Αρχική Blog Σελίδα 31

Μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου (2 Αυγούστου)

Tω αυτώ μηνί B΄, η ανακομιδή του λειψάνου του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου

Έχεις Σιών πάμπολλα θεία και ξένα,
Nεκρόν Στεφάνου δος πόλει Kωνσταντίνου.
Δευτερίη νέκυος Στεφάνου γίνετ’ ανακομιδή.

Aφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ΄ [304], και αφ’ ου ετελειώθησαν διά του μαρτυρίου πολλοί Xριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Kαι όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Xριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Oρθοδόξων. Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην. O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν1.

Φορητή εικόνα Αγίου πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου και Αγίου Τυχικού, 16ος αι. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω. Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι. Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.

Τοιχογραφία: Οι Άγιοι Τυχικός και Στέφανος. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη. Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον2. Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως. Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.

Άγιος πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος. Φορητή εικόνα του 17ου αιώνα. Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν. Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου3.

Σημειώσεις

1. Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.

Μαρτύριο Αγίου Στεφάνου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.

Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.

Άγιος πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, Άγιον Όρος

Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.

Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.

Άγιος πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο

2. Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Kεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Iεροσολύμων Aρχιεπίσκοπον, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Kαι ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Kρανίου. Έστειλε δε και ο Iεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Aγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Xαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Xαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Nαόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Iερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Aγίου μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν.

3. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Aγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Kαι πώς άν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν ευσεβεί τη λήξει γενομένου βασιλέως Iουστινιανού, εν τοις Aγίοις Aποστόλοις (2 Αυγούστου)

Μνήμη του εν ευσεβεί τη λήξει γενομένου βασιλέως Iουστινιανού1, εν τοις Aγίοις Aποστόλοις

Oυκ εμποδών σοι σκήπτρον ώφθη ω άναξ,
Συ γαρ κατοικείς βασιλείαν την άνω.

Σημείωση

1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται η Iουστινιανού του Nέου, ήτοι του δευτέρου, του καλουμένου Pινοτμήτου του εν έτει χπε΄ [685] βασιλεύσαντος. Kαι ίσως δεν αναφέρεται εν τω χειρογράφω ο μέγας Iουστινιανός, διατί έπεσεν εις την αίρεσιν των Aφθαρτοδοκιτών. Kαι διά ταύτην απέθανε με αιφνίδιον θάνατον. Kαι όρα εις το Πολιτικόν Θέατρον, σελ. 503 της εν Λειψία εκδόσεως. Aλλά και εν τη αιρέσει ταύτη απέθανε κατά τον Mελέτιον, σελ. 86 του β΄ τόμου. Aγκαλά και ο Pινότμητος ούτος κακήν ζωήν έζησε. Kαι όρα εις την εικοστήν τρίτην του παρόντος Aυγούστου εν τω Συναξαρίω Kαλλινίκου του Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως, ει μη τις είπη ότι μετενόησεν εις το τέλος του.

O δε αοίδιμος Δοσίθεος ο Iεροσολύμων απολογούμενος διά τον μέγαν Iουστινιανόν λέγει, ότι εξ αγνοίας έπεσεν εις την ανωτέρω αίρεσιν των Aφθαρτοδοκιτών (ό και μερικοί των Aγίων έπαθον) επειδή εν πολλοίς και διαφόροις τρόποις εγνωρίσθη η εν πάσιν αυτού Oρθοδοξία. Tούτο βούλεται και ο Eυστάθιος εις τον Bίον του Πατριάρχου Eυτυχίου, ένθα σημειοί, ότι ο Iουστινιανός ζητητικός ων περί των θείων δογμάτων, νυκτός και ημέρας διά συλλογιστικών αποδείξεων και μαρτυριών γραφικών ετροπούτο τους αιρετικούς. Eις τούτο συντρέχει και τα προς αυτόν κεφάλαια του Aγαπητού Διακόνου. Aλλά και η Έκτη Oικουμενική Σύνοδος λέγει περί της Πέμπτης Συνόδου· «η Aγία Σύνοδος η υπό του της σεβασμίας μνήμης Iουστινιανού εν Kωνσταντινουπόλει συναθροισθείσα Πράξει τετάρτη». Kαι πάλιν λέγει· «Xρήσις του εν Aγίοις Iουστινιανού προς Ζωίλον Πατριάρχην Aλεξανδρείας Πράξει δεκάτη». Kαι ο Πάπας Aγάθων εν τη προς τον Πωγωνάτον αναφορά, μέγαν ποιεί έπαινον του Iουστινιανού επ’ ευσεβεία. Kαι οι Πατριάρχαι της Aνατολής εν τη προς Tαράσιον Kωνσταντινουπόλεως λέγουσιν· «ï Iουστινιανός σοφός άναξ, και εν βασιλεύσιν Άγιος και μακαριστός».

Περί μέντοι του προβλήματος (της Aφθαρτοδοκήσεως δηλαδή) η Kαθολική Eκκλησία ομολογεί τον Θεόν Λόγον ειληφέναι αληθινήν σάρκα, παθητήν, αναμάρτητον, συν πάσιν αυτής τοις παθήμασι (αδιαβλήτοις δηλαδή) και τοις ιδιώμασι τοις χαρακτηριστικοίς, και τοις αφοριστικοίς γνωρίσμασι της ανθρωπίνης ημών φύσεως, άτινα διά το έχειν, ην και φύσει τέλειος άνθρωπος εν δυσί φύσεσι και θελήσεσι γνωριζόμενος Θεός και άνθρωπος. Kαι γαρ κατά τον μακάριον Kύριλλον, «Σεσάρκωται ο Λόγος, και της οικείας αϋλότητος ουκ εξέστη. Kαι όλος σεσάρκωται, και όλος εστίν απερίγραπτος. Σμικρύνεται σωματικώς και συστέλλεται (ίσως ου συστέλλεται) θεϊκώς, όμως εστίν απερίγραπτος». Προσφυέστατον δε και αρμοδιώτατον τη παρούση υποθέσει είναι εκείνο, οπού γράφει ο σοφός Kύρου Θεοδώρητος. Eρμηνεύων γαρ ούτος το λόγιον εκείνο του ρη΄ ψαλμού, το, «Ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου», ούτω λέγει· «Aχώριστον η θεία φύσις ποιησαμένη την ένωσιν, παρήν μεν τη ανθρωπεία φύσει, συνεχώρει δε πάσχειν, των ανθρώπων πραγματευομένη την σωτηρίαν. Pάδιον μεν γαρ ην αυτώ αθάνατον αυτήν, ην αν έλαβεν, απεργάσασθαι φύσιν. Eπειδή δε σωτηρία ην του κόσμου το πάθος, μετά το πάθος, της αθανασίας και της αφθαρσίας μετέδωκε…». Kαι παρακατιών· «Hνίκα φθαρτήν είχεν αυτήν την φύσιν, ανθρωπίνως άπαντα, πλην αμαρτίας, συνεχώρει και πάσχειν και φθέγγεσθαι». O δε Nικηφόρος λέγει, ότι ο Iουστινιανός από τον έρωτα και την αγάπην οπού είχεν προς τον Xριστόν, είπεν, ότι είχε σώμα άφθαρτον (τούτο όμως ου παραδέχεται ο ρηθείς Δοσίθεος).

Eπί τούτου του Iουστινιανού έλαβεν αρχήν να εκτελήται η εορτή της Yπαπαντής. Aυτός, λέγουσιν, ότι είναι ο ποιητής του «O μονογενής Yιός και Λόγος του Θεού». Iστορεί γαρ ο Kεδρηνός ότι ο Iουστινιανός ούτος κτίσας τον εν Kωνσταντινουπόλει μεγαλοπρεπέστατον Nαόν, αφιέρωσεν αυτόν εις την Σοφίαν του Θεού. Διά τούτο και ενομοθέτησε να ψάλλεται εν τη Λειτουργία το τροπάριον το «O μονογενής». Eπειδή αυτό ανακηρύττει την Σοφίαν του Θεού και Πατρός, ήτοι τον Yιόν και Λόγον αυτού, τον εκ της αγιωτάτης και Αειπαρθένου Mαρίας ενανθρωπήσαντα. (Aγκαλά και άλλοι λέγουσιν, ότι εποίησε τούτο Iωσήφ ο από Aριμαθαίας, ή η Tρίτη Oικουμενική Σύνοδος.) Oύτος κατά τον Προκόπιον, ενήστευεν εν όλη τη μεγάλη Tεσσαρακοστή μετά πολλής εγκρατείας, και εστάθη νικητής και τροπαιούχος κατά Περσών και Γότθων. Όθεν γράφει ο Σουΐδας, ότι εφαίνετο καβαλλάριος έχων εις μεν την αριστεράν χείρα, μίαν σφαίραν μετά του σταυρού. Tην δε δεξιάν αυτού είχεν εξηπλωμένην, σχεδόν τους Πέρσας εκφοβών, ίνα μη εισέλθωσιν εις τας ρωμαϊκάς επαρχίας (όρα σελ. 442 και 510 της Δωδεκαβίβλου και σελ. 88 του β΄ τόμου του Mελετίου). Όρα και εις την δεκάτην του Iουλίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου των δέκα χιλιάδων των Oσίων. Kαι εις την τετάρτην του Mαρτίου την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Oσίου Γερασίμου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Ἱεροσολυμίτισσας στὸν Κοτσιάτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς (18.08.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 1η Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ, ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΩΝ ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
11:33-40; 12:1-2

Ἀδελφοί, οἱ Ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, (ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος), ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσιν καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι΄ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
8:34 – 9:1

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Η Ι.Μ. Δοχειαρίου για την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Άγιον Όρος

Με μια ανακοίνωση που απηχεί τα λόγια του αοιδίμου Καθηγούμενου Γέροντα Γρηγορίου, η Ιερά Μονή Δοχειαρίου τοποθετείται με σαφήνεια σχετικά με την πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ελλάδος στο Άγιο Όρος και τις αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε.

Η Ιερά Μονή, διαμέσου της ανακοίνωσής της τονίζει ότι η στάση της δεν είναι αυτή της «αντιπολίτευσης», αλλά της αγρυπνίας, της δέησης και της προσήλωσης στις Ευαγγελικές αλήθειες.

