Αρχική Blog Σελίδα 420

Ἐτήσιο μνημόσυνο μακαριστοῦ Γέροντος Εὐμενίου Σαριδάκη (23/5/2020)

Η αγαπημένη «κόρη» της Γερόντισσας Γαλακτίας

Συνέντευξη με την κ. Ριρίκα Χρονάκη

Η γνωστή σε όλους τους επισκέπτες της Γερόντισσας Γαλακτίας, κυρία Ριρίκα Κουμαντάκη – Χρονάκη, υπήρξε το «παιδί» της Γερόντισσας από τότε που γεννήθηκε.  Είχαν μία μοναδική σχέση ισόβιας πορείας.  Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για την Γερόντισσα και αυθόρμητα να μην πάει ο νους μας και στην ευγενική και αρχοντική κυρία Ριρίκα.  Όταν ερχόμασταν από Κύπρο, μας υποδεχόταν με εγκαρδιότητα.

Κυρία Ριρίκα ευχαριστούμε που δεχτήκατε να μιλήσετε μαζί μας.

Δική μου η ευχαριστία παιδιά.  Νά ’στε καλά.  Ευχαριστώ ακόμη για την αγάπη των Κυπρίων στη Γερόντισσα.  Σχεδόν δεν υπήρξε μέρα να μην έρθουν επίτηδες επισκέπτες από την Κύπρο.  Εκείνη, ιδιαιτέρως σας αγαπούσε και σας υποδεχόταν.  Σας έλεγε «τα πονεμένα μου παιδιά» επειδή περάσατε πολέμους, προσφυγιά, κατατρεγμούς.  Νά ’στε καλά που την θυμάστε.

Κυρία Ριρίκα, μπορείτε να μας πείτε από πότε άρχισε η στενή σχέση που είχατε με την Γερόντισσα;

Από τότε που γεννήθηκα.  Αυτή με μεγάλωσε.  Η υπόθεση έχει μια ιστορία.  Η μακαρίτισσα η μητέρα μου γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό που λέγεται Μιαμού.  Ήταν πολλά παιδιά και ορφάνεψαν νωρίς από πατέρα.  Πήγε κάποτε ο μακαρίτης ο γιατρός ο πατέρας της Γερόντισσας και έκανε ιατρείο στο χωριό.  Είδε την φτώχεια και την ταλαιπωρία των ορφανών και πήρε μαζί του την μικρή τότε Κυριακούλα την μητέρα μου και τον αδερφό της το Γιώργη.  Τα είχε σαν παιδιά του.  Ο θείος μου ο Γιώργης γύρισε πίσω στο χωριό νωρίς.  Δεν μπορούσε να συνηθίσει στην Πόμπια.  Η μητέρα μου κάθισε.  Μεγάλωσε τις θυγατέρες του γιατρού.  Με την τρίτη την Γαλάτεια ήταν παραπάνω από αδελφές.  Μαζί πάντα.  Στις δουλειές, στα χωράφια, στο νοικοκυριό.  Ακόμη και στο κρεβάτι μαζί κοιμόντουσαν.  Δεν υπήρχε τότε χώρος για πολλά κρεβάτια και έβαζαν τα παιδιά στρωματσάδα.  Όταν αργότερα παντρεύτηκε η μητέρα μου στην Πόμπια με τον πατέρα μου, η Γαλάτεια σαν πραγματική αδελφή ανέλαβε να βοηθά την μητέρα μου.  Εμένα με μεγάλωσε εκείνη.  Και ένα αδελφάκι μου, το Μανωλιό, που πέθανε νωρίς και ήταν βαρύ πλήγμα για την Γαλάτεια.  Σε τέτοιο σημείο που την παρηγορούσε η μάνα μου.  Ποτέ δεν το ξέχασε.  Το έγραφε μαζί με τους γονέους μου στο μνημονοχάρτι.  Έλεγε ότι όταν θα ανέβαινε στον ουρανό, ήθελε να συναντήσει πρώτα την ανιψιά της την Αντωνούλα και το αδελφάκι μου το Μανωλιό.  Εμένα με φωνάζουνε Ριρίκα αλλά βαπτίστηκα Ειρήνη για χατίρι της γιάτρενας της μητέρας της Γερόντισσας Γαλακτίας που την λέγανε Ειρήνη.

Είχατε καταλάβει το μέγεθος της πνευματικότητάς της;

Βέβαια!  Πάντα ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη.  Τον μισθό της ολόκληρο τον έδινε ελεημοσύνη «εν κρυπτώ» όπως έλεγε για την σωστή ελεημοσύνη.  Όλα τά ’δινε και πάντα είχε τα δεκαπλάσια που τά ’δινε κι αυτά.  Κάποτε είχε ανάγκη από 250 ευρώ και έκανε μυστική αίτηση στην Παναγία.  Αργότερα μου φανέρωσε ότι καθυστερούσαν να έρθουν αλλά πήγαινε και έλεγε κάθε μέρα στην εικόνα: «αφού ξέρεις πως δεν απογοητεύομαι αλλά θα σου το λέω κάθε μέρα μέχρι νά ’ρθουν μόνο μη μου τα καθυστερείς».  Όταν έληγε η προθεσμία των λογαριασμών, ήρθε μία επιταγή 250 ευρώ από πρόσωπο που ζούσε στην Αθήνα και την αγαπούσε.  Πρώτη και τελευταία φορά τότε, της έστειλε χρήματα.  Έτσι, εξαρτημένη πάντα από την μέριμνα του Θεού, περνούσε χωρίς άγχος, ήρεμη και χαρούμενη τη ζωή της…

Ένα θα σασε πω για να δείτε πόσο αγαπούσε τους ανθρώπους.  Περίμενε κάθε μέρα τα ξημερώματα 5 π.μ. το σκουπιδιάρικο για να φιλέψει με γλυκίσματα και κουλούρια τους εργάτες.  Έλεγε: «τα καημένα τα παιδιά!  Τίμια, ευλογημένα.  Βουτηγμένα στη βρωμιά για να βγάλουνε το ψωμάκι του σπιτιού τους».  Κι αυτά την αγαπήσανε πολύ!  Ένα τον έκανε γιό της.  Από τη Γαλιά είναι.  Τον οδήγησε στο γάμο, στην εξομολόγηση, τον έκανε ζωντανό χριστιανό.  Όταν έπεσε το παιδί του σε ασβεστόλακκο και καήκανε τα ματάκια του, της το είπε απελπισμένος.  Του ’δωσε θάρρος εκείνη και του ’πε να μη φοβάται και ότι το παιδί θα γίνει καλά.  Όπως πριν.  Όντως έγινε όπως πριν με θαύμα της προσευχής της.  Οι γονέοι του έχουνε να το λένε…

Σε όλους έδινε ξύλινο σταυρό και κρεμούσανε στο λαιμό τους.  Δεν ήθελε κανείς να μην μείνει χωρίς σταυρό.  Έλεγε πως ο σταυρός είναι ασπίδα και ταυτότητά μας.  Μια εποχή εφοδίασε όλο το χωριό και κάθε επισκέπτη με φωτοτυπημένους και ωραία φτιαγμένους τους χαιρετισμούς της Παναγίας!  Θεωρούσε τους χαιρετισμούς την πιο δυνατή προσευχή στην Παναγία!  Να τους διαβάζετε με ευλάβεια έλεγε, και μετά να λέτε στην Παναγία τα προβλήματά σας.

Μάθαμε ότι τροφοδοτούσε όλους τους αναξιοπαθούντες του χωριού.

Όσο ζούσε και στεκόταν στα πόδια της γινόταν αυτό.  Ένας με μία διανοητική διαταραχή ήταν άμεσα προστατευόμενος απ’ αυτήν.  Αγαπούσε πολύ, έλιωνε για ανθρώπους με ειδικές ανάγκες.  Τους αποκαλούσε «επίλεκτο στράτευμα του παμβασιλέως Χριστού».  Εδώ, έλεγε, οι κυβερνήτες που κάνουν και λάθη, τιμούν με παράσημα και συντάξεις όσους τραυματίστηκαν σε πολέμους.  Φαντάσου, έλεγε, τί θα κάνει το κυβερνείο του Χριστού για όσους ήρθαν τραυματισμένοι στον κόσμο!  Αιμορραγούσε η καρδιά της όταν έβλεπε κάποιον να εμπαίζει τέτοια άτομα…

Την διόραση και την προόρασή της τα είχατε αντιληφθεί εσείς;

Άκου τί λέει!  Κυρίως εμείς οι κοντινοί της τα ζήσαμε αυτά.  Δεν ξεφεύγαμε από τίποτα.  Ήξερε κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή μας.  Καταλάβαινε κάθε επισκέπτη.  Ακόμη και τους λογισμούς του, τις σκέψεις του.  Δεν έλεγε όμως τίποτα.  Όσο ήταν υγιής στα πόδια της, ελάχιστα μίλησε φανερά να ελέγξει κάποιον.  Το έκανε πλάγια, ευγενικά και καταλαβαίνανε οι άνθρωποι.  Κάποιες φορές το έκανε και δυναμικά.  Πάντα όμως με αγάπη.  Προσευχή κυρίως έκανε και έτσι βοηθούσε την αλλαγή των ανθρώπων.  Έλεγε: «ο διάβολος χαίρεται να ξεσκεπάζει και να διαπομπεύει τα κρυφά των άλλων.  Ο Θεός δεν το κάνει αυτό ποτέ…».  Τώρα που ήταν στο κρεβάτι και δεν καταλάβαινε εγκεφαλικά, ό,τι έβλεπε αυτό και έλεγε.  Και πάλι διακριτικά και με αγάπη.  Συνήθως καταλάβαινε, μόνο εκείνος στον οποίο απευθυνόταν.  Σε περιπτώσεις εγωιστικές, μιλούσε φανερά μπροστά σε όλους μας…  έχουμε άπειρα περιστατικά.  Δεν υπήρχε μέρα να μη ζήσουμε τέτοιες εκπλήξεις από την Γερόντισσα…  Θυμάμαι, μια φορά με τί πόνο και με πόση αγάπη, προσπάθησε να νουθετήσει μία νιόπαντρη με παιδιά, που απατούσε τον άνδρα της.  Την δεχόταν πολύ καιρό με αγάπη.  Της μιλούσε πλάγια και δεν ήθελε μάλλον εκείνη η κοπελιά να καταλάβει.  Μια μέρα την πήρε και την έβαλε στο δωμάτιό της.  Πήρε και μένα για μάρτυρα μάλλον, για να μη λέει μετά ή άλλη, ό,τι της κατέβαινε στην κεφαλή, ότι της είπε τάχα η Γερόντισσα.  Έκλεισε την πόρτα και της είπε:  «σε παρακαλώ παιδί μου πάψε να απατάς τον άνδρα σου.  Το κάνεις από τον τρίτο μήνα του γάμου σου.  Έσφιξες το χέρι συνθηματικά ενός άλλου πάνω στο χορό και ξεκίνησε το κακό.  Μετανόησε παιδί μου!  Τα καλύτερα παιδιά του Θεού είναι τα μετανοημένα.  Αυτά που γλυκάθηκαν στην αμαρτία και μετά έκαναν αγώνα και την σιχάθηκαν…».  Έπειτα γονάτισε και της είπε με δάκρυα: «εμένα που με βλέπεις έχω κάνει πιο πολλές αμαρτίες από εσένα.  Όμως, μετανοώ κάθε μέρα και έχω ελπίδα και χαρά μέσα μου πως θα με δεχθεί ο Χριστός!  Μετανόησε κι εσύ και θα ζεις όμορφα, παράδεισο θα ζήσεις… δεν κοροϊδεύεις μόνο τον άνδρα σου.  Το Θεό κοροϊδεύεις.  Θα υποφέρουνε τα παιδιά σου…».  Η πιο καθαρή, έλεγε ότι ήταν αμαρτωλότερη από την μοιχεύουσα, για να την ενθαρρύνει.  Η γυναίκα εκείνη, λίγο σοκαρίστηκε, έφυγε και δεν ήξερε πού πατούσε, αλλά δεν ξανάρθε.  Δυστυχώς δεν μετανόησε.  Μακάρι τώρα να αλλάξει με τις ευχές της Γερόντισσας.

Θα σας κάνω τώρα μια δύσκολη ερώτηση.  Είναι αλήθεια ότι έκανε δύσκολες «χειρουργικές» επεμβάσεις και εσείς ήσασταν η βοηθός της;

(Γέλασε) αν είναι αλήθεια;  Καθημερινό έργο!  Ερχόταν άνθρωποι με διάφορες αρρώστιες.  Έβλεπε αμέσως τί είχαν.  Έπαιρνε το σταυρό και τους γονάτιζε στο κρεβάτι της μπροστά.  Σταύρωνε αμέσως εκεί που είχαν το πρόβλημα.  Δεν είχε ανάγκη να της πει κανείς τίποτα.  Συνήθως όταν είχαν κάποιο όγκο ή κύστες στο κεφάλι, βοηθούσα κι εγώ…!  έσερνε τα μαλλιά τους γιατί κάτι έβλεπε ότι έβγαζε.  Μου ’λεγε:  «σέρνε κι εσύ Ριρίκα».  Έσερνα κι εγώ λίγο.  Κάποιες φορές με έβαζε και έκοβα λίγα μαλλιά.  Μετά ανακουφιζότανε από την διαδικασία και έλεγε: «εντάξει είσαι εδά»!  Όλοι θεραπευόντουσαν.  Θυμάμαι ένα νεαρό από το Ρέθυμνο που έχασε το μάτι του.  Τον σταύρωνε πάνω από μισή ώρα και κάτι έβγαινε γύρω γύρω από το μάτι που εμείς δεν βλέπαμε.  Όταν τελείωσε, του είπε: «πήγαινε τώρα να κοιμηθείς 4 ώρες και είσαι εντάξει».  Όντως κοιμήθηκε 4 ώρες.  Ξύπνησε και έβλεπε.  Πήγε στο νοσοκομείο για έλεγχο και οι γιατροί εσοκαριστήκανε από το αποτέλεσμα που είδανε.  Ήρθε πάλι ένας Έλληνας μεγαλογιατρός από την Βοστώνη της Αμερικής.  Υπέφερε από ένα νευρολογικό αυτοάνοσο.  Υπέφερε η αριστερή πλευρά του και τον εμπόδιζε στη δουλειά του.  Έκανε «επέμβαση» και σ’ αυτόν και έγινε καλά.  Ένα μικρό παιδί από το Ρέθυμνο που από γεννησιμιού του είχε ανάπηρο το χεράκι, το σταύρωσε και κίνησε αμέσως το χέρι του.  Ενθουσιασμένοι οι δικοί του παιδιού, το διαδώσανε στο Ρέθυμνο και θυμούμαι πως ήρθε μετά πούλμαν ολόκληρο να την επισκεφθεί.  Ο π. Αντώνιος όμως τους εμπόδισε να μπουν μέσα…

Σε σας προσωπικά είχε κάνει κάτι με θεραπευτικό αποτέλεσμα;

Συνέχεια!  Να πω δύο περιστατικά.  Όταν έπεσε στο κρεβάτι, μου παρουσιάστηκε οξύ πρόβλημα στο δεξί ώμο.  Παρουσίασα άκανθα, που πλήγωνε την σάρκα γύρω γύρω και είχα αφόρητους πόνους και εσωτερική αιμορραγία.  Μου κάνανε δύο φορές παρακέντηση για να βγει το αίμα, μου ακινητοποιήσανε το χέρι, έπινα φάρμακα αλλά τίποτα.  Είχα απογοητευθεί.  Εκείνη δεν μπορούσε πλέον να ακούσει και να καταλάβει.  Όμως κατάλαβε με άλλο τρόπο.  Ένα πρωινό μου φώναξε και μου είπε: «να… πάρε τον ξύλινο σταυρό που φορώ και βάλετονε πάνω σου.  Να τονε φορείς μέχρι να φύγει το κακό από το χέρι σου.  Μετά θα μου τονε ξαναδώσεις…».  Εγώ θαύμασα που κατάλαβε το πρόβλημά μου και έβαλα το σταυρό.  Αμέσως ανακουφίστηκα.  Σε μια εβδομάδα δεν είχα τίποτα.  Δεν τολμούσα όμως να βγάλω το σταυρό από πάνω μου.  Εκείνη ξαφνικά μου είπε, μετά από αρκετό καιρό: «να τονε φορείς πάντα!  Εγώ θα βάλω άλλο σταυρό».  Έτσι, μου έμεινε ο σταυρός της.

