Ἀρχιμ. Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ὅς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν,
ἔσται ὑμῶν διάκονος»
Σήμερα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, εὑρισκόμαστε ἤδη, χάριτι Θεοῦ, στὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Καί, ὅπως καθ᾽ ὅλο τὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἔτσι καὶ τώρα, ἰδιαίτερα τώρα, κατὰ τὴν εὐλογημένη τούτη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, ὡς φιλόστοργη μητέρα, μὲ τοὺς ὡραίους ὕμνους καὶ τὰ ἐπιλεγμένα ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μᾶς καθοδηγεῖ στὴν ὁδὸ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα τῶν Νηστειῶν, ποὺ καταλήγει στὰ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ζωηφόρο Του Ἀνάσταση.
Εἶναι γιὰ τοῦτο ποὺ ὁρίστηκε νὰ διαβάζουμε σήμερα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἐπειδὴ περιλαμβάνει, ἐνόψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ποὺ πλησιάζει, τὴν πρόρρηση τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὰ Πάθη καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή Του, ἀλλὰ καὶ τὴ σωτήρια διδαχή Του γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς, μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιωνόμαστε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς οὐράνιας βασιλείας του.
Τὸ σπουδαῖο σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα διαλαμβάνει γιὰ τὴν ἀκρίβεια τρεῖς ψυχοσωτήριες ὑποθέσεις: Πρώτη, τὴν προφητεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ἐπεικείμενο τότε Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του· δεύτερη, τὴν αἴτηση τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου, δηλαδὴ τῶν ἀποστόλων Ἰάκωβου καὶ Ἰωάννη, γιὰ πρωτοκαθεδρία στὴ βασιλεία τοῦ Κυρίου καί, τρίτη, τὴ νουθεσία τοῦ Θεανθρώπου γιὰ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πιστὸς χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἀνέλθει στὴν ἀληθινὴ δόξα καὶ ἁγιότητα.
Ὁ Ἰησοῦς ἀνεβαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ καιρὸς τῆς σταυρικῆς Του θυσίας, προετοιμάζει τοὺς ἀδύνατους ἀκόμη καὶ ἀτελεῖς μαθητές Του. Τοὺς προλέγει τὴν σκευωρία τῶν ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων, τὴ σύλληψή του, τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς μαστιγώσεις, τοὺς ἐμπτυσμούς, τέλος τὴ θανάτωση καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή Του. Καί, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπειδὴ ἦταν φυσικό, ἂν καὶ τοὺς προανέφερε κι ἄλλες φορὲς γιὰ τὸ ἐπερχόμενο Πάθος Του, ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν κἂν νὰ τὸ σκεφθοῦν τὸ ξεχνοῦσαν, τοὺς τὸ ὑπενθυμίζει συχνά, ὥστε ὅταν θὰ ἔβλεπαν τὸ πανώδυνο ἐκεῖνο τέλος Του, καὶ νὰ μειώσει τὴ λύπη τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἐν γνώσει Του καὶ μὲ τὴν θέλησή Του ὑπέμεινε τὴ Σταύρωση, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀλλά, οἱ μαθητές Του, μὴ ἔχοντας ἀκόμη τὴν πληρότητα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους Του. Νομίζουν, πὼς ἡ βασιλεία καὶ δόξα τοῦ διδασκάλου τους, γιὰ τὴν ὁποία συχνὰ τοὺς ὁμιλοῦσε, θὰ ἦταν ἐπίγεια, ἐγκόσμια! Μάλιστα, εἶχαν ἀκούσει νὰ τοὺς ὑπόσχεται, ὅτι θὰ καθίσουν σὲ δώδεκα θρόνους, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι δὲ γνωστό, πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε ὡς ἐκλεκτότερους καὶ πλέον ἔμπιστους τρεῖς ἀπὸ τὴ χορεία τῶν μαθητῶν: Τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Φοβούμενοι δὲ οἱ δύο τελευταῖοι, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος τὸ πρωτεῖο, ποὺ ἔδειχνε νὰ παραχωρεῖ ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, τολμοῦν νὰ τοῦ ζητήσουν μιὰ χάρη. Τοῦ ζητοῦν ἀπερίφραστα («θέλομεν ἵνα, ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν, ποιήσῃς ὑμῖν»), νὰ τοὺς δώσει τὴν πρωτοκαθεδρία σ᾽ αὐτὴ τήν, ὅπως νόμιζαν, ἐγκόσμια βασιλεία Του, καὶ νὰ τοὺς κάνει πρωτόθρονους: νὰ τοποθετήσει τὸν ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλο στὰ ἀριστερά Του! Καὶ τοῦ ζήτησαν τότε αὐτὴ τὴ χάρη, γιατὶ ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στὴν ἴδια χρονικὴ συνάφεια, νόμιζαν πώς, ἐπειδὴ πλησίαζε ὁ Κύριος στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ φανερωνόταν τότε ἀμέσως ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Λουκ. 19, 11). Λυπημένος ὁ Κύριος γιὰ τὴν παχυλότητα τῆς ἀντίληψής τους, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, ποὺ τοὺς κατεῖχε, τοὺς ἀπαντάει: «Δὲν γνωρίζετε, παιδιά μου, τί ζητᾶτε! Δὲν ἀντιληφθήκατε τὸ ποιά καὶ ποῦ καὶ πότε θὰ εἶναι ἡ δόξα καὶ βασιλεία μου!» Καί, ξαναδοκιμάζοντας τὸ φιλότιμό τους καὶ προσπαθώντας νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση, τοὺς ἐρωτᾶ, θέτοντας τὶς προϋποθέσεις συμμετοχῆς καὶ δόξας στὴν οὐράνια βασιλεία Του: «Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριο, ποὺ ἐγὼ σύντομα πίνω, καὶ νὰ βαπτισθεῖτε στὸ βάπτισμα, στὸ ὁποῖο ἐγὼ πρόκειται νὰ βαπτισθῶ;» Ἐδῶ ὁ Κύριός μας καὶ πάλιν μὲ τοὺς ὅρους ποτήριο καὶ βάπτισμα ὑπαινίσσεται παραβολικὰ πλὴν μὲ σαφήνεια τὸ ἐπικείμενο μαρτυρικό Του τέλος, στὸ ὁποῖο θὰ μετεῖχε μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ (ποτήριο) καὶ ὅλο τὸ σῶμα Του (βάπτισμα). Καὶ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: Ἐσεῖς, ζητᾶτε δόξες καὶ τιμὲς καὶ πρωτοκαθεδρίες! Στὴ βασιλεία μου ὅμως μετέχουν καὶ δοξάζονται μόνοι αὐτοί, ποὺ μετέχουν στὰ Πάθη μου. Αὐτοί, ποὺ σηκώνουν τὸν σταυρὸ τῶν ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων θλίψεων γιὰ τὴν ἀγάπη μου, ἐφαρμόζοντας μέχρι τέλους τὶς ἐντολές μου, τηρώντας μέχρι θανάτου τὴν Πίστη τους. Αὐτοί, ποὺ ὑφίστανται τὸ μαρτύριο, εἴτε τὸ ἀναίμακτο τῆς συνειδήσεως, εἴτε τὸ αἱματηρὸ τῆς ὁμολογίας τῆς Πίστης! Μά, ὅταν ἀπερίσκεπτα τοῦ ἀπάντησαν πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο καὶ νὰ βαπτισθοῦν στὸ βάπτισμά Του, χωρὶς νὰ κατανοήσουν τί ὄντως τοῦτο σήμαινε, τοὺς προφήτευσε ὅτι πράγματι θὰ μετεῖχαν τελικῶς στὰ Πάθη Του (ἐννοώντας τὶς ποικίλες θλίψεις καὶ διωγμούς τους στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ καὶ τὸν διὰ μαχαίρας θάνατο τοῦ Ἰακώβου), γιὰ νὰ καταλήξει: «Τὸ νὰ μετάσχει κάποιος στὴ δόξα μου, δὲν ἀνήκει σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ σὲ ὅσους ἔχει ἑτοιμασθεῖ.» Ἐδῶ ὁ Χριστός μας δείχνει ἄκρα ταπείνωση, ἐννοώντας πὼς τὴ δόξα αὐτὴ δὲν τὴν παραχωρεῖ ὁ ἴδιος ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἄναρχος Πατέρας Του καὶ ἀσφαλῶς ὁ ἴδιος, ὡς Θεάνθρωπος ὅμως· καὶ τὴν παραχωρεῖ «οἷς ἡτοίμασται», σ᾽ αὐτούς, ποὺ τοὺς ἔχει ἑτοιμασθεῖ, δηλαδὴ σ᾽ αὐτούς, ποὺ μὲ τὰ ἐνάρετα ἔργα τους καταστάθηκαν ἄξιοι αὐτῆς τῆς δόξας.
Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ἐπισημαίνει καὶ πάλιν ὁ θεῖος Χρυσόστομος, εἶχαν ζητήσει τὴν πρωτοκαθεδρία ἀπὸ τὸν Κύριο, παίρνοντάς τον παράμερα, γιατὶ αἰσθάνονταν τὸ πάθος τους καὶ ντρέπονταν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἀλλά, ἐπειδὴ προφανῶς ὁ Χριστὸς μίλησε στοὺς δύο αὐτοὺς ἔντονα, ἄκουσαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές, καὶ ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν γιὰ τὸ αἴτημα τῶν δύο, διότι, ἂν αὐτοὶ τιμῶνταν περισσότερο, αὐτοὶ ἀσφαλῶς θὰ παραγκωνίζονταν! Καὶ τοὺς συγκεντρώνει ὅλους μαζί, γιὰ νὰ τοὺς νουθετήσει κατάλληλα. Καὶ πρῶτα τοὺς ὑποδεικνύει, μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ἀρχόντων τῶν ἐθνῶν, ὅτι τὸ πάθος τοῦτο τῆς φιλοπρωτείας εἶναι ἴδιον τῶν ἐθνικῶν, δηλ. τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ ὅτι εἶναι πάθος τυραννικό, ποὺ ἐνοχλεῖ καὶ αὐτούς, ποὺ κατέχουν μεγάλα ἀξιώματα. Εἶναι δηλ. πάθος, τελείως ἀνάρμοστο σὲ μαθητές Του! Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καὶ τοὺς δέκα ἔκανε νὰ ντραποῦν γιὰ τὸν φθόνο τους, καὶ τοὺς δύο ταπείνωσε γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀπερισκεψία τους. Κι ἀφοῦ στιγμάτισε τὸ πάθος, παρουσίασε καὶ τὸ φάρμακο: «Ὅποιος θέλει νὰ καταστεῖ μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης τῶν ἄλλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ γίνει πρῶτος μεταξύ σας, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων.» Ὤ οὐράνια διαδασκαλία τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁδηγεῖ τὶς ψυχές μας σὲ ταπείνωση! Καὶ συνεχίζει: «Κι ὅτι αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἔτσι ἁπλᾶ, σὰν κούφια λόγια καὶ θεωρίες, πάρτε τὴν ἀπόδειξη ἀπ᾽ ὅσα κάνω καὶ πάσχω γιὰ χάρη σας. Διότι ἐγὼ ἔπραξα καὶ περισσότερα: Διότι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι βασιλιὰς τῶν ἄνω Δυνάμεων, ἔγινα μὲ τὴ θέλησή μου ἄνθρωπος, καὶ καταδέχθηκα νὰ καταφρονηθῶ καὶ νὰ ὑβρισθῶ. Καὶ δὲν ἀρκέσθηκα μόνο σ᾽ αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὑφίσταμαι πανώδυνο θάνατο. Γιατὶ ἐγώ, ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἦλθα στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ ὑπηρετηθῶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσω τὸ μέγιστο ἔργο τῆς καταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δίνοντας τὴν ψυχή μου, δηλ. θυσιάζοντας τὴ ζωή μου ὡς ἀντίλυτρο, γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Κύριός μας, ὅπως εἴδαμε, ἀπορρίπτει κάθετα τὴν ἐπιβολὴ καὶ τὴν καταπίεση, ὡς μέσα ἀνάδειξής μας. Οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου καταλαμβάνουν συχνὰ ἀξιώματα ὄχι ἀξιοκρατικά, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη, τὴν καταπίεση, τὴν τυραννία ἢ τὴ ραδιουργία, μὲ τὴ δημαγωγία καὶ τὴν κολακεία. Ἀνάλογες πρακτικὲς ἀκολουθοῦνται δυστυχῶς ἀνέκαθεν, ὄχι μόνο γιὰ τὴν κατάληψη μεγάλων ἀξιωμάτων, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ἁπλῆ διάκριση ἢ μιὰ συνηθισμένη προαγωγή. Τὰ μέσα ποὺ μετέρχονται πολλοὶ εἶναι, ἀλίμονο!, ἐγωιστικά, σκοτεινὰ καὶ ἀνέντιμα. Μπροστὰ στὴ δική μας ἐξέλιξη παραβλέπουμε κάθε κανόνα δικαίου. Ὑποσκάπτουμε τὴν καλὴ ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Μὰ ὁ Κύριος καταδικάζει τοῦτο τὸν τρόπο ἀνάδειξης καὶ ἀπορρίπτει ἀξιώματα καὶ τιμές, ποὺ ἀποκτῶνται μὲ ἀνέντιμα μέσα. Ταυτόγχρονα, κατακρίνει καὶ τὴν ἐγωπαθὴ καὶ τυραννικὴ ἄσκηση ἀξιωμάτων, ποὺ τυχὸν ἀναλαμβάνουμε.
Καί, τί μᾶς ἀντιπροτείνει; Τὸν εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης καὶ προσφορᾶς. Μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ἐν ἀγάπῃ ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. «Ὅς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.» Στὰ ἀθάνατα τοῦτα λόγια τοῦ Χριστοῦ διαφαίνεται ὅτι ἀληθινὰ μεγάλος δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ καταδυναστεύει καὶ ἐξουσιάζει, ἀλλὰ αὐτός, ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινά, κι αὐτή του ἡ ἀγάπη τὸν κάνει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ γίνεται ὑπηρέτης τῶν ἄλλων. Καὶ πρῶτος εἶναι αὐτός, ποὺ καταδέχεται ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης νὰ γίνεται δοῦλος τῶν ἄλλων. Ἀσφαλῶς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν τέτοια πνευματικὰ κατορθώματα, πρέπει νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας ἀγάπη καὶ ταπείνωση Χριστοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ πραγματικά, θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Κι ὅποιος ταπεινώνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς θὰ ἐξυψωθεῖ: «Ὅτι πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».