι λειτουργεῖ ὀρθῶς, ὅταν κινεῖται μέσα στὶς προϋποθέσεις τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς• ὅταν δηλαδὴ γίνεται μὲ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ προσευχή, μὲ ταπείνωση καὶ φιλάγια διάθεση, μὲ ἐνχριστωμένη καρδία καὶ μὲ νοῦ φωτισμένο ἀπὸ τὴ θεία Χάρη. Τότε ὁ ἄνθρωπος δρέπει καρποὺς ψυχικῆς ὠφέλειας.  Καί, ὅπως εὐστοχώτατα καὶ θεολογικώτατα τὸ καταθέτει ὁ σύγχρονος ὅσιος, ὁμολογητὴς καὶ κορυφαῖος δογματικὸς καὶ θεολόγος, ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Οἱ ‘‘Βίοι τῶν ἁγίων’’ εἶναι μία ἰδιόμορφος ὀρθόδοξος Ἐγκυκλοπαιδεία. Εἰς αὐτοὺς δύναται νὰ εὕρῃ κανεὶς ὅλα, ὅσα χρειάζονται εἰς μίαν ψυχὴν πεινασμένην καὶ διψασμένην διὰ τὴν αἰωνίαν Δικαιοσύνην καὶ τὴν αἰωνίαν Ἀλήθειαν μέσα εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον…Ἐὰν διψᾷς διὰ πίστιν, θὰ τὴν εὕρῃς πλουσίαν εἰς τοὺς ‘‘Βίους τῶν ἁγίων’’ καὶ θὰ χορτάσῃς τὴν ψυχήν σου μὲ τροφήν, διὰ τὴν ὁποίαν ποτὲ δὲν θὰ ξαναπεινάσῃς. Ἐὰν ποθῇς τὴν ἀγάπην, τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν ἐλπίδα, τὴν πραότητα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν μετάνοιαν, τὴν προσευχὴν ἢ ὁποιανδήποτε ἀρετὴν καὶ ἄσκησιν, εἰς τοὺς ‘‘Βίους τῶν ἁγίων’’ θὰ εὕρῃς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων διὰ κάθε ἄσκησιν καὶ θὰ λάβῃς τὴν βοήθειαν τῆς χάριτος διὰ κάθε ἀρετήν.»

 Γιὰ τοῦτο καὶ προοιμιακὰ ἀναφέραμε, ὅτι ἡ Ἁγιολογία ἀποτελεῖ καίριο ποιμαντικὸ ἐργαλεῖο στὰ χέρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατεξοχὴν τῶν ποιμένων καὶ διδασκάλων της. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἐκλείπουν τὰ ζωντανὰ πρότυπα τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας καὶ μεθοδεύεται συστηματικὰ ἀπὸ τὴ Νέα Τάξη πραγμάτων ὁ θρησκευτικὸς ἀποχρωματισμὸς καὶ ὁ ποικιλώνυμος συγκριτισμός, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πρόδρομο κατάσταση τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀντιχρίστου ἀποστασία, ὅπως προφητικὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Α´ Θεσ., 2, 3) ἡ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἡ ἀνάδειξη τῶν ἁγίων μας συμβάλλει τὰ μέγιστα στὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἤθους. Ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς Κυπρίους, προέχει ἡ προβολὴ τῶν τοπικῶν ἁγίων, τοὺς ὁποίους ἀνέκαθεν αἰσθάνονταν ὡς κατεξοχὴν οἰκείους καὶ ἰδιαζόντως σέβονταν. Ἡ προβολὴ λοιπὸν τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πρωτεύουσα ποιμαντικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιερέων καὶ ἱερέων, γιὰ παραδειγματισμό, στήριγμα, ἐνίσχυση, ὀρθὴ καθοδήγηση καὶ διαποίμανση τοῦ λογικοῦ μας ποιμνίου, στὸ ὁποῖο ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔθεσε ποιμένες, πρὸς δόξαν Αὐτοῦ καὶ σωτηρίαν ἀθανάτων ψυχῶν. 

——————-

Βιβλιογραφία κατ᾽ ἐπιλογὴν     

1. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, Ἁγιολογία, Ι, Θέματα Γενικά, Εἰδικὰ καὶ Ἑορτολογίου, ἐκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1991.

2. Δημήτριος Γ. Τσάμης, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Π. Πουρνάρας, Θεσσαλινίκη 1999.

3. Συμεὼν Πασχαλίδης, λῆμμα Ἁγιολογία, Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια (ΜΟΧΕ), Στρατηγικὲς Ἐκδόσεις, τόμ. Α´, Ἀθῆνα [2010], σελ. 132-133.

4. Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ, Ἁγιολόγιον τῆς κατὰ Κύπρον ἁγίας Ἐκκλησίας (ὑπὸ ἔκδοσιν).

Τελετουργικά στοιχεία και Ποιμαντική διακονία κατά τις περιόδους του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Οι εισηγητές: π. Χριστοφόρος και π. Κυριακός
Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους  (26/02/2014)
 
Εισηγητές: Πρωτοπρεσβύτερος Χριστοφόρος Κ. Δημητρίου και Οικονόμος Κυριακός Α. Παπαγιάννης

Αντί Εισαγωγής

Οι εισηγητές: π. Χριστοφόρος και π. Κυριακός

«Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι τὸ πᾶν. Τὸ ἔχω ζήσει αὐτό. Ἀρκεῖ πάντα νὰ γίνονται μὲ ἔρωτα, μὲ ἐνδιαφέρον, μὲ ἀκραιφνὴ λατρευτικὴ διάθεση πρὸς τὸν Χριστό. Ὄχι ἀγγάρια καὶ μηχανικά. Θέλει ἔρωτα, θεῖο ἐνθουσιασμό.

 Ἂν δὲν αἰσθανόμαστε ἔτσι, δὲν ἔχουνε ἀξία. Ὄχι μόνο δὲν ἔχουνε ἀξία, ἀλλὰ κάνουνε καὶ κακό. Θὰ μοῦ πεῖτε, ῾῾τότε νὰ μήν τὶς κάνομε;᾽᾽ Ὄχι, βέβαια. Ὅμως, ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ φεύγει ἀπ᾽ τὸν τύπο καὶ νὰ κοιτάζει τὴν οὐσία. Δηλαδὴ νὰ τὸ θέλει, νὰ τὸ ὀρέγεται, νὰ εὐχαριστεῖται μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ συνομιλία μετὰ τοῦ Θεοῦ.»

(Από το βιβλίο, Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, κεφάλαιο: «Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνονται πάντα μὲ ἔρωτα», Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ Κρήτης 201311, σ. 352).

ΑΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Στον Εσπερινό του Σαββάτου του Τελώνου και Φαρισαίου, σύμφωνα με την αρχαία μοναστηριακή, αλλά και την ενοριακή παράδοση, ο δεξιός ιεροψάλτης, προ του «Κύριε εκέκραξα …», κατέρχεται από το αναλόγιό του και λαμβάνει το βιβλίο του Τριωδίου, που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, κάνει τρεις μετάνοιες και πηγαίνει ξανά στο αναλόγιό του, όπου αποθέτει το βιβλίο αυτό.

Το Τριώδιο είναι, ως γνωστό, το λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τα επ´ Εκκλησίας ψαλλόμενα και αναγινωσκόμενα κατά τις ιερές Ακολουθίες της περιόδου από της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και του Μεγάλου Σαββάτου.

Το Τριώδιο κατά την εν λόγω περίοδο χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το Μηναίο και την Παρακλητική.

Το Σάββατο της εβδομάδος του Ασώτου, τελείται αποτελεί ένα από τα δύο κατεξοχήν Ψυχοσάββατα του λειτουργικού έτους, κατὰ τα οποία η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου…». Στον Εσπερινό της Παρασκευής, μετά το, «Νύν απολύεις …», ψάλλεται ή διαβάζεται ο Νεκρώσιμος Κανόνας του ήχου μέχρι την η΄ ωδή και ψάλλεται απαραίτητα η θ΄ ωδή του Κανόνα. Μετά το πέρας του Κανόνα λέγεται το τρισάγιο και τελείται το μνημόσυνο των κεκοιμημένων.

Σημείωση: Όπως και κάθε φορά πού έχουμε μνημόσυνα με κόλλυβα ή χωρίς κόλλυβα, η μνημόνευση γίνεται μπροστά από το τραπέζι και βλέπουμε προς ανατολάς. Ει δυνατόν, η μνημόνευση να γίνεται μπροστά από την εικόνα του Χριστού.

Στην περίπτωση που έχουμε κόλλυβα εορτής, αυτά τοποθετούνται σε άλλο τραπέζι μπροστά από την εικόνα του εορταζομένου αγίου και  γίνεται η δέηση, πάλιν ισταμένου του ιερέως προ της εικόνος του αγίου και βλέποντος προς ανατολάς.

Την επομένη, Σάββατο των Ψυχών, τελείται απαραίτητα η Θεία Λειτουργία. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται τα νεκρώσιμα Ευλογητάρια και γίνεται η μνημόνευση όπως και στον Εσπερινό.

Εβδομάδα των Απόκρεω:

Την Παρασκευή βράδυ προς Σάββατο της εβδομάδος αυτής τελείται στην καθ᾽ ημάς Μητροπολιτική Περιφέρεια η καθιερωμένη αγρυπνία προς τιμήν «Πάντων των εν τη Ιερά Μητροπόλει Μόρφου διαλαμψάντων αγίων» στον ιερό ναό των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα.

Κατανυκτικοί Εσπερινοί

Το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής τελείται ο πρώτος κατανυκτικός Εσπερινός, ο «της Συγγνώμης».

Κατανυκτικός λέγεται, διότι ψάλλονται κατανυκτικά τροπάρια από το Τριώδιο, που το περιεχόμενο τους διαποτίζεται από βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, το πένθος, τη συντριβή, τη μετάνοια και θερμή ικεσία για την άφεση τῶν αμαρτιών μας.

Εσπερινός «της Συγγνώμης» λέγεται, αυτός μόνον από τους κατανυκτικούς Εσπερινούς, διότι στο τέλος της ακολουθίας ο λαός ασπάζεται το ιερό Ευαγγέλιο, ζητώντας πρώτα από τον ιερέα συγχώρεση και στη συνέχεια οι πιστοί μεταξύ τους, ώστε συγχωρεμένοι και ανάλαφροι να αρχίσουν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Αυτοί οι κατανυκτικοί Εσπερινοί τελούνται κάθε Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την Ε´ Κυριακή των Νηστειών.

Κατά τους Εσπερινούς αυτούς, όπως και σε κάθε Εσπερινό με Είσοδο, ο Ιερεύς φέρει το επιτραχήλιο και το Φαιλόνιο. Μετά την Είσοδο στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς και το «Εσπέρας Προκείμενον» ή στο τέλος, συνηθίζεται να αλλάζει ο Ιερεύς μόνο τον διάκοσμο της αγίας Τράπεζας. Από πασχαλινή, δηλαδή, λόγω της Κυριακής, μεταπίπτει σε πένθιμη, λόγω της  νηστείας της Τεσσαρακοστής, οπόταν αλλάζουν τα λευκά άμφια με πορφυρά.

Η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου

Από την Καθαρά Δευτέρα και κάθε απόγευμα των ημερών Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης και Πέμπτης ολόκληρης της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την αγία και Μεγάλη Τρίτη, τελείται η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου.

Λέγεται «Απόδειπνο», διότι είναι ακολουθία που γίνεται μετά το δείπνο, δηλ. είναι η βραδυνή προσευχή των Χριστιανών.

Λέγεται και Μέγα, λόγω της εκτάσεως του και για να διακρίνεται από το Μικρό Απόδειπνο, που τελείται τον υπόλοιπο χρόνο. 

Ο Ιερεύς, φέρων το ράσο και το επιτραχήλιό του, τελεί την Ακολουθία του Αποδείπνου ευρισκόμενος έξωθεν του ιερού Βήματος, συνήθως στο δεξιό αναλόγιο.

Μετά το, «Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς …» και πρό του «Άσπιλε, αμόλυντε…» εισέρχεται δια της βορείου πύλης στο Ιερό, ασπάζεται ως συνήθως την αγία Τράπεζα και ανοίγει την ωραία πύλη.

Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών αναγινώσκει και το Ευαγγέλιον της Παννυχίδος. Τις υπόλοιπες εβδομάδες ανοίγει μόνον το καταπέτασμα (βήλον) της Ωραίας Πύλης.

Να σημειώσουμε, ότι οι δύο ευχές στο τέλος του Αποδείπνου, το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε,…» προς τη Θεοτόκο και το «Και δός ημίν, Δέσποτα…» προς τον Χριστό απαγγέλλονται από τους Αναγνώστες μπροστά από τις εικόνες τους.

Ο Ιερεύς, μετά την απόλυση, λέγει τα «Ευξώμεθα» στο κέντρο του ναού.

Ψαλλομένου του τροπαρίου, «Πάντων προστατεύεις» ή «Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ», ο ιερεύς, όπως και οι πιστοί,  στρέφονται προς ανατολάς και κάνουν τρεις μετάνοιες.

Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων

Όλες τις Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και όσες μέρες συμπέσει εορτή τιμωμένου αγίου, αλλά και την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, τελείται η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.

Να αναφέρουμε εδώ, ότι, η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας έχει εν χρήσει τρεις θείες Λειτουργίες, κατά τις οποίες τελείται η αναίμακτος Θυσία:

1. Τη Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

2. Τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.

3. Τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.

Υπάρχουν βέβαια και άλλες αρχαίες λειτουργίες ή αναφορές, όπως του αποστόλου Μάρκου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι οποίες όμως με τον χρόνο περιέπεσαν σε αχρηστία.

Όλες όμως αυτές οι Λειτουργίες έχουν πανηγυρικό και χαρμόσυνο χαρακτήρα.

Οι πρώτοι όμως χριστιανοί δεν μεταλάμβαναν των θείων Μυστηρίων μόνο κατά τα

Σάββατα και τις Κυριακές, αλλά συχνότερα.

Πώς όμως θα ήταν δυνατόν κοινωνούν συχνά οι πιστοί κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αφού πλήρης θεία Λειτουργία δεν επιτρέπεται να τελείται κατ᾽ αυτήν, παρά μόνο κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές;

Η Εκκλησία μας, ως φιλόστοργος μητέρα, μερίμνησε, βρήκε τρόπο: Καθόρισε από αρχαιότατους χρόνους να τελείται κατά τις καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μία άλλη Λειτουργία, η ως άνω Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.

Κατά τη Λειτουργία αυτή δεν τελείται Θυσία, δεν γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος έχουν ήδη προαγιασθεί (γι’ αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων) κατά την προηγηθείσα θεία Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής. Είναι δηλαδή πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψη στους πιστούς.

Πώς προετοιμάζεται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων:

Ο ιερέας από το προηγούμενο Σάββατο ή την προηγουμένη Κυριακή, αφού εξαγάγει τον «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνο εκείνο τεμάχιο του προσφόρου το σφραγισμένο με την επιγραφή, ΙΣ-ΧΣ ΝΙ-ΚΑ, από το οποίο θα κοινωνήσει και ο ίδιος και οι πιστοί κατά την ημέρα εκείνη και το τοποθετήσει επάνω στο ιερό Δισκάριο, θα εξαγάγει στη συνέχεια άλλους τόσους αμνούς, τον καθένα από ξεχωριστό πρόσφορο, όσες Προηγιασμένες Λειτουργίες θα τελέσει την ερχομένη εβδομάδα, τους οποίους θα θέσει επίσης πάνω στο άγιο Δισκάριο, και θα τελέσει ως σύνηθες τη θεία Λειτουργία. Μετ’ ολίγο, κατά τη στιγμή του «Σε υμνούμεν…», οι αμνοί αυτοί θα μεταβληθούν όλοι δια της ευλογίας του λειτουργού ιερέως σε αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι στο άγιο Ποτήριο, θα μεταβληθεί και αυτός σε αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου. Να σημειώσουμε, ότι την καθαγιαστική για τον άγιο άρτο ευχή τη λέγομε ενικώς, δηλ. «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», όσοι κι άν είναι οι προσκομισθέντες αμνοί, διότι ένας είναι ο Χριστός. Από αυτούς, ο ένας θα χρησιμοποιηθεί για τη θεία Μετάληψη της ημέρας εκείνης, οι δε άλλοι θα εμβαπτισθούν στο ιερό Ποτήριο, όπου το άγιο Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν σε ειδικό κιβωτίδιο-αρτοφόριο, το οποίο θα βρίσκεται πάνω στην αγία Τράπεζα και καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδος μέχρι τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων, όπου θα υπάρχει αναμμένο καντήλι ή η ακοίμητη κανδήλα του ιερού Βήματος αναμμένη. Έτσι, κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων, ο ιερέας θα μεταλάβει ο ίδιος και θα προσφέρει στους πιστούς προς μετάληψη τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα.

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινό. Οι παλαιοί Χριστιανοί κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής τηρούσαν αυστηρή νηστεία μέχρι των εσπερινών ωρών. Μπορούσαν λοιπόν να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν κατά τις εσπερινές ώρες.

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέρα. Συνηθέστερα όμως τελείται κατά τις πρωινές ώρες, προς διευκόλυνση των πιστών.

Εδώ να θυμίσουμε την περσινή μας απόφαση, πού λήφθηκε στο ιερατικό μας Σεμινάριο, και για τους ποικίλους λόγους που εκεί αναφέραμε, ότι στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Λειτουργία των Προηγιασμένων θα τελείται τουλάχιστο κάθε Τετάρτη και αυτή μόνον πρωί. Για να τελεσθεί απόγευμα, χρειάζεται η ευλογία του Πανιερωτάτου μας Μητροπολίτου.

Επίσης οι οφφικιάλιοι ιερείς κατά την τέλεση της Προηγιασμένης Λειτουργίας δεν φέρουν Σταυρό, ούτε επιγονάτιο.

Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων τελείται μόνον τις τρεις πρώτες μέρες ήτοι: Το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, το πρωί της Μεγάλης Τρίτης καιτο πρωί της Μεγάλης Τετάρτης.

Επίσης, τελείται και κατά τις ημέρες εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Εάν έχουν δοθεί ονόματα για μνημόνευση, ο λειτουργός ιερέας δεν θα τα μνημονεύσει στην Πρόθεση κατά τις ημέρες των Προηγιασμένων (αφού εξάλλου δεν γίνεται κατ᾽ αυτές Προσκομιδή), αλλά θα τα αφήσει για τη Λειτουργία του ερχομένου Σαββάτου ή της Κυριακής.

Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό: κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δέν τελούνται μνημόσυνα.

Εάν υπάρχει τιμώμενος άγιος σε Προηγιασμένη, μετὰ το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου …» θα ειπωθεί αποστολικό ανάγνωσμα και Ευαγγέλιο. Στην «Εκτενή» μπορούμε να μνημονεύσουμε τους εορτάζοντας.

Ακολουθία των Χαιρετισμών

Το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος των Νηστειών χαρακτηρίζεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας ως «Σάββατον του Ακαθίστου».

Οι Χαιρετιστήριοι Οίκοι προς τιμήν της Θεοτόκου, που απαγγέλλονται όλοι κατά το εν λόγω Σάββατον, απαγγέλλονται τμηματικώς κατά την ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Είναι μια από τις προσφιλέστερες Ακολουθίες, που συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευή βράδυ κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πλήθος πιστών.

Ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί όταν ψάλληκε στην αγρυπνία που έγινε στον ναό των Βλαχερνών επί Ηρακλείου του βασιλέως, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την τότε επιδρομή των Αβάρων, οι πιστοί παρέμειναν προσευχόμενοι όρθιοι συνεχώς, χωρίς να καθίσουν. Γιατί όμως ψάλλεται τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας αυτής εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψη τμηματικά κατά τα Απόδειπνα των Παρασκευών και πλήρως κατά το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος η Ακολουθία του Ακαθίστου.

Οι Οίκοι της Θεοτόκου απαγγέλλονται από τον ιερέα εμμελώς, σε λιτό κλιτό ύφος, όπως δηλ. την άχρονη εμμελή απαγγελία του αποστολικού και ευαγγελικού αναγνώσματος, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας στο μέσον του ναού ή κάτω από τον τρούλλο, εκεί που υπάρχει. Κατά την ακολουθία αυτή ο ιερέας φέρει επιτραχήλιο και φαιλόνιο.

Είναι γνωστό ότι στην θ΄ ωδή του Κανόνα («Άπας γηγενής») ο ιερεύς θυμιά χωρίς προηγουμένως να κάνει οποιαδήποτε εκφώνηση. Θυμιά τις εικόνες και τον λαό προ της ενάρξεως των Χαιρετισμών, καθώς επίσης και στο τέλος. Ασπάζεται την εικόνα της Θεοτόκου στην αρχή και στο τέλος κάνοντας τρεις μετάνοιες. Επίσης θυμιά 9 φορές (3Χ3) στο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», κάνοντας σχήμα (ελαφρά υπόκλιση) προς την εικόνα της Θεοτόκου, και 3 στο «Αλληλούια».

Να σημειώσουμε εδώ, εξ αφορμής της Ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου, ότι όλες οι Ακολουθίες, τελετές αλλά και κάποια Μυστήρια της Εκκλησίας μας τελούνται πάντοτε στο μέσον του ναού και όχι στον κατά λάθος ή κατ’ «επιβολή» σολέα, την επέκταση δηλαδή τοῦ κανονικού σολέα, που είναι τα μικρά σκαλιά μπροστά από την ωραία Πύλη.