Τώρα τελευταία είχα κατεστραμμένο το δεξί γόνατο.  Πόνους αφόρητους.  Ένα δικό μας παιδί, ο Γιώργης ο Κακουλάκης, μου έφερε τα αποτελέσματα των τελευταίων εξετάσεων από το ΠΑΓΝΗ.  Το πόρισμα έλεγε «άμεσα εγχείρηση».  Φοβόμουνα την επέμβαση αλλά δεν μπορούσα και να περπατήσω.  Μια μέρα καθόμουνα δίπλα στο κρεβάτι της.  Σαν αστραπή βγάζει το χέρι της, σταυρώνει το γόνατό μου και μετά κάτι τράβηξε από το γόνατο και το πέταξε… έκανε τέτοιες κινήσεις.  Σας πληροφορώ ότι έκτοτε, πιο πολύ πονεί το αριστερό μου γόνατο που ήτανε γερό, παρά το δεξί.  Αποκαταστάθηκε, δόξα τω Θεώ, το πρόβλημά μου…

Οι χωριανοί εκεί, είχαν καταλάβει το πνευματικό της μέγεθος;

Την αγαπούσε όλο το χωριό γιατί κανείς δεν μπορούσε να της καταμαρτυρήσει το παραμικρό!  Δεν μπορούσαν βέβαια να καταλάβουν το βάθος που είχε.  Δεν έζησαν όσα ζούσαμε και βλέπαμε εμείς κάθε μέρα.  Δικαιολογημένα οι άνθρωποι.  Λίγοι την κακολόγησαν.  Εκείνη καταλάβαινε όταν ήταν κατάκοιτη τις διαθέσεις ορισμένων και έλεγε: «μα τι έκανα σε ορισμένους και με κακολογούν και με λένε ψευτοαγία;  Εγώ είμαι αγία; Πότε έκανα εγώ την αγία; Άκου κάνω την αγία…!  Όχι αγία!  Αγρία είμαι!  Χειρότερη απ’ όλους…!».

Είχατε δει ποτέ την Γερόντισσα σε στιγμές ιερές, προσευχητικής ανάτασης και αρπαγής;

Κάθε μέρα!  Κάθε πρωί έπρεπε με πολύ ευλάβεια να περιμένω να περάσει από όλες τις εικόνες.  Προσκυνούσε και κουβέντιαζε στους Αγίους.  Μετά έπαιρνε ένα δίφυλλο εικόνισμα και περνούσε το ΠΙ που κρατούσε από πάνω μέχρι κάτω για να μην το ακουμπάνε οι δαίμονες.  Τους έβλεπε που την πείραζαν και ήθελαν να την ρίξουν.  Σταύρωνε το κρεβάτι της με το σταυρό του παππού της και όλα τα βασικά σημεία του σπιτιού.  Ακουμπούσε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι του μεσαίου δωματίου και άκουε με πολλά δάκρυα τον απόστολο και το ευαγγέλιο από το εκκλησιαστικό ραδιόφωνο.  Ειδικά όταν έλεγε για τον πρωτομάρτυρα Στέφανο ξεσπούσε σε λυγμούς: «Στεφανιό μου, Στεφανιό μου, Στεφανιό μου».  Είχε δει ζωντανά πολλά από τα εκκλησιαστικά γεγονότα.  Την συγκλόνιζε ο λιθοβολισμός του Στεφάνου και μας περιέγραφε με κλάματα κάθε λεπτομέρεια…  Η αδελφή της η μακαρίτισσα η Λιλίκα που ερχότανε κάπου κάπου από το Ηράκλειο και έμενε μαζί της, μας έλεγε, ότι κάθε λίγο, ακόμη και την νύχτα, ανέβαινε «σαν τον ατσέλεγα» (σπουργίτι) πάνω σε μια καρέκλα, ενώ είχε φοβερά μυοσκελετικά προβλήματα και φιλούσε μία συγκεκριμένη εικόνα του Χριστού.  Οχτώ φορές, έλεγε η Λιλίκα, τον ασπάσθηκε και του έλεγε: «αγάπη μου, έρωτά μου, φως μου, αναπνοή μου…» κ.ά. 

Αγαπούσε πολύ μια εικόνα του Οσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου.  Είναι τοπικός μας Άγιος.  Το τι φιλιά του έκανε κάθε πρωί, δεν λέγεται…  Κάποτε τα μέτρησα.  120 φορές τον ασπάστηκε και μου ξεφύγανε και κάποιοι ασπασμοί και δεν πρόλαβα να τους μετρήσω.  Την ρώτησα γιατί τον αγαπά τόσο πολύ.  Μου απάντησε: «γιατί μου είπε πως είναι Ρεθεμνιώτης»!  Αυτή την εικόνα, την χιλιοπροσκυνημένη και πολυμουσκεμένη από τα δάκρυά της, την έχει τώρα ο Δεσπότης της Μόρφου.  Κάθε μεσημέρι έκανε μια δική της υπέροχη προσευχή δοξολογίας στο Θεό.  Υπάρχει ηχογραφημένη.  Λέει πολλά.  Πριν το φαγητό, πήγαινε και προσκυνούσε τις πολλές εικόνες που ήταν κολλημένες στο ψυγείο της.  Εκεί συνομιλούσε συνήθως με τον Άη Γιώργη… Έβλεπε τους Αγίους και τους περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια.  Ειδικά τα τελευταία χρόνια της ζωής της που ήταν τελείως κοπελάκι στην καρδιά και δεν καταλάβαινε ότι την θαυμάζαμε.  Ειδικά παρίστανε το άλογο του Άη Γιώργη. «Ανεβαίνω –έλεγε-σ’ αυτό και με γυρίζει, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να σας μεταφέρω εικόνες και φωτογραφίες από τους μυστηριώδεις κόσμους που με πάει…»

Σας είχε πει κάτι από την πάλη της με τους δαίμονες;

Μόνο γι’ αυτά πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο.  Φρικιαστικά πράγματα.  Ολόρθα τα μαλλιά τους, όπως τα κάνουνε τώρα οι νεαροί, καρφάκια.  Όταν έβλεπε κάποιο νεαρό με καρφάκια μαλλιά, τον πήγαινε στον νιπτήρα και τον έπλυνε.  Του τα χαλούσε επειδή εμφανιζόταν έτσι οι δαίμονες.  Είχαν σκουλαρίκια στη μύτη, στη γλώσσα, στο φάλι (ομφαλό) και ζωγραφιές παντού (τατουάζ).  Ό,τι μόδα κυκλοφορεί σήμερο ή πρόκειται να ’ρθει, τό ’βλεπε πάνω τους. Τα δάκτυλα τους ήταν μακρόστενα σαν το πόμολο της πόρτας. Γι΄ αυτό πόμολο δεν ακουμπούσε ποτέ… Τα υπόλοιπα δεν τα περιγράφω για να μην φοβηθούνε όσοι τα ακούσουνε…

Την πείραξαν ποτέ;

Μόνο ένα βράδυ που σηκώθηκε, την έβαλαν κάτω από το κρεβάτι.  Ήταν 3 π.μ.  Εκείνη τράβηξε το καλώδιο του τηλεφώνου και έπεσε από μια πλαϊνή καρέκλα η συσκευή.  Θυμόταν το τηλέφωνό μου και μου τηλεφώνησε.  Πήγα αμέσως, ξεκλείδωσα και την σήκωσα.  Όταν καθόταν ειδικά την νύχτα να διαβάσει κάτι, πήγαιναν και αρπούσαν την καρέκλα και την γύριζαν γύρω γύρω.  Αυτή γελούσε και τους κορόιδευε.  Τους έλεγε: «αφού δεν έχετε εξουσία να με ρίξετε, ήντα μαυροκακομοίρηδες κουράζεστε».  Αυτοί δεν αντέχανε και φεύγανε αμέσως…

Εκτός τα θαυμαστά σημεία που μας διηγηθήκατε, τι άλλο θυμόσαστε την περίοδο που ήταν κατάκοιτη;

Ενώ δεν άκουε τίποτα και δεν συγκρατούσε τίποτα το μυαλό της, μόλις λέγαμε κάτι που ήταν κατάκριση ή κάτι επαινετικό γι’ αυτήν, αμέσως μας διέκοπτε με πολλή αυστηρότητα. Τώρα τελευταία, ο Χρήστος ο Λενιδάκης μιλούσε γι’ αυτήν σε άλλο δωμάτιο.  Ούτε τον έβλεπε, ούτε άκουε τίποτα.  Φώναξε όμως: «αυτός που μιλάει μέσα για μένα να σταματήσει αμέσως».  Ακόμη και τις τελευταίες μέρες που ήταν στο παθολογικό του Βενιζέλειου, κάτι είπαν δύο δικές μας κοπελιές που την συνόδευαν που δεν της άρεσε.  Ενώ ήταν σε λήθαργο, αμέσως άνοιξε τα μάτια, τις κοίταξε αυστηρά και τους έκανε νόημα να σωπάσουν.  Αμέσως μετά ξαναβυθίστηκε…  Δεν γεύτηκε ποτέ κατάκριση…!

Τι είναι αυτό που σας μένει αξέχαστο;

Τα πάντα, αλλά κυρίως όταν έφερε ένας Αρχιμανδρίτης – Ιεροκήρυκας από την απάνω Ελλάδα μια δαιμονισμένη κοπέλα.  Ετσίριζε με βραχνή ανδρική φωνή ο δαίμονας.  Το τι έγινε δεν περιγράφεται!  Πήγα με το θυμιατό πίσω από την κοπελιά και χωρίς να με δει, μου ’δωσε μια κλωτσιά και κόντεψε να με σκοτώσει.  Πανικός σε όσους βρέθηκαν στο σπίτι. Φώναζε και το όνομα ενός θρησκόληπτου από την περιοχή μας που μισεί την Γερόντισσα και μπαίνει με ψεύτικα ονόματα στα ιντερνέτια και ανεβάζει συνέχεια εναντίον της μια εγκύκλιο για τις προφητείες!  Πού ήξερε η κοπελιά από την Πάτρα εκείνο που έλεγε ο δαίμονας;  Η Γερόντισσα απάντησε στο δαιμόνιο: «μη μου φωνάζεις μωρέ μαϊμούνι, γιατί θα γυρίσω τη χέρα μου και θα σου δώσω ένα χαστούκι και θα δεις τον κόσμο ανάποδα»!  Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της κοπέλας.  Δεν είχανε χρώμα.  Ήταν κατακόκκινα.  Όταν σταμάτησε το δαιμόνιο να την πειράζει, είπε στην κοπέλα η Γερόντισσα: «έλα να σου πω παιδί μου πώς μπήκε μέσα σου το μαϊμούνι…».  Άρχισε να της λέει, ότι μια φθονερή γειτόνισσά της, όταν ήταν παιδάκι, μάγεψε μια κούκλα και της την έδωσε να την παίξει… και πολλά άλλα της είπε γύρω από την περιπέτειά της.  Η κοπέλα έφυγε υγιής.  Εγώ δεν θα ξεχάσω τα μάτια της.  Μετά ήταν ήρεμη, καλοσυνάτη και πολύ καλόχαρη κοπέλα…

Είχε πει προφητείες για το μέλλον;

Πολλά απ’ αυτά που έχει πει έχουνε βγει.  Όπως ο κορωνοϊός, η συμφωνία των Τούρκων με τη Λιβύη κ.ά.  Είχε πει στα καλά της ελάχιστα.  Δεν ήθελε να μας τρομάζει.  Τώρα τελευταία, έχω ακούσει συγκλονιστικές λεπτομέρειες.  Δεν θέλει όμως ο πάτερ Αντώνιος να μιλούμε γι’ αυτά.

Τι σας συγκίνησε περισσότερο από όλα τα περιστατικά που ζήσατε εκεί;

Όλα ήτανε συγκινητικά και διδακτικά.  Δεν θα ξεχάσω την περίπτωση μιας πονεμένης μάνας που έχασε ξαφνικά 30 χρονών το γιό της.  Πόνος αβάσταχτος.  Ήρθε με μοναχές από την Καλυβιανή τον πρώτο χρόνο που έπεσε στο κρεβάτι.  Μόλις την είδε, της έκανε νόημα να πάει κοντά της.  Την αγκάλιασε, τη φίλησε και της είπε: «μη κλαις παιδί μου!  Ο όμορφός σου είναι ολοζώντανος μέσα στις ομορφιές του Θεού!  Κι εσύ, ό,τι εχρωστούσες σε τούτο τον κόσμο το ξεπλήρωσες».  Της είπε κι άλλα.  Το πόσο αλαφρωμένη και χαρούμενη έφυγε η γυναίκα δεν λέγεται…  Μετά από λίγους μήνες ξανάρθε.  Της είπε φωναχτά στο αυτί γιατί τότε άκουε ένα ελάχιστο: «Γερόντισσα, ξέρω πως ο όμορφός μου ζει στην ομορφιά του Θεού!  Όμως μου λείπει πολύ! Τον αναζητώ.  Βοήθησέ με».  Η Γερόντισσα, που δεν θυμότανε κανένα το επόμενο δευτερόλεπτο, της απάντησε σοβαρά: «θα σου τονε φέρω παιδί μου να τονε δεις».  Η γυναίκα έφυγε χωρίς να σπουδαιολογήσει τα λόγια της Γερόντισσας.  Το ίδιο μεσημέρι ξάπλωσε να ξεκουραστεί.  Ενώ είχε γυρίσει στο πλάι και δεν την είχε πάρει ο ύπνος, αισθάνθηκε κάποιον να την αγκαλιάζει.  Θεώρησε ότι ήταν κάποιο από τα μικρά εγγόνια της που είχε στο σπίτι.  Φώναξε αλλά διαπίστωσε πως ήταν στο δωμάτιό τους.  Γυρίζει πλευρό και τι να δει!  Τον γιό της!  Πιο πολύ όμορφο, ολοζώντανο, χαμογελαστό!  «παιδί μου εσύ;» είπε με φωνή που δεν έβγαινε.  Της απάντησε με άλλο τρόπο, στην ψυχή «Γαλακτία» και έφυγε….

Φανταστείτε τι δύναμη, τι παρηγοριά πήρε η μάνα εκείνη.  Τα πρόσωπα που έπαιρναν πιο πολύ στοργή και ενδιαφέρον από εκείνη ήταν τα κάθε λογής σημαδεμένα άτομα, οι πονεμένοι και τα παιδιά!  Με τα παιδιά ήταν οι καλύτεροι φίλοι.  Θέλω πολλές ώρες να σασε παραστήσω ιστορίες και περιστατικά με μικρά κοπέλια.  Κι αυτά όμως τρελαινότανε γι’ αυτή.  Και τα πιο ζωηρά την επλησιάζανε, πέφτανε στην αγκαλιά της, γινότανε αρνάκια κοντά της…

Πώς ήταν η τελευταία περίοδος της ζωής της;

Είχε αγωνία να φύγει.  Να πάει στο σπίτι της.  Συνέχεια μου έλεγε: «δώσε μου παιδί μου τα παπούτσια μου να φύγω.  Σε ολονώ τα σπίτια πάω.  Να μην πάω επιτέλους και στο δικό μου;».  Είχε συνήθως τα μάτια στραμμένα στον ουρανό και σήκωνε, όσο μπορούσε τα χέρια, σε στάση προσευχής.  Έλεγε με δέος: «Παναγία μου πρόφταξε στον κόσμο!  Φόβος και τρόμος..!».  Δεν ξέραμε τι εννοούσε.  Τα υπόλοιπα της τελευταίας περιόδου τα έχει γράψει ο π. Αντώνιος.

Τώρα την νοιώθετε κοντά σας;

Συνέχεια!  Πιο πολύ από πριν!  Νοιώθω ηρεμία, γαλήνη, δύναμη.  Κάπου κάπου, πολλές φορές την ημέρα, μυρίζω μια στιγμιαία ευωδία.  Ξέρω ότι είναι αυτή.  Ξέρω τι σας λέω.  Ούτε παραισθήσεις έχω, ούτε ψέματα λέω.  Λέω ό,τι νοιώθω με σιγουριά.

Θα μας πείτε ένα τελευταίο λόγο;

Αξιώθηκα να δω πώς ένας απλός άνθρωπος γίνεται μεγάλος Άγιος.  Να εύχεστε να αξιωθώ κι εγώ, τουλάχιστον του παραδείσου.  Την ευχή της να έχετε.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρὸς στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ
ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»

(Ὁμιλία στὸν Φιλανθρωπικὸ Σύνδεσμο Γυναικῶν περιοχῆς Πεδινῆς, στὴν αἴθουσα τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Ἁγίας Μαρίνας Ξυλιάτου, τὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, 16.04.2016)

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ πατέρες,
Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί,
 

Σᾶς μεταφέρω καταρχὴν τὶς εὐχὲς καὶ εὐλογίες τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας, ὁ ὁποῖος δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ παραστεῖ σήμερα ἐδῶ, καὶ μοῦ ἀνέθεσε νὰ κάνω τὴ σημερινὴ ὁμιλία.