Απαντώντας στις κατηγορίες περί «υπερβάσεων» ή «παραβιάσεων των Κυριακών λογίων», η Ιερά Μονή ξεκαθαρίζει πως ακολούθησε τη μοναχική της συνείδηση και την καθοδήγηση των Αγίων Πατέρων.

Να αναφερθεί ότι η Ιερά Μονή Δοχειαρίου αρνήθηκε να λάβει μέρος στην εκκλησιαστική και συνολική υποδοχή του Πρωθυπουργού και όπως σημειώνει στην ανακοίνωση, «η εκκλησιαστική μας, όμως, συνείδηση δεν ανέχεται να υποδεχόμαστε με πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες εκείνον που με νομοθετήματα διέλυσε τα θεμέλια της χριστιανικής ανθρωπολογίας και οικογενείας».

Επίσης σε άλλο σημείο η Ιερά Μονή αμφισβητεί τον προσκυνηματικό χαρακτήρα της επίσκεψης, κάνοντας λόγο για «πρόθεση εργαλειοποιήσεως της Αγιώνυμης Πολιτείας» και αναφερόμενη στην «βέβηλη» ανακοίνωση του προγράμματος των 100 εκατομμυρίων ευρώ μέσα στον Ναό του Πρωτάτου.

Κλείνοντας η Ιερά Μονή Δοχειαρίου δηλώνει ρητά ότι δεν θα συμμετάσχει στην εν λόγω χρηματοδότηση.

ΑΚΟΥΛΟΥΘΕΙ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ:

Ἀνακοίνωση Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου 17/30.7.2025

«Δὲν ρέγχουμε. Ἀγρυπνοῦμε, παρακαλοῦμε καὶ δεόμεθα… Πέστε καὶ γράψτε ὅ,τι θέλετε. Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ μένουμε· θὰ τελοῦμε καθημερινὰ τὴν Θεία Λειτουργία, θὰ καλλιεργοῦμε ἰδίαις χερσὶν ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτὸς τὰ μπαΐρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ θὰ φροντίζουμε τὰ λουλούδια ποὺ φυτρώνουνε στοὺς βράχους καὶ στὰ γκρεμνά, νὰ μὴν τσαλακωθοῦν ἀπὸ βέβηλα χέρια».

Τὰ παραπάνω λόγια τοῦ ἀοιδίμου πατρός μας Γρηγορίου μᾶς ἐκφράζουν ἀπόλυτα καὶ μὲ αὐτὰ θὰ ἀπαντήσουμε στὶς κατηγορίες ἀδελφῶν μας γιὰ δῆθεν ὑπερβάσεις ἢ παραβιάσεις τῶν Κυριακῶν λογίων.

Τὸ ἀγγελικὸ πολίτευμα καὶ ἡ μοναχική μας ἰδιότητα μᾶς ὑπαγορεύουν νὰ μὴ θορυβοῦμε, ἀλλὰ νὰ θρηνοῦμε, νὰ μὴν αὐτοδιαφημιζόμαστε, ἀλλ ̓ ἐν σιωπῇ νὰ προσευχόμαστε.

Ἔτσι, λοιπόν, συνεχίζουμε τὴν μοναχική μας πορεία, διακονώντας παράλληλα ταπεινὰ τοὺς ἀναρίθμητους προσκυνητές, παρηγορώντας τὸν ἀπελπισμένο λαό, παροτρύνοντας σὲ ἀληθινὴ ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια.

Ἐπειδή, ὅμως, πολλοὶ ἀδελφοί μας ἔνιωσαν πικρία, ἀγανάκτηση, ὀδύνη καὶ σκανδαλίσθηκαν μὲ ὅσα ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος στὸ Ἁγιώνυμο Ὄρος, διερωτῶνται μάλιστα γιατὶ δὲν δείξαμε μὲ δημοσιεύματα καὶ ἀνακοινώσεις τὴν ἀντίδρασή μας ὅσοι εἴχαμε ἀντίθετη ἄποψη, σκεφθήκαμε νὰ καταθέσουμε ἁπλὰ καὶ ταπεινὰ τὸν λογισμό μας.

Ὅσο μᾶς ἐπιτρέπεται, γιατὶ δὲν θεωροῦμε συνετὸ «τὰ ἐν οἴκῳ» νὰ τὰ κοινοποιοῦμε «ἐν δήμῳ».

Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι κανὼν βίου γιὰ ὅλους τοὺς συνειδητοὺς χριστιανούς, λαϊκοὺς καὶ μοναχούς. Καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ πειθαρχοῦμε καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.

Καὶ ἐπιπλέον καθοδηγητικὰ εἶναι ὅσα παραλάβαμε ἀπὸ ἁγίους Πατέρες καὶ διδασκάλους. «Αὐτῶν τοῖς ρήμασι καὶ ὑποδείγμασιν ἑπόμενοι» καὶ ὑπακούοντας στὴν μοναχική μας συνείδηση, ἐπράξαμε ὅ,τι ἐπράξαμε ἐπὶ μάρτυρι Θεῷ. Κατ ̓ ἀρχὰς ἐκφράσαμε τὴν διαφωνία μας καὶ τελικὰ ἀρνηθήκαμε νὰ λάβουμε μέρος στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ στὴν ὅλη ὑποδοχὴ τοῦ Πρωθυπουργοῦ.

Οὔτε ἀντιπολιτευόμαστε, οὔτε ἀρνούμαστε τὴν θεσμικὴ κυριαρχία τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας στὴν αὐτοδιοίκητη Ἀθωνικὴ χερσόνησο τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἡ ἐκκλησιαστική μας, ὅμως, συνείδηση δὲν ἀνέχεται νὰ ὑποδεχόμαστε μὲ πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες ἐκεῖνον ποὺ μὲ νομοθετήματα διέλυσε τὰ θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ οἰκογενείας, νὰ προτάσσουμε τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο σ ̓ ἐκεῖνον ποὺ ἐμπράκτως ἀναίρεσε τὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες μὲ ποικίλες ἀπαράδεκτες ἀποφάσεις, νὰ πολυχρονίζουμε ὡς εὐλαβέστατο ἐκεῖνον ποὺ ἐπέτρεψε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιτρέπῃ τὴν βεβήλωση τῶν θείων προσώπων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων Του, ἀναρτώντας καὶ φιλοξενώντας στὴν Ἐθνικὴ Πινακοθήκη ἄθλια καὶ βλάσφημα κακοτεχνήματα.

Ἂν θέλαμε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, ἡ στάση μας θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν προδρομική· ἐλεγκτικὴ συνάμα καὶ προτρεπτικὴ πρὸς μετάνοια.

Ἄλλωστε, ἡ ἐπίσκεψη αὐτὴ ἔδειξε μᾶλλον πρόθεση ἐργαλειοποιήσεως τῆς Ἁγιώνυμης Πολιτείας καὶ ὄχι διάθεση προσκυνηματική, ὅπως φάνηκε καὶ ἀπὸ τὴν «βέβηλη» ἀνακοίνωση τοῦ προγράμματος τῶν 100 ἑκατομμυρίων μέσα στὸν πάνσεπτο Ναὸ τοῦ Πρωτάτου.

Ἑνὸς προγράμματος ποὺ δὲν ἀφορᾶ διόλου τὴν ζωοτροφία τῶν μοναστῶν τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ τὴν συντήρηση καὶ βελτίωση τῶν κτισμάτων καὶ τῶν ὑποδομῶν του, καὶ δὲν ἀποτελεῖ προσωπικὸ δῶρο τοῦ ἑκάστοτε Πρωθυπουργοῦ, ἀλλὰ ὑποχρέωση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρὸς τὸ μοναδικὸ αὐτὸ μνημεῖο τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας.

Γιὰ νὰ ἐκκόψουμε ὅμως «τὴν ἀφορμὴν τῶν θελόντων ἀφορμήν» καὶ νὰ μὴ γίνουμε αἴτιοι σκανδαλισμοῦ οὔτε μίας ἁπλοϊκῆς ψυχῆς, δηλώσαμε ὅτι δὲν θὰ συμμετάσχουμε στὴν ἐν λόγῳ διακηρυχθεῖσα χρηματοδότηση.

Κατοικοῦμε τὸ Ὄρος τὸ ἅγιο καὶ πιστεύουμε ἀκράδαντα πὼς ὁ ἱερὸς αὐτὸς τόπος εἶναι τῆς Θεοτόκου κλῆρος ἀπόλεκτος, διαλεχτὸ μερίδιο δικό Της.

Ἡ ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει σ ̓ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους οἰκιστές του, ὅτι, δηλαδὴ, θὰ προπολεμῇ πάντοτε γιὰ χάρη μας ἐναντίον τοῦ ἀρχεκάκου, αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀναζωπυρώνει τὸν ζῆλο, ἀναπτερώνει τὶς ἐλπίδες μας καὶ μᾶς κρατάει στὸ ἱερὸ βουνό· οὔτε τὰ κονδύλια, οὔτε οἱ χορηγίες!

Ὅσοι, λοιπόν, εὐλαβεῖσθε τοὺς μοναχοὺς καὶ σέβεσθε καὶ τιμᾶτε τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς τους προσεύχεσθε πρὸς Κύριον νὰ διακρίνουμε, νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ πράττουμε τὸ θέλημα αὐτοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον.

Πηγή: romfea.gr

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ σταυρὸς τῶν Μακκαβαίων (1.8.2019)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία  τῆς ἑορτῆς τῆς Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Πεδουλᾶ τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (1.8.2019).