Η καθιέρωση αυτού του εσφαλμένου τύπου σολέα έγινε επί Αρχιεπισκοπείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Χρυσοστόμου τοῦ Α΄ και επικράτησε εντεύθεν. Το αποτέλεσμα αυτής της επέκτασης του «σολέα», όπως θα έχουμε αντιληφθεί, είναι η απομάκρυνση των πιστών από τα τελούμενα.

Πού είναι η συμμετοχή των πιστών, όταν αυτοί βρίσκονται αρκετά μέτρα μακριά από τα τελούμενα; Παλαιοί ναοί δεν διέθεταν κάτι τέτοιο, παράδειγμα ο ναός της κοινότητας Περιστερώνας των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, πού βρισκόμαστε σήμερα.

Η εν μέσω του ναού ψαλμώδηση, μας παραπέμπει εξάλλου στην ψαλμώδηση των ύμνων κατά τη βυζαντινή περίοδο από του άμβωνος, που ακριβώς βρισκόταν εκεί.

Σημείωση: Επειδή είθισται στην Ακολουθία των Χαιρετισμών οι πιστοί να φέρνουν κόλλυβα και ονόματα κεκοιμημένων τους για μνημόνευση, αυτό θα γίνεται προ της ενάρξεως της Ακολουθίας.

Α’ Κυριακή των Νηστειών ή της Ορθοδοξίας

Η όλη Ακολουθία της Λιτής γίνεται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και τελείται σύμφωνα με την τάξη που διαλαμβάνουν οι «Τυπικαὶ Διατάξεις τῶν Ἱερῶν Ἀκουλουθιῶν» της Εκκλησίας Κύπρου.

Γ’ Κυριακή των Νηστειών  (της Σταυροπροσκύνησης)

Η συνήθης τάξη της τελετής της Σταυροπροσκυνήσεως τελείται κατά το ασματικό «Άγιος ο Θεός …» της Μεγάλης Δοξολογίας, σύμφωνα πάντα με το ανωτέρω  «Τυπικαὶ Διατάξεις».

Αυτό πού δεν περιλαμβάνεται εκεί, είναι μια μικρή λεπτομέρεια, ότι δηλαδή μπορούμε τον Τίμιο Σταυρό να τον έχουμε στο κέντρο του ναού  ή κάτω από τον τρούλλο μέχρι την επομένη Παρασκευή, πριν αρχίσει η Ακολουθία των «Χαιρετισμών», καθότι η όλη επομένη εβδομάδα είναι και λέγεται Σταυροπροσκυνήσιμος. Ωραίο θα είναι να γίνει μέριμνα ώστε να υπάρχουν αρκετά άνθη για όλους.

ΣΤ’ Κυριακή των Νηστειών  (Κυριακή των Βαΐων)

Προηγείται το Σάββατο με τη ανάσταση του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου του τετραημέρου.

Από την ημέρα αυτή μέχρι και την Κυριακή του Θωμά, συμπεριλαμβανομένων των ημερών αυτών, δεν τελείται με κανένα τρόπο μνημόνευση κεκοιμημένων, εκτός φυσικά στην Πρόθεση.

Την Κυριακή των Βαΐων επιτελούμε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ.

Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας τελείται η λιτή πέριξ του ναού και η ευλόγηση των βαΐων, που στην Κύπρο είθισται να είναι κλάδοι ελιάς.

Τα φύλλα της ελιάς, μετά την ευχή, με την οποία ευλογούνται, τα αφήνουν οι πιστοί στον ναό μέχρι την Πεντηκοστή.

Δεν είναι ορθό να τους λέμε να τα πάρουν πίσω μαζί τους, για διάφορους λόγους. Στο σπίτι και στα κοιμητήρια μπορούν οι πιστοί να θυμιάζουν και με την ελιά αυτή και με λιβάνι.  

Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η εβδομάδα πριν από το Πάσχα, από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ μέχρι του Μεγάλου Σαββάτου. Ονομάζεται «Μεγάλη», όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες ή ώρες από τις άλλες εβδομάδες, αλλά γιατί τα γεγονότα που τελούνται κατ᾽ αυτή είναι μέγιστα και κοσμοσωτήρια.

Η Εκκλησία από τη μεγάλη της φιλανθρωπία, για να μπορέσουν όσο είναι δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν στις Ακολουθίες, επέτρεψε ώστε, κατά τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, να ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας από το βράδυ της παραμονής. Π.χ. την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας.

Μεγάλη Δευτέρα (Κυριακή Βαΐων βράδυ)

Στην Ακολουθία του «Νυμφίου», όπως λέγεται διαφορετικά η Ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας, Τρίτης και Τετάρτης, ξεχωριστό είναι η έξοδος μόνον κατά το βράδυ της Κυριακής της εικόνος του Νυμφίου Χριστού, που τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Δεν βγαίνει «Νυμφίος» την Δευτέρα, την Τρίτη, ούτε την Τετάρτη.  Κατά την Κυριακή των Βαΐων εσπέρας προηγείται φυσικά ο εσπερινός της απόδοσης της εορτής των Βαΐων. 

Μεγάλη Τρίτη και Τετάρτη (Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη βράδυ)

Να σημειώσουμε, ότι τη Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη, πριν την Ακολουθία του «Νυμφίου», τελείται η Ακολουθία του «Μεγάλου Αποδείπνου» με τον κανόνα της ημέρας.

Μεγάλη Πέμπτη (Μεγάλη Τετάρτη βράδυ)

Είθισται, το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης να τελείται και το Μυστήριο του Ευχελαίου, κατά την περιλαμβανόμενη τάξη στο Ευχολόγιον, και στο μέσον του ναού, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω.

Μεγάλη Πέμπτη πρωί

Κατά τη θεία Λειτουργία καθαγιάζουμε και δεύτερο «αμνό», που φυλάττουμε στο αρτοφόριο για τις έκτακτες ανάγκες των ενοριτών καθόλο το έτος. Προτού φυλάξουμε τον νέο «αμνό», καταλύουμε τον περσινό.

Μετά τη θεία Λειτουργία το πρωί της Μ. Πέμπτης, τοποθετείται το μαύρο ύφασμα σε όλες τις εικόνες του εικονοστασίου.

Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ)

Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας.

Κατά την Ακολουθία των Παθών εξέρχεται ο Εσταυρωμένος και τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως προείπαμε.

Ποιμαντικά

1. Καλό είναι κατά την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, εάν υπάρχει κάποιος που έχει αναλάβει τα έξοδα των λουλουδιών του κουβουκλίου, να παραστέκεται με καπνιστήρι και μυροδόχη για να ραίνει τους προσκυνητές.

2. Μετά το πέρας της Ακολουθίας γίνεται το στόλισμα του κουβουκλίου. Το στόλισμα το αναλαμβάνουν άτομα της κοινότητάς μας και όχι το ανθοπωλείο. Καλόν είναι, όπου υπάρχει δυνατότης, τα άνθη να προέρχονται από τους κήπους των σπιτιών μας.

3. Επίσης, αν είναι δυνατόν, μπορεί να παρίσταται και ο ιερεύς στον ναό κατά την ώρα του στολίσματος, ώστε παράλληλα να προετοιμάζει τη χορωδία (εν είδει πρόβας) για την ψαλμώδηση των Εγκωμίων.

4. Παρούσα θα είναι, αν είναι δυνατόν, και μάλιστα να συμμετέχει στο στόλισμα, και η οικογένεια του δωρητή των ανθέων του επιταφίου.

Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωί και βράδυ)

Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί τελούνται οι εξής Ακολουθίες: α) Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, β) της Αποκαθήλωσης, δηλαδή της ανάμνησης της αποκαθήλωσης από τον Σταυρό και της Ταφής του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο τον Φαρισαίο, κρυφό μαθητή του Κυρίου.

Αποκαθήλωση:Σημειώνουμε τα ακόλουθα: Ενώ ο ιερεύς εκφωνεί την ευαγγελική περικοπή από της ωραίας πύλης, τη συγκεκριμένη ώρα γίνεται η αποκαθήλωση από λαϊκό ή τον δεύτερο ιερέα.

Αφού απλωθεί σινδόνα καθαρή στο έδαφος, κατεβάζουμε τον Χριστό (ή τον σταυρό ολόκληρο), τον τοποθετούμε «νεκρικά», να βλέπει δηλ. προς ανατολάς, και τον τυλίγουμε με την σινδόνα, και τον σηκώνουμε με τη βοήθεια και άλλων ατόμων, πού εμείς έχουμε ορίσει. Το σαβανωμένο σώμα του Κυρίου φέρουμε στο ιερό Βήμα από την ωραία Πύλη και όχι από τις πλαϊνές εισόδους του Βήματος! Τον παραλαμβάνει ο ιερεύς και τον τοποθετεί πάνω στην αγία Τράπεζα. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της αποκαθήλωσης, μυροφόρες γυναίκες ραίνουν με ροδοπέταλα και ροδόσταγμα τον Χριστό. 

Ενταφιασμός: Ενώ ψάλλονται τα απόστιχα, γίνεται η έξοδος του υφασμάτινου επιταφίου, που φέρει ο ιερεύς, από τη βόρεια είσοδο του ιερού Βήματος. Η πομπή κατευθύνεται στο κουβούκλιο όπου γίνεται ο ενταφιασμός, σύμφωνα με την τάξη του, στο ήδη δηλ. στολισμένο κουβούκλιο από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και τοποθετημένο στο κέντρο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω.

Απόλυση:Μετά το «Δι’ ευχών …», οι πιστοί προσέρχονται και προσκυνούν τον επιτάφιο και το ιερό ευαγγέλιο.

Ο ιερεύς, ιστάμενος δίπλα στον επιτάφιο μοιράζει το αντίδωρο στο εκκλησίασμα· πρόκειται για αποξηραμμένο αντίδωρο, αυτό που μας περίσσευε από τις προηγηθείσες «Προηγιασμένες Λειτουργίες».

Δίπλα στον ιερέα στέκει και ο δωρητής των ανθέων του επιταφίου με καπνιστήρι και ραίνει με μυροδόχη τους πιστούς.

Ο ναός καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας παραμένει ανοιχτός για να μπορούν οι προσκυνητές να προσέρχονται και ασπάζονται τον επιτάφιο.

Αγία και Μεγάλη Παρασκευή βράδυ (Όρθρος Μεγάλου Σαββάτου)

Μετά τον Ν´ ψαλμό κλείνει η Ωραία Πύλη και ο Ιερεύς ενδύεται πλήρη την ιερατική του στολή. Ανοίγει στην θ΄ ωδή του κανόνα. Γίνεται η θυμίαση. Αρχίζουν τα Εγκώμια· τον πρώτο στίχο τον ψέλνει ο Ιερέας και ακολουθεί η χορωδία. Στη αρχή κάθε στάσης γίνετε θυμίαση πέριξ του κουβουκλίου. Έπεται  η περιφορά του κουβουκλίου με τον επιτάφιο πέριξ του ναού ή στους κυριώτερους δρόμους των ενοριών και κοινοτήτων μας.

Διαδρομή:Στη πομπή της περιφοράς του επιταφίου προηγείται ο Τίμιος Σταυρός, τα εξαπτέρυγα, ακολουθούν ψάλλοντας τα εγκώμια τα άτομα που έψαλλαν στην Ακολουθία, ο ιερεύς με το ιερό ευαγγέλιο και το θυμιατό, ο Επιτάφιος αιρόμενος από ενορίτες και τέλος ακολουθεί ο λαός κρατώντας στο χέρι αναμμένη λαμπάδα.

Κατά τη διαδρομή του επιταφίου ο ιερεύς δύναται να μνημονεύει ζώντες και κεκοιμημένους, όπου του ζητηθεί.   

Επιστροφή:Η επιστροφή στον ναό γίνεται ως εξής: Αφού φθάσει η πομπή του επιταφίου προ των πυλών του ναού, βγαίνουν έξω και οι τυχόν εναπομείναντες και αφού σηκώσουν το «ύφασμα» του επιταφίου παίρνουν το κουβούκλιο όπως είναι στολισμένο σε μια γωνιά του ναού. Σηκώνουμε το ρούχο στη είσοδο και διέρχονται όλοι από κάτω. Αφού περάσουν όλοι, συνεχίζεται η Ακολουθίαὀπως διαλαμβάνει η Τυπική Διάταξη της ημέρας.

Τώρα τι γίνεται με τα λουλούδια του επιταφίου;

Από προηγουμένως θα συστήσουμε στον κόσμο μας να μην παίρνουν τα άνθη του επιταφίου. Το κουβούκλιο θα παραμείνει στολισμένο σε κάποι χώρο του ναού, έχοντας μέσα την ορθή εικόνα της αναστάσεως, δηλ. την εις «Άδου κάθοδον» και αναμμένο κανδήλι μέχρι το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή. Το Ψυχοσάββατο, μετά τη θεία Λειτουργία, θα πάρουμε τα ξηραμένα πλέον άνθη και θα τα τοποθετήσουμε σε σακκουλάκια, τα οποία θα προσφέρουμε μαζί με το αντίδωρο την Κυριακή της Πεντηκοστής στους εκκλησιαζομένους ως ευλογία.

Αυτά τα αποξηραμμένα πλέον άνθη θα τα χρησιμοποιούν οι πιστοί στο κοιμητήριο για να λιβανίζουν τους τάφους των κεκοιμημένων τους. Από αυτά τα άνθη θα χρησιμοποιούν και οι ιερείς, όταν τους καλούν για τρισάγια στα κοιμητήρια. 

Επειδή όμως ο κόσμος θα θέλει να πάρει και αυτό το βράδυ ως ευλογία στο σπίτι άνθη από τον επιτάφιο, ο ιερεύς θα μεριμνήσει να έχει αρκετά ροδοπέταλα πάνω στο ύφασμα του επιταφίου, οπόταν μετά το πέρας της Ακολουθίας θα τους τα προσφέρει ο ίδιος. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κεριά του επιταφίου: προσφέρονται από τον ιερέα ως ευλογία σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών, φοιτητών, γεωργών κ.ά.

Αγία Κυριακή – Πάσχα

Το Άγιο και Μέγα Σάββατο το πρωί

Αυτό που θα σημειώναμε εδώ είναι η έξοδος μας στο «Ανάστα ο Θεός …». Βγαίνουν πρώτα, από προηγουμένως, τα εξαπτέρυγα (άνευ του σταυρού) και στέκουν ένθεν και ένθεν της ωραίας πύλης, τα υψώνουν και ταυτόχρονα τα ριπίζουν κατά την έξοδο του ιερέα και τον ακολουθούν.

Ο ιερέας ραίνει όλο το εκκλησίασμα με δάφνες, και καλόν είναι να τον ακολουθεί και η εικόνα της Αναστάσεως, η «εις άδου κάθοδος», την οποία θα τοποθετήσει ο ίδιος στο προσκυνητάρι. Μην ξεχνάμε το κτύπημα των σκάμνων (ανάμνηση του μεγάλου σεισμού κατά την ώρα της Ανάστασης του Κυρίου) και το πέσιμο των μαύρων υφασμάτων από τις εικόνες!

Ποιμαντικά

Επίσης καλόν είναι το Μεγάλο Σαββάτο μετά τη θεία Λειτουργία ο ιερέας να πηγαίνει μαζί με τους ενορίτες στο κοιμητήριο για τρισάγια. Μπορεί επίσης να γίνουν από τον ιερέα μαζί με συνεργάτες του επισκέψεις σε εμπερίστατα άτομα ή οικογένειες. Εάν χρειάζεται και στις φυλακές, στο νοσοκομείο, σε γηροκομείο ή και αλλού.

Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου σε ορισμένες ορεινές κοινότητες τελείται το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου.

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Θα θέλαμε εδώ να καταθέσουμε τα εξής:  

α. Κατά το εναρκτήριο «Χριστός Ανέστη…», τούτο ψάλλει ο ιερέας τρείς φορές, ευρισκόμενος  εμπρός στο δισκέλιο, όπου βρίσκεται το ιερό ευαγγέλιο, έχοντας μπροστά την παράσταση της εις άδου καθόδου. Στούς στίχους, στεκόμαστε σε κάθε στίχο σε μία πλευρά του διασκελίου, και θυμιάζουμε το ευαγγέλιο 3Χ3.

β. Η ωραία και πανηγυρική είσοδος στον ναό, να γίνεται ψαλλομένου του  «Άρατε πύλας …», με τις σχετικές συμβολικές ερωταποκρίσεις. Μας κάνει εντύπωση ότι τη στιγμή αυτή, αν και υπάρχει πάρα πολύς κόσμος έξω, επικρατεί τόση ησυχία, που δεν χρειάζονται ούτε μικρόφωνα.

γ. Επίσης, στο Εξαποστειλάριο προσέρχονται οι πιστοί, ασπάζονται το ιερό ευαγγέλιο και χρίονται με το ιερό ευχέλαιο.

Τα τελευταία χρόνια επανήλθε η ορθή τάξη, να διαβάζεται δηλ. ο κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προ της θείας κοινωνίας των εκκλησιαζομένων. Αυτό μπορεί να γίνεται, είτε στο τέλος του Όρθρου, είτε στο Κοινωνικόν, αφού κοινωνήσει ο ιερεύς.

Ποιμαντικά

Μετά το πέρας της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας, στην οποία, δόξα τω Θεώ, όλο και περισσότεροι μένουν μέχρι τέλους, εισηγούμαστε όπου είναι εφικτό να γίνεται η εξής τάξη:

Ζητάμε από τους εκκλησιαζομένους να παραμείνουν στις θέσεις τους, ώστε ο αναγνώστης να διαβάσει την ακολουθία της θείας Ευχαριστίας, για να δοθεί χρόνος στον ιερέα να καταλύσει, να εκδυθεί τα ιερά του άμφια και να γίνει απόλυση.

Ο ιερεύς μαζί με τον Πρόεδρο της κοινότητας (αφού από προηγουμένως έχουν συνεννοηθεί), βγαίνουν πρώτοι από τον ναό και στην είσοδο ανταλλάσουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό ενώ  προσφέρει ο ιερεύς, τόσο στον Πρόεδρο, όσο και στον κάθε εκκλησιαζόμενο κόκκινο αυγό. Ο κάθε εξερχόμενος στέκει στη συνέχεια δίπλα στον Πρόεδρο. Εάν υπάρχει και η δυνατότητα προσφοράς ζεστού ροφήματος, έτι καλύτερο!

Έχουμε τη γνώμη, ότι όλα αυτά τα ποιμαντικά που εισηγούμαστε γίνονται πραγματικότητα μέσα από τις καλές σχέσεις του ιερέα με όλους τους φορείς της κοινότητας (Κοινοτικό Συμβούλιο, Σύνδεσμο Αποδήμων, αλλά και τους ίδιους τους συγχωριανούς).

Μην ξεχνάμε το γεγονός, ότι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας προετοίμασε με τη χάρη του Θεού στην ταπεινοφροσύνη, στη μετάνοια –  εξομολόγηση, στην προσοχή, την άσκηση, τη νηστεία και προσευχή, για τη συμμετοχή μας στα τελούμενα της Εκκλησίας κατά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.

Β. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ

Πεντηκοστάριο λέγεται το λειτουργικό βιβλίο, το οποίο περιέχει υμνολογικό υλικό, κυρίως του Εσπερινού και τοῦ Όρθρου, και χρησιμοποιείται μαζί με το Μηναίο στις ιερές Ακολουθίες της περιόδου, από της Κυριακής του Πάσχα μέχρι και της Κυριακής των Αγίων Πάντων.

Εκτός όμως από το βιβλίο αυτό, Πεντηκοστάριο ονομάζεται και η αναστάσιμη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τις επτά εβδομάδες από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής, καθώς και την εβδομάδα που ακολουθεί ως εβδομάδα του Αγίου Πνεύματος, που αποτελεί συνέχεια της εορτής της Πεντηκοστής, μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

ΠΑΣΧΑ των Χριστιανών είναι η ημέρα εξόδου μας από τη χώρα του θανάτου και από την τυραννία του Διαβόλου και αποτινάξεως του ζυγού της αμαρτίας.

Εσπερινός της «Αγάπης»

Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα οι απανταχού Ορθόδοξοι τελούν τον «Εσπερινό της Αγάπης». 

Ξεκινήσαμε με τον Εσπερινό της Συγγνώμης και ολοκληρώσαμε την πορεία μας μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή, φθάνοντας στον Εσπερινό της Αγάπης.

Η αγάπη και η ενότητα στην Εκκλησία ξεκινά από τον Επίσκοπο, ως δοχείο πλήρες της χάριτος και των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταδίδει την ευλογία στους ιερείς και εν συνεχεία στον λαό.     

Γονυκλισία την περίοδο αυτή και τις Κυριακές

Κανόνες της Εκκλησίας μας απαγορεύουν ρητά να προσεύχονται οι ιερείς και οι πιστοί γονατιστοί τις Κυριακές, καθώς και ολόκληρη την περίοδο της Πεντηκοστής. Και τούτο, διότι ζούμε στην Αναστάσιμη ημέρα και περίοδο, κατά την οποία, με την όρθια στάση μας στη θεία Λατρεία τονίζεται η πίστη μας στην Ανάσταση του Χριστού.