Ἐπειδὴ διανύουμε τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, περίοδο κατεξοχὴν ἀγώνα πνευματικοῦ, ἀγώνα μίας κατὰ τὴν ἑκάστου δύναμη συμμετοχῆς στὸ Πάθος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, γιὰ νὰ μετάσχουμε καὶ στὴν Ἀνάστασή Του, ἀλλὰ καὶ ἐνόψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ξαναζήσουμε τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μέσα ἀπὸ τὶς κατανυκτικώτατες Ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν, σκέφθηκα νὰ μοιραστοῦμε σήμερα κάποιες σκέψεις ἐπάνω στὸ κεφαλαιῶδες στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θέμα τοῦ Σταυροῦ: Πρῶτα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν τοῦ σταυροῦ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ μαθητῆ τοῦ Ἐσταυρωμένου.           

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τὸ τρισευλογημένο ὄργανο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Τριαδικός μας Θεός, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός Του, ποὺ ἐξέπεσε μὲ τὴν παρακοὴ ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου καὶ ἐξορίστηκε στὴ γῆ τούτη, ποὺ βλαστάνει «ἀκάνθας καὶ τριβόλους», καὶ ὅπου πάσχει πάθη, θλίψεις, ἀσθένειες καί, τέλος, τὸν θάνατο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει «εἰς γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη», εὐδόκησε νὰ σαρκωθεῖ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του γιὰ τριάντα τρία ἔτη, νὰ ὑποστεῖ τὰ φρικτὰ ἐκεῖνα πάθη καὶ τὸν θάνατο, τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς. Τὸ ὅτι δὲ ἦταν στὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸ σταυρικὸ Πάθος τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτῆ, ἐμφαίνεται σαφέστατα σὲ γεγονότα καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα, ὁ ἴδιος ὁ Κ. ἡ. Ἰησοῦς Χριστὸς πρῶτος καὶ κατόπιν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἑρμήνευσαν τυπολογικά, ὅπως λέμε, ὅτι δηλαδὴ προτύπωναν τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τρία μόνο παραδείγματα-γεγονότα, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴ δύσκολη ἐκείνη πορεία τῶν Ἰσραηλιτῶν μέσα στὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη, ποὺ διάρκεσε σαράντα χρόνια.

α. Μία ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος στοὺς ἀγνώμονες Ἑβραίους γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει νὰ μετανοήσουν, ἦταν κι αὐτή: Σ’ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ ἔστειλε δηλητηριώδη φίδια, ποὺ τοὺς δάγκωναν καὶ θανάτωναν. Ὅταν μετανόησαν καὶ ταπεινώθηκαν ἐκεῖνοι οἱ σκληροτράχηλοι, παρακάλεσε ὁ Μωυσῆς τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει τρόπο νὰ σωθοῦν. Καὶ ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος εἶπε στὸν Μωυσῆ νὰ κατασκεύασει ἕνα χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ προσδέσει ἐγκάρσια ἐπάνω σὲ ἕνα ξύλο, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ τοῦ εἶπε νὰ σταθεῖ σ’ ἕνα ψηλὸ σημεῖο καὶ νὰ πεῖ στοὺς Ἰουδαίους ὅτι, ὅποιον δαγκώσουν τὰ φίδια, νὰ γυρίζει νὰ βλέπει τὸ χάλκινο φίδι, ποὺ θὰ κρατοῦσε ὁ Μωυσῆς ὑψωμένο ψηλά. Καὶ πράγματι, ὢ τοῦ θαύματος, ὅποιος στὴ συνέχεια ἔκανε ἔτσι, δὲν πέθαινε, ἀλλ’ ἀμέσως θεραπευόταν. Σὲ τοῦτο τὸ ἱστορικὸ γεγονός, πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀναφέρθηκε ὡς προτύπωση τοῦ Σταυρικοῦ Του Πάθους: «καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,  ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3, 14). Γιατί, πράγματι, ὅποιος ἀτενίσει μὲ πίστη τὸν Χριστό μας, ποὺ ἑκουσίως ὑψώθηκε στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὅπου μᾶς ἁγίασε καὶ ἔσωσε μὲ τὸ αἷμα Του, τὰ δηλητηριώδη φίδια τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας δὲν τὸν θανατώνουν πιά! Γιατὶ μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησή μας, μὲ τὴ Χάρη τῆς ἀπολύτρωσης, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ Σταυρικὸ Πάθος, λαμβάνουμε τὴ θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας! Δόξα τῇ ἁγίᾳ Σταυρώσει Σου, δόξα τοῖς ἀχράντοις Σου Πάθεσι, Κύριε!

β. Στὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ Μωυσῆς κτύπησε μὲ τὴ ράβδο του τὴ θάλασσα ὀριζόντια, καὶ αὐτὴ ἄνοιξε στὰ δύο, ὥστε νὰ τὴ διαβεῖ ὁ λαός του. Ἀφοῦ λοιπὸν πέρασε καὶ ὁ τελευταῖος Ἑβραῖος, ξαναχτύπησε τὴ θάλασσα μὲ τὴ ράβδο του κάθετα, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ τοὺς καταδιωκόμενους ἔσωσε, ἐνῶ τοὺς διῶκτες Αἰγυπτίους καταπόντισε.

γ. Ὅταν κάποτε κινδύνευαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ ἐπίθεση τῶν Ἀμαληκιτῶν, εἰδωλολατρικοῦ λαοῦ ποὺ κατοικοῦσε στὴν περιοχὴ μεταξὺ Σινᾶ καὶ Παλαιστίνης, ὁ Μωυσῆς ἀνέβηκε σὲ κάποιο ὕψωμα, ὥστε νὰ τὸν βλέπει ὅλος ὁ λαός, καὶ στάθηκε σὲ προσευχή, μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια του, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καί, ὅσο εἶχε τὰ χέρια του ἁπλωμένα, νικοῦσαν στὸν πόλεμο οἱ Ἑβραῖοι, ἐνῶ ὅταν τὰ κατέβαζε ἀπὸ κούραση, ἡττῶνταν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς Ὤρ καὶ Ἀαρὼν καὶ τοῦ ὑποβάσταζαν ἁπλωμένα τὰ χέρια, μέχρι ποὺ νίκησαν τοὺς ἐχθρούς τους.

Ἡ δύναμη λοιπὸν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὄχι μόνο προτυπώθηκε σ᾽ αὐτὰ καὶ σὲ ἄλλα γεγονότα τῆς ἐποχῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ἐνεργοῦσε σωστικά, ἰαματικὰ καὶ λυτρωτικά!

Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι τὸ Σταυρικὸ Πάθος τοῦ Κυρίου ἦταν ἑκούσιο: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὅπως θεολογικώτατα ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ· «Ὁ Χριστὸς δὲν ἔρχεται μόνον γιὰ νὰ διδάξει ‘‘ὡς ἐξουσίαν ἔχων’’ καὶ νὰ ‘‘γνωρίσει’’ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς (δηλ. νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος). Ἦλθε νὰ πάθει καὶ νὰ ἀποθάνει, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπανειλημμένες διαβεβαιώσεις ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωκε στοὺς μαθητές Του… Καί, ὄχι μόνο εἶχε προφητεύσει τὰ ἐρχόμενα Πάθη του, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλεγε ξεκάθαρα ὅτι ‘‘πρέπον ἐστὶν’’ νὰ πάθει καὶ νὰ ἀποθάνει: ‘‘Καὶ ἤρξατο αὐτοὺς διδάσκειν, ὅτι δεῖ τὸν Υὶὸν τοῦ Ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν’’ (Μᾶρκ. 8, 31)… Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωκε περὶ τοῦ θανάτου Του τὴν ἑξῆς σαφῆ μαρτυρία: ‘‘ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον (στὸν κόσμο) εἰς τὴν ὥραν ταύτην’’(Ἰω. 12, 27) (γιὰ τὴν ὥρα δηλ. τοῦ Πάθους Του). Τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ὁδηγεῖ σὲ ἀμηχανία καὶ τὴ σκέψη καὶ τὴν αἴσθηση. Εἶναι ἀκατανόητο καὶ παράδοξο: ‘‘θέαμα φρικτόν’’. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου ὑπῆρξε μία συνεχὴς ἄσκηση ὑπομονῆς, μακροθυμίας, εὐσπλαγχνίας, ἀγάπης… Παρὰ ταῦτα ἡ σωτηρία ὁλοκληρώνεται στὸν Γολγοθᾶ· ὄχι στὸ Θαβώρ.» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Πρωτοπρ., «Ὁ Σταυρικὸς Θάνατος», στό: Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως (ἐπιμ.), Ἀνατομία Προβλημάτων Πίστεως, (ἐκδ.) Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006, σ. 62).

Καὶ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὴν πανανθρώπινη ἁμαρτία Μόνος, καὶ παρατάσσεται μὲ τὸν διάβολο ἐν τῇ ἄκρᾳ κενώσει Του καὶ τὸν νικᾶ κατὰ κράτος. Μὲ τὸ Πάθος Του ὁ Χριστός μας ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἰάτρευσε τὴν παρήκοη βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ τοῦ ξύλου, τοῦ δένδρου δηλ. ἐκείνου στὸν Παράδεισο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» (Γεν. 3, 17). Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πλέον τὴν ἑνοποιὸ δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἂν τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἔγινε πρόξενος κακοῦ καὶ διάστασης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἕνεκα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων στὴ θεία ἐντολή, τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε σημεῖο ἐπανένωσης τῶν ἀνθρώπων στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ δύο ξύλα, ποὺ συνθέτουν τὸν σταυρὸ (κάθετο καὶ ἐγκάρσιο), συμβολίζουν τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεὸ (κάθετο ξύλο), καθὼς καὶ τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους (ἐγκάρσιο ξύλο). Ἔτσι, ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους περνᾶ κατ᾽ ἀνάγκην μέσα ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Τὸ ἐγκάρσιο ξύλο παριστᾶ, ἐπίσης, τὰ δύο χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνοιγμένα, ἀγκαλιάζοντας ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἑνοποιὸς δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἀδελφοποιεῖ λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους, δημιουργώντας τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης.

Μὲ τὸ ἄχραντο αἷμα Του, ποὺ ἔχυσε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρό, τὸν ἁγίασε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ χάρη Του. Τὴ χάρη νὰ ἰατρεύει ἀσθενεῖς, νὰ κατευνάζει τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, νὰ φωτίζει καὶ νὰ φυλάττει τοὺς ἀνθρώπους. Βεβαίως, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔσωσε καὶ ἀνέπλασε τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ σύνολη τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του, μὲ ἀποκορύφωμα ὅμως τὸ Σταυρικό Του Πάθος καὶ τὴ ζωηφόρο Του Ἀνάσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς λειτουργικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς της ζωῆς. Βλέπετε, στὸν ναό, παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Σταυρός: Στὸ εἰκονοστάσι, στὴν ἁγία Τράπεζα, στὴν Πρόθεση, ὅπου καὶ ἡ ἀποκαθήλωση. Καὶ ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέα, ποὺ ἁγιάζει, ποὺ ἱερουργεῖ ὅλα τὰ Μυστήρια, μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ χορηγεῖται. Καὶ αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ ἀποτελεῖ πνευματικῶς καὶ μυστηριωδῶς τὴν ἐπανάληψη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας στὴ γῆ, ἀποκορύφωμα ἔχει τὴ θυσία Του, τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός Του ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, ποὺ ἐπέχει τὸν τόπο τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ.

Ἀκόμη, ἐπίκεντρο τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ὅπως τὶς ἀποκαλοῦμε, εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί, στὴ συνέχεια, ἡ Ἀνάστασή Του. Ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο, σὲ κάθε ἑβδομάδα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε δύο ἡμέρες νὰ εἶναι ἀφιερωμένες στὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου: Τὴν Τετάρτη, ἡμέρα προδοσίας καὶ σύλληψης τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ Πάθους καὶ τῆς Σταύρωσής Του. Γι’ αὐτὸ καὶ θεσπίστηκε νηστεία κατὰ τὶς δύο αὐτὲς ἡμέρες. Καί, βεβαίως, ἡ Κυριακὴ καθιερώθηκε ὡς ἡ ἡμέρα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Ἐδῶ, νὰ σᾶς παραθέσω ἕνα κείμενο περὶ τοῦ Σταυροῦ, τοῦ συγχρόνου ὁσίου, ὁμολογητοῦ καὶ μεγάλου Σέρβου θεολόγου, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀπὸ τὴν κόλαση. Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ ‘‘δύναμη τοῦ Θεοῦ’’ καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινη δύναμη καὶ ἀνθρώπινη δόξα. [Διότι, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ρήση τοῦ Χριστοῦ, «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 13, 31), ποὺ εἶπε μόλις ἔφυγε ὁ Ἰούδας ἀπὸ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο γιὰ νὰ σκευωρήσει τὴν προδοσία Του, ἀναφερόταν στὸ ἐπικείμενο τότε Πάθος καὶ τὸν Σταυρό Του]. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων, θεμέλιο τῶν Μαρτύρων, θεμέλιο τῶν Ὁμολογητῶν, θεμέλιο τοῦ ἀσκητισμοῦ, θεμέλιο τῆς ἁγιωσύνης· μὲ μία λέξη, θεμέλιο ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς θεοποίησης. Ναί, εἶναι ‘‘ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ’’, μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι νικοῦν ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ κακά.»

Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὰ ἅγια Πάθη του, μᾶς χάραξε δρόμο καὶ τρόπο ζωῆς. Ὅπως διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε μιμητὴς τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους, καθὼς τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Ρώμη σταυρωθεὶς κατὰ κεφαλῆς, «εἰ ἀγαθοποιοῦντες καὶ πάσχοντες ὑπομενεῖτε, τοῦτο χάρις παρὰ τῷ Θεῷ. εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Πέτρ. Α´, 2, 20-21). Δηλ. «ἂν κάνετε τὸ καλὸ καὶ ὑπομένετε ὑποφέροντας, τοῦτο ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Διότι σ᾽ αὐτὸ ἔχετε κληθεῖ, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ χάρη μας, ἀφίνοντάς μας παράδειγμα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε στ᾽ ἀχνάρια Του». Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπέλεξε τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ σταυροῦ, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογὴ γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, παρὰ ἡ μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ. Καί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, οἱ πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες στὴ ζωή μας ἀποτελοῦν τὴ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἴμαστε γνήσια παιδιά Του καὶ ὄχι νόθα. Ἀποτελοῦν ἐπίσκεψη Θεοῦ καὶ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ποθεῖ τὴ σωτηρία, τὸν ἁγιασμό μας. 

Θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ ἐντρυφήσουμε γιὰ λίγο στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ ἄρσεως τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;  ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8, 34-37).

Ἡ βαρυσήμαντη λοιπὸν αὐτὴ περικοπὴ ἀρχίζει μὲ τὰ σπουδαιότατα καὶ γεμάτα βαθὺ νόημα λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀκόλουθός μου, μιμητὴς δηλαδὴ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς μου, πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ σηκώσει ἔπειτα τὸν σταυρό του καὶ ἔτσι νὰ μὲ ἀκολουθήσει.» Ἐδῶ ὁ Κύριός μας δὲν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς νὰ φτιάξει ὁ καθένας ἕνα σταυρό, τὸν ὁποῖο νὰ κουβαλεῖ παντοῦ στὸν ὦμο του. Ὄχι! Ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πρῶτα αὐταπάρνηση, δηλαδὴ νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, «τὸν φθειρόμενο κατὰ τὴν ἀπάτη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ στὴ συνέχεια νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, δηλαδὴ νὰ συννεκρωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Τί σημαίνει τοῦτο, καὶ πῶς γίνεται; Συννέκρωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄρση τοῦ σταυροῦ, σημαίνει νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ κάνουμε πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες, τὶς ἀσθένειες, ποὺ στέλνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ σηκώνουμε λοιπὸν καὶ τὸν ἑκούσιο σταυρό, δηλαδὴ νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴ δική μας θέληση τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, μὲ νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη, συγχωρητικότητα, ταπείνωση, ἀγάπη, καὶ νὰ γινόμαστε ἔτσι νεκροὶ πρὸς τὰ πάθη καί, ταυτόχρονα, νὰ δεχόμαστε μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία τὶς ἀκούσιες θλίψεις στὴ ζωή μας, ὡς ἐρχόμενες μὲ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Ἀκούσιος σταυρὸς εἶναι ἀκόμη τὰ πάθη καὶ οἱ ποικίλες ἀδυναμίες, ποὺ ὁ καθένας μας κουβαλᾶ, εἴτε κληρονομικά, εἴτε ἐπίκτητα, καὶ ἐνάντια στὰ ὁποῖα ὀφείλει διὰ βίου νὰ ἀντιπαρατάσσεται καὶ νὰ τὰ καταπολεμεῖ. Καὶ πάντοτε, ἀσφαλῶς, ὁ πιστὸς  νὰ ἀποβλέπει στὸν Λυτρωτή, ποὺ σήκωσε τὸν βαρύτερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Χριστός μας διασαφηνίζει ἀμέσως στὴ συνέχεια τὸ σὲ τί συνίσταται ἡ ἄρση τούτη τοῦ Σταυροῦ. «Ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του», εἶπε, «θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀποβάλει, νὰ νεκρωθεῖ δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Κι ὅποιος ἔτσι νεκρωθεῖ, χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ σώσει τὴν ψυχή του.»

