Βίος του Αγίου Προφήτου και Θεόπτου Μωυσέως (4 Σεπτεμβρίου)

Mνήμη του Aγίου Προφήτου και Θεόπτου Mωυσέως.
 
Oυκ εκ πέτρας νυν, ουδ’ οπισθίων μέρος,
Mωσή θεωρείς. Aλλ’ όλον Θεόν βλέπεις.

Ο προφήτης Μωυσής κατήγετο από την φυλή του Λευί. Υιός του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους της σκληρής καταδυναστεύσεως των ομογενών του από τον Φαραώ. Φοβούμενος ο τελευταίος την αύξησι και ευημερία των Εβραίων, πού ζούσαν εκεί από την εποχή του πάγκαλου Ιωσήφ, έκανε σκληρότατες τις συνθήκες εργασίας τους και διέταξε να θανατώνονται όλα τα νεογέννητα άρρενα τέκνα τους. Η μητέρα του Μωυσέως, για να τον σώση, τον έβαλε μέσα σε κάνιστρο αλειμμένο με πίσσα, το οποίο απέθεσε η αδελφή του Μαριάμ στην ακροποταμιά του Νείλου εγκαταλείποντας το στην Θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, πού σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανετράφη ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθή από την πίστι των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Σε ηλικία σαράντα ετών ο Μωυσής εφόνευσε ένα Αιγύπτιο, πού είχε επιτεθή εναντίον ενός Ισραηλίτου, και για να διασωθή από την καταδίωξι ξενιτεύθηκε στην γη Μαδιάμ. Εκεί έλαβε ως σύζυγο την Σεπφώρα, θυγατέρα του ειδωλολάτρου ιερέως της Μαδιάμ Ιοθόρ. Μαζί της απέκτησε δύο υιούς, τον Γηρσάμ, πού σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, πού σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνη το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ημέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτείας στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την Θεοφάνεια αυτή, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της έν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψη στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρη στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβη το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψη στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Θεό τους στην έρημο. Κατά θείαν παραχώρησι η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζωνται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως εκτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμι του Θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήση να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, πού τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο Θεός τους οδηγούσε την μεν ημέρα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρησί τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξίν τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ’ εντολήν του Θεού κτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διεχώρισε στα δύο. «Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». «Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέσι, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ πού τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον Θεό ωδή, «’Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται- ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν, βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν» (‘Έξ 15, 1-2), πού έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ώς το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, πού εποίκιλλε στην γεύσι ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήση με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατετρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή .

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανεβή μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφήν πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. «Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψι της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ημέρες και νύκτες πού παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ο,τι ήταν αναγκαίο, για να απόκτηση ο λαός την Θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωσι της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρη ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων «Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, πού κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία-«Και νυν ει μεν αφεις αυτοίς την αμαρτίαν αυτών, άφες• ει δε μή, εξάλειψόν με εκ της βίβλου σου, ης έγραψας.» (Εξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ’ ύπαγόρευσιν του Θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. «Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το Θείο Φως, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φως, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψι. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του Θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, πού αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήση με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους πού έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψι της χώρας, εστασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψη στην Αίγυπτο. Ο Θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίση τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνησι, άφ’ ενός μέν για να παιδαγωγηθούν, άφ’ ετέρου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνησι έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεσι αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο του έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψι νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτου τους. Ο Θεός είπε στον Μωυσή να τους δώση νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε:   «Ακούσατε μου, οι απειθείς- μή εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής• ο ίδιος όμως εξ αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον Θεό να μην εισέλθη στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέππες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του Θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. «Έπειτα έχρισε ώς διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον Θεό την ωδή, «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω, και ακουέτω η γη ρήματα εκ στόματος μου…» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε ανεβή για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ’ αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας , Ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, πρώτος τόμος [Μήνας Σεπτέμβριος], Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