Ιδιαιτερότητες

Την κατεξοχήν αναστάσιμη αυτή περίοδο ο ιερέας μετά το πέρας κάθε Ακολουθίας δεν σκεπάζει το επί της αγίας Τραπέζης ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο έχει ορατή την αναστάσιμη πλευρά, ούτε και κλείνει τα βημόθυρα της ωραίας πύλης.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ

Από σήμερα παύεται το τρισάγιο στην αρχή των ακολουθιών και επίσης το «Δι’ ευχών…» στο τέλος των ακολουθιών: τα αντικαθιστούμε με το «Χριστός Ανέστη …» μέχρι την Απόδοση της εορτής του Πάσχα (επί 39 ημέρες).

Δεν λέμε επίσης το, «Βασιλεύ ουράνιε …» μέχρι την Πεντηκοστή και το «Δεύτε προσκυνήσωμεν …» μέχρι και την απόδοση του Πάσχα.

ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Είναι η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει το Σάββατο προ της Κυριακής του Θωμά. 

Ολόκληρη η εβδομάδα θεωρείται ως μία ημέρα, γι΄ αυτό όλες οι Ακολουθίες της εβδομάδος αυτής είναι ίδιες όπως τη νύκτα της Ανάστασης.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Α. Και κατά αυτή την ημέρα, όπως προείπαμε, δεν τελούνται μνημόσυνα.

Β. Από Κυριακή αυτή και μέχρι την Πεντηκοστή, κάθε Κυριακή και μετά την οπισθάμβωνο ευχή, γίνεται λιτανεία πέριξ του ναού με την εικόνα της αναστάσεως και άνευ δεήσεως.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Ποιμαντικά

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι σε μερικές κοινότητες την ημέρα αυτή εορτάζουν οι γυναίκες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία.

Τις τιμούν μνημονεύοντας όλων αυτών των γυναικών τα ονόματά τους κατά τη θεία Λειτουργία, κρατούν τη λαμπάδα κατά την μικρή Είσοδο, τις λαμπάδες κατά την ανάγνωση του ιερού ευαγγελίου, παίρνουν τα εξαπτέρυγα στη μεγάλη είσοδο, φέρουν την εικόνα της Αναστάσεως στη καθιερωμένη λιτανεία πέριξ του ναού, στέκουν δίπλα στο ιερέα κατά την ώρα του αντιδώρου και ραίνουν με μυροδόχη, κερνώντας μάλιστα με γλυκό το οποίο έφτιαξαν οι ίδιες στα σπίτια τους και τέλος κερνούν με πρόγευμα έξωθεν του ναού τους εκκλησιαζομένους.   

ΤΕΤΑΡΤΗ – ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

(Απόδοση της εορτής του ΠΑΣΧΑ)

Η Ακολουθία της ημέρας είναι όμοια προς την Ακολουθία που έγινε το βράδυ της Αναστάσεως και τις επόμενες ημέρες της Διακαινησίμου. 

Το ορθό είναι  η Λειτουργία αυτή να γίνεται πρωϊνή και όχι σε αγρυπνία, καθότι τούτο απάδει στην τυπική διάρθρωση της ημέρας. Εξάλλου, υποβαθμίζεται με αυτό τον τρόπο λειτουργικά η ακολουθούσα μεγάλη εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου.

ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(Σάββατο των Ψυχών ή Ψυχοσάββατο)

Είναι το δεύτερο του έτους. Το πρώτο είπαμε ότι είναι το Σάββατο προ της Απόκρεω. Ισχύουν και εδώ ακριβώς τα ίδια.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Μετά τη θεία Λειτουργία της ημέρας, ακολουθεί ο Εσπερινός τουτου Αγίου Πνεύματος, ο οποίος για λόγους οικονομίας τελείται πρωί. Στο αρμόδιο σημείο της Ακολουθίας, μετά τη σχετική εκφώνηση, «Ἔτι καὶ ἔτι, κλίναντες τὰ γόνατα, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», γονατίζουμε όλοι, οι κληρικοί βλέποντες προς ανατολάς και μάλιστα προς την αγία Τράπεζα, και μαζί με τους πιστούς  απευθύνουμε στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, ευχές δοξολογίας, ικεσίας και ευχαριστίας για μας, καθὼς και δέηση για τους κεκοιμημένους μας. Όπως προείπαμε τις Κυριακές δεν γονατίζουμε. Σήμερα όμως, παρ’ ότι Κυριακή, «κλίναντες τα γόνατα» προσευχόμαστε γονατιστοί, διότι είναι Εσπερινός της επομένης, δηλ. Εσπερινός της Δευτέρας, που τελείται πρωί.

Εν κατακλείδι

Περαίνοντας, Πανιερώτατε, την αναφορά μας στα τελετουργικά και ποιμαντικά στοιχεία αυτών των δύο μεγάλων περιόδων της Εκκλησίας μας, της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της περιόδου του Πεντηκοσταρίου, γεννάται ένα σημαντικό ερώτημα: «Τελικά, ποιός είναι άραγε ο κατεξοχήν σκοπός όλων αυτών των τελετουργικών και ποιμαντικών στοιχείων στη ζωή των χριστιανών;» Την απάντηση την παίρνουμε, ωραιότατα και θεολογικώτατα διατυπωμένη, μέσα από ένα διάλογο του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ με το «φίλο του Θεού», όπως τον αποκαλεί, Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Λέει λοιπόν εκεί ο όσιος Σεραφείμ:

«Ο Κύριος μου αποκάλυψε, μου είπε, ότι στην παιδική σας ηλικία επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σας συμβούλευαν να εκκλησιάζεσθε, να προσεύχεσθε, να κάνετε καλές πράξεις, διότι σ’ αυτά, σας έλεγαν, συνίσταται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Αυτή η απάντηση όμως δεν μπορούσε να σας ικανοποιήσει. Όντως η προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία, όπως και όλη η χριστιανική άσκηση είναι καλά καθ’ εαυτά.

Αλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι μόνο να εκπληρώσουμε αυτά, διότι αυτά είναι μόνο μέσα. Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζετε», συνεχίζει ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ προς τον κάθε φιλόθεο, και κλείνουμε την εισήγησή μας με αυτό, «ότι μόνο εκείνο το καλό έργο που έχει γίνει από αγάπη προς τον Χριστό φέρει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας».

Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα

Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα: Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (28/01/2014).

π. Ανδρέα Φιλίππου

π. Ανδρέας Φιλίππου

Στη σημερινή πέμπτη κατά σειρά συνάντηση του εφετινού ιερατικού μας  Σεμιναρίου, θα γίνει η παρουσίαση του ιστορικο – γεωγραφικού  Χάρτη της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας, και εν συνεχεία θα ασχοληθούμε με το σχετικό θέμα, πως η ιστορική συνείδηση του ιερέα μπορεί να τον βοηθήσει στο εν γένει ποιμαντικό  έργο του.

Δεν θα επιχειρήσω ασφαλώς να κάνω σήμερα ανάλυση της προϊστορικής και ιστορικής πορείας της μητροπολιτικής μας περιφέρειας· αυτό που θα επιχειρήσουμε, που είναι και επιθυμία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας, είναι να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή στο μεγάλο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας και γεωγραφίας της περιφέρειάς μας, ακριβώς για να δοθεί αφορμή να συζητηθούν θέσεις και προβληματισμοί σας, που θα προκύψουν από τη σημερινή ανακοίνωση και να εμπλουτισθεί περαιτέρω ή ακόμη να αναθεωρηθεί, όπου τυχόν χρειάζεται, η παρούσα εργασία.

Εν πρώτοις όμως, να μου επιτραπεί να εκφράσω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας, για την μεγάλη τιμή που μου έκανε και την εμπιστοσύνη, με την οποία με περιέβαλε, για να παρουσιάσω σήμερα ενώπιόν σας την παρούσα εισήγηση.

Χάρτης Μητροπολιτικής Περιφέρειας Μόρφου

Ο Χάρτης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, που σας έχει ήδη αποσταλεί και τον οποίο βλέπετε να προβάλλουμε,  είναι προϊόν μακρόχρονης και επίπονης έρευνας. Σ᾽ αυτήν συνέβαλαν και συνεργάστηκαν πολλοί, και πρώτος εξ αυτών ο επίσκοπός  μας, ο οποίος με την εκλογή, χειροτονία και ενθρόνισή του στη Μητρόπολη Μόρφου, άρχισε αμέσως να ερευνά και να καταγράφει την Αγιολογία, την ιστορία και τις παραδόσεις κάθε χωριού και χώρου της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι από τότε μέχρι σήμερα, 15 τόσα χρόνια, τόσο ο Πανιερώτατος, όσο και οι συνεργάτες του, αξιολογούσαν και κατέγραφαν κάθε ιστορική μαρτυρία που έφτανε κοντά τους. Τους συνεργούς του στο βαρυσήμαντο τούτοέργο προέτρεπε ο Πανιερώτατος να έχουμε  πάντοτε κατά νουν τη σοφή ρήση του μακαριστού πατρός Παύλου Εγγλεζάκη, «η ζωντανή Κύπρος δεν είναι παρά ένας χώρος, μία ιστορία και μία Εκκλησία. Ακριβώς διότι αυτό, που προσδιορίζει την ταυτότητα της Κύπρου, είναι η γεωγραφία, η ιστορία και η Εκκλησία της.»

Όλη αυτή τη μακραίωνα και ταραχώδη εκκλησιαστική, γεωγραφική, αρχαιολογική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα της Μητρόπολής μας, που πρόεκυψε από τις εν λόγῳ έρευνες και αξιολογήσεις των γραπτών πηγών, αλλά κυρίως των προφορικών ιστορικών παραδόσεων, που κινδύνευαν άμεσα να εξαφανιστούν, θελήσαμε και να τη χαρτογραφήσουμε, να την αποτυπώσουμε δηλαδή σε χάρτη, τον Χάρτη της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι αυτό, αφ᾽ ενός μεν για να κατευθύνουμε  τον αναγνώστη της ιστορίας της Μητρόπολής μας στον χώρο των πεπραγμένων ιστορικών γεγονότων, και αφ᾽ ετέρου για να καταγραφούν και αποτυπωθούν οικισμοί,  χωριά, ναοί, ερειπωμένοι ναοί, μονές, χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα, τοπωνύμια και μάλιστα τα αγιώνυμα τοπωνύμια, μεταλλεία, κ.λπ., που όλα τούτα  είναι άρρηκτα συνδεδεμένα  με την ιστορία μας και εν γένει με την Ορθόδοξη ταυτότητά μας.

Ο έντυπος αυτός Χάρτης, που έχουμε καταρχήν εκδώσει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, έχει διαστάσεις 70Χ70 εκατοστά και χωρίζεται σε 8 μέρη. Το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει το τμήμα της μητροπολιτικής μας περιφέρειας  σε κλίμακα 1:65.000 και περιλαμβάνει 93 οικισμούς (από τους οποίους οι 24 σήμερα είναι εγκαταλελειμμένοι), 251 ναούς, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια (50 των οποίων σώζονται μόνον τα ερείπια ή μαρτυρίες για πάλαι ποτέ ύπαρξή τους), 15 καθολικά ιερών Μονών, 5 χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα και 302 τοπωνύμια. Ταυτόχρονα, ετοιμάστηκε και ψηφιακός χάρτης (σε μορφή pdf), για εξειδικευμένη μελέτη, αφού επιτρέπει την αυξομείωση των πραγματικών  διαστάσεων, και κατ᾽ επέκταση την καλύτερη πλοήγηση στον Χάρτη.

Στη δεξιά πτέρυγα του Χάρτη τοποθετήθηκαν δύο πίνακες. Ο πρώτος πίνακας είναι το  Ειδικό  Υπόμνημα, ενώ ο δεύτερος πίνακας αναφέρεται  στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Κύπρου, όπως αυτές καθορίζονται  από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε πρόσφατα από την Ιερά Σύνοδο (Λευκωσία 2010). Ακολουθούν 4 ένθετα, που είναι περιοχές που λήφθηκαν από τον κυρίως Χάρτη, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα, έτσι ώστε να είναι πιο ευδιάκριτη η ανάγνωσή τους .

Στο Γενικό Υπόμνημα, στο κάτω μέρος του Χάρτη,  βρίσκεται η ταυτότητα του Χάρτη. Πιο συγκεκριμένα, εκεί αναγράφονται τα εξής: (α) Η συμβολή στην αποτύπωση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως του αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος. (β) Η επισήμανση, ότι δόθηκε, επεξεργάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για την αποτύπωση αυτή αρχειακό υλικό, που ανήκει στην καθ᾽ ημάς Μητρόπολη. (γ) Η σαφής ένδειξη, πως στον παρόντα Χάρτη δεν υιοθετούνται  τα υφιστάμενα σύνορα της κοινότητας του Ποταμού του Κάμπου, αφού μέχρι και την εκτύπωσή του δεν λήφθηκε η τελική υπουργική απόφαση περί των συνόρων Ποταμού του Κάμπου – Γαληνής – Καραβοστασίου. (δ) Όλα τα  πνευματικά δικαιώματα (το λεγόμενο copyright) ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου, και ως εκ τούτου απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση σ᾽ αυτόν ή χρήση του χωρίς τη γνώση και γραπτή συγκατάθεση της Μητροπόλεως Μόρφου. (ε) Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που καθιστά πλέον τον παρόντα Χάρτη ως γραπτή εγκεκριμένη ιστορική πηγή,  είναι η γραπτή συγκατάθεση και υιοθέτηση όλων των αναγραφέντων από την Μόνιμη Κυπριακή Επιτροπή Τυποποίησης γεωγραφικών ονομάτων.

Τα πλείστα ονόματα, που αναφέρονται στον Χάρτη, προσδιορίζουν ιστορικά και αγιολογικά γεγονότα.  Mεγάλος αριθμός  τοπωνυμίων και χωριών εντοπίστηκαν και καταγράφτηκαν από το μεγάλο και σπουδαιότατο κεφάλαιο της Μητρόπολής μας, που είναι αυτό της Αγιολογίας. Επιγραμματικά, αναφέρω  τα εξής παραδείγματα:

α. Το τοπωνύμιο «Στόμα του Ποταμού», που προσδιορίζει σημείο στην εκβολή του ποταμού Σέτραχου στο Συριανοχώρι, και πιθανώτατα ταυτίζεται με το αναφερόμενο στον παλαιό Βίο των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος σημείο-τοπωνύμιο «Στομάτιο». Όπως δηλ. αναφέρεται εκεί, αρκετά χρόνια μετά την οσιακή βιοτή και κοίμηση των αγίων αυτών στην Καππαδοκία, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η τίμια σορός των λειψάνων τους, με θαυμαστό τρόπο, έφτασε στα βόρεια παράλια της Κύπρου, σε τόπο καλούμενο Στομάτιο. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες, φαίνονται οι άγιοί μας σε κάποιο φιλόχριστο και ευσεβή άνδρα στους Σόλους, ονομαζόμενο Λεόντιο, στον οποίο φανέρωσαν τα ονόματά τους και εξιστόρησαν τα σχετικά με τη ζωή τους,  και συνάμα τον πρόσταξαν να πάρει τους δύο υιούς του να τους μεταφέρει από εκεί, όπως και έπραξε και μετέφερε την τιμία λάρνακα στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός τους στην Περιστερώνα. Πράγματι, το Στόμα του Ποταμού δεν είναι μακρυά από τους Σόλους, όπως υπονοεί ο Βίος των αγίων και για την τοποθεσία Στομάτιο.

β. Το τοπωνύμιο «Πολέμιος», που προσδιορίζει τοποθεσία στις όχθες του ποταμού Καρκώτη παρά το Καλό Χωριό Λεύκας, μας παραπέμπει στους οσίους  Πολέμιο και Θεοδόσιο, που ασκήτευσαν κοντά στη Μόρφου, σύμφωνα με τους τοπικούς Χρονογράφους (Λεόντιο Μαχαιρά, κώδικα Λονδίνου κ.ά.), που αρύονται από πηγή υστεροβυζαντινών χρόνων.

γ. Ο παλαιός ναός της Αγίας Αναστασίας, που σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση κοντά στις Γερακιές, μπορεί να ταυτισθεί με τον ομώνυμο ναό, που αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή. Εκεί, ο άγιος Ιωάννης οραματίζει μετά την κοίμησή του τον πατέρα του, ιερέα Κυριακό,  να πάει να δει πως είναι κτισμένος ο πλησιόχωρος στον Καλοπαναγιώτη ναός της Αγίας Αναστασίας και να έρθει να οικοδομήσει  ιδίου αρχιτεκτονικού ρυθμού ναό επάνω από τον τάφο του. Ασφαλώς, μία επιτόπια έρευνα θα αποδείξει του λόγου το αληθές.

δ. Στα βόρεια της κοινότητας των Καμιναριών, πλησίον του Γεφυριού της Ελιάς, εντοπίζεται το τοπωνύμιο «Θεοφάνης». Το τοπωνύμιο αυτό ίσως να συνδέεται με τον άγιο Θεοφάνη, επίσκοπο Σολέας, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η τοπική παράδοση, μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβηκε με τον οικονόμο της επισκοπής του, αναχωρεί και πηγαίνει στη Μονή της Παναγίας της Αγρίας, που βρίσκεται στα σύνορα των κοινοτήτων Μιλικουρίου – Καμιναριών (βλ. κείμενο κ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας).

Μεγάλη προσοχή και επιμέλεια  δείξαμε  και για τον εντοπισμό  οικισμών, που δια μέσου των αιώνων έχουν εγκαταλειφθεί . Για τον σκοπό αυτό μελετήθηκαν πέραν των 15 χαρτών της Κύπρου, αρχίζοντας από αυτούς του 16ου αιώνα, που είναι οι αρχαιότεροι γνωστοί, μέχρι και τους σύγχρονους. Σπουδαιότατη πηγή για την εν γένει καταγραφή και αποτύπωση των περιεχομένων στον Χάρτη ήταν και η Συναγωγή Τοπωνυμίων, το ογκωδέστατο και βαρυσήμαντο γνωστό έργο των Μενέλαου Χριστοδούλου και Κώστα Κωνσταντινίδη (Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis,  A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia 1987). Σημειώστε, ότι αυτό το έργο υποβλήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη (όπως και όλες οι χώρες έχουν υποβάλει αντίστοιχα έργα), για κατοχύρωση των τοπωνυμίων μας, και υπήρξε το καλύτερο παγκοσμίως!

Χάρτης Λεωνίδα Αττάρ,1542

Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα παράδειγμα εντοπισμού και αποτύπωσης στο Χάρτη μας ενός εγκαταλειφθέντος και εξαφανισθέντος παλαιού οικισμού της περιφέρειάς μας. Οοικισμός αυτός είναι της Λαμπαδούς ή Λαμπάδας, γνωστός από τους Βίους  των αγίων Ηρακλειδίου και Ιωάννου του Λαμπαδιστού, αφού ήταν η γενέθλιος γη τους, καθώς ήταν και του αποστολικού άνδρα, αγίου Τίμωνος. Ο οικισμός αυτός αναφέρεται επίσης σε ένα αρχαιότατο κυπριακό αγιολογικό έργο, χρονολογούμενο στον 5ο μ.Χ. αιώνα, το αποδιδόμενο στον Ιωάννη Μάρκο απόκρυφο σύγγραμμα, «Περίοδοι καὶ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου». Σ᾽ αυτό περιγράφονται τα σχετικά με το κήρυγμα των αποστόλων Βαρνάβα, Παύλου και Μάρκου κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους στην Κύπρο, και κατόπιν τα κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία των αποστόλων Βαρνάβα και Μάρκου στην Κύπρο. Η σπουδαιότητα αυτού του οικισμού έγκειται και στο γεγονός, πως αποτέλεσε σταθμό των αγίων αποστόλων κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ανωτέρω απόκρυφου έργου των Περιόδων του αποστόλου Βαρνάβα. Το έργο λοιπόν αυτό μας πληροφορεί, πως απαγορεύτηκε στους αποστόλους να εισέλθουν τότε στη Λάπηθο, ένεκα ειδωλολατρικών θυσιών. Έτσι οι απόστολοι βάδισαν διαμέσου των βουνών και, εισερχόμενοι στο εσωτερικό της κοιλάδας Σολέας, έφθασαν στην πόλη Λαμπάδα ή Λαμπαδιστού. Εκεί, ζήτησαν από τον ειδωλολάτρη ιερέα Ιεροκλή, να τους δώσει τον υιό του Ιερόκλεο, για να τους οδηγήσει μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι στο «Χιονώδες όρος», τη σημερινή δηλ. οροσειρά του Τροόδους, και από εκεί στην τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Πάφο. Πράγματι, ο Ιεροκλής θέτει υπό τη διάθεσή τους τον υιό του, ο οποίος στον διάλογο που είχε με τους αγίους αποστόλους καθοδόν προς την Πάφο, βεβαιώνεται για την αλήθεια της νέας θρησκείας, το Ευαγγέλιο, που του δίδαξαν οι απόστολοι, και ζητά να λάβει το άγιο Βάπτισμα.  Και οι απόστολοι τον βαπτίζουν στα νερά του Σέτραχου ποταμού, πλησίον της ιεράς Μονής που οικοδομήθηκε μερικούς αιώνες αργότερα προς τιμή και μνήμη του, και του δίνουν το όνομα Ηρακλείδιος. Η Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου αποτέλεσε και τη μονή μετανοίας ενός άλλου οσίου της Μητρόπολής μας και συγχωριανού του αγίου Ηρακλειδίου, του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή,  ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αιώνα. Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, μετά από μια περιπέτεια που είχε με την μέλλουσα μνηστή του (οι γονείς της από φθόνο τον τάισαν φαγητό, που είχαν παρασκευάσει με μάγια), απώλεσε τελείως το φως των ματιών του. Αυτή η τύφλωσή του ήταν η ευκαιρία να υλοποιήσει τον διακαή πόθο του σε πραγματικότητα, να ζήσει δηλ. τη μοναχική και ασκητική πολιτεία στην περίφημη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Έτσι, κατευθυνόμενος και αυτός, ένεκα της τύφλωσής του, από τον υπηρέτη, που του έδωσαν οι γονείς του, ονόματι Ιωάννη, μεταβαίνει από τη Λαμπάδα στον Καλοπαναγιώτη διαμέσου του μονοπατιού της κουφής, όπως είναι γνωστό στους Σολιάτες. Ο άγιος, θέλοντας  να ξεδιψάσει και να ευχαριστήσει  τον υπηρέτη και οδηγό του,  ως άλλος Μωυσής στην έρημο, κτυπά τον βράχο και αμέσως αναβλύζει ύδωρ πόσιμο. Μέχρι σήμερα, στη μέση του ανωτέρω μονοπατιού της κουφής, στα όρια της κοινότητας Οίκου (περιοχή ναού Παναγίας της Αγνιώτισσας), αναβλύζει το αγίασμα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, προς θεραπεία ψυχής τε και σώματος αυτών, που το λαμβάνουν με πίστη.