Στὴν Ἐκκλησία, ἀδελφοί, ἔχουμε τρεῖς διαστάσεις, ἂν μπορέσουμε νὰ τὶς χαρακτηρίσουμε ἔτσι: Τὸν Σταυρό, τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἐσταυρωμένους, δηλαδὴ ἐμᾶς τοὺς βαπτισθέντας χριστιανούς. Γιατὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας αὐτῆς εἶναι «ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐνανθρώπησής Του», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο. Καί, ὅπως γράφει ὁ θεηγόρος Παῦλος καὶ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Ἀφοῦ λοιπὸν φέρουμε μέσα μας τὸν Χριστό, γίναμε Χριστοφόροι μὲ τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος, καὶ μάλιστα τῆς Θείας Κοινωνίας, χρειάζεται καὶ ὁ προσωπικός μας ἀγώνας, νὰ μιμηθοῦμε τὸ κατὰ δύναμη τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ἄρα κι ἐμεῖς νὰ σταυρωθοῦμε. Ἀλλὰ πῶς, θὰ ἐρωτήσει κάποιος; Πῶς θὰ ἐφαρμοσθεῖ αὐτό, ποὺ κηρύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κόσμος ἐμοὶ ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ»; Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀδελφοί, ὁ ἀγώνας τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ ἐκεῖ σταδιακὰ στοχεύει: Νὰ ἀγωνίζεται δηλαδὴ νὰ νεκρώνει τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὰ πάθη, τὶς ἐπιθυμίες, τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου τούτου. Διότι σταύρωση, σημαίνει ἀκινησία, πόνος καί, τέλος, θάνατος τοῦ ἐσταυρωμένου. Ἔτσι κι ἐμεῖς: Πρέπει νὰ νεκρώνουμε «τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ γῆς», νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἐνεργοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἔστω καὶ μὲ κόπο, μὲ πόνο ψυχῆς, καὶ ἔτσι νὰ γινόμαστε ὡσὰν νεκροὶ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι τοῦ Σταυροῦ καὶ τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεώς Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετοχὴ στὰ ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ, κι ὄχι μιὰ στείρα συναισθηματικὴ λύπη γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο, ὅπως συνηθίζεται στοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου σοφοῦ ρητοῦ· «Ἂν πεθάνεις πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἂν νεκρώσεις τὰ πάθη σου καὶ νεκρωθεῖς γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἐνόσω ἀκόμη ζεῖς, δὲν θὰ πεθάνεις τὸν δεύτερο καὶ αἰώνιο θάνατο, ὅταν ἀποθάνεις σωματικά.

Στὴ συνέχεια τῆς ἐν λόγῳ περικοπῆς, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἀναδεικνύει τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀνυπολόγιστη ἀξία κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, λέγοντας πὼς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε ὅλος ὁ κόσμος μαζὶ δὲν ἀποτελεῖ ἰσότιμο ἀντάλλαγμα μιᾶς ψυχῆς. Τοῦτο ἀκριβῶς ἀναδεικνύει τὴ μέγιστη ἀξία τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ψυχὴ εἶναι θεία, καὶ μετέχει τῆς θεϊκῆς εὐγένειας, κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο, τίποτα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπώλειά της, δηλαδὴ ἡ παράβαση τοῦ θείου θελήματος καὶ ἡ ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία, δὲν ἐξαγοράζεται μὲ κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ ἀπώλεια, ἂν παραμείνει κάποιος ἀμετανόητος, καθίσταται ὁριστικὴ μὲ τὸν θάνατο. Καὶ εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀθανάτων ψυχῶν μας, ποὺ ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς ἔπαθε στὸν Σταυρὸ καὶ ὑπέμεινε τὸν ἀτιμωτικότερο θάνατο τῆς ἐποχῆς Του. Τὸ χυμένο στὸν Σταυρὸ πανάχραντο Αἷμα Του μᾶς ἔγινε ἀπολύτρωση. Φθάνει ὅμως νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ μέλη ζωντανά, ἐνεργά, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια, γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴ Χάρη αὐτὴ τῆς ἀπολυτρώσεως.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τεράστια ἀξία τῆς ψυχῆς μας καθορίζει φυσικὰ καὶ τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Δημιουργό. Ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς παρούσας ζωῆς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς θείας, τῆς ἀληθινῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε «σωτηρία τῆς ψυχῆς». Καὶ χρειάζεται ἀγώνας καὶ κόπος, γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε τοῦτο, πάντοτε ἀσφαλῶς μὲ τὴ συνέργεια τῆς θείας Χάρης. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγώνας, νὰ μὴν αἰχμαλωτιστοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ μάταιου τούτου κόσμου. Γιατί, ὅπως θεόπνευστα ὁρίζει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «κάθε τι τὸ ἐφάμαρτο στὸν κόσμο τοῦτο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ κενοδοξία τῆς κοσμικῆς ζωῆς», πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν διάβολο. 

Μὲ τὸ ἄχραντο Πάθος Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Κύριος καθαγίασε, ὄχι μόνο τὸν Τίμιο Σταυρό του καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ θλίψη, τὴν ὀδύνη. Καὶ ὅταν ὁ πιστὸς προσλάβει τὸν ὅποιο ἀκούσιο σταυρὸ τοῦ ἀποστείλει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν ἀγκαλιάσει καὶ τὸν ἀποδεχτεῖ μὲ πίστη καὶ ταπείνωση καὶ εὐχαριστία στὸν Ἐσταυρωμένο Δεσπότη, τότε ἁγιάζεται ἡ ὅποια δοκιμασία του, ἁγιάζεται καὶ ὁ ἴδιος καὶ γίνεται μέτοχος τοῦ Θεοῦ, κοινωνὸς τῆς θείας δόξας.

Τὸ δῶρο τοῦ κόσμου, τῆς παρούσης ζωῆς, εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ εὐλογήσει καὶ ἁγιάσει μὲ τὸν σταυρό, γιὰ νὰ γίνει μέσο σωτηρίας καὶ ἁγιασμοῦ. Χωρὶς σταυρό, ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, τὰ θεωρεῖ αἰώνια, καὶ ἔτσι κινδυνεύουν νὰ γίνουν αἴτια αἰώνιας ἀπώλειας. Μὲ τὸν σταυρὸ στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά, ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ σᾶς παραθέσω ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα σχετικὸ -θεόπνευστο πραγματικὰ- κείμενο ἑνὸς μεγάλου Ρώσου διδασκάλου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἔζησε τὸν 19ο αἰώνα, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, ἐπισκόπου Σταυρουπόλεως (1807-1867).

«Ὅσο ὁ σταυρὸς παραμένει μόνο δικός μας, εἶναι πολύ βαρύς. Ὅταν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐξαιρετικὰ ἐλαφρός. ‘‘Γιατὶ ὁ ζυγός μου εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρό’’, εἶπε ὁ Κύριος.

Ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στοὺς ὤμους τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ σηκώνει ὀρθὰ τὸν σταυρό του, ὅταν παραδέχεται ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ μεταμόρφωση του, τὴν ὁμοίωση του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία του.

Ἡ καρτερικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ καθαρὴ θέαση καὶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση δὲν ὑπάρχει αὐταπάτη. Ἀπεναντίας, ἂν ὁμολογεῖς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ βαρυγκωμᾶς γιὰ τὸν σταυρό σου, ἀποδεικνύεις πὼς ἔχεις ἐπιφανειακὴ γνώση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου καὶ βρίσκεσαι μέσα στὴν αὐταπάτη. Ἡ καρτερική ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ πραγματικὴ μετάνοια.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε μπροστὰ στὸν Κύριο πὼς οἱ ἀποφάσεις Του εἶναι ἀλάθητες. Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου, δικαίωσε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ λάβεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε τὸν Χριστό, καὶ θ᾽ ἀνοιχθοῦν γιὰ σένα οἱ πύλες τοῦ παραδείσου (ὅπως στὸν ἐκ δεξιῶν συσταυρωμένο ληστή).

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, δόξασε τὸν Κύριο, ἀποδιώχνοντας ὡς ἄνομο καὶ βλάσφημο κάθε λογισμὸ παραπόνου καὶ γογγυσμοῦ.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, εὐχαρίστησε τὸν Κύριο γι᾽ αὐτὸ τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο Του, τὴ δυνατότητα δηλαδὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ Τὸν μιμηθεῖς μὲ τὶς ὀδύνες σου.

Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, νὰ θεολογεῖς -γιατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ ἀληθινό σχολεῖο, τὸ μοναδικό θησαυροφυλάκιο καὶ ὁ ὕψιστος θρόνος τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας. Δίχως σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ζωντανὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

‘‘Μὴ ζητᾶς τὴν τελειότητα τοῦ νόμου τῆς ἐλευθερίας (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου) σὲ ἀνθρώπινες ἀρετές, γιατὶ τέλειος ἄνθρωπος μ᾽ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει. Ἡ τελειότητα εἶναι κρυμμένη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ’’, ὅπως θεόπνευστα ἀποφαίνεται ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλεται ὁ σταυρὸς τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν σηκώνει μὲ εἰλικρινὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ἔρχεται ἡ πνευματικὴ παρηγορία. Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γίνονται πλούσιες πηγὲς ἀσύλληπτης καὶ ἄφθαρτης χαρᾶς, ποὺ κοχλάζει εὐεργετικὰ μέσα στὴν καρδιά, ξεχύνεται στὴν ψυχή, ἁπλώνεται στὸ σῶμα, κυριεύει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους ἀσήκωτος. Γιὰ τὸν μαθητὴ καὶ ἀκόλουθο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ ἀνέκφραστης πνευματικῆς εὐφροσύνης. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ εὐφροσύνη, ποὺ ἐξουδετερώνει ἐντελῶς τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο.

Ἡ νεαρὴ μάρτυς Μαύρα εἶπε στὸν σύζυγό της Τιμόθεο, ὅταν ἐκεῖνος, ὑπομένοντας μὲ καρτερία φοβερὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὴν καλοῦσε στὸ μαρτύριο: ‘‘Φοβᾶμαι, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ δειλιάσω, ὅταν ἰδῶ τὰ βασανιστικὰ ὄργανα καὶ τὸν ὀργισμένο ἡγεμόνα· φοβᾶμαι μήπως λυγίσω, ἐπειδὴ εἶμαι νέα.’’ Καὶ ὁ Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε: ‘‘Νὰ στηρίξεις τὴν ἐλπίδα σου στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὰ βασανιστήρια θὰ γίνουν λάδι, ποὺ θὰ χυθεῖ πάνω στὸ σῶμα σου, θὰ γίνουν πνοὴ δροσιᾶς, ποὺ θὰ σὲ ἀνακουφίσει ἀπὸ τοὺς πόνους σου’’. Ὅπως καὶ ἔγινε!

Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τῶν Ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ὁ θεραπευτὴς τῶν παθῶν καὶ ὁ ἐξολοθρευτὴς τῶν δαιμόνων.

Θανατηφόρος εἶναι ὁ σταυρός τους γιὰ ὅσους δὲν φρόντισαν νὰ τὸν μεταβάλουν σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅσους βαρυγκωμοῦν ἐνάντια στὴ Θεία πρόνοια, γιὰ ὅσους παραδίνονται στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἑπομένως οὔτε καὶ μετάνοια, πεθαίνουν γιὰ πάντα πάνω στὸν σταυρό τους καὶ στεροῦνται, ἀπὸ ἔλλειψη αὐτογνωσίας καὶ καρτερίας, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Οἱ ψυχές τους κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων μόνο νεκρές, γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸν αἰώνιο τάφο, στὴ φυλακὴ τοῦ ᾅδη.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σταυρωμένο σ᾽ αὐτὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, καρφωμένος στὸν σταυρό του καὶ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὶς σκέψεις του στραμμένες στὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του ζεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ θεωρεῖ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.»

Νομίζω πὼς στὴ συνάφεια αὐτὴ εἶναι καλὸ νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἑρμηνεία ὁρισμένων ὑπομνηματιστῶν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, ἀναφορικὰ μὲ «τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου (δηλ. τοῦ ἀντιχρίστου) ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ», τὸ περίφημο ΧΞϚ´, ποὺ ἀποδίδεται σὲ ὁρισμένα χειρόγραφα καὶ ὁλογράφως, ὡς ἑξακόσια ἑξήκοντα ἕξ. Κάποιες λοιπὸν συμβολικὲς ἑρμηνεῖες ἐκλαμβάνουν τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀριθμοῦ ΧΞϚ ὄχι ὡς ἀριθμούς, ἀλλὰ ὡς γράμματα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν εἴτε ἀρχικὰ εἴτε συντμήσεις λέξεων καὶ προτείνουν τὰ ὅσα κατὰ τὴ γνώμη τους ἀντιστοιχοῦν. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἑρμηνεῖες εἶναι ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἀντιχρίστου σημαίνει «Χριστὸς ξενίζων σταυροῦ», ἢ «Χριστὸς ξένος σταυροῦ». Ὁ ἀντίχριστος δηλαδὴ θὰ προτείνει στοὺς ὀπαδούς του ἕνα τρόπο ζωῆς ξένον σταυροῦ, μία ζωὴ χωρὶς σταυρό, ἤτοι «τὴν πλατείαν πύλην καὶ εὐρύχωρον ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ἀπώλειαν» (Ματθ. 7, 13).

Γιὰ νὰ καταλήξουμε, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ διὰ βίου παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων, σωτηρία, ἀνάσταση, δὲν ὑπάρχει χωρὶς σταυρό. Τῆς ἀνάστασης προηγεῖται ἀπαραίτητα ὁ σταυρός. Ὁ σταυρὸς εἶναι πρόξενος τῆς νῦν καὶ τῆς αἰώνιας εὐφροσύνης: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἀλλά, ἐνῶ στὸν κάθε ἄνθρωπο χορηγεῖται ἕνας σταυρός, πολυσύνθετος συνήθως, γιὰ τὸν ἁγιασμό του, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του, δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι μέσῳ τοῦ σταυροῦ του σώζεται. Θὰ σωθοῦμε, ἐὰν ἀποδεχθοῦμε τὸν ὅποιο σταυρὸ ὡς δῶρο Θεοῦ (ὅπως λέγει ὁ θεηγόρος Παῦλος, «ὅτι ἡμῖν ἐχαρίσθη, τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» [Φιλ. 1, 29]), ὡς τρόπο συσταύρωσης καὶ συννέκρωσης μαζί Του, γιὰ νὰ συζήσουμε μαζί του αἰώνια. Ἐὰν δηλαδὴ ἀπεργαστοῦμε τὸν σταυρό μας, ὡς Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Σᾶς εὔχομαι εὐλογημένη Μεγάλη Ἑβομάδα καὶ Καλὴ Ἀνάσταση!

Ὁμιλία στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου

Απόστολος Ματθαίος, ψηφιδωτό 6ος αι., Παναγία Κανακαριάς, Κύπρος

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Απόστολος Ματθαίος, ψηφιδωτό 6ος αι., Παναγία Κανακαριάς, Κύπρος

Ἡ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, δὲν ἀνήκει στὴ σειρὰ τῶν περικοπῶν ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιο Εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζονται στὴν ἐκκλησία κατ᾽ αὐτὴ τὴν περίοδο.