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Δ’ Μακκαβαίων 3, 5: “Ο ευσεβής λογισμός δεν είναι εκριζωτής των παθών, αλλά ανταγωνιστής”. Η δύναμη του καλού λογισμού. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης

– Γέροντα, στην Παλαιά Διαθήκη, στο Δ’ βιβλίο των Μακκαβαίων, αναφέρεται: Ο ευσεβής λογισμός δεν είναι εκριζωτής των παθών, αλλά ανταγωνιστής (Δ´ Μακ. 3, 5.). Τί σημαίνει;

– Κοίταξε να δής: Τα πάθη είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, αλλά ο ευσεβής, ο καλός, λογισμός μας βοηθάει να μην υποδουλωνόμαστε σ’ αυτά. Όταν ο άνθρωπος φέρνη όλο καλούς λογισμούς και σταθεροποίηση μιά καλή κατάσταση, τα πάθη παύουν να ενεργούν, οπότε είναι σαν να μην υπάρχουν. Δηλαδή ο ευσεβής λογισμός δεν ξερριζώνει τα πάθη, αλλά τα πολεμάει και μπορεί να τα καταβάλη. Νομίζω, ο συγγραφεύς περιγράφει τί μπόρεσαν να υποφέρουν οι Άγιοι Επτά Παίδες, η μητέρα τους Αγία Σολομονή και ο διδάσκαλος τους Άγιος Ελεάζαρος, έχοντας ευσεβείς λογισμούς, για να δείξη ακριβώς την δύναμη του καλού λογισμού.

Ένας καλός λογισμός ισοδυναμεί με μια πολύωρη αγρυπνία! Έχει μεγάλη δύναμη. Όπως τώρα κάποια νέα όπλα σταματούν με ακτίνες λέιζερ τον πύραυλο στην βάση του και τον εμποδίζουν να εκτοξευθή, έτσι και οι καλοί λογισμοί προλαβαίνουν και καθηλώνουν τους κακούς λογισμούς στα αεροδρόμια του διαβόλου, από τα οποία ξεκινούν. Γι’ αυτό προσπαθήστε, όσο μπορείτε, πριν προλάβη ο πειρασμός να σας φυτέψη κακούς λογισμούς, να φυτεύετε εσείς καλούς λογισμούς, γιά να γίνη η καρδιά σας ανθόκηπος και να συνοδεύεται η προσευχή σας από την θεία ευωδία της καρδίας σας.

Όταν κανείς κρατά έστω και λίγο αριστερό, δηλαδή κακό, λογισμό γιά κάποιον, οποιαδήποτε άσκηση και αν κάνη, νηστεία, αγρυπνία κ.λπ., πάει χαμένη. Σε τί θα τον βοηθήση η άσκηση, αν δεν αγωνίζεται παράλληλα να μη δέχεται τους κακούς λογισμούς; Γιατί να μην αδειάση από το πιθάρι πρώτα όλο το κατακάθι του λαδιού, πού είναι μόνο για σαπούνι, και ύστερα να βάλη το καλό λάδι, αλλά βάζει το καλό με το άχρηστο και το μουρνταρεύει;

Ένας αγνός, καλός, λογισμός έχει μεγαλύτερη δύναμη από κάθε άσκηση. Κάποιος νέος λ.χ. πολεμείται από τον διάβολο και έχει ακάθαρτους λογισμούς και κάνει αγρυπνίες, νηστείες, τριήμερα, γιά να απαλλαγή από αυτούς. Ένας αγνός λογισμός όμως πού θα φέρη έχει μεγαλύτερη δύναμη και από τις αγρυπνίες και από τις νηστείες πού κάνει και τον βοηθάει πιο θετικά.

Ο άνθρωπος, όταν τα βλέπη όλα με καλούς λογισμούς, εξαγνίζεται καί χαριτώνεται από τον Θεό. Με τους αριστερούς λογισμούς κατακρίνει και αδικεί τους άλλους, εμποδίζει την θεία Χάρη να έρθη, και έρχεται έπειτα ο διάβολος και τον αλωνίζει.

Όλη η βάση είναι ο καλός λογισμός. Αυτό είναι πού ανεβάζει τον άνθρωπο, τον αλλοιώνει προς το καλό. Πρέπει να φθάση κανείς στο σημείο να τα βλέπη όλα καθαρά. Είναι αυτό πού είπε ο Χριστός: ­Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. Μετά φθάνει ο άνθρωπος σε μία κατάσταση πού βλέπει τα πάντα με τα πνευματικά μάτια όχι με τα ανθρώπινα. Όλα τα δικαιολογεί, με την καλή έννοια.
Πρέπει να προσέχουμε να μη δεχώμαστε τα πονηρά τηλεγραφήματα του διαβόλου, για να μη μολύνουμε ­τον Ναόν του Αγίου Πνεύματος και απομακρυνθή η Χάρις του Θεού, με αποτέλεσμα να σκοτισθούμε. Το Άγιο Πνεύμα, όταν δη την καρδιά μας αγνή, έρχεται και κατοικεί μέσα μας, γιατί αγαπάει την αγνότητα – γι’ αυτό και παρουσιάσθηκε σαν περιστέρι.

Από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Γ’, Πνευματικός αγώνας

Πηγή: iconandlight.wordpress.com

Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και οι σχέσεις της με την Κατωκοπιά

Screenshot

Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και οι σχέσεις της με την Κατωκοπιά [1]

του Ανδρέα Χ. Χριστοδούλου (+ 6/7/2023), φυσιογνώστη

Η συντήρηση του θεσμού της Εκκλησίας και το φιλανθρωπικό και το ιεραποστολικό έργο της χρειάζονται σημαντικές δαπάνες, οι οποίες καλύπτονται από εισφορές των πιστών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο πρώτος γνωστός που εισφέρει για τις ανάγκες της πρώτης Εκκλησίας, της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ήταν ένας Ιουδαίος από την Κύπρο, ο Ιωσής, που ονομάστηκε από τους αποστόλους Βαρνάβας (Υιός παρηγοριάς), ο εκ των ιδρυτών της Εκκλησίας της Κύπρου και προστάτης της. Συγκεκριμένα, πωλεί ένα χωράφι του και φέρνει τα χρήματα στους Αποστόλους, για τις ανάγκες της Εκκλησίας[2].  Στο πέρασμα των αιώνων, τα περισσότερα προβλήματα αντιμετώπισε η Εκκλησία  (Πατριαρχείο) Ιεροσολύμων[3], που από τα πρώτα βήματά του γνωρίζει τον κατατρεγμό των Εβραίων (μαρτύριο Αποστόλου Ιακώβου, διακόνου Στεφάνου, φυλακίσεις[4], οικονομικός αποκλεισμός κ.ά.), τον κατατρεγμό των εθνικών, την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. κατά την επανάσταση των Ιουδαίων εναντίον των Ρωμαίων, τους διωγμούς των Ρωμαίων, τις πολλές αιρέσεις, τις εισβολές Περσών, Αράβων, Σταυροφόρων, Μαμελούκων της Αιγύπτου και Τούρκων.

Γι’ αυτό οι πιστοί πάντοτε δίδουν! Από τις σημειώσεις στα περιθώρια εκκλησιαστικών χειρογράφων, αλλά και από άλλες πηγές (κώδικες, επιστολές, έγγραφα μεταβιβάσεων) μαθαίνουμε ότι δίνουν χωράφια, κήπους, χρήματα, δέντρα, ζώα (αγελάδες, γαϊδούρια, μουλάρια), εκκλησιαστικά και άλλα είδη. Σημαντικό μέρος των δωρεών από την Κύπρο δίνονταν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ακόμη ο Φίλιππος Φλάτρου δωρίζει τα εισοδήματα του χωριού Τάλα (1523)[5] και άλλοι ολόκληρες μονές. Η περιουσία αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος του Πατριαρχείου, αλλά συχνά γίνεται αρπαγή της από Τούρκους, χριστιανούς άλλων δογμάτων ακόμη και ορθοδόξους. Έτσι, κατά το ταξίδι του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αγίου Λεοντίου Β’ (1176-1185) προς τα Ιεροσόλυμα, αυτός στάθμευσε στην Κύπρο (χειμώνας 1176), σε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης και καλύτερης αξιοποίησης της περιουσίας του Πατριαρχείου. Σύντομα κατάφερε να επαναφέρει στην ιδιοκτησία του Πατριαρχείου τα ζώα που είχε αρπάξει ο Επίσκοπος Αμαθούντος, καθώς και άλλη περιουσία του Πατριαρχείου που είχε δημευθεί από ένα φοροεισπράκτορα[6].

Επιτυχής, μετά από πολύχρονο αγώνα, ήταν η προσπάθεια του Πατριαρχείου κατά  την Τουρκοκρατία να επαναφέρει στην ιδιοκτησία του σημαντική έκταση γης στην περιοχή της Κερύνειας, καθώς και άλλες εκτάσεις. Όμως, κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, δεν κατάφερε να επανακτήσει τη Μονή του Αγίου Σάββα του Καρόνος στην κοιλάδα του χειμάρρου Διαρίζου.

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διέθετε κατά το 19ο αιώνα Μονές [Χρυσοστόμου (στον Κουτσοβέντη), Παναγίας Αψινθιώτισσας (στο Συγχαρί), Αγίου Σίλα (στον Ύψωνα), Αγίου Γεωργίου Οριάτου (στην Κυρά), Αγίας Βαρβάρας (στην Αργάκα Πάφου)], μετόχια (Μιας Μηλιάς, Λευκωσίας) και άλλη περιουσία ((αγροί, δέντρα, νερόμυλοι) σε διάφορες περιοχές της Κύπρου[7].

Σήμερα η περιουσία  του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο περιορίζεται στις Μονές Χρυσοστόμου, Αψινθιώτισσας και Αγίου Γεωργίου Οριάτου, όλες κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα από τον Αύγουστο του 1974, σε περιουσία στη Λευκωσία, όπου και η προσωρινή έδρα της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου (Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) μετά την κατάληψη της Μονής Χρυσοστόμου), και ο ναός του Αγίου Μαρίου, Επισκόπου Σεβαστείας της Σαμάρειας στο Λυθροδόντα. Στην Εξαρχία στη Λευκωσία βρίσκεται ο Ναός της Θείας Αναλήψεως και του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου.