Μέχρι προσφάτως, το κομβικό σημείο των πιο πάνω θαυμαστών γεγονότων, δηλ. ο οικισμός της Λαμπάδας, δεν προσδιοριζόταν με σαφήνεια, και όσοι προσπαθούσαν να τον προσδιορίσουν χρησιμοποιούσαν πολλά διαζευτικά ῾ή᾽. Η εγκατάλειψη του οικισμού πιθανότατα επισυνέβη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από την θανατηφόρα ασθένεια της μαύρης πανώλης το 1692, και άφησε μεγάλο κενό και στην Αγιολογία, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την γενέθλια γη αυτών των μεγάλων αγίων. Ο Ρώσος Μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ αναφέρει σχετικά για την Λαμπάδα: « Ωνομάσθη Λαμπαδιστής (ο άγιος Ιωάννης) εκ του χωρίου Λαμπαδίς, όπου εγεννήθη ο άγιος, ως αναφερεται εν τη βιογραφία αυτού. Το χωρίον έχει τώρα εγκαταλειφθεί, ως διεπίστωσα, όταν ήμην εις την Σολέαν…».Χάριτι όμως Θεού, πέρυσι εντοπίστηκε από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας στον ιστορικής σημασίας Χάρτη του Λεωνίδα Αττάρ, που χρονολογείται στο 1542. Βέβαια, η λαϊκή παράδοση μας διέσωσε την ακριβή θέση της Λαμπάδας πολύ πριν εμείς εντοπίσουμε και αυτή την γραπτή τεκμηρίωση στον Χάρτη του Αττάρ. Αρκεί να αναφέρω, πως σε χειρόγραφο σημείωμα του γνωστού μάστρε Φίλιππου από τη Γαλάτα, προσδιορίζεται ήδη από το 1942 η Λαμπάδα, στό σημείο ακριβώς  που την αποτυπώνουμε εμείς σήμερα χαρτογραφημένη.

Άξια ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και που χρήζει πολλής ακόμη μελέτης, είναι και η περιοχή πέριξ της ιεράς Μονής της Ασίνου. Με τη βοήθεια παλαιών κατοίκων της γύρω περιοχής της Ασίνου, καθώς επίσης και με τον πατέρα Κυριακό Χριστοφή, μεταβήκαμε επανειλημμένως στην περιοχή, έχοντας προηγουμένως μελετήσει παλαιά τοπογραφικά σχέδια, που μας προσδιόριζαν πού ακριβώς βρίσκονται οι ερειπωμένοι ναοί. Στα δύσβατα βουνά της Ασίνου εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν 8 συνολικά ναοί, όλοι ερειπωμένοι, που αντιστοιχούν πιθανότατα  σε ισάριθμους οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί είναι οι εξής: 1) Άσπρους (Λαξιὲς τους Άσπρους), με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αυξίβιο, Α´ επίσκοπο Σόλων· 2) Αγίας Παρασκευής, με ομώνυμο ναό· 3) Τζερένιες, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή· 4) Καψάλια, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 5) Μαύρα χώματα, γνωστός και ως Φτερίτζι, με εκκλησία του Αγίου Ιωάννου (για ποιό άγιο Ιωάννη ακριβώς πρόκειται, δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ή παραδόσεις. Οι μαρτυρίες της προφορικής παράδοσης, όπως την κατέγραψε ο π. Κυριακός Χριστοφή, διίστανται μεταξύ αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού)· 6) του Καλάμου, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 7) του Γναφιού ή πιό γνωστός ως Μούττη του Σταυρού, με ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό,  και βέβαια, 8) ο οικισμός που αναπτύχθηκε πέριξ της ιεράς Μονής Παναγίας της Φορβιωτίσσης – Ασίνου, όπου εντοπίστηκαν, εκτός από το καθολικό της Μονής, ακόμη δύο ναοί, του Αγίου Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου και του αγίου Αυξιβίου. Σύμφωνα με την καταγραφή του π. Κυριακού, ο αριθμός των οικισμών σ᾽ αυτή την περιοχή πρέπει να ήταν ακόμη μεγαλύτερος.

Ιδιαίτερη χαρά μας προξένησε, όταν πληροφορηθήκαμε την πάλαι ποτέ ύπαρξη στα νότια της Ασίνου του ως άνω ναού του Αγίου Επιφανίου, αρχιεπισκόπου Κύπρου. Την πληροφορία αυτή την αντλήσαμε από τα επίσημα κατάστιχα κτηματικών περιουσιών της κοινότητας Νικηταρίου. Ο ναός αυτός, σύμφωνα με τα πιο πάνω  κατάστιχα, ήταν μεγάλων διαστάσεων. Περαιτέρω, έρευνα που είναι σε εξέλιξη, και για την οποία στην παρούσα φάση δεν θα επεκταθώ περισσότερο, είναι για το θέμα της καταγωγής του χωριού Αστρομερίτης από τον ανωτέρω οικισμό Άσπρους (δηλ. το Αστρομερίτης προήλθε από το Ασπρομερίτης, τα μέρη των Άσπρων).

Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να τονίσουμε, ασφαλώς επιγραμματικά σ᾽ αυτή την εισαγωγική μας προσέγγιση στο θέμα της σχέσης τοπωνυμίων και ιστορίας του νησιού μας, είναι και αυτό των διαχρονικών ανά τους αιώνες σχέσεων Κύπρου και Μικράς Ασίας-Συροπαλαιστίνης. Ένεκα δηλ. της άμεσης γειτνίασης της Κύπρου με τα μεσογειακά παράλια των χωρών αυτών, έχουμε από την αρχαιότητα και εφεξής μετάβαση Κυπρίων στις χώρες αυτές και τανάπαλιν έλευση Μικρασιατών και Συροπαλαιστινών στο νησί μας. Η έντονη τούτη διαχρονική σχέση αποτυπώνεται άριστα και στις κοινές παραδόσεις και στα κοινά τοπωνύμια. Στην Κύπρο δηλ. απαντώνται πλείστα όσα τοπωνύμια αλλά και πόλεις και οικισμοί, ταυτώνυμα με πόλεις και τοπωνύμια στη Μικρά Ασία, αλλά και άλλα, που δηλώνουν μετοικήσεις από τις χώρες αυτές στο νησί μας. Για παράδειγμα, όρος Καντάρα υπάρχει και στη Μικρά Ασία. Για να έρθουμε στην άμεση περιοχή μας, οι ονομασίες Συριανοχώρι και Συριάνοι υποδηλώνουν ακριβώς την έλευση και κατοίκηση στους χώρους αυτών μεταναστών από τη Συρία. Και τέτοιες μεταναστεύσεις μαρτυρούνται αρκετές στις πηγές, όπως κατά την προέλαση των Περσών και των Αράβων στις περιοχές αυτές (7ος αι.), καθώς και μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071), με την ήττα των βυζαντινών και την προέλαση των Σελτζούκων. Ακόμη, αρχαία πόλη με το όνομα Σόλοι υπήρχε στις απέναντί μας ακτές της Κιλικίας, που αργότερα μετονομάστηκε Πομπηιούπολη.

Η προσπάθεια όσων εργαστήκαμε στην ετοιμασία αυτού του Χάρτη, ήταν να παρουσιάσουμε σήμερα ενώπιόν σας ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Αστοχίες και παραβλέψεις σίγουρα υπάρχουν, αφού κάθε έργο ανθρώπινο είναι σφραγισμένο με την ατέλεια· αλλά είμαι βέβαιος, πως και με τη δική σας συμβολή και, πάνω απ᾽ όλα, με την καλόβουλη κριτική σας, θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν τυχόν παραβλέψεις και σφάλματά μας.

Επιγραμματικά, αναφέρουμε τις εξής παραβλέψεις ή, αν θέλετε, τις  αστοχίες,  που εντοπίσαμε:

Α) Ο ενοριακός ναός του Αποστόλου Ανδρέα  της κοινότητας Νικηταρίου αναφέρεται ως μονή, ενώ ως Μονή Αποστόλου Ανδρέα θα πρέπει να καταγραφεί ο ομώνυμος ναός της κοινότητας Πολυστύπου.

Β) Το Επισκοπείο της Μητρόπολής μας στη Μόρφου αποκλείνει αρκετά από τον πραγματικό του χώρο. Βέβαια η αποτύπωσή του στην παρούσα θέση δικαιολογείται κάπως, ένεκα του πυκνοκατοικημένου της Μόρφου. Παρόλ᾽ αυτά, θα προσπαθήσουμε να βρούμε την κατάλληλη μέθοδο βελτίωσης.

Γ) Παράβλεψη έγινε και στους οικισμούς Τρουλλινός και Μάραθος, οι οποίοι δεν αναγράφηκαν.

Σ᾽ αυτή τη συνάφεια, θέλω να αναφερθώ, Πανιερώτατε, και στους πατέρες και αδελφούς, που εργάστηκαν και εργάζονται στο θέμα καταγραφής των τοπικών μας λαϊκών παραδόσεων.Διότι σε πολλούς από εμάς δόθηκε η ευκαιρία, να καταγράψουμε τις λαϊκές παραδόσεις των χωριών μας. Τα  στοιχεία που συνέλεξαν οι φίλτατοι πατέρες, που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, διαμέσου των προσωπικών συνεντεύξεων που είχαν με ανθρώπους που βίωσαν την ιστορία του τόπου μας, αποτελούν πλέον ιστορική πηγή, πολύ βοηθητική στην έρευνα και καταγραφή της σύνολης ιστορίας μας. Η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων δεν είναι δευτερευούσης σημασίας, αλλ᾽ ούτε ευτελής ιστορική πηγή, αλλά, αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει και αυτούσια ιστορική πηγή.Στην Ευρώπη, η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων ονομάζεται «άυλος πολιτισμός».

Με την άδειά σας, Πανιερώτατε, τούτη την ώρα να ευχαριστήσουμε ονομαστικά τους ιερείς μας, που είχαν την καλοσύνη, να εκπονήσουν την καταγραφή τους αυτή. Τον π. Ιάκωβο Καλογήρου, ο οποίος εργάστηκε για τα χωριά Μουτουλλάς και Πεδουλάς και βρίσκεται στο τελικό στάδιο της συγγραφής των κειμένων. Τον π. Κυριακό Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν και ο πολυγραφότερος, αφού κατέγραψε τα σχετικά με τα χωριά Παλιόμυλος, Καμινάρια, Άγιος Δημήτριος και Γαλάτα. Τον π. Χριστοφόρο Δημητρίου, ο οποίος κατέγραψε τα Κατύδατα και ετοιμάζεται τώρα να εκπονήσει την καταγραφή που ετοίμασε για την  κοινότητά του Τεμπριά. Τον π. Παρασκευά Κίκα, ο οποίος ασχολήθηκε με τις κοινότητες Δένεια και Ακάκι, και βρίσκεται στο τελικό στάδιο για να εκπονήση και την καταγραφή της κοινότητας Μενοίκου. Τέλος, τον π. Αθανάσιο Βουδούρη, ο οποίος εργάστηκε για την κοινότητα της Κακοπετριάς.

Ακόμη, θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε και σε μία παράλληλη εργασία, που θεσμοθέτησε ο Πανιερώτατος, και που ασφαλώς έχετε υπόψη, η οποία αφορά στην καταγραφή και ψηφιοποίηση των ποικίλων παλαιών και νεωτέρων κειμηλίων της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Ο τομέας αυτός υποδιαιρείται σε δύο υποτομείς. Ο πρώτος,με υπεύθυνο τον π. Αθανάσιο Βουδούρη και συνεργάτες τον υποφαινόμενο  και τον διάκονο Φοίβο, καταγράφει και ψηφιοποιεί όλα τα εκκλησιαστικά μας και ιστορικά τιμαλφή (λειτουργικά σκεύη, εικόνες, ξυλόγλυπτα, κ.ά.) των ναών μας. Μέχρι τώρα καταγράφηκαν τα τιμαλφή των ναών 14 κοινοτήτων μας, όπου περιλαμβάνονται πέρα των 1100 εικόνων και ιερών σκευών. Ο δεύτερος, με υπεύθυνο τον π. Φώτιο Ιωακείμ, καταγράφει και ψηφιοποιεί τα χειρόγραφα και παλαίτυπα της περιφέρειάς μας. Αυτά τα αναφέρω εδώ, διότι η καταγραφή αυτή έχει άμεση σχέση με την αποτύπωση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και παρέχει ασφαλή δεδομένα και στην χαρτογράφηση της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Π.χ. κειμήλια που προέρχονται από εγκαταλελειμμένους οικισμούς και μαρτυρούν γι᾽ αυτούς. Στη συζήτηση που θα επακολουθήσει, ο π. Φώτιος θα μας αναφέρει κάτι σχετικό με το θέμα αυτό, που είναι υπό διερεύνηση.

Τα τοπωνύμια ενός τόπου είναι οι βουβοί, αλλά ταυτόχρονα οι λαλίστατοι, οι ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες της ιστορίας του.  Με τη μελέτη των τοπωνυμίων, αναπαρίσταται έγκυρα και εμπεριστατωμένα ολόκληρο το παρελθόν. Η ίδρυση οικισμών και χωριών, η προέλευση των οικιστών, η τοπογραφία και γεωμορφολογία ενός τόπου, τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, που έλαβαν χώραν εκεί, η κοινωνική διάρθρωση, η οικονομική και παραγωγική δομή του συστήματος, η πολιτιστική ανάπτυξη και κάθε τι άλλο, που σχετίζεται με ένα χώρο, μπορούν να εξαχθούν συχνά από τα ονόματα  των χωριών και των  τοπωνυμίων.

Έχοντας όλα αυτά ως  υπόβαθρο, θα τολμούσαμε να πούμε πως η μελέτη της ιστορίας του τόπου μας, ιδιαίτερα από εμάς τους κληρικούς,  δεν είναι πολυτέλεια,  ούτε άσκοπος στοχασμός,  αλλά επιτακτική ανάγκη, που μας βοηθά να θωρακίζουμε  την ιστορική συνείδηση μας.  Κι αυτή, στη συνέχεια, θα μας οδηγήσει να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε·  κι εμείς τότε, με τη σειρά μας, να κάνουμε το αυτονόητο, να κατηχήσουμε δηλαδή και να βοηθήσουμε το ποίμνιό μας να αποκτήσει και αυτό ιστορική συνείδηση, έτσι ώστε να μην παρασύρεται τόσο εύκολα από τις διάφορες κοσμικές ιδεολογίες και πολιτικές σκοπιμότητες. Η γνώση της ιστορίας είναι ικανή να  μας συγκρατήσει από τον σύγχρονο κατακλυσμό ιδεών, που πολλές απ᾽ αυτές κρίνονται άκρως επικίνδυνες, εξαιρέτως και ιδιαιτέρως για τη νέα γενιά, που έχει την τάση να θαμπώνεται από τα ευρωπαϊκά γυαλιστερά μα και κοφτερά στολίδια, τα χωρίς Πνεύμα και Χάρη.

Στην Κύπρο, όπως επισημαίνει και ο πατήρ Συμεών, ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου και διδάσκαλος του Μητροπολίτου μας, σε κείμενο-απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που του θέσαμε, αφαιρέσαμε από τη ζωή  μας την ιστορία του τόπου μας, αφήνοντας πολύ χώρο να εμφιλοχωρήσουν τα άκρα, δηλαδή ή ο ακραίος ζηλωτισμός ή ο επικίνδυνος  φανατισμός. Τα αίτια, που μας οδήγησαν στα επικίνδυνα τούτα άκρα είναι πρώτα η επιλεκτική ιστορική ανάγνωση και κατ᾽ επέκταση η επιλεκτική  γνώση,  που με τον καιρό μετατράπηκε σε κακή γνώση της ιστορίας μας και, δεύτερο και πιο ανησυχητικό αίτιο, είναι η πεισματική μας άρνηση να εντρυφήσουμε σε βάθος στην ιστορική παράδοση και σοφία του τόπου μας .

Η  γνώση της ιστορίας του τόπου μας, εξαιρέτως από εμάς τους ιερείς, θα μας οδηγήσει και στην  πλεονεκτική θέση να διδάξουμε και να κατευθύνουμε το λογικό ποίμνιο, τους ανθρώπους, που μας έταξε ο Θεός να ποιμάνουμε, ώστε να αγαπήσουν τον τόπο τους, να αγαπήσουν τους αγίους του τόπου τους, να αγαπήσουν τις παραδόσεις του τόπου τους.

Και πάλιν όμως ηχούν στα αυτιά μου, τούτη την ώρα, τα πικραμένα λόγια του πατρός Συμεών, που, αναστενάζοντας, μου ψιθύρισε: «Αλλά, πώς να αγαπήσεις ένα τόπο, όταν δεν τον  γνωρίζεις;»

Είναι οφειλή και χρέος πρώτα να γνωρίσουμε, έπειτα  να αγαπήσουμε τον τόπο τούτο και τέλος να προβάλουμε την αξία του τόπου τούτου. Ασφαλώς, είναι δυσκολότερο το έργο εμάς των νεωτέρων ιερέων, που εφημερεύουμε σε κοινότητες που δεν αποτελούν τη γενέτειρά  μας ή ακόμα που μεγαλώσαμε μακρυά και από τα όρια της Μητρόπολής μας, αλλ᾽ όμως από εμάς εξαρτάται να αγωνιστούμε για να επιτύχουμε τον ωραίο τούτο στόχο.

Και πρέπει νομίζω, να καυχόμαστε εν Κυρίῳ και να θεωρούμε προνομιούχους τους εαυτούς μας, που η θεία Πρόνοια μας έταξε να διακονούμε στη Νήσο τούτη των Αγίων, αλλά και ιδιαίτερα την ευλογημένη μας Μητρόπολη, με την τόσο πλούσια δισχιλιετή ιστορική πορεία. Τη Μητρόπολη, που θεμελίωσαν οι άγιοι απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος. Τη Μητρόπολη, που ποίμαναν με πολλή σοφία ο άγιος Αυξίβιος, στη συνέχεια ο μαθητής του αγίου Αυξιβίου και άξιος συνεχιστής του έργου του και ομώνυμός του άγιος Αυξίβιος ο Β´, και κατόπιν άλλοι μεγάλοι και φωτισμένοι ιεράρχες. Τη Μητρόπολη, που έχει πολιούχο και προστάτη και φύλακα, ακρίτα ψυχών και σωμάτων, τον άγιο Μάμα. Τη Μητρόπολη, που αγιάζουν  με την παρουσία τους τόσοι άγιοι: Ο ιερομάρτυρας Αρτέμωνας στην Αυλώνα, οι όσιοι Πολέμιος και Θεόδοσιος παρά τη Μόρφου, ο όσιος Ειρηνικός παρά τη Ζώδια, ο όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής στη Μαραθάσα. Τη Μητρόπολη, που οι άγιοι Μάρτυρες των Σόλων Άμμων και Αλέξανδρος και άλλοι ανώνυμοι 20, που μαρτύρησαν μαζί τους, καθώς επίσης και οι διάκονοι της ιεράς Μονής Αγίου Μάμα του Μόρφου, Μακρύδιακος και Χριστοφόρος στα έσχατα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στερέωσαν με το αίμα του μαρτυρίου τους και λάμπρυναν με τη μαρτυρική τους ομολογία την Ορθόδοξο Πίστη του τόπου τούτου. Τη Μητρόπολη, που χαριτώνεται και αγιάζεται από τα ιερά λείψανα των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, του οσίου Κυριακού της Ευρύχου, του αγίου Χαραλάμπους, του οσίου Σωζομένου. Τη Μητρόπολη, που γέννησε και ανάθρεψε τον έσχατο μάρτυρα της πίστεώς μας, άγιο Φιλούμενο. Τη Μητρόπολη, που κάθε χωριό της έχει τους ναούς  του,  τις παλαιές εικόνες του, τα παρεκκλήσια του,  την ιστορία του,  τις  παραδόσεις του. Τη Μητρόπολη, που εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια τα 26 της χωριά και πέραν από τους 75 ναούς της βρίσκονται υπό κατοχή, καθώς είναι τετμημένη στα δύο και εσταυρωμένη, για τούτο ευλογημένη και προσδοκώσα την Ανάσταση…

Το μεγάλο έγκλημα που συντελέστηκε το 1974, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες, θα διαιωνιζόταν, αν ως Εκκλησία δεν προστατεύαμε τη θρησκευτική και ιστορική συνείδηση των εκτοπισμένων μας. Γι᾽ αυτό, με τη σοφία που τη διακρίνει, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, με απόφασή της στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, διόρισε εκκλησιαστικούς επιτρόπους και στις κατεχόμενες ενορίες μας. Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν απλώς νομοτυπική, αλλά αποσκοπούσε στο να αφυπνίσει την ιστορικοθρησκευτική συνείδηση των προσφύγων συμπολιτών μας. Κι ας μην ξεχνούμε, ήδη στους συνοικισμούς μεγαλώνει η τρίτη γενιά προσφύγων.