Περιέχεται στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, καὶ θεσπίστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας νὰ διαβάζεται σήμερα, στὶς 16 Νοεμβρίου, πρὸς τιμὴν τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε. Ὄχι μόνο γιὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ συνέγραψε, ἀλλὰ καὶ γιατὶ περιέχει τὸ γεγονὸς τῆς κλήσης του ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος, ποὺ ὀνομαζόταν προηγουμένως Λευῒ καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη (φοροεισπράκτορα). Γνωρίζουμε δέ, ὅτι οἱ τελῶνες τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς (ὅπως βέβαια καὶ μεταγενέστερα), ἔκαναν ἀδικίες καὶ καταδυνάστευαν τὸν κόσμο, καὶ ἦταν γι᾽ αὐτὸ οἱ χαρακτηριστικοὶ τύποι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐξεφώνησε τὴν σπουδαία ἐκείνη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, φέροντας τὸν πρῶτο ὡς κατεξοχὴν παράδειγμα τοῦ βυθισμένου στὴν ἀδικία καὶ τὰ πάθη ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸν δεύτερο ὑπόδειγμα μιᾶς ὑποκριτικῆς καὶ φαινομενικὰ ἐνάρετης ζωῆς. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν κάνει διακρίσεις! Εἶναι ἀπροσωπόληπτος! Εἶναι Πατέρας ὅλων, καὶ δίνει σὲ ὅλους, σὲ κάθε κατάστασης καὶ φυλῆς καὶ γλώσσας ἄνθρωπο εὐκαιρία/εὐκαιρίες, νὰ Τὸν γνωρίσει, νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν προηγούμενη ἀμαρτωλὴ ζωή του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Ματθαῖο. Μιὰ μέρα, καθὼς διερχόταν ὁ Χριστός μας ἀπὸ τὸ τελωνεῖο, ὅπου καθόταν ὁ Ματθαῖος, ἔστρεψε τὸ εὔσπλαγχνο καὶ ἀνέκφραστα φιλάνθρωπο βλέμμα Του πρὸς ἐκεῖνο καὶ τοῦ εἶπε• «Ἀκολούθει μοι». Κι αὐτός, χωρὶς δεύτερη σκέψη, δίχως νὰ ὑπολογίζει τὸ τί καὶ ποιούς ἄφηνε πίσω του, χωρὶς ἀναβολή, ἀκολούθησε ἀνεπιστρεπτεὶ τὸν ἅγιο ἐκεῖνο Διδάσκαλο! Μά, πρὶν πορευθεῖ μὲ τὸν Κύριο, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Σωτῆρα του καὶ ἴσως στερνὸ ἀποχαιρετισμὸ στοὺς φίλους καὶ γνωστούς του, παρέθεσε πλούσιο γεῦμα στὸ ἀρχοντικό του, στὸ ὁποῖο παρακάθησαν ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθητές Του, καθὼς καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ γνωστοὶ τοῦ Ματθαίου. Κι ὅταν οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ νὰ γογγύζουν καὶ νὰ ἐρωτοῦν τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, γιατί νὰ τρώει καὶ συναναστρέφεται ὁ ἅγιος καὶ θαυματουργὸς Διδάσκαλός τους μὲ τελῶνες καὶ ἀμαρτωλούς, πρόλαβε Ἐκεῖνος καὶ τοὺς ἀπάντησε ἀποστομωτικά: «Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ οἱ ἄρρωστοι. Πηγαίνετε πρῶτα νὰ μάθετε τί σημαίνει, ‘‘ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν’’ (Ὠσηὲ 6, 6). Γιατὶ ἐγὼ δὲν ἦλθα στὸν κόσμο, δὲν ἐνανθρώπησα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δίκαιους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια». Ὤ λόγια μελίρρυτα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου, ποὺ ἀποστάζουν τὴ μέγιστη ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία Του στὸν κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ πεσμένο στὴν πλάνη τῶν παθῶν ἄνθρωπο καὶ μᾶς φανερώνουν τὸν σκοπὸ τῆς ἄπειρης συγκατάβασής Του, τὴν ἀνάκληση δηλαδὴ καὶ θέωση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων!

Καὶ ὁ Ματθαῖος ἀκολούθησε στὴ συνέχεια τὸν Κύριο καὶ ἔγινε αὐτήκοος τῆς διδασκαλίας καὶ αὐτόπτης τῶν θαυμάτων Του, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων Του παθῶν, τῆς Σταύρωσης, τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς Ἀνάληψής Του. Καί, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κληρώθηκε νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἑβραίους. Σύμφωνα δὲ μὲ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου συνέταξε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, ποὺ τὸ μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, καὶ τὸ ἀντέγραψε ἰδιοχείρως ὁ Κύπριος στὴν καταγωγὴ ἀπόστολος Βαρνάβας. Οἱ ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ματθαίου συνεχίσθηκαν, καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν συνανθρώπων του τὸν ὁδήγησαν μέχρι τὴν Ἱεράπολη, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, ὅπου, ἀφοῦ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ προχωρημένη ἡλικία. Κατ᾽ ἄλλη ὅμως ἐκδοχὴ τοῦ Βίου του, ἀφοῦ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πάρθους καὶ Μήδους, τελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ πυρός.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ δύο σημεῖα τῆς σπουδαίας σημερινῆς καὶ γεμάτης ὑψηλὰ πνευματικὰ νοήματα περικοπῆς. Τὸ πρῶτο, στὰ λόγια τῆς κλήσης τοῦ Λευῒ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀκολούθει μοι. Δύο λέξεις, στὶς ὁποῖες ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Λευῒ στὸν καλοῦντα ὑπῆρξε ἄμεση καὶ σταθερή, παρόλο ποὺ ἡ ἀπόφασή του αὐτὴ συνεπαγόταν φτώχεια ἀντὶ πλούτου, κακοπάθειες ἀντὶ ἀνέσεις, διὰ βίου ἀγῶνα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μόχθους γιὰ τὸν προσωπικό του ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν συνανθρώπων του. Καὶ ὅμως, τὸ τόλμησε! Καὶ ἔγινε ἀπὸ ἕνας ἁμαρτωλὸς τελώνης τῆς Παλαιστίνης, ποὺ θὰ πέθαινε καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὸν ἤξερε πιά, ὁ μέγας ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὁ συγγραφέας τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου καὶ φωστήρας πνευματικὸς τῆς οἰκουμένης. Γιατί; Δὲν παρεῖδε τὴν ὥρα τῆς Χάριτος, τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀκολούθησε διὰ βίου ἀνεπίστροφα τὸν Κύριο μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ αὐταπάρνηση, γιὰ τοῦτο καὶ δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Ἡ κλήση τοῦ Κυρίου, ἀκολούθει μοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν ἦταν μόνο πρὸς τὸν Ματθαῖο. Ἰσχύει διαχρονικὰ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, γιὰ τὸν καθένα μας. Στὸν καθένα μας δίνονται εὐκαιρίες. Εὐκαιρίες γιὰ ὁλόψυχη ἀφιέρωση στὸν Κύριο, στὸ ἅγιό Του θέλημα. Εἰδικὰ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ ἀνήκουμε στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος,          ντυθήκαμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν κάνουμε ἔνοικο μὲ τὴ μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Νὰ ἔχουμε ἔγνοια νὰ μὴν ἀπορρίψουμε οὐδέποτε τὴν ἁγία τούτη κλήση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ τὴ βεβαιώνουμε καὶ βιώνουμε στὴν καθημερινή μας ζωὴ μὲ τὴ μετάνοια, τὴ διόρθωσή μας, τὴν προσευχή μας, τὴν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στὰ ἁγιαστικὰ τῆς Ἐκκλησίας μας Μυστήρια. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ ἔλθουμε καὶ στὸ ἄλλο θέμα μας, μὲ τὴν ἐλεήμονα ἀπὸ καρδίας διάθεση καὶ προσφορὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, στὸν κάθε ἀδελφό μας, ποὺ πρὶν καὶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα ζητεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας ὁ Θεός: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν».

Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ἀπείρως Ἐλεήμων, ὅπως μᾶς τόνισε στὴ σημερινὴ περικοπή, καὶ στέκει στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ κρούει γιὰ νὰ μπεῖ μέσα (Ἀποκ. 3, 20), ὅταν ἰδεῖ τὴν ἐκ μέρους μας ὁλόθυμη ἀποδοχὴ τῆς κλήσης Του, τὴ θερμὴ μετάνοιά μας καὶ τὴν εἰλικρινὴ ἀγάπη μας στὴν εἰκόνα Του, στοὺς ἀδελφούς μας, θὰ μᾶς εὐλογήσει ἀφθονοπάροχα καὶ στὴν παροῦσα μας ζωή, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει, γιὰ τὸ μέγα Του ἔλεος, καὶ τῆς ἀνέκφραστης ἐκείνης τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, μὲ τὶς ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Η ρίζα του Ιεσσαί, γύρω στο 1500 μ.Χ., Ιερά Μονή Οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Τέξεται δὲ υἱὸν (ἡ Μαριάμ), καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ»

Η ρίζα του Ιεσσαί, γύρω στο 1500, ιερά μονή Οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

Στὴ θαυμάσια σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, γίνεται ἀναφορὰ στοὺς κατὰ σάρκα προγόνους-προπάτορες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ Ἀβραὰμ μέχρι Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, καὶ ἐξιστοροῦνται μὲ λιτότητα, πλὴν μὲ μεγάλη σαφήνεια, τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ μας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, μέχρι καὶ τὴ γέννησή του.

Ἡ ἐπιλογὴ τῆς περικοπῆς αὐτῆς γιὰ τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὶς Μεγάλες Δεσποτικὲς Ἑορτές, ἀλλά, καὶ μετὰ τὸν ἑορτασμό τους, νὰ μὴ τὶς λησμονοῦμε, νὰ μὴ λησμονοῦμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς δόθηκαν μὲ τὰ ἑορταζόμενα γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας, θέσπισαν νὰ ἔχουμε Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὶς ἑορτὲς αὐτές, καθὼς καὶ προεόρτια καὶ μεθέορτα, μέχρι τὴ λεγόμενη ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς, ὁπόταν καὶ κλείνει ὁ σχετικὸς ἑορταστικὸς κύκλος. Καὶ κατ᾿ αὐτὲς τὶς περιόδους, τὶς Κυριακές, καθόρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαβάζονται στὸν ναὸ οἱ κατάλληλες Ἀποστολικὲς καὶ Εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ μποῦμε στὸ πνεῦμα, νὰ κατανοήσουμε, ὅσο γίνεται, τὰ κοσμοσωτήρια γεγονότα ποὺ ἑορτάζουμε. Καὶ ἐπειδὴ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, πρῶτα ὁ Θεός, θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα, διαβάσαμε τὴν περικοπὴ αὐτή, ποὺ μᾶς εἰσάγει στὸ πνεῦμα τοῦ μεγίστου τούτου γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ μόλις τώρα ἀκούσαμε, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Καί, ἂν ρωτοῦσε κάποιος, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε, νὰ συνοψίσουμε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Σ᾿ αὐτὸ ἐξιστοροῦνται πράγματι ὅσα ἀφοροῦν στὴ γέννηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου, μέχρι τὰ ἅγια πάθη καὶ τὴν ἀνάστασή του. Ἡ σημερινὴ περικοπὴ μᾶς παραθέτει χρονολογικά, ὅπως εἴπαμε, τοὺς κατὰ σάρκα προγόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅμως ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς στὴν ἀντίστοιχη περικοπὴ στὸ Εὐαγγέλιό του τοὺς καταγράφει ἀπὸ τὸ τέλος πρὸς τὴν ἀρχή, πρὸς τὰ πίσω δηλ., ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ καταλήγοντας στὸν Ἀδάμ, ὁ Ματθαῖος τοὺς ἀναφέρει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν ὁ σπουδαιότερος σταθμός, ὁ γενάρχης τῶν Ἑβραίων, καὶ καταλήγει στὸ τέλος, στὸν Μνήστορα Ἰωσήφ. Γιατί ὅμως γενεαλογεῖ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν μόνον ὁ Μνήστωρ τῆς Θεοτόκου κι ὄχι πατέρας τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν γενεαλογεῖται ἡ Θεοτόκος; Γιὰ δύο λόγους. Πρῶτον, ἡ Ἁγία Γραφὴ πάντοτε γενεαλογεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ γένος τοῦ πατέρα καί, δεύτερο, διότι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γένος, τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ, ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν καὶ ὁ Ἰωσήφ. Στὸ γενεαλογικὸ τοῦτο δένδρο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σήμερα θὰ λέγαμε, δὲν καταγράφονται ἀσφαλῶς ὅλοι οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ μας, παρὰ μόνο οἱ σπουδαιότεροι καὶ γνωστότεροι ἀπ᾿ αὐτούς, σὲ τρόπο, ὥστε νὰ σχηματισθοῦν τρεῖς δεκατετράδες γενεῶν, μὲ στόχο νὰ προβληθεῖ ἡ ἱερότητα τῶν ἀριθμῶν 3 καὶ 7 (τὸ 14 εἶναι δύο φορὲς τὸ 7). Τὸ σημαντικότερο ἐν προκειμένῳ, ποὺ τονίζεται μὲ τὴν ἀπαρίθμηση ὅλων αὐτῶν τῶν ὀνομάτων τῶν προγόνων τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ ἱστορικότητα τοῦ προσώπου Του, τὸ ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησής Του, κι ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας Χριστός.

Στὴ συνέχεια, ἐκτίθενται γεγονότα, ποὺ προηγήθηκαν τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου. Ἄγγελος ἐμφανίζεται στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ διαλύει τὶς πειρασμικὲς ἀμφιβολίες, ποὺ τὸν βασάνιζαν. Διασαφηνίζει ὅτι τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς τῆς συλλήψεως τοῦ κυοφορουμένου ἀπὸ τὴ μνηστή του παιδιοῦ εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος ἐστὶν Ἁγίου». Καί, τέλος, ἀναγγέλλει τὸ ὄνομα, ποὺ ἔπρεπε νὰ δοθεῖ στὸ Θεῖο Βρέφος: «τέξεται δὲ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν».

Ἰησοῦς, λοιπόν, ὀνομάσθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνανθρώπησε γιὰ μᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας! Ἰησοῦς, τὸ γλυκύτερο, τὸ ὡραιότερο, τὸ πιὸ ἀγαπημένο ὄνομα! Στὸ διάβα τῶν αἰώνων, ἀναρίθμητες εἶναι οἱ ψυχές, ποὺ τοῦτο τὸ ὄνομα χαροποίησε, παρηγόρησε, ἐνίσχυσε, ἁγίασε! Ἰησοῦς: Τὸ ἁγιώτερο πρόσωπο τῆς ἱστορίας, ἡ μεγαλύτερη μορφὴ ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡ γέννησή του ὁρόσημο, ἀφοῦ χώρησε στὰ δύο τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Τὸ Ἰησοῦς, λοιπόν, ὄνομα θεόσδοτο. Ὄνομα προσκυνητὸ καὶ λατρευτό: «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων», ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος. Στὸ ὄνομα τοῦτο, ποὺ εἶναι φῶς καὶ ἐλπίδα καὶ ζωή, ἀποθέτει ἡ πανανθρώπινη ἀγωνία τὶς ἐλπίδες της, ὅπως θεόπνευστα προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας: «τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ἔθνη ἐλπιοῦσι».

Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι ἑβραϊκό, καὶ σημαίνει σωτήρ. Τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκφράζει τὸ ἔργο, τὴν ἀποστολή, ποὺ ἦλθε νὰ ἐπιτελέσει, τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρώπησής Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἄγγελος, ἀναγγέλλοντας τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ ἔπρεπε νὰ δοθεῖ στὸ θεῖο Βρέφος, ἐπεξήγησε ταυτόχρονα καὶ τὸν λόγο: «αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν εἶναι ὁ Σωτήρας, ὁ μόνος Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἦταν τὸ ὅραμα τῶν πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Ἦλθε νὰ καταργήσει τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ θεραπεύσει τὴν πρώην ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση, νὰ τὴν ἁγιάσει καὶ θεώσει.

Ἑτοιμαζόμαστε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, νὰ ἑορτάσουμε κι ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα. Μὰ Χριστούγεννα, τί εἶναι πράγματι; Οἱ φωταψίες καὶ οἱ στολισμένες βιτρίνες; Ἤ, μήπως, τὰ ἀστροστόλιστα δένδρα, ὁ θόρυβος τῆς ἀγορᾶς, ἡ ἀνταλλαγὴ δώρων καὶ τὰ πλούσια τραπέζια; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Εἶναι κάτι πολὺ μεγάλο καὶ βαθύ! Εἶναι ὁ ἑορτασμὸς μὲ καθαρὴ καρδιά, μὲ τὴ νηστεία ποὺ προηγήθηκε, τὴν Ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, τοῦ συγκλονιστικοῦ καὶ μέγιστου γεγονότος τῆς ἔλευσης τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο στὸ πλάσμα Του, γιὰ τὴ σωτηρία του. Καί, τί κρίμα! Οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό! Νὰ πανηγυρίζουν -συχνότατα μέσ᾽ τὴν ἁμαρτία- τὰ Χριστούγεννα σὰν ἕνα κοινωνικὸ καὶ μόνο γεγονός, καὶ ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶναι ὁ μεγάλος ἀπὼν ἀπὸ τὴν ἑορτή!

Ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ξαναβροῦμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἑορτῆς. Καὶ γιὰ τοῦτο χρειάζεται νὰ ἀναζητήσουμε μὲ πόθο καὶ νὰ βροῦμε τὸν Ἰησοῦν. Τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ εἶναι τὸ ἐντρύφημα τῆς γλώσσας μας «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ»· ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του νὰ εἶναι ἡ ἀναψυχή μας. Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν Ἐξομολόγηση, τὴ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, τὴν ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ ἁγιώτατο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ πρέπει νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας, νὰ γίνει ὅ,τι πιὸ ἱερὸ καὶ μεγάλο γι᾿ αὐτήν. Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς θὰ γίνει τὸ μέτρο τῶν πράξεών μας, ὁ καθοδηγητὴς σ᾿ ὅλη τὴ ζωή μας. Ὁ προσωπικός μας λυτρωτὴς καὶ σωτήρας. Τότε, θὰ γεννηθεῖ πραγματικὰ ὁ Ἰησοῦς μέσα μας καὶ θὰ μᾶς ἀναγεννήσει μὲ τὸ ἔλεός του. Ἔτσι μόνο θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε ἀληθινὰ τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ ὁλόσωμος ταφὴ καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀποτελοῦν δύο βασικὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας, γιατὶ μὲ τὸ ἄχραντο πάθος, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συντελέστηκε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πατήθηκε ὁ θάνατος καὶ μᾶς δωρήθηκε ἡ Χάρη νὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τὰ σχετικὰ γεγονότα μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἔγερση τοῦ Κυρίου μᾶς περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία, συγχρόνως, μᾶς ἐξιστορεῖ καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, καθὼς καὶ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν• γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα.

Γιὰ ποιά ὅμως ἀρετὴ ἀξιώθηκαν, ὁ μὲν Ἰωσὴφ ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρμαθαὶμ καὶ ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς  Νικόδημος νὰ ὑπηρετήσουν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, οἱ δὲ Μυροφόρες γυναῖκες πρῶτες νὰ ἰδοῦν τὸν ἀναστάντα Χριστὸν καὶ νὰ γίνουν, πρῶτες αὐτές, κήρυκες τούτου τοῦ γεγονότος; Βέβαιως ὅλα τὰ ἅγια αὐτὰ πρόσωπα εἶχαν πολλὲς ἀρετές. Κυρίως ὅμως διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς τόλμης καὶ τῆς ἀνδρείας, τῆς ψυχικῆς δηλαδὴ ἀνδρείας, ποὺ καὶ μεγαλοψυχία ὀνομάζεται, γιὰ τὴν ὁποία ἐξαιρέτως ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπὸ τὸν ἐθελουσίως παθόντα καὶ ταφέντα καὶ ἀναστάντα Κύριον. Καί, πῶς τὸ γνωρίζουμε αὐτό; Ἂν μελετήσουμε τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, τοῦτο καθίσταται ὁλοφάνερο!

Τὴν ὥρα τῆς θυσίας τοῦ Δεσπότου ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ ὅλοι τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει• ἐνῶ ὁ Ἰούδας Τὸν πρόδωσε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια• ἐνῶ ὁ Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο ἐμπρὸς σὲ ταπεινοὺς ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες τοῦ Καϊάφα• ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητές, πλὴν τοῦ Θεολόγου Ἰωάννη, «πάντες ἀφέντες αὐτὸν» ἔφυγαν• ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὄχλοι, ποὺ μὲ τόσα θαύματα καὶ διδασκαλίες τοὺς εἶχε εὐεργετήσει, ἑνωμένοι τότε μὲ τοὺς ἐχθρούς Του, κραύγαζαν στὸν Πιλᾶτο, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»• ἐνῶ λοιπὸν ὅλα τοῦτα συνέβαιναν, μέσα στὴ γενικὴ ἐκείνη ἐγκατάλειψη, μόνοι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ τὶς εὐλογημένες Μυροφόρες παρέμειναν πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο! Μάλιστα οἱ Μυροφόρες, οὔτε λεπτὸ δὲν ἀποχωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, ἀλλὰ παρέμειναν πλησίον στὸν Σταυρό, ζῶντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ μέγιστο ἐκεῖνο Πάθος καὶ μυστήριο τοῦ ἀναμάρτητου Θεανθρώπου νὰ πάσχει τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο καὶ νὰ παραδίδει ἑκουσίως τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μά, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ. Κι ὅταν ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον» καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότου νὰ τὸ ἐνταφιάσει καί, λαμβάνοντας τὴν ἄδεια τοῦ ἐξουσιαστῆ, πῆγε μὲ τὸν Νικόδημο νὰ ἀποκαθηλώσουν καὶ θάψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ, ἔτρεξαν καὶ οἱ Μυροφόρες καὶ τοὺς βοήθησαν καὶ τοὺς συνόδευσαν μέχρι τὸ θεοδόχο μνημεῖο, καὶ παρέμειναν ἐκεῖ, ἕως ὅτου ὁ ἥλιος ἔριξε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὶς τελευταῖες του ἀκτῖνες…

Μά, τὴ μεγάλη τους ἀγάπη στὸν Κύριο, τὴ θερμή τους πίστη καὶ ἀκλόνητη ψυχική τους ἀνδρεία ἔδειξαν κατεξοχὴν τὴ νύκτα ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων». Τότε, ἐνῶ γνώριζαν πὼς τὸ μνῆμα εἶναι ἐσφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καὶ βαρὺς φράζει τὴν εἴσοδό του, ὅτι πάνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τὸν τάφο καὶ ἔχουν ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν ὅποιο θὰ πλησίαζε ἐκεῖ, παρόλα λέγω αὐτά, «λίαν πρωί», «ὄρθρου βαθέως», πρὶν ἀκόμη νὰ χαράξει τὸ φῶς κι ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ξεκινοῦν γιὰ τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου, φέροντας μαζί τους καὶ τὰ δικά τους ἀρώματα καὶ μύρα, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ ἀτίμητο Μύρο, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κανένας φόβος, καμμιὰ δυσκολία δὲν στάθηκε δυνατὸν νὰ τὶς ἐμποδίσει. Γι᾽ αὐτὸ καί, κατὰ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀξιώνονται πρῶτες αὐτὲς νὰ ἰδοῦν ἀναστάντα τὸν Χριστό μας καὶ παίρνουν ἐντολὴ νὰ μεταδώσουν τὸ κοσμοχαρμόσυνο τοῦτο μήνυμα καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές Του.

Ἀδελφοί μου, ἡ καλύτερη τιμὴ τῶν ἁγίων εἶναι ἡ μίμησή τους. Καὶ εἶναι γι᾽ αὐτό, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει κάθε μέρα μπροστά μας τὶς ἅγιες μορφές, τὴν ἁγία ζωή τους, μὲ τὰ συναξάρια καὶ τοὺς ὕμνους τους, γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ στὴν κατὰ δύναμη πορεία στὰ θεοφιλὴ ἴχνη τους. Κι ἐμεῖς σήμερα καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε τὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα, ποὺ ἀναφέραμε, τοὺς ἐνταφιαστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς σεπτὲς Μυροφόρες. Οἱ ἡρωϊκές τους πράξεις, ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς παραδίδουν ἕνα ὑψηλὸ παράδειγμα θάρρους καὶ πνευματικῆς ἀνδρείας.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἀπιστία καὶ τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα ξαπλώνουν συνεχῶς τὰ πλοκάμια τους στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, χρειάζεται θάρρος καὶ λεβεντιὰ νὰ παραμένει κάποιος πιστός. Ἀλλά, θάρρος καὶ τόλμη χρειάζονται ἀκόμη, γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε, νὰ δίνουμε μαρτυρία Χριστοῦ στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ τὴ ζωή, τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας, σήμερα, ποὺ «ἡ ἁμαρτία ἔγινε τῆς μόδας», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε! Ὅταν Τὸν βλασφημοῦν, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπερασπιζόμαστε! Ὅταν οἱ ἄλλοι Τὸν ἐγκαταλείπουν, γιατὶ δὲν τοὺς «βολεύει» στὸν τρόπο ζωῆς τους, ἐμεῖς νὰ παραμένουμε σταθεροὶ κοντά Του, «ἔργῳ καὶ λόγῳ». Νὰ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα, μὲ τὸ γνήσιο χριστιανικό μας παράδειγμα, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι θεωρία καὶ λόγια, ἀλλὰ πράξη καὶ συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς. Γιατί, δυστυχῶς, ἡ δειλία, ὁ φόβος, ἡ σκοπιμότητα, οἱ ἔνοχοι συμβιβασμοί, τὸ ἠθικὸ ξεπούλημα, τείνουν νὰ γίνουν τὰ μόνιμα πλαίσια ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς στὴ σημερινὴ κοινωνία. Ὅμως, ὅπως διαπρύσια ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος διακηρύτττει, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα, δηλ. χάρη δύναμης καὶ ἀγάπης καὶ νὰ ζοῦμε μὲ σωφροσύνη (Β´ Τιμ.1,7).

Κι ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32) (=Ὅποιος ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀνήκει σ᾽ ἐμένα, θὰ τὸν ἀναγνωρίσω κι ἐγὼ γιὰ δικόν μου μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου). Αὐτῆς τῆς καλῆς ὁμολογίας ἀξίωσέ μας, εὔσπλαγχνε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ τῆς αἰωνίου Σου βασιλείας, διὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν!

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Η παραβολή του καλού σπορέως, εικ. διά χειρός Φίκου

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Η παραβολή του καλού σπορέως, εικ. διά χειρός Φίκου

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀναφέρεται σ’ ἕνα πολὺ σπουδαῖο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: Στὸ θέμα τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καί, κατὰ τὴν ἁγία καὶ θεόσοφη συνήθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμιλεῖ δηλαδὴ περὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν καὶ βαθειῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστης μας μὲ λόγια ἁπλᾶ καὶ παραβολικά, τὸ σπουδαιότατο τοῦτο ἔργο, ἡ καίρια αὐτὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, περικλείεται σὲ μία παραβολικὴ διήγηση, παρμένη ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἀλλὰ καὶ κοπιαστικὴ ἀγροτικὴ ζωή. Τὴν ἀγροτικὴ ζωή, ποὺ ξέρανε οἱ ἄνθρωποι γιὰ αἰῶνες, μέχρι καὶ πρόσφατα, πρὶν ἀνακαλυφθοῦν τὰ σύγχρονα γεωργικὰ μηχανήματα.

Μὲ τὴν σπορὰ λοιπὸν τῶν σιτηρῶν στοὺς ἀγροὺς παρομοίασε ὁ Κύριός μας τὸ διδασκαλικό, πιὸ σωστά, τὸ προφητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τοῦτο εἶχαν ἐξασκήσει πρῶτοι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ κατὰ καιροὺς ἅγιοι καὶ δίκαιοι, οἱ προφῆτες, ποὺ ἐξαπέστελλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ θεῖο θέλημα. Κατεξοχὴν ὅμως τὸ ἄσκησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος, ὁ ἀληθινός σπορέας τοῦ θείου λόγου στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ στὴ συνέχεια, τὸ θεϊκὸ τοῦτο ἔργο ἀνέλαβαν οἱ μαθητές του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ κατόπιν οἱ διάδοχοί τους, οἱ ποιμένες καὶ ἱερεῖς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα.

Βλέπουμε, ὅμως, νὰ συμβαίνει ἕνα παράδοξο πρᾶγμα, καὶ πιὸ παλιὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας, σχετικὰ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τελείως διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι γινόταν στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους. Τότε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ὅπως μᾶς διηγεῖται κατεξοχὴν τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, πίστευαν στὸν Χριστό, ἀποστρεφόμενοι τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό, χιλιάδες ἀνθρώπων. Καὶ τί δίδασκαν τότε οἱ ἀπόστολοι; Δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους πράγματα πολὺ δύσκολα γιὰ τὴν ἐποχή τους, γιὰ τὶς συνθῆκες ζωῆς τους: Νὰ ἀθετήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστη τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Τοὺς δίδασκαν νὰ ἀφήσουν τοὺς δικούς τους νόμους, τὶς συνήθειες, τὰ πατροπαράδοτα ἤθη τους, καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν τὰ χριστιανικά, μία ἄλλη ζωή, ἄλλες συνήθειες· νὰ προτιμήσουν, ἀντὶ τῶν σαρκικῶν τὰ πνευματικά, ἀντὶ τῶν γηίνων τὰ οὐράνια. Κι ὅμως, ἀκούοντας αὐτὸ τὸ κήρυγμα οἱ τότε ἄνθρωποι, ἀπαρνοῦνταν ὅλη τὴν προηγούμενη ζωή τους, τὴν πίστη καὶ τὶς συνήθειές τους, καὶ δέχονταν τὴ νέα πίστη, καὶ ἔτρεχαν μὲ χαρὰ στὰ βασανιστήρια, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια.

Στὶς μέρες μας, ὅμως, διαπιστώνουμε μὲ λύπη πώς, παρόλο ποὺ ἔχουμε τὴ δυνατότητα πλούσιας τροφοδοσίας ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πολὺ λίγος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος εἶναι ὁ σχετικὸς καρπός. Σήμερα δὲν μᾶς διδάσκουν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ἀφήσουμε τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, ἀλλὰ νὰ τὴν τηροῦμε καθαρὴ καὶ ἀμώμητη. Δὲν διδάσκουν νὰ φυλάσσουμε ἄλλο νόμο καὶ ἄλλα ἤθη, παρὰ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, τὰ χριστιανικὰ ἤθη νὰ τηρήσουμε. Καθένας κατανοεῖ πόση δυσκολία εἶχε στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ὑπακοὴ στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα καὶ πόση, ἀντίθετα, εὐκολία ἔχει στὶς μέρες μας. Κι ὅμως, ἐλάχιστος συνήθως ὁ καρπός!

Μερικοὶ λένε, πὼς τότε καρποφοροῦσε πλούσια ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τὸν στήριζαν τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ πράγματι γίνονταν συχνὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μαθητές τους. Σὲ πλεῖστες ὅμως περιπτώσεις, ὅπως διηγοῦνται σαφῶς οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων (ὅπως λόγου χάρη μὲ τὸν ἀπόστολο Φίλιππο καὶ τὸν Αἰθίοπα εὐνοῦχο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ κήρυγμά του στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴ Βέρροια, στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ), χωρὶς κανένα θαῦμα νὰ συμβεῖ, ὑπῆρξε ἄμεση ἀποδοχὴ ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστης στὸν Χριστό. Ἐξάλλου, ἂν τὰ θαύματα εἶχαν καθεαυτὰ τὴ δύναμη νὰ ἐπιστρέφουν τὶς ψυχὲς στὸν Θεό, ἔπρεπε ὅλοι οἱ τότε αὐτόπτες θαυμάτων νὰ γίνονταν Χριστιανοί, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔγινε! Ἄλλοι πάλιν λένε, ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπενέργειας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀρετῆς καὶ ἁγίου βίου στοὺς ἱεροκήρυκες. Ἀσφαλῶς, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν λόγο συντρέχει καὶ ἡ ἀνάλογη ἀρετὴ στὸν κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, τόσο γιὰ τὴ χάρη ποὺ ἔχει, ὅσο καὶ τὴν ὑπόληψη στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιτελεῖται εὐκολώτερα συνήθως ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἀλλά, ἂν ἔτσι εἶχαν μόνο τὰ πράγματα, γιατί δὲν πίστεψαν στὸ Εὐαγγέλιο ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ τόσο πλούσια Χάρη καὶ ἁγιότητα βίου καὶ λόγων εἶχαν;

Σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, ἀπάντησε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στὴ σημερινὴ παραβολή. Πῶς τὴν ἄρχισε; Δὲν εἶπε, «ἐξῆλθεν ὁ δίκαιος, ὁ ἅγιος, ὁ ζηλωτής, τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον», ἀλλά, ἁπλῶς, «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ἐὰν λοιπὸν ὁ διδάσκαλος τοῦ θείου λόγου σπείρει σπόρο ἀληθινό, καὶ ὄχι φθοροποιὰ ζιζάνια, δηλαδὴ ἐὰν διδάσκει τὰ ἀληθινὰ δόγματα καὶ ἤθη τῆς Πίστης μας, καὶ ὄχι αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἀνθρώπινες δεισιδαιμονίες, τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ λόγου, κι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ κρίνουμε τὴν πολιτεία του. Αὐτὸ συνέστησε καὶ ὁ Χριστός, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πονηρῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων: «Ὅλα, ὅσα σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε∙ ἀλλὰ νὰ μὴ μιμεῖσθε τὰ ἔργα τους, γιατί, διδάσκουν μὲν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν τὸν τηροῦν».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, προσδιόρισε στὴ συνέχεια, ὅτι τρία εἶναι τὰ αἴτια τῆς ἀκαρπίας τοῦ θείου σπόρου, καὶ ἕνα τὸ αἴτιο τῆς εὐκαρπίας. Τὰ πρῶτα εἶναι ἡ ἀπροσεξία, ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀπάτη καὶ οἱ μέριμνες τῆς παρούσας ζωῆς, καὶ τὸ τελευταῖο ἡ καλὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι χώρισε σὲ τέσσερεις τάξεις τοὺς ἀκροατὲς τοῦ θείου λόγου καὶ ξεκαθάρισε, πὼς ἡ καρποφορία του ἢ ὄχι ἐναπόκειται στὴν προαίρεση καὶ διάθεση τῶν ἀκροατῶν του. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀνήκουμε συνήθως σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καρποφοροῦμε πνευματικά.

Ἡ πρώτη τάξη: «ἡ ὁδός», δηλαδὴ ἕνας δρόμος καταπατημένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ὁπόταν γίνεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σκληρὴ σὰν πέτρα. Μὰ τέτοια γῆ βεβαίως δὲν καρποφορεῖ, ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει ρίζες, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες, σὰν ἄλλα ἁρπακτικὰ πουλιά, καὶ ἁρπάζουν τὸν σπόρο καὶ χάνεται. Χάνεται ἴσως γιὰ πάντα! Ἡ δεύτερη τάξη: «ἡ πέτρα», δηλαδὴ καὶ πάλιν γῆ πετρώδης καὶ σκληρή, ὅπου, μόλις πέση ὁ σπόρος, ἀρχίζει νὰ βλαστᾶ μὲ κάποιο μικρὸ ἐνδιαφέρον ποὺ δείχνουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ριζωμένος σὲ γῆ μαλακή, ξηραίνεται σύντομα καὶ καταστρέφεται. Ἡ τρίτη τάξη: Τὸ χωράφι μὲ ἀγκάθια, ὅπου, ὅταν πέση ὁ σπόρος καὶ ἀρχίζει νὰ μεγαλώνει, τὸν πνίγουν καὶ θανατώνουν τὰ ἰσχυρὰ ἀγκάθια, δηλαδὴ οἱ πολλὲς καὶ περιττὲς βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν, ποὺ πράγματι ἐνεργοῦν σὰν ἀγκάθια καὶ δὲν ἀφήνουν τὸν θεϊκὸ σπόρο νὰ αὐξηθεῖ στὴν γῆ τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ τὴν ἔχουν κατακλύσει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ τέταρτη τάξη ἀνθρώπων: Ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή, δηλαδὴ αὐτοί, ποὺ ἔχουν καρδιὰ καλή, καλὴ διάθεση καί, δεχόμενοι τὸν σπόρο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τὸν κατέχουν γερά, τὸν φυτεύουν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ τὸν καλλιεργοῦν μὲ ὑπομονή, μὲ ἐνάρετη ζωή, τὸν λιπαίνουν καὶ ποτίζουν μὲ τὰ καλά τους ἔργα καὶ τὴν ὀρθὴ Πίστη, καὶ καρποφορεῖ καὶ αὐξάνει, ἄλλου τριάντα καὶ ἄλλου ἑξῆντα καὶ ἄλλου ἑκατόν, ὅπως γράφει στὴν ἀντίστοιχη παραβολὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (Μᾶρκ. 4, 8).

Σ’ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐναπόκειται ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἂς ἀγωνισθοῦμε, νὰ ξερριζώνουμε τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν ἀπ’ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, καὶ νὰ τὶς καλλιεργοῦμε μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τὴ μετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, γιὰ νὰ μὴ μένουν χέρσες καὶ σκληρές, γιὰ νὰ καρποφορήσουν, ὄχι πρόσκαιρο καρπό, ἀλλὰ ἀθάνατο, τὴν αἰώνια ζωή. Τῆς ὁποίας, νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία Του, στὸν ὁποῖο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Ζ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἂν καὶ μικρὴ σὲ ἔκταση, μᾶς παρουσιιάζει ἀρκετὰ σημεῖα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ μᾶς παρέχει ἀφορμὲς γιὰ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια, ἐὰν τὴ μελετήσουμε μὲ προσοχὴ καὶ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὰ ἅγια νοήματα, ποὺ μᾶς προβάλλει.

Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καταλύσει τὴ δυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Πράξ.10,38). Εὑρισκόμενος λοιπὸν κάποτε στὰ μέρη τῆς πόλης Καπερναούμ, καὶ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ὁποίου τὴ νεκρὴ θυγατέρα εἶχε ἀναστήσει, στὸν δρόμο ποὺ βάδιζε, δίδασκε καὶ θαυματουργοῦσε, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοὶ ἄνδρες. Αὐτοὶ ἀσφαλῶς θὰ εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα καὶ τὶς θεραπεῖες, ποὺ ἐνεργοῦσε ὁ Δεσπότης Χριστός, καὶ πίστεψαν πὼς κι αὐτοὺς μποροῦσε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Γι᾽ αὐτό, ἀκολουθῶντάς Τον, φώναζαν: «Ἐλέησέ μας, Υἱὲ Δαβίδ.» Τὸν ἀποκαλοῦσαν υἱό, δηλ. ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεός Του. Καὶ ὁ Κύριος, πῶς ἀνταποκρίνεται στὶς σπαρακτικὲς κραυγὲς τῶν τυφλῶν; Οὔτε ποὺ τοὺς δίνει-φαινομενικὰ ἀσφαλῶς- σημασία! Καὶ τοῦτο, ὅπως φάνηκε ἀμέσως στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ πρόσωπό Του! Φθάνει λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος στὸ σπίτι, ὅπου θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, καὶ οἱ τυφλοί, ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὑπομονετικὰ ὡς ἐκεῖ, ἔρχονται μπροστά Του, ζητῶντας τὴ θεραπεία τους. Καὶ ὁ Κύριος, δοκιμάζοντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν πίστη τους, τοὺς ρωτάει: «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, ποὺ ζητᾶτε;» Κι αὐτοί, γεμᾶτοι πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀπαντοῦν: «Ναί, Κύριε!» Προσέξτε, ὅτι τώρα τὸν ἀποκαλοῦν πλέον Κύριο, δηλαδὴ Θεό, καὶ ὄχι πιὰ ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. Ἡ δοκιμασία τῆς πίστης τους ἐπιβραβεύτηκε. Πῆραν ἄριστα! Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου κάμφθηκε, καί, βάζοντας τὰ πανάγιά Του χέρια στὰ τυφλά τους μάτια, εἶπε ὁ Παντοδύναμος: «Νὰ γίνει σ᾽ ἐσᾶς σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας.» Κι ἀμέσως, τὰ σβησμένα τους μάτια ἄνοιξαν, φωτίσθηκαν, καὶ εἶδαν πρῶτα τὸν θαυματουργὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων! Μά, πρὶν προλάβουν νὰ ξεσπάσουνε σὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης στὸν Εὐεργέτη τους, τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς λέει, προστακτικὰ καὶ αὐστηρά: «Προσέξτε, νὰ μὴν τὸ μάθει κανεὶς τοῦτο τὸ θαῦμα, νὰ μὴν εἰπεῖτε σὲ κανένα τίποτα!» Μὰ ἡ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐχαριστία καρδιά τους, μόλις βγήκανε ἀπ᾽ ἐκεῖνο τὸ σπίτι, τοὺς ἔκανε λαμπροὺς κήρυκες τοῦ θαύματος σ᾽ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη.

Στὴ συνέχεια, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀφηγεῖται τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Κύριο ἑνὸς κωφοῦ καὶ ταυτόγχρονα δαιμονιζομένου, καὶ ὅτι ὁ Χριστός μας περιόδευε ἐφεξῆς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴν καλὴ δηλαδὴ καὶ σωτήρια ἀγγελία, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό Του γιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ θεραπεύοντας κάθε μεγάλη καὶ μικρὴ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ τρία σπουδαῖα θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ διήγηση τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν. Καὶ πρῶτα, στὸ θέμα τῆς πίστης, τῆς δοκιμασίας τῆς πίστης μας ἀπὸ τὸν Κύριο. Πόση ὥρα θὰ φώναζαν στὸν δρόμο οἱ τυφλοί, ἱκετεύοντας ἐλεεινὰ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς γιατρέψει; Κι Αὐτός, σὰν νὰ μὴν τοὺς ἄκουε, οὔτε ἀπόκριση τοὺς ἔδωσε, οὔτε καὶ σημασία φαινόταν νὰ τοὺς ἔδειχνε! Καὶ πάλιν, στὸ σπίτι, τοὺς ξαναδοκιμάζει ἂν πιστεύουν στὴ Θεότητα καὶ δύναμή Του. Καὶ τέλος, τὴν ὥρα τῆς θεραπείας τους, ὡς ἔσχατη δοκιμασία, τοὺς λέγει: Νὰ γίνει κατὰ τὴν πίστη σας. Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ὁλόθερμη Πίστη στὸν Θεό, ὄχι ἁπλῶς ἡ παραδοχὴ τῆς ὕπαρξής Του, ἀλλὰ καὶ ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στὴ θεία Του Πρόνοια γιὰ μᾶς καὶ ἡ παράδοσή μας στὸ ἅγιό Του θέλημα, εἶναι ἡ βάση, τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀδύνατο χωρὶς μιὰ τέτοια πίστη νὰ σωθοῦμε, κι ἀδύνατο χωρὶς πίστη νὰ εἰσακουσθοῦμε προσευχόμενοι. Γι᾽αὐτό, στὶς θλίψεις, στὶς δοκιμασίες, στὶς ἀρρώστειες, στὰ βάσανά μας, ἂς μὴν ἀποκάμουμε προσευχόμενοι, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας. Κι ἂν βλέπουμε, πὼς φαινομενικὰ δὲν εἰσακουόμαστε, ἐμεῖς, σὰν τοὺς τοὺς δύο τυφλοὺς τῆς περικοπῆς, νὰ συνεχίσουμε νὰ φωνάζουμε, νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ὑπομονή, μὲ ἐλπίδα, μὲ ταπείνωση. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ συχνὰ ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας γιὰ τοὺς λόγους, πού, ὡς Πάνσοφος, Αὐτὸς μόνος γνωρίζει, στὴν κατάλληλη ὥρα κι ὅταν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας, θὰ μᾶς δώσει καὶ περισσότερα ἀπ᾽ ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦμε καὶ ποὺ ἀξίζουμε! Ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε!
Δεύτερο τιθέμενο σπουδαῖο θέμα, ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὸ προηγούμενο, εἶναι αὐτὸ τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ θεῖο δῶρο νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἄμεσα καὶ ζωντανά, μὲ τὸν Πλάστη μας. Γιὰ τοῦτο, εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Κι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ ἀληθινή, εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Κύριο προσευχή, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη μας πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον, ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, συνυφασμένες μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση. Νὰ βοοῦμε κι ἐμεῖς, σὰν ἄλλοι τυφλοὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ἐλέησον ἡμᾶς!» Μαζὶ μὲ τὶς καθιερωμένες προσευχὲς τοῦ ἡμερονυκτίου, νὰ λέμε, ὅσο συχνότερα μποροῦμε, τὴ σύντομη αὐτή, ἀλλὰ ἰσχυρότατη καὶ εὐλογημένη προσευχή, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καί, σὲ συνδυασμὸ μὲ ὀρθὴ πνευματικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, θὰ μᾶς ἀποδώσει πολλοὺς καὶ πλούσιους καρπούς. Ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα, καὶ ποὺ ἀγαποῦσε ἐξαιρετικὰ τὴν Παναγία μας, προσευχόταν καὶ φώναζε συνεχῶς: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτισον τῆς ψυχῆς μου τὸ σκότος! Φώτισε τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς μου!» Κι ἐμφανίστηκε σ᾽αὐτὸν ἡ Παναγία μας, καὶ τοῦ χορήγησε πλούσια φώτιση καὶ πολλὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!

Τρίτο, τέλος, ἄξιο προσοχῆς θέμα, ποὺ ἀναφαίνεται, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Πρῶτα, ἀποφεύγει, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, νὰ κάνει ἀμέσως καὶ δημόσια τὸ θαῦμα. Ἀλλά, κι ἀμέσως μετὰ τὴ θεραπεία, τὸ μόνο ποὺ ζητάει ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους εἶναι νὰ μὴν εἰποῦνε σὲ κανένα τίποτα! Καὶ τοῦτο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἐπὶ γῆς ἔργα Του, τὸ κάνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ διδασκαλία μας, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´Πέτρ., 2,21). Ὅ,τι δηλαδὴ καλό, θεάρεστο ἐνεργοῦμε, νὰ τὸ κάνουμε ὅσο γίνεται πιὸ κρυφά, πιὸ ταπεινά, μὲ ἀφάνεια. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3). Ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι γεμάτη διδάγματα καὶ παραδείγματα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἀρετές, τὰ καλὰ ἔργα «ἐν κρυπτῷ», γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, κι ὄχι τῶν ἀνθρώπων.

Ἂς ἱκετεύσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Φιλάνθρωπό μας Κύριο, νὰ μᾶς δίνει πίστη, τὴν πίστη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα τῶν δὐο τυφλῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, κι ἂς εὐχόμαστε συνεχῶς κι ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς! Φώτισε τὴ σκοτισμένη ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας, κι ἀξίωσέ μας νὰ ἰδοῦμε τὸ ἄχραντο Πρόσωπό Σου στὴ Βασιλεία Σου. Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Χριστού-ελπίς

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Χριστού-ελπίς

Τὰ πολύτιμα μαργαριτάρια, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀνακαλύπτουν ὅσοι κατεβαίνουν στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἂς κατεβοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα νοερά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ βάθος τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀνεβάσουμε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ νοητὰ καὶ ἀτίμητα μαργαριτάρια τῶν θείων ἐννοιῶν, ἐξετάζοντας συνάμα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυροῦν τὴ Θεότητά Του καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια αὐτῆς, ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Ἂν θυμᾶστε, ὁ Κύριός μας, ἀμέσως μετὰ τὸν θαυματουργικὸ πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ψαριῶν, μὲ τὰ ὁποῖα χόρτασε ἴσως καὶ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπων, ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦνε σ᾽ ἕνα πλοῖο, ἀπ᾽αὐτὰ ποὺ ἀγκυροβολοῦσαν στὶς ὄχθες τῆς Λίμνης τῆς Γεννησαρέτ (ἢ θάλασσας τῆς Τιβεριάδας, ὅπως διαφορετικὰ λεγόταν), καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἀντίπερα ὄχθη, μέχρι αὐτὸς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους ἐκείνους καὶ νὰ τοὺς στείλει εἰρηνικὰ στὰ σπίτια τους.