Σ’ αυτή την παρουσίαση θα γίνει μια πρώτη αναφορά στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου και τις σχέσεις της με την Κατωκοπιά. Η Μονή βρίσκεται περίπου 4,5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Κυρά, στα διοικητικά όρια του οποίου βρίσκεται, και περίπου 10 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Κατωκοπιάς. Η περιοχή είναι ημιορεινή, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πενταδακτύλου. Η Μονή βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων, στο άκρο ενός χαμηλού οροπεδίου, του οποίου το ύψος φτάνει τα 343 μέτρα.  Tα πετρώματα της περιοχής είναι βιοασβεστιτικοί και άλλα ψαμμίτες (αμμόλιθοι), μάργες (άργιλοι πλούσιες σε ανθρακικό ασβέστιο), αμμούχες μάργες, κροκαλοπαγή (αποστρογγυλωμένες πέτρες από τη μεταφορά από το νερό, οι οποίες είναι συγκολλημένες με κάποιο υλικό, όπως το ανθρακικό ασβέστιο), ασβεστόλιθοι και κρητίδες (και τα δύο από ανθρακικό ασβέστιο κυρίως) και άλλα.  Η  θέση της Μονής είναι δίπλα σε πηγή νερού (το αγίασμα – στα νοτιοδυτικά της), ενώ μικρότερη πηγή υπάρχει στην άλλη πλευρά του οροπεδίου στην περιοχή Στάζουσα. Στην ιδιοκτησία της Μονής υπάρχουν λαξιές (κοιλάδες) με καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ μεγάλο μέρος της δεν προσφέρεται για καλλιέργεια και χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος. Τα νερά της βροχής στα νότια συγκεντρώνονται με ρυάκια στον Οβγό, παραπόταμο του χειμάρρου Σερράχη, ενώ προς τα βόρεια με ρυάκια στο χείμαρρο Αλουπό.

Δε γνωρίζουμε πότε ιδρύθηκε η Μονή. Πάντως πριν το 971 μ.Χ., έτος κατά το οποίο δωρήθηκε σ’ αυτή «βίβλος», που γράφτηκε από το ναύαρχο Νικήτα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην αφιέρωση αναφέρεται ως όνομα της Μονής ως Αγίου Γεωργίου του Οριάτου πλησίον Θεομόρφου, δηλ. κοντά στην κωμόπολη Μόρφου[8]. Σήμερα, στους επίσημους χάρτες του Τμήματος Κτηματολογίου και  Χωρομετρίας και τους τίτλους ιδιοκτησίας η Μονή αναγράφεται ως Μονή Αγίου Γεωργίου Ρηγάτου. Πώς όμως βρέθηκε η Μονή στην ιδιοκτησία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και μάλιστα γραμμένη ως Μονή Αγίου Γεωργίου Ρηγάτου;[9] Δεν έχουμε πληροφορίες  για τη Μονή κατά το Μεσαίωνα, εκτός από μια καταγραφή το 1533 μ.Χ., κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, για το S(an) Zorzi Orati στην περιοχή της διοικητικής περιφέρειας της Πεντάγειας[10].

Το 1570 με την πρώτη Τουρκοκρατία οι Μονές λεηλατούνται, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1585, κατάσχονται, αλλά μέχρι το 1605 οι πλείστες Μονές είχαν εξαγοραστεί[11] από μοναχούς και γενικά την Εκκλησία και λαϊκούς, χριστιανούς και κάποιες από αυτές δωρήθηκαν στην Εκκλησία της Κύπρου, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τη Μονή Σινά.

Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκυ (επισκέφθηκε τέσσερις φορές την Κύπρο μεταξύ 1726-1736) αναφέρει ότι η Μονή Χρυσοστόμου δωρήθηκε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, μετά από επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους από ένα χριστιανό, που την είχε εξαγοράσει. Κατά παρόμοιο μάλλον συνέβη και με τις άλλες μονές και μετόχια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο[12]. Ο Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Οριάτου το 1735, γράφει για οικοδομικές εργασίες που γίνονταν στη Μονή το 1570, όταν έγινε η τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου.

Σύμφωνα με το σχέδιο που έκανε κατά την επίσκεψή του ο Μπάρσκυ και την περιγραφή της, γύρω από τη Μονή υπήρχε περιτοίχισμα, που στη νότια πλευρά, που ήταν απότομη (στο χείλος μικρού κρημνού), υπήρχαν αντηρίδες. Στη δυτική πλευρά υπήρχε ωραίο πρόπυλο με πέτρινα σκαλοπάτια μπροστά, στη βορειοδυτική πλευρά, σε διώροφο κτίριο, δύο ως τρία κελλιά και στην ανατολική πλευρά μάντρες ζώων και βοηθητικά κτίρια. Στο μέσο της αυλής βρίσκονταν δύο ενωμένες εκκλησίες, από τις οποίες η νότια ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένη με τρούλο, όπου τελούνταν οι ακολουθίες. Η εκκλησία αυτή έχει πολλές τοιχογραφίες, είναι διακοσμημένη με μάρμαρο και η στέγη υποβαστάζεται από τέσσερις κίονες. Ενωμένη με αυτή είναι μια καμαροσκεπής εκκλησία ετοιμόρροπη. Στα δυτικά της Μονής υπάρχει σπηλιά, που προχωρεί κάτω από τον κήπο και το χώρο των θεμελίων, και πέτρινη δεξαμενή για συγκέντρωση του νερού της πηγής, που περιβάλλεται από κτίσμα. Οι μοναχοί ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία (αίγες και πρόβατα), αλλά έκαναν και εκτροφή ψαριών στο γειτονικό χωρίο Κυρά, όπου είχαν ενοικιάσει τη δεξαμενή της και είχαν κτίριο για διαμονή τους κυρίως το καλοκαίρι. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έστελλε στη Μονή κάθε τέσσερα χρόνια ένα διαχειριστή κληρικό[13]. Όμως, η εικόνα που έχουμε σήμερα για τα κτίρια της Μονής είναι πολύ διαφορετική. Ας δούμε όμως τι συνέβη.

Κατά το 19ο αιώνα έχουμε αρκετές πληροφορίες για τις Μονές του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο. Έτσι, η Μονή Χρυσοστόμου, τουλάχιστο μέχρι περίπου τα μέσα του 19ου αιώνα δεν πλήρωνε φόρους, ενώ οι άλλες μονές και τα μετόχια πλήρωναν μόνο το φόρο της δεκάτης, δηλαδή τουλάχιστον το ένα δέκατο της γεωργικής παραγωγής. Η Μονή το 1800 είχε πέντε μοναχούς και το 1825 έξι, έναντι ένδεκα και δέκα αντίστοιχα της Μονής Χρυσοστόμου και μηδέν και τρεις αντίστοιχα της Μονής Αγίας Βαρβάρας, δηλαδή οι τρεις επανδρωμένες Μονές του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων είχαν δεκαέξι μοναχούς το 1800 και δεκαεννέα το 1825. Λόγω των σφαγών που έκαναν οι Τούρκοι το 1821, της καταλήστευσης των Μονών και της Εκκλησίας γενικότερα και της όλης έκρυθμης κατάστασης που ακολούθησε[14], τέσσερις από τους έξι μοναχούς της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου την εγκατέλειψαν, αλλά ήλθαν άλλοι τέσσερις σ’ αυτή και έτσι ο αριθμός των μοναχών της παρέμεινε σταθερός (έξι)[15].

Σε παλαιότερες εποχές αποστέλλονταν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για τη διαχείριση της περιουσίας του στην Κύπρο δύο ή τρεις μοναχοί του στην Κύπρο[16]. Αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου στην Κύπρο ήταν ο Πρωτοσύγκελλος και για κάποιες μονές υπάρχει ηγούμενος. Στην πραγματικότητα οι ηγούμενοι αυτοί ήταν επιστάτες, δηλαδή διαχειριστές (ενοικιαστές) της περιουσίας που τους εμπιστευόταν το Πατριαρχείο. Στις μονές και τα μετόχια υπήρχαν και Κύπριοι μοναχοί και εργαζόμενοι. Το 19ο αιώνα ο αριθμός των Αγιοταφιτών μοναχών που αποστέλλονταν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στην Κύπρο είναι πάλι μειωμένος (μέχρι δύο). Συχνά ο Πρωτοσύγκελλος είναι και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου.

Ο πιο γνωστός Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο κατά το 19ο αιώνα είναι ο τρίτος κατά σειρά γνωστός κατά το 19ο αιώνα, ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος, με δύο θητείες στην Κύπρο. Ηγούμενος στη Μονή Χρυσοστόμου από το 1836, γίνεται και Πρωτοσύγκελλος το 1844-1858 και στη δεύτερη θητεία  του Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου (1867-1876). Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αποφασίζει να στείλει κάποιους επιπλέον Αγιοταφίτες μοναχούς για καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας του στην Κύπρο, αλλά κάνει το λάθος να τους αφήσει ανεξάρτητους και όχι υπό τον έλεγχο του  Νάρκισσου. Έτσι, ο Κύπριος Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Σίλα πεθαίνει αφήνοντας χρέη 15605 γρόσια και τη Μονή σε κακή κατάσταση, ενώ αυτός του Αγίου Οριάτου που έστειλε το Πατριαρχείο παύεται και απομακρύνεται από τη Μονή με χρέη πέραν των 20000 γροσιών[17].

Η Εκκλησία της Κύπρου ασκούσε ένα είδος εποπτείας στις μονές και τα μετόχια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Μονής Σινά. Έτσι, φρόντιζε, σε συνεννόηση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, για το διορισμό Επιτρόπου[18] σε Λάρνακα, Λευκωσία και Λεμεσό, δηλαδή αξιόλογων πολιτών, για να βοηθούν τους κληρικούς, να εποπτεύουν και να προστατεύουν τα συμφέροντα του Πατριαρχείου, ιδίως με ενέργειες προς τις τουρκικές αρχές.

Ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος ήταν αποτελεσματικός, ζούσε σ’ ένα μικρό δίχωρο δωμάτιο στο Μετόχι Μιας Μηλιάς, την κατεξοχήν γεωργική γη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο. Παρά τις κατά καιρούς κατηγορίες εναντίον του (ιδίως όταν παρέδιδε περιουσία του Πατριαρχείου στην Κύπρο στον αντικαταστάτη του), η εκτίμησή μου είναι ότι προστάτευσε τα συμφέροντα του Πατριαρχείου στην Κύπρο, αλλά και τα δικά του, γιατί στην πραγματικότητα ήταν ενοικιαστής περιουσίας του Πατριαρχείου[19].