Στα διαρρεύσαντα έκτοτε αυτά πέντε χρόνια, οι διορισθείσες προσφυγικές εκκλησιαστικές επιτροπές, κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να διασώσουν τη θρησκευτική συνείδηση αυτών των γενεών των συνοικισμών, διαμέσου των πανηγυρικών συνάξεων στη μνήμη των πολιούχων αγίων τους, με την αγιογράφηση εικόνων  των τιμωμένων αγίων τους,  την αποτύπωση και καταγραφή των βεβηλωμένων και συλημένων ναών τους. Σ᾽ όλη αυτή την προσπάθεια και η καθ᾽ ημάς Μητρόπολη έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα τις δύο εκθέσεις προσφυγικών εκκλησιαστικών κειμηλίων, που πραγματοποίησε σε Λευκωσία και Πάφο.

Όλα τούτα είναι η ψυχή της Μητρόπολής μας. Όλα τούτα είναι το ιστορικό υπόβαθρο και ο φωτεινός οδοδείκτης της ποιμαντικής μας διακονίας. Όσο εμείς τα περιφρονούμε και αποσιωπούμε αυτή τη λαμπρή πνευματική της ιστορία και δεν γινόμαστε παιδαγωγοί και κήρυκές της, οι νέοι μας θα έχουν κάθε δικαίωμα να   νιώθουν κόμπλεξ, πρώτα για την πατρίδα τους, έπειτα για τη θρησκεία τους και, τέλος, θα τους είναι παντελώς αδιάφορη η ιστορία του τόπου τους. Και αυτό το κόμπλεξ θα αναζητήσουν να το αναπληρώσουν στα ποικίλα κατά κόσμο κατορθώματα και επιτεύγματα της εκκοσμικευμένης και άθεης Δύσης, για να κορέσουν τη δίψα τους. Μα η δίψα τούτη σβήνεται μόνο στα καθάρια νάματα της αγίας μας Εκκλησίας, της αγίας μας Παράδοσης, των οποίων εμείς οι ταπεινοί ταχθήκαμε διάκονοι και φύλακες. Στώμεν λοιπόν, καλώς, στώμεν μετά φόβου στις επάλξεις της Πίστης μας, για την ευθύνη τούτη τη μέγιστη που επωμιστήκαμε, εντρεφόμενοι στην αγιοπνευματική μας Παράδοση, διαφυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού ό,τι ιερό και όσιο παραλάβαμε και μεταλαμπαδεύοντάς το, ως καλοί οικονόμοι της χάριτος, στις επερχόμενες γενεές.

Ευχαριστώ.

Ἡ νηστεία πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας

Δεύτερη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου: Ἡ νηστεία πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας.

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

(Προευχαριστιακὴ καὶ εὐχαριστιακὴ νηστεία)
 

Τὸ θέμα, ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴ σημερινή μας συνάντηση, εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ καὶ ἐκτεταμένο, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ προσπαθήσουμε στὰ περιορισμένα ἐκ τῶν πραγμάτων χρονικά μας πλαίσια νὰ κάνουμε μία διαχρονικὴ ἀναδρομὴ σ᾽ αὐτό, σκιαγραφῶντας τὶς σημαντικώτερες πτυχές του. Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ ποῦμε, πὼς τὸ θέμα τῆς προευχαριστιακῆς νηστείας συζητήθηκε ἔντονα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἀπασχολεῖ, τόσο κληρικοὺς καὶ πfνευματικοὺς πατέρες, ὅσο καὶ μοναχούς, καθὼς καὶ ἀρκετοὺς λαϊκοὺς πιστούς.

Παρόλο δέ, ποὺ  εἰσέτι ἐκκρεμεῖ μία ἀποκρυσταλλωμένη ἐπίσημη Πανορθόδοξη Συνοδικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση, οἱ σχετικὲς συζητήσεις καὶ ἀπόψεις, ποὺ κατὰ τὰ τελευταῖα κυρίως χρόνια διατυπώθηκαν,  συνετέλεσαν σὲ μία ὀρθὴ προσέγγιση τοῦ ζητήματος, τόσο ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ὅσο καὶ σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο. Κι ἀσφαλῶς ἐδῶ δὲν θὰ καταλήξουμε σὲ μία δική μας ἀπόφανση, ἀλλὰ θὰ παρουσιάσουμε στὸ τέλος τὶς διάφορες τάσεις καὶ τοποθετήσεις τῶν ἡμερῶν μας.

Τὸ βασικὸ ἐρώτημα, ποὺ θὰ πρέπει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ τεθεῖ, σχετικὰ πρὸς τὸ θέμα μας, εἶναι: Ἡ προευχαριστιακὴ νηστεία ἐντάσσεται ὄντως στὶς προϋποθέσεις προσελεύσεως στὴ θεία Κοινωνία, ὅπως αὐτές, σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, τίθενται στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς ἱεροὺς Κανόνες Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στὰ ἔργα τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καὶ στὴν ἀρχαιότατη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, δηλαδή, τελικά, στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ προϋποθέσεις, ἐννοοῦμε βεβαίως αὐτές, πέραν τῶν ἀπολύτως ἀπαραιτήτων καὶ ἐξ ὧν οὐκ ἄνευ, γιὰ τὴ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Εὐχαριστία, ὅπως ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ καὶ ὁλοκληρωμένου μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ βέβαιη καὶ ἀκράδαντη πίστη ὅτι διὰ τῆς θείας Κοινωνίας μετέχει ὁ πιστὸς αὐτοῦ τοῦ Σώματος  καὶ αὐτοῦ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐνσυνείδητη Μετάληψη ἀπὸ ζῶντες καὶ ὄχι κοιμηθέντες ἢ μὴ ἔχοντες συνείδηση ἐπιθανατίους καὶ ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου ὀρθοδόξως ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀποκλειομένων τελείως τῶν αἱρετικῶν, σχισματικῶν καὶ ἀκοινωνήτων.

Ἀλλά, ἂς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ παράδοση «τῶν καθ᾽ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων» ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γίνεται «δείπνου γενομένου» (Ἰω. 13,2), κατὰ τὸ ἔσχατο ἐκεῖνο δεῖπνο τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας μὲ τοὺς μαθητές Του στὸ ἀνώγαιο τῆς Σιών. Ἐνῶ δηλ. ἔτρωγαν («ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν»[Ματθ.26,26]), ὁ Κύριος, ἐκφωνῶντας τοὺς μέχρι σήμερα ἐπαναλαμβανόμενους ἱδρυτικοὺς τοῦ Μυστηρίου λόγους, «λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου…», «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ.26,26-27), παρέδωσε στοὺς ἀποστόλους καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τί ζήτησε τότε ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του; Τὴν καθαρότητα. Τὴν ἠθικὴ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γιὰ τοῦτο, πρὶν τὴν παράδοση καὶ κοινωνία τῶν θείων Μυστηρίων, ἀνεγνώρισε πὼς ἦσαν καθαροί: «καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ᾽ οὐχὶ πάντες» (Ἰω.13,11), ἐννοῶντας μὲ τὴν τελευταία φράση τὸν Ἰούδα, ποὺ ἦταν σπιλωμένος μὲ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ τυφλώθηκε καὶ πρόδωσε τὸν Διδάσκαλο. Τότε, γιατί, θὰ ἐρωτήσει κάποιος, ὁ Κύριος πρόσφερε τὰ ἄχραντα Μυστήρια καὶ στὸν Ἰούδα. Ἀσφαλῶς, «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, ἢ τίς σύμβουλος Αὐτοῦ ἐγένετο;» Ἀλλά, θὰ μπορούσαμε ἐν προκειμένῳ νὰ ἀπαντήσουμε, ὅτι, καταρχήν, γιὰ νὰ μὴν βρεῖ ἀφορμὴ ὁ Ἰούδας ὅτι, «ἐμένα δὲν μὲ κοινώνησε», καὶ νὰ ἔχει ἄλλοθι γιὰ τὴν προδοσία. Κυρίως ὅμως, διότι, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», καὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου. Καί, παρόλο ποὺ γνώριζε καὶ προγνώριζε τὸ ἀδιόρθωτο τῆς γνώμης τοῦ προδότη μαθητῆ (δὲν τὸ γνώριζε ἐξάλλου ἤδη, ὅταν τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐνέτασσε στὴ χορεία τῶν δώδεκα;), τοῦ δίνει μία τελευταία εὐκαιρία, νὰ κάνει αὐτοκριτική, νὰ ἔλθει σὲ συναίσθηση, νὰ εἰπεῖ, “δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ κοινωνήσω τῶν φρικτῶν τούτων Μυστήριων”, νὰ πληγωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄκρα τούτη συγκατάβαση καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μετανοήσει. Πρᾶγμα, ποὺ δὲν ἔπραξε! Καί, τέλος, νὰ παραμείνει ἐλεεινὸ ὑπόδειγμα τιμωρίας τῶν ἀναξίως κοινωνούντων. Γιατί, γνωρίζουμε τὶς συνέπειες: « καί, μετὰ τὸ ψωμίον, τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ἰω.13,27), δαιμονίστηκε δηλονότι πλήρως. Καὶ κατόπιν, ἁπλῶς “μετεμελήθη”, δὲν μετανόησε δηλαδὴ πραγματικά, καὶ «ἀπελθών, ἀπήγξατο» (Ματθ.27,5). Αὐτοκτόνησε!

Ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας συνημμένως σὲ δεῖπνο συνεχίστηκε στὴν ἀποστολικὴ καὶ μεταποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, καθὼς ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ.22,19) ἐξελήφθη κατὰ γράμμα. Ἀσφαλῶς, τὸ δεῖπνο δὲν ἦταν συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ Μυστηρίου. Ἄρα, μέχρις ἐδῶ, δὲν ὑπῆρξε κἂν θέμα ὁποιασδήποτε νηστείας πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Παράσταση δὲ στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρὶς συμμετοχὴ σ᾽ αὐτὴ ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Τῆς θείας Κοινωνίας ἀποκλείονταν μόνον ὅσοι εἶχαν ὑποπέσει σὲ σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Τὸ θέμα τοῦτο ἤδη τίθεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔργων του, μὲ ὁδηγὸ τὴν θεόπνευστη κατευθυντήρια ρήση του, «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ.14,40), ἀγωνίσθηκε νὰ ὀργανώσει ποικιλότροπα τὰ ἐσωτερικὰ τῶν ἀρτισυστάτων τότε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ καὶ τὰ τῶν λειτουργικῶν τους εὐχαριστιακῶν συνάξεων. Ἄριστο σχετικὸ δεῖγμα γραφῆς τὸ 11ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Ἐκεῖ θίγει καὶ τὸ θέμα τῶν ἀναξίως κοινωνούντων καὶ τῶν ἀναποδράστων συνεπειῶν: «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται (=πεθαίνουν) ἱκανοί»(στ.30). Ἐκεῖ θέτει καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἐπάξια συμμετοχὴ στὴ θεία Μετάληψη, μὲ μία κλασικὴ διατύπωση: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (στ.28), γιὰ νὰ ἐπεξηγήσει στὴ συνέχεια, ὅτι ἡ δοκιμασία αὐτὴ ἔγκειται στὴ διερεύνηση ἀπὸ τὸν καθένα τῆς συνειδήσεώς του πρὶν κοινωνήσει: ἂν τὸν ἐλέγχει γιὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα, νὰ μετανοεῖ καὶ ἐξομολογεῖται, κι ἀφοῦ ἔτσι διορθωθεῖ καὶ καθαρισθεῖ, τότε νὰ προσέρχεται μὲ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ πάλιν λοιπὸν οὐδεμία ἀναφορὰ στὴν ἀνάγκη προευχαριστιακῆς νηστείας. Τὸ ζητούμενο εἶναι καὶ πάλιν ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως. Ἐπειδὴ ὅμως σὺν τῷ χρόνῳ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν εὐχαριστιακῶν τούτων δείπνων, τῶν λεγομένων καὶ ἀγαπῶν, ἄρχισαν νὰ παρατηροῦνται παρέκτροπα, τὰ ὁποῖα ἤδη στηλιτεύει στὸ αὐτὸ κεφάλαιο τῆς πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς ὁ μέγας Παῦλος, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴ διακριτική της ἐξουσία ἀποδέσμευσε τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας ἀπὸ τὸ συνημμένο δεῖπνο καὶ καθιέρωσε τὴν πρωινή της τέλεση κεχωρισμένως, μάλιστα κατὰ τὴν ἀναστάσιμη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, μαζὶ μὲ ψαλμικὰ κ.ἄ. ἀναγνώσματα καὶ λειτουργικὲς εὐχές. Τότε ἄρχισε νὰ παρουσιάζεται σταδιακὰ καὶ τὸ ἔθιμο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἡ λεγομένη εὐχαριστιακὴ νηστεία, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθουμε.

Ἀναφέραμε ἤδη, ὅτι, ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱερολογία τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἡ τέλεσή του χωρὶς τὴ συμμετοχή σ᾽ αὐτὸ τῶν παρισταμένων ἦταν ἀδιανόητη κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Ἡ ὀρθὴ αὐτὴ πράξη καὶ τάξη ἄρχισε νὰ διασαλεύεται κατὰ τὴ μετὰ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἐποχή: τότε ἔχουμε ὁμαδικὲς Βαπτίσεις καὶ ἀθρόα ἔνταξη ἐθνικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὁπόταν εἰσέρχονται σ᾽ αὐτὴν καὶ ἄνθρωποι χωρὶς ἰδιαίτερες πνευματικὲς ἀναζητήσεις, πολλοὶ τῶν ὁποίων παρίσταντο στὶς λειτουργικὲς συνάξεις, χωρὶς ὅμως νὰ μεταλαμβάνουν. Γιὰ τὴν περιστολὴ τῆς ἐκτροπῆς αὐτῆς ἐργάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ διατυπώνονται σχετικοὶ ἱεροὶ Κανόνες. Χαρακτηριστικοὶ ἐν προκειμένῳ εἶναι οἱ Η΄ (8ος) καὶ Θ΄ (9ος) Ἀποστολικοὶ καὶ ὁ Β΄ (2ος) τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου (τοῦ ἔτους 341), οἱ ὁποῖοι ἐπισείουν  τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, τόσο γιὰ τοὺς κληρικούς, ὅσο καὶ τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν μέχρι τὸ τέλος καὶ δὲν μεταλαμβάνουν, τελουμένης προσφορᾶς (Λειτουργίας), χωρὶς σοβαρὸ λόγο (κώλυμα). Ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ,  ὅτι στὶς κατὰ τόπους ἀρχαῖες Ἐκκλησίες, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ σύγχρονη λειτουργιολογικὴ ἐπιστήμη, ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία τουλάχιστον τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ σχετικὸ κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀναφορικὰ μὲ τὴ συχνότητα προσέλευσης στὴ θεία Κοινωνία στὴν ἐπαρχία του: « Καὶ τὸ κοινωνεῖν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλὸν καὶ ἐπωφελές…Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ᾽ ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν·  ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καὶ τῷ Σαββάτῳ καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ᾗ μνήμη ἁγίου τινός.» (Ἐπιστολὴ 93, Πρὸς Καισαρίαν Πατρικίαν).

Γι᾽ αὐτὴ ὅμως τὴ συχνότατη καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες  καὶ τοὺς θεόπνευστους Πατέρες ἐπιβεβλημένη προσέλευση στὴ θεία Μετάληψη, τί προϋποθέσεις ἐτίθονταν; Ὅπως ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν, λειτουργικῶν, Κανονικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων, ἡ εὐχαριστιακὴ προπαρασκευὴ συνίστατο στὴν ἐξέταση τῆς συνειδήσεως (τό, «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν», ὅπως ἤδη προαναφέραμε), στὴ μετάνοια, τὴν ἐν φόβῳ Θεοῦ ζωή, τὴν καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωση, τὴν ἀμοιβαία συγχωρητικότητα, σημεῖα, στὰ ὁποῖα μάλιστα ἐπιμένουν τὰ ἴδια τὰ προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴ θεία Κοινωνία κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ καταλλαγὴ δηλ. μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ ἡ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα ὰπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Ἂς παραθέσουμε ἐδῶ σχετικὰ ἀποσπάσματα λειτουργικῶν κειμένων τῆς τοῦ Χρυσοστόμου Λειτουργίας: α. «..καὶ ἱκάνωσον ἡμᾶς…ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν…» (Α΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· β. «Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα,..ὅπως,…καθαρίσῃς ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος…» (Β΄ Εὐχὴ Πιστῶν)· γ. «…Σὲ τοίνυν δυσωπῶ,…καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς…»(Εὐχὴ Χερουβικοῦ)· δ. γιὰ τὴ μεταξύ τῶν πιστῶν συνδιαλλαγή, ὁ πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης, στὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…», πράξη, ποὺ ἐπεβίωσε σήμερα μόνο στὸν μεταξὺ τῶν συλλειτουργούντων ἱερέων ἀσπασμό· ε. ἡ πρὸ τῆς μεταλήψεως ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς («Πάτερ ἡμῶν…»), ὅπου ἡ αἴτηση γιὰ συγχώρησή μας ἀπὸ τὸν Κύριο συναρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους μας συγχώρηση τῶν ὀφειλετῶν μας· στ. τὸ ἱερατικὸ παρακέλευσμα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ὅπου συνοψίζεται ἡ πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ προσερχόμενος νὰ μεταλάβει, κ.ἄ. Ἀντίστοιχες ἐπικλήσεις καὶ νοήματα ὑπάρχουν σ᾽ ὅλες τὶς ἀρχαῖες ἀναφορὲς (Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, Ἰακώβου ἀδελφοθέου, Μεγάλου Βασιλείου, Προηγιασμένων Δώρων). Ὁ Κανόνας ὅμως καὶ οἱ εὐχὲς τῆς θείας Μεταλήψεως κατεξοχὴν συγκεκριμενοποιοῦν τὶς εὐχαριστιακὲς προϋποθέσεις, ὅπου τονίζεται ἰδιαιτέρως ἡ μὲ συναίσθηση βίωση τῆς ἕνεκα τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας ἀναξιότητάς μας ἐνώπιον τοῦ καθαρωτάτου Θεοῦ, καὶ ἡ καθαρτικὴ δύναμη τῶν κατανυκτικῶν δακρύων.

Πρέπει ἀκόμη στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσθέσουμε πώς, στὸ πλαίσιο τοῦ προευχαριστιακοῦ αἰτήματος γιὰ σωματικὴ καθαρότητα καὶ ἐγκράτεια ἐντάσσεται καὶ τὸ ζήτημα τῆς σωματικῆς ἀκαθαρσίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καθὼς καὶ τῆς σαρκικῆς μείξεως τῶν συζύγων, ὡς ἐμποδίου γιὰ τὴν ἄξια προσέλευση στὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὡς ἀκαθαρσία τοῦ ἀνδρὸς λογίζεται ἡ νυκτερινὴ ἀπροαίρετη ρεύση (ποὺ ἀξιολογεῖται κατὰ περίπτωση ἀπὸ τὶς σχετικὲς κανονικὲς διατάξεις) καὶ τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὰ καταμήνιά της.