Μόλις λοιπὸν ἀναχώρησαν οἱ ὄχλοι, ὁ Χριστός μας ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Τί μᾶς διδάσκει μ᾽αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ἐνεργοῦσε γιὰ νὰ δίνει παραδείγματα μίμησής Του καὶ τρόπους σωτηρίας; Πρῶτα, τὸ ὅτι ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπευθύνεται μὲ τὴν προσευχή Του στὸν Θεὸ Πατέρα. Κατόπιν, μᾶς ὑποδεικνύει τὴ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς σὲ ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο. Καὶ τοῦτο ἔπραξε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο τότε, μὰ καὶ ἄλλες φορές, ποὺ διανυκτέρευσε στὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους («Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι, καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ» [Λουκ. 6,12]), δείχνοντας, πὼς καὶ ἡ ἡσυχία τοῦ καιροῦ (τῆς νύκτας) καὶ τοῦ τόπου (ἡ ἔρημος) ὑποβοηθοῦν ἰδιαίτερα τὴν προσευχή μας νὰ ἀποδώσει πλούσιους καρπούς. Κι ἐμεῖς, καλὸ εἶναι, νὰ ἐπιλέγουμε ἕνα ἥσυχο μέρος καὶ κάποια ἥσυχη ὥρα, εἴτε στὸ σπίτι μας, εἴτε ἀλλοῦ, γιὰ νὰ ἀφοσιωνόμαστε, ὅσο γίνεται ἀπερίσπαστα, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ μελέτη.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ βρίσκονταν τότε; Στὸ μέσο τῆς λίμνης, μέσα στὸ πλοῖο, καὶ ταλαιπωροῦνταν, γιατὶ ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος στὴν πορεία ποὺ εἶχαν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, τί κάνει; Ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦν, τοὺς ἀφήνει φαινομενικὰ μόνους, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, μέχρι ποὺ θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ ἐπέμβει. Καὶ ἄλλη φορὰ κινδύνευσαν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπως διηγοῦνται τὰ Εὐαγγέλια (βλ. Ματθ.8, 23-27), ἀλλὰ τότε ἦταν μαζί τους σωματικὰ ὁ Κύριος καὶ κοιμότανε, μέχρι ποὺ τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι οἱ μαθητές Του καὶ ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα καὶ κόπασε, καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ ἡσύχασαν. Τώρα, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει, τοὺς ἀφήνει ὅλη τὴ νύκτα μέσα στὴν τρικυμία, γιὰ νὰ χάσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Πάνσοφος, ὅταν ἔκρινε κατάλληλη τὴ στιγμή. Διότι, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε κοντά τους κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύκτας, περιπατῶντας πάνω στὴ θάλασσα. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, οἱ σκοπιὲς τῶν στρατιωτῶν ὀνομάζονταν φυλακές, διαρκοῦσαν τρεῖς ὧρες, καί, ἀναλόγως, ἂν ἐκτελοῦνταν ἡμέρα ἢ νύκτα, ὀνομάζονταν «φυλακὲς τῆς ἡμέρας» ἢ «φυλακὲς τῆς νυκτός». Γιὰ τὶς νυκτερινὲς σκοπιές, ἡ πρώτη φυλακὴ ἦταν ἀπὸ τὶς 6 μ.μ. μέχρι 9 μ.μ.Ἔτσι, ἡ «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός», ποὺ ἀναφέρει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι τὸ διάστημα 3 π.μ.-6 π.μ. Πρὶν λοιπὸν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζει τὸ φῶς, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος κοντὰ στοὺς μαθητές Του, διδάσκοντάς τους, ὅπως σοφὰ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα τὰ ἐπερχόμενα καὶ νὰ μὴ ζητοῦν ἀμέσως τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς. Ἀλλά, ἕνεκα καὶ τοῦ σκοταδιοῦ καὶ τῆς κακοκαιρίας, ποὺ ἐπικρατοῦσαν, καὶ τῆς ταλαιπωρίας, ποὺ προηγήθηκε, δὲν ἀναγνώρισαν ἀμέσως τὸν καλό τους Διδάσκαλο οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ νόμισαν πὼς ἦταν ἕνα φάντασμα, κι ἀπὸ τὸν φόβο τους ἄρχισαν νὰ φωνάζουν! Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν στὸ ἔσχατο τοῦτο σημεῖο τῆς δοκιμασίας, τότε ἔκανε καθαρὰ φανερὸ τὸν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Ἀμέσως δηλαδὴ τοὺς μίλησε, τοὺς ἔδωσε θάρρος: «Ἔχετε θάρρος, μὴ φοβᾶσθε, ἐγὼ εἶμαι!», εἶπε. Καὶ ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ γλυκειά Του φωνὴ τὸν κατέστησε ἀμέσως ἐμφανὴ στοὺς ἀποστόλους. Κι ὁ πάντοτε θερμότερος Πέτρος, ποὺ σὲ ὅλα προτρέχει, τί εἶπε τότε; «Κύριε, ἂν πράγματι ἐσὺ εἶσαι ὁ Διδάσκαλός μας, πρόσταξε νὰ περπατήσω κι ἐγὼ πάνω στὰ νερά, σὰν ἐσένα, καὶ νὰ ἔρθω κοντά Σου.» Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πίστη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πέτρου, νὰ πάει τὸ συντομώτερο κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. «Ἔλα!», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ κατέβηκε στὴ λίμνη ὁ Πέτρος. Καί, ὅσο εἶχε στέρεα τὴν πίστη, περπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ σὰν σὲ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἡ δύναμη τῶν ἀνέμων καὶ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸν ἔκαναν νὰ δειλιάσει, νὰ ὀλιγοπιστήσει, ἄρχισε νὰ βυθίζεται! Μὰ μόλις φώναξε μὲ πίστη, «Κύριε, σῶσε με!», καὶ πάλιν ἀνταποκρίνεται ἄμεσα ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης: Τοῦ ἅρπαξε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπιφάνεια, ἐπιτιμῶντας τον συνάμα μὲ ἀγάπη: «Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες σ᾽ ὅ,τι σοῦ εἶπα;» Καί, μόλις μπήκανε στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ γαλήνεψε τ᾽ ἀγριεμένο ἐκεῖνο πέλαγος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ δύο καίρια θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ θὰ ἤθελα γιὰ λίγο νὰ σταθοῦμε, δύο σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀλληλένδετα ζητήματα: Πρῶτο, αὐτὸ τῶν θλίψεων, τῶν δοκιμασιῶν στὴ ζωή μας. Καί, δεύτερο, αὐτὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης, ποὺ ἐπιδεικνύουμε καὶ ἀποδεικνύουμε πὼς ἔχουμε, σ᾽ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Πρέπει καταρχὴν νὰ ἐπισημάνουμε, πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο στὸν κόσμο τοῦτο. Σὲ θεὰ Τύχη δὲν πιστεύουμε, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸν Κυβερνήτη τῶν ὅλων Θεό! Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ Προνοητὴς γιὰ ὅλα Του τὰ κτίσματα. Ἡ ἀγάπη του, ἡ πατρική του πρόνοια μεριμνᾶ γιὰ ὅλα, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος ἔχυσε τὸ αἷμα Του στὸν Σταυρό. Οὐδέποτε εἴμαστε μόνοι, ἀδελφοί! Φθάνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ τὸ ἀντιλαμβάνεται τοῦτο. Γι᾽αὐτό, ὅταν θλίψεις, ἀρρώστειες, κίνδυνοι μᾶς κυκλώνουν στὸ διάβα τῆς ζωῆς, εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ, ποὺ τὰ ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας. Εἶναι ἡ ἄλλη ἔκφραση καὶ ὄψη τῆς ἀγάπης Του, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ πίστη μας, νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, νὰ καθαρίσει ἡ ψυχή μας. Εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε καὶ βάδισε ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτής, ἡ ὁδὸς τοῦ Γολγοθᾶ, τὴν ὁποία ἀκολουθῶντας ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα σ᾽Αὐτόν, ὁδηγεῖται στὴν Ἀνάσταση! Ποτέ, λοιπόν, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη μας. Νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Κύριος πάντοτε ἀποβλέπει στὸ καλό μας, στὴ σωτηρία μας, στὸ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε κοντά Του στὴν αἰωνιότητα! «Ὁ Θεός ἀργεῖ, μὰ πάντα δίνει», λέγει μιὰ σοφὴ παροιμία. Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἀγῶνα πνευματικὸ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ὅποιες δοκιμασίες, τοὺς ὅποιους πειρασμούς, θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε, θὰ ἐμφανισθεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θὰ μᾶς ἀδράξει τὸ χέρι, θὰ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ τὸν βυθὸ τῶν θλίψεων, θὰ μᾶς βάλει στὸ πλοῖο τῆς ἀγάπης Του καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας, στὴν οὐράνια καὶ ἀσάλευτη καὶ ἀτελεύτητη Βασιλεία Του. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!

Ὁμιλία στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Β´Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Απόστολος Ματθαίος, ψηφιδωτό 6ος αι., Παναγία Κανακαριάς, Κύπρος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ διαθήκη, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἕνα βιβλίο ἀθάνατο. Ἕνα βιβλίο, ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Γράφηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχαν πλούσιο τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ μέσῳ του μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός (γι᾽αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ), καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει σ᾽αὐτὸ τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς Πίστης καὶ συνάμα τὸν ἁρμόζοντα τρόπο ζωῆς αὐτῶν, ποὺ τὸ ἀποδέχονται-καὶ ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι- ὡς ἀποκάλυψη Θεοῦ.

Συχνὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλούστατος στὴν ἔκφραση, ἀλλὰ περιέχει κρυμμένο μεγάλο πνευματικὸ βάθος καὶ πηγάζει ἀνεξάντλητη πνευματικὴ ὠφέλεια.Καὶ τοῦτο, τὴν ἀπόκρυψη δηλαδὴ τοῦ πνευματικοῦ κάλλους κάτω ἀπὸ τὴν ἀφελότητα τῆς ἔκφρασης τοῦ κειμένου, οἰκονόμησε ὁ Θεός, ὥστε νὰ ταπεινώνει τὸ ὑπερήφανο πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ συχνὰ νομίζουμε πὼς ὅλα τὰ ξέρουμε κι ὅλα τὰ κατανοοῦμε, γιὰ νὰ μελετοῦμε τὶς Γραφὲς μὲ ταπείνωση, προσευχή, εὐλάβεια καὶ ἀνάλογη πνευματικὴ ζωή, ὥστε νὰ ἑλκύουμε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησή τους. Καί, ὅπως ὡραιότατα τὸ ἐκφράζει ὁ Προφητάνακτας Δαβὶδ σ᾽ἕνα Ψαλμό του, «Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά Σου• διὰ τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ ψυχή μου. Ἡ δήλωσις τῶν λόγων Σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους» (Ψαλμ. 118, 129-130).

Τοῦτο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας, παρὰ τὴ μικρή της ἔκταση καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς περιγραφῆς, σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ζητήματα. Τὸ σπουδαιότερο τιθέμενο ζήτημα εἶναι βεβαίως αὐτὸ τῆς κλήσης, τοῦ καλέσματος τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει καὶ τῆς σχετικῆς ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ κάλεσμα.

Τὸ πρῶτο δημόσιο κήρυγμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, μετὰ τὴ Βάπτισή Του, τὴν τεσσαρακονθήμερη παραμονὴ στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, εἶναι κήρυγμα μετανοίας: «Μετανοεῖτε• ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ τὸ πρῶτο στὴ συνέχεια θαυμαστό Του ἔργο, ποὺ τόσο λιτὰ καὶ παραστατικὰ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν του, ἡ ἁλιεία τῶν ἁλιέων, τὸ ψάρεμα τῶν ψαράδων! Ἔτσι εὐδόκησε μὲ τὴν πανσοφία του ὁ Θεός, νὰ καλέσει στὸ μέγιστο τοῦτο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς οὐράνιας βασιλείας, τῆς ἁλιείας τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ὄχι σοφοὺς καὶ ρήτορες καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ ἄσημους καὶ ἀγραμμάτους κατὰ κόσμον, ὥστε τὸ μεγαλεῖο τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας νὰ διαλάμψει, ὄχι μέσῳ μίας ἀνθρώπινης τῶν ἀποστόλων σοφίας, ἀλλὰ διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε «τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ»!

Ἡ σκηνὴ τῆς ἀποστολικῆς κλήσης ἐκτυλίσσεται στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας ἢ λίμνης τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Ναζαρέτ, ὅπως τὴν ὀνομάζουν ἀλλοῦ τὰ Εὐαγγέλια ἀπὸ τὶς ὁμώνυμες πόλεις, ποὺ ἦσαν κτισμένες στὶς ὄχθες της. Περιπατῶντας ἐκεῖ ὁ Κύριος, βλέπει δύο δυάδες ἀδελφῶν ψαράδων: Τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ποὺ ρίχνανε τὰ δίκτυα νὰ ψαρέψουν, καὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἔφτιαχναν ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ δίκτυα τοῦ πατέρα τους. Κι ὁ καρδιογνώστης Ἰησοῦς, ποὺ διέγνωσε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ τὴν καλή τους προαίρεση, «ὁ γινώσκων τὰ πάντα πρὶν γενέσθαι», τοὺς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν: «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ ποιά ἡ ἀνταπόκρισή τους στὴ θεϊκὴ τούτη κλήση; Ὅπως χαρακτηριστικὰ ὑπογραμμίζει ὁ Εὐαγγελιστής, «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ». Ἡ ἀπάντηση τούτη τῶν πρώτων μαθητῶν στὸ κάλεσμα τοῦ Δεσπότου, ἡ ἄμεση δηλαδὴ καὶ χωρὶς προϋποθέσεις θετικὴ ἀνταπόκρισή τους, ἀποκαλύπτει τὴν ἁγνότητα τῶν καρδιῶν τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά τους νὰ ὑπακούσουν στὸ οὐράνιο προσκλητήριο ὑφιστάμενοι κάθε θυσία.

Ἂς ἀκούσομε ἐν προκειμένῳ ἕνα ὡραιότατο σχόλιο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Πρόσεξε, παρακαλῶ, τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους. Διότι, ἄνκαι βρίσκονταν στὴ μέση τοῦ ἔργου τους, δὲν ἀνέβαλαν, δὲν μετέθεσαν γιὰ ἀργότερα (τὴν ἀνταπόκρισή τους), δὲν εἶπαν• Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι, νὰ τὰ ποῦμε μὲ τοὺς συγγενεῖς μας. Ἀλλά, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, τὸν ἀκολούθησαν.»

Κι ἂς μὴ νομίσουμε εὔκολη κι ἀνώδυνη τὴν ἀπόφαση τούτη τῶν μαθητῶν, ποὺ σήμαινε στὴν οὐσία μία ὁλοκληρωτικὴ ἀποταγὴ τῶν πραγμάτων τους καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ὅση δυσκολία ἔχει ὁ πλούσιος, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἀρχοντικὸ καὶ τὰ πλούτη του, κι ὁ ἄρχοντας κι ὁ ἀξιωματικὸς τὴν ἐξουσία καὶ δόξα τους, τόση ἔχει κι ἕνας φτωχός, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλύβη καὶ τὰ λίγα μικροϋπάρχοντά του, καὶ νὰ ἀκολουθήσει γιὰ τὸ ἄγνωστο, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει θυσίες καὶ φτώχεια καὶ ὁποιονδήποτε κίνδυνο, ἕνα διδάσκαλο, ποὺ τοῦ ὑπόσχεται ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ οὐράνια καὶ ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια. Κι ὅμως, οἱ ἀπόστολοι τόλμησαν καὶ εἶπαν τὸ μεγάλο ναὶ στὸν Καλοῦντα. Κι ὄχι μόνο ἕως ἐδῶ, ἀλλά, παρὰ τὶς καταρχὴν ποικίλες ἀδυναμίες τους, ἕνεκα τῆς ἀτέλειάς τους, ἔζησαν μέχρι καὶ τὸ μαρτυρικό τους τέλος μία ζωὴ θυσίας καὶ μαρτυρίας, μαρτυρίας Χριστοῦ. Γιατί; Ἐπειδὴ πίστευσαν ὁλοκληρωτικὰ στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸν ἀγάπησαν ἕως θανάτου!

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Τὸ παράδειγμα τοῦτο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησή Του, ἀποτελεῖ, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὸ μέτρο καὶ νὰ προσδιορίζει καὶ τὸν δικό μας τρόπο ζωῆς, τὴ στάση μας, ὡς Χριστιανῶν, ἀπέναντι στὸν Κύριο, στὸ Εὐαγγέλιό Του, στὸ συνεχὲς κάλεσμά Του πρὸς ἐμᾶς, ὅσο βρισκόμαστε στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Διότι κι ἐμεῖς εἴμαστε «κλητοὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ», δηλαδὴ καλεσμένοι ἀπ᾽Αὐτόν. Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας γινόμαστε «κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Πόσο ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴ συνεχὴ τούτη κλήση ἡ Ἀποκάλυψη! «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3,20). Ὁ Κύριος στέκει στὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μας καὶ κτυπάει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, γιὰ νὰ μπεῖ, νὰ κατοικήσει μόνιμα μέσα μας, γιατὶ τὸ ἐπιθυμεῖ πολὺ καὶ τὸ ζητάει: «δός μοι,υἱέ, σὴν καρδίαν»(Παροιμ. 23,26)! Καὶ ἡ στάση τῶν ἀποστόλων, μὰ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καθορίζει τὰ βασικὰ γνωρίσματα μιᾶς πραγματικῆς ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Σωτῆρα μας. Βασικά της γνωρίσματα εἶναι ἡ προθυμία, δηλ. ὁ ζῆλος, ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ταυτόχρονα ἡ αὐταπάρνηση, ἡ ἄρνηση δηλ. τοῦ ἐγώ μας, τοῦ ἑαυτούλη μας, τῆς ἱκανοποίησης τῶν παραλόγων καὶ ἁμαρτωλῶν παθῶν μας, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς κλήσης μας αὐτῆς. Αὐταπάρνηση εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ προσφορᾶς, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ ζωή μας.

Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, νὰ μᾶς χαρίζει τούτη τὴ συνέπεια, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει ἐμᾶς τοὺς ταπεινούς, ποὺ εἴμαστε κλητοὶ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ στὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ μᾶς δίνει εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ διόρθωση τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ζωῆς μας. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ σταθοῦμε στὰ δεξιά Του, νὰ μᾶς συναριθμήσει μὲ ὅσους φάνηκαν ἀντάξιοι τῆς χριστώνυμης κλήσης, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!