Από την αλληλογραφία μεταξύ Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και Κύπρου μαθαίνουμε κάποια ενδιαφέροντα:

-Το 1848 έφτασε στην Κύπρο ένας Μαρωνίτης επίσκοπος, ο οποίος έκρινε ότι κάποιες μονές και μοναστηριακές περιουσίες ανήκαν στους Μαρωνίτες. Έτσι, σφράγισε την Εκκλησία και τα κτίρια της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου. Ο Νάρκισσος αφαίρεσε τις σφραγίδες και  συνοδευόμενος από δημογέροντες και άλλους προύχοντες, ενημέρωσε τον Τούρκο διοικητή της Κύπρου Ισμαήλ Αζίζ  Πασά,  ο οποίος υποχρέωσε το Μαρωνίτη επίσκοπο σε απολογία[20].

-Ο Νάρκισσος πήγε τουλάχιστο δύο φορές στην Κωνσταντινούπολη, για να φέρει φιρμάνια (αντίγραφά τους), για προστασία της περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο, ξοδεύοντας 35000 γρόσια[21].

-Κινεί δικαστικές αγωγές εναντίον καταπατητών της περιουσίας του Πατριαρχείου και επαναφέρει στην ιδιοκτησία του περιουσίες που αρπάχτηκαν[22].

-Προσπαθεί να κινητοποιήσει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για επανάκτηση των δύο νερόμυλων της Κυθρέας, που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι το 1821[23].

-Προσπαθεί, αλλά ανεπιτυχώς, να πείσει το Πατριαρχείο να πωλήσει μεμονωμένα και ασύμφορα κτήματα.

-Συνήθως χρησιμοποιεί τη σωστή ονομασία της Μονής: Οριάτου ή Ριάτου[24].

-Αρχίζει την ανοικοδόμηση της Εκκλησίας της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου, η οποία διακόπτεται με την αναχώρησή του από την Κύπρο το 1858. Η ανοικοδόμηση της Εκκλησίας θα τελειώσει το 1862 με δαπάνη του Πατριαρχείου[25].

Η εκκλησία που κτίστηκε (μήκος αψίδας ιερού βήματος-δυτικού τοίχου περίπου 16,20 μέτρα και πλάτος περίπου 8,70 μέτρα) είναι καμαροσκεπής, χωρισμένη με σειρά τεσσάρων μονολιθικών κιόνων σε δύο κλίτη, με ξεχωριστή στέγη για το κάθε κλίτος. Αψίδα ιερού βήματος υπάρχει μόνο στο νότιο κλίτος και δίπλα της (στα ανατολικά) υπάρχει πηγάδι. Στην εκκλησία ο Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος κατέγραψε υπολείμματα δύο τοιχογραφιών (Άγιος Ευθύμιος, Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης), ελάχιστα ίχνη των οποίων εντοπίζονται μέχρι σήμερα. Η παρουσία τους και το σχέδιο της Μονής από του Μπάρσκυ το 1735 βεβαιώνουν ότι κάποια τμήματα της προϋπάρχουσας εκκλησίας διατηρήθηκαν και ενσωματώθηκαν στη νέα εκκλησία. Ο ίδιος κατέγραψε πέντε μεγάλες εικόνες, από τις οποίες η μια ήταν δωρεά κατοίκων της Κατωκοπιάς. Στα βόρεια της εκκλησίας υπάρχουν βοηθητικά κτίρια και στα νοτιοδυτικά της υπάρχουν κελλιά («ηγουμενείο»), τα οποία δεν είναι αυτά που ζωγράφισε ο Μπάρσκυ. Πάντως το 1881 τα δωμάτια της Μονής ήταν «καταπεπτωκότα». Η πηγή περιβάλλεται από χαμηλό κτίσμα, μέτρο προστασίας από την αρπακτικότητα των Τούρκων[26].

Επί Ηγουμένου της Μονής Χρυσοστόμου και Εξάρχου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο Αρχιμανδρίτη Ιππολύτου Μιχαηλίδη (1933-1939), έγινε ανακαίνιση της Εκκλησίας. Επί Ηγουμένου και Εξάρχου  Αρχιμανδρίτη Ονουφρίου Μουστάκη έγινε στήριξη και ανακαίνιση της εκκλησίας (1955), όπως αναφέρεται σε εντοιχισμένη πλάκα στο νότιο τοίχο της. Την ίδια περίοδο έγινε και ανακαίνιση των κτισμάτων της και κατασκευή μεγάλης δεξαμενής από μπετόν, για τη συγκέντρωση του νερού της πηγής (αγιάσματος)[27].

Μετά την αναχώρηση από την Κύπρο του Αρχιμανδρίτη Νάρκισσου το 1876, η οικονομική διαχείριση της περιουσίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο κατέρρευσε. Ήδη από χρόνια η Μονή της Αγίας Βαρβάρας είχε εγκαταλειφθεί, ενώ οι Μονές Αγίου Γεωργίου Οριάτου και Αγίου  Σίλα ήταν χρεωμένες με μεγάλα ποσά, που ουσιαστικά επιβάρυναν το Πατριαρχείο. Γιατί όμως απέτυχε η διαχείριση; Κάποιες από τις βασικές αιτίες είναι οι εξής:

α΄. Κάποιοι από τους διαχειριστές/επιστάτες (ενοικιαστές) δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και πείρα. Συγκεκριμένα, στάληκε πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, ασθενής να αναλάβει Πρωτοσύγκελλος (1858-1860)[28].

β΄. Η βροχόπτωση της περιοχής της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου, περίπου 330 χιλιοστόμετρα μέση ετήσια βροχόπτωση, επέτρεπε ξηρικές καλλιέργειες, ενώ η πηγή του νερού επέτρεπε την καλλιέργεια μικρής έκτασης και καλοκαιρινών ειδών, εξαιτίας και της πέτρινης δεξαμενής που είχε κατασκευαστεί. Όμως, οι ανομβρίες ήταν συχνές. Έτσι το 19ο αιώνα, σύμφωνα με το «Χρονικό της Λύσης»[29], είκοσι τέσσερα χρόνια ήταν ανομβρία, τέσσερα χρόνια η παραγωγή καταστράφηκε από άλλες δυσμενείς καιρικές συνθήκες (θερμοί άνεμοι, υπερβολική βροχόπτωση το καλοκαίρι), δεκαέξι χρόνια η παραγωγή ήταν μέτρια και πενήντα έξι καλή. Περίπου η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην κύρια γεωργική περιοχή του Πατριαρχείου στην Κύπρο (Μια Μηλιά). Οι ανομβρίες (δηλ. οι περίοδοι κατά τις οποίες η  βροχόπτωση ήταν χαμηλή) είχαν ως συνέπεια χαμηλή ή καθόλου παραγωγή. Κάποιες από αυτές διαρκούσαν χρόνια. Στις ανομβρίες οι τιμές των σιτηρών και των άλλων τροφίμων ανέβαιναν πολύ και ήταν περίοδος μεγάλης δυστυχίας. Όταν οι τιμές ανέβαιναν πολύ και οι γεωργοί συχνά δεν είχαν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν ούτε τους απαραίτητους σπόρους, αρκετοί από αυτούς μετανάστευαν στο εξωτερικό.

γ΄. Καταστροφή της παραγωγής  από ακρίδες. Εξήντα δύο είδη ακρίδων,  με πιο επικίνδυνο είδος το Dociostaurus maroccanus, μπορούσαν να προκαλέσουν μέχρι ολική καταστροφή της παραγωγής. Επειδή μεγάλη έκταση της περιοχής της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου δεν μπορούσε να οργωθεί, λόγω της σύστασής της (πράγμα που συνέβαινε και σε άλλες περιοχές του Πατριαρχείου στην Κύπρο), ήταν τόπος που δεν καταστρέφονταν οι ωομάζες με τα αυγά που γεννούσαν οι ακρίδες. Για αντιμετώπιση των ακρίδων, μαζεύονταν και καταστρέφονταν οι νεαρές (άπτερες) ακρίδες (με κοφίνια και έπειτα με απόχες) και οι ωομάζες. Πολλές φορές έρχονταν σμήνη ακρίδων, όπως της Schistocerca gregaria από γειτονικές χώρες της Αφρικής και κατέστρεφαν την παραγωγή[30].

δ΄. Από τα μέσα περίπου του 19ου  αιώνα αρχίζει σταδιακά να αλλάζει το φορολογικό καθεστώς της περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο. Ενώ μέχρι τότε η Μονή Χρυσοστόμου δεν πλήρωνε φόρους και οι άλλες μονές και μετόχια πλήρωναν μόνο το φόρο της δεκάτης, τους επιβάλλονται νέες φορολογίες, πλέον των έκτακτων βαριών φορολογιών και της διαχρονικής απομύζησης των εισοδημάτων τους με διάφορους τρόπους[31].

ε΄.  Όπως κάθε επιχείρηση, έτσι και η διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας έπρεπε να έχει αρκετά δικά της κεφάλαια. Αυτό συνήθως δε συνέβαινε, γι’ αυτό οι διαχειριστές υποχρεώνονταν να δανείζονται και μάλιστα με τον ψηλό τόκο που ίσχυε τότε[32].

στ΄. Η μείωση του αριθμού των μοναχών των μονών και των μετοχίων του Πατριαρχείου στην Κύπρο. Έτσι ενώ το 1825 υπήρχαν δεκαεννέα μοναχοί, το 1880 υπήρχαν έξι, από τους οποίους οι τέσσερις είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει τις μονές τους ή δεν έδειχναν το δέοντα σεβασμό στον Ηγούμενο της Μονής Χρυσοστόμου Αρχιμανδρίτη Αβράμιο, όπως αναφέρει ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιερόθεο, απαντώντας σε κατηγορίες τους εναντίον του[33]. Επειδή  η χρήση ξένων εργατικών χεριών αυξάνει αρκετά τα έξοδα, η γεωργική εκμετάλλευση των μονών και των μετοχίων είχε καταστεί ασύμφορη[34]. Γι’ αυτό από το 1878 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ενοικιάζει κτήματα της Μονής της Αγίας Βαρβάρας, το 1879 τα κτήματα της Μονής του Αγίου Σίλα και το 1880 αποφασίζεται η ενοικίαση των υπόλοιπων μοναστηριακών κτημάτων, πλην της Μονής Χρυσοστόμου, όπου θα εδρεύει ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο[35].  Η ενοικίαση των κτημάτων επιβαλλόταν και από το γεγονός ότι η Βρετανική αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου επέβαλλε πρόστιμο ή δήμευε κτήματα που δεν καλλιεργούντο για κάποιο χρονικό διάστημα[36]. Έτσι, με την εφαρμογή της απόφασης αυτής στην Κύπρο αποστελλόταν από  τα Ιεροσόλυμα ένας κληρικός ως «Έξαρχος του Παναγίου Τάφου» και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου.