Προευχαριστιακὴ λοιπὸν νηστευτικὴ ἀρίθμηση ἡμερῶν, ἔκταση χρόνου ἢ ποιότητα νηστείας καὶ λοιπῆς ἀσκήσεως δὲν ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐπίσημα λειτουργικὰ καὶ νομοκανονικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ μόνο, ποὺ ἦταν κατηγορηματικὴ ἡ σχετικὴ παράδοση, ἦταν ἡ Εὐχαριστία νὰ τελεῖται ὑπὸ νηστικῶν καὶ νὰ προσφέρεται σὲ νηστικούς, ὅπως σαφῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὸν 41ο (ΜΗ΄)  Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (ἔτος 419 μ.Χ.) καὶ ἐπισφραγίζεται ἀπὸ τὸν 29ο (ΚΘ΄) τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἔτη 691/692). Καί, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ 41ος τῆς Καρθαγένης ὁρίζει μία ἐξαίρεση σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔθος τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας καθόλο τὸ ἔτος, τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴν ὁποία, τουλάχιστον σὲ κάποιες περιοχές, ὅπως αὐτὲς τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἡ Λειτουργία, κατὰ ἀπομίμηση τοῦ κατὰ τὴν ἑσπέρα ἐκείνη παραδοθέντος Μυστηρίου, ἐτελεῖτο μετὰ ἀπὸ δεῖπνο. Τὴν ἐξαίρεση αὐτὴ κατήργησε ὁ ἀνωτέρω 29ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Συνόδου. Ἀκόμη μία ἐξαίρεση στὴν ἴδια παράδοση, ἡ ὁποία βεβαίως ἰσχύει μέχρι καὶ σήμερα, ἐξαγμένη ἀπὸ τὴ διακριτικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξουσία, εἶναι αὐτὴ τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας στοὺς μελλοθανάτους, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἔχουν φάγει προηγουμένως, συμφώνως πρὸς τοὺς Κανόνες 13ο (ΙΓ΄) τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 9ο (Θ΄) τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Νικηφόρου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία, ἡ ἀποχὴ δηλ. ἀπὸ κάθε τροφὴ ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς προτεραίας ἡμέρας ἢ τὸ μεσονύκτιο, μέχρι τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ἴσχυσε γενικὰ μέχρι καὶ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους, τόσο γιὰ τοὺς λειτουργούς-κληρικούς, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Στὸ κτητορικὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς Εὐεργέτιδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, ἕνα Τυπικὸ τοῦ 11ου αἰώνα, ποὺ υἱοθετήθηκε καὶ ἀκολουθήθηκε κατὰ τοὺς ἑπομένους αἰῶνες ἀπὸ πολλὲς ἀνὰ τὸν ὀρθόδοξο κόσμο Μονές, δὲν θεσμοθετεῖται ἄλλη νηστεία, πέραν τῶν καθιερωμένων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία περιόδων, καθὼς καὶ αὐτὴ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, καὶ ἐν τούτοις οἱ μοναχοὶ μποροῦν νὰ μετέχουν τῶν  θείων Μυστηρίων τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ εὐχαριστιακὴ νηστεία οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε γιὰ τοὺς κληρικούς.

Εἶναι ἀργότερα, κυρίως ἀπὸ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰῶνα, καὶ κατὰ τὴν περίοδο ἐφεξῆς τῆς τουρκοκρατίας, καὶ σὲ Τυπικά, Ἐξομολογητάρια καὶ Νομοκάνονες, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ λεγομένου Κανοναρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ὅπου ἐπικρατοῦν σταδιακὰ διατάξεις, ποὺ ἀλλοιώνουν καὶ καταργοῦν τὴ σχετικὴ ἀρχαία παράδοση, καθὼς ὁρίζουν καθορισμένων ἡμερῶν ξηροφαγία (ἀπὸ τριήμερη μέχρι ἑβδομαδιαία) ὡς προευχαριστιακὴ νηστεία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί, ἀκόμη καὶ οἱ μοναχοί, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο πλέον! Τὸ Κανονάριο τοῦ Νηστευτοῦ, γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ μὲ συντομία, ἦταν ἕνα ψευδεπίγραφο ἐγχειρίδιο, ἀναγόμενο περίπου στὸν δέκατο αἰῶνα, ποὺ περιεῖχε ἀρχικὰ τὴν τάξη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως, ποὺ ἀργότερα ὅμως ἐμπλουτίζεται καὶ διαμορφώνεται σὲ συλλογὴ Κανόνων. Ὁ κάθε ἀντιγραφέας αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ὅπως καὶ τῆς συλλογῆς τῶν ἀποδιδομένων στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη τὸν Νηστευτὴ Κανόνων, πρόσθετε σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἐπιπλέον ὑλικό, τὸ ὁποῖο ἀντλοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση κάθε ἐποχῆς καὶ τόπου, ἐνῶ δὲν ἦταν σπάνιες οἱ περιπτώσεις, ποὺ αὐτοβούλως καταχώριζε καὶ δικούς του Κανόνες, ἢ παρενέβαινε ἀκόμη καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν Κανόνων καὶ τοὺς διαμόρφωνε κατὰ τὴν κρίση του. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ θέτει τὸ πρόβλημα, ὄχι μόνο τῆς ἀξιοπιστίας τῶν ἐν λόγῳ κανονικῶν συλλογῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς κανονικότητος καὶ ἐγκυρότητος κάποιων διατάξεων. Οἱ χειρόγραφες αὐτὲς συλλογὲς Νομοκανόνων ἀντιγράφονται καὶ συντάσσονται στὴ δημώδη ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ μοναχοὺς ἢ ἱερομονάχους καὶ χρησιμοποιοῦνται σχεδὸν δεσμευτικὰ ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῆς τουρκοκρατίας κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς, διοικητικῆς, δικαστικῆς, ἀκόμη καὶ λειτουργικῆς διακονίας τους. Εἶναι λοιπὸν ἀπὸ μία τέτοια ὄψιμη ἀλλοιωμένη κανονικὴ παράδοση, μέσα στὸ πνεῦμα μίας πλήρους λειτουργικῆς παρακμῆς τῆς ἐποχῆς, ποὺ τὰ ἐπιτίμια σὲ βαρέως ἁμαρτάνοντες ἢ τριγάμους μεταποιήθηκαν καὶ ἐφαρμόστηκαν στὸ ὅλο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἦταν πλέον ἡ συχνότητα μετοχῆς στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς κατὰ τὴν τουρκοκρατία, μὲ βάση τὶς πλεῖστες κανονικὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς, δηλ. 3-4 φορὲς τὸν χρόνο, σ᾽ ἕνα κλίμα ὑπέρμετρης αὐστηρότητας, ξένης πρὸς τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποξένωνε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ μία αὐθεντικὴ πνευματικὴ ζωή. Δημιουργήθηκε καὶ ἐπικράτησε μία πρόταξη τῆς ἀσκήσεως σὲ βάρος τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα λοιπὸν στὰ πλαίσια τῶν λαϊκῶν προευχαριστιακῶν ἀντιλήψεων περὶ νηστείας, ἀπὸ ἐπίδραση τῶν  πιὸ πάνω ψευδοκανονικῶν χειρογράφων συλλογῶν, καθὼς καὶ ἐξαιτίας τῆς περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως ἔριδας μεταξὺ τῶν φιλοκαλικῶν Κολλυβάδων πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν ἀντιπάλων τους, κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, καταγράφεται καὶ ὑποδεικνύεται γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, καθόσο μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε, τριήμερη πρὸ τῆς εὐχαριστίας νηστεία ἀπὸ τὸν πολὺ Νικηφόρο Θεοτόκη, ἀρχιεπίσκοπο Σκλαβενίου καὶ Χερσῶνος καὶ κατόπιν Ἀστραχανίου (1731-1800) (βλ. Κυριακοδρόμιον Εὐαγγελίων, Ὁμιλία εἰς τὴν Δ΄ Κυριακὴν τοῦ Ματθαίου, Μόσχα 1796, σσ. 181β καὶ 184β). Εἶναι δὲ ἐμφανὴς ἡ προέλευση τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου, ἀπὸ τὴν ἀναφορά του στὴν τριήμερη ἁγνευτικὴ κάθαρση καὶ ἐγκράτεια τῶν συζύγων, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ Μωσαϊκὴ προσταγὴ (« Γίνεσθε ἕτοιμοι, τρεῖς ἡμέρας μὴ προσέλθητε γυναικί» [Ἔξοδος 19,15]). Βεβαίως ὁ ἴδιος ὁ Θεοτόκης, ὅταν ἦταν νεώτερος, εἶχε συγγράψει μακρὺ λόγο Περὶ τῆς θείας Μεταλήψεως (Λόγοι εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Εἰς τὴν πέμπτην Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, Λειψία 1766, σ.55 κ.ἑξ.), στὸν ὁποῖο οὐδεμία νύξη κάνει γιὰ τριήμερη προευχαριστιακὴ νηστεία, ἀφοῦ ἐξάλλου αὐτή, ὅπως εἴδαμε, τυγχάνει ἀμάρτυρη στὶς πηγές. Κατόπιν ὅμως, καί, ὅπως φαίνεται, μέσα στὸ κλῖμα τῆς εὐχαριστιακῆς ἔριδας τῶν ἡμερῶν του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα ποιμαντικά, προβάλλει μέν τὴν ἀξία τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως, ὁρίζοντας ὅμως παράλληλα τριήμερη ἄσκηση νηστείας, γιὰ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀδιαφόρους νὰ εὐλαβηθοῦν τὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐριστικὰ ἐπιμένοντες ἀντιφρονοῦντες νὰ παύσουν τὶς ἀντιδράσεις καὶ κατηγορίες.

Μέσα στὸ ἴδιο τοῦτο πνεῦμα εἰρηνοποιοῦ ποιμαντικῆς τοποθετεῖται καὶ ὁ σύγχρονος τοῦ Θεοτόκη Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν ἐπισημαίνει μὲν ὀρθότατα τὴν ἔλλειψη νηστευτικῶν προευχαριστιακῶν προβλέψεων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, πλὴν τῆς ἀπὸ τοῦ μεσονυκτίου καὶ ἑξῆς πλήρους ἀσιτίας, ὑπερεξαίρει δὲ τὴν ἀξία καὶ τῆς πέραν ἀκόμη τοῦ τριημέρου νηστευτικῆς ἐγκράτειας, ὡς συνεχοῦς ὠφέλιμης ἄσκησης, γιὰ ὅσους δύνανται καὶ προαιροῦνται: «Ἐντεῦθεν συμπεραίνομεν ἐκ τοῦ μείζονος τὸ ἔλαττον, ὅτι, ἂν ᾖναι ἀρκετὴ εἰς ἑτοιμασίαν τῆς θείας κοινωνίας ἡ τριήμερος ἀποχὴ τῆς σαρκικῆς μείξεως, πολλῷ μᾶλλον εἶναι ἀρκετὴ εἰς αὐτὴν ἡ τριήμερος νηστεία. Καὶ μ᾽ ὅλον ὁποὺ ἀπὸ τοὺς θείους κανόνας νηστεία πρὸ τῆς μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα καλῶς ποιοῦσιν.» (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σ.230, ὑποσ.1).

Καρπὸς τῶν ἀγώνων τῶν Κολλυβάδων πατέρων ἦταν ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ μετά, τῆς τριήμερης νηστείας ὡς προετοιμασίας γιὰ τὴ θεία Μετάληψη, συνδυασμένη μὲ τὴν ἀνὰ δεκαπενθήμερο θεία Κοινωνία, γεγονός, τὸ ὁποῖο, οὕτως ἢ ἄλλως, ἀποτελεῖ πρόοδο σὲ σύγκριση μὲ τὴ μέχρι τότε παγιωμένη πράξη τῆς ἀνὰ τεσσαρακονθήμερο, τὸ συντομώτερο,  μετοχῆς στὰ Μυστήρια, ἢ τῆς, ἀκόμη χειρότερα, τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὸν χρόνο Κοινωνίας. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ σὺν τῷ χρόνῳ διαδόθηκε καὶ στοὺς ἐν κόσμῳ πιστοὺς καὶ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Αὐτό, ποὺ ἐν προκειμένῳ πρέπει νὰ τονισθεῖ, εἶναι ὅτι, τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων τιμῶνται πλέον ὡς Ἅγιοι, ἦταν ὅτι ἀποδέχονταν τὴν προευχαριστιακὴ νηστεία ὡς καλὴ συνήθεια συνεχοῦς ἄσκησης καὶ ἐγκρατείας, ποτὲ ὅμως ὡς τυποποιημένη ἡμεραρίθμηση κάποιας ὁρισμένης καὶ ἀναγκαστικῆς ὑποχρέωσης. Ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτοὺς ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἐπιβαλλόμενη ὑποχρέωση.

Τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς τριήμερης προευχαριστιακῆς νηστείας ἀπασχόλησε κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ κατὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα, ὅπως προοιμιακὰ ἀναφέραμε.  Οἱ προμαχοῦντες τοῦ τριημέρου, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν τὸν Ἅγιο Νικόδημο, σχεδὸν δυστυχῶς παρεμήνευσαν τὶς θέσεις του, μὴ κατανοῶντας ὅτι οἱ Κολλυβάδες πατέρες δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴ νηστεία ὡς συνεχὴ ἁγιοποιὸ ἄσκηση, ἀλλὰ νὰ προτάξουν τὴν ὑπὸ τὶς ἀναγκαῖες πνευματικὲς προϋποθέσεις, ποὺ πιὸ πάνω ἀναπτύξαμε, συχνὴ μετοχὴ στὸ μέγιστο τῶν Μυστηρίων.

Ἡ ἐπιμονὴ στὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου ἢ ὅποιας ἄλλης σχετικῆς ἡμεραρίθμησης δημιουργεῖ καὶ ἄλλα προβλήματα. Ἕνεκα τῆς αὐστηρῆς ἀπαγορεύσεως ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς νηστείας (δηλ. τελείας ἀσιτίας ἢ ξηροφαγίας) κατὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ γιὰ λόγους καθαρῶς θεολογικούς, ἐξαιρέσει μόνου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (Κανὼν ἀποστολικὸς ΞΔ΄ καὶ Πενθέκτης Συνόδου ΝΕ΄· βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σσ.82-84 καὶ 269-270, ἀντιστοίχως) ,  ἡ ἐπιβολὴ τοῦ τριημέρου σημαίνει στὴν πραγματικότητα ὅτι ὁ μοναχὸς ἢ ὁ λαϊκὸς δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ, οὔτε τὴν Κυριακή, οὔτε τὴν Δευτέρα, Τρίτη ἢ Τετάρτη. Εἰδικώτερα μάλιστα ὡς πρὸς τὴν Κυριακή, τοῦτο ὁδηγεῖ σὲ ἀντικανονικὲς πράξεις. Ἢ δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ θὰ κοινωνήσει θὰ νηστεύει τὸ Σάββατο, ἐναντιούμενος στοὺς ἀνωτέρω Κανόνες, ἢ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ Κοινωνία τὴν Κυριακή, ἀφοῦ χρειάζεται νηστεία κατὰ τὸ Σάββατο, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Θ΄ ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ τὸν Β΄ τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι ρητῶς ἀπαιτοῦν οἱ πιστοὶ τῆς Συνάξεως νὰ προσέρχονται στὴν κυριακάτικη εὐχαριστιακὴ προσφορά. Κατὰ τὸ ἴδιο σκεπτικό, ἡ κατάλυση εἰς πάντα κατὰ τὴ Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν τήρηση τοῦ ΞΣΤ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ποὺ ζητεῖ τὴν καθημερινὴ κατὰ τὴν ἀναστάσιμη τούτη ἑβδομάδα προσευχητικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκκλησιαστικὲς Συνάξεις.

Γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ἡ ἐπιβολὴ τῆς τριήμερης εὐχαριστιακῆς νηστείας ὀφείλεται σὲ λόγους ἱστορικούς, ἀφενὸς μὲν ὡς ἐπικράτηση ἀσκητικῶν τάσεων, γιὰ μία δηλ. τελειότερη κατὰ τὸ δυνατὸν προετοιμασία, ἀφετέρου δὲ λόγῳ τῆς αὐξηθείσας συνήθειας τῆς πολυχρόνιας ἀποχῆς ἀπὸ τὴν προσέλευση στὴν Εὐχαριστία. Τὸ γεγονὸς εἶναι, ὅτι βρισκόμαστε πλέον ἐνώπιον ἑνὸς δεδομένου, ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει στὴ συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ. Πῶς ἀντιμετωπίζεται λοιπὸν τὸ ζήτημα τοῦτο ;

Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονισθεῖ ἡ σχετικὴ πρὸς τὸ θέμα διακριτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πνευματικῶν πατέρων. Ὁ Πνευματικὸς θὰ κάνει ἐξατομίκευση τῶν πιστῶν καὶ θὰ ὁρίσει τὴν ἀνάλογη νηστεία καὶ ἐν γένει προπαρασκευὴ τοῦ ἐξομολογουμένου κατὰ περίπτωση. Ἀσφαλῶς, διαφορετικὰ θὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται ἐνσυνείδητα, προσεύχεται, ἔχει μετάνοια καὶ τηρεῖ μὲ συνέπεια τὶς καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, καὶ διαφορετικὰ ἕνας, ποὺ ἐξομολογεῖται γιὰ πρώτη φορά, δὲν νήστευε, ἢ δυσκολεύεται νὰ τηρήσει τὶς νηστεῖες τοῦ ὅλου ἔτους, καθὼς καὶ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἐνίοτε πολλοὶ Πνευματικοὶ κρίνουν τὴν τριήμερη νηστεία ὡς κατάλληλη γιὰ λαϊκούς, ποὺ δὲν νηστεύουν. Πάλιν, ὑπάρχουν πιστοί, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ τριήμερη νηστεία ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη καὶ καλὴ προπαρασκευή. Μία τάση, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ ἐξέχοντες ἐνάρετους σύγχρονους Πνευματικούς, ἀναφορικῶς πρὸς τὴ Μετάληψη τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ τηροῦνται καὶ οἱ Κανόνες ποὺ προαναφέραμε, εἶναι στὴν προευχαριστιακὴ νηστεία νὰ συναριθμοῦνται ἡ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς προηγουμένης ἑβδομάδας, καὶ ἡ κατὰ τὸ Σάββατο κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου μέχρι τὸ γεῦμα καὶ ἡ ξηροφαγία κατὰ τὸ δεῖπνο. Ἔτσι φαίνεται πώς λύεται ὀρθότερα τὸ ζήτημα.

Καταλήγοντας, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὅταν ἡ νηστεία συνδέεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν συνηθίζουν νὰ νηστεύουν, γίνονται ἀπρόθυμοι καὶ ὡς πρὸς τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν καὶ ὡς πρὸς τὴν προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία. Ἡ ὑποχρεωτικὴ πρὸ τῆς Εὐχαριστίας τριήμερη νηστεία εἶναι δυνατόν, ἀντὶ νὰ παρωθεῖ πρὸς εὐλάβεια τὸ ἐν πολλοῖς δεδομένο ἀκηδιαστικὸ φρόνημα τῶν συγχρόνων ἀμελῶν χριστιανῶν, νὰ φέρνει ἀπωθητικοὺς προβληματισμούς, ὡς πρὸς τὴ συχνὴ εὐχαριστιακὴ μετοχή. Καλύτερα θὰ ἦταν ἴσως οἱ πιστοί, κατὰ τὴ λειτουργική τους παιδαγωγία, νὰ μαθαίνουν τὴν ἀξία τῆς νηστείας καθεαυτῆς, ὡς ἁγιαστικῆς δηλαδὴ ἄσκησης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία. Ὁ προευχαριστιακὸς νηστευτικὸς ἀγώνας εἶναι καλὸ νὰ παραμείνει στὴ διακριτικὴ ἐξουσία τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, ποὺ γνωρίζει τὶς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς καὶ τὶς πολυποίκιλες προσωπικὲς ἀνάγκες τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Οἱ προσπάθειες ἀκριβῶς τῶν πνευματικῶν πατέρων καὶ ποιμένων πρέπει νὰ κατατείνουν στὴν ἀναζωπύρωση τοῦ πόθου τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως, μέσα στὸ φιλοκαλικὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων, τὸ πνεῦμα τῆς αὐθεντικῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

 

Ἐπιλεγμένη βιβλιογραφία

1. Χρήστου Ἐνισλείδου, Ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, (ἐκδ.) Β.Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 1972.
2. Ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἡ Νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, (ἐκδ.) Ἀποστολικὴ Διακονία,  Ἀθῆνα 2001.
3. Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Κανόνες καὶ Λατρεία, (ἐκδ.) Γ.Π.Δεδούσης, Θεσ/νίκη, 2001.
4. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, (ἐκδ.) Π. Πουρνάρας, Θεσ/νίκη 2004.
5. Πρωτοπρεσβ. Δημητρίου Βακάρου, Ἡ πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας νηστεία, Θεσ/νίκη 2008.
 

* Ὁμιλία στὸ ἐπιμορφωτικὸ Σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (10.12.2012)



Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας

Ο π. Κυριακός Παπαγιάννης

Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: Εἰσήγηση στή Δ΄ Συνάντηση τοῦ Β΄ Ἀκαδημιακοῦ ἔτους (2013-2014), τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (18.12.2013).

Ὁμιλητής: Οἰκονόμος Κυριακός Ἀ. Παπαγιάννης

Ο π. Κυριακός Παπαγιάννης

«ἐν περιβολῇ ἱματίων μή καυχήσῃ» (Σοφ. Σειρ. 11,4)

Πανιερώτατε,

Ἐν πρώτοις, θά ἤθελα ἀπό καρδιᾶς νά σᾶς εὐχαριστήσω  γιά τήν ἐμπιστοσύνη καί, ἐξαιρέτως, γιά  τήν τιμή πού δείξατε πρός τό πρόσωπό μου, μέ τήν ἀνάθεση σ᾽ ἐμένα τῆς ἔρευνας καί παρουσίασης στό ἱερατικό μας φροντιστήριο τοῦ θέματος, «Τά ἄμφια τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας».

Περαιτέρω, ζητῶ ταπεινά τήν κατανόησή σας, Πανιερώτατε καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τυχόν λάθη ἤ καί παραλείψεις μου.

Ἐπίσης,  καλό θά ἦταν, νά ὑπάρξει, στό πέρας τῆς παρουσίασης, μιά ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἤ ἀκόμη καί καλοπροαίρετης κριτική, ὥστε νά ἔχουμε, μαζί καί μέ τή δική σας συμβολή, τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα.

Α. Εἰσαγωγικό σημείωμα

Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἱστορική ἐμβάθυνση στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.   

Αὐτό ἀκριβῶς, φανερώνει τή θεϊκή καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ Θεός συναντᾶ καί σώζει τό δημιούργημά Του μέσα στήν ἱστορία. Ὁ κόσμος καί ἡ ἱστορία, πού ἐκτυλίσσεται σέ αὐτόν, ἀποτελοῦν τόν κατεξοχήν τόπο συναντήσεώς μας μέ τόν Θεό. Ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων κατέχει σημαντική θέση στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, κάθε ἐξωτερικό στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας χρῄζει ἑρμηνείας καί διευκρινίσεως, προκειμένου νά συμβάλει ἀποτελεσματικότερα στή συμμετοχή τῶν πιστῶν.

Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, κατανοεῖται καί ὁ πατερικός λόγος: «μή κάκιζε τήν ὕλην, οὐ γάρ ἄτιμός ἐστι. Οὐδέν γάρ ἄτιμον, ὅ παρά Θεοῦ γεγένηται … καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται...». Στά ἐξωτερικά καί ὑλικά στοιχεῖα τῆς θείας λατρείας ἀνήκουν καί τά ἱερά ἄμφια.

Β. Ἡ καθιέρωση τῶν ἱερῶν ἀμφίων

Ὁ ὅρος «ἄμφιον» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ἀμφιέννυμι». Στήν κοινή γλῶσσα σημαίνει τήν ἀμφίεση, τό ἔνδυμα. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, εἰδικότερα, ὡς «ἄμφια» ἐννοοῦνται, τόσο τά καλύμματα τῆς ἁγίας τράπεζας, ὅσο καί τά ἐνδύματα τῶν λειτουργῶν. Ἐπίσης, σέ νεώτερους χρόνουςσυναντῶνται καί μέ ἄλλες ὀνομασίες, ὅπως «λειτουργικά ἐνδύματα», «ἱερατικά ἄμφια» καί «λειτουργικά ἄμφια». Στά Εὐχολόγια ἀπαντῶνται καί οἱ ὅροι «ἀμφίεσις» ἤ «ἀπαμφίεσις». Προορισμός τῶν ἀμφίων εἶναι ἡ βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, προκειμένου νά ἐκφράσει τή λατρεία του πρός τόν Θεό μέ τήν καλύτερη καί πολυτιμότερη ὕλη. Ἐξάλλου, ἡ ἔνδυση τοῦ λειτουργοῦ μέ ἱερά ἄμφια, πρίν τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας, δηλώνει τή μετάβαση ἀπό τό κοσμικό στό ἱερό.

Τό ζήτημα τῆς ἀμφίεσης τῶν λειτουργῶν ἀπασχόλησε τήν πατερική διδασκαλία. Πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, ὅπως οἱ Σεβηριανός Γαβάλων (5ος αἰ.), Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (5ος αἰ.), Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.), Νικόλαος Καββάσιλας (14ος αἰ.) καί Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.).

Ἀρχικά, οἱ λειτουργοί δέν φοροῦσαν εἰδικά ἐνδύματα κατά τήν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἡ λειτουργική ἀμφίεση τοῦ κλήρου ἐπηρεάστηκε καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή λατρευτική παράδοση. Σ’ αὐτήν ὀφείλεται καί ἡ συμβολική χροιά, πού τά περιβάλλει, ὅπως μαρτυρεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά τή θέσπιση ἐλεύθερης ἄσκησης τῆς χριστιανικῆς λατρείας στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, τά ἱερά ἄμφια δέν διέκριναν ἁπλῶς τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ὑποδείκνυαν καί τόν ἀκριβῆ βαθμό τῆς ἱερωσύνης.

Τή θέσπιση τῶν ἀμφίων εὐνοοῦσε τότε καί ἡ κοσμική ἀντίληψη, πού ἐνίσχυε τήν ἐνδυματολογική διαφοροποίηση τῶν ἐπαγγελματικῶν καί κοινωνικῶν τάξεων. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει: «χρήσιμον δέ καί τό τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα, προκηρυττούσης ἕκαστον καί προδιαμαρτυρομένης τό ἐπάγγελμα τῆς κατά Θεόν ζωῆς». Τά ἱερά ἄμφια στήν Ὀρθοδοξία ἀναπτύχθηκαν ἀπό τόν 3ο αἰ. Ἐκτός ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση, καί ὁ μοναχισμός ἀποτέλεσε κύριο παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν βασικῶν ἱερατικῶν ἀμφίων. Τά ἱερά ἄμφια, σέ ἐπακριβῶς καθορισμένες μορφές καί χρώματα, συνοδεύουν τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἄλλων ἱερῶν τελετῶν, καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ μορφή τους ἀναπτύχθηκε πλήρως μέχρι περίπου τό τέλος τοῦ 9ου αἰώνα. Παρόλο πού αὐτά ἐξελίχθηκαν καί παγιώθηκαν στό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐξακολουθοῦν νά διατηροῦν τήν παλαιά τους μορφή.

Β.1. Τά ἱερατικά ἄμφια

Τά ἱερατικά ἄμφια εἶναι ἑπτά «διά τάς ἑπτά ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου  Πνεύματος» καί κατανέμονται στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἑξῆς:           

Τρία γιά τόν βαθμό τοῦ διακόνου (στιχάριο, ὁράριο καί ἐπιμάνικα), γιά τό ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ.

Πέντεγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἤτοι τά ἄμφια τοῦ διακόνου καί ἐπιπλέον ἡ ζώνη καί τό φαιλόνιο, κατά τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου.

Ἑπτὰγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή τά πέντε τοῦ ἱερέως καί ἐπιπλέον τό ὠμοφόριο καί τό ἐπιγονάτιο (ὁ σάκκος εἶναι στή θέση τοῦ φαιλονίου). Τά ἑπτά ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου δηλώνουν τήν πληρότητα τῆς ἱερωσύνης.

Ἐπιπλέον, πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι στούς χρόνους μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης προστέθηκαν στά ἀρχιερατικά ἄμφια τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἡ μίτρα, ὁ μανδύας καὶ ὁ σάκκος, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἰδιαίτερων προνομίων, πού ἔλαβε τότε ὁ πατριάρχης ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή. Στή συνέχεια, ἡ χρήση τῶν ἐπιπλέον τούτων ἀμφίων ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅλους τούς ἐπισκόπους. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὁ ὁποῖος κατέχει ὡς προνόμοια ἀπό τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνα, ἀπό τό 478 μ.χ., νά φέρει κατά τίς ἱεροτελεστίες πορφυροῦν μανδύα, νά κρατᾶ ἀντί τῆς ἐπισκοπικῆς πατερίτσας, αὐτοκρατορικό σκῆπτρο καί νά ὑπογράφει μέ κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι). Ἐπίσης ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καί ὁ Πατριάρχης τῶν Ρώσων, ὁ ὁποῖος φέρει κατά τις ἱεροτελεστίες πράσινο μανδύα, καί στίς δύο κάτω ἄκρες φέρει τά ἀρχικά του ὀνόματός του.

Ἀπό τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ, παράλληλα μέ τή διαμόρφωση ξεχωριστῶν χώρων γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, χρησιμοποιοῦνται στήν Ἀνατολή καί εἰδικά ἄμφια γιά τούς ἱερεῖς. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀκριβή προέλευσή τους, τά ἱερατικά ἄμφια θά διατηρήσουν κάποια ἰδιαιτερότητα στό χρῶμα καί τήν ἐξέλιξή τους, ὥστε νά αποτελέσουν εἰδικά ἄμφια γιά τόν κλῆρο.

Τό ὀράριο, πού φέρει ὁ διάκονος στόν ἀριστερό του ὦμο,συμβολίζει τά φτερά τῶν ἀγγέλων. Τό λευκό ἤ πορφυρό φαιλόνιο, πού φέρει ὁ πρεσβύτερος, συμβολίζει, εἴτε τήν καθαρότητα καί φωτεινότητα τῆς θείας Χάριτος, εἴτε τήν κόκκινη χλαμύδα πού φόρεσαν στόν Χριστό οἱ στρατιῶτες στόν καιρό τοῦ Πάθους. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό ὠμοφόριο, διακριτικό τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καί τῆς ἐξουσίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀρχικά μάλλινο, ἀπὸ ἔριο (μαλλί) προβάτου, συμβολίζοντας ἔτσι τό ἀπολωλός πρόβατο, πού ὁ Κύριος ἔφερε στούς ὤμους του. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος γίνεται μιμητής τοῦ ἀγαθοῦ καί μεγάλου Ποιμένα. Στά ἐπισκοπικά ἄμφια περιλαμβάνεται καί ὁ σάκκος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή λέξη «σάκ» καί σημαίνει τό ἔνδυμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως. Οἱ κωδωνίσκοι τοῦ σάκκου συμβολίζουν τό διδακτικό καί κηρυκτικό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ μανδύας, ἄμφιο πολυτελοῦς κατασκευῆς, φοριέται ἀπό τούς ἐπισκόπους πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Εἶναι διακοσμημένος μέ «ποταμούς», πού ἀποτελοῦν καί αὐτοί ἔκφραση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος. Στά ἐπισκοπικά ἐμβλήματα συμπεριλαμβάνονται ἡ μίτρα, σύμβολο τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου τοῦ Κυρίου, τό ἐγκόλπιο, εἰκόνισμα τοῦ Σωτῆρος ἤ τῆς Θεοτόκου, πού συμβολίζει τήν ἀξία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, καί ἡ ποιμαντική ράβδος ἤ πατερίτσα, σύμβολο τῆς πνευματικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας. Οἱ ὄφεις τῆς ποιμαντικῆς ράβδου, πού στρέφονται πρός τόν σχηματισμένο σταυρό, μᾶς θυμίζουν τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστέραι», κι ἀκόμη τή νίκη τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τῶν νοητῶν ὄφεων-διαβόλων.

Ἄλλα ἐμβλήματα, πού φέρονται ἀπό τούς ἐπισκόπους, ἀλλά καί τούς πρεσβυτέρους, εἶναι ὁ ἐγκόλπιος Σταυρός καί τόἐπιρριπτάριο – ἐπανωκαλύμαυχο. Ὁ Σταυρός ἔχει τήν προέλευσή του στά φυλακτά, πού φοροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Τό ἐπιρριπτάριο -ἐπανωκαλύμαυχο ἤ κουκκούλιο – θεωρείται σύμβολο τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης, καθώς καί τῆς ἐν Χριστῷ νηπιότητας καί παιδικῆς ἀκακίας.

Β.2. Παρουσίαση τῶν ἀμφίων μέ τούς συμβολισμούς ἑκάστου

Ἐκτός ὅμως ἀπό τά εἰδικά γιά τόν κάθε βαθμό ἄμφια, διακρίνουμε καί κάποια κοινά γιά τούς κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν: τό λευκό στιχάριο καί τά ἐπιμανίκια. Τό στιχάριο, ἐσωτερική ἐνδυμασία τῶν ἱερέων, συμβολίζει τήν περιβολή τῶν ἀγγέλων, τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμη καί τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀρχιερατικό στιχάριο εἶναι διακοσμημένο μάλιστα μέ «ποταμούς» (κατακόρυφες χρωματιστές ὑφασμάτινες λωρίδες), οἱ ὁποῖοι ἐξεικονίζουν τά χαρίσματα τῆς διδασκαλίας. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἐπιμανίκια, αὐτά συμβολίζουν τίς χειροπέδες, πού φόραγε ὁ Κύριος πηγαίνοντας στόν Καϊάφα, ἀλλά καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Κοινά ἄμφια γιά τούς πρεσβυτέρους καί τούς ἐπισκόπους εἶναι τό περιτραχήλιο ἤ ἐπιτραχήλιο, πού συμβολίζει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζώνη, σταθερή ὑπόμνηση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς καί εὐθύνης τοῦ ἱερέα, καί τό ἐπιγονάτιο, σύμβολο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτήρα καί τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου.

Ὅταν ὁ λειτουργός ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος ἐνδύονται τά ἱερά ἄμφια, εὐλογοῦν ἕνα ἕκαστο πού θά φορέσουν σταυροειδῶς καί τά ἀσπάζονται, ἀπαγγέλλοντας χωρία ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού συνδέονται μέ τόν συμβολισμό τοῦ κάθε ἀμφίου.

Β.3. Παραστάσεις-ἀπεικονίσεις ἐπάνω στά ἄμφια

Τά θέματα, πού παριστάνονται στά ἱερατικά ἄμφια, εἶναι ἀνάλογα μέ τόν ἰδιαίτερο συμβολισμό τους. Στό ἐπιτραχήλιο παριστάνονται σκηνές τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀπόστολοι, μάρτυρες καί ἱεράρχες, στό ἐπιγονάτιο ἡ Κάθοδος τοῦ Κυρίου στόν Ἄδη καί στόν σάκκο ἡ Μεταμόρφωση. Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχουν οἱ ἐπιγραφές ἀπό λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, πού συναντᾶμε κεντημένες πάνω στά ἄμφια καί σχετίζονται καί αὐτές μέ τόν συμβολισμό κάθε ἀμφίου, ὅπως ἡ ἀρχή τοῦ τρισάγιου ὕμνου, « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος», πού βρίσκεται κεντημένη στό ὀράριο τοῦ διακόνου.

Β.4. Κατασκευή τῶν ἀμφίων

Τά ἄμφια εἶναι κεντητά ἤ ὑφαντά. Τά κεντητά εἶναι συνήθως πολυτιμότερα, γιατί παρουσιάζουν μεγάλο πλοῦτο στήν τεχνική τοῦ κεντήματος καί γιατί τίς περισσότερες φορές χρησιμοποιοῦν πολύτιμη πρώτη ὕλη, ὅπως χρυσό ἤ ἀργυρό σύρμα καί διακόσμηση μέ πολύτιμους λίθους. Δυστυχῶς ἀπό τόν 17ο αἰῶνα καί μετά τό ὑψηλό κόστος ὀδήγησε στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῶν χρυσοκέντητων ἀμφίων. Ἐπανῆλθε φυσικά σταδιακά στίς μέρες μας. Δυστυχῶς ὅμως μέ ἀργά βήματα.

Ἡ ὕφανση τῶν πολύτιμων ἀμφίων στούς βυζαντινούς χρόνους γινόταν σέ εἰδικά ἐργαστήρια ὑφαντουργίας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα ὅμως γινόταν σέ γυναικεῖα μοναστήρια, πού συνέχισαν τήν ἐργασία τῆς ὑφαντουργικῆς ἱερορραφίας καί στήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, καί τὴ συνεχίζουν μέχρι τίς ἡμέρες μας. Τά χρώματα πού προτιμοῦσαν ἦταν φωτεινά γιά τίς τελετές σέ χαρούμενες ἡμέρες καί σκοῦρα γιά τίς τελετές σέ πένθιμες ἡμέρες. Ὡστόσο εἶναι γεγονός, ὅτι στά ἱερατικά ἄμφια ἐπικρατοῦσε γενικά τό λευκό χρῶμα, ὡς σύμβολο ἁγνότητας καί πνευματικῆς χαρᾶς. Περισσότερα ὅμως γιά τό χρῶμα θά ἀναφέρουμε στή συνέχεια.

Γ. Τά ἱερά ἄμφια στή χριστιανική τέχνη

Ἱερά ἄμφια ἔχουν διασωθεῖ σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἴτε σέ ἐκκλησίες, εἴτε σέ μουσεῖα. Ἀποτελοῦν, ἀναμφιβόλως, σημαντικά ἱστορικά τεκμήρια τοῦ παρελθόντος, πού φωτίζουν τό παρόν, ἀποτελώντας ταυτόχρονα καί προϊόντα τέχνης, μεγάλης σημασίας.

Ἐδῶ θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη εἶναι τέχνη λειτουργική. Πρόκειται γιά ἕνα ὀπτικό σύστημα, πού ὑπογραμμίζει πνευματικά γεγονότα. Καί ἕνα τέτοιο γεγονός εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν εἴσοδο τοῦ πνεύματος στήν ὕλη. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, κάθε γραμμή, κάθε χρῶμα, κάθε χαρακτηριστικό τῆς μορφῆς, ἀποκτᾶ ἕνα ἰδιαίτερο νόημα. Ἡ Ἐκκλησία δέν λησμονεῖ ποτέ τόν διακονικό ρόλο τῆς τέχνης, πού ὑπηρετεῖ τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Τελικά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης: νά μεταμορφώσει τόν ἄνθρωπο, πού γίνεται μέτοχος τῆς ὡραιότητάς της.

Τά ἱερά ἄμφια, ὡς προϊόν τῆς λειτουργικῆς τέχνης, ὑπάρχουν γιά νά ἀναδεικνύουν τά τελούμενα καί ὄχι τόν τελετουργό. Ἡ ἀναζήτηση πρωτοτυπίας καί ἐντυπωσιασμοῦ ὁδηγοῦν σέ ὑποταγή τοῦ ἤθους τῆς λατρείας σέ μία ἀτομική αἰσθητική καί στήν ἐπίδειξη – δηλαδή σέ μία ξένη λογική – ὁπόταν τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ὀπισθοδρόμηση καί ἡ καλλιτεχνική ἔκπτωση. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ὑψηλῆς αἰσθητικῆς, λιτότητας, κάλλους, μέτρου καί κλασικῆς συνέχειας.

Δ. Συμβολισμοί

Ὁ συμβολισμός ὑπῆρξε ἀρχαία συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία ἐκφράστηκαν ὑψηλές ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὁ συμβολισμός δέν ἦταν ἐφεύρημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γνωστός σέ ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τούς Ἰουδαίους. Ἀπό ἐκεῖ τόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τόν ἐμπλούτησε μέ ἐντελῶς νέο περιεχόμενο καί τοῦ ἔδωσε νέες δυνατότητες ἔκφρασης. Ἀπό τά σύμβολα τῶν κατακομβῶν μέχρι τόν συμβολισμό τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων, γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ μετάβαση ἀπό τά αἰσθητά καί ὁρατά στίς ὑπεραισθητές καί ὑπερβατικές ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Συνεπῶς, ὁ συμβολισμός εἶναι οὐσιῶδες συστατικό τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι γεγονός, ὅτι πίσω ἀπό τό μικρότερο στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας κρύβεται κάποιο θεολογικό νόημα. Λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «οὐδέν μικρόν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ. Οὐδέν δίχα λόγου, ὅτι αὐτοῦ τοῦ ζῶντος Λόγου ἡ Ἐκκλησία». Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἱερά ἄμφια. Δέν ἀποτελοῦν ἁπλά τελετουργικά ἐνδύματα, ἀλλά καί σύμβολα πνευματικῶν ἐννοιῶν: «χάριν ἔχουσι θείαν καί σημασίαν πνευματικήν ἕκαστον τούτων ἔχει τινά». α) Ὁ ἠθικός συμβολισμός: Σύμφωνα μέ αὐτόν, τά ἄμφια συμβολίζουν τήν ἀρετή, τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, στοιχεῖα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τόν κληρικό. β) Ὁ τυπολογικός συμβολισμός: Τά ἄμφια ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ὡς ἀρχιερέως, «εἰς τύπον καί τόπον» τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ὁ ἐνδεδυμένος αὐτά ἐπίσκοπος ἤ ἱερέας. γ) Ὁ συμβολισμός τοῦ θείου Πάθους: Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὁ χιτών, ὁ κάλαμος, τό φακεώλιον, καθώς καί ἄλλα ὄργανα τῶν ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου, συμβολίζονται ἀπό ἀνάλογα ἄμφια ἤ ἐμβλήματα. δ) Ἡ ἀλληγορία: Τά ἄμφια παραβάλλονται μέ τά ὅπλα τοῦ ἀγῶνος κατά τοῦ πονηροῦ, τόν ὁποῖο μάχεται ὁ κληρικός.

Ε. Οἱ χρωματικοί συμβολισμοί

Τά χρώματα, στούς διάφορους πολιτισμούς τῆς γῆς, γίνονται μία ἀνθρώπινη γλῶσσα γιά τήν ἔκφραση καί τήν ἐπικοινωνία τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων καί τῶν κοινῶν ἀξιῶν. Η γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ τά χρώματα γιά νά ἐκφράσει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στήν Καινή Διαθήκη, σέ ἀντίθεση μέ τήν Παλαιά, συναντᾶται ἐξαιρετικά περιορισμένη χρήση τῶν χρωμάτων. Αὐτό δέν ὀφείλεται σέ συνειδητή ἀποστροφή τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν, ἀλλά στήν ἀναγκαιότητα κρίσης τῶν πραγμάτων μέ πνευματικά κριτήρια. Τό βιβλίο, πού χρησιμοποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα τούς συμβολισμούς τῶν χρωμάτων, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἐπιτυγχάνοντας νά ἐκφράσει μέσῳ αὐτῶν τήν ἑκάστοτε θεολογική ἀλήθεια. Ἄς δοῦμε μερικά παραδείγματα τῆς χρήσης τῶν χρωμάτων στή βιβλική γλῶσσα:

Τό χρυσό συμβολίζει τήν ἀπαστράπτουσα λάμψη τοῦ Θείου, τήν οὐράνια δόξα, τήν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ καί τήν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Τό λευκό χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τή φύση. Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή τοῦ σώματος, ὑγιοῦς ἤ ἀσθενοῦς. Συμβολίζει τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τή λαμπρότητα, τή χαρά, τή νίκη καί τή δικαιοσύνη. Τό λευκό εἶναι τό κατεξοχήν ἱερατικό χρῶμα στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τό κόκκινο συναντᾶται στήν περιγραφή ἀκριβῶν ὑφασμάτων καί στίς τελετές ἐξαγνισμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Συμβολίζει, ἀνάλογα μέ τήν ἀπόχρωσή του, τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια, τόν πλοῦτο, τήν εὐημερία, τή βασιλική ἀξία, τό αἷμα, τή ζωή, τή θυσία, τή βία καί τόν πόλεμο.