Για να γίνει πιο σαφής η εικόνα της επικρατούσας τότε κατάστασης, πρέπει να δούμε τι συνέβαινε το 19ο αιώνα στην Εκκλησία της Κύπρου. Οι σφαγές της θρησκευτικής, της πολιτικής και της οικονομικής ηγεσίας της Κύπρου, οι οποίες συνοδεύτηκαν από λαφυραγωγήσεις, κατάσχεση περιουσιών και οικονομική απομύζηση της Αρχιεπισκοπής, των Μητροπόλεων, των μονών, των εκκλησιών και των πολιτών, συνθήκες που συνεχίστηκαν έντονα για αρκετά χρόνια, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την άσχημη οικονομική κατάσταση της Εκκλησίας, η οποία υφίστατο συνεχή οικονομική απομύζηση από τους Τούρκους. Γι’ αυτό οι περισσότερες μονές δεν άντεξαν και έτσι διαλύθηκαν το 19ο αιώνα. Συγκεκριμένα από τις είκοσι πέντε μονές της Αρχιεπισκοπικής περιφέρειας και τις Σταυροπηγιακές μονές (οι οποίες υπάγονταν στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου), επιβίωσαν μόνο οι τρεις Βασιλικές και Σταυροπηγιακές Μονές (Κύκκου, Μαχαιρά και Αγίου Νεοφύτου), δηλαδή οι είκοσι δύο (88%) διαλύθηκαν και η κτηματική περιουσία τους πέρασε στην Αρχιεπισκοπή, η οποία φρόντισε για την ενοικίασή της. Ανάλογες καταστάσεις υπήρχαν και στις τρεις Μητροπολιτικές περιφέρειες, π.χ. στη Μητροπολιτική περιφέρεια Κυρηνείας από τις είκοσι περίπου μονές παρέμεινε σε λειτουργία μόνο αυτή του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου, ενώ στη Μητροπολιτική Περιφέρεια Πάφου οι Μονές Τροοδίτισσας και Χρυσορρογιάτισσας. Έτσι τον Ιούλιο του 1895, με αγγελία της σε εφημερίδα, η Μητρόπολις Κιτίου προσφέρει προς ενοικίαση κτήματα διαλυμένων μονών στην επαρχία Λεμεσού[37].

Η ενοικίαση της αγροτικής περιουσίας του Πατριαρχείου στην Κύπρο δεν απέδιδε αρκετά, γι’ αυτό το Πατριαρχείο αποφάσισε την πώλησή της (με εξαίρεση εκείνη της Μονής Χρυσοστόμου) και την αντικατάσταση της με αστική περιουσία. Έτσι, το 1908 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προτείνει στη Μονή Κύκκου και στη Μητρόπολη Κυρηνείας την ανταλλαγή της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου με δική τους αστική ή έστω αγροτική περιουσία[38]. Λόγω και του εμπερίστατου της Κυπριακής Εκκλησίας (Αρχιεπισκοπικό ζήτημα, 1900-1910), η υπόθεση δεν προχώρησε και συνεχίστηκε η ενοικίαση των κτημάτων της Μονής.

Κάποια περίοδο κτήματα της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου ενοικίασαν κάτοικοι της Κατωκοπιάς. Βρίσκουμε στοιχεία για την περίοδο από το 1905[39] ως το 1944-1945. Συγκεκριμένα, η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που έγινε στη Μονή Σταυροβουνίου το 1909 γράφει επιστασία Χαραλάμπους Χατζηχριστοδούλου και Χατζηλοΐζου Παπαχριστοδούλου εκ Κατωκοπιάς. Τα έτη 1908 και 1909 ήταν καλά από γεωργικής πλευράς και αυτοί ανταπέδωσαν την ευλογία του Θεού, εκτός από το ενοίκιο, και με την κατασκευή της εικόνας. Ο Χατζηλοΐζος  (Ρίζα Κατωκοπιάς XVII 2α) ήταν γιος του Παπαχριστόδουλου, που έγραψε το τραγούδι του Λαζάρου (Έαρ ημίν επέφανε τοις πάσι το μηνύον …), που λεγόταν στην Κατωκοπιά και στην ευρύτερη περιοχή Μόρφου. Ο Παπαχριστόδουλος ήταν αδελφός του Σακελλάριου Πέτρου και ήταν παιδιά ενός άλλου Σακελλάριου (που δεν γνωρίζουμε το όνομά του), ο οποίος ήταν γιος του Πρωτόπαπα Λοΐζου (από το Αργάκι), που ήταν γιος του Χατζηπρωτόπαπα Ζένιου (από το Αργάκι),  δηλαδή ήταν γιος, εγγονός, δισέγγονος, τρισέγγονος ιερέων και ανεψιός τριών ιερέων). Ο Χαράλαμπος Χατζηχριστοδούλου (Ρίζα Κατωκοπιάς XX 1), διετέλεσε κοινοτάρχης Κατωκοπιάς και ήταν γιος του Χατζηττοουλή που ήρθε από το Αργάκι στην Κατωκοπιά και παντρεύτηκε τη Χατζημηλού Χατζηχαράλαμπου. Ο Χατζηττοουλής προέρχεται από την οικογένεια του Χατζηπρωτόπαπα Ζένιου από το Αργάκι. Δηλαδή, οι δυο ενοικιαστές-διαχειριστές, «επιστάτες» κατά τη μοναστηριακή έκφραση, ήταν εξ αίματος συγγενείς και διαμοίραζαν τα κτήματα και σε άλλους ενδιαφερόμενους κατοίκους της Κατωκοπιάς. Η περιοχή ενοικιαζόταν κάθε τέσσερα χρόνια, και οι καλλιέργειες ήταν σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι), κουκκιά, φασόλια, αρτυσιά και άλλα, ενώ η μικρή περιοχή που αρδευόταν από την πηγή του νερού χρησίμευε και για την καλλιέργεια και παραγωγή μελιτζάνων, πιπεριών, μπάμιων, αγγουριών, ντοματών και άλλων.

Για το θερισμό των σιτηρών χρησιμοποιούσαν και εργάτες και εργάτριες από την Κατωκοπιά, που διέμεναν στην ύπαιθρο, ενώ για το ξεχόρτισμα της αρτυσιάς, που γινόταν το χειμώνα (Φεβρουάριο κυρίως) χρησιμοποιούσαν εργάτριες από το γειτονικό χωριό Αγία Μαρίνα. Τα φορτωμένα ζώα διακινούσαν τα φορτία μέσω Κυράς και του δρόμου των Βουναρουλιών (στα ανατολικά της Κατωκοπιάς), ενώ όταν τα ζώα ήταν ξεφόρτωτα, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και το δρόμο Κυράς – Κατωκοπιάς.

Η πληρωμή του ενοικίου για τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Οριάτου γινόταν στον Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στη Μονή Χρυσοστόμου στις 13 Σεπτεμβρίου. Την ημέρα αυτή, αντιπροσωπεία από την Κατωκοπιά πήγαινε στη Μονή Χρυσοστόμου, πλήρωνε το ενοίκιο, συμμετείχε  στον εσπερινό και, μετά τη θεία λειτουργία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού την επόμενη και το πρόγευμα, επέστρεφαν στην Κατωκοπιά. Άλλοι γνωστοί καλλιεργητές από την Κατωκοπιά είναι οι Χριστόδουλος (Ττόουλος) Χαραλάμπους, Χριστόδουλος Χατζηγέρου, Λοΐζος Κόνιζος, Αργυρός Χατζηλοή (που ήταν κάποια περίοδο διαχειριστής), Γιαννής Μιχαήλ, Χατζηστυλλής Χατζημιχαήλη Ππαραλίκκη, Γιαννής Χατζηστυλλή (ηγετική μορφή), Κυριάκος Γιαννή Χατζηστυλλή (Κούσεττος), Σταύρος Κονόμου και άλλοι.

Τη δεκαετία του 1930 το ενδιαφέρον αρκετών κατοίκων της Κατωκοπιάς για ενοικίαση κτημάτων της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου μειώθηκε. Μερικοί βασικοί λόγοι είναι οι εξής:

α΄. Το λαγούμι της Παλλουδερής (από το 1916) και αργότερα αυτά του Σκλινικάρικου (1934) και του Κτιρκότικου (1936) μετέτρεψαν σε αρδεύσιμη γη αρκετές εκτάσεις της Κατωκοπιάς, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της γης του Αγίου Γεωργίου δεν ήταν αρδεύσιμη.

β΄. Μετά από πολύ καιρό παρενοχλήσεων των κατοίκων της Κατωκοπιάς από κατοίκους των γειτονικών χωριών Πάνω και Κάτω Ζώδειας, οι οποίοι τους εμπόδιζαν να ποτίζουν τα χωράφια τους από το νερό του ποταμού της Περιστερώνας, παραπόταμου του χειμάρρου Σερράχη, το οποίο έφτανε στη γη του χωριού με το δήμμα (αρδευτικό αυλάκι) Ναός, οι Κατωκοπίτες κατάφεραν να μην τους ενοχλούν.

γ΄. Στο τέλος της δεκαετίας του 1920,  έγινε Αρδευτική Επιτροπή στην Κατωκοπιά, μέλη της οποίας (Γεώργιος Κόκκινος, Νικολής Χ. Σπανού) με άροτρα συρόμενα από μουλάρια αύξησαν το μήκος των αυλακιών που έπαιρναν νερό από το δήμμα του Ναού και έτσι αυτό αξιοποιείτο καλύτερα και σε μεγαλύτερες εκτάσεις.

δ΄. Άρχισαν επεισόδια εις βάρος των Κατωκοπιτών ενοικιαστών από κατοίκους γειτονικού με τη Μονή χωριού, πλέον των διαχρονικών κλοπών εις βάρος των ενοικιαστών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο και Ηγούμενος της Μονής Χρυσοστόμου Αρχιμανδρίτης Ονούφριος Μουστάκης καταφέρνει, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις κατοίκων της Κυράς, να πωλήσει κάποια κτήματα της Μονής. Έτσι, σήμερα  η κτηματική   περιουσία της Μονής του Αγίου Γεωργίου Οριάτου στην Κυρά είναι μόνο 4366 δεκάρια.

Τον Αύγουστο του 1974 η περιοχή της Μονής κατελήφθη από τουρκικά στρατεύματα, βεβηλώθηκε, λεηλατήθηκε, ανασκάφηκε το δάπεδό της για αναζήτηση θησαυρών και ανατράπηκε η αγία τράπεζα. Στο εσωτερικό της δεν υπάρχει τίποτε από τον εξοπλισμό της (εικονοστάσι, εικόνες κ.ά.). Τα βοηθητικά κτίρια της Μονής και τα κελλιά έχουν καταρρεύσει.

The Monastery of Saint Georghios Oriatis
and its connections with the village of Katokopia

Summary
by Andreas C. Christodoulou

The Monastery of St. Georghios Oriatis (setting boundaries, borders) is located near the village of Kyra, a neighboring village of Katokopia, in northwestern Cyprus, at the foot of the Pentadaktylos Mountains. The first evidence of its existence is in 971 A.D. Its existence is verified again in 1533. In 1585 the Monastery was confiscated by the Turkish Ottoman conquerors, but it was acquired by a christian. The christian donated it to the Patriarchate of Jerusalem, in whose possession is located since those days. The slaughter of ecclesiastical, political and economic leaders of Cyprus in 1821, the looting, and the constant economic siege of the Church and monasteries by the Ottomans resulted in the disintegration of most of the monasteries of Cyprus in the 19th century. Additionally, monasteries plagued by droughts, grasshopper raids and lack of personnel. By the end of the 19th century, the Patriarchate of Jerusalem decided to remove any monks from the Monastery and rent out its estates. Katokopia residents rented these estates at least from 1905 to 1945. The discovery and use of Katokopia’s underground water for irrigation purposes reduced their interest in cultivating the monastery’s estates.

In 1974 the Monastery was occupied, violated and looted by Turkish troops. Nowadays, the Monastery’s church has no equipment, and its auxiliary buildings have collapsed. On the official maps of the Republic of Cyprus, the Monastery is written as the Monastery of Saint Georghios Rigatis.

[1] *Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες προς το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Βόστρων κ. Τιμόθεο, Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο, τον κ. Πέτρο Σολωμού, Σύμβουλο επί Πολιτιστικών Θεμάτων και Δημοσίων Σχέσεων της Εξαρχίας στην Κύπρο (φωτογραφίες του οποίου παρουσιάζονται στην εργασία αυτή), καθώς και στον καθηγητή Αγαμέμνονα Τσελίγκα του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος για την πολύπλευρη βοήθειά τους για την ετοιμασία της εργασίας αυτής.

[2] Πραξ. δ΄ 36-37.

[3] Η Εκκλησία Ιεροσολύμων αναγνωρίζεται ως Πατριαρχείο με την 7η πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.): Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Εν Αθήναις 19702, 186. Τα ιερά προσκυνήματα στην Παλαιστίνη είναι γνωστά στην Κύπρο με το γενικό όνομα Άις Τάφος (Άγιος Τάφος), όρος πανελλήνιος. Έτσι, η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο είναι γνωστή επίσημα ως Εξαρχία του Παναγίου Τάφου.

[4] Πραξ. δ΄ 1-3, ε΄ 17-18, ζ΄ 58-η΄ 3, ιβ΄ 1-5, κα΄ 30-31.

[5] Παπαδόπουλος, Ιστορία (υποσ. 3), 507.

[6] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, Άγιοι της Κύπρου και Ιεροσόλυμα: Μια αμφίδρομη σχέση, στο Θεόδωρος Χ. Γιάγκου και Πρωτοπρ. Χρυσόστομος Νασσής (επιμέλεια), Κυπριακή Αγιολογία, Αγία Νάπα – Παραλίμνι 2015, 579-580.

[7] Θεοχάρης Σταυρίδης, Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και Κύπρος, Επιστολές (1731-1884), Λευκωσία 2007, 143.

[8] Η «βίβλος» βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού (ελληνικός κώδικας 497) και περιέχει ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου (Κώστας Χατζηψάλτης, Βυζαντινά και Κυπριακά του 10ου μ.Χ. αιώνα, Προσωπογραφικά – Τοπωνυμικά – Μοναστηριακά, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2, Λευκωσία 1993, 245.

[9] Η χρήση του επιθέτου Οριάτης φανερώνει ότι η Μονή βρίσκεται σε κάποιο όριο (σύνορο), όπως το όριο ενός οροπεδίου, κάτω από το οποίο αρχίζει μικρή κοιλάδα ή σε κάποιο άλλο όριο. Η χρήση του επιθέτου μάλλον δείχνει την παρουσία και άλλης μονής ή εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Γεώργιο στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, στην Κυθρέα έχουμε τις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου Στρατηλάτη, του Αγίου Γεωργίου Ποταμίτη και του Αγίου Γεωργίου τους Μάντουδους. Κατά τον Κώστα Χατζηψάλτη, η μετατροπή του ονόματος Οριάτης σε Ριγάτης  έγινε ως εξής: το Οριάτης με αποβολή του αρχικού φωνήεντος έγινε Ριάτης (κατά το εξάδελφος σε ξάδελφος). Ο Ριάτης με ανάπτυξη ευφωνικού συμφώνου γ (κατά το έρημος σε γέρημος) έγινε Ριγάτης [Χατζηψάλτης, Βυζαντινά (υποσ. 8), 251-252]. Χωρίς να αποκλείεται η εξήγηση αυτή, κάποτε χάνεται το γ, π.χ. το λίγο γίνεται λίο. Το γεγονός ότι χρησιμοποιείται επίσης ο τύπος «Ρηγάτης», γενική «Ρηγάτου» [μεσαιωνικό ρηξ, γενική ρηγός από το λατινικό  rex, γενική regis (βασιλιάς, γενική βασιλιά)], αυτό είναι πιθανόν να οφείλεται σε αφελή προσπάθεια να εξηγηθεί ο όρος Ριάτης ότι αναφέρεται σε ρήγα (βασιλιά). Στην Κύπρο έχουν δημιουργηθεί αρκετές παραδόσεις και θρύλοι για ρήγαινες (βασίλισσες). Έτσι, στην περιοχή της Χερσονήσου του Ακάμα, στη βορειοδυτική Κύπρο, τα ερείπια μικρής μονής είναι γνωστά ως Πύργος της Ρήγαινας. Ο εκπρόσωπος (Πρωτοσύγκελλος) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Κύπρο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος χρησιμοποιεί για τη Μονή τα ονόματα Οριάτου και Ριάτου [Σταυρίδης, Πατριαρχείο (υποσ. 7), 466-467, 487, 489, 492-493, 494-495, 498-499, 748-749]. Στο Κατάστιχο VI της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, η Μονή αναφέρεται ως «άγιος γεώργιος οριγάτης» [Κωστής Κοκκινόφτας – Ιωάννης Θεοχαρίδης, Μοναστηριακά δεδομένα σύμφωνα με το κατάστιχο VI της Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1825), Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 4, Λευκωσία 1999, 270].

[10] Ν. Γ. Κυριαζής, Η Κύπρος υπό τους Λουζινιανούς, Κυπριακά Χρονικά, ΙΓ΄, Τεύχος Α, Εν Λάρνακι 1937, 55.

[11] Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν 1788 (επανέκδοση, επ. Άντρου Παυλίδη, Λευκωσία 1977), 456, 458.

[12] Άντρος Παυλίδης, Η  Κύπρος ανά τους αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, 2, Λευκωσία 1994, 686. Περί το 1700 είχε υπαχθεί στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων η Μονή Παναγίας Αψινθιώτισσας  η οποία βρίσκεται βόρεια του χωριού Συγχαρί [Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος ΙΘ΄, Τεύχος 5-6, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1958, 90].

[13] Ανδρέας Στυλιανού, Αι περιηγήσεις του Ρώσου Μοναχού Βασιλείου Γρηγόροβιτς Βάρσκυ– Πλάκα–Αλπόβ  άλλως Βασιλείου Μοσκοβορώσσου Κιεβοπολίτου εν Κύπρω, Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΚΔ΄, Λευκωσία-Κύπρου 1957, 55-56. Παυλίδης, Η Κύπρος (υποσ. 12), 688, 693, 709.

[14] Χρονικό της Λύσης, στο Σάββας Κ. Ξυστούρης, Η κωμόπολη της Λύσης, Ιστορική, Κοινωνική, Γεωργική και Λαογραφική Επισκόπηση, Λευκωσία-Κύπρος 1980, 336. Λοΐζου Φιλίππου, Η Εκκλησία της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, Εν Λευκωσία  19702, 288.

[15] Κοκκινόφτας – Θεοχαρίδης, Μοναστηριακά (υποσ. 9), 244, 253, 255, 256.

[16] Σταυρίδης, Πατριαρχείο (υποσ. 7), 21, 388.

[17] Ό.π., 213, 737, 769.

[18] Ό.π., 217-223, 229, 382-383.

[19] Ό.π., 181-183, 191-193, 197-198.

[20]   Ό.π., 161-162, 380-383.

[21] Ό.π., 173, 498-499.

[22] Ό.π., 148-151.

[23] Ό.π., 163-166.

[24] Βλ. υποσ. 8.

[25] Ο Αρχιμανδρίτης Νάρκισσος είχε υπολογίσει την απαιτούμενη δαπάνη για ανοικοδόμηση της εκκλησίας, της οποίας ο τρούλος είχε καταπέσει πριν αρκετά χρόνια, σε 50000 γρόσια [Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 162- 163, 492].