Τό πορφυρό ἦταν τό πολυτιμότερο ἀπό τά ἀρχαῖα χρώματα. Προερχόταν ἀπό ἕνα ὀστρακόδερμο, πού βρισκόταν στή Μεσόγειο. Γιά τήν παραγωγή μιᾶς οὐγγίας βαφῆς (δηλ. περίπου 25 γραμμαρίων) ἀπαιτοῦνταν 250.000 μαλάκια. Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἡ μεγάλη ἀξία του. Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ὡς βασιλικό χρῶμα. Συμβολίζει τόν πλοῦτο καί τή βασιλική ἀξία. Μαζί μέ τό μπλέ καί τό κόκκινο χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή ἱερῶν καί πολύτιμων ὑφασμάτων.

Τό πράσινο χρησιμοποιεῖται συνήθως γιά τήν περιγραφή τῶν φυτῶν καί τήν ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κατά συνέπεια, συμβολίζει τή νέα βλάστηση, τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα.

Τό μπλέ συναντᾶται κυρίως στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά δηλώσει τά ἱερά ὑφάσματα. Σχετικά μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τό χρῶμα μίας πληγῆς ἤ μπορεῖ νά ἀναφέρεται καί στήν ἴδια τήν πληγή. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, ὡς σύμβολο πλούτου καί τῆς διαφορᾶς πού προκύπτει ἐξαιτίας του. Συμβολίζει τόν οὐρανό, τό στερέωμα, τόν παράδεισο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τό μαῦρο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά συχνότερα χρησιμοποιούμενα στήν Ἁγία Γραφή χρώματα. Περιγράφει τό μεσονύκτιο, τό ἀσθενές σῶμα, τά ὑγιῆ μαλλιά, τά πρόσωπα τῶν πτωμάτων, τόν οὐρανό, τή σκίαση τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Γενικά, συσχετίζεται μέ τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Συμβολίζει τήν ἁμαρτία, τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τόν θάνατο, τό πένθος· ἐπιπλέον, τή μετάνοια καί τή λύπη.

Μέχρι τόν 9ο αἰ. τά χρώματα τῶν ἀμφίων δέν εἶχαν καμία ἰδιαίτερη σημασία στή χριστιανική λατρεία. Ἀσφαλῶς κυριαρχοῦσε τό λευκό, ἐπειδή στόν μεσογειακό πολιτισμό ἦταν τό χρῶμα τῆς ἑορτῆς καί τῶν σημαντικῶν γεγονότων. Ἀπό τή διαδεδομένη χρήση του ἦταν εὔκολη ἡ μετάβαση στή συμβολική ἑρμηνεία. Ἡ ἀρχή ἑρμηνείας τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν ἔγινε μέ τόν λευκό βαπτισματικό χιτῶνα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στή Μυσταγωγική Κατήχηση τῶν νεοφωτίστων: «Πῆρες, λοιπόν, τά λευκά ἐνδύματα τῆς ἀκακίας κατά τόν προφητικό λόγο· “ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι”.» Ἰδιαίτερα κατά τή βυζαντινή περίοδο, τό βασικό χρῶμα τῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφίεσης εἶναι τό λευκό «διά τό καθαρόν τῆς χάριτός τε καί φωτεινόν». Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίοδος τῶν νηστειῶν, ὁπότε τό λευκό χρῶμα ἀντικαθίσταται ἀπό τό κόκκινο.

Στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἐντοπίζονται ἴχνη λειτουργικῶν χρωμάτων μέ τή σημερινή ἔννοια. Μεταξύ τοῦ 4ου καί τοῦ 5ου αἰ. ἔχουμε μαρτυρίες, πού κάνουν λόγο γιά «λαμπρά ἱμάτια». Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπόθεση, ὅτι ἀναφέρονται σέ πολυχρωμία καί λαμπρότητα. Σχετικά μέ τά ἄμφια τῶν λειτουργῶν στή θεία λατρεία, οἱ μαρτυρίες ἀπέχουν πολύ μεταξύ τους, τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ 8ου αἰ.

Ἐνῶ ἐξειδικεύονται τά ἄμφια γιά τή θεία λατρεία, σχετικά μέ τά χρώματα δέν ὑπάρχει κανένας κανονισμός καί ἰσχύει μεγάλη ἐλευθερία. Εἰδικά ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική τελετουργία ἔχει τή δυνατότητα νά προσλάβει διάφορες πολιτιστικές «προσχώσεις». Ἔτσι, ἔχει ἐνσωματώσει στό τυπικό της στοιχεῖα καί ἐπιδράσεις πολιτιστικές, ὅπως στοιχεῖα μεγαλόπρεπης συμβολικῆς ἀπό τό τυπικό τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

ΣΤ. Τό χρῶμα τῶν ἱερῶν ἀμφίων στή λειτουργική μας παράδοση

Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν βρίσκεται σέ ἰσχύ ἕνας κοινός χρωματικός κανόνας. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ἀθανάσιος: «Ὁ βυζαντινός λειτουργικός τύπος, ἀντιθέτως πρός τόν δυτικόν, δέν γνωρίζει διά τά ἄμφια χρωματικόν κανόνα ὑπό τήν στενωτέραν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ὅλα τά χρώματα ἐπιτρέπονται εἰς αὐτόν καί συμβάλλουν, παρά τήν ἀταξίαν των, εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ αἰσθήματος τῆς βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας κατά τάς ἱεράς τελετάς». Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀναγνωρίζει ὅτι μεταξύ τῶν χρωμάτων «τά φωτεινά (λευκόν, πράσινον, κίτρινον), προτιμῶνται κατά τάς ἑορτάς, ἐνῶ τά σκοτεινά (ἐρυθρόν, ἰῶδες, μέλαν) κατά τάς ἡμέρας μετανοίας καί πένθους». Συνεπῶς, ἀπό τή μία πλευρά, ὁμολογεῖται ἡ ἀταξία πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπουσία ἑνός χρωματικοῦ κανόνα, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀναγνωρίζεται ἡ σύνδεση μεταξύ χρωμάτων καί ἑορτῶν.

Παρόμοια σύνδεση συναντᾶται καί στά μοναστηριακά Τυπικά, τά ὁποῖα ἀνέκαθεν προέβλεπαν κάποιο χρωματικό κανόνα στά ἱερά ἄμφια. Μέ τή διαφορά, ὅτι δέν προτείνεται πάντοτε σ᾽ αὐτά μόνον ἕνα χρῶμα γιά κάθε ἑορτή, οὔτε ὑπάρχει ὁμοφωνία ἀπό Τυπικό σέ Τυπικό.

Ζ. Ἡ σημερινή πραγματικότητα

Στή λειτουργική μας πράξη, ἰδιαίτερα κατά τά συλλείτουργα, παρατηρεῖται μιά ἀναρχία καί, ὥς ἕνα βαθμό, σύγχυση σχετικά μέ τό χρῶμα τῶν ἀμφίων: «Ἔτσι γινόμαστε μάρτυρες τῶν πιό ἀπίθανων πολλές φορές πολυχρωμιῶν, χωρίς κανένα συνδυασμό ἤ χωρίς ἴχνος ἁρμονίας. Ἄλλο χρῶμα ἔχουν τά ἄμφια τῆς ἁγίας τράπεζας, ἄλλο τῆς προθέσεως, ἄλλο τά καλύμματα τῶν τιμίων δώρων, ἄλλο τά ἄμφια τοῦ ἀρχιερέα, ἄλλο τά ἄμφια καθενός ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἄλλο τῶν διακόνων. Ἀφήνουμε πώς πολλές φορές ἡ ἴδια ἡ ἱερατική στολή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα μωσαϊκό χρωμάτων καί ἀποχρώσεων …».

Πρέπει, ὅμως, νά παραδεχθοῦμε ὅτι, κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἡ αἰσθητική τῶν ἱερῶν ἀμφίων ἔχει βελτιωθεῖ. Ιδιαιτέρως στά ἱερά συλλείτουργα, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἱερῶν πανηγύρεων, ἤ ἄλλων Ἀκολουθιῶν, στὶς ὁποῖες οἱ συμμετέχοντες κληρικοί ἐνδείκνυται νά φέρουν, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὁμοιόχρωμα, ὁμοιόμορφα, καθαρά καί ἐπίσημα, ἀλλά πάντως οὐχί ἐξεζητημένα ἄμφια. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί μέ βάση ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν στίς προηγούμενες ἑνότητες, καθώς καί τή διαμορφωθεῖσα σύγχρονη πραγματικότητα, τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων θά μποροῦσαν νά κωδικοποιηθοῦν ὡς ἀκολούθως:

Α. Χρυσό ἤ κίτρινο –Συμβολισμοί.

Τό χρυσό χρῶμα φέρει τή σημασία τῆς βασιλικῆς ἀξίας καί τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητας. Ἡ συμβολική σημασία τοῦ χρυσοῦ, σέ πνευματικό ἐπίπεδο, ἀφορᾶ στή σημασία τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Ἡ βασιλική ἀξία τοῦ ἐπουράνιου βασιλέα ἑνώνεται μέ τή δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Δεσποτικές ἑορτές, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Μ. Σαββάτου.

β) Μνῆμες προφητῶν, ἀποστόλων καί ἱεραρχῶν.

γ)Ἐπίσημες ἑορτές καί τελετές, ἀντικαθιστώντας τό λευκό ἤ συνδυαζόμενο μέ ἄλλα χρώματα.

Β. Λευκό –Συμβολισμοί.

Ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἑορταστικό χρῶμα. Παραπέμπει στή λαμπρότητα τῶν ἐνδυμάτων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, στήν ἁγνότητα τῶν νεοφώτιστων καί, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, θά εἶναι τό ἔνδυμα τῶν σεσωσμένων.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή τοῦ Πάσχα καί σέ ὅλη τήν μεταπασχάλια περίοδο.

β) Κυριακές τοῦ ἔτους, ὅταν ἡ ἑορτολογική συγκυρία δέν ἐπιβάλλει τή χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος.

γ) Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

δ) Μυστήριο τοῦ Γάμου.

ε) Χειροτονίες.

στ) Νεκρώσιμες Ἀκολουθίες. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι «δέν πρέπει νά ἐνδυόμαστε σκοῦρα ἐνδύματα ἐδῶ πάνω στή γῆ, διότι στούς οὐρανούς ἐκεῖνοι (οἱ κεκοιμημένοι) ἤδη ἐνδύθηκαν λευκά ἐνδύματα», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρθαγένης. Εἶναι γεγονός, ὅτι τό λευκό ἐκφράζει πιό εὔγλωττα τόν πασχάλιο χαρακτῆρα τοῦ θανάτου καί τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν καί δεήσεων γιά τούς κεκοιμημένους. Ζητοῦμε τήν ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, καλύπτονται μέ τή λευκότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

ζ) Ἑορτές καί μνῆμες ἁγίων, ὅταν δέν προβλέπεται ρητά ἡ χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος ἤ ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ἄλλου χρώματος.

Σημ.: Τό στιχάριο (τοῦ ἱερέως καί τοῦ ἀρχιερέως) θά πρέπει νά εἶναι πάντοτε λευκό.

Γ. Μπλέ – Συμβολισμοί.

Τό μπλέ εἶναι τό χρῶμα, πού φανερώνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ χρήση τοῦ μπλέ δικαιολογεῖται μέ δεδομένο, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἀναδείχθηκε ἐκλεκτό δοχεῖο καί σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δύο φορές ἔγινε ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ Θεοτόκο, τήν πρώτη φορά κατά τόν Εὐαγγελισμό καί τή δεύτερη κατά τήν Πεντηκοστή.

Ἡ ἡγουμένη Ταϊσία τοῦ Λεουσένι μαρτυρεῖ ὅτι εἶδε σέ ὅραμα τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἐνδεδυμένο μέ βελούδινο ἔνδυμα, γαλάζιου χρώματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Θεοφάνεια.

β) Θεομητορικές ἑορτές.

γ) Μνῆμες ἀγγέλων.

Δ. Κόκκινο – Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στό αἷμα, πού ἔχυσε ὁ Χριστός κατά τό πάθος, καθώς καί τὸ αἷμα πού ἔχυσαν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς πίστεως. Συμβολίζει, ἀκόμη, τή ζέση τῆς πίστεως καί τή φλόγα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέχρι καί τή θυσία τοῦ αἵματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Πέμπτη (πρωί).

β) Ἑορτές μαρτύρων.

Ε. Πράσινο – Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στήν καρποφορία τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἶναι τό χρῶμα τῆς γῆς πού ἀνανεώνεται καί τῆς σταθερῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐποχῶν. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται τό κατεξοχήν χρῶμα τῆς ἐλπίδας, τῆς ὁσιακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, πού συντελεῖ στή ζωοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἕνα χρῶμα πού ξεκουράζει καί πού ἐκφράζει τήν καθημερινότητα, διαρκῶς καί σταθερά προσανατολισμένη στή μέλλουσα ζωή.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή Βαΐων.

β) Ἑορτές Τιμίου Σταυροῦ.

γ) Μνῆμες ὁσίων.

ΣΤ. Μώβ – Συμβολισμοί.

Χρῶμα, πού παραπέμπει στό θεῖο Πάθος. Γενικώτερα, ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς ταπείνωσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ σταυρικός θάνατος ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τοῦ ἐπίγειου ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού θυμίζει τήν ἀνάπαυση τοῦ Δημιουργοῦ κατά τήν ἕβδομη ἡμέρα. Μπορεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσει πόνο καί ἐλπίδα.  Τό μώβ εἶναι προτιμότερο ἀπό τό μαῦρο, διότι ὁμοιάζει περισσότερο μέ τό πορφυρό, πού ἦταν ἀνέκαθεν τό χρῶμα τῶν ἀμφίων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε, ἡ ἑβραϊκή λέξη πορφύρα περιλαμβάνει δύο εἴδη: τό κόκκινο καί τό βιολετί.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

β) Μεγάλη Ἑβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τῶν Μεγάλων Ὡρῶν (Μ. Παρασκευή πρωί).

«Ἐν κατακλεῖδι …»

Στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἡ λειτουργική ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κατέχει σημαντική θέση, μέ τούς συμβολισμούς κάθε ἀμφίου. Τό χρῶμα ἀποτελεῖ κυρίαρχο σύμβολο στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων. Τά σεμνά καί ὡραῖα χρώματα προκαλοῦν καί τά ἀνάλογα συναισθήματα. Ἡ χρωματική ἁρμονία βοηθᾶ αἰσθητικά τούς πιστούς νά μετέχουν στά τελούμενα, νά συγκεντρώνονται καί νά μή διασπᾶται ἡ προσοχή τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ εὐταξία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ χρωματική ἀταξία δέν συνδυάζεται μέ τήν οὐράνια τάξη τῆς θείας λατρείας. Ὁ καθορισμός συγκεκριμένων χρωμάτων στά ἱερά ἄμφια ἀφορᾶ, ὄχι μόνον τήν τελετουργική, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιολογία, καθώς ὀφείλουμε νά κάνουμε τά πάντα μέ εὐσχημοσύνη,σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια καί σημασία τῆς Παύλειας προτροπῆς στή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας«Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. 14,40)Ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη γιά εὐκοσμία καί τάξη, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν πατερική γραμματεία, ἐξωτερικεύεται δημιουργώντας παράδοση.

Θά πρέπει νά βροῦμε τό μέτρο μεταξύ τῆς ἀχαλίνωτης χρήσης τῶν χρωμάτων, πού δημιουργεῖ ἀταξία, καί τῆς τυπολατρικῆς συμμόρφωσης σέ ἕνα χρωματικό κανόνα. Τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων γίνονται σημαντικά μόνον ἐάν συνδέονται μέ τή μαρτυρία μίας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο.

Συνεπῶς, δέν ἀρκεῖ ἀπό μόνο του τό λευκό, γιά νά ἑορτάσουμε μία ἑορτή, οὔτε τό κόκκινο γιά νά μεταδώσουμε τή φλόγα τοῦ πνεύματος ἤ τόν ζῆλο τῶν μαρτύρων γιά τό Εὐαγγέλιο.

Σέ τελετουργικό ἐπίπεδο, τά χρώματα καθίστανται ἀπαραίτητα ἐπικοινωνιακά σύμβολα μόνον ἐάν συνδέονται μέ ἄλλα λειτουργικά στοιχεῖα, ἱκανά νά ἐκφράσουν τήν πνευματικότητα τοῦ λειτουργοῦ καί τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν, πού μετέχουν ἐνεργά καί ἐνσυνείδητα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Διαφορετικά, καί τά χρώματα τῶν ἀμφίων, ἀλλά καί τά ἴδια τά ἄμφια, παρά τήν ἱερότητά τους, καταντοῦν νά συνδέονται μέ μία ἰδιοτροπία, τή γραφικότητα ἤ, ἁπλῶς, μέ τή ματαιότητα.

——————–

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Σημ.: Βασικό βοήθημα στή σύνταξη τοῦ παρόντος ὑπῆρξε τὸ ἄρθρο τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, Πρωτοσυγκέλλου Μητροπόλεως Βερροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας, Τὰ ἄμφια (Ἱστορία-Θεολογία).Περαιτέρω, χρησιμοποιήθηκαν προφορικές πληροφορίες ἀρχιερέων, καθηγουμένων ἱερῶν μονῶν καί πολιῶν ἱερέων καί ἱερομονάχων, τοὺς ὁποίους καὶ ἀπὸ ἐδῶ γενικὰ εὐχαριστοῦμε. Περαιτέρω σημαντική βιβλιογραφία:

1.   Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη καί τόν συμβολισμό τῶν ἱερῶν ἀμφίων βλ. ἀναλυτικά PetrusVasileGregorian, VesminteleliturgiceinBisericaOrtodoxa, Craiova1941 καί

2.   Κωνσταντίνου Κούρκουλα, Τά ἱερατικά ἄμφια καί ὁ συμβολισμός αὐτῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι 1960 [1991].

3.   Cyril Edward Pocknee, Liturgical vesture. Its origins and development, Mowbray 1960.

4.   TanoPapas[Ἀθανασίου Παπᾶ, Μητροπ. Χαλκηδόνος], Studien zur geschichte der messgewander im byzantinichen ritus, [Miscellanea Byzantina Monacensia 3], München 1965.

5.   ΧρήστουἘνισλείδη, ΤάἱεράἄμφιατῶνἘκκλησιῶνἈνατολικῆςκαίΔυτικῆςἐξἐπόψεωςὀρθοδόξου, Ἀθῆναι1981.

6.   Janet Mayo, A history of ecclesiastical dress, ed. Holmes and Meier, New York 1984.

7.   ΕὐθυμίουΡίζου, ἐξέλιξητῆςμορφῆςτῆςλειτουργικῆςἀμφίεσηςτοῦκλήρουστήνἈνατολικήκαίΔυτικήἘκκλησίαἀπότήνπαλαιοχριστιανικήἐποχήκαίἔπειτα, Θεσσαλονίκη2005 (ἀνέκδοτημεταπτυχιακήἐργασία).

8.   Λουΐζας Μολέσκη, Τά ἱερά σκεύη καί ἄμφια καί οἱ λειτουργικοί συμβολισμοί τους, Θεσσαλονίκη 2007 (ἀνέκδοτη μεταπτυχιακή ἐργασία).

9.   Ene Braniste, «I storia şi semnificatia vesmintelor liturgice ortodoxe», ἀνάκτηση13-06-2011, http://www.facultate.regielive.ro.

10. Γεωργίου Σωτηρίου, «Τά λειτουργικά ἄμφια τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 20 (1949), 603-614.

11. Αἰμιλιανοῦ Τσιρπανλῆ, ἱερομ., «Περί τῶν ἀμφίων γενικῶς», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 42 (1959).

12. Παναγιώτου Τρεμπέλα, «Ἄμφια», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 4, ἔκδ. Φοῖνιξ, Ἀθῆναι [χ.χ.].

13. Δημητρίου Μωραΐτη, «Ἄμφια (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γενικῶς)», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Ἀθανάσιος Μαρτίνος, Ἀθῆναι 1963, 402-412.

14. Ἀριστείδη Πανώτη, «Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἀμφίων», Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, ἔκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002, 39-47.

15. Εὐαγγέλου Σκορδᾶ, πρωτοπρ., Τά λειτουργικά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἔκδ. ΝικόλαοςΠαναγόπουλος, Ἀθήνα 2006.

16. Ἰωάννου Φουντούλη, «Παράδοση καί ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων», Τελετουργικά Θέματα, τ. 2, [Λογική Λατρεία 12], ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2006, 171-184.

17. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα, «Ὁ συμβολισμός τῶν ἱερῶν ἀμφίων καί πέπλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διακόσμου τους σύμφωνα μέ τίς ἱερές πηγές», Ἀπόστολος Τίτος, τχ. 5 (Δεκέμβριος 2006), 123-171.

18. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα «Ἄμφια ἱερατικά», Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Στρατηγικές Ἐκδόσεις, [᾿Αθήνα 2011], 292-299.