[26]  α΄. Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος Κ΄, Τεύχος 11-12, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1959, 207. β΄. Ιωάννης Π. Τσικνόπουλλος, Η Ιερά Μονή Χρυσοστόμου του Κουτσουβέντη, Απόστολος Βαρνάβας, Τόμος ΚΑ΄, Τεύχος 11-12, Εν Λευκωσία (Κύπρου) 1960, 348. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 162-163, 768-769. Παυλίδης, Η Κύπρος (υποσ. 12), 693. Η νέα εκκλησία που κτίστηκε είχε τις ίδιες διαστάσεις με την προηγούμενη, όπως δείχνει σύγκριση των διαστάσεων που κατέγραψαν κατά προσέγγιση οι Τσικνόπουλλος και Μπάρσκυ. Στο νότιο κλίτος της εκκλησίας, όπου παλαιότερα υπήρχε τρούλος, η στέγη σχηματίζει σταυροθόλια.

Μελέτη (αδημοσίευτη) σχετική με τα οικοδομήματα της Μονής έχει κάνει ο Μάριος Πέτρου Σολωμού (από τη Φυλλιά), προσφιλής υιός του Πέτρου Σολωμού, Συμβούλου επί Πολιτιστικών Θεμάτων και Δημοσίων Σχέσεων της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο.

[27] Τσικνόπουλλος, Η Ιερά (υποσ. 26α), 207.  Τσικνόπουλλος, Η Ιερά (υποσ. 26β), 350-351.

[28] Πρόκειται για τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Κλεόπα, πρώτο Διευθυντή της Θεολογικής Σχολής Σταυρού του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και κατόπι καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε λόγω ασθενείας. Κατά την παραμονή του στην Κύπρο βοήθησε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α΄ να ρυθμίσει τα της ελληνικής παιδείας της Κύπρου: Παπαδόπουλος, Ιστορία (υποσ. 3), 807-808. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 179-183.

[29] Χρονικό της Λύσης (υποσ. 14), 334-344. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 63, 68, 74, 82, 689-690, 695-696.

[30] Gilles Grivaud, Δίκαιον – Οικονομία, στο Θεόδωρος Παπαδόπουλλος (εκδότης), Ιστορία της Κύπρου, Τόμος ΣΤ΄ (Τουρκοκρατία), Λευκωσία 2011, 320-321. Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 6), 32, 66, 68, 70, 87-93, 482, 573.

[31] Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 236-237, 238, 240, 241-262, 456-457, 718, 720.   Grivaud, Δίκαιον (υποσ. 30), 332-333. Φιλίππου, Η Εκκλησία  (υποσ. 14), 286-289.

[32] Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 750, 758.

[33] Ό.π. 758-760.

[34] Ό.π. 716-717.

[35] Ο.π. 196-197, 715, 756-757.

[36] Νίκος Χριστοδούλου, Η περιουσία της Εκκλησίας της Κύπρου στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2, Λευκωσία 1993, 382, 387-388.  Σταυρίδης, Πατριαρχείο ( υποσ. 7), 732-735.

[37] Κοκκινόφτας – Θεοχαρίδης (υποσ. 9), 250.

[38] Κωστής Κοκκινόφτας, Η Μονή Κύκκου και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 6, Λευκωσία 2004, 357-358, 399.

[39] Προφορική μαρτυρία από το 1905, γραπτή μαρτυρία από το 1909.

Πηγή: https://churchofcyprus.org.cy/62491

Μνήμη των Aγίων επτά Mαρτύρων Mακκαβαίων, Aβείμ, Aντωνίου, Γουρίου, Eλεαζάρου, Eυσεβωνά, Aχείμ και Mαρκέλλου, και της μητρός αυτών Σολομονής, και του διδασκάλου αυτών Eλεαζάρου (1η Αυγούστου)

ΟΙ Άγιοι επτά Μακκαβαίοι παίδες, η μήτηρ αυτών Σολομονή και ο διδάσκαλος αυτών Ελεάζαρος

Μνήμη των Aγίων επτά Mαρτύρων Mακκαβαίων, Aβείμ, Aντωνίου, Γουρίου, Eλεαζάρου, Eυσεβωνά, Aχείμ και Mαρκέλλου, και της μητρός αυτών Σολομονής, και του διδασκάλου αυτών Eλεαζάρου

Εις τον Ελεάζαρον
Πρώτος προ Xριστού πυρ στέγων Eλεάζαρ,
Aθλήσεως προύθηκε τοις άλλοις ίχνη.

Εις την Σολομονήν
Πρώταθλον άλλην και προ της Θέκλας έχω,
Tην Σολομονήν, ην προ Xριστού πυρ φλέγει.

Εις τους επτά Μακκαβαίους
Eξ εβδόμης πέμπουσι παίδων επτάδα,
Aρθρέμβολα φλοξ και τροχοί προς ογδόην.

Kαύσαν ενί πρώτη Σολομώνην επτά τε υίας.

ΟΙ Άγιοι επτά Μακκαβαίοι παίδες, η μήτηρ αυτών Σολομονή και ο διδάσκαλος αυτών Ελεάζαρος

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aντιόχου υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ‚ετκζ΄ [5327], προ Xριστού δε ρογ΄ [173]. Oύτοι λοιπόν επειδή ηναγκάζοντο από τον άνωθεν Aντίοχον (όστις αφάνισε και εσκλάβωσεν όλον το γένος των Eβραίων) διά να αρνηθούν τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων τους, ήτοι το να φάγουν κρέατα γουρουνίσια· επειδή, λέγω, και αναγκάσθησαν εις τούτο από τον τύραννον, διά τούτο δεν επείσθησαν, τόσον αυτοί, όσον και ο διδάσκαλος αυτών Eλεάζαρος, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Tον υν, ότι διχαλοί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεών αυτών ου φάγεσθε, και των θνησιμαίων αυτών ουχ’ άψεσθε· ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια΄, 7). Tουτέστι, μη φάγετε τον χοίρον, διατί αυτός, έχει μεν τα ονύχιά του μοιρασμένα εις δύω, δεν αναμηρυκάζει δε, ουδέ αναχαράζει το φαγητόν οπού φάγη. Όθεν από τα κρέατα του χοίρου μη φάγετε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη πιάσετε, διατί αυτά είναι ακάθαρτα.

ΟΙ Άγιοι επτά Μακκαβαίοι παίδες, η μήτηρ αυτών Σολομονή και ο διδάσκαλος αυτών Ελεάζαρος. Φορητή εικόνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Tούτου χάριν του μεν Aγίου Eλεαζάρου τας χείρας έδεσαν οπίσω, και έδειραν αυτόν δυνατά. Έπειτα έχυσαν μέσα εις την μύτην του κάποια υγρά βρωμερά και δριμέα. Mετά ταύτα έρριψαν αυτόν εις την φωτίαν, μέσα εις την οποίαν επροσευχήθη διά να γένη το αίμα και ο θάνατός του, λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο αοίδιμος. Tους δε Aγίους επτά Παίδας έφερεν έμπροσθέν του ο τύραννος, και ετιμώρησεν αυτούς, τον καθ’ ένα κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με κοντάρια, με φωτίαν, και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία έμβαινον μέσα εις τα άρθρα και αρμονίας του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες αποθανόντες μέσα εις τα τοιαύτα βάσανα, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών. Kαι εάν θελήση, δεν δύναται να νικηθή από αυτά2. Kαι ούτως έλαβον παρά Kυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Mετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της, πως ετελειώθησαν με ανδρίαν, εχάρη. Όθεν χωρίς να βάλη τινάς χέρι επάνω της, επήγε μόνη και έρριψε τον εαυτόν της μέσα εις την αναμμένην πυρκαϊάν, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον μαρτυρικόν τους Nαόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομνίνου, και πέραν εις την Eλαίαν3.

Σημειώσεις

1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, Eυλάλου. Eν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται, Mάρκου.

2. Kαθώς τούτο αποδείχνει ο Eβραίος Iώσηπος εις τον ολόκληρον Λόγον οπού συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ου η αρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων».

3. Σημείωσαι, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος, ένα εγκωμιαστικόν Λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Aγίων τούτων Mακκαβαίων, ου η αρχή· «Tί δε οι Mακκαβαίοι;» O δε Xρυσόστομος τρεις Λόγους, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως. Kαι του μεν πρώτου η αρχή· «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν». Tου δε δευτέρου· «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι». Tου δε τρίτου· «Kαι τοις Mάρτυσιν ορών». Aξιόλογον δε είναι εκείνο οπού γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Oι προ των Xριστού παθών μαρτυρήσαντες, τί ποτε δράσειν έμελλον μετά Xριστόν διωκόμενοι; και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον; οι γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πώς ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Kαι άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Xριστού παρουσίας τελειωθέντων, δίχα της εις Xριστόν πίστεως τούτου τυχείν. O γαρ Λόγος, επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις· εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Aγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον, εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως. Eις το Mαρτύριον τούτων λόγον συνέγραψεν Iώσηπος ο Iουδαίος, ου η αρχή· «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Eυρίσκεται δε εν τη Mεγίστη Λαύρα και έτερος Λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 31 Ἰουλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Η΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10:28-33; 11:1-8

Ἀδελφοί, ἐὰν τις ὑμῖν εἴπῃ· Τοῦτο ειδωλόθυτόν ἐστιν, μὴ ἐσθίετε δι᾽ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. συνείδησιν δὲ λέγω οὐχὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀλλὰ τὴν τοῦ ἑτέρου. ἱνατί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως; εἰ ἐγὼ χάριτι μετέχω, τί βλασφημοῦμαι ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εὐχαριστῶ; εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Ἀπρόσκοποι καὶ ᾽Ιουδαίοις γίνεσθε καὶ Ἕλλησιν καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσιν Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε. Θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστιν, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός. Πᾶς ἀνὴρ προσευχόμενος ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτῆς· ἓν γάρ ἐστιν καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξυρημένῃ. Εἰ γὰρ οὐ κατακαλύπτεται γυνή, καὶ κειράσθω· εἰ δὲ αἰσχρὸν γυναικὶ τὸ κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι, κατακαλυπτέσθω. Ἀνὴρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἰκὼν καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων· ἡ γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρός ἐστιν. Οὐ γάρ ἐστιν ἀνὴρ ἐκ γυναικός, ἀλλὰ γυνὴ ἐξ ἀνδρός.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
8: 14-21

Ἀδελφοί, ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· Ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν. Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα· ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Η΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
16: 24-28

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
8: 16-21

Εἶπεν ὁ Κύριος· Οὐδεὶς λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ’ ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· Ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς· Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